Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62020CJ0116

    Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 7ης Απριλίου 2022.
    SC Avio Lucos SRL κατά Agenţia de Plăţi şi Intervenţie pentru Agricultură – Centrul judeţean Dolj και Agenţia de Plăţi şi Intervenţie pentru Agricultură (APIA) – Aparat Central.
    Αίτηση του Curtea de Apel Timişoara για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Γεωργία – Κοινή γεωργική πολιτική – Καθεστώτα άμεσης στήριξης – Κοινοί κανόνες – Καθεστώς ενιαίας στρεμματικής ενίσχυσης – Κανονισμός (ΕΚ) 73/2009 – Άρθρο 2, στοιχείο γʹ – Έννοια της “γεωργικής δραστηριότητας” – Άρθρο 35 – Κανονισμός (ΕΚ) 1122/2009 – Εθνική ρύθμιση η οποία, αφενός, επιβάλλει την προσκόμιση νομικού τίτλου που αποδεικνύει το δικαίωμα χρήσης του αγροτεμαχίου που τίθεται στη διάθεση του γεωργού στο πλαίσιο σύμβασης παραχώρησης και, αφετέρου, εξαρτά το κύρος της σύμβασης παραχώρησης από το αν ο παραχωρησιούχος είναι κτηνοτρόφος ή ιδιοκτήτης ζώων – Παραχωρησιούχος βοσκοτόπου ο οποίος έχει συνάψει σύμβαση συνεργασίας με κτηνοτρόφους – Δεδικασμένο.
    Υπόθεση C-116/20.

    Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2022:273

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

    της 7ης Απριλίου 2022 ( *1 )

    «Προδικαστική παραπομπή – Γεωργία – Κοινή γεωργική πολιτική – Καθεστώτα άμεσης στήριξης – Κοινοί κανόνες – Καθεστώς ενιαίας στρεμματικής ενίσχυσης – Κανονισμός (ΕΚ) 73/2009 – Άρθρο 2, στοιχείο γʹ – Έννοια της “γεωργικής δραστηριότητας” – Άρθρο 35 – Κανονισμός (ΕΚ) 1122/2009 – Εθνική ρύθμιση η οποία, αφενός, επιβάλλει την προσκόμιση νομικού τίτλου που αποδεικνύει το δικαίωμα χρήσης του αγροτεμαχίου που τίθεται στη διάθεση του γεωργού στο πλαίσιο σύμβασης παραχώρησης και, αφετέρου, εξαρτά το κύρος της σύμβασης παραχώρησης από το αν ο παραχωρησιούχος είναι κτηνοτρόφος ή ιδιοκτήτης ζώων – Παραχωρησιούχος βοσκοτόπου ο οποίος έχει συνάψει σύμβαση συνεργασίας με κτηνοτρόφους – Δεδικασμένο»

    Στην υπόθεση C‑116/20,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Curtea de Apel Timişoara (εφετείο Τιμισοάρας, Ρουμανία) με απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 28 Φεβρουαρίου 2020, στο πλαίσιο της δίκης

    SC Avio Lucos SRL

    κατά

    Agenţia de Plăţi şi Intervenţie pentru Agricultură – Centrul judeţean Dolj,

    Agenţia de Plăţi şi Intervenţie pentru Agricultură (APIA) – Aparat Central,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

    συγκείμενο από τους A. Arabadjiev, πρόεδρο του πρώτου τμήματος, προεδρεύοντα του δευτέρου τμήματος, I. Ziemele (εισηγήτρια), T. von Danwitz, P. G. Xuereb και A. Kumin, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: Α. Ράντος

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    η SC Avio Lucos SRL, εκπροσωπούμενη από την M. Gornoviceanu, avocate,

    ο Agenţia de Plăţi şi Intervenţie pentru Agricultură – Centrul judeţean Dolj, εκπροσωπούμενος από τον N. S. Răducan,

    η Ρουμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις E. Gane και A. Rotăreanu,

    η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Möller και την S. Heimerl,

    η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις A.‑L. Desjonquères και C. Mosser και τον W. Zemamta,

    η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τις L. Vignato και R. Guizzi, avvocati dello Stato,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους A. Sauka και A. Biolan,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά, πρώτον, την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΚ) 73/2009 του Συμβουλίου, της 19ης Ιανουαρίου 2009, σχετικά με τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης για τους γεωργούς στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής και τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1290/2005, (ΕΚ) αριθ. 247/2006, (ΕΚ) αριθ. 378/2007 και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 (ΕΕ 2009, L 30, σ. 16), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 1310/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013 (ΕΕ 2013, L 347, σ. 865) (στο εξής: κανονισμός 73/2009), δεύτερον, την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΚ) 1122/2009 της Επιτροπής, της 30ής Νοεμβρίου 2009, σχετικά με τη θέσπιση λεπτομερών διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 73/2009 του Συμβουλίου όσον αφορά την πολλαπλή συμμόρφωση, τη διαφοροποίηση και το ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης και ελέγχου, στο πλαίσιο των καθεστώτων άμεσης στήριξης για τους γεωργούς που προβλέπονται στον εν λόγω κανονισμό, καθώς και λεπτομερών διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου όσον αφορά την πολλαπλή συμμόρφωση στο πλαίσιο του καθεστώτος στήριξης που προβλέπεται για τον αμπελοοινικό τομέα (ΕΕ 2009, L 316, σ. 65) και, τρίτον, την αρχή του δεδικασμένου.

    2

    Η εν λόγω αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ, αφενός, της SC Avio Lucos SRL και, αφετέρου, του Agenția de Plăți și Intervenție pentru Agricultură – Centrul județean Dolj (Οργανισμού πληρωμών και παρέμβασης για τη γεωργία – Νομαρχιακού Κέντρου Dolj, Ρουμανία) και του Agenția de Plăți și Intervenție pentru Agricultură (APIA) – Aparat Central (Οργανισμού πληρωμών και παρέμβασης για τη γεωργία – Κεντρικής Υπηρεσίας, Ρουμανία) (στο εξής, από κοινού: APIA), με αντικείμενο την επιστροφή του ποσού ενιαίας στρεμματικής ενίσχυσης το οποίο είχε χορηγήσει ο APIA στην Avio Lucos για το 2014.

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    Ο κανονισμός (ΕΕ) 1254/1999

    3

    Το άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΚ) 1254/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του βοείου κρέατος (ΕΕ 1999, L 160, σ. 21), όριζε στην παράγραφο 2 τα εξής:

    «Για τον καθορισμό του δείκτη πυκνότητας στην εκμετάλλευση λαμβάνονται υπόψη:

    […]

    b)

    ως καλλιεργούμενη για την παραγωγή ζωοτροφών έκταση νοείται η έκταση της εκμετάλλευσης που χρησιμοποιείται καθ’ όλη τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους για την εκτροφή βοοειδών και αιγοπροβάτων. […]

    […]»

    4

    Το ως άνω άρθρο 12 καταργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1782/2003 του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής και για τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 2019/93, (ΕΚ) αριθ. 1452/2001, (ΕΚ) αριθ. 1453/2001, (ΕΚ) αριθ. 1454/2001, (ΕΚ) αριθ. 1868/94, (ΕΚ) αριθ. 1251/1999, (ΕΚ) αριθ. 1254/1999, (ΕΚ) αριθ. 1673/2000, (ΕΟΚ) αριθ. 2358/71 και (ΕΚ) αριθ. 2529/2001 (ΕΕ 2003, L 270, σ. 1), ενώ στη συνέχεια ο ίδιος ο κανονισμός 1254/1999 καταργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα («Ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ») (ΕΕ 2007, L 299, σ. 1).

    Ο κανονισμός 1782/2003

    5

    Το άρθρο 44 του κανονισμού 1782/2003, το οποίο επιγράφεται «Χρήση των δικαιωμάτων ενίσχυσης», όριζε στις παραγράφους 2 και 3 τα εξής:

    «2.   Ο όρος “επιλέξιμα εκτάρια” σημαίνει κάθε γεωργική έκταση της εκμετάλλευσης που καλύπτεται από αρόσιμη γη και μόνιμους βοσκοτόπους εκτός από εκτάσεις που χρησιμοποιούνται για μόνιμες καλλιέργειες, δάση ή εκτάσεις που χρησιμοποιούνται για μη γεωργικές δραστηριότητες.

    3.   Ο γεωργός δηλώνει τα αγροτεμάχια που αντιστοιχούν στο επιλέξιμο εκτάριο που συνοδεύει κάθε δικαίωμα ενίσχυσης. Πλην περιπτώσεων ανωτέρας βίας ή εξαιρετικών περιστάσεων, τα αγροτεμάχια αυτά βρίσκονται στη διάθεση του γεωργού […]».

    6

    Ο κανονισμός 1782/2003 καταργήθηκε με τον κανονισμό 73/2009.

    Ο κανονισμός 73/2009

    7

    Οι αιτιολογικές σκέψεις 4, 7, 23 και 25 του κανονισμού 73/2009 είχαν ως εξής:

    «(4)

    Εξάλλου, για να αποφευχθεί η εγκατάλειψη της γεωργικής γης και να εξασφαλισθεί ότι θα διατηρηθεί η γη σε καλή γεωργική και περιβαλλοντική κατάσταση, ο [κανονισμός 1782/2003] καθόρισε κοινοτικό πλαίσιο εντός του οποίου τα κράτη μέλη θεσπίζουν πρότυπα που λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαιτερότητες των σχετικών περιοχών και ιδίως τις εδαφικές και κλιματικές συνθήκες, τα συστήματα καλλιέργειας (χρήση γης, αμειψισπορά, καλλιεργητικές πρακτικές) και τη διάρθρωση των εκμεταλλεύσεων. Το πλαίσιο αυτό θα πρέπει να διατηρηθεί. […]

    […]

    (7)

    Στον [κανονισμό 1782/2003], αναγνωρίστηκε η θετική επίδραση των μόνιμων βοσκότοπων στο περιβάλλον. Τα μέτρα του κανονισμού για την ενθάρρυνση της διατήρησης των υφιστάμενων μόνιμων βοσκοτόπων ώστε να αποφευχθεί η μαζική τους μετατροπή σε αρόσιμες εκτάσεις θα πρέπει να διατηρηθούν.

    […]

    (23)

    Η πείρα από την εφαρμογή του καθεστώτος ενιαίας ενίσχυσης κατέδειξε ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, χορηγήθηκε αποσυνδεδεμένη εισοδηματική στήριξη σε δικαιούχους των οποίων οι γεωργικές δραστηριότητες αποτελούσαν ασήμαντο μέρος των συνολικών οικονομικών δραστηριοτήτων ή των οποίων ο επιχειρηματικός στόχος δεν αφορά καθόλου ή οριακά μόνον την άσκηση γεωργικής δραστηριότητας. Για να αποφευχθεί η χορήγηση γεωργικής εισοδηματικής στήριξης σε τέτοιους δικαιούχους και να διασφαλισθεί ότι η κοινοτική στήριξη χρησιμοποιείται πλήρως για την εξασφάλιση δίκαιου βιοτικού επιπέδου για τον γεωργικό πληθυσμό, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξουσιοδοτηθούν να μη χορηγούν άμεσες ενισχύσεις δυνάμει του παρόντος κανονισμού σε αυτά τα φυσικά και νομικά πρόσωπα.

    […]

    (25)

    Τα καθεστώτα στήριξης δυνάμει της [κοινής γεωργικής πολιτικής (ΚΓΠ)] προβλέπουν άμεση εισοδηματική στήριξη, ιδίως προκειμένου να εξασφαλισθεί ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης για τη γεωργική κοινότητα. Ο στόχος αυτός συνδέεται στενά με τη διατήρηση των αγροτικών περιοχών. Για να αποφευχθεί η ανορθολογική κατανομή των κοινοτικών κονδυλίων, δεν θα πρέπει να παρέχονται ενισχύσεις στους γεωργούς που δημιούργησαν τεχνητά τις συνθήκες που απαιτούνται για να λάβουν τις ενισχύσεις αυτές.»

    8

    Το άρθρο 2 του ως άνω κανονισμού, με τίτλο «Ορισμοί», προέβλεπε τα εξής:

    «Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

    […]

    β)

    “εκμετάλλευση”: το σύνολο των παραγωγικών μονάδων τις οποίες διαχειρίζεται ο γεωργός και οι οποίες βρίσκονται στην επικράτεια του ίδιου κράτους μέλους,

    γ)

    “γεωργική δραστηριότητα”: η παραγωγή, η εκτροφή ή η καλλιέργεια γεωργικών προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων της συγκομιδής, της άμελξης, της αναπαραγωγής και εκτροφής ζώων για γεωργικούς σκοπούς, ή η διατήρηση της γης σε καλή γεωργική και περιβαλλοντική κατάσταση, όπως ορίζεται στο άρθρο 6,

    […]

    η)

    “γεωργική έκταση”: οποιαδήποτε έκταση αρόσιμης γης, μόνιμων βοσκοτόπων και μόνιμων καλλιεργειών.»

