Choisissez les fonctionnalités expérimentales que vous souhaitez essayer

Ce document est extrait du site web EUR-Lex

Document 62014CJ0021

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 16ης Ιουλίου 2015.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Rusal Armenal ZAO.
Αίτηση αναιρέσεως — Ντάμπινγκ — Εισαγωγές ορισμένου φύλλου αλουμινίου, καταγωγής Αρμενίας, Βραζιλίας και Κίνας — Προσχώρηση της Δημοκρατίας της Αρμενίας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) — Άρθρο 2, παράγραφος 7, του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 — Συμβατότητα με τη συμφωνία εφαρμογής του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (ΓΣΔΕ).
Υπόθεση C-21/14 P.

Recueil – Recueil général

Identifiant ECLI: ECLI:EU:C:2015:494

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 16ης Ιουλίου 2015 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως — Ντάμπινγκ — Εισαγωγές ορισμένου φύλλου αλουμινίου, καταγωγής Αρμενίας, Βραζιλίας και Κίνας — Προσχώρηση της Δημοκρατίας της Αρμενίας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) — Άρθρο 2, παράγραφος 7, του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 — Συμβατότητα με τη συμφωνία εφαρμογής του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (ΓΣΔΕ)»

Στην υπόθεση C‑21/14 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 16 Ιανουαρίου 2014,

Ευρωπαϊκή Ένωση, εκπροσωπούμενη από τους J.‑F. Brakeland, M. França και T. Maxian Rusche, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από:

το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τους D. Warin και A. Auersperger Matić, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

παρεμβαίνον,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

η Rusal Armenal ZAO, με έδρα το Ερεβάν (Αρμενία), εκπροσωπούμενη από τον B. Evtimov, avocat,

προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τους S. Boelaert και J.-P. Hix, επικουρούμενοι από τους B. O’Connor, solicitor, και S. Gubel, avocat, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθού πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, K. Lenaerts, αντιπρόεδρο, R. Silva de Lapuerta, M. Ilešič, L. Bay Larsen και K. Jürimäe, πρόεδροι τμημάτων, A. Rosas, E. Juhász, A. Borg Barthet, M. Safjan, D. Šváby, M. Berger, A. Prechal, J. L. da Cruz Vilaça (εισηγητή) και Κ. Λυκούργο, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 10ης Φεβρουαρίου 2015,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 23ης Απριλίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτηση αναιρέσεως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 5ης Νοεμβρίου 2013, Rusal Armenal κατά Συμβουλίου (T‑512/09, EU:T:2013:571, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία ακυρώθηκε ο κανονισμός (ΕΚ) 925/2009 της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, για επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβάλλεται στις εισαγωγές ορισμένου φύλλου αλουμινίου, καταγωγής Αρμενίας, Βραζιλίας και Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ L 262, σ. 1, στο εξής: επίδικος κανονισμός), καθόσον αφορά τη Rusal Armenal ZAO (στο εξής: Rusal Armenal).

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο του ΠΟΕ

2

Με την απόφαση 94/800/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με την εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύναψη των συμφωνιών που απέρρευσαν από τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης (1986-1994) (ΕΕ L 336, σ. 1), το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενέκρινε τη συμφωνία για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), η οποία υπογράφηκε στο Μαρακές στις 15 Απριλίου 1994 καθώς και τις συμφωνίες που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα 1, 2 και 3 της συμφωνίας αυτής (στο εξής, από κοινού: συμφωνίες ΠΟΕ), στις οποίες περιλαμβάνονται η Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου του 1994 (ΕΕ 1994, L 336, σ. 11, στο εξής: ΓΣΔΕ του 1994) καθώς και η συμφωνία για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (ΕΕ 1994, L 336, σ. 103, στο εξής: συμφωνία αντιντάμπινγκ).

Η ΓΣΔΕ του 1994

3

Το άρθρο VI, παράγραφος 1, της ΓΣΔΕ του 1994 ορίζει ότι:

«Τα συμβαλλόμενα μέρη αναγνωρίζουν ότι το ντάμπινγκ, στο πλαίσιο του οποίου τα προϊόντα μιας χώρας εισάγονται στην αγορά άλλης χώρας σε τιμή κατώτερη από την κανονική αξία, είναι καταδικαστέο εφόσον προξενεί ή απειλεί να προξενήσει σοβαρή ζημία σε εγχώριο κλάδο παραγωγής ενός συμβαλλομένου μέρους ή εφόσον καθυστερεί σημαντικά τη δημιουργία εγχώριου κλάδου παραγωγής. Προς εφαρμογήν του παρόντος άρθρου, ένα προϊόν εξαγόμενο από μία χώρα προς μία άλλη πρέπει να θεωρηθεί ότι εισάγεται στη χώρα εισαγωγής σε τιμή κατώτερη της κανονικής του αξίας, αν η τιμή του προϊόντος αυτού είναι:

α)

κατώτερη της αντίστοιχης τιμής που εφαρμόζεται υπό κανονικές συνθήκες εμπορίας για ομοειδές προϊόν, προοριζόμενο για κατανάλωση στη χώρα εξαγωγής·

[...]».

4

Η δεύτερη συμπληρωματική διάταξη του άρθρου VI, παράγραφος 1, της ΓΣΔΕ του 1994, του παραρτήματος I αυτής, διευκρινίζει ότι:

«Αναγνωρίζεται ότι, σε περιπτώσεις εισαγωγών από χώρα όπου το εμπόριο αποτελεί αντικείμενο πλήρους ή σχεδόν πλήρους μονοπωλίου και όπου όλες οι εγχώριες τιμές καθορίζονται από το κράτος, ο καθορισμός συγκρίσιμων τιμών για τους σκοπούς της παραγράφου [1] μπορεί να παρουσιάσει ειδικές δυσκολίες και ότι, στις περιπτώσεις αυτές, τα συμβαλλόμενα μέρη-εισαγωγείς ενδέχεται να πρέπει να λάβουν υπόψη ότι η ακριβής σύγκριση με τις εγχώριες τιμές της χώρας αυτής δεν είναι πάντοτε πρόσφορη.»

