Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 61988CJ0217

Απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 1990.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
Κοινή οργάνωση της αμπελοοινικής αγοράς - Αναγκαστικά μέτρα προβλεπόμενα από την εθνική νομοθεσία.
Υπόθεση C-217/88.

Συλλογή της Νομολογίας 1990 I-02879

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:1990:290

ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση C-217/88 ( *1 )

Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

1. Κανονιοτικό πλαίσιο

α) Κοινοτικό δίκαιο

Το άρθρο 41 του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 337/79 του Συμβουλίου, της 5ης Φεβρουαρίου 1979, περί κοινής οργανώσεως της αμπελοοινικής αγοράς (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/024, σ. 112), όπως ιδίως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 2144/82 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1982 ( ΕΕ L 227, σ. 1 ), και τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1208/84 του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 1984 (ΕΕ L 115, σ. 77) (στο εξής: κανονισμός 337/79) [το σημερινό άρθρο 39 του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 822/87 του Συμβουλίου, της 16ης Μαρτίου 1987, για την κοινή οργάνωση της αμπελοοινικής αγοράς, ΕΕ L 84, σ. 1 ( 1 ) ], παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να διατάσσει την υποχρεωτική απόσταξη του επιτραπεζίου οίνου. Σκοπός του μέτρου είναι να αποσύρονται από την αγορά, κατά τις αμπελουργικές περιόδους που παρουσιάζουν ιδιαίτερα αυξημένο πλεόνασμα παραγωγής, οι ποσότητες επιτραπεζίου οίνου που είναι αναγκαίες, με βάση τα στοιχεία του ισοζυγίου προβλέψεων, για τη διατήρηση της ισορροπίας της αγοράς κατά το τέλος της περιόδου, ώστε να αποφεύγεται πτώση των τιμών του επιτραπεζίου οίνου.

Οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες αποφασίζεται η υποχρεωτική απόσταξη του επιτραπεζίου οίνου, καθορίζονται στο άρθρο 41, παράγραφος 1, εδάφιο 1, του κανονισμού 337/79.

Το άρθρο 41, παράγραφος 1, εδάφιο 2, ορίζει ότι «η υποχρεωτική απόσταξη αποφασίζεται μόνο εφόσον δεν συνεπάγεται δυσανάλογη διοικητική επιβάρυνση ». Εξάλλου, για τον περιορισμό της διοικητικής επιβάρυνσης, το άρθρο 41, παράγραφος 7, του κανονισμού 337/79 ( άρθρο 39, παράγραφος 9, του κανονισμού 822/87 ) προβλέπει τη δυνατότητα απαλλαγής ορισμένων μικρών παραγωγών από την υποχρέωση παραδόσεως του επιτραπέζιου οίνου για απόσταξη.

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 337/79 (άρθρο 47, παράγραφος 1, του κανονισμού 822/87 ) επιβάλλει κυρώσεις στους παραγωγούς που δεν τήρησαν την υποχρέωση παραδόσεως του επιτραπεζίου οίνου προς απόσταξη. Ορίζει ότι οι εν λόγω παραγωγοί δεν μπορούν να επωφελούνται από τα μέτρα παρέμβασης που προβλέπει ο κανονισμός, όπως οι ενισχύσεις για την ιδιωτική αποθεματοποίηση, η προληπτική απόσταξη και η ενίσχυση λόγω αποστάξεως.

Εξάλλου, το άρθρο 64, παράγραφος 1, του κανονισμού 337/79 (άρθρο 79, παράγραφος 1, του κανονισμού 822/87 ) επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να λαμβάνουν τα « αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίζουν την τήρηση των κοινοτικών διατάξεων στον αμπελοοινικό τομέα ». Στην παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι το Συμβούλιο « θεσπίζει τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εξασφάλιση της ομοιόμορφης εφαρμογής των κοινοτικών διατάξεων στον αμπελοοινικό τομέα, ιδίως όσον αφορά τον έλεγχο ».

Για την αμπελουργική περίοδο 1984/1985, ο τρόπος υπολογισμού της ολικής ποσότητας επιτραπεζίου οίνου που έπρεπε να αποσταχθεί, τα κριτήρια κατανομής της ποσότητας αυτής μεταξύ των διαφόρων περιοχών παραγωγής και μεταξύ των διαφόρων παραγωγών που είναι εγκατεστημένοι στην κάθε περιοχή, καθώς και οι κατηγορίες παραγωγών που απαλλάσσονταν από την υποχρεωτική απόσταξη καθορίστηκαν με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 147/85 της Επιτροπής, της 18ης Ιανουαρίου 1985, για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής της απόσταξης που αναφέρεται στο άρθρο 41 του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 337/79 για την αμπελουργική περίοδο 1984/1985 ( ΕΕ L 16, σ. 25 ), όπως, ιδίως, τροποποιήθηκε με τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 953/85 της Επιτροπής, της 10ης Απριλίου 1985 ( ΕΕ L 102, σ. 19) και με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2024/85 της Επιτροπής, της 22ας Ιουλίου 1985 (ΕΕ L 191, σ. 39) (στο εξής: κανονισμός 147/85 ). Η συνολική ποσότητα του επιτραπέζιου οίνου που έπρεπε να παραδοθεί προς υποχρεωτική απόσταξη, καθώς και οι ποσότητες που αναλογούσαν σε κάθε περιοχή παραγωγής και σε κάθε παραγωγό εγκατεστημένο στις εν λόγω περιοχές καθορίστηκαν με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 148/85 της Επιτροπής, της 18ης Ιανουαρίου 1985, που αποφασίζει την έναρξη της απόσταξης που αναφέρεται στο άρθρο 41 του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 337/79 για την αμπελουργική περίοδο 1984/1985» ( ΕΕ L 16, σ. 32).

Οι παραγωγοί που υποχρεούνται να παραδώσουν τον επιτραπέζιο οίνο προς απόσταξη μπορούν να εκπληρώσουν την υποχρέωση αυτή παραδίδοντας τον επιτραπέζιο οίνο της παραγωγής τους και/ή τον επιτραπέζιο οίνο που αγόρασαν από άλλους παραγωγούς που τον είχαν οι ίδιοι παρασκευάσει (άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 147/85 ). Κατά την ίδια αυτή διάταξη, οι παραγωγοί μπορούν, επίσης, να πραγματοποιούν την απόσταξη στις δικές τους εγκαταστάσεις απόσταξης ή στις εγκαταστάσεις ενός εγκεκριμένου οινοπνευματοποιού που εργάζεται εργολαβικώς.

β) Εαωτερική νομοθεσία

Δυνάμει του άρθρου 80, παράγραφος 1, πρώτη φράση, του γερμανικού Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Verwaltungsgerichtsordnung, στο εξής: VwGO), της 21ης Ιανουαρίου 1960 (BGBl. Ι, σ. 17, όπως τροποποιήθηκε προσφάτως με τον τρίτο νόμο περί τροποποιήσεως του VwGO, της 20ής Δεκεμβρίου 1982, BGBl. Ι, σ. 1834), οι διοικητικές ενστάσεις των πωλητών κατά διοικητικών πράξεων που έχουν εκδώσει οι γερμανικές αρχές έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα.

Ωστόσο, το άρθρο 80, παράγραφος 2, του VwGO προβλέπει την κατάργηση ή την άρση του ανασταλτικού αποτελέσματος των ενστάσεων. Οι αρχές μπορούν να διατάξουν την άμεση εκτέλεση μιας διοικητικής πράξεως όταν αυτό επιβάλλεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Εξάλλου, η άμεση εκτέλεση είναι επίσης δυνατή όταν την προβλέπει ομοσπονδιακός νόμος.

