Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62014CJ0185

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 22ας Οκτωβρίου 2015.
«EasyPay» AD και «Finance Engineering» AD κατά Ministerski savet na Republika Bulgaria και Natsionalen osiguritelen institut.
Αίτηση του Varhoven administrativen sad για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή — Υπηρεσία ταχυδρομικών εμβασμάτων — Οδηγία 97/67/ΕΚ — Πεδίο εφαρμογής — Εθνική ρύθμιση για την απονομή αποκλειστικού δικαιώματος για την παροχή της υπηρεσίας ταχυδρομικών εμβασμάτων — Κρατική ενίσχυση — Οικονομική δραστηριότητα — Υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος.
Υπόθεση C-185/14.

Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2015:716

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 22ας Οκτωβρίου 2015 ( * )

«Προδικαστική παραπομπή — Υπηρεσία ταχυδρομικών εμβασμάτων — Οδηγία 97/67/ΕΚ — Πεδίο εφαρμογής — Εθνική ρύθμιση για την απονομή αποκλειστικού δικαιώματος για την παροχή της υπηρεσίας ταχυδρομικών εμβασμάτων — Κρατική ενίσχυση — Οικονομική δραστηριότητα — Υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος»

Στην υπόθεση C‑185/14,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής απόφασης δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Varhoven administrativen sad (Βουλγαρία) με απόφαση της 9ης Απριλίου 2014, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Απριλίου 2014, στο πλαίσιο της δίκης

«EasyPay» AD,

«Finance Engineering» AD

κατά

Ministerski savet na Republika Bulgaria,

Natsionalen osiguritelen institut,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από την R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο του πρώτου τμήματος, ασκούσης καθήκοντα προέδρου του δεύτερου τμήματος, και τους J. L. da Cruz Vilaça (εισηγητή), A. Arabadjiev, Κ. Λυκούργο και J.‑C. Bonichot, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Wathelet

γραμματέας: M. Aleksejev, υπάλληλος διοίκησης,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζήτησης της 4ης Ιουνίου 2015,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η «EasyPay» AD, εκπροσωπούμενη από τον B. Grigorov, directeur,

το Natsionalen osiguritelen institut, εκπροσωπούμενο από τον B. Petkov, directeur,

η Βουλγαρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις E. Petranova και D. Drambozova,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την G. Koleva, καθώς και τους R. Sauer και C. Vollrath,

κατόπιν της απόφασης που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής απόφασης αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 97/67/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών (EE 1998, L 15, σ. 14), όπως έχει τροποποιηθεί με την οδηγία 2008/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Φεβρουαρίου 2008 (EE L 52, σ. 3, στο εξής: οδηγία 97/67), καθώς και των άρθρων 106 ΣΛΕΕ και 107 ΣΛΕΕ.

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο της εκδίκασης διαφοράς μεταξύ των εταιριών «Easy Pay» AD και «Finance Engineering» AD αφενός και του Ministerski savet na Republika Bulgaria (Υπουργικού Συμβουλίου της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας, στο εξής: Υπουργικό Συμβούλιο) και του Natsionalen osiguritelen institut (Εθνικού Ινστιτούτου Κοινωνικής Ασφάλισης, στο εξής: Ινστιτούτο) αφετέρου, αντικείμενο της οποίας είναι η ακύρωση ή η αναγνώριση του ανισχύρου ορισμένων άρθρων της κανονιστικής απόφασης για τις συντάξεις και τον συντάξιμο χρόνο (Naredba za pensiite i osiguritelniya stazh, στο εξής: βουλγαρική κανονιστική απόφαση).

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας 97/67:

«Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κοινούς κανόνες που αφορούν:

τους όρους που διέπουν την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών,

την παροχή καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας εντός της Κοινότητας,

τη χρηματοδότηση καθολικών υπηρεσιών υπό προϋποθέσεις που εγγυώνται τη μόνιμη προσφορά των υπηρεσιών αυτών,

τις αρχές τιμολόγησης και τη διαφάνεια των λογαριασμών για την παροχή της καθολικής υπηρεσίας,

τον καθορισμό προδιαγραφών ποιότητας για την παροχή της καθολικής υπηρεσίας και την εγκαθίδρυση συστήματος που θα διασφαλίζει την τήρηση αυτών,

την εναρμόνιση των τεχνικών προδιαγραφών,

τη σύσταση εθνικών ανεξάρτητων κανονιστικών αρχών.»

4

Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

1)

ταχυδρομικές υπηρεσίες: οι υπηρεσίες που συνίστανται στην περισυλλογή, τη διαλογή, τη μεταφορά και τη διανομή των ταχυδρομικών αντικειμένων,

[…]

4)

περισυλλογή: η δραστηριότητα που συνίσταται στην περισυλλογή των ταχυδρομικών αντικειμένων από φορέα παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών,

5)

διανομή: η διαδικασία που περιλαμβάνει τη διαλογή στο κέντρο διανομής και την παράδοση των ταχυδρομικών αντικειμένων στους παραλήπτες,

6)

ταχυδρομικό αντικείμενο: αντικείμενο με συγκεκριμένο παραλήπτη αποστελλόμενο υπό την τελική του μορφή υπό την οποία το αναλαμβάνει ο φορέας παροχής της ταχυδρομικής υπηρεσίας· τα αντικείμενα αυτά περιλαμβάνουν π.χ., πέραν των αντικειμένων αλληλογραφίας, βιβλία, καταλόγους, εφημερίδες, περιοδικά και ταχυδρομικά δέματα που περιέχουν εμπορεύματα με ή χωρίς εμπορική αξία,

7)

αντικείμενο αλληλογραφίας: επικοινωνία υπό γραπτή μορφή, επί οιουδήποτε υλικού υποθέματος, που μεταφέρεται και παραδίδεται στη διεύθυνση την οποία έχει αναγράψει ο αποστολέας στο ίδιο το αντικείμενο ή στη συσκευασία του· τα βιβλία, οι κατάλογοι, οι εφημερίδες και τα περιοδικά δεν θεωρούνται αντικείμενα αλληλογραφίας,

[…]».

