Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62017CJ0515

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 4ης Φεβρουαρίου 2020.
    Uniwersytet Wrocławski και Δημοκρατία της Πολωνίας κατά Εκτελεστικού Οργανισμού Έρευνας (REA).
    Αίτηση αναιρέσεως – Προσφυγή ακυρώσεως – Άρθρο 19 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Εκπροσώπηση των διαδίκων στις ευθείες προσφυγές ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης – Δικηγόρος έχων την ιδιότητα τρίτου σε σχέση με τον προσφεύγοντα – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-515/17 P και C-561/17 P.

    Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2020:73

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

    της 4ης Φεβρουαρίου 2020 ( *1 )

    «Αίτηση αναιρέσεως – Προσφυγή ακυρώσεως – Άρθρο 19 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Εκπροσώπηση των διαδίκων στις ευθείες προσφυγές ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης – Δικηγόρος έχων την ιδιότητα τρίτου σε σχέση με τον προσφεύγοντα – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης»

    Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑515/17 P και C‑561/17 P,

    με αντικείμενο δύο αιτήσεις αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκαν στις 16 Αυγούστου 2017 (C-515/17 P) και στις 22 Σεπτεμβρίου 2017 (C-561/17 P),

    Uniwersytet Wrocławski, με έδρα το Wrocław (Πολωνία), εκπροσωπούμενο από τις A. Krawczyk-Giehsmann και K. Szarek, adwokaci, καθώς και από την K. Słomka, radca prawny,

    αναιρεσείον,

    υποστηριζόμενο από:

    την Τσεχική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek και J. Vláčil καθώς και από την A. Kasalická,

    παρεμβαίνουσα στη διαδικασία αναιρέσεως,

    όπου ο έτερος διάδικος είναι:

    ο Εκτελεστικός Οργανισμός Έρευνας (REA), εκπροσωπούμενος από τις S. Payan-Lagrou και V. Canetti, επικουρούμενες από τον M. Le Berre, avocat, και τον G. Materna, radca prawny,

    καθού πρωτοδίκως (C-515/17 P),

    και

    Δημοκρατία της Πολωνίας, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna καθώς και από τις D. Lutostańska και A. Siwek-Slusarek,

    αναιρεσείουσα,

    υποστηριζόμενη από:

    την Τσεχική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek και J. Vláčil καθώς και από την A. Kasalická,

    το Krajowa Izba Radców Prawnych, με έδρα τη Βαρσοβία (Πολωνία), εκπροσωπούμενο από τους P. K. Rosiak και S. Patyra, radcowie prawni,

    παρεμβαίνοντες στη διαδικασία αναιρέσεως,

    όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

    το Uniwersytet Wrocławski, με έδρα το Wrocław, εκπροσωπούμενο από τις A. Krawczyk-Giehsmann και K. Szarek, adwokaci, καθώς και από την K. Słomka, radca prawny,

    προσφεύγον πρωτοδίκως,

    ο Εκτελεστικός Οργανισμός Έρευνας (REA), εκπροσωπούμενος από τις S. Payan-Lagrou και V. Canetti, επικουρούμενες από τον M. Le Berre, avocat, και τον G. Materna, radca prawny,

    καθού πρωτοδίκως (C-561/17 P),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

    συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, R. Silva de Lapuerta, Αντιπρόεδρο, J.-C. Bonichot, A. Arabadjiev, A. Prechal, P. G. Xuereb και I. Jarukaitis, προέδρους τμήματος, E. Juhász, J. Malenovský, L. Bay Larsen, F. Biltgen (εισηγητή), N. Piçarra και A. Kumin, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: M. Bobek

    γραμματέας: M. Aleksejev, προϊστάμενος μονάδας,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 11ης Ιουνίου 2019,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2019,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με τις αιτήσεις τους αναιρέσεως, το Uniwersytet Wrocławski (Πανεπιστήμιο του Wrocław, Πολωνία) και η Δημοκρατία της Πολωνίας ζητούν την αναίρεση της διατάξεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 13ης Ιουνίου 2017, Uniwersytet Wrocławski κατά REA (T-137/16, μη δημοσιευθείσα, στο εξής αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, EU:T:2017:407), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως προδήλως απαράδεκτη την προσφυγή του Πανεπιστημίου του Wrocław με αίτημα, αφενός, την ακύρωση των αποφάσεων του Εκτελεστικού Οργανισμού Έρευνας (REA), ενεργούντος κατ’ εξουσιοδότηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, περί καταγγελίας της συμβάσεως επιδοτήσεως Cossar (αριθ. 252908) και περί επιβολής στο πανεπιστήμιο αυτό της υποχρεώσεως να επιστρέψει ποσά ύψους 36508,37 ευρώ, 58031,38 ευρώ και 6286,68 ευρώ καθώς και να καταβάλει αποζημίωση ύψους 5803,14 ευρώ και, αφετέρου, την επιστροφή από τον REA των ως άνω ποσών εντόκως από την ημερομηνία καταβολής τους έως την ημερομηνία επιστροφής τους.

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    2

    Το άρθρο 19 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έχει εφαρμογή στο Γενικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω Οργανισμού, προβλέπει τα εξής:

    «Τα κράτη μέλη καθώς και τα θεσμικά όργανα της Ένωσης αντιπροσωπεύονται ενώπιον του Δικαστηρίου από εκπρόσωπο που διορίζεται για κάθε υπόθεση· ο εκπρόσωπος δύναται να επικουρείται από σύμβουλο ή δικηγόρο.

    Κατά τον ίδιο τρόπο εκπροσωπούνται και τα συμβαλλόμενα στη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο κράτη, εκτός των κρατών μελών, καθώς και η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ που προβλέπεται από την εν λόγω συμφωνία.

    Οι λοιποί διάδικοι εκπροσωπούνται από δικηγόρο.

    Μόνον ο δικηγόρος που έχει δικαίωμα παραστάσεως ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους ή άλλου κράτους συμβαλλόμενου στη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο δικαιούται να εκπροσωπεί ή να επικουρεί διάδικο ενώπιον του Δικαστηρίου.»

    3

    Το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου προβλέπει τα εξής:

    «Οι διάδικοι εκπροσωπούνται από εκπρόσωπο ή δικηγόρο σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 19 του Οργανισμού.»

