Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32006R0553

    Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 553/2006 της Επιτροπής, της 23ης Μαρτίου 2006 , για επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές υποδημάτων που έχουν το πάνω μέρος από δέρμα, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Βιετνάμ

    ΕΕ L 98 της 6.4.2006, p. 3–54 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)

    Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 06/10/2006

    ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2006/553/oj

    6.4.2006   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    L 98/3


    ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 553/2006 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

    της 23ης Μαρτίου 2006

    για επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές υποδημάτων που έχουν το πάνω μέρος από δέρμα, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Βιετνάμ

    Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

    τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (εφεξής ο «βασικός κανονισμός») (1), και ιδίως το άρθρο 7,

    Κατόπιν διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή,

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

    1.1.   Έναρξη της διαδικασίας

    (1)

    Στις 7 Ιουλίου 2005, η Επιτροπή, με ανακοίνωση που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (2) (εφεξής «ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας»), ανήγγειλε την έναρξη διαδικασίας αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές στην Κοινότητα ορισμένων υποδημάτων που έχουν το πάνω μέρος από δέρμα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (εφεξής «ΛΔΚ») και Βιετνάμ.

    (2)

    Η διαδικασία αντιντάμπινγκ κινήθηκε μετά την καταγγελία που υποβλήθηκε στις 30 Μαΐου 2005 από την European Confederation of the Footwear Industry (CEC) εξ ονόματος των παραγωγών που αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο τμήμα, σ’ αυτήν την περίπτωση πάνω από το 40 %, της συνολικής κοινοτικής παραγωγής ορισμένων υποδημάτων που έχουν το πάνω μέρος από δέρμα.

    1.2.   Ενδιαφερόμενα μέρη και επιτόπιες επαληθεύσεις

    (3)

    Η Επιτροπή ενημέρωσε επίσημα τους παραγωγούς-εξαγωγείς στη ΛΔΚ και στο Βιετνάμ, τους εισαγωγείς/εμπόρους που είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται, τους αντιπροσώπους των εν λόγω χωρών εξαγωγής και τους καταγγέλλοντες κοινοτικούς παραγωγούς και τις ενώσεις τους σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας. Τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν τη δυνατότητα να εκθέσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να ζητήσουν ακρόαση εντός της προθεσμίας που προβλεπόταν στην ανακοίνωση σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας.

    (4)

    Λόγω του μεγάλου αριθμού κινέζων και βιετναμέζων παραγωγών-εξαγωγέων και κοινοτικών παραγωγών, στην ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας προβλέφθηκε η τεχνική της δειγματοληψίας για τον καθορισμό του ντάμπινγκ και της ζημίας, σύμφωνα με το άρθρο 17 του βασικού κανονισμού. Πρέπει να αναφερθεί ότι δεν εφαρμόστηκε η τεχνική της δειγματοληψίας για τους εισαγωγείς και τους εμπόρους στην Κοινότητα οι οποίοι κλήθηκαν όλοι να συνεργαστούν.

    (5)

    Η Επιτροπή, για να δώσει τη δυνατότητα στους παραγωγούς-εξαγωγείς της ΛΔΚ και του Βιετνάμ να υποβάλουν αίτηση για την αναγνώριση καθεστώτος οικονομίας της αγοράς («ΚΟΑ») ή τη χορήγηση ατομικής μεταχείρισης («ΑΜ»), εφόσον το επιθυμούσαν, απέστειλε έντυπα αίτησης στους παραγωγούς-εξαγωγείς που είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται και στις αρχές των δύο χωρών.

    (6)

    Η Επιτροπή έστειλε ερωτηματολόγια στους δέκα κοινοτικούς παραγωγούς που επελέγησαν στο δείγμα, στους παραγωγούς-εξαγωγείς των εν λόγω χωρών οι οποίοι επελέγησαν στο δείγμα, σε όλους τους εισαγωγείς που είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται και σε όλους τους εισαγωγείς που αναγγέλθηκαν εντός των προθεσμιών που καθορίζονται στην ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας. Επιπλέον, εστάλησαν ερωτηματολόγια στις εθνικές ενώσεις υποδηματοποιών των κρατών μελών της Κοινότητας στις οποίες ανήκουν οι κατασκευαστικές εταιρείες, προκειμένου να συλλεχθούν γενικές πληροφορίες σχετικά με την εξέλιξη της κατάστασής τους, καθώς και σε μία ένωση καταναλωτών.

    (7)

    Λήφθηκαν απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο από δώδεκα από τους επιλεγμένους στο δείγμα κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς, εκ των οποίων ένας Κινέζος παραγωγός-εξαγωγέας του δείγματος αποφάσισε να μην συνεργασθεί περαιτέρω, από τέσσερις κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς που ζήτησαν ατομική εξέταση σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, από οκτώ παραγωγούς-εξαγωγείς του Βιετνάμ που επελέγησαν στο δείγμα και από άλλους τέσσερις παραγωγούς-εξαγωγείς του Βιετνάμ που ζήτησαν ατομική εξέταση σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού. Λήφθηκαν επίσης απαντήσεις από δέκα κοινοτικούς παραγωγούς που επελέγησαν στο δείγμα, 39 εισαγωγείς που δεν είναι συνδεδεμένοι με παραγωγό-εξαγωγέα. Λήφθηκαν επίσης παρατηρήσεις από τρεις ενώσεις εισαγωγέων.

    (8)

    Η Επιτροπή αναζήτησε και επαλήθευσε όλες τις πληροφορίες που έκρινε απαραίτητες για τον προκαταρκτικό προσδιορισμό του ντάμπινγκ, της ζημίας που προέκυψε από αυτό και του συμφέροντος της Κοινότητας. Πραγματοποιήθηκαν επισκέψεις επαλήθευσης στους εξής:

    α)

    Κοινοτικοί παραγωγοί

    Πραγματοποιήθηκαν επισκέψεις επαλήθευσης στις εγκαταστάσεις δέκα κοινοτικών παραγωγών που επελέγησαν στο δείγμα και που είναι εγκατεστημένοι σε δέκα διαφορετικά κράτη μέλη. Οι κοινοτικοί παραγωγοί που επελέγησαν στο δείγμα καθώς και άλλοι συνεργαζόμενοι κοινοτικοί παραγωγοί ζήτησαν, δυνάμει του άρθρου 19 του βασικού κανονισμού, να κρατηθεί εμπιστευτική η ταυτότητά τους. Ισχυρίστηκαν ότι η κοινολόγηση της ταυτότητάς τους απειλούσε με σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις.

    Όντως, ορισμένοι καταγγέλλοντες κοινοτικοί παραγωγοί προμηθεύουν πελάτες στην Κοινότητα οι οποίοι προμηθεύονται επίσης τα προϊόντα τους από τη ΛΔΚ και το Βιετνάμ, επωφελούμενοι έτσι άμεσα από αυτές τις εισαγωγές. Αυτοί οι καταγγέλλοντες βρίσκονται επομένως σε ευαίσθητη θέση εφόσον ορισμένοι από τους πελάτες τους ενδέχεται να δυσαρεστηθούν εάν γνωρίσουν ότι έχουν υποβάλει ή υποστηρίζουν την καταγγελία κατά του ζημιογόνου ντάμπινγκ. Γι’ αυτούς τους λόγους θεώρησαν ότι απειλούνταν με αντίποινα εκ μέρους ορισμένων από τους πελάτες τους, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η πιθανή λήξη των επιχειρηματικών σχέσεών τους. Το αίτημα έγινε δεκτό εφόσον συνοδευόταν από επαρκή δικαιολογητικά στοιχεία.

    Οι αντιπρόσωποι ορισμένων παραγωγών-εξαγωγέων και ένας μη συνδεδεμένος εισαγωγέας ισχυρίστηκαν ότι δεν μπορούσαν να ασκήσουν ορθά το δικαίωμά τους άμυνας λόγω του γεγονότος ότι δεν κοινοποιείται η ταυτότητα των καταγγελλόντων. Ισχυρίστηκαν ότι, υπό αυτές τις συνθήκες, δεν μπορούσαν να επαληθεύσουν την αντιπροσωπευτικότητα των καταγγελλόντων. Σημειώνεται εντούτοις ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη έθεσαν στη διάθεση της Επιτροπής τον όγκο παραγωγής κάθε καταγγέλλοντα προς έλεγχο, και έτσι ήταν δυνατό να επαληθευτεί η αντιπροσωπευτικότητά τους παρόλο που οι επωνυμίες αυτών των εταιρειών είχαν διαγραφεί. Επομένως, το επιχείρημα αυτό απορρίφθηκε.

    β)

    Μη συνδεδεμένοι εισαγωγείς στην Κοινότητα

    Adidas Salomon AG, Γερμανία,

    C&J Clark International Limited, Ηνωμένο Βασίλειο,

    George Clothing Ltd., Ηνωμένο Βασίλειο,

    Nike European Operations BV, Κάτω Χώρες,

    Puma AG Rudolf Dassler Sport, Γερμανία,

    Timberland Europe BV, Κάτω Χώρες.

    γ)

    Παραγωγοί-εξαγωγείς στην ΛΔΚ

    Apache Footwear Ltd. («APE I»),

    Apache Footwear II Ltd. («APE II»),

    FED International Corp. («FED»),

    FuGuiNiao Shoes Development Co. Ltd. («FS»),

    Golden Step Industrial Co. Ltd. («GS»),

    Growth-Link Overseas Co. Ltd. («GLO»),

    Heng Tai Hong Wei Shoes Co. Ltd. («Heng Tai»),

    Laikong Footwear Co. Ltd. («Laikong»),

    Laitin Footwear Co. Ltd. («Laitin»),

    Poong Won Chehwa Co. Ltd. («PWC»),

    Sun Sang Kong Yuen Shoes FTY (Hui Yang) Co. Ltd. («SSKY»),

    Yue Yuen Group («Yue Yuen»).

    δ)

    Παραγωγοί-εξαγωγείς στο Βιετνάμ

    Pou Yuen Vietnam Enterprise Ltd. Yuen Yuen,

    Pou Chen Vietnam Enterprise Ltd. Yuen Yuen,

    Taekwang Vina Industrial Co. Ltd.,

    Haiphong Leather Products and Footwear Company,

    Εταιρεία αριθ. 32,

    Dona Biti’s IMEX Corp. Pte. Ltd.,

    Binh Tien Imex Corp. Pte. Ltd.,

    Kai Nan Joint Venture Co. Ltd.

    Επειδή ήταν αναγκαίο να καθοριστεί η κανονική αξία όσον αφορά τους παραγωγούς-εξαγωγείς της ΛΔΚ και του Βιετνάμ στους οποίους ενδέχετο να μην αναγνωρισθεί το καθεστώς οικονομίας της αγοράς, πραγματοποιήθηκε επιτόπια επαλήθευση για τον καθορισμό της κανονικής αξίας με βάση στοιχεία ανάλογης χώρας, στην παρούσα περίπτωση της Βραζιλίας, στις εγκαταστάσεις των ακόλουθων εταιρειών:

    Bison Indústria de Calçados Ltda,

    Calçados Azaleia SA,

    H. Bettarello Curtidora e Calçados Ltda.

    1.3.   Περίοδος έρευνας

    (9)

    Η έρευνα για την πρακτική ντάμπινγκ και τη ζημία κάλυψε την περίοδο από 1ης Απριλίου 2004 έως τις 31 Μαρτίου 2005 (εφεξής «η περίοδος της έρευνας» ή «ΠΕ»). Η εξέταση των τάσεων που απαιτήθηκε για την αξιολόγηση της ζημίας κάλυψε την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 2001 έως το τέλος της ΠΕ (εφεξής «η εξεταζόμενη περίοδος»).

    2.   ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝ ΚΑΙ ΟΜΟΕΙΔΕΣ ΠΡΟΪΟΝ

    2.1.   Γενικές παρατηρήσεις

    (10)

    Το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας είναι τα υποδήματα που έχουν το πάνω μέρος από δέρμα ή από ανασχηματισμένο δέρμα (εφεξής «υποδήματα με το πάνω μέρος από δέρμα»), εκτός από τα ακόλουθα:

    αθλητικά υποδήματα κατά την έννοια της σημείωσης της διάκρισης 1 του κεφαλαίου 64 της συνδυασμένης ονοματολογίας, δηλαδή i) τα υποδήματα που έχουν σχεδιαστεί με σκοπό την άσκηση μιας αθλητικής δραστηριότητας και τα οποία είναι ή μπορεί να είναι εφοδιασμένα με μυτερά καρφιά, γάντζους, λουριά, ράβδους ή παρόμοιες διατάξεις και ii) τα υποδήματα για παγοδρομίες (πατινάζ), τα υποδήματα για χιονοδρομίες (σκι), τα υποδήματα για περπάτημα στο χιόνι, τα υποδήματα πάλης, τα υποδήματα πυγμαχίας και τα υποδήματα ποδηλασίας·

    παντόφλες και άλλα υποδήματα δωματίου·

    υποδήματα με προστατευτικό κάλυμμα των δακτύλων.

    (11)

    Το πεδίο κάλυψης του προϊόντος περιλαμβάνει επομένως κυρίως τα σανδάλια, τις μπότες και τα υποδήματα πόλης.

    i)   Αθλητικά υποδήματα ειδικής τεχνολογίας

    (12)

    Πολλοί παραγωγοί-εξαγωγείς και εισαγωγείς ισχυρίστηκαν ότι ορισμένοι τύποι αθλητικών υποδημάτων, εκτός από εκείνους που αναφέρονται ανωτέρω, πρέπει επίσης να αποκλειστούν από το πεδίο κάλυψης του προϊόντος. Αυτό το αίτημα στηρίζεται στον ισχυρισμό ότι, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους, αυτοί οι τύποι υποδημάτων και άλλοι τύποι υποδημάτων με το πάνω μέρος από δέρμα δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι αποτελούν ένα ενιαίο προϊόν.

    (13)

    Ειδικότερα αυτό το αίτημα αφορά τα υποδήματα που προορίζονται για την άσκηση αθλητικής δραστηριότητας και η κατασκευή των οποίων προϋποθέτει τη χρήση ειδικής τεχνολογίας, τα οποία ονομάζονται «ΑΥΕΤ», δηλαδή αθλητικά υποδήματα ειδικής τεχνολογίας. Σ’ αυτό το πλαίσιο, τα υποδήματα που χρησιμοποιούνται για την άσκηση αθλητικής δραστηριότητας εννοείται ότι σημαίνουν τα υποδήματα του τένις, καλαθόσφαιρας, γυμναστικής, προπόνησης και παρόμοια υποδήματα. Τα εν λόγω υποδήματα (δηλαδή τα υποδήματα ΑΥΕΤ) υπάγονται επί του παρόντος στους εξής κωδικούς ΣΟ: ex 6403 91 11, ex 6403 91 13, ex 6403 91 16, ex 6403 91 18, ex 6403 91 91, ex 6403 91 93, ex 6403 91 96, ex 6403 91 98, ex 6403 99 91, ex 6403 99 93, ex 6403 99 96, ex 6403 99 98. Τα επιχειρήματα όσον αφορά τα αθλητικά υποδήματα ειδικής τεχνολογίας έχουν αναλυθεί λεπτομερώς. Καταρχήν, καθορίστηκε ότι τα υποδήματα αυτά είναι εντελώς εξειδικευμένα υποδήματα που έχουν διαφορετικά τεχνικά χαρακτηριστικά και έχουν σχεδιαστεί ειδικά για την άσκηση αθλητικής δραστηριότητας. Αυτά τα χαρακτηριστικά περιλαμβάνουν κυρίως ένα πέλμα αποτελούμενο από πολλά στρώματα, που έχει σχεδιαστεί με σκοπό να προστατεύει μέρος της φτέρνας και του μπροστινού τμήματος των ποδιών του αθλητή και ένα συμπληρωματικό ενδιάμεσο πέλμα με ειδικά προστατευτικά ή σταθεροποιητικά στοιχεία που απορροφούν τους κραδασμούς ή/και ελέγχουν τις κινήσεις. Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι σημαντικά στο ότι αυξάνουν τις επιδόσεις και εμποδίζουν τους τραυματισμούς κατά την άσκηση αθλητικών δραστηριοτήτων.

    (14)

    Οι εταιρείες, για να ενσωματώσουν αυτά τα χαρακτηριστικά στα προϊόντα τους, υποβάλλονται σε σημαντικά έξοδα έρευνας και ανάπτυξης σε ό,τι αφορά τον σχεδιασμό, τα εξειδικευμένα υλικά που χρησιμοποιούνται καθώς και τους επιτόπιους ελέγχους. Αυτά τα συμπληρωματικά έξοδα καταλήγουν γενικά σε υψηλότερη τιμή εισαγωγής για τα αθλητικά υποδήματα ειδικής τεχνολογίας σε σύγκριση με άλλους τύπους υποδημάτων.

    (15)

    Δεύτερον, η έρευνα έδειξε ότι τα αθλητικά υποδήματα ειδικής τεχνολογίας διαφέρουν από τους άλλους τύπους υποδημάτων εφόσον i) πωλούνται κανονικά μέσω διαφορετικών κυκλωμάτων πωλήσεων, ii) έχουν συνήθως διαφορετικές τελικές χρήσεις και διαφορετική αντιμετώπιση από τους καταναλωτές και iii) οι τάσεις των εισαγωγών υποδημάτων ειδικής τεχνολογίας εξελίχθηκαν διαφορετικά σε σχέση με τους άλλους τύπους υποδημάτων. Αυτές οι διαφορές περιγράφονται κατωτέρω με περισσότερες λεπτομέρειες.

    (16)

    Σε ό,τι αφορά τα κυκλώματα διανομής, τα αθλητικά υποδήματα ειδικής τεχνολογίας πωλούνται ευρέως σε καταστήματα τα οποία εξειδικεύονται αποκλειστικά σε αθλητικό εξοπλισμό ή, στην περίπτωση μεγάλων αλυσίδων καταστημάτων λιανικής πώλησης με εμπορικό σήμα ή πολυκαταστημάτων, σε βιτρίνες/τμήματα που είναι ειδικά αφιερωμένα σε αθλητικά είδη. Εξάλλου, άλλοι τύποι υποδημάτων διανέμονται κυρίως μέσω καταστημάτων λιανικής πώλησης υποδημάτων μάρκας ή όχι, ή ακόμη και μέσω πολυκαταστημάτων (σουπερμάρκετ).

    (17)

    Το γεγονός ότι τα αθλητικά υποδήματα ειδικής τεχνολογίας διανέμονται μέσω διαφορετικών κυκλωμάτων διανομής δείχνει επίσης ότι οι καταναλωτές έχουν διαφορετική αντίληψη γι’ αυτά τα υποδήματα από ό,τι για άλλους τύπους υποδημάτων. Ειδικότερα θεωρείται επίσης ότι οι καταναλωτές αθλητικού εξοπλισμού κάνουν σαφή διάκριση μεταξύ υποδημάτων που έχουν σχεδιαστεί ειδικά για την άσκηση αθλητικών δραστηριοτήτων και άλλων τύπων υποδημάτων, συμπεριλαμβανομένων των τύπων πρόχειρων υποδημάτων που μοιάζουν με τα αθλητικά υποδήματα (εφεξής «πρόχειρα υποδήματα»), αν και δεν έχουν τα χαρακτηριστικά των αθλητικών υποδημάτων ειδικής τεχνολογίας. Επιπλέον, αν και τα αθλητικά υποδήματα ειδικής τεχνολογίας μπορούν να χρησιμοποιηθούν για καθημερινή χρήση —και όχι για την άσκηση αθλητικής δραστηριότητας— παρόμοια με τη χρήση άλλων τύπων υποδημάτων, αυτοί οι άλλοι τύποι υποδημάτων σίγουρα δεν αρμόζουν για αθλητικές δραστηριότητες. Επομένως ο βαθμός εναλλαξιμότητας μεταξύ των αθλητικών υποδημάτων ειδικής τεχνολογίας και των υποδημάτων που δεν έχουν τέτοια χαρακτηριστικά ειδικής τεχνολογίας είναι μάλλον περιορισμένος.

    (18)

    Επιπλέον, η έρευνα έδειξε ότι οι εισαγωγές από τις εν λόγω χώρες αθλητικών υποδημάτων ειδικής τεχνολογίας εξελίχθηκαν διαφορετικά τα τελευταία χρόνια σε σχέση με τους άλλους τύπους υποδημάτων. Όντως, ενώ οι όγκοι των εισαγωγών υποδημάτων ειδικής τεχνολογίας μειώθηκε κατά 5 % μεταξύ του 2003 και της ΠΕ, οι εισαγωγές άλλων τύπων υποδημάτων εκτός των ΑΥΕΤ αυξήθηκε κατά πάνω από 50 % κατά την ίδια περίοδο. Σε ό,τι αφορά τις εξελίξεις των τιμών, η μείωση των τιμών εισαγωγής αθλητικών υποδημάτων ειδικής τεχνολογίας (ΑΥΕΤ) από τις εν λόγω χώρες ήταν λιγότερο σημαντική από ό,τι η μείωση των τιμών άλλων τύπων υποδημάτων: μεταξύ του 2003 και της ΠΕ, η μέση τιμή των ΑΥΕΤ μειώθηκε κατά 6 % ενώ η μέση τιμή άλλων τύπων υποδημάτων μειώθηκε κατά 12 %. Τέλος, η μέση τιμή εισαγωγής των ΑΥΕΤ από τις εν λόγω χώρες κατά την ΠΕ ήταν 40 % υψηλότερη από τη μέση τιμή εισαγωγής των άλλων υποδημάτων εκτός των ΑΥΕΤ.

    (19)

    Για τους ανωτέρω λόγους, δηλαδή τις διαφορές των βασικών φυσικών και τεχνικών χαρακτηριστικών, τα κυκλώματα των πωλήσεων, την τελική χρήση και την αντίληψη που έχουν γι’ αυτά οι καταναλωτές, συνάγεται προσωρινά το συμπέρασμα ότι τα αθλητικά υποδήματα ειδικής τεχνολογίας πρέπει να αποκλειστούν από τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος και έτσι από το πεδίο της παρούσας έρευνας.

    (20)

    Η κοινοτική βιομηχανία υποδημάτων ισχυρίστηκε ότι οι τάσεις της μόδας τα τελευταία χρόνια έπαιξαν ουσιαστικό ρόλο εφόσον έφεραν τα αθλητικά υποδήματα στο τμήμα της αγοράς που αφορούσε τα πρόχειρα υποδήματα. Ισχυρίστηκαν επίσης ότι και οι δύο τύποι υποδημάτων πωλούνται μέσω των ιδίων σημείων διανομής και ότι οι καταναλωτές αγοράζουν συχνά και χρησιμοποιούν τα αθλητικά υποδήματα ειδικής τεχνολογίας για άλλους σκοπούς πέραν της άσκησης αθλητικής δραστηριότητας. Επομένως ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής θεωρεί ότι τα αθλητικά υποδήματα ειδικής τεχνολογίας δεν πρέπει να αποκλειστούν από τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος.

    (21)

    Ως προς αυτό, ακόμη και αν οι τάσεις της μόδας είχαν κάποια επίπτωση στην επιλογή και στις προτιμήσεις των καταναλωτών, δεν επηρεάζουν με κανέναν τρόπο τα ουσιαστικά βασικά φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά ενός προϊόντος και επομένως δεν μπορούν να μεταβάλουν τα ανωτέρω συμπεράσματα.

    (22)

    Θεωρείται επίσης ότι παρόλο που τα πρόχειρα υποδήματα έγιναν εξαιρετικά δημοφιλή τα τελευταία χρόνια, αυτή η τάση της μόδας αφορά τα πρόχειρα υποδήματα γενικά και ειδικότερα τα παρόμοια είδη αθλητικών υποδημάτων ή ακόμη τα αθλητικά υποδήματα που δεν έχουν τα χαρακτηριστικά των ΑΥΕΤ. Παρόλο που τα ΑΥΕΤ μπορούν να χρησιμοποιηθούν επίσης, σύμφωνα με τις τάσεις αυτής της μόδας, για διαφορετικό σκοπό από αυτόν για τον οποίο έχουν σχεδιαστεί, αυτό εξακολουθεί να είναι ένα πολύ περιορισμένο φαινόμενο το οποίο επιπλέον δεν στηρίζεται στα ειδικά και μοναδικά χαρακτηριστικά των ΑΥΕΤ, αλλά στο απλό γεγονός ότι αυτά τα υποδήματα είναι παρόμοια με τα υποδήματα που μοιάζουν με τα αθλητικά.

    (23)

    Όντως, ο ισχυρισμός ότι οι τάσεις της μόδας προέκυψαν από την αυξημένη κατανάλωση ΑΥΕΤ στην αγορά της Κοινότητας δεν υποστηρίζεται από τα στοιχεία των εισαγωγών. Εν πάση περιπτώσει, όπως φαίνεται ανωτέρω, οι εισαγωγές ΑΥΕΤ —και έτσι η κοινοτική κατανάλωση εφόσον αυτός ο τύπος υποδημάτων παράγεται κυρίως στις δύο εν λόγω χώρες ενώ υπάρχει μόνον ελάχιστη παραγωγή στην Κοινότητα— μειώθηκαν τα τελευταία χρόνια. Τονίζεται επίσης ότι ο ισχυρισμός του κοινοτικού κλάδου παραγωγής αναφερόταν σε όλους τους τύπους αθλητικών υποδημάτων, και όχι συγκεκριμένα στα ΑΥΕΤ, τα οποία, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, επηρεάστηκαν μόνον οριακά από τη γενική τάση της μόδας δεδομένου ότι φαίνονται όμοια με τα υποδήματα που μοιάζουν με τα αθλητικά.

    (24)

    Εντούτοις, αναγνωρίζεται ότι μερικές φορές τα αθλητικά υποδήματα ειδικής τεχνολογίας διανέμονται επίσης σε καταστήματα λιανικής πώλησης που δεν εξειδικεύονται σε αθλητικά υποδήματα και ότι μπορεί να υπάρξει κάποιος βαθμός ανταγωνισμού μεταξύ των ΑΥΕΤ και των άλλων τύπων υποδημάτων εκτός ΑΥΕΤ. Αλλά επειδή αυτό το γεγονός είναι περιορισμένο δεν θεωρείται επαρκές για να μεταβάλει τα ανωτέρω συμπεράσματα.

    (25)

    Ένα κράτος μέλος εξέφρασε την αντίρρησή του ως προς τον αποκλεισμό των ΑΥΕΤ από το πεδίο της διαδικασίας με το επιχείρημα ότι αυτό θα αποτελέσει σοβαρό κίνδυνο καταστρατήγησης. Αυτό το επιχείρημα στηρίζεται στον ισχυρισμό ότι ένας απλός φυσικός έλεγχος δεν αρκεί για να γίνει διάκριση μεταξύ των διαφόρων τύπων υποδημάτων, και ότι μια τέτοια διάκριση μπορεί να γίνει μόνο μέσω χημικής ανάλυσης των υλικών και τεχνικών ελέγχων επί των μηχανικών στοιχείων που είναι ενσωματωμένα στο υπόδημα.

    (26)

    Αν και δεν αποκλείεται να μην αρκεί πάντα ένας απλός φυσικός έλεγχος για να γίνεται διάκριση μεταξύ των διαφόρων τύπων, αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί έγκυρο επιχείρημα κατά του αποκλεισμού των ΑΥΕΤ από το πεδίο της έρευνας. Όντως, το γεγονός ότι μπορεί να είναι ορισμένες φορές δύσκολο να διαφοροποιηθούν από φυσικής πλευράς διάφοροι τύποι υποδημάτων, δεν μεταβάλλει τα ανωτέρω συμπεράσματα ότι τα ΑΥΕΤ πρέπει να θεωρηθούν διαφορετικοί τύποι από τα άλλα δερμάτινα υποδήματα. Επιπλέον, σε πολλές άλλες περιπτώσεις, απαιτείται κάτι περισσότερο από έναν απλό έλεγχο για να προσδιοριστεί εάν ένα προϊόν πρέπει να καλύπτεται από το πεδίο των μέτρων αντιντάμπινγκ ή όχι, πράγμα που δεν ήταν ποτέ επαρκές στοιχείο κατά του αποκλεισμού του προϊόντος από το πεδίο εφαρμογής των μέτρων. Επομένως, το επιχείρημα αυτό απορρίφθηκε.

    (27)

    Τέλος, ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίστηκαν ότι όλοι οι τύποι αθλητικών υποδημάτων, και έτσι όχι μόνον τα ΑΥΕΤ, πρέπει να αποκλεισθούν από το πεδίο της διαδικασίας. Αυτοί οι ισχυρισμοί στηρίζονται στα ίδια επιχειρήματα με εκείνα που προβλήθηκαν για τον αποκλεισμό των ΑΥΕΤ. Ωστόσο η έρευνα έδειξε ότι τα συμπεράσματα για τα ΑΥΕΤ δεν ισχύουν επίσης για τα υποδήματα τα οποία δεν έχουν τα χαρακτηριστικά των ΑΥΕΤ. Διαπιστώθηκε αντίθετα ότι τα συμπεράσματα που συνάγονται στις δύο προηγούμενες σκέψεις του αιτιολογικού, ισχύουν επίσης στην περίπτωση αυτών των τύπων υποδημάτων, δηλαδή δεν υπάρχει σαφής διαχωριστική γραμμή και υπάρχει άμεσος ανταγωνισμός μεταξύ αυτών και των υπόλοιπων τύπων υποδημάτων. Επομένως, το επιχείρημα αυτό απορρίφθηκε.

    ii)   Παιδικά υποδήματα

    (28)

    Για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, καθορίζεται προσωρινά ότι με παιδικά υποδήματα νοούνται τα υποδήματα με εσωτερικά πέλματα μήκους μικρότερου από 24 cm και με ύψος του συνδυασμού πέλματος και φτέρνας 3 cm ή λιγότερο. Αυτοί οι τύποι υποδημάτων υπάγονται επί τους παρόντος στους εξής κωδικούς ΣΟ: ex 6403 20 00, ex 6403 30 00, 6403 51 11, 6403 51 91, 6403 59 31, 6403 59 91, 6403 91 11, 6403 91 91, 6403 99 31, 6403 99 91 και ex 6405 10 00. Η έρευνα θα καθορίσει περαιτέρω εάν αυτός ο ορισμός πρέπει να τροποποιηθεί για το σκοπό επιβολής ενδεχομένως οριστικών μέτρων.

    (29)

    Υπενθυμίζεται ότι, στη διαδικασία όσον αφορά τα υποδήματα με το πάνω μέρος από δέρμα ή πλαστική ύλη (3), τα υποδήματα με εσωτερικά πέλματα μήκους μικρότερου από 24 cm, δεν θεωρήθηκε ότι υπάγονταν στον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους, τα παιδικά υποδήματα και άλλοι τύποι υποδημάτων που έχουν το πάνω μέρος από δέρμα, δεν θεωρήθηκαν τότε ότι αποτελούν ένα ενιαίο προϊόν. Η Επιτροπή επομένως, στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας, εξέτασε εάν αυτά τα υποδήματα υπάγονται στον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος ή εάν πρέπει να αναλυθούν σε χωριστή έρευνα.

    (30)

    Πρώτον, υπάρχουν όντως ορισμένες τεχνικές και φυσικές διαφορές μεταξύ παιδικών υποδημάτων και άλλων τύπων υποδημάτων. Λόγω του μικρού μήκους τους, η διαδικασία κατασκευής είναι εντελώς διαφορετική· απαιτείται συγκεκριμένη εξειδίκευση για την κατασκευή μικρότερων υποδημάτων που είναι προσαρμοσμένα στα ειδικά χαρακτηριστικά των παιδικών ποδιών, ειδικότερα κατά τη φάση μυϊκής και σκελετικής ανάπτυξης των πρώτων χρόνων της ηλικίας.

