EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62000CJ0327

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 27ης Φεβρουαρίου 2003.
Santex SpA κατά Unità Socio Sanitaria Locale n. 42 di Pavia, παρισταμένης της Sca Mölnlycke SpA, Artsana SpA και Fater SpA.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunale amministrativo regionale per la Lombardia - Ιταλία.
Οδηγία 93/36/ΕΟΚ - Συμβάσεις δημοσίων προμηθειών - Οδηγία 89/665/ΕΟΚ - Διαδικασίες προσφυγής στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων - Αποσβεστική προθεσμία - Αρχή της αποτελεσματικότητας.
Υπόθεση C-327/00.

Συλλογή της Νομολογίας 2003 I-01877

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2003:109

62000J0327

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 27ης Φεβρουαρίου 2003. - Santex SpA κατά Unità Socio Sanitaria Locale n. 42 di Pavia, παρισταμένης της Sca Mölnlycke SpA, Artsana SpA και Fater SpA. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunale amministrativo regionale per la Lombardia - Ιταλία. - Οδηγία 93/36/ΕΟΚ - Συμβάσεις δημοσίων προμηθειών - Οδηγία 89/665/ΕΟΚ - Διαδικασίες προσφυγής στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων - Αποσβεστική προθεσμία - Αρχή της αποτελεσματικότητας. - Υπόθεση C-327/00.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2003 σελίδα I-01877


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


Προσέγγιση των νομοθεσιών - Διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων - Οδηγία 89/665 - Προσφυγή ασκηθείσα από υποβαλόντα προσφορά κατά αποφάσεως της αναθέτουσας αρχής με την οποία αυτός αποκλείστηκε από διαδικασία προς υποβολή προσφορών - Ισχυρισμός αντλούμενος από το ασύμβατο της προκηρύξεως διαγωνισμού με το κοινοτικό δίκαιο - Παραδεκτό παρά την παρέλευση της προθεσμίας για άσκηση προσφυγής κατά της εν λόγω προκηρύξεως - Προϋπόθεση - Συμπεριφορά της αναθέτουσας αρχής αποσκοπούσα στο να στερηθεί ο υποβαλών προσφορά των δικαιωμάτων που του χορηγεί η κοινοτική έννομη τάξη.

(Οδηγία 89/665 του Συμβουλίου)

Περίληψη


$$Η οδηγία 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, εφόσον έχει αποδειχθεί ότι μια αναθέτουσα αρχή, με τη συμπεριφορά της, κατέστησε αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων τα οποία χορηγούνται από την κοινοτική έννομη τάξη σε υπήκοο της Ενώσεως που θίγεται από απόφαση της ως άνω αναθέτουσας αρχής με την οποία ο εν λόγω υπήκοος αποκλείστηκε από διαδικασία για την υποβολή προσφορών, επιβάλλει στα αρμόδια εθνικά δικαστήρια την υποχρέωση να θεωρούν παραδεκτούς τους νομικούς ισχυρισμούς που αντλούνται από το ασύμβατο της προκηρύξεως διαγωνισμού με το κοινοτικό δίκαιο, οι οποίοι προβάλλονται προς στήριξη προσφυγής κατά της εν λόγω αποφάσεως, χρησιμοποιώντας, ενδεχομένως, την προβλεπόμενη από το εθνικό δίκαιο δυνατότητα να μην εφαρμόσουν τους εθνικούς κανόνες περί αποσβεστικής προθεσμίας σύμφωνα με τους οποίους, μετά την παρέλευση της προθεσμίας για άσκηση προσφυγής κατά της προκηρύξεως διαγωνισμού, δεν είναι πλέον δυνατή η επίκληση του ασύμβατου της εν λόγω προκηρύξεως με το κοινοτικό δίκαιο.

( βλ. σκέψη 66 και διατακτ. )

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-327/00,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Tribunale amministrativo regionale per la Lombardia (Ιταλία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Santex SpA

και

Unità Socio Sanitaria Locale n. 42 di Pavia,

παρισταμένων των:

Sca Μölnlycke SpA,

Artsana SpA

και

Fater SpA,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 22 της οδηγίας 93/36/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών (ΕΕ L 199, σ. 1), και του άρθρου 6, παράγραφος 2, ΕΕ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.-P. Puissochet, πρόεδρο τμήματος, R. Schintgen, Β. Σκουρή (εισηγητή), F. Macken και J. N. Cunha Rodrigues, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: S. Alber

γραμματέας: H. A. Rühl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον U. Leanza, επικουρούμενο από τον Μ. Fiorilli, avvocato dello Stato,

- η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A. Bréville-Viéville και τον G. de Bergues,

- η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον H. Dossi,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Μ. Nolin και R. Amorosi,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Ιταλικής Κυβερνήσεως, της Γαλλικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής κατά τη συνεδρίαση της 6ης Δεκεμβρίου 2001,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 7ης Φεβρουαρίου 2002,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με διάταξη της 23ης Ιουνίου 2000, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 4 Σεπτεμβρίου 2000, το Tribunale amministrativo regionale per la Lombardia υπέβαλε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 22 της οδηγίας 93/36/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών (ΕΕ L 199, σ. 1), και του άρθρου 6, παράγραφος 2, ΕΕ.

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της εταιρίας Santex SpA (στο εξής: Santex) και της Unità Socio Sanitaria Locale n. 42 di Pavia (στο εξής: USL) σχετικά με διαδικασία για την υποβολή προσφορών που αφορά σύμβαση προμήθειας.

Το νομικό πλαίσιο

Η κοινοτική ρύθμιση

3 Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων (ΕΕ L 395, σ. 33), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών (ΕΕ L 209, σ. 1, στο εξής: οδηγία 89/665), προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα, έτσι ώστε, όσον αφορά τις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των οδηγιών 71/305/ΕΟΚ, 77/62/ΕΟΚ και 92/50/ΕΟΚ [...], οι αποφάσεις των αναθετουσών αρχών να υπόκεινται στην άσκηση αποτελεσματικών και, ιδίως, όσο το δυνατόν ταχύτερων προσφυγών, σύμφωνα με τους όρους που τίθενται στα ακόλουθα άρθρα καθώς και, ιδίως, στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στην περίπτωση που οι αποφάσεις αυτές παραβιάζουν την κοινοτική νομοθεσία στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων ή τους εθνικούς κανόνες που θέτουν σε εφαρμογή την κοινοτική νομοθεσία.»