    Το πολωνικό δίκαιο

    4

    Το πολωνικό δίκαιο αναγνωρίζει, παράλληλα με το δικηγορικό επάγγελμα, το επάγγελμα του νομικού συμβούλου (radca prawny). Οι νομικοί σύμβουλοι δικαιούνται να ζητήσουν την εγγραφή τους στον δικηγορικό σύλλογο και να έχουν δικαίωμα εκπροσώπησης των εντολέων τους ενώπιον των πολωνικών δικαστηρίων.

    Το ιστορικό της διαφοράς

    5

    Το ιστορικό της διαφοράς μπορεί να συνοψιστεί ως εξής.

    6

    Στο πλαίσιο προγράμματος δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης, ο REA συνήψε με το Πανεπιστήμιο του Wrocław σύμβαση επιδοτήσεως που όριζε, μεταξύ άλλων, ότι ο ερευνητής ο οποίος θα απασχολούνταν με πλήρες ωράριο στο πλαίσιο της επιδοτούμενης δραστηριότητας δεν μπορούσε να αποκτά εισοδήματα πέραν εκείνων που αφορούσαν την ερευνητική του εργασία.

    7

    Προέκυψε όμως ότι ο συγκεκριμένος ερευνητής ελάμβανε αμοιβές και από άλλες δραστηριότητες, κατά συνέπεια δε ο REA κατήγγειλε τη σύμβαση επιδοτήσεως, απέστειλε στο Πανεπιστήμιο του Wrocław χρεωστικό σημείωμα ύψους 36508,37 ευρώ και το ενημέρωσε ότι θα παρακρατούσε το ποσό των 6286,68 ευρώ απευθείας από το ταμείο εγγύησης που προέβλεπε η σύμβαση επιδοτήσεως. Το Πανεπιστήμιο του Wrocław εξόφλησε το εν λόγω χρεωστικό σημείωμα.

    8

    Κατόπιν έρευνας που διενήργησε η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), ο REA απέστειλε στο Πανεπιστήμιο του Wrocław δύο επιπλέον χρεωστικά σημειώματα για το ποσό, αντιστοίχως, των 58031,38 ευρώ, που αντιπροσώπευε το υπόλοιπο της προς ανάκτηση επιδοτήσεως, και των 5803,14 ευρώ, ως αποζημίωση λόγω κατάπτωσης της ποινικής ρήτρας που προέβλεπε η σύμβαση επιδοτήσεως. Το Πανεπιστήμιο του Wrocław εξόφλησε επίσης τα δύο αυτά χρεωστικά σημειώματα.

    Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη

    9

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Μαρτίου 2016, το Πανεπιστήμιο του Wrocław άσκησε προσφυγή με την οποία ζητούσε, αφενός, την ακύρωση των αποφάσεων του REA περί καταγγελίας της συμβάσεως επιδοτήσεως και περί επιβολής στο ως άνω πανεπιστήμιο της υποχρεώσεως να επιστρέψει μέρος των επίμαχων επιδοτήσεων καθώς και να καταβάλει αποζημίωση, και, αφετέρου, την επιστροφή των ως άνω ποσών εντόκως από την ημερομηνία καταβολής τους από το πανεπιστήμιο αυτό έως την ημερομηνία επιστροφής τους από τον REA.

    10

    Στο υπόμνημα αντικρούσεως, ο REA προέβαλε ένσταση περί απαραδέκτου της προσφυγής αυτής, στηριζόμενη ιδίως στο ότι ο νομικός σύμβουλος που εκπροσωπούσε το Πανεπιστήμιο του Wrocław απασχολούνταν ως μισθωτός από ερευνητικό κέντρο της σχολής νομικών και διοικητικών επιστημών του πανεπιστημίου αυτού και συνεπώς δεν πληρούσε την περί ανεξαρτησίας απαίτηση την οποία θέτει ο Οργανισμός.

    11

    Το Πανεπιστήμιο του Wrocław υποστήριξε ότι ναι μεν ο νομικός σύμβουλος που το εκπροσωπούσε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου είχε συνδεθεί μαζί του, κατά το παρελθόν, με σύμβαση εργασίας, πλην όμως τούτο είχε παύσει να ισχύει κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής. Ειδικότερα, από τις 3 Οκτωβρίου 2015 και μετά, ο ως άνω νομικός σύμβουλος συνδεόταν με το Πανεπιστήμιο του Wrocław με σύμβαση αστικού δικαίου αφορώσα την άσκηση διδακτικών καθηκόντων. Η σύμβαση αυτή χαρακτηριζόταν από απουσία σχέσης εξάρτησης και επομένως δεν μπορούσε να εξομοιωθεί με σύμβαση εργασίας.

    12

    Στη σκέψη 14 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι το άρθρο 19, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού, το οποίο έχει εφαρμογή στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 53 του Οργανισμού, προβλέπει ότι οι καλούμενοι «μη προνομιούχοι» διάδικοι πρέπει να εκπροσωπούνται από δικηγόρο και ότι μόνο δικηγόρος που έχει δικαίωμα παραστάσεως ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους δικαιούται να εκπροσωπεί ή να επικουρεί τους διαδίκους αυτούς ενώπιον του Δικαστηρίου.

    13

    Στις σκέψεις 16 και 17 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, όσον αφορά τις δύο αυτές σωρευτικές προϋποθέσεις, ότι, σε αντίθεση με ό,τι ισχύει για το δικαίωμα παραστάσεως ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους, η έννοια του δικηγόρου δεν περιέχει ρητή παραπομπή στο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών για τον καθορισμό του νοήματος και του περιεχομένου της. Το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η έννοια αυτή πρέπει να ερμηνεύεται, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο αυτοτελή, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η διάταξη καθώς και του επιδιωκόμενου σκοπού, χωρίς παραπομπή στο εθνικό δίκαιο.

