Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62017CJ0545

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 27ης Μαρτίου 2019.
    Mariusz Pawlak κατά Prezes Kasy Rolniczego Ubezpieczenia Społecznego.
    Αίτηση του Sąd Najwyższy για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Εσωτερική αγορά ταχυδρομικών υπηρεσιών – Οδηγίες 97/67/ΕΚ και 2008/6/ΕΚ – Άρθρο 7, παράγραφος 1 – Έννοια των “αποκλειστικών ή ειδικών δικαιωμάτων για την εγκαθίδρυση και την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών” – Άρθρο 8 – Δικαίωμα των κρατών μελών να οργανώνουν την υπηρεσία συστημένων η οποία χρησιμοποιείται στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών – Προθεσμία για την κατάθεση δικογράφου ενώπιον δικαστηρίου – Σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία του εθνικού δικαίου – Όρια – Επίκληση του άμεσου αποτελέσματος από φορέα κράτους μέλους στο πλαίσιο δικαστικής διαφοράς με ιδιώτη.
    Υπόθεση C-545/17.

    Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή — Τμήμα «Πληροφορίες για τις μη δημοσιευόμενες αποφάσεις»

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2019:260

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

    της 27ης Μαρτίου 2019 ( *1 )

    «Προδικαστική παραπομπή – Εσωτερική αγορά ταχυδρομικών υπηρεσιών – Οδηγίες 97/67/ΕΚ και 2008/6/ΕΚ – Άρθρο 7, παράγραφος 1 – Έννοια των “αποκλειστικών ή ειδικών δικαιωμάτων για την εγκαθίδρυση και την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών” – Άρθρο 8 – Δικαίωμα των κρατών μελών να οργανώνουν την υπηρεσία συστημένων η οποία χρησιμοποιείται στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών – Προθεσμία για την κατάθεση δικογράφου ενώπιον δικαστηρίου – Σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία του εθνικού δικαίου – Όρια – Επίκληση του άμεσου αποτελέσματος από φορέα κράτους μέλους στο πλαίσιο δικαστικής διαφοράς με ιδιώτη»

    Στην υπόθεση C‑545/17,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο, Πολωνία) με απόφαση της 19ης Ιουλίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 18 Σεπτεμβρίου 2017, στο πλαίσιο της δίκης

    Mariusz Pawlak

    κατά

    Prezes Kasy Rolniczego Ubezpieczenia Społecznego,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους T. von Danwitz, πρόεδρο του εβδόμου τμήματος, προεδρεύοντα του τετάρτου τμήματος, K. Jürimäe, Κ. Λυκούργο, E. Juhász και C. Vajda (εισηγητή), δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona

    γραμματέας: K. Malacek, διοικητικός υπάλληλος,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 18ης Σεπτεμβρίου 2018,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna καθώς και από τις S. Żyrek και K. Rudzińska,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις P. Costa de Oliveira και L. Nicolae καθώς και από τον S. L. Kalėda,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 27ης Νοεμβρίου 2018,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 97/67/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών (ΕΕ 1998, L 15, σ. 14), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2008/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Φεβρουαρίου 2008 (ΕΕ 2008, L 52, σ. 3, και διορθωτικό ΕΕ 2015, L 225, σ. 49) (στο εξής: τροποποιηθείσα οδηγία), σε συνδυασμό με το άρθρο της 8 και το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.

    2

    Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Mariusz Pawlak και του Prezes Kasy Rolniczego Ubezpieczenia Społecznego (προέδρου του ταμείου κοινωνικής ασφαλίσεως των γεωργών, Πολωνία) (στο εξής: πρόεδρος του KRUS) σχετικά με την επιδίκαση αποζημιώσεως στον M. Pawlak λόγω ατυχήματος που αυτός υπέστη κατά την εκτέλεση γεωργικών εργασιών.

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    Η οδηγία 97/67

    3

    Με την οδηγία 97/67 άρχισε η διαδικασία βαθμιαίας απελευθερώσεως της αγοράς ταχυδρομικών υπηρεσιών. Κατά την αιτιολογική σκέψη 2 της οδηγίας 2002/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Ιουνίου 2002, για την τροποποίηση της οδηγίας 97/67/ΕΚ όσον αφορά το περαιτέρω άνοιγμα των κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών στον ανταγωνισμό (ΕΕ 2002, L 176, σ. 21), η οδηγία 97/67 «καθόρισε ένα κανονιστικό πλαίσιο για τον ταχυδρομικό τομέα σε κοινοτικό επίπεδο, πλαίσιο που περιλαμβάνει τη λήψη μέτρων για την εξασφάλιση της παροχής της καθολικής υπηρεσίας και τον καθορισμό ανώτατων ορίων για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες τις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να αναθέτουν κατ’ αποκλειστικότητα στον δικό τους ή στους δικούς τους φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας, με στόχο τη διατήρηση της καθολικής υπηρεσίας, και ένα χρονοδιάγραμμα για τη λήψη αποφάσεων σχετικά με το περαιτέρω άνοιγμα της αγοράς στον ανταγωνισμό, με σκοπό τη δημιουργία μιας ενιαίας αγοράς ταχυδρομικών υπηρεσιών».

    4

    Οι αιτιολογικές σκέψεις 16 και 20 της οδηγίας 97/67 έχουν ως εξής:

    «(16)

    […] φαίνεται δικαιολογημένη η διατήρηση ενός συνόλου αποκλειστικών υπηρεσιών, εφόσον τηρούνται οι κανόνες της συνθήκης [ΕΚ] και με την επιφύλαξη των κανόνων περί ανταγωνισμού, προκειμένου να καταστεί δυνατή η λειτουργία της καθολικής υπηρεσίας υπό συνθήκες οικονομικής ισορροπίας· […]

    […]

    (20)

    […] ότι τα κράτη μέλη μπορούν να έχουν έννομο συμφέρον να αναθέσουν, για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας, την εγκατάσταση γραμματοκιβωτίων με προορισμό τη συλλογή ταχυδρομικών αντικειμένων σε δημόσιο χώρο σε έναν ή περισσότερους φορείς που αυτά ορίζουν […] ότι, για τους ίδιους λόγους, εναπόκειται σε αυτά ο καθορισμός του φορέα ή των φορέων που έχουν δικαίωμα να εκδίδουν γραμματόσημα τα οποία προσδιορίζουν τη χώρα προέλευσης καθώς και εκείνων που είναι αρμόδιοι για την παροχή συστημένων αποστολών στο πλαίσιο δικαστικών ή διοικητικών διαδικασιών σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία […]».

    5

    Κατά το άρθρο 3, παράγραφοι 4 και 5, της οδηγίας 97/67, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο 2 της οδηγίας αυτής με τίτλο «Καθολική υπηρεσία»:

    «4.   Κάθε κράτος μέλος θεσπίζει τα αναγκαία μέτρα, ώστε η καθολική υπηρεσία να περιλαμβάνει τουλάχιστον την παροχή των ακόλουθων υπηρεσιών:

    τη συλλογή, τη μεταφορά, τη διαλογή και τη διανομή των ταχυδρομικών αντικειμένων βάρους έως 2 kg,

    τη συλλογή, τη μεταφορά, τη διαλογή και τη διανομή των ταχυδρομικών δεμάτων βάρους έως 10 kg,

    τις υπηρεσίες των συστημένων και των αποστολών με δηλωμένη αξία.

    5.   Οι εθνικές κανονιστικές αρχές μπορούν να αυξήσουν το όριο βάρους όσον αφορά την κάλυψη της καθολικής υπηρεσίας για ταχυδρομικά δέματα, μέχρις ενός βάρους που δεν υπερβαίνει τα 20 kg, και μπορούν να θεσπίσουν ειδικές ρυθμίσεις για την κατ’ οίκον διανομή τέτοιων δεμάτων.

    Ανεξάρτητα από το όριο βάρους όσον αφορά την κάλυψη της καθολικής υπηρεσίας για ταχυδρομικά δέματα, το οποίο καθορίζει ένα κράτος μέλος, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη διανομή εντός της επικράτειάς τους των ταχυδρομικών δεμάτων που παραλαμβάνονται από άλλα κράτη μέλη και ζυγίζουν έως 20 kg.»

    6

    Το κεφάλαιο 3 της οδηγίας 97/67, με τίτλο «Εναρμόνιση των υπηρεσιών που μπορούν να ανατίθενται κατ’ αποκλειστικότητα», περιλαμβάνει τα άρθρα 7 και 8 της οδηγίας αυτής.

    7

    Το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:

    «1.   Στο μέτρο που είναι αναγκαίο για τη διατήρηση της καθολικής υπηρεσίας, οι υπηρεσίες που μπορούν να ανατίθενται αποκλειστικά από κάθε κράτος μέλος στον φορέα παροχής καθολικής υπηρεσίας είναι η συλλογή, η διαλογή, η μεταφορά και η διανομή των αντικειμένων αλληλογραφίας εσωτερικού, είτε με ταχύτερη διανομή είτε όχι, των οποίων η τιμή είναι μικρότερη από το πενταπλάσιο του δημοσίου τέλους ενός αντικειμένου αλληλογραφίας της πρώτης βαθμίδας βάρους της ταχύτερης τυποποιημένης κατηγορίας, αν υπάρχει, εφόσον το βάρος τους δεν υπερβαίνει τα 350 g. Εξαιρέσεις ως προς τους περιορισμούς βάρους και τιμής είναι δυνατόν να επιτρέπονται στην περίπτωση που παρέχονται δωρεάν ταχυδρομικές υπηρεσίες σε άτομα τυφλά ή με σοβαρά προβλήματα όρασης.

    2.   Στο μέτρο που είναι αναγκαίο για τη διατήρηση της καθολικής υπηρεσίας, η διασυνοριακή αλληλογραφία και το διαφημιστικό ταχυδρομείο μπορούν να συνεχίσουν να ανατίθενται κατ’ αποκλειστικότητα εντός των ορίων τιμής και βάρους που προβλέπονται στην παράγραφο 1.»

