Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 51997AC0466

    Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την «Πρόταση απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση προγράμματος δράσης σχετικά με τη βελτίωση της ευαισθητοποίησης των ασκούντων νομικά επαγγέλματα στο κοινοτικό δίκαιο (Δράση Robert Schuman)»

    ΕΕ C 206 της 7.7.1997, p. 63–65 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

    51997AC0466

    Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την «Πρόταση απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση προγράμματος δράσης σχετικά με τη βελτίωση της ευαισθητοποίησης των ασκούντων νομικά επαγγέλματα στο κοινοτικό δίκαιο (Δράση Robert Schuman)»

    Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 206 της 07/07/1997 σ. 0063


    Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την «Πρόταση απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση προγράμματος δράσης σχετικά με τη βελτίωση της ευαισθητοποίησης των ασκούντων νομικά επαγγέλματα στο κοινοτικό δίκαιο (Δράση Robert Schuman)» () (97/C 206/13)

    Στις 13 Φεβρουαρίου 1997, και σύμφωνα με το άρθρο 100 Α της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το Συμβούλιο αποφάσισε να ζητήσει τη γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την ανωτέρω πρόταση.

    Το τμήμα κοινωνικών, οικογενειακών, εκπαιδευτικών και πολιτισμικών θεμάτων στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών της ΟΚΕ, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 10 Απριλίου 1997 (Εισηγητής: ο κ. Cavaleiro Brandγo).

    Κατά τη 345η σύνοδο ολομέλειας (συνεδρίαση της 23ης Απριλίου 1997), η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 123 ψήφους υπέρ, 1 κατά και 6 αποχές την ακόλουθη γνωμοδότηση.

    1. Εισαγωγή

    1.1. Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα αποτελεί, πριν από όλα, μία κοινότητα δικαίου. Για το λόγο αυτό είναι απαραίτητο οι κοινοί νομοθετικοί κανόνες να είναι προσιτοί και γνωστοί και να εφαρμόζονται κατά τρόπο ομοιόμορφο και αποτελεσματικό.

    1.2. Η Έκθεση Sutherland «Η εσωτερική αγορά μετά το 1992: απάντηση στην πρόκληση», που υποβλήθηκε στην Επιτροπή το 1992, υπογράμμισε την ανάγκη όπως το κοινοτικό δίκαιο είναι κατανοητό και εφαρμόζεται κατά τον ίδιο τρόπο με το εθνικό δίκαιο.

    1.3. Η Έκθεση καταλήγει σε 13 συμπεράσματα (18 έως 30) που αναφέρονται στην ανάγκη αντιμετώπισης των προβλημάτων που αφορούν το κοινοτικό δίκαιο. Εφιστάται επίσης η προσοχή στο γεγονός ότι απαιτείται η διάθεση σημαντικών μέσων, όσον αφορά τους δημοσιονομικούς και τους ανθρώπινους πόρους, και αναφέρεται ότι «η καταβολή περισσότερων προσπαθειών στον τομέα της βελτίωσης της κατάρτισης των εθνικών δικαστών και των νομικών στο κοινοτικό δίκαιο» (24ο συμπέρασμα) αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ορθή εφαρμογή του και τον έλεγχό της.

    1.4. Η ΟΚΕ στην γνωμοδότηση που εξέδωσε σχετικά με την Έκθεση Sutherland εξέτασε με ιδιαίτερη προσοχή το ζήτημα των ανησυχιών που εκφράζονται σχετικά με τις συνθήκες εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου.

    1.5. Οι πολίτες δεν θα έχουν εμπιστοσύνη στη διεργασία της ευρωπαϊκής οικοδόμησης ούτε θα ταυτισθούν με αυτή εφόσον δεν θα έχουν ιδίως το αίσθημα, ότι μπορούν να ασκούν αποτελεσματικά τα δικαιώματά τους και ότι εφαρμόζονται οι κανόνες που έχουν θεσπισθεί σε επίπεδο Ένωσης προς όφελός τους και για να διασφαλισθεί η προστασία τους. Οι πολίτες δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να πιστέψουν ότι μπορούν να ασκήσουν τα εν λόγω δικαιώματα όσο επικρατεί η αντίληψη ότι οι ασκούντες νομικά επαγγέλματα σε εθνικό επίπεδο, κυρίως οι δικαστές και οι δικηγόροι, δεν θεωρούν ακόμη την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου ως αυτονόητο γεγονός, δηλαδή δεν έχουν αναπτύξει τα απαραίτητα επαγγελματικά ανακλαστικά σχετικά με την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου.

    1.6. Πράγματι έχει καταστεί γενική συνείδηση ότι οι επαγγελματίες νομικοί δεν διαθέτουν επαρκείς γνώσεις σχετικά με το κοινοτικό δίκαιο. Επίσης δεν υπάρχει εγγύηση ότι τα εθνικά δικαστήρια διαδραματίζουν, πράγματι, το ρόλο που τους έχει ανατεθεί βάσει των διακοινοτικών νομικών σχέσεων που σχετίζονται με την ενιαία αγορά.

