Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex
Έγγραφο 62022CJ0209
Judgment of the Court (Fourth Chamber) of 7 September 2023.#Criminal proceedings against.#Request for a preliminary ruling from the Rayonen sad Lukovit.#Reference for a preliminary ruling – Judicial cooperation in criminal matters – Right to information in criminal proceedings – Directive 2012/13/EU – Right of access to a lawyer in criminal proceedings – Directive 2013/48/EU – Scope – National legislation which does not refer to the concept of a suspect – Preliminary stage of the criminal proceedings – Coercive measure of personal search and seizure – Retrospective authorisation by the court having jurisdiction – Lack of judicial review of measures to obtain evidence – Articles 47 and 48 of the Charter of Fundamental Rights of the European Union – Effective exercise of the rights of defence of suspects and of accused persons during the judicial review of measures to obtain evidence.#Case C-209/22.
Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 7ης Σεπτεμβρίου 2023.
AB.
Αίτηση του Rayonen sad Lukovit για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών – Οδηγία 2012/13/ΕΕ – Δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών – Οδηγία 2013/48/ΕΕ – Πεδίο εφαρμογής – Εθνική ρύθμιση που δεν προβλέπει την ιδιότητα του υπόπτου – Προκαταρκτικό στάδιο της ποινικής διαδικασίας – Καταναγκαστικό μέτρο σωματικής έρευνας και κατάσχεσης – Εκ των υστέρων έγκριση από το αρμόδιο δικαστήριο – Απουσία δικαστικού ελέγχου των μέτρων διεξαγωγής αποδείξεων – Άρθρα 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης των υπόπτων και των κατηγορουμένων κατά τον δικαστικό έλεγχο των μέτρων συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων.
Υπόθεση C-209/22.
Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 7ης Σεπτεμβρίου 2023.
AB.
Αίτηση του Rayonen sad Lukovit για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών – Οδηγία 2012/13/ΕΕ – Δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών – Οδηγία 2013/48/ΕΕ – Πεδίο εφαρμογής – Εθνική ρύθμιση που δεν προβλέπει την ιδιότητα του υπόπτου – Προκαταρκτικό στάδιο της ποινικής διαδικασίας – Καταναγκαστικό μέτρο σωματικής έρευνας και κατάσχεσης – Εκ των υστέρων έγκριση από το αρμόδιο δικαστήριο – Απουσία δικαστικού ελέγχου των μέτρων διεξαγωγής αποδείξεων – Άρθρα 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης των υπόπτων και των κατηγορουμένων κατά τον δικαστικό έλεγχο των μέτρων συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων.
Υπόθεση C-209/22.
Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή
Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2023:634
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)
της 7ης Σεπτεμβρίου 2023 ( *1 )
«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών – Οδηγία 2012/13/ΕΕ – Δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών – Οδηγία 2013/48/ΕΕ – Πεδίο εφαρμογής – Εθνική ρύθμιση που δεν προβλέπει την ιδιότητα του υπόπτου – Προκαταρκτικό στάδιο της ποινικής διαδικασίας – Καταναγκαστικό μέτρο σωματικής έρευνας και κατάσχεσης – Εκ των υστέρων έγκριση από το αρμόδιο δικαστήριο – Απουσία δικαστικού ελέγχου των μέτρων διεξαγωγής αποδείξεων – Άρθρα 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης των υπόπτων και των κατηγορουμένων κατά τον δικαστικό έλεγχο των μέτρων συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων»
Στην υπόθεση C‑209/22,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Rayonen sad Lukovit (περιφερειακό δικαστήριο του Lukovit, Βουλγαρία) με απόφαση της 18ης Μαρτίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο αυθημερόν, στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας κατά του
AB
παρισταμένης της:
Rayonna prokuratura Lovech, teritorialno otdelenie Lukovit,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),
συγκείμενο από τους Κ. Λυκούργο (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, L. S. Rossi, J.‑C. Bonichot, S. Rodin και O. Spineanu-Matei, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: P. Pikamäe
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– |
η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Z. Fehér και την R. Kissné Berta, |
– |
η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. K. Bulterman και τον J. Hoogveld, |
– |
η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. Wasmeier και I. Zaloguin, |
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 23ης Μαρτίου 2023,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 |
Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 2012/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών (ΕΕ 2012, L 142, σ. 1), της οδηγίας 2013/48/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας του και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας (ΕΕ 2013, L 294, σ. 1), και την ερμηνεία των άρθρων 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), καθώς και των αρχών της νομιμότητας και της αποτελεσματικότητας. |
2 |
Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας που κινήθηκε κατά του ΑΒ για κατοχή παράνομων ουσιών, οι οποίες ανακαλύφθηκαν επ’ αυτού κατόπιν σωματικής έρευνας και εν συνεχεία κατασχέθηκαν. |
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
H οδηγία 2012/13
3 |
Οι αιτιολογικές σκέψεις 14 και 36 της οδηγίας 2012/13 έχουν ως εξής:
[…]
|
4 |
Το άρθρο 1 της οδηγίας φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο» και έχει ως εξής: «Η παρούσα οδηγία ορίζει κανόνες σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης των υπόπτων ή κατηγορουμένων, σχετικά με τα δικαιώματά τους στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας και τις εναντίον τους κατηγορίες. Ορίζει επίσης κανόνες για το δικαίωμα ενημέρωσης των προσώπων που υπόκεινται στο Ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως σχετικά με τα δικαιώματά τους.» |
5 |
Το άρθρο 2 της οδηγίας φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής» και ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής: «Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται από τη στιγμή που ένα πρόσωπο ενημερώνεται από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους ότι θεωρείται ύποπτο ή κατηγορείται για την τέλεση αξιόποινης πράξης μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας, ήτοι τον τελικό προσδιορισμό του εάν ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος έχει τελέσει την αξιόποινη πράξη, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της επιμέτρησης της ποινής και της εκδίκασης τυχόν προσφυγής.» |
6 |
Το άρθρο 3 της οδηγίας φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα ενημέρωσης σχετικά με τα δικαιώματα» και ορίζει τα εξής: «1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την άμεση ενημέρωση του υπόπτου ή κατηγορούμενου όσον αφορά τουλάχιστον τα ακόλουθα δικονομικά δικαιώματα, όπως ισχύουν δυνάμει του εθνικού τους δικαίου, προκειμένου να διασφαλίσουν την αποτελεσματική άσκησή τους:
2. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η ενημέρωση σύμφωνα με την παράγραφο 1 παρέχεται σε απλή και κατανοητή γλώσσα, προφορικώς ή εγγράφως, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών αναγκών των υπόπτων ή κατηγορουμένων που είναι ευάλωτα πρόσωπα.» |
7 |
Το άρθρο 8 της οδηγίας 2012/13 φέρει τον τίτλο «Επαλήθευση και ένδικα μέσα» και προβλέπει τα εξής: «1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν παρέχονται πληροφορίες στον ύποπτο ή κατηγορούμενο σύμφωνα με τα άρθρα 3 έως 6, αυτό καταγράφεται σύμφωνα με τη διαδικασία καταγραφής που προβλέπεται από το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους. 2. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο ύποπτος ή κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του έχει το δικαίωμα προσφυγής, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες στο εθνικό δίκαιο διαδικασίες, κατά της ενδεχόμενης παράλειψης ή άρνησης της αρμόδιας αρχής να παράσχει τις πληροφορίες σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.» |
H οδηγία 2013/48
8 |
Οι αιτιολογικές σκέψεις 12, 20 και 50 της οδηγίας 2013/48 έχουν ως εξής:
[…]
[…]
|
9 |
Το άρθρο 1 της ως άνω οδηγίας φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο» και ορίζει τα εξής: «Η παρούσα οδηγία θεσπίζει ελάχιστους κανόνες σχετικά με τα δικαιώματα των υπόπτων και κατηγορουμένων στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και των προσώπων που υπάγονται στη διαδικασία της απόφασης-πλαισίου [2002/584] […], όσον αφορά στην πρόσβαση σε δικηγόρο, την ενημέρωση τρίτου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας και την επικοινωνία με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας.» |
10 |
Το άρθρο 2 της οδηγίας φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής» και ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής: «Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε υπόπτους ή σε κατηγορουμένους στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας από τη στιγμή που λαμβάνουν γνώση από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους, μέσω επίσημης ειδοποίησης ή με άλλο τρόπο, ότι θεωρούνται ύποπτοι ή κατηγορούνται για την τέλεση αξιόποινης πράξης, ασχέτως αν έχουν στερηθεί την ελευθερία τους. Εφαρμόζεται μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας, ήτοι μέχρις ότου κριθεί οριστικά αν ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος τέλεσε την αξιόποινη πράξη, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της επιμέτρησης της ποινής και της εκδίκασης τυχόν προσφυγής.» |
11 |
Το άρθρο 3 της ίδιας οδηγίας έχει ως εξής: «1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν το δικαίωμα των υπόπτων και κατηγορουμένων να έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο εντός προθεσμίας και κατά τρόπο που να επιτρέπει στους ενδιαφερομένους να ασκούν τα δικαιώματα υπεράσπισής τους πρακτικά και αποτελεσματικά. 2. Οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Σε κάθε περίπτωση, οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο από οποιαδήποτε από τις ακόλουθες χρονικές στιγμές, ανάλογα με το ποια προκύπτει πρώτη:
3. Το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο συνεπάγεται τα ακόλουθα:
[…] 6. Σε εξαιρετικές περιστάσεις και μόνο κατά το στάδιο της προδικασίας, τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν προσωρινά από την εφαρμογή των προβλεπόμενων στην παράγραφο 3 δικαιωμάτων, στον βαθμό που ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης το δικαιολογούν, για έναν από τους ακόλουθους επιτακτικούς λόγους: […]
|
12 |
Υπό τον τίτλο «Ένδικα βοηθήματα», το άρθρο 12 της οδηγίας προβλέπει τα εξής: «1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι σε ποινική διαδικασία καθώς και οι εκζητούμενοι σε διαδικασία του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης έχουν στη διάθεσή τους αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα δυνάμει του εθνικού δικαίου σε περίπτωση παραβίασης των δικαιωμάτων βάσει της παρούσας οδηγίας. 2. Με την επιφύλαξη των εθνικών κανόνων και συστημάτων για το παραδεκτό των αποδείξεων, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, στις ποινικές διαδικασίες, κατά την αξιολόγηση των καταθέσεων του υπόπτου ή κατηγορουμένου ή των αποδεικτικών στοιχείων που λαμβάνονται κατά παράβαση του δικαιώματός του για πρόσβαση σε δικηγόρο ή όταν έχει εγκριθεί παρέκκλιση από αυτό το δικαίωμα σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 6, να τηρούνται τα δικαιώματα της υπεράσπισης και η δίκαιη διεξαγωγή της δίκης.» |
Το βουλγαρικό δίκαιο
13 |
Κατά το άρθρο 54 του Nakazatelno protsesualen kodeks (κώδικα ποινικής δικονομίας, DV αριθ. 86, της 28ης Οκτωβρίου 2005), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: κώδικας ποινικής δικονομίας), κατηγορούμενος θεωρείται το πρόσωπο το οποίο, υπό την εν λόγω ιδιότητα, διώκεται ποινικώς υπό τις προϋποθέσεις και σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει ο εν λόγω κώδικας. |
14 |
Το άρθρο 55 του εν λόγω κώδικα φέρει τον τίτλο «Δικαιώματα του κατηγορουμένου» και προβλέπει τα εξής: «(1) Ο κατηγορούμενος έχει τα ακόλουθα δικαιώματα: να ενημερωθεί σχετικά με την αξιόποινη πράξη η οποία του αποδίδεται και τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία· να καταθέσει ή να αρνηθεί την κατάθεση σχετικά με την απαγγελθείσα κατηγορία· να λάβει γνώση της δικογραφίας, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που συγκεντρώνονται με ειδικά μέσα έρευνας, και να λάβει τα απαραίτητα αποσπάσματα· να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία· να συμμετάσχει στην ποινική διαδικασία· να υποβάλει αιτήματα, παρατηρήσεις και ενστάσεις· να λάβει τον λόγο τελευταίος· να προσφύγει κατά πράξεων που θίγουν τα δικαιώματα και τα έννομα συμφέροντά του και να έχει δικηγόρο. Ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να ζητήσει τη συμμετοχή του δικηγόρου του στις ανακριτικές και τις λοιπές διαδικαστικές πράξεις που απαιτούν τη συνεργασία του, εκτός εάν παραιτηθεί ρητώς από το δικαίωμα αυτό. […] «(2) Ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να λαμβάνει γενικές πληροφορίες που τον διευκολύνουν στην επιλογή δικηγόρου. Έχει το δικαίωμα να επικοινωνεί ελεύθερα με τον δικηγόρο του, να τον συναντά κατ’ ιδίαν, να λαμβάνει συμβουλές και κάθε άλλη νομική συνδρομή, μεταξύ άλλων πριν από την έναρξη και κατά τη διάρκεια της εξέτασής του, καθώς και στο πλαίσιο οποιασδήποτε άλλης διαδικαστικής πράξης στην οποία συμμετέχει ο κατηγορούμενος. […]» |
15 |
Το άρθρο 164 του ίδιου κώδικα φέρει τον τίτλο «Έρευνα» και ορίζει τα εξής: «(1) Η έρευνα σε πρόσωπο στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης, χωρίς να έχει εκδοθεί δικαστικό ένταλμα από το αρμόδιο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ή από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου διενεργείται η ανακριτική πράξη, επιτρέπεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(2) Η έρευνα διενεργείται από πρόσωπο του ίδιου φύλου, παρουσία προσώπων του ίδιου φύλου τα οποία απαιτείται να παραστούν στη διαδικασία. (3) Η έκθεση για τη διενεργηθείσα ανακριτική πράξη υποβάλλεται προς έγκριση στον δικαστή αμελλητί, και το αργότερο εντός 24 ωρών.» |
