Escolha as funcionalidades experimentais que pretende experimentar

Este documento é um excerto do sítio EUR-Lex

Documento 52010AP0273

Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων ***I Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τη σύσταση Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (COM(2009)0502 – C7-0168/2009 – 2009/0143(COD))

ΕΕ C 351E της 2.12.2011, pp. 391-446 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

2.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 351/391


Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010
Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων ***I

P7_TA(2010)0273

Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τη σύσταση Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (COM(2009)0502 – C7-0168/2009 – 2009/0143(COD))

2011/C 351 E/39

(Συνήθης νομοθετική διαδικασία: πρώτη ανάγνωση)

Η πρόταση τροποποιήθηκε στις 7 Ιουλίου 2010 ως ακολούθως (1):

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ (2)

στην πρόταση της Επιτροπής

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ασφαλίσεις και Επαγγελματικές Συντάξεις)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 114,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (3),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (4),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (5),

Ενεργώντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (6),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η χρηματοπιστωτική κρίση της περιόδου 2007/2008 έφερε στην επιφάνεια σημαντικές αδυναμίες της χρηματοπιστωτικής εποπτείας, τόσο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις όσο και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα σαν σύνολο. Τα εθνικά εποπτικά μοντέλα υπερκεράστηκαν από την παγκοσμιοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα και την πραγματικότητα των ολοκληρωμένων και αλληλοσυνδεόμενων ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών αγορών, όπου πολλές χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις λειτουργούν διασυνοριακά. Η κρίση αποκάλυψε αδυναμίες στον τομέα της συνεργασίας, του συντονισμού, της συνέπειας εφαρμογής της νομοθεσίας της Ένωσης και στην εμπιστοσύνη μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών.

(1α)

Πολύ πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση, το Κοινοβούλιο είχε ήδη κατ’ επανάληψη ζητήσει την ενίσχυση πραγματικά ισότιμων όρων ανταγωνισμού για όλους τους ενδιαφερομένους σε επίπεδο Ένωσης, επισημαίνοντας ταυτόχρονα σημαντικές αδυναμίες στην εποπτεία της Ένωσης στις ολοένα και πιο ενοποιημένες χρηματοπιστωτικές αγορές (στα ψηφίσματά του της 13ης Απριλίου 2000 επί της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή του πλαισίου για τις χρηματοπιστωτικές αγορές: Σχέδιο δράσης (7), της 21ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με τους κανόνες προληπτικής εποπτείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (8), της 11ης Ιουλίου 2007, σχετικά με την πολιτική για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες (2005-2010) – Λευκή Βίβλος (9), της 23ης Σεπτεμβρίου 2008, που περιέχει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με τα αμοιβαία κεφάλαια κινδύνου (hedge funds) και τα κεφάλαια ιδιωτικών συμμετοχών (private equity) (10), της 9ης Οκτωβρίου 2008, που περιέχει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με την παρακολούθηση της διαδικασίας Lamfalussy: μελλοντική δομή της εποπτείας (11), της 22ας Απριλίου 2009, σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ) (12) και της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τους οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας (13)).

(2)

Στις 25 Φεβρουαρίου 2009, έκθεση που δημοσιεύθηκε από ομάδα εμπειρογνωμόνων υψηλού επιπέδου υπό την προεδρία του κ. J. de Larosière (έκθεση de Larosière) , την οποία είχε ζητήσει η Επιτροπή, κατέληγε στο συμπέρασμα ότι, προκειμένου να μειωθούν ο κίνδυνος και η σοβαρότητα μελλοντικών χρηματοπιστωτικών κρίσεων, έπρεπε να ενισχυθεί το εποπτικό πλαίσιο. Η έκθεση συνιστούσε μεταρρυθμίσεις στη δομή της εποπτείας του χρηματοπιστωτικού τομέα στην Ένωση . Η εν λόγω ομάδα ειδικών συμπέρανε επίσης ότι πρέπει να δημιουργηθεί ένα Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας, το οποίο θα περιλαμβάνει τρεις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές, μία για τον κλάδο των ασφαλίσεων και των επαγγελματικών συντάξεων, μία για τον τραπεζικό κλάδο και μία για τον κλάδο των κινητών αξιών, καθώς και τη σύσταση ενός Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου. Οι συστάσεις της έκθεσης αντιπροσώπευαν το χαμηλότερο επίπεδο αλλαγής που οι ειδικοί έκριναν αναγκαίο για να αποσοβηθεί μια παρόμοια κρίση στο μέλλον.

(3)

Στην ανακοίνωσή της τής 4ης Μαρτίου 2009 με τίτλο «Η υλοποίηση της ευρωπαϊκής ανάκαμψης», η Επιτροπή πρότεινε την υποβολή νομοθετικής πρότασης για τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας και ενός Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) , ενώ στην ανακοίνωσή της τής 27ης Μαΐου 2009 με τίτλο «Ευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική εποπτεία» ▐, παρείχε περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την πιθανή αρχιτεκτονική αυτού του νέου εποπτικού πλαισίου χωρίς, ωστόσο να συμπεριλάβει όλες τις συστάσεις της έκθεσης Larosière .

(4)

Στα συμπεράσματά του της 19 Ιουνίου 2009, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συνέστησε να ιδρυθεί ένα Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας, το οποίο θα συμπεριλαμβάνει τρεις νέες Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές. Στόχος του συστήματος θα είναι η αναβάθμιση της ποιότητας και της συνέπειας της εθνικής εποπτείας, η ενίσχυση της επιτήρησης διασυνοριακών ομίλων και η εκπόνηση ενιαίου ευρωπαϊκού εγχειριδίου, το οποίο θα ισχύει για όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της ενιαίας αγοράς. Τόνισε επίσης ότι οι Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές πρέπει να διαθέτουν εποπτικές εξουσίες όσον αφορά τους οργανισμούς εκτίμησης πιστοληπτικής ικανότητας και κάλεσε την Επιτροπή να προετοιμάσει συγκεκριμένες προτάσεις σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο το Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας θα μπορεί να παίξει σοβαρό ρόλο σε καταστάσεις κρίσης, επισημαίνοντας ότι οι αποφάσεις των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών δεν πρέπει να προσκρούουν στις δημοσιονομικές αρμοδιότητες των κρατών μελών.

(4α)

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), στην έκθεσή του της 16ης Απριλίου 2010 με τίτλο «Μια δίκαιη και ουσιαστική συμβολή του χρηματοπιστωτικού τομέα», η οποία εκπονήθηκε κατόπιν αιτήματος της συνόδου κορυφής της G-20 στο Πίτσμπουργκ, αναφέρει ότι «το άμεσο δημοσιονομικό κόστος των αδυναμιών του χρηματοπιστωτικού τομέα πρέπει να συγκρατηθεί και να καλυφθεί από μια Συνεισφορά στη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα (ΣΧΣ), η οποία θα συνδέεται με ένα αξιόπιστο και αποτελεσματικό μηχανισμό επίλυσης κρίσεων. Εάν οι μηχανισμοί επίλυσης κρίσεων ορισθούν με τον δέοντα τρόπο, δεν θα είναι στο μέλλον οι κυβερνήσεις αναγκασμένες να διασώζουν χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που έχουν πολύ μεγάλη σημασία, πολύ μεγάλο μέγεθος ή πολλές διασυνδέσεις για να καταρρεύσουν».

(4β)

Στην ανακοίνωση της Επιτροπής, της 3ης Μαρτίου 2010, με τίτλο «Ευρώπη 2020» επισημαίνεται ότι βραχυπρόθεσμα η κρίσιμη προτεραιότητα έγκειται «στη δρομολόγηση μιας φιλόδοξης πολιτικής που θα μας επιτρέψει στο μέλλον να προλαμβάνουμε αποτελεσματικότερα και εφόσον χρειαστεί να διαχειριζόμαστε καλύτερα πιθανές χρηματοπιστωτικές κρίσεις και - λαμβάνοντας υπόψη την ειδική ευθύνη του χρηματοπιστωτικού τομέα στην παρούσα κρίση - θα μεριμνεί και για τις κατάλληλες συνεισφορές από το χρηματοπιστωτικό τομέα».

(4γ)

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δήλωσε σαφώς στις 25 Μαρτίου 2010 ότι «ιδιαιτέρως απαιτείται πρόοδος σε θέματα όπως τα συστημικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τα χρηματοοικονομικά μέσα διαχείρισης των κρίσεων».

(4δ)

Τέλος, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δήλωσε στις 17 Ιουνίου 2010 ότι «τα κράτη μέλη πρέπει να επιβάλουν συστήματα εισφορών και φορολόγησης επί των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων για να εξασφαλιστεί ισότιμη κατανομή των βαρών και να θεσπισθούν κίνητρα για τον έλεγχο του συστημικού κινδύνου. Η εισφορά ή η φορολόγηση αυτή θα πρέπει να εντάσσεται σε ένα αξιόπιστο πλαίσιο για την εξυγίανση».

(5)

Η χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση δημιούργησε πραγματικούς και σοβαρούς κινδύνους για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Η αποκατάσταση και η διατήρηση σταθερού και αξιόπιστου χρηματοπιστωτικού συστήματος αποτελούν απόλυτη προϋπόθεση για τη διατήρηση της εμπιστοσύνης και της συνοχής στην εσωτερική αγορά και, συνεπώς, για τη διατήρηση και τη βελτίωση των συνθηκών για την εγκαθίδρυση μιας πλήρως ενοποιημένης και λειτουργικής εσωτερικής αγοράς στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Επιπλέον, οι μεγαλύτερου βάθους και περισσότερο ολοκληρωμένες χρηματοπιστωτικές αγορές παρέχουν καλύτερες ευκαιρίες για χρηματοδότηση και για διαφοροποίηση των κινδύνων, συμβάλλοντας έτσι στην ενίσχυση της ικανότητας απόσβεσης των κραδασμών των οικονομιών.

(6)

Η Ένωση έχει φθάσει στα όρια του δυνατού όσον αφορά την παρούσα κατάσταση των επιτροπών των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών ▐. Η Ένωση δεν μπορεί να παραμείνει σε κατάσταση όπου δεν υπάρχει μηχανισμός που να διασφαλίζει ότι οι εθνικές εποπτικές αρχές λαμβάνουν τις καλύτερες δυνατές εποπτικές αποφάσεις για τα διασυνοριακά ιδρύματα· όπου δεν υπάρχει επαρκής συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εθνικών εποπτικών αρχών· όπου για κοινή δράση των εθνικών αρχών απαιτούνται πολύπλοκες ρυθμίσεις που να λαμβάνουν υπόψη το ψηφιδωτό των ρυθμιστικών και εποπτικών απαιτήσεων· όπου συχνότατα οι εθνικές λύσεις αποτελούν τη μόνη εφικτή επιλογή ως αντίδραση σε ευρωπαϊκά προβλήματα, όπου υπάρχουν διαφορετικές ερμηνείες του ίδιου νομοθετικού κειμένου. Σκοπός του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας (ΕΣΧΕ) πρέπει να είναι η υπέρβαση αυτών των αδυναμιών και η δημιουργία συστήματος ευθυγραμμισμένου προς το στόχο για σταθερή και ενιαία ενωσιακή χρηματοπιστωτική αγορά στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, συνδέοντας τις εθνικές εποπτικές αρχές δημιουργώντας ένα ισχυρό ενωσιακό δίκτυο.

(7)

Το ΕΣΧΕ πρέπει να είναι ένα ολοκληρωμένο δίκτυο εθνικών και ενωσιακών εποπτικών αρχών, το οποίο να αφήνει την καθημερινή εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στο εθνικό επίπεδο. Η Αρχή πρέπει να διαδραματίζει ηγετικό ρόλο στα σώματα εποπτών για την εποπτεία διασυνοριακών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων για τα οποία πρέπει να καθοριστούν σαφείς εποπτικοί κανόνες. Η Αρχή πρέπει να αντιμετωπίζει με ιδιαίτερη προσοχή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα τα οποία θα μπορούσαν να προκαλέσουν συστημικό κίνδυνο δεδομένου ότι η δυσλειτουργία τους θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης, αν μια εθνική αρχή δεν έχει ασκήσει τις εξουσίες της. Επίσης πρέπει να επιτευχθούν μεγαλύτερη εναρμόνιση και η συνεκτική εφαρμογή των κανόνων για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τις αγορές σε ολόκληρη την Ένωση . Εκτός από την Αρχή, πρέπει να συσταθούν μια Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Τράπεζες) και μια Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Κινητές Αξίες και Αγορές), καθώς και μια Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Μικτή Επιτροπή) . Το ΕΣΣΚ πρέπει να αποτελεί τμήμα του ΕΣΧΕ.

(8)

Η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή πρέπει να αντικαταστήσει την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας, που συστάθηκε με την απόφαση 2009/78/ΕΚ (14) της Επιτροπής, την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Εποπτείας Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων, που συστάθηκε με την απόφαση 2009/79/ΕΚ (15) της Επιτροπής και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ρυθμιστικών Αρχών, που συστάθηκε από την απόφαση 2009/77/ΕΚ (16) της Επιτροπής, και να αναλάβουν όλα τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες αυτών των επιτροπών , συμπεριλαμβανομένης της συνέχισης εν εξελίξει ευρισκόμενων εργασιών και σχεδίων, εφόσον τούτο κρίνεται σκόπιμο . Πρέπει να καθοριστεί με σαφήνεια το πεδίο δράσης κάθε Αρχής. Εάν απαιτείται για λόγους θεσμικούς και στο πλαίσιο των ευθυνών που της ανατίθενται από τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) , η Επιτροπή πρέπει επίσης να συμμετέχει στο δίκτυο εποπτικών αρχών.

(9)

Η ▐ Αρχή ▐ πρέπει να ενεργεί με σκοπό τη βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, ιδίως με την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου, αποτελεσματικής και συνεκτικής ρύθμισης και εποπτείας, λαμβάνοντας υπόψη τα ποικίλα συμφέροντα όλων των κρατών μελών και το διαφορετικό χαρακτήρα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων . Η Αρχή πρέπει να προστατεύει τις δημόσιες αξίες όπως είναι η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η διαφάνεια των αγορών και των χρηματοπιστωτικών προϊόντων και η προστασία των καταθετών και των επενδυτών. Η Αρχή πρέπει επίσης να αποτρέπει το ρυθμιστικό αρμπιτράζ, να εξασφαλίζει ισότιμους όρους ανταγωνισμού και να ενισχύει τον διεθνή εποπτικό συντονισμό προς όφελος της οικονομίας ευρύτερα, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και άλλων συμφεροντούχων, των καταναλωτών και των εργαζομένων. Στα καθήκοντά της περιλαμβάνεται επίσης η προώθηση της εποπτικής σύγκλισης και η παροχή συμβουλών στα θεσμικά όργανα της ΕΕ στους τομείς των ασφαλίσεων, των αντασφαλίσεων, των επαγγελματικών συντάξεων και της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης, καθώς και σε θέματα που σχετίζονται με την εταιρική διακυβέρνηση, το λογιστικό έλεγχο και την χρηματοοικονομική αναφορά. Η Αρχή πρέπει επίσης να αναλάβει την ευθύνη της γενικής εποπτείας υφιστάμενων και νέων χρηματοπιστωτικών προϊόντων/τύπων συναλλαγών.

(9α)

Η Αρχή λαμβάνει δεόντως υπόψη τον αντίκτυπο των δραστηριοτήτων της στον ανταγωνισμό και την καινοτομία εντός της εσωτερικής αγοράς, την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα της Ένωσης, τη χρηματοπιστωτική ένταξη και τη νέα στρατηγική της Ένωσης για την απασχόληση και την ανάπτυξη.

(9β)

Η Αρχή, προκειμένου να εκπληρώσει τους στόχους της, πρέπει να έχει νομική προσωπικότητα καθώς και διοικητική και δημοσιονομική αυτονομία. Η Αρχή πρέπει να διαθέτει αρμοδιότητες που θα της επιτρέπουν να ελέγχει τη συμμόρφωση προς τους νόμους, ιδίως αυτούς που σχετίζονται με τον συστημικό κίνδυνο και τους διασυνοριακούς κινδύνους.

(9γ)

Ο συστημικός κίνδυνος ορίζεται από διεθνείς αρχές (το ΔΝΤ, το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΣΧΣ) και την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (ΤΔΔ)) ως «ο κίνδυνος διατάραξης των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών ο οποίος (i) προκαλείται από κλονισμό του συνόλου ή μερών του χρηματοπιστωτικού συστήματος και (ii) είναι δυνατόν να έχει σοβαρές αρνητικές συνέπειες για την πραγματική οικονομία. Όλα τα είδη χρηματοπιστωτικών διαμεσολαβητικών φορέων, αγορών και υποδομών ενδέχεται να είναι συστημικά σημαντικά σε κάποιον βαθμό».

(9δ)

Σύμφωνα με τους εν λόγω οργανισμούς, ο διασυνοριακός κίνδυνος περιλαμβάνει όλους τους κινδύνους που προκαλούνται από οικονομικές ανισορροπίες ή αστοχίες του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε ολόκληρη την Ένωση ή σε μέρη της και οι οποίοι ενδέχεται να έχουν σημαντικές αρνητικές συνέπειες για τις συναλλαγές μεταξύ των οικονομικών παραγόντων δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών, για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ή για τα δημόσια οικονομικά της Ένωσης ή οιουδήποτε κράτους μέλους της.

(10)

Στην απόφασή του της 2ας Μαΐου 2006 για την Υπόθεση αριθ. C-217/04 (Ηνωμένο Βασίλειο/Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Συμβούλιο) το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης απεφάνθη ως εξής: «Από κανένα στοιχείο του άρθρου 95 της ΣΕΚ [ισχύον άρθρο 114 της ΣΛΕΕ] δεν συνάγεται ότι τα μέτρα που θεσπίζει ο κοινοτικός νομοθέτης βάσει της διάταξης αυτής πρέπει να έχουν ως μόνους αποδέκτες τα κράτη μέλη. Ενδέχεται δηλαδή να είναι αναγκαίο, σύμφωνα με την εκτίμηση του νομοθέτη αυτού, να προβλεφθεί η ίδρυση κοινοτικού οργανισμού που καλείται να συμβάλει στην εφαρμογή μιας διαδικασίας εναρμόνισης στις περιπτώσεις στις οποίες είναι ενδεδειγμένη, για τη διευκόλυνση της εναρμονισμένης εκτέλεσης και εφαρμογής των πράξεων που στηρίζονται στην εν λόγω διάταξη, η θέσπιση μη δεσμευτικών συνοδευτικών μέτρων και μέτρων πλαισίωσης». Ο σκοπός και τα καθήκοντα της Αρχής – παροχή συνδρομής στις εθνικές εποπτικές αρχές με σκοπό τη συνεπή ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων της Ένωσης και συμβολή στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα που απαιτείται για τη χρηματοπιστωτική ολοκλήρωση – συνδέονται στενά με τους στόχους του ενωσιακού κεκτημένου σχετικά με την εσωτερική αγορά χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Συνεπώς η Αρχή πρέπει να συσταθεί βάσει του άρθρου 114 της ΣΛΕΕ .

(11)

Οι νομικές πράξεις που ορίζουν τα καθήκοντα των εθνικών εποπτικών αρχών των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένης της συνεργασίας μεταξύ τους και με την Επιτροπή, είναι (17): η οδηγία 64/225/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 25ης Φεβρουαρίου 1964 περί καταργήσεως των περιορισμών στο δικαίωμα εγκαταστάσεως και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στον τομέα της αντασφαλίσεως και της αντεκχωρήσεως (18), η πρώτη οδηγία του Συμβουλίου 73/239/ΕΟΚ της 24ης Ιουλίου 1973 περί συντονισμού των νομοθετικών κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων πού αφορούν την ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως, εκτός τής ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής (19), η οδηγία 73/240/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 1973 περί καταργήσεως των περιορισμών στο δικαίωμα εγκαταστάσεως στον τομέα της πρωτασφαλίσεως εκτός από την ασφάλιση ζωής (20), η οδηγία 76/580/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 1976 περί τροποποιήσεως της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ «περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν των ανάληψη δραστηριότητας πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής» (21), η οδηγία 78/473/EOK του Συμβουλίου της 30ής Μαΐου 1978 περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων στον τομέα της κοινοτικής συνασφαλίσεως (22), η οδηγία 84/641/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 10ης Δεκεμβρίου 1984 για την τροποποίηση, όσον αφορά ιδίως την τουριστική βοήθεια, της πρώτης οδηγίας (73/239/ΕΟΚ) περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητας πρωτοασφάλισης, εκτός της ασφάλισης ζωής, και την άσκηση αυτής (23), η οδηγία 87/344/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1987 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την ασφάλιση νομικής προστασίας (24), η δεύτερη οδηγία 88/357/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1988 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής, και τη θέσπιση των διατάξεων που σκοπό έχουν να διευκολύνουν την πραγματική άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ (25), η οδηγία 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 18ης Ιουνίου 1992 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής (τρίτη οδηγία για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής) (26), η οδηγία 98/78/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Οκτωβρίου 1998 σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία ασφαλιστικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο ενός ασφαλιστικού ομίλου (27), η οδηγία 2001/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Μαρτίου 2001 για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων (28), η οδηγία 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφάλιση ζωής (29), η οδηγία 2002/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση (30), και η οδηγία 2003/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών (31).

(12)

Η υφιστάμενη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης που διέπει το πεδίο που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό περιλαμβάνει και την οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων (32), τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1781/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Νοεμβρίου 2006, περί των πληροφοριών για τον πληρωτή που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών (33), την οδηγία 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για την ανάληψη, άσκηση και προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος (34) και, όσον αφορά συγκεκριμένα σημεία, την οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (35), ▐ την οδηγία 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές (36) και την οδηγία 2007/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, για υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά (37).

(12α)

Είναι επιθυμητό η Αρχή να προωθεί συνεκτική προσέγγιση στον τομέα των εγγυήσεων των καταθέσεων, προκειμένου να εξασφαλιστούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού και δίκαιη αντιμετώπιση των καταθετών σε όλη την Ένωση. Επειδή τα καθεστώτα εγγύησης των καταθέσεων υπόκεινται σε επιτήρηση στα οικεία κράτη μέλη και όχι σε ρυθμιστική εποπτεία, είναι σκόπιμο η Αρχή να μπορεί να ασκεί τις εξουσίες της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό σε σχέση με το ίδιο το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων και τον υπεύθυνο φορέα του. Ο ρόλος της Αρχής πρέπει να αναθεωρηθεί μετά την ίδρυση Ευρωπαϊκού Ταμείου Εγγύησης των Καταθέσεων.

(13)

Είναι αναγκαία η εισαγωγή κάποιου αποτελεσματικού μέσου για τη θέσπιση εναρμονισμένων ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες ώστε να εξασφαλιστούν, μέσω ενιαίου εγχειριδίου, ισότιμοι όροι και επαρκής προστασία των καταθετών, των επενδυτών και των καταναλωτών σε ολόκληρη την Ένωση . Επειδή η Αρχή αποτελεί φορέα με μεγάλη εξειδικευμένη πείρα, είναι συμφέρον και σκόπιμο να της ανατεθεί, σε τομείς καθοριζόμενους από το δίκαιο της Ένωσης , η εκπόνηση σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων, οι οποίοι δεν αφορούν επιλογές πολιτικής. Η Επιτροπή πρέπει να εγκρίνει αυτούς τους ρυθμιστικούς τεχνικούς κανόνες και τους τεχνικούς κανόνες εφαρμογής σύμφωνα με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ , προκειμένου να τους προσδώσει δεσμευτική νομική ισχύ.

(14)

Τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων πρέπει να τροποποιούνται μόνον σε πολύ περιορισμένες και εξαιρετικές περιπτώσεις, υπό την προϋπόθεση ότι η Αρχή ευρίσκεται σε στενή επαφή με τις χρηματοπιστωτικές αγορές και αναγνωρίζει το καθημερινό τους έργο. Τα εν λόγω σχέδια τροποποιούνται εάν, για παράδειγμα, είναι ασυμβίβαστα με το δίκαιο της Ένωσης, δεν τηρούν την αρχή της αναλογικότητας ή αντιβαίνουν στις θεμελιώδεις αρχές της εσωτερικής αγοράς για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, όπως οι αρχές αυτές αντικατοπτρίζονται στο κεκτημένο της νομοθεσίας της Ένωσης για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Η Επιτροπή δεν πρέπει να τροποποιεί το περιεχόμενο των τεχνικών κανόνων που καταρτίστηκαν από την Αρχή χωρίς προηγούμενο συντονισμό με την Αρχή. Η Επιτροπή, προκειμένου να εξασφαλίσει ομαλή και ταχεία διαδικασία έγκρισης των κανόνων αυτών, πρέπει να υπόκειται σε χρονικό περιορισμό όσον αφορά την εγκριτική της απόφαση.

(14α)

Η Επιτροπή πρέπει επίσης να έχει την εξουσία να εφαρμόζει νομικά δεσμευτικές πράξεις της Ένωσης όπως ορίζεται στο άρθρο 291 της ΣΛΕΕ. Οι ρυθμιστικοί τεχνικοί κανόνες και οι τεχνικοί κανόνες εφαρμογής πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την αρχή της αναλογικότητας, ήτοι οι απαιτήσεις που ορίζονται στους εν λόγω κανόνες πρέπει να είναι ανάλογες προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των εγγενών κινδύνων στις δραστηριότητες του ενδιαφερομένου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος.

(15)

Σε τομείς που δεν καλύπτονται από ρυθμιστικούς τεχνικούς κανόνες, η Αρχή πρέπει να έχει την εξουσία να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις σχετικά με την εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης . Για την εξασφάλιση διαφάνειας και την ενίσχυση της συμμόρφωσης των εθνικών εποπτικών αρχών με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις, όταν οι εθνικές αρχές δεν συμμορφώνονται με τις εν λόγω οδηγίες και συστάσεις πρέπει να υποχρεούνται να αναφέρουν τους σχετικούς λόγους δημοσίως, προκειμένου να εξασφαλίζεται πλήρης διαφάνεια έναντι των συμμετεχόντων στην αγορά .

(16)

Η εξασφάλιση της ορθής και πλήρους εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ακεραιότητα, τη διαφάνεια, την αποδοτικότητα και την εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, για τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος και για την εξασφάλιση ουδέτερων όρων ανταγωνισμού των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση . Επομένως, πρέπει να δημιουργηθεί μηχανισμός μέσω του οποίου η Αρχή θα αντιμετωπίζει περιπτώσεις μη εφαρμογής ή εσφαλμένης ▐ εφαρμογής που αποτελούν παραβίαση του δικαίου της Ένωσης . Ο μηχανισμός αυτός πρέπει να αφορά τομείς όπου η νομοθεσία της Ένωσης ορίζει σαφείς και άνευ όρων υποχρεώσεις.

