EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32013L0036

Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

OJ L 176, 27.6.2013, p. 338–436 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
Special edition in Croatian: Chapter 06 Volume 014 P. 105 - 203

Legal status of the document In force: This act has been changed. Current consolidated version: 09/01/2024

ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/2013/36/oj

27.6.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 176/338


ΟΔΗΓΊΑ 2013/36/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ,

της 26ης Ιουνίου 2013

σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 53 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (2) και η οδηγία 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (3) έχουν κατ’ επανάληψη υποστεί εκτεταμένες τροποποιήσεις. Πολλές από τις διατάξεις των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ τυγχάνουν εφαρμογής τόσο επί των πιστωτικών ιδρυμάτων όσο και επί των επιχειρήσεων επενδύσεων. Χάριν σαφήνειας και προς τον σκοπό της διασφάλισης της συνεπούς εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων, θα πρέπει να συγκεντρωθούν σε νέες νομοθετικές πράξεις που θα τυγχάνουν εφαρμογής τόσο επί των πιστωτικών ιδρυμάτων όσο και επί των επιχειρήσεων επενδύσεων, δηλαδή στην παρούσα οδηγία και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 (4). Προκειμένου να καταστούν πιο προσιτές, οι διατάξεις που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ θα πρέπει να ενσωματωθούν στο διατακτικό της παρούσας οδηγίας και του εν λόγω κανονισμού.

(2)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να περιέχει τις διατάξεις που αφορούν την άδεια λειτουργίας της επιχείρησης, την απόκτηση ειδικών συμμετοχών, την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης εγκατάστασης και του δικαιώματος ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, τις εξουσίες των εποπτικών αρχών του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής σε αυτό το πλαίσιο και τις διατάξεις που διέπουν το αρχικό κεφάλαιο και τον εποπτικό έλεγχο των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων. Ο πρωταρχικός στόχος και το αντικείμενο της παρούσας οδηγίας είναι να συντονίσει τις εθνικές διατάξεις που αφορούν την πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων, τους λεπτομερείς όρους διακυβέρνησής τους και το εποπτικό τους πλαίσιο. Οι οδηγίες 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ περιείχαν και απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων. Οι εν λόγω απαιτήσεις θα πρέπει να προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, που θεσπίζει ενιαίες και άμεσα εφαρμοστέες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και με δεδομένο ότι οι απαιτήσεις αυτές έχουν άμεση σχέση με τη λειτουργία των χρηματοοικονομικών αγορών όσον αφορά μια σειρά από περιουσιακά στοιχεία που βρίσκονται στην κατοχή πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει, συνεπώς, να νοείται σε συνδυασμό με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και θα πρέπει να συγκροτεί, από κοινού με τον εν λόγω κανονισμό, το νομικό πλαίσιο που θα διέπει τις τραπεζικές δραστηριότητες, το εποπτικό πλαίσιο και τους κανόνες προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων.

(3)

Οι γενικές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 συμπληρώνονται από επιμέρους ρυθμίσεις που πρέπει να θεσπίζονται από τις αρμόδιες αρχές βάσει του εκ μέρους τους συνεχούς εποπτικού ελέγχου καθενός πιστωτικού ιδρύματος και επιχείρησης επενδύσεων. Το γενικό φάσμα των εν λόγω επιμέρους εποπτικών ρυθμίσεων θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να καθορίζεται στην παρούσα οδηγία και οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα επιλογής των ρυθμίσεων που θα πρέπει να επιβληθούν. Σε ό,τι αφορά27ης Οκτωβρίου 2010.

(4)

Η οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (5) επιτρέπει στις επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσής τους και υπόκεινται στην εποπτεία των αρχών αυτών να ιδρύουν υποκαταστήματα και να παρέχουν υπηρεσίες ελεύθερα σε άλλα κράτη μέλη. Η εν λόγω οδηγία προβλέπει αντίστοιχα τον συντονισμό των κανόνων που διέπουν την παροχή άδειας λειτουργίας και την άσκηση της δραστηριότητας των επιχειρήσεων επενδύσεων. Ωστόσο, δεν καθορίζει τα ποσά του αρχικού κεφαλαίου των επιχειρήσεων αυτών ή ένα κοινό πλαίσιο για την παρακολούθηση των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται οι επιχειρήσεις αυτές, στοιχεία που θα πρέπει να προβλεφθούν στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας.

(5)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να αποτελέσει το κύριο εργαλείο για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς, τόσο όσον αφορά την ελεύθερη εγκατάσταση όσο και την ελεύθερη παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων.

(6)

Για την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, απαιτείται, πέρα από τους νομικούς κανόνες, στενή και τακτική συνεργασία και σημαντικά ενισχυμένη σύγκλιση όσον αφορά τις κανονιστικές και εποπτικές πρακτικές μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών.

(7)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) συνέστησε την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) («ΕΑΤ»). Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τον ρόλο και τη λειτουργία της ΕΑΤ όπως ορίζονται στον εν λόγω κανονισμό, καθώς και τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται κατά την ανάθεση καθηκόντων στην ΕΑΤ.

(8)

Λόγω των αυξημένων καθηκόντων που ανατίθενται στην ΕΑΤ δυνάμει της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι διατίθενται επαρκείς ανθρώπινοι και χρηματοοικονομικοί πόροι.

(9)

Ως πρώτο βήμα προς μια τραπεζική ένωση, ένας ενιαίος εποπτικός μηχανισμός (ΕΕΜ) θα πρέπει να διασφαλίζει ότι η πολιτική της Ένωσης σχετικά με την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων τίθεται σε εφαρμογή με συνοχή και αποτελεσματικότητα, ότι το ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων για τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες εφαρμόζεται κατά τον ίδιο τρόπο στα πιστωτικά ιδρύματα σε όλα τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη και ότι τα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα υπόκεινται σε εποπτεία ύψιστης ποιότητας, απερίσπαστη από άλλες εκτιμήσεις εκτός πλαισίου προληπτικής εποπτείας. Η ύπαρξη ΕΕΜ αποτελεί τη βάση για τα επόμενα βήματα προς μία τραπεζική ένωση. Τούτο λαμβάνει υπόψη την αρχή ότι πριν από κάθε εισαγωγή κοινών μηχανισμών παρέμβασης σε περίπτωση κρίσης θα πρέπει να διενεργούνται κοινοί έλεγχοι, ώστε να μειωθεί η πιθανότητα να πρέπει να χρησιμοποιηθούν τέτοιοι μηχανισμοί παρέμβασης. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αναφέρει στα συμπεράσματά του της 14ης Δεκεμβρίου 2012 ότι «η Επιτροπή θα υποβάλει εντός του 2013 πρόταση για ενιαίο μηχανισμό εξυγίανσης για τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στον ΕΕΜ, την οποία θα εξετάσουν οι συννομοθέτες κατά προτεραιότητα, προκειμένου να εγκριθεί εντός της τρέχουσας κοινοβουλευτικής περιόδου». Η ολοκλήρωση του χρηματοοικονομικού πλαισίου θα μπορούσε να ενισχυθεί περαιτέρω μέσω της θέσπισης ενιαίου μηχανισμού εξυγίανσης, που θα περιλαμβάνει κατάλληλες και αποτελεσματικές ρυθμίσεις προστασίας ώστε να διασφαλίζεται ότι οι αποφάσεις για την εξυγίανση των τραπεζών λαμβάνονται γρήγορα, αμερόληπτα και προς το συμφέρον όλων των ενδιαφερομένων.