Προς διασφάλιση της εκτελέσεως των διοικητικών πράξεων, όταν διατάσσεται η άμεση εκτέλεση τους, ο γερμανικός νόμος περί εκτελέσεως των διοικητικών πράξεων ( Verwaltungsvollstreckungsgesetz ( VwVG ), της 27ης Απριλίου 1953 (BGBl. Ι, σ. 157), προβλέπει, στο δεύτερο μέρος ( άρθρα 6 έως 18 ), τα ακόλουθα αναγκαστικά μέτρα:

i)

την εκτέλεση δι' αναπληρώσεως: το αναγκαστικό αυτό μέτρο χρησιμοποιείται όταν η συγκεκριμένη πράξη μπορεί να εκτελεστεί από τρίτο πρόσωπο. Στην περίπτωση αυτή, οι διοικητικές αρχές αναθέτουν σε τρίτο πρόσωπο την εκτέλεση της πράξεως με έξοδα του υπόχρεου·

ii)

την επιβολή προστίμου·

iii)

τον απευθείας εξαναγκασμό.

Οι πολίτες έχουν, ωστόσο, τη δυνατότητα να προσβάλλουν τις αποφάσεις που διατάσσουν την άμεση εκτέλεση των διοικητικών πράξεων. Τα γερμανικά διοικητικά δικαστήρια που επιλαμβάνονται των προσφυγών αυτών έχουν τη δυνατότητα να διατάσσουν εκ νέου την αναστολή της εκτελέσεως (άρθρο 80, παράγραφος 5, του VwGO ).

2. Ιστορικό της όιαφοράς

Λόγω των εξαιρετικά υψηλών αποθεμάτων πλεονάζουσας παραγωγής κατά την έναρξη της αμπελουργικής περιόδου 1984/1985, η Επιτροπή διέταξε, σης 18 Ιανουαρίου 1985, την υποχρεωτική απόσταξη 12000000 εκατολίτρων επιτραπέζιου οίνου, (άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 148/85 ). Μέρος της ποσότητας αυτής χορηγήθηκε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Η ποσότητα επιτραπεζίου οίνου που όφειλαν να παραδώσουν προς απόσταξη οι εγκατεστημένοι στη Γερμανία παραγωγοί ανερχόταν σε 68322 εκατόλιτρα, αντιπροσώπευε δηλαδή το 0,57 % της συνολικής ποσότητας που προοριζόταν για υποχρεωτική απόσταξη. Η αμπελουργική περίοδος 1984/1985 ήταν η πρώτη κατά την οποία οι γερμανοί παραγωγοί υποχρεώνονταν να παραδώσουν επιτραπέζιο οίνο για απόσταξη. Δεν είχαν περιληφθεί στα μέτρα υποχρεωτικής αποστάξεως που είχαν αποφασιστεί για τις αμπελουργικές περιόδους 1985/1986, 1986/1987 και 1987/1988.

Μόλις τέθηκε σε εφαρμογή ο κανονισμός 148/85, οι αρμόδιες γερμανικές αρχές εξέδωσαν 614 πράξεις, που αφορούσαν συνολικώς ποσότητα 68322 εκατολίτρων, με τις οποίες καθόρισαν την ποσότητα που όφειλε να αποστάξει ο κάθε συγκεκριμένος παραγωγός και τους διέτασσαν να προβούν στην απόσταξη.

Κατά 506 πράξεων που αφορούσαν συνολικώς ποσότητα 59182 εκατολίτρων, δηλαδή το 86,6 % της ποσότητας επιτραπέζιου οίνου που έπρεπε να υποβληθεί σε απόσταξη στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, υποβλήθηκαν διοικητικές ενστάσεις. Οι ενι-στάμενοι προέβαλαν κυρίως τον ισχυρισμό ότι τα κριτήρια που προβλέπουν οι κανονισμοί 337/79 και 147/85 για την κατανομή των προς απόσταξη ποσοτήτων μεταξύ των παραγωγών δημιουργούσαν δυσμενείς διακρίσεις. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι οι εν λόγω κανονισμοί δεν εισάγουν, καταρχήν, αδικαιολόγητες διακρίσεις εις βάρος παραγωγών, αλλά υπογραμμίζει ότι δεν μπόρεσε να αντικρούσει το επιχείρημα των ενισταμένων ότι δυσμενείς διακρίσεις εμφανίστηκαν στην πράξη κατά την αμπελουργική περίοδο 1984/1985.

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αρνήθηκε να διατάξει την άμεση εκτέλεση των πράξεων περί αποστάξεως του οίνου και να εφαρμόσει τα αναγκαστικά μέτρα που προβλέπουν τα άρθρα 6 έως 18 του VwVG.

Η κατάσταση αυτή είχε ως συνέπεια ότι, από τα 68322 εκατόλιτρα επιτραπέζιου οίνου που έπρεπε να υποβληθούν σε απόσταξη στη Γερμανία, αποστάχθηκαν στην πραγματικότητα μόνο 9140 εκατόλιτρα. Κανείς από όσους υπέβαλαν διοικητική ένσταση κατά των πράξεων διά των οποίων διετάσσετο η απόσταξη δεν προέβη σε απόσταξη. Πολλοί εξ αυτών, εξάλλου, πριν ακόμα λάβουν τη σχετική πράξη της διοικήσεως, ή πριν υποβάλουν κατ' αυτής διοικητική ένσταση, επώλησαν την παραγωγή τους στη γερμανική αγορά, όπου η τιμή πωλήσεως ήταν σαφώς υψηλότερη από την προσφερόμενη για υποχρεωτική απόσταξη τιμή.

3. Διαδικασία πριν από την άσκηση της προσφυγής

Στις 17 Φεβρουαρίου 1987 η Επιτροπή απέστειλε έγγραφο οχλήσεως προς τις γερμανικές αρχές, κατά το άρθρο 169 της Συνθήκης ΕΟΚ.

Στο έγγραφο αυτό η Επιτροπή διατύπωνε κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας την αιτίαση ότι παρέβη το άρθρο 64, παράγραφος 1, του κανονισμού 337/79, καθώς και το άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΟΚ, επειδή δεν έλαβε όλα τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της τηρήσεως των κοινοτικών διατάξεων περί υποχρεωτικής αποστάξεως. Υπογράμμιζε, ιδίως, ότι η εξαίρεση από τα ευεργετικά μέτρα παρέμβασης, που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 337/79, δεν απαλλάσσει τα κράτη μέλη από την υποχρέωση που υπέχουν να διατάξουν, ενδεχομένως, πρόσθετα αναγκαστικά μέτρα, προβλεπόμενα από την εθνική νομοθεσία, προκειμένου να διασφαλίσουν την επίτευξη του σκοπού της υποχρεωτικής αποστάξεως. Υπογράμμισε, επίσης, ότι το ανασταλτικό αποτέλεσμα που έχει η υποβολή διοικητικών ενστάσεων, κατά το άρθρο 80, παράγραφος 1, του VwGO, δεν απαλλάσσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας από την υποχρέωση εκτελέσεως ενός επείγοντος κοινοτικού μέτρου αναγκαίου για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της κοινής οργανώσεως της αμπελοοινικής αγοράς. Υπό τις περιστάσεις αυτές η Επιτροπή έκρινε ότι η διασφάλιση της άμεσης εκτελέσεως των πράξεων διά των οποίων διατάσσετο η απόσταξη, διά της χρησιμοποιήσεως, ενδεχομένως, αναγκαστικών μέτρων, αποτελούσε ένα από τα μέσα υλοποιήσεως του σκοπού της υποχρεωτικής αποστάξεως.