(17)

Για να καταστεί δυνατή η αναλογική αντίδραση σε περιπτώσεις εσφαλμένης ή ανεπαρκούς εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης , πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή μηχανισμός με τρία στάδια. Σε πρώτο επίπεδο, η Αρχή πρέπει να έχει την εξουσία να διερευνά την ενδεχόμενη εσφαλμένη ή ανεπαρκή εφαρμογή υποχρεώσεων εκ του δικαίου της Ένωσης από τις εθνικές αρχές κατά την εποπτική πρακτική τους, και να ολοκληρώνει την έρευνα με σύσταση. Αν η αρμόδια εθνική αρχή δεν ακολουθήσει τη σύσταση, η Επιτροπή πρέπει να έχει την εξουσία να εκδώσει επίσημη γνώμη η οποία θα λαμβάνει υπόψη τη σύσταση της Αρχής και θα απαιτεί από την αρμόδια αρχή να λάβει τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσει συμμόρφωση με το δίκαιο της Ένωσης.

(18)

Αν η εθνική αρχή δεν συμμορφωθεί με τη σύσταση εντός της προθεσμίας που ορίζεται από την Αρχή , η Αρχή πρέπει ▐ να απευθύνει χωρίς καθυστέρηση απόφαση προς την οικεία εθνική εποπτική αρχή, προκειμένου να εξασφαλίσει συμμόρφωση με το δίκαιο της Ένωσης , δημιουργώντας άμεσα νομικά αποτελέσματα, των οποίων είναι δυνατή η επίκληση ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και αρχών και η επιβολή σύμφωνα με το άρθρο 258 της ΣΛΕΕ .

(19)

Για την υπέρβαση εξαιρετικών καταστάσεων με έμμονη αδράνεια της οικείας αρμόδιας αρχής, η Αρχή πρέπει να έχει την εξουσία, ως έσχατη λύση, να εκδίδει αποφάσεις απευθυνόμενες σε μεμονωμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Η εξουσία αυτή πρέπει να περιορίζεται σε εξαιρετικές περιστάσεις στις οποίες η αρμόδια αρχή δεν συμμορφώνεται με την επίσημη γνώμη που της απευθύνεται και στις οποίες το δίκαιο της Ένωσης είναι άμεσα εφαρμόσιμο στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δυνάμει ισχυόντων ή μελλοντικών κανονισμών της ΕΕ. Ως προς το θέμα αυτό, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο προσβλέπουν στην εφαρμογή του προγράμματος της Επιτροπής για το 2010, ιδίως όσον αφορά την πρόταση σχετικά με την αναθεώρηση της οδηγίας περί κεφαλαιακών απαιτήσεων.

(20)

Οι σοβαρές απειλές για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση απαιτούν ταχεία και εναρμονισμένη απόκριση σε επίπεδο Ένωσης . Επομένως, η Αρχή πρέπει να μπορεί να ζητεί από τις εθνικές εποπτικές αρχές να προβαίνουν σε συγκεκριμένες ενέργειες για την αντιμετώπιση κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Δεδομένης της ευαίσθητης φύσης του θέματος, την εξουσία για να διαπιστώνει ότι υφίσταται κατάσταση έκτακτης ανάγκης πρέπει να ασκεί η Επιτροπή με ιδία πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος του Συμβουλίου, του ΕΣΣΚ, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή της Αρχής. Όταν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, το ΕΣΣΚ ή οι Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές εκτιμούν ότι μπορεί να προκύψει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, πρέπει να επικοινωνούν με την Επιτροπή. Σε αυτήν τη διαδικασία, η τήρηση της εμπιστευτικότητας έχει υψίστη σημασία. Εάν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι υφίσταται κατάσταση έκτακτης ανάγκης, πρέπει να ενημερώσει δεόντως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

(21)

Προκειμένου να εξασφαλιστούν η αποδοτική και αποτελεσματική εποπτεία και η ισόρροπη εξέταση των θέσεων των αρμόδιων αρχών σε διάφορα κράτη μέλη, η Αρχή πρέπει να είναι σε θέση να ρυθμίζει διαφωνίες μεταξύ αυτών των αρμόδιων αρχών με δεσμευτικό τρόπο, συμπεριλαμβανομένων των σωμάτων εποπτών. Πρέπει να προβλέπεται ένα στάδιο συμβιβασμού, κατά το οποίο οι αρμόδιες αρχές μπορούν να καταλήξουν σε συμφωνία. Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί τέτοια συμφωνία, η Αρχή πρέπει να απαιτεί με δεσμευτικό τρόπο από τις σχετικές αρμόδιες αρχές να προβούν σε συγκεκριμένες ενέργειες ή να μην προβούν σε ενέργειες ώστε να επιλυθεί το θέμα και να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με τη νομοθεσία της Ένωσης. Σε περίπτωση παράλειψης των οικείων εθνικών εποπτικών αρχών, η Αρχή θα έχει την εξουσία να εκδώσει, ως έσχατη λύση, αποφάσεις απευθυνόμενες άμεσα στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για τομείς του δικαίου της Ένωσης οι οποίοι ισχύουν άμεσα γι’ αυτά.

(21α)

Η κρίση έχει αποδείξει ότι η απλή συνεργασία μεταξύ εθνικών αρχών, των οποίων η αρμοδιότητα δεν υπερβαίνει τα εθνικά σύνορα, είναι σαφώς ανεπαρκής για την εποπτεία χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν διασυνοριακά.

(21β)

Επιπλέον, «οι σημερινές διευθετήσεις, που συνδυάζουν κλαδικά δικαιώματα διαβατηρίου, εποπτεία από τη χώρα καταγωγής και αμιγώς εθνική ασφάλιση καταθέσεων, δεν αποτελούν υγιή βάση για τη μελλοντική ρύθμιση και εποπτεία των ευρωπαϊκών διασυνοριακών τραπεζών λιανικής» (Έκθεση Turner).

(21γ)

Όπως επισημαίνει επίσης η έκθεση Turner, «υγιέστερες διευθετήσεις απαιτούν είτε αυξημένες εθνικές εξουσίες, πράγμα που συνεπάγεται μια λιγότερο ανοιχτή ενιαία αγορά, είτε μεγαλύτερο βαθμό ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης».

(21δ)

Η «εθνική» λύση συνεπάγεται ότι η χώρα υποδοχής έχει το δικαίωμα να υποχρεώσει ξένα ιδρύματα να ενεργούν μόνο μέσω θυγατρικών και όχι μέσω υποκαταστημάτων, καθώς και να επιβλέπει το κεφάλαιο και τη ρευστότητα των τραπεζών που δραστηριοποιούνται στη χώρα αυτή, πράγμα που θα σήμαινε περισσότερο προστατευτισμό.

(21ε)

Η «ευρωπαϊκή» λύση απαιτεί την ενίσχυση της Αρχής στο σώμα εποπτών καθώς και την ενίσχυση της εποπτείας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που αντιπροσωπεύουν συστημικό κίνδυνο.

(22)

Τα σώματα εποπτών παίζουν σημαντικό ρόλο στην αποδοτική, αποτελεσματική και συνεπή εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν διασυνοριακά. Η Αρχή πρέπει να διαδραματίζει ηγετικό ρόλο και να έχει πλήρη δικαιώματα συμμετοχής στα σώματα εποπτών, με στόχο την ομοιόμορφη λειτουργία της διαδικασίας ανταλλαγής πληροφοριών στα σώματα και την ενίσχυση της σύγκλισης και της συνέπειας στα σώματα όσον αφορά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης . Όπως επισημαίνει η έκθεση de Larosière: «οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και το ρυθμιστικό αρμπιτράζ που προκύπτουν από τις αποκλίνουσες εποπτικές πρακτικές πρέπει να αποφεύγονται, επειδή μπορούν να υπονομεύσουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα – μεταξύ άλλων ενθαρρύνοντας μια μετατόπιση χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας προς τις χώρες με χαλαρή εποπτεία. Το εποπτικό σύστημα πρέπει να εκλαμβάνεται ως δίκαιο και ισορροπημένο».

(22α)

Η Αρχή και οι εθνικές εποπτικές αρχές πρέπει να ενισχύσουν την εποπτεία χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που πληρούν τα κριτήρια συστημικού κινδύνου, δεδομένου ότι η δυσλειτουργία τους θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης και να έχει επιβλαβείς συνέπειες για την πραγματική οικονομία.

(22β)

Ο συστημικός κίνδυνος πρέπει να προσδιορίζεται βάσει διεθνών κανόνων, ιδίως των κανόνων που έχουν θεσπίσει το ΣΧΣ, το ΔΝΤ, η Διεθνής Ένωση Αρχών Ασφαλιστικής Εποπτείας και η G-20. Ο βαθμός διασύνδεσης, η δυνατότητα αναπλήρωσης και η χρονική συγκυρία αποτελούν τα συνηθέστερα χρησιμοποιούμενα κριτήρια για τον προσδιορισμό του συστημικού κινδύνου.

(22γ)

Πρέπει να δημιουργηθεί πλαίσιο για το χειρισμό ιδρυμάτων που αντιμετωπίζουν προβλήματα, με σκοπό την σταθεροποίηση ή την εκκαθάρισή τους διότι, όπως αναφέρεται στην έκθεση de Larosière, έχει αποδειχθεί σαφώς ότι στην περίπτωση τραπεζικής κρίσης διακυβεύονται πολλά τόσο για τις κυβερνήσεις όσο και για την κοινωνία γενικότερα, διότι μια τέτοια κατάσταση μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την πραγματική οικονομία. Η Επιτροπή πρέπει να υποβάλει κατάλληλες προτάσεις για τη θέσπιση νέου πλαισίου για τη διαχείριση της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Τα κύρια στοιχεία διαχείρισης της κρίσης περιλαμβάνουν μια κοινή δέσμη κανόνων και μέσων χρηματοπιστωτικής εξυγίανσης (εκτέλεση και χρηματοδότηση για την αντιμετώπιση της κρίσης που αντιμετωπίζουν μεγάλα, διασυνοριακά και/ή διασυνδεδεμένα ιδρύματα).

(22δ)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνυπευθυνότητα των διασυνοριακών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, να προστατευθούν τα συμφέροντα των ευρωπαίων ασφαλισμένων και να μειωθεί το κόστος μιας συστημικής χρηματοπιστωτικής κρίσης για τους φορολογουμένους, συγκροτείται Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Προστασίας («Ταμείο»). Το Ταμείο συγκροτείται με στόχο να χρηματοδοτεί την ομαλή εκκαθάριση ή τις παρεμβάσεις για την αποκατάσταση διασυνοριακών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που αντιμετωπίζουν προβλήματα, η δυσλειτουργία των οποίων θα μπορούσε να απειλήσει τη σταθερότητα της ενιαίας χρηματοπιστωτικής αγοράς της Ένωσης, καθώς και να εσωτερικεύει το κόστος των παρεμβάσεων αυτών, εάν οι εισφορές των εν λόγω χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στα εθνικά συστήματα εγγύησης ασφαλίσεων δεν είναι επαρκείς. Το Ταμείο πρέπει να χρηματοδοτείται με εισφορές των ιδρυμάτων αυτών, με έκδοση δανειακών τίτλων από το Ταμείο ή, σε εξαιρετικές περιστάσεις, με εισφορές των πληττόμενων κρατών μελών βάσει προσυμφωνημένων κριτηρίων (αναθεωρημένο μνημόνιο συνεννόησης). Οι εισφορές στο Ταμείο πρέπει να αντικαταστήσουν τις εισφορές προς τα εθνικά συστήματα εγγύησης ασφαλίσεων.

(22ε)

Συγκροτείται Ευρωπαϊκό Ταμείο Σταθερότητας Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων με στόχο να χρηματοδοτεί την ομαλή εκκαθάριση ή τις παρεμβάσεις για την διάσωση χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που αντιμετωπίζουν προβλήματα, όταν αυτά μπορούν να απειλήσουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της ενιαίας χρηματοπιστωτικής αγοράς της Ένωσης. Το Ταμείο πρέπει να χρηματοδοτείται με κατάλληλες εισφορές του τομέα των ασφαλίσεων και επαγγελματικών συντάξεων. Οι εισφορές στο Ταμείο πρέπει να αντικαταστήσουν τις εισφορές που καταβάλλονται στα εθνικά ταμεία παρόμοιας φύσης.

(23)

Η ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων μπορεί να αποτελέσει χρήσιμο μέσο στη λειτουργία του δικτύου εποπτικών αρχών, προκειμένου να μειωθεί η άσκοπη επανάληψη εποπτικών εργασιών, να ενισχυθεί η συνεργασία και με τον τρόπο αυτό να γίνει περισσότερο ομοιόμορφη η διαδικασία εποπτείας, καθώς επίσης να μειωθεί ο φόρτος που επιβαρύνει τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα , ιδίως τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που δεν έχουν ενωσιακή διάσταση . Συνεπώς, ο παρών κανονισμός πρέπει παράσχει σαφή νομική βάση για την ανάθεση αυτή. Ανάθεση καθηκόντων σημαίνει ότι ασκούνται καθήκοντα από άλλη εποπτική αρχή στη θέση της αρμόδιας, ενώ την ευθύνη για τις εποπτικές αποφάσεις εξακολουθεί να φέρει η αναθέτουσα αρχή. Κατά την ανάθεση αρμοδιοτήτων, μια εθνική εποπτική αρχή, η εξουσιοδοτούμενη, πρέπει να λαμβάνει αποφάσεις για ορισμένο εποπτικό θέμα εξ ονόματος της Αρχής ή κάποιας άλλης εθνικής εποπτικής αρχής. Οι αναθέσεις πρέπει να διέπονται από την αρχή της ανάθεσης εποπτικής αρμοδιότητας σε εποπτική αρχή που είναι σε θέση να προβεί σε ενέργειες σχετικές με το θέμα. Η ανακατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών θα ήταν σκόπιμη, παραδείγματος χάρη για λόγους οικονομιών κλίμακας ή πεδίου, συνοχής στην εποπτεία ομίλων και βέλτιστης χρήσης τεχνικής πείρας. Η συναφής νομοθεσία της Ένωσης μπορεί να εξειδικεύσει περαιτέρω τις αρχές για την ανακατανομή αρμοδιοτήτων κατόπιν συμφωνίας. Η Αρχή πρέπει να διευκολύνει και να παρακολουθεί τις συμφωνίες ανάθεσης μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών με κάθε πρόσφορο μέσο. Πρέπει να είναι ενήμερη εκ των προτέρων σχετικά με την πρόθεση σύναψης συμφωνιών ανάθεσης, ώστε να είναι σε θέση να εκφέρει άποψη σε περίπτωση που χρειαστεί. Πρέπει να προβαίνει κεντρικά στη δημοσιοποίηση των εν λόγω συμφωνιών, ώστε να εξασφαλίζεται η έγκαιρη, διαφανής πληροφόρηση, με εύκολη πρόσβαση όλων των ενδιαφερόμενων μερών στις πληροφορίες σχετικά με τις συμφωνίες. Πρέπει να εντοπίζει και να προωθεί βέλτιστες πρακτικές όσον αφορά την ανάθεση και τις συμφωνίες ανάθεσης.

(24)

Η Αρχή πρέπει να υποστηρίζει ενεργά την εποπτική σύγκλιση σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση , με στόχο την ανάπτυξη κοινής εποπτικής νοοτροπίας.

(25)

Οι ομότιμες αξιολογήσεις αποτελούν αποδοτικό και αποτελεσματικό εργαλείο για την ενίσχυση της συνέπειας εντός του δικτύου των χρηματοπιστωτικών εποπτικών αρχών. Η Αρχή πρέπει επομένως να αναπτύξει το μεθοδολογικό πλαίσιο για τις εν λόγω αξιολογήσεις και να τις διεξάγει τακτικά. Οι αξιολογήσεις πρέπει να εστιάζουν όχι μόνο στη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών, αλλά και στην ικανότητα των εποπτικών αρχών να επιτυγχάνουν εποπτικά αποτελέσματα υψηλής ποιότητας καθώς επίσης στην ανεξαρτησία των αρμοδίων αρχών. Το αποτέλεσμα των ομότιμων αξιολογήσεων πρέπει να δημοσιοποιείται και οι βέλτιστες πρακτικές πρέπει να εντοπίζονται και επίσης να δημοσιοποιούνται.

(26)

Η Αρχή πρέπει να προάγει ενεργά μια συντονισμένη εποπτική απόκριση της Ευρωπαϊκής Ένωσης , ειδικά για να εξασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση . Συνεπώς, επιπροσθέτως προς τις εξουσίες της για δράση σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, πρέπει να της ανατεθεί μια γενική λειτουργία συντονισμού στο πλαίσιο του ΕΣΧΕ . Οι δράσεις της Αρχής πρέπει να εστιάζουν ιδιαίτερα στην ομαλή ροή όλων των συναφών πληροφοριών μεταξύ των αρμοδίων αρχών.

(27)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, είναι απαραίτητο να εντοπιστούν εξ αρχής οι τάσεις, οι δυνητικοί κίνδυνοι και τα τρωτά σημεία που απορρέουν από το μικροπροληπτικό επίπεδο, διασυνοριακά και διατομεακά. Η Αρχή πρέπει να παρακολουθεί και να αξιολογεί τις εν λόγω εξελίξεις στον τομέα αρμοδιότητάς της και, αν κρίνει σκόπιμο, να ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή, τις άλλες Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές και το ΕΣΣΚ σε τακτική βάση και, αν είναι απαραίτητο, για συγκεκριμένη περίπτωση. Επίσης η Αρχή πρέπει να δρομολογεί και να συντονίζει προσομοιώσεις αντίξοων καταστάσεων σε επίπεδο Ένωσης για να αξιολογεί την αντοχή των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων υπό αντίξοες εξελίξεις της αγοράς, εξασφαλίζοντας για τις εν λόγω προσομοιώσεις την εφαρμογή όσο το δυνατόν συνεκτικότερης μεθοδολογίας σε εθνικό επίπεδο. Προκειμένου να εκπληρώσει τα καθήκοντά της, η Αρχή πρέπει να πραγματοποιεί οικονομικές αναλύσεις των αγορών και του αντικτύπου των ενδεχόμενων εξελίξεων σε αυτές.

(28)

Με δεδομένα την παγκοσμιοποίηση των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και την αυξημένη σημασία των διεθνών κανόνων, η Αρχή πρέπει να εκπροσωπεί την Ευρωπαϊκή Ένωση στο διάλογο και τη συνεργασία με τις εποπτικές αρχές τρίτων χωρών .

(29)

Η Αρχή πρέπει να αποτελεί ανεξάρτητο συμβουλευτικό όργανο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής στον τομέα της αρμοδιότητάς της. Πρέπει να μπορεί να γνωμοδοτεί κατά την προληπτική αξιολόγηση συγχωνεύσεων και εξαγορών σύμφωνα με την οδηγία 2006/48/ΕΚ.

(30)

Για την αποτελεσματική εκπλήρωση των καθηκόντων της, η Αρχή πρέπει να έχει δικαίωμα να ζητεί όλες τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με την προληπτική εποπτεία . Προκειμένου να αποφευχθεί η επικάλυψη υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, κανονικά τις πληροφορίες αυτές πρέπει να τις παρέχουν οι εθνικές εποπτικές αρχές που βρίσκονται πλησιέστερα στις χρηματοπιστωτικές αγορές και τα ιδρύματα , και πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα ήδη υφιστάμενα στατιστικά στοιχεία . Ωστόσο, ως έσχατη λύση, η Αρχή πρέπει να μπορεί να απευθύνει δεόντως αιτιολογημένο αίτημα για πληροφορίες απευθείας σε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ▐ σε περιπτώσεις κατά τις οποίες κάποια αρμόδια εθνική αρχή δεν παρέχει ή δεν μπορεί να παράσχει έγκαιρα τις εν λόγω πληροφορίες. Οι αρχές των κρατών μελών πρέπει να είναι υποχρεωμένες να συνεπικουρούν την Αρχή στην επιβολή όσον αφορά τα εν λόγω άμεσα αιτήματα. Στο πλαίσιο αυτό, οι εργασίες περί ενιαίων μορφότυπων υποβολής εκθέσεων είναι ουσιαστικές.

(30α)

Τα μέτρα για τη συλλογή πληροφοριών πρέπει να λαμβάνονται υπό την επιφύλαξη του νομικού πλαισίου του Ευρωπαϊκού Στατιστικού Συστήματος (ΕΣΣ) και του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) στον τομέα της στατιστικής. Ο παρών κανονισμός δεν θίγει επομένως τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009, σχετικά με τις ευρωπαϊκές στατιστικές (38) και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2533/98 του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με τη συλλογή στατιστικών πληροφοριών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (39).

(31)

Για να είναι πλήρως αποτελεσματική η λειτουργία του ΕΣΣΚ και για την παρακολούθηση της συνέχειας των προειδοποιήσεων και των συστάσεών του, έχει ουσιώδη σημασία η στενή συνεργασία μεταξύ της Αρχής και του ΕΣΣΚ . Η Αρχή πρέπει να ανταλλάσσει όλες τις συναφείς πληροφορίες με το ΕΣΣΚ . Δεδομένα σχετιζόμενα με μεμονωμένες επιχειρήσεις πρέπει να παρέχονται μόνο κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος. Όταν η Αρχή ή κάποια εθνική εποπτική αρχή λάβει προειδοποιήσεις ή συστάσεις του ΕΣΣΚ , η Αρχή πρέπει να εξασφαλίζει την παρακολούθηση της συνέχειας , στις περιπτώσεις που κρίνεται σκόπιμο .

(32)

▐ Η Αρχή πρέπει να διαβουλεύεται με ενδιαφερόμενα μέρη για ρυθμιστικούς κανόνες, κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις και να τους παρέχει εύλογη ευκαιρία να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους για τα προτεινόμενα μέτρα. Πριν από την έγκριση σχεδίων ρυθμιστικών κανόνων, κατευθυντήριων γραμμών ή συστάσεων, η Αρχή πρέπει να διεξάγει μελέτη του αντικτύπου. Για λόγους αποδοτικότητας, πρέπει να συσταθεί ομάδα συμφεροντούχων ασφαλίσεων, αντασφαλίσεων και ταμείων επαγγελματικής συνταξιοδότησης, η οποία θα εκπροσωπεί στη σωστή αναλογία τις ασφαλιστικές, και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και τα ταμεία επαγγελματικής συνταξιοδότησης της Ένωσης (συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, θεσμικών επενδυτών και λοιπών χρηματοπιστωτικών οργανισμών που χρησιμοποιούν και οι ίδιοι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες), τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, τους επιστημονικούς φορείς και τους καταναλωτές και τους χρήστες των λιανικών ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υπηρεσιών και υπηρεσιών επαγγελματικής συνταξιοδότησης, συμπεριλαμβανομένων των ΜΜΕ. Η ομάδα συμφεροντούχων ασφαλίσεων, αντασφαλίσεων και ταμείων επαγγελματικής συνταξιοδότησης πρέπει να εργάζεται δραστήρια ως διεπαφή με άλλες ομάδες χρηστών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, οι οποίες έχουν συσταθεί από την Επιτροπή ή σύμφωνα με την νομοθεσία της Ένωσης .

(32α)

Σε αντίθεση με τους καλά χρηματοδοτούμενους και δικτυωμένους εκπροσώπους των επιχειρήσεων, οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις είναι περιθωριοποιημένες στη συζήτηση για το μέλλον των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και την αντίστοιχη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Το μειονέκτημα αυτό πρέπει να αντισταθμιστεί με την επαρκή χρηματοδότηση των εκπροσώπων τους στην ομάδα συμφεροντούχων.

(33)

Την κύρια ευθύνη για την εξασφάλιση συντονισμένης διαχείρισης κρίσεων και τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας σε καταστάσεις κρίσεων, ιδίως όταν πρόκειται για τη σταθεροποίηση μεμονωμένων συμμετεχόντων στις χρηματαγορές που αντιμετωπίζουν δυσκολίες και τη λήψη σχετικών αποφάσεων, φέρουν τα κράτη μέλη. Οι δράσεις τους πρέπει να συντονίζονται στενά με το πλαίσιο και τις αρχές της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Τα μέτρα της Αρχής σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης ή διευθέτησης κρίσεων τα οποία επηρεάζουν τη σταθερότητα κάποιου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος δεν πρέπει να προσκρούουν σε σημαντικό βαθμό στις δημοσιονομικές αρμοδιότητες κρατών μελών. Πρέπει να δημιουργηθεί μηχανισμός μέσω του οποίου τα κράτη μέλη θα μπορούν να επικαλεστούν αυτή τη διασφάλιση και τελικά να φέρουν το θέμα ενώπιον του Συμβουλίου για τη λήψη απόφασης. Δεδομένων των ιδιαίτερων αρμοδιοτήτων των κρατών μελών στο θέμα αυτό, είναι σκόπιμο να αναλάβει σχετικά κάποιο ρόλο το Συμβούλιο.

(33α)

Εντός τριών ετών από την έναρξη ισχύος κανονισμού που θεσπίζει αυτόν τον μηχανισμό, η Επιτροπή ορίζει, σε επίπεδο Ένωσης και με βάση την κτηθείσα πείρα, σαφείς και αυστηρές οδηγίες σχετικά με το πότε ενεργοποιείται από τα κράτη μέλη η ρήτρα διασφάλισης. Η προσφυγή από τα κράτη μέλη στη ρήτρα διασφάλισης πρέπει να αποτιμάται βάσει των εν λόγω οδηγιών.

(33β)

Με την επιφύλαξη των ειδικών αρμοδιοτήτων των κρατών μελών σε καταστάσεις κρίσεων, εάν ένα κράτος μέλος επιλέξει να επικαλεσθεί τη ρήτρα διασφάλισης, πρέπει να ενημερώσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συγχρόνως με την Αρχή, το Συμβούλιο και την Επιτροπή. Επιπλέον, το κράτος μέλος πρέπει να εξηγήσει τους λόγους που το ώθησαν να επικαλεσθεί τη ρήτρα διασφάλισης. Η Αρχή πρέπει, σε συνεργασία με την Επιτροπή, να καθορίζει τις περαιτέρω ενέργειες.

(34)

Στο πλαίσιο των διαδικασιών της για τη λήψη αποφάσεων, η Αρχή πρέπει να δεσμεύεται από τους κοινοτικούς κανόνες και τις γενικές αρχές για την ορθή μεθοδολογία και τη διαφάνεια. Πρέπει να γίνεται πλήρως σεβαστό το δικαίωμα ακρόασης για τους αποδέκτες των αποφάσεων της Αρχής. Οι πράξεις της Αρχής αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του δικαίου της Ένωσης .

(35)

Το κύριο όργανο λήψης αποφάσεων της Αρχής πρέπει να είναι ένα συμβούλιο εποπτών, συγκροτούμενο από τους προϊσταμένους κάθε οικείας αρμόδιας αρχής στα κράτη μέλη και το οποίο προεδρεύεται από τον πρόεδρο της Αρχής. Οι αντιπρόσωποι της Επιτροπής, του ΕΣΣΚ, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Τράπεζες) και της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Κινητές Αξίες και Αγορές) πρέπει να συμμετέχουν ως παρατηρητές. Τα μέλη του συμβουλίου εποπτών πρέπει να ενεργούν ανεξάρτητα και μόνο υπέρ του συμφέροντος της Ένωσης . Για ενέργειες γενικής φύσεως, περιλαμβανομένων των σχετιζόμενων με την έκδοση ρυθμιστικών κανόνων, κατευθυντηρίων γραμμών και συστάσεων, καθώς και θεμάτων προϋπολογισμού, είναι σκόπιμο να ισχύουν οι κανόνες για την ειδική πλειοψηφία, όπως ορίζονται στο άρθρο 16 της ΣΛΕΕ , ενώ για όλες τις άλλες αποφάσεις πρέπει να ισχύει απλή πλειοψηφία των μελών. Οι περιπτώσεις που αφορούν τη ρύθμιση διαφωνιών μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών πρέπει να εξετάζονται σε κλειστό κύκλο.

