Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52017AE5601

    Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέματα «Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010» [COM(2017) 790 final — 2017/0359 (COD)] και «Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την προληπτική εποπτεία επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των οδηγιών 2013/36/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ» [COM(2017) 791 final — 2017/0358 (COD)]

    EESC 2017/05601

    ΕΕ C 262 της 25.7.2018, p. 35–40 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    25.7.2018   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 262/35


    Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέματα

    «Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010»

    [COM(2017) 790 final — 2017/0359 (COD)]

    και

    «Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την προληπτική εποπτεία επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των οδηγιών 2013/36/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ»

    [COM(2017) 791 final — 2017/0358 (COD)]

    (2018/C 262/06)

    Εισηγητής:

    ο κ. Jarosław MULEWICZ

    Αίτηση γνωμοδότησης

    Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: COM(2017) 790 final: 18.1.2018 και COM(2017) 791 final: 18.1.2018

    Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης: COM(2017) 790 final: 14.2.2018 και COM(2017) 791 final: 14.2.2018

    Νομική βάση

    Άρθρα 114 και 304 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

     

     

    Αρμόδιο τμήμα

    Οικονομική και νομισματική ένωση, οικονομική και κοινωνική συνοχή

    Υιοθετήθηκε από το τμήμα

    26.3.2018

    Υιοθετήθηκε από την ολομέλεια

    19.4.2018

    Σύνοδος ολομέλειας αριθ.

    534

    Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας

    (υπέρ/κατά/αποχές):

    193/2/3

    1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

    1.1.

    Η ΕΟΚΕ επικροτεί τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ευελπιστεί ότι θα συμβάλουν εποικοδομητικά στην επίτευξη των στόχων της δεύτερης.

    1.1.1.

    Η ΕΕ χρειάζεται ισχυρότερες κεφαλαιαγορές για την προώθηση των επενδύσεων, την ενεργοποίηση ήδη υφιστάμενων και την αξιοποίηση νέων πηγών χρηματοδότησης για τις εταιρείες, την παροχή καλύτερων ευκαιριών στα νοικοκυριά και την ενίσχυση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ). Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει δεσμευτεί να εφαρμόσει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την ολοκλήρωση της Ένωσης Κεφαλαιαγορών έως το 2019.

    1.1.2.

    Ο δεύτερος στόχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αφορά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ και την ανάγκη προσέλκυσης επιχειρήσεων επενδύσεων στην ΕΕ. Η απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου να αποχωρήσει από την ΕΕ δημιούργησε την ανάγκη ανανέωσης του κανονιστικού πλαισίου της ΕΕ με σκοπό την προσέλκυση χρηματοοικονομικών εταιρειών στην ΕΕ. Λειτουργώντας ως ένα σημαντικό κέντρο κεφαλαιαγορών και επενδυτικών δραστηριοτήτων, το Ηνωμένο Βασίλειο συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο αριθμό —περίπου το ήμισυ— των επιχειρήσεων επενδύσεων του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ). Ακολουθούν στην κατάταξη η Γερμανία, η Γαλλία, οι Κάτω Χώρες και η Ισπανία. Οι περισσότερες επιχειρήσεις επενδύσεων του ΕΟΧ είναι μικρές ή μεσαίες επιχειρήσεις. Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) εκτιμά ότι περίπου οκτώ επιχειρήσεις επενδύσεων, οι οποίες βρίσκονται κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο, ελέγχουν περίπου το 80 % των στοιχείων ενεργητικού όλων των επιχειρήσεων επενδύσεων στον ΕΟΧ.

    1.1.3.

    Ο τρίτος στόχος έγκειται στη δημιουργία ειδικού νομικού πλαισίου για τις επιχειρήσεις επενδύσεων. Το ισχύον πλαίσιο προληπτικής εποπτείας εστιάζει στα πιστωτικά ιδρύματα και τους κινδύνους που σχετίζονται με αυτά. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν δέχονται καταθέσεις ούτε χορηγούν δάνεια. Αυτό σημαίνει ότι είναι πολύ λιγότερο εκτεθειμένες σε πιστωτικό κίνδυνο και στον κίνδυνο ανάληψης χρημάτων από τους καταθέτες με σύντομη προειδοποίηση. Οι υπηρεσίες τους επικεντρώνονται σε χρηματοπιστωτικά μέσα —αντίθετα με τις καταθέσεις, αυτά δεν είναι πληρωτέα στην ονομαστική τους αξία, αλλά παρουσιάζουν διακυμάνσεις σύμφωνα με τις κινήσεις της αγοράς. Ωστόσο, οι επιχειρήσεις επενδύσεων ανταγωνίζονται τα πιστωτικά ιδρύματα στην παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, τις οποίες τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να προσφέρουν στους πελάτες τους βάσει της οικείας άδειας λειτουργίας τραπεζικού ιδρύματος. Επομένως, βάσει των ανωτέρω, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι επιχειρήσεις επενδύσεων είναι ιδρύματα διαφορετικής φύσης. Εντούτοις, οι συστημικές επιχειρήσεις επενδύσεων υπόκεινται επίσης στη δέσμη ΚΚΑ/ΟΚΑ IV (1), δεδομένου ότι αντιμετωπίζονται ως χρηματοοικονομικά ιδρύματα. Οι εν λόγω εταιρείες, καθιστάμενες πιστωτικά ιδρύματα, θα πρέπει, επομένως, να εξακολουθήσουν την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και να υπόκεινται σε εποπτεία από αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ στο πλαίσιο του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού, αρμόδιας για τα πιστωτικά ιδρύματα.