    1.7. Η παρούσα γνωμοδότηση αφορά μόνο την υπό εξέταση πρόταση. Εντούτοις η ΟΚΕ έχει επίγνωση του γεγονότος ότι η σοβαρότητα του προβλήματος γενικά - που δεν αφορά μόνο τους δικαστές και τους δικηγόρους αλλά και άλλες κατηγορίες νομικών επαγγελμάτων - μπορεί να δικαιολογήσει μια ευρύτερη προσέγγιση σε μια μεταγενέστερη ευκαιρία.

    2. Γενικές παρατηρήσεις

    2.1. Παρά τον περιορισμένο χαρακτήρα των προβλεπομένων μέσων η ανάληψη της «Δράσης Robert Schuman» είναι, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, τόσο σκόπιμη όσο και αιτιολογημένη στο βαθμό που αποσκοπεί στην συνειδητοποίηση εκ μέρους 100 000 περίπου δικαστών και 450 000 δικηγόρων της Κοινότητας της σημασίας του ρόλου τους στον τομέα της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, θέτοντας στη διάθεσή τους πρόσθετα ειδικά μέσα για την καλύτερη εκπλήρωση του ρόλου τους.

    2.2. Η εν λόγω δράση αποτελεί ένα πρόγραμμα για την προώθηση των πρωτοβουλιών που έχουν αναληφθεί στα κράτη μέλη, με το ενδεχόμενο να μεταβληθεί σε ένα μέσο προσωρινής οικονομικής υποστήριξης των αρμόδιων, για την κατάρτιση των επαγγελματιών που συμμετέχουν άμεσα στη δραστηριότητα των δικαστηρίων, αρχών, σύμφωνα με το άρθρο 127 της Συνθήκης για την ΕΕ, το οποίο προβλέπει ότι «θα πρέπει να γίνεται πλήρως σεβαστή η αρμοδιότητα των κρατών μελών για το περιεχόμενο και την οργάνωση της επαγγελματικής εκπαίδευσης».

    2.3. Η Επιτροπή αναφέρει ότι ήδη κατά το 1996 τέθηκαν σε εφαρμογή ορισμένα πρότυπα προγράμματα, τα οποία είχαν πειραματικό χαρακτήρα και ήταν περιορισμένα στον αριθμό. Παρά το γεγονός αυτό τα αποτελέσματα των εν λόγω προγραμμάτων δεν είναι ακόμη γνωστά.

    2.4. Ως νομική βάση της πρότασης απόφασης χρησιμοποιείται το άρθρο 100 Α της Συνθήκης για την ΕΕ, επειδή η προσέγγιση των νομοθετικών διατάξεων των κρατών μελών που έχουν ως αντικείμενο την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, προϋποθέτει την αποτελεσματική, ομοιόμορφη και αποκεντρωμένη εφαρμογή των κανόνων του κοινοτικού δικαίου.

    2.5. Η ΟΚΕ εκφράζει την υποστήριξή του προς την πρόταση.

    3. Ειδικές παρατηρήσεις

    3.1. Η Δράση αφορά αποκλειστικά τους δικαστές και τους δικηγόρους, ενώ εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της όλα τα άλλα νομικά επαγγέλματα.

    Δεδομένου ότι υφίστανται διαφορές μεταξύ των κρατών μελών ως προς τον ορισμό του δικαστή και του δικηγόρου, θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να χρησιμοποιείται ο αντίστοιχος ισχύων ορισμός.

    Εντούτοις η ΟΚΕ υπογραμμίζει την τεράστια σημασία των νομικών συμβούλων των επιχειρήσεων και των οργανισμών και συλλόγων όσον αφορά την καθημερινή πρακτική και ακόμη την συγκεκριμένη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. Σεβόμενη το γεγονός αυτό η ίδια η Επιτροπή εξήγγειλε ήδη στην πρότασή της ότι η «διεύρυνση της κατηγορίας των ωφελούμενων από τη δράση Ρομπέρ Σούμαν» μπορεί, αν υπάρξει περίπτωση, να προβλεφθεί με την ευκαιρία της παρακολούθησης και της αξιολόγησης του προγράμματος που αναφέρονται στο άρθρο 9. Η ΟΚΕ ελπίζει ότι η σχετική συζήτηση θα πραγματοποιηθεί μόλις τούτο είναι δυνατό.

    Παρά το γεγονός αυτό, είναι πλήρως αιτιολογημένη η επιθυμία της Επιτροπής σε μια πρώτη φάση να μην ασκήσει ιδιαίτερη πίεση στους δικαστές και στους δικηγόρους. Αφενός είναι αναγκαίο να επιλεγούν και να προσδιορισθούν οι κατάλληλοι στόχοι και να υπάρξει συγκέντρωση των σπάνιων διαθέσιμων μέσων, με στόχο την ανάληψη αποτελεσματικών δράσεων και αφετέρου η πρακτική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου από τα δικαστήρια, που αποτελεί και τον πραγματικό στόχο της δράσης, εξαρτάται από τους δικαστές και τους δικηγόρους, και πολύ έμμεσα από τα υπόλοιπα νομικά επαγγέλματα.