    8

    Το άρθρο 8 της ίδιας οδηγίας προβλέπει τα εξής:

    Οι διατάξεις του άρθρου 7 δεν θίγουν το δικαίωμα των κρατών μελών να οργανώνουν την τοποθέτηση γραμματοκιβωτίων σε δημόσιο χώρο, την έκδοση γραμματοσήμων και την υπηρεσία συστημένων η οποία χρησιμοποιείται στο πλαίσιο δικαστικών ή διοικητικών διαδικασιών σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία.»

    Η οδηγία 2002/39

    9

    Η οδηγία 2002/39 τροποποίησε σε μεγάλο βαθμό την οδηγία 97/67. Η οδηγία αυτή συνέχισε την απελευθέρωση της αγοράς ταχυδρομικών υπηρεσιών και καθόρισε, στις αιτιολογικές σκέψεις της 14 και 24, χρονοδιάγραμμα για το σταδιακό και ελεγχόμενο άνοιγμα της αγοράς αλληλογραφίας στον ανταγωνισμό, ορίζοντας το 2009 ως την ημερομηνία η οποία προβλεπόταν για την πλήρη υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς των ταχυδρομικών υπηρεσιών.

    10

    Το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 97/67, όπως αυτή έχει τροποποιηθεί από την οδηγία 2002/39, προβλέπει τα εξής:

    «1.   Στο μέτρο που είναι αναγκαίο για να διασφαλιστεί η διατήρηση της καθολικής υπηρεσίας, τα κράτη μέλη μπορούν να εξακολουθήσουν να αναθέτουν κατ’ αποκλειστικότητα υπηρεσίες στον φορέα ή τους φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας. Οι υπηρεσίες αυτές περιορίζονται στη συλλογή, τη διαλογή, τη μεταφορά και τη διανομή των αντικειμένων αλληλογραφίας εσωτερικού και εισερχόμενης διασυνοριακής αλληλογραφίας, είτε με ταχύτερη διανομή είτε όχι, εντός και των δύο ακόλουθων ορίων βάρους και τιμής. Το όριο βάρους ανέρχεται σε 100 γραμμάρια από την 1η Ιανουαρίου 2003 και σε 50 γραμμάρια από την 1η Ιανουαρίου 2006. Τα εν λόγω όρια βάρους δεν ισχύουν από την 1η Ιανουαρίου 2003 εάν η τιμή είναι ίση ή μεγαλύτερη του τριπλάσιου του δημόσιου τέλους για ένα αντικείμενο αλληλογραφίας της πρώτης βαθμίδας βάρους της ταχύτερης κατηγορίας, και, από την 1η Ιανουαρίου 2006, εάν η τιμή είναι ίση ή μεγαλύτερη από δυόμισι φορές το τέλος αυτό.

    Παρεκκλίσεις από τους περιορισμούς βάρους και τιμής είναι δυνατόν να επιτρέπονται στην περίπτωση της παροχής δωρεάν ταχυδρομικών υπηρεσιών σε άτομα τυφλά ή με σοβαρά προβλήματα όρασης.

    Στο μέτρο που είναι αναγκαίο για να διασφαλιστεί η παροχή της καθολικής υπηρεσίας, το διαφημιστικό ταχυδρομείο μπορεί να εξακολουθήσει να ανατίθεται κατ’ αποκλειστικότητα εντός των ιδίων ορίων βάρους και τιμής.

    Στο μέτρο που είναι αναγκαίο για να διασφαλιστεί η παροχή της καθολικής υπηρεσίας, για παράδειγμα, όταν έχουν ήδη ελευθερωθεί ορισμένοι τομείς ταχυδρομικών δραστηριοτήτων ή λόγω των ειδικών χαρακτηριστικών που διακρίνουν τις ταχυδρομικές υπηρεσίες κράτους μέλους, το εξερχόμενο διασυνοριακό ταχυδρομείο μπορεί να εξακολουθήσει να ανατίθεται κατ’ αποκλειστικότητα εντός των ιδίων ορίων βάρους και τιμής.

    2.   Η ανταλλαγή εγγράφων δεν μπορεί να ανατίθεται κατ’ αποκλειστικότητα.»

    Η οδηγία 2008/6

    11

    Η οδηγία 2008/6 τροποποίησε, εκ νέου, ουσιωδώς την οδηγία 97/67 και ολοκλήρωσε τη διαδικασία ελευθερώσεως της εσωτερικής αγοράς των ταχυδρομικών υπηρεσιών.

    12

    Οι αιτιολογικές σκέψεις 13, 16, 25, 26, 56 και 59 της οδηγίας 2008/6 έχουν ως εξής:

    «(13)

    Η μελέτη προγνώσεων δείχνει ότι ο αποκλειστικός τομέας δεν θα πρέπει να είναι πλέον η προτιμούμενη λύση για τη χρηματοδότηση της καθολικής υπηρεσίας. Η αξιολόγηση αυτή λαμβάνει υπόψη το ενδιαφέρον της Κοινότητας και των κρατών μελών της για την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς και το δυναμικό της για την εξασφάλιση ανάπτυξης και απασχόλησης, καθώς και για να εξασφαλίζεται η ύπαρξη αποδοτικής υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος προς όφελος όλων των χρηστών. Ενδείκνυται επομένως να επιβεβαιωθεί η τελική ημερομηνία για την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς των ταχυδρομικών υπηρεσιών.

    […]

    (16)

    Το πλήρες άνοιγμα της αγοράς θα συντελέσει στην αύξηση του συνολικού μεγέθους των ταχυδρομικών αγορών. Θα συμβάλει περαιτέρω στη διατήρηση βιώσιμης απασχόλησης υψηλής ποιότητας στους φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας ενώ παράλληλα θα διευκολύνει τη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης σε άλλους φορείς, στους νεοεισερχόμενους στην αγορά και σε συναφείς οικονομικούς τομείς. […]

    […]

    (25)

    Λαμβανομένων υπόψη των μελετών που πραγματοποιήθηκαν και με σκοπό την ανάπτυξη του συνόλου των δυνατοτήτων της εσωτερικής αγοράς ταχυδρομικών υπηρεσιών, η χρήση του αποκλειστικού τομέα και των ειδικών δικαιωμάτων με σκοπό την εξασφάλιση της χρηματοδότησης της καθολικής υπηρεσίας ενδείκνυται να καταργηθεί.

    (26)

    Η εξωτερική χρηματοδότηση του κατάλοιπου καθαρού κόστους της καθολικής υπηρεσίας μπορεί να εξακολουθήσει να είναι αναγκαία για ορισμένα κράτη μέλη. Επομένως, καλό θα είναι να εξηγούνται σαφώς οι εναλλακτικές λύσεις που υπάρχουν για την εξασφάλιση της χρηματοδότησης της καθολικής υπηρεσίας, εφόσον απαιτείται και δικαιολογείται επαρκώς, ενώ τα κράτη μέλη θα έχουν τη δυνατότητα επιλογής των χρηματοδοτικών μηχανισμών που θα χρησιμοποιηθούν. […] Τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιούν και άλλα μέσα χρηματοδότησης που επιτρέπονται από την κοινοτική νομοθεσία, όπως το να αποφασίζουν, όπου και εφόσον απαιτείται, ότι τα κέρδη που προέρχονται από άλλες δραστηριότητες του φορέα ή των φορέων παροχής καθολικής υπηρεσίας οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο της καθολικής υπηρεσίας θα μπορούν να διατίθενται, συνολικά ή εν μέρει, για τη χρηματοδότηση του καθαρού κόστους της καθολικής υπηρεσίας, εφόσον αυτό συνάδει με τη συνθήκη [ΕΚ]. […]

    […]

    (56)

    Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, και συγκεκριμένα η υλοποίηση εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών, η διαφύλαξη κοινού επιπέδου καθολικών υπηρεσιών για όλους τους χρήστες και ο καθορισμός εναρμονισμένων αρχών για την κανονιστική ρύθμιση των ταχυδρομικών υπηρεσιών, είναι αδύνατον να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύνανται, συνεπώς, λόγω των διαστάσεων και των αποτελεσμάτων τους, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να θεσπίσει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 [ΕΚ]. […]

    […]

    (59)

    Η παρούσα οδηγία ισχύει με την επιφύλαξη της εφαρμογής των κανόνων της συνθήκης [ΕΚ] περί ανταγωνισμού και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Εφόσον η λειτουργία χρηματοδοτικών μηχανισμών συνεπάγεται τη χορήγηση ενισχύσεων από τα κράτη μέλη ή με πόρους κρατικών ενισχύσεων οποιασδήποτε μορφής κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 [ΕΚ], η παρούσα οδηγία δεν θίγει την υποχρέωση των κρατών μελών να τηρούν τους κανόνες της συνθήκης [ΕΚ] περί κρατικών ενισχύσεων.»

    13

    Το άρθρο 1 της τροποποιηθείσας οδηγίας προβλέπει τα εξής:

    «Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κοινούς κανόνες που αφορούν:

    τους όρους που διέπουν την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών,

    την παροχή καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας εντός της Κοινότητας,

    τη χρηματοδότηση καθολικών υπηρεσιών υπό προϋποθέσεις που εγγυώνται τη μόνιμη προσφορά των υπηρεσιών αυτών,

    τις αρχές τιμολόγησης και τη διαφάνεια των λογαριασμών για την παροχή της καθολικής υπηρεσίας,

    τον καθορισμό προδιαγραφών ποιότητας για την παροχή της καθολικής υπηρεσίας και την εγκαθίδρυση συστήματος που θα διασφαλίζει την τήρηση αυτών,

    την εναρμόνιση των τεχνικών προδιαγραφών,

    τη σύσταση εθνικών ανεξάρτητων κανονιστικών αρχών.»