5

Η απόφαση 2012/21/ΕΕ της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2011, για την εφαρμογή του άρθρου 106, παράγραφος 2, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας που χορηγούνται σε ορισμένες επιχειρήσεις επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΕΕ 2012, L 7, σ. 3, στο εξής: απόφαση 2012/21), προβλέπει στο άρθρο 2 τα εξής:

«1.   Η παρούσα απόφαση εφαρμόζεται στις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας, που χορηγούνται σε επιχειρήσεις επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 106, παράγραφος 2, [ΣΛΕΕ], οι οποίες εμπίπτουν σε μία από τις ακόλουθες κατηγορίες:

α)

σε αντισταθμίσεις για την παροχή υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος με ετήσιο ποσό μικρότερο από 15 εκατ. ευρώ, σε τομείς άλλους από τον τομέα των μεταφορών και την υποδομή των μεταφορών.

[…]

2.   Η παρούσα απόφαση ισχύει μόνο όταν η περίοδος για την οποία η επιχείρηση είναι επιφορτισμένη με τη διαχείριση υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος δεν υπερβαίνει τα δέκα έτη. Όταν η περίοδος ανάθεσης υπερβαίνει τα δέκα έτη, η παρούσα απόφαση εφαρμόζεται μόνο στον βαθμό που απαιτείται σημαντική επένδυση από τον πάροχο της υπηρεσίας, η οποία χρειάζεται να αποσβεστεί για μεγαλύτερη χρονική περίοδο σύμφωνα με γενικά αποδεκτές λογιστικές αρχές.

[…]»

6

Το άρθρο 3 της παραπάνω απόφασης αφορά το συμβιβάσιμο και την απαλλαγή από την υποχρέωση κοινοποίησης και προβλέπει τα εξής:

«Οι κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για παροχή δημόσιας υπηρεσίας που πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά και απαλλάσσονται από την υποχρέωση προηγούμενης κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 3, [ΣΛΕΕ], υπό τον όρο ότι πληροί τις προϋποθέσεις που απορρέουν από τη Συνθήκη [ΛΕΕ] ή άλλη τομεακή νομοθεσία της Ένωσης.»

7

Το άρθρο 10 της απόφασης 2012/21 αφορά τις μεταβατικές διατάξεις και προβλέπει τα εξής:

«Η παρούσα απόφαση εφαρμόζεται σε μεμονωμένες ενισχύσεις και καθεστώτα ενισχύσεων ως ακολούθως:

α)

οποιοδήποτε καθεστώς ενισχύσεων που τέθηκε σε εφαρμογή πριν από την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης, το οποίο ήταν συμβιβάσιμο με την εσωτερική αγορά και εξαιρείτο από την υποχρέωση κοινοποίησης σύμφωνα με την απόφαση 2005/842/ΕΚ [της Επιτροπής, της 28ης Νοεμβρίου 2005, για την εφαρμογή του άρθρου [106], παράγραφος 2, [ΣΛΕΕ] στις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας που χορηγούνται σε ορισμένες επιχειρήσεις επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΕΕ L 312, σ. 67)] εξακολουθεί να είναι συμβιβάσιμο με την εσωτερική αγορά και να εξαιρείται από την υποχρέωση κοινοποίησης για μια πρόσθετη περίοδο δύο ετών.

[…]»

8

Κατά το άρθρο 11 της απόφασης 2012/21, «η απόφαση 2005/842/ΕΚ καταργείται».

9

Το άρθρο 12 της απόφασης 2012/21 ορίζει ότι «η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει στις 31 Ιανουαρίου 2012».

Το βουλγαρικό δίκαιο

10

Κατά το άρθρο 106 του Κώδικα Κοινωνικής Ασφάλισης (Kodeks za sotsialno osiguriavane), η εφαρμογή του κεφαλαίου 6 του Κώδικα αυτού, το οποίο επιγράφεται «Υποχρεωτική συνταξιοδοτική ασφάλιση», και η καταβολή των συντάξεων γήρατος ρυθμίζονται με νομική πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου.

11

Κατά το άρθρο 50 της βουλγαρικής κανονιστικής απόφασης, η οποία εγκρίθηκε με την πράξη νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 30 του Υπουργικού Συμβουλίου, της 10ης Μαρτίου 2000, «οι συντάξεις και τα επιδόματα καταβάλλονται από τα τοπικά υποκαταστήματα του [Ινστιτούτου] μέσω των ταχυδρομικών καταστημάτων και των τραπεζών της χώρας […]».

