Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62013CJ0456

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 28ης Απριλίου 2015.
    T & L Sugars Ltd και Sidul Açúcares, Unipessoal Lda κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
    Αίτηση αναιρέσεως – Προσφυγή ακυρώσεως – Άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ – Δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής – Ενεργητική νομιμοποίηση – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Κανονιστική πράξη για την εφαρμογή της οποίας δεν απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα – Πράξη που αφορά ατομικά τις αναιρεσείουσες – Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Έκτακτα μέτρα σχετικά με τη διάθεση ζάχαρης και ισογλυκόζης εκτός ποσοστώσεως – Περίοδος εμπορίας 2010/2011.
    Υπόθεση C-456/13 P.

    Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2015:284

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

    της 28ης Απριλίου 2015 ( *1 )

    «Αίτηση αναιρέσεως — Προσφυγή ακυρώσεως — Άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ — Δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής — Ενεργητική νομιμοποίηση — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Κανονιστική πράξη για την εφαρμογή της οποίας δεν απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα — Πράξη που αφορά ατομικά τις αναιρεσείουσες — Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας — Έκτακτα μέτρα σχετικά με τη διάθεση ζάχαρης και ισογλυκόζης εκτός ποσοστώσεως — Περίοδος εμπορίας 2010/2011»

    Στην υπόθεση C‑456/13 P,

    με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ασκηθείσα στις 9 Αυγούστου 2013,

    T & L Sugars Ltd, με έδρα το Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο),

    Sidul Açúcares Unipessoal Lda, με έδρα τη Santa Iria de Azóia (Πορτογαλία),

    εκπροσωπούμενες από τον D. Waelbroeck, avocat, και τον D. Slater, solicitor,

    αναιρεσείουσες,

    όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους P. Ondrůšek και P. Rossi,

    καθής-εναγομένη πρωτοδίκως,

    η Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους G. de Bergues και D. Colas, καθώς και από την C. Candat,

    το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τον E. Sitbon και την A. Westerhof Löfflerová,

    παρεμβαίνοντες πρωτοδίκως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

    συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, K. Lenaerts, αντιπρόεδρο, A. Tizzano, L. Bay Larsen, T. von Danwitz, A. Ó Caoimh, J.‑C. Bonichot και S. Rodin (εισηγητή), προέδρους τμήματος, J. Malenovský, E. Levits, A. Arabadjiev, E. Jarašiūnas και C. G. Fernlund, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: P. Cruz Villalón

    γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 20ής Μαΐου 2014,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Οκτωβρίου 2014,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η T & L Sugars Ltd και η Sidul Açúcares Unipessoal Lda (καλούμενες στο εξής, αντιστοίχως: T & L Sugars και Sidul Açúcares ή, από κοινού, αναιρεσείουσες) ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου T & L Sugars et Sidul Açúcares κατά Επιτροπής (T‑279/11, EU:T:2013:299, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή τους που είχε ως αίτημα την ακύρωση του κανονισμού (ΕΕ) 222/2011 της Επιτροπής, της 3ης Μαρτίου 2011, για τη θέσπιση έκτακτων μέτρων όσον αφορά τη διάθεση ζάχαρης και ισογλυκόζης εκτός ποσόστωσης στην αγορά της Ένωσης με μειωμένη εισφορά επί του πλεονάσματος κατά τη διάρκεια της περιόδου εμπορίας 2010/2011 (ΕΕ L 60, σ. 6), του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 293/2011 της Επιτροπής, της 23ης Μαρτίου 2011, για καθορισμό του συντελεστή κατανομής, την απόρριψη περαιτέρω αιτήσεων και τον τερματισμό της περιόδου υποβολής αιτήσεων για διαθέσιμες ποσότητες ζάχαρης εκτός ποσόστωσης που προβλέπεται να πωληθούν στην αγορά της Ένωσης με μειωμένη εισφορά επί του πλεονάσματος (ΕΕ L 79, σ. 8), του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 302/2011 της Επιτροπής, της 28ης Μαρτίου 2011, σχετικά με το άνοιγμα έκτακτης δασμολογικής ποσόστωσης εισαγωγής για ορισμένες ποσότητες ζάχαρης για την περίοδο εμπορίας 2010/2011 (ΕΕ L 81, σ. 8), και του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 393/2011 της Επιτροπής, της 19ης Απριλίου 2011, σχετικά με τον καθορισμό συντελεστή κατανομής για την έκδοση πιστοποιητικών εισαγωγής που ζητήθηκαν από την 1η έως τις 7 Απριλίου 2011 για προϊόντα του τομέα της ζάχαρης στο πλαίσιο ορισμένων δασμολογικών ποσοστώσεων και την αναστολή της υποβολής αιτήσεων για τα πιστοποιητικά αυτά (EE L 104, σ. 39) (στο εξής, από κοινού: επίδικοι κανονισμοί).

    Το ιστορικό της διαφοράς και οι επίδικοι κανονισμοί

    2

    Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 1 έως 5 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ως εξής:

    «1

    Οι προσφεύγουσες-ενάγουσες, T & L Sugars […] και Sidul Açúcares, Unipessoal […] είναι επιχειρήσεις επεξεργασίας ζάχαρης, εγκατεστημένες στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το συνολικό δυναμικό παραγωγής τους καλύπτει σχεδόν το ήμισυ των συνήθων αναγκών εφοδιασμού της βιομηχανίας ζάχαρης από ζαχαροκάλαμο στην Ένωση.

    2

    Η αγορά της Ένωσης περιλαμβάνει τη ζάχαρη που παράγεται, αφενός, από τη μεταποίηση ζαχαρότευτλων παραγόμενων εντός της Ένωσης και, αφετέρου, από την επεξεργασία της ακατέργαστης ζάχαρης από ζαχαροκάλαμο που εισάγεται από τρίτες χώρες, αλλά το τελικό προϊόν είναι, από χημικής απόψεως, πανομοιότυπο σε αμφότερες τις περιπτώσεις. Η ακατέργαστη ζάχαρη από ζαχαροκάλαμο που προέρχεται από χώρες της Ένωσης, δηλαδή από τα υπερπόντια γαλλικά διαμερίσματα και από τις Αζόρες, αντιστοιχεί σε ποσοστό μικρότερο του 2 % της παραγωγής ζάχαρης της Ένωσης.

    3

    Από τις 3 Μαρτίου έως τις 19 Απριλίου 2011, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θέσπισε ορισμένα μέτρα με σκοπό την αύξηση της προσφοράς ζάχαρης στην αγορά της Ένωσης, η οποία παρουσίαζε έλλειψη.

    4

    Σκοπός των μέτρων αυτών ήταν, αφενός, να παρασχεθεί στους παραγωγούς της Ένωσης η δυνατότητα διαθέσεως στο εμπόριο περιορισμένης ποσότητας ζάχαρης, καθώς και ισογλυκόζης, καθ’ υπέρβαση της ποσοστώσεως της εσωτερικής παραγωγής, και, αφετέρου, η θέσπιση δασμολογικής ποσοστώσεως, ώστε όλοι οι ενδιαφερόμενοι επιχειρηματίες να έχουν τη δυνατότητα να εισαγάγουν περιορισμένη ποσότητα ζάχαρης με αναστολή των εισαγωγικών δασμών. 4

    5

    Τα μέτρα αυτά ελήφθησαν στο πλαίσιο των ακόλουθων πράξεων [...]:

    του κανονισμού […] 222/2011 […]·

    του εκτελεστικού κανονισμού […] 293/2011 [...]·

    του εκτελεστικού κανονισμού […] 302/2011·

    του εκτελεστικού κανονισμού […] 393/2011 [...]».

