Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 61994CJ0303

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Ιουνίου 1996.
    Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
    Οδηγία σχετική με τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά - Προνομίες του Κοινοβουλίου.
    Υπόθεση C-303/94.

    Συλλογή της Νομολογίας 1996 I-02943

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:1996:238

    61994J0303

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Ιουνίου 1996. - Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. - Οδηγία σχετική με τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά - Προνομίες του Κοινοβουλίου. - Υπόθεση C-303/94.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1996 σελίδα I-02943


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    ++++

    1. Προσφυγή ακυρώσεως * Δικαίωμα του Κοινοβουλίου προς άσκηση προσφυγής * Προϋποθέσεις παραδεκτού * Προάσπιση των προνομιών του * Συμμετοχή στη νομοθετική διαδικασία * Προσφυγή στηριζόμενη στην ανεπαρκή αιτιολόγηση της προσβαλλομένης πράξεως * Απαράδεκτη * Προσβολή των προνομιών του Κοινοβουλίου συνιστάμενη στην τροποποίηση οδηγιών οι οποίες έχουν εκδοθεί βάσει διατάξεων της Συνθήκης προβλεπουσών υποχρέωση διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο * Παραδεκτή

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 173 και 190)

    2. Γεωργία * Κοινή γεωργική πολιτική * Οδηγίες * Διαδικασία καταρτίσεως * Βασικές οδηγίες και εκτελεστικές οδηγίες * Εκτελεστική οδηγία εκδιδόμενη χωρίς διαβούλευση με το Κοινοβούλιο και αφιστάμενη των αρχών που θέτει η βασική οδηγία * Οδηγία 94/43 του Συμβουλίου * Τροποποίηση του περιεχομένου των υποχρεώσεων που επιβάλλονται στα κράτη μέλη από την οδηγία 91/414 * Παράνομη

    (Οδηγίες του Συμβουλίου 91/414, άρθρο 4, και 94/43)

    Περίληψη


    1. Το Κοινοβούλιο μπορεί να ασκήσει ενώπιον του Δικαστηρίου προσφυγή ακυρώσεως κατά πράξεως άλλου οργάνου, υπό την προϋπόθεση ότι η προσφυγή σκοπεί στη διαφύλαξη των προνομιών του. Η προϋπόθεση αυτή πληρούται άπαξ το Κοινοβούλιο εκθέτει προσφυώς το αντικείμενο της προνομίας η οποία πρέπει να διαφυλαχθεί και τη φερόμενη προσβολή της προνομίας αυτής.

    Κατ' εφαρμογήν των κριτηρίων αυτών, μια προσφυγή είναι απαράδεκτη στο μέτρο που στηρίζεται στην παράβαση του άρθρου 190 της Συνθήκης, όταν το Κοινοβούλιο, ισχυριζόμενο ότι οι επίδικες διατάξεις είναι ανεπαρκώς ή εσφαλμένως αιτιολογημένες από πλευράς των διατάξεων του άρθρου αυτού, δεν εκθέτει προσφυώς ως προς τι η παράβαση αυτή, αν υποτεθεί ότι όντως υφίσταται, είναι ικανή να θίξει τις προνομίες του. Αντιθέτως, εφόσον το δικαίωμα του Κοινοβουλίου να ζητηθεί η γνώμη του δυνάμει διατάξεως της Συνθήκης συνιστά προνομία του Κοινοβουλίου, παραδεκτώς το Κοινοβούλιο ασκεί προσφυγή κατά οδηγίας όταν η προβαλλομένη αιτίαση συνίσταται στο ότι η οδηγία αυτή, ως προς την οποία δεν ζητήθηκε η γνώμη του, τροποποιεί τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στα κράτη μέλη από άλλες οδηγίες οι οποίες έχουν ως βάση διατάξεις της Συνθήκης προβλέπουσες την υποχρέωση διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο.

    2. Δεν μπορεί να απαιτηθεί από το Συμβούλιο να θεσπίζει σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 43 της Συνθήκης όλες τις λεπτομέρειες των κανονισμών ή των οδηγιών που αφορούν την κοινή γεωργική πολιτική. Οι προϋποθέσεις της διατάξεως αυτής πληρούνται εφόσον τα ουσιώδη στοιχεία του προς ρύθμιση θέματος έχουν θεσπιστεί σύμφωνα με τη διαδικασία που αυτή προβλέπει, οι δε διατάξεις εκτελέσεως των βασικών κανονισμών ή οδηγιών μπορούν να θεσπίζονται με διαφορετική διαδικασία, καθοριζόμενη από τους εν λόγω κανονισμούς ή οδηγίες. Πάντως, μια εκτελεστική οδηγία όπως η επίδικη, η οποία εκδίδεται χωρίς διαβούλευση με το Κοινοβούλιο, πρέπει να τηρεί τις ρυθμίσεις που έχουν θεσπιστεί με τη βασική οδηγία κατόπιν διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο.