    3.2. Στο άρθρο 2 προσδιορίζονται οι στόχοι του προβλεπόμενου προγράμματος υποστήριξης, που αποσκοπεί στην ενθάρρυνση της ανάληψης δράσεων κατάρτισης και πληροφόρησης, καθώς και συνοδευτικών δράσεων, για την ευαισθητοποίηση των δικαστών και των δικηγόρων σε θέματα κοινοτικού δικαίου.

    3.3. Στο άρθρο 4 η Επιτροπή προσδιορίζει τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας για τη χορήγηση χρηματοδοτικής ενίσχυσης βάσει της Δράσης. Η Επιτροπή θεωρεί ότι υποψήφιοι μπορεί να είναι και οι οργανώσεις των κρατών μελών που είναι αρμόδιες για την αρχική επαγγελματική εκπαίδευση μελλοντικών δικαστών ή δικηγόρων.

    Βάσει του άρθρου αυτού συνάγεται το συμπέρασμα ότι εκτός των δικαστών και δικηγόρων η Δράση απευθύνεται και στους μελλοντικούς δικαστές και δικηγόρους, παρά το γεγονός ότι στο άρθρο 1 αναφέρονται σαφώς μόνον οι δικαστές και οι δικηγόροι.

    Το σημείο αυτό θα πρέπει να διασαφηνισθεί διότι έχει ιδιαίτερη σημασία. Υπάρχουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα που συνηγορούν τόσο υπέρ όσο και κατά της ένταξης των μελλοντικών δικαστών και δικηγόρων.

    Ως επιχείρημα για την μη ένταξη των μελλοντικών δικαστών και δικηγόρων χρησιμοποιείται το γεγονός ότι η υπερβολική επέκταση του πεδίου εφαρμογής του προγράμματος θα περιορίσει την επιρροή του και την αποτελεσματικότητά του.

    Εξάλλου, τόσο τα πανεπιστήμια όσο και οι οργανώσεις που είναι αρμόδιες για την αρχική εκπαίδευση των μελλοντικών δικαστών και δικηγόρων, έχουν ήδη ευαισθητοποιηθεί, γενικά, ως προς τους στόχους η επίτευξη των οποίων επιδιώκεται με την ανάληψη της «Δράσης Robert Schuman», και ως εκ τούτου αναμένεται ότι θα συμβάλλουν σημαντικά στην επίτευξή τους.

    Θα πρέπει να προστεθεί ότι περισσότερες δυσκολίες και αντιστάσεις που συναντώνται, ως προς την ευαισθητοποίηση σχετικά με το κοινοτικό δίκαιο, αφορούν κυρίως τους δικαστές και τους δικηγόρους μεγαλύτερης ηλικίας που έχουν ήδη μία ολοκληρωμένη σταδιοδρομία.

    Και ως προς το θέμα αυτό, επίσης, πρέπει να προσδιορισθούν οι κατά προτεραιότητα στόχοι της Δράσης και οι δράσεις που είναι ανάγκη να αναληφθούν.

    3.4. Στο άρθρο 5 της πρότασης προσδιορίζονται τα κριτήρια επιλογής των σχεδίων καθώς και συμπληρωματικά προαιρετικά κριτήρια που αφορούν είτε τη διεπαγγελματική είτε τη διασυνοριακή διάσταση των ενεργειών.

    Θα πρέπει να υπογραμμισθεί η ορθότητα και η σημασία του πρώτου προαιρετικού κριτηρίου.

    Η ΟΚΕ υποστηρίζει πράγματι ότι επιβάλλεται να αναγνωρισθεί και να δοθεί προτεραιότητα στην υλοποίηση δράσεων στις οποίες συμμετέχουν τόσο οι δικαστές όσο και οι δικηγόροι.

    Σύμφωνα με την προηγούμενη εμπειρία, διαπιστώνεται ότι τα προβλήματα που υφίστανται ως προς τις σχέσεις μεταξύ δικαστών και δικηγόρων είναι δυνατόν να προκαλέσουν περαιτέρω δυσκολίες ως προς την πλήρη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου.

    Εξάλλου, κοινωνιολογικές μελέτες που πραγματοποιήθηκαν σε ορισμένα κράτη μέλη αποδίδουν την ύπαρξη των προβλημάτων αυτών στις σχέσεις δικαστών και δικηγόρων, ακριβώς, στον αυτόνομο και ανεξάρτητο χαρακτήρα των αντίστοιχων φάσεων συμπληρωματικής εκπαίδευσής τους.

    3.5. Έχει ήδη λήξει η προθεσμία που είχε τεθεί από την Επιτροπή σχετικά με την έναρξη ισχύος της Δράσης (1η Ιανουαρίου 1997). Στην πραγματικότητα θα είναι δύσκολο να τεθεί σε εφαρμογή η εν λόγω Δράση πριν από την 1η Ιανουαρίου 1998.

    Βρυξέλλες, 23 Απριλίου 1997.

    Ο Πρόεδρος της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

    Tom JENKINS

    () ΕΕ αριθ. C 378 της 13. 12. 1996, σ. 17.

    Top