    1.1.4.

    Ο τέταρτος στόχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι η δημιουργία ενός ενιαίου, ολοκληρωμένου κανονιστικού πλαισίου της ΕΕ για τις επιχειρήσεις επενδύσεων. Λόγω των διαφορετικών χαρακτηριστικών της οικονομικής δραστηριότητάς τους, οι επιχειρήσεις επενδύσεων υπόκεινται σε πολυάριθμες εξαιρέσεις από τις νομικές απαιτήσεις στις διάφορες χώρες, γεγονός που δημιουργεί κανονιστική πολυπλοκότητα σε πολλές επιχειρήσεις, ιδίως σε εκείνες που δραστηριοποιούνται στην επικράτεια περισσοτέρων του ενός κρατών μελών. Η κατάσταση αυτή συνεπάγεται πρόσθετους κινδύνους. Η εφαρμογή του ισχύοντος πλαισίου από τα κράτη μέλη επιφέρει κατακερματισμό στο συνολικό κανονιστικό τοπίο για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, με συνέπεια να υπάρχει το ενδεχόμενο επιζήμιου ρυθμιστικού αρμπιτράζ. Το γεγονός αυτό μπορεί να απειλήσει την ακεραιότητα και τη λειτουργία της ενιαίας αγοράς. Οι απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας των επιχειρήσεων επενδύσεων, όπως προτείνεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ισχύουν για τις περισσότερες μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις επενδύσεων σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ.

    1.2.

    Η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι —αν και αυτό δεν αποτελούσε τον επιδιωκόμενο στόχο— οι δραστηριότητες των επιχειρήσεων επενδύσεων με έδρα στο Ηνωμένο Βασίλειο ενδέχεται να μεταφερθούν σε ορισμένα κράτη μέλη εντός της Τραπεζικής Ένωσης ή της ευρωζώνης, και ειδικά σε χρηματοπιστωτικά κέντρα χωρών της ευρωζώνης, όπως η Γερμανία, η Γαλλία, το Λουξεμβούργο, οι Κάτω Χώρες και η Ιρλανδία, ενώ μάλλον θα παρακαμφθούν τα κράτη μέλη της ΕΕ εκτός της ευρωζώνης.

    1.3.

    Η ΕΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της για το γεγονός ότι οι ΜΜΕ προβλέπεται να είναι μεταξύ των κύριων ωφελούμενων του υπό εξέταση κανονισμού και της σχετικής οδηγίας. Ένα αναλογικότερο και καταλληλότερο πλαίσιο προληπτικής εποπτείας για τις εν λόγω επιχειρήσεις αναμένεται να συμβάλει στη βελτίωση των συνθηκών ανάπτυξης επιχειρηματικής δράσης, ενώ παράλληλα αναμένεται να μειωθούν οι φραγμοί εισόδου. Αυτό ισχύει ιδίως για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις και τις διοικητικές επιβαρύνσεις. Η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι η οικεία νομοθεσία μπορεί να ενθαρρύνει όσες καινοτόμες εταιρίες επιθυμούν να αναπτυχθούν με τη βοήθεια ψηφιακών μέσων. Οι εν λόγω προτάσεις αφορούν, μεταξύ άλλων, τη διευκόλυνση της πρόσβασης των ΜΜΕ σε πηγές χρηματοδότησης εκτός των τραπεζών ή των επιχειρήσεων επενδύσεων. Ένα καταλληλότερο πλαίσιο προληπτικής εποπτείας θα βοηθήσει στην ενεργοποίηση κεφαλαίων από άκαρπες κανονιστικές διαδικασίες και θα παράσχει τη δυνατότητα στις μικρές επιχειρήσεις επενδύσεων να προσφέρουν καλύτερες υπηρεσίες στους πελάτες τους, συμπεριλαμβανομένων των ΜΜΕ. Αυτό θα μπορούσε να συμβάλει στην στήριξη των επιχειρήσεων επενδύσεων ως διαμεσολαβητή στην ενθάρρυνση των αποταμιευτών ανά την ΕΕ να πραγματοποιούν επενδύσεις και, συνεπώς, στην εξασφάλιση στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις μη τραπεζικών πηγών χρηματοδότησης.

    1.4.

    Στην προτεινόμενη οδηγία και κανονισμό με θέμα τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας και την εποπτεία των επιχειρήσεων επενδύσεων ορίζονται τα αναγκαία πρότυπα και απαιτήσεις όσον αφορά το αρχικό κεφάλαιο και το υφιστάμενο κεφάλαιο, τις εποπτικές αρμοδιότητες, τη δημοσιοποίηση και τις αποδοχές. Με τον τρόπο αυτόν μειώνονται οι κίνδυνοι που είναι σύμφυτοι με τις χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες των επιχειρήσεων επενδύσεων. Παραμένει το ερώτημα σε ποιο βαθμό οι κίνδυνοι που αναλαμβάνουν οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα μετακυλιστούν στους πελάτες τους, δηλαδή τους μεμονωμένους επενδυτές και τις αντίστοιχες εταιρείες. Εάν η δραστηριότητα των επιχειρήσεων περιορίζεται μόνο στη διαμεσολάβηση για λογαριασμό των πελατών τους και οι υπηρεσίες τους σε αυτές των επενδυτικών συμβουλών ή της διαχείρισης χαρτοφυλακίου, οι κίνδυνοι που ενέχουν τα χρηματοδοτικά μέσα θα αφορούν κυρίως τους πελάτες.