12

Το άρθρο 51 της βουλγαρικής κανονιστικής απόφασης διευκρινίζει ότι «οι συντάξεις και τα επιδόματα καταβάλλονται από τα ταχυδρομικά καταστήματα του τόπου κατοικίας ή διαμονής των συνταξιούχων σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στη [βουλγαρική κανονιστική απόφαση]».

13

Κατά το άρθρο 54, παράγραφος 1, της βουλγαρικής κανονιστικής απόφασης, «το τοπικό υποκατάστημα του [Ινστιτούτου] εκδίδει για κάθε συνταξιούχο εκκαθαριστικό σημείωμα, με βάση το οποίο το ταχυδρομικό κατάστημα του καταβάλλει τη σύνταξη (τις συντάξεις) και τα επιδόματα. Το εκκαθαριστικό σημείωμα, δεόντως υπογεγραμμένο από τον λήπτη της σύνταξης, αποτελεί απόδειξη της διενέργειας της καταβολής».

14

Το άρθρο 58 της βουλγαρικής κανονιστικής απόφασης προβλέπει τα εξής:

«Το [Ινστιτούτο] εμβάζει σε τακτά χρονικά διαστήματα στο τοπικό κατάστημα της [Balgarski poshti EAD (Βουλγαρικά Ταχυδρομεία ΑΕ, στο εξής: Balgarski poshti)] τα απαιτούμενα για την καταβολή των συντάξεων και επιδομάτων χρηματικά ποσά, ώστε να διασφαλίζεται η εμπρόθεσμη καταβολή τους. […]»

15

Το άρθρο 92 της βουλγαρικής κανονιστικής απόφασης ορίζει τα εξής:

«(1)   Το τοπικό υποκατάστημα του [Ινστιτούτου] εμβάζει τα απαιτούμενα για την καταβολή των συντάξεων χρηματικά ποσά σε συλλογικό λογαριασμό που τηρεί το τοπικό κατάστημα της Balgarski poshti. Η εκκαθάριση του λογαριασμού του τοπικού υποκαταστήματος του [Ινστιτούτου] στο τοπικό κατάστημα της Balgarski poshti σχετικά με τις συντάξεις που καταβλήθηκαν κατά τη διάρκεια του εκάστοτε μήνα διενεργείται πριν από το τέλος του ίδιου μήνα.

(2)   Το [Ινστιτούτο] καταβάλλει, μέσω των υποκαταστημάτων του, στα τοπικά καταστήματα της Balgarski poshti, ως αμοιβή για την εργασία που παρέχεται για την καταβολή των συντάξεων μέσω του δικτύου των ταχυδρομείων, το 8,5 τοις χιλίοις του ποσού των συντάξεων που έχουν καταβληθεί τον συγκεκριμένο μήνα. Τα ποσά αυτά εμβάζονται μέχρι την 7η ημέρα του επόμενου μήνα.

(3)   Το τοπικό υποκατάστημα του [Ινστιτούτου] εμβάζει στο τοπικό κατάστημα της Balgarski poshti τον φόρο προστιθέμενης αξίας που αναλογεί στο οφειλόμενο κατά την παράγραφο 2 ποσό ταυτόχρονα με το ποσό αυτό.

(4)   Τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 2 και 3 εμβάσματα πραγματοποιούνται βάσει τιμολογίου που εκδίδει το τοπικό κατάστημα της Balgarski poshti μετά την καταβολή των συντάξεων του συγκεκριμένου μήνα.

(5)   Σε περίπτωση που καταβληθεί σύνταξη αχρεωστήτως με ευθύνη υπαλλήλου ταχυδρομικού καταστήματος, το τοπικό κατάστημα της Balgarski poshti επιστρέφει το σχετικό ποσό στο τοπικό υποκατάστημα του [Ινστιτούτου]. […]»

16

Κατά το άρθρο 4 του νόμου περί των ταχυδρομικών υπηρεσιών (Zakon za poshtenskite uslugi), όπως έχει τροποποιηθεί (στο εξής: νόμος περί των ταχυδρομικών υπηρεσιών), «ως ταχυδρομικές υπηρεσίες νοούνται τόσο η καθολική ταχυδρομική υπηρεσία όσο και οι ταχυδρομικές υπηρεσίες που δεν περιλαμβάνονται στην καθολική υπηρεσία».

17

Το άρθρο 25, παράγραφος 2, του νόμου περί των ταχυδρομικών υπηρεσιών προβλέπει τα εξής:

«Ο ταχυδρομικός φορέας στον οποίο έχει ανατεθεί η παροχή της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας μπορεί επίσης να παρέχει άλλες ταχυδρομικές υπηρεσίες τηρώντας την οριζόμενη στον παρόντα νόμο διαδικασία, καθώς και να ασκεί άλλες δραστηριότητες που εμπίπτουν στον εταιρικό του σκοπό στο πλαίσιο της ιδιότητάς του ως εμπορικής εταιρίας.»

18

Το άρθρο 29 ter του εν λόγω νόμου διευκρινίζει τα εξής:

«Ο ταχυδρομικός φορέας στον οποίο έχει ανατεθεί η παροχή της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας οργανώνει τη δραστηριότητά του και καταρτίζει τις σχετικές οικονομικές καταστάσεις του σύμφωνα με τα ισχύοντα λογιστικά πρότυπα και εφαρμόζει σύστημα επιμερισμού των εξόδων αφενός συνολικά για την εμπορική εταιρία και αφετέρου αναλυτικά και χωριστά για:

1.

την καθολική ταχυδρομική υπηρεσία ανάλογα με τους τρόπους παροχής της υπηρεσίας,

2.