4 Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο β_, της οδηγίας 89/665:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα μέτρα που λαμβάνονται όσον αφορά τις διαδικασίες προσφυγής που ορίζονται στο άρθρο 1 να προβλέπουν τις αναγκαίες εξουσίες προκειμένου:

[...]

β) να ακυρώνουν ή να επιτρέπουν την ακύρωση των παράνομων αποφάσεων, και ιδίως να καταργούν τις τεχνικές, οικονομικές και χρηματοδοτικές προδιαγραφές που εισάγουν διακρίσεις και περιλαμβάνονται στα έγγραφα με τα οποία καλούνται οι ενδιαφερόμενοι να συμμετάσχουν στο διαγωνισμό, στις συγγραφές υποχρεώσεων ή σε οποιοδήποτε άλλο έγγραφο που έχει σχέση με τη διαδικασία σύναψης της συγκεκριμένης σύμβασης.»

5 Η οδηγία 93/36 κατήργησε την οδηγία 77/62/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1976, περί συντονισμού των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών (ΕΕ ειδ. έκδ. 17/001, σ. 24). Οι παραπομπές που περιέχει το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/665, μεταξύ άλλων, στην καταργούμενη οδηγία πρέπει να θεωρηθούν ότι γίνονται στην οδηγία 93/36, σύμφωνα με το άρθρο 33, δεύτερο εδάφιο, αυτής.

6 Το άρθρο 22 της οδηγίας 93/36 προβλέπει τα εξής:

«1. Η χρηματοπιστωτική και οικονομική ικανότητα του προμηθευτή μπορεί, κατά γενικό κανόνα, να αποδειχθεί με ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα δικαιολογητικά:

[...]

γ) δήλωση περί του συνολικού ύψους του κύκλου εργασιών του και περί του κύκλου εργασιών όσον αφορά τα προϊόντα που αποτέλεσαν αντικείμενο της σύμβασης προμηθειών κατά τα προηγούμενα τρία οικονομικά έτη.

2. Οι αναθέτουσες αρχές ορίζουν στην προκήρυξη ή στην πρόσκληση υποβολής προσφορών ποιο ή ποια δικαιολογητικά, που αναφέρονται στην παράγραφο 1, επιλέγη και ποια άλλα δικαιολογητικά, πλην των αναφερομένων στην παράγραφο 1, πρέπει να προσκομισθούν.

3. Εάν για οποιοδήποτε βάσιμο λόγο ο προμηθευτής αδυνατεί να προσκομίσει τα δικαιολογητικά που ζητούνται από την αναθέτουσα αρχή, είναι δυνατόν, να αποδείξει την χρηματοπιστωτική και οικονομική ικανότητά του με οποιοδήποτε άλλο έγγραφο το οποίο η αναθέτουσα αρχή κρίνει κατάλληλο.»

Η εθνική ρύθμιση

7 Το άρθρο 22 της οδηγίας 93/36 μεταφέρθηκε στην ιταλική έννομη τάξη με το άρθρο 13 του νομοθετικού διατάγματος 358, της 24ης Ιουλίου 1992, που φέρει τον τίτλο «Testo unico delle disposizioni in materia di appalti pubblici di forniture, in attazione delle direttive 77/62/CEE, 80/767/CEE e 88/295/CEE» (κωδικοποιημένο κείμενο των διατάξεων περί συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, με τις οποίες εφαρμόζονται οι οδηγίες 77/62/ΕΟΚ, 80/767/ΕΟΚ και 88/295/ΕΟΚ, GURI αριθ. 188, της 11ης Αυγούστου 1992, supplemento ordinario αριθ. 104, σ. 5, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 358/1992). Το τελευταίο αυτό άρθρο προβλέπει τα εξής:

«1. Η χρηματοπιστωτική και οικονομική ικανότητα των διαγωνιζομένων επιχειρήσεων μπορεί να αποδειχθεί με ένα από τα ακόλουθα δικαιολογητικά:

[...]

γ) δήλωση περί του συνολικού ύψους του κύκλου εργασιών τους και περί του κύκλου εργασιών όσον αφορά τα προϊόντα που αποτέλεσαν αντικείμενο της συμβάσεως κατά τα προηγούμενα τρία οικονομικά έτη.

2. Οι αναθέτουσες αρχές ορίζουν στην προκήρυξη ή στην πρόσκληση υποβολής προσφορών ποια από τα έγγραφα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρέπει να προσκομιστούν και, ενδεχομένως, ποια δικαιολογητικά πρέπει να προσκομιστούν.

[...]

3. Εάν για οποιονδήποτε βάσιμο λόγο ο προμηθευτής αδυνατεί να προσκομίσει τα δικαιολογητικά που ζητούνται [από την αναθέτουσα αρχή], μπορεί να αποδείξει την οικονομική και χρηματοπιστωτική ικανότητά του με οποιοδήποτε άλλο έγγραφο το οποίο η αναθέτουσα αρχή κρίνει κατάλληλο.»

8 Το άρθρο 36, παράγραφος 1, του βασιλικού διατάγματος 1054, της 26ης Ιουνίου 1924, περί εγκρίσεως του «Testo unico delle leggi sul Consiglio di Stato» (κωδικοποιημένου κειμένου των νόμων περί του Consiglio di Stato, GURI αριθ. 158, της 7ης Ιουλίου 1924, στο εξής: βασιλικό διάταγμα 1054/1924), του οποίου το πεδίο εφαρμογής επεκτάθηκε και στα διοικητικά δικαστήρια βάσει του άρθρου 19 του νόμου 1034, της 6ης Δεκεμβρίου 1971, περί «Istituzione dei tribunali amministrativi regionali» (περί συστάσεως περιφερειακών διοικητικών δικαστηρίων, GURI αριθ. 314, της 13ης Δεκεμβρίου 1971, σ. 7891), προβλέπει τα εξής:

«Εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι προθεσμίες τάσσονται με ειδικούς νόμους, σχετικούς με τον τομέα τον οποίο αφορά η προσφυγή, η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής ενώπιον του Consiglio di Stato, ως δικαιοδοτικού οργάνου, είναι εξήντα ημέρες από της ημερομηνίας νομοτύπου κοινοποιήσεως της διοικητικής αποφάσεως ή από της ημερομηνίας κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος έλαβε προφανώς πλήρη γνώση της εν λόγω αποφάσεως [...]».