    (31)

    Δεύτερον, τα παιδικά υποδήματα πωλούνται συνήθως μέσω διαφορετικών κυκλωμάτων πωλήσεων σε σχέση με τα άλλα υποδήματα, πράγμα που δείχνει επίσης ότι οι καταναλωτές έχουν διαφορετική αντίληψη για τα παιδικά υποδήματα από ό,τι για άλλους τύπους υποδημάτων. Ειδικότερα, θεωρείται ότι, κατά κανόνα, οι καταναλωτές παιδικών υποδημάτων κάνουν σαφή διάκριση μεταξύ υποδημάτων που έχουν σχεδιαστεί ειδικά για παιδιά και άλλων τύπων υποδημάτων. Επιπλέον, σε σύγκριση με τα υποδήματα ενηλίκων, η αγορά παιδικών υποδημάτων φαίνεται ότι κατευθύνεται λιγότερο από τις τάσεις της μόδας ή από άλλους παρόμοιους προβληματισμούς· αντίθετα φαίνεται να δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στην τιμή και στην ποιότητα. Άλλο στοιχείο που επηρεάζει την αντίληψη των καταναλωτών είναι βεβαίως το γεγονός ότι υπάρχει πολύ μεγαλύτερος κύκλος εργασιών σε παιδικά υποδήματα από ό,τι σε άλλα υποδήματα λόγω της φυσικής ανάπτυξης των παιδιών.

    Σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας, η έρευνα δείχνει ότι τα επιχειρήματα υπέρ και κατά του να συμπεριληφθούν τα παιδικά υποδήματα στον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος δεν επιτρέπει ακόμη να συναχθεί οριστικό συμπέρασμα. Συνεπώς, η Επιτροπή αποφάσισε να θεωρήσει προσωρινά ότι τα παιδικά υποδήματα αποτελούν μέρος του υπό εξέταση προϊόντος, μέχρι να ολοκληρωθούν η έρευνα και η εξέταση στο τελικό στάδιο.

    iii)   Άλλοι ισχυρισμοί

    (32)

    Προβλήθηκε επίσης ο ισχυρισμός ότι ο ορισμός του προϊόντος είναι πολύ ευρύς ώστε να θεωρείται ότι καλύπτει ένα ενιαίο προϊόν, εφόσον περιλαμβάνει πολλά διαφορετικά είδη, υλικά και επίπεδα ποιότητας, και ότι όλοι αυτοί οι διάφοροι τύποι υποδημάτων πρέπει να εξεταστούν ατομικά στο πλαίσιο διαφορετικών διαδικασιών. Αυτός ο ισχυρισμός στηρίζεται στο γεγονός ότι ο ορισμός του προϊόντος καλύπτει 33 διαφορετικούς κωδικούς ΣΟ, πράγμα που κατά τους ισχυρισμούς υποδηλώνει ότι καλύπτονται πολλά διαφορετικά προϊόντα, και ότι οι διάφοροι τύποι υποδημάτων έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά, τελικές χρήσεις, διαδικασίες παραγωγής και πωλούνται μέσω διαφορετικών κυκλωμάτων πωλήσεων.

    (33)

    Ο αριθμός των διαφόρων κωδικών ΣΟ που καλύπτεται από τον ορισμό του προϊόντος δεν είναι επίσης από μόνος του κατάλληλος για να διαπιστωθεί εάν είναι ευρύς ή στενός ο ορισμός του προϊόντος. Τα κατάλληλα στοιχεία που εφαρμόζονται για να καθοριστεί εάν ένα προϊόν που υπόκειται σε έρευνα μπορεί να θεωρηθεί ή όχι ενιαίο προϊόν, δηλαδή τα βασικά φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά του, εξετάζονται λεπτομερώς κατωτέρω.

    (34)

    Επιπλέον, παρόλο που οι διάφοροι τύποι υποδημάτων μπορούν να έχουν όντως διαφορετικά ειδικά χαρακτηριστικά, η έρευνα ωστόσο έδειξε ότι, με εξαίρεση τα ΑΥΕΤ, τα βασικά χαρακτηριστικά τους παραμένουν παρόμοια. Επιπλέον, το γεγονός ότι το υπό εξέταση προϊόν μπορεί να παραχθεί με τη χρήση διαφορετικών κατεργασιών, αυτό δεν αποτελεί από μόνο του κριτήριο που θα οδηγούσε στη διαπίστωση ότι υπάρχουν δύο ή περισσότερα διαφορετικά προϊόντα. Τέλος, η έρευνα έδειξε επίσης ότι οι διάφοροι τύποι του υπό εξέταση προϊόντος πουλήθηκαν γενικά μέσω των ιδίων κυκλωμάτων πωλήσεων. Ενώ ορισμένα εξειδικευμένα καταστήματα επικεντρώνονται σε ορισμένους ειδικούς τύπους υποδημάτων, η μεγάλη πλειοψηφία διανομέων (έμποροι λιανικής πώλησης, μεγάλα καταστήματα, σουπερμάρκετ) πωλούν όλους τους διάφορους τύπους υποδημάτων προκειμένου να προσφέρουν μεγάλο φάσμα τύπων του προϊόντος στους πελάτες τους.

    (35)

    Τέλος, ορισμένοι εισαγωγείς ισχυρίστηκαν ότι το πεδίο του προϊόντος όπως ορίζεται στην ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας, είναι ακόμη ευρύτερο από τον ορισμό του προϊόντος που έδωσαν οι ίδιοι οι καταγγέλλοντες, το οποίο κατά τους ισχυρισμούς περιορίζεται σε μόνον τρεις τύπους υποδημάτων.

    (36)

    Ως προς αυτό, τονίζεται το γεγονός ότι ο ορισμός του ομοειδούς προϊόντος που καθορίζεται στην ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας, αντανακλά ακριβώς τον ορισμό που δίνεται στην καταγγελία. Οι τρεις τύποι υποδημάτων στους οποίους αναφέρεται, είναι μόνον ενδεικτικοί. Η καταγγελία αναφέρει ρητά ότι αυτοί οι τρεις τύποι αντιπροσωπεύουν τη μεγάλη πλειοψηφία των εισαγωγών από τις εν λόγω χώρες (πάνω από 50 %). Αυτό σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να σημαίνει ότι το πεδίο της διαδικασίας περιορίζεται μόνον σ’αυτούς τους τρεις τύπους.

    (37)

    Λόγω των ανωτέρω στοιχείων, απορρίφθηκαν οι ισχυρισμοί ότι ο ορισμός του προϊόντος είναι ιδιαίτερα ευρύς.

    iv)   Συμπέρασμα

    (38)

    Για όλους τους υπόλοιπους τύπους υποδημάτων, δηλαδή όλα τα υποδήματα που έχουν το πάνω μέρος από δέρμα εκτός των αθλητικών υποδημάτων ειδικής τεχνολογίας, αν και καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα ειδών και τύπων, τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά, οι τελικές χρήσεις και η αντίληψη που έχουν γι’ αυτά οι καταναλωτές παραμένουν βασικά οι ίδιες.

    (39)

    Εκτός του γεγονότος ότι έχουν τα ίδια βασικά φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά, όλα αυτά τα διάφορα είδη και οι τύποι βρίσκονται σε άμεσο ανταγωνισμό και είναι εναλλάξιμα σε μεγάλο βαθμό. Αυτό εξηγείται καλύτερα από το γεγονός ότι δεν υπάρχουν σαφείς διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των διαφόρων τύπων, δηλαδή υπάρχει σχετική αλληλοεπικάλυψη και ανταγωνισμός μεταξύ παρόμοιων τύπων.

    (40)

    Εν κατακλείδι, για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας και σύμφωνα με τη συνήθη κοινοτική πρακτική, θεωρείται επομένως ότι όλοι οι τύποι του προϊόντος που περιγράφεται ανωτέρω, με εξαίρεση τα αθλητικά υποδήματα ειδικής τεχνολογίας, πρέπει να θεωρηθούν ότι αποτελούν ένα ενιαίο προϊόν. Επιπλέον, συνάγεται προσωρινά το συμπέρασμα ότι τα παιδικά υποδήματα πρέπει να αποκλεισθούν από το πεδίο της διαδικασίας.

    2.2.   Υπό εξέταση προϊόν

    (41)

    Το υπό εξέταση προϊόν είναι τα υποδήματα που έχουν το πάνω μέρος από δέρμα ή ανασχηματισμένο δέρμα, όπως περιγράφεται ανωτέρω, καταγωγής ΛΔΚ και Βιετνάμ.

    (42)

    Η έρευνα έδειξε, όπως αναφέρεται ανωτέρω, ότι όλοι οι τύποι υποδημάτων που έχουν το πάνω μέρος από δέρμα, παρά τις διαφορές τους σε ό,τι αφορά τους τύπους και τα είδη, έχουν τα ίδια βασικά φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά, δηλαδή είναι υποδήματα εξωτερικού χώρου που έχουν το πάνω μέρος από δέρμα, χρησιμοποιούνται ουσιαστικά για τους ίδιους σκοπούς και μπορούν να θεωρηθούν ως διαφορετικοί τύποι του ιδίου προϊόντος.

    (43)

    Επομένως, για τους σκοπούς της παρούσας έρευνας το υπό εξέταση προϊόν είναι τα υποδήματα που έχουν το πάνω μέρος από δέρμα, όπως περιγράφονται στο κεφάλαιο «γενικές παρατηρήσεις» ανωτέρω, καταγωγής ΛΔΚ και Βιετνάμ (εφεξής «το υπό εξέταση προϊόν»). Αυτό το προϊόν υπάγεται επί του παρόντος στους ακόλουθους κωδικούς ΣΟ: ex 6403 20 00, ex 6403 30 00, ex 6403 51 15, ex 6403 51 19, ex 6403 51 95, ex 6403 51 99, ex 6403 59 11, ex 6403 59 35, ex 6403 59 39, ex 6403 59 95, ex 6403 59 99, ex 6403 91 13, ex 6403 91 16, ex 6403 91 18, ex 6403 91 93, ex 6403 91 96, ex 6403 91 98, ex 6403 99 11, ex 6403 99 33, ex 6403 99 36, ex 6403 99 38, ex 6403 99 93, ex 6403 99 96, ex 6403 99 98 και ex 6405 10 00.

    (44)

    Πρέπει να αναφερθεί ότι μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2005, τα προϊόντα καταγωγής ΛΔΚ τα οποία υπάγονται στους ανωτέρω κωδικούς ΣΟ υπόκειντο σε ποσοτική ποσόστωση, με εξαίρεση τα προϊόντα που υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 6403 20 00 και ex 6403 30 00, και τα υποδήματα που χρησιμοποιούνται για την άσκηση αθλητικής δραστηριότητας και απαιτούν τη χρήση ειδικής τεχνολογίας.

    (45)

    Επομένως, όλοι οι τύποι του υπό εξέταση προϊόντος θεωρούνται ως ένα και το αυτό προϊόν για την παρούσα διαδικασία αντιντάμπινγκ.

    2.3.   Ομοειδές προϊόν

    (46)

    Η έρευνα έδειξε ότι το υπό εξέταση προϊόν και τα υποδήματα που έχουν το πάνω μέρος από δέρμα κατασκευάζονται και πωλούνται εγχώρια στην ΛΔΚ και στο Βιετνάμ καθώς και τα υποδήματα που έχουν το πάνω μέρος από δέρμα που παράγονται και πωλούνται στην Κοινότητα από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, είναι όμοια σε ό,τι αφορά τα βασικά φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά τους και τις χρήσεις τους και ότι οι χρήστες τα θεωρούν εναλλάξιμα.

    (47)

    Ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίστηκαν ότι τα υποδήματα με το πάνω μέρος από δέρμα που παράγονται από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής και πωλούνται στην αγορά της Κοινότητας δεν είναι ομοειδή με το υπό εξέταση προϊόν. Ισχυρίστηκαν ότι αυτό αποδεικνύεται ειδικότερα από τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των προϊόντων σε ό,τι αφορά την ποιότητα, την αντίληψη που έχουν γι’ αυτά οι καταναλωτές, τα κυκλώματα των πωλήσεων και την κατάτμηση της αγοράς. Προβλήθηκε περαιτέρω ο ισχυρισμός ότι οι καταναλωτές στην Κοινότητα αντιλαμβάνονται το υπό εξέταση προϊόν ως ένα φθηνότερο προϊόν και ότι αυτά τα προϊόντα δεν επωφελούνται από κάποια αύξηση της τιμής για τη μάρκα.

    (48)

    Η έρευνα έδειξε ότι οι εισαγωγείς ισχυρίζονται το αντίθετο σχετικά με αυτό. Όντως, ενώ ορισμένοι ισχυρίστηκαν ότι το υπό εξέταση προϊόν είναι συνήθως χαμηλότερης ποιότητας και παραμένει σε διαφορετική κατηγορία τιμών σε σύγκριση με τα προϊόντα που κατασκευάζονται στην Κοινότητα, άλλοι ισχυρίστηκαν ότι τα υποδήματα μάρκας που κατασκευάζονται στις εν λόγω χώρες εισάγονται σε τιμές υψηλότερες από τις εισαγωγές υποδημάτων σε εξαιρετικά χαμηλότερες τιμές, και συνεπώς χαμηλότερης ποιότητας, από τις ίδιες εν λόγω χώρες. Εξάλλου, η έρευνα επιβεβαίωσε ότι στην Κοινότητα τα υποδήματα χαμηλότερης και υψηλότερης ποιότητας κατασκευάζονται και πωλούνται μέσω των ιδίων κυκλωμάτων διανομής με το υπό εξέταση προϊόν, δηλαδή των ανεξάρτητων εμπόρων λιανικής, μη εξειδικευμένων σουπερμάρκετ, μεγάλων πολυκαταστημάτων, κ.λπ.

    (49)

    Επιπλέον, τα υποδήματα δεν δείχνουν αναγκαστικά τη χώρα καταγωγής τους και επομένως συχνά ο καταναλωτής δυσκολεύεται να κάνει διάκριση μεταξύ υποδημάτων που κατασκευάζονται στις εν λόγω χώρες και των υποδημάτων που κατασκευάζονται στην Κοινότητα.

    (50)

    Γι’ αυτούς τους λόγους, θεωρείται ότι, ανεξάρτητα από την καταγωγή τους, τα υποδήματα που παράγονται στις εν λόγω χώρες και στην Κοινότητα είναι ανταγωνιστικά σε όλα τα επίπεδα της αγοράς και οι καταναλωτές δεν έχουν γι’ αυτά διαφορετική αντίληψη. Ενώ υπάρχουν ενδεχομένως ορισμένες μικρότερες διαφορές μεταξύ του υπό εξέταση προϊόντος και της κοινοτικής παραγωγής, θεωρείται ότι αυτές οι διαφορές δεν επηρεάζουν τα ουσιαστικά βασικά χαρακτηριστικά, τις ιδιότητες και τις χρήσεις του προϊόντος.

    (51)

    Ομοίως, δεν διαπιστώθηκαν σημαντικές διαφορές μεταξύ του υπό εξέταση προϊόντος και των υποδημάτων που έχουν το πάνω μέρος από δέρμα και παράγονται και πωλούνται από τους δύο παραγωγούς-εξαγωγείς στην εγχώρια αγορά τους και των υποδημάτων που πωλούνται από παραγωγούς στη Βραζιλία η οποία αποτελεί την ανάλογη χώρα για τον καθορισμό της κανονικής αξίας για τις εταιρείες στις οποίες δεν αναγνωρίσθηκε καθεστώς οικονομίας αγοράς.

    (52)

    Με βάση τα ανωτέρω, συνάγεται προσωρινά το συμπέρασμα ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού, και για τους σκοπούς της παρούσας έρευνας, όλοι οι τύποι υποδημάτων που έχουν το πάνω μέρος από δέρμα ή ανασχηματισμένο δέρμα και που παράγονται και πωλούνται στις εν λόγω χώρες και στη Βραζιλία καθώς και των υποδημάτων που παράγονται και πωλούνται από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής στην αγορά της Κοινότητας είναι ομοειδείς με τους τύπους που εξάγονται από τις εν λόγω χώρες στην Κοινότητα.

    3.   ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑ

    3.1.   Επιλογή δείγματος παραγωγών-εξαγωγέων στην ΛΔΚ και στο Βιετνάμ

    (53)

    Λόγω του μεγάλου αριθμού παραγωγών-εξαγωγέων στη ΛΔΚ και στο Βιετνάμ, εξετάστηκε το ενδεχόμενο χρησιμοποίησης δειγματοληπτικής μεθόδου στην ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού.

    (54)

    Για να μπορέσει η Επιτροπή να αποφασίσει αν είναι απαραίτητο να χρησιμοποιηθεί η δειγματοληπτική μέθοδος, και, εάν ναι, να επιλέξει δείγμα, οι παραγωγοί-εξαγωγείς κλήθηκαν να αναγγελθούν εντός 15 ημερών από την ημερομηνία έναρξης της διαδικασίας και να υποβάλουν βασικές πληροφορίες σχετικά με τις εξαγωγικές και τις εγχώριες πωλήσεις τους, τις συγκεκριμένες δραστηριότητές τους όσον αφορά την παραγωγή του υπό εξέταση προϊόντος, καθώς και την εταιρική επωνυμία και τις δραστηριότητες όλων των συνδεδεμένων εταιρειών στον τομέα της παραγωγής ή/και πώλησης του υπό εξέταση προϊόντος. Ζητήθηκε επίσης η γνώμη των αρχών της ΛΔΚ και του Βιετνάμ.

    3.1.1.   Προεπιλογή των συνεργασθέντων παραγωγών-εξαγωγέων

    (55)

    163 εταιρείες στη ΛΔΚ και 86 εταιρείες στο Βιετνάμ αναγγέλθηκαν και παρείχαν τις αιτούμενες πληροφορίες εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στην ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας. Ωστόσο, μόνον 154 κινέζοι παραγωγοί-εξαγωγείς και 81 παραγωγοί-εξαγωγείς του Βιετνάμ δήλωσαν ότι πραγματοποίησαν εξαγωγές στην Κοινότητα κατά την περίοδο της έρευνας. Αυτοί οι παραγωγοί-εξαγωγείς που εξήγαν το υπό εξέταση προϊόν στην Κοινότητα κατά την περίοδο της έρευνας και εξέφρασαν την επιθυμία να συμμετάσχουν στη δειγματοληψία, θεωρήθηκαν αρχικά ως συνεργασθείσες εταιρείες και λήφθηκαν υπόψη στην επιλογή του δείγματος.

    (56)

    Οι παραγωγοί-εξαγωγείς οι οποίοι δεν αναγγέλθηκαν εντός της προαναφερθείσας περιόδου ή δεν παρείχαν τις αιτούμενες πληροφορίες σε εύθετο χρόνο, θεωρήθηκαν ότι αρνήθηκαν να συνεργασθούν με την έρευνα.

    3.1.2.   Επιλογή του δείγματος

    (57)

    Στην περίπτωση της ΛΔΚ, ένα δείγμα των τεσσάρων μεγαλύτερων παραγωγών-εξαγωγέων θεωρήθηκε αρχικά σύμφωνο με το άρθρο 17 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού. Αυτό θα επέτρεπε να περιοριστούν οι έρευνες και παράλληλα να υπάρχει ένα εύλογο επίπεδο αντιπροσωπευτικότητας. Εντούτοις, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διαβουλεύσεων με τα ενδιαφερόμενα μέρη, που στην παρούσα περίπτωση εκπροσωπούνταν από τις κινεζικές αρχές και την αντίστοιχη ένωση των κινέζων παραγωγών, οι κινεζικές αρχές επέμειναν στο να προστεθούν στον κατάλογο περισσότερες εταιρείες ώστε να αυξηθεί το επίπεδο αντιπροσωπευτικότητας του δείγματος. Συνεπώς, το δείγμα επεκτάθηκε σημαντικά σε 13 κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς, που αντιπροσωπεύουν πάνω από το 20 % του όγκου των κινεζικών εξαγωγών προς την Κοινότητα. Οι κινεζικές αρχές δήλωσαν ότι ήταν πλήρως σύμφωνες με το επιλεγέν δείγμα.

    (58)

    Στην περίπτωση του Βιετνάμ, ένα δείγμα των τεσσάρων μεγαλύτερων παραγωγών-εξαγωγέων θεωρήθηκε αρχικά σύμφωνο με το άρθρο 17 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού. Εντούτοις, λόγω του αιτήματος των κινεζικών αρχών να αυξηθεί το επίπεδο αντιπροσωπευτικότητας του δείγματος των κινέζων εξαγωγέων, και για να μην υπάρχουν σημαντικές διαφορές δειγμάτων από πλευράς αντιπροσωπευτικότητας μεταξύ των δύο εν λόγω χωρών, αποφασίστηκε να αυξηθεί επίσης ο κατάλογος του δείγματος για τους εξαγωγείς του Βιετνάμ σε 8 εταιρείες. Στο τέλος της διαδικασίας διαβουλεύσεων με τις αρχές του Βιετνάμ, που ήταν σε επαφή με την ένωση παραγωγών του Βιετνάμ, επιτεύχθηκε πλήρης συμφωνία με τις αρχές αυτές για ένα δείγμα οκτώ εταιρειών στο Βιετνάμ.

    (59)

    Σύμφωνα με ο άρθρο 17 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, λήφθηκαν υπόψη τα ακόλουθα κριτήρια για την επιλογή του δείγματος:

    μέγεθος του παραγωγού-εξαγωγέα σε ό,τι αφορά τις εξαγωγικές πωλήσεις στην Κοινότητα·

    μέγεθος του παραγωγού-εξαγωγέα όσον αφορά τις εγχώριες πωλήσεις.

    (60)

    Όσον αφορά το δεύτερο κριτήριο ανωτέρω, θεωρήθηκε σημαντικό να συμπεριληφθούν στο δείγμα ορισμένες εταιρείες που είχαν πραγματοποιήσει εγχώριες πωλήσεις ώστε να υπάρχει στο δείγμα όσον το δυνατό μεγαλύτερη αντιπροσωπευτικότητα όλων των κατηγοριών της βιομηχανίας υποδημάτων. Αυτό ήταν αναγκαίο ειδικότερα για να υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, στην περίπτωση που ορισμένοι ή όλοι οι εξαγωγείς του δείγματος πληρούσαν τα κριτήρια για καθεστώς οικονομίας αγοράς, όσον αφορά τις τιμές και το κόστος που συνδέεται με την παραγωγή και την πώληση του υπό εξέταση προϊόντος στις εγχώριες αγορές των εν λόγω χωρών. Επομένως, επελέγησαν μόνον οι μεγάλες εταιρείες εξαγωγής οι οποίες ήταν επίσης αντιπροσωπευτικές για ένα μεγάλο τμήμα των εγχωρίων πωλήσεων.

    (61)

    Οι επιλεγείσες εταιρείες αντιπροσώπευαν αντιστοίχως το 25 % και 22 % περίπου των ποσοτήτων που εξήχθησαν στην Κοινότητα από τους συνεργασθέντες παραγωγούς-εξαγωγείς της Κίνας και του Βιετνάμ, και αντιστοίχως το 42 % και 50 % των εγχωρίων πωλήσεων στην ΛΔΚ και στο Βιετνάμ όπως δήλωσαν οι συνεργασθέντες εξαγωγείς. Το γεγονός ότι αποκλείστηκαν από τη διαδικασία τα αθλητικά υποδήματα ειδικής τεχνολογίας δεν επηρέασε σημαντικά την αντιπροσωπευτικότητα των δειγμάτων.

    (62)

    Οι συνεργασθέντες παραγωγοί-εξαγωγείς που τελικά δε συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα, ενημερώθηκαν από τις αρχές της Κίνας ή του Βιετνάμ για το γεγονός ότι ο δασμός αντιντάμπινγκ στις εξαγωγές τους θα υπολογιζόταν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού.

    (63)

    Απεστάλησαν ερωτηματολόγια προς συμπλήρωση σε όλες τις εταιρείες του δείγματος και λήφθηκαν απαντήσεις από όλες, πλην μιας στην ΛΔΚ, εντός των καθορισμένων προθεσμιών.

    3.1.3.   Ατομική εξέταση

    (64)

    Τέσσερις παραγωγοί-εξαγωγείς στην ΛΔΚ και τέσσερις παραγωγοί-εξαγωγείς στο Βιετνάμ που δεν συμπεριελήφθησαν στο δείγμα ζήτησαν ατομικό περιθώριο ντάμπινγκ και παρείχαν τις κατάλληλες πληροφορίες εντός της καθορισθείσας προθεσμίας, με σκοπό την εφαρμογή των άρθρων 9 παράγραφος 6 και 17 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού. Εντούτοις, λόγω του εξαιρετικά μεγάλου μεγέθους των δειγμάτων που αφορούσαν 20 εταιρείες και πολλά άλλα συνδεδεμένα μέρη, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, ότι δεν μπορούσε να γίνει ατομική εξέταση των παραγωγών-εξαγωγέων στη ΛΔΚ και στο Βιετνάμ λόγω του φόρτου εργασίας που θα συνεπαγόταν αυτό, πράγμα που θα εμπόδιζε την ολοκλήρωση της έρευνας σε εύθετο χρόνο.

    3.2.   Δειγματοληψία των κοινοτικών παραγωγών

    (65)

    Σε ό,τι αφορά τους κοινοτικούς παραγωγούς, η Επιτροπή επέλεξε ένα δείγμα με βάση καταρχάς το μέγεθος των αντίστοιχων κοινοτικών παραγωγών από πλευράς όγκου παραγωγής. Αυτά τα στοιχεία στηρίχθηκαν στις πληροφορίες που παρείχαν οι ίδιοι οι παραγωγοί και οι εθνικές ενώσεις τους. Για να συναχθεί μια ισόρροπη εικόνα της βιομηχανίας υποδημάτων, εξετάστηκε επίσης η γεωγραφική θέση των παραγωγών. Έτσι το δείγμα το οποίο καταρχάς αντανακλά το μέγεθος και τη σημασία των διαφόρων εταιρειών παραγωγής, αντανακλά επίσης τη γεωγραφική κατανομή του βιομηχανικού κλάδου στην Κοινότητα. Οι δέκα παραγωγοί του δείγματος αντιπροσωπεύουν το 10 % περίπου της παραγωγής των καταγγελλόντων κοινοτικών παραγωγών.

    4.   ΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

    4.1.   Καθεστώς οικονομίας της αγοράς (ΚΟΑ)

    (66)

    Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού, στις έρευνες αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές καταγωγής ΛΔΚ και Βιετνάμ, η κανονική αξία καθορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 6 του εν λόγω άρθρου, για τους παραγωγούς-εξαγωγείς για τους οποίους διαπιστώθηκε ότι πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 2 παράγραφος 7 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού, δηλαδή στις περιπτώσεις που αποδεικνύεται ότι ισχύουν συνθήκες οικονομίας της αγοράς όσον αφορά την κατασκευή και την πώληση του ομοειδούς προϊόντος. Εν συντομία, και για ενδεικτικούς μόνο λόγους, τα κριτήρια αυτά καθορίζονται συνοπτικά παρακάτω:

    1)

    οι επιχειρηματικές αποφάσεις και το κόστος καθορίζονται σε συνάρτηση με τις συνθήκες της αγοράς και χωρίς σημαντική κρατική παρέμβαση·

    2)

    τα λογιστικά βιβλία ελέγχονται από εξωτερικό ελεγκτή, σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα («ΔΛΠ»), και χρησιμοποιούνται για κάθε σκοπό·

    3)

    δεν παρατηρούνται σημαντικές στρεβλώσεις οφειλόμενες στη μετάβαση από παλαιότερο καθεστώς ελεγχόμενης οικονομίας·

    4)

    η ασφάλεια δικαίου και η σταθερότητα διασφαλίζονται μέσω νομοθεσίας περί πτωχεύσεως και ιδιοκτησιακού καθεστώτος·

    5)

    η ανταλλαγή συναλλάγματος πραγματοποιείται σε τιμές αγοράς.

    (67)

    Όλοι οι κινέζοι και οι βιετναμέζοι παραγωγοί που επελέγησαν στο δείγμα ζήτησαν να τους αναγνωριστεί ΚΟΑ σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού και συμπλήρωσαν την αίτηση για την αναγνώριση ΚΟΑ για παραγωγούς-εξαγωγείς εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών. Εντούτοις, ένας Κινέζος παραγωγός δεν υπέβαλε απάντηση στο ερωτηματολόγιο αφού εξετάστηκε η αίτησή του για αναγνώριση ΚΟΑ. Υπό αυτές τις περιστάσεις, είναι αναγκαίο να καθοριστεί περιθώριο ντάμπινγκ γι’ αυτόν τον παραγωγό με βάση τα διαθέσιμα πραγματικά περιστατικά. Συνεπώς, ακυρώνεται η αίτησή του για την αναγνώριση ΚΟΑ και η Επιτροπή ανέλυσε μόνον 12 αιτήσεις των υπόλοιπων κινέζων παραγωγών-εξαγωγέων του δείγματος για την αναγνώριση ΚΟΑ.

    (68)

    Για τις εταιρείες που επελέγησαν στα δείγματα, η Επιτροπή αναζήτησε όλες τις πληροφορίες που θεώρησε απαραίτητες και επαλήθευσε όλες τις πληροφορίες που είχαν υποβληθεί στην αίτηση για αναγνώριση ΚΟΑ στις εγκαταστάσεις των εν λόγω εταιρειών.

    4.1.1.   Αναγνώριση ΚΟΑ όσον αφορά τους παραγωγούς-εξαγωγείς στη ΛΔΚ.

    (69)

    Στον ακόλουθο πίνακα συνοψίζεται η θέση κάθε εταιρείας σε σχέση με τα πέντε κριτήρια που καθορίζει το άρθρο 2 παράγραφος 7) στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού.

    Εταιρεία

    1

    2

    3

    4

    5

    Συμπέρασμα

    Επιχειρηματικές αποφάσεις

    Λογιστικά

    Στοιχεία ενεργητικού και μεταφορά

    Νομικό πλαίσιο

    Τιμή συναλλάγματος

    Εταιρεία 1

    όχι

    όχι

    όχι

    ναι

    ναι

    όχι ΚΟΑ

    Εταιρεία 2

    όχι

    ναι

    όχι

    ναι

    ναι

    όχι ΚΟΑ

    Εταιρεία 3

    όχι

    ναι

    ναι

    ναι

    ναι

    όχι ΚΟΑ

    Εταιρεία 4

    όχι

    όχι

    όχι

    όχι

    όχι

    όχι ΚΟΑ

    Εταιρεία 5

    όχι

    ναι

    ναι

    ναι

    ναι

    όχι ΚΟΑ

    Εταιρεία 6

    όχι

    όχι

    όχι

    όχι

    όχι

    όχι ΚΟΑ

    Εταιρεία 7

    όχι

    όχι

    όχι

    όχι

    όχι

    όχι ΚΟΑ

    Εταιρεία 8

    όχι

    όχι

    όχι

    ναι

    ναι

    όχι ΚΟΑ

    Εταιρεία 9

    όχι

    όχι

    όχι

    ναι

    ναι

    όχι ΚΟΑ

    Εταιρεία 10

    όχι

    όχι

    όχι

    ναι

    ναι

    όχι ΚΟΑ

    Εταιρεία 11

    όχι

    ναι

    ναι

    ναι

    ναι

    όχι ΚΟΑ

    Εταιρεία 12

    όχι

    όχι

    όχι

    όχι

    όχι

    όχι ΚΟΑ

    Πηγή: Επαληθευμένες απαντήσεις των συνεργασθέντων κινέζων εξαγωγέων στο ερωτηματολόγιο.

    (70)

    Στις ενδιαφερόμενες εταιρείες δόθηκε η δυνατότητα να σχολιάσουν τα προαναφερθέντα συμπεράσματα. Και οι δώδεκα εταιρείες διαφώνησαν με τις θέσεις και ισχυρίστηκαν ότι έπρεπε να τους αναγνωρισθεί ΚΟΑ.

    (71)

    Πρώτον, σημειώνεται ότι τέσσερις κινέζοι παραγωγοί-εξαγωγείς που συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα, δεν πληρούσαν κανένα από τα 5 κριτήρια που απαιτούνται για την αναγνώριση καθεστώτος οικονομίας αγοράς. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι οι πληροφορίες που υπέβαλαν δεν ήταν αρκετά πλήρεις και επομένως δεν μπορούσαν να συναχθούν συμπεράσματα για το εάν πληρούσαν τα κατάλληλα κριτήρια. Συνεπώς, θεωρήθηκε ότι δεν πληρούντο τα εν λόγω κριτήρια.

