Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62005CJ0176

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 1ης Μαρτίου 2007.
KVZ retec GmbH κατά Republik Österreich.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Landesgericht für Zivilrechtssachen Wien - Αυστρία.
Απόβλητα - Κανονισμός (ΕΟΚ) 259/93 - Παρακολούθηση και έλεγχος των μεταφορών αποβλήτων - Ζωικά άλευρα.
Υπόθεση C-176/05.

Συλλογή της Νομολογίας 2007 I-01721

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2007:123

Υπόθεση C‑176/05

KVZ retec GmbH

κατά

Republik Österreich

(αίτηση του Landesgericht für Zivilrechtssachen Wien

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Απόβλητα — Κανονισμός (ΕΟΚ) 259/93 — Παρακολούθηση και έλεγχος των μεταφορών αποβλήτων — Ζωικά άλευρα»

Περίληψη της αποφάσεως

Περιβάλλον – Απόβλητα – Κανονισμός 259/93 για τις μεταφορές αποβλήτων

(Κανονισμός 1774/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όπως έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό 808/2003· κανονισμός 259/93 του Συμβουλίου, όπως έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό 2557/2001, άρθρο 1 § 3, στοιχείο a΄)

Σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, του κανονισμού 259/93, σχετικά με την παρακολούθηση και τον έλεγχο των μεταφορών αποβλήτων στο εσωτερικό της Κοινότητας καθώς και κατά την είσοδο και έξοδό τους, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2557/2001, η μεταφορά ζωικών αλεύρων που έχουν χαρακτηρισθεί ως απόβλητα λόγω της υποχρεώσεως ή της προθέσεως απορρίψεώς τους, τα οποία προορίζονται αποκλειστικά για αξιοποίηση και περιλαμβάνονται στο παράρτημα II του εν λόγω κανονισμού, εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του κανονισμού αυτού, εκτός από τις διατάξεις των στοιχείων β΄ έως ε΄ της εν λόγω παραγράφου 3, καθώς και των άρθρων 11 και 17, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού αυτού.

Ωστόσο, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να μεριμνήσει ώστε η εν λόγω μεταφορά να πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις των διατάξεων του κανονισμού 1774/2002, για τον καθορισμό υγειονομικών κανόνων σχετικά με τα ζωικά υποπροϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 808/2003, εκ των οποίων είναι πιθανόν να αποδειχθούν σημαντικές οι διατάξεις των άρθρων 7, 8 και 9 καθώς και του παραρτήματος II του εν λόγω κανονισμού.

Ειδικότερα, η εφαρμογή του κανονισμού 259/93 δεν σημαίνει ότι οι διατάξεις του κανονισμού 1774/2002 στερούνται παντελώς σημασίας. Πέραν των περιβαλλοντικών κινδύνων, τα ζωικά άλευρα ενέχουν κινδύνους εξαπλώσεων νόσων. Προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος διασποράς παθογόνων παραγόντων, οι διατάξεις του κανονισμού 1774/2002 θέτουν σειρά απαιτήσεων, σκοπός των οποίων είναι να διασφαλισθεί ότι τα ζωικά υποπροϊόντα δεν θα χρησιμοποιηθούν ούτε θα μεταφερθούν για παράνομους σκοπούς. Προς διαφύλαξη της πρακτικής αποτελεσματικότητας των κανονισμών αυτών, η εφαρμογή των εν λόγω νομοθετικών κειμένων πρέπει να γίνεται παράλληλα, έτσι ώστε οι διατάξεις τους να αλληλοσυμπληρώνονται.

(βλ. σκέψεις 73, 77 και διατακτ.)




ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 1ης Μαρτίου 2007 (*)

«Απόβλητα – Κανονισμός (ΕΟΚ) 259/93 – Παρακολούθηση και έλεγχος των μεταφορών αποβλήτων – Ζωικά άλευρα»

Στην υπόθεση C‑176/05,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Landesgericht für Zivilrechtssachen Wien (Αυστρία) με απόφαση της 8ης Απριλίου 2005, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 20 Απριλίου 2005, στο πλαίσιο της δίκης

KVZ retec GmbH

κατά

Republik Österreich,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, K. Lenaerts, E. Juhász, K. Schiemann (εισηγητή) και M. Ilešič, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: K. Sztranc‑Sławiczek, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 8ης Ιουνίου 2006,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η KVZ retec GmbH, εκπροσωπούμενη από τους H. Zanier και M. Firle, Rechtsanwälte,

–        η Republik Österreich, εκπροσωπούμενη από την E. Hofbauer,

–        η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον E. Riedl,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον G. de Bergues και την R. Loosli‑Surrans,

–        η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τη C. White, επικουρούμενη από τον J. Maurici, barrister,

–        η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Μ. Κωνσταντινίδη και F. Erlbacher,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2006,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        H αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία αφενός του κανονισμού (ΕΟΚ) 259/93 του Συμβουλίου, της 1ης Φεβρουαρίου 1993, σχετικά με την παρακολούθηση και τον έλεγχο των μεταφορών αποβλήτων στο εσωτερικό της Κοινότητας καθώς και κατά την είσοδο και έξοδό τους (ΕΕ L 30, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 2557/2001 της Επιτροπής, της 28ης Δεκεμβρίου 2001 (ΕΕ L 349, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 259/93), και αφετέρου του κανονισμού (ΕΚ) 1774/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Οκτωβρίου 2002, για τον καθορισμό υγειονομικών κανόνων σχετικά με τα ζωικά υποπροϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο (ΕΕ L 273, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 808/2003 της Επιτροπής, της 12ης Μαΐου 2003 (ΕΕ L 117, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1774/2002).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της KVZ retec GmbH (στο εξής: KVZ) και της Republik Österreich με αντικείμενο αφενός την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας για τα απόβλητα στη μεταφορά ζωικών αλεύρων που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμο σε θερμοηλεκτρικό εργοστάσιο και αφετέρου τη σχέση μεταξύ της νομοθεσίας αυτής και του κανονισμού 1774/2002.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η οδηγία 75/442/ΕΟΚ

3        Το άρθρο 1, στοιχείο α΄, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1975, περί των στερεών αποβλήτων (ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 86), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 96/350/ΕΚ της Επιτροπής, της 24ης Μαΐου 1996 (ΕΕ L 135, σ. 32, στο εξής: οδηγία 75/442), ορίζει ως «απόβλητο» «κάθε ουσία ή αντικείμενο που εμπίπτει στις κατηγορίες του παραρτήματος Ι και το οποίο ο κάτοχός του απορρίπτει ή προτίθεται ή υποχρεούται να απορρίψει».

4        Το εν λόγω άρθρο 1 της οδηγίας 75/442 ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοείται ως:

[…]

ε) “διάθεση”: κάθε εργασία που προβλέπεται στο παράρτημα II Α·

στ) “αξιοποίηση”: κάθε εργασία που προβλέπεται στο παράρτημα II Β·

[…]».

5        Μεταξύ των κατηγοριών αποβλήτων που απαριθμούνται στο παράρτημα I της οδηγίας 75/442 περιλαμβάνεται η κατηγορία Q 16, που ορίζεται ως «[κ]άθε ουσία, ύλη ή προϊόν τα οποία δεν καλύπτονται από τις προαναφερόμενες κατηγορίες».

6         Το παράρτημα ΙΙ Β της οδηγίας 75/442 σκοπεί στην ανακεφαλαίωση των εργασιών αξιοποιήσεως των αποβλήτων όπως αυτές εκτελούνται στην πράξη. Αυτές περιλαμβάνουν ιδίως την ακόλουθη εργασία:

«R 1      Κύρια χρήση ως καύσιμο ή άλλο μέσο παραγωγής ενέργειας».

7        Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 75/442 έχει ως εξής:

«Εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας:

[…]

β)      εφόσον καλύπτονται ήδη από άλλη νομοθεσία:

[…]

iii) τα πτώματα ζώων και τα ακόλουθα γεωργικά απόβλητα: περιττώματα και άλλες φυσικές και μη επικίνδυνες ουσίες που χρησιμοποιούνται στα πλαίσια της γεωργικής εκμετάλλευσης,

[…]».

 Ο κανονισμός 259/93

8        Το άρθρο 1 του κανονισμού 259/93 έχει ως εξής:

«1.      Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις μεταφορές αποβλήτων στο εσωτερικό της Κοινότητας καθώς και κατά την είσοδο και έξοδό τους.