9 Το άρθρο 5 του legge 2248 sul contenzioso amministrativo (νόμου 2248 περί διοικητικών διαφορών), της 20ής Μαρτίου 1865 (στο εξής: νόμος 2248/1865), προβλέπει τα εξής:

«Οι δικαστικές αρχές εφαρμόζουν τις διοικητικές πράξεις και τις γενικής και τοπικής ισχύος κανονιστικές πράξεις, εφόσον συνάδουν προς τους νόμους.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

10 Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι, στις 23 Οκτωβρίου 1996, η USL δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προκήρυξη διαγωνισμού για την απευθείας κατ' οίκον προμήθεια απορροφητικών προϊόντων για την ακράτεια, για ετήσιο προϋπολογιζόμενο ποσό 1 067 372 000 ιταλικών λιρών (ITL).

11 Η ως άνω προκήρυξη περιελάμβανε ρήτρα σύμφωνα με την οποία μπορούσαν να μετάσχουν στον διαγωνισμό μόνον οι επιχειρήσεις που είχαν, «κατά τα προηγούμενα τρία οικονομικά έτη, για υπηρεσίες της ίδιας φύσεως με τις αποτελούσες αντικείμενο του διαγωνισμού, συνολικό ύψος κύκλου εργασιών τουλάχιστον τριπλάσιο του ποσού της σχετικής συμβάσεως» (στο εξής: επίμαχη ρήτρα).

12 Με έγγραφο της 25ης Νοεμβρίου 1996, η Santex γνωστοποίησε στην αναθέτουσα αρχή ότι, κατά τη γνώμη της, η ρήτρα αυτή συνιστούσε ανεπίτρεπτο περιορισμό του ανταγωνισμού. Ανέφερε ότι, λαμβανομένου υπόψη ότι η παροχή της υπηρεσίας αυτής καθιερώθηκε πολύ πρόσφατα από τα τοπικά κέντρα υγείας, η εφαρμογή της εν λόγω ρήτρας θα δημιουργούσε αδικαιολόγητο πλεονέκτημα υπέρ της επιχειρήσεως που είχε συνάψει τη σύμβαση κατά την προηγούμενη διαδικασία για την υποβολή προσφορών και θα απέκλειε πολλούς υποψηφίους, μεταξύ των οποίων και την ίδια, καίτοι είχε, κατά το προηγούμενο έτος, κύκλο εργασιών διπλάσιο του ετησίου προϋπολογιζομένου ποσού της συμβάσεως.

13 Ενόψει των παρατηρήσεων αυτών, η USL ανέβαλε την εξέταση των προσφορών. Ζήτησε από τους υποβαλόντες προσφορές να της αποστείλουν συμπληρωματικά δικαιολογητικά, θεωρώντας ότι η επίμαχη ρήτρα μπορούσε να ερμηνευτεί ως αφορώσα τον συνολικό κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων. Ο κύκλος εργασιών που αφορά τις προμήθειες προϊόντων πανομοιότυπων προς εκείνα που αποτελούν αντικείμενο της σχετικής συμβάσεως λαμβάνεται υπόψη, κατά την USL, όχι ως προϋπόθεση συμμετοχής στον διαγωνισμό, αλλά ως ένα από τα κριτήρια για την εκτίμηση της ποιότητας των προσφορών.

14 Η εταιρία Sca Μölnlycke SpA (στο εξής: Μölnlycke), η οποία είχε συνάψει τη σύμβαση προμήθειας πανομοιότυπων προϊόντων για την προγενέστερη περίοδο, εναντιώθηκε στην ως άνω ερμηνεία. Με έγγραφο που απηύθυνε προς την USL, ζήτησε την κατά γράμμα τήρηση της επίμαχης ρήτρας.

15 Με έγγραφο της 24ης Ιανουαρίου 1997, η USL, δεχόμενη σιωπηρώς την αντίρρηση αυτή της Μölnlycke, ζήτησε εκ νέου από τους υποβαλόντες προσφορές να της γνωστοποιήσουν τον κύκλο εργασιών που είχαν πραγματοποιήσει όσον αφορά τις προμήθειες προϊόντων πανομοιότυπων με εκείνα που αποτελούν αντικείμενο της σχετικής συμβάσεως και να της διαβιβάσουν τον κατάλογο των νοσηλευτικών ιδρυμάτων στα οποία είχαν παραδοθεί τα ως άνω προϊόντα.

16 Στις 20 Φεβρουαρίου 1997, η USL εξέδωσε απόφαση με την οποία αποκλείστηκαν από τη διαδικασία για την υποβολή προσφορών όλες οι εταιρίες που δεν πληρούσαν την οικονομική προϋπόθεση που προβλέπεται στην επίμαχη ρήτρα, μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν και η Santex (στο εξής: απόφαση περί αποκλεισμού). Η σύμβαση ανατέθηκε στη Μölnlycke με απόφαση της 8ης Απριλίου 1997 (στο εξής: απόφαση περί αναθέσεως).

17 Η Santex, θεωρώντας ότι, αν της είχε επιτραπεί η συμμετοχή στον διαγωνισμό, θα αποσπούσε την ανάθεση, άσκησε ενώπιον του Tribunale amministrativo regionale per la Lombardia προσφυγή αποσκοπούσα στην ακύρωση, μεταξύ άλλων, της αποφάσεως περί αποκλεισμού καθώς και της αποφάσεως περί αναθέσεως και της προκηρύξεως του διαγωνισμού, λόγω παραβάσεως νόμου και υπερβάσεως εξουσίας. Επιπλέον, η Santex ζήτησε, ως προσωρινό μέτρο, την αναστολή εκτελέσεως των προσβαλλομένων πράξεων.

18 Η USL, καθώς και η Μölnlycke, η οποία έχει παρέμβει στην κύρια δίκη, προέβαλαν την ένσταση ότι η προσφυγή ακυρώσεως κατά της προκηρύξεως του διαγωνισμού είχε ασκηθεί εκπροθέσμως. Κατά την USL και την Μölnlycke, μόνον η προκήρυξη αυτή έθιξε ευθέως τη Santex, εμποδίζοντάς την να συμμετάσχει στη διαδικασία για την υποβολή προσφορών.

19 Με διάταξη ασφαλιστικών μέτρων της 29ης Μα_ου 1997, το Tribunale amministrativo regionale per la Lombardia ανέστειλε την εκτέλεση των προσβαλλομένων πράξεων. Το εν λόγω δικαστήριο δέχθηκε ότι, ακόμα και αν θεωρηθεί ότι η προσφυγή ακυρώσεως κατά της προκηρύξεως του διαγωνισμού ασκήθηκε εκπροθέσμως, πρέπει παρά ταύτα να αποκλειστεί η εφαρμογή της επίμαχης ρήτρας, λόγω παραβιάσεως των αρχών του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού.