    9

    Το άρθρο 6 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Καλή γεωργική και περιβαλλοντική κατάσταση», προέβλεπε στην παράγραφο 1, πρώτο εδάφιο, τα εξής:

    «Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε κάθε γεωργική γη, και ιδιαίτερα γη η οποία δεν χρησιμοποιείται πλέον για παραγωγικούς σκοπούς, να διατηρείται σε καλή γεωργική και περιβαλλοντική κατάσταση. Τα κράτη μέλη καθορίζουν, σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο, στοιχειώδεις απαιτήσεις για την καλή γεωργική και περιβαλλοντική κατάσταση με βάση το πλαίσιο που καθορίζεται στο Παράρτημα III, λαμβάνοντας υπόψη τους τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των συγκεκριμένων περιοχών, όπως το έδαφος και οι κλιματικές συνθήκες, τα υφιστάμενα συστήματα γεωργικής εκμετάλλευσης, η χρήση γης, η αμειψισπορά, οι γεωργικές πρακτικές και η διάρθρωση των εκμεταλλεύσεων. Τα κράτη μέλη μπορούν να μην ορίζουν ελάχιστες απαιτήσεις που δεν προβλέπονται στο πλαίσιο αυτό.»

    10

    Το άρθρο 19 του ίδιου κανονισμού, με τίτλο «Αιτήσεις ενίσχυσης», προέβλεπε στην παράγραφο 1 τα εξής:

    «Κάθε έτος, ο γεωργός υποβάλλει αίτηση για άμεσες ενισχύσεις, στην οποία αναφέρονται, ανάλογα με την περίπτωση, τα ακόλουθα:

    α)

    όλα τα αγροτεμάχια της εκμετάλλευσης […],

    β)

    τα δικαιώματα ενίσχυσης που έχουν δηλωθεί για ενεργοποίηση·

    γ)

    κάθε άλλη πληροφορία που προβλέπεται από τον παρόντα κανονισμό ή από το οικείο κράτος μέλος.»

    11

    Το άρθρο 34 του κανονισμού 73/2009, με τίτλο «Ενεργοποίηση των δικαιωμάτων ενίσχυσης ανά επιλέξιμο εκτάριο», όριζε τα εξής:

    «1.   Η στήριξη δυνάμει του καθεστώτος ενιαίας ενίσχυσης χορηγείται στους γεωργούς με την ενεργοποίηση δικαιώματος ενίσχυσης ανά επιλέξιμο εκτάριο. Τα ενεργοποιημένα δικαιώματα ενίσχυσης θεμελιώνουν την καταβολή των ποσών που καθορίζονται σε αυτά.

    2.   Για τους σκοπούς του παρόντος τίτλου, ως “επιλέξιμο εκτάριο” νοείται:

    α)

    κάθε γεωργική έκταση της εκμετάλλευσης, συμπεριλαμβανομένων των εκτάσεων που καλύπτονται από δασύλλια περιοδικής υλοτόμησης με βραχυχρόνια αμειψισπορά (κωδικός ΣΟ ex06029041), η οποία χρησιμοποιείται για γεωργική δραστηριότητα […]

    […]

    Πλην περιπτώσεων ανωτέρας βίας ή εξαιρετικών περιστάσεων, τα εκτάρια πρέπει να πληρούν τους όρους επιλεξιμότητας καθόλη τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους.»

    12

    Το άρθρο 35 του ως άνω κανονισμού, με τίτλο «Δήλωση επιλέξιμων εκταρίων», όριζε στην παράγραφο 1 τα εξής:

    «Ο γεωργός δηλώνει τα αγροτεμάχια που αντιστοιχούν στα επιλέξιμα εκτάρια που συνοδεύουν κάθε δικαίωμα ενίσχυσης. Πλην περιπτώσεων ανωτέρας βίας ή εξαιρετικών περιστάσεων, τα αγροτεμάχια αυτά βρίσκονται στη διάθεση του γεωργού κατά την ημερομηνία που καθορίζει το κράτος μέλος, η οποία δεν μπορεί να είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας που καθορίζει το εν λόγω κράτος μέλος για την τροποποίηση της αίτησης ενίσχυσης.»

    13

    Το άρθρο 124 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Εκτάσεις υπαγόμενες στο καθεστώς ενιαίας στρεμματικής ενίσχυσης», όριζε στην παράγραφο 2 τα εξής:

    «Για τη χορήγηση ενισχύσεων δυνάμει του καθεστώτος ενιαίας στρεμματικής ενίσχυσης, επιλέξιμα είναι όλα τα γεωργικά αγροτεμάχια που πληρούν τα κριτήρια της παραγράφου 1 […].

    Πλην περιπτώσεων ανωτέρας βίας ή εξαιρετικών περιστάσεων, τα αγροτεμάχια τα οποία αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο πρέπει να βρίσκονται στη διάθεση του γεωργού κατά την ημερομηνία την οποία ορίζει το κράτος μέλος και η οποία δεν είναι μεταγενέστερη από την ημερομηνία που ορίζεται στο εν λόγω κράτος μέλος για την τροποποίηση της αίτησης ενίσχυσης.

    Το ελάχιστο μέγεθος επιλέξιμης έκτασης ανά εκμετάλλευση για το οποίο είναι δυνατό να ζητούνται ενισχύσεις είναι 0,3 εκτάρια. Πάντως κάθε νέο κράτος μέλος είναι δυνατόν να αποφασίζει, με βάση αντικειμενικά κριτήρια και μετά από έγκριση της Επιτροπής, να ορίζει το ελάχιστο μέγεθος σε υψηλότερο επίπεδο με την προϋπόθεση ότι δεν υπερβαίνει το 1 εκτάριο.»

    14

    Το παράρτημα III του ίδιου ως άνω κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Καλή γεωργική και περιβαλλοντική κατάσταση που αναφέρεται στο άρθρο 6», περιελάμβανε, όσον αφορά το στοιχειώδες επίπεδο συντήρησης, μεταξύ άλλων το εξής πρότυπο προαιρετικής εφαρμογής: «Ελάχιστα όρια πυκνότητας ζωικού πληθυσμού ή/και κατάλληλα καθεστώτα».

    15

    Ο κανονισμός 73/2009 καταργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 1307/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, περί θεσπίσεως κανόνων για άμεσες ενισχύσεις στους γεωργούς βάσει καθεστώτων στήριξης στο πλαίσιο της Κοινής γεωργικής πολιτικής και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 637/2008 και του κανονισμού 73/2009 (ΕΕ 2013, L 347, σ. 608).

    Ο κανονισμός 1122/2009

    16

    Οι αιτιολογικές σκέψεις 8 και 28 του κανονισμού 1122/2009 είχαν ως εξής:

    «(8)

    Για να εξασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή του καθεστώτος ενιαίας ενίσχυσης που προβλέπεται στον τίτλο ΙΙΙ του [κανονισμού 73/2009], τα κράτη μέλη πρέπει να δημιουργήσουν ένα σύστημα αναγνώρισης και καταγραφής, σύμφωνα με το οποίο τα δικαιώματα ενίσχυσης θα είναι ανιχνεύσιμα […]

    […]

    (28)

    Η τήρηση των προθεσμιών για την υποβολή των αιτήσεων ενίσχυσης, για την τροποποίηση των αιτήσεων στρεμματικής ενίσχυσης και για την υποβολή δικαιολογητικών εγγράφων, συμβάσεων ή δηλώσεων είναι απαραίτητη, για να μπορούν οι εθνικές διοικήσεις να προγραμματίζουν και στη συνέχεια να διενεργούν αποτελεσματικούς ελέγχους της ορθότητας των αιτήσεων ενίσχυσης. […]»

    17

    Το άρθρο 12 του ως άνω κανονισμού, με τίτλο «Περιεχόμενο της ενιαίας αίτησης», όριζε στην παράγραφο 1 τα εξής:

    «Η ενιαία αίτηση περιέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διαπίστωση της επιλεξιμότητας για την ενίσχυση, και ειδικότερα:

    […]

    δ)

    τα στοιχεία που επιτρέπουν την αναγνώριση όλων των αγροτεμαχίων της εκμετάλλευσης, την έκτασή τους εκφρασμένη σε εκτάρια με ακρίβεια δύο δεκαδικών ψηφίων, τη θέση τους και, ανάλογα με την περίπτωση, τη χρήση τους […]».

    18

    Ο κανονισμός 1122/2009 καταργήθηκε με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 640/2014 της Επιτροπής, της 11ης Μαρτίου 2014, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά το ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης και ελέγχου και τους όρους απόρριψης ή ανάκτησης πληρωμών καθώς και τις διοικητικές κυρώσεις που εφαρμόζονται στις άμεσες ενισχύσεις, τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης και την πολλαπλή συμμόρφωση (ΕΕ 2014, L 181, σ. 48).

    Το ρουμανικό δίκαιο

    Ο νόμος 72/2002 περί κτηνοτροφίας

    19

    Το άρθρο 4 του legea zootehniei nr. 72/2002 (νόμου 72/2002 περί κτηνοτροφίας, αναδημοσίευση: Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 235 της 2ας Απριλίου 2014), όριζε τα εξής:

    «Κατά τον παρόντα νόμο, ως “κτηνοτρόφος” νοείται φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο είναι ιδιοκτήτης των παρατιθέμενων στο άρθρο 2 ειδών ζώων, καταχωρισμένων στο γεωργικό μητρώο.»

    20

    Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου προβλέπει τα εξής:

    «Η κτηνοτροφία και η εκμετάλλευση ζώων είναι η δραστηριότητα των κτηνοτρόφων, ανεξαρτήτως νομικού καθεστώτος, με σκοπό την εξασφάλιση προϊόντων και ζωικών προϊόντων.»

    Το OUG 125/2006

    21

    Το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο f, του Ordonanța de urgență a Guvernului nr. 125/2006 pentru aprobarea schemelor de plăți directe și plăți naționale directe complementare, care se acordă în agricultură începând cu anul 2007, și pentru modificarea articolului 2 din Legea nr. 36/1991 privind societățile agricole și alte forme de asociere în agricultură (έκτακτου κυβερνητικού διατάγματος 125/2006 για την έγκριση των καθεστώτων άμεσων ενισχύσεων και συμπληρωματικών εθνικών άμεσων ενισχύσεων, που χορηγούνται στον τομέα της γεωργίας από το 2007, και για την τροποποίηση του άρθρου 2 του νόμου 36/1991 περί γεωργικών επιχειρήσεων και άλλων μορφών ενώσεων στον τομέα της γεωργίας), της 21ης Δεκεμβρίου 2006 (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 1043 της 29ης Δεκεμβρίου 2006), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: OUG 125/2006), όριζε τα εξής:

    «Για να λάβουν ενισχύσεις στο πλαίσιο των καθεστώτων ενιαίας στρεμματικής ενίσχυσης, οι αιτούντες πρέπει να είναι εγγεγραμμένοι στο μητρώο γεωργών το οποίο διαχειρίζεται o Agenția de Plăți și Intervenție pentru Agricultură [(Οργανισμός πληρωμών και παρέμβασης για τη γεωργία, Ρουμανία)], να υποβάλουν αίτηση ενίσχυσης εμπροθέσμως και να πληρούν τις ακόλουθες γενικές προϋποθέσεις:

    […]

    f)

    να υποβάλουν τα έγγραφα από τα οποία αποδεικνύεται η νόμιμη χρήση της έκτασης για την οποία υποβλήθηκε η αίτηση·

    […]».

    Η απόφαση 246/2008 του Υπουργού Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης

    22

    Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της Ordinul ministrului agriculturii si dezvoltării rurale nr. 246/2008 privind stabilirea modului de implementare, a condițiilor specifice și a criteriilor de eligibilitate pentru aplicarea schemelor de plăți directe și plăți naționale directe complementare în sectorul vegetal, pentru acordarea sprijinului aferent măsurilor de agromediu și zone defavorizate (απόφασης 246/2008 του Υπουργού Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης περί καθορισμού του τρόπου εφαρμογής, των ειδικών προϋποθέσεων και των κριτηρίων επιλεξιμότητας για την εφαρμογή των εθνικών συμπληρωματικών καθεστώτων άμεσων ενισχύσεων στον τομέα της φυτικής παραγωγής, για τη χορήγηση της ενίσχυσης για τα γεωργοπεριβαλλοντικά μέτρα και τις μειονεκτικές περιοχές), της 23ης Απριλίου 2008 (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 332 της 25ης Απριλίου 2008), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, είχε ως εξής:

    «Τα έγγραφα που αποδεικνύουν τη νόμιμη χρήση των μόνιμων δημοτικών βοσκοτόπων, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο f, του [OUG 125/2006], είναι οι πράξεις που βεβαιώνουν το δικαίωμα κυριότητας, οι συμβάσεις παραχώρησης ή μίσθωσης που συνάπτονται μεταξύ των δημοτικών συμβουλίων και των κτηνοτρόφων, από τις οποίες προκύπτει η χρησιμοποιούμενη έκταση γης, και η χορηγούμενη από τον δήμο βεβαίωση βάσει των στοιχείων που περιέχονται στο γεωργικό μητρώο. Οι συμβάσεις που συνήφθησαν πριν από την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης, με αντικείμενο τη χρήση των δημοτικών βοσκοτόπων, εξακολουθούν να παράγουν τα αποτελέσματά τους έως την ημερομηνία παύσης ισχύος του δικαιώματος.»

