Vælg de eksperimentelle funktioner, som du ønsker at prøve

Dette dokument er et uddrag fra EUR-Lex

Dokument 61982CJ0218

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 1983.
    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Σύμβαση του Λομέ - Κατανομή και τρόπος διαχείρισης δασμολογικής ποσόστωσης.
    Υπόθεση 218/82.

    Συλλογή της Νομολογίας 1983 -04063

    ECLI-indikator: ECLI:EU:C:1983:369

    Στην υπόθεση 218/82,

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Donald W Allen, νομικό της σύμβουλο, επικουρούμενο από τον Ξενοφώντα Γιαταγάνα, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Oreste Montali, νομικό της σύμβουλο, κτίριο Jean Monnet, Kirchberg,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενου από τους νομικούς του συμβούλους David Gordon-Smith, γενικό διευθυντή της νομικής υπηρεσίας της γενικής γραμματείας του Συμβουλίου στις Βρυξέλλες, και Β. Hoff-Nielsen, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Η. J. Pabbruwe, διευθυντή της νομικής υπηρεσίας της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, Kirchberg,

    καθού,

    υποστηριζόμενου από την

    Κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενη από τον Noël Museux, με αναπληρωτή τον Alain Sortais, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο τη γαλλική πρεσβεία,

    παρεμβαίνουσα,

    που έχει ως αντικείμενο προσφυγή που ασκήθηκε βάσει του άρθρου 173 της συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και με την οποία ζητείται να αναγνωριστεί ότι είναι άκυρος ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1692/82 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1982, για το άνοιγμα, την κατανομή και τον τρόπο διαχείρισης κοινοτικής δασμολογικής ποσόστωσης για το ρούμι, το αράκ και την τάφια, που υπάγονται στη διάκριση 22.09 ΓΙ του Κοινού Δασμολογίου, καταγωγής των κρατών της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού (ΑΚΕ) (1982/1983) (ΕΕ L 189, 1982, σ. 1),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    συγκείμενο από τους J. Mertens de Wilmars, πρόεδρο, Τ. Koopmans, Κ. Bahlmann και Y. Galmot, προέδρους τμήματος, P. Pescatore, Mackenzie Stuart, A. O' Keeffe, G. Bosco, O. Due, U. Everling και Κ. Κακούρη, δικαστές,

    γενική εισαγγελέας: S. Rozès

    γραμματέας: Ρ. Heim

    εκδίδει την ακόλουθη

    ΑΠΟΦΑΣΗ

    Περιστατικά

    Τα πραγματικά περιστατικά της υπό9εσης, η εξέλιξη της διαδικασίας, τα αιτήματα, καθώς και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων συνοψίζονται ως εξής:

    Ι — Πραγματικά περιστατικά και έγγραφη διαδικασία

    Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της δεύτερης σύμβασης ΑΚΕ—ΕΟΚ, που υπεγράφη, στη Λομέ στις 31 Οκτωβρίου 1979, προβλέπει ότι «τα προϊόντα καταγωγής των κρατών ΑΚΕ εισάγονται στην Κοινότητα άνευ δασμών και φόρων ισοδύναμου αποτελέσματος». Το πρωτόκολλο αριθ. 5 της σύμβασης εισάγει εξαίρεση από τον εν λόγω κανόνα για το ρούμι.

    Το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 5 ορίζει:

    «Μέχρι να αρχίσει να ισχύει κοινή οργάνωση της αγοράς των οινοπνευματωδών ποτών, τα προϊόντα της δασμολογικής διακρίσεως 22.09 Γ Ι, καταγωγής κρατών ΑΚΕ, εισάγονται στην Κοινότητα άνευ δασμών υπό συνθήκες οι οποίες επιτρέπουν την ανάπτυξη των παραδοσιακών ρευμάτων συναλλαγών μεταξύ κρατών ΑΚΕ και της Κοινότητας αφενός και μεταξύ των κρατών μελών αφετέρου.»

    Το πρωτόκολλο αριθ. 5 έχει ως σκοπό τη διατήρηση και ανάπτυξη παραδοσιακών μορφών εμπορικών ανταλλαγών που αφορούν το ρούμι. Στην Κοινότητα υφίστανται κατ' ουσία δύο κύρια ρεύματα εμπορικών ανταλλαγών για το ρούμι. Το Ηνωμένο Βασίλειο εισήγαγε κατά κανόνα ρούμι από εκείνα τα κράτη ΑΚΕ που είναι μέλη της Κοινοπολιτείας, ενώ άλλα κράτη μέλη των Κοινοτήτων, ιδίως το Βέλγιο, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Γαλλία, καταναλώνουν ρούμι, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου παράγεται στην ίδια την Κοινότητα και συγκεκριμένα στα γαλλικά υπερπόντια διαμερίσματα.

    Στόχος του πρωτοκόλλου αριθ. 5 είναι η ανάπτυξη παραδοσιακών ρευμάτων εμπορικών ανταλλαγών ρουμιού και η μείωση των ποσοτήτων του που επιτρέπεται να εισάγονται χωρίς δασμούς στην Κοινότητα.

    Το άρθρο 2 προβλέπει:

    «α)

    Για την εφαρμογή του άρθρου 1 και κατά παρέκκλιση από το άρθρο 2, παράγραφος 1, της Συμβάσεως, η Κοινότητα ορίζει κάθε έτος τις ποσότητες που δύνανται να εισαχθούν άνευ δασμών βάσει των μεγαλυτέρων ετήσιων ποσοτήτων που εισήχθησαν στην Κοινότητα από τα κράτη ΑΚΕ κατά τα τελευταία τρία έτη για τα οποία υφίστανται στατιστικά στοιχεία, προσαυξημένων με συντελεστή ετησίας αυξήσεως 40 ο/ο για την αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου και 18 ο/ο για τις άλλες αγορές της Κοινότητας.

    6)

    Σε περίπτωση που η εφαρμογή των διατάξεων του σημείου α) εμποδίζει την ανάπτυξη ενός παραδοσιακού ρεύματος συναλλαγών μεταξύ των κρατών ΑΚΕ και ενός κράτους μέλους, η Κοινότητα θα λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπιση της καταστάσεως αυτής.

