Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 61997CJ0372

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 29ης Απριλίου 2004.
    Ιταλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Κρατικές ενισχύσεις - Οδικές μεταφορές εμπορευμάτων - Επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και στρέβλωση του ανταγωνισμού - Προϋποθέσεις αποκλίσεως από την απαγόρευση του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 87, παράγραφος 1, EΚ) - Υφιστάμενες ή νέες ενισχύσεις - Αρχές της αναλογικότητας και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης - Αιτιολογία.
    Υπόθεση C-372/97.

    Συλλογή της Νομολογίας 2004 I-03679

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2004:234

    Υπόθεση C-372/97

    Ιταλική Δημοκρατία

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    «Κρατικές ενισχύσεις – Οδικές μεταφορές εμπορευμάτων – Επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και στρέβλωση του ανταγωνισμού – Προϋποθέσεις αποκλίσεως από την απαγόρευση του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 87, παράγραφος 1, EΚ) – Υφιστάμενες ή νέες ενισχύσεις – Αρχές της αναλογικότητας και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Αιτιολογία»

    Περίληψη της αποφάσεως

    1.        Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα το ασυμβίβαστο μη κοινοποιηθείσας ενισχύσεως με την κοινή αγορά – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 93 § 3 και 190 (νυν άρθρα 88 § 3 ΕΚ και 253 ΕΚ)]

    2.        Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Επηρεασμός του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου – Επιπτώσεις στον ανταγωνισμό – Κριτήρια εκτιμήσεως – Ενισχύσεις μικρής σημασίας, θεωρούμενες μεμονωμένα, οι οποίες όμως χορηγούνται σε τομέα με έντονο ανταγωνισμό και μεγάλο αριθμό μικρών επιχειρήσεων

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 92 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87 ΕΚ)]

    3.        Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Επηρεασμός του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου – Τομέας μεταφορών – Δικαιούχοι δραστηριοποιούμενοι σε τοπικό μόνον επίπεδο – Περίσταση που δεν ασκεί επιρροή

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 92 § 1 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87 § 1 ΕΚ)]

    4.        Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Επιπτώσεις στον ανταγωνισμό – Κρατικά μέτρα για την προσέγγιση των όρων ανταγωνισμού, σε συγκεκριμένο οικονομικό τομέα, με εκείνους που ισχύουν σε άλλα κράτη μέλη

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 92 § 1 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87 § 1 ΕΚ)]

    5.        Πράξεις των οργάνων – Αιτιολόγηση – Υποχρέωση – Περιεχόμενο – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα το ασυμβίβαστο μιας ενισχύσεως με την κοινή αγορά – Αναγκαία στοιχεία

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 92 § 1 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87 § 1 ΕΚ) και άρθρο 190 (νυν άρθρο 253 ΕΚ)]

    6.        Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απαγόρευση – Παρεκκλίσεις – Καθήκον συνεργασίας του κράτους μέλους που ζητεί την εφαρμογή παρεκκλίσεως

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 92 § 2 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87 § 2 ΕΚ)]

    7.        Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απαγόρευση – Παρεκκλίσεις – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 92 § 3 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87 § 3 ΕΚ)]

    8.        Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Ανάκτηση παράνομης ενισχύσεως – Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας – Δεν υφίσταται – Διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 93 § 2, εδ. 1 (νυν άρθρο 88 § 2, εδ. 1, ΕΚ)]

    9.        Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Ανάκτηση παράνομης ενισχύσεως – Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Επιτρέπεται υπέρ του δικαιούχου – Αποκλείεται για το κράτος μέλος που χορήγησε ενίσχυση κατά παράβαση των κανόνων διαδικασίας του άρθρου 93 της Συνθήκης (νυν άρθρου 88 ΕΚ)

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 92 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87 ΕΚ) και άρθρο 93 (νυν άρθρο 88 ΕΚ)]

    1.        Στην περίπτωση στην οποία χορηγήθηκε ενίσχυση από κράτος μέλος χωρίς να κοινοποιηθεί κατά το στάδιο του σχεδιασμού της στην Επιτροπή, η αιτιολογία της αποφάσεως που διαπιστώνει το ασυμβίβαστο της εν λόγω ενισχύσεως με την κοινή αγορά δεν πρέπει να στηρίζεται στις πραγματικές επιπτώσεις της εν λόγω ενισχύσεως στον ανταγωνισμό ή στο μεταξύ κρατών μελών εμπόριο. Αυτό θα είχε ως συνέπεια να ευνοούνται τα κράτη μέλη που χορηγούν ενισχύσεις κατά παραβίαση της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως που προβλέπει το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης (νυν άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ), σε βάρος των κρατών μελών που κοινοποιούν τις ενισχύσεις κατά το στάδιο του σχεδιασμού τους.

    (βλ. σκέψη 45)

    2.        Όταν χρηματοδοτική ενίσχυση χορηγηθείσα από κράτος μέλος καθιστά ισχυρότερη τη θέση μιας επιχειρήσεως σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις που την ανταγωνίζονται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, πρέπει να θεωρείται ότι οι επιχειρήσεις αυτές επηρεάζονται από την ενίσχυση.

    Η σχετικώς μικρή σπουδαιότητα ενισχύσεως ή το σχετικώς μικρό μέγεθος της αποδέκτριας επιχειρήσεως δεν αποκλείουν a priori τη δυνατότητα επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών.

    Οι ενισχύσεις σχετικώς μικρής σπουδαιότητας είναι ικανές να επηρεάσουν τον ανταγωνισμό και το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών στην περίπτωση που στον τομέα όπου δραστηριοποιούνται οι επιχειρήσεις που τις λαμβάνουν επικρατεί έντονος ανταγωνισμός. Επιπλέον, όταν ένας τομέας χαρακτηρίζεται από μεγάλο αριθμό μικρών επιχειρήσεων, μια ενίσχυση, έστω μικρή εξεταζόμενη μεμονωμένα, η οποία δυνητικά απευθύνεται στο σύνολο ή σε μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων του τομέα, μπορεί να έχει επιπτώσεις στον ανταγωνισμό και στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

    (βλ. σκέψεις 52-54, 57, 114)

    3.        Η προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ), σύμφωνα με την οποία η ενίσχυση πρέπει να είναι ικανή να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, δεν εξαρτάται από το αν οι παρεχόμενες υπηρεσίες μεταφορών έχουν τοπικό ή περιφερειακό χαρακτήρα ή από τη σπουδαιότητα του οικείου τομέα δραστηριοτήτων.

    (βλ. σκέψη 60)

    4.        Το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος επιδιώκει να επιτύχει την προσέγγιση, μέσω μονομερών μέτρων, των όρων ανταγωνισμού που ισχύουν σε ορισμένο οικονομικό τομέα με αυτούς που επικρατούν σε άλλα κράτη μέλη δεν μπορεί να στερήσει από τα μέτρα αυτά τον χαρακτήρα κρατικής ενισχύσεως.

    (βλ. σκέψη 67)

    5.        Η αιτιολογία που απαιτεί το άρθρο 190 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 253 ΕΚ) πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της επίδικης πράξεως και από το περιεχόμενό της πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του κοινοτικού οργάνου που έχει εκδώσει την πράξη, ώστε οι μεν ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους θεσπίστηκε το μέτρο, ο δε κοινοτικός δικαστής να μπορεί να ασκήσει τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Δεν απαιτείται η αιτιολογία να διασαφηνίζει όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθ’ όσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις επιταγές του άρθρου 190 της Συνθήκης πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της, αλλά και της αλληλουχίας της και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό αντικείμενο.

    (βλ. σκέψεις 69-71)

    6.        Το κράτος μέλος που ζητεί να του επιτραπεί να χορηγήσει ενισχύσεις κατά παρέκκλιση από τους κανόνες της Συνθήκης υπέχει έναντι της Επιτροπής καθήκον συνεργασίας. Στο πλαίσιο αυτού του καθήκοντος οφείλει, μεταξύ άλλων, να παράσχει όλα τα στοιχεία που θα δώσουν τη δυνατότητα στο όργανο αυτό να ελέγξει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παρεκκλίσεως που ζητείται.

    (βλ. σκέψη 81)

    7.        Όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 92, παράγραφος 3, της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ), η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, η άσκηση της οποίας προϋποθέτει σύνθετες εκτιμήσεις οικονομικής και κοινωνικής φύσεως, οι οποίες πρέπει να πραγματοποιούνται εντός κοινοτικού πλαισίου. Στο πλαίσιο της εξετάσεως των επιπτώσεων μιας ενισχύσεως στον ανταγωνισμό και το ενδοκοινοτικό εμπόριο, απόκειται στην Επιτροπή να σταθμίζει τις ευεργετικές συνέπειες της ενισχύσεως με τις αρνητικές συνέπειές της στις συνθήκες εμπορίου και στη διατήρηση μη νοθευμένου ανταγωνισμού. Ο δικαστικός έλεγχος της ασκήσεως της εν λόγω εξουσίας εκτιμήσεως περιορίζεται στην επαλήθευση της τηρήσεως των δικονομικών κανόνων και της υποχρεώσεως αιτιολογίας, καθώς και στον έλεγχο της ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη και της απουσίας πλάνης περί το δίκαιο, πρόδηλης πλάνης περί την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών ή καταχρήσεως εξουσίας.

    (βλ. σκέψεις 82-83)

    8.        Η κατάργηση μιας παράνομης ενισχύσεως μέσω της αναζητήσεώς της αποτελεί τη λογική συνέπεια της διαπιστώσεως του παράνομου χαρακτήρα της. Κατά συνέπεια, η αναζήτηση μιας κρατικής ενισχύσεως, παρανόμως χορηγηθείσας, με σκοπό την αποκατάσταση της προτέρας καταστάσεως, δεν μπορεί, καταρχήν, να θεωρηθεί ως μέτρο δυσανάλογο προς τους στόχους των διατάξεων της Συνθήκης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.

    Με την αναζήτηση της ενισχύσεως, ο αποδέκτης χάνει το πλεονέκτημα που διέθετε στην αγορά έναντι των ανταγωνιστών του και επανέρχονται τα πράγματα στην προ της καταβολής της ενισχύσεως κατάσταση. Από τη λειτουργία αυτή της αναζητήσεως προκύπτει επίσης ότι, κατά κανόνα, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, η Επιτροπή δεν υπερβαίνει τη διακριτική της ευχέρεια, την οποία έχει αναγνωρίσει η νομολογία του Δικαστηρίου, οσάκις ζητεί από το κράτος μέλος να αναζητήσει τα ποσά που χορηγήθηκαν υπό μορφή παράνομων ενισχύσεων, διότι δεν πράττει άλλο από το να ζητεί την αποκατάσταση της προτέρας καταστάσεως.

    (βλ. σκέψεις 103-104)

    9.        Δεν μπορεί βέβαια να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ο αποδέκτης της παράνομης ενισχύσεως να επικαλεστεί τις εξαιρετικές περιστάσεις που στήριξαν δικαιολογημένα την εμπιστοσύνη του στον νόμιμο χαρακτήρα της ενισχύσεως αυτής και, κατά συνέπεια, να αντιταχθεί στην επιστροφή της.

    Αντιθέτως, ένα κράτος μέλος, οι αρχές του οποίου χορήγησαν ενίσχυση κατά παράβαση των κανόνων διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 93 της Συνθήκης (νυν άρθρο 88 ΕΚ), δεν μπορεί να επικαλεστεί τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των δικαιούχων για να αποφύγει την υποχρέωση να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση αποφάσεως της Επιτροπής που διατάσσει την αναζήτηση της ενισχύσεως. Αν γινόταν δεκτή η δυνατότητα αυτή, αυτό θα στερούσε, στην πραγματικότητα, από τις διατάξεις των άρθρων 92 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 87 ΕΚ) και 93 της Συνθήκης κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα, στο μέτρο που οι εθνικές αρχές θα μπορούσαν με τον τρόπο αυτό να στηριχθούν στη δική τους παράνομη συμπεριφορά για να εμποδίσουν την αποτελεσματικότητα των αποφάσεων που εξέδωσε η Επιτροπή βάσει αυτών των διατάξεων της Συνθήκης.

    (βλ. σκέψεις 111-112)




    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

    της 29ης Απριλίου 2004 (*)

    «Κρατικές ενισχύσεις – Οδικές μεταφορές εμπορευμάτων – Επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και στρέβλωση του ανταγωνισμού – Προϋποθέσεις αποκλίσεως από την απαγόρευση του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 87, παράγραφος 1, EΚ) – Υφιστάμενες ή νέες ενισχύσεις – Αρχές της αναλογικότητας και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Αιτιολογία»

    Στην υπόθεση C-372/97,

    Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον I. Braguglia, επικουρούμενο από τον O. Fiumara, avvocato dello Stato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους P. Nemitz και P. Stancanelli, επικουρούμενους από τον Moretto, avvocato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    καθής,

    που έχει ως αντικείμενο τη μερική ακύρωση της αποφάσεως 98/182/CE της Επιτροπής, της 30ής Ιουλίου 1997, σχετικά με τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν από την Περιφέρεια Friuli-Venezia Giulia (Iταλία) στις επιχειρήσεις οδικής μεταφοράς εμπορευμάτων της περιφέρειας (ΕΕ 1998, L 66, σ. 18),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, προεδρεύοντα του έκτου τμήματος, J. N. Cunha Rodrigues, J.-P. Puissochet, R. Schintgen και F. Macken (εισηγήτρια), δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: S. Alber

    γραμματέας: M.-F. Contet, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

    αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 20ής Μαρτίου 2003, κατά την οποία η Ιταλική Δημοκρατία εκπροσωπήθηκε από τον G. Aiello, avvocato dello Stato, και η Επιτροπή από τον V. Di Bucci,

    αφού άκουσε τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα κατά τη συνεδρίαση της 15ης Μαΐου 2003,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 28 Οκτωβρίου 1997, η Ιταλική Δημοκρατία ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 230 ΕΚ), τη μερική ακύρωση της αποφάσεως 98/182/ΕΚ της Επιτροπής, της 30ής Ιουλίου 1997, σχετικά με τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν από την Περιφέρεια Friuli-Venezia Giulia (Ιταλία) στις επιχειρήσεις οδικής μεταφοράς εμπορευμάτων της περιφέρειας (JO 1998, L 66, σ. 18, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

     Νομικό πλαίσιο

    2        Οι γενικές διατάξεις σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις που περιέχουν τα άρθρα 92 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87 ΕΚ), 93 και 94 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρα 88 ΕΚ και 89 ΕΚ) εφαρμόζονται στον τομέα των μεταφορών, υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής των ειδικών διατάξεων του άρθρου 77 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 73 ΕΚ), σύμφωνα με το οποίο συμβιβάζονται με τη Συνθήκη οι ενισχύσεις που ανταποκρίνονται στις ανάγκες συντονισμού των μεταφορών ή που αντιστοιχούν στην αποκατάσταση ορισμένων βαρών συνυφασμένων με την έννοια της δημόσιας υπηρεσίας

    3        Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1107/70 του Συμβουλίου, της 4ης Ιουνίου 1970, περί ενισχύσεων που χορηγούνται στον τομέα των σιδηροδρομικών, οδικών και εσωτερικών πλωτών μεταφορών (ΕΕ ειδ. έκδ. 07/001, σ. 135), που τροποποιήθηκε για τελευταία φορά με τον κανονισμό (ΕΚ) 543/97 του Συμβουλίου, της 17ης Μαρτίου 1997 (ΕΕ L 84, σ. 6, στο εξής: κανονισμός 1107/70), που στηρίζεται στο άρθρο 75 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 71 ΕΚ) και στα άρθρα 77 και 94 της Συνθήκης, επιβεβαιώνει, στο άρθρο του 2, ότι τα άρθρα 92 έως 94 της Συνθήκης εφαρμόζονται στον εν λόγω τομέα και διατυπώνει, εξάλλου, ορισμένους ιδιαίτερους κανόνες σχετικά με τις εν λόγω ενισχύσεις, με την προϋπόθεση ότι οι ενισχύσεις αυτές εμπίπτουν ειδικώς στις δραστηριότητες του εν λόγω τομέα. Διευκρινίζει έτσι τις περιπτώσεις και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν συντονιστικά μέτρα ή να επιβάλλουν βάρη συνυφασμένα με την έννοια της δημόσιας υπηρεσίας, τα οποία συνεπάγονται τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων κατά το άρθρο 77 της Συνθήκης.

