Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62003CJ0468

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 20ής Οκτωβρίου 2005.
Overland Footwear Ltd κατά Commissioners of Customs & Excise.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: VAT and Duties Tribunal, London - Ηνωμένο Βασίλειο.
Κοινό Δασμολόγιο - Εισαγωγικοί δασμοί - Δηλωθείσα δασμολογική αξία που περιλαμβάνει προμήθεια αγοράς - Επιβολή δασμών επί του συνόλου του δηλωθέντος ποσού - Επανεξέταση της τελωνειακής διασαφήσεως - Όροι - Επιστροφή των δασμών που καταβλήθηκαν επί της προμήθειας αγοράς.
Υπόθεση C-468/03.

Συλλογή της Νομολογίας 2005 I-08937

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2005:624

Υπόθεση C-468/03

Overland Footwear Ltd

κατά

Commissioners of Customs & Excise

(αίτηση του υπέβαλε το VAT and Duties Tribunal, London

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Κοινό Δασμολόγιο — Εισαγωγικοί δασμοί — Δηλωθείσα δασμολογική αξία που περιλαμβάνει προμήθεια αγοράς — Επιβολή δασμών επί του συνόλου του δηλωθέντος ποσού — Επανεξέταση της τελωνειακής διασαφήσεως — Όροι — Επιστροφή των δασμών που καταβλήθηκαν επί της προμήθειας αγοράς»

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Poiares Maduro της 25ης Μαΐου 2005 

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 20ης Οκτωβρίου 2005 

Περίληψη της αποφάσεως

1.     Κοινό Δασμολόγιο — Δασμολογική αξία — Συναλλακτική αξία — Καθορισμός — Προμήθεια αγοράς που δεν αφαιρέθηκε από τη δηλωθείσα αξία ούτε διακρίθηκε από την τιμή πωλήσεως των εμπορευμάτων στη διασάφηση εισαγωγής — Περιλαμβάνεται

(Κανονισμός 2913/92 του Συμβουλίου, άρθρα 29, 32 και 33)

2.     Τελωνειακή ένωση — Τελωνειακές διασαφήσεις — Εκ των υστέρων έλεγχος — Αίτηση επανεξετάσεως — Υποχρεώσεις των τελωνειακών αρχών — Εκ παραδρομής συμπερίληψη προμήθειας αγοράς στη δηλωθείσα δασμολογική αξία — Επιστροφή των δασμών που επιβλήθηκαν επί της προμήθειας

(Κανονισμός 2913/92 του Συμβουλίου, άρθρα 78 και 236)

1.     Τα άρθρα 29, 32 και 33 του κανονισμού 2913/92, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι μια προμήθεια αγοράς που περιλαμβάνεται στη δηλωθείσα δασμολογική αξία και δεν διακρίνεται από την τιμή πωλήσεως των εμπορευμάτων στη δήλωση διασαφήσεως πρέπει να θεωρείται ως μέρος της αξίας της συναλλαγής δυνάμει του άρθρου 29 του τελωνειακού κώδικα και, ως εκ τούτου, να υπόκειται σε δασμό.

(βλ. σκέψη 38, διατακτ. 1)

2.     Τα άρθρα 78 και 236 του κανονισμού 2913/92, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, μετά τη χορήγηση της άδειας παραλαβής των εισαγομένων εμπορευμάτων, οι τελωνειακές αρχές που επιλαμβάνονται αιτήσεως του διασαφητή περί επανεξετάσεως της τελωνειακής του διασαφήσεως ως προς τα εν λόγω εμπορεύματα, υποχρεούνται, υπό την επιφύλαξη της ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος, είτε να απορρίψουν την αίτηση με αιτιολογημένη απόφαση, παραδείγματος χάριν, όταν τα εξακριβωτέα στοιχεία προϋποθέτουν υλικό έλεγχο και τα εμπορεύματα δεν είναι πλέον δυνατόν να τούς προσκομιστούν, διότι έχει χορηγηθεί άδεια παραλαβής τους, είτε να προβούν στη ζητούμενη επανεξέταση εάν, αντιθέτως, ο διενεργητέος έλεγχος δεν απαιτεί την προσκόμιση των εμπορευμάτων, παραδείγματος χάριν όταν η αίτηση επανεξετάσεως προϋποθέτει μόνον τον έλεγχο λογιστικών ή συμβατικών εγγράφων.

Σύμφωνα με το άρθρο 78, παράγραφος 3, του τελωνειακού κώδικα, αν προκύψει από την επανεξέταση ότι οι διατάξεις που διέπουν το σχετικό τελωνειακό καθεστώς έχουν εφαρμοστεί βάσει «ανακριβών ή ελλιπών στοιχείων», όροι οι οποίοι καλύπτουν τόσο ουσιαστικά σφάλματα ή παραλείψεις όσο και σφάλματα ερμηνείας του εφαρμοστέου δικαίου, όπως η εκ παραδρομής συμπερίληψη προμήθειας αγοράς στη δηλωθείσα δασμολογική αξία, οι τελωνειακές αρχές οφείλουν να λάβουν τα απαιτούμενα μέτρα για να επανορθώσουν την κατάσταση λαμβάνοντας υπόψη τους τα νέα στοιχεία που βρίσκονται στη διάθεσή τους. Όταν προκύπτει ότι, τελικώς, οι εισαγωγικοί δασμοί που κατέβαλε ο διασαφητής είναι υψηλότεροι από τους νομίμως οφειλόμενους κατά τον χρόνο της καταβολής τους, το δέον μέτρο για την επανόρθωση της καταστάσεως δεν μπορεί να είναι άλλο από την επιστροφή των εισαγωγικών δασμών που επιβλήθηκαν επί της προμήθειας αυτής. Η επιστροφή αυτή, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 236 του τελωνειακού κώδικα, διενεργείται εφόσον πληρούνται οι όροι της διατάξεως αυτής, δηλαδή, ειδικότερα, απουσία δόλιου τεχνάσματος του διασαφητή και τήρηση της, τριετούς καταρχήν, προθεσμίας για την υποβολή της αιτήσεως επιστροφής.