    Το έκτακτο κυβερνητικό διάταγμα 34/2013

    23

    Το άρθρο 2 του Ordonanța de urgență a Guvernului nr. 34/2013 privind organizarea, administrarea și exploatarea pajiștilor permanente și pentru modificarea și completarea Legii fondului funciar nr. 18/1991, της 23ης Απριλίου 2013 (έκτακτου κυβερνητικού διατάγματος 34/2013 σχετικά με την οργάνωση, τη διαχείριση και την εκμετάλλευση των μόνιμων βοσκοτόπων, το οποίο τροποποιεί και συμπληρώνει τον νόμο 18/1991 περί εγγείου ιδιοκτησίας, Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 267 της 13ης Μαΐου 2013), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, όριζε τα εξής:

    «Για τους σκοπούς του παρόντος έκτακτου κυβερνητικού διατάγματος, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

    […]

    b)

    βοσκότοποι και χορτολιβαδικές εκτάσεις – γεωργικές εκτάσεις καταχωρισμένες στους τίτλους κυριότητας υπό τη συγκεκριμένη κατηγορία χρήσης οι οποίες προορίζονται για την παραγωγή χορτονομής, αγρωστωδών ή άλλων ποωδών φυτών για τα ζώα, που θερίζονται ή χρησιμοποιούνται για βόσκηση·

    c)

    μονάδα ζωικού κεφαλαίου (ΜΖΚ) – τυποποιημένη μονάδα μέτρησης που καθορίζεται με βάση τις διατροφικές ανάγκες κάθε είδους ζώου και καθιστά δυνατή τη σύγκριση μεταξύ διαφόρων κατηγοριών ζώων·

    d)

    χρήστης βοσκοτόπων και χορτολιβαδικών εκτάσεων – κτηνοτρόφος, φυσικό ή νομικό πρόσωπο εγγεγραμμένο στο εθνικό γεωργικό μητρώο, που πραγματοποιεί συγκεκριμένες γεωργικές εργασίες της κατηγορίας χρήσης βοσκοτόπων και χορτολιβαδικών εκτάσεων, σύμφωνα με τη στατιστική κατάταξη των οικονομικών δραστηριοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την παραγωγή φυτικών και ζωικών προϊόντων, διαθέτει νόμιμο δικαίωμα χρήσης της γεωργικής έκτασης και χρησιμοποιεί τον βοσκότοπο για τη βοσκή των ζώων που ανήκουν σε αυτόν ή προβαίνει στη χορτοκοπή του τουλάχιστον άπαξ ετησίως·

    e)

    εθνικό γεωργικό μητρώο (RNE) – συλλογή δεδομένων με ηλεκτρονική μορφή, η οποία περιλαμβάνει τις πληροφορίες για την ταυτοποίηση κάθε εκμετάλλευσης στη Ρουμανία […]·

    f)

    κάτοχοι χορτολιβαδικών εκτάσεων – κάτοχοι δικαιώματος κυριότητας, άλλων εμπράγματων δικαιωμάτων επί των χορτολιβαδικών εκτάσεων ή πρόσωπα τα οποία έχουν, δυνάμει διατάξεων του αστικού δικαίου, την ιδιότητα κατόχων ή πρόσκαιρων κατόχων των χορτολιβαδικών εκτάσεων».

    Η απόφαση 226/235/2003 του Υπουργού Γεωργίας, Τροφίμων και Δασών και του Υπουργού Δημόσιας Διοίκησης

    24

    Η Ordinul ministrului agriculturii, alimentaţiei şi pădurilor şi al ministrului administraţiei publice nr. 226/235/2003 pentru aprobarea Strategiei privind organizarea activității de imbunatatire și exploatare a pajiștilor la nivel național, pe termen mediu și lung (απόφαση 226/235/2003 του Υπουργού Γεωργίας, Τροφίμων και Δασών και του Υπουργού Δημόσιας Διοίκησης περί εγκρίσεως της στρατηγικής για τη μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη οργάνωση των δραστηριοτήτων βελτίωσης και εκμετάλλευσης των χορτολιβαδικών εκτάσεων σε εθνικό επίπεδο) (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 423 της 17ης Ιουνίου 2003), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, περιελάμβανε παράρτημα I, του οποίου το κεφάλαιο VI, σημείο 1, είχε ως εξής:

    «Οι ευθύνες των χρηστών χορτολιβαδικών εκτάσεων

    a)

    Προκειμένου να χρησιμοποιήσουν τις χορτολιβαδικές εκτάσεις που διαχειρίζονται τα δημοτικά συμβούλια των αστικών ή αγροτικών δήμων:

    οι νομίμως συνεστημένες ενώσεις κτηνοτρόφων, οι κτηνοτρόφοι (φυσικά ή νομικά πρόσωπα) υποβάλλουν αίτηση στο δημοτικό συμβούλιο, […].

    b)

    Οι χρήστες χορτολιβαδικών εκτάσεων που συνάπτουν συμβάσεις παραχώρησης πληρούν τουλάχιστον τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    είναι εγγεγραμμένοι στο [RNE]·

    εγγυώνται ελάχιστη πυκνότητα βόσκησης 0,3 ΜΖΚ/εκτάριο για την έκταση που αποτελεί αντικείμενο της αίτησης·

    υποβάλλουν πρόγραμμα βόσκησης σύμφωνο με τις διατάξεις του κεφαλαίου IV, σημείο 8, για την περίοδο ανάληψης της χρήσης της χορτολιβαδικής έκτασης που αποτελεί αντικείμενο της αίτησης.»

    Ο κώδικας πολιτικής δικονομίας

    25

    Το άρθρο 431 του Codul de procedură civilă (κώδικα πολιτικής δικονομίας) ορίζει στην παράγραφο 2 τα εξής:

    «Οποιοσδήποτε διάδικος δύναται να επικαλεστεί το δεδικασμένο από προγενέστερη απόφαση στο πλαίσιο άλλης δίκης, εάν το δεδικασμένο σχετίζεται με την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς.»

    Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    26

    Η Avio Lucos υπέβαλε στον APIA αίτηση ενιαίας στρεμματικής ενίσχυσης για το έτος 2014, για βοσκοτόπους έκτασης 341,70 εκταρίων. Προς απόδειξη του δικαιώματος χρήσης της εν λόγω έκτασης, υπέβαλε σύμβαση παραχώρησης, η οποία είχε συναφθεί στις 28 Ιανουαρίου 2013 με το Consiliul local Podari (δημοτικό συμβούλιο του Δήμου Podari, Ρουμανία), σχετικά με βοσκότοπο ευρισκόμενο στην εδαφική περιφέρεια του δήμου αυτού. Βάσει της εν λόγω σύμβασης, η Avio Lucos είχε ως παραχωρησιούχος το δικαίωμα να εκμεταλλεύεται άμεσα και με δική της ευθύνη και κίνδυνο τα παραχωρηθέντα ακίνητα. Υποχρεούνταν επίσης να διασφαλίζει την εκμετάλλευση της παραχωρηθείσας έκτασης μέσω βόσκησης και δεν είχε δικαίωμα εκμίσθωσης ή περαιτέρω παραχώρησης της έκτασης.

    27

    Στη συνέχεια, η Avio Lucos συνήψε στις 30 Ιανουαρίου 2013 σύμβαση συμμετοχικής συνεργασίας με τέσσερα φυσικά πρόσωπα. Βάσει της ως άνω σύμβασης, η Avio Lucos ανέλαβε να θέσει στη διάθεση των εν λόγω φυσικών προσώπων τον παραχωρηθέντα δημοτικό βοσκότοπο και να πραγματοποιεί ετησίως και με δικά της έξοδα τις αναγκαίες εργασίες συντήρησης, ενώ τα αντισυμβαλλόμενα φυσικά πρόσωπα ανέλαβαν, ως αντιπαροχή, την υποχρέωση να θέσουν τα ζώα τους στη διάθεση της Avio Lucos, με σκοπό τη συνεχή και αδιάλειπτη βόσκηση στον βοσκότοπο.

    28

    Μετά από την υποβολή της αίτησης ενιαίας στρεμματικής ενίσχυσης, ο APIA κατέβαλε στην Avio Lucos προκαταβολή ενίσχυσης, βάσει των καθεστώτων στρεμματικής ενίσχυσης – γεωργική περίοδος 2014, συνολικού ποσού 529340,24 ρουμανικών λέι (RON) (περίπου 107000 ευρώ).

    29

    Εντούτοις, κατόπιν επανελέγχου της αίτησης, ο APIA διαπίστωσε ότι, κατά την ημερομηνία σύναψης της σύμβασης παραχώρησης, η Avio Lucos δεν είχε δικαίωμα να της παραχωρηθούν βοσκότοποι που ανήκαν στη δημόσια ή ιδιωτική περιουσία των δήμων, διότι δεν ήταν κτηνοτρόφος ούτε ιδιοκτήτης ζώων, κατά παράβαση της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας.

    30

    Βάσει της διαπίστωσης αυτής, ο APIA εξέδωσε, αφενός, απόφαση με την οποία επέβαλε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 58, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 1122/2009 πολυετείς κυρώσεις στην Avio Lucos, συνολικού ποσού 555729,59 RON (περίπου 112000 ευρώ). Κατά της απόφασης αυτής, η Avio Lucos άσκησε πλείονες διοικητικές και ένδικες προσφυγές, οι οποίες απορρίφθηκαν στο σύνολό τους.

    31

    Αφετέρου, ο APIA βεβαίωσε εις βάρος της Avio Lucos οφειλή συνολικού ποσού 529340,24 RON (περίπου 107000 ευρώ), η οποία αντιστοιχούσε στο ποσό ενιαίας στρεμματικής ενίσχυσης για το έτος 2014 που της είχε ήδη καταβληθεί.

    32

    Η Avio Lucos άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του Tribunalul Dolj (πρωτοδικείου Dolj, Ρουμανία), το οποίο την απέρριψε. Ο APIA άσκησε αναίρεση ενώπιον του Curtea de Apel Craiova (εφετείου Κραϊόβα), το οποίο αναίρεσε την εν λόγω απόφαση και ανέπεμψε την υπόθεση στο Tribunalul Dolj (πρωτοδικείο Dolj). Με απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2018, το δικαστήριο αυτό απέρριψε την προσφυγή. Η Avio Lucos άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης αυτής και η υπόθεση εκκρεμεί πλέον ενώπιον του Curtea de Apel Timișoara (εφετείου Τιμισοάρας, Ρουμανία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου.

    33

    Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι υφίστανται αμφιβολίες ως προς το αν αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης εθνική ρύθμιση η οποία, όσον αφορά τη χορήγηση οικονομικής στήριξης σχετικής με τα καθεστώτα ενιαίας στρεμματικής ενίσχυσης, αφενός, προβλέπει υποχρέωση του αιτούντος να αποδείξει την ύπαρξη δικαιώματος χρήσης ή εκμετάλλευσης γεωργικής έκτασης και, αφετέρου, επιβάλλει την προϋπόθεση να είναι κτηνοτρόφος ή ιδιοκτήτης ζώων για να μπορεί να συνάψει σύμβαση παραχώρησης βοσκοτόπων. Επιπλέον, τίθεται το ερώτημα αν η δραστηριότητα που ασκεί συγκεκριμένα η Avio Lucos εμπίπτει στο άρθρο 2 του κανονισμού 73/2009. Τέλος, το αιτούν δικαστήριο, το οποίο επισημαίνει την ύπαρξη δύο αμετάκλητων αποφάσεων με τις οποίες διαπιστώθηκε η μη επιλεξιμότητα αιτήσεων ενιαίας στρεμματικής ενίσχυσης για το έτος 2014 λόγω παραβίασης του εθνικού δικαίου όσον αφορά την απαίτηση περί νομιμότητας του τίτλου εκμετάλλευσης ή χρήσης της έκτασης, ζητεί να διευκρινιστεί αν αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης η εφαρμογή της αρχής του δεδικασμένου η οποία κωλύει την εξέταση της συμβατότητας της εν λόγω απαίτησης του εθνικού δικαίου με το δίκαιο της Ένωσης στο πλαίσιο νέας διαφοράς σχετικά με τη νομιμότητα της πράξης ανάκτησης των αχρεωστήτως καταβληθέντων στην Avio Lucos ποσών.