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας απάντησε στις 10 Απριλίου 1987. Αναφέρθηκε στα προβλήματα που δημιούργησε η εφαρμογή για πρώτη φορά στη Γερμανία μέτρων υποχρεωτικής αποστάξεως. Από νομικής απόψεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστήριξε την άποψη ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 337/79 προβλέπει πλήρες σύστημα κυρώσεων και ότι η εφαρμογή αναγκαστικών μέτρων προβλεπομένων από την εθνική νομοθεσία θα παρεμπόδιζε την ενιαία εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου και θα δημιουργούσε διακρίσεις μεταξύ των παραγωγών των διαφόρων κρατών μελών. Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι η απόφαση διά της οποίας θα διετάσσετο η άμεση εκτέλεση των διοικητικών πράξεων περί αποστάξεως δύσκολα θα μπορούσε να αντέξει στον έλεγχο των γερμανικών δικαστηρίων και θα ήταν, συνεπώς, ατελέσφορη.

Η Επιτροπή δεν δέχθηκε τα επιχειρήματα που προέβαλε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Στις 18 Ιανουαρίου 1988 εξέδωσε αιτιολογημένη γνώμη με την οποία έτασσε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προθεσμία δύο μηνών προκειμένου να μεταβάλει άποψη.

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αντέδρασε στην αιτιολογημένη γνώμη με ρηματική διακοίνωση της 15ης/18ης Μαρτίου 1988. Επέμεινε στην άποψη της υπογραμμίζοντας ότι θα ενεργούσε κατά τον ίδιο τρόπο και στο μέλλον.

Κατόπιν αυτού, η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 169, εδάφιο 2, της Συνθήκης.

4. Αιαδίκαοία

Η προσφυγή της Επιτροπής πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 2 Αυγούστου 1988.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

II — Αιτήματα των διαδίκων

Η Επιτροπή, προσφείγονσα, ζητεί από το Δικαστήριο:

1)

να αναγνωρίσει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εμμένουσα στην άρνηση της να εκτελέσει μέτρα υποχρεωτικής αποστάξεως που ελήφθησαν στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως της αμπε-λοοινικής αγοράς, χρησιμοποιώντας, ενδεχομένως, προβλεπόμενα από την εθνική νομοθεσία αναγκαστικά μέτρα, σε περίπτωση μη συμμορφώσεως των ενδιαφερομένων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΟΚ, καθώς και από το άρθρο 79, παράγραφος 1, του κανονισμού 822/87 του Συμβουλίου:

2)

να καταδικάσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα.

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, κα0ής,-ζψεί από το Δικαστήριο:

1)

να απορρίψει την προσφυγή της Επιτροπής'

2)

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

III — Ισχυρισμοί και επιχειρήματα των διαδίκων

1. Επί τον παραδεκτού

Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η προσφυγή αναφέρεται, αφενός μεν, σε παρελθούσες ενέργειες της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας — δηλαδή την άρνηση της να διατάξει και να υπερασπιστεί, ενώπιον των γερμανικών δικαστηρίων, την άμεση εκτέλεση των διοικητικών πράξεων περί αποστάξεως που κοινοποιήθηκαν το 1985 —, αφετέρου δε, στη δηλωθείσα πρόθεση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας να εξακολουθήσει να ενεργεί κατά τον ίδιο τρόπο και στο μέλλον.

Μολονότι ο επιδιωκόμενος με τον κανονισμό 148/85 σκοπός — δηλαδή η ελάφρυνση της κοινοτικής αγοράς επιτραπέζιου οίνου, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί στις αρχές του έτους 1985, με την υποχρεωτική απόσταξη ορισμένων ποσοτήτων επιτραπεζίου οίνου — είναι πλέον αδύνατο να υλοποιηθεί, η Επιτροπή θεωρεί ότι εξακολουθεί να έχει ακόμα έννομο συμφέρον προς άσκηση της προσφυγής. Τονίζει ότι οι γερμανοί παραγωγοί δεν έχουν, καταρχήν, αποκλειστεί από την εφαρμογή μελλοντικών μέτρων υποχρεωτικής αποστάξεως και ότι, κατά συνέπεια, υπάρχει ο πραγματικός κίνδυνος να ακολουθήσει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και στο μέλλον την ίδια συμπεριφορά που τήρησε το 1985 υπό συνθήκες ίδιες ή όμοιες με εκείνες που επικρατούσαν κατά την αμπελουργική περίοδο 1984/1985. Η Επιτροπή, η οποία επικαλείται σχετικώς την απόφαση του Δικαστηρίου, της 9ης Ιουλίου 1970, Επιτροπή κατά Γαλλίας (26/69, Sig. 1970, σ. 565), υπό τις περιστάσεις αυτές, υποστηρίζει ότι έχει αναμφισβητήτως έννομο συμφέρον να προσφύγει στο Δικαστήριο.

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι παραδεκτή μόνον καθόσον αναφέρεται σε παρελθούσες ενέργειες της, ειδικότερα στο αν οι γερμανικές αρχές ήταν υποχρεωμένες να εφαρμόσουν προβλεπόμενα από την εθνική νομοθεσία αναγκαστικά μέτρα, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υποχρεωτικής αποστάξεως που είχε διαταχθεί για την αμπελουργική περίοδο 1984/1985.

2. Επί της ουσίας

Η Επιτροπή υπογραμμίζει, καταρχάς, ότι τόσο το άρθρο 79, παράγραφος 1, του κανονισμού 822/87 όσο και το άρθρο 5, εδάφιο 1, της Συνθήκης ΕΟΚ. επιβάλλουν στα κράτη μέλη την υποχρέωση να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν την τήρηση των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου περί υποχρεωτικής αποστάξεως. Κατά την άποψη της, οι δύο αυτές διατάξεις επιβάλλουν στα κράτη μέλη την υποχρέωση να λαμβάνουν, πέραν της κυρώσεως που προβλέπει το άρθρο 47, παράγραφος 1, του κανονισμού 822/87, προβλεπόμενα από την εθνική νομοθεσία αναγκαστικά μέτρα έναντι των παραγωγών οι οποίοι υπέχουν την υποχρέωση να προβούν στην υποχρεωτική απόσταξη του οίνου, αλλά αρνούνται να την πραγματοποιήσουν. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει, αφενός μεν, από την υφιστάμενη σχέση μεταξύ του άρθρου 79, παράγραφος 1, και του άρθρου 47, παράγραφος 1, του κανονισμού 822/87, αφετέρου δε, από τις περιορισμένες συνέπειες της κυρώσεως που προβλέπει το άρθρο 47, παράγραφος 1.

Ως προς τη σχέση μεταξύ του άρθρου 79, παράγραφος 1, και του άρθρου 47, παράγραφος 1, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι το μεν πρώτο συνιστά γενική διάταξη περιλαμβανόμενη στον τίτλο VI του κανονισμού η οποία, κατά συνέπεια, διέπει το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που προκύπτουν από τον εν λόγω κανονισμό. Αντιθέτως, το άρθρο 47, παράγραφος 1, προβλέπει την επιβολή ειδικής κυρώσεως, σε περίπτωση μη εκπληρώσεως ορισμένων συγκεκριμένων υποχρεώσεων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η υποχρεωτική απόσταξη. Το άρθρο 79, όμως, δεν προβλέπει καμία απόκλιση για τις περιπτώσεις στις οποίες επιβάλλεται η ειδική κύρωση. Εξάλλου, το άρθρο 47 δεν ορίζει ότι η κύρωση την οποία προβλέπει είναι η μόνη που επιβάλλεται σε περίπτωση μη τηρήσεως των υποχρεώσεων που προβλέπει. Κατά την άποψη της Επιτροπής η σχέση μεταξύ του άρθρου 47, παράγραφος 1, και του άρθρου 79, παράγραφος 1, δεν είναι σχέση μεταξύ ειδικής διατάξεως προς γενική διάταξη.