    4        Επί θεμάτων συντονισμού των μεταφορών, το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 1107/70 επιτρέπει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τη χορήγηση ενισχύσεων που σκοπό έχουν να εξαλείψουν, στο πλαίσιο σχεδίου εξυγιάνσεως, το πλεονάζον δυναμικό που προκαλεί σοβαρές διαρθρωτικές δυσχέρειες και να συμβάλουν με τον τρόπο αυτό στην αποτελεσματικότερη ικανοποίηση των αναγκών της αγοράς μεταφορών. Το σημείο ε΄ της ίδιας διατάξεως επιτρέπει, επίσης υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τη χορήγηση ενισχύσεων που σκοπό έχουν να διευκολύνουν την ανάπτυξη των συνδυασμένων μεταφορών.

    5        Στο πλαίσιο της θεσπίσεως κοινής πολιτικής μεταφορών, η αγορά των διεθνών οδικών μεταφορών εμπορευμάτων ελευθερώθηκε εν μέρει, εντός της Κοινότητας, με τη θέσπιση το 1969 καθεστώτος ποσοστώσεων, με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1018/68 του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 1968, σχετικά με την επιβολή κοινοτικής ποσοστώσεως στις οδικές μεταφορές εμπορευμάτων που πραγματοποιούνται μεταξύ κρατών μελών (ΕΕ L 175, σ. 13). Στο πλαίσιο της ποσοστώσεως αυτής, οι κοινοτικές άδειες παρείχαν τη δυνατότητα στους κατόχους τους να πραγματοποιούν μεταφορές μεταξύ κρατών μελών επί ένα έτος. Το καθεστώς αυτό διατηρήθηκε σε ισχύ έως την 1η Ιανουαρίου 1993, ημερομηνία κατά την οποία ελευθερώθηκε πλήρως η δραστηριότητα αυτή με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 881/92 του Συμβουλίου, της 26ης Μαρτίου 1992, σχετικά με την πρόσβαση στην αγορά των οδικών εμπορευματικών μεταφορών μέσα στην Κοινότητα, οι οποίες έχουν ως σημείο αναχώρησης ή προορισμού το έδαφος κράτους μέλους ή διέρχονται από το έδαφος ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών (ΕΕ L 95, σ. 1).

    6        Όσον αφορά την αγορά των εμπορευματικών μεταφορών στο εσωτερικό ενός κράτους μέλους, ο κανονισμός (ΕΟΚ) 4059/89 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον καθορισμό των όρων υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές οδικές εμπορευματικές μεταφορές σ’ ένα κράτος μέλος μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σ’ αυτό (ΕΕ L 390, σ. 3), υπέβαλε από 1ης Ιουλίου 1990 το καμποτάζ, ήτοι τη μεταφορά εμπορευμάτων στο εσωτερικό ενός κράτους μέλους από μεταφορέα που είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος, σε μεταβατικό καθεστώς υπό τη μορφή κοινοτικής ποσοστώσεως με προοδευτική αύξηση. Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 3118/93 του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 1993, για τον καθορισμό των όρων υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές οδικές εμπορευματικές μεταφορές σ’ ένα κράτος μέλος μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σ’ αυτό (ΕΕ L 279, σ. 1), προέβλεψε τη διατήρηση αυτού του μεταβατικού καθεστώτος μέχρι την οριστική καθιέρωση της πλήρους ελευθερώσεως των δραστηριοτήτων καμποτάζ από 1ης Ιουλίου 1998.

     Το ιστορικό της διαφοράς

     Οι επίδικες ενισχύσεις

    7        Στις 18 Μαΐου 1981, η Περιφέρεια Friuli-Venezia Giulia (στο εξής: περιφέρεια) θέσπισε τον legge regionale αριθ. 28, σχετικά με τις παρεμβάσεις για την προώθηση και την ανάπτυξη των μεταφορών που ενδιαφέρουν την περιφέρεια Friuli-Venezia Giulia καθώς και της οδικής μεταφοράς εμπορευμάτων για λογαριασμό τρίτων (στο εξής: νόμος 28/1981). O νόμος αυτός προέβλεπε, με τα άρθρα του 4, 7 και 8, ορισμένα ενισχυτικά μέτρα υπέρ των επιχειρήσεων μεταφορών που δρουν για λογαριασμό τρίτων και είναι εγκατεστημένες στο έδαφος της περιφέρειας.

    8        Το καθεστώς που θέσπισε ο νόμος 28/1981 αντικαταστάθηκε με τον legge regionale αριθ. 4, της 7ης Ιανουαρίου 1985, σχετικά με τις παρεμβάσεις για την προώθηση και την ανάπτυξη των μεταφορών που ενδιαφέρουν την περιφέρεια Friuli-Venezia Giulia καθώς και της οδικής μεταφοράς εμπορευμάτων για λογαριασμό τρίτων (στο εξής: νόμος 4/1985). Ο νόμος αυτός θέσπισε, με τα άρθρα του 4 έως 6, ένα καθεστώς περιφερειακών ενισχύσεων κατά βάση ταυτιζόμενο με αυτό που είχε θεσπίσει ο νόμος 28/1981.

    9        Οι νόμοι αυτοί προέβλεπαν τρία μέτρα υπέρ των επιχειρήσεων οδικών μεταφορών που δρουν για λογαριασμό τρίτων και ήταν εγκατεστημένες στο έδαφος της περιφέρειας:

    α)      την ετήσια χρηματοδότηση, για περίοδο δέκα ετών κατ’ ανώτατο όριο, έως και 60 % (για τις ατομικές επιχειρήσεις) και 70 % (για τους συνεταιρισμούς και τις κοινοπραξίες) του επιτοκίου αναφοράς, που καθορίζεται με υπουργική απόφαση, των δανείων που συνάπτονται με σκοπό (άρθρο 4 των νόμων 28/1981 και 4/1985):

    –        την πραγματοποίηση έργων υποδομής της επιχειρήσεως (κατασκευή, αγορά, επέκταση, αποπεράτωση και εκσυγχρονισμός των αναγκαίων εγκαταστάσεων για τις δραστηριότητες της επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προορίζονται για την εναπόθεση, την αποθήκευση και τον χειρισμό των εμπορευμάτων)·

    –        την αγορά, την ανάπτυξη και την ανανέωση του κινητού και ακίνητου εξοπλισμού καθώς και των εσωτερικών μεταφορικών μέσων και των οδικών μέσων μεταφοράς·

    β)      τη χρηματοδότηση του κόστους των πράξεων χρηματοδοτικής μισθώσεως, για περίοδο τριών ή πέντε ετών, σχετικά με καινουργή οχήματα, ρυμουλκούμενα και ημιρυμουλκούμενα και των εναλλασσομένων αμαξωμάτων τους, προσαρμοσμένα στις δραστηριότητες οδικής μεταφοράς εμπορευμάτων καθώς και σχετικά με εγκαταστάσεις, μηχανές και εξοπλισμό για τη χρήση, τη συντήρηση και την επισκευή των οχημάτων και για τη διακίνηση των εμπορευμάτων, έως και 25 % (για τις ατομικές επιχειρήσεις) και 30 % (για τους συνεταιρισμούς και τις κοινοπραξίες) της τιμής αγοράς των αγαθών. Η ενίσχυση αυτή, που προέβλεπαν τα άρθρα 7 του νόμου 28/1981 και 5 του νόμου 4/1985, μειώθηκε με μεταγενέστερους περιφερειακούς νόμους, για όλους τους αποδέκτες, σε 20 % και στη συνέχεια σε 15 % της τιμής αγοράς·

    γ)      την ετήσια χρηματοδότηση, υπέρ των κοινοπραξιών και των λοιπών συνεταιριστικών μορφωμάτων, έως και 50 %, των επενδύσεων που προορίζονταν για την κατασκευή ή την αγορά εγκαταστάσεων και εξοπλισμού που ήταν αναγκαία για την επιδίωξη του σκοπού της κοινοπραξίας ή του συνεταιρισμού, ή προορίζονταν να συμβάλουν στη διαχείριση και την ανάπτυξη των κοινών υπηρεσιών σταθμεύσεως, συντηρήσεως και επισκευής των οχημάτων, και των συναφών εγκαταστάσεων και εξοπλισμού (άρθρο 8 του νόμου 28/1981 και άρθρο 6 του νόμου 4/1985).

    10      Σύμφωνα με πληροφορίες που διαβίβασαν οι ιταλικές αρχές στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 18 Νοεμβρίου 1996, το ποσό των προβλεπομένων πιστώσεων για τις σκοπούμενες στο άρθρο 4 του νόμου 4/1985 ενισχύσεις, για την περίοδο μεταξύ 1985 και 1995, ανήλθε σε 13 δισεκατομμύρια ιταλικές λίρες (ITL) (6,7 εκατομμύρια ευρώ) και οι αιτήσεις που έγιναν δεκτές έφθασαν τις 155. Κατά μέσο όρο, το επίπεδο των καταβληθεισών ενισχύσεων κυμαινόταν μεταξύ 13 και 26 % των δαπανών και των τόκων των δανείων. Το προβλεπόμενο ποσό για την περίοδο μεταξύ 1981 και 1985 ανήλθε σε 930 εκατομμύρια ITL (0,4 εκατομμύρια ευρώ) και 14 αιτήσεις έγιναν δεκτές κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής (σημείο II των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλομένης αποφάσεως).

    11      Οι προβλεπόμενες πιστώσεις για τις σκοπούμενες στο άρθρο 5 του νόμου 4/1985 ενισχύσεις ανήλθαν σε 23 3000 εκατομμύρια ITL (11,8 εκατομμύρια ευρώ) κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταξύ 1985 και 1995 και εγκρίθηκαν 1 691 αιτήσεις για μια μέση χρηματοδότηση της τάξεως του 19 %, κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής. Το 1993 εγκρίθηκαν 83 αιτήσεις και το επίπεδο της ενισχύσεως ήταν της τάξεως του 10 %. Από το 1981 έως το 1985 εγκρίθηκαν 305 αιτήσεις και καταβλήθηκαν 5 790 εκατομμύρια ITL (2,9 εκατομμύρια ευρώ) υπό μορφή ενισχύσεων (σημείο II των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλομένης αποφάσεως).

    12      Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαβίβασε στην Επιτροπή η Ιταλική Κυβέρνηση κατόπιν της εκ μέρους της Επιτροπής κινήσεως της διοικητικής διαδικασίας, οι χορηγηθείσες κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6 του νόμου 4/1985 ενισχύσεις προορίζονταν για επενδύσεις στον τομέα των συνδυασμένων μεταφορών, ήτοι για την αγορά κινητών αμαξωμάτων και εγκαταστάσεων αγκιστρώσεως για οχήματα και ημιρυμουλκούμενα προοριζόμενα για συνδυασμένες μεταφορές. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, οι εν λόγω ενισχύσεις αντιπροσώπευαν 10 έως 15 % του συνολικού ποσού των καταβληθεισών ενισχύσεων (σημεία ΙΙ, έβδομο εδάφιο, και VIII, έβδομο και όγδοο εδάφιο, της προσβαλλομένης αποφάσεως).

     Η διοικητική διαδικασία και η προσβαλλόμενη απόφαση

    13      Η Επιτροπή, όταν έλαβε γνώση του νόμου 4/1985, ζήτησε από τις ιταλικές αρχές, με έγγραφο της 29ης Σεπτεμβρίου 1995, να της διαβιβάσουν όλα τα νομοθετικά κείμενα, έγγραφα, πληροφορίες και στοιχεία που απαιτούνταν για να εκτιμηθεί το συμβατό του καθεστώτος ενισχύσεων που θέσπισε ο νόμος 4/1985 με την κοινή αγορά.