    ...»

    Προς εφαρμογή του πρωτοκόλλου, η Κοινότητα θεσπίζει κατ' έτος κανονισμό, ο οποίος καθορίζει αφενός την ποσότητα ρουμίου καταγωγής κρατών ΑΚΕ που επιτρέπεται να εισαχθεί στην Κοινότητα χωρίς δασμούς και κατανέμει αφετέρου την ποσόστωση αυτή μεταξύ των κρατών μελών.

    Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1699/82 ορίζει τη δασμολογική ποσόστωση που αφορά τα εν λόγω προϊόντα για τα έτη 1982-1983. Το άρθρο 1 καθορίζει σε 193178 εκατόλιτρα καθαρής αλκοόλης την κοινοτική δασμολογική ποσόστωση. Το άρθρο 2 προβλέπει ότι η δασμολογική ποσόστωση διαιρείται σε δύο τμήματα. Το πρώτο τμήμα, ανερχόμενο σε 125430 εκατόλιτρα, προορίζεται για κατανάλωση στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το δεύτερο τμήμα, ανερχόμενο σε 67748 εκατόλιτρα, κατανέμεται μεταξύ των άλλων κρατών μελών. Το άρθρο 4, παράγραφος 1, επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να ενημερώνουν κάθε μήνα την Επιτροπή για τις εισαγωγές που καταλογίζονται πράγματι στη δασμολογική ποσόστωση. Το άρθρο 4, παράγραφος 2, ορίζει:

    «Το Ηνωμένο Βασίλειο λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε οι εισαγόμενες από τα κράτη ΑΚΕ ποσότητες, με τους όρους που καθορίζονται στα άρθρα 1 και 2, να περιορίζονται στις ανάγκες της εσωτερικής κατανάλωσης.»

    Με προσφυγή που πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 13 Αυγούστου 1982, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1699/82 είναι άκυρος, καθόσον το άρθρο 4, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού παραβιάζει τα άρθρα 30 και 34 και κατά συνέπεια και το άρθρο 9 της συνθήκης ΕΟΚ.

    Με δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 16 Δεκεμβρίου 1982, η γαλλική κυβέρνηση ζήτησε να της επιτραπεί να παρέμβει στη δίκη. Με διάταξη της 19ης Ιανουαρίου 1983, το Δικαστήριο επέτρεψε την παρέμβαση της γαλλικής κυβέρνησης.

    Η έγγραφη διαδικασία διεξήχθηκε κανονικά. Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση της γενικής εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε την έναρξη της προφορικής διαδικασίας χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

    II — Αιτήματα των διαδίκων

    Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

    1.

    Να αναγνωρίσει ότι ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1699/82 είναι άκυρος·

    2.

    να κρίνει ότι το αποτέλεσμα του άρθρου 1 του εν λόγω κανονισμού πρέπει να θεωρηθεί ότι διατηρεί την ισχύ του·

    3.

    να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

    Το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

    1.

    να απορρίψει ως αβάσιμη την προσφυγή·

    2.

    να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

    III — Ισχυρισμοί και επιχειρήματα των διαδίκων

    Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1699/82 αντίκειται στα άρθρα 30 και 34 της συνθήκης ΕΟΚ και κατά συνέπεια στο άρθρο 9 της συνθήκης. Το άρθρο 4, παράγραφος 2, έχει ως σκοπό να παρεμποδίσει την εξαγωγή οινοπνευματωδών ποτών από το Ηνωμένο Βασίλειο. Η Επιτροπή εφιστά την προσοχή του Δικαστηρίου επί της γαλλικής διατύπωσης της διάταξης που έχει ως εξής:

    «Le Royaume-Uni prend les mesures nécessaires pour que les quantités importées des États ACP dans les conditions fixées aux articles 1 et 2 soient réservées aux besoins de sa consommation intérieure.»

    H Επιτροπή ισχυρίζεται ότι δεν χωρεί αμφιβολία ότι, σύμφωνα με τη διατύπωση αυτή, η διάταξη αποσκοπεί να παρεμποδίσει την επανεξαγωγή στα άλλα κράτη μέλη της Κοινότητας των οινοπνευματωδών ποτών που αφορούν το τμήμα που προορίζεται για το Ηνωμένο Βασίλειο. Είναι συνεπώς αντίθετο προς το άρθρο 34 της συνθήκης.

    Περιορίζοντας τις εξαγωγές από το Ηνωμένο Βασίλειο, ο κανονισμός αφαιρεί από τα άλλα κράτη μέλη τη δυνατότητα εισαγωγής από το Ηνωμένο Βασίλειο οποιουδήποτε από τα εν λόγω οινοπνευματώδη ποτά. Άρα, αντίκειται στο άρθρο 30 της συνθήκης.

    Η αμφισβητούμενη διάταξη αντίκειται επίσης και στο άρθρο 9 της συνθήκης δεδομένου ότι τα εν λόγω προϊόντα κυκλοφορούν ελεύθερα στην Κοινότητα.

    Η Επιτροπή δεν συμφωνεί ότι το άρ9ρο 4, παράγραφος 2, μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει στο Ηνωμένο Βασίλειο την υποχρέωση να περιορίσει τις εισαγωγές των οινοπνευματωδών ποτών στο ύψος του τμήματος της ποσόστωσης που προορίζεται για το Ηνωμένο Βασίλειο, επειδή:

    i)

    το τμήμα για το οποίο πρόκειται προορίζεται για κατανάλωση στο Ηνωμένο Βασίλειο (άρθρο 2) και υπολογίζεται βάσει των μεγαλυτέρων εισαγομένων ετήσιων ποσοτήτων στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά τα τρία τελευταία έτη και λαμβάνοντας υπόψη συντελεστή ετήσιας αύξησης 40 ο/ο για την αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου·

    ii)