(βλ. σκέψεις 48-49, 51-54, 63, 70-71, διατακτ. 2)




ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 20ής Οκτωβρίου 2005 (*)

«Κοινό Δασμολόγιο – Εισαγωγικοί δασμοί – Δηλωθείσα δασμολογική αξία που περιλαμβάνει προμήθεια αγοράς – Επιβολή δασμών επί του συνόλου του δηλωθέντος ποσού – Επανεξέταση της τελωνειακής διασαφήσεως – Όροι – Επιστροφή των δασμών που καταβλήθηκαν επί της προμήθειας αγοράς»

Στην υπόθεση C-468/03,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το VAT and Duties Tribunal, London (Ηνωμένο Βασίλειο) με απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 6 Νοεμβρίου 2003, στο πλαίσιο της δίκης

Overland Footwear Ltd

κατά

Commissioners of Customs & Excise,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, J. Makarczyk, C. Gulmann (εισηγητή), R. Schintgen και J. Klučka, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Poiares Maduro

γραμματέας: K. Sztranc, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 14ης Απριλίου 2005,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–       η Overland Footwear Ltd, εκπροσωπούμενη από τον R. Cordara, QC,

–       η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον K. Manji, επικουρούμενο από τη S. Moore, barrister,

–       η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους W.‑D. Plessing και M. Lumma,

–       η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον X. Lewis,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 25ης Μαΐου 2005,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1       H αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 29, 32, 33, 78 και 236 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 302, σ. 1, στο εξής: τελωνειακός κώδικας).

2       Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Overland Footwear Ltd (στο εξής: Overland) και των Commissioners of Customs & Excise (στο εξής: Commissioners) σχετικά με την επιστροφή εισαγωγικών δασμών που καταβλήθηκαν για προμήθειες αγοράς που είχαν περιληφθεί στη δηλωθείσα δασμολογική αξία. Έπεται μιας προηγούμενης αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως που υποβλήθηκε από το αιτούν δικαστήριο στο πλαίσιο της ίδιας διαφοράς και επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2002, C-379/00, Overland Footwear (Συλλογή 2002, σ. I-11133).

 Το νομικό πλαίσιο

3       Το άρθρο 29, πρώτη παράγραφος, του τελωνειακού κώδικα ορίζει ότι:

«Η δασμολογητέα αξία των εισαγομένων εμπορευμάτων είναι η συναλλακτική αξία, δηλαδή η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα για τα εμπορεύματα τιμή, όταν πωλούνται προς εξαγωγή με προορισμό το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, ενδεχομένως κατόπιν προσαρμογής που πραγματοποιείται σύμφωνα με τα άρθρα 32 και 33 [...]»

4       Το άρθρο 32 του ίδιου κώδικα ορίζει ότι:

«1.      Για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας κατ’ εφαρμογή του άρθρου 29, στην πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα για τα εισαγόμενα εμπορεύματα τιμή προστίθενται:

α)      τα ακόλουθα στοιχεία, στο μέτρο που βαρύνουν τον αγοραστή, αλλά δεν έχουν περιληφθεί στην πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα για τα εμπορεύματα τιμή:

i)      προμήθειες και έξοδα μεσιτείας, με εξαίρεση τις προμήθειες αγοράς,

[...]

3.      Για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας, ουδέν στοιχείο προστίθεται στην πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή, με εξαίρεση τα στοιχεία που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

4.      Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, ο όρος «προμήθειες αγοράς» σημαίνει τα ποσά που καταβάλλονται από εισαγωγέα στον αντιπρόσωπό του για τις υπηρεσίες που συνίστανται στην αντιπροσώπευσή του για την αγορά των υπό εκτίμηση εμπορευμάτων.

[...]»

5       Το άρθρο 33, στοιχείο ε΄, διευκρινίζει ότι:

«Η δασμολογητέα αξία δεν περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία, εφόσον αυτά διακρίνονται από την πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα για τα εισαγόμενα εμπορεύματα τιμή:

[...]

ε)      τις προμήθειες αγοράς·

[...]»

6       Το άρθρο 65 ορίζει ότι:

«Κατόπιν αιτήσεως του διασαφ[ητ]ή, του επιτρέπεται να διορθώσει ένα ή περισσότερα στοιχεία της διασάφησης μετά την αποδοχή της από τις τελωνειακές αρχές. Η διόρθωση δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να αφορά η διασάφηση εμπορεύματα άλλα από εκείνα τα οποία αφορούσε αρχικά.

Ωστόσο, δεν επιτρέπεται να γίνει καμία διόρ[θω]ση όταν η σχετική αίτηση υποβάλλεται αφού οι τελωνειακές αρχές:

[...]

γ)      [...] έχουν χορηγήσει άδεια παραλαβής των εμπορευμάτων.»

7       Το άρθρο 78, υπό τον τίτλο «Εκ των υστέρων έλεγχος των διασαφήσεων», ορίζει ότι:

«1.      Οι τελωνειακές αρχές είναι δυνατόν να επανεξετάσουν τη διασάφηση, αυτεπαγγέλτως ή εφόσον το ζητήσει ο διασαφ[ητ]ής, μετά τη χορήγηση της άδειας παραλαβής των εμπορευμάτων.

2.      Οι τελωνειακές αρχές μπορούν, μετά τη χορήγηση άδειας παραλαβής των εμπορευμάτων και προκειμένου να διαπιστώσουν την ακρίβεια των στοιχείων της διασάφη[ση]ς, να προβαίνουν σε έλεγχο των παραστατικών και εμπορικών στοιχείων των σχετικών με τις πράξεις εισαγωγής ή εξαγωγής των εν λόγω εμπορευμάτων, καθώς και με τις μεταγενέστερες εμπορικές πράξεις που αφορούν τα ίδια εμπορεύματα. Οι έλεγχοι αυτοί μπορούν να διενεργούνται στις εγκαταστάσεις του διασαφ[ητ]ή, κάθε προσώπου που ενδιαφέρεται άμεσα ή έμμεσα επαγγελματικά για τις εν λόγω πράξεις, καθώς και οποιουδήποτε άλλου προσώπου που λόγω επαγγέλματος έχει στην κατοχή του τα εν λόγω έγγραφα και στοιχεία. Οι τελωνειακές αρχές μπορούν επίσης να εξετάσουν τα εμπορεύματα, όταν αυτά είναι ακόμα δυνατόν να προσκομιστούν.