    14

    Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 18 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, αναφερόμενο στην αντίληψη περί του ρόλου του δικηγόρου στην έννομη τάξη της Ένωσης, η οποία πηγάζει από την κοινή νομική παράδοση των κρατών μελών και στην οποία στηρίζεται το άρθρο 19 του Οργανισμού, ιδίως δε στις αποφάσεις της 18ης Μαΐου 1982, AM & S Europe κατά Επιτροπής (155/79, EU:C:1982:157, σκέψη 24), της 14ης Σεπτεμβρίου 2010, Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής κ.λπ. (C-550/07 P, EU:C:2010:512, σκέψη 42), και της 6ης Σεπτεμβρίου 2012, Prezes Urzędu Komunikacji Elektronicznej κατά Επιτροπής (C-422/11 P και C-423/11 P, EU:C:2012:553, σκέψη 23), ότι ο ρόλος του δικηγόρου είναι αυτός ενός αρωγού της δικαιοσύνης ο οποίος καλείται να παράσχει, με πλήρη ανεξαρτησία και προς το υπέρτερο συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης, τη νομική συνδρομή που χρειάζεται ο εντολέας.

    15

    Εξ αυτού συνήγαγε, στη σκέψη 19 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, ότι η απαίτηση περί ανεξαρτησίας του δικηγόρου προϋποθέτει την απουσία οποιασδήποτε εργασιακής σχέσεως μεταξύ του δικηγόρου και του εντολέα του, δεδομένου ότι η έννοια της ανεξαρτησίας δεν ορίζεται μόνο με θετικό τρόπο, δηλαδή με παραπομπή στους κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας, αλλά και με αρνητικό τρόπο, δηλαδή με την απουσία εργασιακής σχέσεως.

    16

    Στη σκέψη 20 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι τα ανωτέρω είχαν εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, δηλαδή σε μια κατάσταση στην οποία νομικός σύμβουλος συνδέεται μέσω σύμβασης παροχής υπηρεσιών με τον διάδικο τον οποίο πρόκειται να εκπροσωπήσει, στο μέτρο που, μολονότι, από τυπικής απόψεως, έπρεπε να θεωρηθεί ότι μια τέτοια σύμβαση δεν δημιουργεί εργασιακή σχέση μεταξύ των δύο αυτών μερών, εντούτοις μια τέτοια κατάσταση ενέχει τον κίνδυνο η επαγγελματική γνώμη του ως άνω νομικού συμβούλου να επηρεαστεί, εν μέρει τουλάχιστον, από το επαγγελματικό περιβάλλον του, όπως υπενθύμισε το Δικαστήριο, κατ’ ουσίαν, στη σκέψη 25 της αποφάσεως της 6ης Σεπτεμβρίου 2012, Prezes Urzędu Komunikacji Elektronicznej κατά Επιτροπής (C‑422/11 P και C-423/11 P, EU:C:2012:553).

    17

    Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 21 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, ότι, εφόσον το εισαγωγικό δικόγραφο είχε υπογραφεί από τέτοιο νομικό σύμβουλο, η προσφυγή δεν είχε ασκηθεί από πρόσωπο που πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 19, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού και του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Κατά συνέπεια, απέρριψε την προσφυγή αυτή ως προδήλως απαράδεκτη.

    Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων στις αναιρετικές δίκες

    18

    Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 24ης Νοεμβρίου 2017, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των δύο αιτήσεων αναιρέσεως προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

    19

    Στις 6 Φεβρουαρίου 2018, η Τσεχική Δημοκρατία υπέβαλε αίτηση παρεμβάσεως στο πλαίσιο των συνεκδικαζόμενων αιτήσεων αναιρέσεως. Με απόφαση της 31ης Μαΐου 2018, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου δέχθηκε την αίτηση παρεμβάσεως.

    20

    Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 5ης Ιουλίου 2018, Uniwersytet Wrocławski και Πολωνία κατά REA (C-515/17 P και C‑561/17 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:553), επιτράπηκε στο Krajowa Izba Radców Prawnych (Εθνικό Επιμελητήριο Νομικών Συμβούλων, Πολωνία) να παρέμβει στην υπόθεση C-561/17 P υπέρ της Δημοκρατίας της Πολωνίας.

    21

    Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 27ης Φεβρουαρίου 2019, Uniwersytet Wrocławski και Πολωνία κατά REA (C-515/17 P και C-561/17 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:174), η αίτηση παρεμβάσεως της Association of Corporate Counsel Europe (Ευρωπαϊκής Ένωσης Νομικών Συμβούλων Επιχειρήσεων) απορρίφθηκε.

    22

    Με την αίτηση αναιρέσεως στην υπόθεση C-515/17 P, το Πανεπιστήμιο του Wrocław, υποστηριζόμενο από την Τσεχική Δημοκρατία, ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη·

    να διαπιστώσει ότι η προσφυγή ασκήθηκε νομοτύπως και

    να καταδικάσει τον αναιρεσίβλητο στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

    23

    Με την αίτηση αναιρέσεως στην υπόθεση C-561/17 P, η Δημοκρατία της Πολωνίας, υποστηριζόμενη από την Τσεχική Δημοκρατία και το Εθνικό Επιμελητήριο Νομικών Συμβούλων, ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη·

    να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προς επανεξέταση·

    να κρίνει ότι έκαστος διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα, και

    να παραπέμψει την υπόθεση στο τμήμα μείζονος συνθέσεως, σύμφωνα με το άρθρο 16, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού.

    24

    Ο REA ζητεί από το Δικαστήριο:

    να απορρίψει τις αιτήσεις αναιρέσεως·

    να καταδικάσει το Πανεπιστήμιο του Wrocław και τη Δημοκρατία της Πολωνίας στα δικαστικά έξοδα και

    να καταδικάσει την Τσεχική Δημοκρατία και το Εθνικό Επιμελητήριο Νομικών Συμβούλων στα δικαστικά τους έξοδα.

    Επί των αιτήσεων αναιρέσεως

    25

    Προς στήριξη της αιτήσεώς του αναιρέσεως στην υπόθεση C-515/17 P, το Πανεπιστήμιο του Wrocław προβάλλει δύο λόγους, που αντλούνται, αντιστοίχως, από εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 19 του Οργανισμού και από ανεπαρκή αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης. Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως στην υπόθεση C-561/17 P, η Δημοκρατία της Πολωνίας προβάλλει τρεις λόγους, που αντλούνται, αντιστοίχως, από εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου αυτού, από παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας καθώς και από ανεπαρκή αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης.