    3

    Στις σκέψεις 39 έως 45 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο συνόψισε τον μηχανισμό που θεσπίστηκε με τους επίδικους κανονισμούς ως εξής:

    «39

    Το άρθρο 2, παράγραφος 4, του κανονισμού 222/2011 προβλέπει ότι, για να επωφεληθούν από τις […] ποσότητες [ζάχαρης και ισογλυκόζης που μπορούν κατ’ εξαίρεση να διατεθούν στο εμπόριο καθ’ υπέρβαση των προβλεπόμενων ποσοστώσεων], οι παραγωγοί υποβάλλουν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εντός του οποίου έχει αδειοδοτηθεί η επιχείρηση, αίτηση χορηγήσεως σχετικού πιστοποιητικού. Κατά το άρθρο 4 του [ίδιου] κανονισμού, οι εν λόγω αρχές αποφασίζουν σχετικά με την αποδοχή των αιτήσεων βάσει των κριτηρίων που προβλέπει ο κανονισμός και εν συνεχεία κοινοποιούν τις αποδεκτές αιτήσεις στην Επιτροπή.

    40

    Από τα άρθρα 5 και 6 του κανονισμού 222/2011 προκύπτει ότι, σε περίπτωση υπερβάσεως της ποσότητας ζάχαρης που προβλέπεται πέραν της ποσοστώσεως, η Επιτροπή ορίζει συντελεστή κατανομής, με σκοπό την ομοιόμορφη κατανομή της διαθέσιμης ποσότητας, απορρίπτει τις μη κοινοποιηθείσες αιτήσεις και περατώνει τη διαδικασία υποβολής αιτήσεων. Κάθε εβδομάδα, οι εθνικές αρχές εκδίδουν, σύμφωνα με το υπόδειγμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα του κανονισμού, τα πιστοποιητικά για τη μείωση της εισφοράς για τις αιτήσεις που κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή κατά τη διάρκεια της προηγούμενης εβδομάδας.

    41

    Κατά το άρθρο 1 του εκτελεστικού κανονισμού 293/2011, η Επιτροπή καθόρισε συντελεστή κατανομής 67,106224 %, τον οποίον οι εθνικές αρχές έπρεπε να εφαρμόσουν για τις αιτήσεις που είχαν υποβληθεί μεταξύ 14ης και 18ης Μαρτίου 2011 και είχαν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή. Επίσης, απέρριψε τις μεταγενέστερες αιτήσεις και περάτωσε τη διαδικασία υποβολής αιτήσεως.

    42

    Αφετέρου, όσον αφορά την έκτακτη δασμολογική ποσόστωση εισαγωγής, ο εκτελεστικός κανονισμός 302/2011 προβλέπει αναστολή των εισαγωγικών δασμών μεταξύ 1ης Απριλίου 2011 και 30ής Σεπτεμβρίου 2011, για 300000 τόνους ζάχαρης.

    43

    Όσον αφορά τη διαχείριση της εν λόγω ποσοστώσεως, ο εκτελεστικός κανονισμός 302/2011 παραπέμπει στον κανονισμό (ΕΚ) 891/2009 της Επιτροπής, της 25ης Σεπτεμβρίου 2009, σχετικά με το άνοιγμα και τον τρόπο διαχείρισης ορισμένων κοινοτικών δασμολογικών ποσοστώσεων στον τομέα της ζάχαρης (ΕΕ L 254, σ. 82), ο οποίος [με τη σειρά του] παραπέμπει στον κανονισμό (ΕΚ) 1301/2006 της Επιτροπής, της 31ης Αυγούστου 2006, για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τον τρόπο διαχείρισης των δασμολογικών ποσοστώσεων εισαγωγής γεωργικών προϊόντων των οποίων η διαχείριση πραγματοποιείται με σύστημα πιστοποιητικών εισαγωγής (ΕΕ L 238, σ. 13), καθώς και στον κανονισμό (ΕΚ) 376/2008 της Επιτροπής, της 23ης Απριλίου 2008, για τις κοινές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των πιστοποιητικών εισαγωγής, εξαγωγής και προκαθορισμού για τα γεωργικά προϊόντα (κωδικοποιημένη έκδοση) (ΕΕ L 114, σ. 3).

    44

    Κατά τα άρθρα 5 και 6 του κανονισμού 1301/2006 και του άρθρου 12 του κανονισμού 376/2008, στο πλαίσιο της διαχειρίσεως των ποσοστώσεων, οι εθνικές αρχές παραλαμβάνουν τις αιτήσεις χορηγήσεως πιστοποιητικών εισαγωγής και εξετάζουν αν πληρούνται οι σχετικές τυπικές προϋποθέσεις. Εν συνεχεία, κατά τα άρθρα 7 και 11 του κανονισμού 1301/2006 και τα άρθρα 8 και 9 του κανονισμού 891/2009, κοινοποιούν στην Επιτροπή τις υποβληθείσες αιτήσεις, χορηγούν τα πιστοποιητικά εισαγωγής στις επιχειρήσεις και γνωστοποιούν στην Επιτροπή τις κατανεμηθείσες ποσότητες.

    45

    Με τον εκτελεστικό κανονισμό 393/2011 ορίζεται συντελεστής κατανομής 1,8053 % για τις αιτήσεις πιστοποιητικών εισαγωγής οι οποίες έχουν υποβληθεί μεταξύ 1ης και 7ης Απριλίου 2011 και ως προς τις οποίες υπάρχει υπέρβαση της διαθέσιμης ποσότητας, και αναστέλλεται η υποβολή νέων αιτήσεων έως το τέλος της περιόδου εμπορίας 2010/2011.»

    Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    4

    Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Μαΐου 2011, οι νυν αναιρεσείουσες άσκησαν προσφυγή-αγωγή με αίτημα, αφενός, την ακύρωση των επίδικων κανονισμών και, αφετέρου, την αποκατάσταση της ζημίας την οποία ισχυρίστηκαν ότι υπέστησαν λόγω της εκδόσεως των συγκεκριμένων κανονισμών. Στις 26 Οκτωβρίου 2011 η Επιτροπή κατέθεσε χωριστό δικόγραφο με το οποίο προέβαλε ένσταση απαραδέκτου.

    5

    Κατά την Επιτροπή, υπέρ της οποίας παρενέβησαν η Γαλλική Δημοκρατία και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι επίδικοι κανονισμοί είναι μεν κανονιστικές πράξεις, πλην όμως για την εφαρμογή τους απαιτούνταν εκτελεστικά μέτρα, ενώ δεν αφορούσαν τις αναιρεσείουσες άμεσα και ατομικά.

    6

    Οι αναιρεσείουσες υποστήριξαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι είχαν την απαιτούμενη ενεργητική νομιμοποίηση για να προσβάλουν τους επιδίκους κανονισμούς καθόσον επρόκειτο για κανονιστικές πράξεις που τις αφορούσαν άμεσα χωρίς να απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα προς εφαρμογή τους, ενώ επικουρικώς προέβαλαν και το επιχείρημα ότι οι επίδικοι κανονισμοί τις αφορούσαν άμεσα και ατομικά.

    7

    Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε να αποφανθεί επί της ενστάσεως απαραδέκτου την οποία προέβαλε η Επιτροπή, χωρίς να υπεισέλθει στην ουσία. Κατόπιν τούτου, απέρριψε την προσφυγή-αγωγή ως απαράδεκτη στο μέτρο που οι αναιρεσείουσες είχαν ζητήσει την ακύρωση των επίδικων κανονισμών.