16 |
Υπό τον τίτλο «Προκαταρκτική εξέταση», το άρθρο 212 του NPK προβλέπει τα εξής: «(1) Η προκαταρκτική εξέταση διενεργείται ύστερα από παραγγελία του εισαγγελέα. (2) Η προκαταρκτική εξέταση θεωρείται ότι κινείται με τη σύνταξη της έκθεσης για την πρώτη ανακριτική πράξη, στην περίπτωση κατά την οποία διενεργηθεί έλεγχος που περιλαμβάνει σωματική έρευνα, επιτόπια έρευνα, κατάσχεση και εξέταση μαρτύρων, εφόσον η αμελλητί διενέργεια του ελέγχου αποτελεί τη μόνη δυνατότητα για τη συλλογή και την εξασφάλιση αποδεικτικών στοιχείων, καθώς και στην περίπτωση κατά την οποία διενεργηθεί έρευνα σύμφωνα με το άρθρο 164. (3) Το ανακριτικό όργανο που διενήργησε την πράξη της παραγράφου 2 ενημερώνει τον εισαγγελέα αμελλητί και το αργότερο εντός 24 ωρών.» |
17 |
Το άρθρο 219 του ίδιου κώδικα φέρει τον τίτλο «Απαγγελία κατηγορίας και επίδειξη της διατάξεως» και ορίζει τα εξής: «(1) Όταν συλλεγούν επαρκείς αποδείξεις για την ενοχή ορισμένου προσώπου για την τέλεση αυτεπαγγέλτως διωκόμενου εγκλήματος και όταν δεν συντρέχει κανένας λόγος περάτωσης της ποινικής διαδικασίας, το ανακριτικό όργανο συντάσσει έκθεση την οποία διαβιβάζει στον εισαγγελέα και απαγγέλλει κατηγορία εις βάρος του προσώπου αυτού εκδίδοντας προς τούτο σχετική διάταξη. (2) Το ανακριτικό όργανο μπορεί να απαγγείλει κατηγορία εις βάρος του προσώπου και κατά τη σύνταξη έκθεσης για την πρώτη ανακριτική πράξη που διενεργείται σε βάρος του, διαβιβάζοντας σχετική έκθεση στον εισαγγελέα. (3) Στη διάταξη περί απαγγελίας κατηγορίας και στην έκθεση για την ανακριτική πράξη κατά την παράγραφο 2 πρέπει να αναγράφονται τα εξής:
[…] (8) Το ανακριτικό όργανο δεν δύναται να διενεργεί ανακριτικές πράξεις στις οποίες συμμετέχει ο κατηγορούμενος προτού το ίδιο εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις παραγράφους 1 έως 7.» |
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
18 |
Στις 8 Φεβρουαρίου 2022 τρεις αστυνομικοί του Rayonno upravlenye Lukovit (περιφερειακού αστυνομικού τμήματος του Lukovit, Βουλγαρία) ακινητοποίησαν για έλεγχο όχημα το οποίο οδηγούσε ο IJ με συνεπιβάτες του τον AB και τον KL. |
19 |
Προτού ο οδηγός του οχήματος υποβληθεί σε τεστ ανίχνευσης για κατανάλωση ναρκωτικών, ο ΑΒ και ο KL δήλωσαν στους αστυνομικούς ότι είχαν στην κατοχή τους ναρκωτικά. Η πληροφορία αυτή διαβιβάσθηκε προφορικά στον ανακριτή υπηρεσίας του περιφερειακού αστυνομικού τμήματος του Lukovit, ο οποίος κατέγραψε τις δηλώσεις αυτές σε επίσημη έκθεση ως προφορική γνωστοποίηση ποινικού αδικήματος. |
20 |
Κατόπιν θετικού αποτελέσματος του τεστ ανίχνευσης για κατανάλωση ναρκωτικών στο οποίο υποβλήθηκε ο οδηγός, ένας από τους αστυνομικούς διενήργησε έρευνα στο όχημα. |
21 |
Επιπλέον, ο ΑΒ υποβλήθηκε σε σωματική έρευνα από τον ανακριτή υπηρεσίας, ο οποίος συνέταξε έκθεση «έρευνας και κατάσχεσης σε επείγουσες περιπτώσεις με εκ των υστέρων έγκριση από τον δικαστή». Ως λόγος για τη διενέργεια της έρευνας αυτής χωρίς προηγούμενη άδεια δικαστή σημειώθηκε στη σχετική έκθεση η ύπαρξη «επαρκών ενδείξεων περί κατοχής αντικειμένων απαγορευμένων από τον νόμο, οι οποίες μνημονεύονται σε έκθεση προφορικής γνωστοποίησης ποινικού αδικήματος». |
22 |
Κατά τη διάρκεια της σωματικής έρευνας, βρέθηκε στην κατοχή του AB ναρκωτική ουσία. Κατόπιν τούτου, ο ανακριτής υπηρεσίας ενημέρωσε αυθημερόν τον εισαγγελέα της Rayonna prokuratura Lovech, teritorialno otdelenie Lukovit (εισαγγελικής αρχής της περιφέρειας Lovech, περιφερειακή ενότητα Lukovit, Βουλγαρία) για τα αποτελέσματα της ως άνω έρευνας καθώς και για το ότι η έρευνα πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο «προκαταρκτικής εξέτασης», κατά την έννοια του άρθρου 212 του κώδικα ποινικής δικονομίας, την οποία κίνησε ο αστυνομικός υπηρεσίας του περιφερειακού αστυνομικού τμήματος του Lukovit. |
23 |
Στο πλαίσιο επίσης της ίδιας προκαταρκτικής εξέτασης, αλλά μετά τη διενέργεια της έρευνας, κατά τη διάρκεια ακρόασης ενώπιον του αστυνομικού υπηρεσίας, ζητήθηκαν από τον ΑΒ γραπτές εξηγήσεις. O ΑΒ δήλωσε ότι οι ουσίες που βρέθηκαν πάνω του ήταν ναρκωτικές ουσίες για προσωπική του χρήση. |
24 |
Στις 9 Φεβρουαρίου 2022 ο εισαγγελέας της Rayonna prokuratura Lovech, teritorialno otdelenie Lukovit (εισαγγελικής αρχής της περιφέρειας Lovech, περιφερειακή ενότητα Lukovit, Βουλγαρία) υπέβαλε, σύμφωνα με το άρθρο 164, παράγραφος 3, του κώδικα ποινικής δικονομίας, στο Rayonen sad Lukovit (περιφερειακό δικαστήριο Lukovit, Βουλγαρία), ήτοι στο αιτούν δικαστήριο, αίτηση για την έγκριση της έκθεσης που συντάχθηκε σχετικά με τη σωματική έρευνα που διενεργήθηκε σε βάρος AB και την επακόλουθη κατάσχεση. Η διαφορά της κύριας δίκης αφορά την εν λόγω αίτηση για εκ των υστέρων έγκριση της σωματικής έρευνας και της κατάσχεσης. |
25 |
Το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον ο προβλεπόμενος από το εθνικό δίκαιο δικαστικός έλεγχος των μέτρων καταναγκασμού που επιβάλλονται για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων κατά το προκαταρκτικό στάδιο ποινικής διαδικασίας αποτελεί επαρκή εγγύηση του σεβασμού των δικαιωμάτων των υπόπτων και των κατηγορουμένων, σύμφωνα με τις οδηγίες 2012/13 και 2013/48. |
26 |
Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει κατ’ αρχάς ότι το εθνικό δίκαιο δεν περιέχει σαφή κανόνα σχετικά με την έκταση του δικαστικού ελέγχου των μέτρων καταναγκασμού που επιβάλλονται για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης και ότι, κατά τη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων, ο έλεγχος της επιτόπιας έρευνας, της σωματικής έρευνας και της κατάσχεσης περιορίζεται στην τυπική νομιμότητά τους. Συναφώς, υπενθυμίζει ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει επανειλημμένως καταδικάσει τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας για παράβαση των άρθρων 3 και 8 της ΕΣΔΑ. |
27 |
Εν συνεχεία, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι το βουλγαρικό δίκαιο δεν αναγνωρίζει την έννοια του «υπόπτου», την οποία μνημονεύουν οι ως άνω οδηγίες, αλλά μόνον την έννοια του «κατηγορουμένου». Για τον τελευταίο αυτό χαρακτηρισμό απαιτείται απόφαση του εισαγγελέα ή της ανακριτικής αρχής. Εντούτοις, υφίσταται πάγια πρακτική της αστυνομίας και της εισαγγελικής αρχής συνιστάμενη στην καθυστέρηση του χρονικού σημείου πέραν του οποίου ο ενδιαφερόμενος θεωρείται «κατηγορούμενος», όπερ, στην πράξη, έχει ως συνέπεια την καταστρατήγηση των υποχρεώσεων σχετικά με τον σεβασμό των δικαιωμάτων υπεράσπισης του υπόπτου. |
28 |