    1.5.

    Απομένει να διαπιστωθεί κατά πόσον η μονομερής καθιέρωση από πλευράς ΕΕ ενός ειδικού νομικού πλαισίου για τις επιχειρήσεις επενδύσεων εντός της ΕΕ, χωρίς δηλαδή να ληφθούν υπόψη κεφαλαιαγορές όπως αυτές των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας, της Κίνας, της Ινδίας —και δεδομένης της παγκοσμιοποίησης και των ηλεκτρονικών κεφαλαιαγορών— δεν θα οδηγήσει στην αποχώρηση επενδυτών από την ΕΕ. Εξαιτίας της πολυπλοκότητας του νομικού πλαισίου της οδηγίας για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (MiFID II) και της ανάγκης καταγραφής των χρηματοοικονομικών προϊόντων, δεν προσφέρεται πλέον το 20 έως 50 % αυτών. Ως εκ τούτου, στην περίπτωση ύπαρξης ενός συγκεκριμένου νομοθετικού πλαισίου για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, ο νέοι κανόνες θα πρέπει να εποπτεύονται και να τροποποιούνται με ευελιξία, όταν οι κεφαλαιαγορές αντιδρούν αρνητικά. Η ΕΟΚΕ συμμερίζεται την ανησυχία ότι οι χρηματοοικονομικές συναλλαγές, οι οποίες ανέρχονται στο 54 % του παγκόσμιου ΑΕγχΠ, συνιστούν σοβαρό κίνδυνο, αλλά και μεγάλη ευκαιρία χρηματοδότησης της ανάπτυξης. Εάν το νομικό πλαίσιο δεν τροποποιηθεί κατά τρόπο ελαστικό, τότε, παρά τις αγαθές προθέσεις, οι προερχόμενες από το Ηνωμένο Βασίλειο επιχειρήσεις επενδύσεων, αντί της ΕΕ, θα στραφούν προς τις ΗΠΑ.

    2.   Γενικό πλαίσιο

    2.1.

    Εντός της ΕΕ υπάρχουν πολλά είδη επιχειρήσεων επενδύσεων που παρέχουν διάφορες υπηρεσίες σε ποικίλους πελάτες. Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, στο τέλος του 2015 εντός του ΕΟΧ λειτουργούσαν 6 051 επιχειρήσεις επενδύσεων, στην πλειονότητά τους ΜΜΕ. Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών εκτιμά ότι περίπου οκτώ επιχειρήσεις επενδύσεων ελέγχουν περίπου το 80 % των στοιχείων ενεργητικού όλων των επιχειρήσεων επενδύσεων στον ΕΟΧ. Οι εν λόγω επιχειρήσεις έχουν την έδρα τους στο Ηνωμένο Βασίλειο. Σύμφωνα δε πάντα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, περίπου το 40 % των επιχειρήσεων επενδύσεων στον ΕΟΧ είναι εξουσιοδοτημένες να παρέχουν μόνο επενδυτικές συμβουλές. Η δραστηριότητα του 80 % των επιχειρήσεων επενδύσεων στον ΕΟΧ περιορίζεται στις επενδυτικές συμβουλές, τη λήψη, τη διαβίβαση, την εκτέλεση εντολών και στη διαχείριση χαρτοφυλακίου. Περίπου δε το 20 % είναι εξουσιοδοτημένο να διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό και να προβαίνει σε αναδοχή χρηματοπιστωτικών μέσων, υπηρεσίες δηλαδή που υπόκεινται προς το παρόν στις αυστηρότερες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας.

    2.2.

    Λειτουργώντας ως ένα σημαντικό κέντρο κεφαλαιαγορών και επενδυτικών δραστηριοτήτων, το Ηνωμένο Βασίλειο συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο αριθμό επιχειρήσεων επενδύσεων του ΕΟΧ (περίπου το ήμισυ) και ακολουθούν η Γερμανία, η Γαλλία, οι Κάτω Χώρες και η Ισπανία. Οι περισσότερες επιχειρήσεις επενδύσεων του ΕΟΧ είναι μικρές ή μεσαίες επιχειρήσεις. Επί του παρόντος, όσες επιχειρήσεις επενδύσεων θεωρούνται συστημικές εταιρείες συνήθως είναι θυγατρικές τραπεζικών ομίλων ή χρηματιστές-διαπραγματευτές από τις ΗΠΑ, την Ελβετία και την Ιαπωνία.

    2.3.

