EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32019R1149

Κανονισμός (EE) 2019/1149 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αρχής Εργασίας, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 883/2004, (ΕΕ) αριθ. 492/2011 και (ΕΕ) 2016/589 και την κατάργηση της απόφασης (ΕΕ) 2016/344 (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ και την Ελβετία)

PE/49/2019/REV/1

ΕΕ L 186 της 11.7.2019, p. 21–56 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2019/1149/oj

11.7.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 186/21


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (EE) 2019/1149 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 20ής Ιουνίου 2019

για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αρχής Εργασίας, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 883/2004, (ΕΕ) αριθ. 492/2011 και (ΕΕ) 2016/589 και την κατάργηση της απόφασης (ΕΕ) 2016/344

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ και την Ελβετία)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως τα άρθρα 46 και 48,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η ελευθερία κυκλοφορίας των εργαζομένων, η ελευθερία εγκατάστασης και η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών συνιστούν θεμελιώδεις αρχές της εσωτερικής αγοράς της Ένωσης και κατοχυρώνονται στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).

(2)

Σύμφωνα με το άρθρο 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), η Ένωση οφείλει να αναπτύξει μια άκρως ανταγωνιστική κοινωνική οικονομία της αγοράς, με στόχο την πλήρη απασχόληση και την κοινωνική πρόοδο, και να προάγει την κοινωνική δικαιοσύνη και προστασία, την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών, την αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών και την καταπολέμηση των διακρίσεων. Σύμφωνα με το άρθρο 9 ΣΛΕΕ, η Ένωση, κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή των πολιτικών και των δράσεών της, συνεκτιμά τις απαιτήσεις που συνδέονται με την προαγωγή υψηλού επιπέδου απασχόλησης, με τη διασφάλιση επαρκούς κοινωνικής προστασίας, με την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού και με την προαγωγή υψηλού επιπέδου εκπαίδευσης, κατάρτισης και προστασίας της ανθρώπινης υγείας.

(3)

Στις 17 Νοεμβρίου 2017, ο ευρωπαϊκός πυλώνας κοινωνικών δικαιωμάτων υπήρξε αντικείμενο κοινής διακήρυξης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή κατά την κοινωνική σύνοδο κορυφής για τη δίκαιη απασχόληση και την ανάπτυξη, που πραγματοποιήθηκε στο Γκέτεμποργκ. Η εν λόγω σύνοδος κορυφής επισήμανε την ανάγκη να δοθεί προτεραιότητα στους πολίτες, ώστε να αναπτυχθεί περαιτέρω η κοινωνική διάσταση της Ένωσης και να προαχθεί η σύγκλιση μέσω προσπαθειών σε όλα τα επίπεδα, όπως επιβεβαιώνεται στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου μετά τις συνεδριάσεις του της 14ης και 15ης Δεκεμβρίου 2017.

(4)

Στην κοινή τους δήλωση σχετικά με τις νομοθετικές προτεραιότητες της ΕΕ για την περίοδο 2018-2019, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή έχουν δεσμευτεί να αναλάβουν δράση για την ενίσχυση της κοινωνικής διάστασης της Ένωσης, καταβάλλοντας προσπάθειες για τη βελτίωση του συντονισμού των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, μέσω της προστασίας των εργαζομένων από κινδύνους για την υγεία στον χώρο εργασίας, εξασφαλίζοντας ίση μεταχείριση για όλους στην αγορά εργασίας της Ένωσης μέσω του εκσυγχρονισμού των κανόνων για την απόσπαση των εργαζομένων, και με την περαιτέρω βελτίωση της διασυνοριακής επιβολής του δικαίου της Ένωσης.

(5)

Για την προστασία των δικαιωμάτων των μετακινούμενων εργαζομένων και την ενίσχυση του θεμιτού ανταγωνισμού μεταξύ των εταιρειών, ιδίως των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ), είναι ζωτικής σημασίας η βελτίωση της διασυνοριακής επιβολής του δικαίου της Ένωσης στον τομέα της κινητικότητας του εργατικού δυναμικού και η αντιμετώπιση των σχετικών καταχρήσεων.

(6)

Θα πρέπει να ιδρυθεί Ευρωπαϊκή Αρχή Εργασίας («Αρχή») με σκοπό την ενίσχυση της δικαιοσύνης και της εμπιστοσύνης στην εσωτερική αγορά. Οι στόχοι της Αρχής θα πρέπει να οριστούν με σαφήνεια, με ιδιαίτερη έμφαση σε περιορισμένο αριθμό καθηκόντων, ώστε τα διαθέσιμα μέσα να χρησιμοποιούνται όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά σε τομείς στους οποίους η Αρχή μπορεί να προσφέρει τη μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία. Για τον σκοπό αυτό, η Αρχή θα πρέπει να επικουρεί τα κράτη μέλη και την Επιτροπή, ώστε να ενισχυθεί η πρόσβαση στην πληροφόρηση, θα πρέπει να υποστηρίζει τη συμμόρφωση και τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών για τη συνεκτική, αποδοτική και αποτελεσματική εφαρμογή και επιβολή του δικαίου της Ένωσης στον τομέα της κινητικότητας των εργαζομένων στην Ένωση και για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας στην Ένωση και θα πρέπει να μεσολαβεί και να διευκολύνει την ανεύρεση λύσεων στην περίπτωση διαφορών.

(7)

Η βελτίωση της πρόσβασης των ιδιωτών και των εργοδοτών, ιδίως των ΜΜΕ, σε πληροφορίες σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους στους τομείς της κινητικότητας του εργατικού δυναμικού, της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και του συντονισμού των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας είναι μείζονος σημασίας προκειμένου να μπορέσουν να αξιοποιήσουν πλήρως το δυναμικό της εσωτερικής αγοράς.

(8)

Η Αρχή θα πρέπει να διεξάγει τις δραστηριότητές της στους τομείς της κινητικότητας του εργατικού δυναμικού σε ολόκληρη την Ένωση και του συντονισμού των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας κυκλοφορίας των εργαζομένων, της απόσπασης εργαζομένων και των υπηρεσιών που χαρακτηρίζονται από υψηλό βαθμό κινητικότητας. Θα πρέπει επίσης να ενισχύει τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας και άλλων καταστάσεων που θέτουν σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, όπως οι εικονικές εταιρείες και η ψευδής αυτοαπασχόληση, με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας των κρατών μελών να αποφασίζουν σχετικά με τα εθνικά μέτρα. Όταν η Αρχή ενημερώνεται σχετικά με εικαζόμενες παρατυπίες σε τομείς του δικαίου της Ένωσης κατά τη διεξαγωγή των δραστηριοτήτων της, όπως παραβιάσεις των όρων εργασίας ή των κανόνων υγείας και ασφάλειας ή εργασιακής εκμετάλλευσης, θα πρέπει να είναι σε θέση να τις αναφέρει και να συνεργάζεται για τα θέματα αυτά με τις εθνικές αρχές των ενδιαφερομένων κρατών μελών και, κατά περίπτωση, με την Επιτροπή και λοιπά αρμόδια όργανα της Ένωσης.

(9)

Το πεδίο των δραστηριοτήτων της Αρχής θα πρέπει να καλύπτει τις συγκεκριμένες νομικές πράξεις της Ένωσης που απαριθμούνται στον παρόντα κανονισμό, συμπεριλαμβανομένων των μελλοντικών τροποποιήσεών τους. Ο εν λόγω κατάλογος θα πρέπει να επεκταθεί στην περίπτωση περαιτέρω έκδοσης νομικών πράξεων της Ένωσης στον τομέα της κινητικότητας του εργατικού δυναμικού σε ολόκληρη την Ένωση.

(10)

Η Αρχή θα πρέπει να συμβάλλει ενεργά στις προσπάθειες της Ένωσης και των κρατών μελών στον τομέα της κινητικότητας του εργατικού δυναμικού σε ολόκληρη την Ένωση και του συντονισμού της κοινωνικής ασφάλειας, εκτελώντας τα καθήκοντά της σε πλήρη συνεργασία με τα θεσμικά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και τα κράτη μέλη, αποφεύγοντας παράλληλα την αλληλεπικάλυψη των εργασιών και προωθώντας τη συνέργεια και τη συμπληρωματικότητα.

(11)

Η Αρχή θα πρέπει να συμβάλλει στη διευκόλυνση της εφαρμογής και επιβολής του δικαίου της Ένωσης στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και στην υποστήριξη της επιβολής των εν λόγω διατάξεων που εφαρμόζονται με συλλογικές συμβάσεις καθολικής εφαρμογής σύμφωνα με τις πρακτικές των κρατών μελών. Για τον σκοπό αυτό, η Αρχή θα πρέπει να δημιουργήσει έναν ενιαίο ενωσιακό δικτυακό τόπο για την πρόσβαση σε όλους τους σχετικούς ιστοτόπους της Ένωσης και στους εθνικούς ιστοτόπους που έχουν δημιουργηθεί σύμφωνα με την οδηγία 2014/67/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) και την οδηγία 2014/54/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5). Με την επιφύλαξη των καθηκόντων και των δραστηριοτήτων της Διοικητικής Επιτροπής για το Συντονισμό των Συστημάτων Κοινωνικής Ασφάλισης που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) («Διοικητική Επιτροπή»), η Αρχή θα πρέπει επίσης να συμβάλλει στον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας.

(12)

Σε ορισμένες περιπτώσεις, η τομεακή ενωσιακή νομοθεσία έχει θεσπιστεί με σκοπό να ανταποκρίνεται σε ειδικές ανάγκες σε συγκεκριμένους τομείς, όπως ο τομέας των διεθνών μεταφορών, συμπεριλαμβανομένων των οδικών, σιδηροδρομικών, θαλάσσιων, εσωτερικών πλωτών και εναέριων μεταφορών. Στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, η Αρχή θα πρέπει επίσης να ασχοληθεί με τις πτυχές διασυνοριακής κινητικότητας των εργαζομένων και κοινωνικής ασφάλειας κατά την εφαρμογή της εν λόγω τομεακής ενωσιακής νομοθεσίας. Η έκταση των δραστηριοτήτων της Αρχής, ιδίως το ζήτημα του κατά πόσον οι δραστηριότητές της θα πρέπει να επεκταθούν σε περαιτέρω νομικές πράξεις της Ένωσης που ρυθμίζουν συγκεκριμένες τομεακές ανάγκες στον τομέα των διεθνών μεταφορών, θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο τακτικής αξιολόγησης και, εφόσον απαιτείται, αναθεώρησης.

(13)

Οι δραστηριότητες της Αρχής θα πρέπει να καλύπτουν άτομα που υπόκεινται στο ενωσιακό δίκαιο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των εργαζομένων, των μη μισθωτών και των ατόμων που αναζητούν εργασία. Στα εν λόγω άτομα θα πρέπει να περιλαμβάνονται πολίτες της Ένωσης και υπήκοοι τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στην Ένωση, όπως οι αποσπασμένοι εργαζόμενοι, οι ενδοεπιχειρησιακά μετατιθέμενοι ή οι επί μακρόν διαμένοντες, καθώς και τα μέλη των οικογενειών τους, σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο που ρυθμίζει την κινητικότητά τους εντός της Ένωσης.

(14)

Η ίδρυση της Αρχής δεν θα πρέπει να δημιουργεί νέα δικαιώματα ή νέες υποχρεώσεις για τους ιδιώτες και τους εργοδότες, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών φορέων ή των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων, καθώς οι δραστηριότητες της Αρχής θα πρέπει να καλύπτουν τους εν λόγω ιδιώτες και εργοδότες στον βαθμό στον οποίο διέπονται από το ενωσιακό δίκαιο στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Η ενίσχυση της συνεργασίας στον τομέα της επιβολής δεν θα πρέπει να συνεπάγεται ούτε υπέρμετρη διοικητική επιβάρυνση για τους μετακινούμενους εργαζομένους ή τους εργοδότες, ιδίως τις ΜΜΕ, ούτε να αποθαρρύνει την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού.

(15)

Για να διασφαλίζεται ότι οι ιδιώτες και οι εργοδότες δύνανται να επωφελούνται από μια δίκαιη και αποτελεσματική εσωτερική αγορά, η Αρχή θα πρέπει να στηρίζει τα κράτη μέλη στην προώθηση ευκαιριών για την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού ή για την παροχή υπηρεσιών και την πρόσληψη σε όλη την Ένωση, συμπεριλαμβανομένων των ευκαιριών για πρόσβαση σε διασυνοριακές υπηρεσίες κινητικότητας, όπως η διασυνοριακή αντιστοίχιση των ατόμων με τις θέσεις εργασίας, η πρακτική άσκηση και μαθητεία και τα προγράμματα κινητικότητας όπως το πρόγραμμα «Η πρώτη σου θέση εργασίας μέσω του EURES» και το «ErasmusPRO». Η Αρχή θα πρέπει επίσης να συμβάλλει στη βελτίωση της διαφάνειας της πληροφόρησης, μεταξύ άλλων σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από το ενωσιακό δίκαιο, και της πρόσβασης των ιδιωτών και των εργοδοτών σε υπηρεσίες, σε συνεργασία με άλλες υπηρεσίες πληροφόρησης της Ένωσης, όπως η υπηρεσία «Η Ευρώπη σου – Συμβουλές» και αξιοποιώντας πλήρως και διασφαλίζοντας τη συνεκτικότητα με την πύλη «Η Ευρώπη σου», η οποία πρόκειται να αποτελέσει τη ραχοκοκαλιά της ενιαίας ψηφιακής πύλης που θεσπίστηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1724 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7).

(16)

Για το σκοπό αυτό, η Αρχή θα πρέπει να συνεργάζεται στο πλαίσιο άλλων σχετικών πρωτοβουλιών και δικτύων της Ένωσης, ιδίως του ευρωπαϊκού δικτύου δημόσιων υπηρεσιών απασχόλησης, του ευρωπαϊκού δικτύου επιχειρήσεων, του σημείου επαφής για τα σύνορα SOLVIT και της Επιτροπής Ανωτέρων Επιθεωρητών Εργασίας, καθώς και στο πλαίσιο σχετικών εθνικών υπηρεσιών, όπως οι οργανισμοί για την προώθηση της ίσης μεταχείρισης και για την υποστήριξη των εργαζομένων της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους, οι οποίοι έχουν οριστεί από τα κράτη μέλη βάσει της οδηγίας 2014/54/ΕΕ. Η Αρχή θα πρέπει να αντικαταστήσει την Επιτροπή στη διαχείριση του ευρωπαϊκού γραφείου συντονισμού στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού δικτύου υπηρεσιών απασχόλησης (EURES), το οποίο συγκροτήθηκε βάσει του κανονισμού (ΕΕ) 2016/589 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), μεταξύ άλλων στον ορισμό των αναγκών των χρηστών και των επιχειρησιακών απαιτήσεων για την αποτελεσματικότητα της διαδικτυακής πύλης EURES και των συναφών υπηρεσιών τεχνολογίας των πληροφοριών (ΤΠ), με εξαίρεση όμως την παροχή υπηρεσιών ΤΠ και τη λειτουργία και ανάπτυξη υποδομών ΤΠ, δραστηριότητες που θα εξακολουθήσει να διασφαλίζει η Επιτροπή.

(17)

Προκειμένου να διασφαλισθεί η δίκαιη, απλή και αποτελεσματική εφαρμογή και επιβολή του ενωσιακού δικαίου, η Αρχή θα πρέπει να υποστηρίζει τη συνεργασία και την έγκαιρη ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών. Μαζί με το λοιπό προσωπικό, οι εθνικοί υπάλληλοι-σύνδεσμοι οι οποίοι εργάζονται στο πλαίσιο της Αρχής θα πρέπει να υποστηρίζουν τη συμμόρφωση των κρατών μελών με τις υποχρεώσεις συνεργασίας, να επιταχύνουν τις μεταξύ τους ανταλλαγές μέσω των διαδικασιών που αποβλέπουν στη μείωση των καθυστερήσεων και να διασφαλίζουν τη διασύνδεση με άλλα εθνικά γραφεία-συνδέσμους, οργανισμούς και σημεία επαφής που έχουν συσταθεί βάσει του ενωσιακού δικαίου. Η Αρχή θα πρέπει να ενθαρρύνει τη χρήση καινοτόμων προσεγγίσεων για την αποτελεσματική και αποδοτική διασυνοριακή συνεργασία, συμπεριλαμβανομένων των εργαλείων ηλεκτρονικής ανταλλαγής δεδομένων όπως το σύστημα ηλεκτρονικής ανταλλαγής πληροφοριών για την κοινωνική ασφάλιση (EESSI) και το σύστημα πληροφόρησης για την εσωτερική αγορά (IMI), και να συμβάλλει στην περαιτέρω ψηφιοποίηση των διαδικασιών και στη βελτίωση των εργαλείων ΤΠ για την ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ των εθνικών αρχών.

(18)

Για να ενισχύσει την ικανότητα των κρατών μελών να διασφαλίζουν την προστασία των προσώπων που ασκούν τα δικαιώματά τους σε ελεύθερη κυκλοφορία και να αντιμετωπίζουν τυχόν παρατυπίες με διασυνοριακή διάσταση σε σχέση με το ενωσιακό δίκαιο στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, η Αρχή θα πρέπει να στηρίζει τις εθνικές αρχές στη διενέργεια συνδυασμένων και κοινών επιθεωρήσεων, συμπεριλαμβανομένης της διευκόλυνσης της υλοποίησης των επιθεωρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 10 της οδηγίας 2014/67/ΕΕ. Οι εν λόγω επιθεωρήσεις θα πρέπει να διενεργούνται κατόπιν αιτήματος των κρατών μελών ή κατόπιν της συμφωνίας τους με πρόταση της Αρχής. Η Αρχή θα πρέπει να παρέχει στρατηγική, υλικοτεχνική και τεχνική υποστήριξη στα κράτη μέλη που συμμετέχουν στις συνδυασμένες ή κοινές επιθεωρήσεις με πλήρη σεβασμό των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας. Οι επιθεωρήσεις θα πρέπει να διενεργούνται σε συμφωνία με τα οικεία κράτη μέλη και η εκτέλεσή τους θα πρέπει να διέπεται απόλυτα από το νομικό πλαίσιο που ορίζει το εθνικό δίκαιο ή πρακτική των κρατών μελών στα οποία διεξάγονται. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να δίνουν συνέχεια στα πορίσματα των συνδυασμένων και κοινών επιθεωρήσεων σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο ή την εθνική τους πρακτική.

(19)

Οι συνδυασμένες και οι κοινές επιθεωρήσεις δεν θα πρέπει να αντικαθιστούν ούτε να υπονομεύουν εθνικές αρμοδιότητες. Οι εθνικές αρχές θα πρέπει επίσης να συμμετέχουν πλήρως στη διαδικασία αυτών των επιθεωρήσεων και θα πρέπει να έχουν πλήρη εξουσία. Όταν συνδικαλιστικές οργανώσεις είναι υπεύθυνες για επιθεωρήσεις σε εθνικό επίπεδο, οι συνδυασμένες και οι κοινές επιθεωρήσεις θα πρέπει να διεξάγονται κατόπιν συμφωνίας με τους σχετικούς κοινωνικούς εταίρους και σε συνεργασία με αυτούς.