    14      Με έγγραφο της 14ης Φεβρουαρίου 1997, η Επιτροπή ανακοίνωσε στην Ιταλική Κυβέρνηση την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης κατά του καθεστώτος ενισχύσεων προς επιχειρήσεις οδικών μεταφορών εμπορευμάτων που δρουν για λογαριασμό τρίτων, το οποίο θεσπίστηκε με τους νόμους 28/1981 και 4/1985 (ΕΕ C 98, σ. 16). Η Επιτροπή κάλεσε τις ιταλικές αρχές και τους ενδιαφερόμενους τρίτους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους και να προσκομίσουν όλα τα αναγκαία έγγραφα, πληροφορίες και στοιχεία προκειμένου να εξετάσει το συμβατό των επίδικων ενισχύσεων με την κοινή αγορά. Η Επιτροπή έλαβε τις παρατηρήσεις της Ιταλικής Κυβερνήσεως στις 3 Απριλίου 1997, στις οποίες προσαρτήθηκε η συμπληρωματική έκθεση της περιφέρειας (στο εξής: συμπληρωματική έκθεση).

    15      Στις 30 Ιουλίου 1997, η Επιτροπή ολοκλήρωσε τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση.

    16      Το σημείο VI των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλομένης αποφάσεως διευκρινίζει ότι, εφόσον οι επίδικες ενισχύσεις σκοπούν στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων οδικών μεταφορών εμπορευμάτων που δρουν για λογαριασμό τρίτων και είναι εγκατεστημένες στην περιφέρεια, μειώνοντας το κανονικό κόστος της δραστηριότητάς τους, με το οποίο εξακολουθούσαν να βαρύνονται οι εκτός της εν λόγω περιφέρειας ανταγωνίστριες επιχειρήσεις, οι ενισχύσεις αυτές ευνοούσαν, συνεπώς, την ανταγωνιστικότητα των εν λόγω επιχειρήσεων και τον ειδικό αυτό τομέα, πράγμα που μπορούσε να προκαλέσει στρέβλωση του ανταγωνισμού.

    17      Καταρχάς, η Επιτροπή διακρίνει, στο σημείο VII, τρίτο έως ενδέκατο εδάφιο, των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλομένης αποφάσεως, μεταξύ, αφενός, της τοπικής, περιφερειακής και εθνικής αγοράς οδικών μεταφορών εμπορευμάτων και, αφετέρου, της διεθνούς αγοράς οδικών μεταφορών εμπορευμάτων. Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, μέχρι την έναρξη ισχύος του κανονισμού 4059/89, την 1η Ιουλίου 1990, η πρώτη αγορά δεν ήταν ανοικτή στον κοινοτικό ανταγωνισμό. Κατά συνέπεια, οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν πριν από την ημερομηνία αυτή στις επιχειρήσεις μεταφορών που δραστηριοποιούνται αποκλειστικώς σε τοπικό, περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο δεν μπορούσαν να επηρεάσουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο και, επομένως, δεν αποτελούσαν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Αντιθέτως, οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στις εν λόγω επιχειρήσεις μετά την ημερομηνία αυτή αποτελούν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, καθόσον ήταν ικανές να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

    18      Όσον αφορά την αγορά διεθνών οδικών μεταφορών εμπορευμάτων, η Επιτροπή επισημαίνει, με το σημείο III, τέταρτο εδάφιο, των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι ανοίχτηκε στον ενδοκοινοτικό ανταγωνισμό από το 1969, ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του κανονισμού 1018/68. Όπως υποστηρίζει στο σημείο VII, τελευταίο εδάφιο, των εν λόγω αιτιολογικών σκέψεων, αυτό συνεπάγεται ότι οι προβλεπόμενες από τους νόμους 4/1985 και 28/1981 ενισχύσεις ενίσχυαν, από το 1969, την οικονομική θέση και, κατά συνέπεια, τις δυνατότητες δράσεως των επιχειρήσεων οδικών μεταφορών εμπορευμάτων για λογαριασμό τρίτων της περιφέρειας έναντι της οικονομικής θέσεως των ανταγωνιστών τους, δηλαδή των επιχειρήσεων διεθνών μεταφορών, και μπορούσαν, ως εκ τούτου, να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Επομένως, οι εν λόγω ενισχύσεις αποτελούν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης και ο τοπικός ή περιορισμένος χαρακτήρας του ανταγωνισμού των περιφερειακών μεταφορέων δεν μπορεί να αποκλείσει την εφαρμογή του άρθρου αυτού.

    19      Η Επιτροπή, εξετάζοντας ακολούθως, στο σημείο VIII, ένατο εδάφιο, των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλομένης αποφάσεως, αν μπορούν να τύχουν εξαιρέσεως οι ενισχύσεις που για τους προεκτεθέντες λόγους χαρακτηρίσθηκαν ως κρατικές ενισχύσεις, θεωρεί ότι οι ενισχύσεις για τη χρηματοδότηση εξοπλισμού στον τομέα των συνδυασμένων μεταφορών μπορούν να υπαχθούν στο καθεστώς απαλλαγών του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 1107/70. Όσον αφορά τις λοιπές επίδικες ενισχύσεις, δεν μπορεί να εφαρμοστεί γι’ αυτές η εξαίρεση που προβλέπει το σημείο δ΄ της εν λόγω διατάξεως σε περιπτώσεις ελλείψεως πλεονάζοντος δυναμικού και σχεδίου εξυγιάνσεως του τομέα.

    20      Σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, οι εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχεία α΄ και γ΄, της Συνθήκης, προκειμένου για τις ενισχύσεις που σκοπούν στην ενίσχυση της οικονομικής αναπτύξεως ορισμένων περιφερειών, δεν μπορούν να εφαρμοστούν, αφενός, λόγω της ελλείψεως σχεδίου περιφερειακής αναπτύξεως αφορούντος όλους τους τομείς της οικονομίας της περιφέρειας και, αφετέρου, διότι το έδαφος της περιφέρειας δεν αποτελεί εξ ολοκλήρου τμήμα των περιφερειών στις οποίες μπορεί να εφαρμοστεί εξαίρεση.

    21      Οι εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της Συνθήκης υπέρ των ενισχύσεων σε ορισμένες οικονομικές δραστηριότητες δεν έχουν εφαρμογή στις επίδικες ενισχύσεις, στον βαθμό που δεν συνοδεύονται από κανένα πρόγραμμα κοινού συμφέροντος, όπως θα ήταν, για παράδειγμα, ένα πρόγραμμα αναδιαρθρώσεως του τομέα. Επιπλέον, οι ενισχύσεις για τις πράξεις χρηματοδοτικής μισθώσεως σχετικά με την αγορά νέων οχημάτων συνιστούν ενισχύσεις λειτουργίας (σημείο VII, δέκατο τρίτο εδάφιο, της προσβαλλομένης αποφάσεως).

    22      Τέλος, στο σημείο VIII, τελευταίο εδάφιο, των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλομένης αποφάσεως, διευκρινίζεται ότι η χορηγηθείσα βάσει των νόμων 28/1981 και 4/1985 ενίσχυση προς τις επιχειρήσεις οδικών μεταφορών εμπορευμάτων της περιφέρειας που πραγματοποιούν τοπικές, περιφερειακές ή εθνικές μεταφορές από την 1η Ιουλίου 1990, καθώς και προς τις επιχειρήσεις που πραγματοποιούν διεθνείς μεταφορές δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης. Η Επιτροπή καταλήγει, με το σημείο IX των εν λόγω αιτιολογικών σκέψεων, ότι, δεδομένου ότι η Ιταλική Κυβέρνηση εφάρμοσε το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων, χωρίς να συμμορφωθεί προς την υποχρέωση κοινοποιήσεως, το καθεστώς αυτό πρέπει να θεωρηθεί μη σύννομο, η δε ανάκτηση των εν λόγω ενισχύσεων είναι αναγκαία για την αποκατάσταση των ισότιμων όρων ανταγωνισμού που ίσχυαν πριν από τη χορήγηση των εν λόγω ενισχύσεων.

    23      Το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

    «Άρθρο 1

    Οι επιδοτήσεις που χορηγήθηκαν βάσει των νόμων αριθ. 28/81 και 4/85 της περιφέρειας Friuli-Venezia Giulia (εφεξής επονομαζόμενες «οι επιδοτήσεις») προς επιχειρήσεις που εκτελούσαν αποκλειστικά τοπικές, περιφερειακές ή εθνικές μεταφορές μέχρι την 1η Ιουλίου 1990 δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

    Άρθρο 2

    Οι επιδοτήσεις που δεν καλύπτονται από το άρθρο 1 της παρούσας απόφασης συνιστούν ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης και είναι παράνομες επειδή τέθηκαν σε εφαρμογή κατά παράβαση του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

    Άρθρο 3

    Οι επιδοτήσεις που προορίζονται για τη χρηματοδότηση στοιχείων που είναι ειδικά προσαρμοσμένα για την εξυπηρέτηση των αναγκών των συνδυασμένων μεταφορών και τα οποία χρησιμοποιούνται αποκλειστικά στο πλαίσιο των συνδυασμένων μεταφορών συνιστούν ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης αλλά συμβιβάζονται ωστόσο με την κοινή αγορά βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1107/70.

    Άρθρο 4

    Οι επιδοτήσεις που χορηγήθηκαν σε επιχειρήσεις που εκτελούν τοπικές, περιφερειακές ή εθνικές μεταφορές από την 1η Ιουλίου 1990 και σε επιχειρήσεις που εκτελούν διεθνείς μεταφορές δεν συμβιβάζονται με την κοινή αγορά επειδή δεν εκπληρούν κανένα από τους όρους που απαιτούνται από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 92, παράγραφοι 2 και 3, της Συνθήκης παρεκκλίσεις, αλλά ούτε και καλύπτονται από τις προϋποθέσεις του κανονισμού (ΕΟΚ) 1107/70.

    Άρθρο 5

    Η Ιταλία καταργεί και ανακτά την ενίσχυση για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 4. Η ενίσχυση επιστρέφεται με βάση τις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου, με προσαύξηση κατά το ποσό των τόκων, οι οποίοι υπολογίζονται με βάση το επιτόκιο αναφοράς για τον υπολογισμό των καθεστώτων περιφερειακών ενισχύσεων και οι οποίοι αρχίζουν να τρέχουν από την ημερομηνία κατά την οποία καταβλήθηκε η σχετική ενίσχυση μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής της επιστροφής.

    […]

    Άρθρο 7

    Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ιταλική Δημοκρατία.»

    24      Κατόπιν της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η περιφέρεια, η οποία είχε αναστείλει τη χορήγηση των επίδικων ενισχύσεων από 1ης Ιανουαρίου 1996, κατήργησε το προβλεπόμενο από τον νόμο 4/1985 καθεστώς ενισχύσεων και θέσπισε τα αναγκαία για την αναζήτηση των ήδη χορηγηθεισών ενισχύσεων μέτρα.

     Επί της διαδικασίας

    25      Πέραν της παρούσας προσφυγής της Ιταλικής Δημοκρατίας, ορισμένες επιχειρήσεις οδικών μεταφορών εμπορευμάτων στις οποίες χορηγήθηκαν ενισχύσεις της περιφέρειας (στο εξής: αποδέκτριες επιχειρήσεις) ζήτησαν επίσης, με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων μεταξύ της 2ας Δεκεμβρίου 1997 και της 26ης Ιανουαρίου 1998, οι οποίες πρωτοκολλήθηκαν με τους αριθμούς T‑298/97, T‑312/97, T‑313/97, T‑315/97, T‑600/97 έως T‑607/97, T‑1/98, T‑3/98 έως T‑6/98 και T‑23/98, τη μερική ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Με διάταξη του προέδρου του πρώτου πενταμελούς τμήματος της 16ης Ιουνίου 1998, οι υποθέσεις αυτές ενώθηκαν προς διευκόλυνση της γραπτής και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

    26      Με την από 29 Σεπτεμβρίου 1998 διάταξη του προέδρου του τετάρτου πενταμελούς τμήματος, έγινε δεκτή η παρέμβαση της Ιταλικής Δημοκρατίας προς στήριξη των αιτημάτων των αποδεκτριών επιχειρήσεων.

    27      Με διάταξη της 24ης Νοεμβρίου 1998, το Δικαστήριο ανέστειλε τη διαδικασία τα παρούσας υποθέσεως μέχρι να εκδοθεί η απόφαση του Πρωτοδικείου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις που αναφέρονται στη σκέψη 25 της παρούσας αποφάσεως.

    28      Με την απόφαση της 15ης Ιουνίου 2000, T‑298/97, T‑312/97, T‑313/97, T‑315/97, T‑600/97 έως T‑607/97, T‑1/98, T‑3/98 έως T 6/98 και T‑23/98, Alzetta κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑2319), το Πρωτοδικείο ακύρωσε το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά το μέτρο που κηρύσσει παράνομες τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν από την 1η Ιουλίου 1990 στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται αποκλειστικώς στον τομέα των τοπικών, περιφερειακών και εθνικών μεταφορών, καθώς και το άρθρο 5 της ίδιας αποφάσεως, το οποίο επιβάλλει στην Ιταλική Δημοκρατία υποχρέωση αναζητήσεως των εν λόγω ενισχύσεων. Το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή των αποδεκτριών επιχειρήσεων κατά τα λοιπά.

    29      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 23 Αυγούστου 2000, η Ιταλική Δημοκρατία άσκησε αίτηση αναιρέσεως κατά της εν λόγω αποφάσεως του Πρωτοδικείου, πρωτοκολληθείσα με τον αριθμό C‑298/00 P.

     Επί του αντικειμένου της προσφυγής

    30      Η Ιταλική Δημοκρατία ζητεί από το Δικαστήριο, κυρίως, να ακυρώσει τα άρθρα 2 και 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως και, επικουρικώς, να ακυρώσει το άρθρο 5 της αποφάσεως αυτής κατά το μέρος που επιβάλλει στο εν λόγω κράτος μέλος την υποχρέωση αναζητήσεως των επίδικων ενισχύσεων, προσαυξημένων με τόκους. Η Ιταλική Δημοκρατία ζητεί επίσης να καταδικαστεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    31      Προς στήριξη της προσφυγής της, η Ιταλική Δημοκρατία προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αντλούνται, πρώτον, από την παράβαση του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης, δεύτερον, από την προσβολή των άρθρων 92, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της εν λόγω Συνθήκης και 3, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 1107/70, τρίτον, από την παράβαση του άρθρου 93 της ίδιας Συνθήκης και, τέταρτον, από την παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης καθώς και από την παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογίας.