2.      Εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού τα ακόλουθα:

[…]

δ)      οι μεταφορές αποβλήτων που καλύπτονται από το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ, εφόσον καλύπτονται ήδη από άλλη σχετική νομοθεσία·

[…]

3.      α)     Εξαιρούνται επίσης από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού οι μεταφορές αποβλήτων που προορίζονται [αποκλειστικά] για αξιοποίηση και απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ, εκτός από τις περιπτώσεις που εμπίπτουν στα στοιχεία β΄, γ΄, δ΄ και ε΄, στο άρθρο 11 και στο άρθρο 17, παράγραφοι 1, 2 και 3.

         β)     Τα απόβλητα αυτά υπόκεινται σε όλες τις διατάξεις της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ. Πρέπει ιδίως:

–        να προορίζονται μόνο για δεόντως εξουσιοδοτημένες εγκαταστάσεις, οι οποίες να έχουν εξουσιοδοτηθεί σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 11 της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ,

–        να υπόκεινται σε όλες τις διατάξεις των άρθρων 8, 12, 13 και 14 της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ.

         γ)     Πάντως, ορισμένα από τα απόβλητα που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ μπορούν να υπόκεινται σε έλεγχο εάν, μεταξύ άλλων, παρουσιάζουν κάποια από τα επικίνδυνα χαρακτηριστικά που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας 91/689/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1991, για τα επικίνδυνα απόβλητα […], σαν να επρόκειτο για απόβλητα των παραρτημάτων ΙΙΙ ή IV.

                  Τα απόβλητα αυτά, καθώς και η απόφαση σχετικά με το ποια από τις δύο διαδικασίες πρέπει να ακολουθηθεί, καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 18 της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ. Τα απόβλητα αυτά απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ α.

         δ)     Σε έκτακτες περιπτώσεις, οι μεταφορές αποβλήτων που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ μπορούν, για λόγους που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος ή τη δημόσια υγεία, να ελέγχονται από τα κράτη μέλη, σαν να επρόκειτο για απόβλητα των παραρτημάτων ΙΙΙ ή IV.

                  Τα κράτη μέλη τα οποία χρησιμοποιούν τη δυνατότητα αυτή κοινοποιούν αμέσως τις εκάστοτε περιπτώσεις στην Επιτροπή και ενημερώνουν, ενδεχομένως, τα άλλα κράτη μέλη, αιτιολογώντας την απόφασή τους. Η Επιτροπή μπορεί να επιβεβαιώνει το μέτρο αυτό, ιδίως, με την ενδεχόμενη προσθήκη των αποβλήτων αυτών στο παράρτημα ΙΙ α, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 18 της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ.

         ε)     Όταν τα απόβλητα που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ μεταφέρονται κατά παράβαση του παρόντος κανονισμού ή της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόσουν τις ανάλογες διατάξεις των άρθρων 25 και 26 του παρόντος κανονισμού.»

9        Το άρθρο 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 259/93 ορίζει τα ακόλουθα:

«Κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

α)      “απόβλητα”, τα απόβλητα όπως ορίζονται στο άρθρο 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ».

10      Το άρθρο 11 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει ότι οι μεταφορές αποβλήτων που προορίζονται για αξιοποίηση και απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ του ίδιου κανονισμού πρέπει να συνοδεύονται από ορισμένες πληροφορίες.

11      Το άρθρο 17, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 259/93 προβλέπει τους κανόνες που εφαρμόζονται στις μεταφορές αποβλήτων που απαριθμούνται στο παράρτημα II του εν λόγω κανονισμού, οι οποίες διενεργούνται προς χώρες στις οποίες δεν εφαρμόζεται η απόφαση του Συμβουλίου του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ) της 30ής Μαρτίου 1992, σχετικά με τον έλεγχο των διασυνοριακών μεταφορών επικινδύνων αποβλήτων που προορίζονται για αξιοποίηση.

12      Το παράρτημα II του κανονισμού 259/93, το οποίο τιτλοφορείται «Πράσινος κατάλογος αποβλήτων» (στο εξής: πράσινος κατάλογος), περιλαμβάνει την ακόλουθη εισαγωγή:

«Ανεξάρτητα από το εάν περιλαμβάνονται στον κατάλογο αυτό, τα απόβλητα δεν είναι δυνατόν να μεταφέρονται ως απόβλητα που υπάγονται στον πράσινο κατάλογο, εάν είναι μολυσμένα από άλλα υλικά σε βαθμό που: α) αυξάνει τους κινδύνους που συνδέονται με τα απόβλητα αυτά τόσο ώστε να καθίστανται κατάλληλα για υπαγωγή στον πορτοκαλί ή τον κόκκινο κατάλογο ή β) παρεμποδίζει την ανάκτηση των αποβλήτων με ασφαλή από περιβαλλοντική άποψη τρόπο.»

13      Στο εν λόγω παράρτημα ΙΙ περιλαμβάνεται, υπό την επικεφαλίδα «GM. Απόβλητα από βιομηχανίες τροφίμων και βιομηχανίες μεταποίησης γεωργικών προϊόντων», η κατηγορία GM 130, η οποία καλύπτει τα «[α]πόβλητα από βιομηχανίες μεταποίησης γεωργικών προϊόντων, εκτός από τα παραπροϊόντα που ανταποκρίνονται στα εθνικά και διεθνή πρότυπα και απαιτήσεις για κατανάλωση από τον άνθρωπο ή τα ζώα».

14      Το άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού 259/93 ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Κάθε μεταφορά αποβλήτων, η οποία:

α)      πραγματοποιείται χωρίς να έχει αποσταλεί η κοινοποίηση σε όλες τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές [σύμφωνα] με τον παρόντα κανονισμό, ή

β)      πραγματοποιείται χωρίς τη συναίνεση των ενδιαφερόμενων αρμόδιων αρχών [σύμφωνα] με τον παρόντα κανονισμό

[…]

θεωρείται παράνομη μεταφορά αποβλήτων».

 Ο κανονισμός 1774/2002

15      Ο κανονισμός 1774/2002 θεσπίζει, σύμφωνα με το άρθρο 1, τους κανόνες υγείας των ζώων και δημόσιας υγείας που εφαρμόζονται αφενός κατά τη συλλογή, τη μεταφορά, την αποθήκευση, τον εν γένει χειρισμό, τη μεταποίηση και τη χρησιμοποίηση ή την τελική διάθεση ζωικών υποπροϊόντων, ώστε να μη θέτουν τα εν λόγω προϊόντα σε κίνδυνο την υγεία των ζώων ή τη δημόσια υγεία, και αφετέρου κατά τη διάθεση στην αγορά και, σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις, την εξαγωγή και τη διαμετακόμιση ζωικών υποπροϊόντων και όσων παράγωγων προϊόντων τους αναφέρονται στα παραρτήματα VII και VIII του εν λόγω κανονισμού.

16      Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1774/2002 ορίζει την έννοια «ζωικά υποπροϊόντα» ως περιλαμβάνουσα ολόκληρα πτώματα ή μέρη ζώων ή προϊόντα ζωικής προέλευσης που αναφέρονται στα άρθρα 4, 5 και 6 τα οποία δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο.