(10)

Η ανάθεση εποπτικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για ορισμένα από τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι συνεπής με το πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας που δημιουργήθηκε το 2010 και τον βασικό στόχο του που είναι να καταρτιστεί ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων και να ενισχυθεί η σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών σε ολόκληρη την Ένωση. Η ΕΚΤ θα πρέπει να εκτελεί τα καθήκοντά της υπό την επιφύλαξη του σχετικού πρωτογενούς και δευτερογενούς ενωσιακού δικαίου, των αποφάσεων της Επιτροπής στους τομείς των κρατικών ενισχύσεων, των κανόνων ανταγωνισμού και του ελέγχου των συγχωνεύσεων και του ενιαίου εγχειριδίου κανόνων που εφαρμόζεται σε όλα τα κράτη μέλη. Η ΕΑΤ είναι επιφορτισμένη με την κατάρτιση σχεδίων τεχνικών προτύπων και κατευθυντήριων γραμμών και συστάσεων για τη διασφάλιση της εποπτικής σύγκλισης και της συνοχής των εποπτικών αποτελεσμάτων εντός της Ένωσης. Η ΕΚΤ δεν θα πρέπει να ασκεί τα εν λόγω καθήκοντα, αλλά θα πρέπει να ασκεί την εξουσία έκδοσης κανονισμών που προβλέπεται στο άρθρο 132 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) σύμφωνα με τις πράξεις που εκδίδονται από την Επιτροπή βάσει σχεδίων που καταρτίζει η ΕΑΤ και με τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις δυνάμει του άρθρου 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(11)

Ο νομικά δεσμευτικός διαμεσολαβητικός ρόλος της ΕΑΤ έχει θεμελιώδη σημασία για την προώθηση του συντονισμού, της εποπτικής συνοχής και της σύγκλισης των εποπτικών πρακτικών. Η διαμεσολάβηση της ΕΑΤ μπορεί να κινηθεί είτε αυτεπαγγέλτως εφόσον αυτό προβλέπεται ρητά είτε κατόπιν αιτήματος ενός ή περισσότερων εκ των αρμόδιων αρχών σε περίπτωση διαφωνίας. Η παρούσα οδηγία και ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 θα πρέπει να διευρύνουν το φάσμα των καταστάσεων κατά τις οποίες η ΕΑΤ μπορεί να ασκήσει τον νομικά δεσμευτικό διαμεσολαβητικό της ρόλο αυτεπαγγέλτως προκειμένου να συμβάλλει στη συνοχή των εποπτικών πρακτικών. Η ΕΑΤ δεν διαθέτει τη δυνατότητα αυτεπάγγελτης άσκησης του διαμεσολαβητικού της ρόλου όσον αφορά τον ορισμό σημαντικών υποκαταστημάτων σύμφωνα και τον καθορισμό εποπτικών απαιτήσεων ανά ίδρυμα δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Ωστόσο, προκειμένου να προωθηθεί ο συντονισμός και να ενισχυθεί η συνοχή των εποπτικών πρακτικών στους εν λόγω ευαίσθητους τομείς, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να προσφεύγουν στη διαμεσολάβηση της ΕΑΤ σε πρόωρο στάδιο της διαδικασίας σε περίπτωση διαφωνίας. Η έγκαιρη αυτή διαμεσολάβηση της ΕΑΤ θα πρέπει να διευκολύνει την επίλυση της διαφωνίας.

(12)

Προκειμένου να προστατευθεί η αποταμίευση και να δημιουργηθούν ίσοι όροι ανταγωνισμού μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων, τα μέτρα για τον συντονισμό της εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων θα πρέπει να ισχύουν για όλα τα εν λόγω ιδρύματα. Θα πρέπει, πάντως, να λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι αντικειμενικές διαφορές που υφίστανται μεταξύ των καταστατικών τους και των στόχων τους όπως προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο.

(13)

Προκειμένου να εξασφαλισθεί η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, χρειάζονται διαφανείς, προβλέψιμες και εναρμονισμένες εποπτικές πρακτικές και αποφάσεις για την ανάπτυξη επιχειρηματικής δράσης και τη διοίκηση διασυνοριακών ομίλων πιστωτικών ιδρυμάτων. Η ΕΑΤ θα πρέπει επομένως να ενισχύσει την εναρμόνιση των εποπτικών πρακτικών. Οι εποπτικές διεργασίες και αποφάσεις δεν θα πρέπει να θίγουν τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς όσον αφορά την ελεύθερη ροή κεφαλαίων. Τα σώματα εποπτών θα πρέπει να εξασφαλίζουν κοινό και ευθυγραμμισμένο πρόγραμμα εργασίας και εναρμονισμένες εποπτικές αποφάσεις. Η συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής θα πρέπει να ενισχυθεί μέσω υψηλότερου βαθμού διαφάνειας και ανταλλαγής πληροφοριών.

(14)

Θα πρέπει, συνεπώς, το πεδίο εφαρμογής των μέτρων να είναι όσο το δυνατόν ευρύτερο και να καλύπτει όλα τα ιδρύματα των οποίων η δραστηριότητα συνίσταται στη συγκέντρωση από το κοινό επιστρεπτέων κεφαλαίων, τόσο υπό τη μορφή καταθέσεων, όσο και υπό άλλες μορφές, όπως είναι η διαρκής έκδοση ομολόγων και άλλων παρόμοιων τίτλων, καθώς και στη χορήγηση πιστώσεων για ίδιο λογαριασμό. Θα πρέπει να προβλέπονται εξαιρέσεις για ορισμένα πιστωτικά ιδρύματα στα οποία δεν εφαρμόζεται η παρούσα οδηγία. Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να επηρεάζει την εφαρμογή εθνικών νομοθεσιών, όταν αυτές προβλέπουν ειδικές συμπληρωματικές άδειες με τις οποίες επιτρέπεται στα πιστωτικά ιδρύματα να ασκούν ειδικές δραστηριότητες ή να εκτελούν ορισμένης μορφής εργασίες.

(15)

Είναι σκόπιμο να επέλθει η επί της ουσίας εναρμόνιση που είναι αναγκαία και επαρκής για την εξασφάλιση της αμοιβαίας αναγνώρισης των αδειών λειτουργίας και των συστημάτων προληπτικού ελέγχου, ώστε να καταστεί δυνατή η εφ’ άπαξ έκδοση άδειας λειτουργίας που να ισχύει σε ολόκληρη την Ένωση και η εφαρμογή της αρχής του προληπτικού ελέγχου από το κράτος μέλος προέλευσης.

(16)

Οι αρχές της αμοιβαίας αναγνώρισης και του ελέγχου από το κράτος μέλος προέλευσης απαιτούν από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να αρνούνται να χορηγήσουν ή να ανακαλούν την άδεια λειτουργίας, εάν στοιχεία όπως το περιεχόμενο του προγράμματος δραστηριοτήτων, ο τόπος άσκησης των δραστηριοτήτων ή οι πράγματι ασκούμενες δραστηριότητες δείχνουν σαφώς ότι το πιστωτικό ίδρυμα προτίμησε να υπαχθεί στο νομικό σύστημα ενός κράτους μέλους για να αποφύγει την υπαγωγή του σε αυστηρότερους κανόνες ισχύοντες σε άλλο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου ασκεί ή προτίθεται να ασκήσει το μεγαλύτερο τμήμα των δραστηριοτήτων του. Εφόσον δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις περί τούτου, αλλά η πλειοψηφία των συνολικών στοιχείων ενεργητικού των οντοτήτων ορισμένου τραπεζικού ομίλου βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος, του οποίου οι αρμόδιες αρχές είναι υπεύθυνες για να ασκούν την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση, η αρμοδιότητα για την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση θα πρέπει να τροποποιηθεί μόνο με τη συναίνεση των προαναφερόμενων αρμόδιων αρχών.