    (72)

    Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι είναι η συνήθης πρακτική της Επιτροπής να εξετάζει εάν μια ομάδα συνδεδεμένων εταιρειών πληροί ως σύνολο τις προϋποθέσεις για την αναγνώριση ΚΟΑ. Επομένως σε περίπτωση που μια θυγατρική ή άλλη συνδεδεμένη εταιρεία του αιτούντα στην ΛΔΚ είναι παραγωγός ή/και πωλητής του υπό εξέταση προϊόντος, όλες αυτές οι συνδεδεμένες εταιρείες οφείλουν να υποβάλουν έντυπο αιτήσεων για την αναγνώριση ΚΟΑ. Συνεπώς, η παράλειψη ως προς αυτό εκ μέρους των τεσσάρων παραγωγών-εξαγωγέων του δείγματος που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 71 ανωτέρω, είχε ως συνέπεια να μη μπορεί να καθοριστεί ότι αυτές οι εταιρείες πληρούσαν ως σύνολο όλες τις προϋποθέσεις για την αναγνώριση ΚΟΑ.

    (73)

    Σε ό,τι αφορά το κριτήριο 1 («οι επιχειρηματικές αποφάσεις καθορίζονται σύμφωνα με τις παρεχόμενες από την αγορά ενδείξεις και χωρίς σημαντική κρατική παρέμβαση, και το κόστος αντανακλά τις αξίες της αγοράς»), συνήχθη το συμπέρασμα ότι και οι 12 κινέζοι παραγωγοί-εξαγωγείς του δείγματος δεν απέδειξαν ότι πληρούσαν το εν λόγω κριτήριο. Ειδικότερα οι λόγοι που δεν πληρούται το κριτήριο 1 είναι η ύπαρξη περιορισμών στις πωλήσεις που προβλέπονται στα καταστατικά των εταιρειών ή/και στις άδειες άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας, ή, σε μία περίπτωση, εκ των πραγμάτων περιορισμών στις πωλήσεις των εταιρειών που επελέγησαν στο δείγμα, πράγμα που οφείλεται στην κρατική παρέμβαση. Μετά την κοινολόγηση οι εταιρείες του δείγματος ισχυρίστηκαν ότι αυτοί οι περιορισμοί δεν αποτελούν το κατάλληλο επιχείρημα επειδή δεν ισχύουν πλέον και αποτελούν αποκλειστικά μη δεσμευτικούς εσωτερικούς κανόνες των εταιρειών. Εντούτοις, αυτά τα έγγραφα αποτελούν τη βάση, μεταξύ άλλων, στην οποία στηρίζονται οι συναλλαγές προϊόντων εταιρείας. Αντίθετα η κινεζική διοίκηση επιτρέπει στις εταιρείες να λειτουργούν μόνο με βάση το καταστατικό τους και την άδεια άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας, που αποτελούν το συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο για δεδομένη εταιρεία.

    (74)

    Σε ό,τι αφορά το κριτήριο 2 («Οι εταιρείες διατηρούν μία συγκεκριμένη σειρά βασικών λογιστικών βιβλίων που υπόκεινται σε ανεξάρτητο έλεγχο, βάσει των διεθνών λογιστικών προτύπων, και ισχύουν για όλες τις περιπτώσεις»), επτά εταιρείες παρέλειψαν να αποδείξουν ότι πληρούν τον όρο που καθορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού. Πράγματι, σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι λογαριασμοί περιείχαν σημαντικά προβλήματα. Για παράδειγμα, όσον αφορά έναν εξαγωγέα, οι ελεγμένοι ισολογισμοί δεν αντανακλούσαν ανά πάσα στιγμή την ορθή και αληθινή αξία των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού επειδή δεν είχαν καταχωρηθεί τη στιγμή που είχαν προκύψει (κατά την αγορά) αλλά όταν είχε γίνει η πληρωμή. Αυτή η παραβίαση ενός θεμελιώδους Διεθνούς Λογιστικού Προτύπου («ΔΛΠ»), ιδίως της αρχής του δεδουλευμένου, δεν είχε εντούτοις σχολιαστεί από τους ελεγκτές. Συνεπώς, τα λογιστικά βιβλία δεν είχαν ελεγχθεί σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα. Σε άλλη περίπτωση, τα λογιστικά βιβλία δεν ήταν σαφή επειδή πολλά σημαντικά δελτία δεν ήταν πλήρη. Και πάλι αυτό δεν είχε αναφερθεί από τους ελεγκτές. Μετά την κοινολόγηση δεν υποβλήθηκε ικανοποιητική εξήγηση γι’ αυτές τις παραλείψεις. Επιπλέον, δύο παραγωγοί-εξαγωγείς που συμπεριελήφθησαν στο δείγμα δεν ακολούθησαν τις συστάσεις των ελεγκτών τους όσον αφορά τη λογιστική καταχώρηση των πληρωτέων εξόδων, την ενοικίαση γαιών, τις ζημίες από απαιτήσεις ανεπίδεκτες εισπράξεως, την υποτίμηση των πάγιων στοιχείων ενεργητικού και των αποθεμάτων κατά τα δημοσιονομικά έτη που ακολούθησαν τον έλεγχο, ώστε να διατηρούν ορθά λογιστικά βιβλία.

    (75)

    Εννέα εταιρείες δεν απέδειξαν ότι πληρούν το κριτήριο 3 («το κόστος παραγωγής και η οικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων δεν πρέπει να υπόκειται σε μείζονες στρεβλώσεις, προερχόμενες από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς»). Στις αμφισβητούμενες περιπτώσεις, διαπιστώθηκε ιδίως ότι τα δικαιώματα χρήσης γης ή μηχανημάτων δεν είχαν μεταφερθεί στους εν λόγω εξαγωγείς υπό τις συνθήκες της αγοράς, γεγονός που προκάλεσε στρεβλώσεις του κόστους και οικονομικές καταστάσεις προερχόμενες από το σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς. Μετά την κοινολόγηση ορισμένοι κινέζοι παραγωγοί-εξαγωγείς του δείγματος αμφισβήτησαν αυτές τις διαπιστώσεις. Εντούτοις, δεν αιτιολόγησαν αρκετά τους ισχυρισμούς τους ότι είχαν αποκτήσει αυτά τα στοιχεία ενεργητικού υπό συνθήκες της αγοράς.

    (76)

    Όσον αφορά το κριτήριο 4 («οι ενδιαφερόμενες εταιρείες υπόκεινται στη νομοθεσία πτώχευσης και ιδιοκτησίας η οποία εξασφαλίζει τη νομική βεβαιότητα και σταθερότητα για τη λειτουργία των επιχειρήσεων»), όσον αφορά τους τέσσερις παραγωγούς που παρέλειψαν να υποβάλουν επαρκείς πληροφορίες, συνήχθη το συμπέρασμα, ελλείψει τέτοιων πληροφοριών, ότι δεν απέδειξαν ότι πληρούσαν το εν λόγω κριτήριο.

    (77)

    Τέλος, οι ίδιες τέσσερις εταιρείες, λόγω του ότι δεν παρείχαν επαρκείς πληροφορίες, δεν μπόρεσαν επίσης να αποδείξουν ότι πληρούν το κριτήριο 5 («Οι πράξεις μετατροπής του συναλλάγματος πραγματοποιούνται σε τιμές της αγοράς»).

    4.1.2.   Αναγνώριση ΚΟΑ όσον αφορά τους παραγωγούς-εξαγωγείς στο Βιετνάμ

    (78)

    Στον ακόλουθο πίνακα συνοψίζεται η θέση κάθε εταιρείας σε σχέση με τα πέντε κριτήρια που καθορίζει το άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού.

    Εταιρεία

    1

    2

    3

    4

    5

    Συμπέρασμα

    Επιχειρηματικές αποφάσεις

    Λογιστικά

    Στοιχεία ενεργητικού και μεταφορά

    Νομικό πλαίσιο

    Τιμή συναλλάγματος

    Εταιρεία 1

    όχι

    όχι

    όχι

    ναι

    ναι

    όχι ΚΟΑ

    Εταιρεία 2

    όχι

    όχι

    όχι

    ναι

    ναι

    όχι ΚΟΑ

    Εταιρεία 3

    όχι

    όχι

    όχι

    ναι

    ναι

    όχι ΚΟΑ

    Εταιρεία 4

    όχι

    όχι

    όχι

    ναι

    ναι

    όχι ΚΟΑ

    Εταιρεία 5

    όχι

    ναι

    όχι

    ναι

    ναι

    όχι ΚΟΑ

    Εταιρεία 6

    όχι

    όχι

    όχι

    ναι

    ναι

    όχι ΚΟΑ

    Εταιρεία 7

    ναι

    όχι

    όχι

    ναι

    ναι

    όχι ΚΟΑ

    Εταιρεία 8

    ναι

    όχι

    όχι

    ναι

    ναι

    όχι ΚΟΑ

    Πηγή: Επαληθευμένες απαντήσεις των συνεργασθέντων βιετναμέζων εξαγωγέων στο ερωτηματολόγιο.

    (79)

    Στις ενδιαφερόμενες εταιρείες δόθηκε η δυνατότητα να σχολιάσουν τα προαναφερθέντα συμπεράσματα. Και οι οκτώ εταιρείες διαφώνησαν με τις θέσεις και ισχυρίστηκαν ότι έπρεπε να τους αναγνωρισθεί ΚΟΑ.

    (80)

    Όσον αφορά το κριτήριο 1, έξι εταιρείες δεν απέδειξαν ότι οι επιχειρηματικές αποφάσεις τους λαμβάνονται σύμφωνα με τις ενδείξεις της αγοράς και χωρίς σημαντική κρατική παρέμβαση.

    (81)

    Τέσσερις από αυτές λειτουργούν υπό την προϋπόθεση ότι θα εξάγουν είτε όλη ή σημαντικό μέρος της παραγωγής τους. Οι εν λόγω εταιρείες ισχυρίστηκαν ότι είχαν το δικαίωμα να πωλούν στην εγχώρια αγορά τους. Εντούτοις, οι παρατηρήσεις τους δεν περιείχαν τα κατάλληλα αντεπιχειρήματα. Οι εταιρείες ισχυρίστηκαν απλώς ότι ήταν ελεύθερες να ζητήσουν τροποποίηση της αδείας τους για επενδύσεις εάν επιθυμούν να πραγματοποιούν πωλήσεις στην εγχώρια αγορά τους ή/και οι ποσοτικοί περιορισμοί των πωλήσεων οφείλονταν σε φορολογικούς λόγους. Ως προς αυτό, οι υπηρεσίες της Επιτροπής μπορούν μόνο να θεωρήσουν ότι οι εταιρείες είναι φαινομενικά ελεύθερες να άρουν αυτόν τον περιορισμό από την άδειά τους για επενδύσεις αλλά ότι δεν ζήτησαν τροποποίηση κατά την ΠΕ ή μετά. Επομένως αυτές οι εταιρείες υπόκεινται ακόμη στην υποχρέωση τήρησης αναλογίας των πωλήσεων και επομένως δεν μπορούσαν να αποδείξουν ότι λαμβάνουν τις αποφάσεις τους ανταποκρινόμενες στις ενδείξεις της αγοράς. Επομένως, οι ισχυρισμοί αυτοί απορρίφθηκαν.

    (82)

    Όσον αφορά τις άλλες δύο εταιρείες, διαπιστώθηκε ότι ανήκουν εξ ολοκλήρου στο κράτος και είναι σε άμεση διαχειριστική σχέση με τις κρατικές αρχές. Και οι δύο αυτές εταιρείες αμφισβήτησαν το γεγονός ότι υπήρχε σημαντική κρατική παρέμβαση αλλά δεν υπέβαλαν νέα συμπληρωματικά επιχειρήματα που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς τους. Επομένως, οι ισχυρισμοί αυτοί απορρίφθηκαν.

    (83)

    Σε ό,τι αφορά το κριτήριο 2, επτά εταιρείες δεν πληρούσαν τους όρους που καθορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού.

    (84)

    Τρεις εταιρείες δεν είχαν ελεγμένους λογαριασμούς ούτε δημοσίευσαν δημοσιονομικά δελτία. Όσον αφορά άλλες τρεις εταιρείες, δεν μπορούσε να αποδειχθεί ότι τα λογιστικά βιβλία είναι σύμφωνα με τα ΔΛΠ και ίσχυαν για πάσα χρήση εφόσον οι ελεγκτές ανέφεραν ρητά στα δημοσιευθέντα δημοσιονομικά δελτία ότι οι λογιστικές καταστάσεις δεν προορίζονται να παρουσιάζουν την οικονομική θέση της εταιρείας σύμφωνα με τις γενικά αποδεκτές λογιστικές αρχές και πρακτικές σε άλλες χώρες και δικαιοδοσίες εκτός του Βιετνάμ. Αυτό ήταν αντίθετο με τα πρότυπα ΔΛΠ που αναφέρουν στο «πλαίσιο για την κατάρτιση και παρουσίαση των οικονομικών καταστάσεων» ότι «στόχος των οικονομικών καταστάσεων είναι να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με την οικονομική θέση, τις επιδόσεις και τις αλλαγές της οικονομικής θέσης μιας επιχείρησης, οι οποίες είναι χρήσιμες για ευρύ φάσμα χρηστών στο να λαμβάνουν οικονομικές αποφάσεις». Επιπλέον, το ΔΛΠ1 αναφέρει ότι κάθε επιχείρηση της οποίας τα δημοσιονομικά δελτία είναι σύμφωνα με τα ΔΛΠ, οφείλει να κάνει ρητή και ανεπιφύλακτη δήλωση για τέτοια συμμόρφωση στις σημειώσεις, πράγμα που προφανώς δεν συμβαίνει με αυτές τις εταιρείες.

    (85)

    Όσον αφορά δύο από αυτές τις εταιρείες, οι ελεγκτές εντοπίζουν σημαντικά προβλήματα στις εκθέσεις τους και για μια από αυτές ο έλεγχος που διενήργησαν οι ελεγκτές αποδείχθηκε εντελώς ανεπαρκής ώστε να εξασφαλίζει την αξιοπιστία των λογαριασμών.

    (86)

    Οι εν λόγω επτά παραγωγοί-εξαγωγείς αμφισβήτησαν αυτά τα συμπεράσματα. Εντούτοις, λόγω i) της απουσίας ελεγμένων λογαριασμών για τρεις από αυτούς, ii) των σημαντικών προβλημάτων που εντόπισαν οι ίδιοι οι ελεγκτές στις εκθέσεις τους για άλλους δύο, και iii) της σημαντικής κοινοποίησης που έκαναν οι ελεγκτές για τις δύο τελευταίες εταιρείες προειδοποιώντας τους χρήστες των λογαριασμών τους ότι αυτοί οι λογαριασμοί δεν είναι σύμφωνοι με τις γενικά αποδεκτές λογιστικές αρχές, οι παρατηρήσεις που υπέβαλαν αυτές οι επτά εταιρείες δεν περιείχαν κανένα νέο στοιχείο που θα επέτρεπε στις υπηρεσίες της Επιτροπής να αναθεωρήσουν τα συμπεράσματά τους και ως εκ τούτου οι ισχυρισμοί τους απορρίφθηκαν.

    (87)

    Σχετικά με το κριτήριο 3, λόγω της κατάστασης για τα δικαιώματα χρήσης γης που δεν αντιστοιχεί σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς αλλά ελέγχεται ακόμη κεντρικά από τις δημόσιες αρχές, ειδικότερα όσον αφορά τον καθορισμό και την αναθεώρηση των τιμών, όλες οι εταιρείες δεν μπόρεσαν να αποδείξουν ότι δεν υπήρχαν στρεβλώσεις που να προέρχονται από το καθεστώς ελεγχόμενης οικονομίας. Επιπλέον, σχετικά με τρεις από αυτές τις εταιρείες, διαπιστώθηκε επίσης η ύπαρξη στρεβλώσεων που προέρχονται από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς όσον αφορά ειδικότερα την αποτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού. Οι εταιρείες αμφισβήτησαν τα συμπεράσματα αλλά δεν παρείχαν νέα στοιχεία που να αιτιολογούν τους ισχυρισμούς τους οι οποίοι και απορρίφθηκαν.

    (88)

    Και οι οκτώ εταιρείες πληρούσαν τα κριτήρια 4 και 5.

    (89)

    Υπενθυμίζεται επίσης ότι είναι η συνήθης πρακτική της Επιτροπής να εξετάζει εάν μια ομάδα συνδεδεμένων εταιρειών πληροί ως σύνολο τις προϋποθέσεις για την αναγνώρισή της ως εταιρείας που λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας αγοράς. Επομένως σε περίπτωση που μια θυγατρική ή άλλη συνδεδεμένη εταιρεία του αιτούντα στο Βιετνάμ είναι παραγωγός ή/και πωλητής του υπό εξέταση προϊόντος, η εταιρεία οφείλει να συμπληρώσει χωριστό έντυπο αιτήσεως για την αναγνώριση ΚΟΑ. Ως προς αυτό, δύο εταιρείες δεν υπέβαλαν έντυπο αιτήσεως για την αναγνώριση ενός από τους συνδεδεμένους παραγωγούς τους στο Βιετνάμ ως εταιρείας που λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας αγοράς, οπότε και δεν ήταν δυνατό να καθοριστεί ότι η ομάδα συνολικά πληροί τους όρους για την αναγνώριση ΚΟΑ.

    (90)

    Συνεπώς συνάγεται το συμπέρασμα ότι καμία εταιρεία δεν πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού.

    4.2.   Ατομική μεταχείριση (ΑΜ)

    (91)

    Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού, υπολογίζεται, ενδεχομένως, ενιαίος δασμός σε εθνική κλίμακα, για τις χώρες στις οποίες εφαρμόζεται το εν λόγω άρθρο, εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες οι εταιρείες είναι σε θέση να αποδείξουν ότι πληρούν όλα τα κριτήρια του άρθρου 9 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού.

    (92)

    Όσον αφορά τη ΛΔΚ, οι παραγωγοί-εξαγωγείς που ζήτησαν να τους αναγνωριστεί ΚΟΑ, ζήτησαν επίσης ΑΜ στην περίπτωση που δεν θα τους αναγνωριζόταν ΚΟΑ.

    (93)

    Από τις διαθέσιμες πληροφορίες προκύπτει ότι αυτές οι εταιρείες δεν μπόρεσαν να αποδείξουν ότι πληρούσαν όλες τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση ΑΜ που καθορίζονται στο άρθρο 9 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού.

    (94)

    Ειδικότερα, καθορίστηκε ότι, εφόσον κανένας παραγωγός δεν απέδειξε ότι πληρούσε το κριτήριο 1 στο πλαίσιο της ανάλυσης για την αναγνώριση ΚΟΑ ανωτέρω λόγω των νομικών ή πραγματικών απαιτήσεων να εξάγει όλη ή σημαντικό μέρος της παραγωγής του, οι εξαγόμενες ποσότητες και οι συνθήκες και οι όροι των πωλήσεων δεν καθορίζονταν ελεύθερα αλλά βάσει διαδικασίας διοικητικής έγκρισης που καθορίζεται από το εταιρικό καταστατικό ή/και τις άδειες άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας των επιλεγμένων στο δείγμα κινέζων παραγωγών-εξαγωγέων. Συνεπώς, όλοι οι κινέζοι παραγωγοί-εξαγωγείς του δείγματος δεν μπόρεσαν να αποδείξουν ότι πληρούσαν τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 9 παράγραφος 5 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού, που απαιτεί ότι οι εξαγωγικές πωλήσεις πρέπει να καθορίζονται νομικά και πραγματικά ελεύθερα. Επιπλέον, οι τέσσερις εταιρείες που δεν πληρούν το κριτήριο 5 στο πλαίσιο της ανάλυσης για την αναγνώριση ΚΟΑ θεωρήθηκε ότι πληρούν το κριτήριο που ορίζει το άρθρο 9 παράγραφος 5 στοιχείο δ) του βασικού κανονισμού, δηλαδή ότι οι πράξεις μετατροπής του συναλλάγματος πραγματοποιούνται σε τιμές της αγοράς.

    (95)

    Όσον αφορά το Βιετνάμ, οι παραγωγοί-εξαγωγείς που ζήτησαν να τους αναγνωριστεί ΚΟΑ, ζήτησαν επίσης ΑΜ στην περίπτωση που δεν θα τους αναγνωριζόταν ΚΟΑ.

    (96)

    Από τις διαθέσιμες πληροφορίες προκύπτει ότι αυτές οι εταιρείες δεν πληρούσαν όλες τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση ΑΜ που καθορίζονται στο άρθρο 9 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού.

    (97)

    Πιο συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε, όπως αναφέρεται ανωτέρω στην ανάλυση για την αναγνώριση ΚΟΑ, ότι, όσον αφορά τέσσερις εταιρείες, οι ποσότητες των εξαγωγικών πωλήσεων δεν αποφασίστηκαν ελεύθερα από αυτές, αλλά καθορίστηκαν από το κράτος στην άδεια άσκησης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της εταιρείας. Για δύο εταιρείες που ανήκαν 100 % στο κράτος, θεωρήθηκε ότι δεν μπόρεσαν να αποδείξουν ότι είχαν ληφθεί τα κατάλληλα μέτρα για να εμποδίζεται η κρατική παρέμβαση. Σχετικά με τις δύο υπόλοιπες εταιρείες, διαπιστώθηκε ότι συνδέονται με τρίτη εταιρεία η οποία δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για ΑΜ όπως καθορίζονται στο άρθρο 9 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, λόγω περιορισμών των εξαγωγικών πωλήσεων και κρατικής παρέμβασης στην εσωτερική δομή της και στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Επειδή θα υπήρχε κίνδυνος καταστρατήγησης των μέτρων εάν εφαρμόζονταν διαφορετικοί συντελεστές δασμού σ’ αυτές τις τρεις συνδεδεμένες εταιρείες, δεν ήταν δυνατό να χορηγηθεί ΑΜ στις πρώτες δύο εταιρείες.

    4.3.   Κανονική αξία

    4.3.1.   Ανάλογη χώρα

    (98)

    Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 7 του βασικού κανονισμού, στην περίπτωση εισαγωγών από χώρες χωρίς οικονομία της αγοράς και για τις χώρες που προσδιορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού, στο βαθμό που δεν μπορεί να χορηγηθεί ΚΟΑ, η κανονική αξία πρέπει να καθορίζεται με βάση την τιμή ή την κατασκευασμένη αξία σε ανάλογη χώρα.

    (99)

    Στην ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας, η Επιτροπή είχε εκφράσει την πρόθεσή της να χρησιμοποιήσει την Βραζιλία ως κατάλληλη ανάλογη χώρα για τον καθορισμό της κανονικής αξίας όσον αφορά τη ΛΔΚ και το Βιετνάμ και είχε καλέσει τα ενδιαφερόμενα μέρη να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους επ’ αυτού.

    (100)

    Υποβλήθηκαν σχόλια από τους συνεργασθέντες παραγωγούς-εξαγωγείς με τα οποία προτείνονταν η Ταϊλάνδη, η Ινδονησία ή η Ινδία ως ανάλογη χώρα καταλληλότερη από τη Βραζιλία. Τα κυριότερα επιχειρήματα που προβλήθηκαν κατά της Βραζιλίας ήταν ότι η Βραζιλία δεν παρουσιάζει ομοιότητες με τη ΛΔΚ και το Βιετνάμ από πλευράς κοινωνικο-οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης, ή κατά κεφαλήν ΑΕΠ, ότι η Βραζιλία δεν παράγει σχεδόν καθόλου αθλητικά υποδήματα ειδικής τεχνολογίας και ότι η Βραζιλία διαφέρει επίσης από την Κίνα και το Βιετνάμ σε ό,τι αφορά το κόστος εργασίας και τις συνθήκες πρόσβασης στην πρώτη ύλη.

    (101)

    Ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη που πρότειναν άλλες ανάλογες χώρες εκτός της Βραζιλίας, ισχυρίστηκαν ότι σε προηγούμενη έρευνα όσον αφορά τις εισαγωγές ορισμένων υποδημάτων που έχουν το πάνω μέρος από δέρμα ή πλαστική ύλη καταγωγής ΛΔΚ, Ινδονησίας και Ταϊλάνδης (4), είχε επιλεγεί η Ινδονησία ως ανάλογη χώρα και ότι επομένως η Ινδονησία έπρεπε να επιλεγεί επίσης για την παρούσα έρευνα.

    (102)

    Η Επιτροπή επεδίωξε τη συνεργασία από τους εξαγωγείς στη Βραζιλία και σε άλλες πιθανές ανάλογες χώρες όπως η Ινδία, η Ινδονησία και η Ταϊλάνδη. Εστάλησαν επιστολές σε περισσότερες από 50 εταιρείες στη Βραζιλία καθώς και στην Ινδία και σε πάνω από 20 εταιρείες στην Ινδονησία. Επιπλέον, οι υπηρεσίες της Επιτροπής ήλθαν σε επαφή με την ένωση υποδηματοποιών της Ταϊλάνδης και επέτυχαν τη συνεργασία έξι ταϊλανδών παραγωγών-εξαγωγέων. Από όλες τις εταιρείες με τις οποίες επικοινώνησε η Επιτροπή στις άλλες χώρες, ένας ινδός παραγωγός-εξαγωγέας, δύο Ινδονήσιοι παραγωγοί-εξαγωγείς και οκτώ Βραζιλιάνοι παραγωγοί-εξαγωγείς συμφώνησαν να συνεργαστούν με την έρευνα.

    (103)

    Ένα από τα σημαντικότερα κριτήρια για την επιλογή της ανάλογης χώρας είναι η αντιπροσωπευτικότητα των εγχωρίων πωλήσεων στην ανάλογη χώρα σε σύγκριση με τις εξαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής χώρας ή χωρών που δεν έχουν οικονομία αγοράς και τις οποίες αφορά η διαδικασία. Επομένως, δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού που εφαρμόζεται επίσης στην ανάλογη χώρα, οι εγχώριες τιμές της ανάλογης χώρας θεωρούνται κανονικά αντιπροσωπευτικές εάν ο όγκος των εγχωρίων πωλήσεων είναι τουλάχιστον το 5 % των ποσοτήτων που εξάγονται στην ΕΕ από χώρα χωρίς οικονομία της αγοράς.

    (104)

    Όσον αφορά την Ινδονησία, αξίζει να σημειωθεί ότι οι δύο συνεργασθέντες ινδονήσιοι παραγωγοί-εξαγωγείς δήλωσαν εγχώριες πωλήσεις οι οποίες δεν ήταν επαρκώς αντιπροσωπευτικές σε σχέση με τις εξαγωγές καταγωγής της εν λόγω χώρας.

    (105)

    Όσον αφορά την Ινδία, αναγγέλθηκε μόνον ένας συνεργαζόμενος εξαγωγέας. Οι εγχώριες πωλήσεις του αντιστοιχούσαν εντούτοις σε λιγότερο του 5 % των εξαγωγών του Βιετνάμ και δεν ήταν επομένως επαρκώς αντιπροσωπευτικές όσον αφορά τις συνολικές εξαγωγές από τις εν λόγω χώρες.

    (106)

    Σχετικά με την Ταϊλάνδη, έξι παραγωγοί-εξαγωγείς αναγγέλθηκαν και συνεργάστηκαν απαντώντας στο ερωτηματολόγιο. Δεν είχαν πραγματοποιήσει εγχώριες πωλήσεις που να αντιστοιχούν στο 5 % ή περισσότερο των εξαγωγών της ΛΔΚ ή του Βιετνάμ και δεν ήταν επομένως επαρκώς αντιπροσωπευτικές όσον αφορά τις συνολικές εξαγωγές από τις εν λόγω χώρες. Συνεπώς, η Ταϊλάνδη δεν θεωρήθηκε η κατάλληλη ανάλογη χώρα.

    (107)

    Αντίθετα, οι τρεις κυριότεροι βραζιλιάνοι παραγωγοί-εξαγωγείς μεταξύ των οκτώ που συνεργάστηκαν, δήλωσαν εγχώριες πωλήσεις που αντιπροσώπευαν αντιστοίχως πάνω από το 50 % των δικών τους εξαγωγών και διαπιστώθηκε επίσης ότι οι συνολικές εγχώριες πωλήσεις τους αντιστοιχούσαν στο 5 % ή περισσότερο των εξαγωγών από τις δύο εν λόγω χώρες.

    (108)

    Με βάση τα ανωτέρω, η Βραζιλία φαίνεται η πιο εύλογη επιλογή από πλευράς αντιπροσωπευτικότητας των εγχωρίων πωλήσεών της, οπότε και αποφεύγονται η κατασκευή της κανονικής αξίας και ενδεχομένως πολλές προσαρμογές.

    (109)

    Από πλευράς ανταγωνισμού, η επιλογή της Βραζιλίας ως ανάλογης χώρας φαίνεται επίσης εύλογη εφόσον σ’ αυτή τη χώρα υπάρχουν πάνω από 7 000 παραγωγοί με συνολική παραγωγή άνω των 700 εκατομμυρίων ζευγών υποδημάτων το 2004 και εγχώρια κατανάλωση άνω των 500 εκατομμυρίων ζευγών το 2004. Οι εξαγωγές αφορούσαν περίπου 200 εκατομμύρια ζεύγη υποδημάτων το 2004 μεταξύ των οποίων πάνω από το 50 % αφορούσε τα υποδήματα που έχουν το πάνω μέρος από δέρμα. Η Βραζιλία εξάγει κυρίως στη Βόρεια Αμερική (Ηνωμένες Πολιτείες και Καναδά), στη Νότια Αμερική και στην Ευρώπη. Οι εισαγωγές αντιστοιχούσαν σε 9 εκατομμύρια ζεύγη υποδημάτων περίπου το 2004 μεταξύ των οποίων το 80 % περίπου ήταν καταγωγής της εν λόγω χώρας.

    (110)

    Με βάση τα στοιχεία του 2003, διαπιστώθηκε ότι η Βραζιλία είχε την υψηλότερη εγχώρια κατανάλωση υποδημάτων κατά κεφαλήν (2,7) και ακολουθούν η Ταϊλάνδη (2,3), η Ινδονησία (1,7) και η Ινδία (0,6) (συμπεριλαμβανομένων όλων των τύπων υποδημάτων).

    (111)

    Όσον αφορά το γεγονός ότι η Βραζιλία παράγει ελάχιστα αθλητικά υποδήματα ειδικής τεχνολογίας, αυτό το επιχείρημα θεωρήθηκε ακατάλληλο όσον αφορά την απόφαση να αποκλειστεί αυτός ο τύπος υποδημάτων από το πεδίο της έρευνας όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 19.

    (112)

    Ορισμένα μέρη ισχυρίστηκαν ότι η Βραζιλία είναι διαφορετική από την ΛΔΚ και το Βιετνάμ σε ό,τι αφορά την κοινωνικο-οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη ή το κατά κεφαλήν ΑΕΠ.

    (113)

    Πρώτον πρέπει να σημειωθεί ότι οι διαφορές από πλευράς πολιτιστικής ανάπτυξης δεν θεωρούνται κατάλληλο κριτήριο για την επιλογή της ανάλογης χώρας, επειδή η ανάλογη χώρα πρέπει να αντανακλά συνθήκες οικονομίας αγοράς και όχι συγκρίσιμα επίπεδα πολιτιστικής ανάπτυξης.

    (114)

    Σε ό,τι αφορά τη χρήση χώρας με διαφορετική οικονομική ανάπτυξη, πρέπει να αναφερθεί ότι, εξ ορισμού, μια χώρα που δεν έχει οικονομία αγοράς ή είναι οικονομία υπό μετάβαση δεν έχει τα ίδια οικονομικά χαρακτηριστικά με μια χώρα με οικονομία αγοράς. Συχνά συμβαίνει να υπάρχει αυτή η διαφορά οικονομικής ανάπτυξης μεταξύ ανάλογης χώρας και χώρας χωρίς οικονομία αγοράς ή χώρας με οικονομία σε μετάβαση. Ωστόσο αυτό δεν εμποδίζει την επιλογή της Βραζιλίας ως ανάλογης χώρας στο βαθμό που θεωρείται καταλληλότερη σε σχέση με άλλους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη.

    (115)

    Μπορεί να συναχθεί το ίδιο συμπέρασμα σχετικά με τη διαφορά του κατά κεφαλήν εισοδήματος το οποίο αποτελεί επίσης δείκτη οικονομικής ανάπτυξης. Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τα βασικά κριτήρια της Παγκόσμιας Τράπεζας για την κατάταξη οικονομιών που είναι το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εθνικό εισόδημα, η Βραζιλία κατατάσσεται στην ίδια κατηγορία με την ΛΔΚ, την Ταϊλάνδη και την Ινδονησία.