    Αυτό δεν συμβαίνει στην περίπτωση της οδηγίας 94/43 του Συμβουλίου, με την οποία καταρτίστηκε το παράρτημα VI της βασικής οδηγίας 91/414, σχετικά με τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά.

    Πράγματι, η βασική οδηγία 91/414, η οποία έχει ως στόχο τη βελτίωση της γεωργικής παραγωγής διά της χρησιμοποιήσεως φυτοπροστατευτικών προϊόντων, σκοπεί επίσης, λόγω των κινδύνων που συνεπάγονται τα προϊόντα αυτά για τον άνθρωπο, τα ζώα και το περιβάλλον, στη θέσπιση ενιαίων κανόνων όσον αφορά τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες εγκρίσεως των προϊόντων αυτών. Έτσι, το άρθρο 4, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας επιβάλλει στα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα να εγκρίνονται μόνον εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις και παραπέμπει, συναφώς, στις "ενιαίες αρχές" που αναφέρονται στο παράρτημα VI και των οποίων το περιεχόμενο καθορίζεται από το Συμβούλιο. Το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β', προβλέπει ότι τα κράτη μέλη εγκρίνουν ορισμένο φυτοπροστατευτικό προϊόν μόνον αν, κατ' εφαρμογήν των ως άνω ενιαίων αρχών, αποδεικνύεται ότι το προϊόν αυτό δεν έχει άμεση ή έμμεση επιβλαβή επίδραση στην υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή στα υπόγεια ύδατα, ούτε έχει μη αποδεκτή επίδραση στο περιβάλλον, ιδίως από πλευράς ρυπάνσεως των υδάτων γενικώς, χωρίς να εισάγει σχετική διάκριση μεταξύ των υδάτων που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο και των λοιπών υδάτων.

    Όμως, αφενός, αναφερόμενη μόνο στην προστασία των υδάτων που προορίζονται για την παραγωγή ποσίμου ύδατος και παραλείποντας, κατά συνέπεια, να λάβει υπόψη τις επιπτώσεις που μπορεί να έχουν τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα στο σύνολο των υπογείων υδάτων και, αφετέρου, επιτρέπουσα την υπό όρους χορήγηση εγκρίσεως, για περίοδο που μπορεί να φθάσει συνολικώς τα δέκα έτη, για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα των οποίων η προβλεπτή συγκέντρωση υπερβαίνει την ανώτατη αποδεκτή συγκέντρωση που καθορίζεται από το νομοθέτημα αναφοράς, πράγμα το οποίο επηρεάζει το περιεχόμενο των αρχών που καθορίζονται από τη βασική οδηγία, η οδηγία 94/43 τροποποιεί, χωρίς τήρηση της νομοθετικής διαδικασίας που απαιτείται από τη Συνθήκη και η οποία συνεπάγεται διαβούλευση με το Κοινοβούλιο, την έκταση των υποχρεώσεων που επιβάλλει στα κράτη μέλη η βασική οδηγία.

    Κατά συνέπεια, η οδηγία 94/43 πρέπει να ακυρωθεί, δεδομένου ότι το γεγονός ότι η οδηγία αυτή είναι ελλιπής ως προς ένα μόνον από τα σημεία των αρχών που καθορίζει η βασική οδηγία, χωρίς ωστόσο να υπερβαίνει το πλαίσιο εκτελέσεως των αρχών αυτών, δεν αρκεί προς απόρριψη του λόγου ακυρώσεως που συνίσταται στο παράνομο της επίδικης οδηγίας έναντι της βασικής οδηγίας.

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-303/94,

    Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τον Gregorio Garzon Clariana, jurisconsultus, επικουρούμενο από τους Johann Schoo και Kieran Bradley, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο τη Γενική Γραμματεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Kirchberg,

    προσφεύγον,

    κατά

    Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπουμένου από τον Ramon Torrent, διευθυντή της Νομικής Υπηρεσίας, και τον Diego Canga Fano, της ίδιας υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Bruno Eynard, διευθυντή της διευθύνσεως νομικών υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, 100, boulevard Konrad Adenauer,

    καθού,

    που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της οδηγίας 94/43/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1994, με την οποία καταρτίζεται το παράρτημα VI της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (ΕΕ L 227, σ. 31),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    συγκείμενο από τους G. C. Rodriguez Iglesias, Πρόεδρο, Κ. Ν. Κακούρη, D. A. O. Edward και J.-P. Puissochet (εισηγητή), προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, P. J. G. Kapteyn, C. Gulmann, J. L. Murray, P. Jann, L. Sevon και M. Wathelet, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: G. Tesauro

    γραμματέας: D. Louterman-Hubeau, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

    αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 19ης Μαρτίου 1996,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 30ής Απριλίου 1996,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 14 Νοεμβρίου 1994, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΚ, την ακύρωση της οδηγίας 94/43/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1994, με την οποία καταρτίζεται το παράρτημα VI της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (ΕΕ L 227, σ. 31, στο εξής: επίδικη οδηγία).