20 Με διάταξη της 29ης Αυγούστου 1997, το Consiglio di Stato (Ιταλία) αναίρεσε την ως άνω διάταξη του αιτούντος δικαστηρίου.

21 Δεδομένου ότι η διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων περατώθηκε, η USL συνήψε τη σύμβαση με την Μölnlycke.

22 Το Tribunale amministrativo regionale per la Lombardia, στο οποίο το Consiglio di Stato ανέπεμψε την υπόθεση προκειμένου να αποφανθεί επί της ουσίας, εκθέτει, στη διάταξη περί παραπομπής, ότι θεωρεί ότι η επίμαχη ρήτρα περιορίζει το δικαίωμα προσβάσεως σε διαδικασία για την υποβολή προσφορών, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 22 της οδηγίας 93/36, οι οποίες επαναλαμβάνονται αυτολεξεί στο άρθρο 13 του νομοθετικού διατάγματος 358/1992.

23 Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι η ρήτρα αυτή αντιβαίνει στις αρχές της αναλογικότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, καθόσον υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για τον έλεγχο της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής ευρωστίας των υποβαλόντων προσφορές. Έτσι, παρέχει αδικαιολόγητο πλεονέκτημα στις επιχειρήσεις που δεσπόζουν στην αγορά, προς βλάβη των επιχειρήσεων που είναι σε θέση να αποδείξουν με άλλα μέσα την αξιοπιστία τους.

24 Πάντως, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι υποχρεούται να λάβει προκαταρκτικώς θέση επί της ενστάσεως απαραδέκτου την οποία προέβαλαν η USL και η Μölnlycke. Συναφώς, επισημαίνει ότι, αν γινόταν δεκτό ότι η επίμαχη ρήτρα εμπόδισε την Santex, ήδη από το στάδιο της προκηρύξεως του διαγωνισμού, να συμμετάσχει στη διαδικασία, θα έπρεπε να συναχθεί εξ αυτού ότι η εν λόγω ρήτρα έπρεπε να προσβληθεί εντός προθεσμίας εξήντα ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία η Santex έλαβε γνώση αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 36 του βασιλικού διατάγματος 1054/1924.

25 Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι το Consiglio di Stato, στηριζόμενο επί του άρθρου 5 του νόμου 2248/1865, δέχθηκε γενικώς ότι ένα διοικητικό δικαστήριο δύναται, όπως και τα τακτικά δικαστήρια, να αφήσει ανεφάρμοστη κανονιστική διάταξη που είναι αντίθετη προς υπέρτερο κανόνα και θίγει ένα δικαίωμα.

26 Εντούτοις, από την πάγια νομολογία του Consiglio di Stato όσον αφορά τις δημόσιες συμβάσεις προκύπτει ότι οι πράξεις που έχουν ως αποτέλεσμα να πλήττουν άμεσα το δικαίωμα συμμετοχής σε διαγωνισμό πρέπει να προσβάλλονται εντός της κοινής αποσβεστικής προθεσμίας εξήντα ημερών και ότι, μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής, παύει να υφίσταται η δυνατότητα να καταστούν ανεφάρμοστες οι προκηρύξεις διαγωνισμών ή οι ρήτρες τους.

27 Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η αρχή που προβλέπεται στο άρθρο 5 του νόμου 2248/1865 πρέπει να ισχύει και όσον αφορά τις περιλαμβανόμενες σε προκήρυξη διαγωνισμού ρήτρες οι οποίες αντιβαίνουν στο κοινοτικό δίκαιο. Το ως άνω δικαστήριο θεωρεί ότι, προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που χορηγεί η κοινοτική έννομη τάξη, πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αφήσει ανεφάρμοστη την επίμαχη ρήτρα, ανεξαρτήτως της τηρήσεως των εθνικών δικονομικών κανόνων.

28 Κατά το αιτούν δικαστήριο, οι συγκεκριμένες περιστάσεις της κύριας δίκης δύνανται να δικαιολογήσουν τη μη εφαρμογή της επίμαχης ρήτρας, σύμφωνα με την προσέγγιση που εκτίθεται στην προηγούμενη σκέψη. Αφενός, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι η USL ώθησε τη Santex να θεωρήσει ότι η επίμαχη ρήτρα ερμηνεύτηκε συσταλτικά ή αναδιατυπώθηκε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας για την υποβολή προσφορών. Η USL δημιούργησε ως εκ τούτου μια κατάσταση αβεβαιότητας εις βάρος της εμπρόθεσμης ασκήσεως προσφυγής και κατέστησε κατ' αυτόν τον τρόπο ιδιαίτερα δυσχερή, αν όχι αδύνατη, την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου κατά τη διαδικασία αναθέσεως της επίμαχης στην κύρια δίκη συμβάσεως προμηθειών.

29 Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι η διαπίστωση του παρανόμου χαρακτήρα των προσβαλλομένων στην κύρια δίκη πράξεων υπηρετεί το συμφέρον της διοικήσεως, το οποίο συνίσταται στο να είναι ανοικτός ο διαγωνισμός στην ευρύτερη δυνατή συμμετοχή.

30 Εξάλλου, το Tribunale amministrativo regionale per la Lombardia κρίνει αναγκαίο να εξετάσει την προβληματική αυτή υπό το πρίσμα της δικαστικής προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων την οποία παρέχουν τα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.

31 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, το Tribunale amministrativo regionale per la Lombardia αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Έχει το άρθρο 22 της οδηγίας 93/36/ΕΟΚ, της 14ης Ιουνίου 1993, την έννοια ότι τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται να προστατεύουν τους πολίτες της Ενώσεως, που θίγονται από πράξεις που έχουν εκδοθεί κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου, χρησιμοποιώντας τη δυνατότητα να αφήσουν ανεφάρμοστες, όπως προβλέπει το άρθρο 5 του ιταλικού νόμου της 20ής Μαρτίου 1865, και τις ρήτρες προκηρύξεως διαγωνισμού που προσκρούουν μεν στο κοινοτικό δίκαιο, δεν έχουν προσβληθεί όμως εντός της τασσομένης από το εθνικό δικονομικό δίκαιο σύντομης αποσβεστικής προθεσμίας, για να εφαρμόσουν αυτεπαγγέλτως το κοινοτικό δίκαιο, κάθε φορά που ενδέχεται αφενός μεν η εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου να εμποδίζεται ή τουλάχιστον να δυσχεραίνεται, αφετέρου δε να συντρέχει δημόσιο συμφέρον κοινοτικής ή εθνικής εμπνεύσεως δικαιολογούν την εφαρμογή αυτή;