Ως προς τις συνέπειες της κυρώσεως που προβλέπει το άρθρο 47, παράγραφος 1, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι παραγωγοί θίγονται από τη διάταξη αυτή μόνο καθόσον επιθυμούν να επωφεληθούν κατά το επόμενο έτος από τα « θετικά » μέτρα παρεμβάσεως που προβλέπει ο κανονισμός 822/87. Είναι, συνεπώς, ενδεχόμενο η κύρωση αυτή να μην έχει συνέπειες. Κατά την Επιτροπή, αυτό ακριβώς συμβαίνει με τους γερμανούς παραγωγούς επιτραπέζιου οίνου, λόγω των χαρακτηριστικών της παραγωγής και της αγοράς επιτραπέζιου οίνου στη Γερμανία. Κατά την άποψη της Επιτροπής, η αρχή της ενιαίας εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου επιβάλλει, υπό τις περιστάσεις αυτές, στα κράτη μέλη να λαμβάνουν πρόσθετα αναγκαστικά μέτρα, προβλεπόμενα από την εθνική νομοθεσία.

Κατά την άποψη της Επιτροπής, η αρχή της ενιαίας εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου επιβάλλει να μη λαμβάνονται υπόψη οι βάσει της γερμανικής νομοθεσίας προβαλλόμενες αντιρρήσεις ως προς την εφαρμογή αναγκαστικών μέτρων. Κατά την Επιτροπή, οι γερμανικές αρχές όφειλαν να διατάξουν την άμεση εκτέλεση των διοικητικών πράξεων περί αποστάξεως, να υπερασπιστούν την απόφαση αυτή ενώπιον των δικαστηρίων και, ενδεχομένως, να προβούν σε τροποποίηση της νομοθεσίας τους. Επικαλείται, σχετικώς, τις αποφάσεις του Δικαστηρίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1970, Internationale Handelsgesellschaft (11/70, Sig. 1970, σ. 1125), της 13ης Δεκεμβρίου 1979, Hauer ( 44/79, Sig. 1979, σ. 3727, και της 7ης Φεβρουαρίου 1973, Επιτροπή κατά Ιταλίας ( 39/72, Sig. 1973, σ. 101). Η αρχή της ενιαίας εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου επιβάλλει, εξάλλου, να μη λαμβάνονται υπόψη τα έξοδα που θα συνεπαγόταν απόφαση με την οποία θα διετάσσετο η άμεση εκτέλεση ή η λήψη αναγκαστικών μέτρων, ούτε επίσης το γεγονός ότι η προς απόσταξη ποσότητα επιτραπέζιου οίνου των παραγωγών εκείνων που δεν συμμορφώνονται με την απόφαση θα είχε δευτερεύουσες μόνο επιπτώσεις στο επίπεδο τιμών στην Κοινότητα.

Εξάλλου, η Επιτροπή φρονεί ότι η χρησιμοποίηση προβλεπομένων από την εθνική νομοθεσία αναγκαστικών μέτρων όχι μόνο δε δημιουργεί διακρίσεις μεταξύ των παραγωγών των διαφόρων κρατών μελών αλλά, αντιθέτως, συμβάλλει στη διασφάλιση της ίσης μεταχειρίσεως όλων των επιχειρήσεων που υποχρεούνται να προβούν σε υποχρεωτική απόσταξη. Εξάλλου, η χρησιμοποίηση αναγκαστικών μέτρων δεν εξαρτάται από τη στάση των ίδιων των παραγωγών και, κατά συνέπεια, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως εισάγουσα διακρίσεις. Η χρησιμοποίηση αναγκαστικών μέτρων επιβάλλεται, εξάλλου, εκ του σταδίου εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, το οποίο δεν έχει εναρμονίσει ακόμα τις προϋποθέσεις αναγκαστικής εκτελέσεως των κοινοτικών κανόνων.

Τέλος, αφού αναφέρει ότι δεν έχουν εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση οι διαπνεόμενες από την αρχή της αναλογικότητας διατάξεις των κανονισμών 337/79 και 147/85, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η χρησιμοποίηση αναγκαστικών μέτρων προβλεπομένων από την εθνική νομοθεσία συνιστά ενέργεια ανάλογη προς το σκοπό της υποχρεωτικής αποστάξεως. Κατά την άποψη της το μέσο αυτό συνιστά τη μόνη δυνατότητα επιτεύξεως αυτού του σκοπού. Εξάλλου, οι δαπάνες που συνεπάγεται η προσφυγή σε αναγκαστικά μέτρα θα μπορούσαν να περιοριστούν, κατά την άποψη της Επιτροπής, υπό τον όρο της προηγούμενης διεξαγωγής ορισμένων δοκιμαστικών δικών την έκβαση των οποίων θα αποδέχονταν και οι υπόλοιποι παραγωγοί.

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει την άποψη ότι τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να προβαίνουν σε επιβολή κυρώσεων ή στη λήψη αναγκαστικών μέτρων προβλεπομένων από την εθνική νομοθεσία προκειμένου να διασφαλίζουν την τήρηση κοινοτικών διατάξεων, παρά μόνο όταν συντρέχουν δύο προϋποθέσεις. Πρώτον, η υποχρέωση αυτή υφίσταται μόνο όταν η σχετική κοινοτική ρύθμιση δεν προβλέπει κυρώσεις. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας επικαλείται σχετικώς τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 18ης Φεβρουαρίου 1970, Bollmann (40/69, Sig. 1970, σ. 69), και της 2ας Φεβρουαρίου 1977, Amsterdam Bulb (50/76, Sig. 1977, σ. 137). Δεύτερον, η δυνατότητα χρησιμοποιήσεως προβλεπομένων από την εθνική νομοθεσία αναγκαστικών μέτρων πρέπει να προβλέπεται ρητώς από κοινοτική διάταξη που έχει θεσπιστεί προς το σκοπό αυτό. Επικαλείται σχετικώς την αρχή της ασφαλείας δικαίου ( εκ των προτέρων γνωστές κυρώσεις ) και την απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Σεπτεμβρίου 1984, Könecke (117/83, Συλλογή 1984, σ. 3291 ).

Κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας καμία από τις προϋποθέσεις αυτές δεν συντρέχει στην παρούσα περίπτωση. Υπογραμμίζει ότι το άρθρο 47, παράγραφος 1, του κανονισμού 822/87 προβλέπει την επιβολή ειδικής κυρώσεως σε περίπτωση μη εκτελέσεως των μέτρων υποχρεωτικής αποστάξεως, που αντιστοιχεί στις συνήθως προβλεπόμενες από το κοινοτικό γεωργικό δίκαιο κυρώσεις (μη καταβολή ενισχύσεων). Φρονεί, εξάλλου, ότι το άρθρο 79, παράγραφος 1, του κανονισμού 822/87 δεν συνιστά επαρκή νομική βάση επί της οποίας θα μπορούσαν να στηριχθούν τα κράτη μέλη προκειμένου να εφαρμόσουν προβλεπόμενα από την εθνική τους νομοθεσία αναγκαστικά μέτρα.

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας πιστεύει ότι εξεπλήρωσε τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΟΚ και από το άρθρο 79, παράγραφος 1, του κανονισμού 822/87 καθόσον έλαβε τα αναγκαία μέτρα για την πραγματοποίηση τηςυποχρεω-τικής αποστάξεως ( έκδοση των σχετικών διοικητικών πράξεων) και καθόσον επέβαλε την κύρωση που προβλέπει το άρθρο 47, παράγραφος 1, του κανονισμού 822/87.