(20)

Για να παρακολουθεί τις νεοεμφανιζόμενες τάσεις, τις προκλήσεις ή τα κενά στους τομείς της κινητικότητας των εργαζομένων και του συντονισμού της κοινωνικής ασφάλειας, η Αρχή θα πρέπει να αναπτύξει, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη και, κατά περίπτωση, τους κοινωνικούς εταίρους, αναλυτική ικανότητα και ικανότητα εκτίμησης κινδύνου. Αυτό θα πρέπει να περιλαμβάνει τη διεξαγωγή αναλύσεων και μελετών σχετικά με την αγορά εργασίας, καθώς και αξιολογήσεις από ομοτίμους. Η Αρχή θα πρέπει να παρακολουθεί τις πιθανές ανισορροπίες όσον αφορά τις δεξιότητες και τις διασυνοριακές ροές εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένου του πιθανού αντίκτυπού τους στην εδαφική συνοχή. Η Αρχή θα πρέπει επίσης να υποστηρίζει την εκτίμηση επικινδυνότητας που αναφέρεται στο άρθρο 10 της οδηγίας 2014/67/ΕΕ. Η Αρχή θα πρέπει να διασφαλίζει συνέργειες και συμπληρωματικότητα με οργανισμούς, υπηρεσίες ή δίκτυα της Ένωσης. Αυτό θα πρέπει να περιλαμβάνει την αναζήτηση στοιχείων από το SOLVIT και παρόμοιες υπηρεσίες σχετικά με τομεακές προκλήσεις και επαναλαμβανόμενα προβλήματα όσον αφορά την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού εντός του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Η Αρχή θα πρέπει επίσης να διευκολύνει και να εξορθολογίζει τις δραστηριότητες συλλογής δεδομένων που προβλέπονται από το ενωσιακό δίκαιο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Αυτό δεν συνεπάγεται τη θέσπιση νέων υποχρεώσεων αναφοράς για τα κράτη μέλη.

(21)

Για την ενίσχυση της ικανότητας των εθνικών αρχών στους τομείς της κινητικότητας των εργαζομένων και του συντονισμού των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας και για τη βελτίωση της συνέπειας κατά την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, η Αρχή θα πρέπει να παρέχει επιχειρησιακή βοήθεια στις εθνικές αρχές, συμπεριλαμβανομένων της εκπόνησης πρακτικών κατευθυντήριων γραμμών, της ανάπτυξης προγραμμάτων κατάρτισης και μάθησης από ομοτίμους, μεταξύ άλλων για τους επιθεωρητές εργασίας ώστε να αντιμετωπίζουν προκλήσεις όπως η ψευδής αυτοαπασχόληση και οι καταχρηστικές αποσπάσεις, της προώθησης σχεδίων αμοιβαίας βοήθειας, της διευκόλυνσης των ανταλλαγών προσωπικού όπως αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 8 της οδηγίας 2014/67/ΕΕ και της υποστήριξης των κρατών μελών στη διοργάνωση εκστρατειών ευαισθητοποίησης για την ενημέρωση των ιδιωτών και των εργοδοτών σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους. Η Αρχή θα πρέπει να προωθεί την ανταλλαγή, τη διάδοση και την υιοθέτηση ορθών πρακτικών και γνώσεων και να προωθεί την αμοιβαία κατανόηση των διάφορων εθνικών συστημάτων και πρακτικών.

(22)

Η Αρχή θα πρέπει να αναπτύξει συνέργειες μεταξύ των δραστηριοτήτων της για τη διασφάλιση δίκαιης εργασιακής κινητικότητας και την αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας. Για τον σκοπό του παρόντος κανονισμού, ως «αντιμετώπιση» της αδήλωτης εργασίας νοείται η πρόληψη, η αποτροπή και η καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας, καθώς και η προώθηση της δήλωσης αυτής. Με βάση τις γνώσεις και τις μεθόδους εργασίας της ευρωπαϊκής πλατφόρμας με σκοπό την ενίσχυση της συνεργασίας για την αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας, που δημιουργήθηκε με την απόφαση (ΕΕ) 2016/344 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9), η Αρχή θα πρέπει να συγκροτήσει, με τη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων, μια μόνιμη ομάδα εργασίας με την ονομασία Πλατφόρμα, με σκοπό την ενίσχυση της συνεργασίας για την αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας. Η Αρχή θα πρέπει να διασφαλίσει την ομαλή μεταφορά των υφιστάμενων δραστηριοτήτων της πλατφόρμας που δημιουργήθηκε με την απόφαση (ΕΕ) 2016/344 στην ομάδα εργασίας εντός της Αρχής.

(23)

Η Αρχή θα πρέπει να ασκεί ρόλο διαμεσολαβητή. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να υποβάλλουν μεμονωμένες περιπτώσεις διαφορών προς διαμεσολάβηση στην Αρχή, εφόσον δεν κατορθώνουν να τις διευθετήσουν με άμεσες επαφές και διάλογο. Η διαμεσολάβηση θα πρέπει να αφορά μόνο διαφορές μεταξύ των κρατών μελών, ενώ οι ιδιώτες και οι εργοδότες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην άσκηση των ενωσιακών δικαιωμάτων τους θα πρέπει να συνεχίσουν να έχουν τη δυνατότητα να προσφεύγουν στις εθνικές και ενωσιακές υπηρεσίες που προορίζονται για την αντιμετώπιση τέτοιων περιπτώσεων, όπως το δίκτυο SOLVIT, στο οποίο η Αρχή θα πρέπει να παραπέμπει τέτοιου είδους υποθέσεις. Το δίκτυο SOLVIT θα πρέπει επίσης να έχει τη δυνατότητα να παραπέμπει στην Αρχή προς εξέταση περιπτώσεις στις οποίες το πρόβλημα δεν μπορεί να επιλυθεί λόγω διαφορών μεταξύ των εθνικών διοικήσεων. Η Αρχή θα πρέπει να επιτελεί τον μεσολαβητικό της ρόλο με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης («Δικαστήριο») σχετικά με την ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου και χωρίς να θίγεται η αρμοδιότητα της Διοικητικής Επιτροπής.

(24)

Το Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Διαλειτουργικότητας (ΕΠΔ) παρέχει αρχές και συστάσεις σχετικά με τους τρόπους για τη βελτίωση της διαχείρισης των δραστηριοτήτων διαλειτουργικότητας και της παροχής δημόσιων υπηρεσιών, για τη δημιουργία σχέσεων μεταξύ των οργανισμών και των κρατών, για τον εξορθολογισμό των διαδικασιών που υποστηρίζουν διατερματικές ψηφιακές ανταλλαγές, καθώς και για τη διασφάλιση της στήριξης των αρχών διαλειτουργικότητας από την ισχύουσα και τη νέα νομοθεσία. Η ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική αναφοράς για τη διαλειτουργικότητα (ΕΑΑΔ) αποτελεί μια γενική διάρθρωση, η οποία περιλαμβάνει τις αρχές και τις κατευθυντήριες γραμμές που εφαρμόζονται κατά την υλοποίηση λύσεων διαλειτουργικότητας, που αναφέρονται στην απόφαση (ΕΕ) 2015/2240 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10). Τόσο το ΕΠΔ όσο και η ΕΑΑΔ θα πρέπει να καθοδηγούν και να επικουρούν την Αρχή κατά την εξέταση θεμάτων διαλειτουργικότητας.

(25)

Η Αρχή θα πρέπει να αποσκοπεί στην παροχή καλύτερης πρόσβασης των ενωσιακών και εθνικών συμφεροντούχων σε επιγραμμικές πληροφορίες και υπηρεσίες και να διευκολύνει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ τους. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να ενθαρρύνεται η χρήση ψηφιακών εργαλείων από την Αρχή, όποτε αυτό είναι δυνατόν. Εκτός από συστήματα ΤΠ και τους ιστοτόπους, τα ψηφιακά εργαλεία, όπως οι επιγραμμικές πλατφόρμες και βάσεις δεδομένων, διαδραματίζουν ολοένα και πιο κεντρικό ρόλο στη διασυνοριακή κινητικότητα του εργατικού δυναμικού. Ως εκ τούτου, τα εργαλεία αυτά είναι χρήσιμα, καθώς παρέχουν εύκολη πρόσβαση σε σχετικές επιγραμμικές πληροφορίες και διευκολύνουν την ανταλλαγή πληροφοριών για τους ενωσιακούς και εθνικούς συμφεροντούχους σχετικά με τις διασυνοριακές τους δραστηριότητες.

(26)

Η Αρχή θα πρέπει να επιδιώκει οι ιστότοποι και οι εφαρμογές για φορητές συσκευές που δημιουργούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό να είναι σύμφωνα προς τις σχετικές απαιτήσεις προσβασιμότητας της Ένωσης. Η οδηγία (ΕΕ) 2016/2102 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11) επιβάλλει στα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι οι ιστότοποι των δημόσιων οργανισμών τους είναι προσβάσιμοι σύμφωνα με τις αρχές της αντιληπτικότητας, της λειτουργικότητας, της κατανοησιμότητας και της στιβαρότητας και ότι συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις της εν λόγω οδηγίας. Η εν λόγω οδηγία δεν ισχύει για τους ιστοτόπους ή τις εφαρμογές για φορητές συσκευές των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης. Ωστόσο, η Αρχή θα πρέπει να προσπαθεί να συμμορφώνεται με τις αρχές που διατυπώνονται στην εν λόγω οδηγία.

(27)

Η Αρχή θα πρέπει να διέπεται από τις αρχές της κοινής δήλωσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 19ης Ιουλίου 2012, σχετικά με τους αποκεντρωμένους οργανισμούς και να λειτουργεί σύμφωνα με αυτές.

(28)

Η αρχή της ισότητας των φύλων συνιστά θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, η ισότητα γυναικών και ανδρών διασφαλίζεται σε όλους τους τομείς, μεταξύ άλλων στην απασχόληση, την εργασία και τις αποδοχές. Όλα τα μέρη θα πρέπει να επιδιώκουν την επίτευξη ισόρροπης εκπροσώπησης γυναικών και ανδρών στο διοικητικό συμβούλιο και στην ομάδα συμφεροντούχων. Τον εν λόγω στόχο επιδιώκει και το διοικητικό συμβούλιο όσον αφορά τον πρόεδρο και τους αναπληρωτές του.

(29)

Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή θα πρέπει να εκπροσωπούνται στο διοικητικό συμβούλιο, ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική λειτουργία της Αρχής. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, καθώς και οι διακλαδικές οργανώσεις κοινωνικών εταίρων σε επίπεδο Ένωσης, που εκπροσωπούν εξίσου τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και τις οργανώσεις των εργοδοτών με επαρκή εκπροσώπηση των ΜΜΕ, μπορούν επίσης να ορίσουν εκπροσώπους στο διοικητικό συμβούλιο. Η σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένης της επιλογής του προέδρου και του αναπληρωτή προέδρου του, θα πρέπει να συνάδει με τις αρχές της ισόρροπης συμμετοχής των φύλων, την πείρα και τα προσόντα. Για την αποτελεσματική και αποδοτική λειτουργία της Αρχής, το διοικητικό συμβούλιο, ειδικότερα, θα πρέπει να εγκρίνει ένα ετήσιο πρόγραμμα εργασίας, να εκτελεί τα καθήκοντά του σε σχέση με τον προϋπολογισμό της Αρχής, να εγκρίνει τους δημοσιονομικούς κανόνες στους οποίους υπόκειται η Αρχή, να διορίζει έναν εκτελεστικό διευθυντή και να θεσπίζει διαδικασίες για τη λήψη αποφάσεων από τον εκτελεστικό διευθυντή σχετικά με τα επιχειρησιακά καθήκοντα της Αρχής. Στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου θα πρέπει να μπορούν να συμμετέχουν ως παρατηρητές εκπρόσωποι τρίτων χωρών οι οποίες εφαρμόζουν τους ενωσιακούς κανόνες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

(30)

Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν είναι αναγκαίο να διατηρηθεί το μέγιστο επίπεδο εμπιστευτικότητας, ο ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας που διορίζεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και οι εκπρόσωποι διακλαδικών οργανώσεων κοινωνικών εταίρων σε ενωσιακό επίπεδο δεν θα πρέπει να συμμετέχουν στις διαβουλεύσεις του διοικητικού συμβουλίου. Η εν λόγω διάταξη θα πρέπει να προσδιορίζεται σαφώς στον εσωτερικό κανονισμό του διοικητικού συμβουλίου και να περιορίζεται σε ευαίσθητες πληροφορίες για μεμονωμένες περιπτώσεις, ώστε να διασφαλίζεται ότι η αποτελεσματική συμμετοχή του εμπειρογνώμονα και των εκπροσώπων στις εργασίες του διοικητικού συμβουλίου δεν περιορίζεται αδικαιολόγητα.

(31)

Θα πρέπει να διοριστεί εκτελεστικός διευθυντής για να διασφαλίζει τη συνολική διοικητική διαχείριση της Αρχής και την εκτέλεση των καθηκόντων που ανατίθενται στην Αρχή. Τα λοιπά μέλη του προσωπικού μπορούν να ασκούν καθήκοντα αναπληρωτή εκτελεστικού διευθυντή, εφόσον αυτό κρίνεται αναγκαίο για τη διασφάλιση της καθημερινής διαχείρισης της Αρχής, σύμφωνα με τους εσωτερικούς κανόνες της Αρχής, χωρίς να δημιουργούνται πρόσθετες διοικητικές θέσεις.

(32)

Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής, το διοικητικό συμβούλιο και ο εκτελεστικός διευθυντής θα πρέπει να είναι ανεξάρτητοι κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και να ενεργούν προς το δημόσιο συμφέρον.

(33)

Η Αρχή θα πρέπει επίσης να βασίζεται άμεσα στην εμπειρογνωσία των σχετικών συμφεροντούχων στους τομείς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού με τη βοήθεια ειδικής ομάδας συμφεροντούχων. Τα μέλη θα πρέπει να είναι εκπρόσωποι των κοινωνικών εταίρων σε ενωσιακό επίπεδο, συμπεριλαμβανομένων των αναγνωρισμένων τομεακών κοινωνικών εταίρων της Ένωσης που εκπροσωπούν διαφορετικούς τομείς που ασχολούνται ιδιαίτερα με τα θέματα κινητικότητας του εργατικού δυναμικού. Η ομάδα συμφεροντούχων θα πρέπει να ενημερώνεται εκ των προτέρων και να μπορεί να υποβάλλει τις απόψεις της στην Αρχή, κατόπιν αιτήσεως ή με δική της πρωτοβουλία. Η ομάδα συμφεροντούχων, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, θα πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη τις γνώμες και την εμπειρογνωσία της συμβουλευτικής επιτροπής για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και της συμβουλευτικής επιτροπής για την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12).

(34)

Για να εξασφαλιστεί η πλήρης αυτονομία και ανεξαρτησία της Αρχής, θα πρέπει να τεθεί στη διάθεσή της αυτόνομος προϋπολογισμός, με έσοδα προερχόμενα από τον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, τυχόν προαιρετικές χρηματοοικονομικές εισφορές των κρατών μελών και οποιαδήποτε εισφορά από τρίτες χώρες που συμμετέχουν στις εργασίες της Αρχής. Σε εξαιρετικές και δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, θα πρέπει επίσης να έχει τη δυνατότητα να λαμβάνει επιχορηγήσεις βάσει συμφωνιών ανάθεσης ή ad hoc επιχορηγήσεις και να επιβάλλει χρεώσεις για δημοσιεύσεις και τυχόν υπηρεσίες που παρέχονται από την Αρχή.

(35)

Οι μεταφραστικές υπηρεσίες που απαιτούνται για λειτουργία της Αρχής θα πρέπει να παρέχονται από το Μεταφραστικό Κέντρο των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Μεταφραστικό Κέντρο). Η Αρχή θα πρέπει να συνεργάζεται με το Μεταφραστικό Κέντρο με σκοπό τη δημιουργία δεικτών για την ποιότητα, την έγκαιρη επίδοση και την εμπιστευτικότητα, με στόχο τον σαφή προσδιορισμό των αναγκών και των προτεραιοτήτων της Αρχής, καθώς και τη δημιουργία διαφανών και αντικειμενικών διαδικασιών για το μεταφραστικό έργο.

(36)

Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να διενεργείται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 (13) ή (ΕΕ) 2018/1725 (14) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, κατά περίπτωση. Αυτό περιλαμβάνει τη λήψη κατάλληλων τεχνικών και οργανωτικών μέτρων για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τους εν λόγω κανονισμούς, ειδικότερα των μέτρων που αφορούν τη νομιμότητα της επεξεργασίας, την ασφάλεια των δραστηριοτήτων επεξεργασίας, την παροχή πληροφοριών και τα δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων.

(37)

Για να διασφαλίζεται η διαφανής λειτουργία της, η Αρχή θα πρέπει να διέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15). Οι δραστηριότητες της Αρχής θα πρέπει να υπόκεινται στην ενδελεχή εξέταση του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή σύμφωνα με το άρθρο 228 ΣΛΕΕ.

(38)

Ο κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16) θα πρέπει να εφαρμόζεται στην Αρχή, η οποία θα πρέπει να προσχωρήσει στη διοργανική συμφωνία, της 25ης Μαΐου 1999, μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF).

(39)

Το κράτος μέλος υποδοχής της Αρχής θα πρέπει να παρέχει τις καλύτερες δυνατές συνθήκες ώστε να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της Αρχής.

(40)

Για να διασφαλίζονται ανοικτές και διαφανείς συνθήκες απασχόλησης και η ίση μεταχείριση του προσωπικού, θα πρέπει να εφαρμόζεται στο προσωπικό και στον εκτελεστικό διευθυντή της Αρχής ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της, όπως καθορίστηκαν από τον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου (17) (αναφερόμενα ως «κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης» και «καθεστώς του λοιπού προσωπικού», αντίστοιχα).

(41)

Η Αρχή θα πρέπει να συνεργάζεται με τους οργανισμούς της Ένωσης, στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, ειδικότερα με αυτούς που έχουν συγκροτηθεί στον τομέα της απασχόλησης και της κοινωνικής πολιτικής, αξιοποιώντας την εμπειρογνωσία και μεγιστοποιώντας τις συνέργειες: το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας (Eurofound), το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (Cedefop), τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια και την Υγεία στην Εργασία (EU-OSHA) και το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα Κατάρτισης (ΕΙΚ), καθώς επίσης, σε ό,τι αφορά την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και την εμπορίας ανθρώπων, με τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου (Ευρωπόλ) και τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης (Eurojust). Η εν λόγω συνεργασία θα πρέπει να διασφαλίζει τον συντονισμό, την προώθηση των συνεργειών και την αποφυγή τυχόν διπλής εργασίας στο πλαίσιο της άσκησης των δραστηριοτήτων τους.

(42)

Στον τομέα του συντονισμού της κοινωνικής ασφάλειας, η Αρχή και η Διοικητική Επιτροπή θα πρέπει να συνεργάζονται στενά με στόχο την επίτευξη συνεργειών και την αποφυγή τυχόν επικαλύψεων.