    32      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή και να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα. Ωστόσο, μετά την έκδοση της προπαρατεθείσας αποφάσεως Alzetta κ.λπ. κατά Επιτροπής, η Επιτροπή δέχθηκε την ερμηνεία του Πρωτοδικείου όσον αφορά τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν από 1ης Ιουλίου 1990 στις επιχειρήσεις που πραγματοποιούν μεταφορές αποκλειστικώς σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο και, κατά συνέπεια, παραιτήθηκε από τον σχετικό με τις εν λόγω ενισχύσεις ισχυρισμό της.

    33      Σύμφωνα με το άρθρο 92, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου:

    «Το Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το απαράδεκτο για λόγους δημοσίας τάξεως ή να διαπιστώσει, αφού ακούσει τους διαδίκους, ότι η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου και ότι η δίκη πρέπει να καταργηθεί· η απόφαση λαμβάνεται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπουν οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 91 του παρόντος κανονισμού.»

    34      Συναφώς, όπως το Δικαστήριο επισήμανε με τη σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως, η προπαρατεθείσα απόφαση του Πρωτοδικείου Alzetta κ.λπ. κατά Επιτροπής, που εκδόθηκε μετά την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής, ακύρωσε τα άρθρα 2 και 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο μέτρο που αφορούν τις ενισχύσεις προς επιχειρήσεις οδικών μεταφορών σε τοπικό, περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο.

    35      Εξάλλου, στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως κατά της προπαρατεθείσας αποφάσεως του Πρωτοδικείου Alzetta κ.λπ. κατά Επιτροπής, η Επιτροπή δεν προέβαλε καμία αιτίαση σχετική με την εκ μέρους του Πρωτοδικείου ακύρωση των άρθρων 2 και 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο μέτρο που η ακύρωση αυτή αφορά τις ενισχύσεις προς επιχειρήσεις που πραγματοποιούν οδικές μεταφορές σε τοπικό, περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο. Το Δικαστήριο, με την εκδιδόμενη σήμερα απόφαση Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑298/00 P, Συλλογή 2004, σ. Ι‑4087), απέρριψε όλες τις αιτιάσεις τόσο της Ιταλικής Δημοκρατίας όσο και της Επιτροπής κατά της εν λόγω αποφάσεως του Πρωτοδικείου.

    36      Επιπλέον, το απόλυτο δεδικασμένο που περιβάλλει την ακυρωτική απόφαση κοινοτικού δικαστηρίου (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 1954, 1/54, Γαλλία κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 1, 2/54, Ιταλία κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 5, και της 11ης Φεβρουαρίου 1955, 3/54, Assider κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 9) καλύπτει τόσο το διατακτικό της αποφάσεως όσο και το σκεπτικό που αποτελεί την απαραίτητη βάση του (βλ. απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 1999, C‑310/97 P, Επιτροπή κατά AssiDomän Kraft Products, Συλλογή 1999, σ. I‑5363, σκέψη 54).

    37      Υπό τις συνθήκες αυτές, από την προπαρατεθείσα απόφαση Alzetta κ.λπ. κατά Επιτροπής και από την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως κατά της αποφάσεως αυτής με τη σημερινή προπαρατεθείσα απόφαση Ιταλία κατά Επιτροπής αναγκαστικά προκύπτει ότι η υπό κρίση προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου όσον αφορά τα αιτήματα περί ακυρώσεως των άρθρων 2 και 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά το μέτρο που αφορούν τις ενισχύσεις προς τις επιχειρήσεις οδικών μεταφορών σε τοπικό, περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο.

    38      Συνεπώς, στο Δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει αν η προσβαλλόμενη απόφαση συνάδει προς τις αρχές του κοινοτικού δικαίου που επικαλείται η Ιταλική Δημοκρατία μόνον κατά το μέτρο που κηρύσσει παράνομες τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν βάσει των νόμων 28/1981 και 4/1985 στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα των διεθνών οδικών μεταφορών εμπορευμάτων (στο εξής: επίδικες ενισχύσεις).

     Επί της προσφυγής

     Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως

     Επί της πλάνης περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης

    –       Επιχειρήματα των διαδίκων

    39      Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η Ιταλική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι, όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης στις επίδικες ενισχύσεις, η Επιτροπή περιορίζεται στο να επικαλεστεί την απλή δυνατότητα επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών από τις εν λόγω ενισχύσεις και δεν αποδεικνύει την ύπαρξη πραγματικής και συγκεκριμένης απειλής στρεβλώσεως του ανταγωνισμού.

    –       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    40      Καταρχάς, επιβάλλεται η επισήμανση ότι το άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης ορίζει τις ενισχύσεις τις οποίες διέπει ως ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής, στον βαθμό που επηρεάζουν το μεταξύ των κρατών μελών εμπόριο.

    41      Συναφώς, οι κανόνες διαδικασίας που θέτει η Συνθήκη αποτελούν συνάρτηση του κατά πόσον πρόκειται για υφιστάμενες ή για νέες ενισχύσεις.

    42      Όσον αφορά τις υφιστάμενες ενισχύσεις, βάσει των διατάξεων του άρθρου 93, παράγραφοι 1 και 2, της Συνθήκης και σύμφωνα με την αρχή της ασφάλειας δικαίου, αν η Επιτροπή διαπιστώσει, στο πλαίσιο του μόνιμου ελέγχου των εν λόγω ενισχύσεων και αφού προηγουμένως καλέσει τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, ότι μια ενίσχυση δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά σύμφωνα με το άρθρο 92 της εν λόγω Συνθήκης, ή ότι η ενίσχυση αυτή χορηγήθηκε καταχρηστικώς, αποφασίζει ότι το οικείο κράτος πρέπει να την καταργήσει ή να την τροποποιήσει εντός της ταχθείσας από την ίδια προθεσμίας. Επομένως, οι εν λόγω ενισχύσεις μπορούν να χορηγηθούν κανονικά, εφόσον η Επιτροπή δεν διαπίστωσε το ασυμβίβαστό τους με την κοινή αγορά (βλ. αποφάσεις της 30ής Ιουνίου 1992, C‑ 47/91, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. I‑4145, σκέψεις 23 και 25, καθώς και της 15ης Μαρτίου 1994, C‑387/92, Banco Exterior de España, Συλλογή 1994, σ. I‑877, σκέψη 20).

    43      Όσον αφορά τις νέες ενισχύσεις, το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης προβλέπει ότι η Επιτροπή ενημερώνεται, εντός εύλογης προθεσμίας για την υποβολή των παρατηρήσεών της, για τα σχέδια θεσπίσεως των εν λόγω ενισχύσεων. Κατόπιν αυτού, η Επιτροπή προβαίνει σε μια πρώτη εξέταση του σχεδίου ενισχύσεων. Αν, κατά το πέρας της εξετάσεως αυτής, κρίνει ότι το οικείο σχέδιο δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, κινεί αμελλητί την κατ’ αντιμωλία διαδικασία εξετάσεως που προβλέπει η παράγραφος 2 του εν λόγω άρθρου. Στην περίπτωση αυτή, το οικείο κράτος μέλος δεν μπορεί να εκτελέσει τα σχεδιαζόμενα μέτρα πριν η διαδικασία καταλήξει σε τελική απόφαση. Συνεπώς, οι νέες ενισχύσεις υπόκεινται σε προληπτικό έλεγχο εκ μέρους της Επιτροπής και δεν μπορούν καταρχήν να χορηγηθούν καθόσον διάστημα δεν έχουν κηρυχθεί από την Επιτροπή συμβατές με τη Συνθήκη.

    44      Η Επιτροπή, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως των νέων ενισχύσεων, οι οποίες πρέπει να της κοινοποιούνται πριν από την εφαρμογή τους, βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, υποχρεούται πράγματι να αποδείξει μόνον αν οι εν λόγω ενισχύσεις δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και όχι αν οι ενισχύσεις αυτές έχουν πραγματικές επιπτώσεις στο ενδοκοινοτικό εμπόριο και στρεβλώνουν όντως τον ανταγωνισμό.

    45      Το ίδιο ισχύει στην περίπτωση που χορηγήθηκαν νέες ενισχύσεις χωρίς προηγουμένως να κοινοποιηθούν στην Επιτροπή. Aν η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να αποδείξει, με την απόφασή της, τις πραγματικές επιπτώσεις των ήδη χορηγηθεισών ενισχύσεων, αυτό θα είχε ως συνέπεια να ευνοούνται τα κράτη μέλη που χορηγούν ενισχύσεις κατά παραβίαση της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως που προβλέπει το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, σε βάρος των κρατών μελών που κοινοποιούν τις ενισχύσεις κατά το στάδιο του σχεδιασμού τους (απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 1990, C‑301/87, Γαλλία κατά Επιτροπής, επονομαζόμενη «Boussac», Συλλογή 1990, σ. I‑307, σκέψεις 32 και 33).

    46      Επιβάλλεται, επομένως, να απορριφθεί η στενή ερμηνεία του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης, που προτείνει η Ιταλική Δημοκρατία, σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή όφειλε να αποδείξει ότι οι επίδικες ενισχύσεις είχαν πραγματικές και ουσιαστικές επιπτώσεις στο ενδοκοινοτικό εμπόριο και στον ανταγωνισμό, και, ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

     Επί των επιπτώσεων των επίδικων ενισχύσεων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο και στον ανταγωνισμό

    –       Επιχειρήματα των διαδίκων

    47      Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει, πρώτον, ότι το συνολικό πολύ χαμηλό ύψος των επίδικων ενισχύσεων, οι οποίες θα έπρεπε λογικά να εξομοιωθούν με τις επονομαζόμενες «de minimis» ενισχύσεις που απαλλάσσονται από την υποχρέωση κοινοποιήσεως, αποδεικνύει ότι οι εν λόγω ενισχύσεις δεν δύνανται να επηρεάσουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο και τον ανταγωνισμό.

    48      Δεύτερον, η Ιταλική Δημοκρατία επισημαίνει ότι όλοι σχεδόν οι αποδέκτες των επίδικων ενισχύσεων ασκούν τις δραστηριότητές τους, δηλαδή τις μεταφορές, εντός των ορίων της εκτάσεως της περιφέρειας. Η Επιτροπή δεν απέδειξε, μεταξύ άλλων, ότι ορισμένες κοινοτικές επιχειρήσεις υπέστησαν ζημία λόγω των εν επίδικων ενισχύσεων. Περιορίστηκε στη διαπίστωση ότι, από την 1η Ιουλίου 1990, οι επιχειρήσεις της περιφέρειας βρίσκονται καταρχήν σε ανταγωνισμό με κάθε άλλο Ιταλό ή κοινοτικό μεταφορέα που ασκεί δραστηριότητες cabotage στην Ιταλία, χωρίς να αποδείξει ότι οι μεταφορείς των άλλων κρατών μελών είχαν πράγματι πρόσβαση στην ιταλική αγορά, καθόσον το να αποδειχθεί αυτό προϋπέθετε, τουλάχιστον, ότι δεν είχε εξαντληθεί η κοινοτική ποσόστωση. Η εν λόγω ποσόστωση όμως είχε εξαντληθεί και, ως εκ τούτου, αποκλείεται το ενδεχόμενο ανταγωνισμού στον τομέα των διεθνών οδικών μεταφορών εμπορευμάτων.

    49      Τρίτον, όσον αφορά την «αντισταθμιστική» λειτουργία των ενισχύσεων στο πλαίσιο αντικειμενικώς μειονεκτικής καταστάσεως ανταγωνισμού, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, λόγω της γεωγραφικής θέσεώς της, η περιφέρεια έπρεπε κατεξοχήν να υποστηρίξει το μικρό μερίδιο αγοράς που διέθετε σε διεθνές επίπεδο έναντι των Αυστριακών, Κροατών και Σλοβένων οδικών μεταφορέων, οι οποίοι, δεδομένου ότι προέρχονται από μη κοινοτικές χώρες –τουλάχιστον μέχρι το 1994 όσον αφορά την Αυστριακή Δημοκρατία–, λάμβαναν κρατικές ενισχύσεις και τύγχαναν ευνοϊκής μεταχειρίσεως, στοιχείο που μπορούσε να εκλείψει με τη σύναψη διμερών συμφωνιών.

    50      Συναφώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αγορά οδικών μεταφορών εμπορευμάτων χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων μικρών διαστάσεων και ότι μια κρατική παρέμβαση, έστω και περιορισμένης σπουδαιότητας, υπέρ ορισμένων από τις επιχειρήσεις αυτές έχει σημαντικές επιπτώσεις στις λοιπές επιχειρήσεις και επηρεάζει το ενδοκοινοτικό εμπόριο και τον ανταγωνισμό. Επιπλέον, όπως προσθέτει η Επιτροπή, παραπέμποντας στο σημείο VII, όγδοο εδάφιο, της προσβαλλομένης αποφάσεως, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, ακόμη και αν ένα όχημα αγοράστηκε με σκοπό να χρησιμοποιηθεί αποκλειστικώς για τοπικές μεταφορές, μπορεί ωστόσο να χρησιμεύσει για υπηρεσίες διεθνών μεταφορών.

    51      Η Επιτροπή προσθέτει ότι η κατοχή ιδιαιτέρως μικρού μεριδίου στην εθνική αγορά ή η μικρή συμμετοχή στο ενδοκοινοτικό εμπόριο δεν αρκούν για να αποδείξουν ότι δεν υπάρχουν επιπτώσεις στην εν λόγω αγορά και στο εν λόγω εμπόριο ή ότι δεν επηρεάζεται ο ανταγωνισμός σε κοινοτικό επίπεδο. Σημασία έχει, αντιθέτως, ότι οι αποδέκτριες των επίδικων ενισχύσεων επιχειρήσεις και οι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη επιχειρήσεις που δεν λαμβάνουν τις εν λόγω ενισχύσεις καλούνται να παράσχουν τις ίδιες υπηρεσίες.

    –       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    52      Συναφώς, όταν χρηματοδοτική ενίσχυση χορηγηθείσα από κράτος μέλος καθιστά ισχυρότερη τη θέση μιας επιχειρήσεως σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις που την ανταγωνίζονται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, πρέπει να θεωρείται ότι οι επιχειρήσεις αυτές επηρεάζονται από την ενίσχυση (βλ. αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 1980, 730/79, Philip Morris κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 13, σκέψη 11, και της 14ης Σεπτεμβρίου 1994, C-278/92 έως C‑280/92, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. Ι-4103, σκέψη 40).