Εξάλλου, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας θεωρεί ότι, αν η προβλεπόμενη από το άρθρο 47, παράγραφος 1, του κανονισμού 822/87 κύρωση κρίνεται ανεπαρκής, εναπόκειται στο Συμβούλιο να λάβει συμπληρωματικά μέτρα, κατά το άρθρο 79, παράγραφος 2, του κανονισμού 822/87 προκειμένου να διασφαλιστεί η ενιαία εφαρμογή των διατάξεων του κανονισμού. Αντίκειται προς την αρχή της ενιαίας εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου η εφαρμογή, εκ μέρους των κρατών μελών, προβλεπομένων από τις εθνικές τους νομοθεσίες αναγκαστικών μέτρων.

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας θεωρεί, εξάλλου, ότι απόφαση διατάσσουσα την άμεση εκτέλεση των διοικητικών πράξεων περί υποχρεωτικής αποστάξεως θα συνιστούσε μέτρο δυσανάλογο προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Υπογραμμίζει, σχετικώς, ότι η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, στο πλαίσιο της υποχρεωτικής αποστάξεως, προβλέπεται ρητώς σε σειρά διατάξεων του κανονισμού 337/79. Κατά την άποψη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, απόφαση διατάσσουσα την άμεση εκτέλεση των διοικητικών πράξεων περί υποχρεωτικής αποστάξεως θα συνεπαγόταν δαπάνες υλικές και προσωπικού δυσανάλογες προς την ποσότητα του προς απόσταξη οίνου (ανάγκη κοινοποιήσεως της σχετικής αποφάσεως σε όλους τους μη συμμορφούμενους παραγωγούς' ενδεχόμενη ανάγκη υπερασπίσεως της αποφάσεως αυτής ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων σε 506 χωριστές δίκες· καταβολή των εξόδων σε περίπτωση που γίνουν δεκτά αιτήματα, κατά το άρθρο 80, παράγραφος 5 του VwGO, στο πλαίσιο των εν λόγω δικών ). Εξάλλου, η προς απόσταξη ποσότητα οίνου δεν ήταν αρκετή, κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ώστε να επηρεάσει αισθητώς το επίπε-δοτιμών στην Κοινότητα, ιδίως, μάλιστα, αν ληφθεί υπόψη ότι η τιμή του προϊόντος στη γερμανική αγορά ήταν σχετικώς υψηλή. Εξάλλου, κατά την άποψη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η οποία επικαλείται σχετικώς τις γνώμες γερμανών συγγραφέων καθώς και απόφαση του Bundesverfassungsgericht ( τόμος 65, σ. 70 ), οι πιθανότητες μιας αποφάσεως διατάσσουσας την άμεση εκτέλεση να αντεπεξέλθει στον έλεγχο των γερμανικών διοικητικών δικαστηρίων θα ήταν μάλλον περιορισμένες. Θεωρεί, εξάλλου, ότι μια τέτοια απόφαση θα ήταν άνευ αντικειμένου, καθόσον οι περισσότεροι παραγωγοί είχαν ήδη πωλήσει την παραγωγή τους, οι δε περιορισμένες ποσότητες οίνου που διέθεταν ακόμα οι υπόλοιποι γερμανοί παραγωγοί καθιστούν αδύνατη την εκτέλεση δι' αναπληρώσεως, πρέπει δε να σημειωθεί ότι οι πιθανότητες διαθέσεως του οίνου αυτού στο εξωτερικό είναι ιδιαίτερα περιορισμένες, δεδομένου ότι οι μικροί παραγωγοί δεν διατηρούν συνήθως καμία εμπορική σχέση με το εξωτερικό.

Τ. F. O'Higgins

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

( 1 ) Με τον κανονισμό 822/87 κωδικοποιούνται όλες οι τροποποιήσεις που είχαν επέλθει μέχρι τις 16 Μαρτίου 1987 στον κανονισμό 337/79.

Επάνω

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

της 10ης Ιουλίου 1990 ( *1 )

Στην υπόθεση C-217/88,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Peter Karpenstein, νομικό σύμβουλο της Επιτροπής, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γεώργιο Κρεμλή, Centre Wagner, Kirchberg,

προσφεύγουσα,

κατά

Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εκπροσωπούμενης από τον Martin Seidel, Ministerialrat στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομίας, επικουρούμενο από τον δικηγόρο Κολωνίας Jochim Sedemund, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την πρεσβεία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, 20-22, avenue Émile-Reuter,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εμμένουσα στην άρνηση της να εκτελέσει τα μέτρα υποχρεωτικής αποστάξεως επιτραπεζίου οίνου, διά της εφαρμογής αναγκαστικών μέτρων της εθνικής νομοθεσίας σε περίπτωση αρνήσεως των ενδιαφερομένων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΟΚ, καθώς και από το άρθρο 79, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 822/87 του Συμβουλίου, της 16ης Μαρτίου 1987, περί κοινής οργανώσεως της αμπελοοινικής αγοράς ( ΕΕ L 84, σ. 1 ),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους Ο. Due, Πρόεδρο, Κ. Ν. Κακούρη, F. Α. Schockweiler και Μ. Zuleeg, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, Τ. F. O'Higgins, J. C. Moitinho de Almeida, F. Grévisse και M. Diez de Velasco, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

γραμματέας: D. Louterman, κυρία υπάλληλος διοικήσεως

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 21ης Μαρτίου 1990, κατά την οποία η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εκπροσωπήθηκε από τον δικηγόρο Dietmar Knopp,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 15ης Μαΐου 1990,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 2 Αυγούστου 1988, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή με την οποία ζητεί να αναγνωριστεί ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εμμένουσα στην άρνηση της να KOU/KM/V εκτελέσει τα μέτρα υποχρεωτικής αποστάξεως επιτραπέζιου οίνου, διά της εφαρμογής αναγκαστικών μέτρων της εθνικής νομοθεσίας σε περίπτωση αρνήσεως των ενδιαφερομένων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΟΚ και από το άρθρο 79, παράγραφος 1, του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 822/87 του Συμβουλίου, της 16ης Μαρτίου 1987, περί κοινής οργανώσεως της αμπελοοινικής αγοράς ( ΕΕ L 84, σ. 1 ).

2

Δυνάμει του άρθρου 41, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 337/79 του Συμβουλίου, της 5ης Φεβρουαρίου 1979, περί κοινής οργανώσεως της αμπελοοινικής αγοράς (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/024, σ. 112), όπως τροποποιήθηκε ιδίως με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2144/82 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1982 (ΕΕ L 227, σ. 1 ), και τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1208/84 του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 1984 (ΕΕ L 115, σ. 77 ) ( στο εξής: κανονισμός 337/79 ), αποφασίζεται υποχρεωτική απόσταξη του επιτραπέζιου οίνου « όταν για μία αμπελουργική περίοδο προκύπτει, από τα στοιχεία του ισοζυγίου προβλέψεων, ότι για τους επιτραπέζιους οίνους οι διαθέσιμες ποσότητες που έχουν διαπιστωθεί κατά την αρχή της περιόδου υπερβαίνουν κατά περισσότερο από πέντε μήνες τις κανονικές χρήσεις της περιόδου ». Δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 337/79, οι παραγωγοί που υποχρεούνται να παραδώσουν επιτραπέζιο οίνο για απόσταξη πρέπει να εκπληρώσουν την υποχρέωση τους αυτή για να μπορέσουν να επωφεληθούν από διάφορα μέτρα παρεμβάσεως που προβλέπει ο τίτλος Ι του κανονισμού 337/79. Εξάλλου, κατά το άρθρο 64, παράγραφος 1, πρώτη φράση, του κανονισμού 337/79, « τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν την τήρηση των κοινοτικών διατάξεων στον αμπελοοινικό τομέα ». Τη διάταξη αυτή επαναλαμβάνει το άρθρο 79, παράγραφος 1, πρώτη φράση, του προαναφερθέντος κανονισμού 822/87, ο οποίος, μεταξύ άλλων, κωδικοποιεί όλες τις μέχρι τη 16η Μαρτίου 1987 τροποποιήσεις του κανονισμού 337/79.