    συνεπώς πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν αντιπροσωπεύει τίποτε άλλο παρά τον πραγματικό αριθμό των εισαγωγών που προορίζονται για κατανάλωση

    iii)

    ακόμα και αν το Ηνωμένο Βασίλειο μπορούσε να αρνηθεί να δεχτεί το τμήμα του, η άρνηση του αυτή θα αντέ-κειτο στον κυρίως σκοπό του κανονισμού και στη δέσμευση που περιλαμβάνει το πρωτόκολλο αριθ. 5, που προσαρτάται στη δεύτερη σύμβαση ΑΚΕ— ΕΟΚ, και συνίσταται στην παροχή του δικαιώματος εισόδου στο σύνολο της ποσόστωσης·

    iv)

    η άρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου να δεχθεί το τμήμα του θα ήταν παράνομη, δεδομένου ότι το άνοιγμα της ποσόστωσης που περιλαμβάνει το τμήμα αυτό συνιστά πράξη που εντάσσεται στην κοινή εμπορική πολιτική της Κοινότητας και την οποία το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είναι αρμόδιο να τροποποιήσει.

    Παρόλον ότι ο σκοπός του κανονισμού έγκειται στην εφαρμογή των υποχρεώσεων που η Επιτροπή υπέχει από τη δεύτερη σύμβαση ΑΚΕ—ΕΟΚ, το γεγονός αυτό δεν δικαιολογεί παραβίαση της θεμελιώδους αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων.

    Κατά την ενάσκηση των αρμοδιοτήτων τους, τα κοινοτικά όργανα οφείλουν να τηρούν τον ενιαίο χαρακτήρα της αγοράς. Προκειμένου να θεσπιστούν μέτρα που είναι αντίθετα με την εν λόγω αρχή, είναι αναγκαίο να αναζητηθεί στη συνθήκη διάταξη, η οποία να προβλέπει ή επιτρέπει ρητά ή κατ' ανάγκη επαγωγικά τη θέσπιση παρόμοιων μέτρων (συνεκδικασθείσες υποθέσεις 80 και 81/77 Ramel κατά Receveur des douanes, ECR 1978, σ. 927).

    H Επιτροπή θεωρεί ότι οι υποχρεώσεις που η Κοινότητα υπέχει από τη δεύτερη Σύμβαση ΑΚΕ—ΕΟΚ, μπορούν να εκπληρωθούν κατά τρόπο σύμφωνο με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων εντός της Κοινότητας, όπως εκθέτει με τις προτάσεις της προς το Συμβούλιο. Με τις προτάσεις αυτές προβλέπεται κοινοτικό απόθεμα, καθώς και διατάξεις σχετικές με την κατανομή του και την επιστροφή στο απόθεμα των μη εξαντληθεισών ποσοτήτων των ποσοστώσεων.

    Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι τα νόμιμα συμφέροντα του κράτους μέλους που ενδέχεται να απειληθούν μπορούν να προστατευθούν κατάλληλα με την ενάσκηση από την Επιτροπή των αρμοδιοτήτων της 6άσει του άρθρου 115 της συνθήκης.

    Η Επιτροπή δεν αρνείται ότι το Ι >ύλιο έχει καθήκον να θεσπίζει Kavovuy. για την υλοποίηση των υποχρεώσεων της Κοινότητας. Ζητεί, συνεπώς, από το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της από το άρθρο 174 της συνθήκης προβλεπομένης δικαιοδοσίας του, να αναγνωρίσει ότι το δικαίωμα της εισαγωγής χωρίς δασμούς στην Κοινότητα των ποσοτήτων εμπορευμάτων, που ορίζει το άρθρο 1 του κανονισμού και αφορά το χρονικό διάστημα από 1ης Ιουλίου 1982 μέχρι 30 Ιουνίου 1983, πρέπει να θεωρηθεί ότι εξακολουθεί να ισχύει.

    Με το υπόμνημα αντικρούσεως του, το ζυμβονλιο απορρίπτει τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1699/82 παρεμποδίζει την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων εντός της Κοινότητας. Ισχυρίζεται ότι μόνο η εξέταση των προπαρασκευαστικών εργασιών του κανονισμού (ΕΟΚ) 1699/82 επιτρέπει τη διευκρίνιση του αληθούς νοήματος του άρθρου 4, παράγραφος 2.

    Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1699/82 έχει ως προορισμό να θέσει σε εφαρμογή το πρωτόκολλο αριθμός 5 της δεύτερης σύμβασης ΑΚΕ—ΕΟΚ. Το Συμβούλιο θεωρεί ότι ο τρόπος υπολογισμού των ποσοστώσεων που μπορούν να εισαχθούν στην Κοινότητα συμβιβάζεται με τους όρους του πρωτοκόλλου. Παρόμοιοι διακανονισμοί, οι οποίοι αφορούν τη συνολική κατανομή μιας δασμολογικής ποσόστωσης, έχουν αχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου με τις υποθέσεις 131/72, Grosoli, ECR 1973, σ. 1555, 35/79, Grosoli, ECR 1980, σ. 177 και 124/79, ^ Walsum, ECR 1980, σ. 813, από τις οποίες δεν προέκυψε ότι οι εν λόγω διακανονισμοί είναι αντίθετοι προς το κοινοτικό δίκαιο. Η προτεινομένη από την Επιτροπή σύσταση αποθέματος καθιστά το όλο σύστημα περισσότερο εύκαμπτο, αυτό όμως είναι, κατά το Συμβούλιο, ανεπιθύμητο λόγω της ευαισθησίας των προϊόντων αυτών στις αγορές της Κοινότητας.

    Η ύπαρξη αποθέματος επιτρέπει στα κράτη μέλη να κάνουν χρήση του, γεγονός που οδηγεί στην υπέρβαση του μεριδίου τους από τη δασμολογική ποσόστωση, καθώς και την υπέρβαση του ετήσιου συντελεστή αύξησης.

    Λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις υπό τις οποίες θεσπίστηκε ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1699/82, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεν πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το Ηνωμένο Βασίλειο απαγορεύεται να επανεξαγάγει ρούμι, αλλά μάλλον ότι υπέχει την υποχρέωση να περιορίσει τις εισαγόμενες ποσότητες σε εκείνες που προορίζονται για εσωτερική κατανάλωση.