(35α)

Κατά γενικό κανόνα, το συμβούλιο εποπτών πρέπει να λαμβάνει αποφάσεις με απλή πλειοψηφία σύμφωνα με την αρχή «ένα άτομο μία ψήφος». Ωστόσο, για ενέργειες σχετιζόμενες με την έκδοση τεχνικών κανόνων, κατευθυντηρίων γραμμών και συστάσεων, καθώς και θεμάτων προϋπολογισμού, είναι σκόπιμο να ισχύουν οι κανόνες για την ειδική πλειοψηφία, όπως ορίζονται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, στη ΣΛΕΕ και στο Πρωτόκολλο (αριθ. 36) για τις μεταβατικές διατάξεις που προσαρτάται σε αυτές. Οι περιπτώσεις που αφορούν τη ρύθμιση διαφωνιών μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών πρέπει να εξετάζονται από κλειστή, αντικειμενική ομάδα, απαρτιζόμενη από μέλη που δεν είναι αντιπρόσωποι των αρμόδιων αρχών που είναι μέρη της διαφωνίας και δεν έχουν κανένα συμφέρον στη διένεξη αυτή ή άμεσους δεσμούς με τις σχετικές αρμόδιες αρχές. Η σύνθεση της ομάδας πρέπει να είναι δεόντως ισορροπημένη. Η απόφαση που λαμβάνεται από την ομάδα πρέπει να εγκρίνεται από το συμβούλιο εποπτών με απλή πλειοψηφία σύμφωνα με την αρχή «ένα άτομο μία ψήφος». Ωστόσο, όσον αφορά τις αποφάσεις που λαμβάνονται από την ενοποιημένη εποπτική αρχή, η απόφαση την οποία προτείνει η ομάδα θα μπορούσε να απορριφθεί από τα μέλη που αντιπροσωπεύουν μειοψηφία αρνησικυρίας των ψήφων όπως ορίζεται στο άρθρο 16, παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στο άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις το οποίο προσαρτάται στην Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη ΣΛΕΕ.

(36)

Το διοικητικό συμβούλιο, συγκροτούμενο από τον πρόεδρο της Αρχής, αντιπροσώπους των εθνικών εποπτικών αρχών και της Επιτροπής, πρέπει να εξασφαλίσει ότι η Αρχή φέρει εις πέρας την αποστολή της και επιτελεί τις εργασίες που της έχουν ανατεθεί. Στο διοικητικό συμβούλιο πρέπει να δοθούν οι απαραίτητες εξουσίες ώστε, μεταξύ άλλων, να προτείνει το ετήσιο και πολυετές πρόγραμμα εργασίας, να ασκεί ορισμένες εξουσίες σχετικές με τον προϋπολογισμό, να εγκρίνει το σχέδιο πολιτικής προσωπικού των Αρχών, να εγκρίνει ειδικές διατάξεις σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα και να εγκρίνει την ετήσια έκθεση.

(37)

Την Αρχή πρέπει να εκπροσωπεί ο πρόεδρος πλήρους απασχόλησης τον οποίο επιλέγει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μετά από ανοιχτό διαγωνισμό υπό τη διαχείριση της Επιτροπής και κατόπιν της ακόλουθης κατάρτισης καταλόγου υποψηφίων από την Επιτροπή . Η διοίκηση της Αρχής πρέπει να ανατεθεί σε εκτελεστικό διευθυντή, ο οποίος πρέπει να έχει δικαίωμα να συμμετέχει στις συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών και του διοικητικού συμβουλίου, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

(38)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί διατομεακώς η συνεκτικότητα των δραστηριοτήτων των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών, οι αρχές αυτές πρέπει να συντονίζονται σχολαστικά μέσω των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών (Μικτή Επιτροπή) («Η Μικτή Επιτροπή») και να καταλήγουν σε κοινές θέσεις, εφόσον είναι σκόπιμο. Η Μικτή Επιτροπή ▐ πρέπει να συντονίζει τα καθήκοντα των τριών Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών σε σχέση με τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων . Όταν είναι σκόπιμο, οι πράξεις που εμπίπτουν επίσης στον τομέα αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Τράπεζες) ή της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Κινητές Αξίες και Αγορές) πρέπει να εγκρίνονται εκ παραλλήλου από τις οικείες Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές. Η Μικτή Επιτροπή πρέπει να προεδρεύεται για δωδεκάμηνη περίοδο εκ περιτροπής από τους προέδρους των τριών Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών. Ο πρόεδρος της Μικτής Επιτροπής πρέπει να είναι αντιπρόεδρος του ΕΣΣΚ. Η Μικτή Επιτροπή πρέπει να έχει μόνιμη γραμματεία, στελεχωμένη με αποσπάσεις από τις τρεις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές, ώστε να καθίσταται δυνατή η άτυπη ανταλλαγή πληροφοριών καθώς και η ανάπτυξη κοινής νοοτροπίας στις τρεις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές.

(39)

Είναι απαραίτητο να εξασφαλιστεί η δυνατότητα των μερών των θιγόμενων από αποφάσεις που εξέδωσε η Αρχή να προσφεύγουν στα ένδικα μέσα. Για την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων των μερών και για λόγους διαδικαστικής οικονομίας, στις περιπτώσεις που η Αρχή έχει εξουσίες λήψης αποφάσεων πρέπει να παραχωρείται στα μέρη δικαίωμα προσφυγής στο συμβούλιο προσφυγών. Για λόγους αποδοτικότητας και συνέπειας, το συμβούλιο προσφυγών πρέπει να είναι κοινό όργανο των τριών Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών, ανεξάρτητο από τους διοικητικούς και ρυθμιστικούς τους μηχανισμούς. Η απόφαση του συμβουλίου προσφυγών πρέπει να υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου και του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

(40)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η πλήρης αυτονομία και ανεξαρτησία της Αρχής, πρέπει να τεθεί στη διάθεσή της αυτόνομος προϋπολογισμός με έσοδα προερχόμενα κυρίως από υποχρεωτικές εισφορές εθνικών εποπτικών αρχών και από το γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η χρηματοδότηση της Αρχής από την Ένωση υπόκειται στην επίτευξη συμφωνίας από την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή σύμφωνα με το σημείο 47 της διοργανικής συμφωνίας, της 17ης Μαΐου 2006, μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση  (40) . Πρέπει να εφαρμόζεται η δημοσιονομική διαδικασία της Ένωσης ▐. Ο λογιστικός έλεγχος πρέπει να ασκείται από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Ο συνολικός προϋπολογισμός υπόκειται στη διαδικασία απαλλαγής.

(41)

Για την Αρχή πρέπει να ισχύει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (41). Επίσης η Αρχή πρέπει να προσχωρήσει στη διοργανική συμφωνία της 25ης Μαΐου 1999, μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (42).

(42)

Προκειμένου να εξασφαλιστούν ανοικτές και διαφανείς συνθήκες απασχόλησης και ίση μεταχείριση του προσωπικού, για το προσωπικό της Αρχής πρέπει να ισχύει ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και το καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (43).

(43)

Έχει ουσιώδη σημασία η προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου και άλλων απόρρητων πληροφοριών. Η εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που καθίστανται διαθέσιμες στην Αρχή και ανταλλάσσονται στο δίκτυο πρέπει να υπόκεινται σε αυστηρούς και αποτελεσματικούς κανόνες εμπιστευτικότητας .

(44)

Η προστασία των προσώπων όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα διέπεται από την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24 Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (44) και από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18 Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (45), οι οποίοι ισχύουν πλήρως για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

(45)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η διαφανής λειτουργία της Αρχής, πρέπει να ισχύει για την Αρχή ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (46).

(46)

Πρέπει να δοθεί στις χώρες που δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης η δυνατότητα συμμετοχής στις εργασίες της Αρχής, σύμφωνα με κατάλληλες συμφωνίες οι οποίες πρέπει να συναφθούν από την Ένωση .

(47)

Εφόσον οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς με τη διασφάλιση υψηλού επιπέδου, αποτελεσματικής και συνεπούς προληπτικής ρύθμισης και εποπτείας, η προστασία των ασφαλισμένων και λοιπών δικαιούχων, η προστασία της ακεραιότητας, της αποδοτικότητας και της εύρυθμης λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών, η διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και η ενίσχυση της διεθνούς εποπτικής συνεργασίας, δεν μπορεί να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και, επομένως, λόγω της κλίμακας της δράσης, θα μπορούσε να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης , η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να θεσπίζει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση . Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία επίσης διαλαμβάνεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(48)

Η Αρχή αναλαμβάνει όλες τις εργασίες που βρίσκονται σε εξέλιξη και τις εξουσίες της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Αρχών Εποπτείας Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (CEIOPS) και, κατά συνέπεια, η απόφαση 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής, της 23 Ιανουαρίου 2009, για τη σύσταση της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Αρχών Εποπτείας Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων, πρέπει να καταργηθεί ενώ πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως η απόφαση αριθ. 716/2009/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου , της 16ης Σεπτεμβρίου 2009 , για τη θέσπιση κοινοτικού προγράμματος για την υποστήριξη συγκεκριμένων δραστηριοτήτων στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, της χρηματοοικονομικής αναφοράς και του λογιστικού ελέγχου (47).

(49)

Είναι σκόπιμο να οριστεί χρονικό όριο για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η Αρχή είναι επαρκώς προετοιμασμένη να αρχίσει να λειτουργεί, και να είναι βέβαιη η ομαλή μετάβαση από την CEIOPS ,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ

Άρθρο 1

Σύσταση και πεδίο δράσης

1.   Με τον παρόντα κανονισμό συγκροτείται Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων, « η Αρχή»).

2.   Η Αρχή ενεργεί στο πλαίσιο των εξουσιών της δυνάμει του παρόντος κανονισμού και στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, της οδηγίας 2002/92/ΕΚ, της οδηγίας 2003/41/ΕΚ, της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, και στο βαθμό που οι πράξεις αυτές ισχύουν για ασφαλιστικές επιχειρήσεις, αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ιδρύματα που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές καθώς και για τις αρμόδιες αρχές που ασκούν την εποπτεία επ' αυτών, στο πλαίσιο των σχετικών μερών της οδηγίας 2005/60/ΕΚ και της οδηγίας 2002/65/ΕΚ, συμπεριλαμβανομένων όλων των οδηγιών, των κανονισμών και των αποφάσεων που βασίζονται σε αυτές τις πράξεις, και κάθε άλλης νομοθετικής πράξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την οποία ανατίθενται καθήκοντα στην Αρχή.

2α.     Η Αρχή ενεργεί στο πεδίο των δραστηριοτήτων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών και ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, συμπεριλαμβανομένων των θεμάτων εταιρικής διακυβέρνησης, λογιστικού ελέγχου και χρηματοοικονομικής αναφοράς, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω δράσεις της Αρχής είναι αναγκαίες για την εξασφάλιη αποτελεσματικής και συνεπούς εφαρμογής των νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

3.   Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού ισχύουν με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής, ιδίως με βάση τις διατάξεις του άρθρου 258 της ΣΛΕΕ για την εξασφάλιση της συμμόρφωση προς το δίκαιο της Ένωσης .

4.   Ο σκοπός της Αρχής είναι να προστατεύει το δημόσιο συμφέρον συμβάλλοντας στη βραχυπρόθεσμη, μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη σταθερότητα και στην αποτελεσματικότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος προς όφελος της οικονομίας, των πολιτών και των επιχειρήσεων της Ένωσης. Η Αρχή συμβάλλει :

(i)

στη βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, ειδικά συμπεριλαμβανομένων υγιούς , αποτελεσματικής και συνεκτικής ρύθμισης και εποπτείας

(iii)

στην εξασφάλιση της ακεραιότητας , της διαφάνειας, της αποδοτικότητας και της εύρυθμης λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών,

(v)

στην ενίσχυση του διεθνούς συντονισμού εποπτείας,

(vα)

στην αποτροπή του ρυθμιστικού αρμπιτράζ και στην εξασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού,

(vβ)

στην εξασφάλιση της δέουσας ρύθμισης και εποπτείας της ανάληψης κινδύνων στους τομείς των ασφαλίσεων και των συντάξεων και σε άλλους τομείς, και

(vγ)

στην ενίσχυση της προστασίας των καταναλωτών .

Γι' αυτούς τους λόγους η Αρχή πρέπει να συμβάλει στη διασφάλιση της συνεπούς, αποδοτικής και αποτελεσματικής εφαρμογής των νομοθετικών πράξεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις οποίες παραπέμπει η παράγραφος 2, ενισχύοντας την εποπτική σύγκλιση και γνωμοδοτώντας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή και πραγματοποιώντας οικονομικές αναλύσεις των αγορών για να προωθηθεί η επίτευξη των στόχων της Αρχής .

5.    Κατά την άσκηση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα Κανονισμό, η Αρχή αποδίδει ιδιαίτερη προσοχή σε συστημικούς κινδύνους που προκαλούνται από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, η δυσλειτουργία των οποίων ενδέχεται να διαταράξει τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος ή την πραγματική οικονομία.

Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, η Αρχή ενεργεί ανεξάρτητα και αντικειμενικά αποκλειστικά προς το συμφέρον της Ένωσης.

Άρθρο 1α

Το Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας

1.     Η Αρχή αποτελεί μέρος ενός Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας (ΕΣΧΕ). Κύριος στόχος του ΕΣΧΕ είναι να εξασφαλίζει την κατάλληλη εφαρμογή των κανόνων που ισχύουν για τον χρηματοπιστωτικό τομέα, να διαφυλάσσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και να εξασφαλίζει την εμπιστοσύνη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα στο σύνολό του καθώς και την επαρκή προστασία των χρηστών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

2.     Το Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας περιλαμβάνει τους εξής οργανισμούς:

α)

το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου, για την εκπλήρωση των καθηκόντων που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΣΣΚ] και στον παρόντα κανονισμό·

β)

την Αρχή·

γ)

την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ]·

δ)

την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ]·

ε)

την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Μικτή Επιτροπή), για την εκπλήρωση των καθηκόντων που ορίζονται στα άρθρα 40 έως 43 (η «Μικτή Επιτροπή»)·

στ)

τις αρχές των κρατών μελών που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ], του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΑΕΣ] και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ]·

ζ)

την Επιτροπή, για την εκπλήρωση των καθηκόντων που αναφέρονται στα άρθρα 7 και 9.

3.     Η Αρχή συνεργάζεται τακτικά και στενά με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου, καθώς και με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) μέσω της Μικτής Επιτροπής, διασφαλίζοντας τη διατομεακή συνέπεια των εργασιών και καταλήγοντας σε κοινές θέσεις στον τομέα της εποπτείας των χρηματοπιστωτικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων και επί άλλων διατομεακών θεμάτων.

4.     Σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι συμμετέχοντες στο ΕΣΧΕ συνεργάζονται με πνεύμα εμπιστοσύνης και απόλυτο αμοιβαίο σεβασμό, ιδίως προκειμένου να εξασφαλίζεται η ροή κατάλληλων και αξιόπιστων πληροφοριών μεταξύ τους.

5.     Οι εποπτικές αρχές που συμμετέχουν στο ΕΣΧΕ είναι υποχρεωμένες να εποπτεύουν χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που δραστηριοποιούνται στην Ένωση σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 2.

Άρθρο 1β

Υποχρέωση λογοδοσίας έναντι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Οι Αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 1α, παράγραφος 2 λογοδοτούν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

(1)

«χρηματοπιστωτικά ιδρύματα» σημαίνει ▐ επιχειρήσεις , οντότητες και νομικά και φυσικά πρόσωπα που υπάγονται σε οιαδήποτε από τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, με εξαίρεση τα «χρηματοπιστωτικά ιδρύματα», σε σχέση με την οδηγία 2005/60/ΕΚ, τα οποία είναι ασφαλιστικές εταιρείες και ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας·

(2)

« αρμόδιες αρχές» σημαίνει:

(i)

εποπτικές αρχές όπως ορίζονται στην οδηγία 2009/138/ΕΚ και αρμόδιες αρχές όπως ορίζονται στην οδηγία 2003/41/ΕΚ και 2002/92/ΕΚ

(ii)

όσον αφορά τις οδηγίες 2002/65/ΕΚ και 2005/60/ΕΚ, οι αρχές που είναι αρμόδιες να εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, όπως αυτά ορίζονται στην παράγραφο 1, προς τις απαιτήσεις των εν λόγω οδηγιών.

Άρθρο 3

Νομικό καθεστώς

1.   Η Αρχή αποτελεί φορέα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με νομική προσωπικότητα.

2.   Σε κάθε κράτος μέλος η Αρχή διαθέτει την ευρύτερη δυνατή νομική ικανότητα που αναγνωρίζεται σε νομικά πρόσωπα με βάση την εθνική νομοθεσία. Ειδικότερα, μπορεί να αποκτά ή να διαθέτει ακίνητη και κινητή περιουσία και να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου.

3.   Η Αρχή αντιπροσωπεύεται από τον πρόεδρό της.

Άρθρο 4

Σύνθεση

Η Αρχή αποτελείται από:

(1)

συμβούλιο εποπτών, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 28·

(2)

διοικητικό συμβούλιο, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 32·

(3)

πρόεδρο, ο οποίος ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 33·

(4)

εκτελεστικό διευθυντή, ο οποίος ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 38·

(5)

συμβούλιο προσφυγών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 44, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 46.

Άρθρο 5

Έδρα

Η Αρχή έχει την έδρα της στην Φρανκφούρτη.

Μπορεί να έχει αντιπροσωπείες στα πλέον σημαντικά χρηματοπιστωτικά κέντρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ

Άρθρο 6

Καθήκοντα και εξουσίες της Αρχής

1.   Η Αρχή αναλαμβάνει τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

συμβάλλει στην καθιέρωση κοινών ρυθμιστικών και εποπτικών τεχνικών κανόνων και πρακτικών υψηλής ποιότητας, μεταξύ άλλων με γνωμοδοτήσεις προς τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με την ανάπτυξη κατευθυντήριων γραμμών, συστάσεων και σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων και τεχνικών κανόνων εφαρμογής , που πρέπει να βασίζονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2·

β)

συμβάλλει στη συνεπή εφαρμογή των νομοθετικών πράξεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης , μεταξύ άλλων συμβάλλοντας στη διαμόρφωση κοινής εποπτικής νοοτροπίας, εξασφαλίζοντας τη συνεπή, αποδοτική και αποτελεσματική εφαρμογή των νομοθετικών πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, αποτρέποντας ρυθμιστικές αυθαιρεσίες, μεσολαβώντας και ρυθμίζοντας διαφωνίες μεταξύ αρμόδιων αρχών, εξασφαλίζοντας την αποτελεσματική και συνεπή εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και εξασφαλίζοντας τη συνεκτική λειτουργία των σωμάτων εποπτών και λαμβάνοντας μέτρα , μεταξύ άλλων, σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης·

γ)

προωθεί και διευκολύνει την ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων μεταξύ αρμόδιων αρχών·

δ)

συνεργάζεται στενά με το ΕΣΣΚ, μεταξύ άλλων παρέχοντας στο ΕΣΣΚ τις απαραίτητες πληροφορίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων του και διασφαλίζοντας σωστή παρακολούθηση των προειδοποιήσεων και των συστάσεων του ΕΣΣΚ·

ε)

οργανώνει και πραγματοποιεί αναλύσεις ομότιμης αξιολόγησης αρμόδιων αρχών , συμπεριλαμβανομένης της έκδοσης συμβουλών, προκειμένου να ενισχύεται η συνέπεια των εποπτικών αποτελεσμάτων·

στ)

παρακολουθεί και αξιολογεί εξελίξεις της αγοράς στον τομέα αρμοδιότητάς της·

στα)

πραγματοποιεί οικονομικές αναλύσεις των αγορών με στόχο την εμπεριστατωμένη εκπλήρωση των καθηκόντων της Αρχής·

στβ)

ενισχύει την προστασία των ασφαλισμένων και των δικαιούχων·

στγ)

συμβάλλει στη διαχείριση της κρίσης διασυνοριακών ιδρυμάτων από τα οποία μπορεί να προκληθεί συστημικός κίνδυνος σύμφωνα με το άρθρο 12β, αναλαμβάνοντας ηγετικό ρόλο και προβαίνοντας στην εκτέλεση όλων των έγκαιρων παρεμβάσεων, των διαδικασιών εξυγίανσης ή αφερεγγυότητας για αυτά τα ιδρύματα μέσω της Μονάδας Εξυγίανσης Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων όπως ορίζεται στο άρθρο 12γ.

ζ)

εκπληρώνει τυχόν άλλα ειδικά καθήκοντα που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό ή στις νομοθετικές πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2·

ζα)

ασκεί την εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που δεν υπόκεινται στην εποπτεία των αρμοδίων αρχών·

ζβ)

δημοσιεύει στην ιστοσελίδα της και ενημερώνει τακτικά τις πληροφορίες που σχετίζονται με το πεδίο δραστηριοτήτων της, ιδιαίτερα σχετικά με εγγεγραμμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, στο πεδίο αρμοδιότητάς της, ώστε να εξασφαλίζεται η εύκολη πρόσβαση του κοινού στις πληροφορίες αυτές·

ζγ)

αναλαμβάνει, όπου κρίνεται σκόπιμο, όλα τα υφιστάμενα και τρέχοντα καθήκοντα της Επιτροπής Εποπτικών Αρχών Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων·

2.   Για να εκπληρώσει τα καθήκοντα που ορίζονται στην παράγραφο 1, η Αρχή διαθέτει τις εξουσίες που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό και ειδικότερα ▐ να:

α)

εκπονεί σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 7·

αα)

εκπονεί σχέδια τεχνικών κανόνων εφαρμογής, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 7ε·

β)

εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις, όπως ορίζεται στο άρθρο 8·

γ)

εκδίδει συστάσεις σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπως ορίζεται στο άρθρο 9 παράγραφος 3·

δ)

λαμβάνει μεμονωμένες αποφάσεις απευθυνόμενες προς αρμόδιες αρχές στις ειδικές περιπτώσεις που αναφέρονται στα άρθρα 10 και 11·

ε)

λαμβάνει μεμονωμένες αποφάσεις απευθυνόμενες προς χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στις ειδικές περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 6, στο άρθρο 10 παράγραφος 3 και στο άρθρο 11 παράγραφος 4·

στ)

γνωμοδοτεί προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο ή την Επιτροπή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 19.

στα)

συλλέγει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με χρηματοπιστωτικά ιδρύματα όπως προβλέπεται στο άρθρο 20·

στβ)

αναπτύσσει κοινές μεθοδολογίες αξιολόγησης των επιπτώσεων που έχουν τα χαρακτηριστικά και οι διαδικασίες διανομής των προϊόντων στη χρηματοοικονομική κατάσταση των ιδρυμάτων και στην προστασία των καταναλωτών·

στγ)

παρέχει βάση δεδομένων των εγγεγραμμένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στο πεδίο αρμοδιότητάς της και, εφόσον προβλέπεται από τις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, σε κεντρικό επίπεδο·

στδ)

αναπτύσσει ρυθμιστικό κανόνα που ορίζει τις ελάχιστες πληροφορίες που πρέπει να τίθενται στη διάθεση της Αρχής σχετικά με τις συναλλαγές και τους συμμετέχοντες στην αγορά καθώς και τον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται ο συντονισμός της συλλογής και συνδέονται οι υφιστάμενες εθνικές βάσεις δεδομένων προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι η Αρχή, έχει πάντοτε δυνατότητα πρόσβασης στις σχετικές και απαραίτητες πληροφορίες που αφορούν συναλλαγές και συμμετέχοντες στην αγορά, προς εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού·

στε)

εκπληρώνει τυχόν άλλα ειδικά καθήκοντα που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό ή στις νομοθετικές πράξεις της Ένωσης στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2.

3.   Η Αρχή ασκεί κάθε αποκλειστική εποπτική εξουσία επί οντοτήτων με εξάπλωση ή οικονομικές δραστηριότητες σε όλη την Ένωση , οι οποίες της ανατίθενται βάσει των νομοθετικών πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2.

3α.     Για το σκοπό της άσκησης των αποκλειστικών εποπτικών εξουσιών της σύμφωνα με την παράγραφο 3, η Αρχή διαθέτει κατάλληλες εξουσίες διερεύνησης και επιβολής, όπως καθορίζονται στην σχετική νομοθεσία, καθώς και τη δυνατότητα να χρεώνει τέλη. Η Αρχή επιτελεί το έργο της σε στενή συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές και αξιοποιεί την πείρα, τα μέσα και τις εξουσίες τους για την άσκηση των καθηκόντων της.

Άρθρο 6α

Καθήκοντα που αφορούν την προστασία των καταναλωτών και τις χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες

1.     Η Αρχή, προκειμένου να ενισχύσει την προστασία των ασφαλισμένων και των δικαιούχων, αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο στην προώθηση της διαφάνειας, της απλότητας και της δικαιοσύνης στην αγορά χρηματοπιστωτικών προϊόντων ή υπηρεσιών σε ολόκληρη την ενιαία αγορά, μεταξύ άλλων με:

(i)

τη συγκέντρωση, ανάλυση και αναφορά τάσεων των καταναλωτών,

(ii)

την επανεξέταση και το συντονισμό πρωτοβουλιών για τη μετάδοση γνώσεων και την κατάρτιση επί χρηματοπιστωτικών θεμάτων,

(iii)

την ανάπτυξη προτύπων κατάρτισης για τη βιομηχανία,

(iv)

τη συμβολή στην ανάπτυξη κοινών κανόνων γνωστοποίησης στοιχείων, και

(v)

την αποτίμηση, ιδιαίτερα, της προσβασιμότητας, της διαθεσιμότητας και του κόστους της ασφάλισης για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, ιδίως τις ΜΜΕ.

2.     Η Αρχή παρακολουθεί νέες και υφιστάμενες χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες και μπορεί να καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις με σκοπό την προώθηση της ασφάλειας και της ευρωστίας των αγορών καθώς και της σύγκλισης της ρυθμιστικής πρακτικής.

3.     Η Αρχή μπορεί επίσης να εκδίδει προειδοποιήσεις σε περίπτωση που χρηματοπιστωτική δραστηριότητα συνιστά σοβαρή απειλή για τους στόχους που ορίζονται στο άρθρο 1, παράγραφος 4.