3

Με τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 148/85, της 18ης Ιανουαρίου 1985, με τον οποίο αποφασίστηκε η έναρξη της προβλεπόμενης στο άρθρο 41 του κανονισμού 337/79 απόσταξης για την αμπελουργική περίοδο 1984/1985 (ΕΕ L 16, σ. 32), η Επιτροπή διέταξε την απόσταξη 12000000 εκατολίτρων επιτραπέζιου οίνου, από τα οποία 68322 εκατόλιτρα έπρεπε να αποστάξουν παραγωγοί εγκατεστημένοι στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

4

Μόλις τέθηκε σε ισχύ ο κανονισμός 148/85, οι γερμανικές αρχές εξέδωσαν 614 διοικητικές πράξεις περί υποχρεωτικής αποστάξεως, με τις οποίες προσδιόρισαν στους οικείους παραγωγούς τις ποσότητες επιτραπεζίου οίνου που έπρεπε να αποστάξουν. Κατά 506 από τις πράξεις αυτές υποβλήθηκαν διοικητικές ενστάσεις για τον λόγον ότι οι κοινοτικές διατάξεις περί υποχρεωτικής αποστάξεως δημιουργούσαν δυσμενείς διακρίσεις μεταξύ των παραγωγών.

5

Κατά τη γερμανική νομοθεσία, διοικητική ένσταση υποβαλλόμενη κατά διοικητικής πράξεως έχει, καταρχήν, ανασταλτικό αποτέλεσμα. Ωστόσο, οι διοικητικές αρχές έχουν τη δυνατότητα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να διατάσσουν την άμεση εκτέλεση της πράξεως κατά της οποίας υποβλήθηκε διοικητική ένσταση. Στην περίπτωση αυτή έχουν τη δυνατότητα να λάβουν αναγκαστικά μέτρα για τη διασφάλιση της εκτελέσεως της εν λόγω πράξεως. Οι διοικούμενοι έχουν, ωστόσο, τη δυνατότητα να ασκήσουν προσφυγή ενώπιον των δικαστηρίων κατά της αποφάσεως που διατάσσει την άμεση εκτέλεση διοικητικής πράξεως. Στην περίπτωση αυτή, τα δικαστήρια έχουν τη δυνατότητα να αναστείλουν εκ νέου την εκτέλεση της εν λόγω πράξεως.

6

Οι γερμανικές αρχές αποφάσισαν να μη διατάξουν την άμεση εκτέλεση των 506 πράξεων περί υποχρεωτικής αποστάξεως κατά των οποίων υποβλήθηκαν διοικητικές ενστάσεις. Η απόφαση αυτή είχε ως συνέπεια ότι, από τα 68322 εκατόλιτρα επιτραπέζιου οίνου, που έπρεπε να αποστάξουν οι εγκατεστημένοι στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παραγωγοί, αποστάχθηκαν 9140 εκατόλιτρα.

7

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικά τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς, η εξέλιξη της διαδικασίας και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

Επί του παραδεκτού

8

Με την προσφυγή της η Επιτροπή βάλλει τόσο κατά της αποφάσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας να μη διατάξει την άμεση εκτέλεση των πράξεων περί υποχρεωτικής αποστάξεως, κατά την αμπελουργική περίοδο 1984/1985, και να μην προσφύγει στα προβλεπόμενα από τη γερμανική νομοθεσία αναγκαστικά μέτρα κατά των παραγωγών που αρνήθηκαν να παραδώσουν τον επιτραπέζιο οίνο για υποχρεωτική απόσταξη όσο και κατά της προθέσεως που εκδήλωσε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, με την απάντηση της στην αιτιολογημένη γνώμη, να ακολουθήσει την ίδια τακτική και στην περίπτωση κατά την οποία, στο μέλλον, θα επιβαλλόταν σε εγκατεστημένους στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παραγωγούς η υποχρέωση παραδόσεως του επιτραπέζιου οίνου για απόσταξη.

9

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας φρονεί ότι η προσφυγή είναι παραδεκτή μόνο καθόσον αφορά τις ενέργειες της κατά την αμπελουργική περίοδο 1984/1985.

10

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (βλέπε ιδίως απόφαση της 14ης Ιουλίου 1988, Επιτροπή κατά Βελγίου, σκέψη 10, 298/86, Συλλογή 1988, σ. 4343 ), προσφυγή ασκούμενη δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΟΚ μπορεί να στηρίζεται μόνο επί λόγων και ισχυρισμών που έχουν ήδη διατυπωθεί στην αιτιολογημένη γνώμη.

11

Όπως προκύπτει από την αιτιολογημένη γνώμη της 18ης Ιανουαρίου 1988 η μόνη παράβαση που προσάπτει η Επιτροπή στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας είναι η συμπεριφορά της κατά τη διάρκεια της αμπελουργικής περιόδου 1984/1985. Συνεπώς, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της προσφυγής το αν η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΟΚ και από το άρθρο 79, παράγραφος 1, πρώτη φράση, του κανονισμού 822/87, εκδηλώνοντας την πρόθεση να ακολουθήσει στο μέλλον την ίδια τακτική που ακολούθησε κατά την αμπελουργική περίοδο 1984/1985.

12

Συνεπώς, η προσφυγή είναι παραδεκτή μόνο καθόσον διώκεται με αυτή να αναγνωριστεί ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΟΚ και από το άρθρο 64, παράγραφος 1, του κανονισμού 337/79, διότι δεν αποφάσισε να διατάξει την άμεση εκτέλεση των πράξεων περί υποχρεωτικής αποστάξεως, κατά την αμπελουργική περίοδο 1984/1985, και δεν χρησιμοποίησε τα προβλεπόμενα από τη γερμανική νομοθεσία αναγκαστικά μέτρα κατά των παραγωγών που αρνήθηκαν να παραδώσουν επιτραπέζιο οίνο για υποχρεωτική απόσταξη.

Επί της ουσίας

13

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει, πρώτον, ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προσφεύγουν στη χρησιμοποίηση προβλεπομένων από την εθνική νομοθεσία αναγκαστικών μέτρων προκειμένου να διασφαλίζουν την εκτέλεση μέτρων υποχρεωτικής αποστάξεως.

14

Επιβάλλεται, σχετικώς, να τονιστεί ότι, καίτοι το άρθρο 64, παράγραφος 1, του κανονισμού 337/79 δεν υποχρεώνει ρητώς τα κράτη μέλη να χρησιμοποιούν προβλεπόμενα από την εθνική τους νομοθεσία αναγκαστικά μέτρα, ωστόσο η υποχρέωση τους αυτή απορρέει σαφώς από το καθήκον που επιβάλλει η διάταξη αυτή στα κράτη μέλη να λαμβάνουν « τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν την τήρηση των κοινοτικών διατάξεων στον αμπελοοινικό τομέα », είτε τα μέτρα αυτά προβλέπονται ήδη από τις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας είτε πρέπει να θεσπιστούν.

15

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αντιτάσσει, πρώτον, ότι το άρθρο 64, παράγραφος 1, του κανονισμού 337/79 δεν συνιστά επαρκώς σαφή και ακριβή νομική βάση για τη λήψη εθνικών αναγκαστικών μέτρων.