    2 Η οδηγία 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (ΕΕ L 230, σ. 1, στο εξής: βασική οδηγία), η οποία εκδόθηκε βάσει του άρθρου 43 της Συνθήκης, έχει ως αντικείμενο τον καθορισμό των κανόνων που πρέπει να εφαρμόζουν τα κράτη μέλη όσον αφορά την έγκριση, τη διάθεση στην αγορά, τη χρήση και τον έλεγχο των φυτοπροστατευτικών προϊόντων.

    3 Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας επιβάλλει στα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα να εγκρίνονται μόνον εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Μεταξύ των προϋποθέσεων αυτών περιλαμβάνεται και η προϋπόθεση ότι, κατ' εφαρμογήν των ενιαίων αρχών που καθορίζονται στο παράρτημα VI, πρέπει να αποδεικνύεται ότι το προϊόν δεν έχει άμεση ή έμμεση επιβλαβή επίδραση στην υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή στα υπόγεια ύδατα, ούτε έχει μη αποδεκτή επίδραση στο περιβάλλον, ιδίως από πλευράς ρυπάνσεως των υδάτων, συμπεριλαμβανομένων των ποσίμων και των υπογείων υδάτων. Το άρθρο 10, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας καθορίζει τους κανόνες που απορρέουν από την αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των εγκρίσεων που χορηγούνται από τα κράτη μέλη. Τέλος, το άρθρο 18, παράγραφος 1, προβλέπει ότι "το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία επί προτάσεως της Επιτροπής, θεσπίζει τις 'ενιαίες αρχές' που αναφέρονται στο παράρτημα VI".

    4 Η επίδικη οδηγία, η οποία εκδόθηκε βάσει της τελευταίας αυτής διατάξεως, ορίζει το περιεχόμενο του παραρτήματος VI της βασικής οδηγίας, το οποίο καθορίζει τις "ενιαίες αρχές για την αξιολόγηση και την έγκριση φυτοπροστατευτικών προϊόντων".

    5 Σύμφωνα με την πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας αυτής, οι διατάξεις τις οποίες θεσπίζει όσον αφορά την προστασία των υδάτων "δεν θίγουν τις υποχρεώσεις που υπέχουν τα κράτη μέλη δυνάμει των οικείων οδηγιών και ειδικότερα των οδηγιών 75/440/ΕΟΚ, 80/68/ΕΟΚ και 80/778/ΕΟΚ". Οι επόμενες αιτιολογικές σκέψεις διευκρινίζουν ότι η επανεξέταση των οδηγιών αυτών είναι αναγκαία και ότι, εν αναμονή αυτής της επανεξετάσεως, οι περί προστασίας των υδάτων διατάξεις της επίδικης οδηγίας είναι μεταβατικές. Ειδικότερα, θα καταστεί αναγκαίο να επανεξεταστούν οι διατάξεις του σημείου 2.5.1.2, στοιχείο β', του μέρους Γ του παραρτήματος VI μόλις υπάρξουν πρότυπα κοινοτικής αποδοχής επιτρέποντα να εκτιμηθεί με ακρίβεια η προβλεπτή συγκέντρωση στα υπόγεια ύδατα μετά από χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων.

    6 Το παράρτημα VI, το περιεχόμενο του οποίου ορίστηκε με την επίδικη οδηγία, περιλαμβάνει την εισαγωγή (Α), ένα μέρος που αφορά την αξιολόγηση των πληροφοριών που παρέχονται προς στήριξη των αιτήσεων εγκρίσεως (Β) και, τέλος, ένα μέρος αφιερωμένο στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων (Γ).