17      Το άρθρο 4 του κανονισμού 1774/2002, το οποίο τιτλοφορείται «Υλικά της κατηγορίας 1», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Τα υλικά της κατηγορίας 1 περιλαμβάνουν τα κατωτέρω ζωικά [υπο]προϊόντα ή κάθε υλικό που περιέχει αυτά τα υποπροϊόντα:

[…]

β)      i)     υλικό ειδικού κινδύνου […]

[…]

2.      Τα υλικά της κατηγορίας 1 συλλέγονται, μεταφέρονται και καθίστανται αναγνωρίσιμα χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, σύμφωνα με το άρθρο 7, και, εκτός εάν προβλέπεται άλλως στα άρθρα 23 και 24:

α)      διατίθενται αμέσως ως απόβλητα μέσω αποτέφρωσης σε μονάδα αποτέφρωσης εγκεκριμένη σύμφωνα με το άρθρο 12·

β)      μεταποιούνται σε μονάδα μεταποίησης εγκεκριμένη [...] οπότε το παραγόμενο υλικό [...] διατίθε[τ]αι τελικά ως απόβλητ[ο] με αποτέφρωση ή συναποτέφρωση σε μονάδα αποτέφρωσης ή συναποτέφρωσης, εγκεκριμένη σύμφωνα με το άρθρο 12·

γ)      με εξαίρεση τα υλικά που αναφέρονται στην παράγραφο 1, στοιχείο α), σημεία i΄ και ii΄, μεταποιούνται σε εγκεκριμένη μονάδα μεταποίησης [...] οπότε το παραγόμενο υλικό [...] διατίθε[τ]αι τελικά ως απόβλητ[ο] με ταφή σε [εγκεκριμένο] χώρο υγειονομικής ταφής […]

[…]

ε)      κατόπιν εξελίξεων των επιστημονικών γνώσεων, διατίθενται με άλλα μέσα εγκεκριμένα σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 33, παράγραφος 2, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια επιστημονική επιτροπή. Τα μέσα αυτά μπορούν είτε να συμπληρώνουν είτε να αντικαθιστούν τα προβλεπόμενα στα στοιχεία α΄ έως δ΄.»

18      Το άρθρο 6 του κανονισμού 1774/2002, υπό την επικεφαλίδα «Υλικά της κατηγορίας 3», έχει ως εξής:

«1.      Τα υλικά της κατηγορίας 3 περιλαμβάνουν τα ακόλουθα ζωικά υποπροϊόντα ή κάθε υλικό που περιέχει παρόμοια υποπροϊόντα:

[…]

ε)      ζωικά υποπροϊόντα που προέρχονται από την παραγωγή προϊόντων τα οποία προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο, συμπεριλαμβανομένων των απολιπανθέντων οστών και των κατάλοιπων τήξης λιπών·

[…]

2.      Τα υλικά της κατηγορίας 3 συλλέγονται, μεταφέρονται και καθίστανται αναγνωρίσιμα χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7, και, εκτός εάν προβλέπεται άλλως στα άρθρα 23 και 24:

α)      διατίθενται κατευθείαν ως απόβλητα με αποτέφρωση σε μονάδα αποτέφρωσης εγκεκριμένη σύμφωνα με το άρθρο 12·

β)      μεταποιούνται σε [εγκεκριμένη] μονάδα μεταποίησης [...] οπότε το παραγόμενο υλικό […] διατίθε[τ]αι τελικά ως απόβλητο είτε με τη μέθοδο της αποτέφρωσης ή της συναποτέφρωσης σε μονάδα αποτέφρωσης ή συναποτέφρωσης εγκεκριμένη σύμφωνα με το άρθρο 12, είτε σε [εγκεκριμένο] χώρο υγειονομικής ταφής [...]·

γ)      μεταποιούνται σε μονάδα μεταποίησης εγκεκριμένη σύμφωνα με το άρθρο 17·

δ)      μετασχηματίζονται σε τεχνική μονάδα εγκεκριμένη σύμφωνα με το άρθρο 18·

ε)      χρησιμοποιούνται ως πρώτη ύλη σε μονάδα παραγωγής τροφών για ζώα συντροφιάς εγκεκριμένη σύμφωνα με το άρθρο 18·

στ)      μεταποιούνται σε μονάδα παραγωγής βιοαερίου ή μονάδα λιπασματοποίησης εγκεκριμένη σύμφωνα με το άρθρο 15·

[…]

θ)      διατίθενται με άλλα μέσα ή χρησιμοποιούνται με άλλους τρόπους, σύμφωνα με κανόνες που θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 33, παράγραφος 2, μετά από διαβούλευση με την οικεία επιστημονική επιτροπή. Τα μέσα ή οι τρόποι αυτοί μπορούν είτε να συμπληρώνουν είτε να αντικαθιστούν τα προβλεπόμενα στα στοιχεία α΄ έως η΄·

[...]».

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

19      Ο μηχανικός R. Krenski, Γερμανός υπήκοος, ο οποίος ασκεί τη δραστηριότητά του υπό την εμπορική επωνυμία PGI Umwelttechnik, έχει επιτύχει την παρασκευή καυσίμου από ζωικά άλευρα, το οποίο προορίζεται για αξιοποίηση μέσω θερμικής επεξεργασίας (αποτεφρώσεως) σε ειδικώς εγκεκριμένη προς τούτο θερμοηλεκτρική μονάδα της Βουλγαρίας.

20       Στις 24 Απριλίου 2003 1 111 περίπου τόνοι ζωικών αλεύρων (στο εξής: ζωικά άλευρα), που ανήκαν κατά κυριότητα στον R. Krenski, φορτώθηκαν στο φορτηγό πλοίο MS Euroca (στο εξής: φορτηγό πλοίο) στον λιμένα του Straubing, στη Γερμανία, προκειμένου να μεταφερθούν διά ποτάμιας οδού από τη Γερμανία στη Βουλγαρία και να παραδοθούν στον παραλήπτη του φορτίου, ήτοι την εταιρία New‑Energy‑GmbH. Το φορτίο, έχοντας διασχίσει την Αυστρία και την Ουγγαρία, έφτασε στη Σερβία, όπου οι εθνικές τελωνειακές αρχές εμπόδισαν τη συνέχιση της πορείας του με την αιτιολογία ότι η διαμετακόμιση ζωικών αλεύρων ήταν αντίθετη προς τη σερβική νομοθεσία, κατά την οποία τα ζωικά άλευρα αποτελούν απόβλητα.

21      Ο R. Krenski αρνήθηκε να υπαγάγει οικειοθελώς το φορτίο στην έννοια του αποβλήτου, διότι στην περίπτωση αυτή δεν θα επιτρεπόταν η είσοδός του στο βουλγαρικό έδαφος, όπου βρισκόταν ο τελικός προορισμός του. Τα υπό μεταφορά ζωικά άλευρα επανεστάλησαν στον λιμένα του Straubing προκειμένου να διευκρινιστεί αν αποτελούσαν ή όχι απόβλητα. Ωστόσο, το φορτηγό πλοίο κατά την επιστροφή του ακινητοποιήθηκε από τις αυστριακές τελωνειακές αρχές στο παραποτάμιο λιμάνι της Βιέννης/ Hainburg την 1η Ιουνίου 2003.

22      Με απόφαση της 6ης Ιουνίου 2003, που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 69 του αυστριακού ομοσπονδιακού νόμου του 2002 περί διαχειρίσεως των αποβλήτων (Abfallwirtschaftsgesetz 2002) και του άρθρου 26, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού 259/93, ο Bundesminister für Land‑ und Forstwirtschaft, Umwelt und Wasserwirtschaft (Ομοσπονδιακός Υπουργός Γεωργίας και Δασών, Περιβάλλοντος και Διαχειρίσεως Υδάτινων Πόρων, στο εξής: Υπουργός) χορήγησε στον R. Krenski την άδεια να επαναπροωθήσει τα ζωικά άλευρα στον λιμένα του Straubing υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως ορισμένων όρων και υποχρεώσεων. Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, με την εν λόγω απόφαση της 6ης Ιουνίου 2003 τα ζωικά άλευρα χαρακτηρίζονταν ως «απόβλητα ζωικών ιστών», η μεταφορά των οποίων υπόκειται σε υποχρέωση κοινοποιήσεως σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού 259/93.

23      Ο Υπουργός, κρίνοντας ότι οι ανωτέρω όροι και υποχρεώσεις είχαν τηρηθεί, γνωστοποίησε στις 19 Σεπτεμβρίου 2003 ότι δεν υπήρχε πλέον κανένα εμπόδιο για την επάνοδο των ζωικών αλεύρων στον λιμένα του Straubing. Ως εκ τούτου, το φορτηγό πλοίο απέπλευσε από τον παραποτάμιο λιμένα της Βιέννης/Hainburg με προορισμό τη Γερμανία.

24      Η προσφυγή που άσκησε ο R. Krenski κατά της αποφάσεως της 6ης Ιουνίου 2003, στο μέτρο κατά το οποίο η απόφαση αυτή χαρακτήριζε τα ζωικά άλευρα ως «απόβλητα ζωικών ιστών», απορρίφθηκε με διάταξη του Verwaltungsgerichtshof στις 16 Οκτωβρίου 2003.