    34

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Curtea de Apel Timişoara (εφετείο Τιμισοάρας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Έχει το δίκαιο [της Ένωσης] που εφαρμόζεται επί της οικονομικής στήριξης για το γεωργικό έτος 2014 –και συγκεκριμένα ο κανονισμός 73/2009 και ο κανονισμός 1122/2009– την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική διάταξη με την οποία θεσπίζεται υποχρέωση απόδειξης του δικαιώματος χρήσης εδαφικής έκτασης με σκοπό τη χορήγηση οικονομικής στήριξης σχετικής με τα καθεστώτα στρεμματικής ενίσχυσης;

    2)

    Εάν κριθεί ότι το κατά τα άνω δίκαιο [της Ένωσης] δεν αντιτίθεται στην εθνική διάταξη για την οποία γίνεται λόγος στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, έχει το δίκαιο [της Ένωσης] (συμπεριλαμβανομένης της αρχής της αναλογικότητας) την έννοια ότι αντιτίθεται –στην περίπτωση που το δικαίωμα εκμετάλλευσης της γεωργικής έκτασης αποδεικνύεται από τον δικαιούχο μέσω της προσκόμισης σύμβασης παραχώρησης βοσκοτόπου (βάσει της οποίας ο αιτών απέκτησε δικαίωμα χρήσης του βοσκοτόπου υπ’ ευθύνη του και προς όφελός του, έναντι καταβολής τέλους)– εθνική διάταξη που επιβάλλει, για την έγκυρη σύναψη της εν λόγω σύμβασης παραχώρησης, τον όρο ο μελλοντικός παραχωρησιούχος να είναι αποκλειστικώς κτηνοτρόφος ή ιδιοκτήτης ζώων;

    3)

    Εμπίπτει στην έννοια της γεωργικής δραστηριότητας του άρθρου 2 του κανονισμού [73/2009] η δραστηριότητα δικαιούχου καθεστώτος στρεμματικής ενισχύσεως ο οποίος –βάσει της σύμβασης παραχώρησης βοσκοτόπου με σκοπό την απόκτηση του δικαιώματος χρήσης της εν λόγω έκτασης και την απόκτηση δικαιωμάτων ενίσχυσης για το γεωργικό έτος 2014– συνάπτει στη συνέχεια σύμβαση συνεργασίας με κτηνοτρόφους, με την οποία επιτρέπει τη δωρεάν χρήση της παραχωρηθείσας έκτασης για τη βοσκή των ζώων, ενώ παράλληλα ο δικαιούχος διατηρεί το δικαίωμα χρήσης της έκτασης, αλλά υποχρεούται να μην παρακωλύει τη δραστηριότητα βόσκησης και να εκτελεί δραστηριότητες καθαρισμού του βοσκότοπου;

    4)

    Έχει το δίκαιο [της Ένωσης] την έννοια ότι αντιτίθεται σε ερμηνεία εθνικής διάταξης όπως το άρθρο 431, παράγραφος 2, του [κώδικα πολιτικής δικονομίας] –που αφορά την ισχύ δεδικασμένου αμετάκλητης δικαστικής απόφασης, με την οποία κρίθηκε απαράδεκτο αίτημα ενίσχυσης λόγω της παραβίασης της απαίτησης της εθνικής νομοθεσίας περί νομιμότητας του τίτλου εκμετάλλευσης/χρήσης της έκτασης για την οποία ζητήθηκε υπαγωγή στο καθεστώς στρεμματικής ενίσχυσης για το γεωργικό έτος 2014 (αναφορικά με διαφορά στο πλαίσιο της οποίας ζητήθηκε η ακύρωση απόφασης περί επιβολής πολυετών κυρώσεων)–, ερμηνεία βάσει της οποίας δεν χωρεί εξέταση της συμβατότητας της εν λόγω απαίτησης του εθνικού δικαίου προς το δίκαιο [της Ένωσης] το οποίο εφαρμόζεται για το γεωργικό έτος 2014 στο πλαίσιο νέας διαφοράς, στην οποία εξετάζεται η νομιμότητα πράξης ανάκτησης αχρεωστήτως καταβληθέντων στον αιτούντα ποσών, επίσης για το γεωργικό έτος 2014, που βασίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά και στις ίδιες εθνικές διατάξεις που εξετάστηκαν στην προγενέστερη αμετάκλητη δικαστική απόφαση;»

    Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

    Επί του παραδεκτού

    35

    Με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η Ρουμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη στο σύνολό της, διότι το αιτούν δικαστήριο έχει στη διάθεσή του πληροφορίες που του παρέχουν τη δυνατότητα να αποφανθεί επί της ενώπιόν του διαφοράς. Ειδικότερα, κατά τη Ρουμανική Κυβέρνηση, το αιτούν δικαστήριο θα έπρεπε να έχει εξετάσει κατά προτεραιότητα τους κανόνες του άρθρου 431, παράγραφος 2, του κώδικα πολιτικής δικονομίας σχετικά με την «ισχύ του δεδικασμένου» και να απορρίψει την προσφυγή της Avio Lucos. Ως προς το ζήτημα αυτό, προσθέτει ότι κατά το μέτρο που η εν λόγω διάταξη έχει εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης, τα τρία πρώτα προδικαστικά ερωτήματα είναι άνευ αντικειμένου.

    36

    Από την πλευρά της, η Avio Lucos υποστηρίζει ότι το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα δεν είναι κρίσιμα για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, διότι δεν αφορούν την επιλεξιμότητα του αιτούντος για την ενιαία στρεμματική ενίσχυση, αλλά το ζήτημα του κύρους της επίμαχης στην κύρια δίκη σύμβασης παραχώρησης.

    37

    Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, απόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της μέλλουσας να εκδοθεί δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα της προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, καθόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να αποφανθεί επ’ αυτών (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, The Department for Communities in Northern Ireland, C‑709/20, EU:C:2021:602, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    38

    Επομένως, τα ερωτήματα που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης καλύπτονται από τεκμήριο λυσιτέλειας. Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος που έχει υποβάλει εθνικό δικαστήριο μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το ζήτημα είναι υποθετικής φύσεως ή, ακόμη, όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, The Department for Communities in Northern Ireland, C‑709/20, EU:C:2021:602, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    39

    Εν προκειμένω, αφενός, το επιχείρημα ότι το αιτούν δικαστήριο θα έπρεπε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 431, παράγραφος 2, του κώδικα πολιτικής δικονομίας να απορρίψει την ενώπιόν του προσφυγή δεν καταδεικνύει ότι η ζητούμενη από το δικαστήριο αυτό ερμηνεία των κανόνων του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με τη διαφορά της κύριας δίκης. Πράγματι, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, οι αρμοδιότητες του Δικαστηρίου και εκείνες του αιτούντος δικαστηρίου είναι σαφώς χωριστές και μόνο στο τελευταίο απόκειται να ερμηνεύσει την εθνική νομοθεσία (απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2013, Križan κ.λπ., C‑416/10, EU:C:2013:8, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    40

    Επιπλέον, όσον αφορά τη φερόμενη έλλειψη λυσιτέλειας του πρώτου και του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 267 ΣΛΕΕ παρέχει πάντοτε σε εθνικό δικαστήριο τη δυνατότητα, αν το κρίνει σκόπιμο, να υποβάλει στο Δικαστήριο ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2013, Križan κ.λπ., C‑416/10, EU:C:2013:8, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Όπως προκύπτει από τη σκέψη 33 της παρούσας απόφασης, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, προκειμένου να επιλύσει την ενώπιόν του διαφορά, είναι αναγκαία η απάντηση στο ερώτημα αν το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία, αφενός, θεσπίζει υποχρέωση του αιτούντος να αποδείξει την ύπαρξη δικαιώματος χρήσης ή εκμετάλλευσης γεωργικής έκτασης και, αφετέρου, επιβάλλει την προϋπόθεση να είναι κτηνοτρόφος ή ιδιοκτήτης ζώων, για να μπορεί να συνάψει σύμβαση παραχώρησης βοσκοτόπων και, ενδεχομένως, να λάβει οικονομική στήριξη δυνάμει των καθεστώτων ενιαίας στρεμματικής ενίσχυσης.

    41

    Κατά συνέπεια, τα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο είναι παραδεκτά.

    Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

    42

    Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν οι κανονισμοί 73/2009 και 1122/2009 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ως προϋπόθεση για τη χορήγηση στήριξης δυνάμει του καθεστώτος ενιαίας στρεμματικής ενίσχυσης υποχρέωση του αιτούντος να αποδείξει ότι έχει «δικαίωμα χρήσης» της γεωργικής έκτασης την οποία αφορά η αίτησή του.

    43

    Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 34, παράγραφος 1, του κανονισμού 73/2009, η στήριξη δυνάμει του καθεστώτος ενιαίας ενίσχυσης χορηγείται στους γεωργούς με την ενεργοποίηση δικαιώματος ενίσχυσης ανά επιλέξιμο εκτάριο.

    44

    Κατά το άρθρο 35, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού, εναπόκειται στον γεωργό να δηλώσει τα αγροτεμάχια που αντιστοιχούν στα επιλέξιμα εκτάρια που συνοδεύουν κάθε δικαίωμα ενίσχυσης και, πλην περιπτώσεων ανωτέρας βίας ή εξαιρετικών περιστάσεων, τα αγροτεμάχια αυτά πρέπει να βρίσκονται «στη διάθεση» του γεωργού κατά την ημερομηνία που καθορίζει το οικείο κράτος μέλος. Ομοίως, κατά το άρθρο 124, παράγραφος 2, του κανονισμού, για τη χορήγηση στήριξης δυνάμει του καθεστώτος ενιαίας στρεμματικής ενίσχυσης, επιλέξιμα είναι όλα τα γεωργικά αγροτεμάχια που πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, τα οποία, πλην περιπτώσεων ανωτέρας βίας ή εξαιρετικών περιστάσεων, πρέπει να βρίσκονται «στη διάθεση» του γεωργού κατά την ημερομηνία την οποία ορίζει το συγκεκριμένο κράτος μέλος.

    45

    Δεδομένου ότι ο κανονισμός 73/2009 δεν διευκρινίζει με ποιον τρόπο οι εκτάσεις αυτές πρέπει να είναι «στη διάθεση» του γεωργού, για την ερμηνεία της διάταξης αυτής, πρέπει, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της κατά τη συνήθη έννοιά του στην καθομιλουμένη, αλλά και το γενικό πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (πρβλ. αποφάσεις της 24ης Ιουνίου 2010, Pontini κ.λπ., C‑375/08, EU:C:2010:365, σκέψη 58, και της 29ης Ιουλίου 2019, Pelham κ.λπ., C‑476/17, EU:C:2019:624, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    46

    Πρώτον, όσον αφορά το γράμμα του άρθρου 35, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού, επισημαίνεται ότι στην καθομιλουμένη το γεγονός ότι η έκταση είναι «στη διάθεση» του γεωργού συνεπάγεται, κατ’ αρχήν, ότι μπορεί να τη χρησιμοποιεί κατά βούληση προκειμένου να έχει τη δυνατότητα εν τοις πράγμασι άσκησης γεωργικής δραστηριότητας σε αυτή.

    47

    Όσον αφορά, δεύτερον, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η ως άνω διάταξη, από τη σκέψη 43 της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι η στήριξη δυνάμει του καθεστώτος ενιαίας ενίσχυσης χορηγείται στους γεωργούς με την ενεργοποίηση δικαιώματος ενίσχυσης ανά «επιλέξιμο εκτάριο», ως τέτοιο δε νοείται κατά το άρθρο 34, παράγραφος 2, του κανονισμού 73/2009 κάθε γεωργική έκταση της εκμετάλλευσης η οποία χρησιμοποιείται για γεωργική δραστηριότητα.

    48

    Πλην όμως, ο ως άνω κανονισμός περιέχει ορισμό των ως άνω όρων. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 2, στοιχεία βʹ, γʹ και ηʹ, του εν λόγω κανονισμού ως «εκμετάλλευση» νοείται «το σύνολο των παραγωγικών μονάδων τις οποίες διαχειρίζεται ο γεωργός και οι οποίες βρίσκονται στην επικράτεια του ίδιου κράτους μέλους», ως «γεωργική δραστηριότητα» νοείται «η παραγωγή, η εκτροφή ή η καλλιέργεια γεωργικών προϊόντων […] ή η διατήρηση της γης σε καλή γεωργική και περιβαλλοντική κατάσταση», και ως «γεωργική έκταση» νοείται «οποιαδήποτε έκταση αρόσιμης γης, μόνιμων βοσκοτόπων και μόνιμων καλλιεργειών».

