Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61988CJ0049

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 27ης Ιουνίου 1991.
    Al-Jubail Fertilizer Company (Samad) και Saudi Arabian Fertilizer Company (Safco) κατά Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Προσφυγή ακυρώσεως του κανονισμού (ΕΟΚ) 3339/87 του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 1987, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ουρίας καταγωγής Λιβύης και Σαουδικής Αραβίας.
    Υπόθεση C-49/88.

    Συλλογή της Νομολογίας 1991 I-03187

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1991:276

    ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

    στην υπόθεση C-49/88 ( *1 )

    Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

    1.

    Τον Ιούλιο του 1986, υπεβλήθη στην Επιτροπή καταγγελία από τη CMC-Engrais ( Comité « marché commun » de l'industrie des engrais azotés et phosphatés, Επιτροπή « Κοινή Αγορά » της βιομηχανίας αζωτούχων και φωσφορικών λιπασμάτων ), εξ ονόματος παραγωγών ουρίας που αντιπροσωπεύουν όλοι μαζί σχεδόν το σύνολο της κοινοτικής παραγωγής του εν λόγω προϊόντος. Η καταγγελία περιείχε αποδεικτικά στοιχεία ως προς την ύπαρξη πρακτικών ντάμπινγκ και σημαντικής ζημίας οφειλόμενης σ' αυτές, τα οποία θεωρήθηκαν ως επαρκή, ώστε να δικαιολογείται η έναρξη διαδικασίας.

    2.

    Το προϊόν που υποτίθεται ότι αποτελεί το αντικείμενο πρακτικών ντάμπινγκ είναι μία ένωση αζώτου της ομάδας των « αμιδίων » με τον χημικό τύπο CO(NH2)2 Είναι προϊόν συνθέσεως προερχόμενο από την ένωση αμμωνίας και ανθρακικού οξέος. Η περιεκτικότητα του σε άζωτο ανέρχεται γενικώς στο 45 έως 46 %. Υφίσταται συνήθως υπό τη μορφή κόκκων και μερικές φορές σε υγρή κατάσταση. Η ουρία χρησιμοποιείται κυρίως ως αζωτούχο λίπασμα. Το προϊόν υπάγεται στις δασμολογικές διακρίσεις ex-31.02 Β και ex-31.02 Γ του Κοινού Δασμολογίου και αντιστοιχεί στους κωδικούς Nimexe ex-31.02-15 και ex-31.02-80.

    3.

    Στις 11 Οκτωβρίου 1986, η Επιτροπή κίνησε διαδικασία αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές, στην Κοινότητα, ουρίας καταγωγής Τσεχοσλοβακίας, Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Κουβέιτ, Λιβύης, Σαουδικής Αραβίας, Σοβιετικής Ενώσεως, Τρινιτάντ και Τομπάγκο, Γιουγκοσλαβίας ( ΕΕ 1986, C 254, σ. 3).

    4.

    Στις 8 Μαΐου 1987, η Επιτροπή εξέδωσε κανονισμό για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ουρίας καταγωγής Σαουδικής Αραβίας ( ΕΕ 1987, L 121, σ. 11). Ο προσωρινός δασμός αντιντάμπινγκ ήταν « ίσος προς το ποσό κατά το οποίο η καθαρή τιμή ανά τόννο “ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας”, πριν από την επιβολή του δασμού, ήταν μικρότερη από 133 ECU ».

    5.

    Στις 4 Νοεμβρίου 1987, το Συμβούλιο εξέδωσε κανονισμό για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ ανερχομένου στο 40 % επί των εισαγωγών ουρίας καταγωγής Σαουδικής Αραβίας ( ΕΕ 1987, L 317 σ. 1 ).

    II — Έγγραφη διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

    Η προσφυγή της Al-Juball Fertilizer Company (στο εξής: SAMAD) και της Saudi Arabian Fertilizer Company ( στο εξής: Safco ) πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 16 Φεβρουαρίου 1988.

    Με Διάταξη της 8ης Ιουνίου 1988, το Δικαστήριο δέχθηκε την παρέμβαση της Επιτροπής στην υπόθεση C-49/88, προς στήριξη των αιτημάτων του καθού.

    Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων και να αναθέσει την υπόθεση στο έκτο τμήμα.

    Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Δικαστήριο:

    1)

    να ακυρώσει το άρθρο 1 του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 3339/87, καθόσον επιβάλλει δασμό αντιντάμπινγκ εις βάρος των προσφευγουσών·

    2)

    να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

    Το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

    1)

    να απορρίψει την προσφυγή·

    2)

    να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

    Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

    1)

    να κάνει δεκτά τα αιτήματα του Συμβουλίου·

    2)

    να απορρίψει την προσφυγή

    3)

    να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της παρούσας παρέμβασης.

    II — Ισχυρισμοί και επιχειρήματα των διαδίκων

    Περί των εγγυήσεων της διαδικασίας

    1.

    Οι προσφεύγουσες αναφέρουν, καταρχάς, ότι η Al-Jubail Fertilizer Company ( SAMAD ) και η Saudi Arabian Fertilizer Company (Safco) κατασκευάζουν ουρία στη Σαουδική Αραβία. Αμφότερες οι εταιρίες είναι joint-ventures με κοινό μέτοχο, τη Saudi Basic Industries Corporation ( Sabie ), εταιρία συσταθείσα το 1976 από τη Σαουδική Κυβέρνηση προκειμένου να δημιουργηθούν βασικές βιομηχανίες που να χρησιμοποιούν και να βελτιώνουν τους φυσικούς πόρους του βασιλείου. Πέραν της παραγωγικής της δραστηριότητας, η Safco ενεργεί ως πράκτορας της SAMAD για τις πωλήσεις στη Σαουδική Αραβία και σε μερικές άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της ΕΟΚ. Η ουρία που κατασκευάζεται από τη Safco ποτέ δεν εξήχθη, κατ' αυτές, προς την ΕΟΚ.

    Οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι η ανακοίνωση των πληροφοριών ήταν ανεπαρκής ώστε να καταστεί σ' αυτές δυνατή η άσκηση των δικαιωμάτων τους. Λόγω της ανεπάρκειας των ανακοινωθεισών πληροφοριών, δεν ήταν σε θέση να εκτιμήσουν πλήρως τη βάση των συμπερασμάτων, στα οποία κατέληξαν τα κοινοτικά όργανα στο πλαίσιο της έρευνας αυτής. Συνεπώς, θεωρούν ότι δεν μπόρεσαν να ασκήσουν το δικαίωμα ακροάσεως τους.

    Οι προσφεύγουσες υπενθυμίζουν ότι ζήτησαν προφορικά, κατ' επανάληψη πριν από την επιβολή των προσωρινών δασμών αντιντάμπινγκ, την ανακοίνωση των ερεισμάτων βάσει των οποίων η Επιτροπή σκεφτόταν να ενεργήσει. Το αίτημα αυτό επανελήφθη εγγράφως στις 20 Μαρτίου 1987. Το έγγραφο αυτό ανέφερε ότι μερικοί εισαγωγείς είχαν πληροφορηθεί ότι η ΕΟΚ σκεφτόταν να επιβάλει τους υψηλότερους δασμούς αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές καταγωγής Σαουδικής Αραβίας και υπογράμμιζε ότι, λαμβάνοντας υπόψη τα σχετικά επίπεδα τιμών της ουρίας καταγωγής διαφόρων χωρών εξαγωγέων, αυτό θα αποτελούσε πρόδηλο σφάλμα. Το έγγραφο αυτό ανέφερε επίσης ότι η άρνηση ανακοινώσεως των πληροφοριών στις προσφεύγουσες δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί λόγω του επείγοντος χαρακτήρα, εφόσον δεν είχαν υπάρξει εξαγωγές καταγωγής Σαουδικής Αραβίας προς την ΕΟΚ κατά τη διάρκεια σχεδόν 10 μηνών.

    Οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι στερήθηκαν του δικαιώματος της ακροάσεως όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα ειδικά ερωτήματα.

    α)

    Καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, υποστήριξαν την άποψη τους, στηριζόμενες στις στατιστικές εισαγωγών της ΕΟΚ και στα στοιχεία που απορρέουν από τον φάκελο της Επιτροπής, κατά τον οποίο τα επίπεδα τιμών τους ήταν υψηλότερα από αυτά των περισσοτέρων υπολοίπων προμηθευτών ουρίας. Οι υπάλληλοι της Επιτροπής ποτέ δεν αμφισβήτησαν ως προς τις προσφεύγουσες την ακρίβεια αυτής της απόψεως. Αντιθέτως, η τελευταία σχετική ανακοίνωση ανέφερε ρητώς τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας χωρίς να τα ανατρέπει. Παρ' όλα αυτά, το Συμβούλιο των Υπουργών, χωρίς προηγουμένη ανακοίνωση των διαπιστώσεων του, θέσπισε μία εντελώς νέα μορφή δασμού, η οποία στηρίζεται στην υπόθεση ότι, όσον αφορά τις εισαγωγές ουρίας καταγωγής Σαουδικής Αραβίας, ήταν αναγκαίο υψηλότερο επίπεδο δασμού από αυτό που εφαρμόζεται στις εισαγωγές ουρίας καταγωγής των περισσοτέρων υπολοίπων χωρών.

    β)

    Κατά τις προσφεύγουσες, οι υπάλληλοι της Επιτροπής παρέλειψαν να απαντήσουν στα ερωτήματα σχετικά με τον καθορισμό της ζημίας, στερώντας με τον τρόπο αυτό τους ενδιαφερομένους από τη δυνατότητα της λυσιτελούς υποβολής παρατηρήσεων επί των διαπιστώσεών τους.

    γ)

    Θεωρούν ότι, παρέχοντας προσαρμογή λόγω αποθηκεύσεως, οι υπάλληλοι της Επιτροπής χρησιμοποίησαν κατώτερο αριθμό από αυτόν που είχαν οι ίδιες παράσχει και, παρά τα ρητά αιτήματα, δεν δόθηκε καμία εξήγηση. Συνεπώς, οι προσφεύγουσες δεν είναι σε θέση να αμφισβητήσουν ειδικώς το μέρος αυτό του καθορισμού, διότι δεν γνωρίζουν την αιτιολογία του.

    δ)

    Οι προσφεύγουσες ζήτησαν μία προσαρμογή για τις διαφορές του εμπορικού σταδίου που οφείλονται στο γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος της ουρίας που πωλήθηκε στη Σαουδική Αραβία πωλήθηκε σε αγρότες, ενώ στην Ευρώπη το μεγαλύτερο μέρος της ουρίας πωλήθηκε σε εμπόρους ή σε εταιρίες που μεταποιούσαν την ουρία σε άλλο προϊόν. Κατ' αυτές, καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, οι υπάλληλοι της Επιτροπής δέχθηκαν την άποψη κατά την οποία το αίτημα προσαρμογής έπρεπε ν' απορριφθεί για διαφόρους λόγους, αλλά δεν αμφισβήτησαν ουδέποτε την ύπαρξη των διαφορών του εμπορικού σταδίου. Όμως, ο προαναφερθείς κανονισμός 3339/87 του Συμβουλίου ανέφερε ότι το αίτημα προσαρμογής απορρίφθηκε διότι το μεγαλύτερο μέρος των πωλήσεων στη Σαουδική Αραβία και την Ευρώπη πραγματοποιήθηκαν προς τους τελικούς χρήστες, ώστε δεν υπήρχε διαφορά του επιπέδου εμπορίου. Δεδομένου ότι το συμπέρασμα αυτό και τα στοιχεία στα οποία στηριζόταν δεν ανακοινώθηκαν στις προσφεύγουσες ποτέ, αυτές θεώρησαν ότι στερήθηκαν της δυνατότητας να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί της προδήλως ανακριβούς υποθέσεως κατά την οποία οι πωλήσεις προς τους αγρότες αφενός και προς ένα εργοστάσιο ή επιχειρηματίες αφετέρου αποτελούσαν πωλήσεις προς τους τελικούς χρήστες στο ίδιο εμπορικό στάδιο.