2) Άγει στο ίδιο συμπέρασμα το άρθρο 6, παράγραφος 2, ΕΕ, το οποίο, κωδικοποιώντας τον εκ μέρους της Ενώσεως σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία κατοχυρώνει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, υιοθετεί την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, την οποία διατυπώνουν τα άρθρα 6 και 13 της εν λόγω Συμβάσεως;»

Επί του πρώτου ερωτήματος

Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο

32 Η Ιταλική Κυβέρνηση προβάλλει ότι η αρχή της ασφαλείας δικαίου δικαιολογεί τη μη ύπαρξη δυνατότητας προσβολής προκηρύξεως διαγωνισμού μετά την παρέλευση εξήντα ημερών από τη δημοσίευση της εν λόγω προκηρύξεως. Σε αντίθετη περίπτωση, θα πλήττονταν οι εύλογες προσδοκίες των ανταγωνιστών που ήσαν πεπεισμένοι για την κανονικότητα της διαδικασίας για την υποβολή προσφορών.

33 Επιπλέον, η Ιταλική Κυβέρνηση, αναφερόμενη στη νομολογία του Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία, ελλείψει κοινοτικής ρυθμίσεως, εναπόκειται στο δίκαιο κάθε κράτους μέλους να προσδιορίσει τις διαδικαστικές λεπτομέρειες ασκήσεως των δικαστικών προσφυγών που αποσκοπούν στη διασφάλιση της προστασίας των δικαιωμάτων που χορηγούν στους ιδιώτες οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου οι οποίες έχουν άμεσο αποτέλεσμα, προβάλλει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση πληροί τις προϋποθέσεις που θέτει η νομολογία αυτή. Ειδικότερα, η Ιταλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η ιταλική έννομη τάξη ουδεμία δυσμενή διάκριση εισάγει, καθόσον κάθε παράβαση του δικαίου με διοικητική πράξη, είτε πρόκειται περί του εθνικού είτε περί του κοινοτικού δικαίου, μπορεί να επιφέρει την ακύρωση της εν λόγω διοικητικής πράξεως και ότι τίποτε δεν εμποδίζει την αποτελεσματική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου.

34 Η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει επίσης ότι το να αναγνωριστεί στο εθνικό δικαστήριο η δυνατότητα μη εφαρμογής των εθνικών δικονομικών κανόνων οσάκις η παράνομη πράξη προσβάλλεται λόγω παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου θα είχε ως αποτέλεσμα να διαφοροποιείται κατά αδικαιολόγητο τρόπο η προστασία των δικαιωμάτων των ιδιωτών αναλόγως του αν τα δικαιώματα αυτά απορρέουν από το κοινοτικό ή από το εσωτερικό δίκαιο.

35 Η Γαλλική Κυβέρνηση θεωρεί ότι το εθνικό δικαστήριο δεν υποχρεούται να εκτιμά αυτεπαγγέλτως το συμβατό πράξεως του εσωτερικού δικαίου με διάταξη του κοινοτικού δικαίου όταν η ως άνω πράξη δεν έχει προσβληθεί εντός της ταχθείσας από τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες προθεσμίας.

36 Οι επίμαχοι στην κύρια δίκη κανόνες περί αποσβεστικής προθεσμίας αποτελούν κανόνες δημοσίας τάξεως, οι οποίοι δεν μπορούν να αγνοηθούν από τους διαδίκους ή από το εθνικό δικαστήριο. Ειδικότερα, η αποσβεστική προθεσμία των εξήντα ημερών αποσκοπεί στην εφαρμογή της αρχής της ασφαλείας δικαίου, περιορίζοντας χρονικά τη δυνατότητα προσβολής των ρητρών που περιλαμβάνονται σε πρόσκληση για την υποβολή προσφορών. Η ως άνω προθεσμία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι καθιστά στην πράξη αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγεί η κοινοτική έννομη τάξη.

37 Κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η αναθέτουσα αρχή συνέβαλε, με τη συμπεριφορά της, στη μη τήρηση της αποσβεστικής προθεσμίας, είναι δυνατό να αναγνωριστεί στον ενδιαφερόμενο, εκτός από τη δυνατότητα να λάβει αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη, η δυνατότητα να ασκήσει προσφυγή μετά τη λήξη της ως άνω προθεσμίας. Πάντως, η ως άνω κυβέρνηση θεωρεί ότι, στην περίπτωση της κύριας δίκης, η Santex δεν μπορούσε να αγνοήσει την αναγκαιότητα να προφυλαχθεί κατά παντός ενδεχομένου ασκώντας εμπροθέσμως προσφυγή κατά της επίμαχης στην κύρια δίκη προκηρύξεως διαγωνισμού, συνεχίζοντας ταυτοχρόνως τις συζητήσεις της με την αναθέτουσα αρχή.

38 Η Αυστριακή Κυβέρνηση θεωρεί ότι το αιτούν δικαστήριο, με το πρώτο του ερώτημα, επιθυμεί να πληροφορηθεί αν οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων εμποδίζουν την εφαρμογή κανόνων περί αποσβεστικής προθεσμίας του εσωτερικού δικαίου. Η ως άνω κυβέρνηση συνάγει ότι πρέπει να γίνει παραπομπή στην οδηγία 89/665.

39 Δεδομένου ότι η ως άνω οδηγία δεν περιέχει διάταξη που να υποβάλλει την άσκηση προσφυγής, στο πλαίσιο διαδικασίας αναθέσεως δημοσίων συμβάσεων, σε αποσβεστική προθεσμία, τα κράτη μέλη μπορούν να ρυθμίσουν το σχετικό ζήτημα υπό τη διττή προϋπόθεση ότι δεν καταστρατηγούνται οι στόχοι της εν λόγω οδηγίας και ότι τηρούνται οι αρχές της αποτελεσματικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως, οι οποίες απορρέουν από τη Συνθήκη ΕΚ.