25       Κατόπιν της διατάξεως αυτής, η KVZ, στην οποία ο R. Krenski είχε εκχωρήσει τις απαιτήσεις του, άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αγωγή κατά της Republik Österreich λόγω αστικής ευθύνης του Δημοσίου και αξίωσε την καταβολή αποζημιώσεως ύψους 306 984,63 ευρώ πλέον τόκων υπερημερίας, λόγω της ακινητοποιήσεως του φορτηγού πλοίου.

26      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Landesgericht für Zivilrechtssachen Wien αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Υπόκειται η μεταφορά (διαμετακόμιση και/ή επιστροφή) ζωικών αλεύρων, είτε είναι απαλλαγμένα από ιδιαιτέρως επικίνδυνα υλικά είτε όχι, ως μεταφορά αποβλήτων στην υποχρέωση κοινοποιήσεως κατά τον κανονισμό 259/93;

Επικουρικώς:

2)      Εξαιρείται η μεταφορά ζωικών αλεύρων, είτε είναι απαλλαγμένα από ιδιαιτέρως επικίνδυνα υλικά είτε όχι, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 259/93, από την εφαρμογή του κανονισμού αυτού;

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο ερώτημα υπ’ αριθ. 2:

3)      Είναι η μεταφορά (διαμετακόμιση και/ή επιστροφή) ζωικών αλεύρων

α)      τα οποία είναι απαλλαγμένα από ιδιαιτέρως επικίνδυνα υλικά ή

β)      τα οποία περιέχουν ιδιαιτέρως επικίνδυνα υλικά (που έχουν χαρακτηρισθεί ως υλικά της κατηγορίας 1 του κανονισμού 1774/2002),

εφόσον πραγματοποιείται χωρίς κοινοποίηση και συναίνεση των οικείων αρχών, παράνομη κατά το άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού 259/93, επειδή πρόκειται για απόβλητα υπό την έννοια του κανονισμού 259/93;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

27      Τα υποβληθέντα από το αιτούν δικαστήριο ερωτήματα, τα οποία επιβάλλεται να συνεξετασθούν, επικεντρώνονται κατ’ ουσία σε τρία βασικά σημεία. Καταρχάς, πρέπει να εξακριβωθεί αν η μεταφορά ζωικών αλεύρων, στην περίπτωση που αυτά πρέπει να θεωρηθούν ως υπαγόμενα στην έννοια «πτώματα ζώων», εξαιρείται εξαρχής από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 259/93 βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού αυτού. Αν αποκλειστεί η δυνατότητα μιας τέτοιας εξαιρέσεως, επιβάλλεται, εν συνεχεία, να εξετασθεί το ζήτημα του χαρακτηρισμού των εν λόγω ζωικών αλεύρων ως «αποβλήτων» κατά την έννοια της οδηγίας 75/442 και, συνακόλουθα, του κανονισμού 259/93. Τέλος, είναι αναγκαία η εξέταση της ενδεχόμενης υποχρεώσεως κοινοποιήσεως της μεταφοράς των εν λόγω ζωικών αλεύρων.

28      Πριν από την έναρξη της διαδοχικής εξετάσεως καθενός από τα τρία αυτά σημεία, πρέπει να γίνουν οι ακόλουθες προκαταρκτικές παρατηρήσεις:

29      Τα νομικά ζητήματα που θέτει η μεταφορά των ζωικών αλεύρων αφορούν την ερμηνεία της κοινοτικής νομοθεσίας, αφενός, περί αποβλήτων και, αφετέρου, περί προστασίας της ανθρώπινης υγείας και της υγείας των ζώων. Ο διττός αυτός χαρακτήρας της διαφοράς της κύριας δίκης πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά την απάντηση στα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου.

30      Τα ζωικά άλευρα συγκαταλέγονται μεταξύ των προϊόντων της επεξεργασίας ζωικών καταλοίπων. Σύμφωνα με τις διευκρινίσεις που παρέσχε η Αυστριακή Κυβέρνηση με τις γραπτές παρατηρήσεις της, τα άλευρα αυτά παράγονται με άλεση πτωμάτων ζώων τα οποία υποβάλλονται σε επεξεργασία κατά παρτίδες υπό πίεση. Το παραγόμενο υλικό αλέθεται εκ νέου, αφαιρείται το λίπος και αφυδατώνεται το εναπομένον, πλούσιο σε πρωτεΐνες, υλικό ώστε να παραχθεί μια σκόνη, η οποία επίσης συμπιέζεται εν μέρει σε μπάλες.

31      Η συνήθης πρακτική της χρησιμοποιήσεως ζωικών πρωτεϊνών ως ζωοτροφών διακόπηκε με την απόφαση 2000/766/ΕΚ του Συμβουλίου, της 4ης Δεκεμβρίου 2000, περί ορισμένων μέτρων προστασίας σχετικά με τις μεταδοτικές σπογγώδεις εγκεφαλοπάθειες και τη χρησιμοποίηση ζωικών πρωτεϊνών στη διατροφή των ζώων (ΕΕ L 306, σ. 32). Όπως προκύπτει από την έκτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως αυτής, κρίθηκε ενδεδειγμένο να απαγορευθεί προσωρινά, ως προληπτικό μέτρο, η χρήση των ζωικών πρωτεϊνών στις ζωοτροφές, επειδή δε αυτή η απαγόρευση μπορούσε να έχει περιβαλλοντικές συνέπειες αν δεν ελεγχόταν σωστά, ήταν αναγκαίο να εξασφαλισθεί ότι τα ζωικά απόβλητα συλλέγονται, μεταφέρονται, μεταποιούνται, αποθηκεύονται και διατίθενται με ασφάλεια.

32      Στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2000/766 προβλεπόταν υποχρέωση των κρατών μελών να απαγορεύσουν τη χρησιμοποίηση μεταποιημένων ζωικών πρωτεϊνών στη διατροφή των ζώων εκτροφής που συντηρούνται, παχύνονται ή εκτρέφονται για την παραγωγή τροφίμων.

33      Στις 22 Μαΐου 2001 εκδόθηκε ο κανονισμός (ΕΚ) 999/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, για τη θέσπιση κανόνων πρόληψης, καταπολέμησης και εξάλειψης ορισμένων μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών (ΕΕ L 147, σ. 1). Με το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού απαγορεύθηκε να χρησιμοποιούνται στη διατροφή των μηρυκαστικών πρωτεΐνες που προέρχονται από θηλαστικά. Βάσει της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, η απαγόρευση αυτή επεκτάθηκε και στα ζώα και στα προϊόντα ζωικής προελεύσεως.

34      Οι εκτεθείσες στις τρεις προηγούμενες σκέψεις νομοθετικές εξελίξεις καθώς και οι περιορισμοί που επέφεραν ως προς τη χρήση ζωικών πρωτεϊνών στις ζωοτροφές επιτρέπουν την κατανόηση του πλαισίου εντός του οποίου εκδόθηκε ο κανονισμός 1774/2002. Σύμφωνα με την τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού, θα πρέπει να τεθεί περιορισμός στις πιθανές χρήσεις ορισμένων υλικών ζωικής προέλευσης και θα πρέπει να θεσπισθούν κανόνες για άλλες χρήσεις ζωικών υποπροϊόντων εκτός της διατροφής ζώων, καθώς και για την τελική διάθεση των υποπροϊόντων αυτών. Προς επίτευξη του σκοπού αυτού, ο εν λόγω κανονισμός θεσπίζει τους κανόνες υγείας των ζώων και δημόσιας υγείας που εφαρμόζονται κατά τη συλλογή, τη μεταφορά, την αποθήκευση, τον εν γένει χειρισμό, τη μεταποίηση και τη χρησιμοποίηση ή την τελική διάθεση ζωικών υποπροϊόντων.

35      Με τις γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου, οι Κυβερνήσεις της Αυστρίας και του Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζουν ότι υλικά όπως τα ζωικά άλευρα μπορούν να χαρακτηρισθούν ως απόβλητα ενόψει των απαιτήσεων των διατάξεων του κανονισμού 1774/2002 σε σχέση με τα ζωικά υποπροϊόντα. Το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται και αυτό, με την απόφαση περί παραπομπής, στον εν λόγω κανονισμό, χωρίς ωστόσο να θεωρεί ότι έχει εφαρμογή στα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης. Ειδικότερα, ο κανονισμός αυτός δεν άρχισε να εφαρμόζεται παρά μόνον από την 1η Μαΐου 2003, ενώ η μεταφορά των ζωικών αλεύρων προς τη Βουλγαρία πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 2003.