    7 Στο μέρος Β, το σημείο 2.5.1.2 προβλέπει ότι "τα κράτη μέλη εκτιμούν αν υπάρχει πιθανότητα το φυτοπροστατευτικό προϊόν να φθάσει στα υπόγεια ύδατα που προορίζονται για την παραγωγή ποσίμου νερού υπό τους προτεινόμενους όρους χρήσης". Εάν πράγματι υφίσταται τέτοια πιθανότητα, τα κράτη μέλη οφείλουν να αξιολογήσουν τις συνέπειες, λαμβάνοντας υπόψη ορισμένα πληροφοριακά στοιχεία, είτε με τη βοήθεια ενδεδειγμένου και εγκύρου σε κοινοτικό επίπεδο προτύπου υπολογισμού, είτε, ελλείψει τέτοιου προτύπου, στηρίζοντας την αξιολόγησή τους στα αποτελέσματα των μελετών ως προς την κινητικότητα και την υπολειμματικότητα των ουσιών εντός του εδάφους, όπως αυτές προβλέπονται στα παραρτήματα ΙΙ και ΙΙΙ.

    8 Στο μέρος Γ, το σημείο 2.5.1.2 περιλαμβάνει τέσσερις παραγράφους που αφορούν, αντιστοίχως, τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη χορήγηση εγκρίσεως (α), τη δυνατότητα χορηγήσεως υπό όρους εγκρίσεως μέγιστης διάρκειας πέντε ετών (β), τη δυνατότητα χορηγήσεως νέας υπό όρους εγκρίσεως (γ) και, τέλος, τη δυνατότητα της θεσπίσεως, ανά πάσα στιγμή, των καταλλήλων όρων ή περιορισμών λαμβανομένων υπόψη των τοπικών συνθηκών (δ).

    9 Δυνάμει της παραγράφου α' του σημείου αυτού, έγκριση χορηγείται μόνον όταν φαίνεται ότι, μετά τη χρησιμοποίηση του φυτοπροστατευτικού προϊόντος, η προβλεπτή συγκέντρωση της δραστικής ουσίας ή των σχετικών μεταβολιτών και προϊόντων αποικοδομήσεως ή αντιδράσεως στα υπόγεια ύδατα που προορίζονται για την παραγωγή ποσίμου ύδατος δεν υπερβαίνει τη χαμηλότερη από τις ακόλουθες συγκεντρώσεις: αφενός, την ανώτατη αποδεκτή συγκέντρωση που καθορίζει η οδηγία 80/778/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1980, περί της ποιότητας του πόσιμου νερού (ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 255) αφετέρου, την ανώτατη συγκέντρωση που καθόρισε η Επιτροπή κατά την υπαγωγή της δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι (ή, ελλείψει τέτοιου καθορισμού, τη συγκέντρωση που αντιστοιχεί στο ένα δέκατο της αποδεκτής ημερήσιας δόσεως που καθορίστηκε κατά την υπαγωγή της ουσίας στο παράρτημα Ι).

    10 Ωστόσο, η παράγραφος β' προβλέπει ότι, όταν η τελευταία αυτή συγκέντρωση υπερβαίνει την ανώτατη αποδεκτή συγκέντρωση που καθορίζεται από την οδηγία 80/778, μπορεί, εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, να χορηγηθεί υπό όρους έγκριση, η οποία δεν συνιστά έγκριση υπό την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, της βασικής οδηγίας και ισχύει για πέντε έτη κατ' ανώτατο όριο. Οι εν λόγω προϋποθέσεις διαφέρουν αναλόγως του αν δεν υφίστανται ή, αντιθέτως, υφίστανται διαθέσιμα στοιχεία παρακολουθήσεως.

    11 Στην πρώτη περίπτωση, από την αξιολόγηση πρέπει να φαίνεται ότι η προβλεπτή συγκέντρωση δεν υπερβαίνει την ανώτατη συγκέντρωση που καθόρισε η Επιτροπή κατά την υπαγωγή της δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι (ή τη συγκέντωση που αντιστοιχεί στο ένα δέκατο της αποδεκτής ημερήσιας δόσεως που καθορίστηκε κατά την υπαγωγή της ουσίας στο παράρτημα Ι) και πρέπει να διασφαλίζεται η καθιέρωση ή η παράταση, εντός του κράτους μέλους, ενός καταλλήλου προγράμματος παρακολουθήσεως, που να επιτρέπει να εκτιμηθεί κατά πόσον θα υπάρξει υπέρβαση της ανώτατης αποδεκτής συγκεντρώσεως που καθορίζει η οδηγία 80/778. Ενδεχομένως, επιβάλλονται περιορισμοί στη χρήση του προϊόντος, λαμβανομένων υπόψη των φυτοϋγειονομικών, γεωπονικών και περιβαλλοντικών (συμπεριλαμβανομένων των κλιματικών) συνθηκών που επικρατούν στη συγκεκριμένη περιοχή. Εφόσον παρίσταται ανάγκη, η υπό όρους έγκριση τροποποιείται ή ανακαλείται όταν τα αποτελέσματα της παρακολουθήσεως δείχνουν ότι, παρά την επιβολή των περιορισμών αυτών, η συγκέντρωση θα υπερβεί την ανώτατη αποδεκτή συγκέντρωση που καθορίζει η οδηγία 80/778.