(17)

Οι αρμόδιες αρχές δεν θα πρέπει να χορηγούν ούτε να διατηρούν σε ισχύ άδεια λειτουργίας σε πιστωτικό ίδρυμα, εάν οι στενοί δεσμοί που το συνδέουν με άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα είναι ικανοί να παρεμποδίσουν την σωστή άσκηση των εποπτικών τους καθηκόντων. Τα πιστωτικά ιδρύματα στα οποία έχει ήδη χορηγηθεί άδεια λειτουργίας θα πρέπει επίσης να παρέχουν εξασφάλιση στις αρμόδιες αρχές σχετικά με τέτοιου είδους στενούς δεσμούς.

(18)

Στην ορθή εκπλήρωση της αποστολής των ελεγκτικών αρχών στον τομέα της εποπτείας περιλαμβάνεται η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση που θα πρέπει να ασκείται επί πιστωτικού ιδρύματος ή επιχείρησης επενδύσεων όπου προβλέπεται από το δίκαιο της Ένωσης. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι αρχές από τις οποίες ζητείται η άδεια λειτουργίας θα πρέπει να μπορούν να εξακριβώνουν τις αρχές που είναι αρμόδιες για την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση του συγκεκριμένου πιστωτικού ιδρύματος ή επιχείρησης επενδύσεων.

(19)

Τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος προέλευσης θα πρέπει να μπορούν να ασκούν, σε ολόκληρη την Ένωση, το σύνολο ή μέρος των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στον κατάλογο δραστηριοτήτων που υπάγονται στο καθεστώς της αμοιβαίας αναγνώρισης, μέσω της ίδρυσης υποκαταστήματος ή μέσω παροχής υπηρεσιών.

(20)

Θεωρείται σκόπιμο να επεκταθεί το ευεργέτημα της αμοιβαίας αναγνώρισης σε εκείνες τις δραστηριότητες οι οποίες ασκούνται από χρηματοδοτικό ίδρυμα που είναι θυγατρική ενός πιστωτικού ιδρύματος, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή η θυγατρική συμπεριλαμβάνεται στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση στην οποία υπόκειται και η μητρική της επιχείρηση και πληροί αυστηρές προϋποθέσεις.

(21)

Το κράτος μέλος υποδοχής θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα, για την άσκηση του δικαιώματος εγκατάστασης και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, να επιβάλλει την τήρηση των ειδικών διατάξεων που προβλέπονται από τις εθνικές νομοθετικές και κανονιστικές ρυθμίσεις του στις οντότητες οι οποίες δεν έχουν λάβει άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος στο κράτος μέλος προέλευσής τους ή στις δραστηριότητες που δεν αναφέρονται στον κατάλογο δραστηριοτήτων που υπάγονται στο καθεστώς της αμοιβαίας αναγνώρισης, εφόσον, αφενός, οι διατάξεις αυτές δεν προβλέπονται ήδη στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, είναι συμβατές με το ενωσιακό δίκαιο και έχουν θεσπιστεί για λόγους γενικού συμφέροντος και, αφετέρου, εφόσον αυτές οι οντότητες ή αυτές οι δραστηριότητες δεν υπόκεινται σε ισοδύναμους κανόνες σύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις του κράτους μέλους προέλευσής τους.

(22)

Πέραν του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ο οποίος θεσπίζει άμεσα εφαρμοστέες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν ώστε οι δραστηριότητες που υπάγονται στο καθεστώς αμοιβαίας αναγνώρισης να μην συναντούν κανένα εμπόδιο και να μπορούν να ασκούνται με τον ίδιο τρόπο όπως στο κράτος μέλος προέλευσης, εφόσον δεν αντίκεινται σε νομικές διατάξεις περί προστασίας του γενικού συμφέροντος στο κράτος μέλος υποδοχής.

(23)

Οι κανόνες που ρυθμίζουν τα υποκαταστήματα των πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν την έδρα τους σε τρίτη χώρα θα πρέπει να είναι ανάλογοι σε όλα τα κράτη μέλη. Είναι σημαντικό να προβλεφθεί ότι οι κανόνες αυτοί δεν δύνανται να είναι ευνοϊκότεροι από εκείνους που ισχύουν για τα υποκαταστήματα των πιστωτικών ιδρυμάτων άλλου κράτους μέλους. Η Ένωση θα πρέπει να μπορεί να συνάπτει συμφωνίες με τρίτες χώρες περί εφαρμογής κανόνων που παρέχουν στα υποκαταστήματα αυτά την ίδια μεταχείριση εφ’ όλης της επικράτειάς της. Τα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία έχουν την έδρα τους σε τρίτες χώρες δεν θα πρέπει να απολαύουν ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ούτε ελευθερίας εγκατάστασης σε κράτη μέλη εκτός εκείνων στα οποία είναι εγκατεστημένα.

(24)

Θα πρέπει να συναφθούν συμφωνίες μεταξύ της Ένωσης και τρίτων χωρών προκειμένου να επιτευχθεί η πραγματική άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση σε ένα όσο το δυνατό ευρύτερο γεωγραφικό πλαίσιο.

(25)

Η ευθύνη για την εποπτεία της οικονομικής ευρωστίας ενός πιστωτικού ιδρύματος και ιδίως της φερεγγυότητάς του σε ενοποιημένη βάση θα πρέπει να εναπόκειται στο οικείο κράτος μέλος προέλευσης. Η εποπτεία των τραπεζικών ομίλων της Ένωσης θα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο στενής συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών καταγωγής και υποδοχής.

(26)

Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής θα πρέπει να έχουν την εξουσία να διεξάγουν, κατά περίπτωση, επιτόπιους ελέγχους και επιθεωρήσεις των δραστηριοτήτων υποκαταστημάτων ιδρυμάτων στο έδαφός τους και να απαιτούν πληροφόρηση από το εκάστοτε υποκατάστημα σχετικά με τις δραστηριότητές του και για στατιστικούς, ενημερωτικούς ή εποπτικούς λόγους, εφόσον τα κράτη μέλη υποδοχής το κρίνουν σκόπιμο για λόγους σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος.

(27)

Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής θα πρέπει να λαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με τις εκτελούμενες στο έδαφός τους δραστηριότητες. Τα μέτρα εποπτείας θα πρέπει να λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης, εκτός εάν οι αρμόδιες αρχές του κράτους υποδοχής χρειάζεται να λάβουν επείγοντα προληπτικά μέτρα.

(28)

Για την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής τραπεζικής αγοράς, απαιτείται, πέρα από τους νομικούς κανόνες, στενή και τακτική συνεργασία, καθώς και σημαντικά ενισχυμένη σύγκλιση όσον αφορά τις κανονιστικές και εποπτικές πρακτικές μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών. Προς τούτο, η εξέταση των προβλημάτων που αφορούν μεμονωμένα πιστωτικά ιδρύματα και η αμοιβαία ανταλλαγή πληροφοριών θα πρέπει να πραγματοποιείται μέσω της ΕΑΤ. Παρ’ όλα αυτά, η εν λόγω διαδικασία αμοιβαίας ενημέρωσης δεν θα πρέπει να αντικαθιστά τη διμερή συνεργασία. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής θα πρέπει, σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης, να έχουν τη δυνατότητα, αυτεπάγγελτα ή με πρωτοβουλία της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους προέλευσης, να ελέγχουν αν η δραστηριότητα ενός πιστωτικού ιδρύματος στο έδαφός τους είναι σύμφωνη με τη σχετική νομοθεσία, τις αρχές της καλής διοικητικής και λογιστικής οργάνωσης και του επαρκούς εσωτερικού ελέγχου.

(29)

Είναι σκόπιμο να επιτραπεί η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και των αρχών ή οργανισμών που, ως εκ των καθηκόντων τους, συμβάλλουν στην ενίσχυση της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος. Για να διαφυλαχθεί ο εμπιστευτικός χαρακτήρας των πληροφοριών που διαβιβάζονται, ο κατάλογος των αποδεκτών τους θα πρέπει να είναι αυστηρά περιορισμένος.