40 Η Αυστριακή Κυβέρνηση προσθέτει ότι οι επίμαχες στην κύρια δίκη εθνικές διατάξεις έχουν ως αποτέλεσμα, εκτός του ότι επιταχύνουν τη διαδικασία για την υποβολή προσφορών και το ότι μειώνουν τον κίνδυνο καταχρηστικής ασκήσεως προσφυγών, προάγοντας ταυτοχρόνως την προστασία των δικαιωμάτων του συνόλου των υποβαλόντων προσφορές. Οι ως άνω διατάξεις ουδόλως προσβάλλουν τις αρχές της αποτελεσματικότητας και της ισότητας. Κατά συνέπεια, η οδηγία 89/665 δεν εμποδίζει την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων.

41 Η Επιτροπή υποστηρίζει επίσης ότι, δεδομένου ότι η διαφορά της κύριας δίκης έχει σχέση με δημόσια σύμβαση, το πρώτο ερώτημα πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα της οδηγίας 89/665.

42 Συναφώς, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η εν λόγω οδηγία προβλέπει την υποχρέωση των κρατών μελών να μεριμνούν ώστε οι αποφάσεις της αναθέτουσας αρχής να υπόκεινται στην άσκηση αποτελεσματικών και ταχέως εκδικαζομένων προσφυγών, που καθιστούν δυνατή την ακύρωση των παρανόμων αποφάσεων, ανεξαρτήτως του αν προηγούμενη απόφαση έχει προσβληθεί εμπροθέσμως. Τόσο μια απόφαση περί αποκλεισμού από διαγωνισμό όσο και μια απόφαση περί αναθέσεως συμβάσεως αποτελούν αποφάσεις της αναθέτουσας αρχής, κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

43 Πρέπει εκ προοιμίου να υπομνηστεί ότι, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 22 και 23 της παρούσας αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ως δεδομένο ότι η επίμαχη ρήτρα είναι ασυμβίβαστη τόσο με το άρθρο 22 της οδηγίας 93/36 όσο και με το άρθρο 13 του νομοθετικού διατάγματος 358/1992.

44 Ωστόσο, όπως διευκρινίζει το αιτούν δικαστήριο στη διάταξη περί παραπομπής, το εν λόγω δικαστήριο δεν μπορεί να κηρύξει παραδεκτή την προσφυγή της κύριας δίκης, στο μέτρο που εφαρμόζει εθνικούς δικονομικούς κανόνες βάσει των οποίων, μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά προκηρύξεως διαγωνισμού, δεν μπορούν να προβληθούν παραδεκτώς και όλοι οι νομικοί ισχυρισμοί που αντλούνται από την έλλειψη νομιμότητας της προκηρύξεως αυτής προκειμένου να αμφισβητηθεί άλλη απόφαση της αναθέτουσας αρχής.

45 Επιπλέον, από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι το Tribunale amministrativo regionale per la Lombardia θεωρεί ότι η συμπεριφορά της αναθέτουσας αρχής στην υπόθεση της κύριας δίκης κατέστησε αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγεί η κοινοτική έννομη τάξη στον υποβαλόντα προσφορά ο οποίος εθίγη από την επίμαχη ρήτρα.

46 Επομένως, το αιτούν δικαστήριο επιθυμεί να διευκρινιστεί το ζήτημα αν, υπό τις συνθήκες αυτές, υποχρεούται, βάσει του κοινοτικού δικαίου, να αφήσει ανεφάρμοστους τους εθνικούς κανόνες περί αποσβεστικής προθεσμίας, προκειμένου να κηρύξει παραδεκτό τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του κοινοτικού δικαίου με την επίμαχη ρήτρα, ο οποίος προβλήθηκε προς στήριξη της προσφυγής κατά αποφάσεων τις οποίες εξέδωσε μεταγενεστέρως η αναθέτουσα αρχή βάσει της εν λόγω ρήτρας.

47 Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι ο τρόπος ασκήσεως του δικαστικού ελέγχου των αποφάσεων που εκδίδονται στο πλαίσιο των διαδικασιών συνάψεως δημοσίων συμβάσεων δεν προσδιορίζεται στην οδηγία 93/36, αλλά διέπεται αποκλειστικώς από την οδηγία 89/665. Η οδηγία αυτή προσδιορίζει τις ελάχιστες προϋποθέσεις στις οποίες πρέπει να ανταποκρίνονται οι διαδικασίες προσφυγής που προβλέπουν οι εθνικές έννομες τάξεις, προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων.

48 Ενόψει των προεκτεθέντων, το πρώτο ερώτημα πρέπει να θεωρηθεί ότι αφορά, κατ' ουσίαν, το ζήτημα αν η οδηγία 89/665 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, εφόσον έχει αποδειχθεί ότι μια αναθέτουσα αρχή, με τη συμπεριφορά της, κατέστησε αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγεί η κοινοτική έννομη τάξη σε υπήκοο της Ενώσεως που θίγεται από απόφαση της ως άνω αναθέτουσας αρχής, επιβάλλει στα αρμόδια εθνικά δικαστήρια την υποχρέωση να θεωρούν παραδεκτούς τους νομικούς ισχυρισμούς που αντλούνται από το ασύμβατο της προκηρύξεως διαγωνισμού με το κοινοτικό δίκαιο, οι οποίοι προβάλλονται προς στήριξη προσφυγής κατά της εν λόγω αποφάσεως, χρησιμοποιώντας, ενδεχομένως, την προβλεπόμενη από το εθνικό δίκαιο δυνατότητα να μην εφαρμόσουν τους εθνικούς κανόνες περί αποσβεστικής προθεσμίας σύμφωνα με τους οποίους, μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της προκηρύξεως διαγωνισμού, δεν είναι πλέον δυνατή η επίκληση του ασύμβατου της εν λόγω προκηρύξεως με το κοινοτικό δίκαιο.

49 Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα, όπως αναδιατυπώθηκε, πρέπει να υπομνηστεί ότι το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί γενικά επί του ζητήματος αν είναι συμβατοί προς την οδηγία 89/665 εθνικοί κανόνες που προβλέπουν αποσβεστικές προθεσμίες για την άσκηση προσφυγών κατά αποφάσεων αναθετουσών αρχών τις οποίες αφορά η εν λόγω οδηγία.