4.     Η Αρχή συγκροτεί, ως αναπόσπαστο μέρος της Αρχής, επιτροπή χρηματοπιστωτικής καινοτομίας, η οποία συγκεντρώνει όλες τις σχετικές αρμόδιες αρχές με σκοπό να την επίτευξη συντονισμένης προσέγγισης στη ρυθμιστική και εποπτική αντιμετώπιση νέων ή καινοτόμων χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων καθώς και την παροχή συμβουλών στο Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

5.     Η Αρχή μπορεί να απαγορεύει προσωρινά ή να περιορίζει ορισμένους τύπους χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων που συνιστούν απειλή για την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ένωση, στις περιπτώσεις που αναφέρονται και υπό τους όρους που καθορίζονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1, παράγραφο2 ή, εάν είναι απαραίτητο, στην περίπτωση κατάστασης έκτακτης ανάγκης σύμφωνα με το άρθρο 10 και υπό τους όρους που ορίζονται σε αυτό. Η Αρχή μπορεί επίσης να εφαρμόζει μια τέτοια απαγόρευση ή περιορισμό με την έγκριση ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων σύμφωνα με το άρθρο 7.

Η Αρχή επανεξετάζει την απόφαση αυτή σε τακτά χρονικά διαστήματα.

Άρθρο 7

Ρυθμιστικοί τεχνικοί κανόνες

1.    Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μπορούν να αναθέτουν στην Επιτροπή την εξουσία για την έγκριση ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων, σύμφωνα με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ, με σκοπό την εξασφάλιση συνεπούς εναρμόνισης στους τομείς που ορίζονται συγκεκριμένα στις νομοθετικές πράξεις στις παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2. Οι κανόνες αυτές είναι τεχνικοί, δεν περιέχουν στρατηγικές αποφάσεις ή επιλογές πολιτικής και το περιεχόμενό τους περιορίζεται από τις νομοθετικές πράξεις στις οποίες βασίζονται. Τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων εκπονούνται από την Αρχή και υποβάλλονται στην Επιτροπή προς έγκριση.

Εάν η Αρχή δεν υποβάλλει σχέδιο κανόνων στην Επιτροπή εντός των προθεσμιών που ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει ρυθμιστικό τεχνικό κανόνα.

1α.     Η Αρχή, πριν υποβάλει τα σχέδια στην Επιτροπή, διενεργεί ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις για τους ρυθμιστικούς τεχνικούς κανόνες και προβαίνει σε ανάλυση του δυνητικού κόστους/οφέλους, εκτός εάν οι διαβουλεύσεις και οι αναλύσεις αυτές είναι δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και τον αντίκτυπο των συγκεκριμένων ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων ή σε σχέση με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του ζητήματος. Η Αρχή ζητεί επίσης τη γνώμη ή συμβουλές από τις ομάδες συμφεροντούχων που αναφέρονται στο άρθρο 22.

1β.     Η Επιτροπή, μόλις λάβει το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού κανόνα από την Αρχή, το διαβιβάζει πάραυτα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

1γ.     Η Επιτροπή αποφασίζει εντός τριών μηνών από την υποβολή του σχεδίου ρυθμιστικού τεχνικού κανόνα εάν θα το εγκρίνει. Ο ρυθμιστικός τεχνικός κανόνας εγκρίνεται μέσω κανονισμών ή αποφάσεων. Εάν η Επιτροπή δεν προτίθεται να εγκρίνει τον κανόνα, ενημερώνει σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αναφέροντας και τους λόγους αυτής της απόφασης.

Άρθρο 7α

Μη έγκριση ή τροποποίηση των σχεδίων ρυθμιστικών κανόνων

1.     Εάν η Επιτροπή προτίθεται να μην εγκρίνει τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων ή προτίθεται να τα εγκρίνει εν μέρει ή με τροποποιήσεις, αποστέλλει εκ νέου τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων στην Αρχή, προτείνοντας αιτιολογημένες τροποποιήσεις.

2.     Εντός περιόδου έξι εβδομάδων, η Αρχή μπορεί να τροποποιήσει τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων βάσει των τροποποιήσεων που πρότεινε η Επιτροπή και να τα υποβάλει εκ νέου στην Επιτροπή προς έγκριση. Η Αρχή γνωστοποιεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή την απόφασή της

3.     Εάν η Αρχή δεν συμφωνεί με την απόφαση της Επιτροπή να απορρίψει ή να τροποποιήσει τις αρχικές της προτάσεις, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο μπορούν, εντός ενός μηνός, να καλέσουν τον αρμόδιο Επίτροπο μαζί με τον πρόεδρο της Αρχής σε ειδική συνεδρίαση της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου για να εκθέσουν και να εξηγήσουν τις διιστάμενες απόψεις τους.

Άρθρο 7β

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.     Οι εξουσίες για την έγκριση ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, ανατίθενται στην Επιτροπή για περίοδο τεσσάρων ετών μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού. Η Επιτροπή εκπονεί έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της ανατέθηκαν το αργότερο έξι μήνες πριν από τη λήξη της τετραεετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται αυτομάτως για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο την ανακαλέσουν σύμφωνα με το άρθρο 7γ.

2.     Μόλις εγκρίνει ρυθμιστικό τεχνικό κανόνα, η Επιτροπή τον διαβιβάζει ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

3.     Στην έκθεση που ορίζεται στο άρθρο 35 παράγραφος 2, ο πρόεδρος της Αρχής ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τους ρυθμιστικούς κανόνες που έχουν εγκριθεί και τις εθνικές αρχές που δεν έχουν συμμορφωθεί με αυτούς.

Άρθρο 7γ

Διατύπωση αντιρρήσεων έναντι ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων

1.     Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο μπορούν να διατυπώσουν αντιρρήσεις έναντι ρυθμιστικού τεχνικού κανόνα εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησής του από την Επιτροπή. Κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, η εν λόγω περίοδος μπορεί να παραταθεί κατά τρεις μήνες.

2.     Ο ρυθμιστικός τεχνικός κανόνας δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αρχίζει να ισχύει πριν από τη λήξη αυτής της περιόδου εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έχουν ανακοινώσει στην Επιτροπή ότι δεν προτίθενται να προβάλουν αντιρρήσεις. Εάν, κατά τη λήξη αυτής της περιόδου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δεν έχουν προβάλει αντιρρήσεις έναντι του ρυθμιστικού τεχνικού κανόνα, αυτός δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

3.     Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, μόλις το σχέδιο διαβιβαστεί από την Επιτροπή, μπορούν να εκδώσουν μία εκ των προτέρων και υπό όρους δήλωση μη αντίρρησης η οποία τίθεται σε ισχύ όταν η Επιτροπή εγκρίνει τον ρυθμιστικό κανόνα χωρίς τροποποίηση του σχεδίου.

4.     Εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις έναντι ρυθμιστικού τεχνικού κανόνα, αυτός δεν τίθεται σε ισχύ. Σύμφωνα με το άρθρο 296 της ΣΛΕΕ, το θεσμικό όργανο το οποίο προβάλλει αντιρρήσεις εκθέτει τους λόγους για τους οποίους αντιτίθεται στον ρυθμιστικό τεχνικό κανόνα.

Άρθρο 7δ

Ανάκληση της εξουσιοδότησης

1.     Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 7 μπορεί να ανακαλείται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο.

2.     Η απόφαση περί ανάκλησης τερματίζει την ανάθεση των εξουσιών.

3.     Το θεσμικό όργανο που έχει κινήσει εσωτερική διαδικασία για να αποφασιστεί εάν θα ανακληθεί η ανάθεση εξουσιών προβαίνει στις δέουσες ενέργειες για να ενημερώσει το άλλο θεσμικό όργανο και την Επιτροπή εντός εύλογου χρονικού διαστήματος πριν από τη λήψη της τελικής απόφασης, αναφέροντας τις εξουσίες σε σχέση με την έγκριση ρυθμιστικού τεχνικού κανόνα οι οποίες ενδέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο ανάκλησης.

Άρθρο 7ε

Τεχνικοί κανόνες εφαρμογής

1.     Όταν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αναθέτουν στην Επιτροπή την εξουσία να εγκρίνει τεχνικούς κανόνες εφαρμογής σύμφωνα με το άρθρο 291 της ΣΛΕΕ και όταν απαιτούνται ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση των νομικά δεσμευτικών πράξεων της Ένωσης, στους τομείς που ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, ισχύουν τα ακόλουθα:

α)

όταν, σύμφωνα με την προαναφερόμενη νομοθεσία, η Αρχή εκπονεί σχέδια τεχνικών κανόνων εφαρμογής προς υποβολή στην Επιτροπή, οι κανόνες αυτοί είναι τεχνικοί, δεν περιέχουν επιλογές πολιτικής και περιορίζονται στον καθορισμό των όρων εφαρμογής των νομικά δεσμευτικών πράξεων της Ένωσης·

β)

όταν η Αρχή δεν υποβάλλει σχέδιο στην Επιτροπή εντός των προθεσμιών που ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1, παράγραφος 2 ή αναφέρονται σε αίτημα το οποίο έχει υποβάλει η Επιτροπή στην Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 19, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει τεχνικό κανόνα εφαρμογής μέσω εκτελεστικής πράξης.

2.     Πριν υποβάλει τα σχέδια στην Επιτροπή, η Αρχή διενεργεί ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις για τους τεχνικούς κανόνες εφαρμογής και προβαίνει σε ανάλυση του δυνητικού κόστους/οφέλους, εκτός εάν οι διαβουλεύσεις και οι αναλύσεις αυτές είναι δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και τον αντίκτυπο των σχετικών τεχνικών κανόνων ή σε σχέση με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του ζητήματος.

Η Αρχή ζητεί επίσης τη γνώμη ή συμβουλές από την ομάδα συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 22.

3.     Η Αρχή υποβάλλει τα σχέδια τεχνικών κανόνων εφαρμογής στην Επιτροπή προς έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 291 της ΣΛΕΕ και συγχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

4.     Εντός τριών μηνών από την παραλαβή των σχεδίων τεχνικών κανόνων εφαρμογής, η Επιτροπή αποφασίζει εάν θα τα εγκρίνει. Η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει αυτό το χρονικό διάστημα κατά ένα μήνα. Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει τα σχέδια κανόνων μόνον εν μέρει ή με τροποποιήσεις, σε περίπτωση που αυτό απαιτεί το συμφέρον της Ένωσης.

Σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η Επιτροπή εγκρίνει τεχνικούς κανόνες εφαρμογής τροποποιώντας το σχέδιο τεχνικών κανόνων εφαρμογής που έχει υποβάλει η Αρχή, ενημερώνει σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

5.     Οι κανόνες εγκρίνονται από την Επιτροπή μέσω κανονισμών ή αποφάσεων και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 8

Κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις

1.    Για την καθιέρωση συνεπών, αποδοτικών και αποτελεσματικών εποπτικών πρακτικών στο ΕΣΧΕ, και την εξασφάλιση της κοινής, ομοιόμορφης και συνεπούς εφαρμογής της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης , η Αρχή εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις με αποδέκτες αρμόδιες αρχές ή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

1α.     Η Αρχή πραγματοποιεί, κατά περίπτωση, ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις για τις κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις και αναλύει το συναφές δυνητικό κόστος και όφελος. Η Αρχή ζητεί επίσης, κατά περίπτωση, τη γνώμη ή συμβουλές από τις ομάδες συμφεροντούχων που αναφέρονται στο άρθρο 22. Αυτές οι διαβουλεύσεις, αναλύσεις, γνωμοδοτήσεις και συμβουλές είναι ανάλογες προς το πεδίο εφαρμογής, τη φύση και τον αντίκτυπο των κατευθυντηρίων γραμμών ή των συστάσεων.

2.    Οι αρμόδιες αρχές και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να συμμορφωθούν με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις. Εντός δύο μηνών από την έκδοση κατευθυντήριας γραμμής ή σύστασης, κάθε αρμόδια αρχή επιβεβαιώνει εάν προτίθεται να συμμορφωθεί με την εν λόγω κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση. Σε περίπτωση που αρμόδια αρχή δεν προτίθεται να συμμορφωθεί, ενημερώνει την Αρχή εκθέτοντας τους λόγους της απόφασής της. Η Αρχή δημοσιεύει τους λόγους αυτούς.

Όταν αρμόδια αρχή δεν εφαρμόζει κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση, η Αρχή το γνωστοποιεί δημοσίως.

Η Αρχή μπορεί να αποφασίζει, κατά περίπτωση, να δημοσιεύει τους λόγους που προβάλλει αρμόδια αρχή για να αιτιολογήσει τη μη συμμόρφωση με κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση. Η αρμόδια αρχή λαμβάνει εκ των προτέρων κοινοποίηση για τη δημοσίευση αυτή.

Εφόσον απαιτείται από την εν λόγω κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα υποβάλλουν ετησίως έκθεση, κατά τρόπο σαφή και ενδελεχή, για το εάν συμμορφώνονται προς αυτήν την κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση.

2α.     Στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 28, παράγραφος 4α, η Αρχή ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή για τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις που έχουν εκδοθεί, αναφέροντας ποια αρμόδια αρχή δεν συμμορφώθηκε με αυτές και εκθέτοντας τον τρόπο με τον οποίο η Αρχή προτίθεται να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση των αρχών με τις κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις της στο μέλλον.

Άρθρο 9

Παραβίαση της νομοθεσίας της Ένωσης

1.   Αν μια αρμόδια αρχή δεν έχει εφαρμόσει ▐ ή έχει εφαρμόσει τις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 κατά τρόπο που φαίνεται να παραβιάζει τη νομοθεσία της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων και των τεχνικών κανόνων εφαρμογής που έχουν θεσπιστεί σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 7ε, και ειδικότερα αν παρέλειψε να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση χρηματοπιστωτικού ιδρύματος προς τις απαιτήσεις που ορίζει η εν λόγω νομοθεσία, η Αρχή διαθέτει τις εξουσίες που ορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 6 του παρόντος άρθρου.

2.   Κατόπιν αιτήματος μιας ή περισσότερων αρμόδιων αρχών, της Επιτροπής, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή των ομάδων συμφεροντούχων, ή κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας, και αφού προηγουμένως ενημερώσει την οικεία αρμόδια αρχή, η Αρχή μπορεί να διερευνήσει την κατ’ ισχυρισμό παραβίαση ή μη εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης .

2α.    Με την επιφύλαξη των εξουσιών που ορίζονται στο άρθρο 20, η αρμόδια αρχή παρέχει στην Αρχή χωρίς καθυστέρηση όλες τις πληροφορίες που η τελευταία θεωρεί απαραίτητες για έρευνα που διενεργεί ▐.

3.   Το αργότερο εντός διμήνου από την κίνηση της έρευνάς της, η Αρχή μπορεί να απευθύνει στην οικεία αρμόδια αρχή σύσταση όπου ορίζεται η δράση που απαιτείται για τη συμμόρφωση με τη νομοθεσία της Ένωσης .

3α.    Εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της σύστασης, η αρμόδια αρχή γνωστοποιεί στην Αρχή τα μέτρα που έχει λάβει ή προτίθεται να λάβει για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με τη νομοθεσία της Ένωσης .

4.   Εάν η αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με τη νομοθεσία της Ένωσης εντός ενός μηνός από την παραλαβή της σύστασης της Αρχής, η Επιτροπή μπορεί, αφού ενημερωθεί από την Αρχή ή κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας, να εκδώσει επίσημη γνώμη ζητώντας από την αρμόδια αρχή να προβεί στις ενέργειες που απαιτούνται για να συμμορφωθεί με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης . Η επίσημη γνώμη της Επιτροπής λαμβάνει υπόψη τη σύσταση της Αρχής.

Η Επιτροπή εκδίδει αυτήν την επίσημη γνώμη το αργότερο εντός τριών μηνών από την έκδοση της σύστασης. Η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει αυτό το χρονικό διάστημα κατά ένα μήνα.

Η Αρχή και οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στην Επιτροπή όλες τις απαραίτητες πληροφορίες.

5.   Εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της επίσημης γνώμης που αναφέρεται στην παράγραφο 4, η αρμόδια αρχή ενημερώνει την Επιτροπή και την Αρχή σχετικά με τα μέτρα που έχει λάβει ή που προτίθεται να λάβει για να συμμορφωθεί με την επίσημη γνώμη της Επιτροπής.

6.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 258 της ΣΛΕΕ , αν μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με την επίσημη γνώμη που αναφέρεται στην παράγραφο 4 ▐ εντός του χρονικού διαστήματος που ορίζεται σε αυτήν, και εάν απαιτείται έγκαιρη αποκατάσταση της μη συμμόρφωσης ▐ προκειμένου να διατηρηθούν ή να αποκατασταθούν οι ουδέτερες συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά ή να διασφαλιστούν η εύρυθμη λειτουργία και η ακεραιότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η Αρχή μπορεί, αν οι σχετικές απαιτήσεις των νομοθετικών πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 ισχύουν άμεσα για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1, παράγραφος 2 , να εκδώσει μεμονωμένη απόφαση απευθυνόμενη προς χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, με την οποία θα απαιτεί να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης , συμπεριλαμβανομένης της αναστολής κάθε πρακτικής.

Η απόφαση της Αρχής είναι σύμφωνη με την επίσημη γνώμη που εκδόθηκε από την Επιτροπή σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4.

7.   Οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί με βάση την παράγραφο 6 κατισχύουν οποιασδήποτε προγενέστερης απόφασης που είχε εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές για το ίδιο θέμα.

Οι αρμόδιες αρχές, όταν αναλαμβάνουν δράση ▐ αναφορικά με θέματα τα οποία υπόκεινται σε επίσημη γνώμη σύμφωνα με την παράγραφο 4 ή σε απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 6, συμμορφούνται με την επίσημη γνώμη ή την απόφαση, ανάλογα με την περίπτωση .

7α.     Στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 28, παράγραφος 4α, η Αρχή επισημαίνει ποιες εθνικές αρχές και ποια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεν έχουν συμμορφωθεί με τις αποφάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 4 και 6.

Άρθρο 10

Δράση σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης

1.   Σε περίπτωση αντίξοων εξελίξεων, οι οποίες μπορούν να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση , η Αρχή διευκολύνει ενεργά και, όποτε κρίνεται απαραίτητο, συντονίζει τις ενέργειες που αναλαμβάνουν οι σχετικές εθνικές αρμόδιες εποπτικές αρχές .

Για τη διεκπεραίωση αυτών των καθηκόντων διευκόλυνσης και συντονισμού, η Αρχή ενημερώνεται πλήρως για τις σχετικές εξελίξεις και καλείται να συμμετέχει ως παρατηρητής σε κάθε σχετική συγκέντρωση των σχετικών εθνικών αρμόδιων εποπτικών αρχών.

1α.     Η Επιτροπή μπορεί, με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, του ΕΣΣΚ ή της Αρχής, να εκδώσει απόφαση απευθυνόμενη προς την Αρχή, όπου διαπιστώνει την ύπαρξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού. Η Επιτροπή επανεξετάζει την απόφαση αυτή σε μηνιαία βάση και κηρύσσει, όταν τούτο είναι ενδεδειγμένο, τη λήξη της κατάστασης έκτακτης ανάγκης.

Εάν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι υφίσταται κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ενημερώνει δεόντως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο χωρίς καθυστέρηση.

2.   Αν η Επιτροπή έχει εκδώσει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 1α , και σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπου απαιτείται συντονισμένη δράση των εθνικών αρχών για να αντιμετωπιστούν αντίξοες εξελίξεις που ενδέχεται να διακυβεύσουν την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης , η Αρχή μπορεί να εκδώσει μεμονωμένες αποφάσεις με τις οποίες ζητείται από τις αρμόδιες αρχές να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, για να αντιμετωπιστούν οι εξελίξεις αυτές , εξασφαλίζοντας ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και οι αρμόδιες αρχές ικανοποιούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στην υπόψη νομοθεσία.

3.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 258 της ΣΛΕΕ , αν μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με την απόφαση της Αρχής που αναφέρεται στην παράγραφο 2 εντός του χρονικού διαστήματος που ορίζεται εκεί, η Αρχή μπορεί, αν οι συναφείς απαιτήσεις που ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 ισχύουν άμεσα για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, να λάβει μεμονωμένη απόφαση την οποία απευθύνει προς χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, με την οποία απαιτεί να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με την εν λόγω νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένης της αναστολής κάθε πρακτικής.

4.   Οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί με βάση την παράγραφο 3 κατισχύουν οποιασδήποτε προγενέστερης απόφασης που είχε εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές για το ίδιο θέμα.

Κάθε ενέργεια εκ μέρους των αρμόδιων αρχών αναφορικά με θέματα τα οποία υπόκεινται σε απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή 3 είναι συμβατή με τις εν λόγω αποφάσεις.

Άρθρο 11

Διευθέτηση διαφωνιών μεταξύ αρμοδίων αρχών

1.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών που ορίζονται στο άρθρο 9, αν μια αρμόδια αρχή διαφωνεί με τη διαδικασία ή με το περιεχόμενο πράξης ή παράλειψης από άλλη αρμόδια αρχή σε τομείς όπου οι νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 απαιτούν συνεργασία, συντονισμό ή κοινή απόφαση από αρμόδιες αρχές σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη, η Αρχή, με ιδία πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος μιας ή περισσοτέρων από τις οικείες αρμόδιες αρχές, ηγείται των προσπαθειών για να βοηθήσει τις αρμόδιες αρχές να καταλήξουν σε συμφωνία ακολουθώντας τη διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 2 έως 4 .

2.   Η Αρχή ορίζει χρονικό όριο για το συμβιβασμό των αρμοδίων αρχών, λαμβάνοντας υπόψη συναφή χρονικά διαστήματα που τυχόν ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, καθώς και την πολυπλοκότητα και τον επείγοντα χαρακτήρα του ζητήματος. Στο στάδιο αυτό η Αρχή ενεργεί ως μεσολαβητής.

3.   Αν κατά το πέρας της φάσης συμβιβασμού οι ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές δεν καταλήξουν σε συμφωνία, η Αρχή λαμβάνει, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 29, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, απόφαση να διευθετήσει τη διαφωνία και να απαιτήσει από τις αρχές να λάβουν συγκεκριμένα μέτρα, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, με δεσμευτική ισχύ για τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές .

4.   Με επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 258 της ΣΛΕΕ , αν μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με την απόφαση της Αρχής, και έτσι δεν εξασφαλίσει τη συμμόρφωση χρηματοπιστωτικού ιδρύματος με τις απαιτήσεις που ισχύουν άμεσα για αυτό σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, η Αρχή εκδίδει μεμονωμένη απόφαση απευθυνόμενη προς χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, με την οποία θα απαιτεί να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με την νομοθεσία της Ένωσης , συμπεριλαμβανομένης της αναστολής κάθε πρακτικής.

4α.     Οι αποφάσεις που εκδίδονται δυνάμει της παραγράφου 4 κατισχύουν οιασδήποτε προγενέστερης απόφασης που είχε εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές για το ίδιο θέμα. Κάθε ενέργεια των αρμόδιων αρχών σε σχέση με γεγονότα τα οποία υπόκεινται σε απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3 ή 4 είναι συμβατή με τις εν λόγω αποφάσεις.

4β.     Στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 35, παράγραφος 2, ο πρόεδρος αναφέρει τις διαφωνίες μεταξύ των αρμοδίων αρχών, τις συμφωνίες που επετεύχθησαν και την απόφαση που ελήφθη για τη διευθέτηση αυτών των διαφωνιών.

Άρθρο 11α

Διευθέτηση διαφωνιών μεταξύ αρμόδιων αρχών σε διατομεακό επίπεδο

Η Μικτή Επιτροπή διευθετεί, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 11 και του άρθρου 42, διατομεακές διαφωνίες που ενδέχεται να ανακύψουν μεταξύ των αρμοδίων αρχών όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 2, σημείο 2 του παρόντος κανονισμού, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ] και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ].

Άρθρο 12

Σώματα εποπτών

1.   Η Αρχή συμβάλλει στην προώθηση και παρακολούθηση της αποδοτικής , αποτελεσματικής και συνεπούς λειτουργίας των σωμάτων εποπτών που αναφέρονται στην οδηγία 2006/48/ΕΚ και στην ενίσχυση της συνέπειας στην εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης στα σώματα αυτά. Το προσωπικό της Αρχής μπορεί να συμμετέχει σε όλες τις δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένων των επιτόπιων ελέγχων, που πραγματοποιούν από κοινού δύο ή περισσότερες αρμόδιες αρχές.

2.   Η Αρχή καθοδηγεί τα σώματα εποπτών όταν το κρίνει σκόπιμο. Κατά την καθοδήγηση αυτή η Αρχή θεωρείται « αρμόδια αρχή» υπό την έννοια της σχετικής νομοθεσίας. Εκτελεί τουλάχιστον τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

συγκεντρώνει και διαβιβάζει όλες τις σχετικές πληροφορίες σε καταστάσεις τόσο τρέχουσας λειτουργίας όσο και εκτάκτου ανάγκης, προκειμένου να διευκολύνει το έργο των σωμάτων εποπτών, και δημιουργεί και διαχειρίζεται κεντρικό σύστημα ώστε να έχουν πρόσβαση στις εν λόγω πληροφορίες οι αρμόδιες αρχές που λειτουργούν στο πλαίσιο σωμάτων εποπτών·

β)

δρομολογεί και συντονίζει προσομοιώσεις αντίξοων καταστάσεων σε επίπεδο Ένωσης για να αξιολογεί την αντοχή των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ιδίως εκείνων του άρθρου 12β, έναντι αντίξοων εξελίξεων της αγοράς, εξασφαλίζοντας για τις εν λόγω προσομοιώσεις την εφαρμογή όσο το δυνατόν συνεκτικότερης μεθοδολογίας σε εθνικό επίπεδο·

γ)

προβαίνει στο σχεδιασμό και ηγείται δραστηριοτήτων εποπτείας σε καταστάσεις τόσο τρέχουσας λειτουργίας όσο και εκτάκτου ανάγκης, συμπεριλαμβανομένης της αποτίμησης των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται ή θα μπορούσαν να εκτεθούν χρηματοπιστωτικά ιδρύματα· και

δ)

επιτηρεί τα καθήκοντα που εκτελούν οι αρμόδιες αρχές.

3α.     Η Αρχή μπορεί να εκδίδει ρυθμιστικούς κανόνες και κανόνες εφαρμογής, κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις που έχουν εγκριθεί δυνάμει των άρθρων 7, 7ε και 8, με στόχο την εναρμόνιση της εποπτικής λειτουργίας και των βέλτιστων πρακτικών που έχουν επιλεγεί από τα σώματα εποπτών. Οι αρχές εγκρίνουν γραπτές ρυθμίσεις για τη λειτουργία κάθε σώματος προκειμένου να εξασφαλίζεται η συγκλίνουσα λειτουργία όλων των σωμάτων εποπτών.

3β.     Ο νομικά δεσμευτικός ρόλος μεσολάβησης επιτρέπει στην Αρχή να διευθετεί διαφορές μεταξύ των αρμόδιων αρχών, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 11. Όταν δεν μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία εντός του σχετικού σώματος εποπτών, η Αρχή μπορεί να λάβει αποφάσεις εποπτείας που εφαρμόζονται άμεσα στα σχετικά ιδρύματα.