    26

    Δεδομένης της συνάφειάς τους, επιβάλλεται η συνεξέταση του πρώτου λόγου αμφοτέρων των αιτήσεων αναιρέσεως και του δευτέρου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C-561/17 P, που αντλούνται από εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 19 του Οργανισμού καθώς και από παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

    Επιχειρηματολογία των διαδίκων

    27

    Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, το Πανεπιστήμιο του Wrocław αιτιάται το Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε ότι νομικός σύμβουλος ο οποίος συνδέεται με τον διάδικο που εκπροσωπεί μέσω σύμβασης παροχής υπηρεσιών, βάσει της οποίας δίδει μεταξύ άλλων πανεπιστημιακές διαλέξεις, δεν έχει την απαιτούμενη ανεξαρτησία έναντι του εντολέα του ώστε να μπορεί να τον εκπροσωπεί στο πλαίσιο διαδικασίας ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης.

    28

    Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, το Πανεπιστήμιο του Wrocław υποστηρίζει ότι η φύση και τα κύρια χαρακτηριστικά της επίμαχης εν προκειμένω σύμβασης παροχής υπηρεσιών δεν επιτρέπουν την εξομοίωσή της με σύμβαση εργασίας, ιδίως δεδομένης της έλλειψης της σχέσης εξάρτησης που χαρακτηρίζει αυτό το είδος σύμβασης.

    29

    Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, το Πανεπιστήμιο του Wrocław υποστηρίζει ότι η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, κατά την οποία κάθε έννομη σχέση μεταξύ διαδίκου και του εκπροσώπου του ενέχει τον κίνδυνο επηρεασμού της νομικής άποψης του εν λόγω εκπροσώπου, αντιβαίνει στις αρχές της αναλογικότητας και της επικουρικότητας καθόσον απονέμει στα θεσμικά όργανα της Ένωσης την αποκλειστική εξουσία να αποφασίζουν ποιος μπορεί νομίμως να παρίσταται ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης.

    30

    Με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, το Πανεπιστήμιο του Wrocław, υποστηριζόμενο από την Τσεχική Δημοκρατία και το Εθνικό Επιμελητήριο Νομικών Συμβούλων, αιτιάται το Γενικό Δικαστήριο ότι δεν έλαβε υπόψη τα εθνικά δίκαια και ειδικότερα το πολωνικό δίκαιο, το οποίο εγγυάται την ανεξαρτησία του νομικού συμβούλου και τη μη δέσμευσή του από οδηγίες τρίτων. Το Πανεπιστήμιο του Wrocław υπογραμμίζει ότι, όπως και το επάγγελμα του δικηγόρου, το επάγγελμα του νομικού συμβούλου υπηρετεί τόσο το συμφέρον της δικαιοσύνης όσο και το συμφέρον των προσώπων των οποίων τα δικαιώματα ανατίθεται στον νομικό σύμβουλο να υπερασπίσει, στηρίζεται δε στη δημόσια εμπιστοσύνη και υπόκειται σε κώδικα δεοντολογίας.

    31

    Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει, πρώτον, ότι η ερμηνεία του άρθρου 19 του Οργανισμού την οποία προέκρινε το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη δεν αντλεί έρεισμα ούτε από τις κοινές νομικές παραδόσεις των κρατών μελών ούτε από το δίκαιο της Ένωσης. Συναφώς, η Δημοκρατία της Πολωνίας υπογραμμίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο αντιφάσκει καθόσον εκτιμά ότι ο ρόλος του δικηγόρου εμπνέεται από τις κοινές νομικές παραδόσεις των κρατών μελών και ταυτόχρονα ερμηνεύει την έννοια του δικηγόρου χωρίς να παραπέμπει στο εθνικό δίκαιο.

    32

    Δεύτερον, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι η ανεξαρτησία έναντι του εντολέα δεν μπορεί να εκτιμηθεί χωρίς καμία αναφορά στις εγγυήσεις που απορρέουν από τα διάφορα εθνικά δίκαια.

    33

    Τρίτον, η Δημοκρατία της Πολωνίας φρονεί ότι η έννοια της ανεξαρτησίας, όπως ερμηνεύθηκε στην αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, δεν λαμβάνει υπόψη τις πραγματικές συνθήκες ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος, καθόσον στηρίζεται στην παραδοχή ότι ο έμμισθος δικηγόρος, που ασκεί το επάγγελμά του στο πλαίσιο εργασιακής σχέσεως, θα υφίσταται ισχυρότερη πίεση εκ μέρους του εργοδότη του απ’ ό,τι ο εξωτερικός δικηγόρος, ο οποίος υφίσταται μόνον την πίεση του εντολέα του.

    34

    Τέταρτον, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι, αν έπρεπε να υιοθετηθεί η λύση την οποία προέκρινε το Γενικό Δικαστήριο, η οποία στηρίζεται στην ισχύουσα νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την εκπροσώπηση των διαδίκων ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης, τούτο θα είχε ως συνέπεια τη δημιουργία ενός συστήματος στο πλαίσιο του οποίου θα ίσχυαν για τον ίδιο δικηγόρο δύο κριτήρια ανεξαρτησίας και ειδικότερα δε το ένα κριτήριο θα ίσχυε ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και το άλλο αυξημένης αυστηρότητας κριτήριο θα ίσχυε σε περίπτωση που αυτός παρίστατο ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης.

    35

    Η Τσεχική Δημοκρατία φρονεί στο πλαίσιο αυτό ότι επιβάλλεται η στενή ερμηνεία κάθε περιορισμού του δικαιώματος των δικηγόρων να εκπροσωπούν πελάτες τους με τους οποίους δεν έχουν εργασιακή σχέση.

    36

    Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι η προκριθείσα από το Γενικό Δικαστήριο ερμηνεία του άρθρου 19 του Οργανισμού βαίνει πέραν των ορίων της ισχύουσας νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με την εκπροσώπηση των διαδίκων ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης.