    ε)

    Καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, οι συζητήσεις σχετικά με το αίτημα προσαρμογής λόγω των διαφορών των ποσοτήτων δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο β, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2176/84 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1984 ( ΕΕ L 201, σ. 1 ), επικεντρώθηκαν στην ερμηνεία της διατάξεως αυτής. Κατά τις προσφεύγουσες, οι υπάλληλοι της Επιτροπής ανέφεραν κατ' επανάληψη ότι δεν ήταν αναγκαία η συμπληρωματική προσαρμογή διότι είχαν ληφθεί υπόψη οι διαφορές των ποσοτήτων κατά την εφαρμογή των εκπτώσεων λόγω ποσότητας στις πωλήσεις για τις οποίες είχαν χορηγηθεί. Οι προσφεύγουσες υπέβαλαν παρατηρήσεις δείχνοντας ότι η ερμηνεία των υπαλλήλων της Επιτροπής ήταν ακριβώς αντίθετη από την ερμηνεία των ταυτόσημων όρων της νομοθεσίας αντιντάμπινγκ μιας άλλης χώρας και την ερμηνεία που υποστήριζαν σε δημοσίευμα οι υψηλόβαθμοι υπάλληλοι του Τμήματος Αντιντάμπινγκ της ΕΟΚ. Εν συνεχεία των παρατηρήσεων αυτών, τα θεσμικά όργανα της Κοινότητας τροποποίησαν την ανάλυση τους αλλά όχι το αποτέλεσμα.

    Με τη νέα αυτή ανάλυση, το Συμβούλιο ισχυρίστηκε ότι τα παρασχεθέντα αποδεικτικά στοιχεία ήταν ανεπαρκή. Εντούτοις, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, δεν αμφισβητήθηκε ο επαρκής χαρακτήρας των αποδεικτικών στοιχείων. Συνεπώς, οι προσφεύγουσες δεν είχαν τη δυνατότητα να αποδείξουν ότι τα αποδεικτικά στοιχεία ήταν επαρκή ή να συμπληρώσουν τα εν λόγω στοιχεία. Οι προσφεύγουσες εξακολουθούν να μη γνωρίζουν από ποια άποψη τα αποδεικτικά στοιχεία θεωρήθηκαν ως ανεπαρκή.

    Συγκεκριμένα, οι προσφεύγουσες αναφέρουν ότι κανένα στοιχείο δεν ανακοινώθηκε όσον αφορά την τροποποίηση της φύσεως της αποφάσεως, η οποία επήλθε μεταξύ του προσωρινού και του οριστικού καθορισμού. Ο κανονισμός 3339/87 δημοσιεύθηκε στις 7 Νοεμβρίου 1987. Κατά το χρονικό αυτό σημείο ενημερώθηκαν, για πρώτη φορά, για το ότι ο βασιζόμενος σε μία κατωτάτη τιμή δασμός αντικαταστάθηκε με έναν δασμό κατ' αξίαν που καθορίστηκε σε ποσοστό 40 %.

    Με τον κανονισμό περί επιβολής προσωρινών δασμών, η Επιτροπή θέσπισε μία κατωτάτη τιμή 133 ECU. Το εν λόγω επίπεδο τιμής ήταν πολύ υψηλότερο απ' ό,τι οι εφαρμοζόμενες τιμές στη Σαουδική Αραβία κατά την περίοδο της έρευνας. Συνεπώς, δεν ήταν σύμφωνη προς την προβλεπόμενη στο άρθρο 13, παράγραφος 3, του κανονισμού 2176/84 προϋπόθεση, κατά την οποία το ποσό των δασμών αντιντάμπινγκ « δεν δύναται να υπερβεί το περιθώριο ντάμπινγκ (...) όπως (έχουν υπολογισθεί) προσωρινά ή ( έχουν επιβληθεί ) οριστικά ». Αντί να διορθώσουν το πρόδηλο αυτό σφάλμα που περιείχε ο προσωρινός αυτός κανονισμός, τα κοινοτικά θεσμικά όργανα θέσπισαν έναν δασμό εντελώς διαφορετικής φύσεως, με πολύ βαρύτερες συνέπειες για τους εισαγωγείς ουρίας καταγωγής Σαουδικής Αραβίας. Θέσπισαν τον νέο δασμό χωρίς να δώσουν στις προσφεύγουσες τη δυνατότητα να υποβάλουν σχετικά τις παρατηρήσεις τους.

    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι ο δασμός κατ' αξίαν που θεσπίστηκε από το Συμβούλιο των Υπουργών καταλήγει στο παράλογο αποτέλεσμα που συνίσταται στην εφαρμογή συντελεστή δασμού υψηλότερου όταν μία εταιρία αυξάνει τις τιμές της. Κατ' άλλη διατύπωση, όσο λιγότερο σημαντική είναι η ζημία που προκαλείται από τις τιμές της εταιρίας τόσο περισσότερους δασμούς θα πρέπει να πληρώσει.

    Κατ' αυτές, το εξαιρετικά υψηλό επίπεδο δασμού και ο κατ' αξίαν χαρακτήρας του έχουν ως αποτέλεσμα τον καθολικό αποκλεισμό της ουρίας καταγωγής Σαουδικής Αραβίας από την ΕΟΚ. Κανένας αγοραστής δεν θα ήταν διατεθειμένος να πληρώσει το 40 % για ένα εμπόρευμα όπως η ουρία.

    Καταλήγοντας, οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι, παραλείποντας να απαντήσει στις παρατηρήσεις και τα ερωτήματα που υποβλήθηκαν, παρά τις διαβεβαιώσεις που δόθηκαν προς αυτή την κατεύθυνση, η Επιτροπή στέρησε τις προσφεύγουσες από τη δυνατότητα να τύχουν πράγματι ακροάσεως. Εξάλλου, η θέσπιση δασμού εντελώς διαφορετικής φύσεως και ο οποίος επιβάλλει πολύ μεγαλύτερη επιβάρυνση, χωρίς προηγουμένη ανακοίνωση ούτε προηγουμένη δυνατότητα υποβολής παρατηρήσεων, στέρησε τις προσφεύγουσες από το θεμελιώδες δικαίωμα τους « να ενημερωθούν σχετικά με τα περιστατικά και τις σκέψεις βάσει των οποίων τα κοινοτικά όργανα σκόπευαν να ενεργήσουν ». Τα κοινοτικά θεσμικά όργανα δεν « προσπάθησαν (... ) να ανακοινώσουν στην προσφεύγουσα πληροφορίες χρήσιμες για την υπεράσπιση των συμφερόντων της » ( βλ. αποφάσεις ΝΤΝ Toyo Bearing Company, Rec. 1979, σ. 1185, και Timex, Συλλογή 1985, σ. 861 ).

    Κατ' αυτές, στο γεγονός ότι οι προσφεύγουσες στερήθηκαν του δικαιώματος ακροάσεως όσον αφορά τη φύση της αποφάσεως προστέθηκε η παράληψη εκ μέρους των κοινοτικών θεσμικών οργάνων να παράσχουν επαρκή αιτιολογία που να δικαιολογεί τη μεταβολή της φύσεως του δασμού. Αυτό κατέληξε, επίσης, στη θέσπιση μέτρων στηριζόμενων σε πρόδηλη πλάνη.

    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι ο κανονισμός 3339/87 πρέπει να ακυρωθεί, διότι τα κοινοτικά θεσμικά όργανα διέπραξαν παράβαση ουσιώδους τύπου προβαίνοντας σε ανεπαρκή ανακοίνωση ή, ως προς ορισμένα θέματα, ανύπαρκτη σχετικά με τις βάσεις επί των οποίων εσκέπτοντο να ενεργήσουν.

    2.

    Το Συμβούλιο υπενθυμίζει ότι, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, υπήρξε διαρκής και λεπτομερής ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Επιτροπής και των προσφευγουσών. Έως την 21η Αυγούστου 1987, περιλαμβανομένη, ημερομηνία κατά την οποία απευθύνθηκε το έγγραφο των συμβούλων των προσφευγουσών, φαίνεται ότι η ανταλλαγή πληροφοριών δεν προκάλεσε καμία αμφισβήτηση όσον αφορά την τήρηση των εγγυήσεων της διαδικασίας. Κατά το Συμβούλιο, το επιχείρημα των προσφευγουσών, κατά το οποίο είχαν ζητήσει την ανακοίνωση πληροφοριών σχετικά με τη βάση επί της οποίας η Επιτροπή σκεπτόταν να λάβει τα προσωρινά μέτρα, δεν είναι λυσιτελές. Το άρθρο 7, παράγραφος 4, στοιχείο γ, περίπτωση iii, του προαναφερθέντος κανονισμού ( ΕΟΚ ) 2176/84 προβλέπει μόνο ότι η ενημέρωση θα γίνεται πριν από την υποβολή από την Επιτροπή προτάσεως για οριστικά μέτρα. Όσον αφορά την ανακοίνωση πληροφοριών που προβλέπεται από το άρθρο 4, στοιχεία β και γ, του κανονισμού 2176/84 και αφορά τον προσβαλλόμενο κανονισμό, κατά το Συμβούλιο, σ' αυτήν δόθηκε συνέχεια.

    Εξάλλου, το Συμβούλιο ισχυρίζεται ότι οι προσφεύγουσες ζήτησαν για πρώτη φορά εγγράφως να συμβουλευθούν τον μη εμπιστευτικό φάκελο σύμφωνα με τον κανονισμό 2176/84 με το έγγραφο που φέρει ημερομηνία 30 Ιανουαρίου 1987. Κατά τη γνώμη του, δεν έχει μεγάλη σημασία το ότι τα αιτήματα έγιναν ή δεν έγιναν προηγουμένως με το τηλέφωνο διότι τα αιτήματα για πρόσβαση στους φακέλους πρέπει να γίνονται εγγράφως, όπως το διευκρινίζει το άρθρο 7, παράγραφος 4, σημείο α. Κατά το Συμβούλιο, η Επιτροπή πρότεινε από τις 5 Φεβρουαρίου 1987 μία ημερομηνία για να εξετάσουν τους φακέλους και οι προσφεύγουσες εξέτασαν τους μη εμπιστευτικούς φακέλους στις 12 Φεβρουαρίου 1987. Επομένως, θεωρεί ότι δεν υπήρξε παραβίαση των διαδικαστικών εγγυήσεων όσον αφορά την εξέταση του μη εμπιστευτικού φακέλου.

    Σχετικά με το αν οι πληροφορίες που ανακοινώθηκαν ήταν επαρκείς ώστε να καταστεί δυνατό στις προσφεύγουσες να υπερασπισθούν προσηκόντως τα δικαιώματά τους, το Συμβούλιο θεωρεί ότι το πρόβλημα διαφέρει και ότι, σχετικά, οι διάδικοι φαίνονται να διαφωνούν πλήρως ως προς τα πραγματικά περιστατικά.

    Υπενθυμίζει ότι η Επιτροπή απάντησε στο διάβημα των προσφευγουσών της 21ης Αυγούστου 1987, με έγγραφο της 8ης Σεπτεμβρίου 1987. Πάντως, το Συμβούλιο επιθυμεί να παρατηρήσει ότι το έγγραφο της Επιτροπής της 8ης Σεπτεμβρίου 1987 δεν αποτέλεσε την τελευταία επικοινωνία μεταξύ των δύο μερών. Πράγματι, πραγματοποιήθηκαν και άλλες συναντήσεις με τις προσφεύγουσες στην Επιτροπή, αυτό δε στις 2 και 5 Οκτωβρίου 1987. Κατά τη συνάντηση της 5ης Οκτωβρίου 1987, πολλά σημεία εξετάστηκαν λεπτομερώς. Η συνάντηση είχε για κύριο σκοπό τη συζήτηση επί υποχρεώσεως που οι προσφεύγουσες είχαν κληθεί να αναλάβουν.

    Κατά τη διάρκεια της συναντήσεως αυτής, κατά το Συμβούλιο, επισημάνθηκε στις προσφεύγουσες ότι, αν οι προσφεύγουσες δεν αναλάμβαναν έναντι της Επιτροπής αποδεκτή υποχρέωση, η Επιτροπή σκεπτόταν να εφαρμόσει στην εξαχθείσα από τις προσφεύγουσες ουρία με προορισμό την Κοινότητα δασμό κατ' αξίαν 40 %, δασμό που θα ήταν σαφώς κατώτερος από το καθορισθέν για τις προσφεύγουσες περιθώριο ντάμπινγκ.

