Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 21994D0806(03)

    Απόφαση αριθ. 1/94 της Μεικτής Επιτροπής ΕΚ- Ισλανδίας της 8ης Μαρτίου 1994 για την τροποποίηση του πρωτοκόλλου αριθ. 3 της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Ισλανδίας, περί του ορισμού της έννοιας «προϊόντα καταγωγής» ή «καταγόμενα προϊόντα» και των μεθόδων διοικητικής συνεργασίας

    ΕΕ L 204 της 6.8.1994, p. 62–89 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT)

    Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 31/12/1996

    ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/1994/496/oj

    21994D0806(03)

    Απόφαση αριθ. 1/94 της Μεικτής Επιτροπής ΕΚ- Ισλανδίας της 8ης Μαρτίου 1994 για την τροποποίηση του πρωτοκόλλου αριθ. 3 της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Ισλανδίας, περί του ορισμού της έννοιας «προϊόντα καταγωγής» ή «καταγόμενα προϊόντα» και των μεθόδων διοικητικής συνεργασίας

    Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 204 της 06/08/1994 σ. 0062 - 0089


    ΑΠΟΦΑΣΗ αριθ. 1/94 ΤΗΣ ΜΕΙΚΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚ-ΙΣΛΑΝΔΙΑΣ της 8ης Μαρτίου 1994 για την τροποποίηση του πρωτοκόλλου αριθ. 3 της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Ισλανδίας, περί του ορισμού της εννοίας «προϊόντα καταγωγής» ή «καταγόμενα προϊόντα» και των μεθόδων διοικητικής συνεργασίας (94/496/ΕΚ)

    Η ΜΕΙΚΤΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Ισλανδίας (1), η οποία εφεξής αποκαλείται «συμφωνία ΕΟΚ-Ισλανδίας», που υπεγράφη στις Βρυξέλλες στις 22 Ιουλίου 1972,

    το πρωτόκολλο αριθ. 3 περί του ορισμού της εννοίας «προϊόντα καταγωγής» ή «καταγόμενα προϊόντα» και των μεθόδων διοικητικής συνεργασίας, που καλείται στο εξής «πρωτόκολλο αριθ. 3», και ιδίως το άρθρο 28,

    Εκτιμώντας:

    ότι οι κανόνες καταγωγής που περιλαμβάνονται στο πρωτόκολλο αριθ. 3 βασίζονται στη διαγώνια σώρευση της καταγωγής μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών και της Αυστρίας, της Φινλανδίας, της Νορβηγίας, της Σουηδίας και της Ελβετίας 7 ότι οι ανωτέρω διατάξεις σχετικά με τη σώρευση μπορούν να επηρεαστούν από την έναρξη ισχύος της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, που καλείται στο εξής «ΕΟΧ», επειδή οι κανόνες καταγωγής που περιλαμβάνονται στην εν λόγω συμφωνία βασίζονται στην πλήρη σώρευση των παραγωγικών διαδικασίων εντός του ΕΟΧ, πράγμα που κατέληξε στον ορισμό μιας και μόνον εννοίας «καταγωγής ΕΟΧ» 7 ότι, κατά συνέπεια, απαιτείται να τροποποιηθούν τα κριτήρια καταγωγής, ώστε να διασφαλιστεί η διατήρηση των υφιστάμενων διατάξεων σχετικά με τη σώρευση 7 ότι η έναρξη ισχύος της συμφωνίας για τον ΕΟΧ είναι δυνατόν να επηρεάσει τις διατάξεις σχετικά με τις άμεσες εμπορευματικές συναλλαγές 7 ότι είναι λοιπόν απαραίτητο να τροποποιηθούν οι κανόνες καταγωγής προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι συναλλαγές τόσο μεταξύ των συμβαλλομένων μερών όσο και μεταξύ των συμβαλλομένων μερών και της Αυστρίας, της Φινλανδίας, της Νορβηγίας, της Σουηδίας και της Ελβετίας δεν θα επηρεαστούν αρνητικά 7 ότι οι κανόνες καταγωγής αναφέρουν τις επεξεργασίες ή τις μεταποιήσεις που πρέπει να διενεργηθούν σε ένα ή περισσότερα εδάφη των συμβαλλομένων μερών και της Αυστρίας, της Φινλανδίας, της Νορβηγίας, της Σουηδίας και της Ελβετίας, ώστε τα προϊόντα να θεωρηθούν καταγόμενα, κατά την έννοια της συμφωνίας ΕΟΚ-Ισλανδίας 7 ότι, προς διευκόλυνση των συναλλαγών, κρίνεται σκόπιμο να θεσπιστεί παρέκκλιση από τις εν λόγω διατάξεις για ορισμένες ύλες, η αξία των οποίων δεν υπερβαίνει το 10 % της τιμής εκ του εργοστασίου του συγκεκριμένου προϊόντος 7 ότι οι κανόνες καταγωγής βασίζονται στην αρχή της εδαφικότητας, η οποία απαιτεί οι όροι για την απόκτηση του χαρακτήρα καταγωγής να πληρούνται χωρίς διακοπή σε ένα ή περισσότερα εδάφη των συμβαλλομένων μερών και της Αυστρίας, της Φινλανδίας, της Νορβηγίας, της Σουηδίας και της Ελβετίας 7 ότι, για τη διευκόλυνση των συναλλαγών, φαίνεται σκόπιμο να θεσπιστεί περιορισμένη παρέκκλιση από την αρχή της εδαφικότητας, υπό τον όρο ότι η συνολική προστιθέμενη αξία με τις εργασίες αυτές δεν υπερβαίνει το 10 % της τιμής εκ του εργοστασίου των συγκεκριμένων προϊόντων 7 ότι οι ισοτιμίες της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Μονάδας έναντι ορισμένων εθνικών νομισμάτων την 1η Οκτωβρίου 1992 ήταν κατώτερες από τις αντίστοιχες ισοτιμίες την 1η Οκτωβρίου 1990 7 ότι, λόγω της αυτόματης αλλαγής της ημερομηνίας που λαμβάνεται ως βάση και η οποία προβλέπεται στο πρωτόκολλο, μπορεί να προκύψει, κατά τη μετατροπή στα εν λόγω εθνικά νομίσματα, μείωση των πραγματικών ορίων για την εφαρμογή των απλουστευμένων εγγράφων αποδείξεων 7 ότι, προς αποφυγή ενός τέτοιου αποτελέσματος, κρίνεται σκόπιμο να αυξηθούν τα όρια, τα οποία εκφράζονται σε Ευρωπαϊκές Νομισματικές Μονάδες 7 ότι οι διατάξεις της συμφωνίας του ΕΟΧ υπερισχύουν των διατάξεων της συμφωνίας ΕΟΚ-Ισλανδίας στο βαθμό που αφορούν το ίδιο θέμα και, ως εκ τούτου, δεν απαιτείται η θέσπιση ιδιαίτερων κανόνων για τα προϊόντα που δεν καλύπτονται από το πρωτόκολλο αριθ. 2 της συμφωνίας ΕΟΚ-Ισλανδίας και για τα προϊόντα που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας για τον ΕΟΧ και απαριθμούνται στο πρωτόκολλο 2 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, όσον αφορά τις επεξεργασίες ή μεταποιήσεις που πρέπει να διενεργηθούν σε μη καταγόμενες ύλες, ώστε το παραγόμενο προϊόν να μπορέσει να λάβει τον χαρακτήρα καταγωγής 7 ότι φαίνεται σκόπιμο να τροποποιηθούν αναλόγως οι κανόνες 7 ότι, επόμενως, είναι σκόπιμο για την ορθή λειτουργία της συμφωνίας ΕΟΚ-Ισλανδίας, να ενσωματωθούν σε ένα ενιαίο κείμενο όλες οι σχετικές διατάξεις, ούτως ώστε να διευκολυνθεί η εργασία των χρήστων και των τελωνειακών υπηρεσιών,

    ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

    Άρθρο 1

    Το πρωτόκολλο αριθ. 3 της συμφωνίας ΕΟΚ-Ισλανδίας αντικαθίσταται από το κείμενο που επισυνάπτεται.

    Άρθρο 2

    Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει από την ημερομηνία της εγκρίσεώς της.

    Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 1994.

    Βρυξέλλες, 8 Μαρτίου 1994.

    Για τη Μεικτή Επιτροπή Ο Πρόεδρος N. Van Der PAS

    (1) ΕΕ αριθ. L 301 της 31. 12. 1972, σ. 2.

    ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ αριθ. 3 περί του ορισμού της έννοιας «καταγόμενα προϊόντα» ή «προϊόντα καταγωγής» και των μεθόδων διοικητικής συνεργασίας

    ΤΙΤΛΟΣ I ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

    Άρθρο 1

    Ορισμοί Για τους σκοπούς του παρόντος πρωτοκόλλου, νοούνται ως:

    α) «κατασκευή ή παρασκευή»: κάθε μορφή επεξεργασίας ή μεταποίησης, συμπεριλαμβανομένης της συναρμολόγησης ή ακόμη και ειδικών εργασίων 7 β) «ύλη»: όλες οι μορφές συστατικών, πρώτων υλών, συνθετικών στοιχείων μερών κ.λπ., που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή του προϊόντος 7 γ) «προϊόν»: το προϊόν που έχει κατασκευαστεί, ακόμη και αν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί αργότερα σε άλλη κατασκευαστική εργασία 7 δ) «εμπορεύματα»: τόσο οι ύλες όσο και τα προϊόντα 7 ε) «δασμολογητέα αξία»: η αξία που προσδιορίζεται με βάση τη συμφωνία περί της εφαρμογής του άρθρου VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου, που συνήφθη στη Γενεύη στις 12 Απριλίου 1979 7 ζ) «τιμή εκ του εργοστασίου»: η εργοστασιακή τιμή που καταβάλλεται για το προϊόν στον κατασκευαστή σε ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη, στην επιχείρηση του οποίου διενεργήθηκε η τελευταία επεξεργασία ή μεταποίηση (ή στο πρόσωπο, σε ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη, το οποίο φρόντισε ώστε η τελευταία επεξεργασία ή μεταποίηση να πραγματοποιηθεί εκτός αυτού του συμβαλλομένου μέρους), υπό τον όρο ότι η τιμή περιλαμβάνει την αξία όλων των υλών που χρησιμοποιήθηκαν, αφού αφαιρεθούν όλοι οι εσωτερικοί φόροι οι οποίοι επεστράφησαν, ή είναι δυνατόν να επιστραφούν, κατά την εξαγωγή του παραχθέντος προϊόντος 7 η) «αξία υλών»: η δασμολογητέα αξία κατά τη στιγμή εισαγωγής των μη καταγόμενων υλών που χρησιμοποιήθηκαν ή, εάν αυτή δεν είναι γνωστή και δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί, η πρώτη επιβεβαιώσιμη τιμή που καταβλήθηκε για τις ύλες αυτές στο οικείο συμβαλλόμενο μέρος 7 θ) «αξία καταγόμενων υλών»: η αξία υλών παρόμοιων με εκείνες που περιγράφονται στο στοιχείο η), η οποία εφαρμόζεται mutatis mutandis 7 ι) «κεφάλαια» και «κλάσεις»: τα κεφάλαια και οι κλάσεις (τετραψήφιοι κωδικοί) που χρησιμοποιούνται στην ονοματολογία, η οποία αποτελεί το εναρμονισμένο σύστημα για την περιγραφή και την κωδικοποίηση των εμπορευμάτων, που αναφέρεται στο παρόν πρωτόκολλο ως «εναρμονισμένο σύστημα» ή «ΕΣ» 7 κ) «υπαγόμενος»: όρος που αναφέρεται στην κατάταξη προϊόντος ή ύλης σε μία συγκεκριμένη κλάση 7 λ) «αποστολή εμπορευμάτων»: τα προϊόντα που είτε αποστέλλονται ταυτόχρονα από κάποιον εξαγωγέα σε κάποιον παραλήπτη ή καλύπτονται από ένα μόνον έγγραφο μεταφοράς, το οποίο καλύπτει τη μεταφορά τους από τον εξαγωγέα στον παραλήπτη ή, όταν δεν υπάρχει τέτοιο έγγραφο, από ένα μόνο τιμολόγιο 7 μ) «ΕΟΧ»: ο Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος 7 ν) «εδάφη»: περιλαμβάνει και τα χωρικά ύδατα.

