EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62000CJ0355

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 22ας Μαΐου 2003.
ΦΡΕΣΚΟΤ AE κατά Ελληνικού Δημοσίου.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης - Ελλάς.
όοινή γεωργική πολιτική - Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων - Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών - όρατικές ενισχύσεις - Ειδική εισφορά υπέρ οργανισμού γεωργικών ασφαλίσεων.
Υπόθεση C-355/00.

Συλλογή της Νομολογίας 2003 I-05263

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2003:298

62000J0355

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 22ας Μαΐου 2003. - Freskot AE κατά Elliniko Dimosio. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Dioikitiko Protodikeio Thessalonikis - Ελλάς. - όοινή γεωργική πολιτική - Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων - Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών - όρατικές ενισχύσεις - Ειδική εισφορά υπέρ οργανισμού γεωργικών ασφαλίσεων. - Υπόθεση C-355/00.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2003 σελίδα I-05263


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1. Γεωργία - Κοινή οργάνωση των αγορών - Κρέας πουλερικών - Εθνικό σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως κατά των φυσικών κινδύνων - Επιτρέπεται - Προϋποθέσεις

(Κανονισμός 2777/75 του Συμβουλίου)

2. Φορολογικές διατάξεις - Εσωτερικοί φόροι - Οιονεί φορολογική επιβάρυνση η οποία πλήττει κατά τρόπο ομοιόμορφο το σύνολο της εγχώριας παραγωγής σε δεδομένο τομέα με σκοπό τη χρηματοδότηση επίσης ομοιόμορφης προστασίας έναντι των φυσικών κινδύνων - Χαρακτηρισμός της ως φόρου ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμό - Αποκλείεται - Εφαρμογή του άρθρου 95 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 90 ΕΚ) - Αποκλείεται

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 9, 12 και 95 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 23 ΕΚ, 25 ΕΚ και 90 ΕΚ) και άρθρο 16 (το οποίο καταργήθηκε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ)]

3. Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών - Υπηρεσίες - Έννοια - Παροχές χορηγούμενες στο πλαίσιο συστήματος υποχρεωτικής ασφαλίσεως - Δεν εμπίπτουν στην έννοια - Προϋποθέσεις

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 59 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 49 ΕΚ) και άρθρο 60 (νυν άρθρο 50 ΕΚ)]

4. Ανταγωνισμός - Κοινοτικοί κανόνες - Επιχείρηση - Έννοια - Οργανισμός επιφορτισμένος με τη διαχείριση συστήματος υποχρεωτικής ασφαλίσεως - Δεν εμπίπτει στην έννοια - Προϋποθέσεις

[(Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 92 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87 ΕΚ)]

Περίληψη


1. Από την άποψη των επιταγών της κοινής οργανώσεως των αγορών στον τομέα του κρέατος πουλερικών, δεν μπορούν, καταρχήν, να εκφραστούν αντιρρήσεις όσον αφορά ένα σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως των γεωργικών εκμεταλλεύσεων κατά των φυσικών κινδύνων. Πράγματι, καίτοι το σύστημα αυτό, σκοπός του οποίου είναι η προστασία των γεωργικών εκμεταλλεύσεων έναντι των φυσικών κινδύνων, δεν επιδιώκει κανέναν από τους ειδικούς στόχους της εν λόγω κοινής οργανώσεως, ο στόχος του καλύπτεται από τους σκοπούς της κοινής γεωργικής πολιτικής, στους οποίους παραπέμπει άλλωστε το άρθρο 20 του κανονισμού 2777/75, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του κρέατος πουλερικών, ιδίως τους στόχους του άρθρου 39, παράγραφος 1, στοιχεία α_ και β_, της Συνθήκης (νυν άρθρου 33, παράγραφος 1, στοιχεία α_ και β_, ΕΚ).

Ωστόσο, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να είναι η οικονομική επιβάρυνση την οποία αντιπροσωπεύει η καταβαλλόμενη στο πλαίσιο του εν λόγω ασφαλιστικού συστήματος εισφορά ικανή να παρεμποδίσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών.Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει αν υφίστανται στην επίδικη αγορά ενδείξεις περί του ότι η εισφορά παράγει πράγματι τέτοια αποτελέσματα. Ο σχετικά χαμηλός συντελεστής της εισφοράς και το γεγονός ότι η επιβάρυνση την οποία αντιπροσωπεύει αντισταθμίζεται, τουλάχιστον σε ορισμένο βαθμό, από τις ασφαλιστικές παροχές σε περίπτωση ζημίας στο πλαίσιο της υποχρεωτικής ασφαλίσεως, καθώς και ότι, λόγω της υπάρξεως της υποχρεωτικής αυτής ασφαλίσεως, οι επιχειρηματίες δεν χρειάζεται να ασφαλίζονται έναντι των κινδύνων αυτών σε ιδιώτες ασφαλιστές, αν υποτεθεί ότι οι τελευταίοι προσφέρουν τέτοια ασφάλιση, ή να λαμβάνουν άλλα μέτρα προστασίας τους, αποτελούν ενδείξεις που μάλλον καταδεικνύουν την ουδετερότητα της εισφοράς έναντι των συναλλαγών, ενώ η αόριστη διάρκειά της συνιστά ένδειξη περί του αντιθέτου.

( βλ. σκέψεις 23-24, 28-33, διατακτ. 1 )

2. Μια εισφορά που αποτελεί μέρος ενός γενικού φορολογικού συστήματος το οποίο καταρχήν πλήττει κατά τρόπο ομοιόμορφο, ιδίως όσον αφορά τον συντελεστή και τη γενεσιουργό αιτία του φόρου, αποκλειστικώς τα εγχώρια γεωργικά προϊόντα, είτε προορίζονται για την εγχώρια αγορά είτε προορίζονται για εξαγωγή, και το οποίο χρησιμεύει για τη χρηματοδότηση ενός δημοσίου οργανισμού επιφορτισμένου με την πρόληψη και την αποζημίωση των ζημιών που προξενούνται από φυσικούς κινδύνους στις εγχώριες γεωργικές εκμεταλλεύσεις δεν πλήττει αποκλειστικά το προϊόν που διέρχεται από τα σύνορα ακριβώς λόγω του γεγονότος αυτού και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως φορολογική επιβάρυνση αποτελέσματος ισοδυνάμου προς εξαγωγικό δασμό κατά την έννοια των άρθρων 9, 12 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρων 23 ΕΚ και 25 ΕΚ) και 16 της Συνθήκης (το οποίο καταργήθηκε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ). Εξάλλου,η εισφορά αυτή δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 95 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 90 ΕΚ), εφόσον η εξαγωγή του επιβαρυνομένου προϊόντος δεν αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία της εισπράξεως της εισφοράς. Η εν λόγω εισφορά δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εισάγουσα διακρίσεις, καθόσον εφαρμόζεται ομοιόμορφα στα εγχώρια γεωργικά προϊόντα τα οποία μεταποιούνται ή διατίθενται στην εγχώρια αγορά καθώς και σ' εκείνα που προορίζονται για εξαγωγή, από δε το προϊόν της ωφελούνται καθ' όμοιο τρόπο όλες οι γεωργικές εκμεταλλεύσεις.

( βλ. σκέψεις 41-43, 46-47, διατακτ. 2 )

3. Ως «υπηρεσίες» κατά την έννοια του άρθρου 60 της Συνθήκης (νυν άρθρου 50 ΕΚ) νοούνται οι παροχές που προσφέρονται κανονικά έναντι αμοιβής.Το ουσιώδες χαρακτηριστικό της αμοιβής έγκειται στο γεγονός ότι αποτελεί την οικονομική αντιπαροχή της αντίστοιχης παροχής, αντιπαροχή την οποία, κατά κανόνα, προσδιορίζουν από κοινού ο παρέχων την υπηρεσία και ο αποδέκτης της.

Επομένως, παροχές χορηγούμενες στο πλαίσιο συστήματος υποχρεωτικής ασφαλίσεως των γεωργών έναντι των φυσικών κινδύνων δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως υπηρεσίες κατά την έννοια των άρθρων 59 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 49 ΕΚ) και 60 της Συνθήκης, όταν η καταβαλλόμενη από τους ασφαλισμένους εισφορά έχει κατ' ουσίαν τον χαρακτήρα επιβαρύνσεως επιβαλλομένης από τον νομοθέτη και εισπράττεται από τη δημόσια οικονομική υπηρεσία, τα δε χαρακτηριστικά της επιβαρύνσεως αυτής, συμπεριλαμβανομένου του συντελεστή της, επίσης καθορίζονται από τον νομοθέτη. Ως εκ τούτου, οι παροχές αυτές δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 73/239, περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής, δεδομένου ότι το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής, όσον αφορά την έννοια των υπηρεσιών, δεν είναι ευρύτερο εκείνου των άρθρων 59 και 60 της Συνθήκης.

Πάντως, το εν λόγω σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως, στο μέτρο που καλύπτει φυσικούς κινδύνους κατά των οποίων είναι δυνατή η ασφάλιση, μπορεί να συνιστά εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, κατά την έννοια των εν λόγω διατάξεων της Συνθήκης, για ασφαλιστικές εταιρίες που είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη και οι οποίες επιθυμούν να προσφέρουν υπηρεσίες σχετικές με τους εν λόγω κινδύνους. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν το σύστημα αυτό δικαιολογείται πράγματι βάσει στόχων κοινωνικής πολιτικής και να εξετάσει, ιδίως, αν η έκταση της καλύψεως που παρέχει η εν λόγω υποχρεωτική ασφάλιση είναι ανάλογη των στόχων αυτών.