    14

    Το άρθρο 2, σημεία 1 και 6, της τροποποιηθείσας οδηγίας έχει ως εξής:

    «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

    1)

    “ταχυδρομικές υπηρεσίες”: οι υπηρεσίες που συνίστανται στην περισυλλογή, τη διαλογή, τη μεταφορά και τη διανομή των ταχυδρομικών αντικειμένων·

    […]

    6)

    “ταχυδρομικό αντικείμενο”: αντικείμενο με συγκεκριμένο παραλήπτη αποστελλόμενο υπό την τελική του μορφή υπό την οποία το αναλαμβάνει ο φορέας παροχής της ταχυδρομικής υπηρεσίας. Τα αντικείμενα αυτά περιλαμβάνουν π.χ., πέραν των αντικειμένων αλληλογραφίας, βιβλία, καταλόγους, εφημερίδες, περιοδικά και ταχυδρομικά δέματα που περιέχουν εμπορεύματα με ή χωρίς εμπορική αξία».

    15

    Το κεφάλαιο 3 της τροποποιηθείσας οδηγίας επιγράφεται «Χρηματοδότηση των καθολικών υπηρεσιών».

    16

    Το άρθρο 7 της τροποποιηθείσας οδηγίας προβλέπει τα εξής:

    «1.   Τα κράτη μέλη δεν χορηγούν ούτε διατηρούν σε ισχύ αποκλειστικά ή ειδικά δικαιώματα για την εγκαθίδρυση και την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών. Τα κράτη μέλη μπορούν να χρηματοδοτούν την παροχή καθολικών υπηρεσιών σύμφωνα με ένα ή περισσότερα από τα μέσα που προβλέπονται στις παραγράφους 2, 3 και 4, ή σύμφωνα με κάθε άλλο μέσο συμβατό με τη συνθήκη [ΕΚ].

    2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να εξασφαλίζουν την παροχή καθολικών υπηρεσιών αναθέτοντας τις υπηρεσίες αυτές σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες και ρυθμίσεις περί δημοσίων συμβάσεων, περιλαμβανομένων, όπως προβλέπει η οδηγία 2004/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών [(ΕΕ 2004, L 134, σ. 114)], του ανταγωνιστικού διαλόγου ή των διαδικασιών που υπόκεινται σε διαπραγμάτευση, με ή χωρίς δημοσίευση προκήρυξης σύμβασης.

    3.   Όταν κράτος μέλος διαπιστώνει ότι οι υποχρεώσεις παροχής καθολικής υπηρεσίας, τις οποίες προβλέπει η παρούσα οδηγία, συνεπάγονται καθαρό κόστος, που υπολογίζεται λαμβανομένου υπόψη του παραρτήματος Ι, και αποτελούν άδικη οικονομική επιβάρυνση για τον ή τους φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας, μπορεί να καθιερώσει:

    α)

    μηχανισμό για την αποζημίωση της ή των εν λόγω επιχειρήσεων με κρατικά οικονομικά μέσα, ή

    β)

    μηχανισμό για τον επιμερισμό του καθαρού κόστους των υποχρεώσεων παροχής καθολικής υπηρεσίας μεταξύ των φορέων παροχής υπηρεσιών ή/και των χρηστών.

    4.   Όταν το καθαρό κόστος επιμερίζεται βάσει της παραγράφου 3 στοιχείο β), τα κράτη μέλη μπορούν να ιδρύσουν ταμείο αποζημίωσης το οποίο μπορεί να χρηματοδοτείται με τέλη που καταβάλλουν οι φορείς παροχής υπηρεσιών ή/και οι χρήστες και το οποίο διοικείται για το σκοπό αυτό από φορέα που είναι ανεξάρτητος από τον ή τους δικαιούχους. Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαρτούν τη χορήγηση αδειών σε φορείς παροχής υπηρεσιών, βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 2, από την υποχρέωση οικονομικής συνεισφοράς στο ταμείο αυτό ή συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις καθολικής υπηρεσίας. Οι υποχρεώσεις παροχής καθολικής υπηρεσίας του ή των φορέων παροχής καθολικής υπηρεσίας που ορίζονται στο άρθρο 3 μπορούν να χρηματοδοτούνται με τον τρόπο αυτό.

    5.   Κατά την ίδρυση του ταμείου αποζημιώσεων και κατά τον καθορισμό του επιπέδου των οικονομικών συνεισφορών κατά τις παραγράφους 3 και 4, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τηρούνται οι αρχές της διαφάνειας, της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της αναλογικότητας. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται δυνάμει των παραγράφων 3 και 4 βασίζονται σε αντικειμενικά και επαληθεύσιμα κριτήρια και δημοσιεύονται.»

    Το πολωνικό δίκαιο

    17

    Κατά το άρθρο 165, παράγραφος 2, του ustawa – Kodeks postępowania cywilnego (νόμου περί του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας), της 17ης Νοεμβρίου 1964 (Dz. U. αριθ. 43, θέση 296), ως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: kpc):

    «Η παράδοση δικογράφου σε πολωνικό ταχυδρομικό κατάστημα καθορισμένου φορέα παροχής υπηρεσιών κατά την έννοια του [ustawa – Prawo pocztowe [(νόμου περί ταχυδρομείων), της 23ης Νοεμβρίου 2012 (Dz. U. του 2012, θέση 1529)] ή σε ταχυδρομικό κατάστημα φορέα παροχής καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας σε άλλο κράτος μέλος της Ένωσης επέχει θέση καταθέσεως ενώπιον δικαστηρίου.»

    18

    Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως συνάγεται ότι, κατά το άρθρο 3, σημείο 13, του νόμου περί ταχυδρομείων, ο «καθορισμένος φορέας παροχής υπηρεσιών» είναι ο φορέας παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών στον οποίον «έχει ανατεθεί» η παροχή της καθολικής υπηρεσίας. Οι άλλοι φορείς «δύνανται» να ασκούν ταχυδρομικές δραστηριότητες στον τομέα που επιλέγουν, χωρίς να έχουν καμία υποχρέωση συναφώς.

    19

    Με απόφαση του Prezesa Urzędu Komunikacji Elektronicznej (προέδρου του Οργανισμού Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών, Πολωνία) της 30ής Ιουνίου 2015, η Poczta Polska S.A. έχει, για διάστημα δέκα ετών, δυνάμει του νόμου περί ταχυδρομείων, την ιδιότητα του καθορισμένου φορέα παροχής της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας.

    Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    20

    Ο M. Pawlak, εργαζόμενος στη γεωργία, υπέστη εργατικό ατύχημα για το οποίο υπέβαλε αίτηση αποζημιώσεως στο Kasa Rolniczego Ubezpieczenia Społecznego (ταμείο κοινωνικής ασφαλίσεως γεωργών, Πολωνία). Επειδή δεν ικανοποιήθηκε από την απόφαση του προέδρου του KRUS επί της αιτήσεώς του, ο Μ. Pawlak προσέβαλε την απόφαση αυτή ενώπιον του Sąd Rejonowy w Poznań-Grundwald (περιφερειακού δικαστηρίου του Poznań‑Grundwald, Πολωνία), το οποίο τον δικαίωσε.

    21

    Ο πρόεδρος του KRUS άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το δικαστήριο αυτό ενώπιον του Sąd Okręgowy w Pozaniu (εφετείου Poznań, Πολωνία), το οποίο απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη για τον λόγο ότι περιήλθε στο δικαστήριο αυτό στις 22 Ιουνίου 2016, ενώ η προβλεπόμενη προθεσμία για την άσκηση της εφέσεως αυτής είχε λήξει στις 20 Ιουνίου 2016.

    22

    Το Sąd Okręgowy w Pozaniu (εφετείο Poznań) έκρινε ότι δεν ασκούσε επιρροή το γεγονός ότι στη σφραγίδα του ταχυδρομικού αντικειμένου, το οποίο είχε παραδοθεί σε φορέα παροχής υπηρεσιών διαφορετικό από τον καθορισμένο φορέα παροχής υπηρεσιών, αναφέρεται η ημερομηνία της 20ής Ιουνίου 2016, η οποία είναι η τελευταία ημέρα της προθεσμίας για την άσκηση ενδίκου βοηθήματος, δεδομένου ότι, κατά το άρθρο 165, παράγραφος 2, του kpc, μόνον η παράδοση δικογράφου σε καθορισμένο φορέα παροχής υπηρεσιών, έστω και αν η παράδοση αυτή γίνεται με απλό ταχυδρομείο, επέχει θέση καταθέσεως του δικογράφου αυτού ενώπιον του οικείου δικαστηρίου.

    23

    Ο πρόεδρος του KRUS άσκησε αναίρεση ενώπιον του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Πολωνία) κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Sąd Okręgowy w Pozaniu (εφετείο Poznań). Υποστηρίζει ότι το τελευταίο αυτό δικαστήριο παρέβη το άρθρο 165, παράγραφος 2, του kpc και υποστηρίζει ότι η ασκηθείσα ενώπιόν του έφεση είχε κατατεθεί εμπροθέσμως στο ταχυδρομικό κατάστημα φορέα παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών.

    24

    Το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο) επισημαίνει ότι η νομολογία του επί του άρθρου 165, παράγραφος 2, του kpc δεν είναι ομοιόμορφη και ότι η διάταξη αυτή δημιουργεί αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητά της με το δίκαιο της Ένωσης.

    25

    Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο κάνει λόγο για απόκλιση μεταξύ δύο αντιτιθέμενων νομολογιακών τάσεων, όσον αφορά τις έννομες συνέπειες της παραδόσεως δικογράφου σε πολωνικό ταχυδρομικό κατάστημα φορέα παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών διαφορετικό από τον καθορισμένο φορέα. Κατά την πλειοψηφούσα γνώμη, το δικόγραφο που έχει παραδοθεί υπό τις συνθήκες αυτές θεωρείται ότι κατατέθηκε εκπρόθεσμα εάν περιέλθει στο οικείο δικαστήριο μετά την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας εντός της οποίας πρέπει να κατατεθεί το δικόγραφο. Κατά τη μειοψηφούσα γνώμη, η παράδοση, εντός της νόμιμης προθεσμίας, του δικογράφου σε πολωνικό ταχυδρομικό κατάστημα επέχει θέση καταθέσεως ενώπιον του οικείου δικαστηρίου, είτε πρόκειται για κατάστημα του καθορισμένου φορέα είτε για οποιονδήποτε άλλο φορέα παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών.