    ΤΙΤΛΟΣ II ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ «ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ» Ή «ΚΑΤΑΓΟΜΕΝΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ»

    Άρθρο 2

    Κριτήρια καταγωγής 1. Για τους σκοπούς της εφαρμογής της συμφωνίας, τα ακόλουθα προϊόντα θεωρούνται ως:

    1. Προϊόντα καταγωγής Κοινότητας:

    α) προϊόντα που έχουν ληφθεί πλήρως στην Κοινότητα κατά την έννοια του άρθρου 3 του παρόντος πρωτοκόλλου 7 β) προϊόντα που έχουν ληφθεί στην Κοινότητα και ενσωματώνουν ύλες που δεν έχουν ληφθεί εξ ολοκλήρου σ' αυτήν, υπό την προϋπόθεση ότι:

    i) αυτές οι ύλες έχουν υποστεί επαρκείς επεξεργασίες ή μεταποιήσεις εντός της Κοινότητας κατά την έννοια του άρθρου 4 του παρόντος πρωτοκόλλου ή ότι ii) αυτές οι ύλες κατάγονται από την Ισλανδία κατά την έννοια του παρόντος πρωτοκόλλου, ή από την Αυστρία, τη Φινλανδία, τη Νορβηγία, την Ελβετία ή τη Σουηδία, σύμφωνα με τις διατάξεις του πρωτοκόλλου αριθ. 3 που προσαρτάται στη συμφωνία μεταξύ της Κοινότητας και καθεμιάς από τις χώρες αυτές και εφόσον οι εν λόγω διατάξεις είναι πανομοιότυπες με αυτές που περιέχονται στο παρόν πρωτόκολλο.

    2. Προϊόντα καταγωγής Ισλανδίας:

    α) προϊόντα που έχουν ληφθεί πλήρως στην Ισλανδία κατά την έννοια του άρθρου 3 του παρόντος πρωτοκόλλου 7 β) προϊόντα που έχουν ληφθεί στην Ισλανδία και ενσωματώνουν ύλες που δεν έχουν ληφθεί εξ ολοκλήρου σ' αυτήν, υπό την προϋπόθεση ότι:

    i) αυτές οι ύλες έχουν υποστεί επαρκείς επεξεργασίες ή μεταποιήσεις στην Ισλανδία κατά την έννοια του άρθρου 4 του παρόντος πρωτοκόλλου ή ότι ii) αυτές οι ύλες κατάγονται από την Κοινότητα, κατά την έννοια του παρόντος πρωτοκόλλου, ή από την Αυστρία, τη Φινλανδία, τη Νορβηγία την Ελβετία ή τη Σουηδία, σύμφωνα με τις διατάξεις του πρωτοκόλλου αριθ. 3 που προσαρτάται στη συμφωνία μεταξύ της Κοινότητας και καθεμιάς από τις χώρες αυτές ή σύμφωνα με τις διατάξεις καταγωγής της συμφωνίας που διέπει τις συναλλαγές μεταξύ της Ισλανδίας και των εν λόγω χωρών στο μέτρο που οι εν λόγω διατάξεις είναι πανομοιότυπες με αυτές που περιέχονται στο παρόν πρωτόκολλο.

    2. Παρά τις διατάξεις της παραγράφου 1 σημείο 1 στοιχείο β)ii), τα προϊόντα καταγωγής Ισλανδίας, κατά την έννοια του παρόντος πρωτοκόλλου, ή Αυστρίας, Φινλανδίας, Νορβηγίας, Ελβετίας ή Σουηδίας σύμφωνα με τις διατάξεις καταγωγής που αναφέρονται στο παρόν άρθρο και στο βαθμό που αυτές οι διατάξεις είναι πανομοιότυπες με τις διατάξεις του εν λόγω πρωτοκόλλου, που εξάγονται από την Κοινότητα στην Ισλανδία στην ίδια κατάσταση ή αφού υποστούν στην Κοινότητα επεξεργασία ή μεταποίηση που δεν υπερβαίνει αυτή που αναφέρεται στο άρθρο 5, διατηρούν την καταγωγή τους.

    3. Παρά τις διατάξεις της παραγράφου 1 σημείο 2 στοιχείο β)ii), τα προϊόντα καταγωγής Κοινότητας, κατά την έννοια του παρόντος πρωτοκόλλου, ή Αυστρίας, Φινλανδίας, Νορβηγίας, Ελβετίας ή Σουηδίας σύμφωνα με τις διατάξεις καταγωγής που αναφέρονται στο παρόν άρθρο και στο βαθμό που αυτές οι διατάξεις είναι πανομοιότυπες με τις διατάξεις του εν λόγω πρωτοκόλλου, που εξάγονται από την Ισλανδία στην Κοινότητα στην ίδια κατάσταση ή αφού υποστούν στην Ισλανδία επεξεργασία ή μεταποίηση που δεν υπερβαίνει αυτή που αναφέρεται στο άρθρο 5, διατηρούν την καταγωγή τους.

    4. Για την εφαρμογή των παραγράφων 2 και 3, όταν προϊόντα, καταγωγής Κοινότητας και μιας ή περισσοτέρων από τις χώρες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο ή δύο ή περισσοτέρων από τις χώρες αυτές, χρησιμοποιούνται, και τα προϊόντα αυτά υπέστησαν στην Κοινότητα ή την Ισλανδία επεξεργασία ή μεταποίηση που δεν υπερβαίνει αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 5, η καταγωγή προσδιορίζεται από το προϊόν που έχει τη μεγαλύτερη δασμολογητέα αξία ή, αν αυτήν δεν είναι γνωστή και δεν μπορεί να διαπιστωθεί, από το προϊόν που έχει τη μεγαλύτερη επιβεβαιώσιμη τιμή που καταβλήθηκε για το προϊόν στην Κοινότητα ή την Ισλανδία.

    Άρθρο 3

    Εξ ολοκλήρου λαμβανόμενα προϊόντα 1. Θεωρούνται ότι έχουν ληφθεί πλήρως σε ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη:

    α) τα ορυκτά προϊόντα τα εξορυσσόμενα από το έδαφός του ή από τον θαλάσσιο ή ωκεάνειο πυθμένα του 7 β) τα προϊόντα του φυτικού βασιλείου τα συγκομιζόμενα σ' αυτό 7 γ) τα ζώντα ζώα τα γεννώμενα και εκτρεφόμενα σ' αυτό 7 δ) τα προϊόντα τα προερχόμενα από ζώντα ζώα που έχουν εκτραφεί σ' αυτό 7 ε) τα προϊόντα της θήρας και της αλιείας που ασκούνται σ' αυτό 7 ζ) τα προϊόντα της θαλάσσιας αλιείας και άλλα προϊόντα, που λαμβάνονται από τη θάλασσα εκτός των χωρικών υδάτων των συμβαλλομένων μερών, με τα πλοία τους 7 η) τα προϊόντα τα παραγόμενα επί των πλοίων εργοστασίων των συμβαλλομένων μερών αποκλειστικά από προϊόντα που αναφέρονται στο στοιχείο ζ) 7 θ) τα άχρηστα είδη που έχουν συλλεγεί σ' αυτό και μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για την ανάκτηση πρώτων υλών, συμπεριλαμβανομένων των μεταχειρισμένων ελαστικών που χρησιμοποιούνται μόνο για αναγόμωση ή ως απορρίμματα 7 ι) τα απόβλητα και απορρίμματα τα προερχόμενα από βιοτεχνικές ή βιομηχανικές εργασίες, οι οποίες πραγματοποιούνται σ' αυτό 7 κ) τα εμπορεύματα τα παραγόμενα σ' αυτό αποκλειστικά από προϊόντα που προσδιορίζονται στα στοιχεία α) έως ι).

    2. Οι όροι «πλοία τους» και «πλοία-εργοστάσια των συμβαλλομένων μερών» που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία ζ) και η) αφορούν μόνον πλοία και πλοία-εργοστάσια:

    α) τα οποία είναι νηολογημένα ή εγγεγραμμένα σε κράτος μέλος των ΕΚ ή στην Ισλανδία 7 β) τα οποία φέρουν τη σημαία κράτους μέλους των ΕΚ ή της Ισλανδίας 7 γ) τα οποία ανήκουν κατά ποσοστό τουλάχιστον 50 % σε υπηκόους των κρατών μελών των ΕΚ ή της Ισλανδίας ή σε εταιρεία που έχει την έδρα της σε ένα από αυτά τα κράτη, της οποίας ο διαχειριστής ή οι διαχειριστές, ο πρόεδρος του διοικητικού ή του εποπτικού συμβουλίου και η πλειοψηφία των μελών των εν λόγω συμβουλίων είναι υπήκοοι των κρατών μελών των ΕΚ ή της Ισλανδίας και της οποίας, επιπλέον, στην περίπτωση προσωπικών εταιρειών ή εταιρειών περιορισμένης ευθύνης, τουλάχιστον το ήμισυ του κεφαλαίου ανήκει σε αυτές της χώρες ή σε δημόσιους οργανισμούς ή σε υπηκόους των εν λόγω χωρών 7 δ) των οποίων ο κυβερνήτης και οι αξιωματικοί είναι υπήκοοι των κρατών μελών των ΕΚ ή της Ισλανδίας και ε) των οποίων τουλάχιστον το 75 % του πληρώματος είναι υπήκοοι των κρατών μελών των ΕΚ ή της Ισλανδίας.

    Άρθρο 4

    Επαρκώς επεξεργασμένα ή μεταποιημένα προϊόντα 1. Για την εφαρμογή του άρθρου 2, τα προϊόντα που δεν έχουν ληφθεί πλήρως σε ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη, θεωρούνται ότι υπέστησαν σ' αυτό επαρκή επεξεργασία ή μεταποίηση όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις του πίνακα που περιλαμβάνεται στο προσάρτημα II του παρόντος πρωτοκόλλου.

    Οι ανωτέρω προϋποθέσεις αναφέρουν, για όλα τα προϊόντα που καλύπτονται από το πρωτόκολλο, την επεξεργασία ή τη μεταποίηση που πρέπει να υφίστανται οι μη καταγόμενες ύλες που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή των προϊόντων αυτών και εφαρμόζονται μόνο σε σχέση με αυτές τις ύλες. Συνεπώς, αν ένα προϊόν που έχει αποκτήσει το χαρακτήρα καταγωγής πληρώντας τους όρους που καθορίζονται στον πίνακα για το προϊόν αυτό, χρησιμοποιείται για την κατασκευή ενός άλλου προϊόντος, οι προϋποθέσεις που ισχύουν για το προϊόν στο οποίο τούτο ενσωματώνεται δεν ισχύουν και ως προς αυτό, και δεν λαμβάνονται υπόψη οι μη καταγόμενες ύλες που, ενδεχομένως, χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του.

    2. Παρά την παράγραφο 1 και με εξαίρεση τα οριζόμενα στο άρθρο 11 παράγραφος 4, οι μη καταγόμενες ύλες οι οποίες, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στον πίνακα για ένα δεδομένο προϊόν, δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για την κατασκευή του προϊόντος αυτού, μπορούν, ωστόσο, να χρησιμοποιηθούν, υπό τον όρο ότι:

    α) η συνολική τους αξία δεν υπερβαίνει το 10 % της τιμής εκ του εργοστασίου του προϊόντος 7 β) όταν περιέχονται στον πίνακα ένα ή περισσότερα ποσοστά για τη μέγιστη αξία των μη καταγόμενων υλών και δεν σημειώνεται υπέρβαση των ποσοστών αυτών με την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.

    3. Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται με εξαίρεση τα οριζόμενα στο άρθρο 5.