( βλ. σκέψεις 54-55, 57, 59-60, 63, 73-74, διατακτ. 3 )

4. Αυτή και μόνη η επιδίωξη κοινωνικού σκοπού από ένα σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως δεν εμποδίζει να θεωρηθεί η δραστηριότητα του ασφαλιστικού οργανισμού ως οικονομική δραστηριότητα κατά την έννοια των διατάξεων της Συνθήκης που αφορούν το δίκαιο του ανταγωνισμού. Πάντως, όταν οι παροχές και η εισφορά, οι οποίες αποτελούν τα δύο ουσιώδη στοιχεία του εν λόγω συστήματος, καθορίζονται από τον εθνικό νομοθέτη, η επίμαχη ασφαλιστική δραστηριότητα δεν είναι οικονομική δραστηριότητα κατά την έννοια των διατάξεων της Συνθήκης που αφορούν το δίκαιο του ανταγωνισμού, ειδικότερα δε, ο ασφαλιστικός αυτός οργανισιμός δεν αποτελεί επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 87 ΕΚ).

( βλ. σκέψεις 77-79, 88, διατακτ. 4 )

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-355/00,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (Ελλάς) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

ΦΡΕΣΚΟΤ AE

και

Ελληνικού Δημοσίου,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 30 και 38 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρων 28 ΕΚ και 32 ΕΚ), 39 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 33 ΕΚ), 40 και 59 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρων 34 ΕΚ και 49 ΕΚ), 60 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 50 ΕΚ) και 92 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 87 ΕΚ), καθώς και της πρώτης οδηγίας 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1973, περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 157), όπως τροποποιήθηκε με τη δεύτερη οδηγία 88/357/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1988 (ΕΕ L 172, σ. 1),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Μ. Wathelet, πρόεδρο τμήματος, C. W. A. Timmermans (εισηγητή), D. A. O. Edward, P. Jann και S. von Bahr, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: C. Stix-Hackl

γραμματέας: H. A. Rühl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Ι. Χαλκιά και τη Χ. Τσιαβού,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τις Μ. Κοντού-Durande και C. Tufvesson,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Ελληνικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 7ης Μαρτίου 2002,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 14ης Νοεμβρίου 2002,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με διάταξη της 31ης Ιουλίου 2000, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 26 Σεπτεμβρίου 2000, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης υπέβαλε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 30 και 38 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρων 28 ΕΚ και 32 ΕΚ), 39 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 33 ΕΚ), 40 και 59 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρων 34 ΕΚ και 49 ΕΚ), 60 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 50 ΕΚ) και 92 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 87 ΕΚ), καθώς και της πρώτης οδηγίας 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1973, περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 157), όπως τροποποιήθηκε με τη δεύτερη οδηγία 88/357/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1988 (ΕΕ L 172, σ. 1, στο εξής: οδηγία 73/239).

2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της ΦΡΕΣΚΟΤ ΑΕ (στο εξής: ΦΡΕΣΚΟΤ), εταιρίας παραγωγής πουλερικών, και του Ελληνικού Δημοσίου, σχετικά με την είσπραξη της ειδικής ασφαλιστικής εισφοράς που οφειλόταν για το τέταρτο τρίμηνο του οικονομικού έτους 1993 και για το οικονομικό έτος 1994 λόγω αγορών πουλερικών και φυτικών προϊόντων προερχομένων από την ελληνική γεωργική παραγωγή τις οποίες είχε πραγματοποιήσει η ΦΡΕΣΚΟΤ.

Το νομικό πλαίσιο

Η κοινοτική νομοθεσία

3 Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 73/239 προβλέπει τα ακόλουθα:

«Η παρούσα οδηγία αφορά την ανάληψη της μη μισθωτής δραστηριότητας της πρωτασφάλισης, συμπεριλαμβανομένης της δραστηριότητας βοήθειας που αναφέρει η παράγραφος 2, η οποία ασκείται από επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στο έδαφος κράτους μέλους ή επιθυμούν να εγκατασταθούν σ' αυτό, καθώς και την άσκηση της δραστηριότητας αυτής.»

4 Το άρθρο 2 της οδηγίας 73/239 ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία δεν αφορά:

1. Τις κάτωθι ασφαλίσεις:

[...]

δ) τις ασφαλίσεις που περιλαμβάνονται σε σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων·

[...]».

Η εθνική νομοθεσία

5 Ο νόμος 1790/1988, «Οργάνωση και λειτουργία Οργανισμού Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α_ 134, στο εξής: νόμος του 1988), προβλέπει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Άρθρο 1

1. Ιδρύεται Οργανισμός κοινής ωφέλειας με την επωνυμία "Οργανισμός Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων" (ΕΛ.Γ.Α.), ο οποίος είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου και ανήκει εξ ολοκλήρου στο Δημόσιο.

2. Ο ΕΛ.Γ.Α. έχει έδρα την Αθήνα και τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Γεωργίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.

Άρθρο 2

1. Σκοπός του ΕΛ.Γ.Α. είναι η οργάνωση και εφαρμογή προγραμμάτων ενεργητικής προστασίας και η ασφάλιση της παραγωγής και του κεφαλαίου των αγροτικών εκμεταλλεύσεων.

2. Ασφάλιση κατά την έννοια του παρόντος νόμου είναι η ασφαλιστική και ενεργητική προστασία της αγροτικής παραγωγής και του φυτικού, ζωικού και εγγείου κεφαλαίου των αγροτών και των εγκαταστάσεων και κτισμάτων των αγροτικών τους εκμεταλλεύσεων [...] από φυσικούς κινδύνους.

Άρθρο 3

1. Η ασφάλιση στον ΕΛ.Γ.Α. περιλαμβάνει ειδικότερα:

α) την υποχρεωτική ασφάλιση των ζημιών που προξενούνται στην παραγωγή των συστηματικών καλλιεργειών και στο φυτικό, ζωικό και έγγειο κεφάλαιο των αγροτών, στα κτίσματα και τις εγκαταστάσεις των αγροτικών τους εκμεταλλεύσεων·

[...]

γ) την ενεργητική προστασία του φυτικού κεφαλαίου και της φυτικής παραγωγής.

Άρθρο 4

1. Στην ασφάλιση του άρθρου 3 υπάγονται τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που έχουν την κυριότητα ή εκμετάλλευση γεωργικών, κτηνοτροφικών, πτηνοτροφικών, μελισσοκομικών, αλιευτικών, υδατοκαλλιεργητικών ή άλλων σχετικών επιχειρήσεων.

[...]

Άρθρο 5

Πόροι του ΕΛ.Γ.Α. είναι:

1. α) τα έσοδα από ειδική ασφαλιστική εισφορά [...]·

[...]

2. Με απόφαση του Υπουργού Γεωργίας ρυθμίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.»

6 Ο νόμος 2040/1992, «Ρύθμιση θεμάτων αρμοδιότητας Υπουργείου Γεωργίας και νομικών προσώπων εποπτείας του και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α_ 70), προσέθεσε στον νόμο του 1988 το άρθρο 5α. Η διάταξη αυτή έχει ως εξής:

«1. Στην ειδική ασφαλιστική εισφορά υπέρ του ΕΛ.Γ.Α. υπόκεινται τα εξής εγχωρίως παραγόμενα αγροτικά προϊόντα και υποπροϊόντα:

α) φυτικής, ζωικής, αλιευτικής και υδατοκαλλιεργητικής προέλευσης [...].

[...]

3. Η ειδική ασφαλιστική εισφορά ορίζεται σε ποσοστό δύο στα εκατό (2 %) για τα προϊόντα φυτικής προέλευσης και σε ποσοστό μισό στα εκατό (0,5 %) για τα προϊόντα ζωικής, αλιευτικής και υδατοκαλλιεργητικής προέλευσης. Τα ποσοστά αυτά υπολογίζονται επί της αξίας των προϊόντων τούτων [...].

[...]

7. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 12 και 13 του άρθρου αυτού, η ειδική ασφαλιστική εισφορά αποδίδεται στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία από τους κατά νόμο υπόχρεους για την καταβολή της εισφοράς αυτής, μέσα στις προθεσμίες που ορίζονται στο άρθρο 30, παράγραφος 2, του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων [...].

8. Υπόχρεοι για την απόδοση της ειδικής ασφαλιστικής εισφοράς στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία είναι, με την επιφύλαξη των παραγράφων 12 και 13 του άρθρου αυτού, εκείνοι οι οποίοι, κατά τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων, υποχρεούνται σε έκδοση τιμολογίων αγοράς ή πώλησης αγροτικών προϊόντων [...].

[...]

14. Τα έσοδα του ΕΛ.Γ.Α. από την ειδική ασφαλιστική εισφορά, που εισπράττονται από τις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες, εισάγονται στον κρατικό προϋπολογισμό ως έσοδα του Δημοσίου και εμφανίζονται με ίδιο κωδικό αριθμό εσόδου. Τα έσοδα αυτά αποδίδονται στον ΕΛ.Γ.Α. μέσω του προϋπολογισμού του Υπουργείου Γεωργίας με την εγγραφή κατ' έτος ισόποσης πίστωσης, ύστερα από πρόταση του ΕΛ.Γ.Α. προς το Υπουργείο αυτό.»

Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

7 Η ΦΡΕΣΚΟΤ, ανώνυμη εταιρία ελληνικού δικαίου με έδρα τη Θεσσαλονίκη (Ελλάς), έχει ως αντικείμενο εργασιών την παραγωγή και εμπορία πουλερικών με σκοπό τη χονδρική πώλησή τους στην εγχώρια αγορά, καθώς και τη σφαγή πουλερικών για λογαριασμό τρίτων έναντι αμοιβής.

8 Κατά τη διάρκεια ελέγχου από υπάλληλο της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας Θεσσαλονίκης, διαπιστώθηκε ότι, για το οικονομικό έτος 1993, η ΦΡΕΣΚΟΤ είχε αγοράσει αγροτικά προϊόντα τόσο ζωικής προελεύσεως (πουλερικά) όσο και φυτικής προελεύσεως, υπαγόμενα στην ειδική ασφαλιστική εισφορά την οποία προβλέπει ο νόμος του 1988 (στο εξής: εισφορά) υπέρ του Οργανισμού Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων (στο εξής: ΕΛ.Γ.Α.), αλλά ότι η ως άνω εταιρία δεν είχε καταβάλει την οφειλόμενη λόγω των αγορών αυτών εισφορά για το τέταρτο τρίμηνο του οικονομικού έτους 1993.

9 Με πράξη καταλογισμού της εισφοράς για τα οικονομικά έτη 1993 και 1994, της 20ής Ιανουαρίου 1997, ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης κάλεσε τη ΦΡΕΣΚΟΤ να καταβάλει την υπόλοιπη αυτή εισφορά για το τέταρτο τρίμηνο του οικονομικού έτους 1993, την εισφορά για το οικονομικό έτος 1994, καθώς και προσαύξηση λόγω ανακριβούς δηλώσεως ή μη δηλώσεως για τα έτη αυτά.

10 Η ΦΡΕΣΚΟΤ προσέφυγε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και ζήτησε την ακύρωση της πράξεως αυτής, υποστηρίζοντας ότι οι διατάξεις του νόμου του 1988, δυνάμει του οποίου εισπράττεται η εισφορά, αντιβαίνουν ευθέως στο πρωτογενές και παράγωγο κοινοτικό δίκαιο και, ειδικότερα, στα άρθρα 30 της Συνθήκης, 34 και 36 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 29 ΕΚ και 30 ΕΚ) 38, 39, 40 και 59 της Συνθήκης, 85, 86 και 90 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρα 81 ΕΚ, 82 ΕΚ και 86 ΕΚ) και 92 της Συνθήκης, καθώς και στην οδηγία 73/239.

11 Η ΦΡΕΣΚΟΤ υποστηρίζει, ειδικότερα, ότι η εισφορά, ιδίως όσον αφορά την πτηνοτροφική παραγωγή, αντίκεται στους στόχους της κοινής γεωργικής πολιτικής που καθορίζονται στα άρθρα 38 και 39 της Συνθήκης καθώς και στη σχετική κοινή οργάνωση των αγορών. Υποστηρίζει ότι η εισφορά αυτή στερεί στους Έλληνες παραγωγούς και εμπόρους πουλερικών τη δυνατότητα να πραγματοποιούν ελεύθερα πωλήσεις εντός της Ελλάδος καθώς και εντός άλλων κρατών μελών υπό τους όρους που προβλέπει η συναφής κοινοτική ρύθμιση. Η ΦΡΕΣΚΟΤ θεωρεί, εξάλλου, ότι η εν λόγω εισφορά συνιστά μέτρο αποτελέσματος ισοδυνάμου προς ποσοτικό περιορισμό, απαγορευόμενο από το άρθρο 30 της Συνθήκης, διότι έχει αρνητική επίπτωση στις εξαγωγές των Ελλήνων παραγωγών και ευνοεί τους παραγωγούς που είναι εγκατεστημένοι εκτός Ελλάδος, τόσο σε άλλα κράτη μέλη όσο και σε τρίτες χώρες. Τέλος, η ΦΡΕΣΚΟΤ υποστηρίζει ότι το μονοπωλιακό καθεστώς της υποχρεωτικής ασφαλίσεως στον ΕΛ.Γ.Α., το οποίο εγκαθιδρύει ο νόμος του 1988, αντίκειται στην αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών καθώς και στις κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις περί πρωτασφαλίσεως.

12 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«[Ερωτάται] αν η επιβολή της ασφαλιστικής εισφοράς που αναφέρεται στο σκεπτικό, στην οποία υπόκεινται τα εγχώρια παραγόμενα αγροτικά προϊόντα και υποπροϊόντα φυτικής, ζωικής, αλιευτικής προέλευσης, η οποία εισπράττεται και αποδίδεται ως έσοδο στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία, ως εκ του σκοπού στον οποίο αποβλέπει, δηλ. την οργάνωση και εφαρμογή προγραμμάτων ενεργητικής προστασίας και την ασφάλιση της παραγωγής και του κεφαλαίου αγροτικών εκμεταλλεύσεων, αντιτίθεται στις διατάξεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων (άρθρο 28), την κοινή γεωργική πολιτική (άρθρα 38, 39, 40), την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (άρθρα 59, 60), τις επιτρεπόμενες κρατικές ενισχύσεις (άρθρο 92) και στις διατάξεις της πρώτης οδηγίας του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 1973 (73/239/ΕΟΚ).»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

13 Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν το κοινοτικό δίκαιο στους τομείς της κοινής γεωργικής πολιτικής, της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και των κρατικών ενισχύσεων απαγορεύει την επιβολή, από κράτος μέλος, οιονεί φορολογικής επιβαρύνσεως, όπως η εισφορά, πλήττουσας τις πωλήσεις και τις αγορές εγχωρίων γεωργικών προϊόντων και της οποίας τα έσοδα προορίζονται για τη χρηματοδότηση δημοσίου οργανισμού επιφορτισμένου με την πρόληψη και την αποζημίωση των ζημιών που προξενούνται από φυσικούς κινδύνους στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις του κράτους αυτού.

Επί της κοινής γεωργικής πολιτικής

Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο

14 Η Ελληνική Κυβέρνηση και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι η εισφορά, η οποία έχει θεσπιστεί στο πλαίσιο συστήματος υποχρεωτικής ασφαλίσεως στη χρηματοδότηση του οποίου αποβλέπει, συμβιβάζεται τόσο με τις περί κοινής γεωργικής πολιτικής διατάξεις της Συνθήκης όσο και με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2777/75 του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1975, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του κρέατος πουλερικών (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/014, σ. 71), όπως αυτός τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1235/89 του Συμβουλίου, της 3ης Μα_ου 1989 (ΕΕ L 128, σ. 29, στο εξής: κανονισμός 2777/75), που έχει εφαρμογή στα γεωργικά προϊόντα τα οποία αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης.

15 Συναφώς, η Ελληνική Κυβέρνηση και η Επιτροπή υποστηρίζουν, ειδικότερα, ότι η εισφορά δεν αντιβαίνει στον κανονισμό 2777/75, καθόσον ο κανονισμός αυτός δεν περιέχει ειδικές διατάξεις στον τομέα της ασφαλίσεως της γεωργικής παραγωγής από φυσικούς κινδύνους.

16 Κατά την Ελληνική Κυβέρνηση, το επίδικο στην κύρια δίκη σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως δεν έχει, εξάλλου, σημαντικές επιπτώσεις στη διαμόρφωση των τιμών ή στους μηχανισμούς που θεσπίζει ο εν λόγω κανονισμός, δεδομένης, ιδίως, της αμελητέας επιβαρύνσεως που αντιπροσωπεύει η εισφορά. Το σύστημα αυτό δεν έχει καμία επίπτωση στο ενδοκοινοτικό εμπόριο και ενισχύει μάλιστα τη λειτουργία της σχετικής κοινής οργανώσεως των αγορών, καθόσον εξυπηρετεί μια ανάγκη των αγροτών.

17 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν επιτρέπει να συναχθεί ότι η εισφορά συνεπάγεται αποτελέσματα θίγοντα την κοινή οργάνωση των αγορών που εγκαθιδρύει ο κανονισμός 2777/75. Η εισφορά αυτή δεν επηρεάζει τους μηχανισμούς που προβλέπονται από τον κανονισμό αυτόν και αποσκοπούν στη διευκόλυνση της προσαρμογής της προσφοράς στις απαιτήσεις της αγοράς. Η εισφορά δεν διαταράσσει εξάλλου το εμπόριο κρέατος πουλερικών μεταξύ της Κοινότητας και των τρίτων χωρών. Ειδικότερα, δεν υφίστανται ενδείξεις περί του ότι, λόγω της επιβολής της εισφοράς, κατά τον εφοδιασμό της αγοράς εισαγόμενα προϊόντα αντικαθιστούν τα εγχώρια προϊόντα. Πάντως, αν αυτό συνέβαινε, η εν λόγω εισφορά θα αντέβαινε στον εν λόγω κανονισμό. Εν πάση περιπτώσει, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να ερευνήσει το ζήτημα.

Απάντηση του Δικαστηρίου

18 Δεν αμφισβητείται ότι τα επίδικα στη διαφορά της κύριας δίκης γεωργικά προϊόντα καλύπτονται από κοινή οργάνωση των αγορών, ήτοι την κοινή οργάνωση του τομέα του κρέατος πουλερικών, η οποία ρυθμίζεται από τον κανονισμό 2777/75.