    Επομένως, το Συμβούλιο θεωρεί ότι δεν συμφωνεί προς τα πραγματικά περιστατικά ο ισχυρισμός, όπως τον διατυπώνουν οι προσφεύγουσες, ότι αυτές δεν είχαν ενημερωθεί για τον τύπο δασμού παρά μόνο με τη δημοσίευση της Επίσημης Εφημερίδας στην οποία δημοσιεύθηκε ο προσβαλλόμενος κανονισμός. Συνεπώς, υποστηρίζει ότι δεν υπήρξε ούτε παραβίαση των διαδικαστικών εγγυήσεων όσον αφορά την φερομένη μη ανακοίνωση πληροφοριών, ούτε παραβίαση του δικαιώματος της ακροάσεως.

    Εξάλλου, το Συμβούλιο ισχυρίζεται ότι, κατά το πέρας της συναντήσεως της 5ης Οκτωβρίου 1987, οι προσφεύγουσες δεν μπορούσαν να έχουν καμία αμφιβολία ως προς την πρόθεση των κοινοτικών θεσμικών οργάνων να επιβάλουν οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ επί των εισαγωγών ουρίας καταγωγής Σαουδικής Αραβίας, ούτε ως προς το γεγονός ότι ο δασμός αυτός θα λάμβανε τη μορφή δασμού κατ' αξίαν 40 %. Η ανακοίνωση πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 4, του προαναφερθέντος κανονισμού 2176/84, έχει ακριβώς ως σκοπό τα ενδιαφερόμενα μέρη να ενημερώνονται, κατόπιν αιτήσεως τους, για τα κύρια πραγματικά περιστατικά και τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων σχεδιάζεται η σύσταση περί της επιβολής οριστικών δασμών. Κατά τη γνώμη του Συμβουλίου, η Επιτροπή ανακοίνωσε τις πληροφορίες τηρώντας απόλυτα τη διάταξη αυτή.

    Τέλος, το Συμβούλιο παρατηρεί ότι το αδιέξοδο που υποτίθεται ότι οφείλεται στη μεταβολή του τύπου δασμού δεν είναι τόσο θεμελιώδες όσο το ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες. Αυτές αγνοούν, κατά τη γνώμη του, εκουσίως τη δυνατότητα που έχουν να τύχουν επιστροφής υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως των όρων που προβλέπει το άρθρο 16, παράγραφος 1, του προαναφερθέντος κανονισμού 2176/84. Πράγματι, αν οι προσφεύγουσες προσηύξαναν τις τιμές τους, ο εισπραττόμενος στην περίπτωση αυτή δασμός πιθανώς θα υπερέβαινε το πραγματικό περιθώριο ντάμπινγκ. Επομένως, στην περίπτωση αυτή θα ήταν δυνατή η επιστροφή. Ενόψει της δυνατότητας λήψεως της επιστροφής, μικρή διαφορά υπάρχει μεταξύ του καταβληθέντος δασμού κατ' αξίαν και ενός δασμού υπό τη μορφή κατωτάτης τιμής.

    Όσον αφορά τη φερομένη παράλειψη ανακοινώσεως πληροφοριών σχετικά με τον καθορισμό της ζημίας, το Συμβούλιο παραπέμπει στο έγγραφο της Επιτροπής, της 8ης Σεπτεμβρίου 1987, στο οποίο αναφέρεται, προς τις προσφεύγουσες, ότι «λεπτομερέστερες πληροφορίες σχετικά με τις προσφορές κατώτερης τιμής είναι στη διάθεση σας Kat μπορούν να σας ανακοινωθούν αν το επιθυμείτε ». Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν έλαβε άλλες αιτήσεις ως προς το θέμα αυτό εκ μέρους των προσφευγουσών, το Συμβούλιο έχει τη γνώμη ότι οι υπηρεσίες της Επιτροπής έχουν παράσχει επαρκείς πληροφορίες απαντώντας στα ερωτήματα των προσφευγουσών. Κατά το Συμβούλιο, το ίδιο συμβαίνει και με την προσαρμογή λόγω αποθηκεύσεως.

    Το Συμβούλιο κατέληξε ότι σε κάθε περίπτωση η Επιτροπή απάντησε με τον προσήκοντα τρόπο στις αιτήσεις των προσφευγουσών και ότι ανακοίνωσε επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τη βάση, επί της οποίας είχε την πρόθεση να συστήσει την επιβολή οριστικών δασμών, καθώς και σχετικά με τη βάση, επί της οποίας το Συμβούλιο τελικώς θέσπισε τον προσβαλλόμενο κανονισμό.

    Σχετικά με την αιτιολογία τον επιβληθέντος όασμού

    1.

    Οι προσφεύγουσες υπενθυμίζουν ότι το άρθρο 190 της Συνθήκης ΕΟΚ προβλέπει ότι οι κανονισμοί, οι οδηγίες και οι αποφάσεις του Συμβουλίου και της Επιτροπής πρέπει να αιτιολογούνται. Αναφέρουν ότι ο κανονισμός της Επιτροπής περί επιβολής προσωρινών δασμών αντιντάμπινγκ καθόρισε μία κατωτάτη τιμή. Κατά το γράμμα του κανονισμού αυτού: « το ποσό του δασμού είναι ίσο προς το ποσό κατά το οποίο η καθαρή τιμή ανά τόνο “ ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας”, πριν από την επιβολή του δασμού, είναι μικρότερη από 133 ECU ». Ο κανονισμός του Συμβουλίου θέσπισε μία εντελώς διαφορετική μέθοδο επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ.

    Κατά τις προσφεύγουσες, η μεταβολή είναι θεμελιώδης και αυξάνει πάρα πολύ την επιβάρυνση των δασμών για τις ενδεχόμενες εισαγωγές ουρίας καταγωγής Σαουδικής Αραβίας. Αποτελεί πλήρη αλλαγή του διατακτικού του κανονισμού. Όμως, κατ' αυτές, ο κανονισμός 3339/87 δεν παρέχει καμία αιτιολογία προς στήριξη της αποφάσεως περί θεσπίσεως μάλλον δασμού κατ' αξίαν παρά κατωτάτης τιμής. Συνεπώς, παραβαίνει τις διατάξεις του άρθρου 190 της Συνθήκης. Για τον λόγο αυτό, θεωρούν ότι ο κανονισμός 3339/87 πρέπει να ακυρωθεί.

    2.

    Κατά το Συμβούλιο, η επιβολή εκ μέρους της Επιτροπής προσωρινού δασμού και η επιβολή εκ μέρους του Συμβουλίου οριστικού δασμού αποτελούν δυο ξεχωριστές πράξεις. Στην περίπτωση του προσβαλλομένου κανονισμού, το Συμβούλιο δεν « κατήργησε » έναν τύπο δασμού για να τον « μεταβάλει » σε άλλον. Το Συμβούλιο επέβαλε μέσω του προσβαλλόμενου κανονισμού οριστικό δασμό, αυτό δε, για πρώτη φορά, υπό τη μορφή δασμού κατ' αξίαν. Το γεγονός ότι η Επιτροπή έκρινε αναγκαίο να εμποδίσει την πρόκληση ζημίας στην κοινοτική βιομηχανία κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και, επομένως, επέβαλε προσωρινό δασμό δεν δεσμεύει το Συμβούλιο κατά κανένα τρόπο.

    Το Συμβούλιο υπενθυμίζει ότι, όπως προβλέπεται από το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 2176/84, οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ επιβάλλεται όταν από την οριστική διαπίστωση των γεγονότων προκύπτει ότι υπάρχει ντάμπινγκ κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας, καθώς και ζημία απορρέουσα από αυτά και ότι το συμφέρον της Κοινότητας επιβάλλει κοινοτική ενέργεια. Το γεγονός ότι η Επιτροπή έχει ή δεν έχει επιβάλει προσωρινό δασμό δεν έχει σχέση, κατ' αυτό, με την επιβολή οριστικών δασμών. Ακόμη περισσότερο, το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίζει κατά πόσον ο προσωρινός δασμός που εφαρμόστηκε από την Επιτροπή εισπράττεται οριστικώς, αυτό δε « ανεξάρτητα από το αν πρέπει να επιβληθεί οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ (... ) » ( άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο α, του κανονισμού 2176/84 ). Όσον αφορά το ποσό του δασμού, ο μόνος δεσμός μεταξύ των δύο κανονισμών έγκειται στο ανώτατο ποσό του προσωρινού δασμού που μπορεί να εισπραχθεί: ο εισπραχθείς δασμός δεν μπορεί να υπερβαίνει τα ποσά που διασφαλίσθηκαν με τον προσωρινό δασμό ούτε το ποσό του οριστικού δασμού.

    Επομένως, από την άποψη αυτή η πράξη πρέπει να αιτιολογείται, οι δε λόγοι πρέπει να αναφέρονται ξεχωριστά. Η επιβολή οριστικών δασμών δεν αποτελεί την απλή επιβεβαίωση των προσωρινών δασμών ή την τροποποίηση τους. Επομένως, δεν αρκεί η επανάληψη των λόγων που δικαιολογούν την επιβολή προσωρινών δασμών για να είναι ο προσβαλλόμενος κανονισμός σύμφωνος προς το άρθρο 190 της Συνθήκης. Αντιθέτως, κατ' αυτό, πρέπει να επανεξετάζονται όλα τα σχετικά στοιχεία και, συχνά, η πράξη περί επιβολής οριστικών δασμών αναφέρει νέους λόγους.

    Κατά την άποψη του Συμβουλίου, δεν συντρέχει λόγος να επαναλαμβάνονται όλες οι σκέψεις που διατυπώνονται στον κανονισμό της Επιτροπής περί επιβολής προσωρινού δασμού, να εξετάζονται οι επελθούσες μεταβολές και να αναφέρονται, στην περίπτωση αυτή, οι λόγοι που δικαιολογούν την επιβολή οριστικού δασμού. Ο προσβαλλόμενος κανονισμός πρέπει να επαρκεί από μόνος του και επαρκεί πράγματι όσον αφορά τη διατύπωση των λόγων που δικαιολογούν την επιβολή οριστικού δασμού' επομένως, το μόνο ερώτημα που τίθεται, κατά το Συμβούλιο, είναι το αν οι λόγοι που διατυπώνονται για την επιβολή του οριστικού δασμού ανταποκρίνονται στις προϋποθέσεις του άρθρου 190.

    Το Συμβούλιο θεωρεί ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 190 της Συνθήκης τηρήθηκαν όσον αφορά την προσήκουσα αιτιολογία της επιβολής δασμού κατ' αξίαν. Όπως αυτό προκύπτει από το σημείο 45 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το ποσό του δασμού που είναι αναγκαίο για την εξαφάνιση της ζημίας που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία υπολογίσθηκε, ιδίως, βάσει της τιμής πωλήσεως που χρειάζεται για να καλυφθούν τα έξοδα παραγωγής επαυξημένα με ένα εύλογο περιθώριο κέρδους 2,5 %. Κατά τον προκαταρκτικό καθορισμό της βάσεως επιβολής των προσωρινών δασμών, η Επιτροπή έκρινε σκόπιμο να καθορίσει το ποσό του δασμού σε επίπεδο που να καθιστά δυνατή την εξισορρόπηση των εξόδων βάσει των πραγματοποιηθέντων εξόδων παραγωγής.

    Κατά το Συμβούλιο, το ποσοστό δασμού που εφαρμόστηκε στο πλαίσιο του προσβαλλόμενου κανονισμού είναι το αποτέλεσμα υπολογισμού εντελώς καινούργιου και καθορίστηκε κατά τρόπο ώστε να λαμβάνεται υπόψη η οριστική διαπίστωση των γεγονότων. Προκειμένου να εξαφανιστεί η ζημία, κρίθηκε σκόπιμο να επιβληθεί δασμός αντιντάμπινγκ επί βάσεως ad valorem, αυτό δε, λαμβάνοντας υπόψη τον νέο υπολογισμό που πραγματοποιήθηκε με διαφορετικό συντελεστή.