    49

    Ως προς το ζήτημα αυτό, το Δικαστήριο έχει κρίνει σχετικά με την απαίτηση του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 73/2009 περί «διαχείρισης» της παραγωγικής μονάδας από τον γεωργό ότι η έννοια της «διαχείρισης» δεν προϋποθέτει να έχει ο γεωργός απεριόριστη εξουσία διάθεσης της οικείας έκτασης στο πλαίσιο της χρήσης της για γεωργικούς σκοπούς. Ο γεωργός πρέπει όμως να διαθέτει, όσον αφορά την έκταση αυτή, επαρκή αυτονομία για την άσκηση της γεωργικής δραστηριότητάς του, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Οκτωβρίου 2010, Landkreis Bad Dürkheim, C‑61/09, EU:C:2010:606, σκέψεις 61 και 62, και της 2ας Ιουλίου 2015, Demmer, C‑684/13, EU:C:2015:439, σκέψη 58).

    50

    Συνεπώς, ο γεωργός πρέπει να είναι σε θέση να ασκήσει κάποια εξουσία λήψης αποφάσεων στο πλαίσιο της χρήσης της οικείας έκτασης (απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, Landkreis Bad Dürkheim, C‑61/09, EU:C:2010:606, σκέψη 63), με σκοπό την άσκηση της γεωργικής δραστηριότητάς του σε αυτή.

    51

    Τρίτον, όσον αφορά τους σκοπούς που επιδιώκονται με την επίμαχη ρύθμιση, σκοπός του κανονισμού 73/2009, όπως προκύπτει από την αιτιολογική του σκέψη 23, είναι να αποτρέψει τη χορήγηση άμεσης ενίσχυσης σε δικαιούχους των οποίων οι γεωργικές δραστηριότητες αποτελούν ασήμαντο μέρος των συνολικών οικονομικών δραστηριοτήτων ή των οποίων ο επιχειρηματικός στόχος δεν αφορά καθόλου ή οριακά μόνον την άσκηση γεωργικής δραστηριότητας. Επιπλέον, όπως προκύπτει από το άρθρο 39, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, του οποίου το βασικό περιεχόμενο υπενθυμίζεται στην αιτιολογική σκέψη 25 του εν λόγω κανονισμού, τα καθεστώτα στήριξης δυνάμει της ΚΓΠ παρέχουν άμεση εισοδηματική στήριξη, η οποία έχει σκοπό να εξασφαλίζει ένα δίκαιο βιοτικό επίπεδο στον γεωργικό πληθυσμό, ιδίως με την αύξηση του ατομικού εισοδήματος των εργαζομένων στη γεωργία.

    52

    Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 50 των προτάσεών του, ότι σκοπός της στήριξης βάσει του καθεστώτος ενιαίας στρεμματικής ενίσχυσης είναι να εξασφαλίζεται δίκαιο βιοτικό επίπεδο στους γεωργούς που ασκούν πραγματικά γεωργική δραστηριότητα και, κατά συνέπεια, έχουν εν τοις πράγμασι στη διάθεσή τους γεωργική έκταση στην οποία ασκείται η δραστηριότητα αυτή.

    53

    Λαμβανομένων υπόψη του γράμματος του άρθρου 35, παράγραφος 1, του κανονισμού 73/2009, του πλαισίου εντός του οποίου εντάσσεται η διάταξη αυτή καθώς και του σκοπού που επιδιώκεται από τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί αν ορισμένο αγροτεμάχιο είναι «στη διάθεση» του γεωργού, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, ο κανονισμός δεν επιβάλλει την υποβολή εκ μέρους του γεωργού επίσημου νομικού τίτλου ο οποίος να αποδεικνύει το «δικαίωμα χρήσης» της επίμαχης έκτασης και ότι αρκεί προς τον σκοπό αυτό η απόδειξη του πραγματικού χαρακτήρα της χρήσης της έκτασης καθώς και της επαρκούς αυτονομίας του γεωργού όσον αφορά την άσκηση της γεωργικής δραστηριότητάς του σε αυτή.

    54

    Η ως άνω ερμηνεία επιβεβαιώνεται, αφενός, από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την έννοια της «γεωργικής έκτασης της εκμετάλλευσης» κατά το άρθρο 44, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1782/2003. Ως προς το ζήτημα αυτό, το Δικαστήριο έχει κρίνει ειδικότερα ότι, δεδομένου ότι οι διατάξεις αυτές δεν προσδιορίζουν τη φύση της εννόμου σχέσεως βάσει της οποίας ο γεωργός χρησιμοποιεί την οικεία έκταση, δεν προκύπτει από αυτές ότι τα επίμαχα αγροτεμάχια πρέπει να βρίσκονται στην κατοχή του γεωργού βάσει συμβάσεως μισθώσεως αγροτικού κτήματος ή αντίστοιχης συναλλαγής (απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, Landkreis Bad Dürkheim, C‑61/09, EU:C:2010:606, σκέψη 54).

    55

    Αφετέρου, επιβεβαιώνεται και από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την έννοια της «έκτασης της εκμετάλλευσης που χρησιμοποιείται», την οποία προέβλεπε το άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1254/1999, δεδομένου ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η διάταξη αυτή δεν προβλέπει ως προϋπόθεση για την επιλεξιμότητα αίτησης ενίσχυσης την προσκόμιση έγκυρου νομικού τίτλου που να δικαιολογεί το δικαίωμα του αιτούντος να χρησιμοποιεί τις καλλιεργούμενες για ζωοτροφή εκτάσεις οι οποίες αποτελούσαν αντικείμενο της αίτησης. Αντιθέτως, η ουσιαστική χρησιμοποίηση της καλλιεργούμενης για ζωοτροφές εκτάσεως αποτελεί μια από τις προϋποθέσεις χορηγήσεως των σχετικών πριμοδοτήσεων (πρβλ. απόφαση της 24ης Ιουνίου 2010, Pontini κ.λπ., C‑375/08, EU:C:2010:365, σκέψεις 62 και 70).

    56

    Εντούτοις, μολονότι η υποχρέωση απόδειξης του «δικαιώματος χρήσης» μιας γεωργικής έκτασης δεν επιβάλλεται από το δίκαιο της Ένωσης, πρέπει να εξεταστεί και το ζήτημα αν το δίκαιο αυτό αντιτίθεται στην επιβολή τέτοιας υποχρέωσης με την εθνική νομοθεσία των κρατών μελών.

    57

    Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 73/2009, κάθε έτος ο γεωργός υποβάλλει αίτηση για άμεσες ενισχύσεις, στην οποία αναφέρονται, ανάλογα με την περίπτωση, όλα τα αγροτεμάχια της εκμετάλλευσης, τα δικαιώματα ενίσχυσης που έχουν δηλωθεί για ενεργοποίηση και κάθε άλλη πληροφορία που προβλέπεται από τον κανονισμό ή από το οικείο κράτος μέλος.

    58

    Επιπλέον, το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1122/2009, ο οποίος καθορίζει τις λεπτομερείς διατάξεις εφαρμογής του κανονισμού 73/2009 ιδίως όσον αφορά την πολλαπλή συμμόρφωση, τη διαφοροποίηση και το ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης και ελέγχου, στο πλαίσιο των καθεστώτων άμεσης στήριξης για τους γεωργούς που προβλέπονται στον τελευταίο κανονισμό, ορίζει ότι η ενιαία αίτηση περιέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διαπίστωση της επιλεξιμότητας για την ενίσχυση και ιδίως τα στοιχεία που επιτρέπουν την αναγνώριση όλων των αγροτεμαχίων της εκμετάλλευσης, την έκτασή τους εκφρασμένη σε εκτάρια με ακρίβεια δύο δεκαδικών ψηφίων, τη θέση τους και, ανάλογα με την περίπτωση, τη χρήση τους.

    59

    Στην αιτιολογική σκέψη 8 του κανονισμού 1122/2009 διευκρινίζεται επίσης ότι, για να εξασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή του καθεστώτος ενιαίας ενίσχυσης που προβλέπεται στον τίτλο ΙΙΙ του κανονισμού 73/2009, τα κράτη μέλη πρέπει να δημιουργήσουν ένα σύστημα αναγνώρισης και καταγραφής, σύμφωνα με το οποίο τα δικαιώματα ενίσχυσης θα είναι ανιχνεύσιμα. Όπως προκύπτει κατ’ ουσίαν από την αιτιολογική σκέψη 28 του κανονισμού 1122/2009, η εμπρόθεσμη υποβολή «δικαιολογητικών εγγράφων, συμβάσεων ή δηλώσεων» πρέπει να παρέχει στις εθνικές διοικητικές αρχές τη δυνατότητα να προγραμματίζουν και στη συνέχεια να διενεργούν αποτελεσματικούς ελέγχους της ορθότητας των αιτήσεων ενίσχυσης.

    60

    Πλην όμως, το Δικαστήριο έχει κρίνει όσον αφορά τα ως άνω δικαιολογητικά έγγραφα ότι, λαμβανομένης υπόψη της ισχύουσας πριν από την έκδοση του κανονισμού 1122/2009 ενωσιακής νομοθεσίας για τα καθεστώτα ενισχύσεων και τις λεπτομέρειες εφαρμογής του ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου, στο πλαίσιο των καθεστώτων άμεσης στήριξης για τους γεωργούς, τα κράτη μέλη διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τα δικαιολογητικά και τις αποδείξεις που πρέπει να προσκομίζει ο αιτών την χορήγηση ενισχύσεως σχετικά με τις χρησιμοποιούμενες για ζωοτροφή εκτάσεις οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο της αιτήσεώς του.

    61

    Το Δικαστήριο έχει συνεπώς κρίνει ότι, λαμβανομένου υπόψη του ως άνω περιθωρίου εκτιμήσεως, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να προβλέπουν διευκρινιστικές λεπτομέρειες όσον αφορά τις απαιτούμενες αποδείξεις προς στήριξη των αιτήσεων χορήγησης ενίσχυσης με βάση, ιδίως, τις συνήθεις πρακτικές οι οποίες ακολουθούνται εντός των κρατών μελών στον τομέα της γεωργίας και οι οποίες αφορούν τη νομή και τη χρήση των καλλιεργούμενων για ζωοτροφή εκτάσεων, καθώς και τους νομικούς τίτλους που πρέπει να προσκομίζονται προς δικαιολόγηση της χρήσης αυτής (απόφαση της 24ης Ιουνίου 2010, Pontini κ.λπ., C‑375/08, EU:C:2010:365, σκέψη 82).

    62

    Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι τα κράτη μέλη έχουν περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά την επιλογή των εθνικών μέτρων τα οποία κρίνουν αναγκαία για την κατά τρόπο αποτελεσματικό αποτροπή των παρατυπιών και του ενδεχομένου διαπράξεως απάτης και για την επιβολή σχετικών κυρώσεων (απόφαση της 24ης Ιουνίου 2010, Pontini κ.λπ., C‑375/08, EU:C:2010:365, σκέψη 76).

    63

    Το Δικαστήριο έχει ωστόσο διευκρινίσει ότι η χρήση εκ μέρους των κρατών μελών του περιθωρίου εκτιμήσεως όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία που πρέπει να υποβάλλονται προς στήριξη μιας αίτησης ενίσχυσης υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς, ιδίως όσον αφορά τη δυνατότητα να υποχρεώνεται ο αιτών να προσκομίζει έγκυρο νομικό τίτλο που να δικαιολογεί το δικαίωμα χρήσης των εκτάσεων για τις οποίες ζητεί την ενίσχυση. Στο ως άνω πλαίσιο, η εθνική νομοθεσία που θεσπίζεται με χρήση του ως άνω περιθωρίου εκτιμήσεως πρέπει να είναι σύμφωνη προς τους σκοπούς που επιδιώκονται από τη νομοθεσία της Ένωσης όσον αφορά την άμεση οικονομική στήριξη των γεωργών και προς τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, ειδικότερα προς την αρχή της αναλογικότητας, η οποία επιτάσσει να είναι τα μέσα που προβλέπει μια διάταξη πρόσφορα προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και να μη βαίνουν πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού μέτρου [πρβλ. αποφάσεις της 24ης Ιουνίου 2010, Pontini κ.λπ., C‑375/08, EU:C:2010:365, σκέψεις 86 και 87, και της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Land Berlin (Δικαιώματα ενισχύσεως συνδεόμενα με την ΚΓΠ), C‑216/19, EU:C:2020:1046, σκέψη 35].