    37

    Αφενός, η νομολογία αυτή συνδέει την απαίτηση περί ανεξαρτησίας του δικηγόρου αποκλειστικώς και μόνο με την αρνητική προϋπόθεση ότι δεν υφίσταται σύμβαση εργασίας μεταξύ του δικηγόρου και του εντολέα του. Εν προκειμένω, όμως, το Γενικό Δικαστήριο προέβη το ίδιο στη διαπίστωση, στη σκέψη 20 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, ότι ο υπογράφων την προσφυγή δεν συνδεόταν με το Πανεπιστήμιο του Wrocław με σύμβαση εργασίας. Συναφώς, κακώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της αποφάσεως της 6ης Σεπτεμβρίου 2012, Prezes Urzędu Komunikacji Elektronicznej κατά Επιτροπής (C‑422/11 P και C-423/11 P, EU:C:2012:553), ότι η ύπαρξη σύμβασης αστικού δικαίου μεταξύ των μερών αρκούσε ώστε να διαπιστωθεί ότι ο εκπρόσωπος του πανεπιστημίου αυτού δεν πληρούσε την προϋπόθεση της ανεξαρτησίας.

    38

    Αφετέρου, η Δημοκρατία της Πολωνίας αιτιάται το Γενικό Δικαστήριο ότι στην αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη έλαβε υπόψη μόνον τη σύμβαση μεταξύ του νομικού συμβούλου και του Πανεπιστημίου του Wrocław για την άσκηση εκπαιδευτικών καθηκόντων, αλλά δεν εξέτασε τους δεσμούς μεταξύ των εν λόγω μερών σε σχέση με την παρεχόμενη νομική συνδρομή.

    39

    Το Εθνικό Επιμελητήριο Νομικών Συμβούλων τονίζει ότι η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη και ότι σύμφωνα με τη συλλογιστική αυτή η πλήρης ανεξαρτησία του δικηγόρου προϋποθέτει την απουσία οποιασδήποτε σχέσεώς του με το επαγγελματικό περιβάλλον του εντολέα του. Ειδικότερα, θα ήταν δύσκολο να θεωρηθεί ότι ένας εντολοδόχος μπορεί να ενεργήσει χωρίς να υφίσταται οποιαδήποτε επιρροή από το άμεσο επαγγελματικό περιβάλλον του εντολέα του.

    40

    Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, καθόσον δεν προσδιορίζει με σαφήνεια τα κριτήρια βάσει των οποίων εκτιμάται η απαιτούμενη κατά το Γενικό Δικαστήριο ανεξαρτησία, παραβιάζει την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Επιπλέον, στο μέτρο που η διαπίστωση της έλλειψης ανεξαρτησίας του εκπροσώπου συνεπάγεται την απόρριψη της προσφυγής, ο προσφεύγων στερείται το δικαίωμά του αποτελεσματικής προσφυγής και προσβάσεως σε δικαστήριο.

    41

    Η Τσεχική Δημοκρατία υπενθυμίζει ότι η εκπροσώπηση από δικηγόρο ενώπιον των δικαστηρίων αποτελεί μέρος του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης). Το να απαγορεύεται στον προσφεύγοντα να συνάψει σύμβαση δικαστικής εκπροσώπησης με δικηγόρο με τον οποίο διατηρεί εξάλλου συμβατικό δεσμό θα μπορούσε να τον επιβαρύνει με πρόσθετα έξοδα.

    42

    Το Εθνικό Επιμελητήριο Νομικών Συμβούλων υποστηρίζει ότι συνιστά περιορισμό του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, όπως το δικαίωμα αυτό προστατεύεται από το άρθρο 47 του Χάρτη, όχι μόνον η απαγόρευση εκπροσώπησης ενός διαδίκου ο οποίος εμπίπτει στο άρθρο 19, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού από συμβεβλημένο με τον εν λόγω διάδικο δικηγόρο αλλά και η συνακόλουθη κατάσταση, ήτοι η απόρριψη της προσφυγής χωρίς δυνατότητα θεραπείας της υποτιθέμενης δικονομικής πλημμέλειας.

    43

    Ο REA προβάλλει, καταρχάς, το απαράδεκτο των δύο αιτήσεων αναιρέσεως κατά το μέρος που αναπτύσσουν επιχειρήματα σχετικά με την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και στηρίζονται σε λόγους και επιχειρήματα ήδη συζητηθέντα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Περαιτέρω, η αίτηση αναιρέσεως του Πανεπιστημίου του Wrocław είναι απαράδεκτη κατά το μέρος που στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά αφορώντα την κατάσταση του οικείου δικηγόρου τα οποία δεν προβλήθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Τέλος, η επιχειρηματολογία που προέβαλαν στο πλαίσιο της παρεμβάσεώς τους η Τσεχική Δημοκρατία και το Εθνικό Επιμελητήριο Νομικών Συμβούλων είναι απαράδεκτη κατά το μέρος που ανάγεται σε παράβαση του άρθρου 47 του Χάρτη, δεδομένου ότι τέτοιο επιχείρημα δεν προβλήθηκε ούτε από το Πανεπιστήμιο του Wrocław ούτε από τη Δημοκρατία της Πολωνίας. Η επιχειρηματολογία της Τσεχικής Δημοκρατίας είναι απαράδεκτη και καθόσον δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένη σκέψη της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης.

    44

    Επί της ουσίας, ο REA φρονεί ότι η επιχειρηματολογία κατά την οποία το άρθρο 19 του Οργανισμού πρέπει να ερμηνεύεται βάσει των εθνικών κανόνων οδηγεί σε αντικατάσταση του άρθρου αυτού, το οποίο ρυθμίζει την εκπροσώπηση των διαδίκων ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης, από κατά περίπτωση καθοριζόμενους εθνικούς κανόνες. Ειδικότερα, η προκριθείσα από το Γενικό Δικαστήριο ερμηνεία όχι μόνο δεν αποτελεί «περιορισμό», αλλά αντιθέτως αποτελεί εγγύηση ότι όλοι οι δικηγόροι της Ένωσης υπόκεινται στους ίδιους όρους όσον αφορά την εκπροσώπηση ενώπιον του Δικαστηρίου.

    45

    Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπερέβη τα όρια της ισχύουσας σχετικής νομολογίας του Δικαστηρίου, η οποία καλύπτει ευρύτερο φάσμα από ό,τι υπονοούν οι αιτήσεις αναιρέσεως, καθόσον έχει ήδη θέσει την απαίτηση κατά την οποία ο σύμβουλος πρέπει να είναι επαρκώς απομακρυσμένος από τον διάδικο που εκπροσωπεί.