    Μέχρι σήμερα, η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών κατατάσσει τις επιχειρήσεις επενδύσεων σε έντεκα κατηγορίες, κυρίως βάσει των επενδυτικών υπηρεσιών που έχουν άδεια να παρέχουν σύμφωνα με την οδηγία για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (2), καθώς και με κριτήριο κατά πόσον διακρατούν χρήματα ή τίτλους για λογαριασμό των πελατών τους. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν ένα ευρύ φάσμα υπηρεσιών υπόκεινται στις ίδιες απαιτήσεις με τα πιστωτικά ιδρύματα σε σχέση με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις ως προς τον πιστωτικό κίνδυνο, τον κίνδυνο αγοράς και τον λειτουργικό κίνδυνο, και, δυνητικά, όσον αφορά τους κανόνες ρευστότητας, διαχείρισης και αποδοχών, ενώ οι επιχειρήσεις με περιορισμένες επιτρεπόμενες υπηρεσίες (συνήθως όσες θεωρούνται λιγότερο επικίνδυνες, δηλαδή οι επενδυτικές συμβουλές ή η λήψη και διαβίβαση εντολών) εξαιρούνται από τις περισσότερες από αυτές τις απαιτήσεις. Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών έχει εισηγηθεί τη νέα κατηγοριοποίηση των επιχειρήσεων επενδύσεων, προτείνοντας τρεις βασικές κατηγορίες αντί για τις υπάρχουσες έντεκα. Σύμφωνα με τις αρχικές εισηγήσεις, οι συστημικές επιχειρήσεις επενδύσεων υπάγονται στην πρώτη κατηγορία και θα εξακολουθήσουν να υπόκεινται στις απαιτήσεις της δέσμης ΚΚΑ/ΟΚΑ IV. Οι επιχειρήσεις της δεύτερης κατηγορίας θα είναι όσες δρουν για ίδιο λογαριασμό και είναι εκτεθειμένες στους κινδύνους της αγοράς και τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, όσες φυλάσσουν και διαχειρίζονται περιουσιακά στοιχεία πελατών, διακρατούν χρήματα πελατών ή υπερβαίνουν συγκεκριμένα όρια [έχουν περιουσιακά στοιχεία υπό διαχείριση, τόσο υπό διακριτική διαχείριση χαρτοφυλακίου όσο και υπό μη διακριτικές (συμβουλευτικές) ρυθμίσεις, των οποίων η αξία είναι υψηλότερη του 1,2 δισ. ευρώ, εκτελούν ημερήσιες εντολές πελατών αξίας τουλάχιστον 100 εκατ. ευρώ σε συναλλαγές σε μετρητά ή τουλάχιστον 1 δισ. ευρώ σε παράγωγα, διαθέτουν ισολογισμό συνολικού ύψους τουλάχιστον 100 εκατ. ευρώ και το σύνολο ακαθάριστων ετήσιων εσόδων τους από την παροχή των επενδυτικών τους υπηρεσιών είναι υψηλότερο των 30 εκατ. ευρώ]. Οι επιχειρήσεις αυτές υποχρεούνται να υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις τους βάσει των νέων παραγόντων κινδύνου (παράγοντες Κ). Στην τρίτη δε κατηγορία θα εμπίπτουν όσες εταιρείες δεν ασκούν τις ανωτέρω δραστηριότητες και δεν υπερβαίνουν τα όρια αυτά. Οι επιχειρήσεις που θα ανήκουν στην τρίτη κατηγορία δεν θα υποχρεούνται να συμμορφώνονται με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που καθορίζονται βάσει των παραγόντων Κ.

    2.4.

    Το ενωσιακό κανονιστικό πλαίσιο για τις επιχειρήσεις επενδύσεων αποτελείται από τα εξής δύο μέρη: πρώτον, την οδηγία για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και —από την 1η Ιανουαρίου 2018— την οδηγία για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων II και τον αντίστοιχο κανονισμό (3) που ορίζουν τις προϋποθέσεις όσον αφορά τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και τις οργανωτικές απαιτήσεις και τις απαιτήσεις επιχειρηματικής συμπεριφοράς. Δεύτερον, όπως και τα πιστωτικά ιδρύματα, οι επιχειρήσεις αυτές αποτελούν αντικείμενο του πλαισίου προληπτικής εποπτείας βάσει του κανονισμού για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις και της οδηγίας για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (ΟΚΑ IV/ΚΚΑ). Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι μπορούν να ανταγωνίζονται τα πιστωτικά ιδρύματα στην παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, τις οποίες τα δεύτερα μπορούν να προσφέρουν στους πελάτες τους βάσει της οικείας άδειας λειτουργίας τραπεζικού ιδρύματος. Με τη σειρά τους, τα πιστωτικά ιδρύματα υπόκεινται στις βασικές διατάξεις της οδηγίας για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, στην οποία εναρμονίζονται οι όροι για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών από επιχειρήσεις επενδύσεων και πιστωτικά ιδρύματα τόσο προκειμένου για την προστασία των επενδυτών και τη λειτουργία τους βάσει των διατάξεων της οδηγίας για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, όσο και ως προς τις κύριες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας των ΟΚΑ IV/ΚΚΑ.

    2.5.