    (116)

    Πολλά ενδιαφερόμενα μέρη τόνισαν το γεγονός ότι το κόστος εργασίας είναι υψηλότερο στην Βραζιλία από ό,τι στο Βιετνάμ ή στην Κίνα και ότι η Ινδία, η Ινδονησία ή η Ταϊλάνδη των οποίων το κόστος εργασίας είναι πιο συγκρίσιμο, θα ήταν καταλληλότερες ανάλογες χώρες.

    (117)

    Ως προς αυτό, υπενθυμίζεται ότι η επιλογή ανάλογης χώρας δεν γίνεται αναγκαστικά μεταξύ χωρών που έχουν το ίδιο ή σχεδόν το ίδιο κόστος εργασίας με τις οικείες χώρες, εφόσον ακριβώς το κόστος εργασίας σ’ αυτές τις τελευταίες χώρες θεωρείται ότι κατευθύνεται από το γεγονός ότι οι εν λόγω χώρες δεν έχουν οικονομία αγοράς ή ότι οι οικονομίες τους είναι υπό μετάβαση. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 114 ανωτέρω, μια χώρα με διαφορετικό επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης μπορεί να επιλεγεί ως ανάλογη χώρα για μια χώρα χωρίς οικονομία αγοράς ή για μια οικονομία υπό μετάβαση. Ομοίως, το κόστος εργασίας που αντανακλά την κατάσταση της οικονομικής ανάπτυξης χώρας δεν θεωρείται από μόνο του ακατάλληλο κριτήριο.

    (118)

    Εν πάση περιπτώσει, όπως αναφέρεται ανωτέρω το επίπεδο συνεργασίας από τους παραγωγούς-εξαγωγείς της Ινδίας, της Ταϊλάνδης και της Ινδονησίας δεν ήταν αρκετό ώστε να αποδεικνύεται ότι οι εγχώριες πωλήσεις τους ήταν επαρκώς αντιπροσωπευτικές. Το να ληφθεί μια από αυτές τις χώρες ως χώρα αναφοράς θα απαιτούσε περιττή χρήση κατασκευασμένης κανονικής αξίας και πολλές προσαρμογές.

    (119)

    Τα ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίστηκαν επίσης ότι η διάρθρωση του κόστους μεταξύ της Βραζιλίας και των εν λόγω χωρών είναι διαφορετική εφόσον ορισμένα στοιχεία του κόστους (έρευνα και ανάπτυξη, σχεδιασμός, κ.λπ.) στα οποία υποβλήθηκαν οι πελάτες των κινέζων και βιετναμέζων εξαγωγέων, προκύπτουν για τους παραγωγούς της Βραζιλίας και έτσι περιλαμβάνονται στο κόστος παραγωγής τους.

    (120)

    Πράγματι διαπιστώθηκε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, οι εξαγωγείς στις εν λόγω χώρες πωλούσαν το υπό εξέταση προϊόν σε πρώην κοινοτικούς κατασκευαστές στην ΕΚ οι οποίοι υποβάλλονται ακόμη στα προαναφερθέντα στοιχεία του κόστους παραγωγής και πωλούν το προϊόν με το δικό τους εμπορικό σήμα. Εντούτοις, αυτός δεν είναι λόγος για να απορριφθεί η Βραζιλία ως η κατάλληλη ανάλογη χώρα εφόσον μπορούν να γίνουν προσαρμογές για να ληφθούν υπόψη αυτά τα στοιχεία του κόστους κατά τον υπολογισμό της κανονικής αξίας.

    (121)

    Τα ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίστηκαν επίσης ότι υπήρχε διαφορά στην πρόσβαση στην πρώτη ύλη, ειδικότερα στο δέρμα, μεταξύ Βραζιλίας αφενός και ΛΔΚ και Βιετνάμ αφετέρου. Ωστόσο, διαπιστώθηκε ότι οι ισχυρισμοί ήταν αντιφατικοί και δεν περιελάμβαναν τεκμηριωμένα αποδεικτικά στοιχεία για τον λόγο για τον οποίο θα ήταν καταλληλότερες άλλες χώρες. Για παράδειγμα, ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίστηκαν ότι υπάρχει απεριόριστη διαθεσιμότητα πρώτων υλών στις εν λόγω χώρες, ενώ στη Βραζιλία ήταν διαθέσιμες μόνο οι βασικές πρώτες ύλες. Άλλα ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίστηκαν αντίθετα ότι οι εν λόγω χώρες αναγκάζονται να εισάγουν δέρμα αγελάδας και δεν έχουν την ίδια πρόσβαση στις πρώτες ύλες όπως η Βραζιλία η οποία διαθέτει μεγάλη και καθιερωμένη παραγωγή ακατέργαστου δέρματος.

    (122)

    Ορισμένα μέρη εντούτοις επιβεβαίωσαν ότι η Βραζιλία έχει μεγαλύτερη πρόσβαση στο δέρμα από ό,τι οι εν λόγω χώρες. Ειδικότερα, η Βραζιλία διαθέτει μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές αγέλες βοοειδών παγκοσμίως καθώς και εκατοντάδες εταιρειών που είναι ειδικευμένες στη βυρσοδεψία και στην τελική κατεργασία δερμάτων. Η βιομηχανία βυρσοδεψίας της Βραζιλίας παράγει ετησίως πάνω από 30 εκατομμύρια δορές εκ των οποίων μόνον το 40 % απορροφάται από την αγορά κατανάλωσης δερμάτων της Βραζιλίας (υποδήματα, δερμάτινα είδη, έπιπλα). Αυτή η τεχνογνωσία από πλευράς κατεργασίας και ύπαρξης πρώτης ύλης έχει οπωσδήποτε ως συνέπεια τη μείωση του κόστους παραγωγής στην Βραζιλία. Επομένως, απορρίφθηκε το επιχείρημα ότι η Βραζιλία δεν είναι εύλογη επιλογή με βάση την πρόσβαση στην πρώτη ύλη.

    (123)

    Τα ίδια μέρη εν συνεχεία ισχυρίστηκαν ότι οι εν λόγω χώρες χρησιμοποιούν δέρμα χαμηλότερης ποιότητας από το δέρμα που χρησιμοποιούν οι βραζιλιάνοι παραγωγοί. Ως προς αυτό, πρέπει να τονιστεί ότι η έρευνα που πραγματοποιήθηκε στους κινέζους και βιετναμέζους παραγωγούς-εξαγωγείς που συμπεριλήφθηκαν στα δείγματα, έδειξε ότι η ποιότητα του δέρματος που χρησιμοποιούν ήταν καλύτερης ποιότητας από την ποιότητα του δέρματος που χρησιμοποιούν οι βραζιλιάνοι παραγωγοί. Εντούτοις, αυτό δεν αποτελεί λόγο απόρριψης της Βραζιλίας ως κατάλληλης ανάλογης χώρας επειδή μπορεί να γίνει προσαρμογή για να ληφθεί υπόψη η διαφορά των φυσικών χαρακτηριστικών δηλαδή η διαφορά της ποιότητας του δέρματος.

    (124)

    Με βάση τα ανωτέρω, συνήχθη το συμπέρασμα ότι η Βραζιλία είναι κατάλληλη ανάλογη χώρα.

    4.3.2.   Καθορισμός της κανονικής αξίας στην ανάλογη χώρα

    (125)

    Μετά την επιλογή της Βραζιλίας ως ανάλογης χώρας, η κανονική αξία υπολογίστηκε με βάση τα στοιχεία που εξακριβώθηκαν στις εγκαταστάσεις των τριών συνεργασθέντων βραζιλιάνων παραγωγών.

    (126)

    Διαπιστώθηκε ότι οι εγχώριες πωλήσεις των τριών βραζιλιάνων παραγωγών του ομοειδούς προϊόντος ήταν αντιπροσωπευτικές σε σχέση με το υπό εξέταση προϊόν που εξάγεται στην Κοινότητα από τους παραγωγούς-εξαγωγείς στη ΛΔΚ και στο Βιετνάμ.

    (127)

    Επίσης, εξετάστηκε αν μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι εγχώριες πωλήσεις πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων, με τον προσδιορισμό του ποσοστού των επικερδών πωλήσεων σε ανεξάρτητους πελάτες. Η επαλήθευση που έγινε στους τρεις κυριότερους παραγωγούς έδειξε ότι ο όγκος των πωλήσεών τους που πραγματοποιήθηκαν σε καθαρή τιμή πωλήσεων ίση ή ανώτερη του κόστους μονάδας, αντιστοιχούσε σε πάνω από το 80 % του συνολικού όγκου των πωλήσεων κάθε παραγωγού. Επομένως, η κανονική αξία στηρίχθηκε στην πραγματική εγχώρια τιμή η οποία υπολογίστηκε ως ο μέσος σταθμισμένος όρος των τιμών όλων των εγχωρίων πωλήσεων αυτού του τύπου του προϊόντος που πραγματοποιήθηκαν κατά την ΠΕ, ανεξάρτητα από το εάν αυτές οι πωλήσεις ήταν επικερδείς ή όχι.

    4.4.   Τιμή εξαγωγής

    (128)

    Οι παραγωγοί-εξαγωγείς πραγματοποίησαν εξαγωγές στην Κοινότητα είτε απευθείας σε ανεξάρτητους πελάτες είτε μέσω μη συνδεδεμένων εμπορικών εταιρειών που εδρεύουν εκτός Κοινότητας.

    (129)

    Στις περιπτώσεις που οι εξαγωγικές πωλήσεις στην Κοινότητα πραγματοποιήθηκαν απευθείας σε ανεξάρτητους πελάτες, οι τιμές εξαγωγής καθορίστηκαν με βάση τις πράγματι καταβληθείσες ή καταβλητέες τιμές για το υπό εξέταση προϊόν σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 8 του βασικού κανονισμού.

    (130)

    Στις περιπτώσεις που οι εξαγωγικές πωλήσεις στην Κοινότητα πραγματοποιήθηκαν μέσω μη συνδεδεμένων εμπορικών εταιρειών, οι τιμές εξαγωγής υπολογίστηκαν με βάση τις τιμές του προϊόντος που πωλήθηκε για εξαγωγή στις εμπορικές εταιρείες, δηλαδή σε μη συνδεδεμένο αγοραστή, από τους εν λόγω παραγωγούς σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 8 του βασικού κανονισμού.

    4.5.   Σύγκριση

    (131)

    Η σύγκριση μεταξύ κανονικής αξίας και τιμής εξαγωγής πραγματοποιήθηκε σε επίπεδο τιμής «εκ του εργοστασίου».

    (132)

    Για να εξασφαλισθεί δίκαιη σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής, πραγματοποιήθηκαν οι δέουσες προσαρμογές για να ληφθούν υπόψη οι διαφορές που επηρεάζουν τόσο τις τιμές όσο και τη συγκρισιμότητα των τιμών, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 10 του βασικού κανονισμού. Για όλους τους παραγωγούς-εξαγωγείς που αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας, πραγματοποιήθηκαν προσαρμογές ώστε να ληφθούν υπόψη οι διαφορές του κόστους μεταφοράς, θαλασσίων ναύλων και ασφάλισης, διεκπεραίωσης, φόρτωσης και παρεπόμενων εξόδων, του κόστους πίστωσης, του κόστους εγγύησης και των προμηθειών, όπου κρίθηκε απαραίτητο και δικαιολογημένο. Έγινε επίσης προσαρμογή βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 10 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού για να ληφθεί υπόψη η ποιότητα του δέρματος και βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 10 στοιχείο ια) του βασικού κανονισμού για το κόστος έρευνας και ανάπτυξης και σχεδιασμού.

    (133)

    Για τους εξαχθέντες τύπους του προϊόντος που δεν πωλήθηκαν στην εγχώρια αγορά της Βραζιλίας, χρησιμοποιήθηκαν οι τιμές των εγχωρίων πωλήσεων παρόμοιων τύπων του προϊόντος για τον καθορισμό της κανονικής αξίας, δεόντως προσαρμοσμένες όταν αυτό ήταν δικαιολογημένο.

    4.6.   Περιθώρια ντάμπινγκ

    4.6.1.   Γενική μέθοδος

    (134)

    Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφοι 11 και 12 του βασικού κανονισμού, τα περιθώρια ντάμπινγκ καθορίστηκαν με βάση τη σύγκριση, ανά τύπο προϊόντος, μεταξύ της μέσης σταθμισμένης κανονικής αξίας και της μέσης σταθμισμένης τιμής εξαγωγής, οι οποίες καθορίστηκαν σύμφωνα με τις προαναφερόμενες μεθόδους. Δεδομένου ότι κανένας από τους παραγωγούς-εξαγωγείς που συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα δεν πληρούσε ούτε τα κριτήρια για την αναγνώριση ΚΟΑ ούτε τα κριτήρια για ΑΜ, υπολογίστηκε ένα μέσο σταθμισμένο περιθώριο του ντάμπινγκ για όλες τις εταιρείες του δείγματος των εξαγωγέων στην ΛΔΚ, και ένα άλλο μέσο σταθμισμένο περιθώριο του ντάμπινγκ για τις εταιρείες του δείγματος εξαγωγέων στο Βιετνάμ.

    (135)

    Για τους συνεργασθέντες παραγωγούς-εξαγωγείς οι οποίοι αναγγέλθηκαν εντός των προθεσμιών που καθορίζονται στην ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας, αλλά οι οποίοι δεν συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα ούτε και εξετάστηκαν ατομικά, το περιθώριο του ντάμπινγκ καθορίστηκε με βάση το μέσο σταθμισμένο όρο των περιθωρίων του ντάμπινγκ των εταιρειών του δείγματος βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού.

    (136)

    Για τους παραγωγούς-εξαγωγείς που δεν απάντησαν στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής ούτε αναγγέλθηκαν με άλλο τρόπο, το περιθώριο ντάμπινγκ καθορίστηκε με βάση τα διαθέσιμα πραγματικά περιστατικά, σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού.

    (137)

    Για να υπολογιστεί το περιθώριο ντάμπινγκ για τους μη συνεργασθέντες παραγωγούς-εξαγωγείς, καθορίστηκε καταρχάς ο βαθμός άρνησης συνεργασίας. Προς το σκοπό αυτό, πραγματοποιήθηκε σύγκριση μεταξύ του όγκου των εξαγωγών στην Κοινότητα που αναφέρθηκε από τους συνεργασθέντες παραγωγούς-εξαγωγείς και των αντίστοιχων στατιστικών της Eurostat ως προς τις εισαγωγές.

    (138)

    Όταν το επίπεδο συνεργασίας ήταν χαμηλό, δηλαδή λιγότερο του 80 % των συνολικών εξαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος καταλογίστηκε στους συνεργασθέντες εξαγωγείς, θεωρήθηκε κατάλληλο να καθοριστεί το περιθώριο του ντάμπινγκ για τους μη συνεργασθέντες παραγωγούς-εξαγωγείς σε υψηλότερο επίπεδο από το υψηλότερο περιθώριο του ντάμπινγκ που καθορίστηκε για τους συνεργασθέντες παραγωγούς-εξαγωγείς. Στις περιπτώσεις αυτές, επομένως, το περιθώριο ντάμπινγκ καθορίστηκε σε επίπεδο που αντιστοιχεί στο μέσο σταθμισμένο περιθώριο ντάμπινγκ που υπολογίστηκε για τους τύπους του προϊόντος που πωλήθηκαν περισσότερο από τους συνεργασθέντες παραγωγούς-εξαγωγείς με τα υψηλότερα περιθώρια ντάμπινγκ.

    (139)

    Όταν το επίπεδο συνεργασίας ήταν υψηλό, δηλαδή το 80 % ή περισσότερο των συνολικών εξαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος καταλογίστηκε στους συνεργασθέντες εξαγωγείς, θεωρήθηκε κατάλληλο να καθοριστεί το περιθώριο του ντάμπινγκ για τους μη συνεργασθέντες παραγωγούς-εξαγωγείς στο επίπεδο του μέσου σταθμισμένου περιθωρίου του ντάμπινγκ που καθορίστηκε για τους συνεργασθέντες παραγωγούς-εξαγωγείς στην εν λόγω χώρα.

    (140)

    Είναι πάγια πρακτική της Επιτροπής να θεωρεί ότι οι συνδεδεμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς ή οι παραγωγοί-εξαγωγείς ανήκουν στην ίδια ομάδα ως μοναδική οντότητα για τον προσδιορισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ και, επομένως, να υπολογίζει ενιαίο περιθώριο ντάμπινγκ γι’ αυτούς. Αυτό οφείλεται, ειδικότερα, στο γεγονός ότι τα ατομικά περιθώρια ντάμπινγκ θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν την καταστρατήγηση των μέτρων αντιντάμπινγκ και να τα καταστήσουν αναποτελεσματικά, με το να επιτρέπουν στους συνδεδεμένους παραγωγούς-εξαγωγείς να πραγματοποιούν τις εξαγωγές τους προς την Κοινότητα μέσω της εταιρείας με το χαμηλότερο ατομικό περιθώριο ντάμπινγκ.

    (141)

    Σύμφωνα με αυτήν την πρακτική, διαπιστώθηκε ότι τρεις μη συνδεδεμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς στο Βιετνάμ ήταν ατομικά συνδεδεμένοι με τρεις άλλους παραγωγούς-εξαγωγείς. Γι’ αυτούς τους παραγωγούς-εξαγωγείς, αποφασίστηκε να υπολογιστεί πρώτα περιθώριο ντάμπινγκ για καθεμία από τις έξι εταιρείες. Εν συνεχεία καθορίστηκε μέσο σταθμισμένο περιθώριο ντάμπινγκ για καθεμία από τις τρεις ομάδες συνδεδεμένων εταιρειών με βάση το περιθώριο του ντάμπινγκ που καθορίστηκε για τις δύο εταιρείες σε κάθε ομάδα.

    (142)

    Η σύγκριση των στοιχείων όσον αφορά τις εξαγωγές στην Κοινότητα που παρείχαν οι παραγωγοί-εξαγωγείς σε κάθε χώρα εξαγωγής και του συνολικού όγκου των εισαγωγών καταγωγής κάθε χώρας εξαγωγής, έδειξε ότι το επίπεδο συνεργασίας ήταν υψηλό εφόσον αυτές οι εξαγωγές αντιστοιχούσαν σε πάνω από το 90 % των συνολικών κοινοτικών εισαγωγών από κάθε χώρα εξαγωγής κατά την ΠΕ.

    (143)

    Επομένως, το μέσο περιθώριο ντάμπινγκ σε εθνική κλίμακα για κάθε χώρα εξαγωγής καθορίστηκε με βάση το μέσο σταθμισμένο περιθώριο του ντάμπινγκ των συνεργασθέντων παραγωγών-εξαγωγέων που συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα και των οποίων τα στοιχεία όσον αφορά τις τιμές εξαγωγής μπορούσαν να θεωρηθούν αξιόπιστα. Πρέπει να αναφερθεί ότι δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν τα στοιχεία για την τιμή εξαγωγής από τέσσερις κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς που συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα, επειδή υπέβαλαν αναξιόπιστους καταλόγους των συναλλαγών οι οποίοι περιείχαν, για παράδειγμα, άλλα προϊόντα εκτός του υπό εξέταση προϊόντος ή δεν συμφωνούσαν με τη βασική τεκμηρίωση. Ως εκ τούτου, αποδόθηκαν σε όλους τους άλλους παραγωγούς-εξαγωγείς στην αντίστοιχη χώρα εξαγωγής περιθώρια ντάμπινγκ σε εθνική κλίμακα εκφρασμένα ως εκατοστιαίο ποσοστό της τιμής CIF στα κοινοτικά σύνορα, πριν από την καταβολή δασμού. Με βάση τα ανωτέρω, όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 134 ανωτέρω, καθορίστηκε ένα περιθώριο ντάμπινγκ για τους εξαγωγείς της ΛΔΚ που συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα και ένα περιθώριο ντάμπινγκ για τους εξαγωγείς του Βιετνάμ που συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα, και αυτά τα περιθώρια του ντάμπινγκ πρέπει να αποδοθούν επίσης σε όλους τους άλλους παραγωγούς-εξαγωγείς των εν λόγω χωρών.

    4.6.2.   Περιθώρια ντάμπινγκ

    5.   ΖΗΜΙΑ

    5.1.   Γενικές παρατηρήσεις

    (144)

    Με βάση τα ανωτέρω προσωρινά συμπεράσματα όσον αφορά το πεδίο του προϊόντος, πρέπει να αναφερθεί ότι όλα τα στοιχεία για τα αθλητικά υποδήματα ειδικής τεχνολογίας αποκλείστηκαν από την κατωτέρω ανάλυση των στοιχείων.

    (145)

    Έγινε πλήρης προσωρινή ανάλυση της ζημίας για το υπό εξέταση προϊόν, συμπεριλαμβανομένων των παιδικών υποδημάτων. Εντούτοις, επειδή πρέπει να γίνει προσωρινή διαπίστωση της σημαντικής ζημίας για τις εισαγωγές επί των οποίων επιβάλλονται προσωρινά μέτρα, η ακόλουθη λεπτομερής ανάλυση αναφέρεται στις εισαγωγές εκτός των παιδικών υποδημάτων, δεδομένου ότι προβλέπεται προσωρινά να αποκλειστούν αυτά τα τελευταία υποδήματα από το πεδίο εφαρμογής των μέτρων για λόγους συμφέροντος της Κοινότητας. Αυτό κρίνεται αναγκαίο επειδή η ανάλυση συνδέεται με μέτρα τα οποία πρέπει να στηρίζονται στα επίπεδα εξουδετέρωσης της ζημίας, που είναι διαφορετικά όταν αποκλείονται τα παιδικά υποδήματα. Πρέπει να αναφερθεί ωστόσο ότι ο αποκλεισμός των παιδικών υποδημάτων δεν επηρεάζει τα γενικά προσωρινά συμπεράσματα για τη ζημία. Όντως η τάση όλων των σχετικών παραγόντων της ζημίας, είτε καλύπτονται τα παιδικά υποδήματα είτε όχι, παραμένει η ίδια.

    5.2.   Κοινοτική παραγωγή

    (146)

    Εντός της Κοινότητας, το υπό εξέταση προϊόν κατασκευάζεται από περισσότερους από οκτώ χιλιάδες παραγωγούς. Περίπου το 80 % της κοινοτικής παραγωγής είναι συγκεντρωμένη στην Ιταλία, στην Πορτογαλία και στην Ισπανία. Υποδήματα κατασκευάζονται επίσης, αν και σε μικρότερο βαθμό, σε σχεδόν όλα τα άλλα κράτη μέλη.

    (147)

    Ορισμένα μέρη ισχυρίστηκαν ότι, ακόμη και αν δεν κατασκευάζουν το υπό εξέταση προϊόν στην Κοινότητα, πρέπει να θεωρηθούν κοινοτικοί παραγωγοί εφόσον διατηρούν τον σχεδιασμό, τα εμπορικά σήματα, την έρευνα και ανάπτυξη και δραστηριότητες διαχείρισης και λιανικής πώλησης στην Κοινότητα.

    (148)

    Η πάγια πρακτική ως προς αυτό είναι ότι μόνον οι εταιρείες οι οποίες συμμετέχουν στην παραγωγή στην Κοινότητα μπορούν να θεωρηθούν ότι είναι κοινοτικοί παραγωγοί. Στην περίπτωση των παραδοσιακών κοινοτικών παραγωγών, όλες οι δραστηριότητες ανάπτυξης, σχεδιασμού και κατασκευής λαμβάνουν χώρα στην Κοινότητα. Άλλοι κοινοτικοί παραγωγοί ενδέχεται να αγοράσουν μέρος του υποδήματος, συνήθως το πάνω μέρος, από μη κοινοτικές πηγές αλλά η ίδια η παραγωγή υποδημάτων παραμένει εντός της Κοινότητας και το τελικό προϊόν θεωρείται ακόμη ότι είναι καταγωγής ΕΚ. Αυτό γίνεται επειδή οι κυριότερες πράξεις προστιθέμενης αξίας λαμβάνουν χώρα στην Κοινότητα. Αυτό δεν αμφισβητήθηκε από κανένα ενδιαφερόμενο μέρος. Η κατάσταση των εταιρειών που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη αιτιολογική σκέψη, είναι διαφορετική κατά την έννοια ότι, παρόλο που μέρος του σχεδιασμού και της ανάπτυξης λαμβάνει χώρα στην Κοινότητα, οι δραστηριότητες κατασκευής και η ανάπτυξη των προϊόντων σε επίπεδο εργοστασίου δεν εκτελούνται στην Κοινότητα. Τα προϊόντα που προκύπτουν δεν θεωρούνται ότι είναι καταγωγής ΕΚ, και αυτές οι εταιρείες στην Κοινότητα δεν μπορούν επομένως να θεωρηθούν κοινοτικοί παραγωγοί. Συνεπώς, το επιχείρημα απορρίφθηκε.

    (149)

    Συνήχθη το συμπέρασμα ότι οι παραγωγοί που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 146 αποτελούν τη συνολική κοινοτική παραγωγή κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού.

    5.3.   Ορισμός του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

    (150)

    Η καταγγελία υποβλήθηκε από ή/και εξ ονόματος κοινοτικών παραγωγών που αντιπροσωπεύουν ένα σύνολο 814 εταιρειών. Διαπιστώθηκε ότι αυτοί οι καταγγέλλοντες αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο τμήμα της συνολικής κοινοτικής παραγωγής του υπό εξέταση προϊόντος, δηλαδή σ’ αυτήν την περίπτωση περίπου το 42 %.

    (151)

    Για την ανάλυση της ζημίας, και λόγω αυτού του σημαντικού αριθμού καταγγελλόντων κοινοτικών παραγωγών, εφαρμόστηκαν οι διατάξεις του άρθρου 17 του βασικού κανονισμού. Κατά συνέπεια επελέγη ένα δείγμα δέκα παραγωγών. Αυτές οι δέκα εταιρείες, που αντιπροσωπεύουν ελάχιστα πάνω από το 10 % της παραγωγής των καταγγελλόντων κοινοτικών παραγωγών, συνεργάστηκαν πλήρως με την έρευνα.

    (152)

    Με βάση τα ανωτέρω, θεωρείται ότι οι 814 καταγγέλλοντες κοινοτικοί παραγωγοί, δηλαδή οι κοινοτικοί παραγωγοί που συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα και οι άλλοι που δεν συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα, θεωρούνται ότι αποτελούν τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 και του άρθρου 5 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού. Στο εξής θα αναφέρονται ως ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

    5.4.   Κατανάλωση στην Κοινότητα

    (153)

    Η κατανάλωση στην Κοινότητα καθορίστηκε με βάση τα ακόλουθα στοιχεία:

    τον όγκο παραγωγής όλων των κοινοτικών παραγωγών·

    τις εξαγωγές που πραγματοποίησαν οι κοινοτικοί παραγωγοί·

    τον συνολικό όγκο των εισαγωγών στην Κοινότητα.

    (154)

    Με βάση τα ανωτέρω, η κατανάλωση στην Κοινότητα εξελίχθηκε ως εξής:

     

    2001

    2002

    2003

    2004

    ΠΕ

    Κατανάλωση (000 ζεύγη)

    586 280

    530 130

    550 028

    577 573

    591 053

    Δείκτης: 2001 = 100

    100

    90

    94

    99

    101

    Πηγή: Eurostat, στοιχεία που περιλαμβάνει η καταγγελία.

    (155)

    Η κατανάλωση υποδημάτων στην Κοινότητα καταρχάς μειώθηκε κατά 10 % το 2002, αλλά εν συνεχεία αυξήθηκε. Γενικά, η κατανάλωση στην Κοινότητα αυξήθηκε κατά 1 %. Η κατά κεφαλήν κατανάλωση υποδημάτων στην Κοινότητα παρέμεινε σχετικά σταθερή κατά την εξεταζόμενη περίοδο.

    5.5.   Εισαγωγές από τις εν λόγω χώρες

    5.5.1.   Σωρευτική εκτίμηση των επιπτώσεων των σχετικών εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ

    (156)

    Η Επιτροπή εξέτασε κατά πόσον οι επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από τις εν λόγω χώρες θα πρέπει να εκτιμηθούν σωρευτικά με βάση τα κριτήρια που καθορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού. Το εν λόγω άρθρο προβλέπει ότι όταν διεξάγονται ταυτοχρόνως έρευνες αντιντάμπινγκ σε σχέση με εισαγωγές από δύο ή περισσότερες χώρες, οι επιπτώσεις των εισαγωγών αυτών αξιολογούνται σωρευτικά μόνον εφόσον διαπιστώνεται ότι α) το περιθώριο ντάμπινγκ που προκύπτει για τις εισαγωγές από κάθε χώρα ξεχωριστά υπερβαίνει το ελάχιστο όριο που ορίζεται στο άρθρο 9 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού και ο όγκος των εισαγωγών από κάθε χώρα δεν είναι αμελητέος, καθώς και ότι β) η σωρευτική αξιολόγηση των επιπτώσεων των εισαγωγών είναι η ενδεδειγμένη στο πλαίσιο των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των εισαγόμενων προϊόντων, όπως επίσης των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των εισαγόμενων προϊόντων και του ομοειδούς κοινοτικού προϊόντος.

    (157)

    Συνεπώς, διαπιστώθηκε πρώτα ότι τα περιθώρια ντάμπινγκ που καθορίστηκαν για κάθε μια από τις εν λόγω χώρες ήταν μεγαλύτερα από τα ελάχιστα. Επίσης, ο όγκος των εισαγωγών που αποτελούν το αντικείμενο ντάμπινγκ από κάθε μια από τις εν λόγω χώρες δεν ήταν αμελητέος κατά την έννοια του άρθρου 5 παράγραφος 7 του βασικού κανονισμού. Ειδικότερα, ο όγκος εισαγωγών που αντιστοιχεί στη ΛΔΚ και το Βιετνάμ ανήλθε αντίστοιχα στο 9 % και 14 % της κοινοτικής κατανάλωσης κατά την ΠΕ.

    (158)

    Η έρευνα έδειξε στη συνέχεια ότι οι όροι ανταγωνισμού τόσο μεταξύ του συνόλου των εισαγωγών που αποτελούν το αντικείμενο ντάμπινγκ όσο και μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούν το αντικείμενο ντάμπινγκ και του ομοειδούς κοινοτικού προϊόντος ήταν πανομοιότυποι. Διαπιστώθηκε ότι, ανεξάρτητα από την καταγωγή τους, τα υποδήματα με το πάνω μέρος από δέρμα που παράγονται/πωλούνται από τις εν λόγω χώρες και αυτά που παράγονται/πωλούνται από την κοινοτική βιομηχανία είναι ανταγωνιστικά μεταξύ τους επειδή είναι πανομοιότυπα όσον αφορά τα βασικά τους χαρακτηριστικά και εναλλάξιμα από πλευράς καταναλωτών καθώς και ότι διανέμονται μέσω των ίδιων δικτύων διανομής. Επιπροσθέτως, η έρευνα αποκάλυψε ότι και για τις δύο χώρες, ο όγκος των εισαγωγών αναπτύχθηκε παράλληλα: και οι δύο χώρες αύξησαν τις εισαγωγές τους κατά 40 εκατομμύρια ζεύγη μεταξύ του 2001 και της ΠΕ. Οι τιμές εισαγωγής αυτών των δύο χωρών ακολούθησαν επίσης παρόμοια φθίνουσα τάση, σημειώνοντας μείωση ύψους 39 % για τη ΛΔΚ και 22 % για το Βιετνάμ. Διαπιστώθηκε επίσης ότι οι δύο αυτές τιμές ήταν χαμηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής σε συγκρίσιμο επίπεδο εμπορίου.

    (159)

    Ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίστηκαν ότι δεν πληρούνταν οι όροι της σωρευτικής αξιολόγησης στην προκειμένη περίπτωση, επειδή τα μερίδια αγοράς των εν λόγω χωρών αναπτύχθηκαν διαφορετικά και το επίπεδο τιμών αυτών δεν ήταν συγκρίσιμο.

    (160)

    Ο παρακάτω πίνακας, ωστόσο, καταδεικνύει ότι οι όγκοι εισαγωγών, τα μερίδια αγοράς και οι μέσες τιμές μονάδας και των δύο χωρών εξελίχθηκαν παρόμοια κατά την εξεταζόμενη περίοδο.