    26

    Το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι η πρώτη νομολογιακή τάση δεν λαμβάνει υπόψη το πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης κατά την ερμηνεία του άρθρου 165, παράγραφος 2, του kpc, θεωρώντας εμμέσως ότι το περιεχόμενο της διατάξεως αυτής δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 97/67. Κατά το εν λόγω δικαστήριο, η δεύτερη νομολογιακή τάση στηρίζεται, αντιθέτως, σε μια ερμηνεία της διατάξεως αυτής σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης. Υπογραμμίζει, ωστόσο, ότι, στις αποφάσεις του οι οποίες ακολούθησαν τη δεύτερη αυτή νομολογιακή τάση, δεν παρατίθεται καμία σκέψη σχετική με την εμβέλεια του άρθρου 7, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της τροποποιηθείσας οδηγίας ή σχετικά με τον τρόπο εναρμονίσεως της εφαρμογής του άρθρου 165, παράγραφος 2, του kpc με το δίκαιο της Ένωσης.

    27

    Στο πλαίσιο αυτό, το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Έχει το άρθρο 7, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος [της τροποποιηθείσας οδηγίας], σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της [τροποποιηθείσας] οδηγίας […], την έννοια ότι χορηγείται ειδικό δικαίωμα με τη ρύθμιση εθνικού δικονομικού κανόνα, όπως αυτή του άρθρου 165, παράγραφος 2, [του kpc], βάσει της οποίας μόνον η παράδοση δικογράφου σε εθνικό ταχυδρομικό κατάστημα ενός καθορισμένου φορέα παροχής υπηρεσιών, ήτοι ενός φορέα υποχρεωμένου να παρέχει καθολική υπηρεσία, επέχει θέση καταθέσεως του εν λόγω εγγράφου σε δικαστήριο, αλλά όχι και η παράδοση δικογράφου σε εθνικό ταχυδρομικό κατάστημα άλλου φορέα παροχής καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας ο οποίος δεν είναι καθορισμένος;

    2)

    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: Έχει το άρθρο 7, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της [τροποποιηθείσας] οδηγίας […], σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, εφαρμοζομένων επίσης των αρχών που απορρέουν από [την απόφαση της 21ης Ιουνίου 2007, Jonkmann κ.λπ. (C‑231/06 έως C‑233/06, EU:C:2007:373)], την έννοια ότι τα πλεονεκτήματα που απορρέουν για τον καθορισμένο φορέα παροχής υπηρεσιών από ειδικό δικαίωμα που του χορηγείται κατά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της [τροποποιηθείσας] οδηγίας […] πρέπει να επεκταθούν και στους λοιπούς φορείς παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών, ούτως ώστε η παράδοση δικογράφου σε εθνικό ταχυδρομικό κατάστημα άλλου φορέα παροχής καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας ο οποίος δεν είναι καθορισμένος φορέας παροχής υπηρεσιών να θεωρείται ότι επέχει θέση καταθέσεως του εν λόγω εγγράφου σε δικαστήριο;

    3)

    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα: Έχει το άρθρο 7, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της [τροποποιηθείσας] οδηγίας […] σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ την έννοια ότι διάδικος, ο οποίος είναι προέκταση κράτους μέλους, δύναται να προβάλει την αντίθεση εθνικής διατάξεως, όπως το άρθρο 165, παράγραφος 2, του kpc, προς το άρθρο 7, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της [τροποποιηθείσας] οδηγίας […];»

    Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

    Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

    28

    Η Πολωνική Κυβέρνηση εκτιμά ότι κανόνας όπως αυτός του άρθρου 165, παράγραφος 2, του kpc δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της τροποποιηθείσας οδηγίας, καθώς συγκαταλέγεται στους κανόνες του δικονομικού δικαίου, των οποίων την εναρμόνιση δεν επιδιώκει η οδηγία αυτή. Συναφώς, επισημαίνει ότι η οδηγία 97/67 εκδόθηκε βάσει του άρθρου 95 ΕΚ, το οποίο αποτελεί τη νομική βάση για την προσέγγιση των εθνικών νομοθεσιών που αποσκοπούν στο να διασφαλίσουν τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, ενώ η νομική βάση για την εναρμόνιση των κανόνων πολιτικής δικονομίας ήταν το άρθρο 65 ΕΚ (νυν άρθρο 81 ΣΛΕΕ).

    29

    Επιπλέον, η εν λόγω κυβέρνηση διευκρινίζει ότι το άρθρο 1 της τροποποιηθείσας οδηγίας, το οποίο αφορά το πεδίο εφαρμογής της, απαριθμεί τους τομείς στους οποίους η τροποποιηθείσα οδηγία θεσπίζει κοινούς κανόνες, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνεται η πολιτική δικονομία.

    30

    Πρέπει να διευκρινιστεί, συναφώς, ότι η οδηγία 2008/6, όπως και η οδηγία 97/67 την οποία αυτή τροποποίησε, εκδόθηκε βάσει των άρθρων της Συνθήκης ΕΚ τα οποία αριθμούνται πλέον, μετά από τροποποιήσεις, ως άρθρα 53, 62 και 114 ΣΛΕΕ, που έχουν ως σκοπό την απονομή στον νομοθέτη της Ένωσης μιας ειδικής αρμοδιότητας για τη θέσπιση μέτρων με προορισμό τη βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς (απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2000, Γερμανία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-376/98, EU:C:2000:544, σκέψη 87).

    31

    Με την τελευταία τροποποίηση της οδηγίας 97/67, με την οδηγία 2008/6, ο κοινοτικός νομοθέτης είχε την πρόθεση, κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 13 και 16 της τελευταίας αυτής οδηγίας, να υλοποιήσει πλήρως τη διαδικασία απελευθερώσεως της αγοράς ταχυδρομικών υπηρεσιών και να επιβεβαιώσει την τελική ημερομηνία για την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς των ταχυδρομικών υπηρεσιών, εξαλείφοντας όχι μόνον τα τελευταία εμπόδια για το πλήρες άνοιγμα της αγοράς, τα οποία ίσχυαν ως προς ορισμένους φορείς παροχής καθολικών υπηρεσιών, αλλά και όλα τα άλλα εμπόδια στην παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών [πρβλ. απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2016, DHL Express (Austria), C-2/15, EU:C:2016:880, σκέψη 26]. Ο κοινοτικός νομοθέτης αποσκοπούσε, ταυτόχρονα, στη διασφάλιση ενός κοινού επιπέδου καθολικής υπηρεσίας για όλους τους χρήστες και στον καθορισμό εναρμονισμένων αρχών για τη ρύθμιση του ταχυδρομικού τομέα, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 56 της οδηγίας 2008/6.

    32

    Πάντως, από το γεγονός ότι το άρθρο 1 της τροποποιηθείσας οδηγίας δεν μνημονεύει την πολιτική δικονομία δεν μπορεί να συναχθεί ότι η οδηγία αυτή ουδόλως θα μπορούσε να παράγει αποτελέσματα επί άλλων τομέων που εμπίπτουν στο πεδίο του εθνικού δίκαιου. Τυχόν διαφορετική ερμηνεία, όπως αυτή που προτείνει η Πολωνική Κυβέρνηση, θα έθετε σε κίνδυνο την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει η τροποποιηθείσα οδηγία, η οποία αποβλέπει στην πλήρη υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς των ταχυδρομικών υπηρεσιών. Πράγματι, μια τέτοια ερμηνεία θα επέτρεπε στα κράτη μέλη να διατηρήσουν μέτρα τα οποία, μέσω των αποτελεσμάτων τους, θα μπορούσαν να αποτελούν εμπόδια στον ανταγωνισμό στην αγορά αυτή.

    33

    Επιπλέον, το άρθρο 8 της τροποποιηθείσας οδηγίας αναφέρεται στην υπηρεσία συστημένων η οποία χρησιμοποιείται στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών.

    34

    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Πολωνικής Κυβερνήσεως ότι ένας κανόνας του εθνικού αστικού δικονομικού δικαίου, όπως αυτός του άρθρου 165, παράγραφος 2, του kpc, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της τροποποιηθείσας οδηγίας, λόγω του αντικειμένου του και ανεξάρτητα από τις συνέπειες ενός τέτοιου κανόνα επί των τομέων που εναρμονίζει η οδηγία αυτή.

    Επί του πρώτου ερωτήματος

    35

    Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 7, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της τροποποιηθείσας οδηγίας, σε συνδυασμό με το άρθρο της 8, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε κανόνα του εθνικού δικαίου, όπως ο επίμαχος στην κύρια δίκη, ο οποίος δεν αναγνωρίζει την παράδοση δικογράφου σε ταχυδρομικό γραφείο του καθορισμένου για την παροχή της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας φορέα ως επέχουσα θέση καταθέσεως ενώπιον του οικείου δικαστηρίου.

    36

    Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, το Δικαστήριο πρέπει να ερμηνεύσει διαδοχικά τις δύο αυτές διατάξεις.

    Επί της ερμηνείας του άρθρου 7, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της τροποποιηθείσας οδηγίας

    37

    Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της τροποποιηθείσας οδηγίας απαγορεύει στα κράτη μέλη να χορηγούν ή να διατηρούν σε ισχύ αποκλειστικά ή ειδικά δικαιώματα για την εγκαθίδρυση και την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών.

    38

    Όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα της διατάξεως αυτής, η οποία οριοθετεί το πεδίο εφαρμογής της απαγορεύσεως η οποία περιέχεται σε αυτήν διά της αναφοράς στην «εγκαθίδρυση και την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών», η χορήγηση ή η διατήρηση αποκλειστικού ή ειδικού δικαιώματος απαγορεύονται, υπό την προϋπόθεση ότι το δικαίωμα αυτό αφορά τις ταχυδρομικές υπηρεσίες.