    Άρθρο 5

    Ανεπαρκής επεξεργασία ή μεταποίηση 1. Οι ακόλουθες επεξεργασίες ή μεταποιήσεις θεωρούνται ως ανεπαρκείς για την απόκτηση του χαρακτήρα καταγωγής, ανεξάρτητα από το αν πληρούνται ή όχι οι απαιτήσεις του άρθρου 4:

    α) οι εργασίες που αποσκοπούν στη διατήρηση των προϊόντων σε καλή κατάσταση κατά τη μεταφορά και την αποθήκευσή τους (αερισμός, άπλωμα, στέγνωμα, ψύξη, τοποθέτηση σε άλμη, σε θειωμένο ύδωρ ή σε άλλα υδατικά διαλύματα, αφαίρεση φθαρμένων μερών και παρεμφερείς εργασίες) 7 β) οι απλές εργασίες αφαίρεσης της σκόνης, κοσκινίσματος, διαλογής, ταξινόμησης, συνδυασμού (συμπεριλαμβανομένης της σύνθεσης σειρών εμπορευμάτων), πλύσεων, βαφής, κοπής 7 γ)i) οι αλλαγές συσκευασίας καθώς και οι διαιρέσεις και οι συνενώσεις δεμάτων 7 ii) η απλή τοποθέτηση σε φιάλες, φιαλίδια, σάκους, κουτιά, η στερέωση επί λεπτοσανίδων κ.λπ. και κάθε άλλη απλή εργασία συσκευασίας 7 δ) η επίθεση σημάτων, ετικετών ή άλλων διακριτικών σημείων σε προϊόντα ή στη συσκευασία τους 7 ε) η απλή ανάμειξη προϊόντων, έστω και διαφορετικού είδους, κατά την οποία ένα ή περισσότερα συστατικά του μείγματος δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζει το παρόν πρωτόκολλο, ώστε να μπορέσουν να θεωρηθούν καταγωγής ενός από τα συμβαλλόμενα μέρη 7 ζ) η απλή συνένωση μερών για τη σύσταση ενός πλήρους προϊόντος 7 η) η σώρευση δύο ή περισσοτέρων εργασιών, που προβλέπονται στα στοιχεία α) έως ζ) 7 θ) η σφαγή ζώων.

    2. Όλες οι εργασίες που διενεργούνται σε ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη σε συγκεκριμένο προϊόν πρέπει να εξετάζονται από κοινού, προκειμένου να καθοριστεί αν η πραγματοποιηθείσα επεξεργασία ή μεταποίηση του προϊόντος αυτού πρέπει να θεωρηθεί ως ανεπαρκής κατά την έννοια της παραγράφου 1.

    Άρθρο 6

    Μονάδα χαρακτηρισμού 1. Η μονάδα χαρακτηρισμού για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος πρωτοκόλλου συνίσταται σε ένα συγκεκριμένο προϊόν, το οποίο θεωρείται ως η μονάδα βάσης για τον προσδιορισμό της κατάταξης, σύμφωνα με την ονοματολογία του εναρμονισμένου συστήματος.

    Κατά συνέπεια:

    α) όταν ένα προϊόν, αποτελούμενο από ομάδα ή από σύνολο συναρμολογηθέντων ειδών, κατατάσσεται, σύμφωνα με το εναρμονισμένο σύστημα, σε μια μόνο κλάση, το όλον αποτελεί τη μονάδα χαρακτηρισμού 7 β) όταν μια αποστολή αποτελείται από ορισμένα πανομοιότυπα προϊόντα που κατατάσσονται στην ίδια κλάση του εναρμονισμένου συστήματος, κάθε προϊόν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη χωριστά κατά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος πρωτοκόλλου.

    2. Όταν, κατ' εφαρμογή του γενικού κανόνα 5 του εναρμονισμένου συστήματος, οι συσκευασίες κατατάσσονται με τα προϊόντα που περιέχουν, τότε πρέπει να θεωρούνται ότι αποτελούν σύνολο με αυτά για τον προσδιορισμό της καταγωγής.

    Άρθρο 7

    Εξαρτήματα, ανταλλακτικά και εργαλεία Τα εξαρτήματα, ανταλλακτικά και εργαλεία, που παραδίδονται μαζί με ένα είδος εξοπλισμού, μηχανή, συσκευή ή όχημα, αποτελούν μέρος του κανονικού τους εξοπλισμού και συμπεριλαμβάνονται στην τιμή του τελευταίου ή δεν τιμολογούνται ιδιαιτέρως, θεωρούνται ότι αποτελούν σύνολο με το εν λόγω υλικό, τη μηχανή, συσκευή ή το όχημα.

    Άρθρο 8

    Συνδυασμοί εμπορευμάτων Κατά την έννοια του γενικού κανόνα 3 του εναρμονισμένου συστήματος, οι συνδυασμοί εμπορευμάτων θεωρούνται καταγωγής, όταν όλα τα συστατικά μέρη τους είναι καταγόμενα προϊόντα. Εντούτοις, συνδυασμός εμπορευμάτων αποτελούμενος από καταγόμενα και μη καταγόμενα προϊόντα, θεωρείται στο σύνολο του καταγόμενος, υπό τον όρο ότι η αξία των μη καταγόμενων προϊόντων δεν υπερβαίνει το 15 % της τιμής εκ του εργοστασίου του συνδυασμού.

    Άρθρο 9

    Ουδέτερα στοιχεία Προκειμένου να καθοριστεί αν ένα προϊόν είναι καταγωγής ενός από τα συμβαλλόμενα μέρη, δεν λαμβάνεται υπόψη εάν η ενέργεια, οι εγκαταστάσεις και ο εξοπλισμός, καθώς και οι μηχανές και τα εργαλεία, που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή του προϊόντος ή εάν άλλα εμπορεύματα, που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διαδικασία παραγωγής και τα οποία δεν υπεισήλθαν ούτε προορίζονταν να υπεισέλθουν στην τελική σύνθεση του προϊόντος, είναι καταγωγής ή όχι.

    ΤΙΤΛΟΣ III ΕΔΑΦΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ

    Άρθρο 10

    Αρχή της εδαφικότητας 1. Οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στον τίτλο II σχετικά με την απόκτηση του χαρακτήρα καταγωγής, πρέπει να πληρούνται χωρίς διακοπή σε ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη, με εξαίρεση τα οριζόμενα στα άρθρα 11 και 12.

    2. Για την εφαρμογή της παραγράφου 1, η απόκτηση του χαρακτήρα καταγωγής θεωρείται χωρίς διακοπή όταν τα εμπορεύματα που υπέστησαν επεξεργασία ή μεταποίηση στο ενδιαφερόμενο συμβαλλόμενο μέρος εγκαταλείψουν το έδαφος του εν λόγω συμβαλλόμενου μέρους, με εξαίρεση τα οριζόμενα στα άρθρα 11 και 12, ανεξαρτήτως του εάν εκτός του εδάφους αυτού πραγματοποιηθούν ή όχι εργασίες.

    Άρθρο 11

    Επεξεργασία ή μεταποίηση που πραγματοποιείται εκτός συμβαλλομένου μέρους 1. Η απόκτηση του χαρακτήρα καταγωγής σε ένα συμβαλλόμενο μέρος υπό τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στον τίτλο II δεν θίγεται εάν η επεξεργασία ή η μεταποίηση πραγματοποιηθεί εκτός του συγκεκριμένου συμβαλλομένου μέρους επί υλών που έχουν εξαχθεί από το εν λόγω συμβαλλόμενο μέρος και ακολούθως επανεισήχθησαν σ' αυτό, υπό τον όρο ότι:

    α) οι εν λόγω ύλες έχουν ληφθεί πλήρως στο οικείο συμβαλλόμενο μέρος ή έχουν υποστεί εκεί επεξεργασία ή μεταποίηση που υπερβαίνει τις ανεπαρκείς εργασίες που απαριθμούνται στο άρθρο 5 πριν από την εξαγωγή τους και β) μπορεί να αποδειχθεί κατά τρόπο ικανοποιητικό στις τελωνειακές αρχές ότι:

    i) τα επανεισαγόμενα εμπορεύματα προκύπτουν από την επεξεργασία ή τη μεταποίηση των υλών που εξήχθησαν και ii) η συνολική προστιθέμενη αξία, που αποκτάται εκτός του οικείου συμβαλλομένου μέρους με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, δεν υπερβαίνει το 10 % της τιμής εκ του εργοστασίου του τελικού προϊόντος, για το οποίο ζητείται ο χαρακτήρας καταγωγής.

    2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, οι προϋποθέσεις που ορίζονται στον τίτλο II, όσον αφορά την απόκτηση του χαρακτήρα καταγωγής, δεν ισχύουν για την επεξεργασία ή τη μεταποίηση που διενεργείται εκτός του οικείου συμβαλλομένου μέρους. Ωστόσο, όταν στον πίνακα του προσαρτήματος ΙΙ, κατά τον προσδιορισμό του χαρακτήρα καταγωγής του σχετικού τελικού προϊόντος, εφαρμόζεται ένας κανόνας για τον καθορισμό της μέγιστης αξίας όλων των χρησιμοποιούμενων μη καταγόμενων υλών, η συνολική αξία των μη καταγόμενων υλών που χρησιμοποιούνται στο οικείο συμβαλλόμενο μέρος και η συνολική προστιθέμενη αξία που αποκτάται εκτός αυτού του συμβαλλομένου μέρους με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου δεν υπερβαίνουν, αν υπολογιστούν μαζί, το αναφερόμενο ποσοστό.

    3. Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2, ως «συνολική προστιθέμενη αξία» νοείται το σύνολο των εξόδων εκτός του οικείου συμβαλλομένου μέρους, συμπεριλαμβανομένης στο ακέραιο της αξίας των προστιθέμενων υλών.

    4. Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν εφαρμόζονται σε προϊόντα που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στον κανόνα του σχετικού πίνακα και τα οποία μπορούν να θεωρηθούν ως επαρκώς επεξεργασθέντα ή μεταποιηθέντα μόνο βάσει της γενικής ανοχής του άρθρου 4 παράγραφος 2.

    Άρθρο 12

    Επανεισαγωγή εμπορευμάτων Εάν εξαχθούν εμπορεύματα από ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη προς τρίτη χώρα και στη συνέχεια επανεισαχθούν, με εξαίρεση τα οριζόμενα στο άρθρο 11, πρέπει να θεωρούνται ότι δεν εγκατέλειψαν ποτέ το έδαφος του συγκεκριμένου συμβαλλομένου μέρους, εάν μπορεί να αποδειχθεί κατά τρόπο ικανοποιητικό στις τελωνειακές αρχές ότι:

    α) τα επανεισαχθέντα εμπορεύματα είναι τα ίδια με τα εμπορεύματα που εξήχθησαν και β) δεν έχουν υποστεί καμία εργασία πέραν εκείνων που είναι αναγκαίες για τη διατήρησή τους σε καλή κατάσταση, ενόσω ευρίσκονταν στην εν λόγω χώρα ή κατά την εξαγωγή τους.

    Άρθρο 13

    Απευθείας μεταφορά 1. Η προτιμησιακή μεταχείριση, που προβλέπεται από τις διατάξεις της συμφωνίας, εφαρμόζεται αποκλειστικά στα προϊόντα που πληρούν τις προϋποθέσεις του παρόντος πρωτοκόλλου, τα οποία μεταφέρονται απευθείας μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών ή μέσω των εδαφών των λοιπών χωρών που αναφέρονται στο άρθρο 2. Ωστόσο, προϊόντα που αποτελούν μία και μόνη αποστολή μπορούν να μεταφέρονται μέσω άλλων εδαφών, ενδεχομένως, με μεταφόρτωση ή προσωρινή αποθήκευση σ' αυτά τα εδάφη, υπό τον όρο ότι τα προϊόντα παραμένουν υπό την επιτήρηση των τελωνειακών αρχών της χώρας διαμετακόμισης ή αποθήκευσης και ότι δεν υφίστανται εκεί άλλες εργασίες εκτός από την εκφόρτωση, την επαναφόρτωση ή οποιαδήποτε άλλη εργασία που αποσκοπεί στη διατήρησή τους σε καλή κατάσταση.