    Όγκος των εισαγωγών και μερίδιο αγοράς

     

    2001

    2002

    2003

    2004

    ΠΕ

    ΛΔΚ (000 ζεύγη)

    12 772

    11 942

    21 340

    26 763

    53 470

    Δείκτης: 2001 = 100

    100

    94

    167

    210

    419

    μερίδια αγοράς

    2,2 %

    2,3 %

    3,9 %

    4,6 %

    9,0 %

    Βιετνάμ (000 ζεύγη)

    41 241

    47 542

    64 666

    81 042

    81 477

    Δείκτης: 2001 = 100

    100

    115

    157

    197

    198

    μερίδια αγοράς

    7,0 %

    9,0 %

    11,8 %

    14,0 %

    13,8 %

    Μέσες τιμές

     

    2001

    2002

    2003

    2004

    ΠΕ

    ΛΔΚ ευρώ/ζεύγος

    12,4

    12,2

    9,1

    7,5

    7,5

    Δείκτης: 2001 = 100

    100

    98

    74

    61

    61

    Βιετνάμ ευρώ/ζεύγος

    12,5

    11,8

    10,5

    9,8

    9,7

    Δείκτης: 2001 = 100

    100

    95

    84

    79

    78

    (161)

    Συνάγεται ότι η ξαφνική αύξηση των κινεζικών εισαγωγών κατά την ΠΕ, η οποία αντιστοιχεί κυρίως στο 2004, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να συνδέεται με την κατάργηση της ποσόστωσης από τον Ιανουάριο 2005. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι αποτελεί πάγια πρακτική να εξετάζονται οι τάσεις του όγκου των εισαγωγών και των τιμών των εν λόγω χωρών για αρκετά έτη, στην προκειμένη περίπτωση από την 1η Ιανουαρίου 2001 μέχρι το τέλος της ΠΕ. Σ’ αυτό το πλαίσιο, οι κινεζικές και βιετναμέζικες εισαγωγές ακολούθησαν σαφώς τις ίδιες τάσεις. Επιπροσθέτως, η απόλυτη διαφορά στο επίπεδο των τιμών μεταξύ των δύο χωρών δεν είναι σημαντική στο πλαίσιο της σωρευτικής αξιολόγησης. Μπορεί πράγματι να ερμηνευθεί με διάφορους τρόπους, π.χ. διαφορετική σύνθεση των προϊόντων. Αυτό που έχει σημασία είναι οι τάσεις των τιμών κατά την εξεταζόμενη περίοδο, οι οποίες είναι όντως συγκρίσιμες για τις δύο χώρες. Για τους λόγους αυτούς, ο ισχυρισμός δεν ήταν δυνατό να γίνει αποδεκτός.

    (162)

    Σ’ αυτή τη βάση, συνάγεται το συμπέρασμα ότι πληρούνται όλοι οι όροι σώρευσης και ότι ως εκ τούτου οι επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτελούν το αντικείμενο ντάμπινγκ καταγωγής των εν λόγω χωρών θα πρέπει να αξιολογηθούν από κοινού για την ανάλυση της ζημίας.

    5.5.2.   Όγκος και μερίδιο αγοράς των υπό εξέταση εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ

    (163)

    Ο παραπάνω πίνακας καταδεικνύει ότι οι εισαγωγές στην Κοινότητα του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής των εν λόγω χωρών υπερδιπλασιάστηκαν κατά την εξεταζόμενη περίοδο.

    (164)

    Το μερίδιο αγοράς των εν λόγω χωρών αυξήθηκε εντυπωσιακά κατά την εξεταζόμενη περίοδο, περνώντας από το 9,2 % το 2001 στο 22,8 % κατά την ΠΕ. Αυτό θα πρέπει να αξιολογηθεί λαμβανομένης υπόψη της σχετικά σταθερής κοινοτικής κατανάλωσης.

    (165)

    Ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίστηκαν ότι η ανάπτυξη του όγκου εισαγωγών των εν λόγω χωρών στρεβλώθηκε λόγω της άρσης των εισαγωγικών ποσοστώσεων από την 1η Ιανουαρίου 2005. Υποστηρίζεται ότι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το 2004 ορισμένες εταιρείες ανέβαλαν για τις αρχές του 2005 τις εξαγωγές τους οι οποίες θα έπρεπε κανονικά να είχαν πραγματοποιηθεί κατά το τέλος του 2004. Ακόμη και αν η λήξη του συστήματος ποσοστώσεων επηρέασε πράγματι τον όγκο των εισαγωγών κατά το πρώτο τρίμηνο του 2005, θα πρέπει καταρχάς να σημειωθεί ότι αυτό αφορά μόνο μια από τις δύο εν λόγω χώρες και όχι όλα τα προϊόντα τα οποία αφορά η έρευνα. Επίσης, η ανάπτυξη των εισαγωγών κατά το σύνολο της εξεταζόμενης περιόδου καταδεικνύει μια συνεχώς αυξητική τάση. Εκτιμάται συνεπώς ότι η άρση της ποσόστωσης δεν είχε σημαντικά στρεβλωτικές επιπτώσεις και οπωσδήποτε δεν αλλάζει το συμπέρασμα ότι οι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ αυξήθηκαν εξαιρετικά μεταξύ 2001 και του τέλους της ΠΕ.

    5.5.3.   Εξέλιξη των τιμών των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ

    (166)

    Οι τιμές εισαγωγής μειώθηκαν εντυπωσιακά από 12,4 ευρώ το ζεύγος το 2001 σε 8,9 ευρώ το ζεύγος κατά την περίοδο έρευνας. Γενικά, κατά την εξεταζόμενη περίοδο σημειώθηκε συνολική μείωση ύψους 30 % περίπου.

    5.5.4.   Πωλήσεις σε τιμές χαμηλότερες από τις κοινοτικές

    (167)

    Για την ανάλυση των πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν σε τιμές χαμηλότερες από τις κοινοτικές, οι τιμές εισαγωγής των παραγωγών-εξαγωγέων που συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα συγκρίθηκαν με τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, βάσει των μέσων σταθμισμένων όρων για τα συγκρίσιμου τύπου προϊόντα κατά την ΠΕ. Οι τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής προσαρμόστηκαν σε επίπεδο τιμών εκ του εργοστασίου και συγκρίθηκαν με τις κοινοτικές τιμές εισαγωγής CIF στα σύνορα επαυξημένες κατά το ποσό των δασμών. Η σύγκριση των τιμών πραγματοποιήθηκε για συναλλαγές στο ίδιο επίπεδο εμπορίου, μετά από αναπροσαρμογή όπου χρειάστηκε και αφού αφαιρέθηκαν οι μειώσεις και οι εκπτώσεις. Για να πραγματοποιηθεί δίκαιη σύγκριση, έγιναν αναπροσαρμογές ώστε να αντικατοπτρίζονται τα έξοδα των εισαγωγέων της Κοινότητας σχετικά με τα σχέδια, την επιλογή της πρώτης ύλης κ.λπ. που δεν θα αντικατοπτριζόταν διαφορετικά στην τιμή εισαγωγής. Πράγματι, επειδή τα υποδήματα κατασκευάζονται κατόπιν παραγγελίας, συνεπώς βάσει προδιαγραφών (όσον αφορά την πρώτη ύλη, το σχέδιο, κ.λπ.) που παρέχουν οι ίδιοι οι εισαγωγείς, το κόστος αυτό θα πρέπει επίσης να αντικατοπτρίζεται στις τιμές των υποδημάτων ώστε να επιτρέπεται δίκαιη σύγκριση με τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής που περιλαμβάνουν επίσης αυτά τα στοιχεία.

    (168)

    Βάσει των τιμών των συνεργασθέντων παραγωγών-εξαγωγέων, τα περιθώρια απόκλισης τιμών που διαπιστώθηκαν ανά χώρα και εκφράστηκαν ως ποσοστό των τιμών του κοινοτικού κλάδου παραγωγής έχουν ως εξής:

    Χώρα

    Πωλήσεις σε τιμές χαμηλότερες από τις κοινοτικές

    ΛΔΚ

    12,8 %

    Βιετνάμ

    11,3 %

    5.6.   Ιδιαιτερότητες του τομέα υποδημάτων στην Κοινότητα

    (169)

    Ο τομέας υποδημάτων στην Κοινότητα χαρακτηρίζεται από δίκτυα πολύ μικρών (με προσωπικό μικρότερο των 10 ατόμων) και μικρών επιχειρήσεων. Μεγάλες εταιρείες με περισσότερους από 500 υπαλλήλους απασχολούν περιορισμένο μόνο αριθμό του συνολικού εργατικού δυναμικού στον τομέα. Οι πολύ μικρές και οι μικρές επιχειρήσεις έχουν το πλεονέκτημα να είναι περισσότερο ευέλικτες και ευπροσάρμοστες στις αλλαγές της ζήτησης της αγοράς, αλλά από την άλλη πλευρά είναι οικονομικά πιο ευάλωτες στις εξωτερικές πιέσεις.

    (170)

    Υπό την πίεση του διεθνούς ανταγωνισμού, μεγαλύτερες εταιρείες εξαφανίστηκαν, ενώ οι περισσότερο ευέλικτες μικρές και πολύ μικρές εταιρείες, που είναι οργανωμένες σε μικρές ομάδες, αποδείχτηκαν περισσότερο ικανές να διατηρήσουν την ανταγωνιστική τους θέση. Ο αριθμός επιχειρήσεων του τομέα σημείωσε σταδιακή μείωση κατά τα τελευταία χρόνια και συνεπώς στην καταγγελία για την πρακτική ντάμπινγκ συμμετείχαν μόνο οι «επιζήσαντες». Είναι επίσης πιθανό, πολλές πολύ μικρές εταιρείες να μην είχαν επαρκείς πόρους για να στηρίξουν την καταγγελία σχετικά με την πρακτική ντάμπινγκ. Για τους λόγους αυτούς, θεωρείται ότι η ανάλυση της κατάστασης αυτών μόνο των επιζησάντων καταγγελλόντων θα μπορούσε να υποβαθμίσει το επίπεδο της ζημίας η οποία αφορά τη συνολική κοινοτική παραγωγή του υπό εξέταση προϊόντος.

    (171)

    Παρατίθενται στη συνέχεια ορισμένοι μακροοικονομικοί δείκτες που παρείχαν οι εθνικές συνομοσπονδίες των κρατών μελών που διατύπωσαν την καταγγελία δηλαδή την Ιταλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία, τη Γαλλία, την Πολωνία και την Ελλάδα. Αφορούν την εξέλιξη της παραγωγής, της απασχόλησης και του αριθμού των εταιρειών που αναπτύσσουν δραστηριότητα στην παραγωγή του υπό εξέταση προϊόντος κατά την περίοδο έρευνας. Τα δεδομένα αυτά έχουν επαληθευτεί στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό.

     

    2001

    2002

    2003

    2004

    ΠΕ

    Παραγωγή (000 ζεύγη)

    538 910

    446 917

    408 559

    370 143

    349 222

    δείκτης 2001 = 100

    100

    83

    76

    69

    65

    Απασχόληση

    238 018

    226 126

    215 426

    201 174

    194 579

    δείκτης 2001 = 100

    100

    95

    91

    85

    82

    Αριθμός εταιρειών

    10 728

    10 684

    10 447

    10 044

    9 579

    δείκτης 2001 = 100

    100

    100

    97

    94

    89

    (172)

    Η παραγωγή υποδημάτων με το πάνω μέρος από δέρμα στα προαναφερόμενα κράτη μέλη μειώθηκε κατά 35 % κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Κατά την ίδια περίοδο, περισσότερες από 1 000 εταιρείες υποχρεώθηκαν να κλείσουν. Τούτο αντιστοιχεί σε απώλεια περισσοτέρων από 43 000 θέσεων απασχόλησης δηλαδή σε μείωση της απασχόλησης ύψους 20 % κατά το 2001. Η μείωση του αριθμού των εταιρειών ήταν ιδιαιτέρως έντονη κατά την ΠΕ, η οποία υπενθυμίζεται ότι συμπίπτει κυρίως με το έτος 2004. Παρατηρείται μια επιτάχυνση των πτωχεύσεων κατά το πρώτο τρίμηνο του 2005.

    (173)

    Τα παραπάνω στοιχεία φανερώνουν σαφώς ότι ο τομέας αντιμετώπισε σοβαρές αρνητικές εξελίξεις κατά το τελευταίο έτος και βρίσκεται σήμερα σε κρίσιμη κατάσταση.

    5.7.   Κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

    5.7.1.   Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

    (174)

    Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή εξέτασε όλους τους οικονομικούς παράγοντες και δείκτες που επηρεάζουν την κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Υπογραμμίζεται, ωστόσο, το γεγονός ότι η κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής υποδημάτων δεν επηρεάζεται από όλους τους παράγοντες που απαριθμούνται στο βασικό κανονισμό για τον προσδιορισμό της ζημίας. Για παράδειγμα, επειδή η παραγωγή πραγματοποιείται κατόπιν παραγγελίας, τα αποθέματα είτε δεν υπάρχουν κανονικά είτε αποτελούνται από παραγγελίες που έχουν συμπληρωθεί και δεν έχουν ακόμη παραδοθεί/τιμολογηθεί και συνεπώς θεωρείται ότι έχουν πολύ μικρή σημασία για την ανάλυση της ζημίας. Ομοίως, επειδή ο τομέας εξακολουθεί να παραμένει τομέας έντασης εργασίας, η ικανότητα παραγωγής δεν περιορίζεται τεχνικά και εξαρτάται κυρίως από τον αριθμό των εργαζομένων που έχουν προσλάβει οι παραγωγοί.

    (175)

    Όπως εξηγήθηκε παραπάνω, λόγω του μεγάλου αριθμού των καταγγελλόντων κοινοτικών παραγωγών, έπρεπε να εφαρμοστούν οι διατάξεις για τη δειγματοληψία. Για τους σκοπούς της ανάλυσης της ζημίας, οι δείκτες ζημίας καθορίστηκαν στα επόμενα δύο επίπεδα:

    Τα μακροοικονομικά στοιχεία (παραγωγή, όγκος πωλήσεων, αγορά, μερίδιο, απασχόληση, παραγωγικότητα, ανάπτυξη, μέγεθος περιθωρίων ντάμπινγκ και ανάκαμψη από τα αποτελέσματα του προηγούμενου ντάμπινγκ) αξιολογήθηκαν για το σύνολο του κοινοτικού κλάδου παραγωγής βάσει των πληροφοριών που συγκεντρώθηκαν από τους επιμέρους παραγωγούς στο στάδιο της καταγγελίας. Οι παράγοντες αυτοί διασταυρώθηκαν, όπου ήταν δυνατό, με τις συνολικές πληροφορίες που παρείχαν οι σχετικές επαγγελματικές ενώσεις σε ολόκληρη την Κοινότητα.

    Τα μικροοικονομικά στοιχεία (αποθέματα, τιμές πωλήσεων, ταμειακές ροές, αποδοτικότητα, απόδοση των επενδύσεων, ικανότητα άντλησης κεφαλαίων, επενδύσεις, απασχόληση και μισθοί) αναλύθηκαν για τις επιμέρους εταιρείες, δηλαδή για τους κοινοτικούς παραγωγούς που συμπεριλαμβάνονταν στο δείγμα.

    5.7.2.   Μακροοικονομικοί δείκτες

     

    2001

    2002

    2003

    2004

    ΠΕ

    Παραγωγή (000 ζεύγη)

    223 047

    182 576

    172 339

    158 213

    146 868

    Δείκτης: 2001 = 100

    100

    82

    77

    71

    66

    Πηγή: Πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν κατά το στάδιο της καταγγελίας.

    (176)

    Ο όγκος παραγωγής ολόκληρου του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μειώθηκε από 223 εκατομμύρια ζεύγη το 2001 σε 146,9 εκατομμύρια ζεύγη κατά την περίοδο έρευνας. Τούτο αντιστοιχεί σε μείωση μεγαλύτερη του 30 %.

    (177)

    Παρά το γεγονός ότι κάποιο εργοστάσιο προορίζεται για συγκεκριμένη παραγωγή, το επίπεδο αυτής της παραγωγής εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον αριθμό των εργαζομένων που έχει προσλάβει το εργοστάσιο αυτό. Πράγματι, όπως εξηγήθηκε παραπάνω το μεγαλύτερο ποσοστό του κλάδου κατασκευής υποδημάτων είναι εντάσεως εργασίας. Υπό αυτές τις συνθήκες, για ένα σταθερό αριθμό εταιρειών, ο καλύτερος τρόπος μέτρησης της ικανότητας είναι να εξεταστεί το επίπεδο απασχόλησης σε αυτές τις εταιρείες. Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστούν τα στοιχεία του πίνακα που ακολουθεί ο οποίος παρουσιάζει το επίπεδο απασχόλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Εναλλακτικά, η εξέλιξη του αριθμού των εταιρειών που ασκεί δραστηριότητα στον τομέα αντικατοπτρίζει επίσης δεόντως τη συνολική ικανότητα παραγωγής. Η εξέλιξη αυτή εξετάστηκε παραπάνω και υπενθυμίζεται ότι κατά την εξεταζόμενη περίοδο περισσότερες από 1 000 εταιρείες αναγκάστηκαν να κλείσουν.

     

    2001

    2002

    2003

    2004

    ΠΕ

    Πωλήσεις (000 ζεύγη)

    158 913

    125 665

    121 234

    111 240

    105 749

    Δείκτης: 2001 = 100

    100

    79

    76

    70

    67

    Μερίδια αγοράς

    27,1 %

    23,7 %

    22,0 %

    19,3 %

    17,9 %

    Πηγή: Πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν κατά το στάδιο της καταγγελίας.

    (178)

    Επειδή η παραγωγή πραγματοποιείται κατά παραγγελία, ο όγκος πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής ακολούθησε τη φθίνουσα τάση της παραγωγής. Ο αριθμός ζευγών που πωλήθηκε στην κοινοτική αγορά μειώθηκε κατά περισσότερο από 50 εκατομμύρια μεταξύ του 2001 και της ΠΕ, δηλαδή κατά 33 %.

    (179)

    Από πλευράς μεριδίων αγοράς, αυτό αντιστοιχεί σε απώλεια περισσότερων από 9 ποσοστιαίων μονάδων. Το μερίδιο του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μειώθηκε από 27,1 % το 2001 σε 17,9 % κατά την ΠΕ.

     

    2001

    2002

    2003

    2004

    ΠΕ

    Σύνολο απασχολουμένων

    83 238

    69 361

    66 425

    61 640

    57 047

    Δείκτης: 2001 = 100

    100

    83

    80

    74

    69

    Πηγή: Πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν κατά το στάδιο της καταγγελίας.

    (180)

    Η απασχόληση μειώθηκε δραματικά καθ’ όλη την εξεταζόμενη περίοδο. Απωλέσθησαν περισσότερες από 26 000 θέσεις απασχόλησης στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής που αντιστοιχούν σε μείωση ύψους 31 % κατά την ΠΕ σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2001.

    (181)

    Είναι επίσης σκόπιμο να εξεταστούν τα στοιχεία του παραπάνω πίνακα που καταδεικνύουν για το σύνολο του κλάδου κατασκευής δερμάτινων υποδημάτων ευρεία μείωση της απασχόλησης στον τομέα που ανέρχεται σε 43 000 θέσεις απασχόλησης. Η σημασία του στοιχείου αυτού αυξάνεται από το γεγονός ότι 700 περίπου εταιρείες (βλέπε παραπάνω) αναγκάστηκαν να πάψουν τις δραστηριότητές τους κατά το διάστημα 2001-2004, δηλαδή προτού κατατεθεί καταγγελία για πρακτική ντάμπινγκ και δεν μπορούσαν συνεπώς να συμμετάσχουν στην παρούσα έρευνα.

     

    2001

    2002

    2003

    2004

    ΠΕ

    Παραγωγικότητα

    2 680

    2 632

    2 594

    2 567

    2 575

    Δείκτης (2001 = 100)

    100

    98

    97

    96

    96

    Πηγή: Πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν κατά το στάδιο της καταγγελίας.

    (182)

    Η παραγωγικότητα καθορίστηκε με διαίρεση του όγκου παραγωγής δια του εργατικού δυναμικού του κοινοτικού κλάδου παραγωγής όπως αναφέρεται στους παραπάνω πίνακες. Σ’ αυτή τη βάση, η παραγωγικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής παρέμεινε σχετικά σταθερή κατά την εξεταζόμενη περίοδο.

    (183)

    Μεταξύ του 2001 και της ΠΕ, παρά το γεγονός ότι η κοινοτική κατανάλωση παρέμεινε σχετικά σταθερή, ο όγκος πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μειώθηκε σημαντικά κατά 30 % περίπου. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αντιμετώπισε συρρίκνωση του μεριδίου αγοράς κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες περίπου. Υπογραμμίζεται ότι κατά την ίδια περίοδο, οι εν λόγω χώρες κατόρθωσαν να υπερδιπλασιάσουν τις εισαγωγές τους και κέρδισαν 14 περίπου ποσοστιαίες μονάδες σε μερίδιο αγοράς στην κοινοτική αγορά.

    (184)

    Λαμβανομένων υπόψη του όγκου και των τιμών των εισαγωγών από τις εν λόγω χώρες, ο αντίκτυπος του μεγέθους του πραγματικού περιθωρίου ντάμπινγκ στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής δεν μπορεί να θεωρηθεί αμελητέος.

    (185)

    Το Φεβρουάριο 1998, επιβλήθηκαν δασμοί αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων υποδημάτων με το πάνω μέρος από δέρμα ή πλαστική ύλη, καταγωγής ΛΔΚ, Ινδονησίας και Ταϊλάνδης. Τα μέτρα αυτά αφορούσαν προϊόντα παρόμοια με αυτά τα οποία αφορά η παρούσα έρευνα. Μετά τη δημοσίευση ανακοίνωσης για την επικείμενη λήξη των μέτρων αυτών, δεν διατυπώθηκε αίτημα για επανεξέταση και τα μέτρα έπαψαν να ισχύουν το Μάρτιο 2003. Ελλείψει αίτησης επανεξέτασης, θεωρείται ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής είχε ανακάμψει τότε από τις επιπτώσεις του προηγούμενου ντάμπινγκ.

    5.7.3.   Μικροοικονομικοί δείκτες

    (186)

    Παρά το γεγονός ότι όγκος παραγωγής και πωλήσεων δεν θεωρούνται αφ’ εαυτού ως μικροοικονομικοί δείκτες, παρέχονται στη συνέχεια τα αντίστοιχα στοιχεία για τους κοινοτικούς παραγωγούς που συμπεριλαμβάνονταν στο δείγμα. Με τα στοιχεία αυτά καταδεικνύεται πώς εξελίχθηκε η κατάσταση των κοινοτικών παραγωγών που συμπεριλαμβάνονταν στο δείγμα σε σχέση με την κατάσταση ολόκληρου του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

     

    2001

    2002

    2003

    2004

    ΠΕ

    Παραγωγή (000 ζεύγη)

    17 743

    18 828

    16 507

    12 902

    12 129

    Δείκτης: 2001 = 100

    100

    106

    93

    73

    68

    Όγκος πωλήσεων ΕΕ (000 ζεύγη)

    15 130

    15 877

    14 544

    13 652

    13 422

    Δείκτης: 2001 = 100

    100

    105

    96

    90

    89

    Πηγή: Επαληθευμένες απαντήσεις στα ερωτηματολόγια.

    (187)

    Αφού γνώρισαν μια αύξηση στην παραγωγή και τις πωλήσεις στην Κοινότητα το 2002 σε σχέση με το 2001, οι εταιρείες που συμπεριλαμβάνονταν στο δείγμα εξελίχθηκαν παρόμοια με το σύνολο του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, ο όγκος παραγωγής μειώθηκε κατά περισσότερο από 30 % και ο όγκος των πωλήσεων κατά περισσότερο από 10 %. Υπενθυμίζεται ότι ολόκληρος ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αντιμετώπισε μείωση του όγκου παραγωγής (– 34 %) και πωλήσεων (– 33 %) κατά την ίδια περίοδο.

     

    2001

    2002

    2003

    2004

    ΠΕ

    000 ζεύγη

    2 118

    2 375

    2 544

    2 705

    2 470

    Δείκτης: 2001 = 100

    100

    112

    120

    128

    117

    Πηγή: Επαληθευμένες απαντήσεις στα ερωτηματολόγια.

    (188)

    Όπως ήδη προαναφέρθηκε, τα αποθέματα θεωρείται ότι δεν επηρεάζουν σημαντικά την κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής υποδημάτων για τον καθορισμό της ζημίας, επειδή η παραγωγή πραγματοποιείται κατόπιν παραγγελίας. Θεωρητικά δεν υπάρχουν αποθέματα και αν υπάρχουν αυτά δημιουργούνται από παραγγελίες που έχουν ολοκληρωθεί αλλά δεν έχουν ακόμη παραδοθεί/τιμολογηθεί. Σ’ αυτή τη βάση, το επίπεδο αποθεμάτων πρώτα αυξήθηκε μεταξύ 2001 και 2004, κατά 28 %, και μετά μειώθηκε κατά το τέλος της ΠΕ. Αυτή η μείωση κατά την ΠΕ πρέπει επίσης να εξεταστεί στο πλαίσιο του εποχιακού χαρακτήρα του τομέα. Πράγματι, το επίπεδο των αποθεμάτων αναμένεται να είναι υψηλότερο το Δεκέμβριο από ό,τι κατά το τέλος του πρώτου τριμήνου του έτους, δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση κατά το τέλος της ΠΕ.

     

    2001

    2002

    2003

    2004

    ΠΕ

    ευρώ/ζεύγος

    20,9

    20,5

    20,0

    19,8

    19,4

    Δείκτης: 2001 = 100

    100

    98

    96

    95

    93

    Πηγή: Επαληθευμένες απαντήσεις στα ερωτηματολόγια.

    (189)

    Ο μέσος όρος τιμής πώλησης ανά μονάδα σημείωσε σταθερή μείωση κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Ανήλθε συνολικά σε 7,2 %. Η συμπίεση των τιμών του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μπορεί να φανεί περιορισμένη ειδικότερα σε σύγκριση με την ύψους 30 % μείωση της τιμής εισαγωγής που αποτέλεσε το αντικείμενο ντάμπινγκ κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Θα πρέπει, ωστόσο, να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι τα υποδήματα κατασκευάζονται κατόπιν παραγγελίας και συνεπώς οι νέες παραγγελίες διασφαλίζονται μόνο εάν η αντίστοιχη τιμή επιτρέπει τουλάχιστον να επιτευχθεί ισορροπία. Πρέπει να εξεταστούν σχετικά τα στοιχεία του παρακάτω πίνακα που δείχνουν ότι κατά την ΠΕ ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν μπορούσε να μειώσει περαιτέρω τις τιμές του χωρίς να σημειώσει απώλειες.

     

    2001

    2002

    2003

    2004

    ΠΕ

    Ταμειακές ροές (σε χιλιάδες ευρώ)

    13 497

    10 991

    8 147

    10 754

    5 706

    Δείκτης: 2001 = 100

    100

    81

    60

    80

    42

    % κέρδος επί του καθαρού κύκλου εργασιών

    1,6 %

    2,1 %

    0,1 %

    2,3 %

    1,1 %

    Απόδοση των επενδύσεων

    5,7 %

    8,0 %

    0,4 %

    10,0 %

    4,8 %

    Πηγή: Επαληθευμένες απαντήσεις στα ερωτηματολόγια.

    (190)

    Οι παραπάνω δείκτες απόδοσης δείχνουν καθαρή αποδυνάμωση της χρηματοοικονομικής κατάστασης των εταιρειών κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Υπογραμμίζεται ότι οι δαπάνες αναδιάρθρωσης που επιβάρυναν έναν από τους κοινοτικούς παραγωγούς που συμπεριλήφθηκε στο δείγμα επηρέασαν αρνητικά την αποδοτικότητα για το έτος 2003. Η συνολική επιδείνωση ήταν ιδιαιτέρως έντονη κατά την ΠΕ και φανερώνει σημαντικές αρνητικές εξελίξεις κατά το πρώτο τρίμηνο του 2005, δηλαδή το τελευταίο τρίμηνο της ΠΕ.

    (191)

    Ιδιαιτέρως επηρεάστηκαν οι ταμειακές ροές. Μειώθηκαν κατά 60 % περίπου μεταξύ του 2001 και της ΠΕ. Το επίπεδο των ταμειακών ροών είναι κυρίως σημαντικό στην περίπτωση ΜΜΕ οι οποίες δεν έχουν πάντοτε εύκολη πρόσβαση σε εξωτερικές χρηματοδοτήσεις, σε αντίθεση με τις μεγάλες εταιρείες που παρέχουν ευκολότερα τραπεζικές εγγυήσεις. Οι ΜΜΕ είναι στις περισσότερες περιπτώσεις υποχρεωμένες να βασίζονται στους δικούς τους πόρους για τη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων τους. Το επίπεδο αποδοτικότητας σε σχέση με τον κύκλο εργασιών παρέμεινε σχετικά σταθερό στο επίπεδο του 1,5 % μεταξύ του 2001 και του 2004, με εξαίρεση ωστόσο το έτος 2003, και στη συνέχεια μειώθηκε στο επίπεδο ισορροπίας για την ΠΕ. Η απόδοση των επενδύσεων ακολούθησε την ίδια τάση.

    (192)

    Το σύνολο των κερδών παρέμεινε σε χαμηλά επίπεδα σε ολόκληρη την εξεταζόμενη περίοδο και υπογραμμίζει το χρηματοοικονομικό πρόβλημα των ΜΜΕ, οι οποίες εκ φύσεως είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στους έξωθεν κλυδωνισμούς.

    (193)

    Η έρευνα έδειξε ότι οι κεφαλαιουχικές απαιτήσεις πολλών κοινοτικών παραγωγών επηρεάστηκαν αρνητικά από τη δυσχερή οικονομική τους κατάσταση. Τούτο επιτείνεται από την ανάπτυξη του ατομικού επιπέδου κερδών και ειδικότερα από την επιδείνωση των ταμειακών ροών τους. Όπως εξηγήθηκε παραπάνω, οι ΜΜΕ δεν είναι πάντοτε σε θέση να παράσχουν επαρκείς τραπεζικές εγγυήσεις και μπορεί να έχουν δυσκολίες όσον αφορά την αντιμετώπιση των σημαντικών χρηματοοικονομικών δαπανών που ενδέχεται να προκύψουν από επισφαλή χρηματοοικονομική κατάσταση.

     

    2001

    2002

    2003

    2004

    ΠΕ

    Σε χιλιάδες ευρώ

    8 026

    10 428

    6 039

    4 119

    3 744

    Δείκτης: 2001 = 100

    100

    130

    75

    51

    47

    Πηγή: Επαληθευμένες απαντήσεις στα ερωτηματολόγια.

    (194)

    Οι επενδύσεις που συμφώνησαν οι εταιρείες μειώθηκαν κατά περισσότερο από 50 % μεταξύ του 2001 και της ΠΕ. Η μείωση των επενδύσεων πρέπει να εξεταστεί σε σχέση με την επιδείνωση της χρηματοοικονομικής κατάστασης των κοινοτικών παραγωγών που συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα.

     

    2001

    2002

    2003

    2004

    ΠΕ

    Σύνολο απασχολουμένων

    4 705

    4 088

    3 470

    2 861

    2 754

    Δείκτης: 2001 = 100

    100

    87

    74

    61

    59

    Πηγή: Επαληθευμένες απαντήσεις στα ερωτηματολόγια.

     

    2001

    2002

    2003

    2004

    ΠΕ

    Αμοιβές και μισθοί (χιλιάδες ευρώ)

    66 636

    63 955

    61 335

    50 068

    48 485

    Δείκτης: 2001 = 100

    100

    96

    92

    75

    73

    Μέσος όρος αμοιβών και μισθών ανά άτομο (ευρώ)

    14 163

    15 645

    17 676

    17 500

    17 605

    Δείκτης: 2001 = 100

    100

    110

    125

    124

    124

    Πηγή: Επαληθευμένες απαντήσεις στα ερωτηματολόγια.