(30)

Ορισμένες συμπεριφορές, όπως απάτες ή πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες, είναι ικανές να επηρεάσουν τη σταθερότητα και το αδιάβλητο του χρηματοοικονομικού συστήματος. Είναι αναγκαίο να θεσπιστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών σε τέτοιες περιπτώσεις.

(31)

Οσάκις προβλέπεται ότι οι πληροφορίες δεν δημοσιοποιούνται χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν να θέσουν ως προϋπόθεση για τη συγκατάθεσή τους την τήρηση αυστηρών όρων.

(32)

Θα πρέπει επίσης να επιτραπεί η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ, αφενός, των αρμόδιων αρχών και, αφετέρου, των κεντρικών τραπεζών και άλλων φορέων με παρόμοια αποστολή όταν ενεργούν υπό την ιδιότητά τους ως νομισματικές αρχές και, εφόσον είναι απαραίτητο για λόγους προληπτικής εποπτείας, πρόληψης και εξυγίανσης των υπό πτώχευση ιδρυμάτων και σε επείγουσες καταστάσεις, εφόσον συντρέχει λόγος, άλλων δημόσιων αρχών και δημόσιων υπηρεσιών αρμόδιων για τη θέσπιση νομοθεσίας περί εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων, χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, υπηρεσιών επενδύσεων και ασφαλιστικών εταιρειών, καθώς και δημόσιων αρχών επιφορτισμένων με την εποπτεία των συστημάτων πληρωμών.

(33)

Για την ενίσχυση της προληπτικής εποπτείας των ιδρυμάτων καθώς και για την προστασία των πελατών των ιδρυμάτων, οι ελεγκτές θα πρέπει να υπέχουν την υποχρέωση να ενημερώνουν ταχέως τις αρμόδιες αρχές όταν λάβουν γνώση, κατά την εκπλήρωση της αποστολής τους, ορισμένων γεγονότων, τα οποία είναι ικανά να επηρεάσουν σοβαρά τη χρηματοοικονομική κατάσταση ή τη διοικητική και λογιστική οργάνωση ιδρύματος. Για τον ίδιο λόγο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβλέψουν, επίσης, ότι η υποχρέωση αυτή ισχύει κάθε φορά που τέτοια γεγονότα διαπιστώνονται από έναν ελεγκτή κατά την εκπλήρωση της αποστολής του σε επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς με ένα ίδρυμα. Το καθήκον των ελεγκτών να ανακοινώνουν, κατά περίπτωση, στις αρμόδιες αρχές, ορισμένα δεδομένα ή αποφάσεις που αφορούν ίδρυμα, τα οποία διαπίστωσαν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους σε μη χρηματοοικονομική επιχείρηση, δεν θα πρέπει να μεταβάλλει τον χαρακτήρα των καθηκόντων τους στην εν λόγω επιχείρηση, ούτε τον τρόπο με τον οποίο οφείλουν να εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους στην εν λόγω επιχείρηση.

(34)

Η παρούσα οδηγία και ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 αποσκοπούν στη διασφάλιση της φερεγγυότητας των ιδρυμάτων. Εάν, παρά τις απαιτήσεις περί φερεγγυότητας, επέλθει κρίση, είναι ανάγκη να διασφαλιστεί ότι τα ιδρύματα θα μπορούν να εξυγιανθούν με εύτακτο τρόπο, περιορίζοντας τις επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία και αποφεύγοντας την ανάγκη επιβάρυνσης των φορολογουμένων. Για τον σκοπό αυτό, μέχρις ότου επέλθει περαιτέρω συντονισμός σε ενωσιακό επίπεδο, η ΕΑΤ θα πρέπει να εκτιμά και να συντονίζει πρωτοβουλίες, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, για σχέδια ανάκαμψης και εξυγίανσης με σκοπό την προώθηση της σύγκλισης σε αυτόν τον τομέα. Για τον σκοπό αυτό, η ΕΑΤ θα πρέπει να ενημερώνεται πλήρως εκ των προτέρων για την οργάνωση συνεδριάσεων με αντικείμενο σχέδια ανάκαμψης και εξυγίανσης και να έχει δικαίωμα συμμετοχής σε τέτοιες συνεδριάσεις. Ορισμένες αρχές κρατών μελών υποχρεώνουν ήδη τα ιδρύματα και τις αρχές να εκπονούν σχέδια ανάκαμψης και εξυγίανσης. Επομένως, είναι σκόπιμο να απαιτείται από τα ιδρύματα να συνεργάζονται σε αυτό το πλαίσιο με τις αρχές. Η ΕΑΤ θα πρέπει να ενημερώνεται πλήρως εκ των προτέρων για τις συνεδριάσεις με αντικείμενο σχέδια ανάκαμψης και εξυγίανσης και να έχει δικαίωμα συμμετοχής σε τέτοιες συνεδριάσεις. Κατά την εκπόνηση σχεδίου ανάκαμψης ή εξυγίανσης, η ΕΑΤ θα πρέπει να συμβάλλει και να συμμετέχει ενεργά στην ανάπτυξη και τον συντονισμό αποτελεσματικών και συνεκτικών σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Θα πρέπει να δίνεται προτεραιότητα στα εν λόγω σχέδια όταν αυτά αφορούν συστημικώς σημαντικά ιδρύματα.

(35)

Προκειμένου να διασφαλίζεται η συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 των ιδρυμάτων, των προσώπων που ασκούν ουσιαστικό έλεγχο επί των δραστηριοτήτων ιδρύματος και των μελών του διοικητικού οργάνου ιδρύματος, και να διασφαλίζεται παρόμοια μεταχείριση σε ολόκληρη την Ένωση, θα πρέπει να απαιτείται από τα κράτη μέλη να προβλέπουν διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα που να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά. Συνεπώς, οι διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα που θεσπίζονται από τα κράτη μέλη θα πρέπει να πληρούν ορισμένες ουσιώδεις απαιτήσεις σε σχέση με τα πρόσωπα προς τα οποία θα απευθύνονται, τα κριτήρια που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εφαρμογή τους, τη δημοσίευσή τους, τις βασικές εξουσίες επιβολής κυρώσεων και τα επίπεδα των διοικητικών χρηματικών προστίμων.

(36)

Ειδικότερα, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν την εξουσία να επιβάλλουν διοικητικά χρηματικά πρόστιμα αρκούντως υψηλά ώστε να αντισταθμίζουν τα αναμενόμενα οφέλη και να λειτουργούν αποτρεπτικά ακόμα και για τα μεγαλύτερα ιδρύματα και τα διευθυντικά στελέχη τους.

(37)

Για τη διασφάλιση συνεκτικής εφαρμογής των διοικητικών κυρώσεων ή άλλων διοικητικών μέτρων σε όλα τα κράτη μέλη, κατά τον καθορισμό του είδους των διοικητικών κυρώσεων ή άλλων διοικητικών μέτρων και του ύψους των διοικητικών χρηματικών προστίμων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές συνθήκες.

(38)

Για να διασφαλιστεί ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των διοικητικών κυρώσεων, θα πρέπει κανονικά να δημοσιεύονται, εκτός από σαφώς καθορισμένες περιπτώσεις.

(39)

Για την εκτίμηση της εντιμότητας των διευθυντών και των μελών του διοικητικού οργάνου, απαιτείται αποτελεσματικό σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών στο πλαίσιο του οποίου η ΕΑΤ, με την επιφύλαξη απαιτήσεων επαγγελματικού απόρρητου και προστασίας των δεδομένων, θα πρέπει να δικαιούται να τηρεί κεντρική βάση δεδομένων που να περιέχει στοιχεία όσον αφορά τις διοικητικές κυρώσεις, συμπεριλαμβανομένων τυχόν σχετικών εφέσεων, η οποία είναι προσβάσιμη μόνο από τις αρμόδιες αρχές. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να ανταλλάσσονται πληροφορίες σχετικά με ποινικές καταδικαστικές αποφάσεις σύμφωνα με την απόφαση-πλαίσιο 2009/315/ΔΕΥ (7) και την απόφαση 2009/316/ΔΕΥ (8), όπως αυτές μεταφέρθηκαν στο εθνικό δίκαιο, και σύμφωνα με άλλες σχετικές διατάξεις του εθνικού δικαίου.