τα ταχυδρομικά εμβάσματα,

3.

τις ταχυδρομικές υπηρεσίες που δεν περιλαμβάνονται στην καθολική υπηρεσία σύμφωνα με το άρθρο 38, σημεία 1 έως 3,

4.

άλλες εμπορικές δραστηριότητες.»

19

Από το άρθρο 38 του νόμου περί των ταχυδρομικών υπηρεσιών προκύπτει ότι ως ταχυδρομικές υπηρεσίες που δεν περιλαμβάνονται στην καθολική υπηρεσία νοούνται:

«1.

η παραλαβή, μεταφορά και παράδοση διαφημιστικού ταχυδρομείου,

2.

οι υπηρεσίες του άρθρου 3, σημείο 2,

3.

οι υπηρεσίες ταχυμεταφορών,

4.

τα ταχυδρομικά εμβάσματα.»

20

Κατά το άρθρο 39, σημείο 3, του νόμου περί των ταχυδρομικών υπηρεσιών, ως ειδική άδεια νοείται, κατά τον εν λόγω νόμο, η ατομική διοικητική πράξη που εκδίδεται, μεταξύ άλλων, για τα ταχυδρομικά εμβάσματα.

21

Η παράγραφος 1, σημείο 9, των πρόσθετων διατάξεων του ίδιου αυτού νόμου ορίζει ότι «τα “ταχυδρομικά εμβάσματα” είναι ταχυδρομικές υπηρεσίες που συνίστανται στην αποστολή χρηματικών ποσών από τον αποστολέα προς τον λήπτη του εμβάσματος, μέσω εγγράφου και με τη μεσολάβηση των ταχυδρομικών καταστημάτων ενός ταχυδρομικού φορέα που είναι κάτοχος άδειας παροχής των υπηρεσιών του άρθρου 39, σημείο 3».

22

Κατά την παράγραφο 70 των μεταβατικών και τελικών διατάξεων του εν λόγω νόμου, «ο ταχυδρομικός φορέας στον οποίο ανατίθεται, σύμφωνα με το άρθρο 24, η παροχή καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας είναι, για χρονικό διάστημα 15 ετών από την ημέρα δημοσίευσης του παρόντος νόμου στην Darzhaven vestnik [(Εφημερίδα της Κυβέρνησης) αριθ. 102 του 2010, με έναρξη ισχύος την 30ή Δεκεμβρίου 2010], η εμπορική εταιρία [Balgarski poshti]».

Το ιστορικό της διαφοράς της υπόθεσης της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

23

Με πράξη νομοθετικού περιεχομένου της 10ης Μαρτίου 2000, το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε τη βουλγαρική κανονιστική απόφαση, η οποία άρχισε να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2000. Η απόφαση αυτή προβλέπει ότι οι συντάξεις γήρατος καταβάλλονται από τα τοπικά υποκαταστήματα του Ινστιτούτου μέσω των τραπεζών της χώρας και των ταχυδρομικών καταστημάτων του εθνικού ταχυδρομικού φορέα Balgarski poshti, που αποτελεί μονοπρόσωπη εμπορική εταιρία της οποίας το κεφάλαιο ανήκει κατά 100 % στο Δημόσιο. Τα ταχυδρομικά αυτά εμβάσματα περιλαμβάνουν τόσο την καταβολή των συντάξεων στα ταχυδρομικά καταστήματα όσο και την καταβολή τους στη διεύθυνση του αποδέκτη από υπάλληλο των ταχυδρομείων. Κατά την έκδοση της βουλγαρικής κανονιστικής απόφασης, η Balgarski poshti αποτελούσε τον μοναδικό φορέα που ήταν επιφορτισμένος, σύμφωνα με τον νόμο περί των ταχυδρομικών υπηρεσιών, με την παροχή της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας, στην οποία περιλαμβάνονταν και τα ταχυδρομικά εμβάσματα.

24

Κατόπιν τροποποίησης του εν λόγω νόμου, τα ταχυδρομικά εμβάσματα δεν περιλαμβάνονται πλέον, από τις 3 Νοεμβρίου 2009, στην καθολική ταχυδρομική υπηρεσία. Η «EasyPay» AD και η «Finance Engineering» AD είναι επιχειρήσεις στις οποίες έχει χορηγηθεί από τη Ρυθμιστική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών άδεια παροχής της υπηρεσίας ταχυδρομικών εμβασμάτων. Για τον λόγο αυτό, οι επιχειρήσεις αυτές θεωρούν ότι η βουλγαρική κανονιστική απόφαση, χορηγώντας στην Balgarski poshti το αποκλειστικό δικαίωμα καταβολής των συντάξεων με ταχυδρομικό έμβασμα, περιορίζει τα δικαιώματά τους ως ταχυδρομικών φορέων και θίγει τον ελεύθερο ανταγωνισμό.

25

Το Υπουργικό Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η χορήγηση και η καταβολή των συντάξεων εμπίπτουν στην άσκηση των κρατικών λειτουργιών στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης και δεν μπορούν συνεπώς να χαρακτηριστούν ως οικονομική δραστηριότητα. Στην Balgarski poshti έχει ανατεθεί, με κανονιστική πράξη, η παροχή δημόσιας υπηρεσίας, η οποία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου του ανταγωνισμού. Το Υπουργικό Συμβούλιο προσθέτει ότι μόνο η εταιρία αυτή διαθέτει δίκτυο καταστημάτων σε ολόκληρη τη χώρα, ακόμη και στις αραιοκατοικημένες περιοχές.