    12 Στη δεύτερη περίπτωση, όταν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία παρακολουθήσεως και τα στοιχεία αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται κίνδυνος η συγκέντρωση να υπερβεί την ανώτατη συγκέντρωση που καθόρισε η Επιτροπή κατά την υπαγωγή της δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι, πρέπει να διερευνάται προηγουμένως η σημασία του κινδύνου υπερβάσεως της ανώτατης αποδεκτής συγκεντρώσεως που καθορίζει η οδηγία 80/778 και να διασφαλίζεται η καθιέρωση ή η παράταση, εντός του κράτους μέλους, ενός καταλλήλου προγράμματος παρακολουθήσεως ώστε να εξασφαλίζεται η μη υπέρβαση της τελευταίας αυτής συγκεντρώσεως.

    13 Η παράγραφος γ' προβλέπει ότι μπορεί να χορηγηθεί νέα υπό όρους έγκριση για μία μόνο περίοδο μη υπερβαίνουσα τα πέντε έτη, αν τα αποτελέσματα της παρακολουθήσεως δείχνουν ότι η συγκέντρωση μειώθηκε σε επίπεδο που πλησιάζει την ανώτατη αποδεκτή συγκέντρωση που καθορίζει η οδηγία 80/778 και αν αναμένεται ότι, με άλλες τροποποιήσεις, θα μπορούσε να εξασφαλιστεί η μείωση της προβλεπτής συγκεντρώσεως σε επίπεδο χαμηλότερο της εν λόγω ανωτάτης συγκεντρώσεως.

    14 Τέλος, δυνάμει της παραγράφου δ', τα κράτη μέλη μπορούν ανά πάσα στιγμή να θέτουν κατάλληλους όρους ή περιορισμούς όσον αφορά τη χρήση του προϊόντος, λαμβάνοντας υπόψη τις τοπικές φυτοϋγειονομικές, γεωπονικές και περιβαλλοντικές (συμπεριλαμβανομένων των κλιματικών) συνθήκες, ώστε να εξασφαλίζουν την τήρηση του ανωτάτου ορίου αποδεκτής συγκεντρώσεως που καθορίζει η οδηγία 80/778.

    15 Το Κοινοβούλιο, επικαλούμενο προσβολή των προνομιών του, προβάλλει, προς στήριξη της προσφυγής του, τρεις λόγους ακυρώσεως συνιστάμενους, αντιστοίχως, στο ότι η επίδικη οδηγία τροποποίησε παρανόμως ορισμένες υποχρεώσεις που επιβάλλονται στα κράτη μέλη από τη βασική οδηγία, στο ότι η επίδικη οδηγία τροποποίησε παρανόμως άλλες υποχρεώσεις που επιβάλλονται από την οδηγία 80/778 και, τέλος, στο ότι η επίδικη οδηγία περιέχει ανεπαρκή ή εσφαλμένη αιτιολογία.

    16 Το Συμβούλιο, το οποίο εκφράζει ορισμένες αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό της προσφυγής, θεωρεί ότι τα επιχειρήματα που προβάλλει το Κοινοβούλιο είναι απορριπτέα.

    Επί του παραδεκτού της προσφυγής

    17 Κατά το άρθρο 173, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης, το Κοινοβούλιο μπορεί να ασκήσει ενώπιον του Δικαστηρίου προσφυγή ακυρώσεως κατά πράξεως άλλου οργάνου, υπό την προϋπόθεση ότι η προσφυγή σκοπεί στη διαφύλαξη των προνομιών του. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η προϋπόθεση αυτή πληρούται άπαξ το Κοινοβούλιο εκθέτει προσφυώς το αντικείμενο της προνομίας η οποία πρέπει να διαφυλαχθεί και τη φερόμενη προσβολή της προνομίας αυτής (βλ. απόφαση της 2ας Μαρτίου 1994, C-316/91, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1994, σ. Ι-625, σκέψη 13).

    18 Κατ' εφαρμογήν των κριτηρίων αυτών, η προσφυγή πρέπει να κριθεί απαράδεκτη στο μέτρο που στηρίζεται στην παράβαση του άρθρου 190 της Συνθήκης. Πράγματι, το Κοινοβούλιο, ισχυριζόμενο ότι οι επίδικες διατάξεις είναι ανεπαρκώς ή εσφαλμένως αιτιολογημένες από πλευράς των διατάξεων του άρθρου αυτού, δεν εκθέτει προσφυώς ως προς τι η παράβαση αυτή, αν υποτεθεί ότι όντως υφίσταται, είναι ικανή να θίξει τις προνομίες του (βλ. απόφαση της 13ης Ιουλίου 1995, C-156/93, Κοινοβούλιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. Ι-2019, σκέψη 11).