    8

    Ως προς τον λόγο απαραδέκτου ο οποίος στηριζόταν στο επιχείρημα ότι για την εφαρμογή των επίδικων κανονισμών απαιτούνταν εκτελεστικά μέτρα, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε, με τις σκέψεις 46 έως 73 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι όλοι αυτοί οι κανονισμοί, τόσο οι σχετικοί με την εμπορία ζάχαρης καθ’ υπέρβαση της ποσοστώσεως όσο και οι σχετικοί με τη δασμολογική ποσόστωση, ήταν αδύνατο να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα έναντι των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων αν οι εθνικές αρχές δεν λάμβαναν προηγουμένως κάποιες ατομικές αποφάσεις. Το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε ότι οι αποφάσεις αυτές συνιστούσαν εκτελεστικά μέτρα υπό την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και απέρριψε το επιχείρημα που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες, ότι οι επίδικοι κανονισμοί εφαρμόζονταν «αυτομάτως και υποχρεωτικώς».

    9

    Με τη σκέψη 60 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι οι αναιρεσείουσες δεν είχαν υποστηρίξει ότι ήταν αναγκασμένες να παραβούν τον νόμο για να εξασφαλίσουν ότι θα είχαν πρόσβαση στη δικαιοσύνη, αλλά περιορίστηκαν απλώς να σημειώσουν ότι, κατά την άποψή τους, ήταν τουλάχιστον αβέβαιο αν θα μπορούσαν να ασκήσουν προσφυγή κατά των εθνικών μέτρων που θα λαμβάνονταν προς εκτέλεση των επίδικων κανονισμών. Με τις σκέψεις 66 και 68 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, αφενός, ότι το παράγωγο δίκαιο της Ένωσης δεν προβλέπει ρητώς τέτοιο ένδικο βοήθημα σε εθνικό επίπεδο και, αφετέρου, ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ ορίζει ότι τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα τα οποία είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης. Με τη σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η εφαρμογή της προϋποθέσεως του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, σχετικά με την απουσία εκτελεστικών μέτρων, δεν πρέπει να εξαρτάται από το αν υπάρχουν στα δικαιικά συστήματα των κρατών μελών μέσα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, ώστε να είναι δυνατή η προσβολή του κύρους της αμφισβητούμενης πράξεως της Ένωσης. Το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε, με τη σκέψη 70 της αποφάσεώς του, ότι βάσει ενός τέτοιου συστήματος ο δικαστής της Ένωσης θα όφειλε σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση να εξετάζει και να ερμηνεύει το εθνικό δικονομικό δίκαιο, όπερ θα συνεπαγόταν υπέρβαση των αρμοδιοτήτων του στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης.

    10

    Ως προς τον λόγο απαραδέκτου ο οποίος στηριζόταν στο επιχείρημα ότι οι αναιρεσείουσες δεν απέδειξαν ότι οι επίδικοι κανονισμοί τις αφορούσαν ατομικά, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, με τη σκέψη 77 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι εν λόγω κανονισμοί παρήγαν έννομα αποτελέσματα έναντι κατηγοριών προσώπων τα οποία αντιμετωπίζονταν γενικώς και αορίστως, δεδομένου ότι οι κανονισμοί αυτοί εφαρμόζονταν σε όλους τους παραγωγούς ζάχαρης της Ένωσης και σε όλους τους εισαγωγείς, χωρίς να εξατομικεύουν τις αναιρεσείουσες καθ’ οιονδήποτε τρόπο.

    11

    Στο μέτρο που οι αναιρεσείουσες είχαν υποστηρίξει ότι «τουλάχιστον» ο εκτελεστικός κανονισμός 393/2011 τις αφορούσε ατομικά, προβάλλοντας ως επιχείρημα ότι ο συγκεκριμένος κανονισμός επηρέαζε μια κλειστή κατηγορία επιχειρήσεων εφόσον καθόριζε έναν συντελεστή με σκοπό την κατανομή της δασμολογικής ποσοστώσεως μόνο μεταξύ των εισαγωγέων οι οποίοι είχαν υποβάλει τις αιτήσεις τους μεταξύ 1ης και 7ης Απριλίου 2011, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, με τις σκέψεις 84 και 89 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι όλες οι αναιρεσείουσες είχαν επηρεαστεί με τον ίδιο τρόπο από τον εκτελεστικό κανονισμό 393/2011 λόγω μιας αντικειμενικής τους ιδιότητας, ήτοι του παραγωγού που είχε υποβάλει αίτηση χορηγήσεως πιστοποιητικού, και ότι, ως εκ τούτου, το γεγονός ότι ανήκαν σε έναν περιορισμένο κύκλο προσώπων, όπερ ήταν απόρροια της ίδιας της φύσεως του επίμαχου κανονισμού, δεν εξατομίκευε τις αναιρεσείουσες.

    12

    Με τη σκέψη 97 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε ότι, εφόσον η προσφυγή ακυρώσεως κρίθηκε απαράδεκτη, έπρεπε να απορριφθεί και η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας, η οποία είχε προβληθεί ως προς τα άρθρα 186, στοιχείο αʹ, και 187 του κανονισμού (ΕΚ) του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα (ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ) (ΕΕ L 299, σ. 1).

    Αιτήματα των διαδίκων

    13

    Η T & L Sugars και η Sidul Açúcares ζητούν από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου·

    να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της ουσίας της υποθέσεως, και

    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    14

    Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει την T & L Sugars και τη Sidul Açúcares στα δικαστικά έξοδα.

    15

    Η Γαλλική Δημοκρατία και το Συμβούλιο ζητούν από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.

    Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

    16

    Προς στήριξη των αιτημάτων τους, η T & L Sugars και η Sidul Açúcares προβάλλουν τρεις λόγους αναιρέσεως. Με τον πρώτο λόγο, προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι ερμήνευσε εσφαλμένως την έννοια των «πράξεων που [δεν απαιτούν] εκτελεστικά μέτρα» κατά την τελευταία φράση του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Με τον δεύτερο λόγο, οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένως το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, στο μέτρο που αποφάνθηκε ότι ο εκτελεστικός κανονισμός 393/2011 δεν τις αφορούσε ατομικά. Με τον τρίτο λόγο, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι, εφόσον απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η προσφυγή ακυρώσεως, δεν έπρεπε να γίνει δεκτή ούτε η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας η οποία είχε προβληθεί σε συνάρτηση με την προσφυγή αυτή.

    Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    17

    Η T & L Sugars και η Sidul Açúcares ισχυρίζονται, προς στήριξη του πρώτου λόγου, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι τα μέτρα που έλαβαν οι εθνικές αρχές στο πλαίσιο των επίδικων κανονισμών αποτελούν εκτελεστικά μέτρα κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

    18

    Υποστηρίζουν ότι οι επίδικοι κανονισμοί, όπως έχουν εκδοθεί από την Επιτροπή, προβλέπουν μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια, οπότε ο μόνος ρόλος που απομένει στα κράτη μέλη είναι του απλού «παραλήπτη». Υπό τις συνθήκες αυτές, οι αναιρεσείουσες δεν μπορούσαν να προσβάλουν τους επίδικους κανονισμούς ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, δεδομένου ότι τα τελευταία δεν θα ήταν αρμόδια να τους ακυρώσουν.

    19

    Το σφάλμα στο οποίο υπέπεσε, κατά την άποψή τους, το Γενικό Δικαστήριο ήταν να κρίνει ότι κάθε μέτρο, ακόμη και διεκπεραιωτικού ή παρεπόμενου χαρακτήρα, που λαμβάνουν τα κράτη μέλη στο πλαίσιο ενός κανονισμού της Ένωσης συνιστά «απόφαση προς εκτέλεση» του οικείου κανονισμού.