19 Κατά πάγια νομολογία, εφόσον υφίσταται ρύθμιση περί κοινής οργανώσεως των αγορών σε ένα συγκεκριμένο τομέα, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να απέχουν από τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου που θα μπορούσε να παρεκκλίνει από αυτή ή να θίξει τη λειτουργία της (βλ., όσον αφορά την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα του κρέατος πουλερικών, απόφαση της 18ης Μα_ου 1977, 111/76, Van den Hazel, Συλλογή τόμος 1977, σ. 271, σκέψη 13, και, όσον αφορά άλλους τομείς, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2002, C-456/00, Γαλλία κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 31, και της 16ης Ιανουαρίου 2003, C-462/01, Hammarsten, η οποία δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 30).

20 Όμως, ο κανονισμός 2777/75 δεν εκφράζεται ούτε θετικά ούτε αρνητικά σχετικά με το συμβατό των εθνικών διατάξεων, όπως οι επίδικες στην κύρια δίκη, που αφορούν την υποχρεωτική ασφάλιση των γεωργικών εκμεταλλεύσεων έναντι των φυσικών κινδύνων με την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα του κρέατος πουλερικών. Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί αν ένα τέτοιο εθνικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένης της εισφοράς, είναι ικανό να θίξει τους σκοπούς και τους στόχους αυτής της κοινής οργανώσεως (βλ, μεταξύ άλλων, απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 1975, 51/74, Van der Hulst, Συλλογή τόμος 1975, σ. 29, σκέψεις 26 έως 28).

21 Η κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα του κρέατος πουλερικών στηρίζεται σε ένα σύνολο μέτρων που επιδιώκουν τη σταθεροποίηση των αγορών και την εξασφάλιση ενός δίκαιου επιπέδου τιμών, χωρίς να χρειάζεται να λαμβάνονται παρεμβατικά μέτρα παρόμοια με αυτά που προβλέπονται για άλλες γεωργικές αγορές.

22 Προς τούτο, ο κανονισμός 2777/75 προβλέπει ουσιαστικά, αφενός, διατάξεις επιτρέπουσες τη λήψη ορισμένων κοινοτικών μέτρων για τη διευκόλυνση της προσαρμογής της προσφοράς στις απαιτήσεις της αγοράς (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση της 28ης Μαρτίου 1984, 47/83 και 48/83, Midden-Nederland και Van Miert, Συλλογή 1984, σ. 1721, σκέψη 17) και, αφετέρου, διατάξεις θεσπίζουσες ενιαίο καθεστώς συναλλαγών στα εξωτερικά σύνορα της Κοινότητας, ούτως ώστε η διάθεση της κοινοτικής παραγωγής να μη διαταράσσεται από τις χαμηλές τιμές που εφαρμόζονται για τα προϊόντα προελεύσεως τρίτων χωρών τόσο στην κοινοτική αγορά όσο και σε άλλες αγορές.

23 Από την άποψη των επιταγών της κοινής οργανώσεως των αγορών στον τομέα του κρέατος πουλερικών, δεν μπορούν, καταρχήν, να εκφραστούν αντιρρήσεις για το επίδικο στην κύρια δίκη σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως, συμπεριλαμβανομένης της εισφοράς.

24 Πράγματι, το σύστημα αυτό, σκοπός του οποίου είναι η προστασία των γεωργικών εκμεταλλεύσεων έναντι των φυσικών κινδύνων, δεν επιδιώκει κανέναν από τους ειδικούς στόχους της εν λόγω κοινής οργανώσεως, οι οποίοι υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 21 και 22 της παρούσας αποφάσεως. Ωστόσο, ο στόχος αυτού του εθνικού συστήματος καλύπτεται από τους σκοπούς της κοινής γεωργικής πολιτικής, στους οποίους παραπέμπει άλλωστε το άρθρο 20 του κανονισμού 2777/75, ιδίως τους στόχους του άρθρου 39, παράγραφος 1, στοιχεία α_ και β_, της Συνθήκης.

25 Η αύξηση της παραγωγικότητας και η εξασφάλιση ενός δίκαιου βιοτικού επιπέδου στον γεωργικό πληθυσμό, σκοποί που περιλαμβάνονται μεταξύ των στόχων του εν λόγω άρθρου της Συνθήκης, συνεπάγονται κατά μείζονα λόγο τον σκοπό τον οποίο επιδιώκει το επίδικο στην κύρια δίκη σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως και ο οποίος συνίσταται στην προστασία των γεωργικών εκμεταλλεύσεων έναντι των φυσικών κινδύνων οι οποίοι είναι ιδιαίτερα σημαντικοί για τις εκμεταλλεύσεις αυτές, ιδίως καθόσον οι δυνατότητες καλύψεώς τους από ασφαλιστικές εταιρίες φαίνονται, τουλάχιστον εν μέρει, αμφίβολες.

26 Πρέπει να προστεθεί ότι τόσο από τη γενική οικονομία όσο και από τις διατάξεις του κανονισμού 2777/75 και ιδίως από το άρθρο 2 προκύπτει ότι ο κανονισμός αυτός ενέχει σκόπιμη επιλογή οικονομικής πολιτικής, στο πλαίσιο της οποίας η εξασφάλιση των επιθυμητών ισορροπιών επαφίεται ουσιαστικά στις δυνάμεις της αγοράς. Επομένως, όσον αφορά το ενδοκοινοτικό εμπόριο, η οργάνωση των αγορών του κρέατος πουλερικών στηρίζεται στην ελευθερία των εμπορικών συναλλαγών, υπό συνθήκες νόμιμου ανταγωνισμού (βλ. υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα απόφαση Van den Hazel, σκέψεις 16 και 18).

27 Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί κατά πόσον η ελευθερία των συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών μπορεί να παρεμποδιστεί από εθνικά μέτρα όπως η εισφορά (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, ιδίως προμνησθείσα απόφαση Midden-Nederland και Van Miert, σκέψη 28).

28 Δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να είναι η οικονομική επιβάρυνση την οποία αντιπροσωπεύει η εν λόγω εισφορά ικανή να έχει τέτοιες επιπτώσεις στις συναλλαγές στο εσωτερικό της Κοινότητας.

29 Πράγματι, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το πλεονέκτημα που υφίσταται υπέρ των προϊόντων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη ή από τρίτες χώρες έναντι των ελληνικών προϊόντων, καθόσον μόνο τα τελευταία υπόκειται στην εισφορά, θα μπορούσε να οδηγήσει, εξ αιτίας κάποιας αυξήσεως των τιμών των ελληνικών και μόνον προϊόντων, στην υποκατάσταση, σε ορισμένο βαθμό, των εγχωρίων προϊόντων, τόσο στην ελληνική αγορά όσο και στην αγορά άλλων κρατών μελών, από προϊόντα προελεύσεως άλλων κρατών μελών ή προϊόντα εισαγόμενα από τρίτες χώρες.

30 Πάντως, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει αν υφίστανται ενδείξεις στις εν λόγω αγορές περί του ότι η εισφορά παράγει πράγματι τέτοια αποτελέσματα, το δε Δικαστήριο μπορεί να εκθέσει ορισμένα στοιχεία κοινοτικού δικαίου προκειμένου να διευκολύνει την εκτίμηση αυτή (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, όσον αφορά κοινή οργάνωση των αγορών διαφορετική από αυτή που προβλέπει ο κανονισμός 2777/75, ιδίως απόφαση της 10ης Μαρτίου 1981, 36/80 και 71/80, Irish Creamery Milk Suppliers Association κ.λπ., Συλλογή 1981, σ. 735, σκέψη 19).

31 Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι ο σχετικά χαμηλός συντελεστής της εισφοράς, τουλάχιστον για τα επίδικα στην κύρια δίκη προϊόντα ζωικής προελεύσεως, αποτελεί ένδειξη που μάλλον καταδεικνύει την ουδετερότητα της εισφοράς έναντι των συναλλαγών, ενώ η αόριστη διάρκειά της συνιστά ένδειξη περί του αντιθέτου (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, μεταξύ άλλων, προμνησθείσα απόφαση Irish Creamery Milk Suppliers Association κ.λπ., σκέψη 20, και απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 1991, C-235/90, Aliments Morvan, Συλλογή 1991, σ. Ι-5419, σκέψεις 10 και 11).

32 Αποτελεί επίσης ένδειξη υπέρ της ουδετερότητας της εισφοράς έναντι των συναλλαγών το γεγονός ότι η επιβάρυνση την οποία αντιπροσωπεύει αντισταθμίζεται, τουλάχιστον σε ορισμένο βαθμό, από τις ασφαλιστικές παροχές σε περίπτωση ζημίας τις οποίες καταβάλλει ο ΕΛ.Γ.Α. στο πλαίσιο της υποχρεωτικής ασφαλίσεως και ότι, λόγω της υπάρξεως της υποχρεωτικής αυτής ασφαλίσεως, οι επιχειρηματίες δεν χρειάζεται να ασφαλίζονται έναντι των κινδύνων αυτών σε ιδιώτες ασφαλιστές, αν υποτεθεί ότι οι τελευταίοι προσφέρουν τέτοια ασφάλιση, ή να λαμβάνουν άλλα μέτρα προστασίας τους.