36      Επισημαίνεται συναφώς ότι η διαφορά της κύριας δίκης έχει σχέση με την απόφαση του υπουργού της 6ης Ιουνίου 2003, με την οποία, όπως προκύπτει από τον υποβληθέντα στο Δικαστήριο φάκελο της υποθέσεως, χαρακτήριζε κατ’ ουσίαν τα ζωικά άλευρα ως απόβλητα και έκρινε ότι η επάνοδός τους στη Γερμανία ήταν παράνομη, ελλείψει κοινοποιήσεως στις αρμόδιες αυστριακές αρχές. Όπως προκύπτει από τη διατύπωση των υποβληθέντων ερωτημάτων, η ενδεχόμενη αυτή υποχρέωση κοινοποιήσεως, λόγω ιδίως της μεταφοράς των ζωικών αλεύρων με σκοπό την επάνοδό τους στον λιμένα του Straubing, συγκεντρώνει την προσοχή του αιτούντος δικαστηρίου. Επειδή η εν λόγω μεταφορά έλαβε χώρα, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, μετά τη θέση σε ισχύ του κανονισμού 1774/2002 την 1η Μαΐου 2003, διαπιστώνεται ότι ο κανονισμός αυτός έχει εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης.

 Επί της ενδεχόμενης εξαιρέσεως της μεταφοράς των ζωικών αλεύρων από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 259/93, σε περίπτωση που αυτά θα καλύπτονταν από την έννοια «πτώματα ζώων»

37      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 75/442, τα πτώματα ζώων εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής, εφόσον καλύπτονται ήδη από άλλη νομοθεσία. Το δε άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 259/93 εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής του τις μεταφορές αποβλήτων που αναφέρονται στην εν λόγω διάταξη της οδηγίας 75/442.

38      Όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της αποφάσεως περί παραπομπής, το εθνικό δικαστήριο κρίνει ότι η έννοια «πτώματα ζώων» αποτελεί έννοια γένους στην οποία περιλαμβάνονται όχι μόνον τα πτώματα που προορίζονται για επεξεργασία ως ζωικά κατάλοιπα, αλλά και τα προϊόντα της επεξεργασίας αυτής, συμπεριλαμβανομένων των ζωικών αλεύρων.

39      Η Επιτροπή εκτιμά αντιθέτως ότι στην έννοια αυτή περιλαμβάνονται μόνον τα ολόκληρα πτώματα ζώων που αποθνήσκουν στο πλαίσιο της αγροτικής παραγωγής, ενώ τα ζωικά άλευρα συνιστούν απόβλητα που προέρχονται όχι από την αγροτική παραγωγή καθεατή, αλλά από τη σφαγή και από την επεξεργασία των ζωικών καταλοίπων.

40      Οι Κυβερνήσεις της Αυστρίας, της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου εκτιμούν αντιθέτως ότι τα ζωικά άλευρα δεν εμπίπτουν στην εξαίρεση που αφορά τα πτώματα ζώων και ότι, κατά συνέπεια, η μεταφορά ζωικών αλεύρων δεν εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 259/93. Τα υποπροϊόντα που προκύπτουν από τη μεταποίηση και την επεξεργασία των πτωμάτων αυτών έχουν την υφή σκόνης και δεν μπορούν να υπαχθούν στην έννοια «πτώματα ζώων».

41      Συναφώς, επισημαίνεται ότι η εξαίρεση των πτωμάτων ζώων και ορισμένων άλλων αποβλήτων από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 75/442 προβλέπεται ρητώς στην έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας αυτής, οφείλεται δε στη βούληση του κοινοτικού νομοθέτη να εξαιρέσει τα υλικά που υπόκεινται σε ειδική κοινοτική ρύθμιση.

42      Δεν αμφισβητείται ότι τα πτώματα ζώων πράγματι καλύπτονται από ειδική κοινοτική ρύθμιση, ήτοι τον κανονισμό 1774/2002. Ιδίως από το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, αυτού προκύπτει ότι ο ορισμός των ζωικών υποπροϊόντων καλύπτει και τα «ολόκληρα πτώματα ή μέρη ζώων». Η διαπίστωση όμως αυτή δεν πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι κάθε υλικό που εμπίπτει στον κανονισμό αυτόν εξαιρείται αυτοδικαίως από το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 75/442. Επομένως, το γεγονός ότι τα υποπροϊόντα, όπως τα ζωικά άλευρα, εμπίπτουν και αυτά στον κανονισμό 1774/2002 δεν συνεπάγεται ότι η προβλεπόμενη από την ανωτέρω οδηγία και τον κανονισμό 259/93 εξαίρεση πρέπει να επεκταθεί και στα υποπροϊόντα αυτά.

43      Διαπιστώνεται ότι ο κοινοτικός νομοθέτης επέλεξε να προβεί σε ακριβή διατύπωση της εν λόγω εξαιρέσεως. Η έννοια «πτώματα ζώων», αν ληφθεί υπόψη η κυριολεκτική σημασία της, αναφέρεται στα νεκρά ζώα, ήτοι σε μια πρώτη ύλη που δεν έχει μεταποιηθεί. Το αν τα πτώματα αυτά είναι ολόκληρα ή τεμαχισμένα δεν μεταβάλλει το γεγονός ότι δεν έχουν υποβληθεί σε μεταποίηση ικανή να αλλοιώσει την εγγενή φύση τους. Αντιθέτως, η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά ζωικά άλευρα, ήτοι ένα υλικό η φύση του οποίου διαφέρει ριζικά από εκείνην του υλικού από το οποίο προήλθε, λόγω του ότι έχει υποβληθεί στην ειδική επεξεργασία που περιγράφεται στη σκέψη 30 της παρούσας αποφάσεως.

44      Η θεμελιώδης διαφορά μεταξύ των δύο αυτών υλικών καταδεικνύεται από το γεγονός ότι, σε σχέση με τον ορισμό των ζωικών υποπροϊόντων, το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1774/2002 διακρίνει σαφώς μεταξύ «ολόκληρων πτωμάτων ή μερών ζώων» και «προϊόντων ζωικής προελεύσεως».

45      Άλλωστε, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η έννοια «πτώματα ζώων» συνηγορεί υπέρ της στενής ερμηνείας της εννοίας αυτής. Πέρα από τα πτώματα ζώων, το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, σημείο iii΄, της οδηγίας 75/442 εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής ορισμένα γεωργικά απόβλητα, τα οποία απαριθμούνται ειδικώς. Το γεγονός ότι στην ίδια διάταξη έχουν συμπεριληφθεί αμφότερες οι έννοιες αυτές, ήτοι τα πτώματα ζώων και τα ειδικώς κατονομαζόμενα γεωργικά απόβλητα, καταδεικνύει την ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ τους ως προς την προέλευσή τους. Κατ’ αναλογία, είναι πιθανόν ότι στην έννοια «πτώματα ζώων» περιλαμβάνονται τα πτώματα ζώων που σχετίζονται με την αγροτική παραγωγή και όχι με την ειδική διαδικασία σφαγής ή επεξεργασίας ζωικών καταλοίπων προϊόν της οποίας είναι τα ζωικά άλευρα.

46      Η στενή ερμηνεία της έννοιας «πτώματα ζώων» συμφωνεί επίσης με τη νομολογία του Δικαστηρίου, βάσει της οποίας η έννοια του αποβλήτου δεν πρέπει να ερμηνεύεται υπερβολικά στενά (βλ. αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 2000, C‑418/97 και C‑419/97, ARCO Chemie Nederland κ.λπ., Συλλογή 2000, σ. I‑4475, σκέψεις 37 έως 40, και της 18ης Απριλίου 2002, C‑9/00, Palin Granit και Vehmassalon kansanterveystyön kuntayhtymän hallitus, Συλλογή 2002, σ. I‑3533, στο εξής: απόφαση Palin Granit, σκέψη 23), πράγμα το οποίο συνεπάγεται στενή ερμηνεία των εξαιρέσεων από την έννοια του αποβλήτου.