    20

    Πάντοτε κατά τις αναιρεσείουσες, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε επίσης σε πλάνη περί το δίκαιο διαπιστώνοντας, με τη σκέψη 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κράτη μέλη ουδεμία επιρροή ασκεί κατά την εξέταση του ζητήματος αν μια κανονιστική πράξη «[απαιτεί] εκτελεστικά μέτρα» ή όχι. Οι αναιρεσείουσες θεωρούν ότι η ύπαρξη διακριτικής ευχέρειας αποτελεί κρίσιμο στοιχείο προκειμένου να διαπιστωθεί αν συγκεκριμένο μέτρο κράτους μέλους προσθέτει πράγματι κάτι στην πράξη της Ένωσης βάσει της οποίας ελήφθη. Η ίδια η λέξη «απόφαση» υπονοεί πράξη η οποία προϋποθέτει επιλογή μεταξύ περισσοτέρων δυνατοτήτων, και όχι μηχανική εκτέλεση, διαβίβαση διαταγών κάποιου τρίτου ή μια πράξη απλώς επιβεβαιωτικού χαρακτήρα.

    21

    Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο, με τις σκέψεις 58 έως 60 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ερμήνευσε περιοριστικώς την τελευταία φράση του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Όφειλε να ερμηνεύσει τη συγκεκριμένη διάταξη υπό το πρίσμα του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης). Θα έπρεπε επίσης να ερμηνεύσει την εν λόγω διάταξη με γνώμονα την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας και κατά τέτοιον τρόπο ώστε να έχουν πραγματικό νόημα οι τροποποιήσεις που έγιναν στο γράμμα της Συνθήκης ΛΕΕ. Οι λόγοι αυτοί θα επέβαλλαν να έχουν οι ιδιώτες τη δυνατότητα να προσφύγουν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου όταν, ελλείψει αποτελεσματικού μέσου προστασίας, είναι αναγκασμένοι να παραβούν τον νόμο προκειμένου να μπορέσουν να προσβάλουν δικαστικώς το κύρος μιας πράξεως της Ένωσης, όπως συμβαίνει και εν προκειμένω, γεγονός το οποίο αναγνώρισε άλλωστε και η ίδια η Επιτροπή.

    22

    Η άποψη της Επιτροπής είναι ότι η τελευταία φράση του τέταρτου εδαφίου του άρθρου 263 ΣΛΕΕ αποσκοπεί να συμβάλει στη διατήρηση μιας ισορροπίας ανάμεσα στον ρόλο των εθνικών δικαστηρίων και στον αντίστοιχο των δικαστηρίων της Ένωσης στο πλαίσιο του συστήματος το οποίο έχει θεσπιστεί στην Ένωση προς εξασφάλιση αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου και στηρίζεται στην ύπαρξη, αφενός, πράξεων που εκδίδονται από τα κράτη μέλη σε εθνικό επίπεδο προς εφαρμογή της οικείας ρυθμίσεως του δικαίου της Ένωσης και, αφετέρου, της δυνατότητας να προσβληθούν δικαστικώς οι πράξεις αυτές, σε πρώτη φάση, ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και, εν συνεχεία, ενδεχομένως ενώπιον του Δικαστηρίου μέσω της διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής, όταν μια τέτοια παραπομπή είναι αναγκαία, πιο συγκεκριμένα για να εκτιμηθεί το κύρος πράξεως εκδοθείσας από θεσμικό ή άλλο όργανο ή και οργανισμό της Ένωσης, καθώς και για να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης από τα εθνικά δικαστήρια, σύμφωνα με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ.

    23

    Από το γεγονός ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν περιορισμένη διακριτική ευχέρεια ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα θέσουν σε εφαρμογή μια κανονιστική ρύθμιση της Ένωσης δεν είναι δυνατό να συναχθεί ότι οποιαδήποτε ακύρωση διατάξεων της πράξεως που εκδίδεται προς εφαρμογή της συγκεκριμένης ρυθμίσεως σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι η ίδια η ρύθμιση του δικαίου της Ένωσης είναι παράνομη.

    24

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι τα εθνικά μέτρα ήταν, εν προκειμένω, σημαντικά και αναγκαία. Μολονότι οι επίδικοι κανονισμοί αποτελούν όντως κανονιστικές πράξεις, μπορούσαν εμμέσως μόνο να επηρεάσουν τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, πιο συγκεκριμένα δε μέσω των απολύτως απαραίτητων εθνικών εκτελεστικών μέτρων. Κατά την Επιτροπή, δεν αμφισβητείται ότι, χωρίς τα μέτρα αυτά, οι επίδικοι κανονισμοί θα ήταν αδύνατο να παραγάγουν τα έννομα αποτελέσματά τους έναντι των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων.

    25

    Ειδικότερα, τα πιστοποιητικά και τα πιστοποιητικά εισαγωγής, με τα οποία επιτρεπόταν στις επιχειρήσεις να διαθέσουν στην αγορά πρόσθετες ποσότητες ζάχαρης εκτός ποσοστώσεως και με μειωμένη εισφορά ή, αντιστοίχως, να εισαγάγουν ζάχαρη με μειωμένους δασμούς, χορηγούνταν από τις αρμόδιες εθνικές αρχές αφού οι τελευταίες είχαν επαληθεύσει ποιοι ήταν οι αιτούντες, είχαν εξετάσει κατά πόσον οι αιτήσεις τους περιελάμβαναν αληθή, πλήρη και ακριβή στοιχεία, είχαν ελέγξει αν επρόκειτο για επιχειρήσεις οι οποίες πράγματι ασκούσαν δραστηριότητες στη συγκεκριμένη αγορά, είχαν ζητήσει τη σύσταση κατάλληλης εγγυήσεως, είχαν αποφασίσει αν θα δέχονταν ή θα απέρριπταν τις αιτήσεις και είχαν διαβιβάσει στην Επιτροπή όλα τα κρίσιμα δεδομένα σχετικά με τις αιτήσεις που γίνονταν δεκτές. Πολλά από τα καθήκοντα αυτά απαιτούσαν την άσκηση ευρείας διακριτικής ευχέρειας εκ μέρους των κρατών μελών, τα οποία όφειλαν επίσης να μεριμνούν για την πρόληψη κάθε παρατυπίας και καταχρήσεως.

    26

    Στην περίπτωση όπου δεν υφίσταται ένδικο βοήθημα προς αμφισβήτηση του κύρους των εκτελεστικών μέτρων, υπενθυμίζεται ότι, με την απόφαση nuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψεις 97 και 103), το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι «ούτε η Συνθήκη ΛΕΕ ούτε το άρθρο 19 ΣΕΕ σκοπούν στη δημιουργία, στο επίπεδο των εθνικών δικαστηρίων και προς διασφάλιση της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, άλλων μέσων παροχής ένδικης προστασίας πλην αυτών που προβλέπει το εθνικό δίκαιο», και ότι σκοπός του άρθρου 47 του Χάρτη δεν είναι να τροποποιήσει το σύστημα δικαστικού ελέγχου το οποίο έχει θεσπιστεί με τις Συνθήκες, ούτε, πιο συγκεκριμένα, τους κανόνες του παραδεκτού των ενδίκων βοηθημάτων που ασκούνται απευθείας ενώπιον του δικαστή της Ένωσης.

    27

    Η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος. Πρώτον, κατά την άποψή της, ήταν ορθό το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου ότι για την εφαρμογή των επίδικων κανονισμών απαιτούνταν εκτελεστικά μέτρα. Δεύτερον, το ως άνω συμπέρασμα επ’ ουδενί αναιρείται από το επιχείρημα των αναιρεσειουσών ότι εθνικά μέτρα που λαμβάνονται χωρίς να υπάρχει συναφώς διακριτική ευχέρεια δεν υπόκεινται σε προσφυγή. Τρίτον, το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται ούτε από το επιχείρημα των αναιρεσειουσών ότι, σε ορισμένα κράτη μέλη, δεν διέθεταν αποτελεσματικό μέσο έννομης προστασίας έναντι των επίδικων κανονισμών.