    Η ερμηνεία αυτή του άρθρου 4, παράγραφος 2, στηρίζεται στην αγγλική διατύπωση του κειμένου. Το Συμβούλιο δέχεται ότι το γαλλικό κείμενο είναι δυνατό να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι απαγορεύεται η επανεξαγωγή. Πάντως, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι στην παρούσα υπόθεση πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στο αγγλικό κείμενο, επειδή η αγγλική είναι η γλώσσα του εν λόγω κράτους μέλους και επειδή συνεπάγεται λιγότερο επαχθή για το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος υποχρέωση.

    Το Συμβούλιο εφιστά την προσοχή του Δικαστηρίου επί των μέτρων που θέσπισε το Ηνωμένο Βασίλειο προκειμένου να εκπληρώσει την υποχρέωση που υπέχει από τον κανονισμό. Το Customs Duties (Quota Relief) Order του 1982, Statutory Instrument 1982, αριθ. 884, ορίζει τους τρόπους διαχείρισης του τμήματος του Ηνωμένου Βασιλείου επί της δασμολογικής ποσόστωσης. Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, τα εμπορεύματα θεωρούνται ότι εμπίπτουν στην ποσόστωση του Ηνωμένου Βασιλείου, εφόσον γίνει δεκτό ότι εισάγονται για εσωτερική κατανάλωση και συνοδεύονται από τα σχετικά έγγραφα. Το Συμβούλιο αντιλαμβάνεται ότι πρακτική συνέπεια της απόφασης είναι ότι τα εμπορεύματα δεν υπάγονται στη δασμολογική ποσόστωση παρά μόνο αν καταβληθεί ειδικός φόρος κατανάλωσης τη στιγμή που εγκρίνεται η εισαγωγή για εσωτερική κατανάλωση. Δεν υφίσταται απαγόρευση επανεξαγωγής, το καθεστώς όμως που διέπει τα εγκριθέντα για εσωτερική κατανάλωση προϊόντα είναι αμετάκλητο, ενώ δεν είναι δυνατή ούτε η επιστροφή του ειδικού φόρου κατανάλωσης. Το Συμβούλιο υπογραμμίζει ότι η επανεξαγωγή δεν συμφέρει από οικονομική άποψη, λόγω της μη επιστροφής του ειδικού φόρου κατανάλωσης. Το γεγονός ότι στην πραγματικότητα δεν λαμβάνει χώρα επανεξαγωγή φαίνεται ότι οφείλεται σε οικονομικούς λόγους ή στο ότι οι εισαγόμενες δυνάμει της ποσόστωσης για εσωτερική κατανάλωση ποσότητες περιορίζονται σε εκείνες που απαιτεί η εσωτερική κατανάλωση και συνεπώς δεν υπάρχει πλεόνασμα διαθέσιμο για εξαγωγή.

    Το Συμβούλιο αναγνωρίζει ότι οι σχετικές με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων διατάξεις της συνθήκης εφαρμόζονται και στα θεσμικά όργανα της Κοινότητας μεταξύ των οποίων και το Συμβούλιο. Πάντως, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι ο κοινοτικός νομοθέτης μπορεί να θεσπίσει, στο πλαίσιο του δευτερογενούς δικαίου, διατάξεις που ενδέχεται να αντίκεινται προς τη συνθήκη, αν θεσπιστούν από εθνικό νομοθέτη. Το Συμβούλιο υπενθυμίζει ότι το Δικαστήριο αναγνώρισε την εξουσία επιβολής τελών για κτηνιατρικούς ελέγχους (υπόθεση 46/76, Banhais κατά Βαοιλείον των Κάτω Χωρών, EC R 1977, σ. 15), ενώ με αρκετές αποφάσεις του αναγνώρισε τη νομιμότητα των νομισματικών αντισταθμιστικών ποσών.

    Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι, καθορίζοντας τι συνιστά μέτρο ισοδύναμου αποτελέσματος, το Δικαστήριο πρέπει να σταθμίζει τους στόχους και τα πλεονεκτήματα του μέτρου σε σχέση με τις περιοριστικές συνέπειες που το μέτρο ενδέχεται να συνεπάγεται, ιδίως όταν στόχος του είναι η εκπλήρωση των διεθνών υποχρεώσεων της Κοινότητας.

    Η μέθοδος υπολογισμού της ετήσιας ποσόστωσης σε ρούμι για το Ηνωμένο Βασίλειο και η διάταξη του άρθρου 4, παράγραφος 2, η οποία διασφαλίζει ότι οι καταλογιζόμενες στο τμήμα του Ηνωμένου Βασιλείου εισαγωγές προορίζονται πράγματι για κατανάλωση στη χώρα αυτή, συνιστούν εφαρμογή του πρωτοκόλλου αριθ. 5, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη την ευαισθησία του προϊόντος στις κοινοτικές αγορές και ιδίως την ανάγκη να μην τεθούν σε κίνδυνο οι παραδοσιακές αγορές για το ρούμι που παράγεται στα υπερπόντια γαλλικά διαμερίσματα.

    Το Συμβούλιο απορρίπτει το επιχείρημα της Επιτροπής, σύμφωνα με το οποίο το άρθρο 115 μπορεί να προστατεύσει τα νόμιμα συμφέροντα ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών σε περίπτωση υιοθέτησης των προτάσεων της. Το Συμβούλιο αναφέρει ότι το άρθρο 115 εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις θέσπισης εθνικών μέτρων εμπορικής πολιτικής λόγω ελλείψεως οποιασδήποτε κοινής εμπορικής πολιτικής στην παρούσα υπόθεση υπάρχει κοινοτικός κανονισμός, ο οποίος στηρίζεται στο άρθρο 113 και το αντικείμενο του οποίου αποτελεί τμήμα της κοινής εμπορικής πολιτικής.