47      Πρέπει ωστόσο να επισημανθεί η σημαντική τροποποίηση της νομοθεσίας που επήλθε στον τομέα αυτόν με τον κανονισμό (EK) 1013/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για τις μεταφορές αποβλήτων (ΕΕ L 190, σ. 1). Στην ενδέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού διευκρινίζεται ότι πρέπει να αποφευχθεί η επικάλυψη με τον κανονισμό 1774/2002, που περιέχει ήδη διατάξεις που καλύπτουν στο σύνολό τους την αποστολή, τη διοχέτευση και τη μετακίνηση (τη συλλογή, τη μεταφορά, τον χειρισμό, την επεξεργασία, τη χρήση, την αξιοποίηση ή τη διάθεση, την τήρηση μητρώων, τα συνοδευτικά έγγραφα και την ιχνηλασιμότητα) των ζωικών υποπροϊόντων εντός της Κοινότητας, καθώς και προς και από την Κοινότητα.

48      Το άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 1013/2006 εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού τις μεταφορές που υπόκεινται στις απαιτήσεις έγκρισης του κανονισμού 1774/2002. Ωστόσο, επειδή ο εν λόγω κανονισμός δεν είχε εφαρμογή πριν από τις 12 Ιουλίου 2007, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης.

49      Επειδή τα ζωικά άλευρα δεν υπάγονται στην έννοια «πτώματα ζώων» του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, σημείο iii΄, της οδηγίας 75/442 και η μεταφορά τους δεν εξαιρείται, κατά συνέπεια, εξαρχής από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 259/93, πρέπει να εξετασθεί το ζήτημα του ενδεχόμενου χαρακτηρισμού των αλεύρων αυτών ως «αποβλήτων» κατά την έννοια της οδηγίας 75/442 και, συνακόλουθα, του κανονισμού 259/93.

 Επί του χαρακτηρισμού των ζωικών αλεύρων ως αποβλήτων

50      Για τον ορισμό της έννοιας «απόβλητο», το άρθρο 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 259/93 παραπέμπει στο άρθρο 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 75/442. Σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της διατάξεως αυτής, ως «απόβλητο» θεωρείται «κάθε ουσία ή αντικείμενο που εμπίπτει στις κατηγορίες του παραρτήματος I και το οποίο ο κάτοχός του απορρίπτει ή προτίθεται ή υποχρεούται να απορρίψει». Δεν αμφισβητείται ότι τα επίμαχα ζωικά άλευρα υπάγονται στο εν λόγω παράρτημα και ειδικότερα στην κατηγορία Q 16 αυτού.

51      Tο περιεχόμενο της κατά την οδηγία 75/442 εννοίας των «αποβλήτων» εξαρτάται από τη σημασία την οποία έχει η έκφραση «απορρίπτει» του άρθρου 1, στοιχείο α΄, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής (βλ. απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 1997, C‑129/96, Inter-Environnement Wallonie, Συλλογή 1997, σ. I‑7411, σκέψη 26).

52      Η μέθοδος επεξεργασίας ή ο τρόπος χρήσεως μιας ουσίας δεν είναι καθοριστικά για τον χαρακτηρισμό ή μη της ουσίας αυτής ως αποβλήτου. Ειδικότερα, αυτό που συμβαίνει μελλοντικά σε ένα αντικείμενο ή σε μια ουσία δεν ασκεί επιρροή στη φύση της ως αποβλήτου, η οποία προσδιορίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 1, στοιχείο α΄, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 75/442, σε συνάρτηση με την εκ μέρους του κατόχου του αντικειμένου ή της ουσίας ενέργεια, πρόθεση ή υποχρέωση απορρίψεως (προμνησθείσα απόφαση ARCO Chemie Nederland κ.λπ., σκέψη 64).

53      Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 35 της παρούσας αποφάσεως, με τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου υποστηρίζεται ότι υλικά όπως τα ζωικά άλευρα μπορούν να χαρακτηρισθούν ως απόβλητα ενόψει των απαιτήσεων των διατάξεων του κανονισμού 1774/2002 σε σχέση με τα ζωικά υποπροϊόντα. Πρέπει επομένως να εξετασθεί κατά πόσον ασκούν επιρροή εν προκειμένω οι διατάξεις αυτές, ιδίως δε αν μπορεί να συναχθεί εξ αυτών υποχρέωση απορρίψεως των ζωικών αλεύρων. Πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι το αιτούν δικαστήριο άφησε ανοιχτό το ζήτημα αν τα ζωικά άλευρα περιέχουν ή όχι υλικό ειδικού κινδύνου, όπως προκύπτει από τη διατύπωση των ερωτημάτων που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο.

54      Εφόσον τα εν λόγω ζωικά άλευρα περιέχουν υλικό ειδικού κινδύνου, πρέπει να χαρακτηρισθούν ως «υλικά της κατηγορίας 1» κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, σημείο i, του κανονισμού 1774/2002. Βάσει της διατάξεως αυτής, τα υλικά της κατηγορίας 1 περιλαμβάνουν υλικά ειδικού κινδύνου ή κάθε υλικό που περιέχει τα υλικά αυτά.

55      Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου 4, τα υλικά της κατηγορίας 1 πρέπει είτε να διατίθενται αμέσως ως απόβλητα μέσω αποτέφρωσης σε εγκεκριμένη μονάδα αποτέφρωσης είτε να μεταποιούνται σε εγκεκριμένη μονάδα μεταποίησης προκειμένου να διατίθενται τελικά ως απόβλητα με αποτέφρωση, συναποτέφρωση ή υγειονομική ταφή σε εγκεκριμένο χώρο υγειονομικής ταφής.

56      Από τις διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1774/2002, εφόσον οι διατάξεις αυτές αναγνωσθούν υπό το πρίσμα της ανάγκης, που εκφράζεται στην έβδομη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού, της αποφυγής του κινδύνου εξαπλώσεως νόσων, τον οποίον ενέχει η χρήση στις ζωοτροφές πρωτεϊνών προερχόμενων από τη μεταποίηση πτωμάτων ή μερών πτωμάτων του ίδιου είδους ζώου, συνάγεται υποχρέωση διαθέσεως των προϊόντων όπως τα ζωικά άλευρα, εφόσον αυτά περιέχουν υλικό ειδικού κινδύνου.

57      Επομένως, τα εν λόγω ζωικά άλευρα, εφόσον περιέχουν τέτοιο υλικό, πρέπει να θεωρηθούν ως ουσίες τις οποίες ο κάτοχός τους υποχρεούται να «απορρίψει» κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 75/442 και επομένως ως απόβλητα.

58      Αντιθέτως, στην περίπτωση που τα ζωικά άλευρα δεν περιέχουν υλικά ειδικού κινδύνου, θα μπορούσαν να υπαχθούν στα «υλικά της κατηγορίας 3» κατά την έννοια του άρθρου 6 του κανονισμού 1774/2002, ως «ζωικά υποπροϊόντα που προέρχονται από την παραγωγή προϊόντων τα οποία προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο» κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του εν λόγω κανονισμού.

59      Δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού 1774/2002, τα υποπροϊόντα της τελευταίας αυτής κατηγορίας πρέπει να διατίθενται ως απόβλητα με αποτέφρωση σε εγκεκριμένη μονάδα αποτέφρωσης. Ωστόσο, σε αντίθεση με τα προϊόντα της κατηγορίας 1, τα υλικά της κατηγορίας 3 δεν προορίζονται αποκλειστικώς προς διάθεση. Μεταξύ άλλων, το εν λόγω άρθρο 2, στοιχεία γ΄ έως στ΄, προβλέπει ότι τα υλικά αυτά μπορούν είτε να μεταποιούνται σε προϊόντα που έχουν οικονομική αξία είτε να χρησιμοποιούνται ως πρώτη ύλη σε μονάδα παραγωγής τροφών για ζώα συντροφιάς. Επειδή επομένως η διάθεση των εν λόγω υποπροϊόντων ως αποβλήτων είναι προαιρετική, δεν μπορεί να συναχθεί από τον κανονισμό 1774/2002 απαρέγκλιτη υποχρέωση απορρίψεως ουσιών όπως τα ζωικά άλευρα, στο μέτρο κατά το οποίο αυτά δεν περιέχουν υλικά ειδικού κινδύνου.