    28

    Το Συμβούλιο συμμερίζεται την επιχειρηματολογία της Επιτροπής.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    29

    H έννοια των «κανονιστικών πράξεων που [δεν απαιτούν] εκτελεστικά μέτρα» κατά την τελευταία φράση του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα τον σκοπό της διατάξεως αυτής, ο οποίος είναι, όπως προκύπτει από το ιστορικό της θεσπίσεώς της, να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να πρέπει ο ιδιώτης να παραβεί τον νόμο για να έχει πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Όταν μια κανονιστική πράξη παράγει άμεσα αποτελέσματα στη νομική κατάσταση ενός φυσικού ή νομικού προσώπου χωρίς να απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα, το πρόσωπο αυτό θα διέτρεχε τον κίνδυνο να στερηθεί την αποτελεσματική δικαστική προστασία αν δεν διέθετε ένδικο βοήθημα το οποίο να μπορούσε να ασκήσει απευθείας ενώπιον του δικαστή της Ένωσης προς αμφισβήτηση της νομιμότητας της συγκεκριμένης κανονιστικής πράξεως. Πράγματι, ελλείψει εκτελεστικών μέτρων, το φυσικό ή το νομικό πρόσωπο, μολονότι η επίμαχη πράξη το αφορά άμεσα, θα μπορούσε να εξασφαλίσει τον δικαστικό της έλεγχο μόνον αφότου θα παρέβαινε τις διατάξεις της, επικαλούμενο ότι αυτές είναι παράνομες στο πλαίσιο της επακόλουθης διαδικασίας εναντίον του ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων (απόφαση Telefónica κατά Επιτροπής, C‑274/12 P, EU:C:2013:852, σκέψη 27).

    30

    Αντιθέτως, όταν για την εφαρμογή μιας κανονιστικής πράξεως απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα, ο δικαστικός έλεγχος της τηρήσεως της έννομης τάξης της Ένωσης διασφαλίζεται ανεξαρτήτως του αν τα οικεία μέτρα προέρχονται από την Ένωση ή από τα κράτη μέλη. Τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία δεν μπορούν, λόγω των προϋποθέσεων παραδεκτού του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, να προσβάλουν απευθείας ενώπιον του δικαστή της Ένωσης μια κανονιστική πράξη της Ένωσης, προστατεύονται από την εις βάρος τους εφαρμογή της συγκεκριμένης πράξεως με τη δυνατότητα να προσβάλουν τα μέτρα που απαιτείται να ληφθούν προς εκτέλεση της πράξεως αυτής (απόφαση Telefónica κατά Επιτροπής, C‑274/12 P, EU:C:2013:852, σκέψη 28).

    31

    Όταν η υλοποίηση τέτοιας πράξεως απόκειται σε θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό της Ένωσης, τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα μπορούν να ασκήσουν ευθεία προσφυγή ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης κατά των μέτρων εφαρμογής υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και να προβάλουν, δυνάμει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ, προς στήριξη της προσφυγής τους, την έλλειψη νομιμότητας της βασικής πράξεως. Όταν η εν λόγω υλοποίηση απόκειται στα κράτη μέλη, τα οικεία πρόσωπα μπορούν να επικαλεστούν την ακυρότητα της επίμαχης βασικής πράξεως της Ένωσης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, ώστε αυτά να υποβάλουν, βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, σχετικό προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο (αποφάσεις Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψη 93, και Telefónica κατά Επιτροπής, C‑274/12 P, EU:C:2013:852, σκέψη 29).

    32

    Όπως έχει ήδη αποφανθεί το Δικαστήριο, κατά την εκτίμηση του ζητήματος αν για την εφαρμογή μιας κανονιστικής πράξεως απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα, κρίσιμη είναι η κατάσταση του συγκεκριμένου προσώπου που επικαλείται το δικαίωμα προσφυγής δυνάμει της τελευταίας φράσεως του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Είναι, επομένως, αδιάφορο αν η επίμαχη πράξη συνεπάγεται εκτελεστικά μέτρα ως προς άλλους ιδιώτες (αποφάσεις Telefónica κατά Επιτροπής, C‑274/12 P, EU:C:2013:852, σκέψη 30, και Stichting Woonpunt κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑132/12 P, EU:C:2014:100, σκέψη 50).

    33

    Υπό το πρίσμα αυτών ακριβώς των διευκρινίσεων πρέπει να εξεταστεί ο πρώτος λόγος τον οποίο προέβαλαν η T & L Sugars και η Sidul Açúcares προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως.

    34

    Όπως προκύπτει από το άρθρο 1 του κανονισμού 222/2011, το ποσό της εισφοράς επί του πλεονάσματος για μέγιστη ποσότητα 500000 τόνων ζάχαρης σε ισοδύναμο λευκής ζάχαρης και 26000 τόνων ισογλυκόζης σε ξηρά ουσία, οι οποίοι θα παράγονταν καθ’ υπέρβαση της ποσοστώσεως που καθοριζόταν στο παράρτημα VI του κανονισμού 1234/2007, ορίστηκε με τον κανονισμό αυτό σε 0 ευρώ ανά τόνο για την περίοδο εμπορίας 2010/2011. Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 222/2011, αιτήσεις χορηγήσεως πιστοποιητικού επιτρεπόταν να υποβάλουν μόνον εγκεκριμένες δυνάμει του άρθρου 57 του κανονισμού 1234/2007 επιχειρήσεις παραγωγής ζαχαρότευτλων και ζαχαροκάλαμων ή ισογλυκόζης, στις οποίες είχε κατανεμηθεί ποσόστωση παραγωγής για την ως άνω περίοδο εμπορίας 2010/2011, Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6 του κανονισμού 222/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού, οι εθνικές αρχές χορηγούσαν στους παραγωγούς που είχαν υποβάλει σχετική αίτηση πιστοποιητικά με τα οποία αναγνωριζόταν ότι η οφειλόμενη εισφορά ήταν μηδενική για τις δηλωμένες ποσότητες ζάχαρης και ισογλυκόζης εφόσον δεν υπερέβαιναν τα προκαθορισμένα ανώτατα ποσοτικά όρια.

    35

    Ο εκτελεστικός κανονισμός 302/2011, από τη δική του πλευρά, προέβλεπε έκτακτη δασμολογική ποσόστωση για ποσότητα 300000 τόνων ζάχαρης. Κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 4, 5 και 8 του κανονισμού 891/2009, στον οποίο παραπέμπει το άρθρο 1 του εκτελεστικού κανονισμού 302/2011, οι εθνικές αρχές χορηγούσαν τα πιστοποιητικά εισαγωγής ως προς την ως άνω δασμολογική ποσόστωση στους εισαγωγείς που είχαν υποβάλει σχετική αίτηση για ποσότητα εντός των προκαθορισμένων ανώτατων ορίων.

    36

    Δεδομένου ότι οι ποσότητες στις οποίες αναφέρονταν, αφενός, οι υποβληθείσες δυνάμει του κανονισμού 222/2011 αιτήσεις χορηγήσεως πιστοποιητικών για παραγωγή ζάχαρης πέραν της προβλεπόμενης ποσοστώσεως και, αφετέρου, οι υποβληθείσες δυνάμει του κανονισμού 302/2011 αιτήσεις χορηγήσεως πιστοποιητικών εισαγωγής, υπερέβησαν τις ποσότητες που καθορίζονταν στις δύο αυτές κανονιστικές πράξεις από την πρώτη μόλις εβδομάδα της εφαρμογής τους, η Επιτροπή όρισε, με τους εκτελεστικούς κανονισμούς 2993/2011 και 393/2011, συντελεστές κατανομής προς εφαρμογή στις αιτήσεις χορηγήσεως πιστοποιητικών οι οποίες είχαν ήδη κατατεθεί δυνάμει του κανονισμού 222/2011 και του κανονισμού 302/2011 αντιστοίχως.