    Τέλος, το Συμβούλιο τονίζει ότι από το 1975 θέσπισε 9 κανονισμούς που περιλαμβάνουν κατ' ουσία τις ίδιες διατάξεις. Πριν από τη γένεση της παρούσης διαφοράς, ούτε η Επιτροπή ούτε κανένα άλλο ενδιαφερόμενο μέρος αμφισβήτησαν το κύρος των εν λόγω κανονισμών.

    Με την απάντηση της, η Επιτροπή εξηγεί ότι είχε διατυπώσει αμφιβολίες ως προς το συμβιβαστό ορισμένων διατάξεων των κανονισμών του Συμβουλίου προς τις διατάξεις της συνθήκης που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Ενώπιον της επίμονης άρνησης του Συμβουλίου να λάβει υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές, η Επιτροπή έκανε την ακόλουθη δήλωση, η οποία καταχωρίστηκε στα πρακτικά του Συμβουλίου, κατά τη σύσκεψη που οδήγησε στη θέσπιση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1699/82:

    «α)

    Η Επιτροπή σημειώνει ότι ορισμένες διατάξεις που θεσπίζει το Συμβούλιο με τον κανονισμό για το άνοιγμα κοινοτικής δασμολογικής ποσόστωσης κατά την εισαγωγή των προϊόντων που υπάγονται στη διάκριση 22.09 ΓΙ του Κοινού Δασμολογίου, καταγωγής των κρατών της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού, είναι ασυμβίβαστες προς τους κανόνες της συνθήκης ΕΟΚ.

    Όπως ενημέρωσε σχετικά το Συμβούλιο με το έγγραφο COM(82) 243 τελικό, η Επιτροπή εμμένει στην πρόθεση της να προσφύγει στις διατάξεις του άρθρου 173 της συνθήκης.

    6)

    Κατάργηση του κοινοτικού αποθέματος

    Η Επιτροπή εκφράζει τη λύπη της για το γεγονός ότι το σχέδιο κανονισμού της Επιτροπής που κατήρτισε η ομάδα εργασίας αποκλείει την προταθείσα από την Επιτροπή σύσταση κοινοτικού αποθέματος.»

    Αναφερόμενη στη μέθοδο υπολογισμού του συντελεστή αύξησης των προς εισαγωγή ποσοτήτων σε ρούμι, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το γεγονός ότι αναγνωρίζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο συντελεστής αύξησης ανώτερος από τον ισχύοντα στα άλλα κράτη μέλη, δεν συνεπάγεται ότι οι προοδευτικά αυξανόμενες ποσότητες πρέπει να περιορίζονται στην κατανάλωση στο Ηνωμένο Βασίλειο.

    Όσον αφορά τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1699/82 που θέσπισε το Ηνωμένο Βασίλειο, η Επιτροπή δηλώνει ότι αυτές περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων από το Ηνωμένο Βασίλειο, εφόσον επιβάλλουν χρηματική επιβάρυνση για οποιαδήποτε προτιθέμενη εξαγωγή εμπορευμάτων — που περιλαμβάνει το πρωτόκολλο — από το Ηνωμένο Βασίλειο προς τα άλλα κράτη μέλη της Κοινότητας. Αν υποτεθεί ότι το Συμβούλιο δέχεται ότι το μέτρο αυτό συμβιβάζεται με το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού, ομολογεί ότι ο κανονισμός είναι παράνομος, εφόσον θέτει φραγμούς στην κυκλοφορία των εμπορευμάτων από το Ηνωμένο Βασίλειο.

    Η Επιτροπή αρνείται ότι το Συμβούλιο έχει εξουσία να επιβάλλει περιορισμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, προκειμένου να εφαρμόσει τις διεθνείς συμφωνίες του. Η θέσπιση ενός κανονισμού που επιβάλλει τη στεγανοποίηση της Κοινότητας, όχι για να προστατεύσει τα νόμιμα συμφέροντα ενός κράτους μέλους, αλλά για να εμποδίσει κράτος μέλος να εξαγάγει σε όλα τα άλλα κράτη μέλη, δεν είναι της αρμοδιότητας του Συμβουλίου.

    Με την ανταπάντηση του, το Συμβούλιο ισχυρίζεται ότι το άρθρο 2, περίπτωση α, του πρωτοκόλλου, το οποίο προβλέπει μέθοδο υπολογισμού των ετήσιων ποσοτήτων που προσαυξάνονται με ετήσιο συντελεστή αύξησης 40% για την αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου και 18% για τις άλλες αγορές της Κοινότητας, υποδηλοί σαφώς ότι δεν είναι δυνατόν να υπήρξε πρόθεση απονομής στα κράτη ΑΚΕ του δικαιώματος εισαγωγής χωρίς δασμούς του συνόλου του ετήσιου ποσοστού της Κοινότητας στο Ηνωμένο Βασίλειο, χωρίς να ληφθεί υπόψη το γεγονός αν οι εισαγωγές προορίζονταν για κατανάλωση στο Ηνωμένο Βασίλειο ή σε άλλο κράτος μέλος. Υπήρχε η πρό9εση να καθοριστούν διαφορετικά τμήματα για το Ηνωμένο Βασίλειο και τα λοιπά κράτη μέλη. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η Κοινότητα εξουσιοδοτείται να λαμβάνει μέτρα που να διασφαλίζουν ότι τα ποσά που κατά το χρόνο της εισαγωγής καταλογίστηκαν στο τμήμα του Ηνωμένου Βασιλείου προορίζονται για κατανάλωση στο Ηνωμένο Βασίλειο.

    Το Συμβούλιο θεωρεί ότι η χωρίς δασμούς εξαγωγή ρουμιού από χώρες ΑΚΕ στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν 9α εξυπηρετούσε κανένα σκοπό, αν δεν υπήρχε σχετική αγορά στη χώρα αυτή. Αν δεν υπήρχε αγορά στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι εν λόγω ποσότητες 9α μπορούσαν να εξαχ9ούν απευ9είας προς τα άλλα κράτη μέλη αντί να εισαχθούν στο Ηνωμένο Βασίλειο και να εξαχθούν από εκεί προς άλλα κράτη μέλη.