(43)

Για να δοθεί λειτουργική διάσταση στις δραστηριότητες των υφιστάμενων φορέων στους τομείς του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, η Αρχή θα πρέπει να ασκεί τα καθήκοντα της τεχνικής επιτροπής για την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων που έχει συσταθεί βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 492/2011, της επιτροπής εμπειρογνωμόνων για την απόσπαση εργαζομένων που ιδρύθηκε με την απόφαση 2009/17/ΕΚ της Επιτροπής (18), συμπεριλαμβανομένης της ανταλλαγής πληροφοριών για τη διοικητική συνεργασία, της παροχής βοήθειας σε θέματα υλοποίησης και της διασυνοριακής επιβολής, και της πλατφόρμας που δημιουργήθηκε με την απόφαση (ΕΕ) 2016/344. Μόλις η Αρχή καταστεί λειτουργική, οι εν λόγω φορείς θα πρέπει να παύσουν να υφίστανται. Το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει να συστήσει ειδικές ομάδες εργασίας ή ομάδες εμπειρογνωμόνων.

(44)

Η συμβουλευτική επιτροπή για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας και η συμβουλευτική επιτροπή για την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων παρέχουν ένα φόρουμ για τη διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους και τους εκπροσώπους των κυβερνήσεων σε εθνικό επίπεδο. Η Αρχή θα πρέπει να συμβάλλει στην εργασίες τους και δύναται να συμμετέχει στις συνεδριάσεις τους.

(45)

Για να αντικατοπτρίζεται η νέα θεσμική δομή, οι κανονισμοί (ΕΚ) αριθ. 883/2004, (ΕΕ) αριθ. 492/2011 και (ΕΕ) 2016/589 θα πρέπει να τροποποιηθούν και η απόφαση (ΕΕ) 2016/344 θα πρέπει να καταργηθεί μόλις η Αρχή καταστεί λειτουργική.

(46)

Η Αρχή θα πρέπει να σέβεται την ποικιλομορφία των εθνικών συστημάτων που διέπουν τις εργασιακές σχέσεις, καθώς και την αυτονομία των κοινωνικών εταίρων που αναγνωρίζεται ρητώς από τη ΣΛΕΕ. Η συμμετοχή στις δραστηριότητες της Αρχής δεν θίγει τις αρμοδιότητες, τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες των κρατών μελών στο πλαίσιο, μεταξύ άλλων, συναφών και εφαρμοστέων συμβάσεων της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ), όπως η σύμβαση αριθ. 81 σχετικά με την επιθεώρηση εργασίας στη βιομηχανία και το εμπόριο, ούτε τις εξουσίες των κρατών μελών όσον αφορά τη ρύθμιση, τη διαμεσολάβηση ή την παρακολούθηση στον τομέα των εθνικών εργασιακών σχέσεων, ιδίως την άσκηση του δικαιώματος συλλογικών διαπραγματεύσεων και ανάληψης συλλογικής δράσης.

(47)

Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, δηλαδή να συμβάλλει, εντός του πλαισίου εφαρμογής του, στη διασφάλιση δίκαιης κινητικότητας του εργατικού δυναμικού σε ολόκληρη την Ένωση και να συνδράμει τα κράτη μέλη και την Επιτροπή στον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης εντός της Ένωσης, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη εάν ενεργούν κατά μη συντονισμένο τρόπο, αλλά μπορεί, λόγω της διασυνοριακής φύσης των δραστηριοτήτων αυτών και της ανάγκης για αυξημένη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών, να επιτευχθούν καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που ορίζεται στο άρθρο 5 ΣΕΕ. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας που διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει δεν υπερβαίνει τα απαιτούμενα για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(48)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που κατοχυρώνονται ιδίως στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως αναγνωρίζεται στο άρθρο 6 ΣΕΕ,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

ΑΡΧΕΣ

Άρθρο 1

Ίδρυση, αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Ο κανονισμός ιδρύει την Ευρωπαϊκή Αρχή Εργασίας («Αρχή»).

2.   Η Αρχή επικουρεί τα κράτη μέλη και την Επιτροπή κατά την αποτελεσματική εφαρμογή και επιβολή από αυτά του ενωσιακού δικαίου που αφορά την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού εντός της Ένωσης και τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας στην Ένωση. Η Αρχή ενεργεί στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής των πράξεων της Ένωσης που απαριθμούνται στην παράγραφο 4, συμπεριλαμβανομένων όλων των οδηγιών, κανονισμών και αποφάσεων που βασίζονται στις εν λόγω πράξεις, καθώς και κάθε περαιτέρω νομικά δεσμευτικής πράξης της Ένωσης που αναθέτει αρμοδιότητες στην Αρχή.

3.   Ο παρών κανονισμός δεν θίγει με κανένα τρόπο την άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων όπως αναγνωρίζονται στα κράτη μέλη και σε επίπεδο Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος ή της ελευθερίας σε απεργία ή για ανάληψη άλλων δράσεων που καλύπτονται από ειδικά συστήματα εργασιακών σχέσεων στα κράτη μέλη, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή πρακτική. Δεν θίγει επίσης το δικαίωμα διαπραγμάτευσης, σύναψης και εφαρμογής συλλογικών συμβάσεων ή το δικαίωμα ανάληψης συλλογικής δράσης σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή εθνική πρακτική.

4.   Το πεδίο δραστηριοτήτων της Αρχής καλύπτει τις ακόλουθες πράξεις της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης κάθε περαιτέρω τροποποίησής τους:

α)

οδηγία 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19),

β)

οδηγία 2014/67/ΕΕ,

γ)

κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20), συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 (21) και (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 (22) του Συμβουλίου στον βαθμό που εξακολουθούν να ισχύουν, κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1231/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (23) και κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 859/2003 του Συμβουλίου (24) που επεκτείνει τις διατάξεις των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 και (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι δεν καλύπτονται ήδη από τους κανονισμούς αυτούς μόνο λόγω της ιθαγένειάς τους,

δ)

κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 492/2011,

ε)

οδηγία 2014/54/ΕΕ,

στ)

κανονισμό (ΕΕ) 2016/589,

ζ)

κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 561/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (25),

η)

οδηγία 2006/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (26),

θ)

κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1071/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (27).

5.   Το πεδίο δραστηριοτήτων της Αρχής καλύπτει τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού που σχετίζονται με τη συνεργασία μεταξύ κρατών μελών για την αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας.

6.   Ο παρών κανονισμός σέβεται τις αρμοδιότητες των κρατών μελών όσον αφορά την εφαρμογή και επιβολή των πράξεων του ενωσιακού δικαίου που αναφέρονται στην παράγραφο 4.

Δεν θίγει τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις των ιδιωτών ή των εργοδοτών που εκχωρούνται από το δίκαιο της Ένωσης ή το εθνικό δίκαιο ή πρακτική, ούτε τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εθνικών αρχών που απορρέουν από αυτά, ούτε ακόμα την αυτονομία των κοινωνικών εταίρων που αναγνωρίζεται από τη ΣΛΕΕ.

Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τις υφιστάμενες διμερείς συμφωνίες και ρυθμίσεις διοικητικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών, ιδίως αυτές που σχετίζονται με συνδυασμένες και κοινές επιθεωρήσεις.

Άρθρο 2

Στόχοι

Στόχοι της Αρχής είναι να συμβάλλει στη διασφάλιση δίκαιης κινητικότητας του εργατικού δυναμικού σε ολόκληρη την Ένωση και να συνδράμει τα κράτη μέλη και την Επιτροπή στον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας εντός της Ένωσης. Για τον σκοπό αυτό και εντός του πεδίου εφαρμογής βάσει του άρθρου 1, η Αρχή:

α)

διευκολύνει την πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που αφορούν την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού σε ολόκληρη την Ένωση, καθώς και στις σχετικές υπηρεσίες,

β)

διευκολύνει και ενισχύει τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών για την επιβολή του σχετικού ενωσιακού δικαίου σε ολόκληρη την Ένωση, μεταξύ άλλων με τη διευκόλυνση της διενέργειας συνδυασμένων και κοινών επιθεωρήσεων,

γ)

λειτουργεί ως διαμεσολαβητής και διευκολύνει την εξεύρεση λύσης σε περιπτώσεις διασυνοριακών διαφορών μεταξύ των κρατών μελών και

δ)

υποστηρίζει τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών για την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας.

Άρθρο 3

Νομικό καθεστώς

1.   Η Αρχή αποτελεί οργανισμό της Ένωσης με νομική προσωπικότητα.

2.   Σε κάθε κράτος μέλος, η Αρχή διαθέτει την ευρύτερη δυνατή νομική ικανότητα που παρέχεται στα νομικά πρόσωπα βάσει του εθνικού δικαίου τους. Δύναται ιδίως να αποκτά και να διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία και να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ

Άρθρο 4

Καθήκοντα της Αρχής

Για την επίτευξη των στόχων της, η Αρχή εκτελεί τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

διευκόλυνση της πρόσβαση σε πληροφορίες και συντονισμό του EURES σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 6,

β)

διευκόλυνση της συνεργασίας και της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών με στόχο τη συστηματική, αποδοτική και αποτελεσματική εφαρμογή και επιβολή του σχετικού ενωσιακού δικαίου, σύμφωνα με το άρθρο 7,

γ)

συντονισμό και στήριξη της διενέργειας συνδυασμένων και κοινών επιθεωρήσεων, σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 9,

δ)

διενέργεια αναλύσεων και εκτίμησης κινδύνου σχετικά με ζητήματα της διασυνοριακής κινητικότητας του εργατικού δυναμικού, σύμφωνα με το άρθρο 10,

ε)

υποστήριξη των κρατών μελών με τη δημιουργία υποδομής ικανοτήτων σε σχέση με την αποτελεσματική εφαρμογή και επιβολή του σχετικού ενωσιακού δικαίου, σύμφωνα με το άρθρο 11,

στ)

υποστήριξη των κρατών μελών για την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 12,

ζ)

διαμεσολάβηση σε διαφορές μεταξύ των κρατών μελών για την εφαρμογή του σχετικού ενωσιακού δικαίου, σύμφωνα με το άρθρο 13.

Άρθρο 5

Πληροφορίες σχετικά με την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού

Η Αρχή βελτιώνει τη διαθεσιμότητα, την ποιότητα και τη δυνατότητα πρόσβασης στις πληροφορίες γενικού χαρακτήρα που παρέχονται στους ιδιώτες, στους εργοδότες και στις οργανώσεις των κοινωνικών εταίρων σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από τις πράξεις της Ένωσης που απαριθμούνται στο άρθρο 1 παράγραφος 4 με στόχο τη διευκόλυνση της κινητικότητας του εργατικού δυναμικού σε ολόκληρη την Ένωση. Για τον σκοπό αυτό, η Αρχή:

α)

συμβάλλει στην παροχή σχετικών πληροφοριών για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των ιδιωτών σε περιπτώσεις διασυνοριακής κινητικότητας του εργατικού δυναμικού, μεταξύ άλλων μέσω ενός ενιαίου ιστοτόπου σε επίπεδο Ένωσης που λειτουργεί ως ενιαία πύλη για την πρόσβαση σε πηγές και υπηρεσίες πληροφοριών σε ενωσιακό και εθνικό επίπεδο σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1724,

β)

υποστηρίζει τα κράτη μέλη στην εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 2016/589,

γ)

υποστηρίζει τα κράτη μέλη στην προσπάθειά τους να συμμορφωθούν με τις υποχρεώσεις σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες και τη διάδοση πληροφοριών που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, όπως ορίζονται ιδίως στο άρθρο 6 της οδηγίας 2014/54/ΕΕ και στο άρθρο 22 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/589, τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, όπως ορίζεται στο άρθρο 76 παράγραφοι 4 και 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004, και την απόσπαση των εργαζομένων όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της οδηγίας 2014/67/ΕΕ, μεταξύ άλλων μέσω της παραπομπής σε εθνικές πηγές πληροφόρησης, όπως οι ενιαίοι επίσημοι εθνικοί δικτυακοί τόποι,

δ)

υποστηρίζει τα κράτη μέλη στη βελτίωση της ακρίβειας, της πληρότητας και της φιλικότητας προς τον χρήστη των σχετικών εθνικών πηγών και υπηρεσιών πληροφόρησης, σύμφωνα με τα κριτήρια ποιότητας που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1724,

ε)

υποστηρίζει τα κράτη μέλη στον εξορθολογισμό σε εθελούσια βάση της παροχής πληροφοριών και υπηρεσιών στους ιδιώτες και τους εργοδότες όσον αφορά τη διασυνοριακή κινητικότητα,

στ)

διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων οργάνων που έχουν οριστεί σύμφωνα με την οδηγία 2014/54/ΕΕ για την παροχή πληροφοριών, καθοδήγησης και υποστήριξης σε ιδιώτες και εργοδότες στον τομέα της κινητικότητας του εργατικού δυναμικού εντός της εσωτερικής αγοράς.

Άρθρο 6

Συντονισμός του EURES

Προκειμένου να στηρίξει τα κράτη μέλη στην παροχή υπηρεσιών σε ιδιώτες και εργοδότες μέσω του EURES, όπως η διασυνοριακή αντιστοίχιση των κενών θέσεων εργασίας, θέσεων πρακτικής άσκησης και μαθητείας με βιογραφικά σημειώματα, διευκολύνοντας με τον τρόπο αυτό την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού σε ολόκληρη την Ένωση, η Αρχή διαχειρίζεται το ευρωπαϊκό γραφείο συντονισμού του EURES, που θεσπίστηκε με το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/589.

Το ευρωπαϊκό γραφείο συντονισμού του EURES, υπό τη διοίκηση της Αρχής, εκπληρώνει τις αρμοδιότητές του σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/589, με εξαίρεση την τεχνική λειτουργία και την ανάπτυξη της διαδικτυακής πύλης EURES και των συναφών υπηρεσιών ΤΠ, τις οποίες εξακολουθεί να διαχειρίζεται η Επιτροπή. Η Αρχή, υπό την ευθύνη του εκτελεστικού διευθυντή, όπως ορίζεται στο άρθρο 22 παράγραφος 4 στοιχείο ιδ) του παρόντος κανονισμού, διασφαλίζει ότι η εν λόγω δραστηριότητα συμμορφώνεται πλήρως με τις απαιτήσεις της ισχύουσας νομοθεσίας για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης διορισμού υπευθύνου προστασίας δεδομένων, σύμφωνα με το άρθρο 36 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 7

Συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών

1.   Η Αρχή διευκολύνει τη συνεργασία και την επιτάχυνση της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ κρατών μελών και υποστηρίζει την ουσιαστική συμμόρφωσή τους με τις υποχρεώσεις συνεργασίας, μεταξύ άλλων σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών, όπως ορίζεται στο ενωσιακό δίκαιο εντός του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

Για τον σκοπό αυτό, η Αρχή, ειδικότερα:

α)

κατόπιν αιτήματος ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών, υποστηρίζει τις εθνικές αρχές για τον εντοπισμό των σχετικών σημείων επαφής των εθνικών αρχών σε άλλα κράτη μέλη,

β)

κατόπιν αιτήματος ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών, διευκολύνει την παρακολούθηση της πορείας των αιτημάτων και των ανταλλαγών πληροφοριών μεταξύ εθνικών αρχών με την παροχή υλικοτεχνικής και τεχνικής υποστήριξης, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών μετάφρασης και διερμηνείας, και μέσω ανταλλαγών σχετικά με την πορεία των υποθέσεων,

γ)

προάγει και ανταλλάσσει βέλτιστες πρακτικές και συμβάλει στη διάδοσή τους μεταξύ των κρατών μελών,

δ)

κατόπιν αιτήματος ενός ή περισσότερων κρατών μελών, κατά περίπτωση, διευκολύνει και στηρίζει τις διασυνοριακές διαδικασίες επιβολής κυρώσεων και προστίμων, εντός του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με το άρθρο 1,

ε)

υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή δύο φορές τον χρόνο σχετικά με τα εκκρεμή αιτήματα μεταξύ κρατών μελών και κρίνει εάν θα παραπέμψει τα εν λόγω αιτήματα σε διαμεσολάβηση σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 2.

2.   Κατόπιν αιτήματος ενός ή περισσότερων κρατών μελών και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, η Αρχή παρέχει πληροφορίες για την υποστήριξη του οικείου κράτους μέλους στην αποτελεσματική εφαρμογή των πράξεων της Ένωσης που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Αρχής.

3.   Η Αρχή προάγει τη χρήση ηλεκτρονικών εργαλείων και διαδικασιών για την ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ των εθνικών αρχών, συμπεριλαμβανομένου του συστήματος IMI.

4.   Η Αρχή ενθαρρύνει τη χρήση καινοτόμων προσεγγίσεων για την αποτελεσματική και αποδοτική διασυνοριακή συνεργασία και προάγει τη δυνατότητα χρήσης μηχανισμών ηλεκτρονικής ανταλλαγής και βάσεων δεδομένων μεταξύ των κρατών μελών για να διευκολύνονται η πρόσβαση στα δεδομένα σε πραγματικό χρόνο και η ανίχνευση της απάτης, δύναται δε να προτείνει ενδεχόμενες βελτιώσεις όσον αφορά τη χρήση των εν λόγω μηχανισμών και βάσεων δεδομένων. Η Αρχή υποβάλλει εκθέσεις στην Επιτροπή με σκοπό την περαιτέρω ανάπτυξη μηχανισμών ηλεκτρονικής ανταλλαγής και βάσεων δεδομένων.

Άρθρο 8

Συντονισμός και στήριξη των συνδυασμένων και κοινών επιθεωρήσεων

1.   Κατόπιν αιτήματος ενός ή περισσότερων κρατών μελών, η Αρχή συντονίζει και υποστηρίζει τις συνδυασμένες ή κοινές επιθεωρήσεις σε τομείς αρμοδιοτήτων της Αρχής. Η Αρχή μπορεί επίσης, με δική της πρωτοβουλία, να προτείνει στις αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών να εκτελέσουν μια συνδυασμένη ή κοινή επιθεώρηση.

Οι συνδυασμένες και οι κοινές επιθεωρήσεις υπόκεινται στη συμφωνία των ενδιαφερόμενων κρατών μελών.

Οι οργανώσεις των κοινωνικών εταίρων σε εθνικό επίπεδο μπορούν να θέσουν σχετικές υποθέσεις υπόψη της Αρχής.

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού:

α)

συνδυασμένες επιθεωρήσεις είναι οι επιθεωρήσεις που διενεργούνται ταυτόχρονα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, όσον αφορά συναφείς υποθέσεις, στο πλαίσιο των οποίων κάθε εθνική αρχή δραστηριοποιείται στη δική της επικράτεια, και υποστηρίζονται, κατά περίπτωση, από το προσωπικό της Αρχής,

β)

κοινές επιθεωρήσεις είναι οι επιθεωρήσεις που διενεργούνται σε κράτος μέλος με τη συμμετοχή των εθνικών αρχών ενός ή περισσοτέρων άλλων κρατών μελών και, κατά περίπτωση, υποστηρίζονται από το προσωπικό της Αρχής.