Άρθρο 12α

Γενικές διατάξεις

1.     Η Αρχή δίδει ιδιαίτερη προσοχή στον κίνδυνο διατάραξης των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών που (i) προκαλείται από την ανεπάρκεια του συνόλου ή μερών του χρηματοπιστωτικού συστήματος και (ii) ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην εσωτερική αγορά και στην πραγματική οικονομία (συστημικός κίνδυνος) και λαμβάνει μέτρα για την αντιμετώπισή του. Όλα τα είδη χρηματοπιστωτικών διαμεσολαβητικών φορέων, αγορών και υποδομών ενδέχεται να είναι συστημικά σημαντικά σε κάποιον βαθμό.

2.     Η Αρχή, σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ, αναπτύσσει κοινή δέσμη ποσοτικών και ποιοτικών δεικτών (πίνακας κινδύνου) που θα χρησιμεύει ως βάση για την εποπτική διαβάθμιση των διασυνοριακών ιδρυμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 12β. Η διαβάθμιση αυτή επανεξετάζεται σε τακτική βάση προκειμένου να ληφθούν υπόψη ουσιαστικές αλλαγές στην εικόνα κινδύνου που παρουσιάζει ένα ίδρυμα. Η εποπτική διαβάθμιση αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για την απόφαση σχετικά με άμεση εποπτεία ή παρέμβαση σε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που αντιμετωπίζει προβλήματα.

3.     Με την επιφύλαξη των νομοθετικών πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, η Αρχή προτείνει, εάν κρίνεται απαραίτητο, πρόσθετα σχέδια ρυθμιστικών κανόνων και κανόνων εφαρμογής καθώς και κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις για τα ιδρύματα που αναφέρονται στο άρθρο 12β.

4.     Η Αρχή ασκεί εποπτεία σε διασυνοριακά ιδρύματα που μπορεί να προκαλέσουν συστημικό κίνδυνο όπως ορίζεται στο άρθρο 12β. Στις περιπτώσεις αυτές, η Αρχή ενεργεί μέσω των αρμοδίων αρχών.

5.     Η Αρχή ιδρύει Μονάδα Εξυγίανσης με εντολή να υλοποιεί τη ρητώς οριζόμενη διακυβέρνηση και τον τρόπο λειτουργίας της διαχείρισης κρίσεων από την έγκαιρη παρέμβαση, έως την εξυγίανση και την αφερεγγυότητα και να ηγείται των διαδικασιών αυτών.

Άρθρο 12β

Προσδιορισμός διασυνοριακών ιδρυμάτων που θα μπορούσαν να προκαλέσουν συστημικό κίνδυνο

1.     Το συμβούλιο εποπτών, κατόπιν διαβούλευσης με το ΕΣΣΚ, μπορεί, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 29, παράγραφος 1 να προσδιορίσει διασυνοριακά ιδρύματα τα οποία, λόγω του συστημικού κινδύνου που μπορεί να προκαλέσουν, πρέπει να υπαχθούν σε άμεση εποπτεία από την Αρχή ή να τεθούν υπό τη Μονάδα Εξυγίανσης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 12γ.

2.     Τα κριτήρια για τον προσδιορισμό αυτών των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων συνάδουν με τα κριτήρια που καθορίστηκαν από το ΣΧΣ, το ΔΝΤ και την ΤΔΔ.

Άρθρο 12γ

Μονάδα Εξυγίανσης

1.     Η Μονάδα Εξυγίανσης Τραπεζών διαφυλάσσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και ελαχιστοποιεί τη μετάδοση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν τα ιδρύματα του άρθρου 12β στο υπόλοιπο σύστημα και την οικονομία ευρύτερα και περιορίζει το κόστος για τους φορολογουμένους, διασφαλίζοντας την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, την ιεράρχηση των πιστωτών και την ισότιμη μεταχείριση σε διασυνοριακό επίπεδο.

2.     Η Μονάδα Εξυγίανσης έχει την εξουσία για την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, προκειμένου να αποκαταστήσει τα ιδρύματα που αντιμετωπίζουν προβλήματα ή να αποφασίσει την εκκαθάριση των μη βιώσιμων ιδρυμάτων (ζήτημα κρίσιμο για τον περιορισμό του ηθικού κινδύνου). Μεταξύ άλλων ενεργειών θα μπορούσε να απαιτήσει προσαρμογές κεφαλαίου ή ρευστότητας, να προσαρμόσει τη σύνθεση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, να βελτιώσει τις διαδικασίες, να διορίσει ή να αντικαταστήσει στελέχη διαχείρισης, να συστήσει εγγυήσεις, δάνεια και ενίσχυση της ρευστότητας, συνολικές ή μερικές πωλήσεις, να δημιουργήσει μια «καλή τράπεζα»/«κακή τράπεζα» ή μια «ενδιάμεση τράπεζα», να μετατρέψει το χρέος σε μετοχές (με κατάλληλες περικοπές) ή να θέσει το ίδρυμα υπό προσωρινή κυριότητα του δημοσίου.

3.     Η Μονάδα Εξυγίανσης Τραπεζών απαρτίζεται από εμπειρογνώμονες που ορίζει το συμβούλιο εποπτών της Αρχής, οι οποίοι διαθέτουν γνώση και εμπειρογνωμοσύνη σε θέματα αναδιάρθρωσης, ανάκαμψης και εκκαθάρισης χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

Άρθρο 12δ

Ευρωπαϊκό Πλαίσιο των Εθνικών Συστημάτων Εγγύησης των Ασφαλίσεων

1.     Η Αρχή, ενεργώντας στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της ανατίθενται δυνάμει του παρόντος κανονισμού, συμβάλλει στην ανάπτυξη ενός Ευρωπαϊκού Πλαισίου Εθνικών Συστημάτων Εγγύησης των Ασφαλίσεων για να εξασφαλιστεί ότι τα εθνικά συστήματα εγγύησης των ασφαλίσεων χρηματοδοτούνται επαρκώς από εισφορές σχετικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται εντός της Ένωσης, αλλά έχουν την έδρα τους σε άλλο κράτος μέλος ή εκτός της Ένωσης και παρέχουν υψηλό επίπεδο προστασίας σε όλους τους ασφαλισμένους σε ένα εναρμονισμένο πλαίσιο σε ολόκληρη την Ένωση.

2.     Το άρθρο 8 που αφορά την εξουσία της Αρχής για την έγκριση κατευθυντηρίων γραμμών και συστάσεων εφαρμόζεται και σε συστήματα ασφαλιστικής αποζημίωσης.

3.     Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει, σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 7 έως 7δ του παρόντος κανονισμού, ρυθμιστικούς τεχνικούς κανόνες και τεχνικούς κανόνες εφαρμογής όπως ορίζεται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1, παράγραφος 2.

Άρθρο 12ε

Ευρωπαϊκό Ταμείο Σταθερότητας για τις Ασφαλίσεις και τις Επαγγελματικές Συντάξεις

1.     Ιδρύεται Ευρωπαϊκό Ταμείο Σταθερότητας για τις Ασφαλίσεις και τις Επαγγελματικές Συντάξεις (Ταμείο Σταθερότητας) με στόχο να ενισχύσει την εσωτερίκευση του κόστους του χρηματοπιστωτικού συστήματος, συμπεριλαμβανομένης της πλήρους ανάκτησης του δημοσιονομικού κόστους, και να συμβάλει στην επίλυση κρίσεων στην περίπτωση πτώχευσης διασυνοριακών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα τα οποία δραστηριοποιούνταο σε ένα μόνο κράτος μέλος έχουν τη δυνατότητα να ενταχθούν στο ταμείο. Το Ταμείο Σταθερότητας λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για να αποτρέψει τον ηθικό κίνδυνο που προκαλεί η χορήγηση βοήθειας.

2.     Το Ταμείο Σταθερότητας χρηματοδοτείται με άμεσες εισφορές από όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που αναφέρονται στο άρθρο 12β. Οι εισφορές αυτές είναι ανάλογες προς το επίπεδο του κινδύνου και τη συμβολή στο συστημικό κίνδυνο εκάστου εξ αυτών και τις μεταβολές που σημειώνονται στο συνολικό κίνδυνο διαχρονικά όπως αυτές προσδιορίζονται μέσω του πίνακα κινδύνου. Τα απαιτούμενα επίπεδα εισφορών λαμβάνουν υπόψη τις ευρύτερες οικονομικές συνθήκες και την ανάγκη να διατηρούν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κεφάλαιο για άλλες ρυθμιστικές και επιχειρηματικές απαιτήσεις.

3.     Το Ταμείο Σταθερότητας διοικείται από συμβούλιο διοριζόμενο από την Αρχή για πενταετή θητεία. Τα μέλη του συμβουλίου επιλέγονται μεταξύ του ανθρώπινου δυναμικού που προτείνουν οι εθνικές αρχές. Το Ταμείο Σταθερότητας συγκροτεί επίσης γνωμοδοτικό συμβούλιο με άνευ δικαιώματος ψήφου εκπροσώπηση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που συμμετέχουν στο Ταμείο. Το συμβούλιο του Ταμείου Σταθερότητας μπορεί να προτείνει στην Αρχή να αναθέσει τη διαχείριση της ρευστότητας του Ταμείου Σταθερότητας σε ευυπόληπτα ιδρύματα (όπως η ΕΤΕπ), ενώ οι επενδύσει πραγματοποιούνται σε ασφαλή και ρευστοποιήσιμα μέσα.

4.     Όταν οι επισωρευμένοι πόροι από τις εισφορές των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων δεν επαρκούν για την αντιμετώπιση των δυσκολιών, το Ταμείο Σταθερότητας μπορεί να αυξήσει τους πόρους του μέσω της έκδοσης δανειακών τίτλων ή άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων.

Άρθρο 13

Ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων

1.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν, κατόπιν συμφωνίας με την εξουσιοδοτούμενη αρχή , να αναθέτουν καθήκοντα και αρμοδιότητες στην Αρχή ή σε άλλες αρμόδιες αρχές με την επιφύλαξη των όρων που καθορίζονται στο παρόν άρθρο. Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν ειδικές ρυθμίσεις σχετικά με την ανάθεση των προς εκτέλεση καθηκόντων, προτού οι αρμόδιες αρχές τους συνάψουν τέτοιες συμφωνίες, και μπορούν να περιορίσουν το εύρος της ανάθεσης σε ό,τι είναι απαραίτητο για την αποτελεσματική εποπτεία των διασυνοριακών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ή ομίλων.

2.   Η Αρχή ενθαρρύνει και διευκολύνει την ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων μεταξύ αρμόδιων αρχών, εντοπίζοντας τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες που μπορούν να ανατεθούν ή να ασκηθούν από κοινού, καθώς επίσης προωθώντας βέλτιστες πρακτικές.

2α.     Η ανάθεση αρμοδιοτήτων έχει ως αποτέλεσμα την ανακατανομή των αρμοδιοτήτων που καθορίζονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2. Το εφαρμοστέο δίκαιο στη δικαιοδοσία της εξουσιοδοτούμενης αρχής διέπει τη διαδικασία, την επιβολή και τον διοικητικό και δικαστικό έλεγχο σχετικά με τις ανατεθείσες αρμοδιότητες.

3.   Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την Αρχή σχετικά με συμφωνίες ανάθεσης στις οποίες προτίθενται να συμμετάσχουν. Οι συμφωνίες τίθενται σε ισχύ το νωρίτερο ένα μήνα μετά από την ενημέρωση της Αρχής.

Εντός ενός μηνός από τη γνωστοποίηση, η Αρχή μπορεί να εκφέρει γνώμη για τη σκοπούμενη συμφωνία.

Η Αρχή δημοσιεύει κάθε συμφωνία ανάθεσης που συνάπτεται από τις αρμόδιες αρχές χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα μέσα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η σωστή ενημέρωση όλων των ενδιαφερόμενων μερών.

Άρθρο 14

Κοινή εποπτική νοοτροπία

1.   Η Αρχή παίζει ενεργό ρόλο στην οικοδόμηση κοινής ευρωπαϊκής εποπτικής νοοτροπίας και συνεπών εποπτικών πρακτικών, καθώς και στην εξασφάλιση ομοιόμορφων διαδικασιών και συνεπών προσεγγίσεων σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση και προβαίνει, τουλάχιστον, στις ακόλουθες ενέργειες:

α)

γνωμοδοτεί στις αρμόδιες αρχές·

β)

προάγει την αποτελεσματική διμερή και πολυμερή ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμοδίων αρχών, τηρώντας πλήρως τις ισχύουσες διατάξεις για την εμπιστευτικότητα και την προστασία των δεδομένων που προβλέπει η συναφής νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ·

γ)

συμβάλλει στην κατάρτιση ομοιόμορφων εποπτικών κανόνων υψηλής ποιότητας, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων υποβολής εκθέσεων , και διεθνών λογιστικών προτύπων σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2α·

δ)

επανεξετάζει την εφαρμογή των συναφών ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων και των τεχνικών κανόνων εφαρμογής που εκδόθηκαν από την Επιτροπή, των κατευθυντηρίων γραμμών και των συστάσεων που εξέδωσε η Αρχή, και προτείνει τροποποιήσεις, αν κρίνει σκόπιμο·

ε)

καταρτίζει τομεακά και διατομεακά προγράμματα κατάρτισης, διευκολύνει τις ανταλλαγές προσωπικού και ενθαρρύνει τις αρμόδιες αρχές να εντείνουν την χρησιμοποίηση προγραμμάτων για αποσπάσεις και άλλων εργαλείων.

2.   Η Αρχή μπορεί, αν κρίνει σκόπιμο, να αναπτύξει νέα πρακτικά μέσα και εργαλεία σύγκλισης για την προαγωγή κοινών εποπτικών προσεγγίσεων και πρακτικών.

Άρθρο 15

Ομότιμη αξιολόγηση αρμοδίων αρχών

1.   Η Αρχή οργανώνει και πραγματοποιεί περιοδικά αναλύσεις με ομότιμη αξιολόγηση ορισμένων ή όλων των δραστηριοτήτων των αρμοδίων αρχών, για την περαιτέρω βελτίωση της συνέπειας στα αποτελέσματα των εποπτικών ελέγχων. Προς το σκοπό αυτό η Αρχή αναπτύσσει μεθόδους που θα καταστήσουν δυνατή την αντικειμενική αξιολόγηση και τη σύγκριση μεταξύ των αρχών που εξετάζονται. Κατά την πραγματοποίηση ομότιμων αξιολογήσεων, λαμβάνονται υπόψη οι πληροφορίες και οι ήδη διεξαχθείσες αξιολογήσεις όσον αφορά τη σχετική αρμόδια αρχή.

2.   Η ομότιμη αξιολόγηση περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, εκτίμηση των ακόλουθων στοιχείων, χωρίς όμως να περιορίζεται σε αυτά:

α)

επάρκεια των ρυθμίσεων σχετικά με τους πόρους και τη διακυβέρνηση , ▐ της αρμόδιας αρχής, ειδικώς όσον αφορά την αποτελεσματική εφαρμογή των ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων και των τεχνικών κανόνων εφαρμογής που αναφέρονται στα άρθρα 7 έως 7ε και των νομοθετικών πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 και την ικανότητα αντίδρασης στις εξελίξεις της αγοράς·

β)

βαθμός σύγκλισης που επιτεύχθηκε στην εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης και στην εποπτική πρακτική, συμπεριλαμβανομένων των ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων και των τεχνικών κανόνων εφαρμογής , των κατευθυντηρίων γραμμών και των συστάσεων που εκδόθηκαν σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 8, και βαθμός στον οποίο η εποπτική πρακτική επιτυγχάνει τους στόχους που ορίζονται από το δίκαιο της Ένωσης ·

γ)

ορθές πρακτικές που ανέπτυξαν κάποιες αρμόδιες αρχές και τις οποίες θα μπορούσε να υιοθετήσουν επωφελώς και άλλες αρμόδιες αρχές·

δ)

η αποτελεσματικότητα και ο βαθμός σύγκλισης που έχουν επιτευχθεί όσον αφορά την εφαρμογή και επιβολή των διατάξεων που θεσπίζονται για την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών μέτρων και των κυρώσεων που επιβάλλονται κατά των υπευθύνων προσώπων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις εν λόγω διατάξεις.

3.   Βάσει της ομότιμης αξιολόγησης, η Αρχή μπορεί να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις προς τις οικείες αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 8 . Η Αρχή, κατά την εκπόνηση σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων ή τεχνικών κανόνων εφαρμογής σύμφωνα με τα άρθρα 7 έως 7ε, λαμβάνει υπόψη το αποτέλεσμα της ομότιμης αξιολόγησης. Οι αρμόδιες αρχές έχουν ως μέλημα να εφαρμόσουν τις συμβουλές της Αρχής. Εάν η αρμόδια αρχή δεν εφαρμόσει τις εν λόγω συμβουλές, γνωστοποιεί στην Αρχή τους σχετικούς λόγους.

Η Αρχή δημοσιοποιεί τις βέλτιστες πρακτικές που μπορούν να προσδιοριστούν μέσω των ομότιμων αξιολογήσεων. Επιπλέον, όλα τα άλλα αποτελέσματα των ομότιμων αξιολογήσεων μπορούν να δημοσιοποιούνται, υπό την προϋπόθεση ότι η αρμόδια αρχή η οποία έχει αποτελέσει το αντικείμενο της ομότιμης αξιολόγησης συμφωνεί προς τούτο.

Άρθρο 16

Λειτουργία συντονισμού

1.    Η Αρχή διαδραματίζει γενικό συντονιστικό ρόλο μεταξύ αρμοδίων αρχών, συμπεριλαμβανομένων περιπτώσεων κατά τις οποίες αντίξοες εξελίξεις ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση .

2.    Η Αρχή προάγει τη συντονισμένη απόκριση της Ευρωπαϊκής Ένωσης , μεταξύ άλλων με:

(1)

διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ αρμοδίων αρχών·

(2)

καθορισμό του πεδίου , όπου κρίνεται δυνατόν και σκόπιμο, και με επαλήθευση της αξιοπιστίας πληροφοριών που πρέπει να τεθούν στη διάθεση όλων των ενδιαφερόμενων αρμοδίων αρχών·

(3)

την ανάληψη μη δεσμευτικού ρόλου μεσολαβητή κατόπιν αιτήματος των αρμόδιων αρχών ή κατόπιν ίδιας πρωτοβουλίας, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 11·

(4)

τήρηση του ΕΣΣΚ ενήμερου σχετικά με κάθε δυνητική κατάσταση έκτακτης ανάγκης, χωρίς καθυστέρηση·

(4α)

λήψη όλων των κατάλληλων μέτρων σε περίπτωση εξελίξεων που μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο τη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών με σκοπό να διευκολυνθεί ο συντονισμός των ενεργειών που αναλαμβάνονται από τις σχετικές αρμόδιες αρχές·

(4β)

κεντρική συγκέντρωση των πληροφοριών που λαμβάνονται από αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 20 ως αποτέλεσμα των κανονιστικών υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων για ιδρύματα που δραστηριοποιούνται σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη. Η Αρχή προωθεί αυτές τις πληροφορίες σε άλλες σχετικές αρμόδιες αρχές.

Άρθρο 17

Αξιολόγηση των εξελίξεων της αγοράς

1.   Η Αρχή παρακολουθεί και αξιολογεί τις εξελίξεις της αγοράς στον τομέα της αρμοδιότητάς της και, αν κρίνει σκόπιμο, ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) , την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) , το ΕΣΣΚ και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με τις συναφείς μικροπροληπτικές τάσεις, τους ενδεχόμενους κινδύνους και τα τρωτά σημεία. Η Αρχή συμπεριλαμβάνει στις αξιολογήσεις της οικονομική ανάλυση των αγορών στις οποίες δραστηριοποιούνται χρηματοπιστωτικά ιδρύματα καθώς και αποτίμηση του αντικτύπου που θα έχουν ενδεχόμενες εξελίξεις της αγοράς σε αυτά.

1α.    Σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ, η Αρχή προωθεί και συντονίζει σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης αξιολογήσεις της ευελιξίας χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων σε αντίξοες εξελίξεις της αγοράς. Προς το σκοπό αυτό αναπτύσσει, προς εφαρμογή από τις αρμόδιες αρχές:

α)

κοινές μεθοδολογίες αξιολόγησης της επίπτωσης οικονομικών εκδοχών στις χρηματοπιστωτικές θέσεις ενός ιδρύματος·

β)

κοινές προσεγγίσεις για την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των εν λόγω εκτιμήσεων για την ευελιξία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων·

βα)

κοινές μεθοδολογίες αξιολόγησης του αντίκτυπου συγκεκριμένων προϊόντων ή διαδικασιών διανομής στη χρηματοπιστωτική θέση ενός ιδρύματος και στην ενημέρωση των καταθετών, επενδυτών και πελατών.

2.   Με την επιφύλαξη των καθηκόντων του ΕΣΣΚ, τα οποία ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΣΣΚ], η Αρχή διαβιβάζει, τουλάχιστον μια φορά το έτος ή και συχνότερα, αν κρίνει σκόπιμο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το ΕΣΣΚ, εκτιμήσεις τάσεων, δυνητικών κινδύνων και τρωτών σημείων του τομέα αρμοδιότητάς της.

Σε αυτές τις εκτιμήσεις η Αρχή συμπεριλαμβάνει κατάταξη των σημαντικότερων κινδύνων και τρωτών σημείων και, αν κρίνει σκόπιμο, συνιστά προληπτικές ή διορθωτικές ενέργειες.

3.   Η Αρχή εξασφαλίσει επαρκή κάλυψη των διατομεακών εξελίξεων, κινδύνων και τρωτών σημείων, συνεργαζόμενη στενά με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) μέσω της Μικτής Επιτροπής .

Άρθρο 18

Διεθνείς σχέσεις

1.    Με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών , η Αρχή μπορεί να αναπτύσσει επαφές και να προβαίνει σε διοικητικές ρυθμίσεις με εποπτικές αρχές, διεθνείς οργανισμούς και κυβερνήσεις τρίτων χωρών. Οι εν λόγω ρυθμίσεις δεν δημιουργούν νομικές υποχρεώσεις για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της, ούτε εμποδίζουν τα κράτη μέλη και τις αρμόδιες αρχές τους να προβαίνουν σε διμερείς ή πολυμερείς ρυθμίσεις με τρίτες χώρες.

2.    Η Αρχή συμβάλλει στην προετοιμασία αποφάσεων ισοδυναμίας όσον αφορά καθεστώτα εποπτείας σε τρίτες χώρες σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2.

3.     Στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 28, παράγραφος 4α, η Αρχή παρουσιάζει τις διοικητικές ρυθμίσεις και τις αποφάσεις ισοδυναμίας και τη βοήθεια που παρεσχέθη κατά την προετοιμασία αποφάσεων ισοδυναμίας οι οποίες συμφωνήθηκαν με διεθνείς οργανισμούς ή διοικητικές αρχές σε τρίτες χώρες.

Άρθρο 19

Λοιπά καθήκοντα

1.   Η Αρχή μπορεί, κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, της Επιτροπής ή κατόπιν ίδιας πρωτοβουλίας, να γνωμοδοτεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή για όλα τα θέματα που εμπίπτουν στον τομέα της αρμοδιότητάς της.

1α.     Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η Αρχή δεν έχει υποβάλει σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού κανόνα ή τεχνικού κανόνα εφαρμογής εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1, παράγραφος 2 ή όταν δεν έχει καθοριστεί προθεσμία, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει το σχέδιο αυτό και να καθορίσει προθεσμία για την υποβολή του.

Η Επιτροπή μπορεί, λόγω του επείγοντα χαρακτήρα του θέματος, να ζητήσει να υποβληθεί σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού κανόνα ή τεχνικού κανόνα εφαρμογής πριν από τη λήξη της προθεσμίας που καθορίζεται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1, παράγραφος 2. Στην περίπτωση αυτή η Επιτροπή αιτιολογεί δεόντως το αίτημά της.

2.   Όσον αφορά τις προληπτικές αξιολογήσεις συγχωνεύσεων και εξαγορών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2009/138/ΕΚ και που σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία απαιτούν διαβούλευση μεταξύ των αρμόδιων αρχών δύο ή περισσότερων κρατών μελών, η Αρχή μπορεί, ▐ κατόπιν αιτήματος μίας από τις σχετικές αρμόδιες αρχές , να εκδώσει και να δημοσιεύσει γνώμη για προληπτική αξιολόγηση. Η γνώμη εκδίδεται πάραυτα και οπωσδήποτε πριν από τη λήξη της περιόδου αξιολόγησης σύμφωνα με την οδηγία 2009/138/ΕΚ. Εφαρμόζεται το άρθρο 20 στους τομείς για τους οποίους η Αρχή μπορεί να εκδίδει γνώμη .

Άρθρο 20

Συγκέντρωση πληροφοριών

1.   Μετά από αίτημα της Αρχής, οι αρμόδιες αρχές ▐ των κρατών μελών παρέχουν στην Αρχή όλες τις απαραίτητες πληροφορίες προς εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό , υπό την προϋπόθεση ότι ο αποδέκτης διαθέτει νόμιμη πρόσβαση στα σχετικά δεδομένα και ότι το αίτημα παροχής πληροφοριών είναι ανάλογο προς τη φύση του εν λόγω καθήκοντος .

1α.    Επίσης η Αρχή μπορεί να ζητήσει να της παρέχονται πληροφορίες ανά τακτά διαστήματα. Τα αιτήματα αυτά χρησιμοποιούν, όπου είναι δυνατόν, κοινούς μορφότυπους υποβολής εκθέσεων.

1β.     Σύμφωνα με τις υποχρεώσεις τήρησης επαγγελματικού απορρήτου που ορίζονται στην τομεακή νομοθεσία και στο άρθρο 56, η Αρχή μπορεί, κατόπιν δεόντως αιτιολογημένου αιτήματος αρμόδιας αρχής κράτους μέλους, να παράσχει οιεσδήποτε πληροφορίες είναι απαραίτητες προκειμένου να μπορέσει η αρμόδια αρχή να εκτελέσει τα καθήκοντά της.

1γ.     Πριν ζητηθούν πληροφορίες σύμφωνα με το παρόν άρθρο και προς αποφυγή επικαλύψεων στο πλαίσιο της υποχρέωσης υποβολής στοιχείων, η Αρχή λαμβάνει πρωτίστως υπόψη τις στατιστικές που έχουν παραχθεί, διαδοθεί και αναπτυχθεί από το Ευρωπαϊκό Στατιστικό Σύστημα και το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών.

2.   Αν οι πληροφορίες δεν είναι διαθέσιμες ή αν δεν καταστούν εγκαίρως διαθέσιμες από τις αρμόδιες αρχές ▐, η Αρχή μπορεί να απευθύνει δεόντως αιτιολογημένο αίτημα σε άλλες εποπτικές αρχές, στο Υπουργείο Οικονομικών, αν το εν λόγω Υπουργείο έχει στη διάθεσή του δεδομένα προληπτικής εποπτείας, στην κεντρική τράπεζα ή στη στατιστική υπηρεσία του σχετικού κράτους μέλους .