    39

    Η έννοια των «ταχυδρομικών υπηρεσιών» ορίζεται στο άρθρο 2, σημείο 1, της τροποποιηθείσας οδηγίας και δηλώνει τις υπηρεσίες που συνίστανται στην περισυλλογή, τη διαλογή, τη μεταφορά και τη διανομή των ταχυδρομικών αντικειμένων. Η δε έννοια του «ταχυδρομικού αντικειμένου» ορίζεται στο άρθρο 2, σημείο 6, της τροποποιηθείσας οδηγίας και δηλώνει ένα αντικείμενο με συγκεκριμένο παραλήπτη, αποστελλόμενο υπό την τελική του μορφή υπό την οποία το αναλαμβάνει ο φορέας παροχής της ταχυδρομικής υπηρεσίας, και περιλαμβάνει π.χ., πέραν των αντικειμένων αλληλογραφίας, βιβλία, καταλόγους, εφημερίδες, περιοδικά και ταχυδρομικά δέματα που περιέχουν εμπορεύματα με ή χωρίς εμπορική αξία.

    40

    Πρέπει να γίνει δεκτό ότι η μέσω ταχυδρομείου αποστολή δικογράφων στα δικαστήρια αποτελεί σαφώς αποστολή ταχυδρομικού αντικειμένου, κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 6, της τροποποιηθείσας οδηγίας και, ως εκ τούτου, η σχετική υπηρεσία εμπίπτει στην έννοια των «ταχυδρομικών υπηρεσιών» του άρθρου 2, σημείο 1, της εν λόγω οδηγίας. Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται από τη ρητή αναφορά που κάνει στην εν λόγω υπηρεσία το άρθρο 8 της οδηγίας αυτής και η αιτιολογική σκέψη 20 της οδηγίας 97/67, οι οποίες αναφέρουν την υπηρεσία συστημένης αλληλογραφίας που χρησιμοποιείται στο πλαίσιο των δικαστικών διαδικασιών. Επομένως, η χορήγηση ειδικού ή αποκλειστικού δικαιώματος σε σχέση με την υπηρεσία αποστολής μέσω ταχυδρομείου δικογράφων στα δικαστήρια εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 7, παράγραφος 1, της τροποποιηθείσας οδηγίας.

    41

    Όσον αφορά τους όρους «ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα» του εν λόγω άρθρου 7, παράγραφος 1, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ούτε η διάταξη αυτή ούτε καμία άλλη διάταξη της οδηγίας περιλαμβάνει ορισμό των όρων αυτών.

    42

    Εντούτοις, οι όροι αυτοί αντιστοιχούν στους πανομοιότυπους όρους που χρησιμοποιούνται στο άρθρο 106, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ το οποίο ορίζει ότι «[τ]α κράτη μέλη δεν θεσπίζουν ούτε διατηρούν μέτρα αντίθετα προς τους κανόνες των Συνθηκών, ιδίως προς εκείνους των άρθρων 18 και 101 μέχρι και 109, ως προς τις δημόσιες επιχειρήσεις και τις επιχειρήσεις στις οποίες χορηγούν ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα».

    43

    Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, μπορεί να κριθεί ότι ένα κρατικό μέτρο χορηγεί αποκλειστικό ή ειδικό δικαίωμα, κατά την έννοια του άρθρου 106, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όταν παρέχει προστασία σε περιορισμένο αριθμό επιχειρήσεων και είναι ικανό να επηρεάσει ουσιωδώς την ικανότητα των άλλων επιχειρήσεων να ασκούν την επίμαχη οικονομική δραστηριότητα στην ίδια γεωγραφική ζώνη, υπό κατ’ ουσίαν όμοιες συνθήκες (απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2013, SOA Nazionale Costruttori, C‑327/12, EU:C:2013:827, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    44

    Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 106, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το οποίο δεν έχει αυτοτελές περιεχόμενο, απαγορεύει, διά παραπομπής σε άλλα άρθρα της Συνθήκης ΛΕΕ, στα κράτη μέλη, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τις επιχειρήσεις στις οποίες χορηγούν αποκλειστικά ή ειδικά δικαιώματα, να θεσπίζουν και να διατηρούν σε ισχύ εθνική ρύθμιση αντίθετη ιδίως στα άρθρα 49 και 59 ΣΛΕΕ καθώς και στους περί ανταγωνισμού κανόνες της Συνθήκης ΛΕΕ (πρβλ. αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 2007, United Pan-Europe Communications Belgium κ.λπ., C-250/06, EU:C:2007:783, σκέψεις 14, 15 και 17 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 17ης Ιουλίου 2008, ASM Brescia, C-347/06, EU:C:2008:416, σκέψη 61).

    45

    Επομένως, οι σκοποί του άρθρου 106, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και της οδηγίας 2008/6, που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 31 της παρούσας αποφάσεως, και, ειδικότερα, εκείνοι που συνίστανται στην υπαγωγή του ταχυδρομικού τομέα, ο οποίος υπόκειται σε υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας, στους κανόνες ανταγωνισμού που προβλέπονται από τη Συνθήκη ΛΕΕ, καθώς και στην άρση των εμποδίων για την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς των ταχυδρομικών υπηρεσιών συγκλίνουν σε μεγάλο βαθμό. Συνεπώς, ο ορισμός της έννοιας των «αποκλειστικών ή ειδικών δικαιωμάτων», όπως αυτή έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου που παρατέθηκε στη σκέψη 43 της παρούσας αποφάσεως, μπορεί να μεταφερθεί στο συγκεκριμένο πλαίσιο της οδηγίας 97/67.

    46

    Ασφαλώς, το άρθρο 106, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν απαγορεύει τη χορήγηση ή τη διατήρηση αποκλειστικών ή ειδικών δικαιωμάτων σε μια επιχείρηση, αλλά απαιτεί η χορήγηση ή η διατήρηση αυτή να συνάδουν προς τις λοιπές ουσιαστικές διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ, ενώ το άρθρο 7, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της τροποποιηθείσας οδηγίας απαγορεύει τη χορήγηση ή τη διατήρηση σε ισχύ αποκλειστικών ή ειδικών δικαιωμάτων προς όφελος μιας επιχείρησης, όσον αφορά την εγκαθίδρυση και την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών.

    47

    Εντούτοις, μια τέτοια διαφοροποίηση ως προς τις συνέπειες που πρέπει να έχει η διαπίστωση της υπάρξεως ειδικού ή αποκλειστικού δικαιώματος, βάσει των δύο αυτών διατάξεων, δεν αποκλείει τη μεταφορά, στο πλαίσιο της τροποποιηθείσας οδηγίας, της εννοίας των «αποκλειστικών ή ειδικών δικαιωμάτων», όπως αυτή έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου που παρατέθηκε στη σκέψη 43 της παρούσας αποφάσεως. Όπως ορθώς διευκρίνισε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η διαφοροποίηση αυτή έχει μόνον ως αποτέλεσμα, σε περίπτωση ειδικού ή αποκλειστικού δικαιώματος που χορηγείται από κράτος μέλος σε επιχείρηση, η τήρηση του άρθρου 7, παράγραφος 1, της τροποποιηθείσας οδηγίας να υπόκειται σε αυτοτελή έλεγχο σε σχέση με εκείνον που αφορά την τήρηση του άρθρου 106, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Το δε συμπέρασμα αυτό προκύπτει επίσης από την αιτιολογική σκέψη 59 της οδηγίας 2008/6 η οποία διαλαμβάνει ότι η οδηγία αυτή δεν θίγει την εφαρμογή των κανόνων της Συνθήκης σχετικά με τον ανταγωνισμό και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

    48

    Όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής της απαγορεύσεως της χορηγήσεως ή της διατηρήσεως σε ισχύ αποκλειστικών ή ειδικών δικαιωμάτων την οποία προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας, από το γράμμα της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι η εν λόγω απαγόρευση είναι, κατ’ αρχήν, γενική.

    49

    Αυτό επιβεβαιώνεται και από τον σκοπό και το ιστορικό της θεσπίσεως του άρθρου 7 της τροποποιηθείσας οδηγίας. Ως εκ τούτου, κατά τη δεύτερη περίοδο της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, τα κράτη μέλη μπορούν να χρηματοδοτούν την παροχή καθολικών υπηρεσιών με τους τρόπους που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 4 του εν λόγω άρθρου ή με κάθε άλλο συμβατό με τη συνθήκη μέσο.

    50

    Συναφώς, από τις αιτιολογικές σκέψεις 25 και 26 της οδηγίας 2008/6 προκύπτει ότι, με το άρθρο 7 της τροποποιηθείσας οδηγίας, ο κοινοτικός νομοθέτης αποσκοπούσε στην κατάργηση της αποκλειστικότητας και των ειδικών δικαιωμάτων σε συγκεκριμένο τομέα, ως μέτρων εξασφαλίσεως της χρηματοδοτήσεως της καθολικής υπηρεσίας, επιτρέποντας ταυτόχρονα στα κράτη μέλη να χρησιμοποιούν και άλλα μέσα εξωτερικής χρηματοδοτήσεως της καθολικής υπηρεσίας που θίγουν σε μικρότερο βαθμό τον ανταγωνισμό.

    51

    Συγκεκριμένα, από το άρθρο 7 της οδηγίας 97/67, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 2002/39, και από την αιτιολογική σκέψη 16 της οδηγίας 97/67, προκύπτει ότι, στο μέτρο που τούτο ήταν αναγκαίο για τη διατήρηση της καθολικής υπηρεσίας υπό συνθήκες οικονομικής ισορροπίας, τα κράτη μέλη είχαν τη δυνατότητα να αναθέτουν ορισμένες υπηρεσίες, των οποίων το περιεχόμενο οριοθετούνταν από το εν λόγω άρθρο 7, κατ’ αποκλειστικότητα σε έναν ή περισσότερους φορείς παροχής της καθολικής υπηρεσίας. Αντιθέτως, η δυνατότητα αυτή δεν προβλεπόταν από την οδηγία 2002/39 όσον αφορά τις μη κατ’ αποκλειστικότητα ανατιθέμενες υπηρεσίες βάσει του εν λόγω άρθρου 7, είτε αυτές εμπίπτουν στην καθολική υπηρεσία είτε όχι.