3.      Όταν από την επανεξέταση της διασάφησης ή τους εκ των υστέρων ελέγχους προκύπτει ότι οι διατάξεις που διέπουν το σχετικό τελωνειακό καθεστώς έχουν εφαρμοστεί βάσει ανακριβών ή ελλιπών στοιχείων, οι τελωνειακές αρχές, τηρώντας τις διατάξεις που έχουν ενδεχομένως θεσπιστεί, λαμβάνουν τα απαιτούμενα μέτρα για να επανορθώσουν την κατάσταση λαμβάνοντας υπόψη τους τα νέα στοιχεία που βρίσκονται στη διάθεσή τους.»

8       Το άρθρο 236 προβλέπει:

«1. Η επιστροφή ή η διαγραφή εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών πραγματοποιείται εφόσον αποδεικνύεται ότι κατά τη στιγμή της πληρωμής τους το ποσό τους δεν οφειλόταν νομίμως ή ότι το ποσό βεβαιώθηκε κατά παράβαση του άρθρου 220, δεύτερη παράγραφος.

[...]

Δεν χορηγείται επιστροφή [...] δασμών, όταν τα γεγονότα που οδήγησαν στην πληρωμή [...] ποσού το οποίο δεν οφειλόταν νομίμως προκύπτουν από δόλιο τέχνασμα του ενδιαφερομένου.

2.      Η επιστροφή [...] εισαγωγικών [...] δασμών παραχωρείται κατόπιν υποβολής αιτήσεως στο αρμόδιο τελωνείο πριν από την εκπνοή προθεσμίας τριών ετών από την ημερομηνία της γνωστοποίησης των εν λόγω δασμών στον οφειλέτη.

Η προθεσμία αυτή παρατείνεται αν ο ενδιαφερόμενος αποδείξει ότι δεν κατέθεσε την αίτησή του μέσα στην προθεσμία αυτή λόγω τυχαίου γεγονότος ή ανωτέρας βίας.

[...]»

 Η διαφορά της κύριας δίκης, η προηγούμενη διαδικασία παραπομπής και τα προδικαστικά ερωτήματα

9       Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, η Overland, επιχείρηση εγκατεστημένη στο Ηνωμένο Βασίλειο, αγόραζε προϊόντα που παράγονταν εκτός Κοινότητας, κυρίως είδη υποδήσεως, και στη συνέχεια τα εισήγαγε και τα εμπορευόταν στο εσωτερικό της Κοινότητας. Η Wolverine Far East (στο εξής: Wolverine) ήταν ο παραγγελιοδόχος της Overland στην Άπω Ανατολή.

10     Η Overland αντέμειβε τις υπηρεσίες της Wolverine καταβάλλοντάς της προμήθεια αγοράς που αντιστοιχούσε στο 4 % της τιμής πωλήσεως των εμπορευμάτων. Η Overland κατέβαλλε την προμήθεια αυτή στον κατασκευαστή, ο οποίος στη συνέχεια την κατέβαλλε στη Wolverine για λογαριασμό της Overland.

11     Πριν από την 1η Ιανουαρίου 1998, με τις διασαφήσεις εισαγωγής που υπέβαλλε η Overland κατά τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία των επιδίκων στην κύρια δίκη εμπορευμάτων δήλωνε ως δασμολογική αξία το ποσό που αναγραφόταν στo τιμολόγιo του κατασκευαστή. Το ποσό αυτό περιελάμβανε την προμήθεια αγοράς, η οποία όμως δεν αναγραφόταν χωριστά. Κατά συνέπεια, οι εισαγωγικοί δασμοί υπολογίζονταν και καταβάλλονταν και επί της προμήθειας αυτής.

12     Από την 1η Ιανουαρίου 1998, με τη συναίνεση των Commissioners, η Overland δήλωνε χωριστά, επί των διασαφήσεών της εισαγωγής, την προμήθεια αγοράς και την τιμή πωλήσεως των εισαγομένων εμπορευμάτων. Από την ημερομηνία αυτή οι Commissioners δεν επέβαλλαν πλέον δασμούς επί των ποσών που αντιστοιχούσαν στην προμήθεια αγοράς.

13     Βάσει του άρθρου 236 του τελωνειακού κώδικα, η Overland υπέβαλε στους Commissioners τέσσερις αιτήσεις για την επιστροφή συνολικού ποσού 38 085,45 λιρών στερλινών (GBP) από τους εισαγωγικούς δασμούς που είχε καταβάλει για τα εισαχθέντα πριν από το 1998 εμπορεύματα. Ισχυρίστηκε ότι μέρος της αξίας που αναγραφόταν σε κάθε διασάφηση εισαγωγής αντιστοιχούσε σε προμήθεια αγοράς και ότι δεν οφειλόταν δασμός επί του ποσού αυτού.

14     Με έγγραφα της 5ης Μαΐου, της 1ης Ιουλίου και της 24ης Ιουλίου 1998, οι Commissioners δέχθηκαν τις τρεις πρώτες αιτήσεις, με τις οποίες ζητούνταν η επιστροφή συνολικού ποσού 4 384,29 GBP, και προέβησαν στην επιστροφή. Εντούτοις, κατόπιν επανεξετάσεως, έκριναν ότι οι αποφάσεις τους με τις οποίες αποδέχονταν την επιστροφή των δασμών στην Overland ήταν εσφαλμένες διότι οι εν λόγω δασμοί οφείλονταν νομίμως. Με αποφάσεις της 30ής Νοεμβρίου και της 16ης Δεκεμβρίου 1998 ζήτησαν από την Overland να αποδώσει το συνολικό ποσό των 4 384,29 GBP. Επιβεβαίωσαν την απαίτησή τους με αποφάσεις της 4ης και της 5ης Φεβρουαρίου 1999.

15     Επιπλέον οι Commissioners απέρριψαν, με έγγραφο της 29ης Οκτωβρίου 1998, την τέταρτη αίτηση της Overland για την επιστροφή ποσού 33 701,16 GBP. Με δεύτερη απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 1999 επικύρωσαν την εν λόγω απορριπτική απόφαση.

16     Η Overland προσέφυγε ενώπιον του VAT and Duties Tribunal, London, κατά της αποφάσεως της 4ης Φεβρουαρίου 1999 και των δύο αποφάσεων της 5ης Φεβρουαρίου 1999.