    46

    Η επιχειρηματολογία που αντλείται από το άρθρο 47 του Χάρτη πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθεί ως αβάσιμη, στο μέτρο που το απαράδεκτο της προσφυγής δεν εμποδίζει το Πανεπιστήμιο του Wrocław να εκπροσωπηθεί από άλλο σύμβουλο ώστε να ασκήσει νέα προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    Επί του παραδεκτού

    47

    Όσον αφορά τις ενστάσεις απαραδέκτου τις οποίες προέβαλε ο REA λόγω του ότι, πρώτον, οι αιτήσεις αναιρέσεως περιέχουν επιχειρήματα σχετικά με την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, πρέπει να υπομνησθεί ότι από το άρθρο 256 ΣΛΕΕ και το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο, αφενός, για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας που του έχουν υποβληθεί, και, αφετέρου, για την εκτίμηση των εν λόγω πραγματικών περιστατικών. Η εκτίμηση αυτή δεν συνιστά, με την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεως των προσκομισθέντων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αποδεικτικών στοιχείων, νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως τέτοιο, στον έλεγχο του Δικαστηρίου. Στην περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ή εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο, δυνάμει του άρθρου 256 ΣΛΕΕ, να ελέγξει τον νομικό χαρακτηρισμό των εν λόγω πραγματικών περιστατικών και τις έννομες συνέπειες που έχει συναγάγει συναφώς το Γενικό Δικαστήριο.

    48

    Εν προκειμένω, για την εκτίμηση της φύσεως και του περιεχομένου της επαγγελματικής σχέσεως μεταξύ του Πανεπιστημίου του Wrocław και του εκπροσώπου του, το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε σε πραγματικά στοιχεία των οποίων τον χαρακτηρισμό δύναται να ελέγξει το Δικαστήριο υπό το φως του άρθρου 19 του Οργανισμού, όπως η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνευθεί.

    49

    Δεύτερον, στον βαθμό που ο REA υποστηρίζει ότι οι αιτήσεις αναιρέσεως περιορίζονται σε ανάπτυξη επιχειρημάτων ήδη συζητηθέντων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, υπενθυμίζεται ότι, σε περίπτωση που ο αναιρεσείων βάλλει κατά της ερμηνείας ή της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο, τα νομικά ζητήματα που εξετάστηκαν πρωτοδίκως μπορούν να αποτελέσουν εκ νέου αντικείμενο συζητήσεως κατά την εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως. Ειδικότερα, αν ο αναιρεσείων δεν μπορούσε να στηρίξει, κατά τον τρόπο αυτό, την αίτηση αναιρέσεως σε λόγους και επιχειρήματα που προέβαλε ήδη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η αναιρετική διαδικασία θα έχανε εν μέρει το νόημά της (απόφαση της 27ης Μαρτίου 2019, Canadian Solar Emea κ.λπ. κατά Συμβουλίου, C-236/17 P, EU:C:2019:258, σκέψη 124 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    50

    Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα του REA κατά το οποίο το Πανεπιστήμιο του Wrocław προέβαλε νέα πραγματικά περιστατικά με την αίτηση αναιρέσεώς του, αρκεί να διαπιστωθεί ότι, εν πάση περιπτώσει, τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά δεν έχουν σημασία για την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς.

    51

    Τέταρτον, όσον αφορά τις παρεμβάσεις της Τσεχικής Δημοκρατίας και του Εθνικού Επιμελητηρίου Νομικών Συμβούλων, υπενθυμίζεται ότι ο παρεμβαίνων σε δίκη ενώπιον του Δικαστηρίου, δυνάμει του άρθρου 40 του Οργανισμού, δεν μπορεί να μεταβάλει το αντικείμενο της διαφοράς, όπως αυτό έχει οριοθετηθεί με τα αιτήματα και τους ισχυρισμούς ή λόγους που έχουν προβάλει οι κύριοι διάδικοι, και κατά συνέπεια παραδεκτά είναι μόνον τα επιχειρήματα του παρεμβαίνοντος τα οποία εντάσσονται στο πλαίσιο που έχει καθοριστεί με τα εν λόγω αιτήματα και ισχυρισμούς ή λόγους (απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2019, Τσεχική Δημοκρατία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-482/17, EU:C:2019:1035, σκέψη 116).

    52

    Πάντως, στο μέτρο που η Δημοκρατία της Πολωνίας προβάλλει, ιδίως, παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, όπως αυτή κατοχυρώνεται από το άρθρο 47 του Χάρτη, η παρατεθείσα στις σκέψεις 41 και 42 της παρούσας αποφάσεως επιχειρηματολογία της Τσεχικής Δημοκρατίας και του Εθνικού Επιμελητηρίου Νομικών Συμβούλων δεν μεταβάλλει το αντικείμενο της διαφοράς, όπως αυτό οριοθετείται από τα αιτήματα και τους ισχυρισμούς ή λόγους της Δημοκρατίας της Πολωνίας.

    53

    Πέμπτον, όσον αφορά το επιχείρημα του REA κατά το οποίο η Τσεχική Δημοκρατία δεν παρέπεμψε σε συγκεκριμένες σκέψεις της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, διαπιστώνεται ότι η Τσεχική Δημοκρατία, στηρίζοντας την επιχειρηματολογία αντιστοίχως του Πανεπιστημίου του Wrocław και της Δημοκρατίας της Πολωνίας, αναφέρεται στις ίδιες σκέψεις της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης στις οποίες αναφέρονται και οι ως άνω δύο διάδικοι.

    54

    Επομένως, οι προβληθείσες από τον REA ενστάσεις απαραδέκτου πρέπει να απορριφθούν.