Η συμφωνία αντιντάμπινγκ

5

Το άρθρο 2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, με τίτλο «Καθορισμός του ντάμπινγκ», ορίζει ότι:

«2.1   Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, ένα προϊόν θεωρείται ότι αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ, δηλαδή ότι εισάγεται στην αγορά μιας άλλης χώρας σε τιμή κατώτερη της κανονικής του αξίας, αν η τιμή εξαγωγής του προϊόντος που εξάγεται από μία χώρα σε μια άλλη είναι κατώτερη της αντίστοιχης τιμής που εφαρμόζεται υπό κανονικές συνθήκες εμπορίας για ομοειδές προϊόν, όταν το τελευταίο προορίζεται για κατανάλωση στη χώρα εξαγωγής.

2.2   Όταν δεν υπάρχουν πωλήσεις ομοειδούς προϊόντος υπό κανονικές συνθήκες εμπορίας στην εγχώρια αγορά της χώρας εξαγωγής, ή όταν υπάρχουν μεν τέτοιες πωλήσεις, αλλά δεν επιτρέπουν τη διεξαγωγή ορθής σύγκρισης, είτε λόγω των ειδικών συνθηκών που έχουν διαμορφωθεί στην αγορά είτε λόγω του μικρού όγκου των πωλήσεων στην εγχώρια αγορά της χώρας εξαγωγής […], τότε το περιθώριο ντάμπινγκ καθορίζεται με μέτρο σύγκρισης μια ανάλογη τιμή ομοειδούς προϊόντος κατά την εξαγωγή του σε κατάλληλη τρίτη χώρα, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω τιμή είναι αντιπροσωπευτική, ή το κόστος παραγωγής στη χώρα καταγωγής, προσαυξημένο κατά ένα εύλογο ποσό που αντιπροσωπεύει τα διοικητικά και γενικά έξοδα, τα έξοδα πωλήσεων και το κέρδος.

[...]

2.7   Το παρόν άρθρο ισχύει υπό την επιφύλαξη της δεύτερης συμπληρωματικής διάταξης του άρθρου VI, παράγραφος 1, του παραρτήματος I της [ΓΣΔΕ] του 1994.»

Το δίκαιο της Ένωσης

Ο βασικός κανονισμός

6

Κατά τον χρόνο των περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, οι διέπουσες την έκδοση μέτρων αντιντάμπινγκ από την Ευρωπαϊκή Ένωση διατάξεις περιλαμβάνονταν στον κανονισμό (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 56, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε προσφάτως με τον κανονισμό (ΕΚ) 2117/2005 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 2005 (ΕΕ L 340, σ. 17, στο εξής: βασικός κανονισμός). Ο βασικός κανονισμός καταργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 343, σ. 51).

7

Οι αιτιολογικές σκέψεις 5 και 7 του βασικού κανονισμού είχαν ως ακολούθως:

«(5)

[εκτιμώντας] ότι η νέα συμφωνία για το ντάμπινγκ, και συγκεκριμένα η συμφωνία [αντιντάμπινγκ] περιέχει νέους και λεπτομερείς κανόνες, οι οποίοι αφορούν, ιδίως, τον υπολογισμό του ντάμπινγκ, τις διαδικασίες έναρξης και διεξαγωγής της έρευνας, συμπεριλαμβανομένης της διαπίστωσης και αξιολόγησης των πραγματικών περιστατικών, την επιβολή προσωρινών μέτρων, την επιβολή και είσπραξη δασμών αντιντάμπινγκ, τη διάρκεια ισχύος και την επανεξέταση των μέτρων αντιντάμπινγκ, καθώς και τη διάθεση στο κοινό στοιχείων σχετικών με έρευνες αντιντάμπινγκ· ότι, ενόψει της έκτασης των αλλαγών και προκειμένου να διασφαλισθεί η ενδεδειγμένη και διαφανής εφαρμογή των νέων κανόνων, θα έπρεπε το κείμενο των νέων συμφωνιών να ενσωματωθεί κατά το δυνατόν στην κοινοτική νομοθεσία·

[...]

(7)

[εκτιμώντας] ότι, όταν ο καθορισμός της κανονικής αξίας αφορά χώρες χωρίς οικονομία αγοράς, φαίνεται ορθότερο να καθιερωθούν κανόνες για την επιλογή της κατάλληλης τρίτης χώρας με οικονομία αγοράς που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για τον σκοπό αυτό, όταν δε δεν είναι δυνατή η εξεύρεση κατάλληλης τρίτης χώρας, να προβλέπεται ότι η κανονική αξία είναι δυνατό να καθορίζεται με οποιονδήποτε άλλο εύλογο τρόπο».

8

Το άρθρο 1, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού προέβλεπε ότι ένα προϊόν «θεωρείται ότι αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ όταν η τιμή εξαγωγής του στην Κοινότητα είναι χαμηλότερη από μια συγκρίσιμη τιμή του ομοειδούς προϊόντος, όπως έχει καθοριστεί για τη χώρα εξαγωγής κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις».

9

Προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη ντάμπινγκ, το άρθρο 2, παράγραφοι 1 έως 7, του βασικού κανονισμού προέβλεπε κανόνες σχετικά με τον υπολογισμό της κανονικής αξίας. Ενώ, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 2 του κανονισμού αυτού, η κανονική αξία βασιζόταν κατ’ αρχήν στις εφαρμοζόμενες τιμές στη χώρα εξαγωγής, η παράγραφος 7 του άρθρου αυτού προέβλεπε, για τις εισαγωγές από χώρες που δεν διαθέτουν οικονομία της αγοράς, τη χρησιμοποίηση της λεγόμενης μεθόδου «της ανάλογης χώρας». Κατά την τελευταία αυτή διάταξη:

«α)

Στην περίπτωση εισαγωγών από χώρες που δεν διαθέτουν οικονομία της αγοράς [(Αλβανία, Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν, Λευκορωσία, Γεωργία, Βόρεια Κορέα, Κιργιστάν, Μολδαβία, Μογγολία, Τατζικιστάν, Τουρκμενιστάν και Ουζμπεκιστάν)], η κανονική αξία καθορίζεται με βάση την τιμή ή την κατασκευασμένη αξία σε μια τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς ή με βάση την τιμή που μια τέτοια τρίτη χώρα εφαρμόζει έναντι άλλων χωρών, συμπεριλαμβανομένης της Κοινότητας, ή, όταν τίποτε από τα παραπάνω δεν είναι εφικτό, με βάση οποιοδήποτε άλλο εύλογο δεδομένο, όπως είναι η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή του ομοειδούς προϊόντος στην Κοινότητα, αναπροσαρμοσμένη καταλλήλως, εφόσον χρειάζεται, για να συμπεριλαμβάνει εύλογο περιθώριο κέρδους.