3.   Σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, τα κράτη μέλη επιδιώκουν τη συμμετοχή τους σε συνδυασμένες ή κοινές επιθεωρήσεις.

Η συνδυασμένη ή κοινή επιθεώρηση υπόκειται σε εκ των προτέρων συμφωνία όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών και η συμφωνία αυτή κοινοποιείται μέσω των εθνικών υπαλλήλων-συνδέσμων που έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 32.

Σε περίπτωση που ένα ή περισσότερα κράτη μέλη αποφασίζουν να μη συμμετάσχουν σε συνδυασμένη ή κοινή επιθεώρηση, οι εθνικές αρχές των άλλων κρατών μελών διενεργούν την εν λόγω επιθεώρηση μόνο στα συμμετέχοντα κράτη μέλη. Τα κράτη μέλη που αποφάσισαν να μη συμμετάσχουν τηρούν απόρρητες τις πληροφορίες σχετικά με την εν λόγω επιθεώρηση.

4.   Η Αρχή θεσπίζει και εκδίδει τις ρυθμίσεις για τη διασφάλιση της κατάλληλης παρακολούθησης, σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος αποφασίσει να μην συμμετάσχει σε συνδυασμένη ή κοινή επιθεώρηση.

Στις περιπτώσεις αυτές, το οικείο κράτος μέλος ενημερώνει αμελλητί την Αρχή και τα άλλα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη γραπτώς, μεταξύ άλλων και με ηλεκτρονικά μέσα, για τους λόγους της απόφασής του και, ενδεχομένως, για τα μέτρα που προτίθεται να λάβει για τη διευθέτηση της υπόθεσης, καθώς και για τα αποτελέσματα των εν λόγω μέτρων, μόλις αυτά γίνουν γνωστά. Η Αρχή μπορεί να προτείνει το κράτος μέλος που δεν συμμετείχε σε συνδυασμένη ή κοινή επιθεώρηση να διενεργήσει δική του επιθεώρηση σε εθελοντική βάση.

5.   Τα κράτη μέλη και η Αρχή τηρούν έναντι τρίτων απόρρητες τις πληροφορίες σχετικά με τις προβλεπόμενες επιθεωρήσεις.

Άρθρο 9

Ρυθμίσεις που διέπουν τις συνδυασμένες και κοινές επιθεωρήσεις

1.   Η συμφωνία για τη διενέργεια συνδυασμένης επιθεώρησης ή κοινής επιθεώρησης που συνάπτεται μεταξύ των συμμετεχόντων κρατών μελών και της Αρχής καθορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις διενέργειας της επιθεώρησης αυτής, συμπεριλαμβανομένου του πεδίου εφαρμογής και του σκοπού της επιθεώρησης και, ενδεχομένως, τυχόν ρυθμίσεων σχετικά με τη συμμετοχή του προσωπικού της Αρχής. Η συμφωνία μπορεί να περιλαμβάνει διατάξεις που να επιτρέπουν να διενεργούνται συνδυασμένες ή κοινές επιθεωρήσεις σε σύντομο χρονικό διάστημα από την έγκριση και τον προγραμματισμό τους. Η Αρχή καταρτίζει υπόδειγμα συμφωνίας σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, καθώς και το εθνικό δίκαιο ή πρακτική.

2.   Οι συνδυασμένες και κοινές επιθεωρήσεις διενεργούνται σύμφωνα με το δίκαιο ή την πρακτική των κρατών μελών όπου διεξάγονται οι επιθεωρήσεις. Τυχόν παρακολούθηση των εν λόγω επιθεωρήσεων διενεργείται σύμφωνα με το δίκαιο ή την πρακτική των ενδιαφερόμενων κρατών μελών.

3.   Οι συνδυασμένες και κοινές επιθεωρήσεις πραγματοποιούνται κατά επιχειρησιακά αποτελεσματικό τρόπο. Για τον σκοπό αυτό, στη συμφωνία επιθεώρησης, τα κράτη μέλη χορηγούν σε υπαλλήλους από άλλο κράτος μέλος που συμμετέχουν στις εν λόγω επιθεωρήσεις κατάλληλο ρόλο και ιδιότητα, σύμφωνα με το δίκαιο ή την πρακτική του κράτους μέλους στο οποίο διενεργείται η επιθεώρηση.

4.   Η Αρχή παρέχει στα κράτη μέλη που πραγματοποιούν συνδυασμένες ή κοινές επιθεωρήσεις οργανωτική, υλικοτεχνική και τεχνική υποστήριξη και, ενδεχομένως, νομική εμπειρογνωμοσύνη, εφόσον ζητηθεί από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών μετάφρασης και διερμηνείας.

5.   Το προσωπικό της Αρχής μπορεί να παρίσταται ως παρατηρητής, να παρέχει υλικοτεχνική υποστήριξη και να συμμετέχει σε συνδυασμένη ή κοινή επιθεώρηση με την εκ των προτέρων συμφωνία του κράτους μέλους στην επικράτεια του οποίου θα παράσχει την αρωγή του για την επιθεώρηση σύμφωνα με το δίκαιο ή την πρακτική του κράτους μέλους.

6.   Η αρχή κράτους μέλους που διενεργεί συνδυασμένη ή κοινή επιθεώρηση υποβάλλει έκθεση στην Αρχή σχετικά με τα αποτελέσματα της επιθεώρησης στο εν λόγω κράτος μέλος, καθώς και σχετικά με τη συνολική επιχειρησιακή διεξαγωγή της συνδυασμένης ή κοινής επιθεώρησης, το αργότερο έξι μήνες από το τέλος της επιθεώρησης.

7.   Είναι δυνατή η χρησιμοποίηση των πληροφοριών που συλλέγονται κατά τις συνδυασμένες ή κοινές επιθεωρήσεις ως αποδεικτικά στοιχεία σε νομικές διαδικασίες στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, σύμφωνα με το δίκαιο ή την πρακτική του εν λόγω κράτους μέλους.

8.   Οι πληροφορίες σχετικά με συνδυασμένες και κοινές επιθεωρήσεις που συντονίζονται από την Αρχή, καθώς και οι πληροφορίες που παρέχονται από τα κράτη μέλη και την Αρχή, όπως αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφοι 2 και 3, περιλαμβάνονται στις εκθέσεις που πρέπει να υποβάλλονται στο διοικητικό συμβούλιο δύο φορές τον χρόνο. Οι εν λόγω εκθέσεις αποστέλλονται και στην ομάδα συμφεροντούχων, οι δε ευαίσθητες πληροφορίες αποκρύπτονται. Η ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων για τις επιθεωρήσεις που υποστηρίζονται από την Αρχή περιλαμβάνεται στην ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων της Αρχής.

9.   Στην περίπτωση που η Αρχή, κατά τη διενέργεια συνδυασμένων ή κοινών επιθεωρήσεων ή κατά την εκτέλεση κάποιας από τις δραστηριότητές της, αντιληφθεί εικαζόμενες παρατυπίες κατά την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, μπορεί να αναφέρει τις εν λόγω εικαζόμενες παρατυπίες, όπου ενδείκνυται, στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και στην Επιτροπή.

Άρθρο 10

Αναλύσεις και εκτίμηση κινδύνου της κινητικότητας του εργατικού δυναμικού

1.   Η Αρχή, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη και, όπου ενδείκνυται, με τους κοινωνικούς εταίρους, εκτιμά τους κινδύνους και διενεργεί αναλύσεις σχετικά με την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού και το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας στην Ένωση. Η εκτίμηση κινδύνου και η διενέργεια αναλύσεων άπτονται θεμάτων όπως ανισορροπίες της αγοράς εργασίας, προκλήσεις σε συγκεκριμένους τομείς και επαναλαμβανόμενα προβλήματα και η Αρχή μπορεί επίσης να διενεργεί εστιασμένες εις βάθος αναλύσεις και μελέτες για τη διερεύνηση συγκεκριμένων προβλημάτων. Στο πλαίσιο της διενέργειας εκτίμησης κινδύνου και αναλύσεων, η Αρχή χρησιμοποιεί, στο μέτρο του δυνατού, σχετικά και τρέχοντα στατιστικά στοιχεία από υφιστάμενες έρευνες και αξιοποιεί και διασφαλίζει τη συμπλήρωση από την εμπειρογνωσία των οργανισμών και υπηρεσιών της Ένωσης και των εθνικών αρχών, οργανισμών ή υπηρεσιών, μεταξύ άλλων και στους τομείς της απάτης, της εκμετάλλευσης, των διακρίσεων, της πρόβλεψης δεξιοτήτων και της υγείας και ασφάλειας στην εργασία.

2.   Η Αρχή διοργανώνει αξιολογήσεις από ομοτίμους μεταξύ κρατών μελών που συμφωνούν να συμμετέχουν με σκοπό:

α)

να εξετάσει ζητήματα, δυσκολίες και συγκεκριμένα προβλήματα που ενδεχομένως προκύπτουν όσον αφορά την υλοποίηση και την ουσιαστική εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου εντός των αρμοδιοτήτων της Αρχής, καθώς και την έμπρακτη επιβολή του,

β)

να ενισχύσει τη συνέπεια της παροχής υπηρεσιών στους ιδιώτες και τις επιχειρήσεις,

γ)

να βελτιώσει τις γνώσεις και την αμοιβαία κατανόηση των διαφορετικών συστημάτων και πρακτικών, καθώς και να αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα των διάφορων μέτρων πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων πρόληψης και αποτροπής.

3.   Μετά την ολοκλήρωση εκτίμησης κινδύνου ή οποιουδήποτε άλλου είδους ανάλυσης, η Αρχή υποβάλλει τα πορίσματά της στην Επιτροπή, καθώς και στα οικεία κράτη μέλη απευθείας, περιγράφοντας τα πιθανά μέτρα για την αντιμετώπιση των αδυναμιών που εντοπίζονται.

Η Αρχή ενσωματώνει επίσης περίληψη των πορισμάτων της στις ετήσιες εκθέσεις της προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Επιτροπή.

4.   Η Αρχή συλλέγει, κατά περίπτωση, στατιστικά δεδομένα που συγκεντρώνονται και παρέχονται από τα κράτη μέλη στους τομείς του ενωσιακού δικαίου εντός των αρμοδιοτήτων της Αρχής. Κατά τη συλλογή των εν λόγω δεδομένων, η Αρχή προσπαθεί να συμβάλλει στον εξορθολογισμό των υφιστάμενων δραστηριοτήτων συλλογής δεδομένων στους τομείς αυτούς προκειμένου να αποφύγει την επικάλυψη εργασιών στη συλλογή των δεδομένων. Εφόσον κρίνεται σκόπιμο, εφαρμόζεται το άρθρο 15. Η Αρχή βρίσκεται σε στενή επαφή με την Επιτροπή (Eurostat) και της κοινοποιεί, εφόσον ενδείκνυται, τα αποτελέσματα των δραστηριοτήτων συλλογής δεδομένων που εκτελεί.

Άρθρο 11

Υποστήριξη της δημιουργίας υποδομής ικανοτήτων

Η Αρχή στηρίζει τα κράτη μέλη με τη δημιουργία υποδομής ικανοτήτων με στόχο την προώθηση της συνεπούς επιβολής του ενωσιακού δικαίου σε όλους τους τομείς που απαριθμούνται στο άρθρο 1. Η Αρχή εκτελεί, ιδίως, τις ακόλουθες δραστηριότητες:

α)

αναπτύσσει, σε συνεργασία με τις εθνικές αρχές και, κατά περίπτωση, τους κοινωνικούς εταίρους, κοινές, μη δεσμευτικές κατευθυντήριες γραμμές προς χρήση από τα κράτη μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους, συμπεριλαμβανομένων των κατευθυντήριων γραμμών για τις επιθεωρήσεις σε υποθέσεις με διασυνοριακή διάσταση, καθώς και κοινούς ορισμούς και κοινές έννοιες, βασιζόμενη στις σχετικές εργασίες σε εθνικό και ενωσιακό επίπεδο,

β)

προάγει και υποστηρίζει την αμοιβαία συνδρομή, είτε με τη μορφή δραστηριοτήτων μεταξύ ομοτίμων ή είτε ομαδικών δραστηριοτήτων, καθώς και ανταλλαγές προσωπικού και προγράμματα αποσπάσεων μεταξύ των εθνικών αρχών,

γ)

προωθεί την ανταλλαγή και τη διάδοση εμπειριών και ορθών πρακτικών, συμπεριλαμβανομένων των παραδειγμάτων συνεργασίας μεταξύ των σχετικών εθνικών αρχών,

δ)

αναπτύσσει τομεακά και διατομεακά προγράμματα κατάρτισης, μεταξύ άλλων για τις επιθεωρήσεις εργασίας, και ειδικό υλικό κατάρτισης, μεταξύ άλλων μέσω διαδικτυακών μαθησιακών μεθόδων,

ε)

προωθεί εκστρατείες ευαισθητοποίησης, συμπεριλαμβανομένων των εκστρατειών για την ενημέρωση των ιδιωτών και των εργοδοτών, ιδίως των ΜΜΕ, σχετικά με τα δικαιώματά και τις υποχρεώσεις τους και τις ευκαιρίες που τους παρέχονται.

Άρθρο 12

Ευρωπαϊκή πλατφόρμα με σκοπό την ενίσχυση της συνεργασίας για την αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας

1.   Η ευρωπαϊκή πλατφόρμα με σκοπό την ενίσχυση της συνεργασίας για την αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας («πλατφόρμα») που θεσπίζεται σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 2 υποστηρίζει τις δραστηριότητες της Αρχής για την αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας με:

α)

την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των σχετικών αρχών και άλλων εμπλεκόμενων φορέων των κρατών μελών με σκοπό την αποδοτικότερη και αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των ποικίλων μορφών αδήλωτης εργασίας και της ψευδώς δηλωμένης εργασίας που συνδέεται με την αδήλωτη εργασία, συμπεριλαμβανομένης της ψευδούς αυτοαπασχόλησης,

β)

τη βελτίωση της ικανότητας των διάφορων σχετικών αρχών και φορέων των κρατών μελών να αντιμετωπίσουν τις διασυνοριακές πτυχές της αδήλωτης εργασίας· συμβάλλοντας έτσι στη δημιουργία ισότιμων όρων ανταγωνισμού,

γ)

την αύξηση της ευαισθητοποίησης του κοινού σχετικά με ζητήματα αδήλωτης εργασίας και την επείγουσα ανάγκη κατάλληλης δράσης, καθώς και την ενθάρρυνση των κρατών μελών να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας,

δ)

την εκτέλεση των δραστηριοτήτων που παρατίθενται στο παράρτημα.

2.   Η πλατφόρμα ενθαρρύνει τη συνεργασία μεταξύ κρατών μελών:

α)

μέσω της ανταλλαγής βέλτιστων πρακτικών και πληροφοριών,

β)

με την ανάπτυξη τεχνογνωσίας και ανάλυσης, αποφεύγοντας παράλληλα τυχόν αλληλεπικαλύψεις,

γ)

ενθαρρύνοντας και διευκολύνοντας καινοτόμες προσεγγίσεις για αποτελεσματική και αποδοτική διασυνοριακή συνεργασία και αξιολογώντας τις κτηθείσες εμπειρίες,

δ)

συμβάλλοντας στην οριζόντια κατανόηση των ζητημάτων που αφορούν την αδήλωτη εργασία.

3.   Η πλατφόρμα αποτελείται από:

α)

έναν ανώτερος εκπρόσωπο που διορίζει κάθε κράτος μέλος,

β)

έναν εκπρόσωπο της Επιτροπής,

γ)

μέχρι τέσσερις εκπροσώπους διακλαδικών οργανώσεων κοινωνικών εταίρων σε επίπεδο Ένωσης, που ορίζονται από τις εν λόγω οργανώσεις, οι οποίες εκπροσωπούν ισότιμα οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών.

4.   Οι ακόλουθοι συμφεροντούχοι μπορούν να συμμετέχουν ως παρατηρητές στις συνεδριάσεις της πλατφόρμας και η συμβολή τους λαμβάνεται δεόντως υπόψη:

α)

14 κατ’ ανώτατο όριο εκπρόσωποι των οργανώσεων των κοινωνικών εταίρων σε τομείς με υψηλή συχνότητα αδήλωτης εργασίας, διοριζόμενοι από τις εν λόγω οργανώσεις, οι οποίες εκπροσωπούν ισότιμα οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών,

β)

ένας εκπρόσωπος από το Eurofound, τον EU-OSHA και τη ΔΟΕ,

γ)

ένας εκπρόσωπος από κάθε τρίτη χώρα που συμμετέχει στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο.

Στις συναντήσεις της πλατφόρμας μπορούν να προσκαλούνται να συμμετέχουν παρατηρητές πέραν αυτών του πρώτου εδαφίου και οι συνεισφορές τους λαμβάνονται δεόντως υπόψη.

Της πλατφόρμας προεδρεύει ένας εκπρόσωπος της Αρχής.

Άρθρο 13

Διαμεσολάβηση μεταξύ των κρατών μελών

1.   Η Αρχή, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Δικαστηρίου, μπορεί να διευκολύνει την επίλυση σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών μελών όσον αφορά μεμονωμένες περιπτώσεις εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου στους τομείς που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό. Σκοπός της εν λόγω διαμεσολάβησης είναι να συμβιβάζονται οι αποκλίνουσες απόψεις μεταξύ των κρατών μελών τα οποία είναι μέρη στη διαφορά και να εκδίδεται μη δεσμευτική γνώμη.

2.   Σε περίπτωση που η διαφορά δεν μπορεί να επιλυθεί με άμεσες επαφές και διάλογο μεταξύ των κρατών μελών τα οποία είναι μέρη στη διαφορά, η Αρχή κινεί διαδικασία διαμεσολάβησης κατόπιν αιτήματος ενός ή περισσότερων ενδιαφερόμενων κρατών μελών. Η Αρχή μπορεί επίσης να κινήσει με δική της πρωτοβουλία διαδικασία διαμεσολάβησης. Η διαμεσολάβηση πραγματοποιείται μόνο με τη σύμφωνη γνώμη όλων των κρατών μελών τα οποία είναι μέρη στη διαφορά.

3.   το πρώτο στάδιο της διαμεσολάβησης διεξάγεται μεταξύ των κρατών μελών τα οποία είναι μέρη στη διαφορά και ενός διαμεσολαβητή, ο οποίος εκδίδει μη δεσμευτική γνωμοδότηση με κοινή συμφωνία. Στο πρώτο στάδιο της διαμεσολάβησης δύνανται να συμμετέχουν εμπειρογνώμονες από τα κράτη μέλη, την Επιτροπή και την Αρχή ασκώντας συμβουλευτικό ρόλο.

4.   Εάν στο πρώτο στάδιο της διαμεσολάβησης δεν βρεθεί λύση, η Αρχή δρομολογεί ένα δεύτερο στάδιο διαμεσολάβησης ενώπιον της επιτροπής διαμεσολάβησης, εφόσον συμφωνούν όλα τα κράτη μέλη τα οποία είναι μέρη στη διαφορά.