(40)

Προκειμένου να εντοπίζονται πιθανές παραβιάσεις εθνικών διατάξεων μεταφοράς της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαθέτουν τις αναγκαίες εξουσίες διερεύνησης και θα πρέπει να συστήνουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς για να ενθαρρύνουν την καταγγελία πιθανών ή πραγματικών παραβιάσεων. Οι εν λόγω μηχανισμοί δεν θα πρέπει να θίγουν τα δικαιώματα της υπεράσπισης οποιουδήποτε κατηγορουμένου.

(41)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να προβλέπει διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα, ώστε να εξασφαλίζει το μεγαλύτερο δυνατό εύρος επιλογών μετά από παράβαση και να συνδράμει στην αποτροπή περαιτέρω παραβάσεων, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού τους ως διοικητικών κυρώσεων ή ως άλλων διοικητικών μέτρων βάσει του εθνικού δικαίου. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να προβλέπουν επιπλέον κυρώσεις πέραν των προβλεπόμενων στην παρούσα οδηγία και υψηλότερα επίπεδα διοικητικών χρηματικών προστίμων από τα προβλεπόμενα στην παρούσα οδηγία.

(42)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται με την επιφύλαξη οποιωνδήποτε διατάξεων του δικαίου των κρατών μελών σχετικά με ποινικές κυρώσεις.

(43)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα πιστωτικά ιδρύματα και οι επιχειρήσεις επενδύσεων διαθέτουν ίδια κεφάλαια τα οποία επαρκούν από πλευράς ποσότητας, ποιότητας και κατανομής για τους κινδύνους τους οποίους έχουν αναλάβει ή ενδέχεται να αναλάβουν. Συνεπώς, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα πιστωτικά ιδρύματα και οι επιχειρήσεις επενδύσεων διαθέτουν στρατηγικές και διαδικασίες για την εκτίμηση και τη διατήρηση της επάρκειας των ιδίων κεφαλαίων τους.

(44)

Στις αρμόδιες αρχές θα πρέπει να ανατεθεί η αρμοδιότητα διασφάλισης της καλής οργάνωσης και της επάρκειας των ιδίων κεφαλαίων των ιδρυμάτων, λαμβάνοντας υπόψη τους κινδύνους στους οποίους εκτίθενται ή ενδέχεται να εκτεθούν.

(45)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα ιδρύματα που αναπτύσσουν δραστηριότητα σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη δεν επιβαρύνονται δυσανάλογα λόγω του ότι οι αρμόδιες αρχές κάθε κράτους μέλους συνεχίζουν να είναι υπεύθυνες για την άδεια λειτουργίας και την εποπτεία, είναι σημαντικό να δοθεί σημαντική ώθηση στη συνεργασία μεταξύ αρμόδιων αρχών. Η ΕΑΤ θα πρέπει να διευκολύνει και να ενισχύσει τη συνεργασία αυτή.

(46)

Για να διασφαλιστεί η πειθαρχία της αγοράς σε ολόκληρη την Ένωση, είναι σκόπιμο οι αρμόδιες αρχές να δημοσιεύουν πληροφορίες σχετικά με την άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων. Τα στοιχεία αυτά θα πρέπει να είναι αρκετά ώστε να επιτρέπουν τη σύγκριση των προσεγγίσεων που ακολουθούν οι διάφορες αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και να συμπληρώνουν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σχετικά με τη δημοσιοποίηση τεχνικών στοιχείων εκ μέρους των ιδρυμάτων.

(47)

Η εποπτεία των ιδρυμάτων σε ενοποιημένη βάση στοχεύει στην προστασία των συμφερόντων καταθετών και επενδυτών των ιδρυμάτων και στην εξασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος. Η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση, προκειμένου να είναι αποτελεσματική, θα πρέπει συνεπώς να εφαρμόζεται σε όλους τους τραπεζικούς ομίλους, ακόμη και στις περιπτώσεις όπου η μητρική επιχείρηση δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να παρέχουν στις αρμόδιες αρχές τα απαραίτητα νομικά μέσα για την άσκηση της εν λόγω εποπτείας.

(48)

Όσον αφορά τους ομίλους με ποικίλες δραστηριότητες η μητρική επιχείρηση των οποίων ελέγχει τουλάχιστον μία θυγατρική, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να εκτιμούν τη χρηματοοικονομική κατάσταση κάθε πιστωτικού ιδρύματος ή επιχείρησης επενδύσεων στο πλαίσιο τέτοιου ομίλου. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει τουλάχιστον να διαθέτουν τα μέσα για να λαμβάνουν από όλες τις επιχειρήσεις του ομίλου τις αναγκαίες προς εκτέλεση της αποστολής τους πληροφορίες. Οι αρμόδιες εποπτικές αρχές των διάφορων χρηματοπιστωτικών τομέων θα πρέπει να συνεργάζονται όταν πρόκειται για επιχειρηματικούς ομίλους που ασκούν ποικίλες χρηματοοικονομικές δραστηριότητες.

(49)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να αρνηθούν τη χορήγηση ή να ανακαλέσουν την άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος στην περίπτωση ορισμένων δομών ομίλων επιχειρήσεων τις οποίες θεωρούν ακατάλληλες για την άσκηση τραπεζικών δραστηριοτήτων, επειδή δεν είναι δυνατόν να ασκείται κατά τρόπο ικανοποιητικό η εποπτεία των εν λόγω δομών. Για τον σκοπό αυτό, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαθέτουν τις απαραίτητες εξουσίες προκειμένου να διασφαλίζουν υγιή και συνετή διαχείριση των πιστωτικών ιδρυμάτων. Για να εξασφαλισθεί βιώσιμη και διαφοροποιημένη ενωσιακή τραπεζική νοοτροπία που θα εξυπηρετεί πρωτίστως το συμφέρον των πολιτών της Ένωσης, θα πρέπει να ενθαρρύνονται μικρής κλίμακας τραπεζικές δραστηριότητες, όπως εκείνες των πιστωτικών ενώσεων και των συνεταιριστικών τραπεζών.

(50)

Οι εντολές των αρμόδιων αρχών θα πρέπει να λαμβάνουν δεόντως υπόψη την ενωσιακή διάσταση. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει συνεπώς να λαμβάνουν υπόψη την επίδραση των αποφάσεών τους όχι μόνον στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος εντός της δικαιοδοσίας τους, αλλά και σε όλα τα υπόλοιπα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη. Υπό την επιφύλαξη του εθνικού δικαίου, η αρχή αυτή θα πρέπει να συμβάλλει στην προώθηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στο σύνολο της Ένωσης και να μην δεσμεύει νομικά τις αρμόδιες αρχές να επιτύχουν κάποιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα.