    Κατά τη γνώμη του Συμβουλίου, είναι προφανές ότι η αιτιολογική έκθεση του προσβαλλόμενου κανονισμού εξηγούσε σαφώς και χωρίς διφορούμενα τη συλλογιστική του Συμβουλίου, εις τρόπον ώστε να καθίσταται δυνατό στους ενδιαφερομένους να κατανοούν τους λόγους που δικαιολογούν τα θεσπισθέντα μέτρα και να υπερασπίζονται με τον τρόπο αυτό τα δικαιώματά τους, στο δε Δικαστήριο να ασκεί τις αρμοδιότητες του σε θέματα ελέγχου. Από το τρίτο μέρος του δικογράφου σαφώς προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες ήταν σε θέση να υπερασπιστούν τα δικαιώματα τους στηριζόμενες στους λόγους που διατυπώθηκαν στον προσβαλλόμενο κανονισμό, δεδομένου ότι αμφισβητούν πολλά λεπτομερή σημεία αυτών. Επίσης, το Συμβούλιο θεωρεί ότι οι λόγοι που αναγράφονται στον προσβαλλόμενο κανονισμό είναι επαρκείς ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να ασκεί τις αρμοδιότητες του σε θέματα ελέγχου.

    3.

    Η Επιτροπή είναι εν γένει σύμφωνη με τις παρατηρήσεις που διατύπωσε το Συμβούλιο. Εντούτοις, επιθυμεί να προβεί σε διευκρινίσεις όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τη φύση του επιβληθέντος δασμού.

    Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι υφίστανται κατ' ουσίαν τρεις τύποι δασμών αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται από την Κοινότητα:

    συντελεστής δασμού εκφραζόμενος σε ποσοστό της τιμής των εμπορευμάτων στα κοινοτικά σύνορα ( δασμός κατ' αξίαν )·

    συντελεστής δασμού εκφραζόμενος σε καθορισμένο χρηματικό ποσό ανά εισαχθείσα μονάδα (εκφραζόμενο συνήθως σε ECU)·

    « δασμός στηριζόμενος σε κατωτάτη τιμή », δηλαδή δασμός που αντιστοιχεί με τη διαφορά μεταξύ της τιμής στα κοινοτικά σύνορα και μιας ειδικής τιμής.

    Κατά την Επιτροπή, όλοι οι τύποι δασμών πρέπει να πληρούν τον βασικό κανόνα κατά τον οποίο δεν μπορούν να υπερβούν το περιθώριο ντάμπινγκ ή το ποσό που είναι αναγκαίο για να παύσει η ζημία οσάκις το τελευταίο αυτό ποσό είναι κατώτερο [άρθρο 13, παράγραφος 3, του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 2176/84]. Οι τρεις τύποι δασμών στηρίζονται κατά κύριον λόγο στις δύο διαπιστώσεις σχετικά με το περιθώριο ντάμπινγκ και το επίπεδο της ζημίας. Το ποσό του πληρωθέντος δασμού στο πλαίσιο καθεμιάς από τις τρεις μεθόδους, βάσει της μέσης τιμής εξαγωγής που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό του κατάλληλου ποσού του δασμού, είναι το ίδιο. Η τιμή πριν από την επιβολή δασμού που απορρέει από καθένα των τριών τύπων δασμών, βάσει της μέσης τιμής κατά την εξαγωγή, η οποία υπολογίζεται από τα θεσμικά όργανα, είναι η ίδια για καθένα από τους τρεις τύπους δασμών. Πρόκειται για την ίδια τιμή με την τιμή που αναφέρεται στο πλαίσιο αναλήψεως υποχρεώσεως από τον εν λόγο εξαγωγέα, οσάκις μία ανάληψη υποχρεώσεως έχει προταθεί και έχει γίνει δεκτή.

    Θεωρεί ότι οι τρεις τύποι δασμών συνεπάγονται διαφορετικά αποτελέσματα αν οι τιμές του εξαγωγέα ποικίλλουν από άποψη χρόνου και αν οι τιμές του εξαγωγέα συναντούν σημαντικές διαφορές από τη μία συναλλαγή στην άλλη, για μία δεδομένη περίοδο.

    Η Επιτροπή υπενθυμίζει τις διαφορές και τις κύριες σκέψεις που την οδήγησαν στην επιβολή ή την προετοιμασία ορισμένου τύπου δασμού. Αναφέρει ότι ένας συντελεστής δασμού διατυπούμενος σε ποσοστό εφαρμόζεται άνετα και δεν είναι εύκολο να αποφευχθεί η εφαρμογή του αναφέροντας κατά τρόπο ανακριβή την τιμή στα κοινοτικά σύνορα. Ο εν λόγω τύπος δασμού ενδείκνυται, ιδίως, οσάκις υφίσταται μεγάλη γκάμα προϊόντων που αποτελούν το αντικείμενο αντιντάμπινγκ και διαπιστώνεται μεγάλη συχνότητα παραγωγής νέων μοντέλων σε διαφορετικές τιμές: σε παρόμοια κατάσταση δεν θα είναι εύκολο να χρησιμοποιηθεί μία κατωτάτη τιμή ή ένα καθορισμένο ποσό ανά μονάδα. Συνεπώς, ο δασμός κατ' αξίαν αποτελεί τον « συνήθη » τύπο δασμού αντιντάμπινγκ και η επιλογή ενός δασμού κατ' αξίαν δεν χρειάζεται να αποτελέσει το αντικείμενο ειδικής εξηγήσεως.

    Εξάλλου, κατά την Επιτροπή, ένας δασμός εκφραζόμενος ως καθορισμένο ποσό ανά μονάδα εφαρμόζεται εύκολα και είναι αδύνατο να αποφευχθεί η εφαρμογή του αναφέροντας κατά τρόπο ανακριβή την τιμή στα κοινοτικά σύνορα. Πάντως, είναι δυνατό να μη ενδείκνυται, αν πρέπει να εφαρμοσθεί σε μία γκάμα προϊόντων των οποίων οι τιμές ποικίλλουν σημαντικά. Τέλος, δασμός στηριζόμενος σε μία κατωτάτη τιμή φαίνεται εκ πρώτης όψεως να είναι η καταλληλότερη μορφή δασμού αντιντάμπινγκ εφόσον έχει υπολογισθεί η τιμή πριν από την επιβολή του δασμού που είναι αναγκαία για να μη υποστεί ζημία η κοινοτική βιομηχανία. Πάντως, μεταξύ των τριών τύπων δασμών, αυτού η εφαρμογή μπορεί ευκολότερα να αποφευχθεί. Συγκεκριμένα, ένας εισαγωγέας απατεώνας μπορεί να αποφύγει την πληρωμή του δασμού υπερτιμώντας την τιμή στα κοινοτικά σύνορα.

    Κατά την Επιτροπή, όλα τα χαρακτηριστικά αυτά είναι συμφυή προς τη φύση των δασμών και δεν πρέπει να εξηγούνται κάθε φορά που εκδίδεται δασμός αντιντάμπινγκ.

    Σχετικά με ενδεχόμενα πρόοηλα σφάλματα εκτιμήσεως κατά την επιβολή ενός δασμον 40 %

    1.

    Οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι ο σχετικά υψηλός δασμός της ουρίας καταγωγής Σαουδικής Αραβίας βρίσκεται προδήλως σε αντίθεση προς τα υφιστάμενα αποδεικτικά στοιχεία. Η απόφαση, κατά την οποία ήταν αναγκαίο υψηλότερο επίπεδο δασμού για την εξαφάνιση της ζημίας που προκλήθηκε από την ουρία Σαουδικής Αραβίας από αυτό που ήταν αναγκαίο για την εξαφάνιση της ζημίας που προκλήθηκε από την ουρία καταγωγής Λιβύης, Τσεχοσλοβακίας και Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, είναι προδήλως εσφαλμένη και αντίθετη προς τα αποδεικτικά στοιχεία που υπάρχουν στον φάκελο. Οι στατιστικές εισαγωγής της ΕΟΚ, η καταγγελία αντιντάμπινγκ που υποβλήθηκε από τους Ευρωπαίους παραγωγούς ουρίας και οι απαντήσεις των εισαγωγέων στο ερωτηματολόγιο αποδεικνύουν στο σύνολο τους, κατ' αυτές, ότι η τιμή της ουρίας Σαουδικής Αραβίας διαμορφωνόταν σταθερώς σε υψηλότερα επίπεδα από αυτήν της ουρίας καταγωγής άλλων χωρών.

    Παρ' όλη την πρόδηλη απόδειξη που απορρέει από τις ίδιες τελωνειακές στατιστικές της ΕΟΚ, τα κοινοτικά θεσμικά όργανα επέλεξαν να επιβάλουν δασμό πολύ υψηλότερο επί της ουρίας Σαουδικής Αραβίας απ' ό,τι επί της ουρίας καταγωγής άλλων χωρών.

    Εξάλλου, οι προσφεύγουσες αναφέρουν ότι η καταγγελία αντιντάμπινγκ προκάλεσε μία φερομένη ως πολύ πιο σημαντική προσφορά κατώτερης τιμής για όλες τις άλλες χώρες προμηθευτές ουρίας, που αποτελούν το αντικείμενο της έρευνας, απ' ό,τι για την ουρία Σαουδικής Αραβίας. Οι απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο αποδεικνύουν, κατ' αυτές, ότι οι τιμές ουρίας καταγωγής Λιβύης ήταν κατώτερες από αυτές της ουρίας Σαουδικής Αραβίας. Ορισμένοι εισαγωγείς ουρίας καταγωγής Λιβύης ανέφεραν τις τιμές που πλήρωναν στις μη εμπιστευτικές απαντήσεις τους στο ερωτηματολόγιο.

    Κατά τις προσφεύγουσες, είναι πρόδηλο ότι οι τιμές ουρίας καταγωγής Λιβύης ήταν πολύ χαμηλότερες από αυτές της ουρίας καταγωγής Σαουδικής Αραβίας. Εντούτοις, τα κοινοτικά θεσμικά όργανα επέλεξαν να επιβάλουν δασμούς με υψηλότερο συντελεστή επί του προϊόντος καταγωγής Σαουδικής Αραβίας. Μη ανακοινώνοντας τις βάσεις επί των οποίων σχεδίαζαν να ενεργήσουν, τα κοινοτικά θεσμικά όργανα στέρησαν την προσφεύγουσα από τη δυνατότητα να διορθώσει το πρόδηλο αυτό σφάλμα.

    Οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι τα κοινοτικά θεσμικά όργανα παρέλειψαν να εξετάσουν τα αποδεικτικά στοιχεία που διέθεταν. Δεν έλαβαν υπόψη τις εισαγωγές από τον Καναδά σε τιμές χαμηλότερες από αυτές των εισαγωγών από τη Σαουδική Αραβία, παρά το γεγονός ότι αφορούσαν πολύ σημαντικότερες ποσότητες από αυτές που προέρχονταν από άλλες χώρες στις οποίες αναφέρεται η έρευνα. Τα ευρωπαϊκά έξοδα παραγωγής ελαττώθηκαν κατά την περίοδο της έρευνας. Οι εισαγωγές από τρίτες χώρες, σε τιμές λιγότερο υψηλές από αυτές των εισαγωγών από τη Σαουδική Αραβία, αυξήθηκαν μετά την περίοδο έρευνας και οι παραγωγοί ουρίας στην Ιταλία αγόρασαν εισαγομένη ουρία.

    'Ετσι, κατά τις προσφεύγουσες, η άρνηση των κοινοτικών θεσμικών οργάνων να λάβουν υπόψη εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν από τους καταγγέλλοντες μετά την περίοδο έρευνας δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με την απόφαση κατά την οποία είναι αντίθετο προς το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ, το να ληφθούν υπόψη γεγονότα μεταγενέστερα της περιόδου έρευνας. Ο σχετικά υψηλός δασμός που πλήττει την ουρία καταγωγής Σαουδικής Αραβίας προδήλως δεν συμβιβάζεται με τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία. Οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι ο κανονισμός 3339/87 στηρίζεται σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως και, συνεπώς, πρέπει να ακυρωθεί.

    2.

    Το Συμβούλιο αναφέρει ότι για τον καθορισμό του επιπέδου του δασμού που πρέπει να εφαρμοσθεί στην ουρία καταγωγής Σαουδικής Αραβίας, η Επιτροπή στηρίχθηκε στα στοιχεία σχετικά με τις τιμές κατά την εξαγωγή που έχουν παράσχει οι Σαουδάραβες εξαγωγείς. Τα στοιχεία αυτά επαληθεύθηκαν καθόσον τούτο ήταν δυνατόν από τις υπηρεσίες της Επιτροπής. Προκειμένου να καθορισθεί το κατάλληλο επίπεδο του δασμού, τα στοιχεία αυτά σχετικά με τις τιμές είναι ακριβέστερα απ' ό,τι οι σχετικοί με τις μονάδες μέσοι όροι που στηρίζονται στις στατιστικές των εισαγωγών ή οι αριθμοί που δεν έχουν επαληθευθεί και αναφέρονται στην καταγγελία.