17     Με διάταξη της 24ης Μαρτίου 2000, το VAT and Duties Tribunal, London, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«Βάσει του κανονισμού 2913/92 του Συμβουλίου (στο εξής: τελωνειακός κώδικας), ειδικότερα των άρθρων 29, 32 και 33 αυτού, και της νομολογίας του Δικαστηρίου, οσάκις, κατά τον χρόνο του εκτελωνισμού, ένας εισαγωγέας δηλώνει εκ παραδρομής ως την πληρωθείσα ή πληρωτέα για τα εμπορεύματα τιμή ποσό το οποίο περιλαμβάνει προμήθεια αγοράς και εκ παραδρομής παραλείπει να διακρίνει στη διασάφηση εισαγωγής την προμήθεια αγοράς από την πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή, αλλά, αφού τα αγαθά τεθούν σε ελεύθερη κυκλοφορία, αποδεικνύει και πείθει τις τελωνειακές αρχές ότι η πληρωθείσα ή πληρωτέα για τα εμπορεύματα τιμή που δηλώθηκε περιελάμβανε αληθή προμήθεια αγοράς, την οποία μπορούσε να έχει εκπέσει προσηκόντως κατά την εισαγωγή, και προβάλλει αξίωση επιστροφής του καταβληθέντος επί της προμήθειας αγοράς δασμού εντός τριών ετών από την ημερομηνία που του γνωστοποιήθηκε το ποσό του δασμού:

1)      Μπορούσε η αληθής προμήθεια αγοράς να είναι δασμολογητέα ως μέρος της πράγματι καταβληθείσας ή καταβλητέας για τα εμπορεύματα τιμής δυνάμει του άρθρου 29 του τελωνειακού κώδικα;

2)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, μπορεί η αληθής προμήθεια αγοράς να εκπέσει από τη δηλωθείσα αξία της συναλλαγής, λαμβανομένων υπόψη των άρθρων 32, παράγραφος 3, και 33 του τελωνειακού κώδικα;

3)      Υπό τις συνθήκες αυτές, υποχρεούνται οι τελωνειακές αρχές δυνάμει του τελωνειακού κώδικα, και ειδικότερα του άρθρου 78, παράγραφος 3, αυτού, να δεχθούν τη διόρθωση της καταβληθείσας ή καταβλητέας για τα εμπορεύματα τιμής και, έτσι, να δεχθούν μειωμένη δασμολογητέα αξία;

4)      Δικαιούται ο εισαγωγέας δυνάμει του τελωνειακού κώδικα, και ειδικότερα του άρθρου 236 αυτού, επιστροφής του δασμού που καταβλήθηκε επί της προμήθειας αγοράς;»

18     Στο εισαγωγικό μέρος της εν λόγω διατάξεως, το αιτούν δικαστήριο εξήγησε ότι η Overland είχε προσφύγει κατά τριών αποφάσεων των Commissioners «καθεμία από τις οποίες επιβεβαίωνε απόφαση με την οποία επιτασσόταν η καταβολή, βάσει του άρθρου 242 του τελωνειακού κώδικα, δασμού που είχε προηγουμένως επιστραφεί εκ παραδρομής στην [Overland] βάσει του άρθρου 236 του κώδικα αυτού». Πρόσθεσε ότι τα «επίμαχα ζητήματα» διέπονταν καθ’ ολοκληρίαν από το κοινοτικό δίκαιο.

19     Μετά την έκθεση των πραγματικών περιστατικών της εκκρεμούσας ενώπιόν του διαφοράς, επεσήμανε ότι, συνεπεία των τριών πρώτων αιτήσεων επιστροφής που είχε υποβάλει η Overland στους Commissioners, οι επίδικοι δασμοί είχαν επιστραφεί. Διευκρίνισε ότι η τέταρτη αίτηση είχε απορριφθεί.

20     Ακολούθως αναφέρθηκε στις αποφάσεις που έλαβαν οι Commissioners στις 30 Νοεμβρίου και στις 16 Δεκεμβρίου 1998, με τις οποίες η Overland κλήθηκε να αποδώσει τα ποσά που της είχαν επιστραφεί προηγουμένως κατόπιν των τριών πρώτων αιτήσεών της.

21     Τέλος το αιτούν δικαστήριο συνόψισε τα επιχειρήματα των διαδίκων περί των εφαρμοστέων διατάξεων.

22     Επί της αίτησεώς του για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση Overland Footwear, με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι:

–       τα άρθρα 29, 32 και 33 του τελωνειακού κώδικα πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι μια προμήθεια αγοράς που περιλαμβάνεται στη δηλωθείσα δασμολογική αξία και δεν διακρίνεται από την τιμή πωλήσεως των εμπορευμάτων στη δήλωση διασαφήσεως πρέπει να θεωρείται ως μέρος της αξίας της συναλλαγής δυνάμει του άρθρου 29 του τελωνειακού κώδικα και, ως εκ τούτου, να υπόκειται σε δασμό·

–       εφόσον οι τελωνειακές αρχές δέχθηκαν να επανεξετάσουν τη διασάφηση εισαγωγής και έλαβαν απόφαση για «να επανορθώσουν την κατάσταση», υπό την έννοια του άρθρου 78, παράγραφος 3, του τελωνειακού κώδικα, θεωρώντας ότι η διασάφηση ήταν ατελής λόγω παραδρομής του διασαφη[τ]ή, οι εν λόγω αρχές δεν μπορούν να ανακαλέσουν την απόφασή τους αυτή.

23     Στη σκέψη 22 της εν λόγω αποφάσεως το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαίο να καθοριστεί αν, και, ενδεχομένως, υπό ποιες προϋποθέσεις, οι τελωνειακές αρχές όφειλαν να προβούν σε επανεξέταση της αιτήσεως των διασαφητών, σύμφωνα με το άρθρο 78 του τελωνειακού κώδικα.