    64

    Μολονότι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει αν η αρχή αυτή τηρήθηκε στο πλαίσιο κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης (πρβλ. απόφαση της 24ης Ιουνίου 2010, Pontini κ.λπ., C‑375/08, EU:C:2010:365, σκέψη 89), το Δικαστήριο είναι εντούτοις αρμόδιο, κατά πάγια νομολογία, να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο όλα τα σχετικά με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνευτικά στοιχεία που θα του δώσουν τη δυνατότητα να εκτιμήσει το ζήτημα αυτό προκειμένου να εκδώσει απόφαση επί της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί (απόφαση της 11ης Ιουνίου 2020, Subdelegación del Gobierno en Guadalajara, C‑448/19, EU:C:2020:467, σκέψη 17 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    65

    Ως προς το ζήτημα αυτό, πρώτον, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 57 των προτάσεών του, η θέσπιση υποχρέωσης, όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο f, του OUG 125/2006, η οποία αφορά την υποβολή εγγράφων τα οποία αποδεικνύουν τη νόμιμη χρήση της έκτασης για την οποία ζητείται η ενίσχυση, παρίσταται ικανή να διασφαλίσει την πραγματική επιδίωξη των σκοπών της ΚΓΠ για τους οποίους έγινε λόγος στις σκέψεις 51 και 52 της παρούσας απόφασης. Πράγματι, η υποχρέωση αυτή αποσκοπεί ιδίως στην αποτροπή του ενδεχομένου να επωφελούνται καταχρηστικά οι αιτούντες στήριξη βάσει του καθεστώτος ενιαίας ενίσχυσης από εκτάσεις που ανήκουν σε τρίτους με σκοπό την καταστρατήγηση της ενωσιακής νομοθεσίας για το καθεστώς αυτό (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 24ης Ιουνίου 2010, Pontini κ.λπ., C‑375/08, EU:C:2010:365, σκέψη 88).

    66

    Δεύτερον, όσον αφορά το ζήτημα αν η εθνική αυτή νομοθεσία βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του ανωτέρω σκοπού, υπενθυμίζεται ότι για την εξέταση της αναλογικότητας πρέπει να ληφθούν, ειδικότερα, υπόψη οι σκοποί της ΚΓΠ και, ως εκ τούτου, απαιτείται στάθμιση μεταξύ των σκοπών αυτών και του επιδιωκόμενου με την επίμαχη ρύθμιση σκοπού (πρβλ. απόφαση της 23ης Δεκεμβρίου 2015, Scotch Whisky Association κ.λπ., C‑333/14, EU:C:2015:845, σκέψεις 28 και 40).

    67

    Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, της απόφασης 246/2008 του Υπουργού Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, ορίζει ότι «[τ]α έγγραφα που αποδεικνύουν τη νόμιμη χρήση των μόνιμων δημοτικών βοσκοτόπων, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο f, του [OUG 125/2006], είναι οι πράξεις που βεβαιώνουν το δικαίωμα κυριότητας, οι συμβάσεις παραχώρησης ή μίσθωσης που συνάπτονται μεταξύ των δημοτικών συμβουλίων και των κτηνοτρόφων, από τις οποίες προκύπτει η χρησιμοποιούμενη έκταση γης, και η χορηγούμενη από τον δήμο βεβαίωση βάσει των στοιχείων που περιέχονται στο γεωργικό μητρώο» και, συνεπώς, αφορά, κατά τα φαινόμενα, την απόδειξη της νόμιμης χρήσης των μόνιμων δημοτικών βοσκοτόπων, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διαπιστώσει. Πλην όμως, όσον αφορά βοσκοτόπους που ανήκουν στη δημόσια ή ιδιωτική περιουσία των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, εν προκειμένω των δήμων, μπορεί ευλόγως να υποτεθεί ότι κατ’ αρχήν τα μέρη θα έχουν καταρτίσει έγγραφο το οποίο θα βεβαιώνει την ύπαρξη του δικαιώματος χρήσης και, επομένως, σε μια τέτοια ειδική περίπτωση η υποχρέωση υποβολής του εγγράφου δεν παρίσταται δυσανάλογη.

    68

    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω εκτιμήσεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι κανονισμοί 73/2009 και 1122/2009 έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ως προϋπόθεση για τη χορήγηση στήριξης δυνάμει του καθεστώτος ενιαίας στρεμματικής ενίσχυσης υποχρέωση του αιτούντος να αποδείξει ότι έχει «δικαίωμα χρήσης» της γεωργικής έκτασης την οποία αφορά η αίτησή του, εφόσον γίνονται σεβαστοί οι σκοποί που επιδιώκονται με τη σχετική ενωσιακή ρύθμιση και τηρούνται οι γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, ειδικότερα δε η αρχή της αναλογικότητας.

    Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

    69

    Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν, στην ειδική περίπτωση κατά την οποία ο δικαιούχος στήριξης δυνάμει του καθεστώτος ενιαίας στρεμματικής ενίσχυσης έχει υποβάλει, προς δικαιολόγηση του δικαιώματος εκμετάλλευσης γεωργικής έκτασης, σύμβαση παραχώρησης βοσκοτόπου ο οποίος ανήκει στη δημόσια περιουσία οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης, οι κανονισμοί 73/2009 και 1122/2009 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά το κύρος της σύμβασης παραχώρησης από το αν ο μελλοντικός παραχωρησιούχος έχει την ιδιότητα του κτηνοτρόφου ή του ιδιοκτήτη ζώων.

    70

    Επισημαίνεται ευθύς εξαρχής ότι από τα στοιχεία που περιέχει η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι η απαίτηση να είναι ο παραχωρησιούχος βοσκοτόπου κτηνοτρόφος ή ιδιοκτήτης ζώων δεν αποτελεί αυτή καθεαυτήν προϋπόθεση επιλεξιμότητας για οικονομική στήριξη δυνάμει του επίμαχου στην κύρια δίκη καθεστώτος ενιαίας στρεμματικής ενίσχυσης. Πράγματι, κατά τα φαινόμενα οι αιτούντες πρέπει, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, του OUG 125/2006, να είναι εγγεγραμμένοι στο μητρώο γεωργών το οποίο διαχειρίζεται o APIA, να υποβάλουν αίτηση ενίσχυσης εμπροθέσμως και να πληρούν τις γενικές προϋποθέσεις που προβλέπει η διάταξη αυτή, οι οποίες δεν περιλαμβάνουν τέτοια απαίτηση.

    71

    Εντούτοις, από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία προκύπτει ότι η απαίτηση αυτή απορρέει από τις διατάξεις του παραρτήματος I της απόφασης 226/235/2003 του Υπουργού Γεωργίας, Τροφίμων και Δασών και του Υπουργού Δημόσιας Διοίκησης, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης.

    72

    Δεδομένου ότι η απαίτηση αυτή δεν απορρέει από το δίκαιο της Ένωσης και προκύπτει από τη χρήση του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κράτη μέλη, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο, σύμφωνα με τη νομολογία που υπενθυμίζεται στις σκέψεις 61, 63 και 64 της παρούσας απόφασης, να διαπιστώσει αν η απαίτηση αυτή είναι σύμφωνη προς τους σκοπούς που επιδιώκονται με τη σχετική ενωσιακή ρύθμιση και προς τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, και ειδικότερα προς την αρχή της αναλογικότητας.

    73

    Ως προς το ζήτημα αυτό, η Ρουμανική Κυβέρνηση εξέθεσε, στις γραπτές παρατηρήσεις της, ότι ο Ρουμάνος νομοθέτης, λαμβάνοντας υπόψη τη συγκεκριμένη κατάσταση της γεωργίας στη Ρουμανία, η οποία βρίσκεται αντιμέτωπη με φαινόμενα όπως η εγκατάλειψη των γαιών, η γήρανση του γεωργικού πληθυσμού, ο μικρός αριθμός νέων γεωργών και ο μεγάλος αριθμός εκμεταλλεύσεων μικρού μεγέθους, εκ των οποίων σημαντικό ποσοστό είναι εκμεταλλεύσεις ημιεπιβίωσης, επέλεξε να εξαρτήσει τη σύναψη συμβάσεων παραχώρησης βοσκοτόπων που ανήκουν στη δημόσια περιουσία των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης από την ιδιότητα του παραχωρησιούχου ως κατόχου ή ιδιοκτήτη ζώων. Πλην όμως, η επιλογή αυτή, που δεν συνιστά προϋπόθεση επιλεξιμότητας για το καθεστώς ενιαίας στρεμματικής ενίσχυσης, αλλά προϋπόθεση εγκυρότητας των εν λόγω συμβάσεων παραχώρησης, εμπίπτει στο περιθώριο εκτίμησης του Ρουμάνου νομοθέτη.

    74

    Κατά τη Ρουμανική Κυβέρνηση, σκοπός του Ρουμάνου νομοθέτη κατά την θέσπιση αυτής της προϋπόθεσης ήταν να εξασφαλίσει δίκαιο βιοτικό επίπεδο του γεωργικού πληθυσμού, διευκολύνοντας την άμεση πρόσβαση του μεγαλύτερου αριθμού ιδιοκτητών ή κατόχων ζώων στους επίμαχους βοσκοτόπους που ανήκουν στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και αποτρέποντας το ενδεχόμενο να επωφελούνται όσοι ασκούν γεωργικές δραστηριότητες μέσω τρίτων. Ο APIA προσέθεσε, απαντώντας στις ερωτήσεις προς γραπτή απάντηση που του απηύθυνε το Δικαστήριο, ότι, όσον αφορά την πλειονότητα των κτηνοτρόφων, κατά τη θερινή περίοδο αποκλειστική πηγή τροφής για τα ζώα είναι η βλάστηση στους βοσκοτόπους και, επομένως, είναι σημαντικό να είναι δυνατή η παραχώρησή στους κτηνοτρόφους των βοσκοτόπων των περιοχών όπου αυτοί ζουν και εκτρέφουν τα ζώα τους.

    75

    Πλην όμως, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 68 των προτάσεών του, ο σκοπός αυτός συνάδει προς τους σκοπούς που επιδιώκει το δίκαιο της Ένωσης στον τομέα αυτόν. Πράγματι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 52 της παρούσας απόφασης, σκοπός της στήριξης βάσει του καθεστώτος ενιαίας στρεμματικής ενίσχυσης είναι να εξασφαλίζεται δίκαιο βιοτικό επίπεδο στους γεωργούς που ασκούν πραγματικά γεωργική δραστηριότητα και, κατά συνέπεια, έχουν εν τοις πράγμασι στη διάθεσή τους γεωργική έκταση στην οποία ασκείται η δραστηριότητα αυτή.

    76

    Εξάλλου, με την επιφύλαξη του ελέγχου στον οποίο οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, η απαίτηση ο αιτών να είναι ιδιοκτήτης ζώων ή κτηνοτρόφος παρίσταται, όπως προκύπτει από τη σκέψη 74 της παρούσας απόφασης, πρόσφορη για τη διευκόλυνση της άμεσης πρόσβασης του μεγαλύτερου αριθμού ιδιοκτητών ή κτηνοτρόφων στους βοσκοτόπους που ανήκουν στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, σε πλαίσιο στο οποίο, όπως επισημάνθηκε στην ίδια σκέψη, αποκλειστική πηγή τροφής για τα ζώα κατά τη θερινή περίοδο είναι η βλάστηση στους βοσκοτόπους.

    77

    Επιπλέον, δεδομένου ότι η απαίτηση αυτή αφορά μόνον την παραχώρηση βοσκοτόπων που ανήκουν στη δημόσια περιουσία των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, η επίμαχη εθνική ρύθμιση δεν φαίνεται να βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του ανωτέρω σκοπού, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτήσεις που προκύπτουν από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 66 της παρούσας απόφασης.

    78

    Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, στην ειδική περίπτωση κατά την οποία ο δικαιούχος στήριξης δυνάμει του καθεστώτος ενιαίας στρεμματικής ενίσχυσης έχει υποβάλει, προς δικαιολόγηση του δικαιώματος εκμετάλλευσης γεωργικής έκτασης, σύμβαση παραχώρησης βοσκοτόπου ο οποίος ανήκει στη δημόσια περιουσία οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης, οι κανονισμοί 73/2009 και 1122/2009 έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά το κύρος της σύμβασης παραχώρησης από το αν ο μελλοντικός παραχωρησιούχος έχει την ιδιότητα του κτηνοτρόφου ή του ιδιοκτήτη ζώων.

    Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

    79

    Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν, κατ’ ορθή ερμηνεία του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 73/2009, η έννοια της «γεωργικής δραστηριότητας» καλύπτει και τη δραστηριότητα ορισμένου προσώπου το οποίο, κατόπιν της σύναψης σύμβασης παραχώρησης βοσκοτόπου, συνάπτει σύμβαση συνεργασίας με κτηνοτρόφους, δυνάμει της οποίας αυτοί χρησιμοποιούν την παραχωρηθείσα έκταση για τη βοσκή των ζώων τους, ενώ ο παραχωρησιούχος διατηρεί το δικαίωμα χρήσης της έκτασης, αναλαμβάνοντας όμως την υποχρέωση να μην παρακωλύει τη βόσκηση και να εκτελεί με δικά του έξοδα τις εργασίες συντήρησης του βοσκοτόπου.

    80

    Ως «γεωργική δραστηριότητα» κατά το άρθρο 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 73/2009 νοείται η παραγωγή, η εκτροφή ή η καλλιέργεια γεωργικών προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων της συγκομιδής, της άμελξης, της αναπαραγωγής και εκτροφής ζώων για γεωργικούς σκοπούς, ή η διατήρηση της γης σε καλή γεωργική και περιβαλλοντική κατάσταση, όπως ορίζεται στο άρθρο 6 του κανονισμού.