    Κατά τη γνώμη του, η εν λόγω μέθοδος υπολογισμού είναι σύμφωνη με την πρακτική που ακολουθεί η Επιτροπή. Αυτή αναφέρεται στα σχετικά με τις τιμές στοιχεία που αναφέρουν τα μέρη που συνεργάζονται στη διαδικασία, κάθε φορά που τα στοιχεία αυτά τους έχουν παρασχεθεί, αυτά δε τα τελευταία επαληθεύονται από τις υπηρεσίες της Επιτροπής. Στο βαθμό που τα στοιχεία αυτά δεν έχουν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή, αυτή η τελευταία έχει πάντως την εξουσία να λαμβάνει τις αποφάσεις της βάσει των στοιχείων και των καλύτερων αποδεικτικών στοιχείων που διαθέτει, όπως ορίζει σχετικά το άρθρο 7, παράγραφος 7, στοιχείο β, του κανονισμού 2176/84.

    Ως προς όλες τις χώρες, με εξαίρεση τη Λιβύη και τη Γιουγκοσλαβία των οποίων τα στοιχεία ήταν ανεπαρκή, οι τιμές που παρασχέθηκαν από τους εξαγωγείς των εν λόγω χωρών είναι αυτές που χρησιμοποιήθηκαν για τον καθορισμό των τιμών κατά την εξαγωγή. Στην περίπτωση των εισαγωγών από τη Λιβύη και τη Γιουγκοσλαβία, η Επιτροπή χρησιμοποίησε τα καλύτερα στοιχεία που διέθετε. Όσον αφορά τη Λιβύη, τα στοιχεία αυτά ήταν οι στατιστικές Eurostat. Προκειμένου να καθορισθεί το επίπεδο του δασμού, το Συμβούλιο εξηγεί ότι συνέκρινε τη μέση τιμή κατά την εξαγωγή, που εφαρμόστηκε κατά την περίοδο αναφοράς, προς το επίπεδο τιμής που είναι αναγκαίο για την εξαφάνιση της επελθούσας ζημίας. Η ίδια μέθοδος χρησιμοποιήθηκε για όλες τις χώρες που υποβλήθηκαν στην έρευνα.

    Συνεπώς, κατά το Συμβούλιο, το επίπεδο του δασμού στην ουρία καταγωγής Σαουδικής Αραβίας καθορίστηκε βάσει αποδειχθέντων και ελεγχθέντων γεγονότων σύμφωνα προς την παγία πρακτική της Επιτροπής. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι οι τιμές Σαουδικής Αραβίας βρίσκονταν στην προτελευταία θέση μεταξύ των εφαρμοζομένων τιμών από όλες τις χώρες που υποβλήθηκαν στην έρευνα, οι οποίες τιμές κατετάγησαν με σειρά φθίνουσας σπουδαιότητας.

    Το Συμβούλιο υπενθυμίζει ότι το γεγονός ότι τα κοινοτικά θεσμικά όργανα δεν προέβησαν σε έρευνα των εισαγωγών καταγωγής Καναδά δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θέσει υπό αμφισβήτηση τον κατάλληλο ή όχι χαρακτήρα των δασμών που επιβλήθηκαν στην εξαχθείσα από τη Σαουδική Αραβία ουρία υπό συνθήκες ντάμπινγκ.

    Εξάλλου, αναφέρει ότι η πρακτική της Επιτροπής έγκειται στο να στηρίζεται σε ένα μέσο κατά μονάδα κόστος παραγωγής που αντανακλά τα έξοδα που καταγράφησαν κατά την περίοδο αναφοράς, αυτό δε αποτελεί μία λογική μέθοδο. Οι προσφεύγουσες δεν έχουν παράσχει κανένα επιχείρημα που να δικαιολογεί την μη εφαρμογή της πρακτικής αυτής στην παρούσα υπόθεση. Το επίπεδο τιμής που είναι αναγκαίο να επιτευχθεί, προκειμένου να παρεμποδισθεί η ζημία, και το οποίο καθορίζει το ποσό του δασμού αντιντάμπινγκ, είναι ένας σταθμιζόμενος μέσος όρος. Το περιθώριο ντάμπινγκ είναι ένας σταθμιζόμενος μέσος όρος στηριζόμενος στις πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο αναφοράς. Κατά το Συμβούλιο, είναι επομένως εύλογο, για τον καθορισμό του αναγκαίου επιπέδου τιμής για την εξαφάνιση κάθε ζημίας, να χρησιμοποιείται επίσης, για τα έξοδα παραγωγής, ένας σταθμιζόμενος μέσος όρος στηριζόμενος σε στοιχεία που αντιστοιχούν με την περίοδο αναφοράς. Τα κοινοτικά θεσμικά όργανα δεν επέλεξαν για τον υπολογισμό τους το χρονικό σημείο της περιόδου αναφοράς, κατά το οποίο το κόστος παραγωγής ήταν το πλέον υψηλό, παρ' όλο που θα ήταν ίσως σκόπιμο να το πράξουν προκειμένου να διασφαλισθεί η εξαφάνιση της επελθούσας ζημίας.

    Το Συμβούλιο υπενθυμίζει ότι τα κοινοτικά θεσμικά όργανα έχουν ως πολιτική να μη λαμβάνουν υπόψη τις εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν και τις τιμές που εφαρμόσθηκαν μετά την περίοδο αναφοράς, οσάκις πρόκειται για τον καθορισμό του επιπέδου του δασμού που είναι αναγκαίος για την εξαφάνιση ή την παρεμπόδιση ζημίας. Σε περίπτωση που η Επιτροπή θέσπιζε το επίπεδο του αναγκαίου δασμού βάσει της καταστάσεως, όπως αυτή εμφανιζόταν κατά το χρόνο της επιβολής του δασμού, οι εφαρμόζοντες την πρακτική ντάμπινγκ εξαγωγείς θα μπορούσαν εύκολα να υψώσουν τις τιμές κατά τη διάρκεια μιας σχετικά σύντομης περιόδου, ακριβώς το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η Επιτροπή διεξάγει την έρευνα της, αυτό δε για να αποφύγουν κάθε ευθύνη λόγω των πρακτικών τους. Επομένως, θα ήσαν ελεύθεροι να επαναλάβουν τις πρακτικές τους ντάμπινγκ από τη στιγμή που το Συμβούλιο θα είχε θεσπίσει τον κανονισμό του περί επιβολής των οριστικών δασμών, οι οποίοι θα ήσαν, συνεπώς, σε κατώτερο επίπεδο.

    Κατά το Συμβούλιο, το « περιθώριο ζημίας », ακριβώς όπως και το περιθώριο ντάμπινγκ, πρέπει να καθορίζεται για την περίοδο αναφοράς. Αν, εν τω μεταξύ, οι εξαγωγείς υψώνουν τις τιμές τους, και αν ο δασμός τον οποίο εξοφλούν υπερβαίνει, επομένως, το πραγματικό περιθώριο ντάμπινγκ, η επιστροφή των καθ' υπέρβαση ποσών μπορεί να ζητείται ( άρθρο 16 του κανονισμού 2176/84 ). Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 14 του ίδιου αυτού κανονισμού, οι εξαγωγείς μπορούν να ζητούν την επανεξέταση των κανονισμών αν υπήρξε μεταβολή των συνθηκών ( για παράδειγμα, της τιμής κατά την εξαγωγή), που δικαιολογεί επανεξέταση της καταστάσεως.

    3.

    Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η πολιτική των θεσμικών οργάνων έγκειται, εν γένει, στο να μη λαμβάνονται υπόψη στοιχεία που ανέκυψαν από την περίοδο αναφοράς και μετά, διότι αν τα πρόσφατα γεγονότα πρέπει πάντοτε να λαμβάνονται υπόψη, οι έρευνες δεν θα τελειώνουν ποτέ. Το επιχείρημα αυτό ισχύει επίσης για τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων οι εξαγωγείς δεν μπορούν να έχουν επίδραση. Κατ' αυτήν, δεν είναι σκόπιμο να λαμβάνονται υπόψη ορισμένα γεγονότα που επήλθαν από το πέρας της περιόδου αναφοράς και μετά και όχι άλλα. Το να λαμβάνονται υπόψη όλα τα γεγονότα θα σήμαινε στην πραγματικότητα παράταση της περιόδου αναφοράς και την αναπροσαρμογή της. Αυτό κινδυνεύει να είναι συχνά δύσκολο ή αδύνατο, αφού οι ίδιες οι εταιρίες δεν διαθέτουν πάντοτε εντελώς ενημερωμένες πληροφορίες εφ' όλων των απόψεων μιας περιόδου αναφοράς, που πρέπει να ληφθούν υπόψη.

    Εξάλλου, μετά την αύξηση των τιμών τους, οι εξαγωγείς μπορούν εύκολα να τις χαμηλώσουν εκ νέου (εκτός εάν ανέλαβαν υποχρεώσεις). Οι τιμές των εξαγωγέων αυξάνονται μερικές φορές μετά την έναρξη έρευνας αντιντάμπινγκ. Τα γεγονότα που επήλθαν από την περίοδο αναφοράς και μετά, τα οποία είναι ευνοϊκά για τους εξαγωγείς, μπορούν να λαμβάνονται υπόψη, ενδεχομένως, μέσω αιτήσεων επιστροφής ή επανεξετάσεως των θεσπισθέντων μέτρων.

    Σχετικά με τη φερομένη εσφαλμένη ερμηνεία των σχετικών κανόνων και τη μη ορθή παρουσίαση των σχετικών γεγονότων

    1.

    Οι προσφεύγουσες αναφέρουν ότι πολλές πραγματικές διαπιστώσεις, που διατυπώθηκαν με τον κανονισμό 3339/87 του Συμβουλίου όσον αφορά τις εισαγωγές από τη Σαουδική Αραβία είναι εξαιρετικά απατηλές. Τα κοινοτικά θεσμικά όργανα, λέγοντας ότι θα ήταν αναγκαίος υψηλότερος συντελεστής δασμού για την εξαφάνιση της ζημίας που φέρεται ως προκληθείσα από τις εισαγωγές καταγωγής Σαουδικής Αραβίας απ' ό,τι για την κατάργηση της ζημίας που προκλήθηκε από τις εισαγωγές καταγωγής άλλων χωρών, προκάλεσαν την εντύπωση ότι η Σαουδική Αραβία ήταν εξαιρετικά επιθετική όσον αφορά την πολιτική της επί των τιμών. Η διαπίστωση αυτή βασίζεται, κατ' αυτές, σε πρόδηλα λάθη εκτιμήσεως και βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση προς τα αποδεικτικά στοιχεία που απορρέουν από τον φάκελο που ανακοινώθηκε στις προσφεύγουσες.

    Οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι οι Σαουδάραβες εξαγωγείς δεν εφάρμοσαν επιθετική πολιτική τιμών στην αγορά ΕΟΚ.. Αντιθέτως, παρά να υποστούν την πτώση των τιμών σε μία αγορά σε παρακμή, όπως το έπραξαν οι περισσότεροι των άλλων προμηθευτών ουρίας, οι προσφεύγουσες επέλεξαν να αποτραβηχτούν από την ευρωπαϊκή αγορά μέχρι να αποκατασταθούν οι τιμές. Είναι σημαντικό να υπομνησθεί ότι, κατά τη χρονική στιγμή κατά την οποία το Συμβούλιο των Υπουργών αποφάσισε ότι ήταν αναγκαίος δασμός 40 % για την εξαφάνιση της ζημίας που προκλήθηκε από τις εισαγωγές ουρίας καταγωγής Σαουδικής Αραβίας, δεν είχαν υπάρξει εξαγωγές καταγωγής αυτής της χώρας κατά τη διάρκεια των 17 τελευταίων μηνών.