    Όπως ορίζουν οι διατάξεις του ΚΚΑ, η επανεξέταση του πλαισίου προληπτικής εποπτείας για τις επιχειρήσεις επενδύσεων πραγματοποιήθηκε σε διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ/ESMA — European Securities and Markets Authority) και τις εθνικές αρμόδιες αρχές. Σε συνέχεια του αιτήματος του Δεκεμβρίου 2014 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για εκπόνηση γνωμοδότησης, η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών δημοσίευσε τον Δεκέμβριο του 2015 την έκθεσή της με θέμα το ισχύον πλαίσιο προληπτικής εποπτείας για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, ζητώντας αλλαγές στην τρέχουσα προσέγγιση. Σε συνέχεια του δεύτερου αιτήματος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για γνωμοδότηση, τον Ιούνιο του 2016, η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών δημοσίευσε, τον Νοέμβριο του 2016, έγγραφο προβληματισμού όπου εξετάζεται το ενδεχόμενο θέσπισης νέου καθεστώτος προληπτικής εποπτείας για τη μεγάλη πλειονότητα των επιχειρήσεων επενδύσεων. Το έγγραφο ήταν ανοικτό προς διατύπωση σχολίων για περίοδο 3 μηνών. Λαμβανομένων υπόψη των σχολίων και των πρόσθετων δεδομένων τα οποία είχε συγκεντρώσει από επιχειρήσεις επενδύσεων, από κοινού με τις εθνικές αρμόδιες αρχές, η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών δημοσίευσε, τον Σεπτέμβριο του 2017, τις τελικές συστάσεις της και κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους. Η ακριβής βαθμονόμηση των συστάσεων για νέες κεφαλαιακές απαιτήσεις υποστηρίχθηκε από τη συγκέντρωση λεπτομερών στοιχείων, με τη συμμετοχή διαφόρων επιχειρήσεων επενδύσεων. Η εν λόγω συγκέντρωση στοιχείων διενεργήθηκε από τις εθνικές αρμόδιες αρχές για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών σε δύο στάδια, το 2016 και το 2017.

    2.6.

    Η εν λόγω έκθεση αποτελεί διεξοδική —και διαθέσιμη στο κοινό— ανάλυση της υφιστάμενης κατάστασης, με στοιχεία σχετικά με τους αριθμούς και τα είδη των επιχειρήσεων επενδύσεων στα κράτη μέλη. Βάσει της έκθεσης εγκαθιδρύεται ένα νέο καθεστώς για την πλειονότητα των επιχειρήσεων επενδύσεων, με την πλήρη εξαίρεσή τους από το πλαίσιο των ΚΚΑ/ΟΚΑ IV και την παραμονή μόνο των συστημικών επιχειρήσεων επενδύσεων στο πεδίο εφαρμογής αυτού, σύμφωνα με την αναθεωρημένη προσέγγιση που προβλέπεται στην παρούσα πρόταση όσον αφορά τον προσδιορισμό τους. Το πνεύμα της πρότασης συνάδει επίσης με αυτό της οδηγίας για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (MiFID) και της οδηγίας για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων II (MiFID II) ή του αντίστοιχου κανονισμού MiFIR. Με τον καθορισμό απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας που είναι προσαρμοσμένες στις δραστηριότητες και τους κινδύνους των επιχειρήσεων επενδύσεων, η πρόταση αποσαφηνίζει πότε και για ποιον λόγο εφαρμόζονται οι εν λόγω απαιτήσεις. Ως εκ τούτου, αντιμετωπίζει ορισμένες περιπτώσεις αυθαίρετης εφαρμογής των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας εντός του ισχύοντος πλαισίου, οι οποίες προκύπτουν διότι οι απαιτήσεις αυτές καθορίζονται σε σχέση με τις επενδυτικές υπηρεσίες που αναφέρονται στην οδηγία για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, και όχι βάσει του είδους των δραστηριοτήτων που ασκούν οι επιχειρήσεις επενδύσεων.

    2.7.

    Τα πορίσματα της επανεξέτασης της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (4) αναλύθηκαν με τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της Επιτροπής Χρηματοπιστωτικών Υπηρεσιών τον Μάρτιο και τον Οκτώβριο του 2017, καθώς και με ομάδες ειδικών σε θέματα τραπεζικής, πληρωμών και ασφαλίσεων, τον Ιούνιο και τον Σεπτέμβριο του 2017. Λήφθηκαν επίσης υπόψη οι παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν από τους συναρμοδίους ως προς την αρχική εκτίμηση επιπτώσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο του 2017. Επίσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνεκτίμησε τις εισηγήσεις που είχαν ληφθεί κατά το παρελθόν, ως απάντηση στην ευρεία πρόσκληση υποβολής στοιχείων με θέμα την αποτελεσματικότητα, τη συνέπεια και τη συνοχή του συνολικού κανονιστικού πλαισίου της ΕΕ για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Δεδομένης της διεξοδικής δημόσιας διαβούλευσης και της συγκέντρωσης δεδομένων στις οποίες προέβη η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεώρησε περιττό να διενεργήσει παράλληλη γενική δημόσια διαβούλευση. Αντ’ αυτού, οι υπηρεσίες της τελευταίας προέβησαν σε στοχοθετημένη διαβούλευση με τους συναρμοδίους. Στο πλαίσιο αυτό περιλαμβάνονταν:

    συζήτηση στρογγυλής τραπέζης με ενδιαφερόμενους φορείς του κλάδου (επιχειρήσεις επενδύσεων, επενδυτές, δικηγορικά γραφεία, συμβούλους), η οποία πραγματοποιήθηκε στις 27 Ιανουαρίου 2017, με θέμα τα σχέδια προτάσεων της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών για ένα μελλοντικό καθεστώς·

    σεμινάριο με θέμα το κόστος του ισχύοντος καθεστώτος, το οποίο πραγματοποιήθηκε στις 30 Μαΐου 2017·

    σεμινάριο με θέμα τα σχέδια τελικών συστάσεων της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, το οποίο πραγματοποιήθηκε στις 17 Ιουλίου 2017.

    2.8.

    Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (EAT) εκτιμά ότι η νέα νομοθεσία θα οδηγήσει σε συνολική αύξηση των εν λόγω κεφαλαιακών απαιτήσεων για όλες τις μη συστημικές επιχειρήσεις επενδύσεων της ΕΕ κατά 10 %, σε σύγκριση με τις σημερινές απαιτήσεις και σε μείωσή τους κατά 16 %, σε σύγκριση με τις συνολικές απαιτήσεις που εφαρμόζονται ως αποτέλεσμα των προσαυξήσεων βάσει του πρώτου πυλώνα. Ο βαθμός στον οποίο τα αποτελέσματα αυτά θα επηρεάσουν την κάθε επιχείρηση επενδύσεων εξαρτάται από το μέγεθός τους, τις επενδυτικές υπηρεσίες που παρέχουν και τον τρόπο με τον οποίο θα εφαρμοστούν οι νέες κεφαλαιακές απαιτήσεις σε αυτές. Όσον αφορά τα διαθέσιμα ίδια κεφάλαια, η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών θεωρεί ότι λίγες μόνον επιχειρήσεις —πρόκειται για έναν μικρό μόνον αριθμό επενδυτικών συμβούλων, επιχειρήσεων διενέργειας συναλλαγών και επιχειρήσεων παροχής πολλαπλών υπηρεσιών— δεν θα είχαν επαρκή κεφάλαια για την εκπλήρωση των νέων απαιτήσεων. Ωστόσο, όσον αφορά τις επιχειρήσεις που ανήκουν στην ομάδα αυτή —και για τις οποίες οι νέες απαιτήσεις θα είναι υπερδιπλάσιες των ισχυουσών απαιτήσεων—, θα μπορούσε να ισχύσει ένα ανώτατο όριο για ορισμένο αριθμό ετών.

    2.9.

    Με τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) ανατίθεται στα θεσμικά όργανα της ΕΕ η αρμοδιότητα να θεσπίζουν κατάλληλες διατάξεις όσον αφορά την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (άρθρο 114 της ΣΛΕΕ). Σύμφωνα δε με το άρθρο 53 επίσης της ΣΛΕΕ, η ΕΕ εκδίδει οδηγίες για τη διευκόλυνση των πολιτών στην ανάληψη και την άσκηση εμπορικών δραστηριοτήτων για ίδιο λογαριασμό ανά την ΕΕ. Η αρμοδιότητα αυτή επεκτείνεται στη νομοθεσία που αφορά την προληπτική εποπτεία των παρόχων χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, στην προκειμένη περίπτωση, των επιχειρήσεων επενδύσεων. Οι διατάξεις της προτεινόμενης οδηγίας αντικαθιστούν εκείνες που περιέχονται στη δέσμη ΟΚΑ IV, οι οποίες βασίζονται επίσης στο άρθρο 53 της ΣΛΕΕ, καθότι αφορούν τις επιχειρήσεις επενδύσεων. Οι δε διατάξεις της παρούσας πρότασης κανονισμού αντικαθιστούν τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι οποίες βασίζονται επίσης στο άρθρο 114 της ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι σχετίζονται με τις επιχειρήσεις επενδύσεων.

    2.10.

    Η νέα νομοθεσία δεν θα έχει επιπτώσεις στον προϋπολογισμό της ΕΕ.

    3.   Παρατηρήσεις και σχόλια

    3.1.

    Η ΕΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της για το γεγονός ότι, στην παρούσα πρόταση, καθορίζονται οι απαιτήσεις για τον ορισμό αρχών προληπτικής εποπτείας, για το αρχικό και το υφιστάμενο κεφάλαιο των επιχειρήσεων επενδύσεων, τη ρευστότητα, τη συγκέντρωση κινδύνων, τις εποπτικές αρμοδιότητες και τα μέσα προληπτικής εποπτείας των επιχειρήσεων επενδύσεων από τις αρμόδιες αρχές, τις σχετικές με την υποβολή αναφορών και τη δημοσιοποίηση απαιτήσεις, την εποπτική εξέταση και αξιολόγηση, τη διοίκηση των επιχειρήσεων και τις αποδοχές. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες για την εποπτεία και τον έλεγχο των επιχειρήσεων επενδύσεων και μειώνει κάθε μορφή κινδύνου που ενέχει η οικονομική δραστηριότητα που ασκούν οι εν λόγω εταιρείες. Η οδηγία ισχύει για όλες τις επιχειρήσεις επενδύσεων που υπάγονται στην οδηγία για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων II (MiFID II) από τον Ιανουάριο του 2018.

    3.2.

    Η ΕΟΚΕ εφιστά την προσοχή στο γεγονός ότι, σύμφωνα με την πρόταση, τα κράτη μέλη της ΕΕ θα υποχρεούνται να ορίσουν μια αρχή που θα ασκεί προληπτική εποπτεία, βάσει της οδηγίας. Τα κράτη μέλη μπορούν είτε να αναθέτουν τις αρμοδιότητες αυτές σε ήδη υπάρχον όργανο δυνάμει της ΟΚΑ IV, είτε να συγκροτούν νέο όργανο για την άσκησή τους. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαθέτουν εξουσίες ελέγχου και αξιολόγησης της προληπτικής κατάστασης των επιχειρήσεων επενδύσεων και, όπου είναι αναγκαίο, να ζητούν αλλαγές σε τομείς όπως η διοίκηση και οι έλεγχοι στο εσωτερικό της εταιρείας, οι διεργασίες και οι διαδικασίες διαχείρισης κινδύνων, καθώς και —όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο— να έχουν την αρμοδιότητα να εγείρουν πρόσθετες απαιτήσεις (π.χ. σχετικές με τα κεφάλαια και τη ρευστότητα).