Τέλος, τόσο από τη θεωρία όσο και από την εθνική νομολογία προκύπτει ότι το αρμόδιο δικαστήριο, ακόμη και όταν είναι πεπεισμένο ότι τα δικαιώματα υπεράσπισης του ενδιαφερομένου δεν έγιναν σεβαστά, δεν δύναται να ελέγξει εάν ορθώς απαγγέλθηκε εις βάρος του κατηγορία, διότι τούτο θα παραβίαζε το συνταγματικό προνόμιο του εισαγγελέα να ασκεί την ποινική δίωξη. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο δικαστής που ελέγχει τα δεσμευτικά μέτρα που λαμβάνονται στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης πρέπει να κάνει δεκτή την πράξη έρευνας, εφόσον αυτή διενεργήθηκε υπό επείγουσες συνθήκες, έστω και αν τούτο συνεπάγεται προσβολή των δικαιωμάτων υπεράσπισης. |
29 |
Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, μολονότι στο εθνικό δίκαιο δεν υφίσταται η έννοια του «υπόπτου», εντούτοις το άρθρο 219, παράγραφος 2, του κώδικα ποινικής δικονομίας μπορεί, κατ’ αρχήν, να διασφαλίσει τα δικαιώματα υπεράσπισης των προσώπων για τα οποία δεν υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ενοχής, αλλά τα οποία, λόγω της ανάγκης διενέργειας ανακριτικών πράξεων με τη συμμετοχή τους, υπάγονται στο δικονομικό καθεστώς του «κατηγορουμένου» και, ως εκ τούτου, δύνανται να απολαύουν των δικαιωμάτων του άρθρου 55 του κώδικα ποινικής δικονομίας, τα οποία πληρούν τις απαιτήσεις των οδηγιών 2012/13 και 2013/48. |
30 |
Ωστόσο, κατά το αιτούν δικαστήριο, η ως άνω δικονομική διάταξη δεν είναι σαφής. Επιπλέον, αποτελεί αντικείμενο διφορούμενης και αντιφατικής εφαρμογής ή δεν εφαρμόζεται καθόλου. Κατά το αιτούν δικαστήριο, δεν χωρεί αμφιβολία ότι, εν προκειμένω, ο AB έχει την ιδιότητα του προσώπου που «κατηγορείται για αδίκημα», κατά την έννοια της ΕΣΔΑ, όπως αυτή ερμηνεύεται στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού της καταστάσεώς του σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Τούτου λεχθέντος, σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική νομοθεσία, ένα πρόσωπο μπορεί να απολαύει των δικαιωμάτων υπεράσπισης μόνον εφόσον έχει αποκτήσει την ιδιότητα του «κατηγορουμένου», όπερ εξαρτάται από τη βούληση της αρχής που διεξάγει την έρευνα υπό την εποπτεία του εισαγγελέα. |
31 |
Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η παράλειψη ενημέρωσης και η απαγόρευση πρόσβασης σε δικηγόρο σε πρώιμο στάδιο της ποινικής διαδικασίας συνιστά μη θεραπεύσιμη διαδικαστική πλημμέλεια, δυνάμενη να αναιρέσει τον δίκαιο και αμερόληπτο χαρακτήρα του συνόλου της επακόλουθης ποινικής διαδικασίας. |
32 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Rayonen sad Lukovit (περιφερειακό δικαστήριο του Lukovit) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
|
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου και του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος
33 |
Με το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2012/13 και το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/48 έχουν την έννοια ότι οι οδηγίες αυτές έχουν εφαρμογή στην περίπτωση προσώπου για το οποίο υπάρχουν πληροφορίες ότι κατέχει παράνομες ουσίες και το οποίο υποβάλλεται σε σωματική έρευνα και κατόπιν διενεργείται σε βάρος του κατάσχεση των εν λόγω ουσιών, παρόλο που το εθνικό δίκαιο δεν αναγνωρίζει τη μνημονευόμενη στις ως άνω οδηγίες έννοια του «υπόπτου» και το πρόσωπο αυτό δεν έχει ενημερωθεί επισήμως ότι έχει την ιδιότητα του «κατηγορουμένου». |
34 |
Οι οδηγίες 2012/13 και 2013/48 έχουν αμφότερες ως αντικείμενο τον καθορισμό στοιχειωδών κανόνων σχετικά με ορισμένα δικαιώματα των υπόπτων και κατηγορουμένων σε ποινικές διαδικασίες. Η οδηγία 2012/13 αφορά ειδικότερα το δικαίωμα ενημέρωσης του ενδιαφερομένου σχετικά με τα δικαιώματά του, η δε οδηγία 2013/48 αφορά το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο, το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου σχετικά με τη στέρηση της ελευθερίας, καθώς και το δικαίωμα των στερούμενων της ελευθερίας τους προσώπων να επικοινωνούν με τρίτους και το δικαίωμα επικοινωνίας με τις προξενικές αρχές. Επιπλέον, από τις αιτιολογικές σκέψεις των ως άνω οδηγιών προκύπτει ότι οι οδηγίες αυτές στηρίζονται συναφώς στα δικαιώματα που προβλέπονται, μεταξύ άλλων, στα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη, αποσκοπούν δε στην εξασφάλιση των δικαιωμάτων αυτών υπέρ των υπόπτων ή κατηγορουμένων σε ποινικές διαδικασίες (πρβλ. απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, Rayonna prokuratura Lom,C‑467/18, EU:C:2019:765, σκέψεις 36 και 37). |
35 |
Όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2012/13, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι από το άρθρο 1 και το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι η ίδια ορίζει μόνο τους κανόνες σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης των υπόπτων ή κατηγορουμένων ως προς τα δικαιώματά τους στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας και ως προς τις εναντίον τους κατηγορίες από τη στιγμή που ένα πρόσωπο ενημερώνεται από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους ότι θεωρείται ύποπτο ή κατηγορείται για την τέλεση αξιόποινης πράξης (διάταξη της 6ης Σεπτεμβρίου 2022, Delgaz Grid,C‑95/22, EU:C:2022:697, σκέψη 25). |
36 |
Ως προς το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2013/48, το άρθρο 2, παράγραφος 1, προβλέπει ότι η οδηγία αυτή εφαρμόζεται σε υπόπτους ή σε κατηγορουμένους στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας από τη στιγμή που λαμβάνουν γνώση από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους, μέσω επίσημης ειδοποίησης ή με άλλο τρόπο, ότι θεωρούνται ύποπτοι ή κατηγορούνται για την τέλεση αξιόποινης πράξης, ανεξαρτήτως του αν έχουν στερηθεί την ελευθερία τους. |
37 |
Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το γράμμα του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/48, και ιδίως η φράση «λαμβάνουν γνώση από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους, μέσω επίσημης ειδοποίησης ή με άλλο τρόπο», καταδεικνύει ότι, για τη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 2013/48, αρκεί η ενημέρωση του ενδιαφερομένου από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους, ανεξαρτήτως της μορφής που λαμβάνει η εν λόγω ενημέρωση, δεδομένου ότι ο τρόπος με τον οποίο αυτή περιέρχεται στον ενδιαφερόμενο δεν ασκεί επιρροή [πρβλ. απόφαση της 12ης Μαρτίου 2020, VW (Δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο σε περίπτωση μη παράστασης),C‑659/18, EU:C:2020:201, σκέψεις 25 και 26]. |
38 |
Δεδομένου ότι τα αντίστοιχα πεδία εφαρμογής των οδηγιών 2012/13 και 2013/48 ορίζονται με σχεδόν πανομοιότυπες φράσεις στο άρθρο 2 εκάστης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, κατ’ αρχήν, ταυτίζονται. Η εν λόγω διαπίστωση συνάδει με τον κοινό σκοπό των δύο οδηγιών, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση της προστασίας των δικαιωμάτων των υπόπτων ή κατηγορουμένων στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας. Επομένως, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 38 των προτάσεών του, η πρόσθετη διευκρίνιση του άρθρου 2 της πλέον πρόσφατης εκ των δύο οδηγιών, ήτοι της οδηγίας 2013/48, κατά την οποία η ενημέρωση μπορεί να παρέχεται «μέσω επίσημης ειδοποίησης ή με άλλο τρόπο», πρέπει να θεωρηθεί ότι εφαρμόζεται και στην οδηγία 2012/13. |