    19 Αντιθέτως, το δικαίωμα του Κοινοβουλίου να ζητηθεί η γνώμη του δυνάμει διατάξεως της Συνθήκης συνιστά προνομία του Κοινοβουλίου (βλ. προμνησθείσα απόφαση Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, σκέψη 16). Το Κοινοβούλιο διατείνεται ότι ορισμένες διατάξεις της επίδικης οδηγίας τροποποίησαν τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στα κράτη μέλη από τη βασική οδηγία και την οδηγία 80/778, οι οποίες έχουν ως βάση, η μεν πρώτη το άρθρο 43, η δε δεύτερη τα άρθρα 100 και 235 της Συνθήκης, τα οποία προβλέπουν υποχρέωση διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο.

    20 Συνεπώς, με την προσφυγή, στο μέτρο που επικρίνεται το γεγονός ότι το Συμβούλιο θέσπισε τις εν λόγω διατάξεις χωρίς να τηρήσει την υποχρέωση αυτή, επιχειρείται να αποδειχθεί η ύπαρξη προσβολής των προνομιών του Κοινοβουλίου και, ως εκ τούτου, η προσφυγή είναι παραδεκτή.

    Επί της ουσίας

    21 Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι το παράρτημα VI που θεσπίστηκε με την επίδικη οδηγία, αναφερόμενο, με το σημείο 2.5.1.2 του μέρους Β και με το σημείο 2.5.1.2. του μέρους Γ, μόνο στα "υπόγεια ύδατα που προορίζονται για την παραγωγή ποσίμου νερού" και επιτρέποντας, κατά τα λοιπά, τη χορήγηση υπό όρους εγκρίσεως για φυτοπροστατευτικά προϊόντα η προβλεπτή συγκέντρωση των οποίων υπερβαίνει την ανώτατη αποδεκτή συγκέντρωση, μετέβαλε τον βαθμό προστασίας των υπογείων υδάτων τον οποίο προέβλεπε η βασική οδηγία. Κατά το προσφεύγον, μια τέτοια τροποποίηση δεν μπορούσε να επενεχθεί νομίμως χωρίς να τηρηθεί η διαδικασία του άρθρου 43 της Συνθήκης, δυνάμει του οποίου είχε εκδοθεί η τελευταία αυτή οδηγία και το οποίο προβλέπει υποχρεωτική διαβούλευση με το Κοινοβούλιο.

    22 Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι, αν κρίθηκε αναγκαίο να θεσπιστούν πολύ λεπτομερή κριτήρια για τα υπόγεια ύδατα που προορίζονται για την παραγωγή ποσίμου ύδατος, δεν θεωρήθηκε απαραίτητη η εναρμόνιση των κριτηρίων που πρέπει να εφαρμόζονται όσον αφορά τις επιπτώσεις στα άλλα υπόγεια ύδατα. Κατά τη γνώμη του καθού, το γεγονός απλώς και μόνον ότι η εκτελεστική οδηγία δεν είναι εξαντλητική δεν είναι ικανό να την καταστήσει παράνομη. Η επίδικη οδηγία θα ήταν παράνομη μόνον αν υπερέβαινε το πλαίσιο εκτελέσεως που καθορίζει η βασική οδηγία ή αν αντέβαινε στις διατάξεις της οδηγίας αυτής.

    23 Όπως έχει ήδη κρίνει το Δικαστήριο (βλ. μεταξύ άλλων, απόφαση της 16ης Ιουνίου 1987, 46/86, Romkes, Συλλογή 1987, σ. 2671, σκέψη 16, και προμνησθείσα απόφαση της 13ης Ιουλίου 1995, Κοινοβούλιο κατά Επιτροπής, σκέψη 18), δεν μπορεί να απαιτηθεί από το Συμβούλιο να θεσπίζει σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 43 της Συνθήκης όλες τις λεπτομέρειες των κανονισμών ή των οδηγιών που αφορούν την κοινή γεωργική πολιτική. Οι προϋποθέσεις της διατάξεως αυτής πληρούνται εφόσον τα ουσιώδη στοιχεία του προς ρύθμιση θέματος έχουν θεσπιστεί σύμφωνα με τη διαδικασία που αυτή προβλέπει, οι δε διατάξεις εκτελέσεως των βασικών κανονισμών ή οδηγιών μπορούν να θεσπίζονται με διαφορετική διαδικασία, καθοριζόμενη από τους εν λόγω κανονισμούς ή οδηγίες. Πάντως, μια εκτελεστική οδηγία όπως η επίδικη, η οποία εκδίδεται χωρίς διαβούλευση με το Κοινοβούλιο, πρέπει να τηρεί τις ρυθμίσεις που έχουν θεσπιστεί με τη βασική οδηγία κατόπιν διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο.