    2. Προκειμένου να αποδειχθεί ότι έχουν τηρηθεί οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, προσκομίζεται στις αρμόδιες τελωνειακές αρχές της χώρας εισαγωγής:

    α) ενιαία φορτωτική που έχει εκδοθεί στη χώρα εξαγωγής και καλύπτει τη διέλευση από τη χώρα διαμετακόμισης ή β) βεβαίωση που χορηγείται από τις τελωνειακές αρχές της χώρας διαμετακόμισης, και η οποία:

    i) παρέχει ακριβή περιγραφή των προϊόντων 7 ii) αναφέρει τις ημερομηνίες εκφόρτωσης και επαναφόρτωσης των προϊόντων και, όταν χρειάζεται, τα ονόματα των πλοίων που χρησιμοποιήθηκαν και iii) πιστοποιεί τις συνθήκες, υπό τις οποίες τα προϊόντα παρέμειναν στη χώρα διαμετακόμισης ή γ) ελλείψει αυτών, οποιοδήποτε αποδεικτικό έγγραφο.

    Άρθρο 14

    Εκθέσεις 1. Τα προϊόντα που αποστέλλονται από ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη για να συμμετάσχουν σε έκθεση χώρας άλλης από αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 2 και πωλούνται μετά την έκθεση για να εισαχθούν στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος, απολαύουν κατά την εισαγωγή των διατάξεων της συμφωνίας, υπό τον όρο ότι τα προϊόντα πληρούν τις προϋποθέσεις του παρόντος πρωτοκόλλου, που τους επιτρέπουν να αναγνωρισθούν ως καταγόμενα από το πρώτο συμβαλλόμενο μέρος και ότι παρέχεται στις τελωνειακές αρχές ικανοποιητική απόδειξη ότι:

    α) ένας εξαγωγέας απέστειλε τα προϊόντα αυτά από ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη στη χώρα στην οποία πραγματοποιήθηκε η έκθεση και τα εξέθεσε εκεί 7 β) ο ίδιος εξαγωγέας επώλησε τα εν λόγω προϊόντα ή τα μεταβίβασε κατά άλλον τρόπο σε πρόσωπο στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος 7 γ) τα προϊόντα απεστάλησαν, κατά τη διάρκεια της έκθεσης ή αμέσως μετά, στο δεύτερο συμβαλλόμενο μέρος, στην κατάσταση στην οποία είχαν αποσταλεί στην έκθεση και δ) τα προϊόντα, από τη στιγμή που απεστάλησαν στην έκθεση, δεν χρησιμοποιήθηκαν για σκοπούς άλλους από την επίδειξη στην έκθεση.

    2. Αποδεικτικό καταγωγής πρέπει να εκδίδεται ή να συντάσσεται σύμφωνα με τις διατάξεις του τίτλου V και να υποβάλεται στις τελωνειακές αρχές της χώρας εισαγωγής κατά το συνήθη τρόπο. Επ' αυτού πρέπει να αναγράφονται το όνομα και η διεύθυνση της έκθεσης. Είναι δυνατό να ζητούνται, όπου κρίνεται αναγκαίο, συμπληρωματικές έγγραφες αποδείξεις σχετικά με τη φύση των προϊόντων και τις συνθήκες υπό τις οποίες εκτέθησαν.

    3. Η παράγραφος 1 ισχύει για κάθε έκθεση, εμποροπανήγυρη, δημόσια εκδήλωση, εμπορικού, βιομηχανικού, γεωργικού ή βιοτεχνικού χαρακτήρα, που δεν διοργανώνεται για ιδιωτικούς σκοπούς σε καταστήματα ή εμπορικούς χώρους με σκοπό την πώληση αλλοδαπών προϊόντων και κατά τη διάρκεια της οποίας τα προϊόντα παραμένουν υπό τελωνειακό έλεγχο.

    ΤΙΤΛΟΣ IV ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ Ή ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΑΠΟ ΔΑΣΜΟΥΣ

    Άρθρο 15

    Απαγόρευση επιστροφής δασμών ή απαλλαγής από δασμούς 1. Οι μη καταγόμενες από ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη ή από μια από τις λοιπές χώρες που αναφέρονται στο άρθρο 2 ύλες, που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή προϊόντων, καταγωγής ενός από τα συμβαλλόμενα μέρη, κατά την έννοια του παρόντος πρωτοκόλλου, για τις οποίες εκδίδεται ή συντάσσεται αποδεικτικό καταγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις του τίτλου V, δεν αποτελούν, σ' αυτό το συμβαλλόμενο μέρος, αντικείμενο επιστροφής δασμών ή απαλλαγής από δασμούς οποιουδήποτε είδους.

    2. Η απαγόρευση της παραγράφου 1 εφαρμόζεται σε κάθε ρύθμιση για επιστροφή, απαλλαγή ή μη καταβολή, μερική ή πλήρη, δασμών ή επιβαρύνσεων ισοδύναμου αποτελέσματος, που επιβάλλονται, στο οικείο συμβαλλόμενο μέρος, σε ύλες που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή, όταν οι ρυθμίσεις αυτές επιτρέπουν, ρητά ή έμμεσα, αυτή την επιστροφή, την απαλλαγή ή τη μη καταβολή, στην περίπτωση που τα προϊόντα που λαμβάνονται από τις εν λόγω ύλες εξάγονται και όχι όταν χρησιμοποιούνται για εγχώρια κατανάλωση στο συγκεκριμένο συμβαλλόμενο μέρος.

    3. Ο εξαγωγέας προϊόντων, που καλύπτονται από αποδεικτικό καταγωγής, πρέπει να είναι σε θέση να υποβάλει, ανά πάσα στιγμή, αν ζητηθεί από τις τελωνειακές αρχές, όλα τα κατάλληλα έγγραφα που αποδεικνύουν ότι δεν έχει επιτραπεί επιστροφή, όσον αφορά τις μη καταγόμενες ύλες που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή των σχετικών προϊόντων και ότι όλοι οι δασμοί ή επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος, που αντιστοιχούν σ' αυτές τις ύλες, έχουν πράγματι καταβληθεί.

    4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως 3 εφαρμόζονται επίσης όσον αφορά τη συσκευασία κατά την έννοια του άρθρου 6 παράγραφος 2, τα εξαρτήματα, τα ανταλλακτικά και τα εργαλεία κατά την έννοια του άρθρου 7 και τους συνδυασμούς προϊόντων κατά την έννοια του άρθρου 8, όταν τα είδη αυτά δεν είναι καταγωγής.

    5. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως 4 ισχύουν μόνο για τις ύλες που ανήκουν στο είδος που αφορά το πρωτόκολλο αριθ. 2 και για τα προϊόντα που ταξινομούνται στα κεφάλαια 25 έως 97 του ΕΣ. Περαιτέρω, αυτές δεν εμποδίζουν την εφαρμογή, εκ μέρους των συμβαλλομένων μερών, μέτρων αντιστάθμισης των τιμών γεωργικών προϊόντων κατά την εξαγωγή, σύμφωνα με τις διατάξεις του πρωτοκόλλου αριθ. 2.

    ΤΙΤΛΟΣ V ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ

    Άρθρο 16

    Γενικές διατάξεις 1. Τα προϊόντα καταγωγής κατά την έννοια του παρόντος πρωτοκόλλου υπάγονται, κατά την εισαγωγή σε ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη, στις διατάξεις της συμφωνίας, εφόσον προσκομιστεί:

    α) είτε πιστοποιητικό κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1, υπόδειγμα του οποίου παρατίθεται στο προσάρτημα III είτε β) στις περιπτώσεις που ορίζονται στο άρθρο 21 παράγραφος 1, δήλωση, το κείμενο της οποίας περιλαμβάνεται στο προσάρτημα IV, που αναγράφει ο εξαγωγέας στο τιμολόγιο, το δελτίο παράδοσης ή κάθε άλλο εμπορικό έγγραφο που περιγράφει τα σχετικά προϊόντα με επαρκείς λεπτομέρειες, ώστε να είναι δυνατή η εξακρίβωση της ταυτότητάς τους (η δήλωση αυτή αποκαλείται στη συνέχεια «δήλωση τιμολογίου».

    2. Παρά την παράγραφο 1, τα προϊόντα καταγωγής κατά την έννοια του παρόντος πρωτοκόλλου εμπίπτουν, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 26, στις διατάξεις της συμφωνίας, χωρίς να είναι αναγκαία η υποβολή κανενός εκ των προαναφερθέντων εγγράφων.

    Άρθρο 17

    Διαδικασία έκδοσης πιστοποιητικού κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 1. Το πιστοποιητικό κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 εκδίδεται από τις τελωνειακές αρχές της χώρας εξαγωγής μετά από γραπτή αίτηση, που υποβάλλεται από τον εξαγωγέα ή, υπ' ευθύνη του εξαγωγέα, από τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του.

    2. Για το σκοπό αυτό, ο εξαγωγέας ή ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπός του συμπληρώνουν το έντυπο του πιστοποιητικού κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 και το έντυπο της αίτησης, υποδείγματα των οποίων περιλαμβάνονται στο προσάρτημα III.

    Τα έντυπα αυτά πρέπει να συμπληρώνονται σε μια από τις γλώσσες στις οποίες έχει συνταχθεί η συμφωνία, σύμφωνα με τις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας της χώρας εξαγωγής. Αν είναι χειρόγραφα, πρέπει να συμπληρώνονται με μελάνι και με ευανάγνωστους χαρακτήρες. Η περιγραφή των προϊόντων πρέπει να γίνεται στο πλαίσιο που προορίζεται γι' αυτό το σκοπό χωρίς να παρεμβάλλονται κενά διάστιχα. Όταν στο πλαίσιο υπάρχουν κενές γραμμές, πρέπει να σύρεται οριζόντια γραμμή κάτω από την τελευταία γραμμή της περιγραφής και να διαγραμμίζεται ο κενός χώρος.

    3. Ο εξαγωγέας που ζητεί την έκδοση πιστοποιητικού κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 πρέπει να είναι σε θέση να υποβάλλει, οποτεδήποτε εάν του ζητηθεί από τις τελωνειακές αρχές της χώρας εξαγωγής στην οποία εκδίδεται το πιστοποιητικό κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1, κάθε κατάλληλο έγγραφο για την απόδειξη του χαρακτήρα καταγωγής των σχετικών προϊόντων καθώς και της εκπλήρωσης των λοιπών όρων του παρόντος πρωτοκόλλου.

    4. Το πιστοποιητικό κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 εκδίδεται από τις τελωνειακές αρχές κράτους μέλους των ΕΚ ή της Ισλανδίας, εάν τα σχετικά προϊόντα μπορούν να θεωρηθούν ως καταγόμενα προϊόντα ενός από τα συμβαλλόμενα μέρη ή μιας από τις χώρες που αναφέρονται στο άρθρο 2 και πληρούν τους λοιπούς όρους του παρόντος πρωτοκόλλου.

    5. Οι εκδότριες τελωνειακές αρχές λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για την επαλήθευση του χαρακτήρα καταγωγής των προϊόντων και της εκπλήρωσης των λοιπών όρων του παρόντος πρωτοκόλλου. Για το σκοπό αυτό, έχουν το δικαίωμα να ζητούν την προσκόμιση κάθε αποδεικτικού στοιχείου και να διενεργούν ελέγχους των λογιστικών καταχωρήσεων του εξαγωγέα ή οποιονδήποτε άλλο έλεγχο θεωρούν αναγκαίο.

    Οι εκδότριες τελωνειακές αρχές εξασφαλίζουν επίσης την ορθή συμπλήρωση των εντύπων που αναφέρονται στην παράγραφο 2. Ιδίως, ελέγχουν αν ο χώρος που προορίζεται για την περιγραφή των προϊόντων έχει συμπληρωθεί κατά τρόπο που να αποκλείει οποιαδήποτε πιθανότητα δολίων προσθηκών.

    6. Η ημερομηνία έκδοσης του πιστοποιητικού κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 αναγράφεται στο τμήμα του πιστοποιητικού που προορίζεται για τις τελωνειακές αρχές.

    7. Πιστοποιητικό κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 εκδίδεται από τις τελωνειακές αρχές της χώρας εξαγωγής, κατά την εξαγωγή των προϊόντων, τα οποία αφορά. Τίθεται στη διάθεση του εξαγωγέα μόλις πραγματοποιηθεί ή εξασφαλισθεί η πραγματική εξαγωγή.