[...]

β)

Στις έρευνες αντιντάμπινγκ για εισαγωγές από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, την Ουκρανία, το Βιετνάμ και το Καζακστάν καθώς και από οποιαδήποτε χώρα χωρίς οικονομία της αγοράς που είναι μέλος του ΠΟΕ κατά την ημερομηνία έναρξης της έρευνας, η κανονική αξία καθορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 6, εάν αποδεικνύεται, με βάση δεόντως αιτιολογημένους ισχυρισμούς που θα υποβάλουν ένας ή περισσότεροι παραγωγοί που υπόκεινται στην έρευνα και με βάση τα κριτήρια και τις διαδικασίες που περιλαμβάνονται στο στοιχείο γʹ, ότι υπόκεινται σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς όσον αφορά την κατασκευή και την πώληση του οικείου ομοειδούς προϊόντος. Άλλως εφαρμόζονται οι κανόνες που καθορίζονται στο στοιχείο αʹ.

γ)

Ένας ισχυρισμός κατά το στοιχείο βʹ […] πρέπει να δίδει επαρκείς αποδείξεις ότι ο παραγωγός λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, ήτοι:

οι επιχειρηματικές αποφάσεις για τιμές, κόστος και εισροές, π.χ. πρώτες ύλες, τεχνολογία, εργατικό δυναμικό, εκροές, πωλήσεις και επενδύσεις, λαμβάνονται βάσει στοιχείων από την αγορά, όσον αφορά την προσφορά και τη ζήτηση, χωρίς σημαντική κρατική παρέμβαση, ενώ το κόστος των σημαντικότερων εισροών πρέπει να εκφράζει σε μεγάλο βαθμό τις τιμές στην αγορά,

οι επιχειρήσεις πρέπει να τηρούν σαφή λογιστική καταγραφή, υποκειμένη σε ανεξάρτητο έλεγχο, βάσει των διεθνών λογιστικών προτύπων, η οποία και πρέπει να ακολουθείται συνεπώς,

το κόστος παραγωγής και η οικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων δεν πρέπει να υπόκειται σε μείζονες στρεβλώσεις, προερχόμενες από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς, ιδίως ως προς την απαξίωση του ενεργητικού, άλλες αποσβέσεις, δοσοληψίες αντιπραγματισμού και πληρωμές με συμψηφισμό,

οι οικείες επιχειρήσεις υπόκεινται σε νομοθεσία περί πτωχεύσεως και ιδιοκτησιακού καθεστώτος η οποία εγγυάται ασφάλεια δικαίου και λειτουργική σταθερότητα,

και

ο καθορισμός των συναλλαγματικών ισοτιμιών γίνεται με τιμές αγοράς.

[...]»

10

Σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού μπορούσε να ορισθεί ατομικός δασμός, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, για τους εξαγωγείς που πληρούσαν ορισμένες προβλεπόμενες στη δεύτερη αυτή διάταξη προϋποθέσεις.

Ο κανονισμός (ΕΚ) 2238/2000

11

Οι αιτιολογικές σκέψεις 3 έως 6 του κανονισμού (ΕΚ) 2238/2000 του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2000, περί τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96 (ΕΕ L 257, σ. 2), είχαν ως εξής:

«(3)

Το άρθρο 2, παράγραφος 7, του [βασικού] κανονισμού ορίζει […] ότι […] η κανονική αξία καθορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες που εφαρμόζονται σε χώρες με οικονομία της αγοράς όταν μπορεί να αποδειχθεί ότι επικρατούν οι συνθήκες της αγοράς για έναν ή περισσότερους παραγωγούς που υπόκεινται σε έρευνα, σε σχέση με την κατασκευή και την πώληση του οικείου προϊόντος.

(4)

Η διαδικασία μεταρρυθμίσεων […] [σ]το Βιετνάμ και το Καζακστάν έχει μεταβάλει ουσιαστικά τις οικονομίες των χωρών αυτών και έχει οδηγήσει στην εμφάνιση επιχειρήσεων για τις οποίες επικρατούν οι συνθήκες της οικονομίας αγοράς. Οι […] χώρες [αυτές] έχουν ως εκ τούτου απομακρυνθεί από τις οικονομικές συνθήκες που ενέπνευσαν τη χρησιμοποίηση της μεθόδου της ανάλογης χώρας.

(5)

Είναι σκόπιμο να αναθεωρηθεί η κοινοτική πρακτική αντιντάμπινγκ ώστε να ληφθούν υπόψη οι μεταβληθείσες οικονομικές συνθήκες [...]

(6)

Είναι επίσης σκόπιμο να χορηγηθεί παρεμφερής μεταχείριση και σε εισαγωγές από τις εν λόγω χώρες που είναι μέλη του [ΠΟΕ] κατά την ημερομηνία έναρξης της σχετικής έρευνας αντιντάμπινγκ».

Ιστορικό της διαφοράς

12

Η Rusal Armenal είναι εταιρία η οποία παράγει και εξάγει προϊόντα αλουμινίου, εγκατεστημένη από το 2000 στην Αρμενία.

13

Κατόπιν καταγγελίας υποβληθείσας στις 28 Μαΐου 2008, η Επιτροπή κίνησε διαδικασία αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές ορισμένου φύλλου αλουμινίου προελεύσεως Αρμενίας, Βραζιλίας και Κίνας. Η Rusal Armenal αμφισβήτησε τη δυνατότητα εφαρμογής εν προκειμένω του άρθρου 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού, λαμβανομένης υπόψη, μεταξύ άλλων, της προσχωρήσεως, στις 5 Φεβρουαρίου 2003, της Δημοκρατίας της Αρμενίας στη συμφωνία για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, η οποία υπογράφηκε στο Μαρακές στις 15 Απριλίου 1994. Εξάλλου, η Rusal Armenal ζήτησε να της αναγνωριστεί το καθεστώς επιχειρήσεως που λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς (στο εξής: καθεστώς ΕΟΑ) ή να τύχει ατομικής μεταχειρίσεως υπό την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού.