50 Συγκεκριμένα, στη σκέψη 79 της αποφάσεώς του της 12ης Δεκεμβρίου 2002, C-470/99, Universale-Bau κ.λπ. (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη Συλλογή), το Δικαστήριο έκρινε ότι η οδηγία 89/665 δεν απαγορεύει εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι προσφυγή κατ' αποφάσεως της αναθέτουσας αρχής πρέπει να ασκείται εντός της ταχθείσας προς τούτο προθεσμίας και ότι οι θιγόμενοι ενδιαφερόμενοι που επικαλούνται πλημμέλεια της διαδικασίας συνάψεως της συμβάσεως, προς στήριξη της προσφυγής τους, πρέπει να παύσουν την εν λόγω πλημμέλεια εντός της ίδιας προθεσμίας, διότι άλλως θα απολέσουν το σχετικό δικαίωμά τους, με αποτέλεσμα ότι, αν παρέλθει η προθεσμία αυτή, δεν είναι δυνατή ούτε η προσβολή της εν λόγω αποφάσεως ούτε η παύση της εν λόγω πλημμέλειας, εφόσον η επίμαχη προθεσμία είναι εύλογη.

51 Ειδικότερα, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, μολονότι απόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να καθορίσει τις προθεσμίες για την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων προοριζομένων να διασφαλίσουν την προάσπιση των δικαιωμάτων που παρέχει το κοινοτικό δίκαιο στους υποψηφίους και στους υποβαλόντες προσφορές οι οποίοι θίγονται από αποφάσεις των αναθετουσών αρχών, οι ως άνω προθεσμίες δεν πρέπει να θίγουν την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας 89/665, η οποία αποσκοπεί στο να διασφαλιστεί ότι οι παράνομες αποφάσεις των εν λόγω αναθετουσών αρχών υπόκεινται στη άσκηση αποτελεσματικών και όσο το δυνατόν ταχύτερων προσφυγών (προπαρατεθείσα απόφαση Universale-Bau κ.λπ., σκέψεις 71, 72 και 74).

52 Υπό τις ως άνω συνθήκες, το Δικαστήριο επισήμανε ότι ο καθορισμός ευλόγων αποκλειστικών προθεσμιών για την άσκηση ενδίκων μέσων ή βοηθημάτων ικανοποιεί κατ' αρχήν την απαίτηση αποτελεσματικότητας που απορρέει από την οδηγία 89/665, καθόσον συνιστά εφαρμογή της θεμελιώδους αρχής της ασφάλειας δικαίου (προπαρατεθείσα απόφαση Universale-Bau κ.λπ., σκέψη 76).

53 Κατά συνέπεια, πρέπει να εξεταστεί αν η επίμαχη στην κύρια δίκη αποσβεστική προθεσμία ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της οδηγίας 89/665, όπως συνάγονται από την υπομνησθείσα στις σκέψεις 50 έως 52 της παρούσας αποφάσεως νομολογία.

54 Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί, αφενός, ότι η αποσβεστική προθεσμία εξήντα ημερών που έχει εφαρμογή στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων δυνάμει του άρθρου 36, παράγραφος 1, του βασιλικού διατάγματος 1054/1924, όπως ερμηνεύεται από το Consiglio di Stato, είναι εύλογη υπό το πρίσμα τόσο του σκοπού της οδηγίας 89/665 όσο και της αρχής της ασφαλείας δικαίου.

55 Αφετέρου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι μια τέτοια προθεσμία, αρχόμενη από την ημερομηνία κοινοποιήσεως της πράξεως ή την ημερομηνία κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος έλαβε πλήρη γνώση της πράξεως, συνάδει και προς την αρχή της αποτελεσματικότητας, καθόσον δεν είναι, αυτή καθ' εαυτήν, ικανή να καταστήσει πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων τα οποία, ενδεχομένως, έλκει ο ενδιαφερόμενος από το κοινοτικό δίκαιο.

56 Εντούτοις, ως προς την εφαρμογή της αρχής της αποτελεσματικότητας, κάθε περίπτωση στα πλαίσια της οποίας τίθεται το ζήτημα αν ο εθνικός δικονομικός κανόνας καθιστά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου πρέπει να αναλύεται με το να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, η θέση της διατάξεως αυτής στο σύνολο της διαδικασίας, η εξέλιξη και οι ιδιαιτερότητες της διαδικασίας (βλ. απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1995, C-312/93, Peterbroeck, Συλλογή 1995, σ. Ι-4599, σκέψη 14).

57 Κατά συνέπεια, καίτοι αποσβεστική προθεσμία όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη δεν αντίκειται, αυτή καθ' εαυτήν, στην αρχή της αποτελεσματικότητας, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο, στο πλαίσιο των συγκεκριμένων περιστάσεων της υποθέσεως της οποίας επελήφθη το αιτούν δικαστήριο, η εφαρμογή της προθεσμίας αυτής να συνεπάγεται παραβίαση της εν λόγω αρχής.

58 Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, εν προκειμένω, καίτοι η επίμαχη ρήτρα περιήλθε σε γνώση των ενδιαφερομένων κατά το χρονικό σημείο της δημοσιεύσεως της προκηρύξεως του διαγωνισμού, η αναθέτουσα αρχή, με τη συμπεριφορά της, δημιούργησε κατάσταση αβεβαιότητας όσον αφορά την ερμηνεία της εν λόγω ρήτρας και ότι η αβεβαιότητα αυτή ήρθη μόνο με την έκδοση της αποφάσεως περί αποκλεισμού.

59 Συγκεκριμένα, από τα παρασχεθέντα από το αιτούν δικαστήριο πληροφοριακά στοιχεία προκύπτει ότι η USL άφησε αρχικώς να εννοηθεί ότι θα ελάμβανε υπόψη τις επιφυλάξεις που διατύπωσε η Santex και ότι δεν θα εφάρμοζε, κατά το στάδιο της υποβολής των προσφορών, την οικονομική προϋπόθεση την οποία προβλέπει η επίμαχη ρήτρα. Η αναθέτουσα αρχή εξέφρασε την οριστική άποψή της όσον αφορά την ερμηνεία της επίμαχης ρήτρας μόνο μέσω της αποφάσεως περί αποκλεισμού, με την οποία αποκλείστηκαν από τη διαδικασία για την υποβολή προσφορών όσοι υποβαλόντες προσφορές δεν πληρούσαν την ως άνω προϋπόθεση.

60 Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, ο υποβαλών προσφορά ο οποίος εθίγη μπόρεσε όντως να λάβει γνώση της εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής ερμηνείας της ως άνω ρήτρας της προκηρύξεως του διαγωνισμού μόνον όταν ενημερώθηκε για την απόφαση περί αποκλεισμού. Δεδομένου ότι, κατά το στάδιο αυτό, η ταχθείσα για την άσκηση προσφυγής κατά της εν λόγω προκηρύξεως προθεσμία είχε ήδη εκπνεύσει, ο ως άνω υποβαλών προσφορά στερήθηκε, δυνάμει των κανόνων περί αποσβεστικής προθεσμίας, κάθε δυνατότητας να προβάλει ενώπιον δικαστηρίου, κατά των μεταγενεστέρων αποφάσεων που θίγουν τα συμφέροντά του, το ασύμβατο της ως άνω ερμηνείας με το κοινοτικό δίκαιο.