    37

    Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι ο κανονισμός 222/2011 και ο εκτελεστικός κανονισμός 293/2011 δεν αφορούν άμεσα τις αναιρεσείουσες κατά την έννοια της τελευταίας φράσεως του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, εφόσον αυτές δεν έχουν την ιδιότητα του παραγωγού ζάχαρης και δεν επηρεάζονταν άμεσα, ως προς τη νομική τους κατάσταση, από τους συγκεκριμένους κανονισμούς (βλ. αποφάσεις Glencore Grain κατά Επιτροπής, C 404/96 P, EU:C:1998:196, σκέψη 41· Front national κατά Κοινοβουλίου, C 486/01 P, EU:C:2004:394, σκέψη 34· Επιτροπή κατά Ente per le Ville Vesuviane, και Ente per le Ville Vesuviane κατά Επιτροπής, C-445/07 P και C 455/07 P, EU:C:2009:529, σκέψη 45, καθώς και Stichting Woonpunt κ.λπ. κατά Επιτροπής, C 132/12 P, EU:C:2014:100, σκέψη 68).

    38

    Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο παραλείποντας να εξετάσει αν οι εν λόγω κανονισμοί αφορούσαν άμεσα τις αναιρεσείουσες και θεμελιώνοντας την κρίση του περί του απαραδέκτου της προσφυγής ακυρώσεως στο σκεπτικό ότι για την εφαρμογή των κανονισμών αυτών απαιτούνταν εκτελεστικά μέτρα κατά την έννοια της τελευταίας φράσεως του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

    39

    Επισημαίνεται εντούτοις ότι στο μέτρο που, όπως διαπιστώθηκε με τη σκέψη 37 της παρούσας αποφάσεως, ο κανονισμός 222/2011 και ο εκτελεστικός κανονισμός 293/2011 δεν αφορούν άμεσα τις αναιρεσείουσες κατά την έννοια της τελευταίας φράσεως του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο δεν συνεπάγεται την αναίρεση της αποφάσεώς του όσον αφορά την κρίση του περί του απαραδέκτου της προσφυγής ακυρώσεως κατά των ως άνω κανονισμών.

    40

    Αντιθέτως, ως προς τους εκτελεστικούς κανονισμούς 302/2011 και 393/2011, διαπιστώνεται ότι αυτοί παρήγαγαν έννομα αποτελέσματα έναντι των αναιρεσειουσών μόνο μέσω των πράξεων που εξέδωσαν οι εθνικές αρχές κατόπιν της καταθέσεως των αιτήσεων χορηγήσεως πιστοποιητικών βάσει του εκτελεστικού κανονισμού 302/2011. Επομένως, τόσο οι αποφάσεις για τη χορήγηση τέτοιων πιστοποιητικών, με τις οποίες εφαρμόστηκαν στις περιπτώσεις των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων οι συντελεστές που καθορίζονταν στον κανονισμό 393/2011, όσο και οι αποφάσεις περί πλήρους ή μερικής απορρίψεως των σχετικών αιτήσεων συνιστούν εκτελεστικά μέτρα κατά την έννοια της τελευταίας φράσεως του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

    41

    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τον ισχυρισμό ότι τα μέτρα που ελήφθησαν σε εθνικό επίπεδο είχαν απλώς διεκπεραιωτικό χαρακτήρα.

    42

    Ειδικότερα, το ζήτημα αν οι επίδικοι κανονισμοί άφηναν περιθώριο εκτιμήσεως στις εθνικές αρχές στερείται, όπως ορθώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σημασίας στο πλαίσιο της εξετάσεως του κατά πόσον για την εφαρμογή των εν λόγω κανονισμών απαιτούνταν εκτελεστικά μέτρα κατά την έννοια της τελευταίας φράσεως του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

    43

    Ως προς το επιχείρημα που αντλούν οι αναιρεσείουσες από το άρθρο 47 του Χάρτη, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι σκοπός της συγκεκριμένης διατάξεως δεν είναι να τροποποιήσει το σύστημα δικαστικού ελέγχου το οποίο προβλέπουν οι Συνθήκες, ούτε, πιο συγκεκριμένα, τους κανόνες του παραδεκτού των ενδίκων βοηθημάτων που ασκούνται απευθείας ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, όπως άλλωστε συνάγεται και από τις επεξηγήσεις σχετικά με το εν λόγω άρθρο 47, οι οποίες πρέπει, όπως ορίζουν τα άρθρα 6, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, ΣΕΕ και 52, παράγραφος 7, του Χάρτη, να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της ερμηνείας του (βλ. αποφάσεις Sky Österreich, C‑283/11, EU:C:2013:28, σκέψη 42· Alemo-Herron κ.λπ., C‑426/11, EU:C:2013:521, σκέψη 32, και Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψη 97).

    44

    Έτσι, οι προϋποθέσεις παραδεκτού κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ πρέπει μεν να ερμηνεύονται με γνώμονα το θεμελιώδες δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, χωρίς όμως τούτο να καταλήγει σε κατάργηση των προϋποθέσεων αυτών, οι οποίες προβλέπονται ρητώς από τη Συνθήκη ΛΕΕ (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψη 98 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    45

    Πάντως, ο δικαστικός έλεγχος της τηρήσεως της έννομης τάξης της Ένωσης διασφαλίζεται, όπως καθίσταται σαφές με το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ, όχι μόνον από το Δικαστήριο αλλά και από τα εθνικά δικαστήρια των κρατών μελών. Πράγματι, η Συνθήκη ΛΕΕ έχει θεσπίσει με τα άρθρα της 263 ΣΛΕΕ και 277 ΣΛΕΕ, αφενός, και με το άρθρο της 267 ΣΛΕΕ, αφετέρου, ένα πλήρες σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και διαδικασιών προς διασφάλιση του ελέγχου της νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης, αναθέτοντας αυτόν τον έλεγχο στον δικαστή της Ένωσης (αποφάσεις Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψεις 90 και 92, και Telefónica κατά Επιτροπής, C‑274/12 P, EU:C:2013:852, σκέψη 57).

    46

    Σημειωτέον συναφώς ότι οι ιδιώτες έχουν, στο πλαίσιο των εθνικών διαδικασιών, το δικαίωμα να αμφισβητήσουν δικαστικώς τη νομιμότητα κάθε αποφάσεως ή άλλης εθνικής ρυθμίσεως σχετικής με την εφαρμογή, στην περίπτωσή τους, μιας εκ των γενικής ισχύος πράξεων της Ένωσης, προβάλλοντας την ακυρότητα της συγκεκριμένης πράξεως (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις E και F, C‑550/09, EU:C:2010:382, σκέψη 45, και Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψη 94).

    47

    Επομένως, η προδικαστική παραπομπή με αντικείμενο την εκτίμηση του κύρους αποτελεί, όπως άλλωστε και η προσφυγή ακυρώσεως, έναν τρόπο ελέγχου της νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης (βλ. αποφάσεις Zuckerfabrik Süderdithmarschen και Zuckerfabrik Soest, C‑143/88 και C‑92/89, EU:C:1991:65, σκέψη 18· ABNA κ.λπ., C‑453/03, C‑11/04, C‑12/04 και C‑194/04, EU:C:2005:741, σκέψη 103, και Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψη 95).

    48

    Επ’ αυτού υπενθυμίζεται ότι αν εθνικό δικαστήριο κρίνει ότι ένας ή περισσότεροι λόγοι ακυρώσεως μιας πράξεως της Ένωσης, οι οποίοι προβλήθηκαν από τους διαδίκους ή, ενδεχομένως, εξετάστηκαν αυτεπαγγέλτως από το ίδιο, είναι βάσιμοι, τότε το εθνικό δικαστήριο οφείλει να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα περί εκτιμήσεως του κύρους, καθόσον το Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να διαπιστώσει την ακυρότητα πράξεως της Ένωσης (αποφάσεις IATA και ELFAA, C‑344/04, EU:C:2006:10, σκέψεις 27 και 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψη 96).