    Άρθρο 18

    Εκ των υστέρων έκδοση πιστοποιητικού κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 1. Παρά το άρθρο 17 παράγραφος 7, το πιστοποιητικό κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 είναι δυνατόν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να εκδοθεί και μετά την εξαγωγή των προϊόντων τα οποία αφορά, εάν:

    α) δεν είχε εκδοθεί τη στιγμή της εξαγωγής συνεπεία λαθών, ακουσίων παραλείψεων ή ειδικών περιστάσεων ή β) αποδειχθεί κατά τρόπο ικανοποιητικό στις τελωνειακές αρχές ότι έχει εκδοθεί πιστοποιητικό κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1, το οποίο δεν έγινε δεκτό κατά την εισαγωγή για τεχνικούς λόγους.

    2. Για την εφαρμογή της παραγράφου 1, ο εξαγωγέας πρέπει να αναφέρει στην αίτησή του τον τόπο και την ημερομηνία της εξαγωγής των προϊόντων τα οποία αφορά το πιστοποιητικό κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1, καθώς και τους λόγους για τους οποίους υποβάλλει την αίτηση.

    3. Οι τελωνειακές αρχές μπορούν να εκδώσουν εκ των υστέρων πιστοποιητικό κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1, μόνον αφού επαληθεύσουν ότι τα στοιχεία που περιέχονται στην αίτηση του εξαγωγέα ανταποκρίνονται στα στοιχεία του αντίστοιχου φακέλου.

    4. Τα πιστοποιητικά κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 που εκδίδονται εκ των υστέρων πρέπει να φέρουν μία από τις ακόλουθες φράσεις:

    «EXPEDIDO A POSTERIORI»,

    «UDSTEDT EFTERFΨLGENDE»,

    «NACHTRΔGLICH AUSGESTELLT»,

    «ΕΚΔΟΘΕΝ ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ»,

    «ISSUED RETROSPECTIVELY»,

    «DELIVRE A POSTERIORI»,

    «RILASCIATO A POSTERIORI»,

    «AFGEGEVEN A POSTERIORI»,

    «EMITIDO A POSTERIORI»,

    «ΪTGEFID EFTIR Α»,

    «UTSTEDT SENERE»,

    «ANNETTU JΔLKIKΔTEEN»,

    «UTFΔRDAT I EFTERHAND».

    5. Η φράση που αναφέρεται στην παράγραφο 4 εγγράφεται στο πλαίσιο «παρατηρήσεις» του πιστοποιητικού κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1.

    Άρθρο 19

    Έκδοση αντιγράφου πιστοποιητικού κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 1. Σε περίπτωση κλοπής, απώλειας ή καταστροφής του πιστοποιητικού κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1, ο εξαγωγέας μπορεί να ζητάει από τις εκδότριες τελωνειακές αρχές αντίγραφο, το οποίο συντάσσεται βάσει των εγγράφων εξαγωγής που αυτές έχουν στην κατοχή τους.

    2. Το αντίγραφο που εκδίδεται κατ' αυτό τον τρόπο πρέπει να φέρει μία από τις ακόλουθες λέξεις:

    «DUPLICADO»,

    «DUPLIKAT»,

    «DUPLIKAT»,

    «ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ»,

    «DUPLICATE»,

    «DUPLICATA»,

    «DUPLICATO»,

    «DUPLICAAT»,

    «SEGUNDA VIA»,

    «EFTIRRIT»,

    «DUPLIKAT»,

    «KAKSOISKAPPALE»,

    «DUPLIKAT».

    3. Η λέξη που αναφέρεται στην παράγραφο 2 εγγράφεται στο πλαίσιο «παρατηρήσεις» του αντιγράφου του πιστοποιητικού κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1.

    4. Το αντίγραφο, που πρέπει να φέρει την ημερομηνία έκδοσης του πρωτοτύπου πιστοποιητικού κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1, αρχίζει να ισχύει από την εν λόγω ημερομηνία.

    Άρθρο 20

    Έκδοση πιστοποιητικών κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 βάσει προηγουμένως εκδοθέντος ή συνταχθέντος αποδεικτικού καταγωγής Όταν προϊόντα, τα οποία αποτελούν μία και μόνον αποστολή, που καλύπτεται από πιστοποιητικό κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 ή δήλωση τιμολογίου, υφίστανται έλεγχο εκ μέρους τελωνείου σε κράτος μέλος των ΕΚ ή στην Ισλανδία, είναι δυνατή η αντικατάσταση του πρωτοτύπου αποδεικτικού καταγωγής από ένα ή περισσότερα πιστοποιητικά κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1, τα οποία εκδίδει το εν λόγω τελωνείο με σκοπό την αποστολή όλων ή ορισμένων από τα προϊόντα αυτά σε άλλα τελωνεία σε ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη ή στις χώρες που αναφέρονται στο άρθρο 2, ανεξάρτητα από το αν αυτά βρίσκονται στο ίδιο κράτος μέλος των ΕΚ, στην Ισλανδία ή στις χώρες που αναφέρονται στο άρθρο 2.

    Άρθρο 21

    Προϋποθέσεις για τη σύνταξη δήλωσης τιμολογίου 1. Η δήλωση τιμολογίου που αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο β) μπορεί να συνταχθεί:

    α) από εγκεκριμένο εξαγωγέα κατά την έννοια του άρθρου 22 7 β) από οποιονδήποτε εξαγωγέα για κάθε αποστολή που αποτελείται από ένα ή περισσότερα δέματα τα οποία περιέχουν προϊόντα καταγωγής, η συνολική αξία των οποίων δεν υπερβαίνει το ποσό σε Ecu που αναφέρεται στο άρθρο 21 παράγραφος 1 στοιχείο β) του πρωτοκόλλου αριθ. 4 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

    2. Δήλωση τιμολογίου μπορεί να συνταχθεί αν τα σχετικά προϊόντα είναι δυνατόν να θεωρηθούν ως προϊόντα καταγωγής ενός από τα συμβαλλόμενα μέρη ή μιας από τις χώρες που αναφέρονται στο άρθρο 2 και πληρούν τους λοιπούς όρους του παρόντος πρωτοκόλλου.

    3. Ο εξαγωγέας που συντάσσει δήλωση τιμολογίου πρέπει να είναι σε θέση, ανά πάσα στιγμή, να προσκομίσει, εάν του ζητηθεί από τις τελωνειακές αρχές της χώρας εξαγωγής, όλα τα κατάλληλα έγγραφα που αποδεικνύουν το χαρακτήρα καταγωγής των εν λόγω προϊόντων καθώς και την εκπλήρωση των λοιπών όρων του παρόντος πρωτοκόλλου.

    4. Η δήλωση τιμολογίου συνίσταται σε αναγραφή, από τον εξαγωγέα, με γραφομηχανή, με σφραγίδα ή με εκτύπωση στο τιμολόγιο, το δελτίο παράδοσης ή άλλο εμπορικό έγγραφο, της δήλωσης, το κείμενο της οποίας αναφέρεται στο προσάρτημα IV, σε μία από τις γλώσσες που χρησιμοποιούνται στο εν λόγω προσάρτημα σύμφωνα με τις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας της χώρας εξαγωγής. Η δήλωση μπορεί επίσης να είναι χειρόγραφη 7 σ' αυτή την περίπτωση, πρέπει να γράφεται με μελάνι και με ευανάγνωστους χαρακτήρες.

    5. Οι δηλώσεις τιμολογίου πρέπει να φέρουν το πρωτότυπο της χειρόγραφης υπογραφής του εξαγωγέα.

    Ωστόσο, δεν απαιτείται από εγκεκριμένο εξαγωγέα κατά την έννοια του άρθρου 22 να υπογράφει τέτοιες δηλώσεις, εφόσον παρέχει στις τελωνειακές αρχές της χώρας εξαγωγής γραπτή ανάληψη υποχρέωσης ότι αποδέχεται την πλήρη ευθύνη για τη δήλωση τιμολογίου από την οποία φαίνεται ότι αυτή ισχύει σαν να έφερε πράγματι τη χειρόγραφη υπογραφή του.

    6. Η δήλωση τιμολογίου μπορεί να συνταχθεί από τον εξαγωγέα, κατά την εξαγωγή των προϊόντων, τα οποία η δήλωση αυτή αφορά ή αργότερα. Αν η δήλωση τιμολογίου συνταχθεί μετά τη διασάφηση των προϊόντων τα οποία αφορά, ενώπιον των τελωνειακών αρχών της χώρας εισαγωγής, τότε πρέπει να αναφέρεται στα έγγραφα που έχουν ήδη υποβληθεί στις εν λόγω αρχές.

    Άρθρο 22

    Εγκεκριμένος εξαγωγέας 1. Οι τελωνειακές αρχές της χώρας εξαγωγής μπορούν να επιτρέπουν σε κάθε εξαγωγέα, που εφεξής αποκαλείται «εγκεκριμένος εξαγωγέας», ο οποίος πραγματοποιεί συχνές αποστολές προϊόντων δυνάμει της συμφωνίας και προσφέρει, κατά τρόπο ικανοποιητικό, για τις τελωνειακές αρχές, όλες τις αναγκαίες εγγυήσεις για την επαλήθευση του χαρακτήρα καταγωγής των προϊόντων αυτών καθώς και της εκπλήρωσης των λοιπών όρων του παρόντος πρωτοκόλλου, να συντάσσει δηλώσεις τιμολογίου ανεξάρτητα από την αξία των σχετικών προϊόντων.

    2. Οι τελωνειακές αρχές μπορούν να παρέχουν την ιδιότητα του εγκεκριμένου εξαγωγέα, όταν πληρούνται οι αναγκαίες κατά τη γνώμη τους προϋποθέσεις.

    3. Οι τελωνειακές αρχές παρέχουν στον εγκεκριμένο εξαγωγέα αριθμό άδειας του τελωνείου, ο οποίος αναγράφεται στη δήλωση τιμολογίου.

    4. Οι τελωνειακές αρχές παρακολουθούν τη χρήση της άδειας την οποία χορήγησαν στον εγκεκριμένο εξαγωγέα.

    5. Οι τελωνειακές αρχές έχουν τη δυνατότητα να ανακαλούν την άδεια ανά πάσα στιγμή. Αυτό συμβαίνει όταν ο εγκεκριμένος εξαγωγέας δεν προσφέρει πλέον τις εγγυήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, δεν πληροί τους όρους που περιλαμβάνονται στην παράγραφο 2 ή δεν χρησιμοποιεί σωστά την άδεια.

    Άρθρο 23

    Διάρκεια ισχύος του αποδεικτικού καταγωγής 1. Το πιστοποιητικό κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 ισχύει για τέσσερις μήνες από την ημερομηνία έκδοσης στη χώρα εξαγωγής και πρέπει να κατατίθεται εντός της προθεσμίας αυτής στις τελωνειακές αρχές της χώρας εισαγωγής.

    Η δήλωση τιμολογίου ισχύει για τέσσερις μήνες από την ημερομηνία σύνταξής της από τον εξαγωγέα και πρέπει να υποβάλλεται εντός της προθεσμίας αυτής στις τελωνειακές αρχές της χώρας εισαγωγής.

    2. Τα πιστοποιητικά κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 και οι δηλώσεις τιμολογίου, που υποβάλλονται στις τελωνειακές αρχές της χώρας εισαγωγής μετά την παρέλευση της προθεσμίας υποβολής που προβλέπεται στην παράγραφο 1, μπορούν να γίνονται αποδεκτά για την εφαρμογή του προτιμησιακού καθεστώτος, στην περίπτωση που η παράλειψη υποβολής των πιστοποιητικών εντός της καθορισμένης προθεσμίας οφείλεται σε λόγους ανωτέρας βίας ή σε εξαιρετικές περιστάσεις.