33 Κατόπιν των ανωτέρω, όσον αφορά το κοινοτικό δίκαιο στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής, στο υποβληθέν ερώτημα προσήκει η ακόλουθη απάντηση:

- οι περί κοινής γεωργικής πολιτικής διατάξεις της Συνθήκης και ο κανονισμός 2777/75 δεν απαγορεύουν οιονεί φορολογική επιβάρυνση επιβαλλόμενη από κράτος μέλος, όπως μια εισφορά πλήττουσα τις αγορές και τις πωλήσεις εγχωρίων γεωργικών προϊόντων που υπόκεινται στην κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα του κρέατος πουλερικών και της οποίας τα έσοδα προορίζονται για τη χρηματοδότηση δημοσίου οργανισμού επιφορτισμένου με την πρόληψη και την αποζημίωση των ζημιών που προξενούνται από φυσικούς κινδύνους στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις του κράτους αυτού·

- οι εν λόγω διατάξεις και ο προμνησθείς κανονισμός απαγορεύουν πάντως μια τέτοια οιονεί φορολογική επιβάρυνση αν αυτή είναι ικανή να θίξει τους σκοπούς και τους στόχους της συγκεκριμένης κοινής οργανώσεως των αγορών και, ιδίως, αν πρόκειται πράγματι να παρεμποδίσει τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές·

- στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει κατά πόσον η εισφορά έχει πράγματι τέτοια αποτελέσματα.

Επί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων

Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο

34 Η Ελληνική Κυβέρνηση εξετάζει το συμβατό της εισφοράς με τις περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων διατάξεις των άρθρων 9, 10, 12 και 95 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρων 23 ΕΚ, 24 ΕΚ, 25 ΕΚ και 90 ΕΚ).

35 Κατά την ως άνω κυβέρνηση, η εισφορά αυτή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως φορολογική επιβάρυνση αποτελέσματος ισοδυνάμου προς δασμό κατά την έννοια των άρθρων 9 και 12 της Συνθήκης, καθόσον δεν αφορά την εισαγωγή των προϊόντων, αλλά αποτελεί αναπόσπαστο μέρος ενός γενικού συστήματος εσωτερικών φόρων που πλήττουν συστηματικά όλα τα εγχώρια προϊόντα σύμφωνα με τα ίδια κριτήρια.

36 Η εν λόγω κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, συνεπώς, η εισφορά πρέπει να εκτιμηθεί από πλευράς του άρθρου 95 της Συνθήκης. Κατά τη γνώμη της, η εισφορά συμβιβάζεται με τη διάταξη αυτή καθόσον, αφενός, δεν εφαρμόζεται στις εισαγωγές και, επομένως, από την άποψη αυτή, αποτελεί το πολύ αντίστροφη διάκριση μη δυνάμενη να επικριθεί και, αφετέρου, πλήττει τις πωλήσεις εγχωρίων προϊόντων που προορίζονται για εξαγωγή κατά τον ίδιο τρόπο όπως και αυτών που προορίζονται για την εγχώρια αγορά.

37 Η Eπιτροπή υποστηρίζει ότι η εισφορά δεν αντιβαίνει στις περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων διατάξεις της Συνθήκης, καθόσον καλύπτει το σύνολο της εγχώριας γεωργικής παραγωγής χωρίς να επιβαρύνει ούτε τα εισαγόμενα προϊόντα ούτε αποκλειστικώς τα εξαγόμενα προϊόντα. Συνεπώς, η εισφορά αυτή δεν αποτελεί εμπόδιο στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές, έστω και αν θέτει ενδεχομένως την εγχώρια παραγωγή σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση προς την παραγωγή άλλων κρατών μελών.

Απάντηση του Δικαστηρίου

38 Προκαταρκτικώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι διατάξεις της Συνθήκης που απαγορεύουν κάθε ποσοτικό περιορισμό ή μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της κοινής οργανώσεως των αγορών στον τομέα του κρέατος πουλερικών (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 1978, 83/78, Pigs Marketing Board, Συλλογή τόμος 1978, σ. 739, σκέψη 55). Η εξέταση της εισφοράς από πλευράς των διατάξεων αυτών πραγματοποιήθηκε ήδη με την ανάλυση της αρχής της ελευθερίας των συναλλαγών η οποία εμπεριέχεται στην κοινή αυτή οργάνωση των αγορών (βλ. σκέψεις 27 έως 33 της παρούσας αποφάσεως).

39 Όσον αφορά τις διατάξεις της Συνθήκης περί φορολογικών επιβαρύνσεων αποτελέσματος ισοδυνάμου προς δασμό [άρθρα 9 και 12 της Συνθήκης καθώς και 16 της Συνθήκης ΕΚ (που καταργήθηκε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ)] και τις διατάξεις περί των συνεπαγομένων δυσμενή διάκριση εσωτερικών φόρων (άρθρο 95 της Συνθήκης), πρέπει να υπομνησθεί ότι οι διατάξεις αυτές δεν εφαρμόζονται σωρευτικώς, οπότε ο ίδιος φόρος δεν είναι δυνατόν, στο πλαίσιο του συστήματος της Συνθήκης, να εμπίπτει, ταυτοχρόνως, και στις δύο αυτές κατηγορίες (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 23ης Απριλίου 2002, C-234/99, Nygård, Συλλογή 2002, σ. Ι-3657, σκέψη 17, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2002, C-101/00, Tulliasiamies και Siilin, Συλλογή 2002, σ. Ι-7487, σκέψη 115).

40 Δεν αμφισβητείται ότι η εισφορά εφαρμόζεται μόνον επί των εγχωρίων προϊόντων και όχι επί των εισαγομένων. Συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί, πρώτον, αν η εισφορά αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί ως φορολογική επιβάρυνση αποτελέσματος ισοδυνάμου προς εξαγωγικό δασμό κατά την έννοια των άρθρων 9, 12 και 16 της Συνθήκης. Αν δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, θα πρέπει να εξεταστεί, δεύτερον, μήπως η εισφορά αυτή συνιστά εσωτερικό φόρο συνεπαγόμενο δυσμενή διάκριση και απαγορευόμενο από το άρθρο 95 της Συνθήκης.

41 Η εν λόγω εισφορά δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως φορολογική επιβάρυνση αποτελέσματος ισοδυνάμου προς εξαγωγικό δασμό κατά την έννοια των άρθρων 9, 12 και 16 της Συνθήκης.

42 Πράγματι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εισφορά δεν πλήττει αποκλειστικά το προϊόν που διέρχεται από τα σύνορα ακριβώς λόγω του γεγονότος αυτού. Όμως, το στοιχείο αυτό συνιστά το ουσιώδες χαρακτηριστικό μιας επιβαρύνσεως ισοδυνάμου προς δασμό αποτελέσματος, το οποίο τη διακρίνει από έναν εσωτερικό φόρο κατά την έννοια του άρθρου 95 της Συνθήκης (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, μεταξύ άλλων, απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2000, C-441/98 και C-442/98, Μιχαηλίδης, Συλλογή 2000, σ. Ι-7145, σκέψη 22, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

43 Αντιθέτως, η εισφορά αποτελεί μέρος ενός γενικού φορολογικού συστήματος το οποίο καταρχήν πλήττει κατά τρόπο ομοιόμορφο, ιδίως όσον αφορά τον συντελεστή και τη γενεσιουργό αιτία του φόρου, αποκλειστικώς τα ελληνικά γεωργικά προϊόντα, είτε προορίζονται για την εγχώρια αγορά είτε προορίζονται για εξαγωγή, και το οποίο χρησιμεύει για τη χρηματοδότηση ενός δημοσίου οργανισμού επιφορτισμένου με την πρόληψη και την αποζημίωση των ζημιών που προξενούνται από φυσικούς κινδύνους στις ελληνικές γεωργικές εκμεταλλεύσεις (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα απόφαση Nygård, σκέψη 24).

44 Πρέπει να παρατηρηθεί, εξάλλου, ότι κανένα στοιχείο της δικογραφίας που διαβιβάστηκε στο Δικαστήριο από το αιτούν δικαστήριο δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί το ότι η χρησιμοποίηση του προϊόντος της εισφοράς για τη χρηματοδότηση των παροχών του ΕΛ.Γ.Α. ωφελεί καθ' όμοιο τρόπο τόσο την εγχώρια γεωργική παραγωγή που προορίζεται να μεταποιηθεί ή να διατεθεί στην εγχώρια αγορά όσο και εκείνη που προορίζεται για εξαγωγή (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα απόφαση Nygård, σκέψη 39). Πρόκειται πράγματι για μέτρο που αποσκοπεί στην προστασία αυτής καθαυτήν της εγχώριας γεωργικής παραγωγής.

45 Όσον αφορά το άρθρο 95 της Συνθήκης, πρέπει να υπομνησθεί ότι η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι απαγορεύει επίσης οποιαδήποτε φορολογική διάκριση σε βάρος προϊόντων προοριζομένων για εξαγωγή προς άλλα κράτη μέλη (βλ. απόφαση της 29ης Ιουνίου 1978, 142/77, Larsen και Kjerulff, Συλλογή τόμος 1978, σ. 507, σκέψη 27, και προπαρατεθείσα απόφαση Nygård, σκέψη 41).