    Επί της ουσίας

    55

    Σε σχέση με την ουσία, και ειδικότερα με το ζήτημα της εκπροσώπησης ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης διαδίκου μη εμπίπτοντος στα δύο πρώτα εδάφια του άρθρου 19 του Οργανισμού, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς υπενθύμισε, στη σκέψη 16 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, ότι το άρθρο αυτό περιέχει δύο αυτοτελείς και σωρευτικές προϋποθέσεις. Ειδικότερα, η πρώτη προϋπόθεση, που τίθεται με το τρίτο εδάφιο του εν λόγω άρθρου, επιβάλλει την υποχρέωση εκπροσώπησης ενός τέτοιου διαδίκου από δικηγόρο. Η δεύτερη προϋπόθεση, που περιλαμβάνεται στο τέταρτο εδάφιο του ίδιου άρθρου, προβλέπει ότι ο δικηγόρος ο οποίος εκπροσωπεί τον διάδικο αυτόν πρέπει να έχει δικαίωμα παραστάσεως ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους ή άλλου κράτους συμβαλλόμενου στη συμφωνία ΕΟΧ (πρβλ. διάταξη της 20ής Φεβρουαρίου 2008, Comunidad Autónoma de Valencia κατά Επιτροπής, C-363/06 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2008:99, σκέψη 21).

    56

    Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, από το γράμμα του άρθρου 19, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού προκύπτει ότι η έννοια και το περιεχόμενο της προϋποθέσεως αυτής πρέπει να ερμηνεύονται μέσω παραπομπής στο οικείο εθνικό δίκαιο. Εν προκειμένω, η τήρηση της εν λόγω προϋποθέσεως από τον νομικό σύμβουλο που εκπροσώπησε το Πανεπιστήμιο του Wrocław στο πλαίσιο της προσφυγής δεν αμφισβητήθηκε.

    57

    Αντιθέτως, όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, που αφορά την έννοια του δικηγόρου, το Δικαστήριο έκρινε ότι, εφόσον το άρθρο 19, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού δεν παραπέμπει στο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών, η έννοια αυτή πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο αυτοτελή και ενιαίο σε ολόκληρη την Ένωση, λαμβανομένου υπόψη όχι μόνον του γράμματος της διατάξεως αυτής, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται και του σκοπού της (πρβλ. ιδίως διάταξη της 20ής Φεβρουαρίου 2008, Comunidad Autónoma de Valencia κατά Επιτροπής, C‑363/06 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2008:99, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), με τη διευκρίνιση πάντως ότι η κατά το άρθρο αυτό έννοια του δικηγόρου δεν θίγει τη δυνατότητα που αναγνωρίζεται στα πρόσωπα που έχουν δικαίωμα, βάσει του εθνικού δικαίου, να εκπροσωπούν διάδικο σε ένδικη διαφορά, να εκπροσωπούν τον ίδιο διάδικο ενώπιον του Δικαστηρίου στο πλαίσιο προδικαστικής παραπομπής.

    58

    Συναφώς, από το γράμμα του άρθρου 19, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού και, ειδικότερα, από τη χρήση του όρου «εκπροσωπούνται» προκύπτει ότι ο κατά την έννοια της διατάξεως αυτής «διάδικος», ανεξαρτήτως της ιδιότητάς του, δεν επιτρέπεται να παρίσταται αυτοπροσώπως ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης, αλλά πρέπει να χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες τρίτου προσώπου. Άλλες διατάξεις του Οργανισμού ή του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όπως το άρθρο 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού καθώς και το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, το άρθρο 57, παράγραφος 1, και το άρθρο 119, παράγραφος 1, του ως άνω Κανονισμού Διαδικασίας, επίσης επιβεβαιώνουν ότι ο διάδικος και ο εκπρόσωπός του δεν μπορούν να είναι ένα και το αυτό πρόσωπο (διατάξεις της 5ης Δεκεμβρίου 1996, Lopes κατά Δικαστηρίου, C‑174/96 P, EU:C:1996:473, σκέψη 11, της 16ης Μαρτίου 2006, Correia de Matos κατά Επιτροπής, C‑200/05 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2006:187, σκέψη 10, και της 6ης Απριλίου 2017, PITEE κατά Επιτροπής, C-464/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:291, σκέψη 23).

    59

    Δεδομένου ότι, όσον αφορά τις ευθείες προσφυγές, καμία παρέκκλιση ή εξαίρεση από την υποχρέωση αυτή δεν προβλέπεται από τον Οργανισμό ή από τους Κανονισμούς Διαδικασίας του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου, η κατάθεση δικογράφου προσφυγής υπογεγραμμένου από τον ίδιο τον προσφεύγοντα δεν αρκεί για την άσκηση προσφυγής, έστω και αν ο προσφεύγων είναι δικηγόρος που έχει δικαίωμα παραστάσεως ενώπιον εθνικού δικαστηρίου (πρβλ. διατάξεις της 5ης Δεκεμβρίου 1996, Lopes κατά Δικαστηρίου, C‑174/96 P, EU:C:1996:473, σκέψεις 8 και 10, της 16ης Μαρτίου 2006, Correia de Matos κατά Επιτροπής, C-200/05 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2006:187, σκέψη 11, καθώς και της 6ης Απριλίου 2017, PITEE κατά Επιτροπής, C-464/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:291, σκέψη 24).

    60

    Οι ανωτέρω εκτιμήσεις επιβεβαιώνονται από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 19, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού. Ειδικότερα, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ρητώς ότι η δικαστική εκπροσώπηση διαδίκου μη εμπίπτοντος στα δύο πρώτα εδάφια του άρθρου αυτού μπορεί να γίνεται μόνον από δικηγόρο, ενώ οι εμπίπτοντες στα δύο πρώτα εδάφια διάδικοι μπορούν να αντιπροσωπεύονται από εκπρόσωπο ο οποίος, αν χρειάζεται, δύναται να επικουρείται από σύμβουλο ή δικηγόρο.

    61

    Η διαπίστωση αυτή επιρρωννύεται από τον σκοπό της εκπροσώπησης από δικηγόρο των διαδίκων που δεν εμπίπτουν στα δύο πρώτα εδάφια του άρθρου 19 του Οργανισμού, ο οποίος συνίσταται, αφενός, στο να μην ασκούν αυτοπροσώπως οι ιδιώτες ένδικη προσφυγή χωρίς να χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες ενός ενδιαμέσου προσώπου και, αφετέρου, στο να διασφαλίζεται ότι η υπεράσπιση των νομικών προσώπων γίνεται από εκπρόσωπο ο οποίος διαφοροποιείται επαρκώς από το νομικό πρόσωπο το οποίο εκπροσωπεί (πρβλ. διατάξεις της 5ης Σεπτεμβρίου 2013, ClientEarth κατά Συμβουλίου, C-573/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:564, σκέψη 14, της 4ης Δεκεμβρίου 2014, ADR Center κατά Επιτροπής, C-259/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:2417, σκέψη 25, και της 6ης Απριλίου 2017, PITEE κατά Επιτροπής, C-464/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:291, σκέψη 27).