    Με την παρέμβαση της, η γαλλική κν-ΰερνηοη τονίζει ότι η γαλλική διατύπωση του άρ9ρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1699/82 έχει διαφορετικό νόημα από την αγγλική. Ενώ η αγγλική διατύπωση μπορεί να ερμηνευτεί ότι αποσκοπούσε στο να επιφέρει περιορισμούς στο εμπόριο εντός της κοινής αγοράς, η αγγλική διατύπωση πρέπει να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι προβλέπει «εκούσια αυτοσυγκράτηση» όσον αφορά τις εισαγωγές του Ηνωμένου Βασιλείου που έχουν αντίκτυπο στα εξωτερικά σύνορα της Κοινότητας. Κατά την άποψη της γαλλικής κυβέρνησης, πρέπει να υπερισχύσει η αγγλική διατύπωση που άρθρου 4, παράγραφος 2, επειδή οι διατάξεις αυτές αφορούν μόνο το Ηνωμένο Βασίλειο.

    Το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεν θεσπίζει και δεν έχει την πρόθεση να επιβάλει οποιοδήποτε ποσοτικό περιορισμό στις εισαγωγές από άλλα κράτη μέλη. Κατά συνέπεια, δεν είναι αντί9ετο προς το άρ9ρο 30 της συν9ήκης.

    Το άρ9ρο 4, παράγραφος 2, επιβάλλει στο Ηνωμένο Βασίλειο τρεις υποχρεώσεις:

    1.

    Οι εισαγόμενες από το Ηνωμένο Βασίλειο ποσότητες από το τμήμα της ποσόστωσης που του ανήκει πρέπει να προέρχονται από τα κράτη ΑΚΕ.

    2.

    Στις εν λόγω ποσότητες δεν πρέπει να επιβάλλονται δασμοί εφόσον δεν έχει εξαντληθεί το τμήμα του.

    3.

    Οι ποσότητες αυτές πρέπει να αντιστοιχούν στις ανάγκες για εσωτερική κατανάλωση της αγοράς του Ηνωμένου Βασιλείου.

    Οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου πρέπει να εξασφαλίζουν την τήρηση των προϋποθέσεων αυτών. Καμία άλλη υποχρέωση δεν επιβάλλεται στην κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου. Εφόσον δεν περιλαμβάνει διάταξη απαγορεύουσα την επανεξαγωγή ρουμιού, ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1699/82 δεν παραβιάζει το άρθρο 34 της συνθήκης.

    Προκειμένου να διευκρινιστεί το αλη9ές νόημα του άρ9ρου 4, παράγραφος 2, πρέπει Λνα δοθεί η δέουσα προσοχή στις περιστάσεις υπό τις οποίες 9εσπίστηκε.

    Σκοπός του πρωτοκόλλου για το ρούμι είναι η διασφάλιση της ανάπτυξης των παραδοσιακών ρευμάτων εμπορικών ανταλλαγών μεταξύ των κρατών ΑΚΕ και του Ηνωμένου Βασιλείου αφενός και μεταξύ των γαλλικών υπερπόντιων διαμερισμάτων και άλλων κρατών μελών αφετέρου. Όπως προκύπτει από το άρ9ρο 1 του πρωτοκόλλου, είναι σαφές ότι η ανάπτυξη ενός παραδοσιακού ρεύματος εμπορικών ανταλλαγών δεν πρέπει να παρακωλύει την ανάπτυξη των άλλων παραδοσιακών ρευμάτων εμπορικών ανταλλαγών. Η γαλλική κυβέρνηση 9εωρεί ότι το σύστημα που επέλεξε το Συμβούλιο αποτελεί την καλύτερη μέθοδο για την επίτευξη του στόχου αυτού. Η κατανομή του συνόλου μιας ποσόστωσης μεταξύ των κρατών μελών χρησιμοποιήθηκε στην Κοινότητα και για άλλα προϊόντα (κανονισμός (ΕΟΚ) 3378/82 του Συμβουλίου, της 8.12.1982, περί εφαρμογής των γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων κατά το έτος 1983 για τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα καταγωγής αναπτυσσόμενων χωρών (ΕΕ L 33, 1982, σ. 92) και κανονισμός (ΕΟΚ) 2787/79 του Συμβουλίου, της 10.12.1979, για το άνοιγμα, την κατανομή και τον τρόπο διαχείρισης κοινοτικής δασμολογικής ποσόστωσης για ορισμένα προϊόντα καταγωγής αναπτυσσόμενων χωρών (Official Journal, L 328, 1979, σ. 1)). Το σύστημα δεν αντίκειται στο πρωτόκολλο και επιπλέον δεν φαίνεται να παραβιάζει τη συνθήκη (υπόθεση 131/73, Grosoli, ECR 1973, σ. 1555, υπόθεση 35/79, Grosoli, ECR 1980, σ. 177, και υπόθεση 124/79, van Walsurn, ECR 1980, σ. 813).

    Το άρθρο 4, παράγραφος 2, αντικατοπτρίζει τους στόχους του πρωτοκόλλου. Υποχρεώνει το Ηνωμένο Βασίλειο να διασφαλίζει ότι οι εξαγωγές προς την αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου αντιστοιχούν στις καταναλωτικές του ανάγκες και όχι σε οποιαδήποτε επιθυμία καταστρατήγησης των συντελεστών αύξησης που καθορίζει το πρωτόκολλο για τον υπολογισμό της δασμολογικής ποσόστωσης.

    Η γαλλική κυβέρνηση θεωρεί ότι το θεσπισθέν σύστημα είναι αρκετά εύκαμπτο. Η ποσόστωση διαιρείται μεταξύ των κρατών μελών επί ετήσιας βάσης, γεγονός που επιτρέπει την προσαρμογή της στη ζήτηση. Το άρθρο 2, περίπτωση γ, του πρωτοκόλλου εξουσιοδοτεί το Συμβούλιο να αναθεωρήσει το ετήσιο ποσοστό αύξησης που ορίζει το πρωτόκολλο σε περίπτωση που η κατανάλωση σε ρούμι αυξηθεί σημαντικά στα κράτη μέλη.