46 Πρέπει, ωστόσο, να παρατηρηθεί ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, η εξαγωγή του προϊόντος δεν αποτελεί, στο πλαίσιο του επίδικου συστήματος εσωτερικών φόρων, τη γενεσιουργό αιτία της εισπράξεως της εισφοράς. Επομένως, το άρθρο 95 της Συνθήκης δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα απόφαση Larsen και Kjerulff, σκέψη 24).

47 Εξάλλου, και εν πάση περιπτώσει, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η εν λόγω εισφορά δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εισάγουσα διακρίσεις, καθόσον, όπως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 43 και 44 της παρούσας αποφάσεως, εφαρμόζεται ομοιόμορφα στα εγχώρια γεωργικά προϊόντα τα οποία μεταποιούνται ή διατίθενται στην εγχώρια αγορά καθώς και σ' εκείνα που προορίζονται για εξαγωγή, από το δε προϊόν της ωφελούνται καθ' όμοιο τρόπο όλες οι γεωργικές εκμεταλλεύσεις (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα απόφαση Nygård, σκέψη 42).

48 Κατόπιν των ανωτέρω, στο υποβληθέν ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το κοινοτικό δίκαιο στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και ειδικότερα τα άρθρα 9, 12, 16 και 95 της Συνθήκης δεν απαγορεύουν οιονεί φορολογικές επιβαρύνσεις όπως η εισφορά.

Επί της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών

Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο

49 Η Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι υπηρεσίες που παρέχει ο ΕΛ.Γ.Α. στο πλαίσιο της υποχρεωτικής ασφαλίσεως δεν προσφέρονται κατά κανόνα έναντι αμοιβής κατά την έννοια του άρθρου 60 της Συνθήκης και δεν εμπίπτουν, συνεπώς, στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης που αφορούν την ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών. Πρόκειται για παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως οι οποίες χρηματοδοτούνται κυρίως με δημόσια έσοδα. Ως εκ τούτου, οι παροχές αυτές δεν εμπίπτουν ούτε στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 73/239.

50 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι εν λόγω παροχές δεν εμφανίζουν τα τεχνικά χαρακτηριστικά ασφαλιστικής δραστηριότητας κατά την έννοια ιδίως της οδηγίας 73/239. Εξάλλου, κατά την Επιτροπή, οι παροχές αυτές δεν έχουν οικονομικό και κερδοσκοπικό χαρακτήρα και δεν εμπίπτουν, επομένως, στις περί ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών διατάξεις της Συνθήκης.

Απάντηση του Δικαστηρίου

51 Προκαταρκτικώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το ερώτημα που υποβλήθηκε όσον αφορά τις περί ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών διατάξεις της Συνθήκης καλύπτει δύο ζητήματα. Ερωτάται, πρώτον, αν οι υπηρεσίες που παρέχει ο ΕΛ.Γ.Α. εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 73/239 και, δεύτερον, μήπως το επίδικο στην κύρια δίκη σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως αποτελεί εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών εκ μέρους των ασφαλιστικών εταιριών που είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη.

52 Όσον αφορά την πρώτη πτυχή του υποβληθέντος ερωτήματος, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον οι υπηρεσίες που παρέχει ο ΕΛ.Γ.Α. στο πλαίσιο του εν λόγω συστήματος υποχρεωτικής ασφαλίσεως, ιδίως η καταβολή αποζημιώσεων σε περίπτωση φυσικών καταστροφών, εμπίπτουν όντως στο πεδίο εφαρμογής της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών κατά την έννοια των άρθρων 59 και 60 της Συνθήκης, ώστε να καταστεί δυνατόν να καθοριστεί αν οι παροχές αυτές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 73/239.

53 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι οι παροχές αυτές εμπίπτουν στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, όπως υποστηρίζει η Ελληνική Κυβέρνηση, αυτό δεν αποκλείει αυτομάτως την εφαρμογή των άρθρων 59 και 60 της Συνθήκης (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση της 12ης Ιουλίου 2001, C-157/99, Smits και Peerbooms, Συλλογή 2001, σ. Ι-5473, σκέψη 54, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

54 Πρέπει, εξάλλου, να λεχθεί ότι ως «υπηρεσίες» κατά την έννοια του άρθρου 60 της Συνθήκης νοούνται οι παροχές που προσφέρονται κανονικά έναντι αμοιβής.

55 Συναφώς, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι το ουσιώδες χαρακτηριστικό της αμοιβής έγκειται στο γεγονός ότι αποτελεί την οικονομική αντιπαροχή της αντίστοιχης παροχής, αντιπαροχή την οποία, κατά κανόνα, προσδιορίζουν από κοινού ο παρέχων την υπηρεσία και ο αποδέκτης της (βλ. αποφάσεις της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, 263/86, Humbel και Edel, Συλλογή 1988, σ. 5365, σκέψη 17, και της 7ης Δεκεμβρίου 1993, C-109/92, Wirth, Συλλογή 1993, σ. Ι-6447, σκέψη 15).

56 Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η καταβαλλόμενη από τους Έλληνες αγρότες εισφορά δεν αποτελεί την οικονομική αντιπαροχή των υπηρεσιών που παρέχει ο ΕΛ.Γ.Α. στο πλαίσιο του συστήματος υποχρεωτικής ασφαλίσεως.

57 Πράγματι, η εισφορά αυτή έχει κατ' ουσίαν τον χαρακτήρα επιβαρύνσεως επιβαλλομένης από τον νομοθέτη και εισπράττεται από τη δημόσια οικονομική υπηρεσία. Τα χαρακτηριστικά της επιβαρύνσεως αυτής, συμπεριλαμβανομένου του συντελεστή της, επίσης καθορίζονται από τον νομοθέτη. Στους αρμόδιους υπουργούς εναπόκειται να αποφασίσουν ενδεχομένως αναπροσαρμογή του συντελεστή.

58 Ομοίως, το επίπεδο και οι κανόνες καταβολής των παροχών του ΕΛ.Γ.Α. στο πλαίσιο του συστήματος υποχρεωτικής ασφαλίσεως καθορίζονται από τον εθνικό νομοθέτη και κατά τρόπο ομοιόμορφο για όλους τους επιχειρηματίες.

59 Πρέπει, συνεπώς, να συναχθεί ότι παροχές όπως αυτές που χορηγεί ο ΕΛ.Γ.Α. στο πλαίσιο του συστήματος υποχρεωτικής ασφαλίσεως δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως υπηρεσίες κατά την έννοια των άρθρων 59 και 60 της Συνθήκης.

60 Ως εκ τούτου, οι παροχές αυτές δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 73/239. Πράγματι, το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής, όσον αφορά την έννοια των υπηρεσιών, δεν είναι ευρύτερο εκείνου των άρθρων 59 και 60 της Συνθήκης.

61 Ανεξαρτήτως του αν οι χορηγούμενες από τον ΕΛ.Γ.Α. παροχές μπορούν να χαρακτηριστούν ως «υπηρεσίες» κατά την έννοια των εν λόγω διατάξεων της Συνθήκης, τίθεται, δεύτερον, το ερώτημα μήπως η εγκαθίδρυση του συστήματος υποχρεωτικής ασφαλίσεως στο οποίο εντάσσεται ο ΕΛ.Γ.Α. είναι, αυτή καθαυτήν, ικανή να αποτελέσει εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών εκ μέρους ασφαλιστικών εταιριών που είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη και οι οποίες επιθυμούν να προσφέρουν υπηρεσίες ασφαλίσεως έναντι των εν λόγω κινδύνων ή έναντι ορισμένων από αυτούς στην ελληνική αγορά.

62 Ασφαλώς, η δυνατότητα ασφαλίσεως από ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες, τουλάχιστον προκειμένου για ορισμένους από τους κινδύνους που καλύπτονται από την υποχρεωτική ασφάλιση, φαίνεται αμφίβολη, καθόσον η αποδοτικότητα μιας τέτοιας ασφαλίσεως είναι αβέβαιη. Επιπλέον, από τα στοιχεία της δικογραφίας που διαβιβάστηκε στο Δικαστήριο φαίνεται να συνάγεται ότι αυτό το εθνικό σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως προβλέπει μια ελάχιστη κάλυψη και ότι, συνεπώς, επιτρέπεται στους ενδιαφερομένους επιχειρηματίες να συνάπτουν συμπληρωματικές ασφαλιστικές συμβάσεις με εταιρίες εγκατεστημένες τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλα κράτη μέλη.