24     Συναφώς, επεσήμανε στη σκέψη 23 της αποφάσεως ότι οι Commissioners είχαν αρχικώς δεχθεί το αίτημα της Overland περί επιστροφής των δασμών, έχοντας αναγκαστικά προβεί σε επανεξέταση των τελωνειακών διασαφήσεων βάσει του νέου στοιχείου που είχε προσκομίσει. Από το στοιχείο αυτό συμπέρανε ότι οι εν λόγω αρχές είχαν δεχθεί να επανεξετάσουν τις διασαφήσεις και είχαν λάβει, βάσει των αποτελεσμάτων της επανεξετάσεως αυτής, τις δέουσες αποφάσεις για «να επανορθώσουν την κατάσταση», κατά την έννοια του άρθρου 78, παράγραφος 3, του τελωνειακού κώδικα, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι οι διασαφήσεις ήταν ατελείς λόγω παραδρομής του διασαφητή.

25     Στη σκέψη 24 της αποφάσεως το Δικαστήριο έκρινε ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, οι εν λόγω αρχές δεν μπορούσαν να ανακαλέσουν τις αποφάσεις τους.

26     Με διάταξη της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, το VAT and Duties Tribunal, London, αποφάσισε εκ νέου, στο πλαίσιο της εκκρεμούς ενώπιόν του διαφοράς, να αναστείλει τη διαδικασία και να ζητήσει από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.

27     Στην εν λόγω απόφαση το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, το Δικαστήριο, χωρίς να ευθύνεται γι’ αυτό, θεμελίωσε την προαναφερθείσα απόφασή του Overland Footwear σε ανακριβή στοιχεία, με αποτέλεσμα οι απαντήσεις που έδωσε στα υποβληθέντα ερωτήματα να μην είναι πρόσφορες για την επίλυση της διαφοράς.

28     Επισημαίνει ότι, με έγγραφα της 7ης και της 8ης Ιουλίου 1999, οι Commissioners γνωστοποίησαν στην Overland ότι ανακαλούσαν τις αποφάσεις με τις οποίες ζητούσαν την απόδοση του συνολικού ποσού των 4 384,29 GBP, για τον λόγο ότι, κατά το άρθρο 221, παράγραφος 3, του τελωνειακού κώδικα, η γνωστοποίηση του ύψους των δασμών στον οφειλέτη δεν είναι πλέον δυνατή μετά τη λήξη τριετούς προθεσμίας από την ημερομηνία γενέσεως της τελωνειακής οφειλής.

29     Τονίζει ότι, επομένως, κατά τον χρόνο της πρώτης αποφάσεως περί παραπομπής, εξακολουθούσε να υφίσταται μεταξύ των διαδίκων μόνο η διαφορά που αφορούσε την απόφαση περί απορρίψεως της τέταρτης αιτήσεως της Overland, με την οποία ζητούνταν η επιστροφή του ποσού των 33 701,16 GBP, και κατά της οποίας είχε επίσης ασκηθεί προσφυγή στο πλαίσιο της κινηθείσας ενώπιόν του διαδικασίας.

30     Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι το Δικαστήριο δεν είχε ενημερωθεί επαρκώς για τα στοιχεία αυτά.

31     Διαπιστώνει ότι, κατά συνέπεια, τα δεδομένα που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο στη σκέψη 23 της προαναφερθείσας αποφάσεως Overland Footwear, βάσει των οποίων:

–       οι Commissioners είχαν αρχικώς δεχθεί την αίτηση της Overland περί επιστροφής δασμών,

–       οι τελωνειακές αρχές είχαν ως εκ τούτου δεχθεί να επανεξετάσουν τις διασαφήσεις και είχαν λάβει τις αναγκαίες αποφάσεις για να «επανορθώσουν την κατάσταση»,

δεν ίσχυαν ως προς την τέταρτη αίτηση περί επιστροφής δασμών, διότι αυτή είχε απορριφθεί από τους Commissioners και δεν είχε οδηγήσει σε επιστροφή των δασμών.

32     Στο πλαίσιο αυτό, το VAT and Duties Tribunal, London, κρίνει ότι πρέπει να υποβληθούν εκ νέου στο Δικαστήριο, με την ίδια ακριβώς διατύπωση, τα ερωτήματα της από 24ης Μαρτίου 2000 διατάξεως περί παραπομπής.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

33     Στην πρώτη διάταξη περί παραπομπής της 24ης Μαρτίου 2000, αναφερόταν ότι η προσφυγή της Overland στρεφόταν κατά τριών αποφάσεων των Commissioners, καθεμία από τις οποίες επιβεβαίωνε απόφαση με την οποία επιτασσόταν η απόδοση εισαγωγικών δασμών που εκ παραδρομής είχαν επιστραφεί προηγουμένως στην αιτούσα κατ’ εφαρμογή του άρθρου 236 του τελωνειακού κώδικα.

34     Περί της απορρίψεως της τέταρτης αιτήσεως επιστροφής των δασμών γινόταν μνεία, μόνον παρεμπιπτόντως, στο πλαίσιο της χρονολογικής εκθέσεως των περιστατικών που οδήγησαν στην άσκηση της προσφυγής στην κύρια δίκη. Στη διάταξη περί παραπομπής δεν αναφερόταν ρητώς ότι η απορριπτική απόφαση περιλαμβανόταν μεταξύ των προσβαλλομένων αποφάσεων.

35     Τέλος, στην ίδια διάταξη δεν γινόταν λόγος για την ανάκληση, κατά τη διάρκεια της δίκης, των αποφάσεων περί αποδόσεως του συνολικού ποσού των 4 384,29 GBP.

36     Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, για τους λόγους που αναφέρει το αιτούν δικαστήριο στη δεύτερη απόφασή του περί παραπομπής, η προαναφερθείσα απόφαση Overland Footwear δεν έδωσε στα υποβληθέντα ερωτήματα απάντηση πρόσφορη για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, ως είχε κατά τον χρόνο της πρώτης αποφάσεως περί παραπομπής.

37     Πρέπει επομένως τα ίδια ερωτήματα να εξετασθούν υπό το πρίσμα των πραγματικών στοιχείων που τώρα γνωστοποιήθηκαν στο Δικαστήριο.