    IV — Προφορική διαδικασία

    Κατά τη συνεδρίαση της 28ης Ιουνίου 1983, η Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από το νομικό της σύμβουλο D.W. Allen, επικουρούμενο από τον Ξ. Γιαταγάνα, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, και τους Ο. Zybon και Α. Tepąs, πραγματογνώμονες, το Συμβούλιο, εκπροσωπούμενο από τον D. Gordon-Smith, γενικό διευθυντή της νομικής υπηρεσίας της γενικής γραμματείας του Συμβουλίου στις Βρυξέλλες, και τον Β. Hoff-Nielsen, και η γαλλική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον G. Guillaume, επικουρούμενο από τον Α. Sortais, ανέπτυξαν προφορικά τις παρατηρήσεις τους.

    Η γενική εισαγγελέας ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 4ης Οκτωβρίου 1983.

    Σκεπτικό

    1

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 13 Αυγούστου 1982, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, βάσει του άρθρου 173, πρώτη παράγραφος, της συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή με την οποία ζητείται η ακύρωση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1699/82 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1982, για το άνοιγμα, την κατανομή και τον τρόπο διαχείρισης κοινοτικής δασμολογικής ποσόστωσης για το ρούμι, το αράκ και την τάφια, που υπάγονται στη διάκριση 22.09 ΓΙ του Κοινού Δασμολογίου, καταγωγής των κρατών της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού (ΑΚΕ) (1982/83) (ΕΕ L 189, 1982, σ.1).

    2

    Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της δεύτερης Σύμβασης ΑΚΕ—ΕΟΚ, που υπεγράφη στη Λομέ στις 31 Οκτωβρίου 1979, προβλέπει ότι «τα προϊόντα καταγωγής των κρατών ΑΚΕ εισάγονται στην Κοινότητα άνευ δασμών και φόρων ισοδύναμου αποτελέσματος».

    3

    Το πρωτόκολλο 5, προσαρτημένο στη Σύμβαση, εισάγει εξαίρεση του εν λόγω κανόνα για το ρούμι. Το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου αυτού ορίζει ότι:

    «Μέχρι να αρχίσει να ισχύει κοινή οργάνωση της αγοράς των οινοπνευματωδών ποτών, τα προϊόντα της δασμολογικής διακρίσεως 22.09 Γ Ι, καταγωγής κρατών ΑΚΕ, εισάγονται στην Κοινότητα άνευ δασμών υπό συνθήκες οι οποίες επιτρέπουν την ανάπτυξη των παραδοσιακών ρευμάτων συναλλαγών μεταξύ των κρατών ΑΚΕ και της Κοινότητας αφενός και μεταξύ των κρατών μελών, αφετέρου.»

    4

    Το πρωτόκολλο 5 έχει ως στόχο την ανάπτυξη των παραδοσιακών ρευμάτων εμπορικών ανταλλαγών ρουμιού με παράλληλο περιορισμό των ποσοτήτων ρουμιού που μπορούν να εισάγονται χωρίς δασμούς στην Κοινότητα.

    5

    Προς το σκοπό αυτό, η Κοινότητα θεσπίζει κατ' έτος κανονισμό, ο οποίος ορίζει την ποσότητα ρουμιού που μπορεί να εισάγεται χωρίς δασμούς από τα κράτη ΑΚΕ στην Κοινότητα και ο οποίος κατανέμει την ποσόστωση αυτή μεταξύ των κρατών μελών. Το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου ρυθμίζει το θέμα της κατανομής αυτής και προβλέπει ότι οι ποσότητες που μπορούν να εισαχθούν χωρίς δασμούς πρέπει να ορίζονται κάθε έτος βάσει των μεγαλυτέρων ετησίων ποσοτήτων που έχουν εισαχθεί από τα κράτη ΑΚΕ στην Κοινότητα κατά τα τρία τελευταία έτη για τα οποία υφίστανται στατιστικά στοιχεία, προσαυξημένων με συντελεστή ετήσιας αύξησης 40 ο/ο για την αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου και 18 ο/ο για τις άλλες αγορές της Κοινότητας.

    6

    Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1699/82 όρισε σε 193178 εκατόλιτρα καθαρής αλκοόλης τη δασμολογική ποσόστωση των οικείων προϊόντων για το χρονικό διάστημα από 1ης Ιουλίου 1982 μέχρι 30ής Ιουνίου 1983. Η ποσόστωση διαιρείται σε δύο τμήματα, το πρώτο, ύψους 125430 εκατολίτρων, προοριζόμενο για κατανάλωση στο Ηνωμένο Βασίλειο και το δεύτερο, ύψους 67748 εκατολίτρων, κατανεμό-μενο μεταξύ των άλλων κρατών μελών.

    7

    Το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1699/82 προβλέπει ότι:

    «Το Ηνωμένο Βασίλειο λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε οι εισαγόμενες από τα κράτη ΑΚΕ ποσότητες, με τους όρους που καθορίζονται στα άρθρα 1 και 2, να περιορίζονται στις ανάγκες της εσωτερικής κατανάλωσης.»

    8

    Κατά την Επιτροπή, η εν λόγω διάταξη αποσκοπεί να παρεμποδίζει την εξαγωγή από το Ηνωμένο Βασίλειο στα άλλα κράτη μέλη ποσοτήτων που αποτελούν τμήμα της ποσόστωσης που έχει χορηγηθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο. Κατ' αυτόν τον τρόπο, ο επίδικος κανονισμός παραβιάζει τα άρθρα 30 και 34 της συνθήκης και πρέπει, συνεπώς, να ακυρωθεί υπό τον όρο πάντως ότι το Δικαστήριο θα αναγνωρίσει ότι τα αποτελέσματα του άρθρου 1 του εν λόγω κανονισμού διατηρούν την ισχύ τους κατ' εφαρμογή του άρθρου 1974, δεύτερη παράγραφος, της συνθήκης.