    3.3.

    Η ΕΟΚΕ φρονεί ότι είναι σημαντικό οι αρμόδιες αρχές να συνεργάζονται στενά με τις δημόσιες αρχές ή όργανα που είναι αρμόδιες/-α στο ίδιο κράτος μέλος για την εποπτεία των πιστωτικών και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Τα κράτη μέλη οφείλουν να μεριμνούν έτσι ώστε οι αρμόδιες αρχές, ως μέρος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας (ΕΣΧΕ), να συνεργάζονται μεταξύ τους καθώς και με τα άλλα μέλη του ΕΣΧΕ με σκοπό τη ροή κατάλληλων και αξιόπιστων πληροφοριών. Ειδικότερα, θα πρέπει να ανταλλάσσουν πληροφορίες σε θέματα δομών διαχείρισης και ιδιοκτησίας, συμμόρφωσης με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, κινδύνου συγκέντρωσης και ρευστότητας της επιχείρησης επενδύσεων, διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών και μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου της επιχείρησης επενδύσεων, καθώς όσον αφορά παράγοντες που ενδέχεται να επηρεάζουν τους κίνδυνους που αντιμετωπίζει μια επιχείρηση επενδύσεων. Η ΕΟΚΕ φρονεί ότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ευρωπαϊκή αγορά επενδύσεων θα καταστεί περισσότερο διαφανής.

    3.4.

    Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να παρέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, στην Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών, στο ΕΣΣΚ, τις κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου και στην ΕΚΤ, όταν ενεργούν υπό την ιδιότητα της νομισματικής αρχής, και, όπου είναι αναγκαίο, σε δημόσιες αρχές επιφορτισμένες με την εποπτεία των συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού, όταν οι πληροφορίες αυτές είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους. Κατά την άποψη της ΕΟΚΕ, αυτό θα οδηγήσει στη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού συστήματος πληροφοριών για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, το οποίο —στη θεωρία τουλάχιστον— θα αποτρέπει τις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες όσων εταιρειών λειτουργούν αθέμιτα.

    3.5.

    Οι απαιτήσεις αρχικού κεφαλαίου, ιδίως για όσες μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις επενδύσεων δεν διακρατούν χρήματα ή τίτλους, αυξάνονται ελάχιστα από 50 000 στις 75 000 ευρώ. Οι απαιτήσεις αρχικού κεφαλαίου για τις συστημικές επιχειρήσεις επενδύσεων ρυθμίζονται στις οδηγίες της δέσμης ΟΚΑ IV/ΚΚΑ. Για άλλη μια φορά, η ΕΟΚΕ παρατηρεί ότι η πρόταση οδηγίας για την προληπτική εποπτεία των επιχειρήσεων επενδύσεων παρέχει ευκαιρίες στις ΜΜΕ, και ιδίως σε όσες εξ αυτών αναπτύσσονται με τη βοήθεια των ψηφιακών μέσων.

    3.6.

    Σύμφωνα με στοιχεία από περισσότερες από 1 200 εταιρείες, το 80 % των επιχειρήσεων ικανοποιεί τις προτεινόμενες απαιτήσεις ρευστότητας. Περίπου δε το 70 % των επιχειρήσεων έχει ποσό υπερτριπλάσιο των διαθέσιμων ρευστών στοιχείων του ενεργητικού. Συνεπώς, η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι με τους νέους κανόνες δεν θα εξαλειφθεί από την αγορά η συντριπτική πλειονότητα των υφιστάμενων επιχειρήσεων επενδύσεων.

    3.7.

    Οι πολιτικές αποδοχών των επιχειρήσεων επενδύσεων πρέπει να διέπονται από διαφάνεια και να είναι ανάλογες με τους κίνδυνους που αναλαμβάνονται και τα κέρδη που πραγματοποιούνται. Τα συστήματα αποδοχών πρέπει να ελέγχονται και να εγκρίνονται από τις εποπτικές αρχές. Τα κράτη μέλη θα υποχρεώνουν τις επιχειρήσεις επενδύσεων να δημοσιοποιούν την πολιτική αποδοχών που ακολουθούν και θα μεριμνούν έτσι ώστε οι εν λόγω εταιρείες να παρέχουν στις αρμόδιες αρχές πληροφορίες σχετικές με τον αριθμό των φυσικών προσώπων που λαμβάνουν αποδοχές ύψους τουλάχιστον 1 εκατ. ευρώ ανά οικονομικό έτος. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι αρχές πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους πληροφορίες σχετικές με τα καθήκοντα κάθε θέσης, το είδος της δραστηριότητας, τα βασικά στοιχεία του μισθού, τις πρόσθετες αμοιβές, τις μακροπρόθεσμες επιβραβεύσεις και τις συνταξιοδοτικές εισφορές. Οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να διαβιβάζονται στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών και να δημοσιεύονται. Η ΕΟΚΕ κρίνει ότι αυτό συνιστά το κατάλληλο μέτρο για τη σύνδεση των αποδοχών με τις εμπορικές επιδόσεις των επιχειρήσεων επενδύσεων.

    3.8.