2α.     Αν οι πληροφορίες δεν είναι διαθέσιμες ή αν δεν καταστούν εγκαίρως διαθέσιμες στο πλαίσιο των παραγράφων 1 ή 2, η Αρχή μπορεί να απευθύνει δεόντως αιτιολογημένο αίτημα απευθείας στα οικεία χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Στο αιτιολογημένο αίτημα εξηγείται γιατί είναι απαραίτητα τα δεδομένα σχετικά με τα μεμονωμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

Η Αρχή ενημερώνει τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές για τα αιτήματα σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 2α.

Κατόπιν αιτήματος της Αρχής, οι αρμόδιες αρχές ▐ βοηθούν την Αρχή στη συγκέντρωση των εν λόγω πληροφοριών.

3.   Η Αρχή μπορεί να χρησιμοποιεί εμπιστευτικές πληροφορίες τις οποίες έλαβε στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου για να εκπληρώσει μόνον τα καθήκοντα που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 21

Σχέσεις με το ΕΣΣΚ

1.   Η ▐ Αρχή συνεργάζεται στενά και σε τακτική βάση με το ΕΣΣΚ.

2.   Η Αρχή ▐ παρέχει στο ΕΣΣΚ κατά τακτά διαστήματα και επικαιροποιημένες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκπλήρωση των καθηκόντων του. Όλα τα δεδομένα που είναι απαραίτητα για την εκπλήρωση των καθηκόντων του τα οποία όμως δεν υπάρχουν σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή παρέχονται χωρίς χρονοτριβή στο ΕΣΣΚ μετά από αιτιολογημένο αίτημα, όπως καθορίζεται στο άρθρο [15] του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΣΣΚ]. Η Αρχή, σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ, εφαρμόζει κατάλληλες εσωτερικές διαδικασίες για τη διαβίβαση εμπιστευτικών πληροφοριών ιδίως όσον αφορά μεμονωμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

3.   Σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 5, η Αρχή εξασφαλίζει κατάλληλα την παρακολούθηση της συνέχειας για τις προειδοποιήσεις και τις συστάσεις του ΕΣΣΚ οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο [16] του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΣΣΚ].

4.   Αμέσως μετά τη λήψη προειδοποίησης ή σύστασης από το ΕΣΣΚ απευθυνόμενη προς την Αρχή, η τελευταία συγκαλεί συνεδρίαση του συμβουλίου εποπτών χωρίς καθυστέρηση και αξιολογεί τις επιπτώσεις της εν λόγω προειδοποίησης ή σύστασης στην εκπλήρωση των καθηκόντων της.

Με την συναφή διαδικασία λήψης αποφάσεων, λαμβάνει απόφαση σχετικά με οιαδήποτε ληπτέα μέτρα με βάση τις εξουσίες που της παρέχονται με τον παρόντα κανονισμό για το χειρισμό των θεμάτων που ορίζονται στις προειδοποιήσεις και συστάσεις.

Αν η Αρχή δεν δώσει συνέχεια σε κάποια σύσταση, αναφέρει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και το ΕΣΣΚ τους σχετικούς λόγους.

5.   Αμέσως μετά τη λήψη προειδοποίησης ή σύστασης από το ΕΣΣΚ απευθυνόμενη προς αρμόδια αρχή, η Αρχή, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, χρησιμοποιεί τις εξουσίες που της παρέχονται με τον παρόντα κανονισμό προκειμένου να εξασφαλίσει έγκαιρη παρακολούθηση της συνέχειας.

Αν ο αποδέκτης δεν προτίθεται να ακολουθήσει τη σύσταση του ΕΣΣΚ, ενημερώνει το συμβούλιο εποπτών και συζητεί με αυτό τους λόγους για τους οποίους δεν λαμβάνει μέτρα.

Η αρμόδια αρχή λαμβάνει δεόντως υπόψη τις απόψεις του συμβουλίου εποπτών κατά την ενημέρωση του Συμβουλίου και του ΕΣΣΚ σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΣΣΚ].

6.   Κατά την άσκηση των καθηκόντων της τα οποία ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, η Αρχή λαμβάνει υπόψη της στο μέγιστο βαθμό τις προειδοποιήσεις και τις συστάσεις του ΕΣΣΚ.

Άρθρο 22

Ομάδα συμφεροντούχων του τομέα των ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων και ομάδα συμφεροντούχων του τομέα των επαγγελματικών συντάξεων

1.    Ως βοήθεια για τη διευκόλυνση της διαβούλευσης με συμφεροντούχους τομέων σχετικών με τα καθήκοντα της Αρχής, συγκροτείται ομάδα συμφεροντούχων του τομέα των ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων και ομάδα συμφεροντούχων του τομέα των επαγγελματικών συντάξεων («ομάδες συμφεροντούχων») . Οι ομάδες συμφεροντούχων καλούνται να εκφέρουν γνώμη επί των μέτρων που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 7 σε σχέση με ρυθμιστικούς τεχνικούς κανόνες και τεχνικούς κανόνες εφαρμογής και, στο βαθμό που τα μέτρα αυτά δεν αφορούν μεμονωμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, σύμφωνα με το άρθρο 8 σε σχέση με κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις. Εάν πρέπει να ληφθούν επειγόντως μέτρα και δεν είναι δυνατόν να διεξαχθούν διαβουλεύσεις, οι ομάδες συμφεροντούχων ενημερώνονται το ταχύτερο δυνατό.

Οι ομάδες συμφεροντούχων συνεδριάζουν τουλάχιστον τέσσερις φορές το χρόνο την ίδια ημερομηνία και στον ίδιο τόπο και ενημερώνονται αμοιβαία επί των θεμάτων που συζητήθηκαν τα οποία δεν έχουν συζητηθεί από κοινού.

Τα μέλη μιας ομάδας συμφεροντούχων μπορούν να είναι επίσης μέλη και της άλλης ομάδας συμφεροντούχων.

2.   Η ομάδα συμφεροντούχων του τομέα των ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων ▐ αποτελείται από 30 μέλη, τα οποία εκπροσωπούν αναλογικά τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές που δραστηριοποιούνται στην Ένωση ▐, τους υπαλλήλους τους καθώς και τους καταναλωτές , τους χρήστες ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υπηρεσιών ▐ και εκπροσώπους των ΜΜΕ . Τουλάχιστον πέντε από τα μέλη της είναι ανεξάρτητοι διακεκριμένοι επιστήμονες. Δέκα μέλη της εκπροσωπούν χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τρία εξ αυτών εκπροσωπούν συνεταιριστικούς ασφαλιστές ή αντασφαλιστές και αλληλασφαλιστικές ενώσεις.

2α.     Η ομάδα συμφεροντούχων του τομέα των επαγγελματικών συντάξεων αποτελείται από 30 μέλη, τα οποία εκπροσωπούν αναλογικά τα ιδρύματα επαγγελματικών συντάξεων που δραστηριοποιούνται στην Ένωση, τους εκπροσώπους των υπαλλήλων τους καθώς και τους καταναλωτές, τους χρήστες των υπηρεσιών παροχής επαγγελματικών συντάξεων και εκπροσώπους των ΜΜΕ. Τουλάχιστον πέντε από τα μέλη της είναι ανεξάρτητοι διακεκριμένοι επιστήμονες. Δέκα μέλη της εκπροσωπούν χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

3.   Τα μέλη ▐ των ομάδων συμφεροντούχων ορίζονται από το συμβούλιο εποπτών της Αρχής, μετά από προτάσεις των οικείων συμφεροντούχων. Στο μέτρο του δυνατού, κατά τη λήψη της απόφασής του το συμβούλιο εποπτών εξασφαλίζει κατάλληλα τη γεωγραφική ισορροπία, την ισόρροπη εκπροσώπηση των δύο φύλων και την εκπροσώπηση των συμφεροντούχων από ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση .

Κατά τη λήψη της απόφασής του το συμβούλιο εποπτών εξασφαλίζει ότι όλα τα μέλη που δεν εκπροσωπούν επαγγελματίες συμμετέχοντες της αγοράς ή τους υπαλλήλους τους κοινοποιούν κάθε πιθανή σύγκρουση συμφερόντων.

3α.    Η Αρχή παρέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες και εξασφαλίζει επαρκή γραμματειακή υποστήριξη των ομάδων συμφεροντούχων. Για τα μέλη των ομάδων συμφεροντούχων που εκπροσωπούν μη κερδοσκοπικές οργανώσεις προβλέπεται επαρκής αποζημίωση για έξοδα ταξιδίου . Οι ομάδες συμφεροντούχων μπορούν να συγκροτούν ομάδες εργασίας για τεχνικά θέματα.

4.   Η θητεία των μελών των ομάδων συμφεροντούχων ▐ διαρκεί δυόμιση έτη και τη λήξη της ακολουθεί νέα διαδικασία επιλογής.

Τα μέλη μπορούν να υπηρετήσουν επί δύο διαδοχικές θητείες.

5.    Οι ομάδες συμφεροντούχων ▐ μπορούν να υποβάλλουν στην Αρχή γνώμες και συμβουλές για οποιοδήποτε θέμα σχετικό με τα καθήκοντα της Αρχής , με ιδιαίτερη έμφαση στα καθήκοντα τα οποία καθορίζονται στα άρθρα 7 έως 7ε, 8, 14, 15 και 17 .

6.    Οι ομάδες συμφεροντούχων ▐ εγκρίνουν τον εσωτερικό τους κανονισμό με συμφωνία πλειοψηφίας δύο τρίτων των μελών .

7.   Η Αρχή δημοσιοποιεί τις γνώμες και τις συμβουλές των ομάδων συμφεροντούχων ▐ και τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεών της.

Άρθρο 23

Διασφαλίσεις

1.   Αν ένα κράτος μέλος θεωρήσει ότι απόφαση που ελήφθη δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 2 ή του άρθρου 11 προσκρούει κατά τρόπο άμεσο και σε σημαντικό βαθμό στις δημοσιονομικές του αρμοδιότητες, ενημερώνει την Αρχή , την Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εντός δέκα εργάσιμων ημερών από τη γνωστοποίηση της απόφασης της Αρχής στην αρμόδια αρχή. Στην ανακοίνωσή του το κράτος μέλος παραθέτει σχετική αιτιολογία και παρέχει αξιολόγηση αντικτύπου σχετικά με τον βαθμό με τον οποίο η απόφαση προσκρούει στις δημοσιονομικές τους αρμοδιότητες.

2.    Εντός ενός μηνός από την ανακοίνωση του κράτους μέλους, η Αρχή το ενημερώνει εάν εμμένει στην απόφασή της ή εάν την τροποποιεί ή την ανακαλεί.

3.    Εάν η Αρχή εμμείνει στην απόφασή της ή την τροποποιήσει, το Συμβούλιο αποφασίζει εάν η απόφαση της Αρχής εξακολουθεί να ισχύει ή ανακαλείται. Η απόφαση για τη διατήρηση της απόφασης της Αρχής λαμβάνεται με απλή πλειοψηφία των μελών. Η απόφαση για ανάκληση της απόφασης της Αρχής λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία των μελών. Σε καμία από τις περιπτώσεις αυτές δεν λαμβάνεται υπόψη η ψήφος των μελών του ενδιαφερομένου κράτους μέλους.

3α.    Αν το Συμβούλιο δεν λάβει απόφαση εντός δέκα εργάσιμων ημερών στην περίπτωση του άρθρου 10 και ενός μηνός στην περίπτωση του άρθρου 11 , θεωρείται ότι η απόφαση της Αρχής εξακολουθεί να ισχύει.

3β.     Εάν απόφαση που εγκρίνεται δυνάμει του άρθρου 10 οδηγεί στη χρήση των πόρων που συγκροτούνται σύμφωνα με το άρθρο 12δ ή 12ε, τα κράτη μέλη δεν καλούν το Συμβούλιο να διατηρήσει ή να ανακαλέσει απόφαση που ελήφθη από την Αρχή.

Άρθρο 24

Διαδικασίες λήψης αποφάσεων

1.   Πριν λάβει τις αποφάσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό , η Αρχή ενημερώνει κάθε επώνυμο αποδέκτη σχετικά με την πρόθεσή της να λάβει την απόφαση, τάσσοντας προθεσμία εντός της οποίας ο αποδέκτης μπορεί να διατυπώσει τις απόψεις του για το θέμα, λαμβανόμενων πλήρως υπόψη του επείγοντα χαρακτήρα, της πολυπλοκότητας και των δυνητικών συνεπειών του θέματος. Το αυτό ισχύει κατ'αναλογία για συστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 4.

2.   Οι αποφάσεις της Αρχής αναφέρουν τους λόγους στους οποίους βασίζονται.

3.   Οι αποδέκτες των αποφάσεων της Αρχής ενημερώνονται σχετικά με τα διαθέσιμα μέσα προσφυγής που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

4.   Αν η Αρχή έχει λάβει απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2 ή 3, επανεξετάζει αυτή την απόφαση στα ενδεδειγμένα χρονικά διαστήματα.

5.   Οι αποφάσεις που λαμβάνει η Αρχή δυνάμει των άρθρων 9, 10 και 11 δημοσιοποιούνται και αναφέρουν την ταυτότητα της αρμόδιας αρχής ή του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος που αφορούν και το γενικό περιεχόμενο της απόφασης , εκτός εάν η δημοσίευση αυτή έρχεται σε σύγκρουση με το έννομο συμφέρον των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων όσον αφορά την προστασία του επαγγελματικού απορρήτου τους ή θα μπορούσε να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης .

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΟΡΓΑΝΩΣΗ

Ενότητα 1

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΠΟΠΤΩΝ

Άρθρο 25

Σύνθεση

1.   Το Συμβούλιο Εποπτών συγκροτείται από:

α)

τον Πρόεδρο, ο οποίος δεν έχει δικαίωμα ψήφου·

β)

τον Προϊστάμενο της εθνικής δημόσιας αρχής που είναι αρμόδια για την εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1 σε κάθε κράτος μέλος, ο οποίος συμμετέχει στις συνεδριάσεις τουλάχιστον δύο φορές ετησίως ·

γ)

έναν εκπρόσωπο της Επιτροπής, ο οποίος δεν έχει δικαίωμα ψήφου·

δ)

έναν εκπρόσωπο του ΕΣΣΚ, ο οποίος δεν έχει δικαίωμα ψήφου·

ε)

έναν εκπρόσωπο καθεμιάς από τις άλλες δυο Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

1α.     Το Συμβούλιο Εποπτών συγκαλεί συνεδριάσεις με τις Ομάδες Συμφεροντούχων τακτικά, τουλάχιστον δύο φορές ετησίως.

2.   Κάθε αρμόδια αρχή ▐ είναι υπεύθυνη για τον ορισμό ενός αναπληρωματικού μέλους υψηλού επιπέδου από την αρχή ▐, το οποίο μπορεί να αντικαθιστά το μέλος του Συμβουλίου Εποπτών που αναφέρεται στην παράγραφο 1, σημείο (β) σε περίπτωση όπου το πρόσωπο αυτό κωλύεται να παραστεί.

2α.     Σε κράτη μέλη με πλείονες αρμόδιες αρχές για την σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό εποπτεία, οι εν λόγω αρχές αποφασίζουν μεταξύ τους τον τρόπο άσκησης της εκπροσώπησής τους, περιλαμβανομένων και των ψήφων δυνάμει του άρθρου 29.

3.   Το Συμβούλιο Εποπτών μπορεί να αποφασίσει να δεχτεί παρατηρητές.

Ο Εκτελεστικός Διευθυντής μπορεί να συμμετέχει στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Εποπτών χωρίς δικαίωμα ψήφου.

Άρθρο 26

Εσωτερικές επιτροπές και ομάδες

1.   Το Συμβούλιο Εποπτών μπορεί να συγκροτεί εσωτερικές επιτροπές ή ομάδες για συγκεκριμένα καθήκοντα που ανατίθενται στο Συμβούλιο Εποπτών, και μπορεί να προβλέπει την ανάθεση ορισμένων σαφώς καθορισμένων καθηκόντων και αποφάσεων σε εσωτερικές επιτροπές ή ομάδες, στο Διοικητικό Συμβούλιο ή στον Πρόεδρο.

2.   Για τους σκοπούς του άρθρου 11, το Συμβούλιο Εποπτών συγκαλεί ανεξάρτητη ομάδα με ισόρροπη σύνθεση μελών για να διευκολύνει αμερόληπτη διευθέτηση της διαφωνίας, ομάδα η οποία αποτελείται από τον πρόεδρο και δυο από τα μέλη του συμβουλίου, τα οποία δεν εκπροσωπούν τις διαφωνούσες αρμόδιες αρχές και δεν έχουν κανένα συμφέρον στη διένεξη ούτε άμεσους δεσμούς με τις σχετικές αρμόδιες αρχές .

2α.     Με την επιφύλαξη του άρθρου 11, παράγραφος 2 η ομάδα προτείνει απόφαση για οριστική έγκριση από το Συμβούλιο Εποπτών, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο τρίτο εδάφιο του άρθρου 29, παράγραφος 1.

2β.     Το Συμβούλιο Εποπτών εγκρίνει τον εσωτερικό κανονισμό της ομάδας στην οποία παραπέμπει η παράγραφος 2.

Άρθρο 27

Ανεξαρτησία

1.    Κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων που του ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού, ο πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Εποπτών με δικαίωμα ψήφου ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά αποκλειστικά υπέρ του συμφέροντος της Ένωσης στο σύνολό της και δεν ζητούν ούτε δέχονται οδηγίες από θεσμικά όργανα ή φορείς της Ένωσης , από την κυβέρνηση κάποιου κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

2.     Τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι λοιποί δημόσιοι ή ιδιωτικοί φορείς δεν επιδιώκουν να επηρεάσουν τα μέλη του Συμβουλίου Εποπτών κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

Άρθρο 28

Καθήκοντα

1.   Το Συμβούλιο Εποπτών καθοδηγεί το έργο της Αρχής και είναι υπεύθυνο για τη λήψη των αποφάσεων που αναφέρονται στο Κεφάλαιο ΙΙ.

2.   Το Συμβούλιο Εποπτών εγκρίνει τις γνώμες, τις συστάσεις και τις αποφάσεις και εκδίδει τις συμβουλές που αναφέρονται στο Κεφάλαιο ΙΙ.

3.   Το Συμβούλιο Εποπτών ορίζει τον Πρόεδρο.

4.   Το Συμβούλιο Εποπτών εγκρίνει, πριν τις 30 Σεπτεμβρίου εκάστου έτους, μετά από πρόταση του Διοικητικού Συμβουλίου, το πρόγραμμα εργασίας της Αρχής για το επόμενο έτος και το διαβιβάζει προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

Το πρόγραμμα εργασίας εγκρίνεται με την επιφύλαξη της ετήσιας διαδικασίας για τον προϋπολογισμό και δημοσιοποιείται.

4α.     Το Συμβούλιο Εποπτών, κατόπιν προτάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου, εγκρίνει την ετήσια έκθεση σχετικά με τα πεπραγμένα της Αρχής, περιλαμβανομένης και της επιτέλεσης των καθηκόντων του από τον Πρόεδρο, βάσει του σχεδίου ετήσιας έκθεσης στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 38, παράγραφος 7 και διαβιβάζει την εν λόγω έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή, το Ελεγκτικό Συνέδριο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή έως τις 15 Ιουνίου εκάστου έτους. Η έκθεση δημοσιοποιείται.

5.   Το Συμβούλιο Εποπτών εγκρίνει το πολυετές πρόγραμμα εργασίας της Αρχής και το διαβιβάζει προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

Το πολυετές πρόγραμμα εργασίας εγκρίνεται με την επιφύλαξη της ετήσιας διαδικασίας για τον προϋπολογισμό και δημοσιοποιείται.

6.   Το Συμβούλιο Εποπτών εγκρίνει ▐ τον προϋπολογισμό σύμφωνα με το άρθρο 49.

7.   Το Συμβούλιο Εποπτών ασκεί πειθαρχική εξουσία επί του Προέδρου και του Εκτελεστικού Διευθυντή και μπορεί να τους παύει από τα καθήκοντά τους σύμφωνα με το άρθρο 33, παράγραφος 5 ή το άρθρο 36, παράγραφος 5 αντίστοιχα.

Άρθρο 29

Λήψη αποφάσεων

1.   ▐ Απόφαση του Συμβουλίου Εποπτών λαμβάνεται από τα μέλη του με απλή πλειοψηφία σύμφωνα με την αρχή «ένα μέλος μία ψήφος» .

Όσον αφορά τις πράξεις που ορίζονται στα άρθρα 7 και 8 καθώς και τα μέτρα και τις αποφάσεις που εγκρίνονται δυνάμει του Κεφαλαίου VΙ και κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου, το Συμβούλιο Εποπτών λαμβάνει αποφάσεις με ειδική πλειοψηφία των μελών του, όπως ορίζεται στο άρθρο 16, παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου αριθ. 36 σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Όσον αφορά αποφάσεις σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 3, για αποφάσεις που λαμβάνει η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, η απόφαση που προτείνεται από την ομάδα θεωρείται εγκριθείσα εάν εγκριθεί με απλή πλειοψηφία, εκτός εάν απορριφθεί από μέλη που αντιπροσωπεύουν μειοψηφία αρνησικυρίας των ψήφων όπως ορίζεται στο άρθρο 16, παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου αριθ. 36 σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις το οποίο προσαρτάται στην Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Συνθήκη για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Όσον αφορά όλες τις άλλες διατάξεις σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 3, η απόφαση που προτείνει η ομάδα εγκρίνεται με απλή πλειοψηφία των μελών του Συμβουλίου Εποπτών σύμφωνα με την αρχή «ένα μέλος μία ψήφος».

2.   Οι συνεδριάσεις του Συμβουλίου Εποπτών συγκαλούνται από τον Πρόεδρο, ιδία πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος του ενός τρίτου των μελών του, και προεδρεύονται από τον Πρόεδρο.

3.   Το Συμβούλιο Εποπτών εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

4.   Ο εσωτερικός κανονισμός ορίζει λεπτομερώς τις ρυθμίσεις που διέπουν την ψηφοφορία, συμπεριλαμβανομένων, όταν απαιτείται, των κανόνων που διέπουν τις απαρτίες. Τα μέλη χωρίς δικαίωμα ψήφου και οι παρατηρητές, εκτός από τον Πρόεδρο και τον Εκτελεστικό Διευθυντή, δεν παρίστανται σε συζητήσεις του Συμβουλίου Εποπτών όσον αφορά μεμονωμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στο άρθρο 61 ή στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1, παράγραφος 2.

Ενότητα 2

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Άρθρο 30

Σύνθεση

1.   Το Διοικητικό Συμβούλιο συγκροτείται από τον Πρόεδρο και έξι άλλα μέλη του Συμβουλίου Εποπτών, που εκλέγονται από τα μέλη του Συμβουλίου Εποπτών με δικαίωμα ψήφου .

Για κάθε μέλος εκτός από τον Πρόεδρο υπάρχει ένα αναπληρωματικό μέλος, το οποίο μπορεί να αντικαθιστά το μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, αν το εν λόγω μέλος κωλύεται να παραστεί.

Η θητεία των μελών που εκλέγονται από το Συμβούλιο Εποπτών διαρκεί δυόμισι έτη. Μπορεί να ανανεωθεί άπαξ. Η σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου είναι ισόρροπη και αναλογική και αντικατοπτρίζει την Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολό της. Οι θητείες αλληλεπικαλύπτονται και εφαρμόζεται κατάλληλο σύστημα εκ περιτροπής.

2.   Οι αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου λαμβάνονται με πλειοψηφία των παρόντων μελών. Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο.

Ο εκτελεστικός διευθυντής και ένας εκπρόσωπος της Επιτροπής συμμετέχουν στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου χωρίς δικαίωμα ψήφου.

Ο εκπρόσωπος της Επιτροπής έχει δικαίωμα ψήφου για θέματα που αναφέρονται στο άρθρο 49.

Το Διοικητικό Συμβούλιο εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

3.   Οι συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου συγκαλούνται από τον Πρόεδρο ιδία πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος τουλάχιστον του ενός τρίτου των μελών του, και προεδρεύονται από τον Πρόεδρο.

Το Διοικητικό Συμβούλιο συνέρχεται πριν από κάθε συνεδρίαση του Συμβουλίου Εποπτών και όσο συχνά κρίνεται αναγκαίο. Συνέρχεται τουλάχιστον πέντε φορές το χρόνο σε ▐ σύνοδο.

4.   Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου δύνανται, με την επιφύλαξη του εσωτερικού κανονισμού, να επικουρούνται από συμβούλους ή εμπειρογνώμονες. Τα μέλη χωρίς δικαίωμα ψήφου εκτός από τον Εκτελεστικό Διευθυντή δεν παρίστανται σε συζητήσεις του Διοικητικού Συμβουλίου που σχετίζονται με μεμονωμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

Άρθρο 31

Ανεξαρτησία

Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά αποκλειστικά υπέρ του συμφέροντος της Ένωσης στο σύνολό της και δεν ζητούν ούτε δέχονται οδηγίες από θεσμικά όργανα ή φορείς της Ένωσης , από την κυβέρνηση κάποιου κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

Τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα ή οργανισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι λοιποί δημόσιοι ή ιδιωτικοί φορείς δεν επιδιώκουν να επηρεάσουν τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου.

Άρθρο 32

Καθήκοντα

1.   Το Διοικητικό Συμβούλιο εξασφαλίζει ότι η Αρχή εκπληρώνει την αποστολή της και εκτελεί τα καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

2.   Το Διοικητικό Συμβούλιο προτείνει στο Συμβούλιο Εποπτών ετήσιο και πολυετές πρόγραμμα εργασίας προς έγκριση.

3.   Το Διοικητικό Συμβούλιο ασκεί τις σχετικές με τον προϋπολογισμό εξουσίες του σύμφωνα με τα άρθρα 49 και 50.

4.   Το Διοικητικό Συμβούλιο εγκρίνει το σχέδιο πολιτικής προσωπικού της Αρχής και, σύμφωνα με το άρθρο 54, παράγραφος 2, τα μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εφεξής «Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης»).

5.   Το Διοικητικό Συμβούλιο εγκρίνει τις ειδικές διατάξεις σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 58.

6.   Το Διοικητικό Συμβούλιο προτείνει ετήσια έκθεση σχετικά με τα πεπραγμένα της Αρχής, περιλαμβανομένης και της επιτέλεσης των καθηκόντων του από τον Πρόεδρο, βάσει του σχεδίου έκθεσης στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 38, παράγραφος 7 στο Συμβούλιο Εποπτών προς έγκριση και υποβολή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

7.   Το Διοικητικό Συμβούλιο εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

8.   Το Διοικητικό Συμβούλιο διορίζει και παύει τα μέλη του Συμβουλίου Προσφυγών σύμφωνα με το άρθρο 44, παράγραφοι 3 και 5.

Ενότητα 3

ΠΡΟΕΔΡΟΣ

Άρθρο 33

Διορισμός και καθήκοντα

1.   Η Αρχή εκπροσωπείται από τον Πρόεδρο, ο οποίος είναι ανεξάρτητος επαγγελματίας πλήρους απασχόλησης.

Ο Πρόεδρος είναι υπεύθυνος για την προετοιμασία της εργασίας του Συμβουλίου Εποπτών και προεδρεύει στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Εποπτών και του Διοικητικού Συμβουλίου.