14

Στις 7 Απριλίου 2009, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 287/2009 για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένου φύλλου αλουμινίου καταγωγής Αρμενίας, Βραζιλίας και Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ L 94, σ. 17). Η Τουρκία υποδείχθηκε ως ανάλογη χώρα για τους σκοπούς του υπολογισμού της κανονικής αξίας όσον αφορά τους παραγωγούς-εξαγωγείς στους οποίους δεν μπορούσε να αναγνωρισθεί το καθεστώς ΕΟΑ.

15

Όσον αφορά την αναγνώριση στη Rusal Armenal του καθεστώτος ΕΟΑ, η Επιτροπή έκρινε ότι η Δημοκρατία της Αρμενίας δεν μπορούσε να θεωρηθεί χώρα με οικονομία αγοράς, καθόσον περιλαμβανόταν στην υποσημείωση του βασικού κανονισμού στην οποία παραπέμπει το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού. Εξάλλου, η Επιτροπή έκρινε ότι η Rusal Armenal δεν πληρούσε τα προβλεπόμενα στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, δεύτερη και τρίτη περίπτωση, του εν λόγω κανονισμού κριτήρια σχετικά με τα λογιστικά βιβλία και το κόστος παραγωγής. Όσον αφορά τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ, η Επιτροπή έκρινε ότι η Rusal Armenal πληρούσε τις προϋποθέσεις περί ατομικής μεταχειρίσεως.

16

Στις 24 Σεπτεμβρίου 2009, το Συμβούλιο εξέδωσε τον επίδικο κανονισμό με τον οποίο επιβεβαιώθηκε αυτή η εκτίμηση της Επιτροπής. Ειδικότερα, όσον αφορά το συμπέρασμα ότι δεν έπρεπε να αναγνωριστεί στη Rusal Armenal το καθεστώς ΕΟΑ, η αιτιολογική σκέψη 20 του κανονισμού αυτού προβλέπει ότι «η Αρμενία αναφέρεται ειδικά στην υποσημείωση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού διότι συγκαταλέγεται στις χώρες που δεν διαθέτουν οικονομία της αγοράς», ότι «η μεταχείριση των παραγωγών-εξαγωγέων σε χώρες μέλη του ΠΟΕ που δεν διαθέτουν οικονομία της αγοράς παρατίθεται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο βʹ,» και ότι «οι εν λόγω διατάξεις τηρήθηκαν πλήρως κατά την παρούσα έρευνα».

17

Υπό τις συνθήκες αυτές, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 2, του επίδικου κανονισμού, επιβλήθηκε οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ της τάξεως του 13,4 % στην εισαγωγή ορισμένων προϊόντων αλουμινίου κατασκευής της Rusal Armenal.

Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

18

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Δεκεμβρίου 2009, η Rusal Armenal ζήτησε την ακύρωση του επίδικου κανονισμού.

19

Προς στήριξη της προσφυγής της, η Rusal Armenal επικαλέστηκε πέντε λόγους ακυρώσεως. Μόνον ο πρώτος λόγος, η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας η οποία προβλήθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 277 ΣΛΕΕ και στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού, του άρθρου 2, παράγραφοι 1 έως 6, του κανονισμού αυτού καθώς και των άρθρων 2.1 και 2.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, εξετάσθηκε από το Γενικό Δικαστήριο και, ως εκ τούτου, ενδιαφέρει στο πλαίσιο της υπό κρίση αναιρέσεως.

20

Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, προκειμένου να επιχειρηματολογήσει υπέρ της δυνατότητας του δικαστή της Ένωσης να προβεί σε έλεγχο νομιμότητας του άρθρου 2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, η Rusal Armenal, υπογραμμίζοντας ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, υφίσταται τέτοια δυνατότητα όταν η πράξη της Ένωσης παραπέμπει ρητώς σε συγκεκριμένες διατάξεις του ΠΟΕ ή όταν η Ένωση προτίθεται να εφαρμόσει ειδική υποχρέωση αναληφθείσα στο πλαίσιο του ΠΟΕ, υποστήριξε ότι η αιτιολογική σκέψη 5 του εν λόγω κανονισμού παρέπεμπε στη συμφωνία αυτή και ότι σκοπός του ιδίου κανονισμού ήταν η ενσωμάτωση στο δίκαιο της Ένωσης των διεθνών υποχρεώσεων που υπέχουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης βάσει του άρθρου αυτού της συμφωνίας αντιντάμπινγκ.

21

Κατ’ ουσίαν, η Rusal Armenal διευκρίνισε ότι η κατά το άρθρο 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού παρέκκλιση δεν τύγχανε εφαρμογής ως προς την ίδια καθώς η παρέκκλιση αυτή δεν ήταν σύμφωνη προς το άρθρο 2.7 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, σε συνδυασμό με τη δεύτερη συμπληρωματική διάταξη του άρθρου VI, παράγραφος 1, της ΓΣΔΕ του 1994, του παραρτήματος I αυτής. Προβλέποντας για τις εισαγωγές προελεύσεως Αρμενίας παρέκκλιση μη προβλεπόμενη από τις τελευταίες αυτές διατάξεις, το άρθρο 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού παραβιάζει το γενικό καθεστώς των άρθρων 2.1 και 2.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ που αφορά τη διαπίστωση της υπάρξεως ντάμπινγκ.

22

Το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, τον πρώτο λόγο ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, ακύρωσε τον επίδικο κανονισμό κατά το μέρος που αφορούσε τη Rusal Armenal.

Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

23

Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 24ης Απριλίου 2014, επετράπη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να παρέμβει υπέρ των αιτημάτων της Επιτροπής.

24

Η Επιτροπή και το Συμβούλιο ζητούν από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

να απορρίψει τον προβληθέντα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου πρώτο λόγο ακυρώσεως·

να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου να αποφανθεί επί του δευτέρου έως του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, και

να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.

25

Η Rusal Armenal ζητεί την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως και την καταδίκη της Επιτροπής και του Συμβουλίου στα δικαστικά έξοδα.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

26

Η Επιτροπή προβάλλει τρεις λόγους προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως.

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως ο οποίος αφορά το ότι το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ultra petita

Επιχειρηματολογία των διαδίκων

27

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πάσχει από πλάνη περί το δίκαιο καθόσον το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε επί της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού, που προέβαλε η Rusal Armenal με το δικόγραφο της προσφυγής.