    3. Σε άλλες περιπτώσεις εκπρόθεσμης υποβολής, οι τελωνειακές αρχές της χώρας εισαγωγής μπορούν να αποδέχονται τα πιστοποιητικά κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 ή τις δηλώσεις τιμολογίου, όταν τα προϊόντα έχουν προσκομιστεί σ' αυτές πριν από τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας.

    Άρθρο 24

    Υποβολή αποδεικτικού καταγωγής Τα πιστοποιητικά κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 και οι δηλώσεις τιμολογίου υποβάλλονται στις τελωνειακές αρχές της χώρας εισαγωγής, σύμφωνα με τις διαδικασίες που εφαρμόζονται στην εν λόγω χώρα. Οι εν λόγω αρχές μπορούν να ζητούν μετάφραση του πιστοποιητικού κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 ή της δήλωσης τιμολογίου. Μπορούν επίσης να ζητούν να συνοδεύεται η διασάφηση εισαγωγής από δήλωση του εισαγωγέα, με την οποία να βεβαιώνεται ότι τα προϊόντα πληρούν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την εφαρμογή της συμφωνίας.

    Άρθρο 25

    Άνευ αντικειμένου.

    Άρθρο 26

    Απαλλαγή από την υποχρέωση προσκόμισης επίσημου αποδεικτικού καταγωγής 1. Γίνονται δεκτά ως καταγόμενα προϊόντα, χωρίς να απαιτείται η κατάθεση επίσημου αποδεικτικού καταγωγής, τα προϊόντα που αποστέλλονται υπό μορφή μικροδεμάτων μεταξύ ιδιωτών ή που περιέχονται στις προσωπικές αποσκευές των ταξιδιωτών, εφόσον πρόκειται για εισαγωγές προϊόντων χωρίς κανένα εμπορικό χαρακτήρα και εφόσον αυτές έχουν δηλωθεί ως ανταποκρινόμενες στους όρους του παρόντος πρωτοκόλλου και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ως προς την ειλικρίνεια της σχετικής δήλωσης. Στην περίπτωση προϊόντων που αποστέλλονται ταχυδρομικώς, η δήλωση αυτή μπορεί να αναγράφεται στις δηλώσεις C2/CP3 σε φύλλο χαρτιού που προσαρτάται στο εν λόγω έγγραφο.

    2. Περιστασιακές εισαγωγές και εισαγωγές αποτελούμενες αποκλειστικά από προϊόντα για προσωπική χρήση των παραληπτών και των ταξιδιωτών ή των οικογενειών τους, δεν πρέπει να θεωρούνται ως εισαγωγές με εμπορικό χαρακτήρα, εάν είναι προφανές, λόγω της φύσης και της ποσότητας των προϊόντων, ότι δεν επιδιώκεται εμπορικός σκοπός.

    3. Εξάλλου, η συνολική αξία των προαναφερθέντων προϊόντων δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ποσά σε Ecu που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 3 του πρωτοκόλλου αριθ. 4 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, στις περιπτώσεις μικροδεμάτων, και για τα προϊόντα που αποτελούν μέρος των προσωπικών αποσκευών των ταξιδιωτών.

    Άρθρο 27

    Δικαιολογητικά έγγραφα Τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 3 και στο άρθρο 21 παράγραφος 3, που χρησιμοποιούνται για να αποδείξουν ότι τα προϊόντα που καλύπτονται από πιστοποιητικό κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 ή από δήλωση τιμολογίου, μπορούν πράγματι να θεωρηθούν ως προϊόντα καταγωγής ενός από τα συμβαλλόμενα μέρη ή μιας από τις χώρες που αναφέρονται στο άρθρο 2 και πληρούν τους λοιπούς όρους του παρόντος πρωτοκόλλου, μπορούν, μεταξύ άλλων να περιέχουν τα εξής:

    α) άμεση απόδειξη των διαδικασιών παραγωγής τις οποίες εφαρμόζει ο ενδιαφερόμενος εξαγωγέας ή ο προμηθευτής για να λάβει τα οικεία εμπορεύματα, και οι οποίες περιέχονται, π.χ. στα λογιστικά του βιβλία ή στα εσωτερικά λογιστικά στοιχεία 7 β) έγγραφα τα οποία αποδεικνύουν τον χαρακτήρα καταγωγής των υλών που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή των σχετικών εμπορευμάτων και τα οποία εκδόθηκαν ή συντάχθηκαν στο συμβαλλόμενο μέρος, στο οποίο χρησιμοποιούνται τα εν λόγω έγγραφα σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία αυτού του συμβαλλόμενου μέρους 7 γ) έγγραφα τα οποία αποδεικνύουν ότι η επεξεργασία ή η μεταποίηση πραγματοποιήθηκε εντός του οικείου συμβαλλομένου μέρους με ύλες που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή των σχετικών εμπορευμάτων και τα οποία εκδόθηκαν ή συντάχθηκαν στο συμβαλλόμενο μέρος, στο οποίο χρησιμοποιούνται τα εν λόγω έγγραφα σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία αυτού του συμβαλλόμενου μέρους 7 δ) πιστοποιητικά κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 ή δηλώσεις τιμολογίου, που αποδεικνύουν τον χαρακτήρα καταγωγής των υλών που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή των σχετικών εμπορευμάτων, τα οποία εκδόθηκαν ή συντάχθηκαν σε ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη ή σε μια από τις χώρες που αναφέρονται στο άρθρο 2, σύμφωνα με το πρωτόκολλο αριθ. 3 των διμερών συμφωνιών μεταξύ της Κοινότητας και της Αυστρίας, της Φινλανδίας, της Νορβηγίας, της Ελβετίας και της Σουηδίας, ή το παράρτημα B της σύμβασης ΕΖΕΣ 7 ε) κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την πραγματοποιηθείσα εκτός των εδαφών των συμβαλλομένων μερών επεξεργασία ή μεταποίηση σύμφωνα με το άρθρο 11, που αποδεικνύουν ότι εκπληρώθηκαν οι όροι του άρθρου αυτού.

    Άρθρο 28

    Φύλαξη των αποδεικτικών καταγωγής και των δικαιολογητικών εγγράφων 1. Ο εξαγωγέας, που υποβάλλει αίτηση για την έκδοση πιστοποιητικού κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1, υποχρεούται να φυλάσσει επί δύο τουλάχιστον έτη τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 3.

    2. Ο εξαγωγέας που συντάσσει δήλωση τιμολογίου υποχρεούται να φυλάσσει επί δύο τουλάχιστον έτη αντίγραφο της εν λόγω δήλωσης τιμολογίου, καθώς και τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 21 παράγραφος 3.

    3. Οι τελωνειακές αρχές της χώρας εξαγωγής που εκδίδουν πιστοποιητικό κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 υποχρεούνται να φυλάσσουν επί δύο τουλάχιστον έτη την αίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 17 παράγραφος 2.

    4. Οι τελωνειακές αρχές της χώρας εισαγωγής υποχρεούνται να φυλάσσουν επί δύο τουλάχιστον έτη τα πιστοποιητικά κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 και τις δηλώσεις τιμολογίου που κατατίθενται σ' αυτές.

    Άρθρο 29

    Διαφορές και λάθη εκτύπωσης 1. Η διαπίστωση μικροδιαφορών μεταξύ των στοιχείων που αναφέρονται στο πιστοποιητικό κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 ή στη δήλωση τιμολογίου και εκείνων που περιλαμβάνονται στα έγγραφα που κατατίθενται στο τελωνείο για τη διεκπεραίωση των διατυπώσεων εισαγωγής των προϊόντων, δεν συνεπάγεται ipso facto την ακυρότητα του πιστοποιητικού κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 ή της δήλωσης τιμολογίου, εάν αποδειχθεί δεόντως ότι αυτό το έγγραφο πράγματι αντιστοιχεί στα προσκομισθέντα προϊόντα.

    2. Εμφανή λάθη εκτύπωσης, όπως τα τυπογραφικά λάθη στο πιστοποιητικό κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 ή στη δήλωση τιμολογίου, δεν πρέπει να συνεπάγονται την απόρριψη του συγκεκριμένου εγγράφου, αν τα σφάλματα αυτά δεν είναι τέτοια που να δημιουργούν αμφιβολίες ως προς την ορθότητα των στοιχείων του σχετικού εγγράφου.

    Άρθρο 30

    Ποσά εκφρασμένα σε Ecu Τα ποσά που εκφράζονται σε Ecu ή στο εθνικό νόμισμα της χώρας εξαγωγής εφαρμόζονται κατ' εφαρμογή του άρθρου 31 του πρωτοκόλλου 4 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

    ΤΙΤΛΟΣ VI ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ

    Άρθρο 31

    Αμοιβαία συνδρομή Τα συμβαλλόμενα μέρη, για να εξασφαλίσουν την ορθή εφαρμογή του παρόντος πρωτοκόλλου, πρέπει να παρέχουν αμοιβαία συνδρομή, μέσω των αρμόδιων τελωνειακών τους υπηρεσιών, κατά τον έλεγχο της γνησιότητας των πιστοποιητικών κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 ή των δηλώσεων τιμολογίου και της ακρίβειας των πληροφοριών που περιέχονται σε αυτά τα έγγραφα.

    Άρθρο 32

    Έλεγχος των αποδεικτικών καταγωγής 1. Ο μεταγενέστερος έλεγχος των πιστοποιητικών κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 και των δηλώσεων τιμολογίου πρέπει να διενεργείται δειγματοληπτικά ή κάθε φορά που οι τελωνειακές αρχές της χώρας εισαγωγής έχουν βάσιμες αμφιβολίες ως προς τη γνησιότητα τέτοιων εγγράφων το χαρακτήρα καταγωγής των σχετικών προϊόντων ή την εκπλήρωση των άλλων όρων του παρόντος πρωτοκόλλου.

    2. Για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 1, οι τελωνειακές αρχές της χώρας εισαγωγής πρέπει να επιστρέφουν το πιστοποιητικό κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 και το τιμολόγιο, εφόσον αυτό έχει υποβληθεί, ή τη δήλωση τιμολογίου, ή το αντίγραφο αυτών των εγγράφων, στις τελωνειακές αρχές της χώρας εξαγωγής, αναφέροντας, όπου κρίνεται σκόπιμο, τους τυπικούς ή ουσιαστικούς λόγους έρευνας.

    Πρέπει να διαβιβάζουν, προς υποστήριξη της αίτησης για μεταγενέστερο έλεγχο, όλα τα έγγραφα και όλες τις πληροφορίες που έχουν συλλέξει και οι οποίες δημιουργούν την υπόνοια ότι οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο πιστοποιητικό κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 ή στη δήλωση τιμολογίου είναι ανακριβείς.

    3. Ο έλεγχος διενεργείται από τις τελωνειακές αρχές της χώρας εξαγωγής. Για το σκοπό αυτό, αυτές έχουν το δικαίωμα να ζητούν την προσκόμιση κάθε αποδεικτικού στοιχείου και να διενεργούν ελέγχους των λογιστικών βιβλίων του εξαγωγέα καθώς και οποιονδήποτε άλλο έλεγχο κρίνουν αναγκαίο.

    4. Αν οι τελωνειακές αρχές της χώρας εισαγωγής αποφασίσουν να αναστείλουν την προτιμησιακή μεταχείριση για τα συγκεκριμένα προϊόντα, εν αναμονή των αποτελεσμάτων του ελέγχου, πρέπει να επιτρέψουν στον εισαγωγέα να παραλάβει τα προϊόντα υπό τον όρο επιβολής των προληπτικών μέτρων που κρίνονται απαραίτητα.

    5. Οι τελωνειακές αρχές που ζητούν τη διενέργεια του ελέγχου πρέπει να ενημερώνονται για τα αποτελέσματα του ελέγχου, το συντομότερο δυνατόν. Τα εν λόγω αποτελέσματα πρέπει να καθιστούν δυνατή τη διαπίστωση ότι τα έγγραφα είναι γνήσια και ότι τα σχετικά προϊόντα μπορούν πράγματι να θεωρηθούν ως προϊόντα καταγωγής ενός από τα συμβαλλόμενα μέρη ή μιας από τις χώρες που αναφέρονται στο άρθρο 2 και πληρούν τους λοιπούς όρους του παρόντος πρωτοκόλλου.