39 |
Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει, πρώτον, ότι για να εμπίπτει μια κατάσταση στο πεδίο εφαρμογής των ως άνω οδηγιών απαιτούνται δύο στοιχεία. Είναι αναγκαίο, αφενός, οι αρμόδιες εθνικές αρχές να έχουν υπόνοιες ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο διέπραξε αξιόποινη πράξη ή να του έχει ασκηθεί δίωξη για τον λόγο αυτόν και, αφετέρου, να του παρέχεται σχετική ενημέρωση από τις εν λόγω αρχές μέσω επίσημης ειδοποίησης ή με άλλο τρόπο. |
40 |
Ως εκ τούτου, για την εφαρμογή των οδηγιών 2012/13 και 2013/48, είναι σημαντικό οι εθνικές αρχές να βεβαιώνονται ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχει λάβει γνώση του γεγονότος ότι είναι ύποπτο ή ότι διώκεται για την τέλεση αξιόποινης πράξης. |
41 |
Δεύτερον, επισημαίνεται ότι, προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή διεξαγωγή ποινικής έρευνας, οι αρμόδιες εθνικές αρχές πρέπει να διαθέτουν ορισμένη διακριτική ευχέρεια ως προς την επιλογή του χρονικού σημείου κατά το οποίο ενημερώνουν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ότι θεωρείται ύποπτο ή κατηγορείται για την τέλεση αξιόποινης πράξης, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι δεν υπάρχει υπερβολική καθυστέρηση της διαβίβασης της εν λόγω πληροφορίας, η οποία θα εμπόδιζε τον ενδιαφερόμενο να ασκήσει αποτελεσματικά τα δικαιώματά του υπεράσπισης, στην προστασία των οποίων αποσκοπούν οι οδηγίες 2012/13 και 2013/48. |
42 |
Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το αντικείμενο της κύριας δίκης αφορά αίτηση του εισαγγελέα της Rayonna prokuratura Lovech, teritorialno otdelenie Lukovit (εισαγγελικής αρχής της περιφέρειας Lovech, περιφερειακή ενότητα Lukovit) να εγκριθούν εκ των υστέρων η σωματική έρευνα που διενεργήθηκε σε βάρος του ΑΒ και η κατάσχεση των παράνομων ουσιών που ανακαλύφθηκαν κατά την έρευνα αυτή. Η έρευνα διατάχθηκε και πραγματοποιήθηκε αφότου το εν λόγω πρόσωπο ομολόγησε, ενώπιον αστυνομικών υπαλλήλων, ότι είχε στην κατοχή του παράνομες ουσίες. |
43 |
Όταν ένα πρόσωπο, όπως ο AB, διατυπώνει ενώπιον αστυνομικών υπαλλήλων ομολογία όπως η ανωτέρω, διατρέχει τον κίνδυνο να θεωρηθεί ύποπτος για την τέλεση ποινικού αδικήματος. Όταν οι αστυνομικοί υπάλληλοι, συνάγοντας τις συνέπειες της ομολογίας του, προβαίνουν στη σωματική έρευνα του ενδιαφερομένου και στην κατάσχεση των αντικειμένων που δήλωσε ότι κατέχει, με τις πράξεις αυτές, αφενός, αποδεικνύεται ότι ο ενδιαφερόμενος θεωρείται πλέον ύποπτος από αρμόδια αρχή και, αφετέρου, ο ενδιαφερόμενος ενημερώνεται, εμμέσως πλην σαφώς, για την εν λόγω υπόνοια. Υπό τις περιστάσεις αυτές, φαίνεται ότι πληρούνται οι δύο προϋποθέσεις εφαρμογής των οδηγιών 2012/13 και 2013/48. |
44 |
Συναφώς, δεν ασκούν επιρροή, για την εφαρμογή των ως άνω οδηγιών, αφενός, το γεγονός ότι το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους δεν προβλέπει ότι ένα πρόσωπο μπορεί να έχει την ιδιότητα του «υπόπτου» και, αφετέρου, το γεγονός ότι ο AB δεν ενημερώθηκε επισήμως ότι έχει την ιδιότητα του «κατηγορουμένου». Ειδικότερα, το πεδίο εφαρμογής των οδηγιών 2012/13 και 2013/48 πρέπει να ερμηνεύεται ομοιόμορφα σε όλα τα κράτη μέλη και, επομένως, δεν μπορεί να εξαρτάται από τις διαφορετικές έννοιες που προσδίδουν τα δίκαια των κρατών αυτών στις έννοιες του «υπόπτου» και του «κατηγορουμένου» ούτε από τις συνθήκες υπό τις οποίες οι ενδιαφερόμενοι αποκτούν τις ιδιότητες αυτές σύμφωνα με τα σχετικά δικαιώματα. |
45 |
Ως εκ τούτου, στο πρώτο και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2012/13 και το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/48 έχουν την έννοια ότι οι οδηγίες αυτές έχουν εφαρμογή στην περίπτωση προσώπου για το οποίο υπάρχουν πληροφορίες ότι κατέχει παράνομες ουσίες και το οποίο υποβάλλεται σε σωματική έρευνα και κατόπιν διενεργείται σε βάρος του κατάσχεση των εν λόγω ουσιών. Το γεγονός ότι, πρώτον, το εθνικό δίκαιο δεν αναγνωρίζει την έννοια του «υπόπτου» και, δεύτερον, το πρόσωπο αυτό δεν έχει ενημερωθεί επισήμως ότι έχει την ιδιότητα του «κατηγορουμένου» δεν ασκεί συναφώς επιρροή. |
Επί του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος
46 |
Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο πρέπει να εξεταστεί πριν από το τρίτο, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2012/13 και το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/48, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα των άρθρων 47 και 48 του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομολογία κατά την οποία το δικαστήριο που επιλαμβάνεται, βάσει του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου, αίτησης χορήγησης εκ των υστέρων έγκρισης για τη διενέργεια, κατά το προκαταρκτικό στάδιο ποινικής διαδικασίας, σωματικής έρευνας και επακόλουθης κατάσχεσης παράνομων ουσιών δεν είναι αρμόδιο να εξετάσει αν τα δικαιώματα του υπόπτου ή του κατηγορουμένου, τα οποία κατοχυρώνονται στις ως άνω οδηγίες, έγιναν σεβαστά στην εν λόγω περίπτωση. |
47 |
Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, μολονότι, σύμφωνα με το άρθρο 164, παράγραφος 3, του κώδικα ποινικής δικονομίας, η σωματική έρευνα που διενεργείται στο πλαίσιο του προκαταρκτικού σταδίου της ποινικής διαδικασίας πρέπει να υποβάλλεται σε εκ των υστέρων δικαστικό έλεγχο, εντούτοις, κατά τη σχετική εθνική νομολογία, ο έλεγχος αυτός αφορά μόνον τις τυπικές προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η νομιμότητα του ως άνω μέτρου και της επακόλουθης κατάσχεσης και δεν παρέχει στο αρμόδιο δικαστήριο τη δυνατότητα να εξετάσει αν τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στις οδηγίες 2013/48 και 2012/13 έγιναν σεβαστά. |
48 |
Υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2012/13, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο ύποπτος ή κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του έχουν το δικαίωμα προσφυγής, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες στο εθνικό δίκαιο διαδικασίες, κατά της ενδεχόμενης παράλειψης ή άρνησης της αρμόδιας αρχής να παράσχει πληροφορίες σύμφωνα με την οδηγία αυτή. |
49 |
Λαμβανομένης υπόψη της σημασίας του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής, το οποίο προστατεύεται από το άρθρο 47 του Χάρτη, και της σαφούς, ανεπιφύλακτης και συγκεκριμένης διατύπωσης του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2012/13, η τελευταία αυτή διάταξη απαγορεύει κάθε εθνικό μέτρο που εμποδίζει την άσκηση αποτελεσματικών μέσων ένδικης προστασίας σε περίπτωση προσβολής των δικαιωμάτων που προστατεύει η οδηγία αυτή (απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, Rayonna prokuratura Lom,C‑467/18, EU:C:2019:765, σκέψη 57). |
50 |