28

Κατά την Επιτροπή, η Rusal Armenal παραιτήθηκε από αυτήν την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας με το υπόμνημα απαντήσεως, οπότε το περιεχόμενο του προβληθέντος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου πρώτου λόγου της προσφυγής της πλέον αφορούσε μόνον την εκ μέρους του Συμβουλίου παραβίαση της αρχής της ομοιόμορφης ερμηνείας.

29

Η Rusal Armenal αμφισβητεί την επιχειρηματολογία της Επιτροπής.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

30

Επιβάλλεται η παρατήρηση ότι από την εξέταση της όλης επιχειρηματολογίας της Rusal Armenal στα υποβληθέντα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου γραπτά υπομνήματά της δεν συνάγεται ότι η εν λόγω διάδικος παραιτήθηκε κατά τη διάρκεια της δίκης από την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού, που προβλήθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 277 ΣΛΕΕ.

31

Πράγματι, από τις εν λόγω εκτιμήσεις προκύπτει, αφενός, ότι η Rusal Armenal ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να κηρύξει ανεφάρμοστο το άρθρο 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού εν προκειμένω, δεδομένου ότι ο υπολογισμός, ως προς αυτήν, της κανονικής αξίας βάσει των κανόνων για τις εισαγωγές από χώρα που δεν διαθέτει οικονομία της αγοράς πραγματοποιήθηκε κατά παράβαση του άρθρου 2, παράγραφοι 1 έως 6, του εν λόγω κανονισμού, καθώς και των άρθρων 2.1 και 2.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και, αφετέρου, ότι, με το υπόμνημα απαντήσεώς της, η Rusal Armenal, συνεχίζοντας να επικαλείται ρητώς το άρθρο 277 ΣΛΕΕ, περιορίσθηκε να αποσαφηνίσει την επιχειρηματολογία της επί του ζητήματος.

32

Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η απόρριψη του πρώτου λόγου της υπό κρίση αναιρέσεως ως αβάσιμου.

Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως ο οποίος αφορά το ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι το άρθρο 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού αποβλέπει στην εκπλήρωση των ειδικών υποχρεώσεων που έχουν αναληφθεί στο πλαίσιο του ΠΟΕ

Επιχειρηματολογία των διαδίκων

33

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως η Επιτροπή προσάπτει κατ’ ουσίαν στο Γενικό Δικαστήριο ότι αγνόησε την απόφαση Nakajima κατά Συμβουλίου (C‑69/89, EU:C:1991:186) καθώς έκρινε, στηριζόμενο στις παρατιθέμενες στις σκέψεις 36 και 53 έως 55 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως εκτιμήσεις, ότι, θεσπίζοντας το άρθρο 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού, ο νομοθέτης της Ένωσης απέβλεπε στην εκπλήρωση των ειδικών υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και από τη δεύτερη συμπληρωματική διάταξη του άρθρου VI, παράγραφος 1, της ΓΣΔΕ του 1994, του παραρτήματος I αυτού. Με τον τρόπο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε πεπλανημένως ότι ήταν αρμόδιο να ελέγξει τη νομιμότητα του άρθρου 2, παράγραφος 7, του κανονισμού αυτού από απόψεως των κανόνων των συμφωνιών ΠΟΕ.

34

Η Επιτροπή υποστηρίζει συναφώς ότι αυτή η τελευταία διάταξη αφορά τη θέση σε εφαρμογή ενός «ειδικού καθεστώτος της οικονομίας αγοράς» το οποίο εφαρμόζεται στις οικονομίες μεταβάσεως στην οικονομία αγοράς. Αντί να στηριχθεί στο γράμμα των εν λόγω κανόνων των συμφωνιών ΠΟΕ, το ειδικό αυτό καθεστώς εντάσσεται σε στρατηγική πολιτική της Ένωσης αποσκοπούσα στην ανταμοιβή των προσπαθειών στις οποίες προέβησαν οι πρώην χώρες κρατικού εμπορίου και στη στήριξη των προσπαθειών των οικονομιών σε μεταβατικό επίπεδο για οικονομική μεταρρύθμιση καθώς και για απελευθέρωση των εμπορικών συναλλαγών.

35

Η Rusal Armenal υποστηρίζει ότι το επιλεγέν από την Επιτροπή κριτήριο για τον καθορισμό της εκτάσεως του δικαστικού ελέγχου από τον δικαστή της Ένωσης υπό το πρίσμα των κανόνων των συμφωνιών ΠΟΕ εσφαλμένως στηρίζεται μόνο στο αν ο νομοθέτης της Ένωσης απέβλεπε στην εκπλήρωση ορισμένων υποχρεώσεων αναληφθεισών στο πλαίσιο του ΠΟΕ. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι επιβάλλεται περαιτέρω να εξετάζεται αν η επίμαχη πράξη της Ένωσης παραπέμπει ρητώς σε συγκεκριμένες διατάξεις του δικαίου του ΠΟΕ, καθόσον από την αιτιολογική σκέψη 5 του βασικού κανονισμού μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη τέτοιας παραπομπής.

36

Σε κάθε περίπτωση, η Rusal Armenal εκτιμά ότι, με τη θέσπιση των διατάξεων του άρθρου 2 του εν λόγω κανονισμού για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας, ο νομοθέτης της Ένωσης είχε πράγματι την πρόθεση να θέσει σε εφαρμογή τις κατ’ ουσίαν πανομοιότυπες διατάξεις του άρθρου 2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ καθώς και της δεύτερης συμπληρωματικής διατάξεως του άρθρου VI, παράγραφος 1, της ΓΣΔΕ του 1994, του παραρτήματος I αυτής, όπου αναφέρεται το άρθρο 2.7 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ. Η διαπίστωση αυτή απορρέει, κατά βάση, πρώτον, από την αιτιολογική σκέψη 5 του ιδίου κανονισμού, δεύτερον, από την απουσία κριτηρίων στο δίκαιο της Ένωσης σχετικά με την αναγνώριση του καθεστώτος χώρας που διαθέτει οικονομία αγοράς παρεκκλίνοντα από τη δεύτερη αυτή συμπληρωματική διάταξη και, τρίτον, από το γεγονός ότι τα έγγραφα προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Αρμενίας στον ΠΟΕ δεν προβλέπουν δυνατότητα παρεκκλίσεως από τα άρθρα 2.1 και 2.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