    Άρθρο 33

    Διακανονισμός διαφορών Όταν προκύπτουν διαφορές σε σχέση με τις διαδικασίες ελέγχου του άρθρου 32, οι οποίες δεν μπορούν να ρυθμιστούν μεταξύ των τελωνειακών αρχών που ζητούν τον έλεγχο και των τελωνειακών αρχών που είναι υπεύθυνες για τη διενέργειά του ή όταν δημιουργούνται προβλήματα ως προς την ερμηνεία του παρόντος πρωτοκόλλου, αυτά υποβάλλονται προς εξέταση στην τελωνειακή επιτροπή.

    Άρθρο 34

    Κυρώσεις Επιβάλλονται κυρώσεις σε κάθε πρόσωπο το οποίο συντάσσει ή προκαλεί τη σύνταξη εγγράφου το οποίο περιέχει εσφαλμένες πληροφορίες, με σκοπό την επίτευξη προτιμησιακής μεταχείρησης για τα προϊόντα.

    ΤΙΤΛΟΣ VII ΘΕΟΥΤΑ ΚΑΙ ΜΕΛΙΛΙΑ

    Άρθρο 35

    Διατάξεις που ισχύουν για τη Θέουτα και τη Μελίλια 1. Ο όρος «Κοινότητα» που χρησιμοποιείται στο παρόν πρωτόκολλο δεν καλύπτει τη Θέουτα και τη Μελίλια. Οι όροι «προϊόντα καταγωγής Κοινότητας» δεν καλύπτουν τα προϊόντα που κατάγονται από τη Θέουτα και Μελίλια.

    2. Για την εφαρμογή των διατάξεων του πρόσθετου πρωτοκόλλου για τα προϊόντα που κατάγονται από τη Θέουτα και τη Μελίλια, το παρόν πρωτόκολλο εφαρμόζεται, mutatis mutandis, με την επιφύλαξη των ειδικών όρων που καθορίζονται στο άρθρο 36.

    Άρθρο 36

    Ειδικοί όροι 1. Τα ακόλουθα θεωρούνται ως:

    α) Προϊόντα καταγωγής Θέουτας και Μελίλιας:

    i) προϊόντα που έχουν ληφθεί πλήρως στη Θέουτα και τη Μελίλια 7 ii) προϊόντα που έχουν ληφθεί στη Θέουτα και τη Μελίλια, τα οποία ενσωματώνουν ύλες οι οποίες δεν έχουν ληφθεί εξ ολοκλήρου εκεί, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω ύλες έχουν αποτελέσει αντικείμενο επαρκούς επεξεργασίας ή μεταποίησης στη Θέουτα και τη Μελίλια. Ο όρος αυτός δεν ισχύει, όμως, ως προς τις ύλες καταγωγής ενός από τα συμβαλλόμενα μέρη ή μιας από τις χώρες που αναφέρονται στο άρθρο 2, κατά την έννοια του παρόντος πρωτοκόλλου 7 β) προϊόντα καταγωγής Ισλανδίας:

    i) προϊόντα που έχουν ληφθεί πλήρως στην Ισλανδία 7 ii) προϊόντα που έχουν ληφθεί στην Ισλανδία, τα οποία ενσωματώνουν ύλες οι οποίες δεν έχουν ληφθεί εξ ολοκλήρου εκεί, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω ύλες έχουν αποτελέσει αντικείμενο επαρκούς επεξεργασίας ή μεταποίησης στην Ισλανδία. Ο όρος αυτός δεν ισχύει, όμως, ως προς τις ύλες καταγωγής Θέουτας και Μελίλιας, ενός από τα συμβαλλόμενα μέρη ή μιας από τις χώρες που αναφέρονται στο άρθρο 2, κατά την έννοια του παρόντος πρωτοκόλλου.

    2. Η Θέουτα και η Μελίλια θεωρούνται ως ένα και μόνον έδαφος.

    3. Όταν ένα αποδεικτικό καταγωγής, που εκδίδεται ή συντάσσεται σύμφωνα με το παρόν πρωτόκολλο, αφορά προϊόντα που κατάγονται από τη Θέουτα και τη Μελίλια, ο εξαγωγέας πρέπει να τα υποδεικνύει σαφώς με το σύμβολο «CM».

    Όταν πρόκειται για πιστοποιητικό κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1, το σύμβολο αυτό πρέπει να τίθεται στο πλαίσιο 4 του πιστοποιητικού.

    Όταν πρόκειται για δήλωση τιμολογίου, το σύμβολο αυτό πρέπει να τίθεται στο έγγραφο επί του οποίου γίνεται η δήλωση.

    4. Οι ισπανικές τελωνειακές αρχές φέρουν την ευθύνη για την εφαρμογή του παρόντος πρωτοκόλλου στη Θέουτα και τη Μελίλια.

    5. Το άρθρο 15 δεν εφαρμόζεται στο εμπόριο μεταξύ της Θέουτας και της Μελίλιας αφενός, και της Ισλανδίας, αφετέρου.

    ΤΙΤΛΟΣ VII ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

    Άρθρο 37

    Τροποποιήσεις του πρωτοκόλλου Η Μεικτή Επιτροπή μπορεί να αποφασίζει την τροποποίηση διατάξεων του παρόντος πρωτοκόλλου.

    Προσάρτημα I

    ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΙΝΑΚΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑΤΟΣ II

    Σημείωση 1:

    Ο πίνακας αναφέρει, για όλα τα σχετικά προϊόντα, τους όρους που απαιτούνται για να θεωρηθούν αυτά επαρκώς επεξεργασθέντα ή μεταποιηθέντα κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 του παρόντος πρωτοκόλλου.

    Σημείωση 2:

    2.1. Στις δύο πρώτες στήλες του καταλόγου περιγράφεται το παραγόμενο προϊόν. Η πρώτη στήλη αναφέρει τον αριθμό της κλάσης ή τον αριθμό του κεφαλαίου που χρησιμοποιείται στο εναρμονισμένο σύστημα και η δεύτερη στήλη την περιγραφή των εμπορευμάτων που χρησιμοποιείται στο εν λόγω σύστημα για τη συγκεκριμένη κλάση ή κεφάλαιο. Για κάθε ένδειξη που περιλαμβάνεται στις δύο πρώτες στήλες παρέχεται ένας κανόνας στις στήλες 3 ή 4. Όταν, σε ορισμένες περιπτώσεις, του αριθμού της πρώτης στήλης προηγείται η ένδειξη «ex», αυτό σημαίνει ότι οι κανόνες στις στήλες 3 ή 4 εφαρμόζονται μόνο για το τμήμα της κλάσης ή του κεφαλαίου όπως περιγράφεται στη στήλη 2.

    2.2. Όταν περισσότεροι κωδικοί κλάσεων συγκεντρώνονται στη στήλη 1 ή όταν αναφέρεται στη στήλη αυτή ένας αριθμός κεφαλαίου και, κατά συνέπεια, τα προϊόντα που περιλαμβάνονται στη στήλη 2 περιγράφονται με γενικούς όρους, οι σχετικοί κανόνες που αναφέρονται στις στήλες 3 ή 4 εφαρμόζονται σε όλα τα προϊόντα τα οποία, στο πλαίσιο του εναρμονισμένου συστήματος, κατατάσσονται στις διάφορες κλάσεις του εν λόγω κεφαλαίου ή σε οποιαδήποτε από τις κλάσεις που εμφανίζονται μαζί στη στήλη 1.

    2.3. Όταν υπάρχουν διάφοροι κανόνες στον πίνακα που εφαρμόζονται σε διάφορα προϊόντα της ίδιας κλάσης, κάθε εδάφιο περιέχει την περιγραφή εκείνου του τμήματος της κλάσης που καλύπτεται από τους κανόνες που αναφέρονται παραπλεύρως στις στήλες 3 ή 4.

    2.4. Όταν για κάποιο στοιχείο στις δύο πρώτες στήλες παρέχεται κανόνας και στις δύο στήλες 3 και 4, ο εξαγωγέας μπορεί να επιλέγει, ως εναλλακτική λύση, να εφαρμόζει είτε τον κανόνα που παρέχεται στη στήλη 3 είτε εκείνον που παρέχεται στη στήλη 4. Αν δεν παρέχεται κανόνας καταγωγής στη στήλη 4, εφαρμόζεται ο κανόνας που παρέχεται στη στήλη 3.

    Σημείωση 3:

    3.1. Οι διατάξεις του άρθρου 4 παράγραφος 1 του παρόντος πρωτοκόλλου, που αφορούν προϊόντα τα οποία έχουν αποκτήσει την ιδιότητα του προϊόντος καταγωγής και χρησιμοποιούνται για την κατασκευή άλλων προϊόντων, ισχύουν ανεξάρτητα από το αν η εν λόγω ιδιότητα αποκτήθηκε στο εργαστάσιο όπου χρησιμοποιούνται τα εν λόγω προϊόντα ή σε άλλο εργαστάσιο στην ίδια χώρα ή σε άλλη χώρα που αναφέρεται στο άρθρο 2 του παρόντος πρωτοκόλλου.

    3.2. Ο κανόνας που αναφέρεται στον πίνακα καθορίζει την ελάχιστη βαθμίδα επεξεργασίας ή μεταποίησης που απαιτείται. Συνεπώς, περαιτέρω επεξεργασίες ή μεταποιήσεις προσδίδουν επίσης την ιδιότητα του προϊόντος καταγωγής. Αντιθέτως, υποδεέστερες επεξεργασίες ή μεταποιήσεις δεν προσδίδουν το χαρακτήρα καταγωγής. Δηλαδή, αν ένας κανόνας προβλέπει ότι είναι δυνατό να χρησιμοποιούνται μη καταγόμενες ύλες που βρίσκονται σε ένα καθορισμένο στάδιο επεξεργασίας, η χρησιμοποίηση τέτοιων υλών που βρίσκονται σε προγενέστερο στάδιο επεξεργασίας επιτρέπεται επίσης, ενώ η χρησιμοποίηση τέτοιων υλών που βρίσκονται σε μεταγενέστερο στάδιο επεξεργασίας, δεν επιτρέπεται.

    3.3. Όταν ένας κανόνας του πίνακα ορίζει ότι κάποιο προϊόν μπορεί να κατασκευασθεί από περισσότερες από μία ύλες, αυτό σημαίνει ότι είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν μία ή περισσότερες ύλες. Δεν απαιτείται, προφανώς, να χρησιμοποιηθούν ταυτόχρονα όλες οι ύλες.

    3.4. Όταν ένας κανόνας του πίνακα προβλέπει ότι κάποιο προϊόν πρέπει να έχει κατασκευαστεί από μία συγκεκριμένη ύλη, ο όρος αυτός δεν αποκλείει, προφανώς, τη χρησιμοποίηση άλλων υλών, οι οποίες, λόγω της ίδιας της φύσης τους, δεν είναι δυνατόν να πληρούν τον κανόνα.

    Αυτό δεν ισχύει, όμως, για προϊόντα τα οποία, αν και δεν είναι δυνατό να κατασκευαστούν από τη συγκεκριμένη ύλη που ορίζεται στον πίνακα, είναι δυνατό να παραχθούν από ύλη της ιδίας φύσης σε προγενέστερο στάδιο κατασκευής.

    3.5. Εάν προβλέπονται, σε κανόνα του πίνακα, δύο ποσοστά για τη μέγιστη αξία των μη καταγομένων υλών που είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν, τα ποσοστά αυτά δεν μπορούν να προστεθούν. Επομένως, η μέγιστη αξία όλων των μη καταγόμενων υλών που χρησιμοποιούνται, δεν μπορεί ποτέ να υπερβαίνει το υψηλότερο από τα εν λόγω ποσοστά. Εννοείται ότι δεν πρέπει να γίνεται υπέρβαση των ειδικών ποσοστών τα οποία προβλέπονται για ορισμένες ύλες.