    52

    Πράγματι, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι τα κράτη μέλη δεν είχαν τη δυνατότητα να διευρύνουν κατά το δοκούν τις υπηρεσίες που ανατίθενται κατ’ αποκλειστικότητα στους φορείς παροχής της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας βάσει του άρθρου 7 της οδηγίας 97/67, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2002/39, καθόσον μια τέτοια διεύρυνση αντίκειται στον σκοπό της ούτω τροποποιηθείσας οδηγίας 97/67, ο οποίος ήταν η εγκαθίδρυση της σταδιακής και ελεγχόμενης ελευθερώσεως του τομέα της αγοράς των ταχυδρομικών υπηρεσιών (πρβλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Asociación Profesional de Empresas de Reparto y Manipulado de Correspondencia, C‑220/06, EU:C:2007:815, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    53

    Με την οδηγία 2008/6, ο κοινοτικός νομοθέτης εισήγαγε το νυν ισχύον άρθρο 7, παράγραφος 1, της τροποποιηθείσας οδηγίας, χωρίς να επανέλθει στην απελευθέρωση που είχε ολοκληρωθεί μέχρι τότε στον μη αποκλειστικό τομέα. Εντεύθεν προκύπτει ότι, κατόπιν της τροποποιήσεως αυτής του εν λόγω άρθρου 7, παράγραφος 1, το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος αναθέτει κατ’ αποκλειστικότητα μια ταχυδρομική υπηρεσία, είτε αυτή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της καθολικής υπηρεσίας είτε όχι, σε έναν ή περισσότερους φορείς παροχής της καθολικής υπηρεσίας αποτελεί απαγορευμένο μέσο εξασφαλίσεως της χρηματοδοτήσεως της καθολικής υπηρεσίας.

    54

    Επομένως, υπό την επιφύλαξη της εξαιρέσεως που προβλέπει το άρθρο 8 της τροποποιηθείσας οδηγίας, απαγορεύεται η χορήγηση ή η διατήρηση σε ισχύ αποκλειστικών ή ειδικών δικαιωμάτων για την εγκαθίδρυση και την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της τροποποιηθείσας οδηγίας.

    55

    Συναφώς, αντιθέτως προς όσα υποστήριξε η Πολωνική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν συντρέχει λόγος να γίνει διάκριση, προς τον σκοπό της εφαρμογής της απαγορεύσεως αυτής, αναλόγως του εάν η χορήγηση ειδικού ή αποκλειστικού δικαιώματος για την εγκαθίδρυση και την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών σε φορέα παροχής της καθολικής υπηρεσίας συνάδει ή όχι προς τις αρχές της αντικειμενικότητας, της αναλογικότητας, της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της διαφάνειας.

    56

    Πράγματι, μια τέτοια ερμηνεία όχι μόνο δεν στηρίζεται σε κανένα στοιχείο του γράμματος της οδηγίας 2008/6, αλλά επίσης, αν γινόταν δεκτή, θα είχε ως αποτέλεσμα να περιορίσει το περιεχόμενο της απαγορεύσεως που προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της τροποποιηθείσας οδηγίας και, επομένως, θα έθετε σε κίνδυνο την επίτευξη του επιδιωκόμενου από την οδηγία αυτή σκοπού της πλήρους υλοποιήσεως της εσωτερικής αγοράς των ταχυδρομικών υπηρεσιών.

    57

    Εν προκειμένω, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 165, παράγραφος 2, του kpc, η κατάθεση δικογράφου σε πολωνικό ταχυδρομικό γραφείο του καθορισμένου φορέα παροχής υπηρεσιών, κατά την έννοια του νόμου περί ταχυδρομείων, ή σε ταχυδρομικό γραφείο ενός φορέα παροχής της καθολικής υπηρεσίας σε άλλο κράτος μέλος επέχει θέση καταθέσεως του δικογράφου αυτού ενώπιον του οικείου δικαστηρίου.

    58

    Λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που εκτίθενται στη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως, ένας τέτοιος κανόνας του εθνικού δικαίου, καθόσον αφορά την υπηρεσία αποστολής μέσω ταχυδρομείου δικογράφων στα δικαστήρια, πρέπει να θεωρηθεί ότι αφορά την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της τροποποιηθείσας οδηγίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, σημεία 1 και 6, της οδηγίας αυτής.

    59

    Όσον αφορά το εάν, με κανόνα εθνικού δικαίου όπως ο επίμαχος στην κύρια δίκη, το οικείο κράτος μέλος χορηγεί «αποκλειστικά ή ειδικά δικαιώματα» για την εγκαθίδρυση ταχυδρομικών υπηρεσιών, δεν αμφισβητείται, πρώτον, ότι η διάταξη αυτή, η οποία χαρακτηρίζεται ως «νόμος» στην απόφαση περί παραπομπής, αποτελεί νομοθετικό μέτρο κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου επί του άρθρου 106, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1991, GB-Inno-BM, C-18/88, EU:C:1991:474, σκέψη 20).

    60

    Δεύτερον, όσον αφορά το ζήτημα αν ένα τέτοιο νομοθετικό μέτρο παρέχει προστασία σε περιορισμένο αριθμό επιχειρήσεων, κατά την έννοια της νομολογίας που απορρέει από την απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2013, SOA Nazionale Costruttori (C-327/12, EU:C:2013:827, σκέψη 41), το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι μόνον ο καθορισμένος για τη διασφάλιση της παροχής της καθολικής υπηρεσίας φορέας, κατά την έννοια του νόμου περί ταχυδρομείων, μπορεί να κάνει χρήση του κανόνα του άρθρου 165, παράγραφος 2, του kpc, ο οποίος συνδέει την αποστολή δικογράφου σε δικαστήριο, μέσω του φορέα αυτού ή του παρόχου αυτού, με μια ευνοϊκή έννομη συνέπεια.

    61

    Πράγματι, όπως προκύπτει από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 165, παράγραφος 2, του kpc, οι νόμιμες προθεσμίες για την κατάθεση δικογράφων ενώπιον των δικαστηρίων λογίζονται ως τηρηθείσες σε περίπτωση καταθέσεως δικογράφου, εντός των νόμιμων αυτών προθεσμιών, σε ταχυδρομικό γραφείο του καθορισμένου φορέα παροχής υπηρεσιών ή ταχυδρομικού φορέα εκ των αναφερομένων στη διάταξη αυτή. Αντιθέτως, όταν μια τέτοια αποστολή πραγματοποιείται μέσω άλλου φορέα παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών, η αποστολή αυτή πρέπει να παραδοθεί από τον φορέα παροχής στο δικαστήριο πριν από τη λήξη της νόμιμης προθεσμίας, προκειμένου να θεωρηθεί ότι κατατέθηκε εντός της εν λόγω προθεσμίας.

    62

    Κατά συνέπεια, ένας κανόνας του εθνικού δικαίου όπως το άρθρο 165, παράγραφος 2, του kpc φαίνεται να παρέχει πλεονέκτημα σε περιορισμένο αριθμό επιχειρήσεων, καθόσον αναθέτει κατ’ αποκλειστικότητα στον καθορισμένο φορέα παροχής υπηρεσιών ή σε άλλον φορέα παροχής της καθολικής υπηρεσίας σε άλλο κράτος μέλος την υπηρεσία αποστολής δικογράφων στα δικαστήρια, καθώς και το προνόμιο το δικόγραφο που παραδίδεται στον φορέα αυτόν ή σε αυτόν τον άλλον φορέα να λογίζεται ως δικόγραφο που κατατέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου.

    63

    Τρίτον, ως προς το αν ένας τέτοιος κανόνας μπορεί να επηρεάσει ουσιωδώς την ικανότητα των λοιπών επιχειρήσεων να ασκούν την εν λόγω οικονομική δραστηριότητα στην ίδια γεωγραφική ζώνη και υπό ουσιαστικά παρόμοιες συνθήκες, κατά την έννοια της νομολογίας που απορρέει από την απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2013, SOA Nazionale Costruttori (C-327/12, EU:C:2013:827, σκέψη 41), πρέπει να τονιστεί, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που περιέχονται στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, ότι τούτο συμβαίνει εν προκειμένω.

    64

    Πράγματι, ένας φορέας παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών, εκτός αυτών που αναφέρονται στο άρθρο 165, παράγραφος 2, του kpc, δεν μπορεί να παράσχει την υπηρεσία αποστολής δικογράφων στα δικαστήρια επωφελούμενος του προνομίου να λογίζονται τα δικόγραφα αυτά ως κατατιθέμενα ενώπιον των οικείων δικαστηρίων, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των δικογράφων που παραδίδονται σε καθορισμένο φορέα παροχής υπηρεσιών ή σε άλλο φορέα εκ των μνημονευομένων στη διάταξη αυτή, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα η εν λόγω υπηρεσία να τίθεται εκτός του ελεύθερου ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά των ταχυδρομικών υπηρεσιών.

    65

    Κατά συνέπεια, υπό την επιφύλαξη της εξακριβώσεως εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου, ένας κανόνας του εθνικού δικαίου όπως ο επίμαχος στην κύρια δίκη παρέχει ειδικό ή αποκλειστικό δικαίωμα για την εγκαθίδρυση και την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος, 1, πρώτη περίοδος, της τροποποιηθείσας οδηγίας.

    Επί της ερμηνείας του άρθρου 8 της τροποποιηθείσας οδηγίας

    66

    Κατά το άρθρο 8 της τροποποιηθείσας οδηγίας, οι διατάξεις του άρθρου 7 της οδηγίας αυτής δεν θίγουν το δικαίωμα των κρατών μελών να οργανώνουν την τοποθέτηση γραμματοκιβωτίων σε δημόσιο χώρο, την έκδοση γραμματοσήμων και την υπηρεσία συστημένων η οποία χρησιμοποιείται στο πλαίσιο δικαστικών ή διοικητικών διαδικασιών σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία.