 Επί του πρώτου και του δεύτερου ερωτήματος

38     Στην προαναφερθείσα απόφασή του Overland Footwear, το Δικαστήριο απεφάνθη, σε απάντηση των δύο πρώτων ερωτημάτων που έθεσε το αιτούν δικαστήριο, ότι τα άρθρα 29, 32 και 33 του τελωνειακού κώδικα πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι μια προμήθεια αγοράς που περιλαμβάνεται στη δηλωθείσα δασμολογική αξία και δεν διακρίνεται από την τιμή πωλήσεως των εμπορευμάτων στη δήλωση διασαφήσεως πρέπει να θεωρείται ως μέρος της αξίας της συναλλαγής δυνάμει του άρθρου 29 του τελωνειακού κώδικα και, ως εκ τούτου, να υπόκειται σε δασμό.

39     Όπως τονίζει ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 23 έως 25 των προτάσεών του, το γεγονός ότι η διαφορά της κύριας δίκης αφορά αποκλειστικά την απόφαση των Commissioners να απορρίψουν την τέταρτη αίτηση της Overland, με την οποία ζητούνταν η επιστροφή ποσού 33 701,16 GBP, και ότι οι τελωνειακές αρχές δεν είχαν επιστρέψει αρχικώς το ποσό αυτό δεν επηρεάζει καθόλου τα δεδομένα που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο για να διατυπώσει την απάντησή του.

40     Το γεγονός αυτό, όσον αφορά τις τέσσερις αιτήσεις της Overland περί επιστροφής δασμών, είναι μεταγενέστερο των κρίσιμων περιστατικών, δηλαδή της τελωνειακής διασαφήσεως και της επιβολής των εισαγωγικών δασμών.

41     Το ζήτημα αν μια προμήθεια αγοράς, όταν ο εισαγωγέας την συμπεριλαμβάνει στη δασμολογική αξία χωρίς να τη διακρίνει από την τιμή πωλήσεως, μπορεί επίσης να συμπεριλαμβάνεται στη βάση υπολογισμού των εισαγωγικών δασμών ετίθετο ομοίως τόσο ως προς τις τρεις πρώτες αιτήσεις επιστροφής δασμών όσο και ως προς την τέταρτη.

42     Συναφώς, στο μέτρο που:

–       κατά το άρθρο 62, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα, εναπόκειται στον διασαφητή να αναγράψει στη διασάφησή του «όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν το τελωνειακό καθεστώς για το οποίο γίνεται η διασάφηση των εμπορευμάτων»,

–       δυνάμει του άρθρου 71 του ίδιου κώδικα, οι διατάξεις που διέπουν το εν λόγω καθεστώς εφαρμόζονται βάσει των στοιχείων της διασαφήσεως όταν δεν γίνεται επαλήθευσή της ή όταν η διενεργηθείσα επαλήθευση δεν έθεσε υπό αμφισβήτηση τα στοιχεία αυτά,

οι τελωνειακές αρχές μπορούν νομίμως να επιβάλουν δασμό στα εμπορεύματα βάσει της δηλωθείσας δασμολογικής αξίας, συμπεριλαμβανομένης μιας ενδεχόμενης προμήθειας αγοράς, την οποία περιέλαβε εκ παραδρομής ο διασαφητής στην αξία αυτή και της οποίας την ύπαρξη δεν μπορούν επιπλέον να υποπτευθούν οι αρχές αυτές ελλείψει πληροφοριών επί του συγκεκριμένου θέματος.

43     Υπό τις συνθήκες αυτές, παρά τα στοιχεία που γνωστοποιήθηκαν στο Δικαστήριο με τη δεύτερη απόφαση περί παραπομπής, στα δυο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί ακριβώς η ίδια απάντηση που δόθηκε στην προαναφερθείσα απόφαση Overland Footwear, και η οποία υπομνήστηκε στη σκέψη 38 της παρούσας αποφάσεως.

 Επί του τρίτου και του τέταρτου ερωτήματος

44     Με το τρίτο και το τέταρτο ερώτημά του, τα οποία επιβάλλεται να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν τα άρθρα 78 και 236 του τελωνειακού κώδικα πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, μετά τη χορήγηση της άδειας παραλαβής των εισαγομένων εμπορευμάτων, οι τελωνειακές αρχές που επιλαμβάνονται αιτήσεως του διασαφητή περί επανεξετάσεως της τελωνειακής του διασαφήσεως ως προς τα εν λόγω εμπορεύματα, υποχρεούνται να προβούν στη ζητούμενη επανεξέταση και ότι, σε περίπτωση που διαπιστώνουν, μετά το πέρας της επανεξετάσεως, ότι η δηλωθείσα δασμολογική αξία περιελάμβανε εκ παραδρομής προμήθεια αγοράς, υποχρεούνται να επανορθώσουν την κατάσταση προβαίνοντας στην επιστροφή των εισαγωγικών δασμών που επιβλήθηκαν επί της προμήθειας αυτής.

45     Το άρθρο 78, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα ορίζει ότι οι τελωνειακές αρχές, αυτεπαγγέλτως ή κατ’ αίτηση του διασαφητή, «είναι δυνατόν» να προβούν σε επανεξέταση της διασαφήσεως, δηλαδή στον επανέλεγχό της.

46     Όταν ο διασαφητής ζητεί επανεξέταση, η αίτησή του πρέπει να εξεταστεί από τις τελωνειακές αρχές, τουλάχιστον ως προς το ζήτημα αν πρέπει ή όχι να διενεργηθεί η εν λόγω επανεξέταση.

47     Στο πλαίσιο της πρώτης αυτής εκτιμήσεως, οι τελωνειακές αρχές λαμβάνουν ιδίως υπόψη τη δυνατότητα να ελεγχθεί το περιεχόμενο της προς επανεξέταση διασαφήσεως και της αιτήσεως επανεξετάσεως.

48     Παραδείγματος χάριν, μπορούν να αρνηθούν την επανεξέταση όταν τα εξακριβωτέα στοιχεία προϋποθέτουν υλικό έλεγχο και τα εμπορεύματα δεν είναι πλέον δυνατόν να τούς προσκομιστούν, διότι έχει χορηγηθεί άδεια παραλαβής τους.

49     Εάν, αντιθέτως, ο διενεργητέος έλεγχος δεν απαιτεί την προσκόμιση των εμπορευμάτων, παραδείγματος χάριν όταν η αίτηση επανεξετάσεως προϋποθέτει μόνον τον έλεγχο λογιστικών ή συμβατικών εγγράφων, η επανεξέταση είναι καταρχήν δυνατή.