    53      Όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα της Ιταλικής Κυβερνήσεως, περί της σχετικώς μικρής σπουδαιότητας ενισχύσεως ή του σχετικώς μικρού μεγέθους της αποδέκτριας επιχειρήσεως, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι τα στοιχεία αυτά δεν αποκλείουν a priori τη δυνατότητα επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών (βλ. αποφάσεις της 21ης Μαρτίου 1990, C‑142/87, Βέλγιο κατά Επιτροπής, αποκαλούμενη «Tubemeuse», Συλλογή 1990, σ. I‑959, σκέψη 43· Ισπανία κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 42, και της 24ης Ιουλίου 2003, C‑280/00, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, Συλλογή 2003, σ. Ι-7747, σκέψη 81).

    54      Οι ενισχύσεις σχετικώς μικρής σπουδαιότητας είναι ικανές να επηρεάσουν τον ανταγωνισμό και το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών στην περίπτωση που στον τομέα όπου δραστηριοποιούνται οι επιχειρήσεις που τις λαμβάνουν επικρατεί έντονος ανταγωνισμός (αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1987, 259/85, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 4393, σκέψη 24, της 21ης Μαρτίου 1991, C‑303/88, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. Ι-1433, σκέψη 27, και της 26ης Σεπτεμβρίου 2002, C‑351/98, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. Ι‑8031, σκέψη 63).

    55      Εν προκειμένω, όσον αφορά την αγορά διεθνών οδικών μεταφορών εμπορευμάτων, η οποία ήταν ανοικτή στον ανταγωνισμό από το 1969, το μέρος των εργασιών που πραγματοποίησαν οι μεταφορείς της περιφέρειας σε σχέση με το τοπικό εμπόριο που πραγματοποιήθηκε στην Ιταλία ήταν της τάξεως του 16 % σε τόνους ανά χιλιόμετρο το 1993. Οι εν λόγω μεταφορείς όμως βρίσκονται σε ανταγωνισμό με άλλες ιταλικές επιχειρήσεις που ασκούν τις ίδιες δραστηριότητες.

    56      Εξάλλου, η Επιτροπή ορθώς διαπίστωσε ότι οι επίδικες ενισχύσεις μείωναν το κανονικό κόστος των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων του τομέα των οδικών μεταφορών εμπορευμάτων στην περιφέρεια, πράγμα που μπορούσε να προκαλέσει στρέβλωση του ανταγωνισμού (σημείο VI, τελευταίο εδάφιο, των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, «[α]πό τη στιγμή που ενισχύεται η θέση των επιχειρήσεων ενός ιδιαίτερου κλάδου που συμμετέχει στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι επιχειρήσεις αυτές επηρεάζονται κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης» (σημείο VII, τελευταίο εδάφιο, των εν λόγω αιτιολογικών σκέψεων).

    57      Επιπλέον, είναι σαφές ότι όταν ένας τομέας χαρακτηρίζεται από μεγάλο αριθμό μικρών επιχειρήσεων, μια ενίσχυση, έστω μικρή εξεταζόμενη μεμονωμένα, η οποία δυνητικά απευθύνεται στο σύνολο ή σε μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων του τομέα, μπορεί να έχει επιπτώσεις στον ανταγωνισμό και στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Συναφώς, τα στοιχεία που κοινοποίησε η Ισπανική Κυβέρνηση επιβεβαιώνουν ότι οι αποδέκτες των επίδικων ενισχύσεων συνίστανται, κατά ποσοστό ανώτερο του 80 %, σε μικρές επιχειρήσεις.

    58      Επίσης, η ανακοίνωση της Επιτροπής, της 6ης Μαρτίου 1996, σχετικά με τις ενισχύσεις de minimis (ΕΕ C 68, σ. 9), που αντικαταστάθηκε με την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 23ης Ιουλίου 1996, σχετικά με το κοινοτικό πλαίσιο των κρατικών ενισχύσεων σε μικρές και μέτριες επιχειρήσεις (ΕΕ C 213, σ. 4), αποκλείει τον τομέα των μεταφορών από το πεδίο εφαρμογής της.

    59      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, ο πρώτος ισχυρισμός της Ιταλικής Δημοκρατίας περί του χαμηλού ύψους των επίδικων ενισχύσεων είναι απορριπτέος.

    60      Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα της Ιταλικής Κυβερνήσεως, η οποία διατείνεται, καταρχάς, ότι η πλειονότητα των αποδεκτριών των επίδικων ενισχύσεων επιχειρήσεων ασκούν τις δραστηριότητές τους αποκλειστικώς σε τοπικό επίπεδο, επιβάλλεται η υπενθύμιση ότι η προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης, σύμφωνα με την οποία η ενίσχυση πρέπει να είναι ικανή να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, δεν εξαρτάται από το αν οι παρεχόμενες υπηρεσίες μεταφορών έχουν τοπικό ή περιφερειακό χαρακτήρα ή από τη σπουδαιότητα του οικείου τομέα δραστηριοτήτων (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, σκέψη 82).

    61      Επομένως, ορθώς η Επιτροπή διαπίστωσε, εν προκειμένω, με το σημείο VII, δέκατο εδάφιο, των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο περιορισμένος χαρακτήρας του ανταγωνισμού των περιφερειακών μεταφορέων στον τομέα των διεθνών οδικών μεταφορών εμπορευμάτων δεν μπορεί να αποκλείσει την εφαρμογή του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

    62      Ακολούθως, όπως επισήμανε το Δικαστήριο, με τις σκέψεις 44 έως 46 της παρούσας αποφάσεως, αρκεί η Επιτροπή να αποδείξει ότι οι επίδικες ενισχύσεις είναι ικανές να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποδείξει ότι ορισμένες κοινοτικές επιχειρήσεις υπέστησαν ζημία λόγω της χορηγήσεως των επίδικων ενισχύσεων. Επομένως, το επιχείρημα της Ιταλικής Δημοκρατίας επί του σημείου αυτού είναι απορριπτέο.

    63      Τέλος, όσον αφορά το σύστημα ποσοστώσεων επί των κοινοτικών αδειών, επιβάλλεται η υπενθύμιση ότι, βάσει των κρίσιμων διατάξεων του κανονισμού 1018/68, οι άδειες αυτές, που εκδόθηκαν στο όνομα του μεταφορέα και μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για ένα μόνον όχημα, χορηγήθηκαν, στο πλαίσιο των εθνικών ποσοστώσεων, για διάρκεια ενός έτους προκειμένου για τις διεθνείς οδικές μεταφορές, οι δε κάτοχοι αδείας διεθνών μεταφορών δικαιούνταν, εντός των χρονικών αυτών περιόδων, να πραγματοποιούν, με ένα όχημα, απεριορίστως, μεταφορές εμπορευμάτων μεταξύ των κρατών μελών της επιλογής τους.

    64      Συνεπώς, τα συστήματα ποσοστώσεων που ίσχυαν από το 1969 έως το 1993 στην αγορά των διεθνών οδικών μεταφορών εμπορευμάτων δημιούργησαν μια κατάσταση ουσιαστικού ανταγωνισμού εντός των ορίων των καθορισθεισών ποσοστώσεων, η οποία μπορούσε να επηρεαστεί από τη χορήγηση των επίδικων ενισχύσεων.

    65      Έστω και αν υποτεθεί ότι η κοινοτική ποσόστωση είχε εξαντληθεί, το στοιχείο αυτό δεν επέτρεπε το συμπέρασμα ότι οι εν λόγω ενισχύσεις δεν είχαν επιπτώσεις στο ενδοκοινοτικό εμπόριο και στον ανταγωνισμό. Συγκεκριμένα, λαμβανομένης υπόψη της ελευθερίας επιλογής που εξασφαλίζουν τα συστήματα ποσοστώσεων στους κατόχους των κοινοτικών αδειών, όσον αφορά τα κράτη μέλη μεταξύ των οποίων μπορούν αυτοί να πραγματοποιούν διεθνείς μεταφορές, η εξάντληση των εν λόγω ποσοστώσεων δεν παρέχει, εν πάση περιπτώσει, καμία ένδειξη ως προς τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιήθηκαν οι ποσοστώσεις αυτές, ιδίως όσον αφορά τις διεθνείς μεταφορές από ή προς την Ιταλία ή, πιο συγκεκριμένα, από ή προς την περιφέρεια.

    66      Δεδομένου ότι η κατεξοχήν τοπικού χαρακτήρα δραστηριότητα των περισσοτέρων αποδεκτών των επίδικων ενισχύσεων και η ύπαρξη συστημάτων ποσοστώσεων δεν μπορούσε να αποκλείσει το ενδεχόμενο οι ενισχύσεις αυτές να έχουν επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, το δεύτερο επιχείρημα που προβάλλει η Ιταλική Δημοκρατία προς στήριξη του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    67      Όσον αφορά το τρίτο επιχείρημα, που αντλείται από τη φερόμενη αντισταθμιστική λειτουργία που επιτελούν οι επίδικες ενισχύσεις στο πλαίσιο μιας αντικειμενικώς μειονεκτικής καταστάσεως ανταγωνισμού, αρκεί η υπενθύμιση ότι, κατά πάγια νομολογία, το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος επιδιώκει να επιτύχει την προσέγγιση, μέσω μονομερών μέτρων, των όρων ανταγωνισμού που ισχύουν σε ορισμένο οικονομικό τομέα με αυτούς που επικρατούν σε άλλα κράτη μέλη δεν μπορεί να στερήσει από τα μέτρα αυτά τον χαρακτήρα ενισχύσεως (βλ. αποφάσεις της 10ης Δεκεμβρίου 1969, 6/69 και 11/69, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 193, σκέψεις 20 και 21, και της 19ης Μαΐου 1999, C‑6/97, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑2981, σκέψη 21).

    68      Κατά συνέπεια, χωρίς να χρειάζεται να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αν η Ιταλική Δημοκρατία απέδειξε ότι η κατάσταση των εγκατεστημένων στην Αυστρία, την Κροατία και τη Σλοβενία μεταφορέων περιήγε τους εγκατεστημένους στην περιφέρεια μεταφορείς σε μειονεκτική θέση από πλευράς ανταγωνισμού, επιβάλλεται να απορριφθεί το τρίτο αυτό επιχείρημα και, ως εκ τούτου, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

     Επί της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

    69      Όσον αφορά το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει η Επιτροπή, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η αιτιολογία που απαιτεί το άρθρο 190 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 253 ΕΚ) πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της επίδικης πράξεως και από το περιεχόμενό της πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του κοινοτικού οργάνου που έχει εκδώσει την πράξη, ώστε οι μεν ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους θεσπίστηκε το μέτρο, ο δε κοινοτικός δικαστής να μπορεί να ασκήσει τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά (απόφαση της 13ης Μαρτίου 1985, 296/82 και 318/82, Κάτω Χώρες και Leeuwarder Papierwarenfabriek BV, Συλλογή 1985, σ. 809, σκέψη 19).

    70      Συναφώς, δεν απαιτείται η αιτιολογία να διασαφηνίζει όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθ’ όσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις επιταγές του άρθρου 190 της Συνθήκης πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της, αλλά και της αλληλουχίας της και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό αντικείμενο (βλ. αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 2002, C-114/00, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. Ι-7657, σκέψεις 62 και 63, και της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, C‑301/96, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. Ι‑9919, σκέψη 87).

    71      Εντούτοις, όσον αφορά ειδικότερα μια απόφαση στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, το Δικαστήριο έκρινε ότι, μολονότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι δυνατόν να προκύπτει από τις ίδιες τις συνθήκες υπό τις οποίες χορηγήθηκε μια ενίσχυση ότι η ενίσχυση αυτή μπορεί να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο και να νοθεύσει ή να απειλήσει να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, η Επιτροπή οφείλει τουλάχιστον να αναφέρει τις συνθήκες αυτές στις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεώς της (προπαρατεθείσα απόφαση Κάτω Χώρες και Leeuwarder Papierwarenfabriek κατά Επιτροπής, σκέψη 24, της 24ης Οκτωβρίου 1996, C-329/93, C-62/95 και C-63/95, Γερμανία κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. Ι-5151, σκέψη 52, και της 13ης Φεβρουαρίου 2003, C-409/00, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. Ι-1487, σκέψη 74).

    72      Εν προκειμένω, από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η Επιτροπή επισήμανε σαφώς, με τις αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως, τις συνθήκες υπό τις οποίες χορηγήθηκαν οι επίδικες ενισχύσεις και διευκρίνισε τους λόγους για τους οποίους οι συνθήκες αυτές είναι ικανές να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και να νοθεύσουν ή να απειλήσουν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό. Επίσης, η Επιτροπή απέκρουσε τις ενστάσεις που διατύπωσε η Ιταλική Κυβέρνηση κατά τη διοικητική διαδικασία. Υπό τις συνθήκες αυτές, το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

    73      Για όλους αυτούς τους λόγους, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προέβαλε η Ιταλική Δημοκρατία προς στήριξη της προσφυγής της, που αντλείται από την παράβαση του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης και από την ανεπαρκή αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να απορριφθεί.

     Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως

    74      Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η Ιταλική Δημοκρατία προσάπτει στην Επιτροπή, αφενός, ότι απέκλεισε το ενδεχόμενο εφαρμογής των εξαιρέσεων των άρθρων 3, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 1107/70 και 92, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της Συνθήκης στην προκείμενη περίπτωση και, αφετέρου, ότι δεν αιτιολόγησε την προσβαλλόμενη απόφαση επί του σημείου αυτού.

     Επί του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 1107/70

    –       Επιχειρήματα των διαδίκων

    75      Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 1107/70, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, παρά τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι, αντιθέτως προς τη διάταξη αυτή, οι επιχορηγήσεις χρηματοδοτικών μισθώσεων «είναι πολύ δύσκολο να συμβιβαστούν» με την κοινή αγορά, λόγω του ότι «συνεπάγονται, μεταξύ άλλων, την αύξηση του μεταφορικού δυναμικού», η περιφέρεια είχε διευκρινίσει ότι οι ενισχύσεις στον τομέα των χρηματοδοτικών μισθώσεων για νέα οχήματα είχαν χορηγηθεί προσωρινώς, λαμβανομένων υπόψη των διαρθρωτικών δυσχερειών που οφείλονται σε υπερβολική εκμετάλλευση των τεχνικών μέσων και του ανθρώπινου δυναμικού, οι οποίες συνοδεύονται από τον κίνδυνο αρνητικών συνεπειών από πλευράς ασφάλειας.