60      Πρέπει επομένως να εξετασθεί αν τα υποπροϊόντα όπως τα ζωικά άλευρα που δεν περιέχουν υλικά ειδικού κινδύνου μπορούν να χαρακτηρισθούν ως απόβλητα ως εκ του λόγου ότι ο κάτοχός τους τα απορρίπτει ή προτίθεται να τα απορρίψει. Σε αντίθετη περίπτωση, θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν, όπως υποστηρίζει η KVZ, όχι ως απόβλητα αλλά ως πρώτη ύλη μη εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 75/442. Κρίσιμη ημερομηνία για την εξέταση ενός τέτοιου χαρακτηρισμού είναι η 6η Ιουνίου 2003, δηλαδή η ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως του υπουργού με την οποία τα ζωικά άλευρα χαρακτηρίσθηκαν ως απόβλητα.

61      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η έννοια του αποβλήτου κατά την οδηγία 75/442 δεν πρέπει να ερμηνεύεται υπερβολικά στενά (βλ. προμνησθείσες αποφάσεις ARCO Chemie Nederland κ.λπ., σκέψεις 37 έως 40, και Palin Granit, σκέψη 23). Δεν πρέπει επίσης να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι αποκλείει τις ουσίες και τα αντικείμενα που μπορούν, από οικονομική άποψη, να επαναχρησιμοποιηθούν. Το σύστημα εποπτείας και διαχειρίσεως που θεσπίζει η οδηγία 75/442 αποσκοπεί πράγματι στην κάλυψη όλων των αντικειμένων και των ουσιών τα οποία απορρίπτει ο κάτοχός τους, έστω και αν αυτά έχουν εμπορική αξία και συλλέγονται για εμπορικούς σκοπούς προκειμένου να ανακυκλωθούν, να ανακτηθούν ή να επαναχρησιμοποιηθούν (βλ. απόφαση Palin Granit, σκέψη 29).

62      Ένα αγαθό, ένα υλικό ή μια πρώτη ύλη μπορούν να αποτελούν όχι υπόλειμμα, αλλά υποπροϊόν, το οποίο η οικεία επιχείρηση δεν επιθυμεί να «απορρίψει», κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α΄, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 75/442, αλλά προτίθεται να εκμεταλλευθεί ή να εμπορευθεί υπό ευνοϊκές γι’ αυτήν συνθήκες. Πέραν του κριτηρίου που στηρίζεται στο αν μια ουσία αποτελεί ή όχι υπόλειμμα παραγωγής, ο βαθμός της πιθανότητας να επαναχρησιμοποιηθεί η ουσία αυτή χωρίς προηγούμενη μεταποίηση αποτελεί επίσης σημαντικό κριτήριο προκειμένου να εκτιμηθεί αν η ουσία αυτή αποτελεί ή όχι «απόβλητο» κατά την έννοια της οδηγίας 75/442. Εφόσον υφίσταται για τον κάτοχο της ουσίας, πέραν της απλής δυνατότητας επαναχρησιμοποιήσεώς της, και κάποιο οικονομικό πλεονέκτημα, η πιθανότητα μιας τέτοιας επαναχρησιμοποιήσεως είναι υψηλή. Σε μια τέτοια περίπτωση, η οικεία ουσία δεν μπορεί πλέον να θεωρείται ως βάρος που ο κάτοχός του επιθυμεί να απορρίψει, αλλά ως ένα πραγματικό προϊόν (απόφαση Palin Granit, σκέψη 37).

63      Ωστόσο, το αν υπάρχει πράγματι «απόβλητο» κατά την έννοια της οδηγίας 75/442 πρέπει να εξακριβώνεται βάσει του συνόλου των περιστάσεων και λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της εν λόγω οδηγίας, πρέπει δε να καταβάλλεται μέριμνα ώστε να μη θίγεται η πρακτική αποτελεσματικότητά της (βλ., υπό την έννοια αυτή, προμνησθείσα απόφαση ARCO Chemie Nederland κ.λπ., σκέψη 88).

64      Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, σύμφωνα με την προμνησθείσα στις τρεις προηγούμενες σκέψεις νομολογία, αν ο κάτοχος των ζωικών αλεύρων είχε στις 6 Ιουνίου 2003 την πρόθεση να τα απορρίψει.

65      Εφόσον το εν λόγω δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, στη διαφορά της κύριας δίκης, ο κάτοχος των ζωικών αλεύρων είχε πράγματι την πρόθεση να τα απορρίψει ενώ δεν περιείχαν υλικό ειδικού κινδύνου, τα άλευρα αυτά πρέπει να χαρακτηρισθούν ως απόβλητα.

 Επί της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως της μεταφοράς των ζωικών αλεύρων

66      Απομένει να εξετασθεί αν η μεταφορά των ζωικών αλεύρων, εφόσον τα άλευρα αυτά χαρακτηρισθούν ως «απόβλητα» κατά την έννοια της οδηγίας 75/442, λόγω υποχρεώσεως ή προθέσεως απορρίψεώς τους, υπόκειται σε υποχρέωση κοινοποιήσεως σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού 259/93.

67      Με τις γραπτές παρατηρήσεις της η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι τα ζωικά άλευρα, ως απόβλητα της βιομηχανίας μεταποιήσεως κρέατος, υπάγονται στον πράσινο κατάλογο. Ως εκ τούτου, η μεταφορά τους δεν υπόκειται σε υποχρέωση κοινοποιήσεως.

68      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι στον εν λόγω πράσινο κατάλογο περιλαμβάνεται, υπό την επικεφαλίδα «GM. Απόβλητα από βιομηχανίες τροφίμων και βιομηχανίες μεταποίησης γεωργικών προϊόντων», η κατηγορία GM 130, που αφορά «[α]πόβλητα από βιομηχανίες μεταποίησης γεωργικών προϊόντων, εκτός από τα παραπροϊόντα που ανταποκρίνονται στα εθνικά και διεθνή πρότυπα και απαιτήσεις για κατανάλωση από τον άνθρωπο ή τα ζώα». Όπως επεσήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 114 των προτάσεών της, η περιγραφική έκφραση «απόβλητα από βιομηχανίες μεταποίησης γεωργικών προϊόντων» είναι αρκούντως ευρεία ώστε να συμπεριλαμβάνει και τα ζωικά άλευρα. Βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, του κανονισμού 259/93, οι μεταφορές αποβλήτων που προορίζονται αποκλειστικά για αξιοποίηση και απαριθμούνται στο παράρτημα II του κανονισμού αυτού εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του, εκτός από τις περιπτώσεις που εμπίπτουν στα στοιχεία β΄ έως ε΄ της εν λόγω παραγράφου 3 και στα άρθρα 11 και 17, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού αυτού. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να επιβληθεί υποχρέωση κοινοποιήσεως όσον αφορά τη μεταφορά ζωικών αλεύρων, στο μέτρο κατά το οποίο τα άλευρα αυτά, κατά την επιστροφή τους στη Γερμανία, θα συνέχιζαν να προορίζονται για αξιοποίηση και θα υπάγονταν ως εκ τούτου στο παράρτημα ΙΙ του κανονισμού 259/93.

69      Πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι στο εισαγωγικό τμήμα του εν λόγω παραρτήματος II διευκρινίζεται ότι τα απόβλητα δεν είναι δυνατόν να μεταφέρονται ως απόβλητα που υπόκεινται στους ελέγχους του πράσινου καταλάγου, εάν είναι μολυσμένα από άλλα υλικά σε βαθμό που αφενός αυξάνει τους κινδύνους που συνδέονται με τα απόβλητα αυτά τόσο ώστε να καθίστανται κατάλληλα για υπαγωγή στον πορτοκαλί ή τον κόκκινο κατάλογο ή αφετέρου παρεμποδίζει την αξιοποίηση των αποβλήτων με περιβαλλοντικώς ορθές μεθόδους. Πρέπει επομένως να εξακριβωθεί αν το ενδεχόμενο της υπάρξεως υλικών ειδικού κινδύνου στα ζωικά άλευρα αποτελεί εμπόδιο στο να θεωρηθεί ότι τα άλευρα αυτά υπάγονται στον πράσινο κατάλογο.