16

Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Επιβάλλοντας στα κράτη μέλη την υποχρέωση να λάβουν « τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν την τήρηση των κοινοτικών διατάξεων στον αμπελοοινικό τομέα», το άρθρο 64, παράγραφος 1, του κανονισμού 337/79 απαιτεί από τα κράτη μέλη να λάβουν, στο πλαίσιο της εθνικής τους εννόμου τάξεως, τα νομοθετικά, κανονιστικά ή ατομικά μέτρα που είναι αναγκαία για την πραγματική εκτέλεση της υποχρεωτικής αποστάξεως.

17

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αντιτάσσει, επίσης, ότι, δεδομένου ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 337/79 προβλέπει ειδική κύρωση, κοινοτικής φύσεως, για την περίπτωση μη εκτελέσεως της υποχρεώσεως πραγματοποιήσεως της αποστάξεως, δεν επιτρέπεται πλέον η λήψη αναγκαστικών μέτρων στο πλαίσιο της εθνικής έννομης τάξης.

18

Το επιχείρημα αυτό πρέπει, επίσης, να απορριφθεί. Πράγματι, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού, οι παραγωγοί στους οποίους επιβάλλονται οι προβλεπόμενες στο άρθρο 39 και, ενδεχομένως, στα άρθρα 40 και 41 υποχρεώσεις, δηλαδή τα μέτρα υποχρεωτικής αποστάξεως που προβλέπουν τα εν λόγω άρθρα, μπορούν να επωφεληθούν από τα μέτρα παρεμβάσεως που προβλέπονται στον τίτλο Ι, υπό τον όρον ότι έχουν εκπληρώσει τις προαναφερθείσες υποχρεώσεις κατά τη διάρκεια περιόδου αναφοράς που πρόκειται να προσδιοριστεί. Συνεπώς, η διάταξη αυτή δεν συνιστά κύρωση, αλλά θέτει μία προϋπόθεση για την εφαρμογή ορισμένων ευεργετικών μέτρων παρεμβάσεως που προβλέπονται στον τίτλο Ι του κανονισμού 337/79.

19

Εξάλλου, ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 337/79 συνιστά ειδική κύρωση, όπως υποστηρίζει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι, θεσπίζοντας τη διάταξη αυτή ο κοινοτικός νομοθέτης είχε την πρόθεση να αποκλείσει την προσφυγή σε προβλεπόμενα από την εθνική νομοθεσία αναγκαστικά μέτρα για τη διασφάλιση της εκτελέσεως της υποχρεωτικής αποστάξεως.

20

Συνεπώς, τα σχετικά επιχειρήματα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας πρέπει να απορριφθούν.

21

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει, δεύτερον, ότι δυνάμει του άρθρου 64, παράγραφος 2, του κανονισμού 337/79, κατά το οποίο « το Συμβούλιο, με ειδική πλειοψηφία, προτάσει της Επιτροπής, θεσπίζει τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλιστεί ομοιόμορφη εφαρμογή των κοινοτικών διατάξεων στον αμπελοοινικό τομέα και ιδίως ως προς τον έλεγχο », εναπέκειτο στο Συμβούλιο και όχι στα κράτη μέλη να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την αποτελεσματική διασφάλιση της εκτελέσεως των μέτρων υποχρεωτικής αποστάξεως.

22

Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Συγκεκριμένα, επιβάλλεται καταρχάς να τονιστεί ότι από τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 64 ουδαμώς συνάγεται ότι η θέσπιση από το Συμβούλιο των αναφερομένων στο άρθρο 64, παράγραφος 2, μέτρων συνιστά προϋπόθεση για την εκτέλεση, εκ μέρους των κρατών μελών, της υποχρεώσεως που υπέχουν από το άρθρο 64, παράγραφος 1.

23

Εξάλλου, οι δύο αυτές διατάξεις επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς. Πράγματι, σκοπός του άρθρου 64, παράγραφος 2, είναι η εναρμόνιση των προϋποθέσεων εφαρμογής των κοινοτικών διατάξεων στον αμπελοοινικό τομέα. Σκοπός του άρθρου 64, παράγραφος 1, είναι να διασφαλίσει την άμεση τήρηση των διατάξεων αυτών επιβάλλοντας στα κράτη μέλη την υποχρέωση να λάβουν τα απαραίτητα προς τούτο μέτρα. Ο σκοπός αυτός δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί και η επιβαλλόμενη στα κράτη μέλη υποχρέωση δεν θα είχε νόημα, αν η εκπλήρωση της υποχρεώσεως αυτής εξηρτάτο από την προϋπόθεση της υλοποιήσεως του επιδιωκομένου με το άρθρο 64, παράγραφος 2, σκοπού.

24

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ισχυρίζεται, τρίτον, ότι στα κράτη μέλη εναπόκειται να καθορίζουν τα μέτρα που κρίνουν ως καταλληλότερα για τη διασφάλιση της τηρήσεως των κοινοτικών διατάξεων και ότι, στην παρούσα υπόθεση, η λήψη αποφάσεως διατάσσουσας την άμεση εκτέλεση των διοικητικών πράξεων περί υποχρεωτικής αποστάξεως θα προσέκρουε, κατά το γερμανικό δίκαιο, σε σοβαρές αντιρρήσεις.

25

Το επιχείρημα αυτό πρέπει, επίσης, να απορριφθεί. Πράγματι, ο επιδιωκόμενος με τα μέτρα υποχρεωτικής αποστάξεως σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνον όταν τα μέτρα αυτά εκτελεστούν εντός συγκεκριμένης προθεσμίας την οποία, στην παρούσα περίπτωση, καθόριζε το άρθρο 10 του κανονισμού ( ΕΟΚ) 147/85 της Επιτροπής, της 18ης Ιανουαρίου 1985, για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής της απόσταξης που αναφέρεται στο άρθρο 41 του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 337/79 για την αμπελουργική περίοδο 1984/1985 ( ΕΕ L 16, σ. 25 ), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 953/85 της Επιτροπής, της 10ης Απριλίου 1985 ( ΕΕ L 102, σ. 19 ). Κατά συνέπεια, στα κράτη μέλη εναπόκειται, δυνάμει του άρθρου 64, παράγραφος 1, να μεριμνούν για την εκ μέρους των οικείων παραγωγών απόσταξη, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, λαμβάνοντας όλα τα αναγκαία προς τούτο μέτρα. Εφόσον οι εγκατεστημένοι στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παραγωγοί πέτυχαν, με τη χρησιμοποίηση της δυνατότητας προσφυγής που τους παρέχει το γερμανικό δίκαιο, την αναστολή εκτελέσεως των πράξεων περί υποχρεωτικής αποστάξεως, οι γερμανικές αρχές όφειλαν να άρουν την εν λόγω αναστολή διατάσσοντας την άμεση εκτέλεση των πράξεων περί υποχρεωτικής αποστάξεως.

26

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ισχυρίζεται, σχετικώς, ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις που προβλέπει το γερμανικό δίκαιο για τη λήψη μιας τέτοιας αποφάσεως. Ακόμα και στην περίπτωση που η άποψη αυτή ευσταθεί, δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη μη εκτέλεση εκ μέρους της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας υποχρεώσεως που της επιβάλλει το κοινοτικό δίκαιο. Πράγματι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλούνται διατάξεις, πρακτικές ή καταστάσεις της εσωτερικής τους έννομης τάξης προκειμένου να δικαιολογήσουν τη μη τήρηση υποχρεώσεων που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο (βλέπε, ιδίως, απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 1990, Επιτροπή κατά Βελγίου, C-74/89, Συλλογή 1990, σ. I-491 ).