    62

    Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι μολονότι η αποστολή του δικηγόρου να εκπροσωπεί τον διάδικο σύμφωνα με το άρθρο 19, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού πρέπει να εκπληρώνεται προς όφελος της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, ο σκοπός όμως της επιταγής αυτής έγκειται ιδίως, όπως επισημάνθηκε και από τον γενικό εισαγγελέα στο σημείο 104 των προτάσεών του, στη βέλτιστη δυνατή προστασία και υπεράσπιση των συμφερόντων του εντολέα, με πλήρη ανεξαρτησία καθώς και σύμφωνα με τον νόμο και τους επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες.

    63

    Όπως ορθώς υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 19 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, η έννοια της ανεξαρτησίας του δικηγόρου, στο ειδικό πλαίσιο του άρθρου 19 του Οργανισμού, δεν ορίζεται μόνο με αρνητικό τρόπο, δηλαδή με την απουσία εργασιακής σχέσεως, αλλά και με θετικό τρόπο, δηλαδή με παραπομπή στους κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας (πρβλ. απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2012, Prezes Urzędu Komunikacji Elektronicznej κατά Επιτροπής, C-422/11 P και C-423/11 P, EU:C:2012:553, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    64

    Στο πλαίσιο αυτό, το καθήκον ανεξαρτησίας που υπέχει ο δικηγόρος δεν νοείται ως απουσία οποιουδήποτε συνδέσμου με τον εντολέα του αλλά ως απουσία συνδέσμων που θίγουν προδήλως την ικανότητά του να φέρει εις πέρας το υπερασπιστικό του έργο υπηρετώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα συμφέροντα του εντολέα του.

    65

    Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε ως μη επαρκώς ανεξάρτητο, έναντι του νομικού προσώπου το οποίο εκπροσωπεί, τον δικηγόρο ο οποίος έχει αναλάβει σημαντικές διοικητικές και οικονομικές αρμοδιότητες στο πλαίσιο του ως άνω νομικού προσώπου που τον καθιστούν υψηλόβαθμο στέλεχος του εν λόγω νομικού προσώπου, με αποτέλεσμα να υπονομεύεται η ιδιότητά του ως ανεξάρτητου τρίτου (πρβλ. διάταξη της 29ης Σεπτεμβρίου 2010, EREF κατά Επιτροπής, C‑74/10 P και C‑75/10 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2010:557, σκέψεις 50 και 51), τον δικηγόρο ο οποίος κατέχει διευθυντική θέση στο πλαίσιο του νομικού προσώπου που εκπροσωπεί (πρβλ. διάταξη της 6ης Απριλίου 2017, PITEE κατά Επιτροπής, C-464/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:291, σκέψη 25) ή και τον δικηγόρο ο οποίος κατέχει μετοχές της εταιρίας που εκπροσωπεί και προΐσταται του Διοικητικού Συμβουλίου της (διάταξη της 4ης Δεκεμβρίου 2014, ADR Center κατά Επιτροπής, C-259/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:2417, σκέψη 27).

    66

    Εντούτοις, δεν μπορεί να εξομοιωθεί με τέτοιες καταστάσεις η επίμαχη εν προκειμένω περίπτωση, στην οποία, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, ο νομικός σύμβουλος όχι μόνο δεν υπερασπιζόταν τα συμφέροντα του Πανεπιστημίου του Wrocław στο πλαίσιο σχέσης εξάρτησης με το πανεπιστήμιο αυτό, αλλά επιπλέον συνδεόταν με το πανεπιστήμιο αυτό απλώς με σύμβαση αφορώσα την άσκηση διδακτικών καθηκόντων στο εν λόγω πανεπιστήμιο.

    67

    Ειδικότερα, ένας τέτοιος σύνδεσμος δεν επαρκεί ώστε να θεωρηθεί ότι ο ως άνω νομικός σύμβουλος τελούσε σε κατάσταση που προδήλως έθιγε την ικανότητά του να υπερασπιστεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, με πλήρη ανεξαρτησία, τα συμφέροντα του εντολέα του.

    68

    Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, στη σκέψη 20 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, ότι απλώς και μόνον η ύπαρξη, μεταξύ του Πανεπιστημίου του Wrocław και του νομικού συμβούλου που το εκπροσωπούσε στο πλαίσιο της προσφυγής, σύμβασης αστικού δικαίου αφορώσας την άσκηση διδακτικών καθηκόντων ήταν ικανή να θίξει την ανεξαρτησία του ως άνω συμβούλου λόγω του κινδύνου να επηρεαστεί, εν μέρει τουλάχιστον, η επαγγελματική γνώμη του συμβούλου αυτού από το επαγγελματικό περιβάλλον του.

    69

    Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως τον οποίον προέβαλαν το Πανεπιστήμιο του Wrocław και η Δημοκρατία της Πολωνίας στο πλαίσιο των αντίστοιχων αιτήσεών τους αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός. Ως εκ τούτου, χωρίς να απαιτείται εξέταση των λοιπών επιχειρημάτων, τα οποία προβλήθηκαν στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C-561/17 P και αφορούν την αρχή της ασφάλειας δικαίου και το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής, ή των λοιπών λόγων αναιρέσεως, επιβάλλεται η αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης.

    Επί της αναπομπής της υπόθεσης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

    70

    Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού, εάν η αναίρεση κριθεί βάσιμη, το Δικαστήριο μπορεί, σε περίπτωση που αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, είτε να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να την αναπέμψει στο Γενικό Δικαστήριο για να την κρίνει.

    71

    Εν προκειμένω, εφόσον το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί της ουσίας, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί ενώπιόν του.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    72

    Δεδομένου ότι η διαφορά αναπέμπεται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα των αιτήσεων αναιρέσεως.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

     

    1)

    Αναιρεί τη διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 13ης Ιουνίου 2017, Uniwersytet Wrocławski κατά REA (T-137/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:407).

     

    2)

    Αναπέμπει την υπόθεση T-137/16 ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

     

    3)

    Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική

    Επάνω