5.   Η επιτροπή διαμεσολάβησης, η οποία απαρτίζεται από εμπειρογνώμονες προερχόμενους από τα κράτη μέλη, εξαιρουμένων των εμπειρογνωμόνων των κρατών μελών που είναι μέρη στη διαφορά, προσπαθεί να συμβιβάσει τις απόψεις των κρατών μελών τα οποία είναι μέρη στη διαφορά και συμφωνεί σε μη δεσμευτική γνώμη. Οι εμπειρογνώμονες από την Επιτροπή και την Αρχή δύνανται να συμμετέχουν στο δεύτερο στάδιο διαμεσολάβησης ασκώντας συμβουλευτικό ρόλο.

6.   Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει τους διαδικαστικούς κανόνες για τη διαμεσολάβηση, συμπεριλαμβανομένων των ρυθμίσεων εργασίας και του διορισμού διαμεσολαβητών, τις ισχύουσες προθεσμίες, τη συμμετοχή εμπειρογνωμόνων από τα κράτη μέλη, την Επιτροπή και την Αρχή και τη δυνατότητα της επιτροπής διαμεσολάβησης να συμμετέχει σε επιτροπές αποτελούμενες από διάφορα μέλη.

7.   Η συμμετοχή των κρατών μελών τα οποία είναι μέρη στη διαφορά και στα δύο στάδια της διαμεσολάβησης είναι προαιρετική. Όταν ένα τέτοιο κράτος μέλος αποφασίζει να μην συμμετάσχει στη διαμεσολάβηση, ενημερώνει την Αρχή και τα λοιπά κράτη μέλη τα οποία είναι μέρη στη διαφορά εγγράφως, μεταξύ άλλων με ηλεκτρονικά μέσα, για τους λόγους της απόφασής του, εντός της προθεσμίας που έχει οριστεί στους διαδικαστικούς κανόνες που αναφέρονται στην παράγραφο 6.

8.   Κατά την υποβολή μιας υπόθεσης προς διαμεσολάβηση, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που σχετίζονται με την εν λόγω υπόθεση είναι ανωνυμοποιημένα κατά τέτοιον τρόπο ώστε η ταυτότητα του υποκειμένου των δεδομένων να μην μπορεί πλέον να εξακριβωθεί. Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαμεσολάβησης, η Αρχή δεν επεξεργάζεται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των ιδιωτών τους οποίους αφορά η υπόθεση.

9.   Οι υποθέσεις στις οποίες υπάρχουν εν εξελίξει δικαστικές διαδικασίες σε εθνικό ή ενωσιακό επίπεδο δεν γίνονται δεκτές για διαμεσολάβηση από την Αρχή. Όταν κινούνται δικαστικές διαδικασίες κατά τη διάρκεια της διαμεσολάβησης, η διαδικασία διαμεσολάβησης αναστέλλεται.

10.   Η διαμεσολάβηση πραγματοποιείται με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας της Διοικητικής Επιτροπής, συμπεριλαμβανομένων όλων των αποφάσεων που λαμβάνει. Στη διαμεσολάβηση λαμβάνονται υπόψη όλες οι σχετικές αποφάσεις της Διοικητικής Επιτροπής.

11.   Όταν μια διαφορά άπτεται, εν όλω ή εν μέρει, θεμάτων κοινωνικής ασφάλειας, η Αρχή ενημερώνει τη Διοικητική Επιτροπή.

Προκειμένου να διασφαλίζεται καλή συνεργασία, συντονισμός των δραστηριοτήτων με αμοιβαία συμφωνία και αποφυγή επικαλύψεων σε υποθέσεις διαμεσολάβησης που άπτονται ζητημάτων τόσο κοινωνικής ασφάλειας όσο και εργατικού δικαίου, η Διοικητική Επιτροπή και η Αρχή θεσπίζουν συμφωνία συνεργασίας.

Κατόπιν αιτήματος της Διοικητικής Επιτροπής και σε συμφωνία με τα κράτη μέλη τα οποία είναι μέρη στη διαφορά, η Αρχή παραπέμπει στη Διοικητική Επιτροπή το ζήτημα που αφορά την κοινωνική ασφάλεια σύμφωνα με το άρθρο 74α παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004. Η διαμεσολάβηση μπορεί να συνεχιστεί όσον αφορά τα ζητήματα που δεν άπτονται της κοινωνικής ασφάλειας.

Κατόπιν αιτήματος οποιουδήποτε από τα κράτη μέλη τα οποία είναι μέρη στη διαφορά, η Αρχή παραπέμπει το θέμα σχετικά με το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας στη Διοικητική Επιτροπή. Η παραπομπή αυτή μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε στάδιο της διαμεσολάβησης. Η διαμεσολάβηση μπορεί να συνεχιστεί όσον αφορά τα ζητήματα που δεν άπτονται της κοινωνικής ασφάλειας.

12.   Εντός τριών μηνών από την έκδοση της μη δεσμευτικής γνώμης, τα κράτη μέλη τα οποία είναι μέρη στη διαφορά υποβάλλουν έκθεση στην Αρχή σχετικά με τα μέτρα που έλαβαν ώστε να δοθεί συνέχεια στη γνώμη ή, όταν δεν έχουν λάβει μέτρα, σχετικά με τους λόγους που δεν το έχουν πράξει.

13.   Η Αρχή υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή δύο φορές τον χρόνο σχετικά με τα αποτελέσματα των υποθέσεων διαμεσολάβησης που χειρίστηκε και σχετικά με τις υποθέσεις στις οποίες δεν δόθηκε συνέχεια.

Άρθρο 14

Συνεργασία με οργανισμούς και εξειδικευμένους φορείς

Η Αρχή επιδιώκει σε όλες τις δραστηριότητές της τη διασφάλιση της συνεργασίας, την αποφυγή επικαλύψεων, την προώθηση συνεργειών και τη συμπληρωματικότητα με άλλους αποκεντρωμένους οργανισμούς της Ένωσης και ειδικευμένους φορείς, όπως η Διοικητική Επιτροπή. Για τον σκοπό αυτό, η Αρχή μπορεί να συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας με σχετικούς οργανισμούς της Ένωσης, όπως το Cedefop, το Eurofound, ο EU-OSHA, το ETF, η Ευρωπόλ και η Eurojust.

Άρθρο 15

Διαλειτουργικότητα και ανταλλαγή πληροφοριών

Η Αρχή συντονίζει, αναπτύσσει και εφαρμόζει πλαίσια διαλειτουργικότητας για να εξασφαλιστεί η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών αλλά και με την Αρχή. Τα εν λόγω πλαίσια διαλειτουργικότητας βασίζονται και υποστηρίζονται από το ευρωπαϊκό πλαίσιο διαλειτουργικότητας και από την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική αναφοράς για τη διαλειτουργικότητα που αναφέρονται στην απόφαση (ΕΕ) 2015/2240.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ

Άρθρο 16

Διοικητική και διαχειριστική δομή

1.   Η διοικητική και διαχειριστική δομή της Αρχής αποτελείται από:

α)

διοικητικό συμβούλιο,

β)

εκτελεστικό διευθυντή,

γ)

ομάδα συμφεροντούχων.

2.   Η Αρχή δύναται να συγκροτεί ομάδες εργασίας ή ομάδες εμπειρογνωμόνων απαρτιζόμενες από εκπροσώπους των κρατών μελών ή της Επιτροπής ή από εξωτερικούς εμπειρογνώμονες ύστερα από διαδικασία επιλογής ή από συνδυασμό αυτών, για την εκπλήρωση των συγκεκριμένων καθηκόντων της ή για συγκεκριμένους τομείς πολιτικής. Συστήνει την πλατφόρμα που αναφέρεται στο άρθρο 12 ως μόνιμη ομάδα εργασίας και την επιτροπή διαμεσολάβησης που αναφέρεται στο άρθρο 13.

Ο εσωτερικός κανονισμός των εν λόγω ομάδων εργασίας και ομάδων εμπειρογνωμόνων καθορίζεται από την Αρχή κατόπιν διαβούλευσης με την Επιτροπή.

Άρθρο 17

Σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου

1.   Το διοικητικό συμβούλιο απαρτίζεται από:

α)

ένα μέλος από κάθε κράτος μέλος,

β)

δύο μέλη που εκπροσωπούν την Επιτροπή,

γ)

έναν ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα που διορίζεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

δ)

τέσσερα μέλη, που εκπροσωπούν διατομεακές οργανώσεις κοινωνικών εταίρων σε ενωσιακό επίπεδο και εκπροσωπούν ισότιμα συνδικαλιστικές οργανώσεις και οργανώσεων εργοδοτών.

Μόνο τα μέλη που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχεία α) έως β) έχουν δικαίωμα ψήφου.

2.   Για κάθε μέλος του διοικητικού συμβουλίου προβλέπεται αναπληρωματικό μέλος. Το αναπληρωματικό μέλος εκπροσωπεί το τακτικό μέλος σε περίπτωση απουσίας του.

3.   Τα μέλη που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) και οι αναπληρωτές τους διορίζονται από το κράτος μέλος τους.

Η Επιτροπή διορίζει τα μέλη που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο β).

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διορίζει τον εμπειρογνώμονα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο γ).

Οι διατομεακές οργανώσεις κοινωνικών εταίρων σε ενωσιακό επίπεδο διορίζουν τους εκπροσώπους τους και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διορίζει ον ανεξάρτητο εμπειρογνώμονά του, αφού επαληθεύσουν ότι δεν υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων.

Τα τακτικά και τα αναπληρωματικά μέλη του διοικητικού συμβουλίου διορίζονται με κριτήριο τη γνώση τους στους τομείς που αναφέρονται στο άρθρο 1, ενώ λαμβάνονται υπόψη οι σχετικές δεξιότητές τους στους τομείς της διαχείρισης, της διοίκησης και του προϋπολογισμού.

Όλα τα μέρη που εκπροσωπούνται στο διοικητικό συμβούλιο καταβάλλουν προσπάθειες ώστε να περιορίζεται η εναλλαγή των εκπροσώπων τους, προκειμένου να διασφαλίζεται η ομαλή συνέχεια των εργασιών του. Όλα τα μέρη επιδιώκουν μια ισόρροπη εκπροσώπηση γυναικών και ανδρών στο διοικητικό συμβούλιο.

4.   Κάθε τακτικό και αναπληρωματικό μέλος υπογράφει γραπτή δήλωση κατά τη στιγμή της ανάληψης καθηκόντων ότι δεν τελεί σε κατάσταση σύγκρουσης συμφερόντων. Κάθε τακτικό και αναπληρωματικό μέλος επικαιροποιεί τη δήλωσή του όταν μεταβάλλονται οι περιστάσεις όσον αφορά τις συγκρούσεις συμφερόντων. Η Αρχή δημοσιοποιεί στον ιστότοπό της τις δηλώσεις και τις σχετικές επικαιροποιήσεις.

5.   Η θητεία των τακτικών και των αναπληρωματικών μελών του διοικητικού συμβουλίου είναι τετραετής. Η θητεία αυτή είναι ανανεώσιμη.

6.   Εκπρόσωποι τρίτων χωρών οι οποίες εφαρμόζουν το ενωσιακό δίκαιο σε τομείς που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό μπορούν να συμμετέχουν στις συνεδριάσεις και διαβουλεύσεις του διοικητικού συμβουλίου ως παρατηρητές.

7.   Ένας εκπρόσωπος του Eurofound, ένας εκπρόσωπος του EU-OSHA, ένας εκπρόσωπος του Cedefop και ένας εκπρόσωπος του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Επαγγελματικής Εκπαίδευσης μπορούν να κληθούν να συμμετάσχουν ως παρατηρητές στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου προκειμένου να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα των οργανισμών και οι μεταξύ τους συνέργειες.

Άρθρο 18

Καθήκοντα του διοικητικού συμβουλίου

1.   Το διοικητικό συμβούλιο ιδίως:

α)

παρέχει στρατηγικό προσανατολισμό και επιβλέπει τις δραστηριότητες της Αρχής,

β)

εγκρίνει, με πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών του που έχουν δικαίωμα ψήφου, τον ετήσιο προϋπολογισμό της Αρχής και ασκεί άλλα καθήκοντα σε σχέση με τον προϋπολογισμό της Αρχής, σύμφωνα με το κεφάλαιο IV,

γ)

αξιολογεί και εγκρίνει την ενοποιημένη ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων της Αρχής, συμπεριλαμβανομένης της επισκόπησης της εκτέλεσης των καθηκόντων της, τη διαβιβάζει το αργότερο την 1η Ιουλίου κάθε έτους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο και τη δημοσιοποιεί,

δ)

θεσπίζει τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στην Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 29,

ε)

χαράσσει στρατηγική για την καταπολέμηση της απάτης, ανάλογη προς τους κινδύνους απάτης, λαμβάνοντας υπόψη το κόστος και τα οφέλη των μέτρων που πρέπει να εφαρμόζονται,

στ)

εγκρίνει κανόνες για την πρόληψη και τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων στις οποίες εμπλέκονται τα μέλη του και ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες του, καθώς και τα μέλη της ομάδας συμφεροντούχων και των ομάδων εργασίας και των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Αρχής που αναφέρονται στο άρθρο 16 παράγραφος 2, καθώς και οι αποσπασμένοι εθνικοί εμπειρογνώμονες και το λοιπό προσωπικό που δεν απασχολείται από την Αρχή όπως αναφέρεται στο άρθρο 33, και δημοσιεύει ετησίως στον δικτυακό του τόπο τις δηλώσεις συμφερόντων των μελών του διοικητικού συμβουλίου,

ζ)

εγκρίνει και επικαιροποιεί τακτικά τα σχέδια επικοινωνίας και διάδοσης που αναφέρονται στο άρθρο 36 παράγραφος 3, βάσει ανάλυσης των αναγκών,

η)

εγκρίνει τον εσωτερικό του κανονισμό,

θ)

εγκρίνει τους διαδικαστικούς κανόνες διαμεσολάβησης σύμφωνα με το άρθρο 13,

ι)

συγκροτεί ομάδες εργασίας και ομάδες εμπειρογνωμόνων βάσει του άρθρου 16 παράγραφος 2 και εγκρίνει τους εσωτερικούς κανονισμούς τους,

ια)

ασκεί, σύμφωνα με την παράγραφο 2, όσον αφορά το προσωπικό της Αρχής, τις εξουσίες της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής που ανατίθενται από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης και της αρχής που είναι επιφορτισμένη με τη σύναψη των συμβάσεων πρόσληψης που ανατίθενται από το καθεστώς του λοιπού προσωπικού («εξουσίες αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής»),

ιβ)

εγκρίνει τους εκτελεστικούς κανόνες για τη θέση σε εφαρμογή του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του καθεστώτος του λοιπού προσωπικού σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης,

ιγ)

θεσπίζει, αν κρίνεται αναγκαίο, δομή εσωτερικού ελέγχου,

ιδ)

διορίζει τον εκτελεστικό διευθυντή και, κατά περίπτωση, παρατείνει τη θητεία του ή τον παύει από τα καθήκοντά του, σύμφωνα με το άρθρο 31,

ιε)

διορίζει υπόλογο της Αρχής ο οποίος διέπεται από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης και το καθεστώς του λοιπού προσωπικού και είναι πλήρως ανεξάρτητος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του,

ιστ)

καθορίζει τη διαδικασία επιλογής των τακτικών και των αναπληρωματικών μελών της ομάδας συμφεροντούχων που συγκροτείται σύμφωνα με το άρθρο 23 και διορίζει τα εν λόγω τακτικά και αναπληρωματικά μέλη,

ιζ)

διασφαλίζει ότι δίνεται η κατάλληλη συνέχεια στα πορίσματα και τις συστάσεις που προκύπτουν από τις εσωτερικές ή εξωτερικές εκθέσεις ελέγχου και αξιολογήσεις, καθώς και από έρευνες που διενεργεί η OLAF,

ιη)

λαμβάνει όλες τις αποφάσεις σχετικά με τη συγκρότηση των εσωτερικών επιτροπών ή άλλων οργάνων της Αρχής και, όπου απαιτείται, σχετικά με την τροποποίησή τους, συνεκτιμώντας τις ανάγκες δραστηριοτήτων της Αρχής και λαμβάνοντας υπόψη τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση,

ιθ)

εγκρίνει το σχέδιο ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού της Αρχής που αναφέρεται στο άρθρο 24, πριν από την υποβολή του στην Επιτροπή προκειμένου αυτή να γνωμοδοτήσει σχετικά,

κ)

εγκρίνει, αφού λάβει τη γνώμη της Επιτροπής, το ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού της Αρχής με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών του διοικητικού συμβουλίου που διαθέτουν δικαίωμα ψήφου και σύμφωνα με το άρθρο 24.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο εκδίδει, σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, απόφαση με βάση το άρθρο 2 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και το άρθρο 6 του καθεστώτος του λοιπού προσωπικού, για τη μεταβίβαση των σχετικών εξουσιών αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής στον εκτελεστικό διευθυντή, καθώς και για τον καθορισμό των προϋποθέσεων με βάση τις οποίες μπορεί να ανασταλεί η εν λόγω μεταβίβαση. Ο εκτελεστικός διευθυντής έχει το δικαίωμα να μεταβιβάζει περαιτέρω τις εν λόγω εξουσίες.

3.   Όταν το επιβάλλουν εξαιρετικές περιστάσεις, το διοικητικό συμβούλιο δύναται, με απόφασή του, να αναστείλει προσωρινά τη μεταβίβαση στον εκτελεστικό διευθυντή των εξουσιών αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής και των εξουσιών που ο εκτελεστικός διευθυντής μεταβίβασε περαιτέρω και να τις ασκήσει το ίδιο ή να τις αναθέσει σε ένα από τα μέλη του ή σε άλλο μέλος του προσωπικού πλην του εκτελεστικού διευθυντή.

Άρθρο 19

Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου

1.   Το διοικητικό συμβούλιο εκλέγει πρόεδρο και αναπληρωτή πρόεδρο μεταξύ των μελών με δικαίωμα ψήφου και καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την ισόρροπη εκπροσώπηση των φύλων. Ο πρόεδρος και ο αναπληρωτής πρόεδρος εκλέγονται με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών του διοικητικού συμβουλίου που διαθέτουν δικαίωμα ψήφου.

Σε περίπτωση που μια πρώτη ψηφοφορία δεν επιτύχει πλειοψηφία δύο τρίτων, οργανώνεται δεύτερη ψηφοφορία κατά την οποία ο πρόεδρος και ο αναπληρωτής πρόεδρος εκλέγονται με απλή πλειοψηφία των μελών του διοικητικού συμβουλίου που διαθέτουν δικαίωμα ψήφου.

Ο αναπληρωτής πρόεδρος αντικαθιστά αυτομάτως τον πρόεδρο, εάν ο τελευταίος δεν είναι σε θέση να εκτελέσει τα καθήκοντά του.

2.   Η διάρκεια της θητείας του προέδρου και του αναπληρωτή προέδρου είναι τριετής. Η θητεία τους μπορεί να ανανεωθεί μία φορά. Ωστόσο, σε περίπτωση που απολέσουν την ιδιότητα του μέλους του διοικητικού συμβουλίου σε οποιαδήποτε στιγμή της θητείας τους, η θητεία τους λήγει την ίδια ημερομηνία αυτομάτως.