    49

    Συνεπώς, για τα πρόσωπα που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ ώστε να ασκήσουν ευθεία προσφυγή ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, απόκειται στα κράτη μέλη να προβλέψουν ένα σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και διαδικασιών το οποίο να διασφαλίζει τον σεβασμό του θεμελιώδους δικαιώματος σε αποτελεσματική δικαστική προστασία (απόφαση Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψη 100 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    50

    Η υποχρέωση αυτή των κρατών μελών επιβεβαιώνεται από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, το οποίο ορίζει ότι «τα κράτη μέλη προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης» (απόφαση Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψη 101). Η ίδια υποχρέωση απορρέει και από το άρθρο 47 του Χάρτη όσον αφορά τα μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη.

    51

    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    52

    Η T & L Sugars και η Sidul Açúcares ισχυρίζονται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι ο εκτελεστικός κανονισμός 393/2011 δεν τις αφορά ατομικά.

    53

    Κατά την άποψή τους, στο πεδίο εφαρμογής του εκτελεστικού κανονισμός 393/2011 δεν ενέπιπταν γενικώς παραγωγοί ζάχαρης ή επιχειρήσεις, αλλά συγκεκριμένα οι επιχειρήσεις οι οποίες είχαν επιλέξει να ζητήσουν πιστοποιητικό εισαγωγής και είχαν υποβάλει ατομική αίτηση προς τούτο. Συνεπώς, πάντοτε κατά τις αναιρεσείουσες, ο κανονισμός αυτός ήταν το άθροισμα πλειόνων ατομικών αποφάσεων επί των αντίστοιχων ατομικών αιτήσεων.

    54

    Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι, ενώ σκοπός της Συνθήκης της Λισσαβώνας ήταν να διευρύνει τις προϋποθέσεις του παραδεκτού των προσφυγών που ασκούν ιδιώτες κατά των κανονισμών, το Γενικό Δικαστήριο υιοθέτησε, ως προς την έννοια της πράξεως η οποία «αφορά ατομικά» τον προσφεύγοντα, μια ερμηνεία ακόμη πιο στενή από εκείνη που είχε γίνει παλαιόθεν δεκτή με την απόφαση Plaumann κατά Επιτροπής (25/62, EU:C:1963:17) και με την απόφαση Toepfer και Getreide-Import Gesellschaft κατά Επιτροπής (106/63 και 107/63, EU:C:1965:65).

    55

    Κατά την Επιτροπή, μολονότι οι αναιρεσείουσες επιχειρούν να περιορίσουν το πεδίο και να εστιάσουν το σχετικό επιχείρημά τους μόνο στον κανονισμό 393/2011, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο συγκεκριμένος κανονισμός δεν συνιστά μεμονωμένη πράξη, αλλά είναι ο κανονισμός που εκδόθηκε προς ολοκλήρωση του «καθεστώτος» το οποίο θεσπίστηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό 302/2011.

    56

    Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι από την απόφαση Plaumann κατά Επιτροπής (25/62, EU:C:1963:17) προκύπτει ότι ιδιώτης ο οποίος δεν είναι ο αποδέκτης μιας πράξεως μπορεί να ισχυριστεί ότι η πράξη αυτή τον αφορά ατομικά μόνον αν, κατά την έκδοσή της, ελήφθησαν υπόψη συγκεκριμένες περιπτώσεις προσώπων.

    57

    Κατά την άποψη της Επιτροπής, τα καθεστώτα των εκτελεστικών κανονισμών 302/2011 και 393/2011, οι οποίοι, σε συνδυασμό με τους κανονισμούς 891/2009 και 1301/2006, συνθέτουν ένα ολοκληρωμένο σύνολο, αποτελούν μέτρα γενικής ισχύος απευθυνόμενα σε όλους τους εισαγωγής ζάχαρης, περιλαμβανομένων και των εισαγωγέων που είναι επιχειρήσεις μεταποιήσεως ζαχαρότευτλων ή ασκούν άλλες σχετικές εμπορικές δραστηριότητες, οπότε δεν είναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι κατά την έκδοση των ως άνω κανονισμών ελήφθη υπόψη κάποια συγκεκριμένη ιδιότητα ή κάποιο συγκεκριμένο χαρακτηριστικό όσων ασχολούνται αποκλειστικά με το ραφινάρισμα της ζάχαρης, όπως οι αναιρεσείουσες.

    58

    Τέλος, η Επιτροπή παραπέμπει στην απόφαση Zuckerfabrik Watenstedt κατά Συμβουλίου (6/68, EU:C:1968:43, 605), όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι η κανονιστική φύση μιας πράξεως δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση επειδή είναι δυνατό να προσδιοριστεί, με περισσότερη ή λιγότερη ακρίβεια, ο αριθμός ή ακόμη και η ταυτότητα των υποκειμένων δικαίου επί των οποίων η εν λόγω πράξη εφαρμόζεται σε δεδομένη στιγμή, εφόσον βεβαίως δεν αμφισβητείται ότι η εφαρμογή αυτή στηρίζεται σε μια αντικειμενική νομική ή πραγματική κατάσταση που ορίζεται από την ίδια την πράξη σε σχέση με τον σκοπό της.

    59

    Η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο επ’ ουδενί υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, με τη σκέψη 93 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο εκτελεστικός κανονισμός 393/2011 δεν πρέπει να θεωρηθεί ως μια δέσμη ατομικών αποφάσεων, δεδομένου ότι η Επιτροπή καθόρισε τον συντελεστή κατανομής αποκλειστικώς και μόνο βάσει της συνολικής ποσότητας ζάχαρης ή, αντιστοίχως, ισογλυκόζης η οποία προέκυπτε από όλες τις σχετικές αιτήσεις που είχαν υποβληθεί στις εθνικές αρχές. Έτσι, με τον καθορισμό του συντελεστή κατανομής κατέστη απλώς δυνατό να προσδιοριστεί, μέσω ενός αντικειμενικού κανόνα και ανεξαρτήτως των ατομικών αιτήσεων της κάθε επιχειρήσεως, σε τι ποσοστό οι εθνικές αρχές θα πρέπει να κάνουν δεκτές τις αιτήσεις που του υποβλήθηκαν. Συνεπώς, κατά τη Γαλλική Δημοκρατία, ο μοναδικός σκοπός του εκτελεστικού κανονισμού 393/2011 ήταν να ευθυγραμμιστεί το άθροισμα των συνολικών ποσοτήτων ζάχαρης και ισογλυκόζης, οι οποίες προέκυπταν από όλες τις αιτήσεις που υποβλήθηκαν στις εθνικές αρχές, με το ύψος της ποσοστώσεως την οποία προέβλεπε ο εκτελεστικός κανονισμός 302/2011, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη οποιοδήποτε ιδιαίτερο χαρακτηριστικό κάποιας συγκεκριμένης επιχειρήσεως.

    60

    Το Κοινοβούλιο συμμερίζεται την επιχειρηματολογία της Επιτροπής.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    61

    Υπενθυμίζεται ότι, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 38 της παρούσας αποφάσεως, για την εφαρμογή του εκτελεστικού κανονισμού 393/2011 απαιτούνταν εκτελεστικά μέτρα.

    62

    Κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα μπορούν να ασκήσουν προσφυγή κατά πράξεως η οποία δεν απευθύνεται σε αυτά και συνεπάγεται εκτελεστικά μέτρα, μόνον αν η πράξη αυτή τα αφορά άμεσα και ατομικά.