37

Υπενθυμίζεται προκαταρκτικώς ότι μπορεί να γίνει επίκληση διατάξεων διεθνούς συμφωνίας στην οποία η Ένωση είναι συμβαλλόμενο μέρος προς στήριξη προσφυγής ακυρώσεως πράξεως παραγώγου δικαίου της Ένωσης ή ενστάσεως περί ελλείψεως νομιμότητας μιας τέτοιας πράξεως υπό τη διττή προϋπόθεση, αφενός, ότι τούτο δεν αποκλείεται από τη φύση και την οικονομία της συμφωνίας αυτής και, αφετέρου, ότι οι διατάξεις αυτές, από απόψεως περιεχομένου, δεν περιέχουν αιρέσεις και είναι αρκούντως σαφείς (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Συμβούλιο κ.λπ. κατά Vereniging Milieudefensie και Stichting Stop Luchtverontreiniging Utrecht, C‑401/12 P έως C‑403/12 P, EU:C:2015:4, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Μόνον εφόσον πληρούνται οι δύο αυτές προϋποθέσεις σωρευτικώς είναι δυνατή η επίκληση τέτοιων διατάξεων ενώπιον του δικαστή της Ένωσης προκειμένου να αξιοποιηθεί ως κριτήριο για την εκτίμηση της νομιμότητας πράξεως της Ένωσης.

38

Όσον αφορά τις συμφωνίες ΠΟΕ, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, λόγω της φύσεως και της οικονομίας τους, οι συμφωνίες αυτές δεν περιλαμβάνονται, καταρχήν, στους κανόνες βάσει των οποίων το Δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Πορτογαλία κατά Συμβουλίου, C‑149/96, EU:C:1999:574, σκέψη 47· Van Parys, C‑377/02, EU:C:2005:121, σκέψη 39, και LVP, C‑306/13, EU:C:2014:2465, σκέψη 44).

39

Συναφώς, το Δικαστήριο έχει ιδίως τονίσει ότι αν γινόταν δεκτό ότι η εξασφάλιση της συμφωνίας του δικαίου της Ένωσης με τους κανόνες του ΠΟΕ απόκειται απευθείας στον δικαστή της Ένωσης τα νομοθετικά ή εκτελεστικά όργανα της Ένωσης δεν θα είχαν το περιθώριο χειρισμών το οποίο έχουν τα ανάλογα όργανα των εμπορικών εταίρων της Ένωσης. Δεν αμφισβητείται, πράγματι, ότι ορισμένα συμβαλλόμενα μέρη, και μεταξύ αυτών οι σημαντικότεροι από εμπορικής απόψεως εταίροι της Ένωσης, συνήγαγαν, υπό το φως του αντικειμένου και του σκοπού των συμφωνιών ΠΟΕ, ακριβώς συμπέρασμα ότι οι συμφωνίες αυτές δεν περιλαμβάνονται στους κανόνες με γνώμονα τους οποίους τα δικαστικά τους όργανα ελέγχουν τη νομιμότητα των κανόνων του εσωτερικού τους δικαίου. Μια τέτοια έλλειψη αμοιβαιότητας, αν γινόταν δεκτή, θα εγκυμονούσε τον κίνδυνο να υπάρξει ανισορροπία στην εφαρμογή των κανόνων του ΠΟΕ (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Πορτογαλία κατά Συμβουλίου, C‑149/96, EU:C:1999:574, σκέψεις 43 έως 46· FIAMM κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑120/06 P και C‑121/06 P, EU:C:2008:476, σκέψη 119, καθώς και LVP, C‑306/13, EU:C:2014:2465, σκέψη 46).

40

Παρά ταύτα, σε δύο εξαιρετικές περιπτώσεις, οι οποίες απορρέουν από τη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης να περιορίσει ο ίδιος τη διακριτική ευχέρειά του κατά την εφαρμογή των κανόνων του ΠΟΕ, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι απόκειται στον δικαστή της Ένωσης, εφόσον απαιτείται, να ελέγξει τη νομιμότητα πράξεως της Ένωσης και των πράξεων που εκδίδονται για την εφαρμογή της υπό το πρίσμα των συμφωνιών ΠΟΕ.

41

Πρόκειται, πρώτον, για την περίπτωση κατά την οποία υπήρξε βούληση της Ένωσης η εκπλήρωση μιας ειδικής υποχρεώσεως αναληφθείσας στο πλαίσιο των συμφωνιών αυτών και, δεύτερον, για την περίπτωση που η επίμαχη πράξη του δικαίου της Ένωσης ρητώς παραπέμπει σε συγκεκριμένες διατάξεις των συμφωνιών αυτών (βλ., συναφώς, μεταξύ άλλων, αποφάσεις Fediol κατά Επιτροπής, 70/87, EU:C:1989:254, σκέψεις 19 έως 22· Nakajima κατά Συμβουλίου, C‑69/89, EU:C:1991:186, σκέψεις 29 έως 32· Biret et Cie κατά Συμβουλίου, C‑94/02 P, EU:C:2003:518, σκέψη 73, καθώς και Συμβούλιο κ.λπ. κατά Vereniging Milieudefensie και Stichting Stop Luchtverontreiniging Utrecht, C‑401/12 P έως C‑403/12 P, EU:C:2015:4, σκέψη 56).

42

Στην υπό κρίση υπόθεση, υπενθυμίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 36 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ως προς την εξέταση της θέσεως της συμφωνίας αντιντάμπινγκ στην έννομη τάξη της Ένωσης, και αφού επισήμανε ότι από την αιτιολογική σκέψη 5 του βασικού κανονισμού προέκυπτε ότι η Ένωση είχε εκδώσει τον κανονισμό αυτό για να εκπληρώσει τις διεθνείς υποχρεώσεις της, ότι, με το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Καθορισμός του ντάμπινγκ», η Ένωση θέλησε να εκπληρώσει τις ειδικές υποχρεώσεις που επάγεται το άρθρο 2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, οι οποίες αφορούν επίσης τον καθορισμό της υπάρξεως του ντάμπινγκ.