    Όσον αφορά το εμπορικό στάδιο, οι προσφεύγουσες αναφέρουν ότι οι περισσότερες των πωλήσεων ουρίας στη Σαουδική Αραβία είχαν πραγματοποιηθεί απευθείας σε αγρότες. Όμως, στην ΕΟΚ οι πωλήσεις είχαν πραγματοποιηθεί σε εμπορικές εταιρίες, καθώς και σε έναν αγοραστή βιομήχανο που χρησιμοποιούσε την ουρία ως πρώτη ύλη για την κατασκευή κόλλας. Είναι προφανές ότι θα υπάρχουν συνήθεις διαφορές τιμών μεταξύ των πωλήσεων στον τελικό καταναλωτή και των πωλήσεων στους μεταπωλητές ή τους βιομηχανικούς μεταπωλητές του προϊόντος, δεδομένου ότι οι πωλήσεις αυτές βρίσκονται σε διαφορετικά εμπορικά στάδια. Οι προσφεύγουσες ζήτησαν μία προσαρμογή για τις διαφορές του εμπορικού σταδίου βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο γ, του κανονισμού 2176/84.

    Υπενθυμίζουν ότι υπάρχει ένας μόνο βιομήχανος αγοραστής ουρίας στη Σαουδική Αραβία, ο οποίος χρησιμοποιεί την ουρία για την κατασκευή άλλων προϊόντων. Όλες οι άλλες πωλήσεις βρίσκονται σε διαφορετικό εμπορικό στάδιο από αυτό των πωλήσεων λόγω εξαγωγής. Αναγνωρίστηκε ότι οι καταστάσεις ήταν διαφορετικές και η τιμή ελαττώθηκε από το Συμβούλιο Διοικήσεως στις 5 Ιουλίου 1986. Δεν υπήρξαν συστάσεις ενόψει της βιομηχανικής χρήσεως στη Σαουδική Αραβία πριν από το τέλος της περιόδου έρευνας. Εντούτοις, η απουσία παρομοίων πωλήσεων δεν μπορεί να δικαιολογήσει την απόρριψη της προσαρμογής. Μία προσαρμογή λόγω του εμπορικού σταδίου δεν θα εφαρμοζόταν στις πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν στη Σαουδική Αραβία στον βιομήχανο αγοραστή αλλά στις πωλήσεις που βρίσκονται σε διαφορετικό εμπορικό στάδιο. Υπάρχει διαφορά εμπορικού σταδίου μεταξύ των εσωτερικών πωλήσεων και των πωλήσεων λόγω εξαγωγής, το δε ψήφισμα του Συμβουλίου παρέχει μία αντικειμενική βάση για τη στάθμιση της επιπτώσεως των διαφορών στην εσωτερική αγορά.

    Οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι, αντιμετωπίζοντας τις πωλήσεις ουρίας σε αγρότες στη Σαουδική Αραβία και τις πωλήσεις σε εργοστάσιο κόλλας στην Ιταλία σαν να βρίσκονται στο ίδιο εμπορικό στάδιο και αρνούμενα να παράσχουν προσαρμογή, τα κοινοτικά θεσμικά όργανα δημιούργησαν ένα τεχνικά υψηλό περιθώριο ντάμπινγκ.

    Όσον αφορά τις διαφορές ποσοτήτων, οι συναλλαγές λόγω εξαγωγών ουρίας προς την ΕΟΚ πραγματοποιήθηκαν όλες σε παρτίδες πολλών χιλιάδων τόννων. Η Επιτροπή επέλεξε να περιλάβει στην κανονική αξία πωλήσεις που δεν ήταν συγκρίσιμες, συμπεριλαμβανομένων των πωλήσεων σε ποσότητες που δεν υπερέβαιναν 0,43 τόννους. Οι σημαντικές αυτές διαφορές ποσοτήτων μεταξύ των εσωτερικών πωλήσεων και των πωλήσεων λόγω εξαγωγής επηρέαζαν τη δυνατότητα συγκρίσεως των τιμών. Για τον λόγο αυτό, οι προσφεύγουσες ζήτησαν να ληφθεί υπόψη η διαφορά, επιλέγοντας για τον καθορισμό της κανονικής αξίας μόνο τις εσωτερικές πωλήσεις που ήταν συγκρίσιμες με τις πωλήσεις λόγω εξαγωγής σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο α, του κανονισμού 2176/84 ή εφαρμόζοντας μία προσαρμογή λόγω των διαφορών ποσοτήτων σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο β.

    Η πρόταση, κατά την οποία δεν προσκομίστηκε κανένα πειστικό στοιχείο, δεν αντανακλά ορθώς τα πραγματικά περιστατικά. Σε κανένα χρονικό σημείο κατά τη διάρκεια της διαδικασίας δεν λέχθηκε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία ήταν ανεπαρκή. Καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, όλη η συζήτηση συγκεντρώθηκε στην ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο β, οι δε υπάλληλοι της Επιτροπής έλεγαν ότι δεν ήταν αναγκαίο να προβούν σε προσαρμογή εφόσον οι εκπτώσεις λόγω ποσότητας είχαν πράγματι αφαιρεθεί από τις πωλήσεις στις οποίες εφαρμόζονταν.

    Κατά τις προσφεύγουσες, η ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο β, που υιοθετήθηκε από τους υπαλλήλους της Επιτροπής καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, ήταν ασυμβίβαστη προς τους ρητούς όρους του κανονισμού.

    Οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι, οσάκις πληρούνται οι προϋποθέσεις, οι τιμές όλων των πωλήσεων πρέπει να προσαρμόζονται, προκειμένου να αντανακλώνται οι τιμές που θα είχαν σημειωθεί στην εσωτερική αγορά αν οι πωλήσεις είχαν πραγματοποιηθεί σε ποσότητες συγκρίσιμες με αυτές των εξαγωγών. Σε περίπτωση που η προσαρμογή δεν παρέχεται, οι εκπτώσεις αντανακλώνται μόνο στις πωλήσεις για τις οποίες είχαν πράγματι παρασχεθεί.

    Η ερμηνεία αυτή ανακοινώθηκε στους υπαλλήλους της Επιτροπής με το έγγραφο της 21ης Αυγούστου 1987. Είναι περίεργο, κατά τις προσφεύγουσες, ότι, για τον οριστικό καθορισμό, τα κοινοτικά θεσμικά όργανα δεν μετέβαλαν το αποτέλεσμα στο οποίο κατέληξαν αλλά μετέβαλαν μόνο τον λόγο που οδήγησε στο αποτέλεσμα αυτό. Κατ' αυτές, η αγγελία κατά την οποία κανένα πειστικό στοιχείο δεν παρασχέθηκε είναι εντελώς ανακριβής. Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο β, περίπτωση i, πρέπει να υπάρχει διαφορά ποσοτήτων μεταξύ των εσωτερικών πωλήσεων και των πωλήσεων λόγω εξαγωγής, οι δε εκπτώσεις λόγω ποσότητας πρέπει να συμφωνούνται ελεύθερα στην εσωτερική αγορά.

    Δεν αναφέρθηκε καμία φερομένη ανεπάρκεια αποδείξεων έναντι των προσφευγουσών. Αντιθέτως, η Επιτροπή ανήγγειλε ότι είχε ήδη προσηκόντως λάβει υπόψη διαφορές ποσοτήτων « κατά τρόπο απόλυτα σύμφωνο με το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο β ». Αν τα αποδεικτικά στοιχεία ήταν ανεπαρκή και αν η δοθείσα από τους υπαλλήλους της Επιτροπής ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο β, ήταν εσφαλμένη, δεν θα είχαν ληφθεί υπόψη οι διαφορές.

    Μόνο αφού η ερμηνεία των υπαλλήλων ανατράπηκε με νομικά επιχειρήματα, τέθηκε υπό αμφισβήτηση ο ανεπαρκής χαρακτήρας των αποδεικτικών στοιχείων. Η πρώτη αναφορά, κατά την οποία τα αποδεικτικά στοιχεία ήταν ανεπαρκή, ανακοινώθηκε με τη δημοσίευση του οριστικού καθορισμού. Συνεπώς, οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι ο κανονισμός 3339/87 πρέπει να ακυρωθεί.

    2.

    Όσον αφορά τις διαφορές ποσοτήτων το Συμβούλιο αναφέρει ότι, βάσει των πληροφοριών που επαληθεύθηκαν από την Επιτροπή, κρίθηκε σκόπιμο να ληφθούν υπόψη οι διαφορές ποσοτήτων χρησιμοποιώντας μία μέση και σταθμισμένη κανονική αξία, στηριζόμενη στο σύνολο των πωλήσεων. Ενόψει του ότι πολυάριθμες αποστολές μικρών ποσοτήτων επωφελούνται της ιδίας εκπτώσεως λόγω ποσότητας, καθόσον προέρχονται από την ίδια σύμβαση που αφορά σημαντικό όγκο, κρίθηκε ότι οι διαφορές ποσοτήτων ελήφθησαν σε ορισμένο βαθμό υπόψη με τη χρησιμοποίηση σταθμισμένου μέσου όρου για τον καθορισμό της κανονικής αξίας.

    Υπενθυμίζει ότι ουδέποτε οι προσφεύγουσες υπέβαλαν στην Επιτροπή αίτηση, συνοδευόμενη από τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία, επιδιώκοντας την χορήγηση προσαρμογής προστιθέμενης στο ποσό που είχε ήδη ληφθεί υπόψη λόγω του ότι η κανονική αξία είχε καθορισθεί χρησιμοποιώντας τον σταθμισμένο μέσο όρο των τιμών. Σε περίπτωση που ελήφθη ήδη υπόψη μία έκπτωση για τον καθορισμό της κανονικής αξίας, δεν είναι δυνατόν να ληφθεί υπόψη δεύτερη φορά η ίδια έκπτωση υπό τη μορφή προσαρμογής για τις ίδιες αυτές αξίες. Κατά το Συμβούλιο, γνωρίζοντας τη θέση της Επιτροπής, οι προσφεύγουσες όφειλαν και μπορούσαν να έχουν υποβάλει ειδική αίτηση, συνοδευόμενη από επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, καταδεικνύοντας ότι έπρεπε να πραγματοποιηθεί (συμπληρωματική) προσαρμογή και ποιο έπρεπε να είναι το σχετικό ποσό.

    Το Συμβούλιο ισχυρίζεται ότι, λαμβάνοντας υπόψη τις επαφές που οι προσφεύγουσες είχαν με τις υπηρεσίες της Επιτροπής, η θέση αυτού του θεσμικού οργάνου ήταν εντελώς σαφής και ότι οι προσφεύγουσες μπορούσαν να έχουν προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη της αιτήσεως τους περί προσαρμογής.

    Τέλος, το Συμβούλιο θεωρεί σκόπιμο να διευκρινιστεί στο Δικαστήριο ότι, ακόμη και αν στις προσφεύγουσες είχαν χορηγηθεί οι όσον το δυνατόν υψηλότερες διεκδικούμενες προσαρμογές, το περιθώριο ντάμπινγκ που θα ήταν εφαρμοστέο ως προς αυτές θα ήταν της τάξεως του 51,81 % αντί της τάξεως του 55 ο/ο. Επομένως, είναι ανακριβής ο ισχυρισμός ότι, αρνούμενα στις προσφεύγουσες την προσαρμογή που αυτές ζητούσαν, τα κοινοτικά θεσμικά όργανα δημιούργησαν ένα τεχνικά υψηλό περιθώριο ντάμπινγκ (σημείο 91 του δικογράφου). Εν πάση περιπτώσει, ο δασμός αντιντάμπινγκ δεν θα καθοριζόταν σε επίπεδο λιγότερο υψηλό αν το περιθώριο ντάμπινγκ ήταν 51,81 % αντί για 55 ο/ο.

    Σχετικά με τις διαφορές του εμπορικού σταδίου, το Συμβούλιο υπενθυμίζει ότι ο κανονισμός 2176/84 προβλέπει μία προσαρμογή προκειμένου να ληφθούν υπόψη διαφορές του εμπορικού σταδίου, αυτό όμως μόνο καθόσον οι εν λόγω διαφορές δεν έχουν ήδη ληφθεί υπόψη λόγω των άλλων διαφορών στους όρους πωλήσεως. Εξάλλου, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί προσαρμογή παρά μόνο αν η διαφορά του εμπορικού σταδίου, η οποία, ενδεχομένως, θα υφίστατο, επηρεάζει τη δυνατότητα συγκρίσεως των τιμών.

    3.