26

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εκτίμησε ότι το άρθρο 106 του Κώδικα Κοινωνικής Ασφάλισης παρέχει στο Υπουργικό Συμβούλιο την ευχέρεια να επιλέγει την εταιρία που εξυπηρετεί κατά τον καλύτερο τρόπο το δημόσιο συμφέρον, οπότε απέρριψε την προσφυγή των «EasyPay» AD και «Finance Engineering» AD ως αβάσιμη. Κατόπιν αυτού οι διάδικοι υπέβαλαν στο αιτούν δικαστήριο αίτηση αναίρεσης.

27

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Varhoven administrativen sad αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Πρέπει να θεωρηθεί ότι ταχυδρομικές υπηρεσίες όπως οι υπηρεσίες ταχυδρομικών εμβασμάτων, με τις οποίες εμβάζονται χρηματικά ποσά από τον αποστολέα, εν προκειμένω το Δημόσιο, προς τον λήπτη, εν προκειμένω τους δικαιούχους παροχών κοινωνικής ασφάλισης, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 97/67, με αποτέλεσμα να διέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 106 ΣΛΕΕ και 107 ΣΛΕΕ;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα: Πρέπει τα άρθρα 106 ΣΛΕΕ και 107 ΣΛΕΕ να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι απαγορεύουν τους περιορισμούς του ελεύθερου ανταγωνισμού κατά την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών όπως οι εν προκειμένω επίμαχες, όταν τούτο αιτιολογείται με την επίκληση επιτακτικών λόγων σχετικών με τη διασφάλιση συνταγματικού δικαιώματος των πολιτών και την άσκηση κοινωνικής πολιτικής από το κράτος και όταν επίσης οι παρεχόμενες υπηρεσίες μπορούν εκ της φύσεώς τους να θεωρηθούν ως υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος, εφόσον η αμοιβή που λαμβάνει ο πάροχος των υπηρεσιών δεν υπερβαίνει το ποσό που καθορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της απόφασης [2012/21];»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος

28

Το αιτούν δικαστήριο, με το πρώτο ερώτημα, θέτει κατ’ ουσία το ζήτημα αν η οδηγία 97/67 έχει την έννοια ότι η υπηρεσία ταχυδρομικών εμβασμάτων, όπου ο αποστολέας, εν προκειμένω το Δημόσιο, αποστέλλει χρηματικά ποσά στον λήπτη μέσω του φορέα που είναι επιφορτισμένος με την παροχή της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής.

29

Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 97/67 απαριθμεί περιοριστικά τις υπηρεσίες που καλύπτει η έννοια «ταχυδρομική υπηρεσία» κατά την εν λόγω οδηγία και προβλέπει ότι οι υπηρεσίες αυτές συνίστανται στην περισυλλογή, τη διαλογή, τη μεταφορά και τη διανομή των ταχυδρομικών αντικειμένων. Επιπλέον, το σημείο 6 του ίδιου αυτού άρθρου περιγράφει λεπτομερώς τι νοείται ως «ταχυδρομικό αντικείμενο» κατά την εν λόγω οδηγία.

30

Όμως, ούτε το άρθρο 2 ούτε καμία άλλη διάταξη της οδηγίας 97/67 αναφέρει τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων καταλέγονται και αυτές που παρέχονται επιπροσθέτως από τους παρόχους ταχυδρομικών υπηρεσιών (βλ. επ’ αυτού απόφαση Asempre και Asociación Nacional de Empresas de Externalización y Gestión de Envíos y Pequeña Paquetería, C‑240/02, EU:C:2004:140, σκέψη 31).

31

Επιβάλλεται επίσης η διευκρίνιση ότι, με δεδομένο τον ακριβή και περιοριστικό χαρακτήρα της διάταξης αυτής της οδηγίας 97/67, δεν μπορεί να γίνει δεκτή μια διασταλτική ερμηνεία της εν λόγω διάταξης, η οποία θα είχε ως συνέπεια τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας αυτής, ώστε να καλύπτονται και καταστάσεις που δεν εμπίπτουν στην εν λόγω οδηγία (βλ. επ’ αυτού απόφαση Asempre και Asociación Nacional de Empresas de Externalización y Gestión de Envíos y Pequeña Paquetería, C‑240/02, EU:C:2004:140, σκέψη 32).

32

Το Δικαστήριο έχει δεχτεί συγκεκριμένα ότι οι υπηρεσίες ταχυδρομικών εμβασμάτων που συνίστανται στη διενέργεια πληρωμών μέσω του δημόσιου ταχυδρομικού δικτύου υπέρ φυσικών ή νομικών προσώπων για λογαριασμό και κατόπιν εντολής τρίτου δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 97/67 (βλ. απόφαση Asempre και Asociación Nacional de Empresas de Externalización y Gestión de Envíos y Pequeña Paquetería, C‑240/02, EU:C:2004:140, σκέψη 34).

33

Κατά συνέπεια, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 97/67 έχει την έννοια ότι η υπηρεσία ταχυδρομικών εμβασμάτων, όπου ο αποστολέας, εν προκειμένω το Δημόσιο, αποστέλλει χρηματικά ποσά στον λήπτη μέσω του φορέα που είναι επιφορτισμένος με την παροχή της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής.