    9

    Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί το κύρος της πρακτικής που συνίσταται στην κατανομή μιας συνολικής δασμολογικής ποσόστωσης μεταξύ των κρατών μελών, αλλά το κύρος της απαγόρευσης επανεξαγωγής προς άλλα κράτη μέλη που συνάγεται από το άρθρο 4 του κανονισμού.

    10

    Κατά το Συμβούλιο, τα επιχειρήματα του οποίου υποστηρίζει στο σημείο αυτό η κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας, η ερμηνεία από την Επιτροπή του άρθρου 4 που προαναφέρθηκε είναι εσφαλμένη. Η διάταξη δεν έχει τη σημασία που της αποδίδει η Επιτροπή και ο κανονισμός δεν παραβιάζει, επομένως, τα άρθρα 30 και 34.

    11

    Το Συμβούλιο παρατηρεί ότι τα κράτη ΑΚΕ εξάγουν κατά παράδοση περισσότερο ρούμι προς το Ηνωμένο Βασίλειο (όπου προορίζεται για εσωτερική κατανάλωση) απ' όσο προς τα άλλα κράτη μέλη. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός αυτό, το άρθρο 2, περίπτωση α, του πρωτοκόλλου προβλέπει ότι 0, κατά το άρθρο 1, συντελεστής αύξησης για την ανάπτυξη του εμπορίου είναι άλλος για το Ηνωμένο Βασίλειο (40 ο/ο) και άλλος για τα υπόλοιπα κράτη μέλη (18 ο/ο) και ο κανονισμός απεικονίζει τους αριθμούς αυτούς κατά τον υπολογισμό των χορηγουμένων ποσοστώσεων.

    12

    Κατά το Συμβούλιο, το άρθρο 4 του κανονισμού έχει ως αποκλειστικό σκοπό — όπως αυτό προκύπτει σαφώς από το αγγλικό κείμενο — να επιβάλει στο Ηνωμένο Βασίλειο την υποχρέωση να μην εισάγει μεγαλύτερες ποσότητες από εκείνες που εύλογα μπορεί να θεωρηθεί ότι ανταποκρίνονται στις ανάγκες της εσωτερικής κατανάλωσης του, λαμβάνοντας υπόψη και τον προαναφερθέντα συντελεστή αύξησης, ενώ δεν περιλαμβάνει καμία απαγόρευση διαθέσεως στο εμπόριο στα άλλα κράτη μέλη ποσοτήτων ρουμιού που αποτελούν τμήμα της ποσόστωσης του Ηνωμένου Βασιλείου.

    13

    Πρέπει να τονιστεί ότι, αν υποτεθεί, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, ότι η εν λόγω διάταξη περιλαμβάνει απαγόρευση εξαγωγής από το Ηνωμένο Βασίλειο προς τα άλλα κράτη μέλη, αυτό 3α αντέκειτο πράγματι στις διατάξεις της συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων κατά συνέπεια, μολονότι υπό ορισμένες περιστάσεις η κατανομή μιας συνολικής δασμολογικής ποσόστωσης σε εθνικές ποσοστώσεις μπορεί να συμβιβάζεται με τη συνθήκη, όπως αναγνώρισε το Δικαστήριο, αυτό εξαρτάται από τη ρητή προϋπόθεση ότι δεν θίγεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων που αποτελούν τμήμα της ποσόστωσης από τότε που επετράπη η ελεύθερη κυκλοφορία τους στο έδαφος ενός από τα κράτη μέλη.

    14

    Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι η επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου διαφοράς εξαρτάται από την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1699/82.

    15

    Το Δικαστήριο θεωρεί ότι όταν ένα κείμενο κοινοτικού παραγώγου δικαίου επιδέχεται περισσότερες από μία ερμηνείες, πρέπει να προτιμηθεί εκείνη που καθιστά τη διάταξη σύμφωνη με τη συνθήκη και όχι εκείνη που συνεπάγεται το ασυμβίβαστο της προς τη συνθήκη.

    16

    Στην προκειμένη περίπτωση, η ερμηνεία που προτείνει το Συμβούλιο συμφωνεί απόλυτα με το κείμενο της σχετικής διάταξης στην αγγλική της απόδοση, χωρίς να είναι ασυμβίβαστη προς τη διατύπωση του ιδίου κειμένου στις άλλες γλώσσες, επιπλέον δε ανταποκρίνεται στο στόχο του πρωτοκόλλου 5, την εκτέλεση του οποίου διευκολύνει.

    17

    Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι η επίδικη διάταξη δεν επιβάλλει στο Ηνωμένο Βασίλειο την υποχρέωση να περιορίζει τις εξαγωγές ρουμιού καταγωγής των κρατών ΑΚΕ προς άλλα κράτη μέλη, όπως υποστήριξε η Επιτροπή, αλλ' απλώς την υποχρέωση να διασφαλίζει ότι οι εισαγόμενες στο Ηνωμένο Βασίλειο ποσότητες περιορίζονται σε εκείνες που ανταποκρίνονται στις ανάγκες της εσωτερικής του κατανάλωσης. Η επίδικη διάταξη συνάδει, επομένως, προς τη συνθήκη.

    18

    Κατά συνέπεια η προσφυγή είναι απορριπτέα.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    19

    Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Επειδή η Επιτροπή ηττήθη, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της παρεμβαίνουσας.

     

    Διά ταύτα

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    κρίνει και αποφασίζει:

     

    1)

    Απορρίπτει την προσφυγή.

     

    2)

    Καταδικάζει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της παρεμβαίνουσας.

     

    Meitēns de Wilmars

    Koopmans

    Bahlmann

    Galmot

    Pescatore

    Mackenzie Stuart

    O'Keeffe

    Bosco

    Due

    Everling

    Κακούρης

    Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Δεκεμβρίου 1983.

    Κατ' εντολή

    του γραμματέα

    Η. Α. Rühi

    Κύριος υπάλληλος διοικήσεως

    Ο πρόεδρος

    J. Mertens de Wilmars

    Op