    Όσον αφορά το επιχείρημα του εμπορικού σταδίου, η Επιτροπή αναφέρει ότι πρέπει πάντοτε να γίνεται διάκριση μεταξύ των επιχειρημάτων σχετικά με τις εκπτώσεις λόγω ποσότητας (που μπορούν να υφίστανται ανεξάρτητα από το είδος των πελατών που αγοράζουν σε μεγάλες ποσότητες) και του εμπορικού σταδίου ( που εζαρτάταται από τις κατηγορίες των πελατών). Δεν πρέπει να λησμονείται η διάκριση αυτή, παρ' όλο ότι στην πράξη διάφορες κατηγορίες πελατών αγοράζουν συχνά διάφορες ποσότητες και επιτυγχάνουν διάφορες εκπτώσεις λόγω ποσότητας. Σε περίπτωση που μία προσαρμογή χορηγείται προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι διαφορές ποσότητας, η ίδια προσαρμογή δεν πρέπει να χορηγείται εκ νέου λόγω του εμπορικού σταδίου. Αυτό αναγνωρίζει το άρθρο 2, παράγραφος 10, σημείο γ, του κανονισμού ( ΕΟΚ) 2176/84 που διευκρινίζει « εφόσον δεν έχουν ληφθεί διαφορετικά υπόψη ». Τα ερωτήματα σχετικά με το εμπορικό στάδιο αφορούν μάλλον την κατηγορία των πελατών παρά τη χρήση που γίνεται από κάθε πελάτη των εμπορευμάτων που αγοράζει.

    Σχετικά με τις διαφορές ποσοτήτων, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το Συμβούλιο έχει ήδη τονίσει ότι αυτό που οι προσφεύγουσες εμφανίζουν ως πώληση 0,43 τόννων ήταν στην πραγματικότητα μία μικρή παράδοση που αποτελούσε μέρος μιας πολύ σημαντικότερης πωλήσεως.

    Κατά την Επιτροπή, σε περίπτωση που στο πλαίσιο μιας διαδικασίας αντιντάμπινγκ όλες οι πωλήσεις στην εσωτερική αγορά κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς αντιπροσωπεύουν μικρές ποσότητες που δεν επωφελούνται εκπτώσεως λόγω ποσότητας και σε περίπτωση που όλες οι πωλήσεις λόγω εξαγωγής αντιπροσωπεύουν ποσότητες επαρκώς σημαντικές ώστε να τύχουν της εκπτώσεως, συντρέχουν δε, επιπλέον, οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, παράγραφος 10, σημείο β, πρέπει, επομένως, να χορηγείται προσαρμογή που αφορά το σύνολο των πωλήσεων. Αν ορισμένες πωλήσεις λόγω εξαγωγής ή ορισμένες πωλήσεις στην εσωτερική αγορά αντιπροσωπεύουν αρκετά σημαντικές ποσότητες ώστε να δικαιούνται εκπτώσεως, ενώ άλλες πωλήσεις δεν είναι τόσο σημαντικές, η κατάσταση είναι ελαφρώς πολυπλοκότερη. Συνήθως, υπολογίζεται ο σταθμισμένος μέσος όρος όλων των τιμών, για τις οποίες πρόκειται, κατά τρόπο που να επιτυγχάνεται μία προσωρινή τιμή, βάσει της οποίας μπορούν να πραγματοποιούνται προσαρμογές. Όπως το Συμβούλιο το έχει τονίσει, ο σταθμισμένος αυτός μέσος όρος λαμβάνει κατ' ανάγκη υπόψη ήδη σε ορισμένο βαθμό τις διάφορες εκπτώσεις λόγω ποσότητας που έχουν χορηγηθεί.

    Κατά την Επιτροπή, το μόνο ερώτημα που, επομένως, εκκρεμεί στην παρούσα υπόθεση είναι το αν έχουν παρασχεθεί επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ώστε να δικαιολογείται η χορήγηση συμπληρωματικής εκπτώσεως λόγω ποσότητας, αλλά όπως το Συμβούλιο το εξήγησε, προσκομίστηκαν ανεπαρκή αποδεικτικά στοιχεία.

    Μ. Diez de Velasco

    εισηγητής δικαστής


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Top

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ ( έκτο τμήμα)

    της 27ης Ιουνίου 1991 ( *1 )

    Στην υπόθεση C-49/88,

    Al-Jubail Fertilizer Company (SAMAD), Al-Jubail, PO BOX 10046, Βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας,

    και

    Saudi Arabian Fertilizer Company ( Safco ), PO Box 533, Damman 31421, Βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας,

    εκπροσωπούμενες από τον Ivo Van Bael και τον Jean-François Bellis, δικηγόρους Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Α. F. Brausch, 8, rue Zithe,

    προσφεύγουσες,

    κατά

    Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένου από τον Hans-Jürgen Lambers, διευθυντή της Νομικής Υπηρεσίας, και τον Erik Η. Stein, νομικό σύμβουλο, επικουρούμενους από τον Michael Schütte, δικηγόρο Αμβούργου, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Jörg Käser, διευθυντή της διευθύνσεως νομικών υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, 100, boulevard Konrad-Adenauer,

    καθού,

    υποστηριζομένου από την

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένη από τον John Temple Lang, νομικό σύμβουλο, και από τον Eric White, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Guido Berardis, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας της, Centre Wagner, Kirchberg,

    παρεμβαίνουσα,

    η οποία έχει ως αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως του άρθρου 1 του κανονισμού ( ΕΟΚ) 3339/87 του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 1987, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ουρίας καταγωγής Λιβύης και Σαουδικής Αραβίας ( ΕΕ L 317, σ. 1 ), καθόσον αυτό αφορά τις προσφεύγουσες,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( έκτο τμήμα ),

    συγκείμενο από τους G. F. Mancini, πρόεδρο τμήματος, Τ. F. O'Higgins, Μ. Diez de Velasco, Κ. Ν. Κακούρη, F. Α. Schockweiler, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: Μ. Darmon

    γραμματέας: V. Di Bucci, υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

    αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 12ης Δεκεμβρίου 1990, κατά τη διάρκεια της οποίας το Συμβούλιο εκπροσωπήθηκε από τον Dr. Hans-Jürgen Rabe, δικηγόρο Αμβούργου, και η Επιτροπή από τον Eric White, νομικό σύμβουλο,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 7ης Φεβρουαρίου 1991,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 16 Φεβρουαρίου 1988, η Al-Jubail Fertilizer Company (στο εξής: SAMAD) και η Saudi Arabian Fertilizer Company (στο εξής: Safco), εταιρίες σαουδαραβικού δικαίου με έδρα αντίστοιχα το Al-Jubail και το Damman, ζήτησαν, δυνάμει του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, την ακύρωση του άρθρου 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) 3339/87 του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 1987, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ουρίας καταγωγής Λιβύης και Σαουδικής Αραβίας ( ΕΕ L 317, σ. 1 ), καθόσον αυτό αφορά τις προσφεύγουσες.

    2

    Οι προσφεύγουσες εταιρίες παρασκευάζουν ουρία στη Σαουδική Αραβία. Πέραν της δραστηριότητας της παραγωγής, η Safco ενεργεί ως εκπρόσωπος της SAMAD για τις πωλήσεις των προϊόντων αυτής της τελευταίας στη Σαουδική Αραβία και σε άλλες μερικές χώρες, συμπεριλαμβανομένων αυτών της ΕΟΚ. Οι δυο εταιρίες είναι joint-ventures με έναν κοινό μέτοχο, τη Saudi Basic Industrie Corporation (στο εξής: Sabie), εταιρία συσταθείσα το 1976 από τη Σαουδική Κυβέρνηση προκειμένου να δημιουργήσει βασικές βιομηχανίες που να χρησιμοποιούν και βελτιώνουν τους φυσικούς πόρους του Βασιλείου.

    3

    Μετά την υποβολή καταγγελίας από τη CMC-Engrais ( Επιτροπή « κοινή αγορά » της βιομηχανίας των αζωτούχων και φωσφορικών λιπασμάτων ), εξ ονόματος παραγωγών ουρίας που αντιπροσωπεύουν σχεδόν το σύνολο της κοινοτικής παραγωγής του προϊόντος αυτού, η Επιτροπή κίνησε, στις 11 Οκτωβρίου 1986, διαδικασία αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές στην Κοινότητα ουρίας καταγωγής Τσεχοσλοβακίας, Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Κουβέιτ, Λιβύης, Σαουδικής Αραβίας, Σοβιετικής Ενώσεως, Τρινιντάντ και Τομπάγκο, και Γιουγκοσλαβίας ( ΕΕ C 254, σ. 3 ).

    4

    Η εν λόγω διαδικασία αντιντάμπινγκ, την οποία κίνησε η Επιτροπή βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ) 2176/84 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1984, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας ( ΕΕ L 201, σ. 1, στο εξής: βασικός κανονισμός ), είχε καταρχάς ως αποτέλεσμα την επιβολή, με τον κανονισμό ( ΕΟΚ) 1289/87 της Επιτροπής, της 8ης Μαΐου 1987 ( ΕΕ L 121, σ. 11 ), προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ουρίας καταγωγής ιδίως Σαουδικής Αραβίας, ίσου προς τη διαφορά μεταξύ της καθαρής τιμής ανά τόννο « ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας », πριν από την επιβολή του δασμού, και του ποσού των 133 ECU. Εν συνεχεία, το Συμβούλιο καθόρισε τον οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ με τον προσβαλλόμενο κανονισμό σε 40 ο/ο κατ' αξίαν.

    5

    Με Διάταξη της 8ης Ιουνίου 1988, το Δικαστήριο δέχθηκε την παρέμβαση της Επιτροπής στην παρούσα υπόθεση, προς στήριξη των αιτημάτων του Συμβουλίου.

    6

    Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς το κανονιστικό πλαίσιο και τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς, η εξέλιξη της διαδικασίας καθώς και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνον καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

    7

    Προς στήριξη της προσφυγής τους οι προσφεύγουσες προβάλλουν τέσσερις λόγους που στηρίζονται αντίστοιχα στην ανεπαρκή αιτιολογία, σε πρόδηλη πλάνη περί την εκτίμηση, σε πλάνη περί το δίκαιο συνεπαγόμενη αλλοίωση των πραγματικών περιστατικών, καθώς και στην παραβίαση των δικαιωμάτων άμυνας. Πρέπει να εξετασθεί πρώτα ο τελευταίος αυτός λόγος.

    8

    Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται, προς στήριξη του λόγου αυτού, ότι δεν τους γνωστοποίησαν προηγουμένως τους λόγους για τους οποίους το Συμβούλιο έκρινε ότι η αίτηση τους προσαρμογής λόγω της διαφοράς του εμπορικού σταδίου και των ποσοτήτων που πωλήθηκαν στη Σαουδική Αραβία και στην Κοινότητα δεν μπορούσε να γίνει δεκτή. Ισχυρίζονται επίσης ότι δεν τους γνωστοποιήθηκε προηγουμένως η αλλαγή ως προς τον τύπο του επιβληθέντος δασμού αντιντάμπινγκ, ότι δεν έλαβαν απάντηση στα ερωτήματα που είχαν θέσει σχετικά με τον καθορισμό του ύψους της ζημίας και ότι το ποσό που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για τις προσαρμογές λόγω της αποθηκεύσεως δεν ήταν επαρκές.

    9

    Όσον αφορά την αιτίαση σχετικά με την απόρριψη της αιτήσεως προσαρμογής που βασιζόταν στη διαφορά του εμπορικού σταδίου, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι, καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, οι υπάλληλοι της Επιτροπής υιοθέτησαν την άποψη ότι η προσαρμογή δεν έπρεπε να γίνει δεκτή για διαφόρους λόγους, χωρίς εν τούτοις να έχουν ποτέ αμφισβητήσει ότι οι διαφορές του εμπορικού σταδίου ήταν πραγματικές, ενώ, κατά τον προσβαλλόμενο κανονισμό, το αίτημα προσαρμογής δεν έγινε δεκτό για τον λόγο ότι τόσο στη Σαουδική Αραβία όσο και στην Ευρώπη η ουρία επωλείτο, στις περισσότερες περιπτώσεις, στους τελικούς χρήστες, οπότε δεν υπήρχε καμία διαφορά εμπορικού σταδίου.