43

Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται να εξακριβωθεί αν, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πάσχει από πλάνη περί το δίκαιο στον βαθμό που καταλήγει στην εν λόγω διαπίστωση όσον αφορά το άρθρο 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού.

44

Επιβάλλεται πρωτίστως να τονιστεί σχετικώς ότι το Δικαστήριο, σε ορισμένες περιπτώσεις, έχει αναγνωρίσει ότι το σύστημα αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ μπορεί να συνιστά εξαίρεση από τη γενική αρχή κατά την οποία ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να ελέγχει τη νομιμότητα πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης από απόψεως συμμορφώσεως προς τους κανόνες των συμφωνιών ΠΟΕ (βλ., συναφώς, αποφάσεις, Nakajima κατά Συμβουλίου, C‑69/89, EU:C:1991:186, σκέψεις 29 έως 32· Petrotub και Republica κατά Συμβουλίου, C‑76/00 P, EU:C:2003:4, σκέψεις 55 και 56, καθώς και Συμβούλιο κ.λπ. κατά Vereniging Milieudefensie και Stichting Stop Luchtverontreiniging Utrecht, C‑401/12 P έως C‑403/12 P, EU:C:2015:4, σκέψη 59).

45

Πάντως, προκειμένου να γίνει δεκτή μια τέτοια εξαίρεση σε συγκεκριμένη περίπτωση, πρέπει επιπλέον να αποδειχθεί επαρκώς κατά νόμον ότι ο νομοθέτης εκδήλωσε την πρόθεση να θέσει σε εφαρμογή στο εσωτερικό δίκαιο ειδική υποχρέωση αναληφθείσα στο πλαίσιο των συμφωνιών ΠΟΕ.

46

Προς τον σκοπό αυτό δεν αρκεί, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 42 των προτάσεών της, να συνάγεται γενικώς από τις αιτιολογικές σκέψεις της επίμαχης πράξεως της Ένωσης ότι η επίμαχη πράξη εκδίδεται λαμβανομένων υπόψη των διεθνών υποχρεώσεων της Ένωσης. Αντιθέτως, απαιτείται να προκύπτει από την επίδικη εκάστοτε διάταξη του δικαίου της Ένωσης ότι αυτή αποβλέπει στην εκπλήρωση εντός του δικαίου της Ένωσης συγκεκριμένης υποχρεώσεως απορρέουσας από τις συμφωνίες ΠΟΕ.

47

Όσον αφορά το άρθρο 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι με τη διάταξη αυτή, σε συνέχεια των προβλεπομένων στην αιτιολογική σκέψη 7 του ιδίου κανονισμού, θεσπίζεται ειδικό καθεστώς με τους λεπτομερείς κανόνες για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας σε σχέση με εισαγωγές προελεύσεως χωρών που δεν διαθέτουν οικονομία αγοράς, μεταξύ των οποίων και η Αρμενία. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τις εισαγωγές αυτές, η εν λόγω διάταξη προβλέπει στο στοιχείο αʹ ότι η κανονική αξία καθορίζεται με βάση την τιμή ή την κατασκευασμένη αξία σε τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς, ή την τιμή από αυτή την τρίτη χώρα προς άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ένωσης, ή, όταν αυτό δεν είναι δυνατόν, πάνω σε κάθε άλλη λογική βάση, συμπεριλαμβανομένης της τιμής που έχει πράγματι πληρωθεί ή πρέπει να πληρωθεί στην Ένωση για το ομοειδές προϊόν, δεόντως προσαρμοσμένης αν χρειάζεται ώστε να συμπεριλαμβάνει ένα εύλογο περιθώριο κέρδους. Περαιτέρω, η ίδια διάταξη προβλέπει στο στοιχείο βʹ, ότι στις έρευνες αντιντάμπινγκ για εισαγωγές από οποιαδήποτε χώρα χωρίς οικονομία αγοράς που είναι μέλος του ΠΟΕ κατά την ημερομηνία ενάρξεως της έρευνας, η κανονική αξία καθορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους της 1 έως 6, εάν αποδεικνύεται ότι αυτός ή αυτοί οι παραγωγοί που υπόκεινται στην έρευνα υπόκεινται στις συνθήκες οικονομίας της αγοράς, οι οποίες προβλέπονται στο στοιχείο γʹ, όσον αφορά την κατασκευή και την πώληση του οικείου ομοειδούς προϊόντος.

48

Επιβάλλεται συναφώς η επισήμανση ότι το άρθρο 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού συνιστά την έκφραση της βουλήσεως του νομοθέτη της Ένωσης για υιοθέτηση, στον τομέα αυτόν, προσεγγίσεως η οποία προσιδιάζει στην έννομη τάξη της Ένωσης.

49

Πράγματι, όπως προκύπτει από το προοίμιο του κανονισμού 2238/2000, για την τροποποίηση του βασικού κανονισμού, οι κανόνες του άρθρου 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού οι οποίοι εφαρμόζονται στις εισαγωγές από χώρες του ΠΟΕ που δεν διαθέτουν οικονομία της αγοράς στηρίζονται στην ανάδυση, στις χώρες αυτές, κατόπιν των οικονομικών μεταρρυθμίσεων που έλαβαν χώρα, επιχειρήσεων οι οποίες λειτουργούν σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς.

50

Καθόσον, όμως, η συμφωνία αντιντάμπινγκ δεν περιέχει ειδικούς κανόνες σχετικούς με αυτήν την κατηγορία χωρών, δεν διαπιστώνεται αντιστοιχία μεταξύ, αφενός, των κανόνων του άρθρου 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού για τις εισαγωγές από χώρες μέλη του ΠΟΕ που δεν διαθέτουν οικονομία της αγοράς και, αφετέρου, των κανόνων του άρθρου 2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ. Επομένως, η εν λόγω διάταξη του βασικού κανονισμού δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μέτρο προοριζόμενο να διασφαλίσει την εκπλήρωση στην έννομη τάξη της Ένωσης ειδικής υποχρεώσεως αναληφθείσας στο πλαίσιο του ΠΟΕ.