    (195)

    Το επίπεδο απασχόλησης των κοινοτικών παραγωγών που συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα επιδεινώθηκε σημαντικά κατά την περίοδο έρευνας. Απωλέσθηκαν 20 000 περίπου θέσεις απασχόλησης κατά την εν λόγω περίοδο. Επειδή τα υποδήματα κατασκευάζονται κατόπιν παραγγελίας, κάθε μείωση του όγκου των πωλήσεων μεταφράζεται αμέσως σε μείωση της παραγωγής, η οποία στη συνέχεια οδηγεί σε μείωση της απασχόλησης στο συγκεκριμένο τομέα εντάσεως εργασίας.

    (196)

    Η αύξηση του μέσου όρου των αμοιβών και μισθών ανά απασχολούμενο άτομο προκύπτει από σημαντική μείωση του αριθμού των εργαζομένων —με σχετικά χαμηλό επίπεδο αμοιβών— ενώ το επίπεδο του διοικητικού και διαχειριστικού προσωπικού —με υψηλότερο μέσο όρο μισθού— παρέμεινε σχετικά σταθερό. Πράγματι η απώλεια θέσεων απασχόλησης ήταν περισσότερο έντονη σε επίπεδο παραγωγής. Παρά το γεγονός ότι μειώθηκε επίσης, το επίπεδο του διοικητικού προσωπικού εξαρτάται γενικά λιγότερο από το επίπεδο δραστηριότητας των εταιρειών. Η εξέλιξη των μέσων αμοιβών και μισθών στρεβλώνεται επίσης από το γεγονός ότι ορισμένες φορές έπρεπε να καταβληθούν αποζημιώσεις στα άτομα που έπαυαν να αποτελούν μέρος του εργατικού δυναμικού των εταιρειών.

    5.8.   Συμπέρασμα για τη ζημία

    (197)

    Η ανάλυση των μακροοικονομικών δεικτών, δηλαδή για ολόκληρο τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, αποκάλυψαν ότι η ζημία μεταφράζεται κυρίως σε μείωση του όγκου των πωλήσεων και των μεριδίων αγοράς. Επειδή τα υποδήματα κατασκευάζονται κατόπιν παραγγελίας, αυτό έχει επίσης αρνητικές συνέπειες για το επίπεδο παραγωγής και απασχόλησης στην Κοινότητα. Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, ο όγκος των πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής στην κοινοτική αγορά μειώθηκε κατά περισσότερο από 30 %, το μερίδιο αγοράς συρρικνώθηκε κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες, η παραγωγή συμπιέστηκε κατά 34 % και η απασχόληση μειώθηκε κατά 31 % με απώλεια 26 000 θέσεων απασχόλησης.

    (198)

    Η διάρθρωση κόστους της βιομηχανίας υποδημάτων είναι τέτοια που οι επιμέρους εταιρείες είτε σημειώνουν κέρδη είτε πρέπει να πάψουν τις δραστηριότητές τους. Πράγματι, με άμεσες δαπάνες, κυρίως για το απασχολούμενο προσωπικό και τις πρώτες ύλες, που αντιστοιχούν στο 80 % του κόστους παραγωγής, τα υποδήματα κατασκευάζονται κατά παραγγελία μόνον εφόσον έχουν σημειωθεί επαρκή κέρδη για κάθε παραγγελία.

    (199)

    Η ανάλυση των μικροοικονομικών στοιχείων αποκάλυψε ότι οι επιμέρους εταιρείες του δείγματος άγγιξαν το χαμηλότερο δυνατό επίπεδο κερδών κατά την περίοδο έρευνας. Το επίπεδο κέρδους κατά την ΠΕ ήταν γύρω στο χαμηλότερο όριο και οι ταμειακές ροές ακολούθησαν επικίνδυνη φθίνουσα τάση. Η ανάλυση της κατάστασης των εταιρειών που συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα αποκάλυψαν ότι κατά την ΠΕ αυτές δεν ήταν πλέον σε θέση να μειώσουν περαιτέρω τα επίπεδα τιμών τους χωρίς να υπάρξουν ζημίες τις οποίες οι ΜΜΕ δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν για περισσότερο από μερικούς μήνες χωρίς να υποχρεωθούν να κλείσουν.

    (200)

    Σ’ αυτό το πλαίσιο, είναι ιδιαίτερα σημαντικές οι πληροφορίες που παρείχαν οι εθνικές ομοσπονδίες σχετικά με τον αριθμό των εταιρειών που έκλεισαν. Μεταξύ του 2001 και της περιόδου έρευνας, οι ομοσπονδίες ανέφεραν περισσότερες από 1 000 περιπτώσεις εταιρειών που έκλεισαν.

    (201)

    Βάσει των ανωτέρω, συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υπέστη σημαντική ζημία κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού.

    6.   ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ

    6.1.   Εισαγωγή

    (202)

    Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 6 και το άρθρο 3 παράγραφος 7 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή εξέτασε αν η ζημία που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής προκλήθηκε από τις αποτελούσες αντικείμενο ντάμπινγκ εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής των εν λόγω χωρών. Άλλοι γνωστοί παράγοντες πλην των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, οι οποίοι θα μπορούσαν να είχαν προξενήσει κατά το ίδιο χρονικό διάστημα ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής εξετάστηκαν επίσης, ούτως ώστε η προκαλούμενη από τους εν λόγω λοιπούς παράγοντες ζημία να μην αποδοθεί στις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ.

    6.2.   Επιπτώσεις των εισαγωγών με ντάμπινγκ

    (203)

    Υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι η έρευνα αποκάλυψε ότι τα υποδήματα που εισήχθησαν από τις εν λόγω χώρες είναι ανταγωνιστικά σε όλα τα επίπεδα, δηλαδή ως προς όλους τους τύπους και τις ποιότητες, προς τα υποδήματα που κατασκευάζονται και πωλούνται από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής και ότι τα δίκτυα πωλήσεών τους είναι γενικά τα ίδια.

    (204)

    Η σημαντική αύξηση του όγκου των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, οι οποίες υπερδιπλασιάστηκαν κατά την εξεταζόμενη περίοδο, συνέπεσε με την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Η επιδείνωση αυτή συγκεκριμενοποιείται μεταξύ άλλων με τη μείωση του όγκου παραγωγής και πωλήσεων κατά 30 % περίπου κατά την ίδια περίοδο.

    (205)

    Η αύξηση των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ συνέπεσε με σημαντική μείωση των τιμών της αντίστοιχης μέσης τιμής. Πράγματι, κατά την περίοδο έρευνας, η μέση τιμή των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ μειώθηκε κατά 30 %.

    (206)

    Σε μια σχετικά διαφανή και εξαιρετικά ευαίσθητη από πλευράς τιμών αγορά, όπου τα υποδήματα κατασκευάζονται κατόπιν παραγγελίας, αυτό είχε διπλό αρνητικό αντίκτυπο για την κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Πρώτον, οδήγησε σε συμπίεση των τιμών του κοινοτικού κλάδου παραγωγής που μειώθηκαν κατά 8 % περίπου κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Δεύτερο, και σημαντικότερο, οι εξαγωγές με χαμηλές τιμές από τις χώρες επηρέασε σημαντικά τις παραγγελίες που δέχθηκε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής, επηρεάζοντας κατά συνέπεια αρνητικά την παραγωγή, τον όγκο πωλήσεων και την απασχόληση.

    (207)

    Η εξέλιξη του μεριδίου αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής και των εν λόγω χωρών απεικονίζει πολύ καλά αυτή την κατάσταση. Η κατάστασή τους εξελίχθηκε ως εξής:

     

    2001

    2002

    2003

    2004

    ΠΕ

    Εν λόγω χώρες

    9,2 %

    11,2 %

    15,6 %

    18,7 %

    22,8 %

    Κοινοτικός κλάδος παραγωγής

    27,1 %

    23,7 %

    22,0 %

    19,3 %

    17,9 %

    (208)

    Ενώ ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής απώλεσε 9 περίπου ποσοστιαίες μονάδες από το μερίδιο αγοράς μεταξύ του 2001 και της ΠΕ, οι εν λόγω χώρες κέρδισαν αντίστοιχα 14 περίπου ποσοστιαίες μονάδες και μάλιστα σε περίοδο σχετικά σταθερής κατανάλωσης.

    (209)

    Λόγω της σαφώς αποδειχθείσας σύμπτωσης χρόνου μεταξύ, αφενός, της αύξησης των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ με συνεχώς φθίνουσες τιμές και, αφετέρου, της απώλειας όγκου πωλήσεων και παραγωγής εκ μέρους του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, της μείωσης των μεριδίων αγοράς και της απασχόλησης και της συμπίεσης των τιμών, συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο για τη ζημία που αντιμετώπισε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

    6.3.   Επιπτώσεις άλλων παραγόντων

    6.3.1.   Επιδόσεις των λοιπών κοινοτικών παραγωγών

    (210)

    Ο παραπάνω πίνακας καταδεικνύει ότι οι πωλήσεις των λοιπών παραγωγών της Κοινότητας στην κοινοτική αγορά μειώθηκαν κατά περισσότερο από 70 εκατομμύρια ζεύγη κατά την εξεταζόμενη περίοδο που αντιστοιχούν σε ποσοστό 30 %. Το αντίστοιχο μερίδιο αγοράς μειώθηκε επίσης από 38,1 % το 2000 σε 25,3 % κατά την περίοδο έρευνας. Βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών συνάγεται συνεπώς το συμπέρασμα ότι οι λοιποί παραγωγοί της Κοινότητας αντιμετώπιζαν κατάσταση παρόμοια με εκείνη του κοινοτικού κλάδου παραγωγής και δεν του προκάλεσαν καμία ζημία.

    6.3.2.   Εξαγωγικές επιδόσεις του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

    (211)

    Ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίστηκαν ότι η ασθενής οικονομική κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής υποδημάτων οφείλετο στην επιδείνωση των εξαγωγικών του επιδόσεων. Ο ισχυρισμός αυτός βασίζεται στο γεγονός ότι σε έκθεση που εξέδωσε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υποδημάτων βεβαιώνεται ότι η πρόσβαση στην αγορά αποτελεί σημαντικό πρόβλημα για τον τομέα στις εξωτερικές αγορές και ότι πολλοί δασμολογικοί και μη δασμολογικοί φραγμοί εξακολουθούν να παρεμποδίζουν τους κοινοτικούς παραγωγούς να εκμεταλλευθούν το εξαγωγικό τους δυναμικό.

    (212)

    Σ’ αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει κατ’ αρχάς να σημειωθεί ότι η ανάλυση της ζημίας εστιάζει στην κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής στην αγορά της Κοινότητας. Συνεπώς, τυχόν επιδείνωση των εξαγωγικών επιδόσεων δεν επηρεάζει τους περισσότερους από τους δείκτες που αναλύθηκαν παραπάνω, όπως τον όγκο των πωλήσεων, τα μερίδια της αγοράς και τις τιμές. Όσον αφορά το συνολικό όγκο παραγωγής, όταν δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί διάκριση μεταξύ της κοινοτικής και της μη κοινοτικής αγοράς επειδή τα υποδήματα κατασκευάζονται κατόπιν παραγγελίας, μείωση των πωλήσεων στην αγορά της Κοινότητας μεταφράζεται αναγκαστικά σε συρρίκνωση της παραγωγής. Επειδή το μεγάλο ποσοστό της παραγωγής προορίζεται να πωληθεί στην κοινοτική αγορά και παρά το γεγονός ότι οι πωλήσεις προς εξαγωγή μειώθηκαν κατά την εξεταζόμενη περίοδο, συνάγεται το συμπέρασμα ότι το κυριότερο μέρος της μείωσης της παραγωγής έχει σχέση με τη ζημία που υπέστη η κοινοτική αγορά και όχι με τη μείωση των εξαγωγών. Τέλος, ο ισχυρισμός που διατύπωσαν οι παραγωγοί της Κοινότητας πράγματι αφορά απλώς την παρεμπόδισή τους να εκμεταλλευθούν το εξαγωγικό τους δυναμικό και θα έπρεπε συνεπώς να θεωρηθεί ως αδυναμία αντιστάθμισης της μείωσης των πωλήσεων στην κοινοτική αγορά, δηλαδή εκεί όπου παρατηρείται η ζημία, με αύξηση των εξαγωγών.

    (213)

    Ο ισχυρισμός συνεπώς δεν έγινε δεκτός και συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι εξαγωγικές επιδόσεις του κοινοτικού κλάδου παραγωγής δεν προκάλεσαν καμία σημαντική ζημία.

    6.3.3.   Εισαγωγές από άλλες τρίτες χώρες

    (214)

    Εξετάστηκαν επίσης οι εισαγωγές από τρίτες χώρες. Οι παρακάτω πίνακες καταδεικνύουν την εξέλιξη των μεριδίων της αγοράς και τις μέσες τιμές των χωρών που αντιστοιχούν σε κάθε μία από αυτές σε περισσότερο από το 2 % των συνολικών κοινοτικών εισαγωγών κατά την ΠΕ.

    Μερίδια αγοράς

    2001

    2002

    2003

    2004

    ΠΕ

    Διακύμανση 01/ΠΕ (% μονάδες)

    Ρουμανία

    6,4 %

    8,0 %

    8,4 %

    7,8 %

    7,7 %

    +1,3 %

    Ινδία

    3,9 %

    5,0 %

    5,4 %

    6,4 %

    6,2 %

    +2,3 %

    Ινδονησία

    2,0 %

    1,9 %

    1,6 %

    1,6 %

    1,6 %

    –0,4 %

    Βραζιλία

    1,4 %

    1,6 %

    1,9 %

    2,5 %

    2,9 %

    +1,5 %

    Μακάο

    1,4 %

    1,9 %

    2,4 %

    3,3 %

    2,5 %

    +1,1 %

    Ταϊλάνδη

    0,9 %

    0,9 %

    1,0 %

    1,2 %

    1,2 %

    +0,3 %

    Μέσες τιμές (ευρώ/ζεύγος)

    2001

    2002

    2003

    2004

    ΠΕ

    Διακύμανση 2001/ΠΕ

    Ρουμανία

    14,0

    14,9

    15,1

    15,3

    15,3

    9 %

    Ινδία

    11,7

    11,6

    10,5

    10,4

    10,5

    – 10 %

    Ινδονησία

    12,4

    11,6

    11,2

    9,6

    9,6

    – 23 %

    Βραζιλία

    16,9

    15,8

    13,7

    13,2

    12,6

    – 25 %

    Μακάο

    13,1

    11,7

    11,0

    10,9

    11,0

    – 16 %

    Ταϊλάνδη

    15,4

    14,0

    13,2

    12,3

    12,2

    – 21 %

    (215)

    Καμία από τις προαναφερθείσες χώρες χωριστά δεν αύξησε σημαντικά τα μερίδια αγοράς κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Το απόλυτο επίπεδο του μεριδίου αγοράς που τους αναλογεί παρέμεινε αρκετά χαμηλότερο από το μερίδιο των εν λόγω χωρών και η εξέλιξή του ήταν διαφορετική. Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι το σωρευμένο μερίδιο αγοράς των εν λόγω χωρών αυξήθηκε σημαντικά από 9,2 % το 2001 σε 22,8 % κατά την ΠΕ.

    (216)

    Με εξαίρεση μια χώρα, οι μέσες τιμές μονάδας των άλλων τρίτων χωρών μειώθηκαν κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Ωστόσο, μειώθηκαν λιγότερο σε σύγκριση με τις τιμές των εν λόγω χωρών, αλλά ειδικότερα το απόλυτο επίπεδο τιμών καθ’ όλη την εξεταζόμενη περίοδο παρέμεινε, με μια εξαίρεση, κατά μέσο όρο μεγαλύτερο από το επίπεδο τιμών των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Όσον αφορά τις εισαγωγές από την Ινδονησία, οι τιμές ήταν χαμηλότερες από εκείνες των εισαγωγών από το Βιετνάμ κατά την ΠΕ, αυτό όμως θα πρέπει να εξεταστεί λαμβανομένης υπόψη της μείωσης του μεριδίου αγοράς της Ινδονησίας σε σχέση με την τεράστια αύξηση του μεριδίου του Βιετνάμ. Κατά την ΠΕ, οι τιμές εισαγωγής από τις προαναφερθείσες χώρες ήταν κατά μέσο όρο κατά 30 % υψηλότερες από τις τιμές εισαγωγής από τις εν λόγω χώρες. Επιπλέον, τα μερίδια αγοράς των επιμέρους χωρών δεν αυξήθηκαν καθ’ όμοιο τρόπο με τα μερίδια των εν λόγω χωρών. Μπορεί, συνεπώς, να θεωρηθεί ακόμη ότι οι άλλες τρίτες χώρες έπρεπε να ακολουθήσουν τις τάσεις μείωσης των τιμών που παρατηρήθηκαν στις εν λόγω χώρες, ώστε να διατηρήσουν το επίπεδο των μεριδίων αγοράς.

    (217)

    Για τους παραπάνω λόγους, συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι εισαγωγές από άλλες τρίτες χώρες δεν επηρέασαν ουσιαστικά την κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

    6.3.4.   Μεταβολές των δεδομένων κατανάλωσης και μείωση της ζήτησης

    (218)

    Εισαγωγείς ισχυρίστηκαν ότι η ζημία που υπέστησαν οι κοινοτικοί παραγωγοί υποδημάτων προκλήθηκε από μείωση της ζήτησης σχετικά με το τμήμα της αγοράς υποδημάτων στο οποίο ειδικεύονταν κατά παράδοση οι κοινοτικοί παραγωγοί. Ομοίως, ορισμένοι εξαγωγείς-παραγωγοί ισχυρίστηκαν ότι λόγω των αλλαγών της μόδας, οι καταναλωτές επιζητούν πλέον υποδήματα χαμηλής ποιότητας, σύντομης χρήσης και μαζικής παραγωγής.

    (219)

    Παραπέμπουμε σχετικά στο τμήμα 2 παραπάνω όπου διατυπώθηκε το συμπέρασμα ότι όλα τα είδη του υπό εξέταση προϊόντος και του ομοειδούς προϊόντος θεωρήθηκαν ως ένα μόνο προϊόν και ότι τα υποδήματα που κατασκευάζονται στις εν λόγω χώρες και στην Κοινότητα είναι ανταγωνιστικά σε όλα τα επίπεδα της αγοράς. Κάθε ισχυρισμός σχετικά με ορισμένα είδη δεν έχει συνεπώς βάση και η ανάλυση θα πρέπει να πραγματοποιηθεί για το υπό εξέταση προϊόν και το ομοειδές προϊόν, δηλαδή για όλα τα είδη υποδημάτων με το πάνω μέρος από δέρμα όπως περιγράφονται στη σχετική παράγραφο παραπάνω. Όσον αφορά τη συνολική κοινοτική κατανάλωση υποδημάτων με το πάνω μέρος από δέρμα, αυτή παρέμεινε σχετικά σταθερή κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Οι ισχυρισμοί, ως εκ τούτου, δεν έγιναν δεκτοί και συνάγεται το συμπέρασμα ότι η ζημία δεν προκλήθηκε από τη μείωση της ζήτησης.

    6.3.5.   Διακυμάνσεις της τιμής συναλλάγματος

    (220)

    Διάφοροι εξαγωγείς-παραγωγοί και εισαγωγείς ισχυρίστηκαν ότι η ζημία την οποία υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής προκλήθηκε από την ανατίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου ΗΠΑ που οδήγησε σε σημαντική μείωση των τιμών εισαγωγής, επειδή το μεγαλύτερο μέρος του κινεζικού και βιετναμέζικου εμπορίου υποδημάτων πραγματοποιείται σύμφωνα με τους ισχυρισμούς σε δολάρια ΗΠΑ.

    (221)

    Υπενθυμίζεται ότι η έρευνα πρέπει να αποδείξει αν οι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ (από πλευράς τιμών και ποσοτήτων) προκάλεσαν σημαντική ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής ή αν αυτή η σημαντική ζημία οφείλεται σε άλλους παράγοντες. Το άρθρο 3 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού ορίζει σχετικά ότι πρέπει να αποδειχθεί ότι το επίπεδο τιμής των εισαγωγών που αποτέλεσαν το αντικείμενο ντάμπινγκ προκάλεσε τη ζημία. Ως εκ τούτου, αναφέρεται απλώς σε διαφορά μεταξύ των επιπέδων τιμών και δεν απαιτείται ανάλυση των παραγόντων που επηρεάζουν το επίπεδο αυτών των τιμών.

    (222)

    Οι επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ στις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής εξετάζονται στην πράξη ουσιαστικά με την απόδειξη της εφαρμογής τιμών χαμηλότερων από τις κοινοτικές και συμπιεσμένων τιμών. Για το σκοπό αυτό, συγκρίνονται οι τιμές εξαγωγής που αποτέλεσαν το αντικείμενο ντάμπινγκ με τις τιμές πώλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής και οι τιμές εξαγωγής που χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό της ζημίας ενδέχεται κάποιες φορές να χρειάζονται μετατροπή σε άλλο νόμισμα, ώστε να υπάρξει κοινή βάση σύγκρισης. Συνεπώς, η χρήση τιμών συναλλάγματος σ’ αυτό το πλαίσιο διασφαλίζει μόνο ότι η διαφορά στις τιμές αποδεικνύεται με σύγκριση στην ίδια βάση. Ως εκ τούτου καθίσταται σαφές ότι η τιμή συναλλάγματος δεν μπορεί καταρχήν να αποτελεί άλλο παράγοντα ζημίας.

    (223)

    Τα παραπάνω επιβεβαιώνει επίσης το κείμενο του άρθρου 3 παράγραφος 7 του βασικού κανονισμού, που αναφέρεται σε γνωστούς παράγοντες εκτός των εισαγωγών που αποτελούν το αντικείμενο ντάμπινγκ. Ο κατάλογος των άλλων γνωστών παραγόντων στο εν λόγω άρθρο δεν περιλαμβάνει κανέναν παράγοντα που επηρεάζει το επίπεδο τιμών των εισαγωγών που αποτελούν το αντικείμενο ντάμπινγκ. Εν ολίγοις, εάν οι εισαγωγές αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, ακόμη και αν ευνοούνται από θετική εξέλιξη των τιμών συναλλάγματος, είναι δύσκολο να αποδειχθεί ότι η εξέλιξη αυτή θα μπορούσε να αποτελεί άλλον παράγοντα πρόκλησης ζημίας.

    (224)

    Συνεπώς, η ανάλυση των παραγόντων που επηρεάζουν το επίπεδο των τιμών των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, όπως οι διακυμάνσεις των τιμών συναλλάγματος ή κάτι άλλο, δεν μπορεί να οδηγήσει σε σαφή συμπεράσματα και η ανάλυση αυτή θα πρέπει να υπερβεί τις απαιτήσεις του βασικού κανονισμού.

    (225)

    Οπωσδήποτε, με την επιφύλαξη των παραπάνω, ακόμη και αν οι διακυμάνσεις των τιμών συναλλάγματος έχουν επιπτώσεις στις τιμές εισαγωγής θα ήταν αδύνατο να διαχωριστούν και να εντοπιστούν χωριστά οι επιπτώσεις τους, επειδή δεν είναι επακριβώς γνωστό σε ποια έκταση οι εισαγωγές από τις εν λόγω χώρες πραγματοποιούνται σε δολάρια ΗΠΑ. Εξάλλου οι σημαντικότεροι εισαγωγείς προβαίνουν σε πράξεις κάλυψης του συναλλαγματικού κινδύνου για τις συναλλαγές που πραγματοποιούν σε δολάρια ΗΠΑ και συνεπώς είναι πολύ δύσκολο να καθοριστεί ποια είναι η κατάλληλη προς εξέταση τιμή συναλλάγματος.

    6.3.6.   Άρση της ποσόστωσης

    (226)

    Ορισμένα μέρη ισχυρίστηκαν ότι η άρση των ποσοστώσεων εισαγωγής στην αρχή του 2005 ευθύνεται επίσης για τη ζημία του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Υπενθυμίζεται σχετικά ότι οι ποσοστώσεις αφορούσαν μόνο τις δύο εν λόγω χώρες και δεν κάλυπταν όλα τα προϊόντα που αφορά η παρούσα διαδικασία. Επίσης, η ανάλυση ζημίας αφορούσε μεγαλύτερη περίοδο, στην προκειμένη περίπτωση μεταξύ του 2001 και του τέλους της ΠΕ και συνεπώς δεν αναφέρεται μόνο στο διάστημα μετά την άρση της ποσόστωσης, δηλαδή το πρώτο τρίμηνο του 2005. Επομένως, το επιχείρημα αυτό απορρίφθηκε.

    6.3.7.   Οι καταγγέλλοντες απέτυχαν να εκσυγχρονιστούν, είναι ιδιαιτέρως κατακερματισμένοι και έχουν υψηλό κόστος εργασίας

    (227)

    Ορισμένα μέρη ισχυρίστηκαν ότι η ασθενής οικονομική κατάσταση των καταγγελλόντων συνδέεται με το γεγονός ότι δεν εκσυγχρόνισαν τις εγκαταστάσεις και μεθόδους παραγωγής τους και ότι η ζημία προκλήθηκε από το γεγονός ότι ο τομέας παρουσιάζει μεγάλο κατακερματισμό και δεν είναι ανταγωνιστικός σε σύγκριση με τις εισαγωγές από χώρες χαμηλού κόστους εργασίας.

    (228)

    Πράγματι, ο τομέας υποδημάτων της Κοινότητας είναι ιδιαιτέρως κατακερματισμένος και το κόστος εργασίας στην Κοινότητα είναι υψηλότερο από το κόστος στις εν λόγω χώρες. Ο βαθμός κατακερματισμού του κλάδου παραγωγής και το κόστος εργασίας στην Κοινότητα δεν αυξήθηκαν, ωστόσο, κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν μπορεί να αποδειχθεί αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των παραγόντων αυτών και της επιδείνωσης της κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά την εξεταζόμενη περίοδο.

    (229)

    Επομένως, οι ισχυρισμοί αυτοί απορρίφθηκαν.

    6.3.8.   Μεταφορά της παραγωγής των βιομηχανιών υποδημάτων της ΕΚ

    (230)

    Η ένωση εισαγωγέων ισχυρίστηκε ότι η μεταφορά της παραγωγής της ΕΚ προς τις χώρες με χαμηλό κόστος εργασίας συνέβαλε στη ζημία που υπέστη η βιομηχανία υποδημάτων της Κοινότητας. Υποστήριξε ότι τούτο οδήγησε σε μείωση της παραγωγής και των πωλήσεων στην Κοινότητα και δημιούργησε δαπάνες αναδιάρθρωσης, επηρεάζοντας τη χρηματοοικονομική κατάσταση των εν λόγω εταιρειών.

    (231)

    Θα πρέπει, ωστόσο, να υπενθυμιστεί ότι η ανάλυση ζημίας εστιάζει ειδικότερα στην εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Επειδή οι παραγωγοί που μετέφεραν την παραγωγή σε άλλο τόπο δεν θεωρούνται καν, όπως εξηγήθηκε παραπάνω, κοινοτικοί παραγωγοί για τους σκοπούς της παρούσας έρευνας και συνεπώς ούτε τμήμα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, η κατάστασή τους δεν λήφθηκε υπόψη για την ανάλυση της ζημίας. Οι εισαγωγές των εταιρειών που μετέφεραν την παραγωγή τους αλλού λήφθηκαν, ωστόσο, υπόψη κατά την εξέταση των εισαγωγών από τις εν λόγω χώρες ή από άλλες τρίτες χώρες.

    6.4.   Συμπέρασμα σχετικά με την αιτιώδη συνάφεια

    (232)

    Επιβεβαιώνεται, συνεπώς, ότι η σημαντική ζημία που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής που χαρακτηρίζεται ειδικότερα από μείωση του όγκου πωλήσεων, των μεριδίων αγοράς και των τιμών πώλησης μονάδος που οδηγούν σε επιδείνωση των δεικτών αποδοτικότητας προκλήθηκε από τις σχετικές εισαγωγές που αποτέλεσαν το αντικείμενο ντάμπινγκ. Πράγματι, οι συνέπειες των άλλων παραγόντων που εξετάστηκαν ήταν σχεδόν ανύπαρκτες και επομένως δεν ήταν σε θέση να διαταράξουν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που αποτέλεσαν το αντικείμενο ντάμπινγκ και της ζημιογόνου καταστάσεως του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

    (233)

    Με βάση την ανωτέρω ανάλυση κατά την οποία διαχωρίστηκαν οι επιπτώσεις όλων των γνωστών παραγόντων στην κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής από τις ζημιογόνες επιπτώσεις των εισαγωγών με ντάμπινγκ, επιβεβαιώνεται ότι οι υπόλοιποι αυτοί παράγοντες δεν αρκούν από μόνοι τους για να ανατρέψουν το γεγονός ότι η εκτιμώμενη ζημία πρέπει να αποδοθεί στις εν λόγω εισαγωγές με ντάμπινγκ.

    (234)

    Επομένως, συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ καταγωγής των ενδιαφερόμενων χωρών προκάλεσαν σημαντική ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού.

    7.   ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

    (235)

    Εξετάστηκε εάν το συμφέρον της Κοινότητας επιβάλλει τη λήψη μέτρων για την αποτροπή του ζημιογόνου ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε.

    7.1.   Συμφέρον του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

    (236)

    Η παραπάνω ανάλυση κατέδειξε σαφώς ότι οι εισαγωγές με ντάμπινγκ προκάλεσαν ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής υποδημάτων. Η έντονη αύξηση που παρατηρήθηκε στις ποσότητες εισαγωγών με ντάμπινγκ κατά τα τελευταία χρόνια προκάλεσε έντονη συμπίεση των τιμών στην κοινοτική αγορά υποδημάτων σε επίπεδο χονδρικής πώλησης, δηλαδή στο επίπεδο όπου παρατηρείται ο ανταγωνισμός μεταξύ των εισαγόμενων και των κατασκευαζόμενων στην Κοινότητα υποδημάτων. Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν είναι γενικά σε θέση να εξασφαλίσει παραγγελίες σε ικανοποιητικό επίπεδο τιμών, όπως αποδεικνύεται από την κατάσταση των κοινοτικών παραγωγών που συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα, οι οποίοι μετά βίας πραγματοποίησαν κέρδη κατά την ΠΕ. Εξάλλου, σε πολλές περιπτώσεις ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν είναι πλέον σε θέση να εξασφαλίσει νέες παραγγελίες επειδή, με τα σημερινά επίπεδα τιμών, κάτι τέτοιο θα απαιτούσε πωλήσεις κάτω από το κόστος παραγωγής. Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αντιμετωπίζει, συνεπώς, δυσκολίες σχετικά τόσο με τις τιμές όσο και με τον όγκο των πωλήσεων.

    (237)

    Σ’ αυτό το πλαίσιο, εάν δεν επιβληθούν μέτρα, η κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής αναμένεται ότι θα επιδεινωθεί περαιτέρω, οδηγώντας και άλλες εταιρείες σε κλείσιμο και σε απώλειες θέσεων απασχόλησης. Επειδή οι παραγωγοί τείνουν να συγκεντρώνονται γεωγραφικά σε ορισμένα κράτη μέλη, ενώ οι παραγγελίες ανατίθενται μερικές φορές σε άλλες τοπικές παραγωγικές μονάδες, η εξαφάνιση κάποιου παραγωγού μπορεί να έχει έντονες επιπτώσεις σε άλλες τοπικές εταιρείες. Αυτό θα μπορούσε επίσης να συμβεί με τοπικούς προμηθευτές πρώτων υλών, με αποτέλεσμα να επηρεαστούν στη συνέχεια οι συνολικές δραστηριότητες και η επιβολή μέτρων θα είχε κάποιες θετικές συνέπειες για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής. Τα μέτρα αναμένεται ότι θα περιορίσουν περισσότερο τη σημαντική αύξηση των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από τις εν λόγω χώρες, ώστε να επιτραπεί στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής να διατηρήσει, τουλάχιστον, τη σημερινή θέση του στην αγορά. Τα στοιχεία για τις εισαγωγές δείχνουν πράγματι ότι κάθε αύξηση του μεριδίου αγοράς των εν λόγω χωρών επιτυγχάνεται εις βάρος του κοινοτικού κλάδου παραγωγής υποδημάτων.