    67

    Λαμβανομένου υπόψη του γράμματός του και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, το άρθρο 8 της τροποποιηθείσας οδηγίας πρέπει να ερμηνεύεται στενά, καθόσον συνιστά παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα του άρθρου 7 της οδηγίας αυτής, η οποία προβλέπει πλέον την κατάργηση των αποκλειστικών και ειδικών δικαιωμάτων, με σκοπό την πλήρη υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς των ταχυδρομικών υπηρεσιών, πράγμα που αποτελεί τον κύριο σκοπό που επιδιώκεται με την οδηγία 2008/6.

    68

    Επομένως, δεδομένου ότι η διατύπωση του άρθρου 8 της τροποποιηθείσας οδηγίας αναφέρεται στην οργάνωση της υπηρεσίας συστημένων που χρησιμοποιείται στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών μόνον όσον αφορά τις «αποστολές συστημένων», η παρέκκλιση που προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο δεν μπορεί να ερμηνευθεί διασταλτικά ώστε να εφαρμόζεται στην υπηρεσία διεκπεραιώσεως της συνήθους αλληλογραφίας η οποία χρησιμοποιείται στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών.

    69

    Εν προκειμένω, όμως, το άρθρο 165, παράγραφος 2, του kpc δεν κάνει διάκριση, για τους σκοπούς του πλεονεκτήματος το οποίο προβλέπει, αναλόγως του αν το δικόγραφο αποστέλλεται στο δικαστήριο με απλό ταχυδρομείο ή με συστημένη επιστολή. Λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που εκτίθενται στις σκέψεις 67 και 68 της παρούσας αποφάσεως, ο κανόνας αυτός του εθνικού δικαίου μπορεί επομένως να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8 της τροποποιηθείσας οδηγίας μόνον στο μέτρο που αφορά την υπηρεσία συστημένης αποστολής δικογράφων στα δικαστήρια.

    70

    Όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής της παρεκκλίσεως που προβλέπεται στο άρθρο 8 της τροποποιηθείσας οδηγίας, το αιτούν δικαστήριο και η Επιτροπή φρονούν ότι, δεδομένου ότι το άρθρο αυτό πρέπει να ερμηνεύεται στενά, δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να αναθέσουν την υπηρεσία αυτή κατ’ αποκλειστικότητα σε έναν μόνον φορέα ούτε τους επιτρέπει να προβλέψουν ένα προνόμιο όπως αυτό που απορρέει από τον επίμαχο στην κύρια δίκη εθνικό κανόνα, αλλά απλώς επιτρέπει στα κράτη μέλη να υποχρεώνουν τους διαδίκους να αποστέλλουν με συστημένο ταχυδρομείο τα δικόγραφα στο δικαστήριο.

    71

    Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι, βάσει των στοιχείων που παρατίθενται στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, που δεν αντικρούονται από τα λοιπά στοιχεία της δικογραφίας, το άρθρο 165, παράγραφος 2, του kpc προβλέπει ένα πλεονέκτημα υπέρ συγκεκριμένου φορέα σε μια ανταγωνιστική αγορά, το οποίο δεν διαθέτουν οι λοιπές επιχειρήσεις, καθόσον η παράδοση των δικογράφων στον εν λόγω φορέα επέχει θέση καταθέσεως ενώπιον δικαστηρίου, με αποτέλεσμα να είναι δυνατή η τήρηση των δικονομικών προθεσμιών ακόμη και όταν το δικόγραφο αυτό περιέλθει στο συγκεκριμένο δικαστήριο μετά τη λήξη των προθεσμιών αυτών. Κατά συνέπεια, το ζήτημα που προέχει εν προκειμένω είναι αν ένα κράτος μέλος μπορεί να στηριχθεί στο άρθρο 8 της τροποποιηθείσας οδηγίας προκειμένου να εισαγάγει ή να διατηρήσει ένα πλεονέκτημα όπως αυτό που απορρέει από τον επίμαχο στην κύρια δίκη εθνικό κανόνα.

    72

    Όσον αφορά τον σκοπό του άρθρου 8 της τροποποιηθείσας οδηγίας, αυτός διατυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 20 της οδηγίας 97/67, κατά την οποία «τα κράτη μέλη μπορούν να έχουν έννομο συμφέρον να αναθέσουν, για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας, την εγκατάσταση γραμματοκιβωτίων […] σε έναν ή περισσότερους φορείς που αυτά ορίζουν· […] για τους ίδιους λόγους, εναπόκειται σε αυτά ο καθορισμός του φορέα ή των φορέων που έχουν δικαίωμα να εκδίδουν γραμματόσημα […], καθώς και εκείνων που είναι αρμόδιοι για την παροχή συστημένων αποστολών στο πλαίσιο δικαστικών ή διοικητικών διαδικασιών σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία». Συνεπώς, το εν λόγω άρθρο 8, που παρέμεινε αμετάβλητο παρά τις διαδοχικές τροποποιήσεις της οδηγίας 97/67, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει στα κράτη μέλη, όσον αφορά την υπηρεσία συστημένων αποστολών στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών, να παρεκκλίνουν από τον γενικό κανόνα που προβλέπεται στο άρθρο 7 της τροποποιηθείσας οδηγίας για λόγους δημοσίας τάξεως και ασφάλειας και στις περιπτώσεις που έχουν έννομο συμφέρον.

    73

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το άρθρο 8 της τροποποιηθείσας οδηγίας, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψεως 20 της οδηγίας 97/67, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ένα κράτος μέλος, προκειμένου να κάνει χρήση της παρεκκλίσεως που προβλέπει το άρθρο αυτό, πρέπει να αποδεικνύει δημόσιο συμφέρον.

    74

    Μια τέτοια ερμηνεία επιβεβαιώνεται από τους σκοπούς που επιδιώκονται με τη ρύθμιση στην οποία εντάσσεται το εν λόγω άρθρο 8. Πράγματι, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 25 και 56 της οδηγίας 2008/6, αυτή έχει ως σκοπό την πραγματοποίηση της εγχώριας αγοράς ταχυδρομικών υπηρεσιών, καθώς και την κατάργηση της χρήσεως του αποκλειστικού τομέα και των ειδικών δικαιωμάτων με σκοπό την εξασφάλιση της χρηματοδοτήσεως της καθολικής υπηρεσίας. Συνεπώς, το να επιτραπεί σε κράτος μέλος να χορηγήσει ειδικό ή αποκλειστικό δικαίωμα σε μια απελευθερωμένη αγορά, ελλείψει οποιασδήποτε αντικειμενικής δικαιολογίας, θα ήταν αντίθετο προς τους εν λόγω σκοπούς.

    75

    Όσον αφορά το άρθρο 165, παράγραφος 2, του kpc, η Επιτροπή υποστήριξε ότι ούτε στην απόφαση περί παραπομπής ούτε στα υπομνήματα της Πολωνικής Κυβερνήσεως παρατίθεται κάποια αντικειμενική δικαιολογία για τη χορήγηση του πλεονεκτήματος που το άρθρο αυτό παρέχει.

    76

    Συναφώς, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, η Πολωνική Κυβέρνηση διευκρίνισε ότι, στην Πολωνία, η εδαφική κάλυψη της υπηρεσίας συστημένων που προτείνουν οι διάφοροι φορείς είναι πολύ ανομοιογενής και ότι, ως εκ τούτου, υπάρχει συμφέρον όλες οι αποστολές δικογράφων στα δικαστήρια να περιβάλλονται με τις ίδιες εγγυήσεις όσον αφορά την ασφάλεια των αποστολών και τις προθεσμίες εντός των οποίων οι εν λόγω αποστολές περιέρχονται στα δικαστήρια. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο στον φορέα παροχής καθολικής υπηρεσίας, ο οποίος δραστηριοποιείται στο σύνολο της εθνικής επικράτειας, έχει δοθεί το εν λόγω προνόμιο.

    77

    Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που περιήλθαν σε γνώση του Δικαστηρίου, βάσει της πολωνικής νομοθεσίας, οι λοιποί φορείς μπορούν επίσης να διεκπεραιώνουν την αποστολή δικογράφων στα δικαστήρια και, ως εκ τούτου, θεωρείται ότι διαθέτουν τα κατάλληλα επιχειρησιακά μέσα και το κατάλληλο προσωπικό προς τούτο. Επιπλέον, από τις διευκρινίσεις που παρέσχε η εν λόγω κυβέρνηση δεν προκύπτει πώς η διαφοροποίηση των δικονομικών προθεσμιών αναλόγως του φορέα θα μπορούσε να ευνοήσει την ασφάλεια δικαίου και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης στις οποίες οι προθεσμίες αυτές συμβάλλουν. Πάντως, σε μια περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, κατά την οποία το παραδεκτό του ένδικου βοηθήματος εξαρτάται από τον επιλεγέντα φορέα, φαίνεται ότι οι εκτιμήσεις ακριβώς που συνδέονται με την ασφάλεια δικαίου και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης εναντιώνονται σε μια τέτοια διαφοροποίηση των δικονομικών προθεσμιών. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν προκύπτει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη νομοθεσία, επιτρέποντας διαφορετικές προθεσμίες αναλόγως του επιλεγέντος φορέα μεταξύ των ανταγωνιστών φορέων που δραστηριοποιούνται στην ίδια αγορά, ανταποκρίνεται πράγματι στην προσπάθεια επιτεύξεως σκοπού δημοσίας τάξεως, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

    78

    Βάσει των στοιχείων αυτών, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 8 της τροποποιηθείσας οδηγίας δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει τη διατήρηση σε ισχύ κανόνα του εθνικού δικαίου όπως ο επίμαχος στην κύρια δίκη.