50     Μετά το πέρας της εκτιμήσεώς τους, οι τελωνειακές αρχές οφείλουν ως εκ τούτου, υπό την επιφύλαξη της ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος, είτε να απορρίψουν την αίτηση του διασαφητή με αιτιολογημένη απόφαση είτε να προβούν στη ζητούμενη επανεξέταση.

51     Σε περίπτωση αποδοχής της αιτήσεως, επανεξετάζουν τη διασάφηση και κρίνουν τη βασιμότητα των ισχυρισμών του διασαφητή βάσει των γνωστοποιηθέντων στοιχείων.

52     Αν προκύψει από την επανεξέταση ότι οι διατάξεις που διέπουν το σχετικό τελωνειακό καθεστώς έχουν εφαρμοστεί βάσει ανακριβών ή ελλιπών στοιχείων, οι τελωνειακές αρχές οφείλουν, σύμφωνα με το άρθρο 78, παράγραφος 3, του τελωνειακού κώδικα, να λάβουν τα απαιτούμενα μέτρα για να επανορθώσουν την κατάσταση λαμβάνοντας υπόψη τους τα νέα στοιχεία που βρίσκονται στη διάθεσή τους.

53     Όταν προκύπτει ότι, τελικώς, οι εισαγωγικοί δασμοί που κατέβαλε ο διασαφητής είναι υψηλότεροι από τους νομίμως οφειλόμενους κατά τον χρόνο της καταβολής τους, το δέον μέτρο για την επανόρθωση της καταστάσεως δεν μπορεί να είναι άλλο από την επιστροφή του επιπλέον εισπραχθέντος ποσού.

54     Η επιστροφή αυτή, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 236 του τελωνειακού κώδικα, διενεργείται εφόσον πληρούνται οι όροι της διατάξεως αυτής, δηλαδή, ειδικότερα, απουσία δόλιου τεχνάσματος του διασαφητή και τήρηση της, τριετούς καταρχήν, προθεσμίας για την υποβολή της αιτήσεως επιστροφής.

55     Η Γερμανική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζουν ότι το άρθρο 78, παράγραφος 3, του τελωνειακού κώδικα, είναι εφαρμοστέο μόνο σε περιπτώσεις όπως αυτές της εσφαλμένης κατατάξεως των εμπορευμάτων, των αριθμητικών σφαλμάτων, της χρήσεως εσφαλμένων κωδικών νομισμάτων ή της αναγραφής εσφαλμένων ποσοτήτων.

56     Η διάταξη αυτή δεν είναι εφαρμοστέα όταν η προμήθεια αγοράς δεν έχει αναγραφεί χωριστά από την τιμή των εμπορευμάτων. Στην περίπτωση αυτή, η προμήθεια αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της δασμολογικής αξίας, συνεπώς οι εισαγωγικοί δασμοί που επιβλήθηκαν επί της προμήθειας αυτής οφείλονταν νομίμως.

57     Κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, η Overland, με το να μην αναγράψει την προμήθεια αγοράς στην τελωνειακή της διασάφηση, άσκησε δικαίωμα επιλογής. Επειδή η επιλογή αυτή ήταν ελεύθερη, ο επιχειρηματίας δεν υπέπεσε σε σφάλμα.

58     Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ισχυρίζεται ότι η εφαρμογή του άρθρου 78, παράγραφος 3, του τελωνειακού κώδικα υπό συνθήκες όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης καθιστά άνευ αποτελέσματος το άρθρο 65 του ίδιου κώδικα. Το άρθρο 78 συνιστά παρέκκλιση από την απαγόρευση που θεσπίζει το άρθρο 65, όμως η παρέκκλιση αυτή έχει περιορισμένη έκταση.

59     Η Γερμανική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζουν ότι ούτε το άρθρο 236 του τελωνειακού κώδικα είναι εφαρμοστέο σε περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης. Πράγματι, υπό την έννοια της διατάξεως αυτής, οι εισαγωγικοί δασμοί που επιβλήθηκαν επί της προμήθειας αγοράς οφείλονταν νομίμως κατά τον χρόνο της καταβολής τους.

60     Τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να γίνουν δεκτά.

61     Επιβάλλεται καταρχάς να υπομνηστεί ότι το άρθρο 65 του τελωνειακού κώδικα απαγορεύει στον διασαφητή τη διόρθωση της διασαφήσεώς του μετά τη χορήγηση της άδειας παραλαβής των εμπορευμάτων. Μια παρόμοια απαγόρευση υπήρχε ήδη πριν από τη θέση του τελωνειακού κώδικα σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1994.

62     Το άρθρο 78 του τελωνειακού κώδικα εισήγαγε ρητώς, από την ως άνω ημερομηνία, τη δυνατότητα επανεξετάσεως μιας τελωνειακής διασαφήσεως από τις τελωνειακές αρχές κατόπιν αιτήσεως του διασαφητή που υποβάλλεται μετά τη χορήγηση της άδειας παραλαβής των εμπορευμάτων.

63     Η παράγραφος 3 της ίδιας διατάξεως δεν κάνει διάκριση μεταξύ των σφαλμάτων ή παραλείψεων που μπορούν να διορθωθούν και άλλων που δεν μπορούν. Οι όροι «ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία» πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι καλύπτουν τόσο ουσιαστικά σφάλματα ή παραλείψεις όσο και σφάλματα ερμηνείας του εφαρμοστέου δικαίου.

64     Συνεπώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η εφαρμογή του άρθρου 78 του τελωνειακού κώδικα σε μια περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης καθιστά άνευ αποτελέσματος, πλήρως ή έστω εν μέρει, το άρθρο 65 του ίδιου κώδικα. Στην πραγματικότητα, οι δύο διατάξεις προβλέπουν δύο διαφορετικά καθεστώτα τα οποία εφαρμόζονται, αντιστοίχως, πριν και μετά τη χορήγηση της άδειας παραλαβής των εμπορευμάτων, επί των τροποποιήσεων που μπορούν να γίνουν στα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό της δασμολογικής αξίας και, κατά συνέπεια, των εισαγωγικών δασμών.