Επί του δεύτερου ερωτήματος

34

Το αιτούν δικαστήριο, με το δεύτερο ερώτημα, θέτει κατ’ ουσία το ζήτημα αν το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι απαγορεύει στα κράτη μέλη να χορηγούν σε επιχειρήσεις όπως η επιχείρηση την οποία αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης το αποκλειστικό δικαίωμα να προβαίνουν στην καταβολή των συντάξεων με ταχυδρομικό έμβασμα.

35

Υπενθυμίζεται ευθύς εξαρχής ότι, για τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως κρατικής ενίσχυσης, απαιτείται να πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, πρέπει, πρώτον, να πρόκειται για κρατική παρέμβαση ή για παρέμβαση με τη χρήση κρατικών πόρων. Δεύτερον, η παρέμβαση αυτή πρέπει να μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Τρίτον, πρέπει να παρέχει πλεονέκτημα στο πρόσωπο υπέρ του οποίου πραγματοποιείται. Τέταρτον, πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (βλ. απόφαση Libert κ.λπ., C‑197/11 και C‑203/11, EU:C:2013:288, σκέψη 74 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

36

Επομένως, για τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως κρατικής ενίσχυσης, το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ προβλέπει ως προϋπόθεση την ύπαρξη πλεονεκτήματος που έχει παρασχεθεί σε επιχείρηση.

37

Συναφώς πρέπει καταρχάς να τονιστεί αφενός ότι, στο πλαίσιο της εφαρμογής των σχετικών με τον ανταγωνισμό διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, η έννοια της επιχείρησης καλύπτει κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που τον διέπει και από τον τρόπο χρηματοδότησής του, και αφετέρου ότι ως οικονομική δραστηριότητα νοείται κάθε δραστηριότητα η οποία συνίσταται στην προσφορά αγαθών ή υπηρεσιών σε ορισμένη αγορά (βλ. απόφαση Compass-Datenbank, C‑138/11, EU:C:2012:449, σκέψη 35).

38

Επιπλέον, έχει γίνει νομολογιακά δεκτό ότι οι φορείς που συμβάλλουν στη διαχείριση της δημόσιας υπηρεσίας της κοινωνικής ασφάλισης επιτελούν λειτούργημα κοινωνικού αποκλειστικά χαρακτήρα. Η δραστηριότητα αυτή στηρίζεται πράγματι στην αρχή της αλληλεγγύης και δεν εξυπηρετεί κανένα κερδοσκοπικό σκοπό. Οι καταβαλλόμενες παροχές είναι παροχές προβλεπόμενες από τον νόμο και δεν εξαρτώνται από το ύψος των εισφορών (βλ. επ’ αυτού απόφαση Poucet και Pistre, C‑159/91 και C‑160/91, EU:C:1993:63, σκέψη 18).

39

Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν η δραστηριότητα ταχυδρομικών εμβασμάτων που ασκείται από την Balgarski poshti και καθιστά δυνατή την επίμαχη στην κύρια δίκη καταβολή των συντάξεων γήρατος συμβάλλει στη λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας της κοινωνικής ασφάλισης και αν επομένως πρέπει να χαρακτηριστεί ως οικονομική δραστηριότητα που εμπίπτει στο άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

40

Στο σημείο αυτό υπενθυμίζεται ότι, για να μπορεί να αποκλειστεί ο χαρακτηρισμός μιας δραστηριότητας ως οικονομικής δραστηριότητας, πρέπει η δραστηριότητα αυτή να είναι, λόγω της φύσης της, του αντικειμένου της και των κανόνων από τους οποίους διέπεται, άρρηκτα συνδεδεμένη με το εθνικό συνταξιοδοτικό σύστημα (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Aéroports de Paris κατά Επιτροπής, C‑82/01 P, EU:C:2002:617, σκέψη 81). Επομένως, στην υπόθεση της κύριας δίκης πρέπει να ληφθεί υπόψη το ενδεχόμενο να μην υπάρχει, όσον αφορά τη δραστηριότητα ταχυδρομικών εμβασμάτων, αυτός ο δεσμός.

41

Από τα άρθρα ιδίως 50, 54, παράγραφος 1, και 58 της βουλγαρικής κανονιστικής απόφασης προκύπτει συναφώς ότι οι παροχές γήρατος που χορηγούνται στο πλαίσιο του κρατικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης αποτελούν μέρος της αποστολής που έχει ανατεθεί στο Ινστιτούτο, το οποίο, κατά την εκτέλεση της αποστολής του αυτής, κάνει χρήση των υπηρεσιών της Balgarski poshti με μόνο σκοπό την πραγματοποίηση της καταβολής των συντάξεων.

42

Επιπλέον, το άρθρο 50 της βουλγαρικής κανονιστικής απόφασης προβλέπει ότι η καταβολή των συντάξεων μπορεί επίσης να πραγματοποιείται μέσω τράπεζας. Σύμφωνα μάλιστα με τα στοιχεία που παρέσχε το Ινστιτούτο στη Βουλγαρική Κυβέρνηση, η οποία τα παρέθεσε κατά την προφορική διαδικασία την 1η Μαΐου 2015, το 53 % περίπου του συνολικού αριθμού των συντάξεων γήρατος καταβάλλεται με τραπεζικό έμβασμα. Κατά συνέπεια, τα ταχυδρομικά εμβάσματα της Balgarski poshti δεν είναι όντως το μόνο μέσο με το οποίο καταβάλλονται οι συντάξεις αυτές.