    81

    Στη διαφορά της κύριας δίκης δεν αμφισβητείται ότι η δραστηριότητα της Avio Lucos δεν εμπίπτει στην πρώτη περίπτωση που αφορά την παραγωγή, εκτροφή ή καλλιέργεια γεωργικών προϊόντων. Πράγματι, όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στη σκέψη 73 των προτάσεών του, τα ζώα που οι κτηνοτρόφοι έθεσαν στη διάθεση της Avio Lucos δυνάμει του άρθρου 8 της επίμαχης στην κύρια δίκη σύμβασης συμμετοχικής συνεργασίας κατέχονταν, εκτρέφονταν και χρησιμοποιούνταν πάντοτε από αυτούς.

    82

    Όσον αφορά τη δεύτερη περίπτωση, που αφορά τη διατήρηση της γης σε καλή γεωργική και περιβαλλοντική κατάσταση, το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 73/2009 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη, αφενός, μεριμνούν ώστε κάθε γεωργική γη να διατηρείται σε καλή γεωργική και περιβαλλοντική κατάσταση και, αφετέρου, καθορίζουν, σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο, στοιχειώδεις απαιτήσεις για την καλή γεωργική και περιβαλλοντική κατάσταση με βάση το πλαίσιο που καθορίζεται στο παράρτημα III του εν λόγω κανονισμού, λαμβάνοντας υπόψη τα «ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των συγκεκριμένων περιοχών», ενώ το ίδιο άρθρο διευκρινίζει επιπροσθέτως ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να ορίζουν ελάχιστες απαιτήσεις οι οποίες δεν προβλέπονται στο εν λόγω πλαίσιο.

    83

    Ως προς το ζήτημα αυτό, η Ρουμανική Κυβέρνηση εξέθεσε με τις γραπτές παρατηρήσεις της ότι ο Ρουμάνος νομοθέτης επέβαλε το προαιρετικό πρότυπο «Ελάχιστα όρια πυκνότητας ζωικού πληθυσμού ή/και κατάλληλα καθεστώτα», το οποίο ρητώς προβλέπουν και επιτρέπουν οι διατάξεις του παραρτήματος III. Ειδικότερα, ο Ρουμάνος νομοθέτης προέβλεψε, στο πλαίσιο του συστήματος πολλαπλής συμμόρφωσης και από το 2012, «συντήρηση των μόνιμων βοσκοτόπων μέσω της διασφάλισης ελάχιστου επιπέδου βόσκησης 0,3 ζώα ανά εκτάριο και/ή μέσω της κοπής της χορτονομής τουλάχιστον άπαξ ετησίως».

    84

    Με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι, κατά τη γνωστοποίηση από τη Ρουμανία των σχετικών με την εφαρμογή των στοιχειωδών απαιτήσεων για την καλή γεωργική και περιβαλλοντική κατάσταση για το γεωργικό έτος 2014, «οι γεωργοί οφείλουν να καταβάλλουν τις ακόλουθες προσπάθειες για την εφαρμογή του προτύπου για τα ελάχιστα όρια πυκνότητας ζωικού πληθυσμού ή/και κατάλληλα καθεστώτα: κοπή της χορτονομής τουλάχιστον άπαξ ετησίως ή/και διασφάλιση ελάχιστου επιπέδου βοσκής (τουλάχιστον 0,3 ζώα ανά εκτάριο) για τη διατήρηση της γης (μόνιμοι βοσκότοποι) σε καλή κατάσταση».

    85

    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, κατά το άρθρο 7 της σύμβασης συμμετοχικής συνεργασίας μεταξύ της Avio Lucos και των κτηνοτρόφων, η επιχείρηση αυτή «εκτελεί, ετησίως, με δικά της έξοδα, τις εργασίες χορτοκοπής του βοσκοτόπου, εκρίζωσης ζιζανίων, καθώς και αποστράγγισης της περίσσειας ύδατος από το έδαφος, διασφαλίζοντας τις βέλτιστες συνθήκες για την αποκατάσταση του βοσκότοπου». Πλην όμως, με την επιφύλαξη του ελέγχου στον οποίο οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, η δραστηριότητα αυτή εμπίπτει, κατά τα φαινόμενα, σε μία από τις δραστηριότητες που αναφέρει διαζευκτικά η γνωστοποίηση για την οποία έγινε λόγος στην προηγούμενη σκέψη και, επομένως, εμπίπτει και στην έννοια της «γεωργικής δραστηριότητας», κατά το άρθρο 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 73/2009.

    86

    Η ερμηνεία αυτή συνάδει κατά τα λοιπά προς τους σκοπούς του κανονισμού αυτού, όπως αυτοί προκύπτουν, μεταξύ άλλων, από τις αιτιολογικές του σκέψεις 4 και 7, οι οποίες αφορούν τη διατήρηση των βοσκοτόπων σε καλή γεωργική και περιβαλλοντική κατάσταση, δεδομένου ότι αναγνωρίζεται η θετική επίδραση των μόνιμων βοσκοτόπων στο περιβάλλον.

    87

    Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, κατ’ ορθή ερμηνεία του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 73/2009, η έννοια της «γεωργικής δραστηριότητας» καλύπτει και τη δραστηριότητα ορισμένου προσώπου το οποίο, κατόπιν της σύναψης σύμβασης παραχώρησης βοσκοτόπου, συνάπτει σύμβαση συνεργασίας με κτηνοτρόφους, δυνάμει της οποίας αυτοί χρησιμοποιούν την παραχωρηθείσα έκταση για τη βοσκή των ζώων τους, ενώ ο παραχωρησιούχος διατηρεί το δικαίωμα χρήσης της έκτασης, αναλαμβάνοντας όμως την υποχρέωση να μην παρακωλύει τη βόσκηση και να εκτελεί με δικά του έξοδα τις εργασίες συντήρησης του βοσκοτόπου, εφόσον οι εργασίες αυτές πληρούν τις προϋποθέσεις του προαιρετικού προτύπου που προβλέπεται στο παράρτημα ΙΙΙ του εν λόγω κανονισμού.

    Επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος

    88

    Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην εφαρμογή, στην έννομη τάξη κράτους μέλους, της αρχής του δεδικασμένου η οποία, στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ των ίδιων διαδίκων σχετικά με τη νομιμότητα πράξης ανάκτησης ποσών που είχαν καταβληθεί στον αιτούντα στήριξη δυνάμει καθεστώτος ενιαίας στρεμματικής ενίσχυσης, κωλύει την εξέταση, εκ μέρους του επιληφθέντος δικαστηρίου, της συμβατότητας προς το δίκαιο της Ένωσης των εθνικών απαιτήσεων περί νομιμότητας του τίτλου εκμετάλλευσης της γεωργικής έκτασης την οποία αφορά η αίτηση στήριξης, για τον λόγο ότι η πράξη ανάκτησης βασίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά και στις ίδιες εθνικές διατάξεις που εξετάστηκαν σε προγενέστερη και πλέον αμετάκλητη δικαστική απόφαση.

    89

    Όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, το προδικαστικό ερώτημα προέκυψε λόγω της επίκλησης εκ μέρους του APIA του δεδικασμένου από δύο αμετάκλητες αποφάσεις με τις οποίες απορρίφθηκαν οι προσφυγές της Avio Lucos με αίτημα, αφενός, την ακύρωση της απόφασης με την οποία επιβλήθηκαν πολυετείς κυρώσεις στην εταιρία αυτή ως προς το έτος 2014, για την οποία έγινε λόγος στη σκέψη 30 της παρούσας απόφασης, και, αφετέρου, την ακύρωση πρακτικού περί διαπιστώσεως πλημμελειών για το ίδιο έτος. Πλην όμως, οι δύο αυτές πράξεις στηρίζονται στην απόφαση του APIA κατά την οποία η Avio Lucos έπρεπε να αποκλειστεί από τη στήριξη δυνάμει του καθεστώτος ενιαίας στρεμματικής ενίσχυσης, για τον λόγο ότι, μη έχοντας την ιδιότητα του κτηνοτρόφου, δεν είχε αποδείξει τη νόμιμη χρήση του επίμαχου στην κύρια δίκη δημοτικού βοσκοτόπου.

    90

    Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, ως προς το ζήτημα αυτό, ότι, λαμβανομένης υπόψη της εθνικής νομικής θεωρίας για το άρθρο 431, παράγραφος 2, του κώδικα πολιτικής δικονομίας, η ένσταση από το δεδικασμένο αμετάκλητης απόφασης μπορεί να προταθεί βασίμως στο πλαίσιο άλλης δίκης μόνο στην περίπτωση που η έννομη σχέση της οποίας γίνεται επίκληση όχι μόνο είναι πανομοιότυπη με εκείνη που εξετάστηκε στο πλαίσιο της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η αμετάκλητη απόφαση, αλλά επίσης περιλαμβανόταν ρητώς ή εμμέσως στην προηγούμενη αυτή δίκη. Συνεπώς, το δεδικασμένο ισχύει επίσης στις περιπτώσεις στις οποίες η νέα προσφυγή υποχρεώνει το δικαστήριο να επαναλάβει ή να μην αποδεχθεί, εν όλω ή εν μέρει, τη διάγνωση της έννομης σχέσης η οποία έγινε δεκτή ή απορρίφθηκε με την προγενέστερη απόφαση. Εν προκειμένω, οι αποφάσεις για τις οποίες έγινε λόγος στην προηγούμενη σκέψη επέλυσαν τις διαφορές μεταξύ των ίδιων διαδίκων, ήτοι του APIA και της Avio Lucos, και αφορούν τα ίδια πραγματικά περιστατικά, ήτοι την αίτηση ενιαίας στρεμματικής ενίσχυσης για το έτος 2014.

    91

    Επισημαίνεται ευθύς εξαρχής ότι, όπως προκύπτει από την απάντηση που δόθηκε στο πρώτο και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, εφόσον γίνονται σεβαστοί οι σκοποί που επιδιώκονται με τη σχετική ενωσιακή ρύθμιση και τηρούνται οι γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, και ειδικότερα η αρχή της αναλογικότητας, το δίκαιο της Ένωσης δεν αντιτίθεται στη πρόβλεψη, στο εθνικό δίκαιο, όσον αφορά τη χορήγηση άμεσης στήριξης δυνάμει του καθεστώτος ενιαίας στρεμματικής ενίσχυσης, υποχρέωσης απόδειξης του «δικαιώματος χρήσης» γεωργικής έκτασης, ούτε, στην ειδική περίπτωση κατά την οποία ο δικαιούχος έχει υποβάλει προς δικαιολόγηση του δικαιώματος εκμετάλλευσης της γεωργικής έκτασης σύμβαση παραχώρησης βοσκοτόπου ο οποίος ανήκει σε οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης, απαγορεύει εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά την έγκυρη σύναψη σύμβασης παραχώρησης από το αν ο μελλοντικός παραχωρησιούχος έχει την ιδιότητα του κτηνοτρόφου ή του ιδιοκτήτη ζώων.

    92

    Υπενθυμίζεται η σημασία της αρχής του δεδικασμένου τόσο στην έννομη τάξη της Ένωσης όσο και στις εθνικές έννομες τάξεις. Πράγματι, προς διασφάλιση τόσο της σταθερότητας του δικαίου και των εννόμων σχέσεων όσο και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, επιβάλλεται να μην μπορεί να τεθεί ζήτημα κύρους των δικαστικών αποφάσεων που έχουν καταστεί αμετάκλητες μετά την εξάντληση των προβλεπόμενων ενδίκων μέσων ή μετά την εκπνοή των προθεσμιών που τάσσονται για την άσκηση αυτών των ενδίκων μέσων (αποφάσεις της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, Fallimento Olimpiclub, C‑2/08, EU:C:2009:506, σκέψη 22, της 17ης Οκτωβρίου 2018, Klohn, C‑167/17, EU:C:2018:833, σκέψη 63, και της 2ας Απριλίου 2020, CRPNPAC και Vueling Airlines, C‑370/17 και C‑37/18, EU:C:2020:260, σκέψη 88 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    93

    Κατά συνέπεια, το δίκαιο της Ένωσης δεν επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια να μην εφαρμόζουν τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες που προσδίδουν ισχύ δεδικασμένου σε δικαστική απόφαση, έστω και αν τούτο θα καθιστούσε δυνατή την άρση εσωτερικής καταστάσεως μη συνάδουσας προς το δίκαιο της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, Fallimento Olimpiclub, C‑2/08, EU:C:2009:506, σκέψη 23, της 26ης Ιανουαρίου 2017, Banco Primus, C‑421/14, EU:C:2017:60, σκέψη 47, και της 2ας Απριλίου 2020, CRPNPAC και Vueling Airlines, C‑370/17 και C‑37/18, EU:C:2020:260, σκέψη 89 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    94

    Επομένως, το δίκαιο της Ένωσης δεν απαιτεί, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η ερμηνεία κρίσιμης διατάξεως του δικαίου αυτού την οποία υιοθέτησε το Δικαστήριο, να υποχρεούται, κατ’ αρχήν, εθνικό δικαιοδοτικό όργανο να αναθεωρήσει την απόφασή του που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου (απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, CRPNPAC και Vueling Airlines, C‑370/17 και C‑37/18, EU:C:2020:260, σκέψη 90 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    95

    Εν προκειμένω, δεν ζητείται από το αιτούν δικαστήριο να επανεξετάσει απόφαση που έχει ισχύ δεδικασμένου. Αντιθέτως, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι η διαφορά της κύριας δίκης στηρίζεται στην ίδια έννομη σχέση με εκείνη επί της οποίας εκδόθηκαν οι αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις για τις οποίες έγινε λόγος στη σκέψη 89 της παρούσας απόφασης και, επομένως, κατ’ εφαρμογήν της αρχής του δεδικασμένου, όπως αυτή ερμηνεύεται στο εθνικό δίκαιο, η απόφαση που θα εκδοθεί επί της διαφοράς της κύριας δίκης δεν μπορεί να αντιφάσκει προς τις αποφάσεις αυτές.