65     Το άρθρο 65 του τελωνειακού κώδικα επιτρέπει τη μονομερή διόρθωση, από τον ίδιο τον διασαφητή, της τελωνειακής του διασαφήσεως, εφόσον η άδεια παραλαβής των εμπορευμάτων δεν έχει χορηγηθεί. Το δικαίωμα αυτό δικαιολογείται από το γεγονός ότι, μέχρι τη χορήγηση της άδειας παραλαβής των εμπορευμάτων, οι τελωνειακές αρχές μπορούν εύκολα να επαληθεύσουν, αν χρειαστεί, την ακρίβεια των διορθώσεων, προβαίνοντας σε υλικό έλεγχο των εμπορευμάτων. Επιπλέον, η διόρθωση μπορεί να πραγματοποιηθεί, ενδεχομένως, σε χρόνο κατά τον οποίο οι τελωνειακές αρχές δεν έχουν ακόμη καθορίσει το ύψος των εισαγωγικών δασμών.

66     Το άρθρο 78 του τελωνειακού κώδικα θεσπίζει αυστηρότερο καθεστώς. Είναι εφαρμοστέο μετά τη χορήγηση της άδειας παραλαβής των εμπορευμάτων, σε χρόνο κατά τον οποίο η προσκόμισή τους μπορεί να αποβεί ανέφικτη και οι εισαγωγικοί δασμοί έχουν ήδη καθοριστεί. Ως εκ τούτου, αναθέτει στις τελωνειακές αρχές τη διενέργεια της ζητουμένης από τον διασαφητή επανεξετάσεως και υποβάλλει μια τέτοια επανεξέταση στην κρίση τους όσον αφορά τόσο την καταρχήν διεξαγωγή της όσο και το αποτέλεσμά της.

67     Πρέπει επιπλέον να επισημανθεί ότι το γεγονός ότι, από τυπικής απόψεως, σε μια τελωνειακή διασάφηση δεν αναφέρεται χωριστά μια προμήθεια αγοράς, η οποία εντούτοις διακρίνεται από την τιμή των εμπορευμάτων, έχει ως μόνη συνέπεια ότι η προμήθεια αυτή εγκύρως θεωρείται ως υποκείμενη σε δασμό και, κατά συνέπεια, οι εισαγωγικοί δασμοί που επιβάλλονται επ’ αυτής εισπράττονται νομίμως.

68     Το γεγονός αυτό, εφόσον υφίσταται δυνατότητα μεταγενέστερης επανεξετάσεως μιας τελωνειακής διασαφήσεως κατ’ αίτηση του διασαφητή, δεν θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια να εξομοιώνονται εκ των υστέρων, παρά την προσκόμιση επαρκών αποδεικτικών στοιχείων, δασμοί που εισπράχθηκαν νομίμως λόγω απλών κανόνων αποδείξεως με δασμούς νομίμως οφειλόμενους κατά την έννοια του άρθρου 236, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα.

69     Πρέπει τέλος να επισημανθεί ότι, σε κάθε περίπτωση, ένα σφάλμα που συνίσταται σε ακούσια παράλειψη δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως επιλογή, η οποία είναι εξ ορισμού εκούσια.

70     Από όσα προηγήθηκαν συνάγεται ότι τα άρθρα 78 και 236 του τελωνειακού κώδικα είναι εφαρμοστέα στην περίπτωση τελωνειακής διασαφήσεως με την οποία περιλήφθηκε εκ παραδρομής προμήθεια αγοράς στη δασμολογική αξία.

71     Πρέπει επομένως να δοθεί στο τρίτο και στο τέταρτο ερώτημα η απάντηση ότι τα άρθρα 78 και 236 του τελωνειακού κώδικα πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι:

–       μετά τη χορήγηση της άδειας παραλαβής των εισαγομένων εμπορευμάτων, οι τελωνειακές αρχές που επιλαμβάνονται αιτήσεως του διασαφητή περί επανεξετάσεως της τελωνειακής του διασαφήσεως ως προς τα εν λόγω εμπορεύματα, υποχρεούνται, υπό την επιφύλαξη της ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος, είτε να απορρίψουν την αίτηση με αιτιολογημένη απόφαση είτε να προβούν στη ζητούμενη επανεξέταση·

–       σε περίπτωση που διαπιστώνουν, μετά το πέρας της επανεξετάσεως, ότι η δηλωθείσα δασμολογική αξία περιελάμβανε εκ παραδρομής προμήθεια αγοράς, υποχρεούνται να επανορθώσουν την κατάσταση προβαίνοντας στη επιστροφή των εισαγωγικών δασμών που επιβλήθηκαν επί της προμήθειας αυτής.

 Επί των δικαστικών εξόδων

72     Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν προκειμένου να υποβάλουν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο έτεροι πλην των εν λόγω διαδίκων δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Τα άρθρα 29, 32 και 33 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι μια προμήθεια αγοράς που περιλαμβάνεται στη δηλωθείσα δασμολογική αξία και δεν διακρίνεται από την τιμή πωλήσεως των εμπορευμάτων στη δήλωση διασαφήσεως πρέπει να θεωρείται ως μέρος της αξίας της συναλλαγής δυνάμει του άρθρου 29 του ίδιου κανονισμού και, ως εκ τούτου, να υπόκειται σε δασμό.

2)      Τα άρθρα 78 και 236 του κανονισμού 2913/92 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι:

–       μετά τη χορήγηση της άδειας παραλαβής των εισαγομένων εμπορευμάτων, οι τελωνειακές αρχές που επιλαμβάνονται αιτήσεως του διασαφητή περί επανεξετάσεως της τελωνειακής του διασαφήσεως ως προς τα εν λόγω εμπορεύματα, υποχρεούνται, υπό την επιφύλαξη της ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος, είτε να απορρίψουν την αίτηση με αιτιολογημένη απόφαση είτε να προβούν στη ζητούμενη επανεξέταση·

–       σε περίπτωση που διαπιστώνουν, μετά το πέρας της επανεξετάσεως, ότι η δηλωθείσα δασμολογική αξία περιελάμβανε εκ παραδρομής προμήθεια αγοράς, υποχρεούνται να επανορθώσουν την κατάσταση προβαίνοντας στη επιστροφή των εισαγωγικών δασμών που επιβλήθηκαν επί της προμήθειας αυτής.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

Επάνω