Άρθρο 20

Συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου

1.   Ο πρόεδρος συγκαλεί τις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου.

2.   Ο πρόεδρος οργανώνει τις διαβουλεύσεις ανάλογα με τα θέματα της ημερήσιας διάταξης. Τα μέλη που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχεία γ) και δ) δεν συμμετέχουν στις διαβουλεύσεις που αφορούν ευαίσθητες πληροφορίες για μεμονωμένες περιπτώσεις, όπως ορίζεται στον εσωτερικό κανονισμό του διοικητικού συμβουλίου.

3.   Ο εκτελεστικός διευθυντής της Αρχής συμμετέχει στις διαβουλεύσεις χωρίς δικαίωμα ψήφου.

4.   Το διοικητικό συμβούλιο πραγματοποιεί τουλάχιστον δύο τακτικές συνεδριάσεις ετησίως. Επιπλέον, συνεδριάζει, κατόπιν αιτήματος του προέδρου του ή κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής ή κατόπιν αιτήματος του ενός τρίτου τουλάχιστον των μελών του.

5.   Το διοικητικό συμβούλιο συγκαλεί συνεδριάσεις με την ομάδα συμφεροντούχων τουλάχιστον μία φορά ετησίως.

6.   Το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να προσκαλεί οποιοδήποτε πρόσωπο ή οργανισμό του οποίου η γνώμη ενδέχεται να παρουσιάζει ενδιαφέρον, συμπεριλαμβανομένων των μελών της ομάδας συμφεροντούχων, να παραστεί στις συνεδριάσεις του ως παρατηρητής.

7.   Τα τακτικά και τα αναπληρωματικά μέλη του διοικητικού συμβουλίου μπορούν, με την επιφύλαξη του εσωτερικού του κανονισμού, να επικουρούνται κατά τις συνεδριάσεις από συμβούλους ή εμπειρογνώμονες.

8.   Η Αρχή παρέχει γραμματειακή υποστήριξη στο διοικητικό συμβούλιο.

Άρθρο 21

Κανόνες ψηφοφορίας του διοικητικού συμβουλίου

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 18 παράγραφος 1 στοιχεία β) και κ), του άρθρου 19 παράγραφος 1 και του άρθρου 31 παράγραφος 8, οι αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου λαμβάνονται με πλειοψηφία των μελών που διαθέτουν δικαίωμα ψήφου.

2.   Κάθε μέλος με δικαίωμα ψήφου διαθέτει μία ψήφο. Κατά την απουσία μέλους με δικαίωμα ψήφου, το δικαίωμα ψήφου του δικαιούται να ασκήσει ο αναπληρωτής του.

3.   Ο εκτελεστικός διευθυντής της Αρχής συμμετέχει στις διαβουλεύσεις χωρίς δικαίωμα ψήφου.

4.   Λεπτομερέστερες ρυθμίσεις σχετικά με την ψηφοφορία, ιδίως όσον αφορά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένα μέλος μπορεί να ενεργεί εξ ονόματος άλλου μέλους και τις περιπτώσεις στις οποίες πρέπει να χρησιμοποιούνται γραπτές διαδικασίες ψηφοφορίας, καθορίζονται στον εσωτερικό κανονισμό του διοικητικού συμβουλίου.

Άρθρο 22

Αρμοδιότητες του εκτελεστικού διευθυντή

1.   Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι αρμόδιος για τη διαχείριση της Αρχής και επιδιώκει την επίτευξη ισόρροπης εκπροσώπησης των φύλων εντός της Αρχής. Ο εκτελεστικός διευθυντής λογοδοτεί στο διοικητικό συμβούλιο.

2.   Ο εκτελεστικός διευθυντής υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με την εκτέλεση των καθηκόντων του κατόπιν σχετικού αιτήματος. Το Συμβούλιο μπορεί να καλέσει τον εκτελεστικό διευθυντή να υποβάλει έκθεση σχετικά με την εκτέλεση των καθηκόντων του.

3.   Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος της Αρχής.

4.   Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση των καθηκόντων που ανατίθενται στην Αρχή με τον παρόντα κανονισμό, ιδίως για:

α)

την τρέχουσα διοίκηση της Αρχής,

β)

την εκτέλεση των αποφάσεων που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό συμβούλιο,

γ)

την εκπόνηση του σχεδίου ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού και την υποβολή του στο διοικητικό συμβούλιο προς έγκριση,

δ)

την εφαρμογή του ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού και την υποβολή σχετικής έκθεσης στο διοικητικό συμβούλιο,

ε)

την κατάρτιση του σχεδίου ενοποιημένης ετήσιας έκθεσης δραστηριοτήτων της Αρχής και την υποβολή της στο διοικητικό συμβούλιο προς αξιολόγηση και έγκριση,

στ)

την κατάρτιση σχεδίου δράσης με βάση τα πορίσματα εσωτερικών ή εξωτερικών εκθέσεων ελέγχου και αξιολογήσεων, καθώς και ερευνών της OLAF, και την υποβολή έκθεσης προόδου δύο φορές ετησίως στην Επιτροπή και ανά τακτά χρονικά διαστήματα στο διοικητικό συμβούλιο,

ζ)

την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, με την εφαρμογή προληπτικών μέτρων κατά της απάτης, της διαφθοράς και άλλων παράνομων δραστηριοτήτων, με την επιφύλαξη της ερευνητικής αρμοδιότητας της OLAF, με αποτελεσματικούς ελέγχους και, σε περίπτωση που διαπιστωθούν παρατυπίες, με την ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και, όπου κρίνεται αναγκαίο, την επιβολή αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών διοικητικών κυρώσεων, συμπεριλαμβανομένων των χρηματικών κυρώσεων,

η)

τη χάραξη στρατηγικής της Αρχής, για την καταπολέμηση της απάτης, και την υποβολή της στο διοικητικό συμβούλιο προς έγκριση,

θ)

την κατάρτιση του σχεδίου των δημοσιονομικών κανόνων που εφαρμόζονται στην Αρχή και την υποβολή τους στο διοικητικό συμβούλιο,

ι)

την κατάρτιση του σχεδίου κατάστασης των προβλεπόμενων εσόδων και εξόδων της Αρχής ως τμήμα του ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού της Αρχής και την εκτέλεση του προϋπολογισμού της,

ια)

τη λήψη αποφάσεων για τη διαχείριση των ανθρώπινων πόρων, σύμφωνα με την απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 2,

ιβ)

τη λήψη αποφάσεων για τις εσωτερικές δομές της Αρχής, μεταξύ άλλων, όπου απαιτείται, για την ανάθεση καθηκόντων που δύνανται να καλύπτουν τη διαχείριση της Αρχής σε καθημερινή βάση και, όπου απαιτείται, την τροποποίησή τους, λαμβανομένων υπόψη των αναγκών που σχετίζονται με τις δραστηριότητες της Αρχής και τη χρηστή διαχείριση του προϋπολογισμού,

ιγ)

ανάλογα με την περίπτωση, τη συνεργασία με οργανισμούς της Ένωσης και τη σύναψη συμφωνιών συνεργασίας με αυτούς,

ιδ)

την εφαρμογή των μέτρων που λαμβάνει το διοικητικό συμβούλιο για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 από την Αρχή,

ιε)

την ενημέρωση του διοικητικού συμβουλίου σχετικά με τις παρατηρήσεις της ομάδας συμφεροντούχων.

5.   Ο εκτελεστικός διευθυντής αποφασίζει κατά πόσον απαιτείται η τοποθέτηση ενός ή περισσοτέρων υπαλλήλων σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, καθώς και η σύσταση γραφείου συνδέσμου στις Βρυξέλλες για την προαγωγή της συνεργασίας της Αρχής με τους σχετικούς οργανισμούς και όργανα της Ένωσης. Προτού λάβει απόφαση για ίδρυση τοπικού γραφείου ή γραφείου συνδέσμου, ο εκτελεστικός διευθυντής λαμβάνει εκ των προτέρων τη συγκατάθεση της Επιτροπής, του διοικητικού συμβουλίου και του κράτους μέλους όπου πρόκειται να ιδρυθεί το τοπικό γραφείο. Στην απόφαση διευκρινίζεται το πεδίο εφαρμογής των δραστηριοτήτων που πρόκειται να διενεργηθούν στο γραφείο, ώστε να αποφεύγεται το αδικαιολόγητο κόστος και η επικάλυψη διοικητικών καθηκόντων της Αρχής. Μπορεί να απαιτείται συμφωνία περί της έδρας με το κράτος μέλος όπου πρόκειται να ιδρυθεί το τοπικό γραφείο ή το γραφείο συνδέσμου.

Άρθρο 23

Ομάδα συμφεροντούχων

1.   Για να διευκολύνεται η διεξαγωγή διαβουλεύσεων με τους σχετικούς συμφεροντούχους και να αξιοποιείται η εμπειρογνωσία τους σε τομείς που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, συγκροτείται ομάδα συμφεροντούχων. Η ομάδα συμφεροντούχων λειτουργεί στο πλαίσιο της Αρχής και έχει συμβουλευτικά καθήκοντα.

2.   Η ομάδα συμφεροντούχων λαμβάνει προηγούμενη ενημέρωση και μπορεί, κατόπιν αιτήματος της Αρχής ή με δική της πρωτοβουλία, να υποβάλει γνώμες στην Αρχή σχετικά με:

α)

θέματα που σχετίζονται με την εφαρμογή και την επιβολή του δικαίου της Ένωσης στους τομείς που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, συμπεριλαμβανομένων των αναλύσεων διασυνοριακής κινητικότητας του εργατικού δυναμικού και της εκτίμησης κινδύνου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 10,

β)

το σχέδιο της ενοποιημένης ετήσιας έκθεσης δραστηριοτήτων της Αρχής που αναφέρεται στο άρθρο 18,

γ)

το σχέδιο ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού που αναφέρεται στο άρθρο 24.

3.   Πρόεδρος της ομάδας συμφεροντούχων είναι ο εκτελεστικός διευθυντής και η ομάδα συμφεροντούχων συνεδριάζει τουλάχιστον δύο φορές ετησίως με πρωτοβουλία του εκτελεστικού διευθυντή ή κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής.

4.   Η ομάδα συμφεροντούχων απαρτίζεται από δύο εκπροσώπους της Επιτροπής και δέκα εκπροσώπους των κοινωνικών εταίρων σε ενωσιακό επίπεδο, οι οποίοι εκπροσωπούν ισότιμα τα συνδικάτα και τις οργανώσεις εργοδοτών, συμπεριλαμβανομένων των αναγνωρισμένων τομεακών κοινωνικών εταίρων της Ένωσης που εκπροσωπούν τομείς τους οποίους αφορούν ιδιαίτερα θέματα κινητικότητας των εργαζομένων.

5.   Τα μέλη και τα αναπληρωματικά μέλη της ομάδας συμφεροντούχων ορίζονται από τις οργανώσεις τους και διορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο. Τα αναπληρωματικά μέλη διορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο, σύμφωνα με τους ίδιους όρους που ισχύουν για τα μέλη, και αντικαθιστούν αυτόματα τα μέλη σε περίπτωση απουσίας. Στο μέτρο του δυνατού, γίνεται σεβαστή η ισόρροπη εκπροσώπηση ανδρών και γυναικών, καθώς και η επαρκής εκπροσώπηση των ΜΜΕ.

6.   Η Αρχή παρέχει γραμματειακή υποστήριξη στην ομάδα συμφεροντούχων. Η ομάδα συμφεροντούχων εγκρίνει τον εσωτερικό της κανονισμό με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών της που έχουν δικαίωμα ψήφου. Ο εσωτερικός κανονισμός υπόκειται σε έγκριση από το διοικητικό συμβούλιο.

7.   Η ομάδα συμφεροντούχων μπορεί να προσκαλεί εμπειρογνώμονες ή εκπροσώπους σχετικών διεθνών οργανισμών στις συνεδριάσεις της.

8.   Η Αρχή δημοσιοποιεί τις γνώμες, τις συμβουλές και τις συστάσεις της ομάδας συμφεροντούχων και τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεών της, εκτός εάν επιβάλλεται απαίτηση εμπιστευτικότητας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ

ΤΜΗΜΑ 1

Ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού της αρχής

Άρθρο 24

Ετήσιος και πολυετής προγραμματισμός

1.   Κάθε έτος, ο εκτελεστικός διευθυντής συντάσσει σχέδιο ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού, το οποίο περιλαμβάνει ιδίως πολυετή και ετήσιο προγραμματισμό, σύμφωνα με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1271/2013 της Επιτροπής (28), λαμβάνοντας υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής και τυχόν συμβουλές της ομάδας συμφεροντούχων.

2.   Έως τις 30 Νοεμβρίου κάθε έτους, το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει το ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Το διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή το αργότερο έως τις 31 Ιανουαρίου του επόμενου έτους, καθώς και κάθε μεταγενέστερη επικαιροποιημένη έκδοση του εν λόγω εγγράφου.

Το ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού οριστικοποιείται μετά την τελική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης και, αν χρειαστεί, προσαρμόζεται ανάλογα.

3.   Το ετήσιο πρόγραμμα εργασίας καθορίζει λεπτομερείς στόχους και αναμενόμενα αποτελέσματα, συμπεριλαμβανομένων δεικτών επιδόσεων. Περιλαμβάνει επίσης περιγραφή των δράσεων που θα χρηματοδοτηθούν και προσδιορίζει τους οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους που διατίθενται για κάθε δράση. Το ετήσιο πρόγραμμα εργασίας συμβαδίζει με το πολυετές πρόγραμμα εργασίας που αναφέρεται στην παράγραφο 4. Προσδιορίζει σαφώς τα καθήκοντα που έχουν προστεθεί, μεταβληθεί ή απαλειφθεί σε σχέση με το προηγούμενο οικονομικό έτος. Όταν ανατίθεται στην Αρχή νέο καθήκον εντός του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, το διοικητικό συμβούλιο τροποποιεί το εγκεκριμένο ετήσιο πρόγραμμα εργασίας.

Κάθε ουσιώδης τροποποίηση του ετήσιου προγράμματος εργασίας εγκρίνεται σύμφωνα με την ίδια διαδικασία που εφαρμόζεται και για το αρχικό ετήσιο πρόγραμμα εργασίας. Το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να εξουσιοδοτήσει τον εκτελεστικό διευθυντή να επιφέρει μη ουσιώδεις τροποποιήσεις στο ετήσιο πρόγραμμα εργασίας.

4.   Το πολυετές πρόγραμμα εργασίας καθορίζει τον συνολικό στρατηγικό προγραμματισμό, συμπεριλαμβανομένων των στόχων, των αναμενόμενων αποτελεσμάτων και των δεικτών επιδόσεων. Επίσης, αναφέρει, για κάθε δραστηριότητα, τους ενδεικτικούς οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους που θεωρούνται αναγκαίοι για την επίτευξη των καθορισμένων στόχων.

Ο στρατηγικός προγραμματισμός επικαιροποιείται κατά περίπτωση, ιδίως για την αντιμετώπιση θεμάτων που προκύπτουν από την αξιολόγηση που αναφέρεται στο άρθρο 40.

Άρθρο 25

Κατάρτιση του προϋπολογισμού

1.   Κάθε έτος, ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει προσωρινό σχέδιο προβλέψεων των εσόδων και των δαπανών της Αρχής για το επόμενο οικονομικό έτος, συμπεριλαμβανομένου του πίνακα προσωπικού, και το διαβιβάζει στο διοικητικό συμβούλιο.

2.   Το προσωρινό σχέδιο προβλέψεων βασίζεται στους στόχους και στα αναμενόμενα αποτελέσματα του ετήσιου εγγράφου προγραμματισμού που αναφέρεται στο άρθρο 24 παράγραφος 3 και λαμβάνει υπόψη τους χρηματοδοτικούς πόρους που απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων αυτών και των αναμενόμενων αποτελεσμάτων, σύμφωνα με την αρχή της κατάρτισης προϋπολογισμού βάσει επιδόσεων.

3.   Βάσει του προσωρινού σχεδίου προβλέψεων, το διοικητικό συμβούλιο εκδίδει σχέδιο προβλέψεων των εσόδων της Αρχής για το επόμενο οικονομικό έτος και το διαβιβάζει στην Επιτροπή έως τις 31 Ιανουαρίου κάθε έτους.

4.   Η Επιτροπή διαβιβάζει το σχέδιο προβλέψεων στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή μαζί με το σχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης. Το σχέδιο προβλέψεων επίσης διατίθεται στην Αρχή.

5.   Βάσει του σχεδίου προβλέψεων, η Επιτροπή εγγράφει στο σχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης τις προβλέψεις που κρίνει αναγκαίες για τον πίνακα προσωπικού και το ποσό της συνεισφοράς που θα βαρύνει τον γενικό προϋπολογισμό, τα υποβάλλει στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή σύμφωνα με τα άρθρα 313 και 314 ΣΛΕΕ.

6.   Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει τις πιστώσεις για τη συνεισφορά από τον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης προς την Αρχή.

7.   Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει τον πίνακα προσωπικού της Αρχής.

8.   Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει τον προϋπολογισμό της Αρχής. Οριστικοποιείται μετά την τελική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης και, αν χρειαστεί, προσαρμόζεται ανάλογα.

9.   Για τυχόν έργα κατασκευής κτιρίων που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στον προϋπολογισμό της Αρχής, εφαρμόζεται ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1271/2013.

ΤΜΗΜΑ 2

Παρουσίαση, εκτέλεση και έλεγχος του προϋπολογισμού της Αρχής

Άρθρο 26

Διάρθρωση του προϋπολογισμού

1.   Για κάθε οικονομικό έτος καταρτίζονται προβλέψεις για το σύνολο των εσόδων και των δαπανών της Αρχής και εγγράφονται στον προϋπολογισμό της. Το οικονομικό έτος αντιστοιχεί στο ημερολογιακό έτος.

2.   Ο προϋπολογισμός της Αρχής είναι ισοσκελισμένος ως προς τα έσοδα και τις δαπάνες.

3.   Με την επιφύλαξη άλλων πόρων, τα έσοδα της Αρχής προέρχονται από:

α)

συνεισφορά της Ένωσης η οποία εγγράφεται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης,

β)

τυχόν προαιρετικές οικονομικές συνεισφορές των κρατών μελών,

γ)

τυχόν συνεισφορές τρίτων χωρών που συμμετέχουν στις εργασίες της Αρχής, όπως προβλέπεται στο άρθρο 42,

δ)

πιθανή χρηματοδότηση της Ένωσης υπό μορφή συμφωνιών ανάθεσης ή ad hoc επιδοτήσεων σύμφωνα με τους δημοσιονομικούς κανόνες της Αρχής που αναφέρονται στο άρθρο 29 και τις διατάξεις των συναφών εργαλείων που πλαισιώνουν τις πολιτικές της Ένωσης,

ε)

δικαιώματα που εισπράττει από δημοσιεύσεις ή άλλες υπηρεσίες που παρέχει η Αρχή.

4.   Οι δαπάνες της Αρχής περιλαμβάνουν τις αμοιβές του προσωπικού, τις διοικητικές δαπάνες και τις δαπάνες υποδομής, καθώς και τις επιχειρησιακές δαπάνες.