    76      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο αποκλεισμός της εφαρμογής της εν λόγω εξαιρέσεως στηρίζεται στο ότι δεν πληρούνται οι δύο προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 1107/70, ήτοι η πλαισίωση των ενισχύσεων με σχέδιο εξυγιάνσεως του τομέα και η ύπαρξη πλεονάζοντος δυναμικού που πρέπει να εξαλειφθεί. Όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, οι ίδιες οι ιταλικές αρχές επιβεβαίωσαν, με το σημείο 2.4, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, της συμπληρωματικής εκθέσεως, ότι «[…] [στην περιφέρεια], δεν υφίσταται πλεόνασμα από απόψεως υποδομής στις οδικές μεταφορές εμπορευμάτων», ούτε, κατά συνέπεια, σχέδιο εξυγιάνσεως του τομέα κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως. Όσον αφορά το επιχείρημα ότι οι ενισχύσεις που σκοπούσαν στην ανακαίνιση του στόλου των οχημάτων ήταν αναγκαίες για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος και για λόγους ασφάλειας, η Επιτροπή επισημαίνει, με το σημείο VIII, έκτο εδάφιο, των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «[…] οι επιδοτήσεις για τη χρηματοδοτική μίσθωση τροχαίου υλικού συνιστούν ενισχύσεις που είναι πολύ δύσκολο να συμβιβαστούν με τις αρχές της κοινής αγοράς ακριβώς επειδή συνεπάγονται την αύξηση του μεταφορικού δυναμικού, πράγμα που αντιβαίνει στις διατάξεις του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1107/70» και ότι η Ιταλική Δημοκρατία δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα προς απόδειξη της φερόμενης πλάνης εκτιμήσεως επί του σημείου αυτού.

    –       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    77      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 1107/70 αφορά μόνον τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν με σκοπό να εξαλείψουν, στο πλαίσιο σχεδίου εξυγιάνσεως, το πλεόνασμα μεταφορικού δυναμικού που προκαλεί σοβαρές διαρθρωτικές. Εν προκειμένω, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει η ύπαρξη τέτοιου πλεονάσματος μεταφορικού δυναμικού. Αντιθέτως, από το σημείο VIII, τρίτο εδάφιο, των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι οι ιταλικές αρχές, με τις παρατηρήσεις τους επί της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, τόνισαν ότι στην περιφέρεια «δεν [υπήρχε] πλεονάζον δυναμικό στον τομέα, αλλά αντίθετα το μέγεθος του στόλου των οχημάτων [υπολειπόταν] κατά 20 % περίπου των πραγματικών αναγκών, δηλαδή [παρατηρούνταν] υπερβολική εκμετάλλευση των μέσων και του προσωπικού που [υπήρχαν] στην περιφέρεια […]».

    78      Επίσης, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα επίδικα καθεστώτα ενισχύσεων δεν ανταποκρίνονται σε καμία περίπτωση στην ανάγκη να μην αυξηθεί το μεταφορικό δυναμικό του τομέα των μεταφορών στην περιφέρεια και δεν εισάγουν κανέναν όρο προκειμένου να αποφευχθεί η εν λόγω αύξηση. Ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

     Επί του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της Συνθήκης

    –       Επιχειρήματα των διαδίκων

    79      Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με το άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της Συνθήκης, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, αντιθέτως προς τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι η εξαίρεση του άρθρου αυτού δεν μπορεί να εφαρμοστεί στο επίδικο καθεστώς, στον βαθμό που πρόκειται για μέτρα που δεν περιέχουν στοιχεία δράσεως κοινού συμφέροντος, οι επίδικες ενισχύσεις είχαν χαρακτήρα μέσων τα οποία καθιστούσαν δυνατή την ουσιαστική αναδιάρθρωση με σκοπό τη βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών. Μπορούσε, επομένως, να θεωρηθεί ότι οι ενισχύσεις αυτές είχαν ως σκοπό να συμβάλουν στην ανάπτυξη ορισμένων δραστηριοτήτων κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου.

    80      Για να αποκρούσει τη φερόμενη προσβολή του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της Συνθήκη, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, με το σημείο 2.4, δεύτερο εδάφιο, της συμπληρωματικής εκθέσεως, οι ιταλικές αρχές δεν παρέσχον κανένα απτό στοιχείο όσον αφορά την ύπαρξη συγκεκριμένου και λεπτομερούς σχεδίου αναδιαρθρώσεως στον οικείο τομέα, αλλά ότι μάλλον αναφέρθηκαν αορίστως σε ένα μελλοντικό σχέδιο αναδιαρθρώσεως και ορθολογικότερης οργανώσεως το οποίο επρόκειτο να υλοποιηθεί μέσω της θεσπίσεως νέων νομοθετημάτων στον τομέα των ενισχύσεων. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε οι ενισχύσεις για την εκμίσθωση και την πώληση νέων οχημάτων είναι παρεμφερείς προς τις λειτουργικές ενισχύσεις ή τις ενισχύσεις που σκοπούν στην απαλλαγή επιχειρήσεων από τα έξοδα στα οποία θα έπρεπε κανονικά να υποβληθεί στο πλαίσιο της συνήθους διαχειρίσεώς της ή των συνήθων δραστηριοτήτων της. Οι ενισχύσεις αυτές καταρχήν νοθεύουν τους όρους ανταγωνισμού στους τομείς για τους οποίους χορηγούνται, χωρίς ωστόσο να μπορούν, αφ’ εαυτών, να εκπληρώσουν έναν από τους σκοπούς που θέτει το άρθρο 92, παράγραφος 3, και, κατά συνέπεια, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως.

    –       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    81      Το κράτος μέλος που ζητεί να του επιτραπεί να χορηγήσει ενισχύσεις κατά παρέκκλιση από τους κανόνες της Συνθήκης υπέχει έναντι της Επιτροπής καθήκον συνεργασίας. Στο πλαίσιο αυτού του καθήκοντος οφείλει, μεταξύ άλλων, να παράσχει όλα τα στοιχεία που θα δώσουν τη δυνατότητα στο όργανο αυτό να ελέγξει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παρεκκλίσεως που ζητείται (βλ. απόφαση της 28ης Απριλίου 1993, C-364/90, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. Ι-2097, σκέψη 20).

    82      Οι οικονομικής φύσεως εκτιμήσεις, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 92, παράγραφος 3, της Συνθήκης πρέπει να πραγματοποιούνται εντός κοινοτικού πλαισίου, πράγμα που σημαίνει ότι η Επιτροπή υποχρεούται να εξετάζει τις επιπτώσεις μιας ενισχύσεως στον ανταγωνισμό και το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Στο πλαίσιο της εξετάσεως αυτής, απόκειται στην Επιτροπή να σταθμίζει τις ευεργετικές συνέπειες της ενισχύσεως με τις αρνητικές συνέπειές της στις συνθήκες εμπορίου και στη διατήρηση μη νοθευμένου ανταγωνισμού (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Philip Morris κατά Επιτροπής, σκέψεις 24 και 26, και της 14ης Σεπτεμβρίου 1994, Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 51).

    83      Όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 92, παράγραφος 3, της Συνθήκης, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, η άσκηση της οποίας προϋποθέτει σύνθετες εκτιμήσεις οικονομικής και κοινωνικής φύσεως, οι οποίες πρέπει να πραγματοποιούνται εντός κοινοτικού πλαισίου (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 1987, 310/85, Deufil κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 901, σκέψη 18). Ο δικαστικός έλεγχος της ασκήσεως της εν λόγω εξουσίας εκτιμήσεως περιορίζεται στην επαλήθευση της τηρήσεως των δικονομικών κανόνων και της υποχρεώσεως αιτιολογίας, καθώς και στον έλεγχο της ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη και της απουσίας πλάνης περί το δίκαιο, πρόδηλης πλάνης περί την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών ή καταχρήσεως εξουσίας (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις της 26ης Σεπτεμβρίου 2002, Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 74, και της 13ης Φεβρουαρίου 2003, Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 93).

    84      Eν προκειμένω, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Ιταλικής Δημοκρατίας, η περιφέρεια δεν παρέσχε, κατά τη διοικητική διαδικασία, κανένα συγκεκριμένο στοιχείο όσον αφορά ιδίως την ύπαρξη συγκεκριμένου και λεπτομερούς σχεδίου αναδιαρθρώσεως του τομέα των οδικών μεταφορών εμπορευμάτων. Αντιθέτως, από το σημείο 2.4, δεύτερο εδάφιο, της συμπληρωματικής εκθέσεως προκύπτει ότι δεν υπήρχε ανάγκη σχεδίου αναδιαρθρώσεως στο άμεσο μέλλον και ότι η περιφέρεια περιορίστηκε στην αναφορά ενδεχόμενων μέτρων σκοπούντων στην ορθολογικότερη οργάνωση του εν λόγω τομέα, ιδίως μέσω της θεσπίσεως μέτρων προς ενθάρρυνση των συγχωνεύσεων και ενισχύσεως, ειδικότερα, των συνδυασμένων μεταφορών, τα οποία μπορούσε να λάβει στο προσεχές μέλλον η περιφερειακή διοίκηση.

    85      Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή έκρινε ορθώς και χωρίς να υπερβεί τα όρια της εξουσίας της εκτιμήσεως ότι τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή της δεν της επέτρεπαν να αποδείξει ότι οι επίδικες ενισχύσεις περιελάμβαναν στοιχεία δράσεως κοινού συμφέροντος, όπως, για παράδειγμα, ένα σχέδιο αναδιαρθρώσεως.

    86      Επιπλέον, λαμβανομένου υπόψη ότι η αντικατάσταση παλαιών οχημάτων περιλαμβάνει ένα κόστος που όλες οι επιχειρήσεις οδικών μεταφορών πρέπει κανονικά να αναλαμβάνουν προκειμένου να εξακολουθούν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στην αγορά με ανταγωνιστικούς όρους, η Επιτροπή διαπίστωσε επίσης ορθώς, με το σημείο VIII, δέκατο τρίτο εδάφιο, των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι ενισχύσεις για τη χρηματοδοτική μίσθωση που χορηγήθηκαν για τη χρηματοδότηση μιας τέτοιας αντικαταστάσεως και ενίσχυσαν εντέχνως την οικονομική θέση των αποδεκτριών επιχειρήσεων σε βάρος των ανταγωνιστών τους συνιστούσαν λειτουργικές ενισχύσεις, οι οποίες δεν εμπίπτουν καταρχήν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 92, παράγραφος 3, της Συνθήκης. Υπό τις συνθήκες αυτές, το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

     Επί της ελλιπούς αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως

    87      Όσον αφορά το τρίτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από τη φερόμενη ελλιπή αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, επιβάλλεται η παραπομπή στις αρχές που μνημονεύονται στις σκέψεις 69 και 70 της παρούσας αποφάσεως. Συναφώς, από τις αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή διευκρίνισε τους λόγους για τους οποίους οι επίδικες ενισχύσεις δεν μπορούσαν να τύχουν των εξαιρέσεων που προβλέπουν τα άρθρα 92, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της Συνθήκης και 3, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 1107/70 και, κατά συνέπεια, το τρίτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

    88      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η Ιταλική Δημοκρατία προς στήριξη της προσφυγής της πρέπει να απορριφθεί.

     Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως

     Επιχειρήματα των διαδίκων

    89      Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, η Ιταλική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι, δεδομένου ότι η εθνική αγορά οδικών μεταφορών δεν ήταν ανοικτή στον κοινοτικό ανταγωνισμό και η χορήγηση των επίδικων ενισχύσεων δεν μπορούσε να επηρεάσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο, οι ενισχύσεις αυτές πρέπει να χαρακτηρισθούν ως υφιστάμενες ενισχύσεις και, κατά συνέπεια, το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης δεν έχει εφαρμογή σ’ αυτές.

    90      Η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, αν οι επίδικες ενισχύσεις χαρακτηρίζονταν ως υφιστάμενες ενισχύσεις, η Επιτροπή θα έπρεπε να εφαρμόσει τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφοι 1 και 2, της Συνθήκης, το οποίο συνεπάγεται ότι θα νομιμοποιούνταν να επιβάλλει αποκλειστικώς την κατάργηση ή την τροποποίηση των ενισχύσεων αυτών εντός της προθεσμίας που τάσσει. Αντιθέτως, έχοντας χαρακτηρίσει τις εν λόγω ενισχύσεις ως νέες ενισχύσεις, εμπίπτουσες για τον λόγο αυτό στη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, και έχοντας, κατά συνέπεια, θεωρήσει ότι οι εν λόγω ενισχύσεις ήταν παράνομες και, συνακόλουθα, ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, προβλέποντας συγχρόνως ρητή υποχρέωση αναζητήσεώς τους από το Δημόσιο, η Επιτροπή υπέπεσε σε σοβαρή παράβαση των ουσιωδών τύπων και της διαδικασίας, η οποία θίγει το κύρος της προσβαλλομένης αποφάσεως, τουλάχιστον κατά το μέρος που διατάσσεται η αναζήτηση των επίδικων ενισχύσεων.

    91      Η Επιτροπή υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι ως υφιστάμενες ενισχύσεις θεωρούνται αποκλειστικώς, αφενός, οι ενισχύσεις που υφίσταντο πριν από την ημερομηνία θέσεως σε ισχύ της Συνθήκης ΕΚ ή πριν από την ένταξη των νέων κρατών μελών στις Κοινότητες και, αφετέρου, οι ενισχύσεις που το εν λόγω όργανο χορηγούσε τακτικώς, άμεσα ή έμμεσα. Οι επίδικες ενισχύσεις όμως δεν εμπίπτουν σε καμία από τις δύο αυτές κατηγορίες.