61 Στην υπόθεση της κύριας δίκης, η άστατη συμπεριφορά της αναθέτουσας αρχής μπορεί, ενόψει της υπάρξεως αποσβεστικής προθεσμίας, να θεωρηθεί ότι κατέστησε υπερβολικά δυσχερή την άσκηση, εκ μέρους του υποβαλόντος προσφορά ο οποίος εθίγη, των δικαιωμάτων που του χορηγούνται από την κοινοτική έννομη τάξη.

62 Δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει την εθνική ρύθμιση, σε αυτό απόκειται, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, να ερμηνεύσει, στο μέτρο του δυνατού, τους κανόνες που προβλέπουν την ως άνω αποσβεστική προθεσμία κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η τήρηση της απορρέουσας από την οδηγία 89/665 αρχής της αποτελεσματικότητας.

63 Πράγματι, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, έργο του εθνικού δικαστηρίου είναι να δώσει, στο μέτρο του δυνατού, στις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου που καλείται να εφαρμόσει ερμηνεία σύμφωνη με τις επιταγές του κοινοτικού δικαίου (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 1994, C-165/91, Van Munster, Συλλογή 1994, σ. Ι-4461, σκέψη 34, και της 26ης Σεπτεμβρίου 2000, C-262/97, Engelbrecht, Συλλογή 2000, σ. Ι-7321, σκέψη 39).

64 Αν η ομοιόμορφη αυτή εφαρμογή δεν είναι δυνατή, το εθνικό δικαστήριο έχει υποχρέωση να εφαρμόσει ακέραιο το κοινοτικό δίκαιο και να προστατεύσει τα δικαιώματα που το κοινοτικό δίκαιο χορηγεί στους ιδιώτες, αφήνοντας εν ανάγκη ανεφάρμοστη κάθε εθνική διάταξη στο μέτρο που η εφαρμογή της, υπό τις συνθήκες της συγκεκριμένης υποθέσεως, θα οδηγούσε σε αποτέλεσμα αντίθετο προς το κοινοτικό δίκαιο (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 5ης Μαρτίου 1998, C-347/96, Solred, Συλλογή 1998, σ. Ι-937, σκέψη 30, και Engelbrecht, προπαρατεθείσα, σκέψη 40).

65 Συνεπώς, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διασφαλίσει την τήρηση της απορρέουσας από την οδηγία 89/665 αρχής της αποτελεσματικότητας, εφαρμόζοντας το εθνικό του δίκαιο κατά τρόπο ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στον υποβαλόντα προσφορά, ο οποίος θίγεται από εκδοθείσα κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου απόφαση της αναθέτουσας αρχής, να διασφαλίσει τη δυνατότητα προβολής νομικών ισχυρισμών αντλουμένων από την ως άνω παράβαση προς στήριξη προσφυγών κατά άλλων αποφάσεων της αναθέτουσας αρχής, χρησιμοποιώντας, ενδεχομένως, τη δυνατότητα, η οποία απορρέει, κατά το ως άνω δικαστήριο, από το άρθρο 5 του νόμου 2248/1865, να αφήσει ανεφάρμοστους τους εθνικούς κανόνες περί αποσβεστικής προθεσμίας που διέπουν τις εν λόγω προσφυγές.

66 Ενόψει των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 89/665 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, εφόσον έχει αποδειχθεί ότι μια αναθέτουσα αρχή, με τη συμπεριφορά της, κατέστησε αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων τα οποία χορηγούνται από την κοινοτική έννομη τάξη σε υπήκοο της Ενώσεως που θίγεται από απόφαση της ως άνω αναθέτουσας αρχής, επιβάλλει στα αρμόδια εθνικά δικαστήρια την υποχρέωση να θεωρούν παραδεκτούς τους νομικούς ισχυρισμούς που αντλούνται από το ασύμβατο της προκηρύξεως διαγωνισμού με το κοινοτικό δίκαιο, οι οποίοι προβάλλονται προς στήριξη προσφυγής κατά της εν λόγω αποφάσεως, χρησιμοποιώντας, ενδεχομένως, την προβλεπόμενη από το εθνικό δίκαιο δυνατότητα να μην εφαρμόσουν τους εθνικούς κανόνες περί αποσβεστικής προθεσμίας σύμφωνα με τους οποίους, μετά την παρέλευση της προθεσμίας για άσκηση προσφυγής κατά της προκηρύξεως διαγωνισμού, δεν είναι πλέον δυνατή η επίκληση του ασύμβατου της εν λόγω προκηρύξεως με το κοινοτικό δίκαιο.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

67 Ενόψει της δοθείσας στο πρώτο ερώτημα απαντήσεως, παρέλκει η απάντηση επί του δευτέρου.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

68 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ιταλική, η Γαλλική και η Αυστριακή Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διάταξη της 23ης Ιουνίου 2000 το Tribunale amministrativo regionale per la Lombardia, αποφαίνεται:

Η οδηγία 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, εφόσον έχει αποδειχθεί ότι μια αναθέτουσα αρχή, με τη συμπεριφορά της, κατέστησε αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων τα οποία χορηγούνται από την κοινοτική έννομη τάξη σε υπήκοο της Ενώσεως που θίγεται από απόφαση της ως άνω αναθέτουσας αρχής, επιβάλλει στα αρμόδια εθνικά δικαστήρια την υποχρέωση να θεωρούν παραδεκτούς τους νομικούς ισχυρισμούς που αντλούνται από το ασύμβατο της προκηρύξεως διαγωνισμού με το κοινοτικό δίκαιο, οι οποίοι προβάλλονται προς στήριξη προσφυγής κατά της εν λόγω αποφάσεως, χρησιμοποιώντας, ενδεχομένως, την προβλεπόμενη από το εθνικό δίκαιο δυνατότητα να μην εφαρμόσουν τους εθνικούς κανόνες περί αποσβεστικής προθεσμίας σύμφωνα με τους οποίους, μετά την παρέλευση της προθεσμίας για άσκηση προσφυγής κατά της προκηρύξεως διαγωνισμού, δεν είναι πλέον δυνατή η επίκληση του ασύμβατου της εν λόγω προκηρύξεως με το κοινοτικό δίκαιο.

Επάνω