2.   Ο πρόεδρος διορίζεται από το συμβούλιο εποπτών με κριτήρια τα προσόντα, τις ικανότητες, τις γνώσεις του για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και αγορές, και την πείρα του σχετικά με τη χρηματοπιστωτική εποπτεία και ρύθμιση, μετά από ανοικτή διαδικασία επιλογής την οποία οργανώνει και διαχειρίζεται η Επιτροπή .

Η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατάλογο τελικής επιλογής με τρεις υποψηφίους. Μετά τη διεξαγωγή των ακροάσεων των εν λόγω υποψηφίων το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επιλέγει έναν από αυτούς. Ο υποψήφιος που επελέγη διορίζεται από το Συμβούλιο Εποπτών.

Επίσης το Συμβούλιο Εποπτών επιλέγει μεταξύ των μελών του αναπληρωτή, που ασκεί τις λειτουργίες του Προέδρου όταν ο τελευταίος απουσιάζει. Ο αναπληρωτής δεν είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου.

3.   Η θητεία του Προέδρου διαρκεί πέντε έτη και είναι άπαξ ανανεώσιμη.

4.   Κατά το εννεάμηνο που προηγείται της λήξης της πενταετούς θητείας του Προέδρου, το Συμβούλιο Εποπτών αποτιμά:

α)

τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν κατά την πρώτη θητεία και τον τρόπο με τον οποίο επιτεύχθηκαν·

β)

τα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της Αρχής για τα επόμενα έτη.

Λαμβάνοντας υπόψη την αποτίμηση, το Συμβούλιο Εποπτών μπορεί να παρατείνει τη θητεία του Προέδρου άπαξ, με την επιφύλαξη επικύρωσης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

5.   Ο Πρόεδρος μπορεί να παυθεί από τα καθήκοντά του μόνο από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ύστερα από απόφαση του Συμβουλίου Εποπτών .

Ο Πρόεδρος δεν μπορεί να εμποδίσει το Συμβούλιο Εποπτών να συζητήσει θέματα σχετικά με τον Πρόεδρο, μεταξύ άλλων όσον αφορά την ανάγκη απομάκρυνσής του, και δεν συμμετέχει στη λήψη αποφάσεων που σχετίζονται με αυτό το θέμα.

Άρθρο 34

Ανεξαρτησία

Με την επιφύλαξη του ρόλου του Συμβουλίου Εποπτών όσον αφορά τα καθήκοντα του Προέδρου, ο τελευταίος δεν ζητεί ούτε δέχεται οδηγίες από θεσμικά όργανα ή φορείς της Ευρωπαϊκής Ένωσης , από την κυβέρνηση κάποιου κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

Τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οιοσδήποτε δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας δεν επιδιώκουν να επηρεάσουν τον Πρόεδρο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης στον οποίο παραπέμπει το άρθρο 54, ο Πρόεδρος, μετά την έξοδό του από την υπηρεσία, εξακολουθεί να δεσμεύεται από την υποχρέωση να συμπεριφέρεται με ακεραιότητα και διακριτικότητα σε σχέση με την αποδοχή ορισμένων θέσεων και ευεργετημάτων.

Άρθρο 35

Έκθεση

1.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μπορεί να ζητήσουν από τον Πρόεδρο ή τον αναπληρωτή του, σεβόμενα πλήρως την ανεξαρτησία του /της , να καταθέσει. Ο Πρόεδρος καταθέτει ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και απαντά σε οποιεσδήποτε ερωτήσεις των μελών του οποτεδήποτε του ζητηθεί .

2.    Ο Πρόεδρος προβαίνει σε γραπτή αναφορά σχετικά με τις κύριες δραστηριότητες της Αρχής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όταν του ζητηθεί και τουλάχιστον 15 ημέρες πριν προβεί στην κατάθεση στην οποία παραπέμπει η παράγραφος 1 .

2α.     Πέραν των πληροφοριών μνεία των οποίων γίνεται στα άρθρα 7α έως 7ε, 8, 9, 10, 11α και 18, η έκθεση περιλαμβάνει επίσης οιεσδήποτε πληροφορίες ζητήσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε βάση ad hoc.

Ενότητα 4

ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ

Άρθρο 36

Διορισμός

1.   Την Αρχή διοικεί ο Εκτελεστικός Διευθυντής, ο οποίος είναι ανεξάρτητος επαγγελματίας πλήρους απασχόλησης.

2.   Ο Εκτελεστικός Διευθυντής διορίζεται από το Συμβούλιο Εποπτών με κριτήρια τα προσόντα, τις ικανότητες, τις γνώσεις του για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και αγορές και την πείρα του σχετικά με τη χρηματοπιστωτική εποπτεία και ρύθμιση, μετά από ανοικτή διαδικασία επιλογής και επικύρωση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο .

3.   Η θητεία του Εκτελεστικού Διευθυντή διαρκεί πέντε έτη και είναι άπαξ ανανεώσιμη.

4.   Κατά το εννεάμηνο που προηγείται της λήξης της πενταετούς θητείας του Εκτελεστικού Διευθυντή, το Συμβούλιο Εποπτών πραγματοποιεί αποτίμηση.

Σε αυτή την αποτίμηση το Συμβούλιο Εποπτών αποτιμά ειδικά:

α)

τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν κατά την πρώτη θητεία και τον τρόπο με τον οποίο επιτεύχθηκαν·

β)

τα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της Αρχής για τα επόμενα έτη.

Λαμβάνοντας υπόψη την αποτίμηση, το Συμβούλιο Εποπτών μπορεί να παρατείνει τη θητεία του Εκτελεστικού Διευθυντή άπαξ.

5.   Ο Εκτελεστικός Διευθυντής μπορεί να παυθεί μόνο με απόφαση του Συμβουλίου Εποπτών.

Άρθρο 37

Ανεξαρτησία

1.    Με την επιφύλαξη αντιστοίχως των ρόλων του Διοικητικού Συμβουλίου και του Συμβουλίου Εποπτών όσον αφορά τα καθήκοντα του Εκτελεστικού Διευθυντή, ο Εκτελεστικός Διευθυντής δεν ζητεί ούτε λαμβάνει οδηγίες από κυβέρνηση, αρχή, οργανισμό ή πρόσωπο εκτός της Αρχής.

2.     Τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οιοσδήποτε δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας δεν επιδιώκει να επηρεάσει τον Εκτελεστικό Διευθυντή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης στον οποίο παραπέμπει το άρθρο 54, ο Εκτελεστικός Διευθυντής, μετά την έξοδό του από την υπηρεσία, εξακολουθεί να δεσμεύεται από την υποχρέωση να συμπεριφέρεται με ακεραιότητα και διακριτικότητα σε σχέση με την αποδοχή ορισμένων θέσεων και ευεργετημάτων.

Άρθρο 38

Καθήκοντα

1.   Ο Εκτελεστικός Διευθυντής είναι υπεύθυνος για τη διοίκηση της Αρχής και προετοιμάζει το έργο του Διοικητικού Συμβουλίου.

2.   Ο Εκτελεστικός Διευθυντής είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση του ετήσιου προγράμματος εργασίας της Αρχής υπό την καθοδήγηση του Συμβουλίου Εποπτών και υπό τον έλεγχο του Διοικητικού Συμβουλίου.

3.   Ο Εκτελεστικός Διευθυντής λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, ιδίως την έκδοση εσωτερικών διοικητικών εντολών και τη δημοσίευση ανακοινώσεων, για να εξασφαλίσει τη λειτουργία της Αρχής σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

4.   Ο Εκτελεστικός Διευθυντής καταρτίζει πολυετές πρόγραμμα εργασίας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 32, παράγραφος 2.

5.   Κάθε έτος, έως τις 30 Ιουνίου, ο Εκτελεστικός Διευθυντής καταρτίζει πρόγραμμα εργασίας για το επόμενο έτος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 32, παράγραφος 2.

6.   Ο Εκτελεστικός Διευθυντής καταρτίζει προσχέδιο προϋπολογισμού της Αρχής σύμφωνα με το άρθρο 49 και εκτελεί τον προϋπολογισμό της Αρχής σύμφωνα με το άρθρο 50.

7.   Κάθε έτος ο Εκτελεστικός Διευθυντής συντάσσει σχέδιο ετήσιας έκθεσης που περιλαμβάνει μία ενότητα για τις ρυθμιστικές και εποπτικές δραστηριότητες της Αρχής και μία ενότητα για θέματα χρηματοπιστωτικής και διοικητικής φύσης.

8.   Όσον αφορά το προσωπικό της Αρχής, ο Εκτελεστικός Διευθυντής ασκεί τις εξουσίες που ορίζονται στο άρθρο 54 και διαχειρίζεται τα θέματα προσωπικού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ▐

Ενότητα 2

ΜΙΚΤΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΕΠΟΠΤΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ

Άρθρο 40

Ίδρυση

1.   Συγκροτείται η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή ( Μικτή Επιτροπή ) .

2.   Η Μικτή Επιτροπή αποτελεί φόρουμ, όπου η Αρχή συνεργάζεται τακτικά και στενά και εξασφαλίζει διατομεακή συνέπεια με τις άλλες ΕΕΑ, ιδίως όσον αφορά:

τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων·

τη λογιστική και τους λογιστικούς ελέγχους·

τις μικροπροληπτικές αναλύσεις των διατομεακών εξελίξεων, των κινδύνων και των ευαίσθητων σημείων για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα·

τα επενδυτικά προϊόντα για το ευρύ κοινό·

τα μέτρα για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες· και

την ανταλλαγή πληροφοριών με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου και την ανάπτυξη σχέσεων μεταξύ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου και των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών .

3.    Η Μικτή Επιτροπή έχει προσωπικό που εργάζεται για αυτήν παρεχόμενο από τις τρεις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές και δρα ως γραμματεία Η Αρχή διαθέτει επαρκείς πόρους για την κάλυψη των διοικητικών δαπανών, δαπανών υποδομής και λειτουργικών δαπανών.

Άρθρο 40α

Εποπτεία

Στην περίπτωση όπου χρηματοπιστωτικό ίδρυμα καλύπτει διαφορετικούς τομείς, η Μικτή Επιτροπή επιλύει διαφορές σύμφωνα με το άρθρο 42 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 41

Σύνθεση

1.   Η Μικτή Επιτροπή ▐ αποτελείται από τους προέδρους των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών και, ανάλογα με την περίπτωση, τον πρόεδρο υποεπιτροπής συγκροτούμενης βάσει του άρθρου 43.

2.   Στις συνεδριάσεις του συμβουλίου της Μικτής Επιτροπής καθώς και των υποεπιτροπών σε μνεία των οποίων προβαίνει το άρθρο 43 προσκαλούνται ως παρατηρητές ο Εκτελεστικός Διευθυντής, ένας εκπρόσωπος της Επιτροπής και το ΕΣΣΚ.

3.   Ο πρόεδρος της Μικτής Επιτροπής ▐ ορίζεται ετησίως εκ περιτροπής μεταξύ των προέδρων της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών. Ο Πρόεδρος της Μικτής Επιτροπής που ορίζεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου διορίζεται επίσης Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου.

4.   Η Μικτή Επιτροπή ▐ εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό της. Ο κανονισμός αυτός μπορεί να ορίζει επιπλέον συμμετέχοντες στις συνεδριάσεις της Μικτής Επιτροπής.

Η Μικτή Επιτροπή ▐ συνέρχεται τουλάχιστον μια φορά το δίμηνο.

Άρθρο 42

Κοινές θέσεις και κοινές πράξεις

Εφόσον είναι αναγκαίο, στο πλαίσιο των καθηκόντων της που ορίζονται στο Κεφάλαιο II, και ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, η Αρχή καταλήγει σε κοινές θέσεις με την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών και με την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών, ανάλογα με την περίπτωση.

Οι πράξεις βάσει των άρθρων 7, 9, 10, ή 11 του παρόντος κανονισμού που αφορούν την εφαρμογή της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και κάθε άλλης νομοθετικής πράξης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, που εμπίπτει επίσης στο πεδίο αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών ή της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγοράς, εγκρίνονται από την Αρχή, την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, και την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών, ανάλογα με την περίπτωση, παράλληλα.

Άρθρο 43

Υποεπιτροπές

1.    Για τους σκοπούς του άρθρου 42, συστήνεται υποεπιτροπή χρηματοπιστωτικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων στη Μικτή Επιτροπή ▐.

2.    Η εν λόγω υποεπιτροπή συγκροτείται από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 41, παράγραφος 1 και από έναν υψηλόβαθμο εκπρόσωπο από κάθε κράτος μέλος, προερχόμενο από το εν ενεργεία προσωπικό της οικείας αρμόδιας αρχής.

3.    Η υποεπιτροπή εκλέγει μεταξύ των μελών της πρόεδρο, ο οποίος είναι επίσης μέλος της Μικτής Επιτροπής ▐.

4.    Η Μικτή Επιτροπή μπορεί να συγκροτεί και άλλες Υποεπιτροπές.

Ενότητα 3

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ

Άρθρο 44

Σύνθεση

1.   Το Συμβούλιο Προσφυγών είναι κοινός φορέας των τριών Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών .

2.   Το Συμβούλιο Προσφυγών περιλαμβάνει έξι τακτικά και έξι αναπληρωματικά μέλη, τα οποία είναι πρόσωπα υψίστης εντιμότητας με αποδεδειγμένο ιστορικό σχετικών γνώσεων και επαγγελματικής και εποπτικής πείρας αρκούντως υψηλού επιπέδου στον τομέα των τραπεζικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών, κινητών αξιών και αγορών ή λοιπών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών , αποκλειόμενου του εν ενεργεία προσωπικού των αρμόδιων αρχών ή άλλων εθνικών ή ενωσιακών οργάνων που συμμετέχουν στις δραστηριότητες της Αρχής. Σημαντικός αριθμός των μελών του Συμβουλίου Προσφυγών έχουν επαρκή νομική εμπειρογνωμοσύνη για να παρέχουν εμπεριστατωμένες νομικές συμβουλές στην Αρχή σχετικά με το σύννομο του τρόπου με τον οποίον ασκεί τις εξουσίες της.

Το Συμβούλιο Προσφυγών ορίζει τον πρόεδρό του.

Οι αποφάσεις του Συμβουλίου Προσφυγών λαμβάνονται με πλειοψηφία τουλάχιστον τεσσάρων από τα έξι μέλη του. Εάν η απόφαση κατά της οποίας ασκείται προσφυγή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, η εν λόγω πλειοψηφία των τεσσάρων μελών περιλαμβάνει τουλάχιστον ένα από τα δύο μέλη του Συμβουλίου Προσφυγών που όρισε η Αρχή.

Το Συμβούλιο Προσφυγών συγκαλείται από τον πρόεδρό του όποτε παραστεί ανάγκη.

3.   Δύο μέλη του Συμβουλίου Προσφυγών και δυο αναπληρωματικά ορίζονται από το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής από κατάλογο τελικής επιλογής τον οποίο προτείνει η Επιτροπή, μετά από δημόσια πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και μετά από διαβούλευση με το Συμβούλιο Εποπτών.

Τα υπόλοιπα μέλη ορίζονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ] και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ].

4.   Η θητεία των μελών του Συμβουλίου Προσφυγών διαρκεί πέντε έτη. Η θητεία αυτή μπορεί να ανανεωθεί άπαξ.

5.   Μέλος του Συμβουλίου Προσφυγών, το οποίο ορίστηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής, δεν είναι δυνατό να παυθεί κατά τη διάρκεια της θητείας του, εκτός αν κριθεί ένοχος για σοβαρό παράπτωμα και το Διοικητικό Συμβούλιο λάβει σχετική απόφαση, αφού προηγουμένως διαβουλευτεί με το Συμβούλιο Εποπτών.

6.   Η ▐ Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών εξασφαλίζουν επαρκή επιχειρησιακή και γραμματειακή υποστήριξη του Συμβουλίου Προσφυγών μέσω της Μικτής Επιτροπής .

Άρθρο 45

Ανεξαρτησία και αμεροληψία

1.   Τα μέλη του Συμβουλίου Προσφυγών είναι ανεξάρτητα κατά τη λήψη των αποφάσεών τους. Δεν δεσμεύονται από οδηγίες. Δεν επιτρέπεται να εκτελούν άλλα καθήκοντα στην Αρχή, στο Διοικητικό της Συμβούλιο ή στο Συμβούλιο Εποπτών της.

2.   Τα μέλη των Συμβουλίων προσφυγών δεν επιτρέπεται να συμμετέχουν σε εκδίκαση προσφυγής στην οποία έχουν προσωπικό συμφέρον, ή στην οποία είχαν προηγουμένως παρέμβει ως αντιπρόσωποι ενός διαδίκου, ή εάν συνέπραξαν στην απόφαση κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή.

3.   Εάν μέλος του Συμβουλίου Προσφυγών κρίνει ότι κάποιο άλλο μέλος δεν πρέπει να συμμετάσχει στην εκδίκαση προσφυγής για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο, ενημερώνει σχετικά το συμβούλιο προσφυγών.

4.   Οποιοδήποτε μέρος της εκδίκασης προσφυγής μπορεί να έχει αντίρρηση σχετικά με τη συμμετοχή μέλους του Συμβουλίου Προσφυγών για κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, ή αν υπάρχουν υποψίες για μεροληπτική στάση.

Η ένσταση δεν μπορεί να βασίζεται στην εθνικότητα μελών, ούτε είναι παραδεκτή αν, έχοντας επίγνωση του λόγου ένστασης, το μέρος της εκδίκασης της προσφυγής προέβη παρόλα αυτά σε άλλο διαδικαστικό βήμα, και όχι στην ένσταση στη σύνθεση του Συμβουλίου Προσφυγών.

5.   Το Συμβούλιο Προσφυγών αποφασίζει για τα ληπτέα μέτρα στις περιπτώσεις των παραγράφων 1 και 2 χωρίς τη συμμετοχή του υπόψη μέλους.

Για τη λήψη της εν λόγω απόφασης, το υπόψη μέλος αντικαθίσταται στο Συμβούλιο Προσφυγών από το αναπληρωματικό μέλος του, εκτός αν και το τελευταίο μέλος βρίσκεται στην ίδια κατάσταση. Αν συμβεί αυτό, ο Πρόεδρος ορίζει ως αντικαταστάτη κάποιο από τα διαθέσιμα αναπληρωματικά μέλη.

6.   Τα μέλη του Συμβουλίου Προσφυγών δεσμεύονται να ενεργούν ανεξάρτητα και υπέρ του δημοσίου συμφέροντος.

Για το σκοπό αυτό, υποβάλλουν δήλωση δεσμεύσεων και δήλωση συμφερόντων, όπου δηλώνουν είτε την απουσία κάθε συμφέροντος που μπορεί να θεωρηθεί ότι θίγει την ανεξαρτησία τους, είτε κάθε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον που μπορεί να θεωρηθεί ότι θίγει την ανεξαρτησία τους.

Οι δηλώσεις αυτές γίνονται δημοσίως, κάθε έτος και εγγράφως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

Άρθρο 46

Προσφυγές

1.   Οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων των αρμόδιων αρχών, μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά απόφασης της Αρχής αναφερόμενης στα άρθρα 9, 10 και 11 και οποιαδήποτε άλλης απόφασης που ελήφθη από την Αρχή σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η οποία απευθύνεται στο εν λόγω πρόσωπο, ή κατά απόφασης η οποία, παρότι έχει τη μορφή απόφασης απευθυνόμενης προς κάποιο άλλο πρόσωπο, αφορά άμεσα και μεμονωμένα το εν λόγω πρόσωπο.

2.   Η προσφυγή, συνοδευόμενη από το αιτιολογικό της υπόμνημα, υποβάλλεται εγγράφως στην Αρχή εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης στον ενδιαφερόμενο ή, ελλείψει κοινοποίησης, από την ημέρα που η Αρχή δημοσίευσε την απόφασή της.

Το Συμβούλιο Προσφυγών αποφασίζει επί της προσφυγής εντός δυο μηνών από την κατάθεσή της.

3.   Προσφυγή που ασκείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.

Ωστόσο, το Συμβούλιο Προσφυγών μπορεί να αναστείλει την εφαρμογή της προσβαλλόμενης απόφασης, εάν κρίνει ότι το απαιτούν οι περιστάσεις.

4.   Εφόσον η προσφυγή είναι παραδεκτή, το Συμβούλιο Προσφυγών εξετάζει αν είναι βάσιμη. Καλεί τους διαδίκους ▐ να υποβάλουν, εντός καθορισμένης προθεσμίας, παρατηρήσεις επί των κοινοποιήσεων που τους έχει απευθύνει ή επί των ανακοινώσεων που προέρχονται από τους λοιπούς διαδίκους. Οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να διατυπώσουν τις απόψεις τους προφορικά.

5.   Το Συμβούλιο Προσφυγών μπορεί να επιβεβαιώσει την απόφαση που έλαβε το αρμόδιο όργανο της Αρχής ή ▐ να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο όργανο της Αρχής. Το όργανο αυτό δεσμεύεται από την απόφαση του Συμβουλίου Προσφυγών και εγκρίνει τροποποιημένη απόφαση για τη σχετική υπόθεση .

6.   Το Συμβούλιο Προσφυγών εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

7.   Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από το Συμβούλιο Προσφυγών είναι αιτιολογημένες και δημοσιοποιούνται από την Αρχή.

Άρθρο 47

Προσφυγές ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου

1.   Είναι δυνατή η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ή του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 263 της ΣΛΕΕ , κατά απόφασης του συμβουλίου προσφυγών ή, σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών, της Αρχής.

1α.     Τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, μπορούν να καταθέτουν απευθείας προσφυγή στο Δικαστήριο κατά των αποφάσεων της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 263 της ΣΛΕΕ.

2.   Σε περίπτωση που η Αρχή έχει υποχρέωση να ενεργήσει και δεν λαμβάνει απόφαση, μπορεί να ασκηθεί προσφυγή επί παραλείψει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ή του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 265 της ΣΛΕΕ .

3.   Η Αρχή υποχρεούται να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου ή του Δικαστηρίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 48

Προϋπολογισμός της Αρχής

1.   Τα έσοδα της Αρχής , η οποία είναι ευρωπαϊκός οργανισμός σύμφωνα με το άρθρο 185 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, συνίστανται συγκεκριμένα σε οιονδήποτε συνδυασμό των εξής :

α)

υποχρεωτικές εισφορές των εθνικών δημόσιων αρχών οι οποίες είναι αρμόδιες για την εποπτεία χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων , οι οποίες καταβάλλονται σύμφωνα με τύπο που βασίζεται στη στάθμιση των ψήφων ως έχει στο άρθρο 3, παράγραφος 3 του Πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη ΣΛΕΕ·

β)

επιχορήγηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση , που εγγράφεται στο γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τμήμα «Επιτροπή»)· η χρηματοδότηση της Αρχής από την Ένωση υπόκειται στην επίτευξη συμφωνίας από την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχής όπως προβλέπεται στο σημείο 47 της διοργανικής συμφωνίας της 17ης Μαΐου 2006 για τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση

γ)

τυχόν τέλη που καταβάλλονται στην Αρχή στις περιπτώσεις που ορίζονται στις σχετικές πράξεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης .

2.   Οι δαπάνες της Αρχής περιλαμβάνουν, τουλάχιστον, τις δαπάνες προσωπικού, τις αμοιβές, τις διοικητικές δαπάνες, τις δαπάνες υποδομής, τις δαπάνες επαγγελματικής επιμόρφωσης και τις λειτουργικές δαπάνες.

3.   Τα έσοδα και οι δαπάνες ισοσκελίζονται.

4.   Για κάθε οικονομικό έτος, που αντιστοιχεί στο ημερολογιακό έτος, για όλα τα έσοδα και τις δαπάνες της Αρχής πραγματοποιούνται προβλέψεις που εμφανίζονται στον προϋπολογισμό της Αρχής.

Άρθρο 49

Κατάρτιση του προϋπολογισμού

1.   Μέχρι τις 15 Φεβρουαρίου κάθε έτους, ο Εκτελεστικός Διευθυντής καταρτίζει για το επόμενο οικονομικό έτος κατάσταση προβλεπόμενων εσόδων και δαπανών και διαβιβάζει αυτό το προσχέδιο προϋπολογισμού, συνοδευόμενο από το οργανόγραμμα, στο Διοικητικό Συμβούλιο και το Συμβούλιο Εποπτών . Κάθε έτος, βάσει του προσχεδίου που καταρτίζεται από τον Εκτελεστικό Διευθυντή και εγκρίνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο , το Συμβούλιο Εποπτών συντάσσει κατάσταση προβλεπόμενων εσόδων και δαπανών της Αρχής για το επόμενο οικονομικό έτος. Αυτή η κατάσταση προβλέψεων, συνοδευόμενη από σχέδιο οργανογράμματος, διαβιβάζεται από το Συμβούλιο Εποπτών στην Επιτροπή μέχρι τις 31 Μαρτίου. Πριν από την έκδοση της κατάστασης προβλέψεων, το σχέδιο που κατάρτισε ο εκτελεστικός διευθυντής εγκρίνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο .

2.   Η κατάσταση προβλέψεων διαβιβάζεται από την Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, (τα οποία αποκαλούνται εφεξής «αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή»), μαζί με το προσχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3.   Βάσει της εν λόγω κατάστασης προβλέψεων, η Επιτροπή εγγράφει στο προσχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις προβλέψεις που κρίνει αναγκαίες για το οργανόγραμμα, και το ποσό της επιδότησης που θα επιβαρύνει το γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με τα άρθρα 313 και 314 ΣΛΕΕ .

4.   Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει το δυναμολόγιο για την Αρχή. Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει τις πιστώσεις για την επιδότηση της Αρχής.

5.   Ο προϋπολογισμός της Αρχής εγκρίνεται από το Συμβούλιο Εποπτών . Καθίσταται οριστικός μετά την οριστική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφόσον κριθεί αναγκαίο, αναπροσαρμόζεται δεόντως.

6.   Το συντομότερο δυνατό, το Διοικητικό Συμβούλιο γνωστοποιεί στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή την πρόθεσή του να εκτελέσει έργο που μπορεί να έχει σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις στη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού του, ιδίως όταν πρόκειται για έργα σχετικά με ακίνητα, όπως μίσθωση ή αγορά ακινήτων. Επίσης, πληροφορεί σχετικά την Επιτροπή. Σε περίπτωση όπου ένα από τα δύο σκέλη της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής προτίθεται να εκδώσει γνώμη, εντός δυο εβδομάδων από τη λήψη των πληροφοριών για το έργο γνωστοποιεί στην Αρχή την πρόθεσή του να εκδώσει την εν λόγω γνώμη. Αν δεν υπάρξει απάντηση, η Αρχή μπορεί να προχωρήσει στην εκτέλεση της προγραμματισμένης ενέργειας.

6α.     Για το πρώτο έτος λειτουργίας της Αρχής που περατούται στις 31 Δεκεμβρίου 2011, ο προϋπολογισμός εγκρίνεται από τα μέλη της επιτροπής επιπέδου 3, κατόπιν διαβούλευσης με την Επιτροπή και εν συνεχεία διαβιβάζεται προς έγκριση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Άρθρο 50

Εκτέλεση και έλεγχος του προϋπολογισμού

1.   Ο Εκτελεστικός Διευθυντής ενεργεί ως διατάκτης και εκτελεί τον προϋπολογισμό της Αρχής.