    96

    Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν, στο μέτρο του δυνατού, να ερμηνεύουν τις διατάξεις του εθνικού δικαίου με τέτοιο τρόπο ώστε να εφαρμόζονται κατά τρόπο που συμβάλλει στην εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2015, Klausner Holz Niedersachsen, C‑505/14, EU:C:2015:742, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    97

    Επιπλέον, η απαίτηση περί σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας εμπεριέχει και την υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων, περιλαμβανομένων των αποφαινόμενων σε τελευταίο βαθμό, να μεταβάλλουν, κατά περίπτωση, μια πάγια νομολογία, αν αυτή στηρίζεται σε ερμηνεία του εθνικού δικαίου ασύμβατη προς το δίκαιο της Ένωσης. Ως εκ τούτου, δεν θα ήταν ορθή η κρίση εθνικού δικαστηρίου ότι αδυνατεί να ερμηνεύσει εθνική διάταξη συμφώνως προς το δίκαιο της Ένωσης για τον λόγο και μόνον ότι η διάταξη αυτή έχει ερμηνευθεί από άλλα δικαστήρια κατά τρόπο μη συνάδοντα προς το δίκαιο αυτό ή εφαρμόζεται κατά τέτοιον τρόπο από τις αρμόδιες εθνικές αρχές (πρβλ. απόφαση της 4ης Μαρτίου 2020, Telecom Italia, C‑34/19, EU:C:2020:148, σκέψεις 60 και 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    98

    Εν προκειμένω, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 89 των προτάσεών του, οι δικαστικές αποφάσεις για τις οποίες έγινε λόγος στη σκέψη 89 της παρούσας απόφασης, αφενός, και η απόφαση που θα εκδοθεί επί της παρούσας διαφοράς, αφετέρου, δεν έχουν κατά τα φαινόμενα το ίδιο αντικείμενο, δεδομένου ότι, μολονότι αφορούν τα ίδια πραγματικά περιστατικά, κρίνουν το ζήτημα της νομιμότητας διαφορετικών διοικητικών αποφάσεων.

    99

    Εν πάση περιπτώσει, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν, κατά το εσωτερικό δίκαιο, το δεδικασμένο των ως άνω δικαστικών αποφάσεων καλύπτει την υπό κρίση υπόθεση ή στοιχεία της και, ενδεχομένως, να εξετάσει τις συνέπειες που προβλέπονται από το εν λόγω δίκαιο (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 4ης Μαρτίου 2020, Telecom Italia, C‑34/19, EU:C:2020:148, σκέψη 57).

    100

    Ειδικότερα, ελλείψει σχετικής νομοθεσίας της Ένωσης, στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους εναπόκειται ο καθορισμός των λεπτομερών κανόνων εφαρμογής της αρχής του δεδικασμένου, δυνάμει της αρχής της διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών μελών. Πάντως, οι κανόνες αυτοί δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκοί από αυτούς που διέπουν παρεμφερείς καταστάσεις εσωτερικής φύσεως (αρχή της ισοδυναμίας) ούτε να διαμορφώνονται κατά τρόπο που να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (αποφάσεις της 4ης Μαρτίου 2020, Telecom Italia, C‑34/19, EU:C:2020:148, σκέψη 58, και της 2ας Απριλίου 2020, CRPNPAC και Vueling Airlines, C‑370/17 και C‑37/18, EU:C:2020:260, σκέψη 91 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    101

    Ως προς το ζήτημα αυτό, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι κάθε περίπτωση στο πλαίσιο της οποίας τίθεται το ζήτημα αν ο εθνικός δικονομικός κανόνας καθιστά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης πρέπει να αναλύεται λαμβανομένης υπόψη της θέσης του κανόνα αυτού στο σύνολο της διαδικασίας, καθώς και της εξέλιξης και των ιδιαιτεροτήτων της διαδικασίας ενώπιον των διαφόρων εθνικών δικαιοδοτικών αρχών. Υπό το πρίσμα αυτό, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, ενδεχομένως, οι αρχές που αποτελούν τη βάση του εθνικού δικαιοδοτικού συστήματος, όπως η προστασία των δικαιωμάτων άμυνας, η αρχή της ασφάλειας δικαίου και η εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας (απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, CRPNPAC και Vueling Airlines, C‑370/17 και C‑37/18, EU:C:2020:260, σκέψη 93 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    102

    Όσον αφορά την υπόθεση της κύριας δίκης, μια ερμηνεία της αρχής του δεδικασμένου όπως αυτή που εκτίθεται στη σκέψη 90 της παρούσας απόφασης κωλύει κατά τα φαινόμενα όχι μόνο την αμφισβήτηση απόφασης με ισχύ δεδικασμένου, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία η απόφαση αυτή ενέχει παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, αλλά επίσης, στην περίπτωση πολιτικής δίκης η οποία αφορά τα ίδια πραγματικά περιστατικά, και κάθε αμφισβήτηση της διάγνωσης της ίδιας έννομης σχέσης που έγινε στο πλαίσιο των δύο αμετάκλητων αποφάσεων.

    103

    Όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 92 των προτάσεών του, η ως άνω ερμηνεία της αρχής του δεδικασμένου θα είχε ως αποτέλεσμα, στην περίπτωση που η αμετάκλητη προηγούμενη δικαστική απόφαση στηρίζεται σε ερμηνεία που αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης, η εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης να επαναλαμβάνεται σε κάθε απόφαση εκδιδόμενη από πολιτικά δικαστήρια ως προς την ίδια έννομη σχέση, χωρίς να είναι δυνατό να διορθωθεί η ερμηνεία που στηρίζεται σε παραβίαση του δικαίου αυτού (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, CRPNPAC και Vueling Airlines, C‑370/17 και C‑37/18, EU:C:2020:260, σκέψη 95 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    104

    Πλην όμως, τέτοια προσκόμματα στην αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων του δικαίου της Ένωσης δεν μπορούν να δικαιολογηθούν ευλόγως βάσει της αρχής της ασφαλείας δικαίου και, επομένως, πρέπει να θεωρηθούν αντίθετα προς την αρχή της αποτελεσματικότητας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, CRPNPAC και Vueling Airlines, C‑370/17 και C‑37/18, EU:C:2020:260, σκέψη 96 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    105

    Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην εφαρμογή, στην έννομη τάξη κράτους μέλους, της αρχής του δεδικασμένου η οποία, στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ των ίδιων διαδίκων σχετικά με τη νομιμότητα πράξης ανάκτησης ποσών που είχαν καταβληθεί στον αιτούντα στήριξη δυνάμει καθεστώτος ενιαίας στρεμματικής ενίσχυσης, κωλύει την εξέταση, εκ μέρους του επιληφθέντος δικαστηρίου, της συμβατότητας προς το δίκαιο της Ένωσης των εθνικών απαιτήσεων περί νομιμότητας του τίτλου εκμετάλλευσης της γεωργικής έκτασης την οποία αφορά η αίτηση στήριξης για τον λόγο ότι η πράξη ανάκτησης βασίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά και στις ίδιες εθνικές διατάξεις που εξετάστηκαν σε προγενέστερη και πλέον αμετάκλητη δικαστική απόφαση.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    106

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους των κύριων δικών τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    1)

    Ο κανονισμός (ΕΚ) 73/2009 του Συμβουλίου, της 19ης Ιανουαρίου 2009, σχετικά με τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης για τους γεωργούς στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής και τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1290/2005, (ΕΚ) αριθ. 247/2006, (ΕΚ) αριθ. 378/2007 και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 1310/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, και ο κανονισμός (ΕΚ) 1122/2009 της Επιτροπής, της 30ής Νοεμβρίου 2009, σχετικά με τη θέσπιση λεπτομερών διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 73/2009 του Συμβουλίου όσον αφορά την πολλαπλή συμμόρφωση, τη διαφοροποίηση και το ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης και ελέγχου, στο πλαίσιο των καθεστώτων άμεσης στήριξης για τους γεωργούς που προβλέπονται στον εν λόγω κανονισμό, καθώς και λεπτομερών διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου όσον αφορά την πολλαπλή συμμόρφωση στο πλαίσιο του καθεστώτος στήριξης που προβλέπεται για τον αμπελοοινικό τομέα, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ως προϋπόθεση για τη χορήγηση στήριξης δυνάμει του καθεστώτος ενιαίας στρεμματικής ενίσχυσης υποχρέωση του αιτούντος να αποδείξει ότι έχει «δικαίωμα χρήσης» της γεωργικής έκτασης την οποία αφορά η αίτησή του, εφόσον γίνονται σεβαστοί οι σκοποί που επιδιώκονται με τη σχετική ενωσιακή ρύθμιση και τηρούνται οι γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, ειδικότερα δε η αρχή της αναλογικότητας.

     

    2)

    Στην ειδική περίπτωση κατά την οποία ο δικαιούχος στήριξης δυνάμει του καθεστώτος ενιαίας στρεμματικής ενίσχυσης έχει υποβάλει, προς δικαιολόγηση του δικαιώματος εκμετάλλευσης γεωργικής έκτασης, σύμβαση παραχώρησης βοσκοτόπου ο οποίος ανήκει στη δημόσια περιουσία οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης, ο κανονισμός 73/2009, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1310/2013, και ο κανονισμός 1122/2009 έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά το κύρος της σύμβασης παραχώρησης από το αν ο μελλοντικός παραχωρησιούχος έχει την ιδιότητα του κτηνοτρόφου ή του ιδιοκτήτη ζώων.

     

    3)

    Κατ’ ορθή ερμηνεία του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 73/2009, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1310/2013, η έννοια της «γεωργικής δραστηριότητας» καλύπτει και τη δραστηριότητα ορισμένου προσώπου το οποίο, κατόπιν της σύναψης σύμβασης παραχώρησης βοσκοτόπου, συνάπτει σύμβαση συνεργασίας με κτηνοτρόφους, δυνάμει της οποίας αυτοί χρησιμοποιούν την παραχωρηθείσα έκταση για τη βοσκή των ζώων τους, ενώ ο παραχωρησιούχος διατηρεί το δικαίωμα χρήσης της έκτασης, αναλαμβάνοντας όμως την υποχρέωση να μην παρακωλύει τη βόσκηση και να εκτελεί με δικά του έξοδα τις εργασίες συντήρησης του βοσκοτόπου, εφόσον οι εργασίες αυτές πληρούν τις προϋποθέσεις του προαιρετικού προτύπου που προβλέπεται στο παράρτημα ΙΙΙ του εν λόγω κανονισμού.

     

    4)

    Το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην εφαρμογή, στην έννομη τάξη κράτους μέλους, της αρχής του δεδικασμένου η οποία, στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ των ίδιων διαδίκων σχετικά με τη νομιμότητα πράξης ανάκτησης ποσών που είχαν καταβληθεί στον αιτούντα στήριξη δυνάμει καθεστώτος ενιαίας στρεμματικής ενίσχυσης, κωλύει την εξέταση, εκ μέρους του επιληφθέντος δικαστηρίου, της συμβατότητας προς το δίκαιο της Ένωσης των εθνικών απαιτήσεων περί νομιμότητας του τίτλου εκμετάλλευσης της γεωργικής έκτασης την οποία αφορά η αίτηση στήριξης για τον λόγο ότι η πράξη ανάκτησης βασίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά και στις ίδιες εθνικές διατάξεις που εξετάστηκαν σε προγενέστερη και πλέον αμετάκλητη δικαστική απόφαση.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ρουμανική.

    Επάνω