51

Το άρθρο 2.7 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, σε συνδυασμό με τη δεύτερη συμπληρωματική διάταξη του άρθρου VI, παράγραφος 1, της ΓΣΔΕ του 1994, του παραρτήματος I αυτής, στην οποία παραπέμπει, δεν δύναται να αναιρέσει την εν λόγω διαπίστωση. Πράγματι, πέραν του ότι η δεύτερη αυτή συμπληρωματική διάταξη δεν θέτει συγκεκριμένο κανόνα για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας, η ίδια διάταξη αφορά μόνον τις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες το εμπόριο αποτελεί αντικείμενο πλήρους μονοπωλίου ή σχεδόν πλήρους μονοπωλίου και όπου όλες οι εγχώριες τιμές καθορίζονται από το κράτος.

52

Η εν λόγω διαπίστωση δεν αναιρείται περαιτέρω από το γεγονός ότι η αιτιολογική σκέψη 5 του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι θα πρέπει να ενσωματωθούν «κατά το δυνατόν» οι κανόνες της συμφωνίας αντιντάμπινγκ στο δίκαιο της Ένωσης. Συγκεκριμένα, όπως επισήμανε και η γενική εισαγγελέας στα σημεία 44 και 46 των προτάσεών της, η έκφραση αυτή πρέπει να εκληφθεί υπό την έννοια ότι, ακόμη και αν η βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να ληφθούν υπόψη οι κανόνες της συμφωνίας αντιντάμπινγκ κατά τη θέσπιση του βασικού κανονισμού, εντούτοις δεν αποτελεί έκφραση της προθέσεως μεταφοράς εκάστου των κανόνων αυτών στον εν λόγω κανονισμό. Το συμπέρασμα ότι αντικείμενο του άρθρου 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού είναι η εκπλήρωση ειδικών υποχρεώσεων τις οποίες επάγεται το άρθρο 2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ δεν μπορεί, επομένως, σε καμία περίπτωση, να στηριχθεί μεμονωμένως στο γράμμα της αιτιολογικής αυτής σκέψεως.

53

Υπό αυτές τις συνθήκες, επιβάλλεται η διαπίστωση, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στα σημεία 50 και 51 των προτάσεών της, ότι ο νομοθέτης της Ένωσης άσκησε την κανονιστική αρμοδιότητά του, όσον αφορά τον υπολογισμό της κανονικής αξίας για τις εισαγωγές από χώρες μέλη του ΠΟΕ που δεν διαθέτουν οικονομία της αγοράς, υιοθετώντας μια προσέγγιση η οποία προσιδιάζει στην έννομη τάξη της Ένωσης και, ως εκ τούτου, ότι δεν προκύπτει πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης να εκπληρώσει, με τη θέσπιση του άρθρου 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού, τις ειδικές υποχρεώσεις που επάγεται το άρθρο 2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ.

54

Από τις ανωτέρω σκέψεις απορρέει ότι, αποφαινόμενο διαφορετικώς, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

55

Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η αποδοχή του δευτέρου λόγου της υπό κρίση αναιρέσεως.

56

Επομένως, επιβάλλεται η αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στο σύνολό της, χωρίς να απαιτείται η εξέταση του τρίτου λόγου τον οποίο προέβαλε η Επιτροπή προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, ο οποίος αφορά παραβίαση της γενικής αρχής της θεσμικής ισορροπίας.

Επί της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

57

Κατά το άρθρο 61 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εάν η αίτηση αναιρέσεως κριθεί βάσιμη, το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου και μπορεί, στην περίπτωση αυτή, είτε να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να την αναπέμψει στο Γενικό Δικαστήριο για να την κρίνει.

58

Εν προκειμένω, το Δικαστήριο εκτιμά ότι επιβάλλεται να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί του πρώτου λόγου που προέβαλε η Rusal Armenal με την προσφυγή της για την ακύρωση του επίδικου κανονισμού.

59

Επισημαίνεται συναφώς ότι καμία από τις δύο εξαιρετικές περιπτώσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 41 της παρούσας αποφάσεως δεν επαληθεύεται εν προκειμένω. Αφενός, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 53 της παρούσας αποφάσεως, δεν προκύπτει πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης να εκπληρώσει, με τη θέσπιση του άρθρου 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού, τις ειδικές υποχρεώσεις του άρθρου 2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ. Αφετέρου, το άρθρο 2, παράγραφος 7, του εν λόγω κανονισμού δεν παραπέμπει ρητώς σε συγκεκριμένη διάταξη της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, καθώς η γενική παραπομπή στις διατάξεις της συμφωνίας αυτής με την αιτιολογική σκέψη 5 του ιδίου κανονισμού δεν επαρκεί αφ’ εαυτής ώστε να διαπιστωθεί η ύπαρξη τέτοιας παραπομπής (βλ., συναφώς, αποφάσεις Van Parys, C‑377/02, EU:C:2005:121, σκέψη 52· FIAMM κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑120/06 P και C‑121/06 P, EU:C:2008:476, σκέψεις 113 και 114, καθώς και Συμβούλιο κ.λπ. κατά Vereniging Milieudefensie και Stichting Stop Luchtverontreiniging Utrecht, C‑401/12 P έως C‑403/12 P, EU:C:2015:4, σκέψη 58).

60

Υπό τις συνθήκες αυτές, ο πρώτος λόγος τον οποίο προέβαλε η Rusal Armenal με την προσφυγή της για την ακύρωση του επίδικου κανονισμού πρέπει να απορριφθεί, στον βαθμό που ο δικαστής της Ένωσης καλείται από τον νομοθέτη να ελέγχει τη νομιμότητα του υπολογισμού της κανονικής αξίας όσον αφορά τα προϊόντα τα οποία κατασκευάζει η Rusal Armenal υπό το πρίσμα μόνον του άρθρου 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού.

61

Παρά ταύτα, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε τον δεύτερο έως τον πέμπτο λόγο που προέβαλε η Rusal Armenal προς στήριξη της προσφυγής της ακυρώσεως, το Δικαστήριο εκτιμά ότι η διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση.

62

Κατά συνέπεια, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί του δευτέρου έως και του πέμπτου λόγου ακυρώσεως.

Επί των δικαστικών εξόδων

63

Αναπέμποντας την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, το Δικαστήριο επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

 

1)

Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Rusal Armenal κατά Συμβουλίου (T‑512/09, EU:T:2013:571).

 

2)

Αναπέμπει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου τούτο να κρίνει επί των λόγων ακυρώσεως ως προς τους οποίους δεν αποφάνθηκε.

 

3)

Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

Haut