    Προσάρτημα II

    ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΩΝ Ή ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΩΝ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΕΝΕΡΓΗΘΟΥΝ ΣΕ ΜΗ ΚΑΤΑΓΟΜΕΝΕΣ ΥΛΕΣ ΩΣΤΕ ΤΟ ΠΑΡΑΓΟΜΕΝΟ ΠΡΟΪΟΝ ΝΑ ΜΠΟΡΕΣΕΙ ΝΑ ΛΑΒΕΙ ΤΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ

    >ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

    Προσάρτημα III

    ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ EUR.1 ΚΑΙ ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ EUR.1

    Οδηγίες εκτύπωσης

    1. Το πιστοποιητικό έχει διαστάσεις 210 Χ 297 mm, με μέγιστη ανοχή ως προς το μήκος + 8 mm/− 5 mm. Το χαρτί πρέπει να είναι λευκού χρώματος χωρίς μηχανικούς πολτούς, επεξεργασμένο για γραφή, και βάρους τουλάχιστον 25 g/m². Φέρει τυπωμένη διαγράμμιση πράσινου χρώματος η οποία αποκαλύπτει κάθε παραποίηση με μηχανικά ή χημικά μέσα.

    2. Οι δημόσιες αρχές των κρατών μελών των ΕΚ και της Ισλανδίας μπορούν να διατηρήσουν την αποκλειστικότητα της εκτύπωσης των πιστοποιητικών ή να την αναθέσουν σε εγκεκριμένα τυπογραφεία. Στη δεύτερη περίπτωση, σε κάθε πιστοποιητικό υπάρχει μνεία της έγκρισης αυτής. Επιπλέον, κάθε πιστοποιητικό φέρει το όνομα και τη διεύθυνση του τυπογράφου ή σήμα που επιτρέπει την αναγνώριση του τελευταίου. Φέρει, επίσης, αύξοντα αριθμό, τυπωμένο ή μη, για την αναγνώριση του πιστοποιητικού.

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΦΗΛΜ>

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΦΗΛΜ>

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΦΗΛΜ>

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΦΗΛΜ>

    Προσάρτημα IV

    ΔΗΛΩΣΗ ΤΙΜΟΛΟΓΙΟΥ

    Η δήλωση τιμολογίου, το κείμενο της οποίας παρατίθεται κατωτέρω, πρέπει να συντάσσεται σύμφωνα με τις υποσημειώσεις. Ωστόσο, οι υποσημειώσεις δεν χρειάζεται να επαναλαμβάνονται.

    Ελληνικό κείμενο

    Ο εξαγωγέας των προϊόντων που καλύπτονται από το παρόν έγγραφο [άδεια τελωνείου αριθ. . . . (1)] δηλώνει ότι, εκτός εάν δηλώνεται σαφώς άλλως, τα προϊόντα αυτά είναι προτιμησιακής καταγωγής . . . (2α) (3).

    Ισπανικό κείμενο

    El exportador de los productos incluidos en el presente documento [autorizaciσn aduanera n° . . . (1)] declara que, salvo indicaciσn en sentido contrario, estos productos gozan de un origen preferencial . . . (2β) (3).

    Δανικό κείμενο

    Eksportψren af varer, der er omfattet af nζrvζrende dokument [toldmyndighedernes tilladelse nr.. . . (1)], erklζrer, at varerne, medmindre andet tydeligt er angivet, har prζferenceoprindelse i . . . (2γ) (3).

    Γερμανικό κείμενο

    Der Ausfόhrer [Ermδchtigter Ausfόhrer; Bewilligungs-Nr. . . . (1)] der Waren, auf die sich dieses Handelspapier bezieht, erklδrt, daί diese Waren, soweit nicht anders angegeben, prδferenzbegόnstigte Ursprungswaren . . . sind(2δ) (3).

    Αγγλικό κείμενο

    The exporter of the products covered by this document [customs authorization No . . . (1)] declares that, except where otherwise clearly indicated, these products are of . . . (2ε) preferential origin (3).

    Γαλλικό κείμενο

    L'exportateur des produits couverts per le prιsent document [autorisation douaniθre n° . . . (1)] dιclare que, sauf indication claire du contraire, ces produits ont l'origine prιfιrentielle . . . (2ζ) (3).

    Ιταλικό κείμενο

    L'esportatore delle merci contemplate nel presente documento [autorizzazione doganale n. . . . (1)] dichiara che, salvo indicazione contraria, le merci sono di origine preferenziale . . . (2γ) (3).

    Ολλανδικό κείμενο

    De exporteur van de goederen waarop dit document van toepassing is [douanevergunning nr. . . . (1)], verklaart dat, behoudens uitdrukkelijke andersluidende vermelding, deze goederen van preferentiλle . . . (2θ) oorsprong zijn (3).

    Πορτογαλικό κείμενο

    O abaixo assinado, exportador dos produtos cobertos pelo presente documento [autorizaηγo aduaneira nΊ . . . (1)], declara que, salvo expressamente indicado em contrαrio, estes produtos sγo de origem preferencial . . . (2ι) (3).

    Ισλανδικό κείμενο

    Ϊtflytjandi framlei ssluvara sem skjal letta tekur til [leyfi tollyfirvalda nr. . . . (1)] l´ysir lvν yfir a s vφrurnar sιu, ef annars er ekki greinilega getid, eru laer af . . . (2k) frνdindauppruna (3).

    Νορβηγικό κείμενο

    Eksportψren av produktene omfattet av dette dokument [tollmyndighetenes autorisasjonsnr. . . . (1)] erklζrer at disse produktene, unntatt hvor annet er tydelig angitt, har . . . (2λ) preferanseopprinnelse (3).

    Φινλανδικό κείμενο

    Tδssδ asiakirjassa mainittujen tuotteiden viejδ [tullin lupanumero . . . (1)] ilmoittaa, ettδ nδmδ tuotteet ovat, ellei toisin ole selvδsti merkitty, etuuskohteluun oikeuttavaa . . . (2μ) alkuperδδ (3).

    Σουηδικό κείμενο

    Exportφren av de varor som omfattas av detta dokument [tullmyndighetens tillstδnd nr. . . . (1)] fφrsδkrar att dessa varor, om inte annat tydligt markerats, har fφrmεnsberδttigande ursprung i . . . (2ν) (3).

    . (4) (τόπος και ημερομηνία) . (5) (υπογραφή του εξαγωγέα καθώς και ευκρινής αναγραφή του ονόματος του υπογράφοντος τη δήλωση)

    (1) Όταν η δήλωση τιμολογίου συντάσσεται από εγκεκριμένο εξαγωγέα κατά την έννοια του άρθρου 22 του πρωτοκόλλου, ο αριθμός αδείας του εγκεκριμένου εξαγωγέα πρέπει να αναγράφεται σ' αυτή τη θέση. Όταν η δήλωση τιμολογίου δεν συντάσσεται από εγκεκριμένο εξαγωγέα, είναι δυνατό να παραλείπονται οι λέξεις που περιέχονται στις αγκύλες ή να παραμένει ο χώρος κενός.

    (2) α: ΕΚ, Αυστρίας, Ισλανδίας, Φινλανδίας, Νορβηγίας, Σουηδίας, Ελβετίας β: CE, Austriaco, Islandιs, Finlandιs, Noruego, Sueco, Suizo γ: EF, Ψstrig, Island, Finland, Norge, Sverige, Schweiz, δ: EG-, finnische, islδndische, norwegische, φsterreichische, schwedische, schweizerische ε: EC, Austrian, Icelandic, Finnish, Norwegian, Swedish, Swiss ζ: CE, autrichienne, islandaise, finlandaise, norvιgienne, suιdoise, suisse η: CE, austriaca, islandese, finlandese, norvegese, svedese, svizzera θ: EG, Oostenrijkse, IJslandse, Finse, Noorse, Zweedse, Zwitserse ι: CE, austrνaca, islandκsa, finlandκsa, norueguκsa, sueca, suνca κ: EB, austurriskum, islenskum, finnskum, norskum, sζnskum, svissneskum λ: EF, ψsterriksk, islandsk, finsk, norsk, svensk, sveitsisk μ: EY-alkuperδδ tai itδvaltalaista, islantilaista, suomalaista, norjalaista, ruotsalaista tai sveitsilδistδ ν: EG, Φsterrike, Island, Finland, Norge, Sverige, Schweiz (3) Όταν το έγγραφο επί του οποίου συντάσσεται η δήλωση αφορά, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, προϊόντα καταγόμενα από τη Θεούτα και τη Μελίλια κατά την έννοια του άρθρου 35 του πρωτοκόλλου, ο εξαγωγέας πρέπει να το αναφέρει σαφώς στο έγγραφο επί του οποίου συντάσσεται η δήλωση, με το σύμβολο «CM».

    (4) Οι ενδείξεις αυτές είναι δυνατό να παραλείπονται αν η πληροφορία αυτή περιέχεται στο ίδιο το έγγραφο.

    (5) Βλ. άρθρο 21 παράγραφος 5 του πρωτοκόλλου. Στις περιπτώσεις που δεν ζητείται από τον εξαγωγέα να υπογράψει, η εξαίρεση από την υποχρέωση υπογραφής συνεπάγεται επίσης την εξαίρεση από την υποχρέωση αναγραφής του ονόματος του υπογράφοντος.

    ΚΟΙΝΗ ΔΗΛΩΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ Ή ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΕΓΓΡΑΦΩΝ ΠΟΥ ΣΥΝΔΕΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ

    α) Επί δύο έτη μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης, οι αρμόδιες τελωνειακές αρχές των συμβαλλομένων μερών αποδέχονται ως έγκυρο αποδεικτικό καταγωγής, κατά την έννοια της συμφωνίας, τα εξής έγγραφα, που αναφέρονται στο άρθρο 13 του προηγούμενου πρωτοκόλλου αριθ. 3, όπως περιλαμβανόταν στην απόφαση 1/88 της Μεικτής Επιτροπής:

    i) πιστοποιητικά κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 στα οποία συμπεριλαμβάνονται πιστοποιητικά LT μακροπρόθεσμης ισχύος, που φέρουν ήδη τη σφραγίδα του αρμοδίου τελωνείου του κράτους εξαγωγής 7 ii) πιστοποιητικά κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 στα οποία συμπεριλαμβάνονται πιστοποιητικά LT, μακροπρόθεσμης ισχύος, που φέρουν ήδη ειδική σφραγίδα εγκεκριμένου εξαγωγέα που έχει εγκριθεί από τις τελωνειακές αρχές του κράτους εξαγωγής και iii) τιμολόγια που αφορούν πιστοποιητικά LT μακροπρόθεσμης ισχύος β) Επί έξι μήνες μετά την έναρξη ισχύος της απόφασης, οι αρμόδιες τελωνειακές αρχές των συμβαλλομένων μερών αποδέχονται ως έγκυρο αποδεικτικό καταγωγής, κατά την έννοια της συμφωνίας, τα εξής έγγραφα, που αναφέρονται στο άρθρο 8 του προηγούμενου πρωτοκόλλου αριθ. 3, όπως περιλαμβανόταν στην απόφαση 1/88 της Μεικτής Επιτροπής:

    i) τιμολόγια που φέρουν δήλωση του εξαγωγέα, όπως φαίνεται στο παράρτημα V του προηγούμενου πρωτοκόλλου αριθ. 3, όπως περιλαμβανόταν στην απόφαση 1/88 της Μεικτής Επιτροπής, που καταρτίζονται σύμφωνα με το άρθρο 13 του πρωτοκόλλου αυτού και ii) τιμολόγια που φέρουν δήλωση του εξαγωγέα, όπως φαίνεται στο παράρτημα V το προηγούμενου πρωτοκόλλου αριθ. 3, όπως περιλαμβανόταν στην απόφαση 1/88 της Μεικτής Επιτροπής, που καταρτίζονται από κάθε εξαγωγέα.

    γ) Αιτήσεις για επακόλουθο έλεγχο των εγγράφων που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) γίνονται δεκτές από τις αρμόδιες τελωνειακές αρχές των συμβαλλομένων μερών για περίοδο δύο ετών, μετά την έκδοση και σύνταξη του σχετικού αποδεικτικού καταγωγής. Αυτοί οι έλεγχοι πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του τίτλου VI του παρόντος πρωτοκόλλου.

    Top