Η ίδια ερμηνεία επιβάλλεται και όσον αφορά το άρθρο 12 της οδηγίας 2013/48, κατά το οποίο «οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι σε ποινική διαδικασία […] έχουν στη διάθεσή τους αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα δυνάμει του εθνικού δικαίου σε περίπτωση παραβίασης των δικαιωμάτων βάσει της παρούσας οδηγίας» (απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, Rayonna prokuratura Lom,C‑467/18, EU:C:2019:765, σκέψη 58). |
51 |
Ως εκ τούτου, το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2012/13 και το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/48 επιβάλλουν στα κράτη μέλη την υποχρέωση να διασφαλίζουν τον σεβασμό του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη και των δικαιωμάτων υπεράσπισης, τα οποία κατοχυρώνονται, αντιστοίχως, στο άρθρο 47 και στο άρθρο 48, παράγραφος 2, του Χάρτη, με την πρόβλεψη αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος το οποίο παρέχει σε κάθε ύποπτο ή κατηγορούμενο τη δυνατότητα να προσφύγει σε δικαστήριο αρμόδιο να εξετάσει εάν έλαβε χώρα προσβολή των δικαιωμάτων που του απονέμουν οι ως άνω οδηγίες. |
52 |
Τούτου λεχθέντος, το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2012/13 και το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/48 ορίζουν ότι το δικαίωμα προσφυγής κατά ενδεχόμενης προσβολής των εν λόγω δικαιωμάτων παρέχεται, αντιστοίχως, σύμφωνα με τις «εθνικές διαδικασίες» και δυνάμει «του εθνικού δικαίου». Ως εκ τούτου, οι διατάξεις αυτές δεν καθορίζουν ούτε τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να προβάλλεται η προσβολή των δικαιωμάτων ούτε τη χρονική στιγμή, κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, κατά την οποία μπορεί να γίνει αυτό, καταλείποντας επομένως στα κράτη μέλη ορισμένο περιθώριο εκτίμησης ως προς τον καθορισμό των ειδικών διαδικασιών που θα εφαρμοστούν σχετικώς. |
53 |
Ο σκοπός του νομοθέτη της Ένωσης για αναγνώριση ενός τέτοιου περιθωρίου εκτίμησης επιβεβαιώνεται από τις αιτιολογικές σκέψεις των οδηγιών 2012/13 και 2013/48. Συγκεκριμένα, αφενός, κατά την αιτιολογική σκέψη 36 της οδηγίας 2012/13, το δικαίωμα προσφυγής κατά της ενδεχόμενης παράλειψης ή άρνησης της αρμόδιας αρχής να παράσχει πληροφορίες ή να γνωστοποιήσει υλικό της υπόθεσης σύμφωνα με την οδηγία αυτή «δεν συνεπάγεται υποχρέωση των κρατών μελών να θεσπίσουν μια συγκεκριμένη διαδικασία ενδίκων μέσων, έναν ειδικό μηχανισμό ή μια διαδικασία προσφυγής κατά των εν λόγω περιπτώσεων παράλειψης ή άρνησης». Αφετέρου, η αιτιολογική σκέψη 50 της οδηγίας 2013/48 αναφέρει ότι λόγω της υποχρέωσης των κρατών μελών να μεριμνούν ώστε να λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα της υπεράσπισης και η δίκαιη διεξαγωγή της δίκης δεν πρέπει να θίγονται εν προκειμένω οι εθνικοί κανόνες ή τα εθνικά συστήματα ούτε να κωλύονται τα κράτη μέλη να διατηρούν σύστημα το οποίο να προβλέπει την προσκόμιση όλων των αποδεικτικών στοιχείων ενώπιον δικαστηρίου ή δικαστή «χωρίς χωριστή ή προηγούμενη αξιολόγηση του παραδεκτού των αποδεικτικών αυτών στοιχείων». |
54 |
Εξάλλου, τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη δεν υποχρεώνουν τα κράτη μέλη να θεσπίζουν αυτοτελή ένδικα βοηθήματα τα οποία οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι θα μπορούσαν να ασκήσουν προκειμένου να υπερασπιστούν τα δικαιώματα που τους απονέμουν οι οδηγίες 2012/13 και 2013/48. Ειδικότερα, κατά πάγια νομολογία, το δίκαιο της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων και των διατάξεων του Χάρτη, δεν συνεπάγεται υποχρέωση των κρατών μελών να καθιερώνουν άλλα μέσα ένδικης προστασίας από εκείνα που προβλέπει το εσωτερικό δίκαιο, εκτός και αν από την οικονομία της επίμαχης εθνικής έννομης τάξης προκύπτει ότι δεν υφίσταται κανένα μέσο ένδικης προστασίας το οποίο να καθιστά δυνατή, έστω και παρεμπιπτόντως, τη διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Randstad Italia,C‑497/20, EU:C:2021:1037, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
55 |
Επομένως, το δίκαιο της Ένωσης δεν απαγορεύει σε κράτος μέλος να περιορίζει τον δικαστικό έλεγχο των μέτρων καταναγκασμού που επιβάλλονται για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων στην τυπική νομιμότητά τους εφόσον, στη συνέχεια, στο πλαίσιο της ποινικής δίκης, ο δικαστής της ουσίας είναι σε θέση να εξακριβώσει εάν έγιναν σεβαστά τα δικαιώματα του ενδιαφερομένου που απορρέουν από τις οδηγίες 2012/13 και 2013/48, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα των άρθρων 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. |
56 |
Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι από πάγια εθνική νομολογία προκύπτει ότι οι πληροφορίες που συλλέγονται από πρόσωπα τα οποία εξετάσθηκαν ως μάρτυρες των δικών τους ενεργειών δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη ως αποδεικτικά στοιχεία, καθόσον τα πρόσωπα αυτά είναι στην πραγματικότητα ύποπτοι. |
57 |
Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 72 των προτάσεών του, η υφιστάμενη νομολογία των βουλγαρικών δικαστηρίων παρέχει, τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις, τη δυνατότητα αποκλεισμού των πληροφοριών και των αποδεικτικών στοιχείων που αποκτήθηκαν κατά παράβαση των επιταγών του δικαίου της Ένωσης, εν προκειμένω του άρθρου 3 της οδηγίας 2012/13, σχετικά με την ενημέρωση του υπόπτου για τα δικαιώματά του, και του άρθρου 3 της οδηγίας 2013/48, σχετικά με την πρόσβαση σε δικηγόρο. |
58 |
Εντούτοις, δεν είναι δυνατόν, μόνο βάσει της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, να διαπιστωθεί εάν, εν προκειμένω, οι κρίσιμες εθνικές διατάξεις είναι σύμφωνες προς τις απαιτήσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 55 της παρούσας απόφασης. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να βεβαιωθεί ότι, όταν, στο πλαίσιο ποινικής δίκης, ο κατηγορούμενος προβάλλει διαδικαστικές παρατυπίες συνδεόμενες με προσβολή δικαιωμάτων που απορρέουν από μία εκ των δύο ως άνω οδηγιών, ο δικαστής της ουσίας είναι πάντοτε σε θέση να διαπιστώσει τις εν λόγω παρατυπίες και να συναγάγει όλες τις συνέπειες που απορρέουν από την προσβολή δικαιωμάτων, ιδίως όσον αφορά το απαράδεκτο ή την αποδεικτική ισχύ των αποδεικτικών στοιχείων που αποκτήθηκαν υπό τις συνθήκες αυτές. |
59 |
Σε περίπτωση που ο δικαστής της ουσίας δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στην εν λόγω διαπίστωση και να συναγάγει τις συνέπειες της προσβολής δικαιωμάτων, υπενθυμίζεται ότι αποτελεί πάγια νομολογία του Δικαστηρίου ότι, προκειμένου να διασφαλισθεί η αποτελεσματικότητα όλων των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, η αρχή της υπεροχής επιβάλλει ειδικότερα στα εθνικά δικαστήρια να ερμηνεύουν, στο μέτρο του δυνατού, το εθνικό τους δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο προς το δίκαιο της Ένωσης [απόφαση της 8ης Μαρτίου 2022, Bezirkshauptmannschaft Hartberg-Fürstenfeld (Άμεσο αποτέλεσμα),C‑205/20, EU:C:2022:168, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. |
60 |