    24 Στην υπό κρίση περίπτωση, η βασική οδηγία ναι μεν αναφέρει, στην τρίτη αιτιολογική σκέψη της, ότι η χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μέσα για την προστασία των φυτών και των φυτικών προϊόντων και για τη βελτίωση της γεωργικής παραγωγής, στην τέταρτη, όμως, αιτιολογική σκέψη της αναφέρει επίσης ότι αυτή η χρήση μπορεί να συνεπάγεται κινδύνους για τον άνθρωπο, τα ζώα και το περιβάλλον, όπως δε προκύπτει από τις επόμενες αιτιολογικές σκέψεις, η οδηγία αυτή σκοπεί στη θέσπιση, λόγω των κινδύνων αυτών, ενιαίων κανόνων όσον αφορά τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες εγκρίσεως των προϊόντων αυτών.

    25 Σύμφωνα με την ένατη αιτιολογική σκέψη της εν λόγω οδηγίας, οι διαδικασίες αυτές "πρέπει να εξασφαλίζουν ένα υψηλό επίπεδο προστασίας, με το οποίο πρέπει ιδίως να προλαμβάνεται η έγκριση φυτοπροστατευτικών προϊόντων, των οποίων δεν έχουν εξεταστεί καταλλήλως οι κίνδυνοι για την υγεία, τα υπόγεια ύδατα και το περιβάλλον" επιπλέον, "ο στόχος της βελτίωσης της φυτικής παραγωγής δεν πρέπει να θίγει την προστασία της υγείας του ανθρώπου και των ζώων καθώς και του περιβάλλοντος". Η δέκατη αιτιολογική σκέψη προσθέτει ότι είναι αναγκαίο να διασφαλίζεται ότι τα εν λόγω προϊόντα "δεν έχουν (...) δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον γενικά και, ιδίως, καμία βλαβερή επίδραση στην υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή στα υπόγεια ύδατα".

    26 Οι περί εγκρίσεως κανόνες καθορίζονται ιδίως στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της βασικής οδηγίας, το οποίο, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 3 της παρούσας αποφάσεως, επιβάλλει στα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα να εγκρίνονται μόνον εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις και παραπέμπει, συναφώς, στις "ενιαίες αρχές" που αναφέρονται στο παράρτημα VI και των οποίων το περιεχόμενο καθορίζεται από το Συμβούλιο κατά τη διαδικασία του άρθρου 18.

    27 Όσον αφορά, ειδικότερα, την προστασία της υγείας, των υπογείων υδάτων και του περιβάλλοντος, το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β', της βασικής οδηγίας προβλέπει ότι τα κράτη μέλη εγκρίνουν ορισμένο φυτοπροστατευτικό προϊόν μόνον αν, κατ' εφαρμογήν των ως άνω ενιαίων αρχών, αποδεικνύεται ότι το προϊόν αυτό δεν έχει άμεση ή έμμεση επιβλαβή επίδραση στην υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή στα υπόγεια ύδατα, ούτε έχει μη αποδεκτή επίδραση στο περιβάλλον, ιδίως από πλευράς ρυπάνσεως των υδάτων. Όπως προκύπτει σαφώς από το γράμμα της εν λόγω παραγράφου β', σημεία iv και v, η υποχρέωση αυτή αφορά τόσο τα πόσιμα ύδατα όσο και τα υπόγεια ύδατα, μη περιορίζοντας τα τελευταία μόνο στα ύδατα που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο.

    28 Από το σύνολο των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι η βασική οδηγία σκοπεί μεν στη βελτίωση της γεωργικής παραγωγής με τη χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων, πλην όμως επιβάλλει και τον σεβασμό του περιβάλλοντος γενικώς, και ειδικότερα των υπογείων υδάτων, ως μία από τις ουσιώδεις προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η έγκριση των προϊόντων αυτών.