43

Τα στοιχεία αυτά αποτελούν ένδειξη για το ότι η δραστηριότητα ταχυδρομικών εμβασμάτων, με τα οποία καταβάλλονται οι συντάξεις, μπορεί πιθανώς να διαχωριστεί από το εθνικό συνταξιοδοτικό σύστημα. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει τη λυσιτέλεια των στοιχείων αυτών, σε συνδυασμό μάλιστα με τα άλλα πραγματικά και νομικά στοιχεία που έχει στη διάθεσή του.

44

Στη συνέχεια, εφόσον γίνει δεκτό ότι η δραστηριότητα ταχυδρομικών εμβασμάτων, χάρη στην οποία καταβάλλονται οι επίμαχες στην κύρια δίκη συντάξεις, μπορεί να διαχωριστεί από τη δημόσια υπηρεσία της κοινωνικής ασφάλισης και πρέπει να θεωρηθεί ως οικονομική δραστηριότητα, τίθεται το ερώτημα αν το μέτρο με το οποίο ένα κράτος μέλος χορηγεί σε μια επιχείρηση το αποκλειστικό δικαίωμα να προβαίνει στην καταβολή των συντάξεων με ταχυδρομικό έμβασμα συνιστά πλεονέκτημα, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

45

Συναφώς υπενθυμίζεται ότι δεν εμπίπτει στο άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ η κρατική παρέμβαση υπέρ ορισμένων επιχειρήσεων που θεωρείται ως αντιστάθμιση που συνιστά την αντιπαροχή για τις υπηρεσίες οι οποίες παρέχονται από τις επιχειρήσεις αυτές για την εκπλήρωση υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας, με συνέπεια οι εν λόγω επιχειρήσεις να μην αποκομίζουν, στην πράξη, κανένα οικονομικό πλεονέκτημα και η παρέμβαση αυτή να μην περιάγει συνεπώς τις οικείες επιχειρήσεις σε ευνοϊκότερη θέση από άποψη ανταγωνισμού έναντι των ανταγωνιστριών επιχειρήσεων (βλ. αποφάσεις Libert κλ.π., C‑197/11 και C‑203/11, EU:C:2013:288, σκέψη 84, και Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, C‑280/00, EU:C:2003:415, σκέψη 87).

46

Εντούτοις, για να μην μπορεί, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση η αντιστάθμιση αυτή, πρέπει να συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις (απόφαση Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, C‑280/00, EU:C:2003:415, σκέψη 88).

47

Πρώτον, από τη σκέψη 89 της απόφασης Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (C‑280/00, EU:C:2003:415) προκύπτει ότι, για να μη χαρακτηριστεί μια αντιστάθμιση ως κρατική ενίσχυση, η επιχείρηση στην οποία παρέχεται η αντιστάθμιση πρέπει να είναι πράγματι επιφορτισμένη με την εκπλήρωση υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας και οι υποχρεώσεις αυτές πρέπει να είναι σαφώς καθορισμένες.

48

Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να εξετάσει αν η Balgarski poshti είναι πράγματι επιφορτισμένη με την εκπλήρωση υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας και αν οι υποχρεώσεις αυτές προκύπτουν σαφώς από την επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία.

49

Δεύτερον, από τη σκέψη 90 της απόφασης Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (C‑280/00, EU:C:2003:415) προκύπτει ότι στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν οι παράμετροι βάσει των οποίων υπολογίζεται η αντιστάθμιση έχουν προκαθοριστεί με αντικειμενικότητα και με διαφάνεια.

50

Συναφώς επισημαίνεται ότι το άρθρο 92, παράγραφος 2, της βουλγαρικής κανονιστικής απόφασης αναφέρει το βασικό ποσό βάσει του οποίου υπολογίζεται η αντιστάθμιση για την υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

51

Ομοίως, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν, όσον αφορά την πλήρωση της τρίτης προϋπόθεσης που έχει τεθεί με τη σκέψη 92 της απόφασης Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (C‑280/00, EU:C:2003:415), η αντιστάθμιση υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου για την κάλυψη του συνόλου ή μέρους των δαπανών που συνεπάγεται η καταβολή των συντάξεων με ταχυδρομικό έμβασμα, αφού ληφθούν υπόψη τα σχετικά έσοδα και ένα εύλογο κέρδος σε σχέση με την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής.

52

Όταν για την επιλογή της επιχείρησης που έχει επιφορτιστεί με την παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος δεν έχει εφαρμοστεί καμία διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης, όπως άλλωστε δεν εφαρμόστηκε εν προκειμένω, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται επίσης να εξακριβώσει, σύμφωνα με την τέταρτη προϋπόθεση που έχει τεθεί με τη σκέψη 93 της απόφασης Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (C‑280/00, EU:C:2003:415), αν το επίπεδο της αντιστάθμισης αυτής έχει καθοριστεί βάσει ανάλυσης των δαπανών με τις οποίες θα βαρυνόταν μια μέση επιχείρηση, με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένη, προκειμένου να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της σχετικά με την παροχή δημόσιας υπηρεσίας, αφού το εν λόγω δικαστήριο λάβει υπόψη τα σχετικά έσοδα και ένα εύλογο κέρδος σε σχέση με την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών.