Αν δεν είναι δυνατή η σύμφωνη ερμηνεία και λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 49 έως 51 της παρούσας απόφασης, το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2012/13 και το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/48 έχουν άμεσο αποτέλεσμα, η αρχή της υπεροχής επιβάλλει στον εθνικό δικαστή, ο οποίος είναι επιφορτισμένος με την εφαρμογή, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του, των εν λόγω διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, την υποχρέωση να διασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα των επιταγών που απορρέουν από τις διατάξεις αυτές στη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί, εν ανάγκη αφήνοντας αυτεπαγγέλτως ανεφάρμοστη κάθε εθνική ρύθμιση, έστω και μεταγενέστερη, η οποία θα ήταν αντίθετη προς τις διατάξεις αυτές, χωρίς να υποχρεούται να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη κατάργηση της εθνικής αυτής ρυθμίσεως διά της νομοθετικής οδού ή μέσω άλλης συνταγματικά προβλεπόμενης διαδικασίας [πρβλ. απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2022, Generalstaatsanwaltschaft München (Έκδοση και αρχή ne bis in idem), C‑435/22 PPU, EU:C:2022:852, σκέψη 108 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. |
61 |
Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2012/13 και το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/48, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα των άρθρων 47 και 48 του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική νομολογία κατά την οποία το δικαστήριο που επιλαμβάνεται, βάσει του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου, αίτησης χορήγησης εκ των υστέρων έγκρισης για τη διενέργεια, κατά το προκαταρκτικό στάδιο ποινικής διαδικασίας, σωματικής έρευνας και επακόλουθης κατάσχεσης παράνομων ουσιών δεν είναι αρμόδιο να εξετάσει αν τα δικαιώματα του υπόπτου ή του κατηγορουμένου, τα οποία κατοχυρώνονται στις ως άνω οδηγίες, έγιναν σεβαστά στην προκειμένη περίπτωση, υπό την προϋπόθεση, αφενός, ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο μπορεί να ζητήσει να διαπιστωθεί στη συνέχεια, ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, ενδεχόμενη προσβολή των δικαιωμάτων που απορρέουν από τις εν λόγω οδηγίες, και, αφετέρου, ότι ο εθνικός δικαστής οφείλει να συναγάγει τις συνέπειες μιας τέτοιας προσβολής, ιδίως όσον αφορά το απαράδεκτο ή την αποδεικτική ισχύ των αποδεικτικών στοιχείων που συλλέχθηκαν υπό τις συνθήκες αυτές. |
Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος
62 |
Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα ζητείται να ερμηνευθούν οι αρχές της νομιμότητας και της απαγόρευσης των αυθαιρεσιών καθώς και το άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2013/48, στο πλαίσιο εθνικής ρυθμίσεως δυνάμει της οποίας μόνον τα πρόσωπα που επισήμως έχουν λάβει την ιδιότητα του «κατηγορουμένου» απολαύουν των δικαιωμάτων που απορρέουν από την οδηγία, λαμβανομένου υπόψη ότι το χρονικό σημείο κατά το οποίο αποδίδεται η εν λόγω ιδιότητα εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του ανακριτικού οργάνου. |
63 |
Κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, στο Δικαστήριο εναπόκειται να δώσει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμη απάντηση η οποία θα του παρέχει τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, αφενός, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (πρβλ. διάταξη της 24ης Μαρτίου 2023, Direktor na Teritorialno podelenie na Natsionalnia osiguritelen institut-Veliko Tarnovo,C‑30/22, EU:C:2023:259, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
64 |
Αφετέρου, απόκειται στο Δικαστήριο να προσδιορίσει, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων που του παρέσχε το εθνικό δικαστήριο, ιδίως δε το σκεπτικό της απόφασης περί παραπομπής, τα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης που χρήζουν ερμηνείας λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς της κύριας δίκης [πρβλ. απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, TL (Έλλειψη διερμηνέα και μετάφρασης), C‑242/22 PPU, EU:C:2022:611, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. |
65 |
Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει, πρώτον, ότι η διαφορά της κύριας δίκης αφορά αίτηση για την εκ των υστέρων έγκριση από δικαστή των μέτρων της σωματικής έρευνας και της επακόλουθης κατάσχεσης παράνομων αγαθών, τα οποία διενεργήθηκαν στο πλαίσιο του προκαταρκτικού σταδίου ποινικής διαδικασίας, καθώς και, δεύτερον, ότι, προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα, είναι πράγματι αναγκαίο να εξετασθεί, σε μια τέτοια περίπτωση, η έκταση και η φύση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο που προβλέπεται στο άρθρο 3 της οδηγίας 2013/48. |
66 |
Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 3 της οδηγίας 2013/48 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι ύποπτος ή κατηγορούμενος μπορεί, στο πλαίσιο του προκαταρκτικού σταδίου ποινικής διαδικασίας, να υποβληθεί σε σωματική έρευνα και σε κατάσχεση παράνομων αγαθών, χωρίς να έχει δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο. |
67 |
Σύμφωνα με το άρθρο 1, η οδηγία 2013/48 θεσπίζει ελάχιστους κανόνες σχετικά, ιδίως, με το δικαίωμα των υπόπτων και των κατηγορουμένων σε ποινικές διαδικασίες να έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο και να ενημερώνουν τρίτους σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας τους. |
68 |
Συναφώς, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας απαιτεί από τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι έχουν δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο εντός προθεσμίας και κατά τρόπο που να τους επιτρέπει να ασκούν τα δικαιώματα υπεράσπισής τους πρακτικά και αποτελεσματικά. |
69 |
Ο βασικός αυτός κανόνας εξειδικεύεται στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, η οποία προβλέπει ότι η πρόσβαση σε δικηγόρο πρέπει να παρέχεται «χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση» και, εν πάση περιπτώσει, σε οποιαδήποτε από τις χρονικές στιγμές που απαριθμούνται στα στοιχεία αʹ έως δʹ της παραγράφου 2, ανάλογα με το ποια προκύπτει πρώτη. |
70 |
Επιπλέον, το άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2013/48 προβλέπει ότι οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι έχουν τουλάχιστον το δικαίωμα να ζητούν την παράσταση του δικηγόρου τους στις προβλεπόμενες από τη διάταξη αυτή ερευνητικές πράξεις ή άλλες πράξεις συλλογής αποδεικτικών στοιχείων, εφόσον οι εν λόγω πράξεις προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο και εφόσον ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος υποχρεούται να παραστεί στη συγκεκριμένη πράξη. |
71 |
Πάντως, η σωματική έρευνα και η κατάσχεση παράνομων ουσιών δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των περιπτώσεων που μνημονεύονται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ έως δʹ, και παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της ως άνω οδηγίας. |
72 |