(51)

Η χρηματοοικονομική κρίση αποκάλυψε τις σχέσεις μεταξύ του τραπεζικού τομέα και του αποκαλούμενου ‘σκιώδους τραπεζικού τομέα’. Κάποιες σκιώδεις τραπεζικές δραστηριότητες ορθώς διαχωρίζουν τους κινδύνους από τον τραπεζικό τομέα και ως εκ τούτου αποφεύγουν πιθανές αρνητικές συνέπειες για τους φορολογούμενους και συστημικό αντίκτυπο. Παρ’ όλα αυτά, η πληρέστερη κατανόηση των σκιωδών τραπεζικών δραστηριοτήτων και των διασυνδέσεών τους με τις οντότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα και οι αυστηρότερες κανονιστικές ρυθμίσεις για να εξασφαλισθεί διαφάνεια, μείωση του συστημικού κινδύνου και η εξάλειψη οιωνδήποτε αθέμιτων πρακτικών αποτελούν απαραίτητα στοιχεία για τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος. Τούτο μπορεί ως ένα βαθμό να επιτευχθεί με την υποβολή πρόσθετων πληροφοριών από τα ιδρύματα, αλλά χρειάζεται επίσης ειδική νέα κανονιστική ρύθμιση.

(52)

Η αυξημένη διαφάνεια όσον αφορά τις δραστηριότητες των ιδρυμάτων, ιδίως όσον αφορά τα πραγματοποιούμενα κέρδη, τους καταβαλλόμενους φόρους και τις εισπραττόμενες επιδοτήσεις, έχει ουσιαστική σημασία για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των πολιτών της Ένωσης στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Η υποχρεωτική λογοδοσία στον εν λόγω τομέα μπορεί λοιπόν να θεωρηθεί σημαντικό στοιχείο της εταιρικής ευθύνης των ιδρυμάτων έναντι των μετόχων και της κοινωνίας.

(53)

Αδυναμίες εταιρικής διακυβέρνησης σε αριθμό ιδρυμάτων συνέβαλαν στην υπερβολική και αλόγιστη ανάληψη κινδύνων στον τραπεζικό τομέα, η οποία οδήγησε στη χρεοκοπία μεμονωμένων ιδρυμάτων και σε συστημικά προβλήματα στα κράτη μέλη και παγκοσμίως. Ο πολύ γενικός χαρακτήρας των διατάξεων περί εταιρικής διακυβέρνησης των ιδρυμάτων και η μη δεσμευτική φύση σημαντικού μέρους του πλαισίου εταιρικής διακυβέρνησης, το οποίο στηρίζεται βασικά σε εθελοντικούς κώδικες δεοντολογίας, δεν διευκόλυναν επαρκώς την αποτελεσματική εφαρμογή ορθών πρακτικών εταιρικής διακυβέρνησης από τα ιδρύματα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η έλλειψη αποτελεσματικών ελέγχων και εξισορρόπησης των εξουσιών εντός των ιδρυμάτων οδήγησε στην έλλειψη αποτελεσματικής επίβλεψη της διαδικασίας λήψης αποφάσεων διαχείρισης, γεγονός που ενθάρρυνε στρατηγικές διαχείρισης βασισμένες στο βραχυπρόθεσμο κέρδος και υπερβολικά ριψοκίνδυνες. Ο ασαφής ρόλος των αρμόδιων αρχών αναφορικά με την εποπτεία των συστημάτων εταιρικής διακυβέρνησης των ιδρυμάτων δεν επέτρεψε τον επαρκή έλεγχο της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών εσωτερικής διακυβέρνησης.

(54)

Προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι ενδεχόμενες επιζήμιες συνέπειες ελλιπώς σχεδιασμένων ρυθμίσεων εταιρικής διακυβέρνησης στην ορθή διαχείριση των κινδύνων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν αρχές και πρότυπα που να διασφαλίζουν την αποτελεσματική επίβλεψη εκ μέρους του διοικητικού οργάνου, να προάγουν μια ορθή νοοτροπία αντιμετώπισης των κινδύνων σε όλα τα επίπεδα των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων και να επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να παρακολουθούν την επάρκεια των ρυθμίσεων εσωτερικής διακυβέρνησης. Οι εν λόγω αρχές και πρότυπα θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τη φύση, την έκταση και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των ιδρυμάτων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να επιβάλλουν αρχές και πρότυπα εταιρικής διακυβέρνησης επιπλέον των απαιτουμένων από την παρούσα οδηγία.

(55)

Στα κράτη μέλη χρησιμοποιούνται διάφορες δομές διακυβέρνησης. Τις περισσότερες φορές χρησιμοποιείται μονιστική ή δυαδική δομή συμβουλίου. Οι ορισμοί που χρησιμοποιούνται στην παρούσα οδηγία έχουν σκοπό να καλύψουν όλες τις υφιστάμενες δομές χωρίς να συνηγορούν υπέρ κάποιας συγκεκριμένης δομής. Είναι καθαρά λειτουργικοί και έχουν ως στόχο τη διατύπωση κανόνων που αποσκοπούν σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα ανεξαρτήτως του εθνικού εταιρικού δικαίου που εφαρμόζεται στα ιδρύματα εκάστου κράτους μέλους. Ως εκ τούτου, οι ορισμοί δεν θα πρέπει να θίγουν τη γενική κατανομή αρμοδιοτήτων σύμφωνα με το εθνικό εταιρικό δίκαιο.

(56)

Το διοικητικό όργανο θα πρέπει να νοείται ότι έχει εκτελεστικά και εποπτικά καθήκοντα. Η αρμοδιότητα και η δομή των διοικητικών οργάνων διαφέρουν μεταξύ κρατών μελών. Στα κράτη μέλη στα οποία τα διοικητικά όργανα έχουν δομή μιας βαθμίδας, ένα ενιαίο συμβούλιο συνήθως ασκεί καθήκοντα διαχείρισης και εποπτείας. Στα κράτη μέλη με σύστημα δύο βαθμίδων, τα εποπτικά καθήκοντα ασκούνται από χωριστό εποπτικό συμβούλιο το οποίο δεν έχει εκτελεστικά καθήκοντα και τα εκτελεστικά καθήκοντα ασκούνται από χωριστό διοικητικό συμβούλιο, το οποίο είναι υπεύθυνο και λογοδοτεί για την καθημερινή διαχείριση της επιχείρησης. Συνεπώς, στις διαφορετικές οντότητες εντός του διοικητικού οργάνου ανατίθενται χωριστά καθήκοντα.

(57)

Ο ρόλος των μη εκτελεστικών μελών του διοικητικού οργάνου στο πλαίσιο ενός ιδρύματος θα πρέπει να περιλαμβάνει την εποικοδομητική αμφισβήτηση της στρατηγικής του ιδρύματος συμβάλλοντας έτσι στην ανάπτυξή του, τον έλεγχο της αποτελεσματικότητας της διαχείρισης όσον αφορά την επίτευξη των συμφωνηθέντων στόχων, τον έλεγχο της ακρίβειας των χρηματοοικονομικών πληροφοριών και τη διασφάλιση ότι οι οικονομικοί έλεγχοι και τα συστήματα διαχείρισης κινδύνου είναι εύρωστα και αξιόπιστα, τον έλεγχο του σχεδιασμού και της εφαρμογής της πολιτικής αποδοχών του ιδρύματος και τη διατύπωση αντικειμενικών απόψεων σχετικά με τους πόρους, τους διορισμούς και τα πρότυπα συμπεριφοράς.

(58)

Για να μπορεί να παρακολουθεί αποτελεσματικά τα διαχειριστικά μέτρα και τις διαχειριστικές αποφάσεις, το διοικητικό όργανο ενός ιδρύματος θα πρέπει να αφιερώνει επαρκή χρόνο που να του επιτρέπει να εκτελεί τα καθήκοντά του και να είναι σε θέση να κατανοεί την επιχειρηματική δραστηριότητα του ιδρύματος, τους βασικούς κινδύνους στους οποίους εκτίθεται και τις επιπτώσεις της επιχειρηματικής δραστηριότητας και της στρατηγικής κινδύνου. Η κατοχή ενός πολύ μεγάλου αριθμού θέσεων σε διοικητικά συμβούλια θα εμπόδιζε ένα μέλος του διοικητικού οργάνου να διαθέσει επαρκή χρόνο στην εκπλήρωση του εν λόγω ρόλου επίβλεψης. Συνεπώς, είναι απαραίτητο να περιοριστεί ο αριθμός των θέσεων μέλους διοικητικού συμβουλίου που ένα μέλος του διοικητικού οργάνου ιδρύματος μπορεί να κατέχει ταυτόχρονα σε διαφορετικές οντότητες. Ωστόσο, οι θέσεις μέλους διοικητικού συμβουλίου σε οργανώσεις που δεν επιδιώκουν πρωτίστως εμπορικούς στόχους, όπως οι μη κερδοσκοπικές ή φιλανθρωπικές οργανώσεις, δεν θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τους στόχους εφαρμογής αυτού του ορίου.