    92      Πρώτον, σύμφωνα με την Επιτροπή, σημασία έχει ότι, σε κάποια συγκεκριμένη στιγμή, τα οικεία μέτρα έλαβαν μορφή ενισχύσεων, οπότε πληρούνταν όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

    93      Δεύτερον, το σταδιακό άνοιγμα, μέσω της καθιερώσεως συστήματος ποσοστώσεων, μιας αγοράς που ήταν προηγουμένως κλειστή στον κοινοτικό ανταγωνισμό αποδεικνύει, εκ της φύσεώς του, την ύπαρξη, σε κοινοτικό επίπεδο, ζημίας, τουλάχιστο δυνητικής, όσον αφορά το εμπόριο, η οποία αρκεί, αφ’ εαυτής, για να θεωρηθεί ότι πληρούται η ειδική προϋπόθεση του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Το γεγονός ότι η ποσόστωση εφαρμόζεται και μπορεί να χρησιμοποιηθεί, ακόμη και μέχρι εξαντλήσεώς της, όπως υποστηρίζει η Ιταλική Δημοκρατία, αποδεικνύει, απεναντίας, την πραγματική ύπαρξη ουσιαστικού ανταγωνισμού. Η Επιτροπή προσθέτει ότι οι προβλεπόμενες κοινοτικές άδειες ανέρχονταν ήδη στις 5 268 το 1985 και στις 65 936 το 1992, από τις οποίες οι 7 770 είχαν κατανεμηθεί στο εν λόγω κράτος μέλος.

     Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    94      Eν προκειμένω, όπως επισήμανε το Δικαστήριο με τη σκέψη 5 της παρούσας αποφάσεως, ο τομέας των διεθνών οδικών μεταφορών ανοίχτηκε στον ανταγωνισμό με τον κανονισμό 1018/68 από το 1969 και ελευθερώθηκε πλήρως από 1ης Ιανουαρίου 1993.

    95      Όπως επίσης διαπίστωσε το Δικαστήριο με τις σκέψεις 52 έως 68 της παρούσας αποφάσεως, οι επίδικες ενισχύσεις ενίσχυαν την οικονομική θέση και, κατά συνέπεια, τις δυνατότητες δράσεως των οδικών μεταφορέων εμπορευμάτων της περιφέρειας που δρουν για λογαριασμό τρίτων έναντι των ανταγωνιστών τους και μπορούσαν, ως εκ τούτου, να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

    96      Επομένως, οι εν λόγω ενισχύσεις, που θεσπίστηκαν το 1981 και το 1985, ενέπιπταν, από της θεσπίσεώς τους, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

    97      Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι επρόκειτο για νέα καθεστώτα ενισχύσεων, τα οποία εμπίπτουν, ως εκ τούτου, στην υποχρέωση κοινοποιήσεως του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

    98      Επομένως, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, που αντλείται από τον εσφαλμένο χαρακτηρισμό των επίδικων ενισχύσεων ως νέων ενισχύσεων, πρέπει να απορριφθεί.

     Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως

     Επί της παραβιάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογίας

    –       Επιχειρήματα των διαδίκων

    99      Με το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, εφόσον οι επίδικες ενισχύσεις είχαν ασήμαντες επιπτώσεις στην κατάσταση των αποδεκτριών επιχειρήσεων και, επομένως, η Κοινότητα δεν έχει κανένα συμφέρον να επαναφέρει την πρότερη κατάσταση, η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που επιβάλλει υποχρέωση αναζητήσεως των ενισχύσεων, παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Εξάλλου, η επιστροφή των εν λόγω ενισχύσεων συνεπάγεται, για τις επιχειρήσεις αυτές, πολύ σημαντική επιβάρυνση, ικανή να επιφέρει ενδεχόμενη εξαφάνιση από την αγορά πολλών από αυτές και να προκαλέσει έτσι σοβαρή κρίση στον τομέα της απασχολήσεως και σε κοινωνικό επίπεδο, οπότε η εν λόγω αναζήτηση να καθίσταται πρακτικώς αδύνατη. Επιπλέον, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη επί του σημείου αυτού.

    100    Αντιθέτως, η Επιτροπή επισημαίνει, πρώτον, ότι η αναζήτηση παρανόμως χορηγηθείσας κρατικής ενισχύσεως, προς αποκατάσταση της προτέρας καταστάσεως δεν μπορεί καταρχήν να θεωρηθεί δυσανάλογο μέτρο σε σχέση με τον σκοπό των διατάξεων της Συνθήκης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Η Επιτροπή ισχυρίζεται, συναφώς, ότι η πιθανή εξαφάνιση από την αγορά επιχειρήσεων που έλαβαν παράνομες ενισχύσεις κατόπιν της εκπληρώσεως της υποχρεώσεως επιστροφής δεν αποτελεί λόγο που δικαιολογεί τη μη αναζήτησή τους (βλ. απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 1986, 52/84, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1986, σ. 89, σκέψη 14).

    101    Δεύτερον, όσον αφορά τον φόβο αντιμετωπίσεως σοβαρής κοινωνικής κρίσεως, μολονότι είναι γεγονός ότι ανυπέρβλητες δυσχέρειες μπορούν να εμποδίσουν ένα κράτος μέλος να τηρήσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το κοινοτικό δίκαιο, κατά πάγια νομολογία, ο απλός φόβος για τέτοιες δυσχέρειες δεν μπορεί να δικαιολογήσει την εκ μέρους του παράλειψη να εφαρμόσει ορθώς το κοινοτικό δίκαιο (βλ. απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 1998, C‑280/95, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1998, σ. I‑259, σκέψη 16).

    102    Τρίτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν οφείλει να προβάλει συγκεκριμένους λόγους για να δικαιολογήσει την άσκηση της εξουσίας της να διατάξει την επιστροφή παράνομης ενισχύσεως. Ωστόσο, ισχυρίζεται ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, διευκρινίζεται η άποψή της ότι η αναζήτηση των επίδικων ενισχύσεων ήταν αναγκαία για την αποκατάσταση των ισότιμων όρων ανταγωνισμού που ίσχυαν πριν από τη χορήγηση των εν λόγω ενισχύσεων.

    –       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    103    Καταρχάς, πρέπει να υπομνηστεί ότι η κατάργηση μιας παράνομης ενισχύσεως μέσω της αναζητήσεώς της αποτελεί τη λογική συνέπεια της διαπιστώσεως του παράνομου χαρακτήρα της. Κατά συνέπεια, η αναζήτηση μιας κρατικής ενισχύσεως, παρανόμως χορηγηθείσας, με σκοπό την αποκατάσταση της προτέρας καταστάσεως, δεν μπορεί, καταρχήν, να θεωρηθεί ως μέτρο δυσανάλογο προς τους στόχους των διατάξεων της Συνθήκης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Tubemeuse, σκέψη 66, και απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 1997, C-169/95, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. Ι-135, σκέψη 47).

    104    Με την αναζήτηση της ενισχύσεως, ο αποδέκτης χάνει το πλεονέκτημα που διέθετε στην αγορά έναντι των ανταγωνιστών του και επανέρχονται τα πράγματα στην προ της καταβολής της ενισχύσεως κατάσταση (βλ. απόφαση της 4ης Απριλίου 1995, C-350/93, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1995, σ. Ι-699, σκέψη 22). Από τη λειτουργία αυτή της αναζητήσεως προκύπτει επίσης ότι, κατά κανόνα, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, η Επιτροπή δεν υπερβαίνει τη διακριτική της ευχέρεια, την οποία έχει αναγνωρίσει η νομολογία του Δικαστηρίου, οσάκις ζητεί από το κράτος μέλος να αναζητήσει τα ποσά που χορηγήθηκαν υπό μορφή παράνομων ενισχύσεων διότι δεν πράττει άλλο από το να ζητεί την αποκατάσταση της προτέρας καταστάσεως (βλ. αποφάσεις της 17ης Ιουνίου 1999, C-75/97, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. Ι-3671, σκέψη 66, και της 7ης Μαρτίου 2002, C-310/99, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. Ι‑2289, σκέψη 99).

    105    Εν προκειμένω, λαμβανομένου υπόψη ότι η Ιταλική Δημοκρατία περιορίζεται στον ισχυρισμό ότι η επιστροφή των εν λόγω ενισχύσεων συνεπάγεται, για τις αποδέκτριες επιχειρήσεις, πολύ σημαντική επιβάρυνση, ικανή να επιφέρει ενδεχόμενη εξαφάνιση από την αγορά πολλών από τις επιχειρήσεις αυτές και να προκαλέσει έτσι σοβαρή κρίση στον τομέα της απασχολήσεως και σε κοινωνικό επίπεδο, αρκεί η επισήμανση ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο φόβος αντιμετωπίσεως εσωτερικών δυσκολιών δεν μπορεί να δικαιολογήσει την εκ μέρους κράτους μέλους παράλειψη τηρήσεως των υποχρεώσεων που υπέχει από το κοινοτικό δίκαιο (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 27ης Ιουνίου 2000, C‑404/97, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, Συλλογή 2000, σ. I‑4897, σκέψη 52· της 7ης Μαρτίου 2002, Ιταλία κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 105, και της 26ης Ιουνίου 2003, C‑404/00, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 2003, σ. I‑6695, σκέψη 55).

    106    Κατά συνέπεια, δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο ότι συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις που έπρεπε να λάβει υπόψη η Ιταλική Δημοκρατία και που δικαιολογούσαν την έλλειψη δυνατότητας επιστροφής των ενισχύσεων και, ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

     Επί της παραβιάσεως της αρχής προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

    –       Επιχειρήματα των διαδίκων

    107    Με το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, εφόσον οι αποδέκτριες επιχειρήσεις εμπιστεύονταν τη νομιμότητα ενισχύσεων θεσπισθεισών και χορηγηθεισών επί σειρά ετών, η προσβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει στην αρχή προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, κατά το μέρος που επιβάλλει υποχρέωση αναζητήσεως των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν από 1ης Ιουλίου 1990.

    108    Η Επιτροπή αντιτάσσει ότι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Ιταλικής Δημοκρατίας, όταν μια επιδότηση χαρακτηρίζεται ως ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης και είναι παράνομη, στο μέτρο που εφαρμόστηκε κατά παράβαση του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, η φερόμενη παραβίαση της αρχής προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης όσον αφορά τις αποδέκτριες επιχειρήσεις δεν ασκεί επιρροή, καθόσον δεν υπήρχε κανένας αντικειμενικός λόγος για να θεωρηθεί ότι το 1981 και το 1985 το εν λόγω όργανο δεν είχε καμία αντίρρηση ως προς τη χορήγηση των ενισχύσεων που θέσπισαν οι νόμοι 28/1981 και 4/1985.

    109    Επιπλέον, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, αν οι ιταλικές αρχές είχαν οποιαδήποτε αμφιβολία όσον αφορά τη φύση των επίμαχων μέτρων, θα μπορούσαν και θα όφειλαν να προχωρήσουν αμελλητί στην κοινοποίηση των σχεδίων. Συγκεκριμένα, από τις νομικές και πραγματικές εκτιμήσεις στις οποίες στηρίχθηκε η έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το 1981 και το 1985 δεν υφίστατο κανένας αντικειμενικός λόγος για να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή δεν είχε καμία αντίρρηση ως προς τη λήψη των εν λόγω μέτρων. Το γεγονός ότι η Επιτροπή, αφού της γνωστοποιήθηκε η ύπαρξη των νόμων 28/1981 και 4/1985 και κίνησε τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης, κατέληξε ότι τα μέτρα που χορηγήθηκαν μέχρι την 1η Ιουλίου 1990 στις επιχειρήσεις οδικών μεταφορών που ασκούν τις δραστηριότητές τους αποκλειστικώς σε τοπικό, περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο δεν αποτελούσαν κρατικές ενισχύσεις, δεν μπορούσε να δημιουργήσει, ούτε για τις αποδέκτριες επιχειρήσεις ούτε για την περιφέρεια, δικαιολογημένη εμπιστοσύνη όσον αφορά τη νομιμότητα των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν μετά την 1η Ιουλίου 1990.

    –       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    110    Όσον αφορά την αρχή προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, επιβάλλεται η υπενθύμιση ότι, με ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 1983, C 318, σ. 3), η Επιτροπή ενημέρωσε τους δυνητικούς αποδέκτες κρατικών ενισχύσεων σχετικά με τον προσωρινό χαρακτήρα των ενισχύσεων που θα τους χορηγούνταν παρανόμως, ήτοι σχετικά με το ενδεχόμενο μεταγενέστερης αναζητήσεώς τους (βλ. αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 1990, C‑5/89, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1990, σ. I‑3437, σκέψη 15, και προπαρατεθείσα απόφαση της 7ης Μαρτίου 2002, Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 102).

    111    Δεν μπορεί βέβαια να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ο αποδέκτης της παράνομης ενισχύσεως να επικαλεστεί τις εξαιρετικές περιστάσεις που στήριξαν δικαιολογημένα την εμπιστοσύνη του στον νόμιμο χαρακτήρα της ενισχύσεως αυτής και, κατά συνέπεια, να αντιταχθεί στην αναζήτησή της. Στην περίπτωση αυτή εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο, στην κρίση του οποίου έχει υποβληθεί η υπόθεση, να εκτιμήσει τις εν λόγω περιστάσεις, αφού υποβάλει, ενδεχομένως, στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία (βλ. προαναφερθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 16, και της 7ης Μαρτίου 2002, Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 103).

    112    Αντιθέτως, ένα κράτος μέλος, οι αρχές του οποίου χορήγησαν ενίσχυση κατά παράβαση των κανόνων διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 93 της Συνθήκης, δεν μπορεί να επικαλεστεί τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των δικαιούχων για να αποφύγει την υποχρέωση να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση αποφάσεως της Επιτροπής που το διατάσσει να αναζητήσει την ενίσχυση. Αν γινόταν δεκτή η δυνατότητα αυτή, αυτό θα στερούσε, στην πραγματικότητα, από τις διατάξεις των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα, στο μέτρο που οι εθνικές αρχές θα μπορούσαν έτσι να στηριχθούν στη δική τους παράνομη συμπεριφορά για να εμποδίσουν την αποτελεσματικότητα των αποφάσεων που εξέδωσε η Επιτροπή βάσει αυτών των διατάξεων της Συνθήκης (βλ. προαναφερθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 17, και της 7ης Μαρτίου 2002, Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 104).

    113    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται, καταρχάς, ότι, αντιθέτως προς τις υποχρεώσεις που επιβάλλει στα κράτη μέλη το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, οι επίδικες ενισχύσεις χορηγήθηκαν χωρίς προηγουμένως να κοινοποιηθούν.