    79

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πρώτο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της τροποποιηθείσας οδηγίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της οδηγίας αυτής, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε κανόνα του εθνικού δικαίου ο οποίος αναγνωρίζει ως επέχουσα θέση καταθέσεως δικογράφου ενώπιον του οικείου δικαστηρίου μόνον την παράδοση του δικογράφου αυτού σε ταχυδρομικό γραφείο του μόνου καθορισμένου φορέα παροχής της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας, και τούτο χωρίς αντικειμενική δικαιολογία στηριζόμενη σε λόγους δημοσίας τάξεως ή δημοσίας ασφαλείας.

    Επί του δεύτερου και του τρίτου ερωτήματος

    80

    Με το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 7, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της τροποποιηθείσας οδηγίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, έχει την έννοια ότι το πλεονέκτημα το οποίο αναγνωρίζεται, δυνάμει κανόνα του εθνικού δικαίου όπως ο επίμαχος στην κύρια δίκη, στον καθορισμένο φορέα παροχής της καθολικής υπηρεσίας, πρέπει, εφόσον διαπιστωθεί ότι έχει χορηγηθεί κατά παράβαση του εν λόγω άρθρου 7, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, να επεκταθεί και στους λοιπούς φορείς παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών, προκειμένου να αποφευχθεί κάθε είδους δυσμενής διάκριση. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά επίσης αν ένας φορέας κράτους μέλους μπορεί να επικαλεστεί το άμεσο αποτέλεσμα της διατάξεως αυτής στο πλαίσιο δικαστικής διαφοράς με ιδιώτη.

    81

    Συνεπώς, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κυρίως επί των συνεπειών που πρέπει να συναχθούν, στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, από ενδεχόμενη ασυμβατότητα του άρθρου 165, παράγραφος 2, του kpc προς την τροποποιηθείσα οδηγία.

    82

    Πρέπει να τονισθεί, πρώτον, ότι, κατά το αιτούν δικαστήριο, η ερμηνεία κατά την οποία το άρθρο 165, παράγραφος 2, του kpc είναι σύμφωνο προς το άρθρο 7, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της τροποποιηθείσας οδηγίας είναι μια ερμηνεία contra legem. Επιπλέον, η ερμηνεία αυτή απαιτεί παρέκκλιση από τα αποτελέσματα της γραμματικής ερμηνείας διατάξεως του εθνικού δικαίου και, συνεπώς, συνιστά πρακτική αμφίβολης ορθότητας, δεδομένου ότι πρόκειται για δικονομικό κανόνα.

    83

    Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, εφαρμόζοντας το εθνικό δίκαιο, το εθνικό δικαστήριο που καλείται να το ερμηνεύσει οφείλει να πράξει τούτο, στο μέτρο του δυνατού, υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της εκάστοτε οδηγίας, ούτως ώστε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που επιδιώκεται από την τελευταία, συμμορφούμενο τοιουτοτρόπως προς το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Η επιταγή περί σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου είναι εγγενής στο σύστημα της Συνθήκης, καθόσον επιτρέπει στο εθνικό δικαστήριο να εξασφαλίζει, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, όταν εκδίδει απόφαση επί εκκρεμούς ενώπιόν του διαφοράς (απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2010, Kücükdeveci, C‑555/07, EU:C:2010:21, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    84

    Υπενθυμίζεται, επίσης, ότι εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να κρίνουν, λαμβάνοντας υπόψη όλους τους κανόνες του εθνικού δικαίου και κατ’ εφαρμογήν των μεθόδων ερμηνείας που το δίκαιο αυτό αναγνωρίζει, αν και σε ποιο βαθμό μια εθνική διάταξη μπορεί να ερμηνευθεί σύμφωνα με την εκάστοτε οδηγία, χωρίς να προβούν σε contra legem ερμηνεία της εθνικής αυτής διατάξεως (πρβλ. απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2019, Cresco Investigation, C‑193/17, EU:C:2019:43, σκέψη 74 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    85

    Μια τέτοια σύμφωνη ερμηνεία του εθνικού δικαίου οριοθετείται, πράγματι, από τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, ιδίως από αυτήν της ασφάλειας δικαίου, υπό την έννοια ότι δεν είναι δυνατό να αποτελέσει έρεισμα για μια contra legem ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας (πρβλ. αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2009, Mono Car Styling, C-12/08, EU:C:2009:466, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, καθώς και της 19ης Απριλίου 2016, DI, C-441/14, EU:C:2016:278, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    86

    Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται σχετικά με το εύρος των ορίων αυτών υπό τις περιστάσεις της διαφοράς της κύριας δίκης, όπου τίθεται το ζήτημα των συνεπειών της ενδεχόμενης ασυμβατότητας προς το δίκαιο της Ένωσης κανόνα του εθνικού δικαίου ως προς την τήρηση εκ μέρους ενός διαδίκου της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση ένδικου βοηθήματος ενώπιον του οικείου εθνικού δικαστηρίου.

    87

    Πάντως, στη νομολογία του, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει τη σημασία που έχει, στην έννομη τάξη της Ένωσης, η τήρηση των δικονομικών προθεσμιών που σκοπεύουν να κατοχυρώσουν την ασφάλεια δικαίου, προλαμβάνοντας την επ’ αόριστο αμφισβήτηση των πράξεων της Ένωσης που συνεπάγονται έννομα αποτελέσματα, καθώς επίσης και η συνεκτίμηση των επιτακτικών αναγκών της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και της οικονομίας της διαδικασίας (απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 1999, Επιτροπή κατά AssiDomän Kraft Products κ.λπ., C‑310/97 P, EU:C:1999:407, σκέψη 61). Οι ίδιες σκέψεις στηρίζουν την απαίτηση της τηρήσεως των δικονομικών προθεσμιών που προβλέπονται στις έννομες τάξεις των κρατών μελών.

    88

    Επομένως, τόσο το γεγονός ότι μια σύμφωνη προς την τροποποιηθείσα οδηγία ερμηνεία του άρθρου 165, παράγραφος 2, του kpc θα οδηγούσε σε contra legem ερμηνεία της διατάξεως αυτής όσο και το γεγονός ότι η σύμφωνη αυτή ερμηνεία θα μπορούσε να παρεμποδίσει την εφαρμογή των κανόνων του εθνικού δικαίου που διέπουν τις προθεσμίες για την άσκηση ένδικου βοηθήματος, οι οποίες αποσκοπούν στην κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου, θέτουν, εν προκειμένω, ορισμένα όρια στην απαίτηση της σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου.

    89

    Δεύτερον, ως προς το εάν φορέας κράτους μέλους μπορεί να επικαλεσθεί την τροποποιηθείσα οδηγία προκειμένου να μην εφαρμοσθεί, σε διαφορά με ιδιώτη, διάταξη του συγκεκριμένου κράτους μέλους αντίθετη προς την τροποποιηθείσα οδηγία, από τη νομολογία του Δικαστηρίου συνάγεται ότι, εάν γινόταν δεκτό ότι φορέας κράτους μέλους μπορεί να αντιτάξει σε ιδιώτη τις διατάξεις οδηγίας την οποία το κράτος αυτό δεν μετέφερε ορθώς στο εθνικό δίκαιο, τούτο θα παρείχε κατ’ αποτέλεσμα στο εν λόγω κράτος τη δυνατότητα να επωφεληθεί από τη μη συμμόρφωσή του προς το δίκαιο της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 26 Σεπτεμβρίου 1996, Arcaro, C-168/95, EU:C:1996:363, σκέψη 36 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, καθώς και της 12ης Δεκεμβρίου 2013, Portgás, C‑425/12, EU:C:2013:829, σκέψεις 24 και 25).

    90

    Όμως, εν προκειμένω, σύμφωνα με τα στοιχεία της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, ο διάδικος που επικαλείται έναντι ιδιώτη την ασυμβατότητα του άρθρου 165, παράγραφος 2, του kpc προς τις διατάξεις της τροποποιηθείσας οδηγίας, είναι ο πρόεδρος του KRUS, ήτοι μια δημόσια αρχή που χαρακτηρίζεται ως «κρατικός φορέας». Συνεπώς, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που παρατέθηκε στην προηγούμενη σκέψη, μια δημόσια αρχή, όπως είναι ο πρόεδρος του KRUS, δεν μπορεί να επικαλεσθεί αυτή καθ’ εαυτήν την τροποποιηθείσα οδηγία έναντι ιδιώτη.

    91

    Κατά συνέπεια, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της διαφοράς της κύριας δίκης, παρέλκει η εξέταση του ζητήματος αν το πλεονέκτημα που απολαύει ο καθορισμένος για την παροχή της καθολικής υπηρεσίας φορέας σύμφωνα με το άρθρο 165, παράγραφος 2, του kpc, αν υποτεθεί ότι το πλεονέκτημα αυτό χορηγήθηκε κατά παράβαση της τροποποιηθείσας οδηγίας, πρέπει να επεκταθεί και στους λοιπούς φορείς παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών.

    92

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο δεύτερο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι δημόσια αρχή η οποία θεωρείται φορέας κράτους μέλους δεν μπορεί να επικαλεσθεί αυτή καθ’ εαυτήν την τροποποιηθείσα οδηγία έναντι ιδιώτη.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    93

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    1)

    Το άρθρο 7, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 97/67/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2008/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Φεβρουαρίου 2008, σε συνδυασμό με το άρθρο της 8, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε κανόνα του εθνικού δικαίου ο οποίος αναγνωρίζει ως επέχουσα θέση καταθέσεως δικογράφου ενώπιον του οικείου δικαστηρίου μόνον την παράδοση του δικογράφου αυτού σε ταχυδρομικό γραφείο του μόνου καθορισμένου φορέα παροχής της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας, και τούτο χωρίς αντικειμενική δικαιολογία στηριζόμενη σε λόγους δημοσίας τάξεως ή δημοσίας ασφαλείας.

     

    2)

    Δημόσια αρχή η οποία θεωρείται φορέας κράτους μέλους δεν μπορεί να επικαλεσθεί αυτή καθ’ εαυτήν την οδηγία 97/67, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2008/6, έναντι ιδιώτη.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.

    Επάνω