    (238)

    Εξάλλου, με την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές υποδημάτων από τις εν λόγω χώρες, οι έμποροι χονδρικής πώλησης και οι εισαγωγείς αναμένεται ότι θα αλλάξουν τις πηγές προμηθειών τους, τουλάχιστον εν μέρει, και θα στραφούν προς τους κοινοτικούς παραγωγούς. Πράγματι, αν επιβληθούν μέτρα και ως εκ τούτου αποκατασταθεί το επίπεδο των τιμών εισαγωγής στα προ του ντάμπινγκ επίπεδα, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αναμένεται ότι θα είναι σε θέση να ανταγωνιστεί υπό συνθήκες θεμιτού εμπορίου βάσει καθαρού συγκριτικού πλεονεκτήματος και ως εκ τούτου θα επιτραπεί στους κοινοτικούς παραγωγούς να δεχθούν ικανοποιητικό όγκο νέων παραγγελιών σε τιμές που αναμένεται ότι θα εξασφαλίσουν κανονικό επίπεδο κέρδους. Απαιτείται, ωστόσο, κάποια αύξηση των τιμών για την εξάλειψη της ζημίας.

    (239)

    Η επιβολή δασμών, συνεπώς, συμφέρει σαφώς τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, δηλαδή τους παραγωγούς που στηρίζουν δραστήρια την καταγγελία, αλλά και τους λοιπούς παραγωγούς της Κοινότητας που δεν συμμετείχαν ή δεν μπορούσαν να στηρίξουν καθ’ όμοιο τρόπο την παρούσα καταγγελία.

    (240)

    Ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίστηκαν ότι η επιβολή μέτρων δεν αναμένεται να διορθώσει την κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής επειδή οι εισαγωγείς θα στραφούν σε χώρες που δεν υπόκεινται στα μέτρα για την προμήθεια των προϊόντων. Σε αυτή τη βάση, ισχυρίζονται ότι τα μέτρα δεν θα απέβαιναν προς το συμφέρον του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

    (241)

    Ο ισχυρισμός αυτός ωστόσο απορρίφθηκε. Πράγματι, το γεγονός ότι οι εισαγωγείς μπορεί να στραφούν σε άλλες χώρες για την προμήθεια των προϊόντων δεν αποτελεί ισχυρό λόγο για τη μη λήψη μέτρων κατά του ζημιογόνου ντάμπινγκ στη συγκεκριμένη περίπτωση. Αυτό συμβαίνει διότι όχι μόνο είναι αδύνατο να προβλεφθεί εκ των προτέρων ο βαθμός στον οποίο θα συμβεί μια τέτοια στροφή, αλλά και διότι οι εν λόγω εισαγωγές ενδέχεται να αποτελέσουν και πάλι αντικείμενο ντάμπινγκ και να υπάρξει η δυνατότητα να αναληφθεί δράση κατά του ντάμπινγκ και αναφορικά με αυτές.

    (242)

    Εν κατακλείδι, η επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ θα επιτρέψει στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής να ανακάμψει από τη ζημιογόνο πρακτική ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε.

    7.2.   Συμφέρον των άλλων οικονομικών φορέων

    7.2.1.   Συμφέρον των καταναλωτών

    (243)

    Δεν λήφθηκαν παρατηρήσεις από οργανώσεις καταναλωτών μετά τη δημοσίευση της ανακοίνωσης έναρξης της παρούσας διαδικασίας. Ορισμένα μέρη ισχυρίστηκαν, ωστόσο, ότι η επιβολή δασμών στις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος ήταν αντίθετη προς το συμφέρον των καταναλωτών. Ισχυρίζονται καταρχάς ότι οι καταναλωτές θα είχαν ελάχιστη δυνατότητα επιλογής αν περιοριστεί η δυνατότητα πρόσβασης στην κοινοτική αγορά των κινεζικών και βιετναμέζικων προϊόντων, ειδικότερα όσον αφορά τα υποδήματα που φεύγουν γρήγορα από τη μόδα τα οποία εξασφαλίζονται κυρίως από τον κλάδο παραγωγής υποδημάτων της Κίνας και του Βιετνάμ. Δεύτερον, υποστηρίχθηκε ότι τα μέτρα θα αυξήσουν το κόστος για το μέσο καταναλωτή, όσον αφορά την τιμή και τέλος ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν θα έχει την ικανότητα να ανταποκριθεί στη συνολική ζήτηση υποδημάτων.

    (244)

    Οι ισχυρισμοί σχετικά με τις αρνητικές συνέπειες οιωνδήποτε μέτρων για τους καταναλωτές εξετάσθηκαν λεπτομερώς. Για να εκτιμηθούν αυτές οι συνέπειες, εξετάστηκαν τα παρακάτω στοιχεία:

    τα δύο τρίτα περίπου ολόκληρου του τομέα υποδημάτων ουδόλως επηρεάζονται από τα μέτρα που επιβάλλει ο παρών κανονισμός. Πράγματι, τα υποδήματα με το πάνω μέρος από δέρμα τα οποία αφορά η παρούσα διαδικασία αντιστοιχούν σήμερα σε λιγότερο από το 35 % σε σχέση με 46 % το 2001·

    τα προτεινόμενα μέτρα δεν αφορούν όλα τα είδη υποδημάτων με το πάνω μέρος από δέρμα. Πράγματι, η έρευνα οδήγησε στο συμπέρασμα ότι ορισμένα είδη υποδημάτων —βλέπε το προαναφερθέν συμπέρασμα για τα ΑΥΕΤ— δεν θα πρέπει να καλύπτονται από αυτά τα μέτρα. Το γεγονός αυτό μειώνει περαιτέρω το πεδίο εφαρμογής των μέτρων σε σχέση με το σύνολο της κοινοτικής αγοράς υποδημάτων. Υπενθυμίζεται σχετικά ότι κατά τη διάρκεια της ΠΕ, αναλογούσε στα ΑΥΕΤ το 20 % περίπου των εισαγωγών υποδημάτων με το πάνω μέρος από δέρμα από τις εν λόγω χώρες·

    ένα σημαντικό τμήμα της κοινοτικής αγοράς υποδημάτων με το πάνω μέρος από δέρμα εξακολουθεί να παρέχεται από χώρες άλλες από την Κίνα και το Βιετνάμ, δηλαδή από χώρες που δεν θα υπόκεινται στα μέτρα. Όντως, οι άλλες τρίτες χώρες στις οποίες αντιστοιχεί το 30 % περίπου των εισαγωγών, θα εξακολουθήσουν να είναι ανταγωνιστικές χωρίς να υπόκεινται στα μέτρα. Ομοίως, τα μέτρα αντιντάμπινγκ δεν θα εφαρμόζονται στις πωλήσεις των παραγωγών της ΕΕ, οι οποίες εξακολουθούν να αντιστοιχούν στο μισό περίπου των προμηθειών δερμάτινων υποδημάτων·

    εισαγωγείς/έμποροι χονδρικής πώλησης και διανομείς/έμποροι λιανικής πώλησης συμμετέχουν συνήθως στη διανομή στους καταναλωτές. Σε κάθε ένα από τα δύο στάδια εφαρμόζεται περιθώριο κέρδους, ώστε να καλυφθεί το αντίστοιχο κόστος και να υπάρξει κάποιο κέρδος. Το επίπεδο αυτού του περιθωρίου μπορεί να ποικίλλει σημαντικά από τη μια επιχείρηση στην άλλη, αλλά κατά μέσο όρο είναι σημαντικό. Για παράδειγμα, το περιθώριο κέρδους που εφαρμόστηκε κατά την ΠΕ από τους συνεργασθέντες εισαγωγείς στις τιμές πωλήσεών τους προς τους εμπόρους λιανικής πώλησης ήταν κατά μέσο όρο 125 % και κυμάνθηκε από 20 % έως 200 %. Ωστόσο, υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ τιμών εισαγωγής και τιμών μεταπώλησης. Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι τα μέτρα ενδέχεται να προκαλέσουν περιορισμό της επιλογής στον τομέα των υποδημάτων, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα μέτρα αντιντάμπινγκ αναμένεται ότι απλώς θα διασφαλίσουν την εξάλειψη των χαμηλών τιμών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ. Συνεπώς, δεν θα περιοριστεί ο όγκος εισαγωγών, επειδή το μεγαλύτερο τμήμα της κοινοτικής αγοράς θα εξακολουθήσει να καλύπτεται από χώρες που δεν θα θιγούν άμεσα από τα μέτρα.

    (245)

    Σε κάθε περίπτωση, κάθε μείωση του όγκου εισαγωγών από τις εν λόγω χώρες θα μπορούσε, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, να αντισταθμιστεί και από αύξηση των προμηθειών υποδημάτων από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής και τις χώρες που δεν υπόκεινται στα μέτρα, αν και θα χρειαστεί κάποιος χρόνος γι’ αυτό.

    (246)

    Όσον αφορά το φάσμα προϊόντων, υπενθυμίζεται ότι στις εν λόγω χώρες δεν κατασκευάζονται μόνο τα προϊόντα που φεύγουν γρήγορα από τη μόδα ή/και τα υποδήματα κατώτερης ποιότητας. Πράγματι στην Κίνα και το Βιετνάμ κατασκευάζονται και υποδήματα μάρκας υψηλής και μεσαίας ποιότητας. Επίσης, η έρευνα αποκάλυψε ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής κατασκευάζει επίσης όλες τις ποιότητες υποδημάτων και όχι μόνο υψηλής ποιότητας και μοντέρνα υποδήματα πόλης όπως υποστηρίζεται συχνά. Σε αυτή τη βάση συνεπώς, ο ισχυρισμός ότι θα μέτρα θα έχουν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της επιλογής στον τομέα των υποδημάτων συνολικά και για ορισμένα συγκεκριμένα είδη μόδας, θα πρέπει να αποτελέσει το αντικείμενο περισσότερων αποδεικτικών στοιχείων, ώστε να καταστεί ουσιώδης.

    (247)

    Όσον αφορά τις επιπτώσεις στις τιμές κατανάλωσης, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των τιμών εισαγωγής στις οποίες εφαρμόζονται μέτρα και των τιμών κατανάλωσης. Οι τιμές εισαγωγής είναι τόσο πολύ χαμηλότερες, ώστε οι επιπτώσεις στις εξαιρετικά υψηλότερες τιμές κατανάλωσης να είναι αναγκαστικά πολύ μικρότερες. Το γεγονός ότι παρεμβάλλονται δύο τουλάχιστον ενδιάμεσοι οικονομικοί φορείς μεταξύ της εισαγωγής και της κατανάλωσης θα περιορίσει τον αντίκτυπο στους καταναλωτές.

    (248)

    Τέλος, τα προσωρινά διαθέσιμα στοιχεία για τις τιμές κατανάλωσης καταδεικνύουν ότι οι καταναλωτές στην Κοινότητα δεν επωφελούνται γενικά από τη συμπίεση των τιμών για τα υποδήματα σε επίπεδο χονδρικών πωλήσεων. Πράγματι, οι τιμές εισαγωγής όλων των υποδημάτων γενικά μειώθηκαν κατά μέσο όρο κατά περισσότερο από 20 % στην περίοδο έρευνας του 2001, ενώ οι τιμές κατανάλωσης αυξήθηκαν ελαφρά κατά την ίδια περίοδο. Το θέμα αυτό θα πρέπει να ερευνηθεί περισσότερο για το υπό εξέταση προϊόν ώστε να εξαχθούν τα οριστικά συμπεράσματα.

    (249)

    Θεωρείται απίθανο οι καταναλωτές να φέρουν το πλήρες βάρος των μέτρων, εάν ληφθεί υπόψη ο έντονος ανταγωνισμός που υπάρχει σ’αυτό το επίπεδο. Παρατηρείται ότι εάν το κόστος των μέτρων μοιραζόταν ισόρροπα μεταξύ των τριών κύριων κατηγοριών οικονομικών φορέων το κόστος για τους καταναλωτές θα ανερχόταν, κατά μέσο όρο, σε 2 % περίπου ή σε 1 ευρώ ανά ζεύγος.

    (250)

    Τα ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίστηκαν ότι το κόστος επιβολής μέτρων σε παιδικά υποδήματα είναι σημαντικά υψηλότερο από ό,τι για τα άλλα υποδήματα που αποτελούν αντικείμενο της έρευνας. Τούτο συμβαίνει επειδή τα παιδικά υποδήματα πρέπει να αντικαθίστανται πολύ συχνότερα από ό,τι τα υποδήματα των ενηλίκων — τρεις έως τέσσερις φορές συχνότερα για τα μικρά παιδιά. Ως εκ τούτου, οι επιπτώσεις των μέτρων αντιντάμπινγκ στα παιδικά υποδήματα θα ήταν εξαιρετικά περισσότερες (τρεις έως τέσσερις φορές πάνω) σε σύγκριση με τις επιπτώσεις των μέτρων στα κανονικά υποδήματα, επειδή οι καταναλωτές θα έπρεπε να πληρώσουν πολύ περισσότερο, σχετικά και σωρευτικά, για την αγορά παιδικών υποδημάτων από ό,τι για την αγορά υποδημάτων για ενήλικες. Τα πρόσθετα έξοδα που προκαλούνται από την επιβολή των μέτρων στους καταναλωτές παιδικών υποδημάτων θα μπορούσαν επίσης να επηρεάσουν αρνητικά την οικονομική κατάσταση των μέσων ευρωπαϊκών οικογενειών σε σημαντικό βαθμό και να θέσουν σε κίνδυνο το κίνητρο για τους γονείς να αγοράζουν για τα παιδιά τους υποδήματα ποιότητας ανά τακτά διαστήματα.

    (251)

    Επειδή τα προσωρινά αποτελέσματα δείχνουν ότι τα παιδικά υποδήματα πρέπει να αντικαθίστανται 3 έως 4 φορές συχνότερα από άλλα υποδήματα, είναι δίκαιο να θεωρηθεί ότι το απόλυτο κόστος για τους καταναλωτές θα είναι επίσης σημαντικά υψηλότερο για τα υποδήματα αυτά σε σύγκριση με τα άλλα υποδήματα που αφορά η παρούσα διαδικασία. Τα προσωρινά μέτρα θα μπορούσαν κατά συνέπεια να αποτελέσουν μεγάλο βάρος για τις οικογένειες με μικρά παιδιά. Όντως, υπάρχει ο κίνδυνος η επιβολή προσωρινών μέτρων στα υποδήματα αυτά να ξεπεράσει τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ του οφέλους των μέτρων αυτών και του ενδεχόμενου κόστους τους.

    (252)

    Για τους λόγους αυτούς, και σ’ αυτό το προσωρινό στάδιο, συνάγεται το συμπέρασμα ότι τα οφέλη που θα μπορούσαν να προκύψουν από την πρόληψη της ζημίας στη συνέχεια αυτής της έρευνας μέσω της επιβολής προσωρινών μέτρων στις εισαγωγές παιδικών υποδημάτων εξουδετερώνονται από τις ενδεχόμενες αρνητικές συνέπειες για τους καταναλωτές. Συνάγεται συνεπώς προσωρινά το συμπέρασμα ότι η επιβολή μέτρων στα παιδικά υποδήματα δεν θα ήταν προς το συμφέρον της Κοινότητας. Ως εκ τούτου τα παιδικά υποδήματα θα πρέπει να εξαιρεθούν προς το παρόν από το πεδίο εφαρμογής των προσωρινών μέτρων αντιντάμπινγκ. Το θέμα αυτό θα επανεξεταστεί σε βάθος πριν από την επιβολή οριστικών μέτρων.

    7.2.2.   Συμφέρον των διανομέων/εμπόρων λιανικής πώλησης

    (253)

    Μόνο περιορισμένος αριθμός αντιπροσωπειών έγιναν δεκτές από τους διανομείς/εμπόρους λιανικής πώλησης ή από τις οργανώσεις διανομέων/εμπόρων λιανικής πώλησης εντός των ταχθεισών προθεσμιών. Πράγματι, λήφθηκαν παρατηρήσεις μόνο από μία κοινοπραξία εμπόρων λιανικής πώλησης από ένα κράτος μέλος, και απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο από τρεις εισαγωγείς οι οποίοι διαθέτουν και το δικό τους δίκτυο διανομής στο οποίο περιλαμβάνονται δύο αλυσίδες πολυκαταστημάτων. Οι εταιρείες αυτές εισήγαγαν το 15 % περίπου του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής Κίνας και Βιετνάμ κατά την ΠΕ.

    (254)

    Αυτά τα μέρη ισχυρίστηκαν ότι ο τομέας λιανικού εμπορίου αποτελεί σημαντικό εργοδότη που θα επηρεαζόταν αρνητικά από οιαδήποτε επιβολή δασμών. Πράγματι, διατυπώθηκε ο ισχυρισμός ότι οι έμποροι λιανικής πώλησης θα ήταν σε θέση να μεταφέρουν στους καταναλωτές μόνο ένα μέρος από το αυξανόμενο κόστος που προκύπτει από τους δασμούς αντιντάμπινγκ και ότι ως εκ τούτου θα επιδεινωνόταν περισσότερο η οικονομική τους κατάσταση η οποία επηρεάζεται ήδη αρνητικά από τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες με ενδεχόμενο αποτέλεσμα την απώλεια θέσεων απασχόλησης.

    (255)

    Αν και τα σχόλια που διατυπώθηκαν από τον τομέα λιανικού εμπορίου εντός του νομικού πλαισίου της έρευνας ήταν μάλλον περιορισμένα και αφορούσαν ένα μόνο κράτος μέλος, η Επιτροπή αποφάσισε να πραγματοποιήσει εμπεριστατωμένη ανάλυση για το σύνολο της Κοινότητας. Υπογραμμίστηκαν τα παρακάτω στοιχεία.

    (256)

    Πρώτον, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο τομέας λιανικού εμπορίου υποδημάτων περιλαμβάνει τις πωλήσεις όλων των ειδών υποδημάτων, δηλαδή σημαντικά περισσότερα είδη υποδημάτων από αυτά που καλύπτονται από τη διαδικασία. Επίσης, οι διανομείς/έμποροι λιανικής πώλησης ασχολούνται συχνά με τις πωλήσεις άλλων προϊόντων. Αυτό συμβαίνει για παράδειγμα στην περίπτωση των μη εξειδικευμένων πολυκαταστημάτων για τα οποία οι πωλήσεις υποδημάτων αντιπροσωπεύουν μικρό μόνο ποσοστό των συνολικών πωλήσεων. Ως εκ τούτου, τα στοιχεία απασχόλησης για το λιανικό εμπόριο δεν μπορούν απλώς να συγκριθούν με τον αριθμό των προσώπων που απασχολούνται σε δραστηριότητες κατασκευής υποδημάτων.

    (257)

    Δεύτερον, θεωρείται ότι ο τομέας λιανικού εμπορίου θα επηρεαζόταν πράγματι αρνητικά μόνο αν η επιβολή των δασμών αντιντάμπινγκ οδηγούσε σε μείωση της κοινοτικής κατανάλωσης υποδημάτων, δηλαδή εάν οι έμποροι λιανικής πώλησης διαπίστωναν σημαντική μείωση του κύκλου εργασιών τους. Πράγματι, ακόμη και αν η τιμή αγοράς αυξηθεί μετά την επιβολή των δασμών, οι έμποροι λιανικής πώλησης θα έχουν πάντοτε τη δυνατότητα να μεταφέρουν, τουλάχιστον εν μέρει, την αύξηση αυτή στους καταναλωτές, ώστε να διατηρήσουν ένα λογικό επίπεδο κέρδους. Πράγματι, οι έμποροι λιανικής πώλησης παραδέχονται στις παρατηρήσεις τους ότι θα ήταν σε θέση να απορροφήσουν εν μέρει κάθε αύξηση του κόστους. Οι έμποροι λιανικής πώλησης θα υποστούν κατά συνέπεια τις αρνητικές συνέπειες μόνο εάν οι αυξήσεις της τιμής οδηγήσουν σε μείωση του αριθμού των ζευγών υποδημάτων που αγοράζονται από τους καταναλωτές. Βάσει, ωστόσο, των παραπάνω συμπερασμάτων για τις τιμές, φαίνεται απίθανο ότι θα υπάρξει σημαντική μείωση της κατανάλωσης.

    (258)

    Η άποψη ότι οι επιπτώσεις των μέτρων στους διανομείς/εμπόρους λιανικής πώλησης θα είναι περιορισμένες ενισχύεται από το γεγονός ότι οι εν λόγω επιχειρηματίες πωλούν συνήθως κάθε είδους υποδήματα και όχι μόνο τα υπό εξέταση είδη κινεζικής ή βιετναμέζικης καταγωγής. Ως εκ τούτου, η επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ θα επηρέαζε μόνο περιορισμένο ποσοστό των τιμών αγοράς τους που θα παρέμεναν σχετικά μικρές σε σχέση με τα συνολικά έξοδα.

    (259)

    Τα υποδήματα εξάλλου διανέμονται κυρίως στην Κοινότητα μέσω των παρακάτω τριών δικτύων πωλήσεων: των ανεξάρτητων εμπόρων λιανικής πώλησης, των αλυσίδων λιανικής πώλησης ειδών μάρκας και των μη εξειδικευμένων πολυκαταστημάτων. Υπάρχουν και άλλα δίκτυα πωλήσεων (π.χ. εταιρείες ταχυδρομικών παραγγελιών), αλλά αυτά εξακολουθούν να έχουν μάλλον περιορισμένη δραστηριότητα.

    (260)

    Οι ανεξάρτητοι έμποροι λιανικής πώλησης αποτελούν το πλέον παραδοσιακό δίκτυο διανομής. Αυτοί οι έμποροι λιανικής πώλησης προμηθεύονται το εμπόρευμα από εμπόρους χονδρικής πώλησης στην Κοινότητα και λόγω της υψηλού λειτουργικού κόστους διάρθρωσής τους (ενοίκιο, μισθοί πωλητών κ.λπ.) εφαρμόζουν συχνά σημαντικά περιθώρια κέρδους. Οι ανεξάρτητοι πωλητές πωλούν όλα τα είδη υποδημάτων, δηλαδή με δερμάτινο ή μη δερμάτινο πάνω μέρος κάθε καταγωγής και συνεπώς προμηθεύονται το υπό εξέταση προϊόν σε σχετικά μικρές ποσότητες εάν ληφθεί υπόψη το ποσοστό που αντιπροσωπεύει το υπό εξέταση προϊόν στο σύνολο των πωλήσεων υποδημάτων. Κατά συνέπεια, θα θιγούν σε περιορισμένο μόνο βαθμό, ή καθόλου, από την επιβολή των μέτρων. Δεδομένου ότι προμηθεύονται το εμπόρευμα από εμπόρους χονδρικής πώλησης, μπορεί να υποστηριχθεί επίσης ότι μέρος των επιπτώσεων από την επιβολή των δασμών θα απορροφηθεί σ’ αυτό το επίπεδο.

    (261)

    Οι επιχειρηματίες ειδών μάρκας που πωλούνται στο λιανικό εμπόριο αγοράζουν τα υποδήματα κεντρικά και τα πωλούν μέσω των καταστημάτων λιανικής πώλησης σε διάφορες πόλεις και μερικές φορές σε διαφορετικές χώρες. Κανένας από τους εν λόγω επιχειρηματίες δεν συνεργάστηκε κατά την έρευνα, πράγμα που μπορεί να αποτελεί ένδειξη ότι κανένα μέτρο δεν αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά την κατάστασή τους. Ωστόσο, τα παρακάτω στοιχεία θα πρέπει να ληφθούν υπόψη. Επειδή αγοράζουν μεγάλες ποσότητες και έχουν περιορισμένα λειτουργικά έξοδα και ορισμένες φορές εισάγουν απευθείας τα εμπορεύματα, οι επιχειρηματίες που εμπορεύονται είδη μάρκας είναι σε θέση γενικά να πωλούν σε μειωμένες τιμές. Πράγματι, λειτουργούν συχνά ως καταστήματα πώλησης ειδών σε τιμή ευκαιρίας εγκατεστημένα εκτός των πόλεων με περιορισμένο αριθμό πωλητών. Επειδή έχουν ως στόχο να προσφέρουν σχετικά φθηνά υποδήματα, οι προμήθειές τους από τις εν λόγω χώρες μπορεί να είναι πιο σημαντικές από ό,τι στην περίπτωση των ανεξάρτητων πωλητών λιανικής πώλησης. Ωστόσο, πωλούν συχνά κάθε είδους υποδήματα, δηλαδή όχι μόνο αυτά που καλύπτονται από την έρευνα και μέρος του κύκλου εργασιών τους αποτελείται επίσης από πωλήσεις προϊόντων εκτός των υποδημάτων. Επίσης, λόγω της σημαντικής αγοραστικής τους δύναμης, υποτίθεται ότι αυτοί είναι σε θέση να αλλάζουν τις πηγές προμηθειών τους τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό και μεταφέρουν μέρος μόνο της αύξησης του κόστους στους καταναλωτές. Ως εκ τούτου, όπως και στην περίπτωση των ανεξάρτητων πωλητών λιανικής πώλησης, επηρεάζονται σοβαρά μόνον εάν ο όγκος των πωλήσεών τους μειωθεί σημαντικά λόγω της επιβολής δασμών πράγμα το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, είναι μάλλον απίθανο να συμβεί.

    (262)

    Μη εξειδικευμένα πολυκαταστήματα αποτελούν σημαντικό δίκτυο πωλήσεων από πλευράς όγκου, αλλά λιγότερο σημαντικό από πλευράς αξίας. Πράγματι, αυτά εστιάζουν περισσότερο στο τμήμα της αγοράς με υποδήματα κατώτερης ποιότητας με στόχο να πωλούν μεγάλες ποσότητες. Τα μη εξειδικευμένα πολυκαταστήματα εισάγουν μερικές φορές τα υποδήματα απευθείας, αλλά κυρίως λειτουργούν μέσω αντιπροσώπων στην Κοινότητα ή στη χώρα καταγωγής των προϊόντων. Τα υποδήματα αντιπροσωπεύουν μικρό μόνο τμήμα του συνολικού κύκλου εργασιών των πολυκαταστημάτων τα οποία είναι βεβαίως ιδιαιτέρως ευέλικτα στην επιλογή των προμηθευτών τους· κατά συνέπεια, μπορούν να αλλάζουν την πηγή προμηθειών τους σχετικά εύκολα ή και να αυξάνουν τις προμήθειές τους σε υποδήματα κατασκευαζόμενα στην Κοινότητα. Για τους λόγους αυτούς, αναμένεται ότι αυτά τα μέτρα δεν θα έχουν σημαντικές αρνητικές συνέπειες για τη χρηματοοικονομική κατάσταση αυτών των επιχειρήσεων.

    (263)

    Γενικότερα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι βάσει των στοιχείων που υπέβαλαν οι συνεργασθέντες εισαγωγείς, οι διανομείς/έμποροι λιανικής πώλησης δεν επωφελήθηκαν από τη μείωση των τιμών εισαγωγής κατά τα τελευταία έτη. Πράγματι, ενώ οι συνεργασθέντες εισαγωγείς διαπίστωσαν μείωση των τιμών εισαγωγής κατά 30 % περίπου κατά μέσο όρο για την ΠΕ του 2001, το επίπεδο των τιμών μεταπώλησης παρέμεινε κατά μέσο όρο σχετικά σταθερό.

    (264)

    Βάσει των παραπάνω διαπιστώσεων, συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι επιπτώσεις των προτεινόμενων μέτρων στους εμπόρους λιανικής πώλησης και στους διανομείς φαίνεται ότι παραμένουν περιορισμένες. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι επειδή οι περισσότερες από τις πωλούμενες ποσότητες υποδημάτων με το πάνω μέρος από δέρμα εξακολουθούν να παρέχονται από τους παραγωγούς της Κοινότητας, οι οποίοι είναι ακόμη σε θέση να προσφέρουν μεγάλη ποικιλία υποδημάτων και με σχετικά σύντομους χρόνους παράδοσης σε σύγκριση με τα εισαγόμενα προϊόντα, η διατήρηση της κοινοτικής παραγωγής είναι επίσης προς το συμφέρον των εμπόρων λιανικής πώλησης και των διανομέων.

    7.2.3.   Συμφέροντα των μη συνδεδεμένων εισαγωγέων στην Κοινότητα

    (265)

    Λήφθηκαν απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο από 33 εισαγωγείς στους οποίους αναλογούσε κατά την ΠΕ το 25 % περίπου των κοινοτικών εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος. Η ανάλυση της κατάστασης των εισαγωγέων βασίστηκε συνεπώς στην κατάσταση των εισαγωγέων που παρείχαν αξιόπιστα στοιχεία εντός των συγκεκριμένων προθεσμιών.

    (266)

    Οι συνεργασθέντες εισαγωγείς προμηθεύονται στο σύνολό τους το 70 % περίπου του εμπορεύματός τους από τις εν λόγω χώρες. Κατά την περίοδο έρευνας, η μέση τιμή εισαγωγής τους ήταν 9 ευρώ/ζεύγος. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ενώ αυτή η μέση τιμή μειώθηκε κατά την ΠΕ 2001, σύμφωνα με την τάση που προκύπτει από τα δεδομένα της Eurostat, δηλαδή κατά 30 % περίπου, η μέση τιμή μεταπώλησης αυτών παρέμεινε σχετικά σταθερή κατά την ίδια περίοδο.

    (267)

    Αυτές οι συνεργασθείσες εταιρείες ανέφεραν (μέσο σταθμισμένο) καθαρό κέρδος ύψους 12 % του κύκλου εργασιών τους και τα υποβληθέντα δεδομένα κατέδειξαν ότι σημειώνουν μέσο περιθώριο κέρδους ίσο με 125 %. Το επίπεδο αυτού του περιθωρίου κέρδους παρουσίασε σημαντική διακύμανση, ωστόσο, μεταξύ των διαφόρων εταιρειών και κυμάνθηκε μεταξύ 20 % και πάνω από 200 %.

    (268)

    Δύο κατηγορίες εισαγωγέων συγκαταλέγονταν στις συνεργασθείσες εταιρείες: αυτοί που λειτουργούν στο τμήμα της αγοράς με υποδήματα μεσαίας ή υψηλής ποιότητας και αυτοί που δραστηριοποιούνται στο τμήμα της αγοράς με υποδήματα κατώτερης ποιότητας.

    (269)

    Η πρώτη κατηγορία εισαγωγέων αποτελείται κυρίως από πρώην κοινοτικούς παραγωγούς που μετέφεραν την παραγωγή τους σε τρίτες χώρες ειδικότερα στις εν λόγω χώρες. Οι εταιρείες αυτές εξακολουθούν να διατηρούν ένα σημαντικό τμήμα των δραστηριοτήτων τους στην Κοινότητα, δηλαδή το σχεδιασμό, την έρευνα και ανάπτυξη, την προμήθεια πρώτων υλών και μερικές φορές διαθέτουν τη δική τους αλυσίδα διανομής. Για τους λόγους αυτούς, απασχολούν συνήθως σχετικά μεγάλο αριθμό προσώπων, ειδικότερα σε σύγκριση με τη δεύτερη κατηγορία. Οι εισαγωγείς αυτοί πωλούν υποδήματα μάρκας σε επίπεδο τιμών σαφώς πάνω από το επίπεδο της δεύτερης κατηγορίας εισαγωγέων. Τα υποδήματά τους διανέμονται κυρίως μέσω ανεξάρτητων διανομέων, αλλά μερικές φορές και μέσω αλυσίδων λιανικής πώλησης ειδών μάρκας ή μέσω δικών τους διανομέων.

    (270)

    Επειδή οι εταιρείες αυτές δραστηριοποιούνται στο τμήμα της αγοράς με υποδήματα μεσαίας ή υψηλής ποιότητας, η τιμή εισαγωγής τους είναι επίσης υψηλότερη από την τιμή των εισαγωγέων που δραστηριοποιούνται στο τμήμα της αγοράς με υποδήματα κατώτερης ποιότητας. Κατά μέσο όρο, οι συνεργασθέντες εισαγωγείς που δραστηριοποιούνται στο τμήμα της αγοράς με υποδήματα μεσαίας ή υψηλής ποιότητας ανέφεραν μέση τιμή αγοράς ύψους 11 ευρώ/ζεύγος. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το περιθώριο κέρδους που εφαρμόζουν είναι πολύ σημαντικό και ανήλθε κατά μέσο όρο στο 200 %. Δηλαδή οι τιμές μεταπώλησης ήταν κατά μέσο όρο μεγαλύτερες από 30 ευρώ/ζεύγος. Αυτό το περιθώριο κέρδους δικαιολογείται από την προστιθέμενη αξία που αποκτάται στην Κοινότητα (ειδικές δαπάνες σχετικά με το σχεδιασμό, την προμήθεια πρώτων υλών, την Ε&Α κ.λπ. …), αλλά και από τις σημαντικές δαπάνες σχετικά με τη διάθεση στο εμπόριο και την επισήμανση. Οι εν λόγω εταιρείες ανέφεραν μέσο περιθώριο κέρδους ύψους 10 % του κύκλου εργασιών τους.