53

Τρίτον, αν και το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι η αμοιβή που λαμβάνει η Balgarski poshti συνιστά αντιστάθμιση που δεν υπερβαίνει το ποσό που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της απόφασης 2012/21, πρέπει πάντως να διευκρινιστεί ότι η απόφαση αυτή αφορά τα μέτρα που αποτελούν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ (βλ. επ’ αυτού απόφαση Libert κ.λπ., C‑197/11 και C‑203/11, EU:C:2013:288, σκέψη 102). Μόνο δηλαδή στην περίπτωση που δεν πληρούνται τα κριτήρια που παρατέθηκαν ανωτέρω στις σκέψεις 47 έως 52 και επομένως συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ θα μπορούσε το αιτούν δικαστήριο να εφαρμόσει την εν λόγω απόφαση προκειμένου να εξακριβώσει αν το επίμαχο στην κύρια δίκη μέτρο, το οποίο θα έπρεπε να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, είναι συμβατό με την εσωτερική αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, και μπορεί να εξαιρείται από την υποχρέωση προηγούμενης κοινοποίησης την οποία προβλέπει το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

54

Συναφώς υπενθυμίζεται ότι από τα άρθρα 11 και 12 της απόφασης 2012/21 προκύπτει ότι η εν λόγω απόφαση καταργεί την απόφαση 2005/842 και αρχίζει να ισχύει στις 31 Ιανουαρίου 2012. Όπως επισημαίνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το άρθρο 10 της απόφασης 2012/21 προβλέπει ότι τα καθεστώτα ενισχύσεων που τέθηκαν σε εφαρμογή πριν από την έναρξη ισχύος της εν λόγω απόφασης και συμβιβάζονταν με την εσωτερική αγορά και εξαιρούνταν από την υποχρέωση κοινοποίησης σύμφωνα με την απόφαση 2005/842 εξακολουθούν να είναι συμβατά με την εσωτερική αγορά και να εξαιρούνται από την υποχρέωση προηγούμενης κοινοποίησης για μια πρόσθετη περίοδο δύο ετών, δηλαδή μέχρι τις 31 Ιανουαρίου 2014. Μετά την ημερομηνία αυτή τα καθεστώτα κρατικών ενισχύσεων πρέπει, για να εξαιρούνται από την υποχρέωση κοινοποίησης, να πληρούν τις προϋποθέσεις της απόφασης 2012/21.

55

Επιπλέον, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 23 της παρούσας απόφασης, η βουλγαρική κανονιστική απόφαση άρχισε να ισχύει τον Ιανουάριο του 2000, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, της απόφασης 2012/21, εφόσον ένας πάροχος υπηρεσιών διαχειρίζεται υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος από δέκα και πλέον ετών, η εν λόγω απόφαση εφαρμόζεται μόνο στον βαθμό που ο πάροχος αυτός χρειάστηκε να πραγματοποιήσει σημαντικές επενδύσεις για να μπορεί να εκπληρώνει την υποχρέωσή του για παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος, πράγμα όμως του οποίου η εξακρίβωση εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο.

56

Κατόπιν όλων των ανωτέρω, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση που η δραστηριότητα ταχυδρομικών εμβασμάτων, χάρη στην οποία καταβάλλονται οι συντάξεις γήρατος, συνιστά οικονομική δραστηριότητα, δεν εμπίπτει εντούτοις στη διάταξη αυτή η χορήγηση από ένα κράτος μέλος σε μια επιχείρηση, όπως αυτή την οποία αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης, του αποκλειστικού δικαιώματος να προβαίνει στην καταβολή των συντάξεων με ταχυδρομικό έμβασμα, καθόσον η υπηρεσία αυτή συνιστά υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος, για την οποία δίδεται ορισμένη αντιστάθμιση ως αντιπαροχή για τις υπηρεσίες της επιχείρησης αυτής στο πλαίσιο της εκπλήρωσης της υποχρέωσής της για παροχή δημόσιας υπηρεσίας.

Επί των δικαστικών εξόδων

57

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Η οδηγία 97/67/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών, όπως έχει τροποποιηθεί με την οδηγία 2008/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Φεβρουαρίου 2008, έχει την έννοια ότι η υπηρεσία ταχυδρομικών εμβασμάτων, όπου ο αποστολέας, εν προκειμένω το Δημόσιο, αποστέλλει χρηματικά ποσά στον λήπτη μέσω του φορέα που είναι επιφορτισμένος με την παροχή της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής.

 

2)

Το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση που η δραστηριότητα ταχυδρομικών εμβασμάτων, χάρη στην οποία καταβάλλονται οι συντάξεις γήρατος, συνιστά οικονομική δραστηριότητα, δεν εμπίπτει εντούτοις στη διάταξη αυτή η χορήγηση από ένα κράτος μέλος σε μια επιχείρηση, όπως αυτή την οποία αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης, του αποκλειστικού δικαιώματος να προβαίνει στην καταβολή των συντάξεων με ταχυδρομικό έμβασμα, καθόσον η υπηρεσία αυτή συνιστά υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος, για την οποία δίδεται ορισμένη αντιστάθμιση ως αντιπαροχή για τις υπηρεσίες της επιχείρησης αυτής στο πλαίσιο της εκπλήρωσης της υποχρέωσής της για παροχή δημόσιας υπηρεσίας.

 

(υπογραφές)


( * )   Γλώσσα διαδικασίας: η βουλγαρική.

Επάνω