    114    Ακολούθως, όπως διαπίστωσε το Δικαστήριο με τη σκέψη 54 της παρούσας αποφάσεως, μια ενίσχυση, έστω μικρή εξεταζόμενη μεμονωμένα, η οποία δυνητικά απευθύνεται στο σύνολο ή σε μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων του τομέα, μπορεί να έχει επιπτώσεις στον ανταγωνισμό και στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Εφόσον δεν γίνεται δεκτή η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων ικανών να αποτρέψουν την επιστροφή μιας τέτοιας ενισχύσεως, το γεγονός ότι οι αποδέκτες είναι μικρές επιχειρήσεις ασκούσες περιορισμένης σπουδαιότητας δραστηριότητες δεν ασκεί επιρροή.

    115    Τέλος, η Ιταλική Δημοκρατία θεωρεί ότι, εφόσον οι αποδέκτριες επιχειρήσεις εμπιστεύονταν τη νομιμότητα ενισχύσεων θεσπισθεισών και χορηγηθεισών επί σειρά ετών, αυτή η μακρά περίοδος συνεπάγεται δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των αποδεκτών ως προς τη νομιμότητα των εν λόγω ενισχύσεων.

    116    Συναφώς, επιβάλλεται η υπενθύμιση ότι η θεμελιώδης επιταγή περί ασφάλειας δικαίου απαγορεύει στην Επιτροπή να καθυστερήσει επ’ αόριστον την άσκηση των εξουσιών της (βλ. αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 1972, 52/69, Geigy κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 189, σκέψεις 20 και 21, καθώς και της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, 52/69, Geigy κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. 787, σκέψεις 20 και 21, καθώς και της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, C‑74/00 P, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑7869, σκέψη 140).

    117    Βεβαίως, η καθυστέρηση της Επιτροπής να αποφασίσει ότι μια ενίσχυση είναι παράνομη και πρέπει να καταργηθεί και να αναζητηθεί από ένα κράτος μέλος μπορεί, υπό ορισμένες συνθήκες, να δημιουργήσει στους αποδέκτες της εν λόγω ενισχύσεως δικαιολογημένη εμπιστοσύνη βάσει της οποίας η Επιτροπή δεν θα έπρεπε να υποχρεώσει το οικείο κράτος μέλος να διατάξει την επιστροφή της ενισχύσεως αυτής (βλ. απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1987, 223/85, RSV κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 4617, σκέψη 17). Ωστόσο, οι περιστάσεις της υποθέσεως στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση ήταν εξαιρετικές και παρουσιάζουν καμία ομοιότητα με αυτές της υπό κρίση υποθέσεως. Συγκεκριμένα, το επίμαχο μέτρο στην εν λόγω απόφαση αφορούσε έναν τομέα στον οποίο, επί σειρά ετών, χορηγούνταν, με την έγκριση της Επιτροπής, κρατικές ενισχύσεις, αποσκοπούσε δε στην αντιμετώπιση των πρόσθετων δαπανών μιας εργασίας για την οποία είχε ήδη χορηγηθεί ενίσχυση κατόπιν σχετικής εγκρίσεως (απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2003, C‑334/99, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑1139, σκέψη 44).

    118    Eν πάση περιπτώσει, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 77 των προτάσεών του, σε περιπτώσεις μη κοινοποιηθεισών ενισχύσεων, η καθυστέρηση αυτή μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή μόνον αφ’ ης στιγμής της γνωστοποιήθηκε η ύπαρξη των ασυμβίβαστων προς την κοινή αγορά ενισχύσεων.

    119    Εν προκειμένω, είναι γεγονός ότι η Επιτροπή έλαβε γνώση των επίδικων ενισχύσεων μόλις τον Σεπτέμβριο του 1995. Λαμβανομένου υπόψη, αφενός, ότι οι εν λόγω ενισχύσεις δεν είχαν εγκριθεί από την Επιτροπή και, αφετέρου, ότι η Επιτροπή δεν γνώριζε την περίπλοκη κατάσταση στο πλαίσιο της οποίας χορηγήθηκαν οι εν λόγω ενισχύσεις, ήταν, συνεπώς, αναγκαία η διεξαγωγή έρευνας πριν από την έκδοση αποφάσεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, το διάστημα μεταξύ Σεπτεμβρίου 1995 και της ημερομηνίας εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι της 30ής Ιουλίου 1997, είναι λογικό. Επιπλέον, η Ιταλική Δημοκρατία δεν προέβαλε κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι η Επιτροπή καθυστέρησε την εν λόγω διαδικασία.

    120    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θίγει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των αποδεκτριών των εν λόγω ενισχύσεων επιχειρήσεων, ούτε κατά το μέρος που επιβάλλει την επιστροφή των επίδικων ενισχύσεων ούτε κατά το μέρος που διατάσσει την καταβολή τόκων, και, συνεπώς, το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

     Επί του εύρους της υποχρεώσεως αναζητήσεως των επίδικων ενισχύσεων

    –       Επιχειρήματα των διαδίκων

    121    Με το τρίτο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει, όσον αφορά την ημερομηνία από την οποία επιβάλλεται, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, υποχρέωση αναζητήσεως των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στον τομέα των διεθνών μεταφορών, ότι το άρθρο το άρθρο 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο της 5 και το οποίο προβλέπει την αναζήτηση των ασυμβίβαστων με τη Συνθήκη ενισχύσεων, διαπιστώνει χωρίς αμφισημία το ασυμβίβαστο όλων των ενισχύσεων που χορήγησε η περιφέρεια από 1ης Ιουλίου 1990 και, επομένως, δεν πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα των αιτιολογικών σκέψεων της εν λόγω αποφάσεως.

    122    Αντιθέτως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το διατακτικό μιας πράξεως συνδέεται άρρηκτα με την αιτιολογία της και, επομένως, η πράξη πρέπει να ερμηνεύεται λαμβανομένων υπόψη των αιτιολογικών σκέψεων που οδήγησαν στην έκδοσή της. Εν προκειμένω, η αιτιολογία διευκρινίζει ότι η κρίσιμη ημερομηνία, δηλαδή η 1η Ιουλίου 1990, αφορά αποκλειστικώς τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στις επιχειρήσεις που πραγματοποιούν οδικές μεταφορές σε τοπικό, περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο, με εξαίρεση τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα των διεθνών οδικών μεταφορών.

    123    Εξάλλου, δεν είναι, ομοίως, απαραίτητη η προσφυγή στην αιτιολογική έκθεση προκειμένου για την ερμηνεία του άρθρου 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά αρκεί να εξεταστεί το άρθρο αυτό στο πλαίσιο του συνολικού διατακτικού του οποίου αποτελεί τμήμα και να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα των άρθρων του διατακτικού που προηγούνται της εν λόγω διατάξεως.

    –       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    124    Εν προκειμένω, το άρθρο 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι διατυπωμένο κατά τρόπο διφορούμενο όσον αφορά την υποχρέωση αναζητήσεως των επίδικων ενισχύσεων, η οποία μπορεί να αφορά είτε όλες τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στις επιχειρήσεις διεθνών μεταφορών είτε μόνον τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν από 1ης Ιουλίου 1990.

    125    Συναφώς, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το διατακτικό μιας πράξεως συνδέεται άρρηκτα με την αιτιολογία της και πρέπει να ερμηνεύεται, αν παρίσταται ανάγκη, λαμβανομένων υπόψη των αιτιολογικών σκέψεων που οδήγησαν στην έκδοσή της (βλ. αποφάσεις της 15ης Μαΐου 1997, C‑355/95 P, TWD κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. I‑2549, σκέψη 21, και προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, σκέψη 41).

    126    Από τις αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει, αφενός, από το σημείο VII, τρίτο εδάφιο, ότι η Επιτροπή διέκρινε μεταξύ των επιχειρήσεων που πραγματοποιούν αποκλειστικώς τοπικές, περιφερειακές ή εθνικές μεταφορές και των επιχειρήσεων που πραγματοποιούν διεθνείς μεταφορές και, αφετέρου, από το σημείο VII, πέμπτο έως έβδομο εδάφιο, ότι χαρακτήρισε την 1η Ιουλίου 1990 ως κρίσιμη ημερομηνία όσον αφορά μόνον τις επιδοτήσεις που χορηγήθηκαν στις πρώτες από τις εν λόγω επιχειρήσεις. Εξάλλου, με το ενδέκατο εδάφιο του εν λόγω σημείου VII, η Επιτροπή έκρινε ότι οι επίδικες ενισχύσεις ενίσχυαν την οικονομική θέση των επιχειρήσεων οδικών μεταφορών εμπορευμάτων που δρουν για λογαριασμό τρίτων σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους από την 1η Ιουλίου 1990 όσον αφορά τις επιχειρήσεις τοπικών, περιφερειακών ή εθνικών μεταφορών και από το 1969 όσον αφορά τις επιχειρήσεις διεθνών μεταφορών και μπορούσαν, ως εκ τούτου, να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

    127    Κατά συνέπεια, όπως προκύπτει και από το σημείο VIII, τελευταίο εδάφιο, των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλομένης αποφάσεως, το άρθρο 4 του διατακτικού της αποφάσεως αυτής πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν βάσει των νόμων 28/1981 και 4/1985 στις επιχειρήσεις που πραγματοποιούν τοπικές, περιφερειακές ή εθνικές μεταφορές από 1ης Ιουλίου 1990 καθώς και εκείνες που χορηγήθηκαν στις επιχειρήσεις που πραγματοποιούν διεθνείς οδικές μεταφορές είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά.

    128    Η ερμηνεία αυτή προκύπτει και από τη διατύπωση του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο, εξεταζόμενο στο σύνολό του, δεν παρουσιάζει αμφισημία. Συγκεκριμένα, το άρθρο 2 του εν λόγω διατακτικού, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, κηρύσσει παράνομες, με την αιτιολογία ότι δεν κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή όπως απαιτεί το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν, βάσει των καθεστώτων ενισχύσεων που θέσπισαν οι νόμοι 28/1981 και 4/1985, στις επιχειρήσεις διεθνών μεταφορών και, από 1ης Ιουλίου 1990, στις επιχειρήσεις τοπικών, περιφερειακών ή εθνικών μεταφορών. Το άρθρο 3 του εν λόγω διατακτικού διαπιστώνει ότι οι ενισχύσεις προς τις συνδυασμένες μεταφορές συμβιβάζονται με την κοινή αγορά, διότι μπορεί να εφαρμοστεί σ’ αυτές η εξαίρεση του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 1107/70. Το δε άρθρο 4 του ίδιου διατακτικού καθορίζει ποιες από τις παράνομες ενισχύσεις που αφορά το άρθρο 2 του εν λόγω διατακτικού είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά καθόσον δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για να τύχουν εξαιρέσεως. Κατά την οικονομία του διατακτικού, πρόκειται, επομένως, για παράνομες ενισχύσεις που δεν κηρύχθηκαν συμβατές με την κοινή αγορά σύμφωνα με το άρθρο 3 του εν λόγω διατακτικού, δηλαδή, όσον αφορά τον τομέα των διεθνών μεταφορών, για ενισχύσεις χορηγηθείσες από της θεσπίσεώς από τους νόμους 28/1981 και 4/1985. Κατά συνέπεια, το τρίτο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως δεν είναι δυνατόν να τελεσφορήσει.

     Επί της υποχρεώσεως αιτιολογίας

    129    Όσον αφορά το τέταρτο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τη φερόμενη ελλιπή αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, αρκεί η υπενθύμιση ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, όταν, αντιθέτως προς τις διατάξεις του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, η σχεδιαζόμενη ενίσχυση έχει ήδη καταβληθεί, η Επιτροπή, που έχει εξουσία να απευθύνει εντολή προς τις εθνικές αρχές να διατάξουν την επιστροφή της, δεν υποχρεούται να εκθέτει συγκεκριμένους λόγους για να δικαιολογήσει την άσκηση της εξουσίας της (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις της 14ης Σεπτεμβρίου 1994, Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 78, και της 17ης Ιουνίου 1999, Βέλγιο κατά Επιτροπής, σκέψη 82). Εντούτοις, είναι γεγονός ότι, με τα σημεία VI έως VIII των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διευκρίνισε τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να απαιτήσει την επιστροφή των επίδικων ενισχύσεων. Επιβάλλεται, επομένως, η διαπίστωση ότι η εν λόγω απόφαση δεν πάσχει, επί του σημείου αυτού, ελλιπή αιτιολογία και, ως εκ τούτου, το τέταρτο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

    130    Κατά συνέπεια, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    131    Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση καταργήσεως της δίκης, το Δικαστήριο κανονίζει τα έξοδα κατά την κρίση του. Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

    132    Εν προκειμένω, η Ιταλική Δημοκρατία είχε ήδη καταθέσει το δικόγραφο της προσφυγής και το υπόμνημα απαντήσεως σχετικά με την υπό κρίση υπόθεση, με τα οποία ζήτησε από το Δικαστήριο να ακυρώσει, μεταξύ άλλων, τα άρθρα 2 και 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στις επιχειρήσεις που πραγματοποιούν οδικές μεταφορές σε τοπικό, περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο, πριν αυτό το μέρος της προσφυγής καταστεί άνευ αντικειμένου. Κατά το μέρος που η προσφυγή έχει ακόμη αντικείμενο, η Ιταλική Δημοκρατία ηττήθηκε. Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, κάθε διάδικος πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

    αποφασίζει:

    1)      Παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί των αιτημάτων περί ακυρώσεως των άρθρων 2 και 5 της αποφάσεως 98/182/ΕΚ της Επιτροπής, της 30ής Ιουλίου 1997, σχετικά με τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν από την περιφέρεια Friuli-Venezia Giulia (Ιταλία) στις επιχειρήσεις οδικής μεταφοράς εμπορευμάτων της περιφέρειας, καθόσον τα εν λόγω άρθρα κηρύσσουν παράνομες τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν από 1ης Ιουλίου 1990 στις επιχειρήσεις που πραγματοποιούν αποκλειστικώς τοπικές, περιφερειακές ή εθνικές μεταφορές.

    2)      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

    3)      Η Ιταλική Δημοκρατία και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

    Σκουρής

    Cunha Rodrigues

    Puissochet

    Schintgen

     

          Macken

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 29 Απριλίου 2004.

    Ο Γραμματέας

     

          Ο Πρόεδρος

    R. Grass

     

          Β. Σκουρής


    * Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

    Επάνω