    10

    Προκειμένου για την απόρριψη του αιτήματος περί προσαρμογής λόγω των διαφορών των ποσοτήτων που πωλούνται στη Σαουδική Αραβία και την Ευρώπη, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι μπορεί μεν οι υπάλληλοι της Επιτροπής να ανέφεραν κατ' επανάληψη ότι δεν ήταν αναγκαίο να πραγματοποιηθεί μία επιπλέον προσαρμογή, διότι είχαν ληφθεί υπόψη οι διαφορές των ποσοτήτων κατά την εφαρμογή των εκπτώσεων λόγω ποσότητας, το Συμβούλιο όμως, κατά τη θέσπιση του προσβαλλόμένου κανονισμού, δέχθηκε ότι δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία που να δικαιολογούν τις προσαρμογές αυτές.

    11

    Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται επίσης ότι, στον κανονισμό περί επιβολής του προσωρινού δασμού, η Επιτροπή είχε θεσπίσει κατωτάτη τιμή 133 ECU, ενώ, στον κανονισμό περί επιβολής οριστικού δασμού, το Συμβούλιο είχε χρησιμοποιήσει δασμό κατ' αξιαν επιβάλλοντας πολύ μεγαλύτερη επιβάρυνση, χωρίς να έχει προηγουμένως προβεί σε καμία ανακοίνωση προς τους ενδιαφερομένους και χωρίς να τους έχει δώσει τη δυνατότητα να υποβάλουν παρατηρήσεις, αντίθετα προς το καθήκον πληροφορήσεως που προβλέτιεται από το άρθρο 7, παράγραφος 4, στοιχείο α, του βασικού κανονισμού.

    12

    Εξάλλου, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν απάντησε στα ερωτήματα που της είχαν υποβάλει ως προς τον καθορισμό του ύψους της ζημίας και ιδίως ως προς την καλούμενη αντιπροσωπευτική επιλογή του κοινοτικού παραγωγού και ως προς το ύψος των εξόδων του παραγωγής, για τον λόγο ότι τα στοιχεία αυτά είχαν εμπιστευτικό χαρακτήρα.

    13

    Τέλος, οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι, κατά την πρόβλεψη προσαρμογής λόγω αποθηκεύσεως, οι υπάλληλοι της Επιτροπής χρησιμοποίησαν αριθμό μικρότερο απ' αυτόν που αυτές είχαν παράσχει και ότι, παρά τα ρητά αιτήματα, καμία εξήγηση δεν τους δόθηκε σχετικά.

    14

    Πρέπει να υπομνησθεί κατ' αρχάς ότι, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 4, στοιχεία α και β, του βασικού κανονισμού,

    « α)

    ο καταγγέλλων και οι γνωστοί ως ενδιαφερόμενοι εισαγωγείς και εξαγωγείς (... ) μπορούν να λάβουν γνώση όλων των πληροφοριών που έχουν παρασχεθεί στην Επιτροπή (... ) εφόσον οι πληροφορίες αυτές έχουν σχέση με την υπεράσπιση των συμφερόντων τους, δεν είναι εμπιστευτικές κατά την έννοια του άρθρου 8 και χρησιμοποιούνται από την Επιτροπή στην έρευνα (... )

    β)

    οι εξαγωγείς και οι εισαγωγείς του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας (... ) δύνανται να ζητήσουν να ενημερώνονται για τα κύρια γεγονότα και τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων προβλέπεται να διατυπωθεί σύσταση για την επιβολή οριστικών δασμών (... ) ».

    15

    Πρέπει εν συνεχεία να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία ( βλ., ως τελευταία, την απόφαση της 18ης Ιουνίου 1991, υποθ. C-260/89, ΕΡΤ, Συλλογή 1991, σ. Ι-2925), τα θεμελιώδη δικαιώματα αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα των γενικών αρχών του δικαίου, για τον σεβασμό των οποίων μεριμνά το Δικαστήριο. Επομένως, προκειμένου να ερμηνευθεί το άρθρο 7, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, πρέπει να ληφθούν ιδίως υπόψη οι απαιτήσεις που απορρέουν από τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας, αρχή της οποίας ο θεμελιώδης χαρακτήρας έχει επανειλημμένα υπογραμμισθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου (βλ., ιδίως, απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 1989, υπόθ. 85/87, Dow Benelux, Συλλογή 1989, σ. 3137). Οι απαιτήσεις αυτές επιβάλλονται όχι μόνο στο πλαίσιο διαδικασιών που μπορούν να καταλήξουν σε επιβολή ποινών, αλλά επίσης στο πλαίσιο διαδικασιών έρευνας που προηγείται της θεσπίσεως κανονισμών αντιντάμπινγκ οι οποίοι, παρά τη γενική ισχύ τους, μπορούν να θίξουν τις οικείες επιχειρήσεις άμεσα και ατομικά και να επιφέρουν δυσμενείς γι' αυτές συνέπειες.

    16

    Εν συνεχεία, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι, όσον αφορά τα δικαιώματα άμυνας, η δράση των κοινοτικών θεσμικών οργάνων πρέπει να είναι ακόμη πιο προσεκτική καθότι, στο παρόν στάδιο της εξελίξεως της, η εν λόγω κανονιστική ρύθμιση δεν προβλέπει όλες τις δικονομικές εγγυήσεις προστασίας του διοικούμενου που είναι δυνατόν να υφίστανται σε ορισμένα εθνικά δίκαια.

    17

    Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, κατά την εκπλήρωση του καθήκοντός τους πληροφορήσεως τα κοινοτικά θεσμικά όργανα πρέπει να ενεργούν με κάθε επιβαλλομένη επιμέλεια επιζητώντας, όπως το Δικαστήριο το διευκρίνισε με την απόφαση της 20ής Μαρτίου 1985, υπόθ. 264/82, Timex Corporation ( Συλλογή 1985, σ. 849, συγκεκριμένα σ. 870 ), να δίνουν στις οικείες επιχειρήσεις, στον βαθμό που η τήρηση του επιχειρηματικού απορρήτου διασφαλίζεται, πληροφορίες χρήσιμες για την υπεράσπιστή των συμφερόντων τους και επιλέγοντας, ενδεχομένως οίκοθεν, τους ενδεδειγμένους γι' αυτήν την ανακοίνωση τρόπους. Οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να είναι ήδη σε θέση, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, να γνωστοποιούν επωφελώς την άποψη τους σχετικά με το υποστατό και το λυσιτελές των αναφερομένων πραγματικών περιστατικών και καταστάσεων και με τα αποδεικτικά στοιχεία που χρησιμοποίησε η Επιτροπή προς στήριξη του ισχυρισμού της για την ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ και της ζημίας που απορρέει από αυτήν.

    18

    Όμως, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι τα κοινοτικά θεσμικά όργανα εκπλήρωσαν την υποχρέωση τους να θέσουν στη διάθεση των προφευγουσών κάθε πληροφορία που θα τους είχε καταστήσει δυνατή την αποτελεσματική υπεράσπιση των συμφερόντων τους.

    19

    Συγκεκριμένα, όσον αφορά τις προσαρμογές που ζητήθηκαν για τις διαφορές ποσοτήτων και εμπορικού σταδίου, το καθού αναφέρει, προς στήριξη των ισχυρισμών του, μόνο μία εσωτερική έκθεση που συντάχθηκε κατόπιν αποστολής από τους υπαλλήλους της Επιτροπής, μετά από ελέγχους που πραγματοποιήθηκαν στη Σαουδική Αραβία, καθώς και τα πρακτικά δύο συνεδριάσεων που πραγματοποιήθηκαν στις Βρυξέλλες στις 22 Μαΐου και στις 5 Οκτωβρίου 1987 με τους εκπροσώπους των εν λόγω διαδίκων. Αυτά τα εσωτερικά έγγραφα όμως μπορούν ακόμη λιγότερο να επέχουν θέση αποδείξεως καθόσον, κατά τα έγγραφα της δικογραφίας, οι πληροφορίες που περιέχουν δεν περιήλθαν, με άλλα μέσα, σε γνώση των προσφευγουσών.

    20

    Είναι αληθές ότι, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 4, στοιχείο γ, περίπτωση ii, του βασικού κανονισμού, η αιτουμένη πληροφορία μπορεί να δοθεί κατά τρόπο αμιγώς προφορικό. Πάντως, η δυνατότητα αυτή δεν μπορεί να απαλλάξει τους κοινοτικούς αρμοδίους του να συγκεντρώσουν τα στοιχεία που καθιστούν δυνατή την απόδειξη, αν χρειαστεί, της ακρίβειας αυτής της ανακοινώσεως. Δεδομένου ότι το Συμβούλιο δεν στήριξε την επιχειρηματολογία του με κανένα αποδεικτικό στοιχείο, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα δύο πρώτα επιχειρήματα των προσφευγουσών είναι βάσιμα.

    21

    Το ίδιο ισχύει για τα επιχειρήματα που στηρίζονται στις παρατυπίες που διέπραξε η Επιτροπή κατά τον καθορισμό του ύψους της ζημίας και κατά τον υπολογισμό της προσαρμογής λόγω της αποθηκεύσεως.

    22

    Ως προς αυτό, το καθού συστηματικώς αναφέρθηκε σε έγγραφο, με ημερομηνία 8 Σεπτεμβρίου 1988, που οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι δεν έλαβαν. Για τους ήδη εκτεθέντες λόγους, το έγγραφο αυτό, το οποίο δεν εστάλη με συστημένη επιστολή και του οποίου η παραλαβή από τον παραλήπτη δεν μπορούσε, επομένως, να αποδειχθεί με κάθε βεβαιότητα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πρόσφορο μέσον εκπληρώσεως της υποχρεώσεως πληροφορήσεως που απορρέει από τον βασικό κανονισμό. Επομένως, και οι δύο αυτές αιτιάσεις πρέπει να γίνουν δεκτές.

    23

    Τέλος, όσον αφορά την παράλειψη πληροφορήσεως ως προς τη μεταβολή της μεθόδου υπολογισμού του οριστικού δασμού, πρέπει καταρχάς να θεωρηθεί ότι είναι μεν αληθές ότι το ύψος του οριστικού δασμού αποτελεί ουσιώδη πληροφορία, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο όσον αφορά τον τύπο του οριστικού δασμού που επέβαλε το Συμβούλιο και τη μέθοδο υπολογισμού του δασμού αυτού.

    24

    Πράγματι, δεδομένου ότι αφενός η επιλογή μεταξύ διαφόρων τύπων δασμών αντιντάμπινγκ είναι, καταρχήν, χωρίς επιπτώσεις επί του τελικού ποσού του δασμού αυτού και αφετέρου ο δασμός κατ' αξίαν είναι, κατά πολύ, ο πλέον συνήθης σε θέματα ντάμπινγκ, η πληροφορία σχετικά με τη μέθοδο υπολογισμού του δασμού αντιντάμπινγκ δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ουσιώδης ούτε, συνεπώς, η παράλειψη πληροφορήσεως ως προσβάλλουσα τα δικαιώματα άμυνας. Συνεπώς, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

    25

    Εντούτοις, από τις προηγηθείσες σκέψεις προκύπτει ότι ο λόγος που στηρίζεται στην παραβίαση των δικαιωμάτων άμυνας πρέπει να γίνει δεκτός. Συνεπώς, πρέπει, χωρίς να χρειάζεται να εξετασθούν οι άλλοι λόγοι που προέβαλαν οι προσφεύγουσες, να ακυρωθεί το άρθρο 1 του κανονισμού 3339/85, καθόσον επιβάλλει δασμό αντιντάμπινγκ εις βάρος των προσφευγουσών.

    Eiti των δικαστικών εξόδων

    26

    Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Επειδή το Συμβούλιο ηττήθηκε ως προς το ουσιαστικό μέρος των λόγων του, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα. Η προσφεύγουσα φέρει τα δικά της έξοδα.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

    αποφασίζει:

     

    1)

    Ακυρώνει το άρθρο 1 του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 3339/87 του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 1987, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ουρίας καταγωγής Λιβύης και Σαουδικής Αραβίας, καθόσον επιβάλλει δασμό αντιντάμπινγκ εις βάρος των προσφευγουσών.

     

    2)

    Καταδικάζει το καθού στα δικαστικά έξοδα.

     

    Mancini

    O'Higgins

    Diez de Velasco

    Κακούρης

    Schockweiler

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 27 Ιουνίου 1991.

    Ο Γραμματέας

    J.-G. Giraud

    Ο Πρόεδρος του έκτου τμήματος

    G. F. Mancini


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Top