Άρθρο 27

Εκτέλεση του προϋπολογισμού

1.   Ο εκτελεστικός διευθυντής εκτελεί τον προϋπολογισμό της Αρχής.

2.   Κάθε έτος, ο εκτελεστικός διευθυντής διαβιβάζει στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή όλες τις πληροφορίες σχετικά με τα πορίσματα των διαδικασιών αξιολόγησης.

Άρθρο 28

Απόδοση λογαριασμών και απαλλαγή

1.   Ο υπόλογος της Αρχής αποστέλλει τους προσωρινούς λογαριασμούς για το οικονομικό έτος (έτος Ν) στον υπόλογο της Επιτροπής και στο Ελεγκτικό Συνέδριο μέχρι την 1η Μαρτίου του επόμενου οικονομικού έτους (έτος Ν + 1).

2.   Ο υπόλογος της Αρχής διαβιβάζει επίσης τις λογιστικές πληροφορίες που απαιτούνται για την ενοποίηση στον υπόλογο της Επιτροπής, με τον τρόπο και τη μορφή που ορίζει ο τελευταίος, μέχρι την 1η Μαρτίου του έτους N + 1.

3.   Η Αρχή διαβιβάζει έκθεση σχετικά με τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση για το έτος Ν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο μέχρι την 31η Μαρτίου του έτους N + 1.

4.   Μετά την παραλαβή των παρατηρήσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί των προσωρινών λογαριασμών της Αρχής για το έτος N, ο υπόλογος της Αρχής καταρτίζει τους οριστικούς λογαριασμούς της Αρχής με δική του ευθύνη. Ο εκτελεστικός διευθυντής τους υποβάλλει προς γνωμοδότηση στο διοικητικό συμβούλιο.

5.   Το διοικητικό συμβούλιο διατυπώνει γνώμη σχετικά με τους οριστικούς λογαριασμούς της Αρχής για το έτος N.

6.   Ο υπόλογος της Αρχής διαβιβάζει, έως την 1η Ιουλίου του έτους Ν + 1, τους οριστικούς λογαριασμούς για το έτος Ν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο, μαζί με τη γνώμη του διοικητικού συμβουλίου.

7.   Έως τις 15 Νοεμβρίου του έτους Ν + 1, δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύνδεσμος προς τις σελίδες του δικτυακού τόπου που περιέχει τους οριστικούς λογαριασμούς της Αρχής.

8.   Ο εκτελεστικός διευθυντής αποστέλλει στο Ελεγκτικό Συνέδριο, μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου του έτους N + 1, απάντηση στις παρατηρήσεις που αυτό διατυπώνει στην ετήσια έκθεσή του. Ο εκτελεστικός διευθυντής αποστέλλει επίσης την απάντηση αυτή στο διοικητικό συμβούλιο και στην Επιτροπή.

9.   Ο εκτελεστικός διευθυντής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατόπιν αιτήματος του τελευταίου, κάθε πληροφορία που απαιτείται για την ομαλή εφαρμογή της διαδικασίας απαλλαγής για το έτος Ν, σύμφωνα με το άρθρο 261 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (29).

10.   Έπειτα από σύσταση του Συμβουλίου που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο χορηγεί απαλλαγή στον εκτελεστικό διευθυντή, έως τις 15 Μαΐου του έτους Ν + 2, για την εκτέλεση του προϋπολογισμού για το έτος Ν.

Άρθρο 29

Δημοσιονομικοί κανόνες

Οι δημοσιονομικοί κανόνες που ισχύουν για την Αρχή θεσπίζονται από το διοικητικό συμβούλιο κατόπιν διαβούλευσης με την Επιτροπή. Οι εν λόγω κανόνες δεν αποκλίνουν από τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1271/2013, παρά μόνον αν το απαιτούν ειδικές ανάγκες λειτουργίας της Αρχής και με προηγούμενη συμφωνία της Επιτροπής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ

Άρθρο 30

Γενική διάταξη

Στους υπαλλήλους της Αρχής εφαρμόζονται ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης και το καθεστώς του λοιπού προσωπικού και οι κανόνες που θεσπίστηκαν με συμφωνία μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης για την εφαρμογή του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του καθεστώτος του λοιπού προσωπικού.

Άρθρο 31

Εκτελεστικός διευθυντής

1.   Ο εκτελεστικός διευθυντής προσλαμβάνεται ως έκτακτος υπάλληλος της Αρχής σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο α) του καθεστώτος του λοιπού προσωπικού.

2.   Ο εκτελεστικός διευθυντής διορίζεται από το διοικητικό συμβούλιο, από κατάλογο υποψηφίων που προτείνει η Επιτροπή, με ανοιχτή και διαφανή διαδικασία επιλογής. Ο επιλεγείς υποψήφιος καλείται να προβεί σε δήλωση ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και να απαντήσει σε ερωτήσεις μελών του Κοινοβουλίου. Η εν λόγω ανταλλαγή απόψεων δεν καθυστερεί αδικαιολόγητα τον διορισμό του εκτελεστικού διευθυντή.

3.   Για τη σύναψη της σύμβασης με τον εκτελεστικό διευθυντή, η Αρχή εκπροσωπείται από τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου.

4.   Η θητεία του εκτελεστικού διευθυντή είναι πενταετής. Πριν το τέλος της περιόδου αυτής, η Επιτροπή πραγματοποιεί αξιολόγηση, κατά την οποία λαμβάνονται υπόψη οι επιδόσεις του εκτελεστικού διευθυντή, καθώς και τα μελλοντικά καθήκοντα και προκλήσεις της Αρχής.

5.   Το διοικητικό συμβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη την αξιολόγηση που αναφέρεται στην παράγραφο 4, δύναται να παρατείνει άπαξ τη θητεία του εκτελεστικού διευθυντή για διάστημα που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη.

6.   Ο εκτελεστικός διευθυντής του οποίου η θητεία έχει παραταθεί δυνάμει της παραγράφου 5 δεν συμμετέχει σε νέα διαδικασία επιλογής για την ίδια θέση στο τέλος της συνολικής περιόδου.

7.   Ο εκτελεστικός διευθυντής μπορεί να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του μόνο με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου. Στην απόφασή του, το διοικητικό συμβούλιο λαμβάνει υπόψη του την αξιολόγηση των επιδόσεων του εκτελεστικού διευθυντή από την Επιτροπή, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 4.

8.   Οι αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου σχετικά με τον διορισμό, την παράταση της θητείας ή την παύση του εκτελεστικού διευθυντή λαμβάνονται με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών με δικαίωμα ψήφου.

Άρθρο 32

Εθνικοί υπάλληλοι-σύνδεσμοι

1.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει έναν εθνικό υπάλληλο-σύνδεσμο που αποσπάται ως εθνικός εμπειρογνώμονας στην Αρχή για να εργαστεί στην έδρα της, σύμφωνα με το άρθρο 33.

2.   Οι εθνικοί υπάλληλοι-σύνδεσμοι συμβάλλουν στην εκτέλεση των καθηκόντων της Αρχής, μεταξύ άλλων διευκολύνοντας τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών που καθορίζονται στο άρθρο 7, καθώς και την υποστήριξη και τον συντονισμό των επιθεωρήσεων που καθορίζονται στο άρθρο 8. Επιπλέον ενεργούν ως εθνικά σημεία επαφής για ερωτήματα που υποβάλλουν τα κράτη μέλη τους και για ερωτήματα τα οποία σχετίζονται με κράτη μέλη τους, είτε απαντώντας στα εν λόγω ερωτήματα άμεσα είτε μέσω σύνδεσης με τις εθνικές διοικήσεις τους.

3.   Οι εθνικοί υπάλληλοι-σύνδεσμοι έχουν το δικαίωμα να ζητούν και να λαμβάνουν κάθε σχετική πληροφορία από τα κράτη μέλη τους, όπως προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό, σεβόμενοι ταυτόχρονα πλήρως το εθνικό δίκαιο ή πρακτική των κρατών μελών τους, ιδίως όσον αφορά την προστασία των δεδομένων και τους κανόνες περί εμπιστευτικότητας.

Άρθρο 33

Αποσπασμένοι εθνικοί εμπειρογνώμονες και λοιπό προσωπικό

1.   Πέρα από τους εθνικούς υπαλλήλους-συνδέσμους, η Αρχή μπορεί να χρησιμοποιεί, σε οποιοδήποτε τομέα εργασίας της, αποσπασμένους εθνικούς εμπειρογνώμονες ή άλλο προσωπικό που δεν απασχολείται από την Αρχή.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο λαμβάνει απόφαση με την οποία θεσπίζονται κανόνες για την απόσπαση των εθνικών εμπειρογνωμόνων, συμπεριλαμβανομένων των εθνικών υπαλλήλων-συνδέσμων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 34

Προνόμια και ασυλίες

Στην Αρχή και στο προσωπικό της εφαρμόζεται το πρωτόκολλο αριθ. 7 περί προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 35

Γλωσσικό καθεστώς

1.   Η Αρχή υπόκειται στις διατάξεις του κανονισμού αριθ. 1 του Συμβουλίου (30).

2.   Οι μεταφραστικές υπηρεσίες που απαιτούνται για τη λειτουργία της Αρχής παρέχονται από το Μεταφραστικό Κέντρο.

Άρθρο 36

Διαφάνεια, προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και επικοινωνία

1.   Για τα έγγραφα που έχει στην κατοχή της η Αρχή εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001. Το διοικητικό συμβούλιο, εντός έξι μηνών από την ημερομηνία της πρώτης συνεδρίασής του, θεσπίζει τους λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει μέτρα για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725, ιδίως εκείνα που αφορούν τον διορισμό υπευθύνου προστασίας δεδομένων της Αρχής και εκείνα που αφορούν τη νομιμότητα της επεξεργασίας δεδομένων, την ασφάλεια των δραστηριοτήτων επεξεργασίας, την παροχή πληροφοριών και τα δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων.

3.   Η Αρχή μπορεί να αναλαμβάνει δραστηριότητες επικοινωνίας με δική της πρωτοβουλία στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της. Η διάθεση πόρων για δραστηριότητες επικοινωνίας δεν αποβαίνει σε βάρος της αποτελεσματικής άσκησης των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 4. Οι δραστηριότητες επικοινωνίας διεξάγονται σύμφωνα με τα συναφή σχέδια επικοινωνίας και διάδοσης που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό συμβούλιο.

Άρθρο 37

Καταπολέμηση της απάτης

1.   Για τη διευκόλυνση της καταπολέμησης της απάτης, της διαφθοράς και άλλων παράνομων πράξεων δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013, η Αρχή, εντός έξι μηνών από την ημέρα που καταστεί επιχειρησιακή, προσχωρεί στη διοργανική συμφωνία της 25ης Μαΐου 1999 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την OLAF και θεσπίζει τις ενδεδειγμένες διατάξεις που εφαρμόζονται σε όλους τους υπαλλήλους της Αρχής, χρησιμοποιώντας το υπόδειγμα που καθορίζεται στο παράρτημα της εν λόγω συμφωνίας.

2.   Το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει την εξουσία να ελέγχει, βάσει παραστατικών και επιτόπιων ελέγχων, όλους τους δικαιούχους, εργολάβους και υπεργολάβους που έλαβαν ενωσιακά κονδύλια από την Αρχή.

3.   Η OLAF μπορεί να διεξάγει έρευνες, συμπεριλαμβανομένων επιτόπιων ελέγχων και εξακριβώσεων, για τη διαπίστωση τυχόν απάτης, διαφθοράς ή οποιασδήποτε άλλης παράνομης ενέργειας σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης σε σχέση με επιχορήγηση ή σύμβαση χρηματοδοτούμενη από την Αρχή, σύμφωνα με τις διατάξεις και τις διαδικασίες που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 και στον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου (31).

4.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1, 2 και 3, οι συμφωνίες συνεργασίας με τρίτες χώρες και με διεθνείς οργανισμούς, οι συμβάσεις, οι συμφωνίες επιχορήγησης και οι αποφάσεις επιχορήγησης της Αρχής περιέχουν διατάξεις οι οποίες εξουσιοδοτούν ρητά το Ελεγκτικό Συνέδριο και την OLAF να διεξάγουν τους εν λόγω λογιστικούς ελέγχους και έρευνες, σύμφωνα με τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους.

Άρθρο 38

Κανόνες ασφάλειας για την προστασία διαβαθμισμένων και ευαίσθητων μη διαβαθμισμένων πληροφοριών

Η Αρχή θεσπίζει δικούς της κανόνες ασφάλειας που είναι ισοδύναμοι με τους κανόνες ασφάλειας της Επιτροπής για την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΠΕΕ) και των ευαίσθητων μη διαβαθμισμένων πληροφοριών, που καθορίζονται στις αποφάσεις (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/443 (32) και 2015/444 της Επιτροπής (33). Οι κανόνες ασφάλειας της Αρχής καλύπτουν, μεταξύ άλλων, διατάξεις περί ανταλλαγής, επεξεργασίας και αποθήκευσης τέτοιων πληροφοριών.

Άρθρο 39

Ευθύνη

1.   Η συμβατική ευθύνη της Αρχής διέπεται από το εφαρμοστέο στην οικεία σύμβαση δίκαιο.

2.   Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται δυνάμει τυχόν ρήτρας διαιτησίας που περιλαμβάνεται σε σύμβαση που συνάπτει η Αρχή.

3.   Σε περίπτωση μη συμβατικής ευθύνης, η Αρχή αποκαθιστά, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στο δίκαιο των κρατών μελών, οποιαδήποτε ζημία προκαλείται από αυτήν ή από τους υπαλλήλους της κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

4.   Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο για την εκδίκαση διαφορών οι οποίες αφορούν την αποκατάσταση των ζημιών όπως αναφέρεται στην παράγραφο 3.

5.   Η προσωπική ευθύνη των μελών του προσωπικού έναντι της Αρχής διέπεται από τις διατάξεις του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του καθεστώτος του λοιπού προσωπικού.

Άρθρο 40

Αξιολόγηση και αναθεώρηση

1.   Έως την 1η Αυγούστου 2024 και στη συνέχεια ανά πενταετία, η Επιτροπή αξιολογεί την επίδοση της Αρχής σε σχέση με τους στόχους, την εντολή και τα καθήκοντά της. Η αξιολόγηση εξετάζει, ιδίως, την πείρα που αποκτήθηκε από τη διαδικασία διαμεσολάβησης σύμφωνα με το άρθρο 13. Εξετάζει επίσης την ενδεχόμενη ανάγκη τροποποίησης της εντολής της Αρχής και του πεδίου των δραστηριοτήτων της, συμπεριλαμβανομένης της επέκτασης του πεδίου ώστε να καλύψει ειδικές ανά τομέα ανάγκες, καθώς και τις δημοσιονομικές επιπτώσεις μιας τέτοιας τυχόν τροποποίησης, λαμβάνοντας επίσης υπόψη το έργο που έχουν επιτελέσει οι οργανισμοί της Ένωσης στους εν λόγω τομείς. Η αξιολόγηση διερευνά επίσης περαιτέρω συνέργειες και τον συντονισμό με οργανισμούς στον τομέα της απασχόλησης και της κοινωνικής πολιτικής. Βάσει της αξιολόγησης, η Επιτροπή δύναται, κατά περίπτωση, να υποβάλει νομοθετικές προτάσεις για την αναθεώρηση του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

2.   Σε περίπτωση που η Επιτροπή κρίνει ότι η συνέχιση της ύπαρξης της Αρχής δεν δικαιολογείται πλέον σε σχέση με τους στόχους, την εντολή και τα καθήκοντά της, μπορεί να εισηγηθεί τροποποίηση του παρόντος κανονισμού ή κατάργησή του αναλόγως.

3.   Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στο διοικητικό συμβούλιο σχετικά με τα πορίσματα της αξιολόγησης. Τα πορίσματα της αξιολόγησης δημοσιοποιούνται.

Άρθρο 41

Διοικητικές έρευνες

Οι δραστηριότητες της Αρχής υπόκεινται στις έρευνες του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή σύμφωνα με το άρθρο 228 ΣΛΕΕ.

Άρθρο 42

Συνεργασία με τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς

1.   Στον βαθμό που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των στόχων που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό και με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, η Αρχή δύναται να συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών και με διεθνείς οργανισμούς.

Για τον σκοπό αυτόν, η Αρχή δύναται, μετά από άδεια του διοικητικού συμβουλίου και κατόπιν έγκρισης της Επιτροπής, να αναπτύσσει ρυθμίσεις εργασίας με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών και με διεθνείς οργανισμούς. Οι εν λόγω ρυθμίσεις δεν δημιουργούν έννομες υποχρεώσεις για την Ένωση ή τα κράτη μέλη.

2.   Η Αρχή είναι ανοικτή στη συμμετοχή τρίτων χωρών οι οποίες έχουν συνάψει σχετικές συμφωνίες με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις των συμφωνιών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, θεσπίζονται ρυθμίσεις που ορίζουν, κυρίως, τη φύση, την έκταση και τον τρόπο συμμετοχής των ενδιαφερόμενων τρίτων χωρών στο έργο της Αρχής, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων σχετικών με τη συμμετοχή στις πρωτοβουλίες που υλοποιεί η Αρχή, την οικονομική συνεισφορά και το προσωπικό. Στα ζητήματα προσωπικού, οι εν λόγω ρυθμίσεις τηρούν πάντοτε τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης και το καθεστώς του λοιπού προσωπικού.

3.   Η Επιτροπή διασφαλίζει ότι η Αρχή λειτουργεί εντός των ορίων της εντολής της και του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου, μέσω της σύναψης κατάλληλης ρύθμισης συνεργασίας με τον εκτελεστικό διευθυντή της Αρχής.

Άρθρο 43

Συμφωνία σχετικά με την έδρα και όροι λειτουργίας

1.   Οι απαραίτητες ρυθμίσεις για τις εγκαταστάσεις στις οποίες θα φιλοξενηθεί η Αρχή στο κράτος μέλος υποδοχής, παράλληλα με τους ειδικούς κανόνες που θα εφαρμόζονται στο κράτος μέλος υποδοχής για τον εκτελεστικό διευθυντή, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, το προσωπικό και τα μέλη των οικογενειών τους, ορίζονται σε συμφωνία για την έδρα της Αρχής η οποία συνάπτεται μεταξύ της Αρχής και του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η έδρα, μόλις ληφθεί η έγκριση του διοικητικού συμβουλίου και το αργότερο μέχρι την 1η Αυγούστου 2021.

2.   Το κράτος μέλος υποδοχής της Αρχής προσφέρει τους καλύτερους δυνατούς όρους για να διασφαλίσει την ομαλή και αποδοτική λειτουργία της Αρχής, συμπεριλαμβανομένης της παροχής πολύγλωσσης σχολικής εκπαίδευσης με ευρωπαϊκό προσανατολισμό και κατάλληλων συγκοινωνιακών συνδέσεων.

Άρθρο 44

Έναρξη δραστηριοτήτων της Αρχής

1.   Η Αρχή καθίσταται επιχειρησιακή με την ικανότητα εκτέλεσης του προϋπολογισμού της έως την 1η Αυγούστου 2021.