Ειδικότερα, όσον αφορά, πρώτον, το δικαίωμα των υπόπτων ή κατηγορουμένων, το οποίο προβλέπεται, να έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο πριν από την εξέτασή τους από την αστυνομία ή άλλη αρχή επιβολής του νόμου ή δικαστική αρχή, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι από την αιτιολογική σκέψη 20 της οδηγίας 2013/48 προκύπτει ότι, κατά την πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης, η προκαταρκτική εξέταση από την αστυνομία με την οποία επιδιώκεται, μεταξύ άλλων, ο προσδιορισμός του κατά πόσον θα πρέπει να αρχίσει έρευνα, για παράδειγμα κατά τη διάρκεια καθ’ οδόν ελέγχου, δεν συνιστά «εξέταση» κατά την έννοια της οδηγίας αυτής και, ως εκ τούτου, δεν μνημονεύεται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, δεδομένου ότι, εν πάση περιπτώσει, το άρθρο αυτό παρέχει στους υπόπτους και τους κατηγορουμένους το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο. |
73 |
Όσον αφορά, δεύτερον, το δικαίωμα των υπόπτων ή κατηγορουμένων, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2013/48, να έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο «χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση» από τη στιγμή της στέρησης της ελευθερίας, υπογραμμίζεται ότι το δικαίωμα αυτό δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι η πρόσβαση σε δικηγόρο λαμβάνει χώρα αμέσως, δηλαδή ακριβώς κατά τον χρόνο της στέρησης της ελευθερίας. |
74 |
Συναφώς, από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σχετικά με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, στην οποία παραπέμπει η αιτιολογική σκέψη 12 της οδηγίας 2013/48, προκύπτει ότι, όσον αφορά το δικαίωμα συνδρομής δικηγόρου, κατά την έννοια της παραγράφου 3, στοιχείο γʹ, του εν λόγω άρθρου 6, έρευνα η οποία διενεργείται κατά τη διάρκεια οδικού ελέγχου και καταλήγει σε αυτοενοχοποιητικές δηλώσεις ουδόλως συνιστά περιορισμό της ελευθερίας δράσεως του ενδιαφερομένου, ο οποίος θα αρκούσε για να καταστήσει υποχρεωτική τη νομική αρωγή ήδη από αυτό το στάδιο της διαδικασίας (πρβλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 18ης Φεβρουαρίου 2010, Zaichenko κατά Ρωσίας, CE:ECHR:2010:0218JUD003966002, § 47 και 48). |
75 |
Γενικώς, προκειμένου να διαπιστωθεί αν η έλλειψη πρόσβασης σε δικηγόρο κατά τη διάρκεια σωματικής έρευνας και κατάσχεσης παράνομων αγαθών στέρησε από τον ύποπτο ή τον κατηγορούμενο το δικαίωμα που κατοχυρώνεται στο άρθρο 3 της οδηγίας 2013/48, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι διατάξεις της παραγράφου 1 του εν λόγω άρθρου, η οποία απαιτεί να εξετάζεται αν η πρόσβαση αυτή παρασχέθηκε εντός προθεσμίας και κατά τρόπο που να παρέχει στον ύποπτο ή στον κατηγορούμενο τη δυνατότητα να ασκήσει τα δικαιώματα υπεράσπισής του πρακτικά και αποτελεσματικά. |
76 |
Εν προκειμένω, εναπόκειται στο αρμόδιο δικαστήριο, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, να προβεί στις αναγκαίες εξακριβώσεις λαμβάνοντας υπόψη όλες τις κρίσιμες συναφείς περιστάσεις. Ειδικότερα, το αρμόδιο δικαστήριο θα πρέπει να εξακριβώσει αν η παρουσία δικηγόρου κατά τον χρόνο της σωματικής έρευνας του AB και της επακόλουθης κατάσχεσης παράνομων ουσιών ήταν αντικειμενικώς αναγκαία για την αποτελεσματική διασφάλιση των δικαιωμάτων υπεράσπισης του προσώπου αυτού. |
77 |
Συναφώς, διευκρινίζεται ότι, υπό την επιφύλαξη της εξακρίβωσης από το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο, τα μέτρα που ελήφθησαν εις βάρος του AB δεν φαίνεται, a priori, να έχουν ληφθεί σε πλαίσιο τέτοιο ώστε, κατά τον χρόνο λήψης τους, ο ενδιαφερόμενος να έπρεπε να είχε δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο, κατά την έννοια του άρθρου 3 της οδηγίας 2013/48. |
78 |
Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι το άρθρο 3 της οδηγίας 2013/48 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι, κατά το προκαταρκτικό στάδιο της ποινικής διαδικασίας, μπορεί να διενεργηθεί σε βάρος του υπόπτου ή του κατηγορουμένου σωματική έρευνα και κατάσχεση παράνομων αγαθών χωρίς το πρόσωπο αυτό να έχει δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο, υπό την προϋπόθεση ότι από την εξέταση του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων προκύπτει ότι η πρόσβαση σε δικηγόρο δεν είναι αναγκαία προκειμένου το εν λόγω πρόσωπο να μπορέσει να ασκήσει πρακτικά και αποτελεσματικά τα δικαιώματα υπεράσπισής του. |
Επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος
79 |
Με το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν οι αρχές του κράτους δικαίου έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση και νομολογία δυνάμει των οποίων το εθνικό δικαστήριο «δεν είναι αρμόδιο να ελέγξει εάν ορθώς αποδόθηκε σε ορισμένο πρόσωπο η ιδιότητα του κατηγορουμένου, μολονότι η αναγνώριση δικαιωμάτων υπεράσπισης σε φυσικό πρόσωπο εξαρτάται […] από την εν λόγω τυπική πράξη, στην περίπτωση κατά την οποία επιβάλλονται εις βάρος του εν λόγω προσώπου μέτρα καταναγκασμού για ανακριτικούς σκοπούς». |
80 |
Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η διαδικασία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ αποτελεί μέσο συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, χάρη στην οποία το Δικαστήριο τους παρέχει τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς επί της οποίας καλούνται να αποφανθούν (διάταξη της 27ης Μαρτίου 2023, Belgische Staat,C‑34/22, EU:C:2023:263, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
81 |
Δεδομένου ότι η απόφαση περί παραπομπής αποτελεί τη βάση της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας, είναι απαραίτητο το εθνικό δικαστήριο να παράσχει έναν ελάχιστο αριθμό διευκρινίσεων όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους επέλεξε τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης των οποίων ζητεί την ερμηνεία, καθώς και τη σχέση που θεωρεί ότι υφίσταται μεταξύ των διατάξεων αυτών και της εφαρμοστέας στη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί εθνικής νομοθεσίας (πρβλ. διάταξη της 27ης Μαρτίου 2023, Belgische Staat,C‑34/22, EU:C:2023:263, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
82 |
Εν προκειμένω, το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα αναφέρεται γενικώς στις «αρχές του κράτους δικαίου», χωρίς εξάλλου η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως να εκθέτει τους λόγους για τους οποίους το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, στο πλαίσιο του εν λόγω ερωτήματος, ως προς την ερμηνεία των ως άνω «αρχών» και, ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν μπορεί να εκτιμήσει σε ποιον βαθμό η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι αναγκαία για να μπορέσει το αιτούν δικαστήριο να εκδώσει την απόφασή του στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης. |
83 |
Συνεπώς, το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα είναι απαράδεκτο. |
Επί των δικαστικών εξόδων
84 |
Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται. |
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται: |
|
|
|
(υπογραφές) |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η βουλγαρική.