27

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ισχυρίζεται, τέταρτον, ότι θα ήταν αλυσιτελής, στην προκειμένη περίπτωση, η λήψη αποφάσεως διατάσσουσας την άμεση εκτέλεση των πράξεων περί υποχρεωτικής αποστάξεως, διότι κατά μιας τέτοιας αποφάσεως θα ασκούντο ενώπιον των γερμανικών δικαστηρίων προσφυγές και ότι, κατά πάσαν πιθανότητα, τα γερμανικά δικαστήρια θα διέτασσαν την αναστολή εκτελέσεως της εν λόγω αποφάσεως, λόγω υπάρξεως σοβαρών αμφιβολιών ως προς το κύρος της κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως περί υποχρεωτικής αποστάξεως.

28

Τα επιχειρήματα αυτά δεν ευσταθούν. Πράγματι, αφενός, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν μπορεί να επικαλείται πιθανολογούμενη κρίση των γερμανικών δικαστηρίων προκειμένου να δικαιολογήσει τη δική της παράλειψη. Αφετέρου, η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ θα παρείχε στα εν λόγω δικαστήρια, ενδεχομένως κατόπιν προτάσεως των γερμανικών διοικητικών αρχών, τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο ερώτημα ως προς το κύρος της κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως περί υποχρεωτικής αποστάξεως.

29

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει, πέμπτον, ότι η απόφαση που θα διέτασσε την άμεση εκτέλεση των πράξεων περί υποχρεωτικής αποστάξεως θα συνεπαγόταν δαπάνες δυσανάλογες προς την ποσότητα του οίνου που επρόκειτο να υποβληθεί σε απόσταξη και των συνεπειών που θα είχε η απόσταξη επί των τιμών.

30

Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Πράγματι, όπως προκύπτει από το άρθρο 41, παράγραφοι 1 και 7, του κανονισμού 337/79, καθώς και από το άρθρο 4 του κανονισμού 147/85, ο κοινοτικός νομοθέτης θέλησε να καθορίσει ο ίδιος, εξαντλητικώς, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι παραγωγοί επιτραπέζιου οίνου απαλλάσσονται από την υποχρέωση αποστάξεως, ώστε η εφαρμογή των μέτρων υποχρεωτικής αποστάξεως να μη συνεπάγεται δυσανάλογη διοικητική επιβάρυνση σε σχέση με τα αναμενόμενα ποσοτικά αποτελέσματα. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, δεν αμφισβητείται ότι οι εγκατεστημένοι στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παραγωγοί δεν συγκέντρωναν τις προϋποθέσεις αυτές.

31

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ισχυρίζεται, έκτον, ότι θα ήταν άνευ αντικειμένου απόφαση που θα διέτασσε την άμεση εκτέλεση των πράξεων περί υποχρεωτικής αποσταξεως, διότι, όταν απεστάλησαν οι διοικητικές αυτές πράξεις, οι ποσότητες επιτραπέζιου οίνου που διέθεταν οι γερμανοί παραγωγοί ήταν περιορισμένες, ήταν δε μάλλον απίθανη η αγορά οίνου από παραγωγούς εγκατεστημένους σε άλλα κράτη μέλη.

32

Το επειχείρημα αυτό θα μπορούσε να γίνει δεκτό μόνο αν αποδεικνυόταν ότι, κατά την οριζόμενη στο άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 147/85ημερομηνία για την επίδοση των πράξεων περί υποχρεωτικής αποστάξεως, η εκτέλεση των μέτρων υποχρεωτικής αποστάξεως από τους εγκατεστημένους στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παραγωγούς, κατά τις εφαρμοστέες κοινοτικές διατάξεις, ήταν απολύτως αδύνατη. Όπως προκύπτει, σχετικώς, από το άρθρο 10, παράγραφοι 2 και 4, του κανονισμού 147/85, υπό την επιφύλαξη της εκπληρώσεως ορισμένων διατυπώσεων ελέγχου, η υποχρέωση παραδόσεως επιτραπέζιου οίνου για απόσταξη μπορεί, ιδίως, να εκπληρωθεί από παραγωγό εγκατεστημένο σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο παραγωγός που υπέχει την υποχρέωση. Μολονότι η Γερμανική Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι η εκτέλεση μέτρων υποχρεωτικής αποστάξεως, κατά τη διαδικασία αυτή, θα δημιουργούσε πρακτικές δυσχέρειες, ουδόλως απέδειξε ότι η εκτέλεση αυτή ήταν απολύτως αδύνατη.

33

Πρέπει να προστεθεί ότι οσάκις κράτος μέλος συναντά απρόβλεπτες δυσχέρειες κατά την εκτέλεση κανονισμού της Επιτροπής, που καθιστούν απολύτως αδύνατη την εκτέλεση των υποχρεώσεων που επιβάλλει ο εν λόγω κανονισμός, οφείλει να γνωστοποιεί τα προβλήματα αυτά στην Επιτροπή, προτείνοντας τις επιβαλλόμενες λύσεις. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Επιτροπή και το κράτος μέλος οφείλουν, δυνάμει των αμοιβαίων καθηκόντων έντιμης συνεργασίας που τους επιβάλλει, ιδίως, το άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΟΚ, να συνεργαστούν καλοπίστως για την υπέρβαση των δυσχερειών αυτών, στο πλαίσιο της πλήρους τηρήσεως των διατάξεων της Συνθήκης. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, εκτός από το γεγονός ότι οι προβαλλόμενες δυσχερείς δεν είχαν τον χαρακτήρα της απόλυτης αδυναμίας εκτελέσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν υπέβαλε στην Επιτροπή κατάλληλη πρόταση για την επίλυση των δυσχερειών που ανέκυψαν, αλλά αποφάσισε μονομερώς να μην επιδιώξει την εκτέλεση των μέτρων υποχρεωτικής αποστάξεως. Η ενέργεια αυτή αντιβαίνει προς το καθήκον συνεργασίας, όπως αυτό υπογραμμίστηκε ανωτέρω.

34

Κατά συνέπεια, επιβάλλεται να διαπιστωθεί ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, αποφασίζοντας να μη διατάξει την άμεση εκτέλεση των πράξεων υποχρεωτικής αποστάξεως, κατά την αμπελουργική περίοδο 1984/85, και να μη χρησιμοποιήσει τα προβλεπόμενα από το γερμανικό δίκαιο αναγκαστικά μέτρα έναντι των παραγωγών εκείνων που αρνήθηκαν να παραδώσουν τον επιτραπέζιο οίνο για υποχρεωτική απόσταξη, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΟΚ και από το άρθρο 64, παράγραφος 1, του κανονισμού 337/79.

Επί των δικαστικών εξόδων

35

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι η καθής ηττήθη, ως προς τους κυριότερους ισχυρισμούς της, επιβάλλεται να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

 

1)

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, αποφασίζοντας να μη διατάξει την άμεση εκτέλεση των πράξεων υποχρεωτικής αποστάξεως, κατά την αμπελουργική περίοδο 1984/85, και να μη χρησιμοποιήσει τα προβλεπόμενα από το γερμανικό δίκαιο αναγκαστικά μέτρα έναντι των παραγωγών εκείνων που αρνήθηκαν να παραδώσουν τον επιτραπέζιο οίνο για υποχρεωτική απόσταξη, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 5 της Συνθήκης ( ΕΟΚ ) και από το άρθρο 64, παράγραφος 1, του κανονισμού 337/79 του Συμβουλίου, της 5ης Φεβρουαρίου 1979, περί κοινής οργανώσεως της αμπελοοινικής αγοράς.

 

2)

Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

 

3)

Καταδικάζει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα.

 

Due

Κακούρης

Schockweiler

Zuleeg

Mancini

O'Higgins

Moitinho de Almeida

Grévisse

Diez de Velasco

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 10 Ιουλίου 1990.

Ο γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο Πρόεδρος

Ο. Due


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Επάνω