2.   Η Επιτροπή είναι υπεύθυνη για την εγκατάσταση και την αρχική λειτουργία της Αρχής, έως ότου η Αρχή καταστεί επιχειρησιακή. Για τον σκοπό αυτό:

α)

έως ότου αναλάβει ο εκτελεστικός διευθυντής τα καθήκοντά του, έπειτα από τον διορισμό του από το διοικητικό συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 31, η Επιτροπή μπορεί να ορίσει υπάλληλο της Επιτροπής για να ενεργεί ως προσωρινός εκτελεστικός διευθυντής, ασκώντας τα καθήκοντα του εκτελεστικού διευθυντή,

β)

κατά παρέκκλιση από το άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχείο ια) και έως την έκδοση της απόφασης που αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 2, ο προσωρινός εκτελεστικός διευθυντής ασκεί εξουσία αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής,

γ)

η Επιτροπή μπορεί να προσφέρει βοήθεια στην Αρχή, ιδίως με την απόσπαση υπαλλήλων της Επιτροπής για την εκτέλεση των δραστηριοτήτων της Αρχής υπό την ευθύνη του προσωρινού εκτελεστικού διευθυντή ή του εκτελεστικού διευθυντή,

δ)

ο προσωρινός εκτελεστικός διευθυντής μπορεί να εγκρίνει όλες τις πληρωμές που καλύπτονται από τις πιστώσεις που προβλέπονται στον προϋπολογισμό της Αρχής, μετά την έγκρισή τους από το διοικητικό συμβούλιο, και μπορεί να συνάπτει συμβάσεις, περιλαμβανομένων των συμβάσεων για την πρόσληψη προσωπικού, έπειτα από την έγκριση του πίνακα προσωπικού της Αρχής.

Άρθρο 45

Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 883/2004 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 1, παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ιδα)   “Ευρωπαϊκή Αρχή Εργασίας”: ο οργανισμός που θεσπίστηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/1149 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*1) και αναφέρεται στο άρθρο 74α.

(*1)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/1149 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αρχής Εργασίας, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 883/2004, (ΕΕ) αριθ. 492/2011 και (ΕΕ) 2016/589 και την κατάργηση της απόφασης (ΕΕ) 2016/344 (ΕΕ L 186 της 11.7.2019, σ. 21).»."

2)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 74α

Ευρωπαϊκή Αρχή Εργασίας

1.   Με την επιφύλαξη των καθηκόντων και δραστηριοτήτων της Διοικητικής Επιτροπής η Ευρωπαϊκή Αρχή Εργασίας υποστηρίζει την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με τα καθήκοντά της που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2019/1149. Η Διοικητική Επιτροπή συνεργάζεται με την Ευρωπαϊκή Αρχή Εργασίας με σκοπό το συντονισμό των δραστηριοτήτων με κοινή συμφωνία και την αποφυγή τυχόν επικαλύψεων. Προς τούτο, συνάπτει συμφωνία συνεργασίας με την Ευρωπαϊκή Αρχή Εργασίας.

2.   Η Διοικητική Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από την Ευρωπαϊκή Αρχή Εργασίας να παραπέμψει ένα θέμα σχετικά με την κοινωνική ασφάλεια σε διαμεσολάβηση, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 11 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1149.».

Άρθρο 46

Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 492/2011

.

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 492/2011 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 26, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Η Ευρωπαϊκή Αρχή Εργασίας που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/1149 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*2) συμμετέχει στις συνεδριάσεις της συμβουλευτικής επιτροπής ως παρατηρητής, προσφέροντας τεχνικές πληροφορίες και εμπειρογνωσία όπου χρειάζεται.

(*2)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/1149 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αρχής Εργασίας, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 883/2004, (ΕΕ) αριθ. 492/2011 και (ΕΕ) 2016/589 και την κατάργηση της απόφασης (ΕΕ) 2016/344 (ΕΕ L 186 της 11.7.2019, σ. 21).»."

2)

Τα άρθρα 29 έως 34 απαλείφονται με ισχύ από την ημερομηνία κατά την οποία η Αρχή καθίσταται επιχειρησιακή σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού.

3)

Το άρθρο 35 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 35

Ο ισχύων κατά την 8η Νοεμβρίου 1968 εσωτερικός κανονισμός της συμβουλευτικής επιτροπής εξακολουθεί να εφαρμόζεται.».

4)

Το άρθρο 39 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 39

Οι δαπάνες διοικητικής λειτουργίας της συμβουλευτικής επιτροπής εγγράφονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο τμήμα που αναφέρεται στην Επιτροπή.»

Άρθρο 47

Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΕ) 2016/589

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/589 τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

την οργάνωση του δικτύου EURES στο πλαίσιο του οποίου συνεργάζονται η Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Αρχή Εργασίας και τα κράτη μέλη·»·

β)

το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

τη συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Αρχής Εργασίας και των κρατών μελών σχετικά με την ανταλλαγή διαθέσιμων συναφών δεδομένων για κενές θέσεις, αιτήσεις εργασίας και βιογραφικά σημειώματα·»·

γ)

το στοιχείο στ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«στ)

την προώθηση του δικτύου EURES σε ενωσιακό επίπεδο μέσω αποτελεσματικών μέτρων επικοινωνίας που λαμβάνονται από την Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Αρχή Εργασίας και τα κράτη μέλη.».

2)

Στο άρθρο 3, προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«8)   “Ευρωπαϊκή Αρχή Εργασίας”: ο οργανισμός που ιδρύθηκε σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/1149 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*3)·

(*3)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/1149 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αρχής Εργασίας, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 883/2004, (ΕΕ) αριθ. 492/2011 και (ΕΕ) 2016/589 και την κατάργηση της απόφασης (ΕΕ) 2016/344 (ΕΕ L 186 της 11.7.2019, σ. 21).»."

3)

Στο άρθρο 4, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Διασφαλίζεται η δυνατότητα πρόσβασης των ατόμων με αναπηρία στις πληροφορίες που παρέχονται διά της διαδικτυακής πύλης EURES και στις υπηρεσίες υποστήριξης που διατίθενται σε εθνικό επίπεδο. Η Επιτροπή, το ευρωπαϊκό γραφείο συντονισμού και τα μέλη και οι εταίροι του EURES προσδιορίζουν τα μέσα για τη διασφάλιση αυτού όσον αφορά τις αντίστοιχες υποχρεώσεις τους.».

4)

Το άρθρο 7 παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

το ευρωπαϊκό γραφείο συντονισμού, που ιδρύεται στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Αρχής Εργασίας και είναι υπεύθυνο να βοηθά το δίκτυο EURES στην υλοποίηση των δραστηριοτήτων του·»·

β)

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ε)

η Επιτροπή.».

5)

Το άρθρο 8 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Το ευρωπαϊκό γραφείο συντονισμού επικουρεί το δίκτυο EURES στην άσκηση των δραστηριοτήτων του, ιδίως αναπτύσσοντας και διεξάγοντας, σε στενή συνεργασία με τα ΕΓΣ και την Επιτροπή, τις ακόλουθες δραστηριότητες:»·

ii)

στο στοιχείο α), το σημείο i) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«i)

με την ιδιότητα του ιδιοκτήτη του συστήματος της διαδικτυακής πύλης EURES και συναφών υπηρεσιών ΤΠ, του καθορισμού των αναγκών των χρηστών και των απαιτήσεων των επιχειρήσεων που πρέπει να διαβιβάζονται στην Επιτροπή για τη λειτουργία και ανάπτυξη της διαδικτυακής πύλης, συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων και διαδικασιών της για την ανταλλαγή κενών θέσεων, αιτήσεων εργασίας, βιογραφικών σημειωμάτων και δικαιολογητικών, καθώς και άλλων πληροφοριών, σε συνεργασία με άλλες σχετικές ενημερωτικές και συμβουλευτικές υπηρεσίες ή δίκτυα και πρωτοβουλίες της Ένωσης·»·

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Το ευρωπαϊκό γραφείο συντονισμού τελεί υπό τη διαχείριση της Ευρωπαϊκής Αρχής Εργασίας. Το ευρωπαϊκό γραφείο συντονισμού καθιερώνει τακτικό διάλογο με τους εκπροσώπους των κοινωνικών εταίρων σε ενωσιακό επίπεδο.»·

γ)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Το ευρωπαϊκό γραφείο συντονισμού, μετά από διαβούλευση με την ομάδα συντονισμού που αναφέρεται στο άρθρο 14 και με την Επιτροπή, καταρτίζει τα πολυετή προγράμματα εργασίας του.».

6)

Στο άρθρο 9 παράγραφος 2, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

συνεργασία με την Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Αρχή Εργασίας και τα κράτη μέλη για την αντιστάθμιση προσφοράς και ζήτησης εργασίας εντός του πλαισίου που καθορίζεται στο κεφάλαιο ΙΙΙ·».

7)

Στο άρθρο 14, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η ομάδα συντονισμού απαρτίζεται από αντιπροσώπους, στο κατάλληλο επίπεδο, της Επιτροπής, του ευρωπαϊκού γραφείου συντονισμού και των ΕΓΣ.».

8)

Στο άρθρο 16, η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Τα κράτη μέλη εξετάζουν μαζί με την Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Γραφείο Συντονισμού κάθε δυνατότητα να δίνεται προτεραιότητα σε πολίτες της Ένωσης κατά την πλήρωση κενών θέσεων εργασίας, ώστε να εξισορροπηθεί η προσφορά και ζήτηση εργασίας εντός της Ένωσης. Τα κράτη μέλη δύνανται να λαμβάνουν τα αναγκαία προς τούτο μέτρα.».

9)

Στο άρθρο 19, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη συνεργάζονται μεταξύ τους, με την Επιτροπή και με το Ευρωπαϊκό Γραφείο Συντονισμού σε ό,τι αφορά τη διαλειτουργικότητα ανάμεσα στα εθνικά συστήματα και την ευρωπαϊκή ταξινόμηση που αναπτύσσει η Επιτροπή. Η Επιτροπή τηρεί ενήμερα τα κράτη μέλη ως προς την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής ταξινόμησης.».

10)

Το άρθρο 29 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 29

Ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τις ροές και τα πρότυπα

Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη παρακολουθούν και δημοσιοποιούν τις ροές και τα πρότυπα της εργασιακής κινητικότητας στο εσωτερικό της Ένωσης, με βάση τις εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Αρχής Εργασίας, χρησιμοποιώντας στατιστικά στοιχεία της Eurostat και διαθέσιμα εθνικά δεδομένα.».

Άρθρο 48

Κατάργηση

Η απόφαση (ΕΕ) 2016/344 καταργείται από την ημερομηνία κατά την οποία η Αρχή καθίσταται επιχειρησιακή σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού.

Οι παραπομπές στην καταργούμενη απόφαση νοούνται ως παραπομπές στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 49

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 20 Ιουνίου 2019.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

G. CIAMBA


(1)  ΕΕ C 440 της 6.12.2018, σ. 128.

(2)  ΕΕ C 461 της 21.12.2018, σ. 16.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Απριλίου 2019 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2019.

(4)  Οδηγία 2014/67/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για την εφαρμογή της οδηγίας 96/71/ΕΚ σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2012 σχετικά με τη διοικητική συνεργασία μέσω του Συστήματος Πληροφόρησης για την εσωτερική αγορά («κανονισμός ΙΜΙ») (ΕΕ L 159 της 28.5.2014, σ. 11).

(5)  Οδηγία 2014/54/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί μέτρων που διευκολύνουν την άσκηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων (ΕΕ L 128 της 30.4.2014, σ. 8).

(6)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ L 166 της 30.4.2004, σ. 1).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1724 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 2ας Οκτωβρίου 2018 για τη δημιουργία ενιαίας ψηφιακής θύρας με σκοπό την παροχή πρόσβασης σε πληροφορίες, σε διαδικασίες και σε υπηρεσίες υποστήριξης και επίλυσης προβλημάτων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2012 (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 1).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/589 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Απριλίου 2016, για το ευρωπαϊκό δίκτυο υπηρεσιών απασχόλησης (EURES), την πρόσβαση των εργαζομένων σε υπηρεσίες κινητικότητας και την περαιτέρω ενοποίηση των αγορών εργασίας και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 492/2011 και (ΕΕ) αριθ. 1296/2013 (ΕΕ L 107 της 22.4.2016, σ. 1).

(9)  Απόφαση (ΕΕ) 2016/344 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, περί δημιουργίας ευρωπαϊκής πλατφόρμας με σκοπό την ενίσχυση της συνεργασίας προς την αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας (ΕΕ L 65 της 11.3.2016, σ. 12).

(10)  Απόφαση (ΕΕ) 2015/2240 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, για τη θέσπιση προγράμματος σχετικά με λύσεις και κοινά πλαίσια διαλειτουργικότητας για τις ευρωπαϊκές δημόσιες διοικήσεις, τις επιχειρήσεις και τους πολίτες (πρόγραμμα ISA2) ως μέσο εκσυγχρονισμού του δημόσιου τομέα (ΕΕ L 318 της 4.12.2015, σ. 1).

(11)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/2102 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2016, για την προσβασιμότητα των ιστοτόπων και των εφαρμογών για φορητές συσκευές των οργανισμών του δημόσιου τομέα (EE L 327 της 2.12.2016, σ. 1).

(12)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης (ΕΕ L 141 της 27.5.2011, σ. 1).

(13)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).

(14)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).

(15)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43).

(16)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ L 248 της 18.9.2013, σ. 1).

(17)  ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1.

(18)  Απόφαση 2009/17/ΕΚ της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με την ίδρυση επιτροπής εμπειρογνωμόνων για την απόσπαση εργαζομένων (ΕΕ L 8 της 13.1.2009, σ. 26).

(19)  Οδηγία 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών (ΕΕ L 18 της 21.1.1997, σ. 1).

(20)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ L 284 της 30.10.2009, σ. 1).

(21)  Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ L 149 της 5.7.1971, σ. 2).

(22)  Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ L 74 της 27.3.1972, σ. 1).

(23)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1231/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για την επέκταση της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι δεν διέπονται ήδη από τους κανονισμούς αυτούς μόνον λόγω της ιθαγένειάς τους (ΕΕ L 344 της 29.12.2010, σ. 1).

(24)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 859/2003 του Συμβουλίου, της 14ης Μαΐου 2003, για την επέκταση των διατάξεων του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 και του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι δεν καλύπτονται ήδη από τις διατάξεις αυτές μόνον λόγω της ιθαγένειάς τους (ΕΕ L 124 της 20.5.2003, σ. 1).

(25)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 561/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για την εναρμόνιση ορισμένων κοινωνικών διατάξεων στον τομέα των οδικών μεταφορών και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85 και (ΕΚ) αριθ. 2135/98 του Συμβουλίου καθώς και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85 του Συμβουλίου (ΕΕ L 102 της 11.4.2006, σ. 1).

(26)  Οδηγία 2006/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για καθορισμό ελάχιστων προϋποθέσεων για την εφαρμογή των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85 και (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85 του Συμβουλίου σχετικά με την κοινωνική νομοθεσία όσον αφορά δραστηριότητες οδικών μεταφορών και για την κατάργηση της οδηγίας 88/599/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 102 της 11.4.2006, σ. 35).

(27)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1071/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τη θέσπιση κοινών κανόνων όσον αφορά τους όρους που πρέπει να πληρούνται για την άσκηση του επαγγέλματος του οδικού μεταφορέα και για την κατάργηση της οδηγίας 96/26/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 300 της 14.11.2009, σ. 51).

(28)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1271/2013 της Επιτροπής, της 30ής Σεπτεμβρίου 2013, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού-πλαισίου για τους οργανισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 208 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 328 της 7.12.2013, σ. 42).

(29)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1296/2013, (ΕΕ) αριθ. 1301/2013, (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, (ΕΕ) αριθ. 1304/2013, (ΕΕ) αριθ. 1309/2013, (ΕΕ) αριθ. 1316/2013, (ΕΕ) αριθ. 223/2014, (ΕΕ) αριθ. 283/2014 και της απόφασης αριθ. 541/2014/ΕΕ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 (ΕΕ L 193 της 30.7.2018, σ. 1).

(30)  Κανονισμός αριθ. 1, της 15ης Απριλίου 1958, περί του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ 17 της 6.10.1958, σ. 385).

(31)  Κανονισμός (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου, της 11ης Νοεμβρίου 1996, σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες (ΕΕ L 292 της 15.11.1996, σ. 2).

(32)  Απόφαση (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/443 της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 2015, σχετικά με την ασφάλεια στην Επιτροπή (ΕΕ L 72 της 17.3.2015, σ. 41).

(33)  Απόφαση (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/444 της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 2015, σχετικά με τους κανόνες ασφαλείας για την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών της ΕΕ (ΕΕ L 72 της 17.3.2015, σ. 53).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΠΛΑΤΦΟΡΜΑΣ ΠΟΥ ΣΥΣΤΑΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 16 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για την υποστήριξη των στόχων της Αρχής όσον αφορά την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας, η πλατφόρμα επιδιώκει ιδίως:

1)

τη βελτίωση των γνώσεων σχετικά με την αδήλωτη εργασία, συμπεριλαμβανομένων των αιτίων, των περιφερειακών διαφορών και των διασυνοριακών πτυχών τους, μέσω κοινών ορισμών και κοινών εννοιών, τεκμηριωμένων εργαλείων μέτρησης και προώθησης της συγκριτικής ανάλυσης· την ανάπτυξη της αμοιβαίας κατανόησης των διάφορων συστημάτων και πρακτικών για την αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας και την ανάλυση της αποτελεσματικότητας των μέτρων πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων των προληπτικών μέτρων και των κυρώσεων,

2)

τη διευκόλυνση και την αξιολόγηση των διάφορων μορφών συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών και, κατά περίπτωση, τρίτων χωρών, όπως η ανταλλαγή προσωπικού, η χρήση βάσεων δεδομένων, οι κοινές δραστηριότητες και τα κοινά προγράμματα κατάρτισης, και τη δημιουργία ενός συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών για τη διοικητική συνεργασία με τη χρήση ειδικής ενότητας για την αδήλωτη εργασία στο πλαίσιο του συστήματος ΙΜΙ,

3)

τη δημιουργία εργαλείων, π.χ. τράπεζας γνώσεων, για αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών και εμπειριών, καθώς και την ανάπτυξη κατευθυντήριων γραμμών για την επιβολή της νομοθεσίας, εγχειριδίων ορθής πρακτικής, κοινών αρχών για τις επιθεωρήσεις με στόχο την αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας και κοινών δραστηριοτήτων, όπως ευρωπαϊκές εκστρατείες· την αξιολόγηση των εμπειριών από τα εργαλεία αυτά,

4)

την ανάπτυξη προγράμματος ομαδικής μάθησης για τον εντοπισμό ορθών πρακτικών σε όλους τους σχετικούς τομείς για την αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας και τη διοργάνωση αξιολογήσεων από ομοτίμους για την παρακολούθηση της προόδου όσον αφορά την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας στα κράτη μέλη που επιλέγουν να συμμετάσχουν στις εν λόγω αξιολογήσεις,

5)

την ανταλλαγή εμπειριών των εθνικών αρχών στο πλαίσιο της εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου για την αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας.


Top