(59)

Κατά τον διορισμό των μελών του διοικητικού οργάνου, οι μέτοχοι ή τα μέλη του ιδρύματος θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη κατά πόσον οι υποψήφιοι έχουν τις γνώσεις, τα τυπικά προσόντα και τις δεξιότητες που είναι αναγκαίες για την εξασφάλιση ορθής και συνετής διαχείρισης του ιδρύματος. Οι εν λόγω αρχές θα πρέπει να ασκούνται και να εκδηλώνονται μέσω διαφανών και ανοικτών διαδικασιών διορισμού, όσον αφορά τα μέλη του διοικητικού οργάνου.

(60)

Η έλλειψη παρακολούθησης των διαχειριστικών αποφάσεων από τα διοικητικά όργανα οφείλεται εν μέρει στο φαινόμενο της συναινετικής ομαδικής σκέψης. Ένα από τα αίτια αυτού του φαινομένου είναι η ομοιομορφία στη σύνθεση των διοικητικών οργάνων. Για τη διευκόλυνση έκφρασης προσωπικών απόψεων και την προαγωγή του κριτικού ελέγχου, τα διοικητικά όργανα των ιδρυμάτων θα πρέπει επομένως να είναι επαρκώς διαφοροποιημένα όσον αφορά την ηλικία, το φύλο, τη γεωγραφική καταγωγή και το εκπαιδευτικό και επαγγελματικό υπόβαθρο των μελών τους, ώστε να συμπεριλαμβάνουν ποικιλία απόψεων και εμπειριών. Η ισόρροπη συμμετοχή των δύο φύλων είναι ιδιαίτερα σημαντική, ώστε να υπάρχει επαρκής εκπροσώπηση του πληθυσμού. Ειδικότερα, τα ιδρύματα στα οποία δεν επιτυγχάνεται ένα κατώτατο όριο εκπροσώπησης του ανεπαρκώς εκπροσωπούμενου φύλου θα πρέπει να λάβουν κατάλληλα μέτρα, κατά προτεραιότητα. Η εκπροσώπηση των εργαζομένων στα διοικητικά όργανα θα μπορούσε επίσης να θεωρηθεί θετικός τρόπος ενίσχυσης της πολυμορφίας, προσφέροντας σημαντική προοπτική και πραγματική γνώση της εσωτερικής λειτουργίας του ιδρύματος. Τα διοικητικά όργανα με μεγαλύτερη πολυμορφία θα πρέπει να παρακολουθούν αποτελεσματικότερα τη διαχείριση και, συνεπώς, να συμβάλλουν στη βελτίωση της εποπτείας των κινδύνων και της ανθεκτικότητας των ιδρυμάτων. Ως εκ τούτου, η πολυμορφία θα πρέπει να αποτελεί ένα από τα κριτήρια σύνθεσης των διοικητικών οργάνων. Η πολυμορφία θα πρέπει επίσης γενικότερα να λαμβάνεται υπόψη στην πολιτική προσλήψεων των ιδρυμάτων. Μια τέτοια πολιτική θα πρέπει, για παράδειγμα, να ενθαρρύνει τα ιδρύματα να επιλέγουν υποψηφίους από πίνακες επιτυχόντων που περιλαμβάνουν εκπροσώπους και των δύο φύλων.

(61)

Για να ενισχύσουν τη συμμόρφωση προς τις κείμενες διατάξεις και την εταιρική διακυβέρνηση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν αποτελεσματικούς και αξιόπιστους μηχανισμούς που να ενθαρρύνουν την καταγγελία στις αρμόδιες αρχές πιθανών ή πραγματικών παραβάσεων των εθνικών διατάξεων μεταφοράς της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Οι εργαζόμενοι που καταγγέλλουν παραβάσεις οι οποίες διαπράττονται εντός των ιδρυμάτων τους θα πρέπει να προστατεύονται πλήρως.

(62)

Οι πολιτικές αποδοχών που ενθαρρύνουν την υπερβολική ανάληψη κινδύνων μπορούν να υπονομεύσουν την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση κινδύνων από τα πιστωτικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις επενδύσεων. Τα μέλη της Ομάδας των Είκοσι (G20) δεσμεύθηκαν να εφαρμόσουν τις αρχές για τις ορθές πρακτικές αποζημιώσεως και τα εκτελεστικά πρότυπα του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΣΧΣ), που αντιμετωπίζουν τις δυνητικά επιζήμιες συνέπειες των ελλιπώς σχεδιασμένων πολιτικών αποδοχών στην ορθή διαχείριση των κινδύνων και ελέγχουν τις συμπεριφορές ανάληψης κινδύνων από φυσικά πρόσωπα. Η παρούσα οδηγία στοχεύει στην εφαρμογή διεθνών αρχών και προτύπων σε ενωσιακό επίπεδο, διά της θέσπισης ρητής υποχρέωσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων να καταρτίζουν και να διατηρούν, για κατηγορίες προσωπικού του οποίου οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο επί του προφίλ κινδύνου των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων, πολιτικές και πρακτικές αποδοχών που να συνάδουν προς τις αρχές μιας αποτελεσματικής διαχείρισης κινδύνων.

(63)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα ιδρύματα εφαρμόζουν ορθές πολιτικές αποδοχών, είναι σκόπιμο να καθοριστούν σαφείς αρχές διακυβέρνησης και διάρθρωσης των πολιτικών αποδοχών. Ιδίως, οι πολιτικές αποδοχών θα πρέπει να εναρμονίζονται με τη διάθεση για ανάληψη κινδύνων, τις αξίες και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του πιστωτικού ιδρύματος ή της επιχείρησης επενδύσεων. Για τον σκοπό αυτόν, η εκτίμηση της συνδεδεμένης με τις επιδόσεις συνιστώσας των αποδοχών θα πρέπει να βασίζεται σε πιο μακροπρόθεσμες επιδόσεις και να λαμβάνει υπόψη τους υφιστάμενους και μελλοντικούς κινδύνους που συνδέονται με αυτές τις επιδόσεις.

(64)

Όταν εξετάζεται η πολιτική μεταβλητών αποδοχών, θα πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ αφενός σταθερών αποδοχών, όπως πληρωμές, αναλογικές τακτικές συνταξιοδοτικές εισφορές ή επιδόματα (όταν αυτά τα επιδόματα δεν βασίζονται σε οποιαδήποτε κριτήρια απόδοσης) και μεταβλητών αποδοχών αφετέρου, όπως συμπληρωματικές πληρωμές ή επιδόματα που εξαρτώνται από την απόδοση ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, άλλα συμβατικά στοιχεία πλην εκείνων που αποτελούν συνήθεις παροχές που συνδέονται με την απασχόληση (όπως η υγειονομική περίθαλψη, οι παιδικοί σταθμοί ή οι αναλογικές τακτικές συνταξιοδοτικές εισφορές). Αμφότερα τα χρηματικά και τα μη χρηματικά επιδόματα θα πρέπει να περιλαμβάνονται.