63 Ωστόσο, στον βαθμό που το εν λόγω σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως καλύπτει ενδεχομένως και φυσικούς κινδύνους δυνάμενους να ασφαλιστούν ιδιωτικώς, θα μπορούσε να συνιστά εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών εκ μέρους ασφαλιστικών εταιριών που είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη και οι οποίες επιθυμούν να προσφέρουν ασφαλιστικές συμβάσεις καλύπτουσες τους κινδύνους αυτούς στην Ελλάδα, καθόσον δυσχεραίνει ή καθιστά λιγότερο ελκυστική ή ακόμα και παρεμποδίζει, άμεσα ή έμμεσα, την άσκηση της ελευθερίας αυτής (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 21ης Οκτωβρίου 1999, C-67/98, Zenatti, Συλλογή 1999, σ. Ι-7289, σκέψεις 26 και 27, και της 11ης Ιουλίου 2002, C-294/00, Gräbner, Συλλογή 2002, σ. Ι-6515, σκέψη 38, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

64 Εξάλλου, σκόπιμο είναι να αναφερθεί συναφώς ότι η Επιτροπή, στην ανακοίνωσή της με τίτλο «Κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα της γεωργίας» η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 1ης Φεβρουαρίου 2000 (ΕΕ C 28, σ. 2), παρατήρησε ότι διάφορα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει καθεστώτα ενισχύσεων για να ενθαρρύνουν τους γεωργούς να ασφαλίζονται, καθεστώτα τα οποία προϋποθέτουν το ασφαλίσιμο ορισμένων τουλάχιστον από τους κινδύνους αυτούς, αλλά ότι οι ενισχύσεις αυτές αποτελούν εμπόδιο στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς των ασφαλιστικών υπηρεσιών, ιδίως αν η δυνατότητα παροχής ασφαλιστικής καλύψεως περιορίζεται σε μία μόνον εταιρία ή ένα μόνον όμιλο εταιριών ή αν η ενίσχυση εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι η ασφαλιστική σύμβαση συνάπτεται με εταιρία εγκατεστημένη στο συγκεκριμένο κράτος μέλος (βλ. σημεία 11.5.1 και 11.5.3 της ανακοινώσεως αυτής).

65 Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί κατά πόσον αυτό το εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών μπορεί να δικαιολογηθεί από πλευράς κοινοτικού δικαίου.

66 Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το επίδικο στην κύρια δίκη σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως επιδιώκει ουσιαστικά ένα στόχο κοινωνικής πολιτικής.

67 Πράγματι, λόγω του ότι το επίπεδο της εισφοράς καθορίζεται ανεξαρτήτως του κινδύνου που εμφανίζει η συγκεκριμένη εκμετάλλευση και του ότι, γενικώς, ο εθνικός νομοθέτης καθορίζει ομοιόμορφο συντελεστή τόσο για τις καταβαλλόμενες εισφορές όσο και για τις χορηγούμενες παροχές, το σύστημα αυτό αποβλέπει στην παροχή κατάλληλης ασφαλιστικής καλύψεως σε όλες τις γεωργικές εκμεταλλεύσεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εμφανίζουν υψηλότερο βαθμό επικινδυνότητας όσον αφορά τις ζημίες που προξενούνται από φυσικές καταστροφές.

68 Εξάλλου, όπως παρατήρησε η Ελληνική Κυβέρνηση, ο στόχος κοινοτικής πολιτικής του εν λόγω συστήματος υποχρεωτικής ασφαλίσεως επιβεβαιώνεται από το ιστορικό της ιδρύσεώς του ως συστατικού μέρους του όλου συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως των γεωργών καθώς και από το γεγονός ότι καλύπτει μεταξύ άλλων κινδύνους οι οποίοι δεν είναι εκ πρώτης όψεως βέβαιο ότι είναι πράγματι ασφαλίσιμοι σε ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες, καίτοι η κάλυψή τους ενέχει για τις γεωργικές εκμεταλλεύσεις ιδιαίτερη σημασία.

69 Υπό τις συνθήκες αυτές, τυχόν εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών απορρέον από το επίδικο στην κύρια δίκη σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως μπορεί να δικαιολογηθεί από επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος που άπτεται ενός στόχου κοινωνικής πολιτικής.

70 Όσον αφορά το ζήτημα της αναλογικότητας αυτού του συστήματος υποχρεωτικής ασφαλίσεως, από τα στοιχεία της δικογραφίας φαίνεται να συνάγεται ότι η υποχρεωτική ασφάλιση στον ΕΛ.Γ.Α. προσφέρει μια ελάχιστη κάλυψη και ότι επιτρέπεται, συνεπώς, στους Έλληνες γεωργούς να τη συμπληρώνουν συνάπτοντας πρόσθετες ασφαλιστικές συμβάσεις, εφόσον προσφέρονται τέτοιες συμβάσεις στην αγορά. Το στοιχείο αυτό συνηγορεί υπέρ της αναλογικότητας του επιδίκου στην κύρια δίκη συστήματος υποχρεωτικής ασφαλίσεως.

71 Πάντως, όπως ορθώς παρατήρησε η Επιτροπή, θα πρέπει να τεθεί το ζήτημα της αναλογικότητας της εκτάσεως της καλύψεως την οποία προσφέρει η υποχρεωτική ασφάλιση. Πρέπει, ειδικότερα να εξεταστεί αν η χρηματοδότηση του ΕΛ.Γ.Α. και, ως εκ τούτου, η κατ' ουσίαν κοινωνική αποστολή του θα αποδυναμώνονταν αν επιτρεπόταν στους Έλληνες γεωργούς να ασφαλίζονται σε ιδιωτικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις για ορισμένους κινδύνους καλυπτόμενους από την υποχρεωτική ασφάλιση και να απαλλάσσονται, κατά την αντίστοιχη αναλογία, από την υποχρέωση καταβολής της εισφοράς.

72 Όμως, το Δικαστήριο δεν διαθέτει επαρκή στοιχεία ώστε να προβεί στην εξέταση αυτή.

73 Υπό τις συνθήκες αυτές, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξετάσει, βάσει όλων των στοιχείων που έχει στη διάθεσή του, κατά πόσον το επίδικο στην κύρια δίκη σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως είναι ανάλογο του κοινωνικού στόχου τον οποίο επιδιώκει.

74 Κατόπιν των ανωτέρω, στο υποβληθέν ερώτημα προσήκει η ακόλουθη απάντηση:

- παροχές όπως αυτές που χορηγεί ο ΕΛ.Γ.Α. στο πλαίσιο του συστήματος υποχρεωτικής ασφαλίσεως έναντι των φυσικών κινδύνων δεν εμπίπτουν ούτε στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 59 και 60 της Συνθήκης ούτε στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 73/239·

- ένα τέτοιο σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως μπορεί, ωστόσο, να συνιστά εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών κατά την έννοια των εν λόγω διατάξεων της Συνθήκης για ασφαλιστικές εταιρίες που είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη και οι οποίες επιθυμούν να προσφέρουν υπηρεσίες σχετικές με τους εν λόγω κινδύνους. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν το σύστημα αυτό δικαιολογείται πράγματι βάσει στόχων κοινωνικής πολιτικής και να εξετάσει, ιδίως, αν η έκταση της καλύψεως που παρέχει η εν λόγω υποχρεωτική ασφάλιση είναι ανάλογη των στόχων αυτών.

Επί των σχετικών με τις κρατικές ενισχύσεις διατάξεων της Συνθήκης

Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο

75 Η Ελληνική Κυβέρνηση και η Επιτροπή υποστηρίζουν κατ' ουσίαν ότι ο ΕΛ.Γ.Α. δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως επιχείρηση κατά την έννοια των διατάξεων της Συνθήκης που αφορούν το δίκαιο του ανταγωνισμού, καθόσον η αποστολή που του έχει ανατεθεί στηρίζεται στην αρχή της εθνικής αλληλεγγύης και δεν συνιστά οικονομική δραστηριότητα.

Απάντηση του Δικαστηρίου

76 Προκειμένου να εκτιμηθεί αν ο ΕΛ.Γ.Α. μπορεί να χαρακτηριστεί «επιχείρηση» κατά την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης ως ο φορέας υπέρ του οποίου εισπράττεται η εισφορά, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αποστολή που έχει ανατεθεί στον οργανισμό αυτόν στο πλαίσιο του επιδίκου στην κύρια δίκη συστήματος υποχρεωτικής ασφαλίσεως εντάσσεται στον ουσιαστικώς κοινωνικό στόχο τον οποίο επιδιώκει το σύστημα αυτό (βλ. σκέψεις 66 έως 68 της παρούσας αποφάσεως).

77 Ασφαλώς, αυτή και μόνη η επιδίωξη κοινωνικού σκοπού από ένα σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως δεν εμποδίζει να θεωρηθεί η δραστηριότητα του ΕΛ.Γ.Α. ως οικονομική δραστηριότητα κατά την έννοια των διατάξεων της Συνθήκης που αφορούν το δίκαιο του ανταγωνισμού (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 12ης Σεπτεμβρίου 2000, C-180/98 έως C-184/98, Pavlov κ.λπ., Συλλογή 2000, σ. Ι-6451, σκέψη 118, και της 22ας Ιανουαρίου 2002, C-218/00, Cisal, Συλλογή 2002, σ. Ι-691, σκέψη 37).

78 Πρέπει να παρατηρηθεί ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 56 έως 58 της παρούσας αποφάσεως, οι παροχές και η εισφορά, οι οποίες αποτελούν τα δύο ουσιώδη στοιχεία του εν λόγω συστήματος, καθορίζονται από τον εθνικό νομοθέτη (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, μεταξύ άλλων, προμνησθείσα απόφαση Cisal, σκέψεις 43 και 44). Πράγματι, η εισφορά έχει κυρίως τη φύση επιβαρύνσεως επιβαλλομένης από το κράτος. Το κράτος είναι επίσης εκείνο που καθορίζει τα χαρακτηριστικά, συμπεριλαμβανομένου του συντελεστή, αυτής της επιβαρύνσεως. Ομοίως, η φύση και το επίπεδο των παροχών που χορηγεί ο ΕΛ.Γ.Α. καθορίζονται από τον εθνικό νομοθέτη.