70      Όπως επεσήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 122 των προτάσεών της, από τη δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 259/93 προκύπτει ότι η κατάταξη των αποβλήτων στον πράσινο κατάλογο στηρίζεται στην εκτίμηση ότι τα απόβλητα αυτά, εφόσον αξιοποιούνται σωστά στη χώρα προορισμού, κανονικά δεν συνιστούν κίνδυνο για το περιβάλλον. Όπως παρατήρησε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 123 των προτάσεών της, μολονότι είναι ελάχιστα πιθανόν ότι, κατά την αξιοποίηση των ζωικών αλεύρων ως καυσίμου, η μόλυνση των εν λόγω ζωικών αλεύρων από υλικό ειδικού κινδύνου προκαλεί, σε σύγκριση με μη μολυσμένα ζωικά άλευρα, αισθητά αυξημένο κίνδυνο για το περιβάλλον, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να αποφασίσει, εφόσον χρειάζεται, αν μια τέτοια μόλυνση θα είχε ως συνέπεια, στην υπόθεση της κύριας δίκης, τον αποκλεισμό των επίμαχων ζωικών αλεύρων από τον εν λόγω πράσινο κατάλογο.

71      Μόνον εφόσον τα ζωικά άλευρα δεν υπάγονται στον πράσινο κατάλογο ή δεν προορίζονται πλέον αποκλειστικά για αξιοποίηση η μεταφορά τους υπόκειται στην επιβαλλόμενη από τον κανονισμό 259/93 υποχρέωση κοινοποιήσεως.

72      Πρέπει να προστεθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, του κανονισμού 259/93, τα ζωικά άλευρα που έχουν χαρακτηρισθεί ως απόβλητα που προορίζονται αποκλειστικά για αξιοποίηση και περιλαμβάνονται στον πράσινο κατάλογο πρέπει εν πάση περιπτώσει να ανταποκρίνονται στις διατάξεις των στοιχείων β΄ έως ε΄ της εν λόγω παραγράφου 3, καθώς και των άρθρων 11 και 17, παράγραφοι 1 έως 3, του εν λόγω κανονισμού.

73      Σε τελική ανάλυση, πρέπει να επισημανθεί ότι η εφαρμογή του κανονισμού 259/93 δεν σημαίνει ότι οι διατάξεις του κανονισμού 1774/2002 στερούνται παντελώς σημασίας. Τονίζεται ότι, πέραν των περιβαλλοντικών κινδύνων, τα ζωικά άλευρα ενέχουν κινδύνους εξαπλώσεων νόσων. Προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος διασποράς παθογόνων παραγόντων, οι διατάξεις του κανονισμού 1774/2002 θέτουν σειρά απαιτήσεων, σκοπός των οποίων είναι να διασφαλισθεί, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, ότι τα ζωικά υποπροϊόντα δεν θα χρησιμοποιηθούν ούτε θα μεταφερθούν για παράνομους σκοπούς. Προς διαφύλαξη της πρακτικής αποτελεσματικότητας των κανονισμών αυτών, η εφαρμογή των εν λόγω νομοθετικών κειμένων πρέπει να γίνεται παράλληλα, έτσι ώστε οι διατάξεις τους να αλληλοσυμπληρώνονται.

74      Πράγματι, σε μια τέτοια παράλληλη εφαρμογή των εν λόγω κανονισμών αναφέρεται αναγκαστικά η τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1774/2002, όπου διευκρινίζεται, μεταξύ άλλων, ότι ο κανονισμός αυτός δεν θίγει την εφαρμογή της ισχύουσας περιβαλλοντικής νομοθεσίας.

75      Επιπλέον, όπως επεσήμανε η Αυστριακή Κυβέρνηση με τις γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλε στο Δικαστήριο, το παράρτημα VII του κανονισμού 1774/2002, που τιτλοφορείται «Ειδικές υγειονομικές απαιτήσεις για τη μεταποίηση και τη διάθεση στην αγορά μεταποιημένων ζωικών πρωτεϊνών και άλλων μεταποιημένων προϊόντων που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως πρώτες ύλες ζωοτροφών», αναφέρεται, στο κεφάλαιο II αυτού, το οποίο αφορά τις «[ε]ιδικές απαιτήσεις για τις μεταποιημένες ζωικές πρωτεΐνες», στην τελική διάθεση ως αποβλήτων των μεταποιημένων ζωικών πρωτεϊνών θηλαστικών, «σύμφωνα με την εφαρμοστέα κοινοτική νομοθεσία», στην οποία αναμφίβολα περιλαμβάνεται ο κανονισμός 259/93 (κεφάλαιο II, A, σημείο 1, του εν λόγω παραρτήματος).

76      Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο παράλληλης εφαρμογής των κανονισμών 259/93 και 1774/2002, πρέπει να επισημανθεί ότι, έστω και εάν, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, του κανονισμού 259/93, δεν απαιτείται, βάσει του κανονισμού αυτού, η κοινοποίηση της μεταφοράς αποβλήτων όπως τα ζωικά άλευρα, εφόσον αυτά προορίζονται αποκλειστικά για αξιοποίηση και περιλαμβάνονται στον πράσινο κατάλογο, το αιτούν δικαστήριο είναι αρμόδιο να μεριμνήσει για την τήρηση των διατάξεων του κανονισμού 1774/2002. Συναφώς, είναι πιθανόν να αποδειχθούν σημαντικές οι διατάξεις του άρθρου 7 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο ρυθμίζει τη συλλογή, τη μεταφορά και την αποθήκευση των ζωικών υποπροϊόντων, του άρθρου 8, που διέπει την αποστολή ζωικών υποπροϊόντων και μεταποιημένων προϊόντων σε άλλα κράτη μέλη, και του άρθρου 9, που αφορά τα μητρώα αποστολών ζωικών υποπροϊόντων. Πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη οι υγειονομικές απαιτήσεις για τη συλλογή και τη μεταφορά ζωικών υποπροϊόντων και μεταποιημένων προϊόντων τις οποίες καθορίζει το παράρτημα II του κανονισμού 1774/2002.

77       Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, του κανονισμού 259/93, η μεταφορά ζωικών αλεύρων που έχουν χαρακτηρισθεί ως απόβλητα, λόγω της υποχρεώσεως ή της προθέσεως απορρίψεώς τους, τα οποία προορίζονται αποκλειστικά για αξιοποίηση και περιλαμβάνονται στο παράρτημα II του εν λόγω κανονισμού, εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του κανονισμού αυτού, εκτός από τις διατάξεις των στοιχείων β΄ έως ε΄ της εν λόγω παραγράφου 3, καθώς και των άρθρων 11 και 17, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού αυτού. Ωστόσο, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να μεριμνήσει ώστε η εν λόγω μεταφορά να πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις των διατάξεων του κανονισμού 1774/2002, εκ των οποίων είναι πιθανόν να αποδειχθούν σημαντικές οι διατάξεις των άρθρων 7, 8 και 9 καθώς και του παραρτήματος II του εν λόγω κανονισμού.

 Επί των δικαστικών εξόδων

78      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

Σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 259/93 του Συμβουλίου, της 1ης Φεβρουαρίου 1993, σχετικά με την παρακολούθηση και τον έλεγχο των μεταφορών αποβλήτων στο εσωτερικό της Κοινότητας καθώς και κατά την είσοδο και έξοδό τους, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 2557/2001 της Επιτροπής, της 28ης Δεκεμβρίου 2001, η μεταφορά ζωικών αλεύρων που έχουν χαρακτηρισθεί ως απόβλητα λόγω της υποχρεώσεως ή της προθέσεως απορρίψεώς τους, τα οποία προορίζονται αποκλειστικά για αξιοποίηση και περιλαμβάνονται στο παράρτημα II του εν λόγω κανονισμού, εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του κανονισμού αυτού, εκτός από τις διατάξεις των στοιχείων β΄ έως ε΄ της εν λόγω παραγράφου 3, καθώς και των άρθρων 11 και 17, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού αυτού. Ωστόσο, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να μεριμνήσει ώστε η εν λόγω μεταφορά να πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις των διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) 1774/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Οκτωβρίου 2002, για τον καθορισμό υγειονομικών κανόνων σχετικά με τα ζωικά υποπροϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 808/2003 της Επιτροπής, της 12ης Μαΐου 2003, εκ των οποίων είναι πιθανόν να αποδειχθούν σημαντικές οι διατάξεις των άρθρων 7, 8 και 9 καθώς και του παραρτήματος II του εν λόγω κανονισμού.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Επάνω