    63

    Όσον αφορά την προϋπόθεση ότι η πράξη πρέπει να αφορά τον προσφεύγοντα άμεσα και ατομικά, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι πρόσωπα που δεν είναι αποδέκτες μιας αποφάσεως δεν μπορούν να ισχυριστούν ότι η απόφαση τα αφορά ατομικά, παρά μόνον αν τα θίγει λόγω συγκεκριμένων ιδιοτήτων οι οποίες τα χαρακτηρίζουν ή λόγω μιας ιδιαίτερης πραγματικής καταστάσεως η οποία τα διακρίνει έναντι κάθε άλλου προσώπου και, ως εκ τούτου, τα εξατομικεύει κατά τρόπον ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη (αποφάσεις Plaumann κατά Επιτροπής, 25/62, EU:C:1963:17, 223· Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψη 72, και Telefónica κατά Επιτροπής, C‑274/12 P, EU:C:2013:852, σκέψη 46).

    64

    Επίσης κατά πάγια νομολογία, το γεγονός ότι είναι δυνατό να προσδιοριστεί, με μεγαλύτερη ή μικρότερη ακρίβεια, ο αριθμός ή ακόμη και η ταυτότητα των υποκειμένων δικαίου επί των οποίων εφαρμόζεται ένα μέτρο, επ’ ουδενί σημαίνει ότι το εν λόγω μέτρο πρέπει να θεωρηθεί ότι αφορά ατομικά τα συγκεκριμένα υποκείμενα δικαίου, εφόσον βεβαίως δεν αμφισβητείται ότι η εφαρμογή αυτή στηρίζεται σε μια αντικειμενική νομική ή πραγματική κατάσταση που ορίζεται από την ίδια την επίμαχη πράξη (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις Antillean Rice Mills κατά Συμβουλίου, C‑451/98 P, EU:C:2001:622, σκέψη 52, και Telefónica κατά Επιτροπής, C‑274/12 P, EU:C:2013:852, σκέψη 47).

    65

    Διαπιστώνεται ότι αυτό συμβαίνει στην περίπτωση του εκτελεστικού κανονισμού 393/2011 του οποίου η T & L Sugars και η Sidul Açúcares ζητούν την ακύρωση και σε σχέση με τον οποίο πρέπει, κατά συνέπεια, να εξεταστεί η ενεργητική νομιμοποίησή τους. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι ο κανονισμός αυτό αφορά, όπως ορίζεται στο άρθρο του 1, παράγραφος 1, «τις αιτήσεις πιστοποιητικών εισαγωγής οι οποίες έχουν υποβληθεί μεταξύ 1ης και 7ης Απριλίου 2011», δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η ως άνω διάταξη εξατομικεύει τις T & L Sugars και Sidul Açúcares.

    66

    Πράγματι, το άρθρο 1, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 393/2011 αναφέρεται σε όλους όσους υπέβαλαν, σε επίπεδο Ένωσης, αίτηση χορηγήσεως πιστοποιητικού εισαγωγής μεταξύ 1ης και 7ης Απριλίου 2011. Όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 85 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1301/2006 προβλέπει τον καθορισμό συντελεστή κατανομής υπολογιζόμενου βάσει της διαθέσιμης ποσότητας και της ζητούμενης ποσότητας, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη ούτε το περιεχόμενο των ατομικών αιτήσεων ούτε η ιδιαίτερη κατάσταση του κάθε αιτούντος. Επομένως, κατά την έκδοση του εκτελεστικού κανονισμού 393/2011 δεν ελήφθησαν υπόψη τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά των αναιρεσειουσών, αλλά απλώς και μόνον το γεγονός ότι με τις ποσότητες που αφορούσαν οι αιτήσεις χορηγήσεως πιστοποιητικών εισαγωγής οι οποίες υποβλήθηκαν μεταξύ 1ης και 7ης Απριλίου 2011 υπερκαλύφθηκε η διαθέσιμη ποσότητα, όπως άλλωστε επιβεβαιώνεται και από την αιτιολογική σκέψη 1 του εν λόγω κανονισμού. Τούτο σημαίνει ότι κατά την έκδοση του ως άνω κανονισμού δεν ελήφθησαν υπόψη ούτε το περιεχόμενο των αιτήσεων χορηγήσεως πιστοποιητικού ούτε γενικότερα η ατομική κατάσταση των T & L Sugars και Sidul Açúcares.

    67

    Κατά συνέπεια, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με τη σκέψη 94 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο εκτελεστικός κανονισμός 393/2011 δεν αφορά τις T & L Sugars και Sidul Açúcares ατομικά, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

    68

    Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    69

    Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες βάλλουν κατά του συμπεράσματος στο οποίο κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 97 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι ότι «[εφόσον] η προσφυγή ακυρώσεως κρίθηκε απαράδεκτη, η προβληθείσα σε σχέση με την προσφυγή αυτή ένσταση ελλείψεως νομιμότητας είναι επίσης απορριπτέα».

    70

    Κατά τις αναιρεσείουσες, αν το Δικαστήριο δεχθεί ότι, όπως αυτές ισχυρίζονται, οι επίδικοι κανονισμοί δεν απαιτούσαν εκτελεστικά μέτρα και τις αφορούσαν ατομικά, τότε θα παύσει να ευσταθεί και το σκεπτικό στο οποίο το Γενικό Δικαστήριο θεμελίωσε την απόρριψη της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας που είχε προβληθεί ως προς τα άρθρα 186, στοιχείο αʹ, και 187 του κανονισμού 1234/2007.

    71

    Η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν απλώς ότι κακώς το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας λόγω των νομικών σφαλμάτων της αποφάσεώς του για τα οποία έκαναν λόγο στους δύο πρώτους λόγους αναιρέσεως. Κατά την άποψη της Επιτροπής, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε συναφώς σε καμία πλάνη περί το δίκαιο, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος.

    72

    Η Γαλλική Δημοκρατία και το Συμβούλιο συντάσσονται με την επιχειρηματολογία της Επιτροπής.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    73

    Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν θα είχε απορρίψει την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας αν δεν είχε υποπέσει στα νομικά σφάλματα τα οποία επικαλέστηκαν με τους δύο πρώτους λόγους αναιρέσεως.

    74

    Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 51 και 68 της παρούσας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι δεν πληρούνταν εν προκειμένω οι προβλεπόμενες στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προϋποθέσεις παραδεκτού για την άσκηση προσφυγής κατά των επίδικων κανονισμών, οι οποίοι συνεπάγονταν εκτελεστικά μέτρα, και ότι ο εκτελεστικός κανονισμός 393/2011 δεν αφορούσε τις αναιρεσείουσες ατομικά. Κατά συνέπεια, εφόσον η προσφυγή ακυρώσεως ήταν απαράδεκτη, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ούτε στο μέτρο που απέρριψε την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας την οποία είχαν προβάλει οι αναιρεσείουσες.

    75

    Επομένως, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    76

    Δεδομένου ότι ουδείς από τους λόγους αναιρέσεως τους οποίους προέβαλαν η T & L Sugars και η Sidul Açúcares έγινε δεκτός, η αίτηση αναιρέσεως είναι απορριπτέα στο σύνολό της.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    77

    Δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των εξόδων. Το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο έχει εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, ορίζει ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

    78

    Δεδομένου ότι η Επιτροπή υπέβαλε τέτοιο αίτημα και οι T & L Sugars και Sidul Açúcares ηττήθηκαν, πρέπει οι τελευταίες να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

     

    1)

    Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

     

    2)

    Η T & L Sugars Ltd και η Sidul Açúcares Unipessoal Lda καταδικάζονται στα δικαστικά έξοδα.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Επάνω