79 Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η ασφαλιστική δραστηριότητα την οποία ασκεί ο ΕΛ.Γ.Α. δεν είναι οικονομική δραστηριότητα κατά την έννοια των διατάξεων της Συνθήκης που αφορούν το δίκαιο του ανταγωνισμού και ότι, ειδικότερα, ο οργανισμός αυτός δεν αποτελεί επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης.

80 Πάντως, ανεξαρτήτως του αν το επίδικο στην κύρια δίκη σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως συμβιβάζεται με τις περί κρατικών ενισχύσεων διατάξεις της Συνθήκης, όσον αφορά τη δραστηριότητα του ΕΛ.Γ.Α. ως φορέα υπέρ του οποίου εισπράττεται η εισφορά, τίθεται το ζήτημα κατά πόσον μπορούν να χαρακτηριστούν ως «κρατικές ενισχύσεις» κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης οι παροχές που χορηγεί ο οργανισμός αυτός στο πλαίσιο της υποχρεωτικής ασφαλίσεως των ελληνικών γεωργικών εκμεταλλεύσεων έναντι των φυσικών κινδύνων.

81 Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί, πρώτον, ότι η επίδικη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία προβλέπει σαφώς ότι οι παροχές που χορηγεί ο ΕΛ.Γ.Α. χρηματοδοτούνται από κρατικούς πόρους και ότι καταλογίζονται στο Δημόσιο κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 16ης Μα_ου 2002, C-482/99, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. Ι-4397, σκέψη 24).

82 Ως εκ τούτου, θα πρέπει, δεύτερον, να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αν και, ενδεχομένως, σε ποιο βαθμό η υποχρεωτική ασφάλιση στον ΕΛ.Γ.Α. αποτελεί οικονομικό πλεονέκτημα για τους επιχειρηματίες που καλύπτονται από την ασφάλιση αυτή.

83 Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, θεωρούνται, μεταξύ άλλων, ως ενισχύσεις οι παρεμβάσεις οι οποίες, ανεξαρτήτως μορφής, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και οι οποίες κατά συνέπεια, χωρίς να είναι επιδοτήσεις υπό τη στενή έννοια του όρου, είναι της ιδίας φύσεως ή έχουν τα ίδια αποτελέσματα (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 1ης Δεκεμβρίου 1998, C-200/97, Ecotrade, Συλλογή 1998, σ. Ι-7907, σκέψη 34, και της 17ης Ιουνίου 1999, C-75/97, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. Ι-3671, σκέψη 23).

84 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να δοθεί απάντηση στο ερώτημα, αφενός, αν και, ενδεχομένως, σε ποιο βαθμό, ελλείψει υποχρεωτικής ασφαλιστικής καλύψεως, οι ελληνικές γεωργικές εκμεταλλεύσεις θα ήταν υποχρεωμένες και θα μπορούσαν πράγματι να αφαλιστούν σε ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες ή να λάβουν άλλα μέτρα κατάλληλης προστασίας έναντι των συνεπειών που ενέχουν οι φυσικοί κίνδυνοι για τις εκμεταλλεύσεις αυτές και, αφετέρου, σε ποιο βαθμό η εισφορά αντιστοιχεί στο πραγματικό οικονομικό κόστος των παροχών που χορηγεί ο ΕΛ.Γ.Α. στο πλαίσιο της υποχρεωτικής ασφαλίσεως, αν πάντως αυτό το κόστος μπορεί να υπολογιστεί.

85 Τίθεται, τρίτον, το ζήτημα κατά πόσον αυτές οι παροχές, αν υποτεθεί ότι συνιστούν πλεονέκτημα για τους αποδέκτες τους, πληρούν την προϋπόθεση της επιλεκτικότητας που προβλέπει το άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2001, C-143/99, Adria-Wien Pipeline και Wieterdorfer & Peggauer Zementwerke, Συλλογή 2001, σ. Ι-8365, σκέψη 41).

86 Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το πεδίο εφαρμογής του επιδίκου στην κύρια δίκη συστήματος υποχρεωτικής ασφαλίσεως θα μπορούσε, ενδεχομένως, να δικαιολογηθεί από τη φύση και την όλη οικονομία του συστήματος στο οποίο εντάσσονται οι παροχές που χορηγεί ο ΕΛ.Γ.Α., στο μέτρο που από τη δικογραφία φαίνεται να συνάγεται ότι σκοπός του εν λόγω συστήματος υποχρεωτικής ασφαλίσεως είναι η παροχή μιας ελάχιστης προστασίας στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις έναντι των φυσικών κινδύνων στους οποίους, ως τοιαύτες, είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένες (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα απόφαση Adria-Wien Pipeline και Wieterdorfer & Peggauer Zementwerke, σκέψη 42, και απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2002, C-351/98, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. Ι-8031, σκέψεις 42 και 43).

87 Επιβάλλεται, πάντως, η διαπίστωση ότι το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα αναγκαία πραγματικά και νομικά στοιχεία ώστε να απαντήσει στο σκέλος του υποβληθέντος ερωτήματος που αφορά τον ενδεχόμενο χαρακτηρισμό ως κρατικών ενισχύσεων των παροχών που χορηγεί ο ΕΛ.Γ.Α. στο πλαίσιο του συστήματος υποχρεωτικής ασφαλίσεως έναντι των φυσικών κινδύνων, ιδίως σε σχέση προς τα ζητήματα που θίγονται στις σκέψεις 82 και 85 της παρούσας αποφάσεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, παρέλκει η απάντηση σ' αυτό το σκέλος του ερωτήματος.

88 Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι η έννοια της «επιχειρήσεως» κατά το άρθρο 92 της Συνθήκης δεν καλύπτει έναν οργανισμό όπως ο ΕΛ.Γ.Α. όσον αφορά τις δραστηριότητες που ασκεί στο πλαίσιο του συστήματος υποχρεωτικής ασφαλίσεως έναντι των φυσικών κινδύνων.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

89 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ελληνική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με απόφαση της 31ης Ιουλίου 2000 το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, αποφαίνεται:

1) Oι περί κοινής γεωργικής πολιτικής διατάξεις της Συνθήκης EK και ο κανονισμός (EOK) 2777/75 του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1975, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του κρέατος πουλερικών, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (EOK) 1235/89 του Συμβουλίου, της 3ης Μα_ου 1989, δεν απαγορεύουν οιονεί φορολογική επιβάρυνση επιβαλλόμενη από κράτος μέλος, όπως μια ειδική ασφαλιστική εισφορά πλήττουσα τις αγορές και τις πωλήσεις εγχωρίων γεωργικών προϊόντων που υπόκεινται στην κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα του κρέατος πουλερικών και της οποίας τα έσοδα προορίζονται για τη χρηματοδότηση δημοσίου οργανισμού επιφορτισμένου με την πρόληψη και την αποζημίωση των ζημιών που προξενούνται από φυσικούς κινδύνους στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις του κράτους αυτού.

Οι εν λόγω διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ και ο κανονισμός 2777/75, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1235/89, απαγορεύουν πάντως μια τέτοια οιονεί φορολογική επιβάρυνση αν αυτή είναι ικανή να θίξει τους σκοπούς και τους στόχους της συγκεκριμένης κοινής οργανώσεως των αγορών και, ιδίως, αν πρόκειται πράγματι να παρεμποδίσει τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές.

Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει κατά πόσον η εν λόγω εισφορά έχει πράγματι τέτοια αποτελέσματα.

2) Το κοινοτικό δίκαιο στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και ειδικότερα τα άρθρα 9 και 12 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 23 ΕΚ και 25 ΕΚ), 16 της Συνθήκης ΕΚ (που καταργήθηκε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ) και 95 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 90 ΕΚ) δεν απαγορεύουν εισφορές όπως η μνημονευόμενη στο σημείο 1 του παρόντος διατακτικού.

3) Παροχές όπως αυτές που χορηγεί ο Οργανισμός Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΕΛ.Γ.Α.) στο πλαίσιο του συστήματος υποχρεωτικής ασφαλίσεως έναντι των φυσικών κινδύνων δεν εμπίπτουν ούτε στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 59 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 49 ΕΚ) και 60 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 50 ΕΚ) ούτε στο πεδίο εφαρμογής της πρώτης οδηγίας 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1973, περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής, όπως τροποποιήθηκε με τη δεύτερη οδηγία 88/357/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1988.

Ένα τέτοιο σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως μπορεί, ωστόσο, να συνιστά εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών κατά την έννοια των εν λόγω διατάξεων της Συνθήκης για ασφαλιστικές εταιρίες που είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη και οι οποίες επιθυμούν να προσφέρουν υπηρεσίες σχετικές με τους εν λόγω κινδύνους. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν η νομοθεσία αυτή δικαιολογείται πράγματι βάσει στόχων κοινωνικής πολιτικής και, ιδίως, να εξετάσει αν η έκταση της καλύψεως που παρέχει η εν λόγω υποχρεωτική ασφάλιση είναι ανάλογη των στόχων αυτών.

4) Η έννοια της «επιχειρήσεως» κατά το άρθρο 92 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87 ΕΚ) δεν καλύπτει έναν οργανισμό όπως ο Οργανισμός Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΕΛ.Γ.Α.) όσον αφορά τις δραστηριότητες που ασκεί στο πλαίσιο του συστήματος υποχρεωτικής ασφαλίσεως έναντι των φυσικών κινδύνων.

Επάνω