    Η ΕΟΚΕ επικροτεί το γεγονός ότι τα υποκαταστήματα ξένων επιχειρήσεων επενδύσεων θα υπόκεινται σε ελέγχους και θα υποχρεούνται να γνωστοποιούν σε ετήσια βάση πληροφορίες σχετικές με την ονομασία, τη φύση των δραστηριοτήτων και την τοποθεσία τυχόν θυγατρικών και υποκαταστημάτων, τον κύκλο των εργασιών, τον αριθμό των εργαζομένων σε ισοδύναμα πλήρους απασχόλησης, τα κέρδη ή τις ζημίες προ φόρων, τους φόρους επί των αποτελεσμάτων, και τις δημόσιες επιδοτήσεις που έχουν λάβει.

    3.9.

    Επίσης, η ΕΟΚΕ είναι σύμφωνη με την υποχρέωση, βάσει του άρθρου 33 της πρότασης οδηγίας, των αρμόδιων αρχών να προβαίνουν στις δέουσες ενέργειες, εφόσον από τον εποπτικό έλεγχο και την αξιολόγηση —που αναφέρονται στο σημείο ε) της παραγράφου 1 του εν λόγω άρθρου— προκύπτει ότι η οικονομική αξία μετοχικού κεφαλαίου μιας επιχείρησης επενδύσεων έχει μειωθεί κατά περισσότερο από 15 % του κεφαλαίου. Σε γενικές γραμμές, αυτό θα μπορεί να το επιτυγχάνει η επιχείρηση επενδύσεων αυξάνοντας το μετοχικό της κεφάλαιο.

    4.   Ειδικές παρατηρήσεις

    4.1.

    Η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι με την επέκταση το 2007 του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων σε όλες τις αγορές παραγώγων, ορισμένες εξειδικευμένες επιχειρήσεις που διαπραγματεύονται παράγωγα βασικών εμπορευμάτων έχουν τεθεί πλήρως εκτός του πλαισίου της συγκεκριμένης οδηγίας και τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας. Η δραστηριότητα πολλών εταιρειών στον κλάδο των χρηματοδοτικών μέσων συνήθως επικεντρώνεται στην προστασία των αντίστοιχων μητρικών εταιρειών έναντι κινδύνων σχετικών με τη φυσική παραγωγή, τη μεταφορά, την αποθήκευση ή την αγορά των βασικών εμπορευμάτων. Αναλόγως με τους τομείς (π.χ. ενέργεια, γεωργία), ο όγκος των δραστηριοτήτων τους που αφορούν την αντιστάθμιση κινδύνων μπορεί να είναι σημαντικός, με μεγάλες επιπτώσεις όσον αφορά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις βάσει του ισχύοντος πλαισίου. Οι εν λόγω εταιρείες στο εξής θα λειτουργούν σύμφωνα με την προτεινόμενη οδηγία για την προληπτική εποπτεία των επιχειρήσεων επενδύσεων.

    4.2.

    Η ΕΟΚΕ θεωρεί σημαντικό το γεγονός ότι με τις προτάσεις οδηγίας και κανονισμού καθιερώνονται νέοι δείκτες κινδύνου (παράγοντες Κ) όπως και η δυνατότητα αφενός της σταδιακής μείωσης και, αφετέρου, του καθορισμού ανωτάτων ορίων για τις υψηλότερες απαιτήσεις. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που υπερβαίνουν τα ανωτέρω όρια εφαρμόζουν το υψηλότερο από τα ακόλουθα: την απαίτηση μόνιμου ελάχιστου κεφαλαίου, την απαίτηση παγίων εξόδων ή την απαίτηση βάσει του αθροίσματος της απαίτησης των παραγόντων Κ.

    4.3.

    Η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι στις γνωμοδοτήσεις της —με θέμα αφ’ ενός μεν τη μεταρρύθμιση του τραπεζικού τομέα, τις τροποποιήσεις στις κεφαλαιακές απαιτήσεις και στο πλαίσιο εξυγίανσης (ECO/424) (5), αφ’ ετέρου δε την οδηγία για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και τον αντίστοιχο κανονισμό (INT/790) (6), καθώς και σε προηγούμενες γνωμοδοτήσεις της σχετικές με τη δέσμη ΚΚΑ/ΟΚΑ IV— υποστήριζε ανέκαθεν τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας των κεφαλαιαγορών της ΕΕ.

    Βρυξέλλες, 19 Απριλίου 2018.

    Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

    Luca JAHIER


    (1)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1). Μαζί με την οδηγία 2013/36/ΕΕ (οδηγία για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις ΟΚΑ IV) (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338), ο εν λόγω κανονισμός αποτελεί το ισχύον πλαίσιο προληπτικής εποπτείας για τις επιχειρήσεις επενδύσεων.

    (2)  Οδηγία για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων: Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1).

    (3)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349) και Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84).

    (4)  Έκθεση της ΕΑΤ σχετικά με τις επιχειρήσεις επενδύσεων, απάντηση στο αίτημα της Επιτροπής για γνωμοδότηση, του Δεκεμβρίου 2014 (EBA/Op/2015/20). Σύμφωνα με τα συναφή άρθρα του ΚΚΑ, η επανεξέταση πραγματοποιήθηκε σε διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ESMA) και τις εθνικές αρμόδιες αρχές που εκπροσωπούνται σε αυτές τις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές (EEA).

    (5)  ΕΕ C 209 της 30.6.2017, σ. 36.

    (6)  ΕΕ C 303 της 19.8.2016, σ. 91.


    Top