2.   Μέχρι την 1η Μαρτίου μετά τη λήξη κάθε οικονομικού έτους, ο υπόλογος της Αρχής διαβιβάζει στον υπόλογο της Επιτροπής και στο Ελεγκτικό Συνέδριο τους προσωρινούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από την έκθεση για τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση του οικονομικού έτους. Επίσης, ο υπόλογος της Αρχής διαβιβάζει την έκθεση για τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση στα μέλη του Συμβουλίου Εποπτών, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο μέχρι τις 31 Μαρτίου του επόμενου έτους.

Στη συνέχεια ο υπόλογος της Επιτροπής ενοποιεί τους προσωρινούς λογαριασμούς των θεσμικών οργάνων και των αποκεντρωμένων οργανισμών σύμφωνα με το άρθρο 128 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου (48) (εφεξής «δημοσιονομικός κανονισμός»).

3.   Αφού λάβει τις παρατηρήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τους προσωρινούς λογαριασμούς της Αρχής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 129 του δημοσιονομικού κανονισμού, ο Εκτελεστικός Διευθυντής, ενεργώντας με δική του ευθύνη, καταρτίζει τους οριστικούς λογαριασμούς της Αρχής και τους διαβιβάζει για γνωμοδότηση στο Διοικητικό Συμβούλιο.

4.   Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφαίνεται επί των οριστικών λογαριασμών της Αρχής.

5.   Μέχρι την 1η Ιουλίου μετά τη λήξη του οικονομικού έτους, ο Εκτελεστικός Διευθυντής διαβιβάζει τους εν λόγω οριστικούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από τη γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου, στα μέλη του Συμβουλίου Εποπτών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο.

6.   Οι οριστικοί λογαριασμοί δημοσιεύονται.

7.   Μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου ο Εκτελεστικός Διευθυντής διαβιβάζει στο Ελεγκτικό Συνέδριο απάντηση επί των παρατηρήσεών του. Επίσης διαβιβάζει αντίγραφο της εν λόγω απάντησης στο Διοικητικό Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

8.   Ο Εκτελεστικός Διευθυντής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μετά από αίτημα του τελευταίου και όπως προβλέπεται στο άρθρο 146, παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού, κάθε στοιχείο που απαιτείται για την εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας απαλλαγής για το υπόψη οικονομικό έτος.

9.   Μέχρι τις 15 Μαΐου του έτους Ν + 2, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μετά από σύσταση του Συμβουλίου που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, απαλλάσσει την Αρχή για την εκτέλεση του προϋπολογισμού (που περιλαμβάνει όλα τα κόστη και τα έσοδα της Αρχής) του οικονομικού έτους Ν.

Άρθρο 51

Δημοσιονομικοί κανόνες

Οι δημοσιονομικοί κανόνες που ισχύουν για την Αρχή εγκρίνονται από το Διοικητικό Συμβούλιο μετά από διαβούλευση με την Επιτροπή. Οι εν λόγω κανόνες δεν επιτρέπεται να αποκλίνουν από τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2343/2002 της Επιτροπής (49), εκτός αν αυτό απαιτούν οι συγκεκριμένες ανάγκες λειτουργίας της Αρχής και μόνο με την προηγούμενη συμφωνία της Επιτροπής.

Άρθρο 52

Μέτρα για την καταπολέμηση της απάτης

1.   Για την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης πράξης, εφαρμόζονται στην Αρχή χωρίς κανένα περιορισμό οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999.

2.   Η Αρχή προσχωρεί στη διοργανική συμφωνία, της 25ης Μαΐου 1999 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (50) και θεσπίζει αμέσως τις κατάλληλες διατάξεις οι οποίες εφαρμόζονται στο σύνολο του προσωπικού της Αρχής.

3.   Οι αποφάσεις και οι συμφωνίες χρηματοδότησης, καθώς και οι πράξεις εφαρμογής που απορρέουν από αυτές, προβλέπουν ρητά ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο και η OLAF μπορούν να διεξάγουν, εφόσον είναι αναγκαίο, επιτόπιους ελέγχους στους δικαιούχους πόρων που έχουν εκταμιευθεί από την Αρχή καθώς και στο προσωπικό που είναι αρμόδιο για τη χορήγηση των εν λόγω πόρων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VΙΙ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 53

Προνόμια και ασυλίες

Για την Αρχή και το προσωπικό της ισχύει το πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 54

Προσωπικό

1.   Για το προσωπικό της Αρχής, συμπεριλαμβανομένου του Εκτελεστικού Διευθυντή και του Προέδρου της, ισχύουν ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως, οι όροι απασχόλησης του λοιπού προσωπικού και οι κανόνες που θέσπισαν από κοινού τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εφαρμογή των ανωτέρω πράξεων.

2.   Το Διοικητικό Συμβούλιο, σε συμφωνία με την Επιτροπή, θεσπίζει τα απαραίτητα μέτρα εφαρμογής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 110 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.

3.   Όσον αφορά το προσωπικό της, η Αρχή ασκεί τις εξουσίες που παρέχουν στην αρχή διορισμού ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης και στην αρχή την εξουσιοδοτημένη να συνάπτει συμβάσεις οι όροι για το λοιπό προσωπικό.

4.   Το Διοικητικό Συμβούλιο εγκρίνει διατάξεις που επιτρέπουν την απόσπαση στην Αρχή εθνικών εμπειρογνωμόνων από κράτη μέλη.

Άρθρο 55

Ευθύνη της Αρχής

1.   Στην περίπτωση της εξωσυμβατικής ευθύνης, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, η Αρχή αποκαθιστά τις ζημίες που προξενεί η ίδια ή το προσωπικό της κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εκδικάζει κάθε διαφορά που αφορά την αποκατάσταση τέτοιων ζημιών.

2.   Η προσωπική οικονομική και πειθαρχική ευθύνη του προσωπικού της Αρχής έναντι της Αρχής διέπεται από τις σχετικές διατάξεις που ισχύουν για το προσωπικό της Αρχής.

Άρθρο 56

Υποχρέωση τήρησης επαγγελματικού απορρήτου

1.   Τα μέλη του Συμβουλίου Εποπτών και του Διοικητικού Συμβουλίου, ο Εκτελεστικός Διευθυντής και μέλη του προσωπικού της Αρχής, συμπεριλαμβανομένων υπαλλήλων από κράτη μέλη οι οποίοι έχουν αποσπαστεί προσωρινά και λοιπών προσώπων που εκτελούν καθήκοντα για την Αρχή βάσει συμβάσεως , υπόκεινται στις απαιτήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου σύμφωνα με το άρθρο 339 της ΣΛΕΕ και τις σχετικές διατάξεις της συναφούς νομοθεσίας της Ένωσης , ακόμη και μετά την παύση των καθηκόντων τους.

Σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης στον οποίο παραπέμπει το άρθρο 54, το προσωπικό, μετά την έξοδό του από την υπηρεσία, εξακολουθεί να δεσμεύεται από την υποχρέωση να συμπεριφέρεται με ακεραιότητα και διακριτικότητα σε σχέση με την αποδοχή ορισμένων θέσεων και ευεργετημάτων.

Τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα ή οργανισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι λοιποί δημόσιοι ή ιδιωτικοί φορείς δεν επιδιώκουν να επηρεάσουν τα μέλη της Αρχής.

2.   Με την επιφύλξη περιπτώσεων που διέπονται από το ποινικό δίκαιο, κάθε εμπιστευτική πληροφορία που λαμβάνουν πρόσωπα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν επιτρέπεται να γνωστοποιηθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή, παρά μόνο υπό περιληπτική ή συγκεντρωτική μορφή, έτσι ώστε να μην είναι δυνατή η αναγνώριση μεμονωμένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

Επιπλέον, η υποχρέωση που απορρέει από την παράγραφο 1 και από το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν εμποδίζει την Αρχή και τις εθνικές εποπτικές αρχές να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες για την επιβολή των νομοθετικών πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, και ειδικότερα στις δικαστικές διαδικασίες τις σχετικές με την έκδοση αποφάσεων.

3.   Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εμποδίζουν την αρχή να ανταλλάσσει πληροφορίες με εθνικές εποπτικές αρχές σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και με τη λοιπή νομοθεσία της Ένωσης που ισχύει για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

Οι πληροφορίες αυτές υπόκεινται στους όρους για το επαγγελματικό απόρρητο που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2. Στον εσωτερικό κανονισμό της η Αρχή ορίζει τις πρακτικές ρυθμίσεις για την εφαρμογή των κανόνων εμπιστευτικότητας που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.

4.   Η Αρχή εφαρμόζει την απόφαση 2001/844/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ, της Επιτροπής (51).

Άρθρο 57

Προστασία δεδομένων

Ο παρών κανονισμός ισχύει με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών αναφορικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ ή των υποχρεώσεων της Αρχής αναφορικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της.

Άρθρο 58

Πρόσβαση σε έγγραφα

1.   Για τα έγγραφα που έχει στην κατοχή της η Αρχή ισχύει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.

2.   Το Διοικητικό Συμβούλιο εγκρίνει πρακτικά μέτρα για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 ως τις 31 Μαΐου 2011.

3.   Οι αποφάσεις που λαμβάνει η Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 επιδέχονται καταγγελίας στο διαμεσολαβητή ή προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου, μετά από προσφυγή στο Συμβούλιο Προσφυγών, εφόσον αυτή προβλέπεται, υπό τους όρους των άρθρων 228 και 263 ΣΛΕΕ αντιστοίχως.

Άρθρο 59

Γλωσσικές ρυθμίσεις

1.   Για την Αρχή ισχύουν οι διατάξεις του κανονισμού αριθ. 1 του Συμβουλίου (52).

2.   Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφασίζει σχετικά με τις γλωσσικές ρυθμίσεις που εφαρμόζονται στην Αρχή.

3.   Οι μεταφραστικές υπηρεσίες που απαιτούνται για τη λειτουργία της Αρχής παρέχονται από το Μεταφραστικό Κέντρο των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 60

Συμφωνία για την έδρα

Οι αναγκαίες ρυθμίσεις σχετικά με τη στέγαση της Αρχής στο κράτος μέλος όπου εδρεύει και σχετικά με τις εγκαταστάσεις που πρέπει να θέσει στη διάθεσή της το εν λόγω κράτος μέλος, καθώς και οι ειδικοί κανόνες που ισχύουν σε αυτό το κράτος μέλος για τον Εκτελεστικό Διευθυντή, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, το προσωπικό της Αρχής και τα μέλη των οικογενειών τους, ορίζονται σε συμφωνία για την έδρα μεταξύ της Αρχής και του κράτους μέλους, η οποία συνάπτεται μετά από την λήψη έγκρισης του Διοικητικού Συμβουλίου.

Το εν λόγω κράτος μέλος εξασφαλίζει τις βέλτιστες δυνατές συνθήκες για την καλή λειτουργία της Αρχής, συμπεριλαμβανομένων της πολύγλωσσης και με ευρωπαϊκό προσανατολισμό εκπαίδευσης και των κατάλληλων δρομολογίων των μέσων μεταφοράς

Άρθρο 61

Συμμετοχή τρίτων χωρών

1.    Η συμμετοχή στο έργο της Αρχής είναι ανοικτή στις χώρες που δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και που έχουν συνάψει με την Ένωση συμφωνίες με τις οποίες έχουν υιοθετήσει και εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης στον τομέα αρμοδιότητας της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2.

1α.     Η Αρχή μπορεί να επιτρέπει τη συμμετοχή τρίτων χωρών που εφαρμόζουν νομοθεσία αναγνωρισμένη ως ισοδύναμη στους τομείς αρμοδιότητας της Αρχής στους οποίους παραπέμπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, όπως προβλέπεται σε διεθνείς συμφωνίες που συνάπτει η Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 216 της ΣΛΕΕ.

2.    Με βάση τις σχετικές διατάξεις αυτών των συμφωνιών επέρχονται ρυθμίσεις οι οποίες εξειδικεύουν τη φύση, το πεδίο εφαρμογής και διαδικαστικές πτυχές της συμμετοχής των χωρών αυτών στο έργο της Αρχής, και στις οποίες υπάρχουν προβλέψεις σχετικά με την οικονομική συμμετοχή και το προσωπικό. Οι σχετικές ρυθμίσεις μπορεί να προβλέπουν εκπροσώπηση, ως παρατηρητών, στο Συμβούλιο Εποπτών, αλλά διασφαλίζουν ότι οι χώρες αυτές δεν παρίστανται σε συζητήσεις που αφορούν μεμονωμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, παρά μόνο αν υπάρχει άμεσο συμφέρον.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

METABATIΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 62

Προπαρασκευαστικές ενέργειες

-1.

Κατά την διάρκεια της περιόδου μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού και πριν από την ίδρυση της Αρχής, η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Εποπτείας Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (ΕΕΑΕΑΕΣ) ενεργεί σε στενή συνεργασία με την Επιτροπή για να προετοιμάσει την αντικατάσταση της ΕΕΑΕΑΕΣ από την Αρχή.

1.

Από την ίδρυση της Αρχής για τη διοικητική εγκατάσταση και την αρχική διοικητική λειτουργία της Αρχής, μέχρις ότου η Αρχή αποκτήσει την επιχειρησιακή ικανότητα ▐, υπεύθυνη είναι η Επιτροπή.

Προς το σκοπό αυτό, μέχρι να αναλάβει τα καθήκοντά του ο Εκτελεστικός Διευθυντής μετά το διορισμό του /της από το Συμβούλιο Εποπτών, σύμφωνα με το άρθρο 36, η Επιτροπή μπορεί να τοποθετήσει προσωρινά έναν υπάλληλο ο οποίος θα επιτελεί τα καθήκοντα του Εκτελεστικού Διευθυντή. Αυτή η χρονική περίοδος περιορίζεται στον χρόνο έως ότου να αποκτήσει η Αρχή την επιχειρησιακή ικανότητα να εκτελεί τον προϋπολογισμό της.

2.

Ο προσωρινός Εκτελεστικός Διευθυντής μπορεί να εγκρίνει όλες τις πληρωμές που καλύπτονται από πιστώσεις προβλεπόμενες στον προϋπολογισμό της Αρχής, αφού λάβει την έγκριση του Διοικητικού Συμβουλίου, ενώ μπορεί να συνάπτει συμβάσεις, συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων προσωπικού, μετά την έγκριση του δυναμολογίου της Αρχής.

3.

Οι παράγραφοι 1 και 2 ισχύουν με την επιφύλαξη των εξουσιών του Συμβουλίου Εποπτών και του Διοικητικού Συμβουλίου.

3α.

Η Αρχή θεωρείται ο νόμιμος διάδοχος της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Αρχών Εποπτείας Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων. Όλα τα επιλέξιμα περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις και όλες οι εκκρεμείς δράσεις της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Αρχών Εποπτείας Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων μπορούν να μεταφερθούν στην Αρχή. Ανεξάρτητος λογιστικός ελεγκτής συντάσσει κατάσταση στην οποία εμφαίνεται η κατάσταση ενεργητικού και παθητικού της ΕΕΑΕΑΕΣ. Η κατάσταση ελέγχεται και εγκρίνεται από τα μέλη της ΕΕΑΕΑΕΣ και από την Επιτροπή πριν να διεξαχθεί οιαδήποτε μεταβίβαση στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού.

Άρθρο 63

Μεταβατικές διατάξεις για το προσωπικό

1.   Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 54, όλες οι συμβάσεις απασχόλησης και συμφωνίες αποσπάσεων που συνάπτονται από την ΕΕΑΕΑΕΣ ή τη Γραμματεία της και οι οποίες ισχύουν την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού θα εξακολουθήσουν να ισχύουν μέχρι την ημερομηνία λήξης τους. Η παράτασή τους δεν είναι δυνατή.

2.   Σε όλα τα μέλη του προσωπικού ▐ στα οποία παραπέμπει η παράγραφος 1 θα προταθεί η δυνατότητα σύναψης σύμβασης έκτακτου υπαλλήλου σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος α) του καθεστώτος που εφαρμόζεται στους λοιπούς υπαλλήλους των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για τους διάφορους βαθμούς που προβλέπονται στον πίνακα θέσεων προσωπικού της Αρχής.

Μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, η αρχή η εξουσιοδοτημένη για τη σύναψη συμβάσεων θα διοργανώσει εσωτερική επιλογή περιοριζόμενη στο προσωπικό της ΕΕΑΕΑΕΣ ή της γραμματεία της στο οποίο παραπέμπει η παράγραφος 1 προκειμένου να ελεγχθούν η ικανότητα, η αποδοτικότητα και η ακεραιότητα του προσωπικού που πρόκειται να προσληφθεί. Η εσωτερική διαδικασία επιλογής λαμβάνει πλήρως υπόψη τις δεξιότητες και την εμπειρία του ατόμου κατά την άσκηση των καθηκόντων του πριν από την πρόσληψη.

3.   Ανάλογα με το είδος και το επίπεδο των προς επιτέλεση λειτουργιών, στους επιτυχόντες θα προταθούν συμβάσεις έκτακτου υπαλλήλου, διάρκειας αντίστοιχης τουλάχιστον του χρόνου που υπολείπεται βάσει της προηγούμενης σύμβασης.

4.   Για τα μέλη του προσωπικού με προηγούμενες συμβάσεις τα οποία θα επιλέξουν να μην υποβάλουν αίτηση για πρόσληψή τους ως εκτάκτων υπαλλήλων, ή στα οποία δεν θα προταθούν συμβάσεις έκτακτου υπαλλήλου σύμφωνα με την παράγραφο 2, εξακολουθούν να ισχύουν το σχετικό εθνικό δίκαιο για τις συμβάσεις εργασίας και άλλες συναφείς πράξεις.

Άρθρο 63α

Εθνικές διατάξεις

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις κατάλληλες να εξασφαλίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 64

Τροποποιήσεις

Η απόφαση αριθ. 716/2009/ΕΚ τροποποιείται καθώς η ΕΕΑΕΑΕΣ διαγράφεται από τον κατάλογο δικαιούχων της ενότητας Β του παραρτήματος της εν λόγω απόφασης.

Άρθρο 65

Κατάργηση

Η απόφαση 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής για τη σύσταση της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων καταργείται με ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 2011 .

Άρθρο 66

Ρήτρα επανεξέτασης

-1.

Έως … (53) η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο τις απαραίτητες προτάσεις για ενίσχυση της εποπτείας ιδρυμάτων τα οποία μπορεί να αποτελέσουν συστημικό κίνδυνο στον οποίο παραπέμπει το άρθρο 12 β και την εγκαθίδρυση νέου πλαισίου για τη διαχείριση χρηματοπιστωτικής κρίσης, περιλαμβανομένων και διευθετήσεων χρηματοδότησης.

1.

Έως … (54) και ανά τριετία στη συνέχεια η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο τις απαραίτητες προτάσεις για να εξασφαλίζεται η εγκαθίδρυση αξιόπιστου πλαισίου για την εξυγίανση περιλαμβανομένων συστημάτων συνεισφορών από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα με σκοπό τον περιορισμό των συστημικών κινδύνων και δημοσιεύει γενική έκθεση σχετικά με την πείρα που αποκτήθηκε ως αποτέλεσμα της λειτουργίας της Αρχής και των διαδικασιών που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Η έκθεση αξιολογεί μεταξύ άλλων:

α)

τον βαθμό σύγκλισης των πρακτικών εποπτείας που έχει επιτευχθεί από τις αρμόδιες αρχές·

β)

τη λειτουργία των σωμάτων των εποπτών·

γ)

την πρόοδο που έχει σημειωθεί προς σύγκλιση στα πεδία της πρόληψης, διαχείρισης και επίλυσης κρίσεων, περιλαμβανομένων ευρωπαϊκών μηχανισμών χρηματοδότησης·

δ)

εάν, κυρίως υπό το φως της προόδου που έχει επιτευχθεί όσον αφορά τα θέματα στα οποία παραπέμπει το στοιχείο (γ), ο ρόλος που διαδραματίζει η Αρχή στην εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που αποτελούν δυνάμει συστημικό κίνδυνο πρέπει να ενισχυθεί και εάν πρέπει να ασκεί ευρύτερη εποπτική εξουσία επί των εν λόγω ιδρυμάτων·

ε)

την εφαρμογή της ρήτρας διασφάλισης του άρθρου 23.

1α.

Στην έκθεση στην οποία παραπέμπει η παράγραφος 1 εξετάζεται επίσης εάν:

α)

ενδείκνυται η μετακίνηση των Αρχών σε ενιαία έδρα για βελτίωση του συντονισμού μεταξύ των·

β)

ενδείκνυται να συνεχισθεί η χωριστή εποπτεία τραπεζών, ασφαλίσεων, επαγγελματικών συντάξεων, κινητών αξιών και χρηματοπιστωτικών αγορών·

γ)

ενδείκνυται η άσκηση προληπτικής εποπτείας και εποπτείας της επιχειρηματικής δραστηριότητας να διενεργούνται χωριστά ή από τον ίδιο επόπτη·

δ)

ενδείκνυται να απλοποιηθεί και να ενισχυθεί η αρχιτεκτονική του ΕΣΧΕ για να αυξηθεί η συνοχή μεταξύ του μακροεπιπέδου και του μικροεπιπέδου και μεταξύ των ΕΕΑ·

ε)

η εξέλιξη του ΕΣΧΕ συμβαδίζει αρμονικά με τις παγκόσμιες εξελίξεις·

στ)

υπάρχει επαρκής πολυμορφία και αριστεία εντός του ΕΣΧΕ·

ζ)

η απόδοση λογαριασμών και η διαφάνεια σε σχέση με τις απαιτήσεις δημοσίευσης είναι κατάλληλες·

η)

ο τόπος όπου έχει την έδρα της η Αρχή είναι κατάλληλος·

i)

για να ιδρυθεί Ταμείο Σταθερότητας για τις Ασφαλίσεις στο επίπεδο της ΕΕ ως η βέλτιστη άμυνα κατά της στρέβλωσης του ανταγωνισμού και ο πλέον αποτελεσματικός τρόπος αντιμετώπισης της αδυναμίας συνέχισης της λειτουργίας ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος σε διασυνοριακό επίπεδο.

2.

Η έκθεση, με συνοδευτικές προτάσεις, εάν υπάρχουν, υποβάλλεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Άρθρο 67

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2011, με εξαίρεση το άρθρο 62 και το άρθρο 63, παράγραφοι 1 και 2, τα οποία εφαρμόζονται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος. Η Αρχή ιδρύεται την ημερομηνία εφαρμογής .

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

…,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  Το θέμα αναπέμφθηκε στην αρμόδια επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 57, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο του Κανονισμού (Α7-0170/2010).

(2)  Τροποποιήσεις: το νέο κείμενο και η αντικατάσταση κειμένου σημειώνονται με έντονους πλάγιους χαρακτήρες και η διαγραφή με το σύμβολο ▐.

(3)  Γνώμη της 22ας Ιανουαρίου 2010 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα).

(4)  ΕΕ C […] της […], σελ. […].

(5)  ΕΕ C 13, 20.1.2010, σ. 1.

(6)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της ….

(7)   ΕΕ C 40, 7.2.2001, σ. 453.

(8)   ΕΕ C 25 E, 29.1.2004, σ. 394.

(9)   ΕΕ C 175 E, 10.7.2008, σ. 392.

(10)   ΕΕ C 8 E, 14.1.2010, σ. 26.

(11)   ΕΕ C 9 E, 15.1.2010, σ. 48.

(12)   Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2009)0251.

(13)   Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2009)0279.

(14)  ΕΕ L 25, 29.1.2009, σ. 23.

(15)  ΕΕ L 25, 29.1.2009, σ. 28.

(16)  ΕΕ L 25, 29.1.2009, σ. 18.

(17)  Να σημειωθεί ότι οι οδηγίες 64/225/ΕΟΚ, 73/239/ΕΟΚ, 73/240/ΕΟΚ, 76/580/ΕΟΚ, 78/473/ΕΟΚ, 84/641/ΕΟΚ, 87/344/ΕΟΚ, 88/357/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ, 98/78/ΕΚ, 2001/17/ΕΚ, 2002/83/ΕΚ και 2005/68/ΕΚ αποτελούν τμήμα της αναδιατύπωσης της «Φερεγγυότητα II» (τροποποιημένη πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (αναδιατύπωση) (COM(2008)0119 – C6-0231/2007 – 2007/0143(COD)), που σημαίνει ότι θα καταργηθούν με ισχύ από την 1η Νοεμβρίου 2012.

(18)  ΕΕ 56, 4.4.1964, σ. 878.

(19)  ΕΕ L 228, 16.8.1973, σ. 3.

(20)  ΕΕ L 228, 16.8.1973, σ. 20.

(21)  ΕΕ L 189, 13.7.1976, σ. 13.

(22)  ΕΕ L 151, 7.6.1978, σ. 25.

(23)  ΕΕ L 339, 27.12.1984, σ. 21.

(24)  ΕΕ L 185, 4.7.1987, σ. 77.

(25)  ΕΕ L 172, 4.7.1988, σ. 1.

(26)  ΕΕ L 228, 11.8.1992, σ. 1.

(27)  ΕΕ L 330, 5.12.1998, σ. 1.

(28)  ΕΕ L 110, 20.4.2001, σ. 28.

(29)  ΕΕ L 345, 19.12.2002, σ. 1.

(30)  ΕΕ L 9, 15.1.2003, σ. 3.

(31)  ΕΕ L 235, 23.9.2003, σ. 10.

(32)  ΕΕ L 35, 11.2.2003, σ. 1.

(33)   ΕΕ L 345, 8.12.2006, σ. 1.

(34)   ΕΕ L 267, 10.10.2009, σ. 7.

(35)  ΕΕ L 309, 25.11.2005, σ. 15.

(36)  ΕΕ L 271, 9.10.2002, σ. 16.

(37)   ΕΕ L 319, 5.12.2007, σ. 1.

(38)   ΕΕ L 87, 31.3.2009, σ. 164.

(39)   ΕΕ L 318, 27.11.1998, σ. 8.

(40)   ΕΕ C 139, 14.6.2006, σ. 1.

(41)  ΕΕ L 136, 31.5.1999, σ. 1.

(42)  ΕΕ L 136, 31.5.1999, σ. 15.

(43)  ΕΕ L 56, 4.3.1968, σ. 1.

(44)  ΕΕ L 281, 23.11.1995, σ. 31.

(45)  ΕΕ L 8, 12.1.2001, σ. 1.

(46)  ΕΕ L 145, 31.5.2001, σ. 43.

(47)  ΕΕ L 253, 25.9.2009, σ. 8.

(48)  ΕΕ L 248, 16.9.2002, σ. 1.

(49)  ΕΕ L 357, 31.12.2002, σ. 72.

(50)  ΕΕ L 136, 31.5.1999, σ. 15.

(51)  ΕΕ L 317, 3.12.2001, σ. 1.

(52)  ΕΕ 17, 6.10.1958, σ. 385/58.

(53)   Έξι μήνες από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.

(54)   Τρία έτη μετά την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.


Início