    29 Όσον αφορά την επίδικη οδηγία, η τρίτη αιτιολογική σκέψη της αναφέρει ότι οι ενιαίες αρχές για την αξιολόγηση και την έγκριση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων "πρέπει να τεθούν (...) για καθεμία των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχεία β', γ', δ' και ε'" της βασικής οδηγίας. Ωστόσο, στο παράρτημα VI που καθορίζει τις ενιαίες αρχές, οι διατάξεις των σημείων 2.5.1.2 του μέρους Β και 2.5.1.2 του μέρους Γ, που αφορούν τα υπόγεια ύδατα, αναφέρονται μόνο στα ύδατα που προορίζονται για την παραγωγή ποσίμου ύδατος. Επιπλέον, οι διατάξεις αυτές δεν θίγουν μεν, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 5 της παρούσας αποφάσεως, τις υποχρεώσεις που απορρέουν, μεταξύ άλλων, από την οδηγία 80/778 και, εξάλλου, αναφέρονται ρητώς στην ανώτατη αποδεκτή συγκέντρωση που καθορίζει η οδηγία αυτή, επιτρέπουν, ωστόσο, υπό τις προϋποθέσεις του σημείου 2.5.1.2, στοιχεία β' και γ', του μέρους Γ, την υπό όρους χορήγηση εγκρίσεως για φυτοπροστατευτικά προϊόντα των οποίων η προβλεπτή συγκέντρωση υπερβαίνει την ανώτατη αυτή συγκέντρωση.

    30 Αντίθετα προς τους ισχυρισμούς του Συμβουλίου, το γεγονός ότι η επίδικη οδηγία απλώς δεν είναι πλήρης ως προς ένα από τα σημεία που αφορούν οι αρχές που καθορίζει η βασική οδηγία, χωρίς ωστόσο να υπερβαίνει το πλαίσιο της εκτελέσεως των αρχών αυτών, δεν αρκεί προς απόρριψη του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από το παράνομο της επίδικης οδηγίας από πλευράς της βασικής αυτής οδηγίας. Προς τούτο θα απαιτείτο, επιπλέον, να τηρεί η εκτελεστική οδηγία, όπως υπενθυμίστηκε με τη σκέψη 23 της παρούσας αποφάσεως, τις διατάξεις που θεσπίστηκαν με τη βασική οδηγία κατόπιν διαβουλεύσεως με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και να μη τροποποιεί το περιεχόμενο των υποχρεώσεων που καθορίζει η οδηγία αυτή.

    31 Όμως, παραλείποντας να λάβει υπόψη τις επιπτώσεις που μπορεί να έχουν τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα στο σύνολο των υπογείων υδάτων, ακριβώς η επίδικη οδηγία δεν τήρησε ένα από τα ουσιώδη συναφή στοιχεία τα οποία καθορίστηκαν με τη βασική οδηγία. Αρκεί, προς τούτο, να υπενθυμιστεί ότι η τελευταία αυτή οδηγία σκοπεί, μεταξύ άλλων, στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας για την πρόληψη κάθε μη αποδεκτής επιδράσεως των εν λόγω προϊόντων στο περιβάλλον γενικώς, ειδικότερα δε κάθε βλαβερής επιδράσεως στην υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή στα υπόγεια ύδατα.

    32 Εξάλλου, η διαδικασία που προβλέπει το σημείο 2.5.1.2, στοιχεία β' και γ', του μέρους Γ του παραρτήματος της επίδικης οδηγίας επιτρέπει την υπό όρους χορήγηση εγκρίσεως, για περίοδο που μπορεί να φθάσει συνολικώς τα δέκα έτη, για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα των οποίων η προβλεπτή συγκέντρωση στα υπόγεια ύδατα που προορίζονται για την παραγωγή ποσίμου ύδατος υπερβαίνει την ανώτατη αποδεκτή συγκέντρωση που καθορίζεται από το νομοθέτημα αναφοράς. Οι διατάξεις αυτές, ακόμα και αν εμφανίζονται ως μεταβατικές, επηρεάζουν καταφανώς, όπως επεσήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 20 των προτάσεών του, το περιεχόμενο των αρχών που καθορίζει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β', σημεία iv και v, της βασικής οδηγίας και σύμφωνα με τις οποίες η έγκριση ενός φυτοπροστατευτικού προϊόντος χορηγείται μόνον αν αποδεικνύεται ότι το προϊόν δεν έχει επιβλαβή επίδραση στην υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή στα υπόγεια ύδατα και δεν έχει μη αποδεκτή επίδραση στο περιβάλλον, ιδίως όσον αφορά τη ρύπανση των υδάτων.

    33 Υπό τις συνθήκες αυτές, βασίμως το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι η επίδικη οδηγία τροποποίησε, χωρίς να ακολουθηθεί η νομοθετική διαδικασία που απαιτείται από τη Συνθήκη και η οποία συνεπάγεται διαβούλευση με το Κοινοβούλιο, την έκταση των υποχρεώσεων που επιβάλλει στα κράτη μέλη η βασική οδηγία. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να ακυρωθεί.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    34 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Επειδή το Συμβούλιο ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    αποφασίζει:

    1) Ακυρώνει την οδηγία 94/43/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1994, με την οποία καταρτίζεται το παράρτημα VI της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων.

    2) Καταδικάζει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

    Επάνω