    (271)

    Η δεύτερη κατηγορία εισαγωγέων εστιάζει περισσότερο στις ποσότητες και αποτελείται κυρίως από εμπόρους χονδρικής πώλησης ή μερικές φορές από μη εξειδικευμένα πολυκαταστήματα. Εξέταση των απαντήσεων των εισαγωγέων που ανήκουν στο τμήμα της αγοράς με υποδήματα κατώτερης ποιότητας κατέδειξε ότι η τιμή εισαγωγής τους ήταν κατά μέσο όρο ίση με 6 ευρώ/ζεύγος. Η έρευνα αποκάλυψε ότι εφάρμοζαν περιθώριο κέρδους 75 % κατά την ΠΕ και ανέφεραν μέσο περιθώριο κέρδους 17 % του κύκλου εργασιών τους. Τούτο δικαιολογείται από το γεγονός ότι έχουν χαμηλό διαρθρωτικό κόστος και χαμηλή προστιθέμενη αξία στην Κοινότητα, αλλά έχουν και πιο περιορισμένα έξοδα πώλησης. Οι εταιρείες αυτές απασχολούν επίσης πιο περιορισμένο αριθμό προσωπικού, δηλαδή κατά μέσο όρο λιγότερο από 10 άτομα ανά εταιρεία σύμφωνα με τις εταιρείες που συνεργάσθηκαν.

    (272)

    Λόγω της διαφορετικής τους κατάστασης, τα μέτρα με τη μορφή δασμών κατ’ αξία αναμένεται ότι θα επηρεάσουν τις διάφορες κατηγορίες εισαγωγέων κατά διαφορετικό τρόπο. Πράγματι, στην περίπτωση της πρώτης κατηγορίας, επειδή ο δασμός εφαρμόζεται σε υψηλότερη τιμή εισαγωγής, η απόλυτη αξία των μέτρων αναμένεται ότι θα είναι υψηλότερη. Αυτό το αποτέλεσμα θα έπρεπε ωστόσο να εξεταστεί στο πλαίσιο του επιπέδου των τιμών μεταπώλησης. Υπενθυμίζεται ότι οι εισαγωγείς αυτοί εφαρμόζουν περιθώριο κέρδους ύψους 200 %. Ως εκ τούτου, ακόμη και αν το σύνολο της αύξησης της τιμής εισαγωγής μεταφερθεί στους καταναλωτές τους, δηλαδή κυρίως στους εμπόρους λιανικής πώλησης και τους διανομείς, θα αντιπροσωπεύει —σε απόλυτους όρους— περιορισμένη μόνο αύξηση των τιμών μεταπώλησης. Τούτο δεν αναμένεται να επηρεάσει κατά πάσα πιθανότητα σημαντικά τον όγκο των πωλήσεών τους, δεδομένου ότι οι εισαγωγείς αυτοί εστιάζουν σε προϊόντα μεσαίας και υψηλής ποιότητας. Είναι, ωστόσο, πιθανό μέρος της αύξησης της τιμής εισαγωγής να πρέπει να απορροφηθεί από τις εταιρείες αυτές, οι οποίες θα υποχρεωθούν είτε να μειώσουν το κόστος πώλησης είτε να μειώσουν το περιθώριο κέρδους. Ενδέχεται συνεπώς να αντιμετωπίσουν δυσχέρειες βραχυπρόθεσμα, ειδικότερα όσον αφορά παραγγελίες που έχουν ήδη δοθεί και τιμές που έχουν συμφωνηθεί πριν από τη θέση σε ισχύ των προσωρινών μέτρων. Το θέμα αυτό αναλύεται λεπτομερώς στις αιτιολογικές σκέψεις 286 έως 289 παρακάτω.

    (273)

    Στην περίπτωση της δεύτερης κατηγορίας εισαγωγέων, η επιβολή δασμού κατ’ αξία θα οδηγούσε σε μέτρια αύξηση της απόλυτης τιμής επειδή η τιμή εισαγωγής τους είναι σχετικά χαμηλή. Με ένα σχετικά άνετο περιθώριο κέρδους, δηλαδή κατά μέσο (σταθμισμένο) όρο 17 % κατά την ΠΕ για τους συνεργασθέντες εισαγωγείς, αναμένεται ότι τα μέτρα αυτά δεν θα επηρεάσουν σοβαρά την οικονομική κατάσταση των εν λόγω εταιρειών. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, επειδή αυτή η κατηγορία εισαγωγέων εστιάζει στις ποσότητες, είναι πιθανό οι εισαγωγείς που δεν συνεργάσθηκαν να ανήκουν επίσης σε αυτή την κατηγορία και το γεγονός ότι δεν αναμένεται καμία σημαντική αρνητική συνέπεια για την οικονομική τους κατάσταση μπορεί ενδεχομένως να δικαιολογήσει αυτή την έλλειψη συνεργασίας. Όπως και με την πρώτη κατηγορία εισαγωγέων, ωστόσο, και σύμφωνα με την ανάλυση στα σημεία (286) έως (290), οι επιπτώσεις των προσωρινών μέτρων μπορεί να είναι σημαντικές, ειδικότερα λόγω του ενδιαφέροντος αυτής της κατηγορίας εισαγωγέων για τον όγκο.

    (274)

    Είναι ωστόσο σημαντικό να δοθεί έμφαση στο γεγονός ότι η παραπάνω ανάλυση βασίζεται στους μέσους όρους των στοιχείων που παρείχαν οι συνεργασθέντες εισαγωγείς. Ως εκ τούτου, οι εισαγωγείς μπορεί να επηρεαστούν διαφορετικά από τα μέτρα, ανάλογα με το πώς λειτουργούν σε σχέση με τους συγκεκριμένους μέσους όρους. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι οι εισαγωγείς δημιουργούν μακράς διαρκείας σχέσεις με τους προμηθευτές τους, ορισμένες φορές μάλιστα εταιρικές σχέσεις, και δεσμεύονται συχνά με μακράς διαρκείας συμβάσεις σύμφωνα με τις οποίες οι παραγγελίες δίδονται μήνες πριν από την πραγματική παράδοση. Συνεπώς, η αλλαγή προμηθευτών ή ακόμη και χώρας καταγωγής όχι μόνο απαιτεί χρόνο, αλλά προϋποθέτει και πρόσθετα έξοδα. Οι εισαγωγείς μπορεί να βρεθούν περαιτέρω σε κατάσταση για την οποία έχουν ήδη δεσμευτεί όσον αφορά τις τιμές μεταπώλησης για παραγγελίες που έχουν δώσει στις εν λόγω χώρες, οι οποίες θα παραδοθούν σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο. Οι εν λόγω εισαγωγείς μπορεί συνεπώς να μην είναι σε θέση να μετακυλήσουν, έστω και εν μέρει, κάθε πρόσθετο δασμό ο οποίος στην προκειμένη περίπτωση θα είχε αρνητικές οικονομικές συνέπειες. Δεν μπορεί να αποκλειστεί η περίπτωση ορισμένοι εισαγωγείς να μην είναι σε θέση να απορροφήσουν εύκολα αυτό το οικονομικό πλήγμα.

    (275)

    Για τους παραπάνω λόγους, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η επιβολή μέτρων μπορεί πράγματι να έχει αρνητικές συνέπειες για την οικονομική κατάσταση ορισμένων εισαγωγέων. Αυτές οι αρνητικές συνέπειες, εξάλλου, δεν αναμένεται να έχουν κατά μέσο όρο σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις στη συνολική κατάσταση των εισαγωγέων. Αυτό συμβαίνει βεβαίως για την κατηγορία εισαγωγέων που δραστηριοποιούνται στο τμήμα της αγοράς με υποδήματα κατώτερης ποιότητας που επωφελούνται σήμερα από περισσότερο ευέλικτη οικονομική κατάσταση. Αυτοί οι εισαγωγείς εισάγουν μάλλον σημαντικές ποσότητες υποδημάτων με το πάνω μέρος από δέρμα καταγωγής των εν λόγω χωρών.

    7.3.   Συμπέρασμα σχετικά με το συμφέρον της Κοινότητας

    (276)

    Η παραπάνω ανάλυση κατέδειξε ότι η επιβολή των μέτρων συμφέρει τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, επειδή τα μέτρα αυτά αναμένεται να περιορίσουν, τουλάχιστον, το υψηλό επίπεδο εισαγωγών σε τιμές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ που αποδείχθηκε ότι έχουν αρνητικές συνέπειες για την χρηματοοικονομική κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Οι λοιποί παραγωγοί της Κοινότητας αναμένεται ότι θα επωφεληθούν επίσης από τα μέτρα.

    (277)

    Η ανάλυση κατέδειξε, επίσης, ότι οι καταναλωτές δεν πρόκειται να επηρεαστούν από τα αποτελέσματα των μέτρων κατά του ντάμπινγκ ή εάν αυτό συμβεί οι επιπτώσεις θα είναι πολύ περιορισμένες.

    (278)

    Οι διανομείς και οι έμποροι λιανικής πώλησης ενδέχεται να αντιμετωπίσουν αύξηση των τιμών αγοράς του υπό εξέταση προϊόντος, αλλά σε σύγκριση με το συνολικό κόστος και τη γενική κατάσταση ενδέχεται να μην επηρεαστούν σημαντικά από τα μέτρα.

    (279)

    Οι εισαγωγείς κατά μέσο όρο αναμένεται ότι θα είναι σε θέση να ξεπεράσουν την επιβολή των μέτρων αν και ανάλογα με την ιδιαίτερη κατάσταση καθενός, ορισμένοι μπορεί να αντιμετωπίσουν κάποιες αρνητικές συνέπειες. Τούτο αντικατοπτρίζεται κυρίως στο γεγονός ότι υπογράφουν συχνά συμβάσεις μακράς διαρκείας με τους προμηθευτές τους και μερικές φορές δεσμεύονται σχετικά με τις τιμές μεταπώλησης.

    (280)

    Σε αντιστάθμιση αυτού του γεγονότος, ωστόσο, θεωρείται ότι η επιβολή μέτρων για την εξάλειψη του ζημιογόνου ντάμπινγκ θα επιτρέψει στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής να διατηρήσει τη δραστηριότητά του και να μην αντιμετωπίζει διαδοχικές περιπτώσεις κλεισίματος εταιρειών και απώλειας θέσεων απασχόλησης, όπως συνέβη κατά τα τελευταία έτη και ότι οι αρνητικές συνέπειες που ενδέχεται να έχουν αυτά τα μέτρα για ορισμένους επιχειρηματίες της Κοινότητας δεν είναι δυσανάλογες σε σύγκριση με τα οφέλη που θα αποκομίσει ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

    (281)

    Τούτο, ωστόσο, δεν ισχύει για τα παιδικά υποδήματα τα οποία θα πρέπει ως εκ τούτου να εξαιρεθούν προσωρινά από το πεδίο εφαρμογής των μέτρων. Το θέμα αυτό θα επανεξεταστεί σε βάθος πριν από την επιβολή οριστικών μέτρων.

    8.   ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ ΜΕΤΡΑ ΑΝΤΙΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

    (282)

    Βάσει των συμπερασμάτων σχετικά με το ντάμπινγκ, τη ζημία που προέκυψε και το κοινοτικό συμφέρον, θα πρέπει να επιβληθούν προσωρινά μέτρα στις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος από τη ΛΔΚ και το Βιετνάμ.

    8.1.   Επίπεδο εξάλειψης της ζημίας

    (283)

    Το επίπεδο των οριστικών μέτρων αντιντάμπινγκ πρέπει να αρκεί για την εξάλειψη της ζημίας που προκλήθηκε στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής από τις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, χωρίς να υπερβαίνει τα περιθώρια ντάμπινγκ που διαπιστώθηκαν. Κατά τον υπολογισμό του απαραίτητου ποσού του δασμού για την εξάλειψη των αποτελεσμάτων του ζημιογόνου ντάμπινγκ, θεωρήθηκε ότι τα μέτρα θα έπρεπε να επιτρέψουν στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής να καλύψει τις δαπάνες του και να πραγματοποιήσει κέρδος πριν από το φόρο, το οποίο θα μπορούσε να επιτευχθεί εύλογα υπό κανονικούς όρους ανταγωνισμού, δηλαδή αν δεν πραγματοποιούνταν εισαγωγές με ντάμπινγκ.

    (284)

    Με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες, διαπιστώθηκε ότι ένα περιθώριο κέρδους 2 % του κύκλου εργασιών θα μπορούσε να θεωρηθεί ως το κατάλληλο κέρδος που θα ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής εάν έλειπε η ζημιογόνος πρακτική ντάμπινγκ. Τούτο αντιστοιχεί στο υψηλότερο επίπεδο κέρδους που πέτυχε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής κατά την εξεταζόμενη περίοδο και ειδικότερα κατά το έτος 2002, όταν τα μερίδια αγοράς από τις εν λόγω χώρες ήταν σχετικά περιορισμένα σε σχέση με το επίπεδο της ΠΕ.

    (285)

    Εν συνεχεία, καθορίστηκε η αναγκαία αύξηση της τιμής με βάση σύγκριση, στο ίδιο στάδιο εμπορίας, της μέσης σταθμισμένης τιμής εισαγωγής, όπως καθορίστηκε για τον καθορισμό των χαμηλότερων από τις κοινοτικές τιμών, και της μη ζημιογόνου τιμής των προϊόντων που πωλεί ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής στην κοινοτική αγορά. Η μη ζημιογόνος τιμή προέκυψε από την προσαρμογή των τιμών πώλησης κάθε εταιρείας που αποτελεί τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής στο χαμηλότερο σημείο απόδοσης και από την προσθήκη του ως άνω περιθωρίου κέρδους. Η διαφορά που προέκυψε από την εν λόγω σύγκριση εκφράστηκε εν συνεχεία ως εκατοστιαίο ποσοστό της συνολικής αξίας CIF κατά την εισαγωγή.

    8.2.   Προσωρινοί δασμοί

    (286)

    Με βάση τα ανωτέρω και σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού, θεωρείται ότι πρέπει να επιβληθούν στις εισαγωγές καταγωγής ΛΔΚ και Βιετνάμ προσωρινοί δασμοί αντιντάμπινγκ ίσοι με το χαμηλότερο από τα διαπιστωθέντα περιθώρια ζημίας και ντάμπινγκ, σύμφωνα με τον κανόνα του χαμηλότερου δασμού.

    (287)

    Σύμφωνα με τα παραπάνω, το επίπεδο των προσωρινών δασμών, βάσει των περιθωρίων της ζημίας έχει ως εξής:

    Χώρα

    Εταιρεία

    Δασμός αντιντάμπινγκ

    ΛΔΚ

    Όλες οι εταιρείες

    19,4 %

    Βιετνάμ

    Όλες οι εταιρείες

    16,8 %

    (288)

    Λόγω των εξαιρετικών συνθηκών της παρούσας διαδικασίας, επειδή ειδικότερα πρόκειται για ένα βασικό προϊόν χωρίς μεγάλη διάρκεια, ευαίσθητο στις τάσεις της μόδας και το εμπόριο του οποίου παρουσιάζει μοναδικά χαρακτηριστικά, θεωρείται σκόπιμη η σταδιακή επιβολή των προσωρινών μέτρων αντιντάμπινγκ. Επειδή ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής συγκεκριμένα υπέστη ζημία λόγω πρακτικών αθέμιτου εμπορίου εκ μέρους των εν λόγω χωρών κατά το τελευταίο τμήμα της ΠΕ, η ικανότητα παραγωγής του μειώθηκε σημαντικά και ως εκ τούτου οι παραγωγοί της Κοινότητας δεν θα είναι σε θέση να παράσχουν αμέσως τις αναγκαίες ποσότητες εάν σημειωθεί περιορισμός των εισαγωγών λόγω των μέτρων. Όπως αναλύθηκε στην αιτιολογική σκέψη 176 παραπάνω, πριν από τη ζημιογόνο πρακτική ντάμπινγκ που εξετάζεται, τα επίπεδα παραγωγής του σχετικού κοινοτικού κλάδου ήταν σημαντικά υψηλότερα. Η σταδιακή επιβολή των δασμών αντιντάμπινγκ θα εξασφαλίσει στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής μια μικρή περίοδο χάριτος για να μπορέσει να επιστρέψει στα προηγούμενα επίπεδα παραγωγής. Επίσης, με την παροχή στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής επαρκούς χρόνου για την αύξηση των επιπέδων παραγωγής του, η διαθεσιμότητα του υπό εξέταση προϊόντος θα παραμείνει σε λογικά επίπεδα ώστε να μπορεί να ικανοποιήσει τη ζήτηση των καταναλωτών.

    (289)

    Εξάλλου, το υπό εξέταση προϊόν είναι καταναλωτικό αγαθό που ακολουθεί τη μόδα, αγοράζεται συνήθως από εισαγωγείς και εμπόρους λιανικής πώλησης βάσει συμβάσεων μέσης διάρκειας και για το οποίο οι τιμές έχουν συχνά ήδη καθοριστεί τη στιγμή παραγγελίας των εμπορευμάτων. Συνεπώς, η αλλαγή προμηθευτών ή ακόμη και χώρας καταγωγής, όχι μόνο απαιτεί χρόνο, αλλά προϋποθέτει και πρόσθετα έξοδα. Οι εισαγωγείς μπορεί να βρεθούν περαιτέρω σε κατάσταση για την οποία έχουν ήδη δεσμευτεί όσον αφορά τις τιμές μεταπώλησης για παραγγελίες που έχουν δώσει στις εν λόγω χώρες, οι οποίες θα παραδοθούν σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο. Ταυτόχρονα, για τις συμβάσεις οι οποίες αφορούν παράδοση που επίκειται ή θα πραγματοποιηθεί εξαιρετικά σύντομα, δεν θα είναι δυνατό να εξευρεθούν εναλλακτικές πηγές προμήθειας, λόγω του απαιτούμενου χρόνου παραγωγής.

    (290)

    Οι μεγάλοι χρόνοι που απαιτούνται για την παράδοση έχουν ειδικότερα σχέση με το γεγονός ότι τα υποδήματα δεν είναι μόνο είδος που ακολουθεί τη μόδα, αλλά έχει και εποχιακό χαρακτήρα. Πράγματι, πριν από την έναρξη της εκάστοτε εποχής, πρέπει να σχεδιαστούν τα υποδήματα, να επιλεγεί η πρώτη ύλη, να έχουν επιλεγεί οι κατάλληλοι προμηθευτές και να έχουν κατασκευαστεί εκ των προτέρων ορισμένα εργαλεία παραγωγής (μήτρες) και πρωτότυπα. Αυτές οι εμπορικές ιδιαιτερότητες του τομέα υποδημάτων δικαιολογούν τις μεγάλες περιόδους που απαιτούνται μεταξύ της παραγγελίας και της παράδοσης· οι εισαγωγείς είναι αναγκασμένοι να προγραμματίζουν αρκετά νωρίς τις παραγγελίες και κάθε αλλαγή στους όρους του εμπορίου μπορεί να προκαλέσει διαταραχές. Θεωρείται, επομένως, ότι θα είναι προς το συμφέρον του εμπορίου γενικά να αποφευχθούν καταστάσεις κατά τις οποίες οι έμποροι θα κληθούν να καταβάλουν πρόσθετους δασμούς για προϊόντα τα οποία αγοράζουν και τιμολογούν μήνες πριν.

    (291)

    Εν κατακλείδι, το ενδεχόμενο όφελος για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής από την άμεση επιβολή του πλήρους ποσού των δασμών θα εξουδετερωνόταν στην περίπτωση αυτή από τις αρνητικές συνέπειες για το εμπόριο.

    (292)

    Θεωρείται ως εκ τούτου σκόπιμο προς το συμφέρον της Κοινότητας να εισαχθεί προοδευτικά ο δασμός, ώστε να φθάσει το πλήρες ύψος του σε τέσσερα στάδια και να διασφαλιστεί ότι οι πρακτικές αθέμιτου εμπορίου που προκάλεσαν το ζημιογόνο ντάμπινγκ θα εξαλειφθούν και τα μέρη θα μπορέσουν να προσαρμοστούν στη νέα κατάσταση, ενώ ταυτόχρονα η κοινοτική αγορά θα παραμείνει ανοικτή, τα παραδοσιακά εμπορικά ρεύματα θα διατηρηθούν και θα διασφαλιστεί η επάρκεια προμηθειών για την κάλυψη της ζήτησης. Οι δασμοί θα επιβληθούν προοδευτικά με προσαυξήσεις ύψους 25 % κάθε φορά. Επειδή αναγκαστικά η περίοδος του σταδίου προσαρμογής είναι σύντομη, δηλαδή έξι μήνες, κρίθηκε σκόπιμο να επιβληθεί το πλήρες ποσό του δασμού όσο το δυνατό πιο κοντά στη λήξη των προσωρινών δασμών ενώ το συνολικό ποσό των προσωρινών δασμών αντιντάμπινγκ θα επιβληθεί σε όσο το δυνατό μεταγενέστερο στάδιο, ώστε η επιβολή του πλήρους δασμού να είναι όσο το δυνατό πιο ανώδυνη. Υπογραμμίζεται ότι η προσέγγιση αυτή ακολουθείται στην περίπτωση αυτή λόγω του εξαιρετικού χαρακτήρα του κλάδου παραγωγής υποδημάτων και ότι θα πρέπει σαφώς να περιοριστεί στα προσωρινά συμπεράσματα της παρούσας έρευνας.

    (293)

    Οι προσωρινοί δασμοί αντιντάμπινγκ θα πρέπει συνεπώς να επιβληθούν ως εξής:

    i)

    από τη θέση σε ισχύ του παρόντος κανονισμού μέχρι την 1η Ιουνίου 2006

    Χώρα

    Δασμός αντιντάμπινγκ

    Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας

    4,8 %

    Βιετνάμ

    4,2 %

    ii)

    από τις 2 Ιουνίου 2006 έως τις 13 Ιουλίου 2006

    Χώρα

    Δασμός αντιντάμπινγκ

    Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας

    9,7 %

    Βιετνάμ

    8,4 %

    iii)

    από τις 14 Ιουλίου 2006 έως τις 14 Σεπτεμβρίου 2006

    Χώρα

    Δασμός αντιντάμπινγκ

    Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας

    14,5 %

    Βιετνάμ

    12,6 %

    iv)

    από τις 15 Σεπτεμβρίου 2006

    Χώρα

    Δασμός αντιντάμπινγκ

    Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας

    19,4 %

    Βιετνάμ

    16,8 %

    (294)

    Για να διασφαλιστεί ότι ελαχιστοποιείται κάθε κίνδυνος ψευδών δηλώσεων ή καταστρατήγησης των μέτρων, ένα ενισχυμένο διοικητικό σύστημα επιτήρησης των εισαγωγών βάσει του άρθρου 308 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2454/93 της Επιτροπής (5) θα επιτρέψει τη συγκέντρωση πληροφοριών για τις τάσεις του σχετικού εμπορίου νωρίτερα. Εάν βρεθούν αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να συνάγεται ότι αυτές οι τάσεις των εισαγωγών αλλάζουν σημαντικά, το θέμα θα εξεταστεί επειγόντως από την Επιτροπή.

    9.   ΤΕΛΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ

    (295)

    Για λόγους χρηστής διαχείρισης, πρέπει να ταχθεί προθεσμία εντός της οποίας τα ενδιαφερόμενα μέρη που αναγγέλθηκαν εντός της προθεσμίας που καθοριζόταν στην ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας μπορούν να γνωστοποιήσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να ζητήσουν ακρόαση. Επιπλέον, πρέπει να αναφερθεί ότι τα συμπεράσματα όσον αφορά την επιβολή δασμών που συνάγονται για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού είναι προσωρινά και μπορούν να επανεξεταστούν για την ενδεχόμενη επιβολή οριστικού δασμού,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

    Άρθρο 1

    1.   Επιβάλλεται προσωρινός δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων υποδημάτων με το πάνω μέρος από δέρμα ή από ανασχηματισμένο δέρμα, εκτός από τα υποδήματα ειδικής τεχνολογίας, τα παιδικά υποδήματα και τα υποδήματα με προστατευτικό κάλυμμα των δακτύλων καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Βιετνάμ, που υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ: ex 6403 20 00, ex 6403 30 00, ex 6403 51 15, ex 6403 51 19, ex 6403 51 95, ex 6403 51 99, ex 6403 59 11, ex 6403 59 35, ex 6403 59 39, ex 6403 59 95, ex 6403 59 99, ex 6403 91 13, ex 6403 91 16, ex 6403 91 18, ex 6403 91 93, ex 6403 91 96, ex 6403 91 98, ex 6403 99 11, ex 6403 99 33, ex 6403 99 36, ex 6403 99 38, ex 6403 99 93, ex 6403 99 96, ex 6403 99 98 και ex 6405 10 00 (6) (κωδικοί TARIC 6403200090, 6403300029, 6403300099, 6403511590, 6403511990, 6403519590, 6403519990, 6403591190, 6403593590, 6403593990, 6403599590, 6403599990, 6403911399, 6403911699, 6403911899, 6403919399, 6403919699, 6403919899, 6403991190, 6403993390, 6403993690, 6403993890, 6403999329, 6403999399, 6403999629, 6403999699, 6403999829, 6403999899 και 6405100090).

    2.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

    α)

    ως «υποδήματα ειδικής τεχνολογίας» νοούνται τα υποδήματα με τιμή CIF ανά ζεύγος όχι μικρότερη των 9 EUR, που χρησιμοποιούνται σε αθλητικές δραστηριότητες, με μονοκόμματο ή αποτελούμενο από πολλά στρώματα πέλμα, όχι μορφοποιημένο με έγχυση, από συνθετική ύλη ειδικά σχεδιασμένη για να απορροφά τους κραδασμούς κατακόρυφων ή πλευρικών κινήσεων και με τεχνικά χαρακτηριστικά, όπως πάτους που περικλείουν ερμητικώς αέριο ή υγρό, μηχανικά μέσα τα οποία απορροφούν ή εξουδετερώνουν τους κραδασμούς, ή υλικά όπως πολυμερή χαμηλής πυκνότητας και υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ ex 6403 91 13, ex 6403 91 16, ex 6403 91 18, ex 6403 91 93, ex 6403 91 96, ex 6403 91 98, ex 6403 99 93, ex 6403 99 96, ex 6403 99 98 (κωδικοί Taric 6403911310, 6403911610, 6403911810, 6403919310, 6403919610, 6403919810, 6403999311, 6403999611, 6403999811)·

    β)

    ως «παιδικά υποδήματα» νοούνται τα υποδήματα με πέλματα και φτέρνες σε συνδυασμό και με ύψος 3 cm ή λιγότερο

    με εσωτερικό πέλμα μήκους μικρότερου των 24 cm ή

    χωρίς εσωτερικό πέλμα και με εσωτερικό μήκος μικρότερο των 24 cm από τα δάχτυλα στη φτέρνα

    που υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ: ex 6403 20 00, ex 6403 30 00 και ex 6405 10 00 (κωδικοί Taric 6403200010, 6403300021, 6403300091, και 6405100010)·

    γ)

    ως «υποδήματα με προστατευτικό κάλυμμα των δακτύλων» νοούνται τα υποδήματα που φέρουν προστατευτικό κάλυμμα των δακτύλων με αντοχή στην κρούση τουλάχιστον 100 joules (7) και υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ: ex 6403 30 00, ex 6403 51 15, ex 6403 51 19, ex 6403 51 95, ex 6403 51 99, ex 6403 59 11, ex 6403 59 35, ex 6403 59 39, ex 6403 59 95, ex 6403 59 99, ex 6403 91 13, ex 6403 91 16, ex 6403 91 18, ex 6403 91 93, ex 6403 91 96, ex 6403 91 98, ex 6403 99 11, ex 6403 99 33, ex 6403 99 36, ex 6403 99 38, ex 6403 99 93, ex 6403 99 96, ex 6403 99 98 και ex 6405 10 00 (κωδικοί Taric 6403300021, 6403300091, 6403511510, 6403511910, 6403519510, 6403519910, 6403591110, 6403593510, 6403593910, 6403599510, 6403599910, 6403911391, 6403911691, 6403911891, 6403919391, 6403919691, 6403919891, 6403991110, 6403993310, 6403993610, 6403993810, 6403999321, 6403999391, 6403999621, 6403999691, 6403999821, 6403999891 και 6405100010).

    3.   Ο προσωρινός δασμός αντιντάμπινγκ που εφαρμόζεται στην καθαρή τιμή «ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας», πριν από τον δασμό, του προϊόντος που περιγράφεται στην παράγραφο 1, έχει ως εξής:

    i)

    από τη θέση σε ισχύ του παρόντος κανονισμού, δηλαδή από τις 7 Απριλίου 2006 μέχρι την 1η Ιουνίου 2006.

    Χώρα

    Δασμός αντιντάμπινγκ

    Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας

    4,8 %

    Βιετνάμ

    4,2 %

    ii)

    από τις 2 Ιουνίου 2006 έως τις 13 Ιουλίου 2006

    Χώρα

    Δασμός αντιντάμπινγκ

    Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας

    9,7 %

    Βιετνάμ

    8,4 %

    iii)

    από τις 14 Ιουλίου 2006 έως τις 14 Σεπτεμβρίου 2006

    Χώρα

    Δασμός αντιντάμπινγκ

    Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας

    14,5 %

    Βιετνάμ

    12,6 %

    iv)

    από τις 15 Σεπτεμβρίου 2006

    Χώρα

    Δασμός αντιντάμπινγκ

    Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας

    19,4 %

    Βιετνάμ

    16,8 %

    4.   Η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Κοινότητα του προϊόντος που αναφέρεται στην παράγραφο 1, υπόκειται στην καταβολή εγγύησης, η οποία ισοδυναμεί με το ποσό του προσωρινού δασμού.

    5.   Εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά, εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για τους συνήθεις δασμούς.

    6.   Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή συνεργάζονται στενά για να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τον παρόντα κανονισμό όσον αφορά μεταξύ άλλων το σύστημα επιτήρησης.

    Άρθρο 2

    Με την επιφύλαξη του άρθρου 20 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96, τα ενδιαφερόμενα μέρη δύνανται να ζητήσουν την κοινοποίηση των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και των εκτιμήσεων βάσει των οποίων θεσπίστηκε ο παρών κανονισμός, να γνωστοποιήσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να ζητήσουν ακρόαση από την Επιτροπή εντός ενός μηνός από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του παρόντος κανονισμού.

    Σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96, τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να υποβάλουν παρατηρήσεις σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού εντός προθεσμίας ενός μηνός από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.

    Άρθρο 3

    1.   Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 7 Απριλίου 2006.

    2.   Τα άρθρα 1 και 2 του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται για διάστημα έξι μηνών.

    Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

    Βρυξέλλες, 23 Μαρτίου 2006.

    Για την Επιτροπή

    Peter MANDELSON

    Μέλος της Επιτροπής


    (1)  ΕΕ L 56 της 6.3.1996, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2117/2005 (ΕΕ L 340 της 23.12.2005, σ. 17).

    (2)  ΕΕ C 166 της 7.7.2005, σ. 14.

    (3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 467/98 του Συμβουλίου, της 23ης Φεβρουαρίου 1998 (ΕΕ L 60 της 28.2.1998, σ. 1).

    (4)  Βλέπε υποσημείωση 3.

    (5)  Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 253 της 11.10.1993, σ. 1)· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2286/2003 (ΕΕ L 343 της 31.12.2003, σ. 1).

    (6)  Όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1719/2005 της Επιτροπής, της 27ης Οκτωβρίου 2005, που τροποποιεί το παράρτημα Ι του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2658/87 του Συμβουλίου για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο (ΕΕ L 286 της 28.10.2005, σ. 1). Η κάλυψη του προϊόντος καθορίζεται με συνδυασμό της περιγραφής του προϊόντος στο άρθρο 1 παράγραφος 1 με την περιγραφή των αντίστοιχων κωδικών ΣΟ από κοινού.

    (7)  H αντοχή στην κρούση μετριέται σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα EN 345 ή EN 346.


    Top