(65)

Σε κάθε περίπτωση, προς αποφυγήν ανάληψης υπερβολικού κινδύνου, θα πρέπει να καθοριστεί μέγιστη αναλογία μεταξύ της σταθερής και της μεταβλητής συνιστώσας του συνόλου των αποδοχών. Είναι σκόπιμο να καθοριστεί εν προκειμένω συγκεκριμένος ρόλος για τους μετόχους, τους ιδιοκτήτες ή τα μέλη ιδρυμάτων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να θεσπίζουν αυστηρότερες απαιτήσεις όσον αφορά τη σχέση μεταξύ σταθεράς και μεταβλητής συνιστώσας των συνολικών αποδοχών. Προκειμένου να ενθαρρύνουν τη χρήση μετοχών ή χρεωγράφων που είναι πληρωτέα στο πλαίσιο μακροπρόθεσμων ρυθμίσεων αναβολής ως στοιχείο των μεταβλητών αποδοχών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν, εντός κάποιων ορίων, να επιτρέπουν στα ιδρύματα να εφαρμόζουν ένaν υποθετικό συντελεστή αναπροσαρμογής όταν υπολογίζουν την αξία αυτών των μέσων για τον σκοπό εφαρμογής της μέγιστης αναλογίας. Ωστόσο, τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να είναι υποχρεωμένα να προβλέπουν αυτήν τη δυνατότητα και θα πρέπει να μπορούν να εφαρμόζουν μικρότερο μέγιστο ποσοστό συνολικών μεταβλητών αποδοχών από το προβλεπόμενο στην παρούσα οδηγία. Με σκοπό τη διασφάλιση εναρμονισμένης και συνεκτικής προσέγγισης η οποία εγγυάται ισότιμους όρους ανταγωνισμού στην εσωτερική αφορά, η ΕΑΤ θα πρέπει να παρέχει κατάλληλη καθοδήγηση όσον αφορά τον υποθετικό συντελεστή αναπροσαρμογής που πρέπει να χρησιμοποιείται.

(66)

Προκειμένου να διασφαλισθεί η ενσωμάτωση του σχεδιασμού των πολιτικών αποδοχών στη διαχείριση των κινδύνων του ιδρύματος, το διοικητικό όργανο θα πρέπει να θεσπίζει και περιοδικά να αναθεωρεί τις εφαρμοζόμενες πολιτικές αποδοχών. Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας που αφορούν τις αποδοχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις διαφορές μεταξύ διαφορετικών κατηγοριών ιδρυμάτων με αναλογικό τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθός τους, την εσωτερική τους οργάνωση και τη φύση, το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους. Συγκεκριμένα, θα ήταν δυσανάλογο να απαιτείται από ορισμένα είδη επιχειρήσεων επενδύσεων να συμμορφώνονται με όλες αυτές τις αρχές.

(67)

Προκειμένου να προστατευθεί και να ενισχυθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα στο εσωτερικό της Ένωσης και να αποφευχθεί πιθανή υπεκφυγή από την τήρηση των απαιτήσεων που θεσπίζει η παρούσα οδηγία, η τήρηση των αρχών και των κανόνων σχετικά με τις αποδοχές θα πρέπει να διασφαλίζεται από τις αρμόδιες αρχές των ιδρυμάτων σε ενοποιημένη βάση, δηλαδή σε επίπεδο ομίλου επιχειρήσεων, μητρικών επιχειρήσεων και θυγατρικών, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων και θυγατρικών που έχουν εγκατασταθεί σε τρίτες χώρες.

(68)

Καθώς οι ελλιπώς σχεδιασμένες πολιτικές αποδοχών και τα μη ενδεδειγμένα συστήματα κινήτρων μπορούν να αυξήσουν σε αδικαιολόγητο βαθμό τους κινδύνους στους οποίους εκτίθενται τα πιστωτικά ιδρύματα και οι επιχειρήσεις επενδύσεων, θα πρέπει να αναλαμβάνονται αμελλητί δράσεις αντιμετώπισης της κατάστασης και, εφόσον απαιτείται, διορθωτικά μέτρα. Συνεπώς, είναι σκόπιμο να διασφαλιστεί ότι οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν την εξουσία να επιβάλλουν επί των σχετικών ιδρυμάτων ποιοτικά ή ποσοτικά μέτρα τα οποία έχουν σκοπό να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που εντοπίζονται κατά τον εποπτικό έλεγχο όσον αφορά τις πολιτικές αποδοχών.

(69)

Οι διατάξεις που αφορούν τις αποδοχές δεν θα πρέπει να θίγουν την πλήρη άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων που διασφαλίζονται από το άρθρο 153 παράγραφος 5 ΣΛΕΕ, τις γενικές αρχές του εθνικού δικαίου περί συμβάσεων και του εθνικού εργατικού δικαίου, το ενωσιακό και εθνικό δίκαιο για τα δικαιώματα και τη συμμετοχή των μετόχων και τις γενικές αρμοδιότητες των διοικητικών οργάνων του συγκεκριμένου ιδρύματος, καθώς και τα δικαιώματα, όπου ενδείκνυται, των κοινωνικών εταίρων να συνάπτουν και να εφαρμόζουν συλλογικές συμβάσεις, σύμφωνα με τα εθνικά δίκαια και έθιμα.

(70)

Οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον πιστωτικό κίνδυνο και τον κίνδυνο αγοράς θα πρέπει να βασίζονται σε εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας μόνο στον βαθμό που αυτό είναι αναγκαίο. Στην περίπτωση που ο πιστωτικός κίνδυνος είναι σημαντικός, τα ιδρύματα θα πρέπει λοιπόν να επιδιώκουν, εν γένει, να εφαρμόζουν μεθόδους που βασίζονται σε εσωτερικές αξιολογήσεις ή εσωτερικά μοντέλα. Ωστόσο, θα μπορούσαν να χρησιμοποιούνται τυποποιημένες μέθοδοι που βασίζονται σε εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας στις περιπτώσεις που ο πιστωτικός κίνδυνος είναι λιγότερο σημαντικός, πράγμα που ισχύει για τα λιγότερο εξελιγμένα ιδρύματα, για τις κατηγορίες ασήμαντων ανοιγμάτων ή οσάκις η χρήση εσωτερικών μεθόδων θα ήταν υπερβολικά επιβαρυντική.

(71)

Οι οδηγίες 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ αποτελούν έναν από τους πυλώνες στους οποίους οικοδομήθηκε η υπέρμετρη στήριξη σε εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να λάβει υπόψη τα συμπεράσματα της G-20 και τις αρχές του ΣΧΣ για τη μείωση της στήριξης σε εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να ενθαρρυνθούν τα ιδρύματα να χρησιμοποιούν εσωτερικές παρά εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας ακόμη και για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων.

(72)

Η υπέρμετρη στήριξη σε εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει να μειωθεί και τα αυτόματα αποτελέσματα που απορρέουν από αυτές θα πρέπει σταδιακά να εξαλειφθούν. Τα ιδρύματα θα πρέπει επομένως να θεσπίζουν υγιή κριτήρια χορήγησης πιστώσεων και υγιείς διαδικασίες λήψης αποφάσεων επί ζητημάτων χορήγησης πιστώσεων. Τα ιδρύματα θα πρέπει να μπορούν να χρησιμοποιούν εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας στην εν λόγω διαδικασία ως έναν από περισσότερους παράγοντες, αλλά δεν θα πρέπει να βασίζονται αποκλειστικά ή μηχανιστικά σε αυτές.

(73)

Η αναγνώριση ενός οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ως εξωτερικού οργανισμού πιστοληπτικής αξιολόγησης (ΕΟΠΑ) δεν θα πρέπει να αυξάνει τον αποκλεισμό μιας αγοράς που κυριαρχείται ήδη από τρεις επιχειρήσεις. Η ΕΑΤ, οι κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών και η ΕΚΤ, χωρίς να κάνουν τη διαδικασία ευκολότερη ή λιγότερο απαιτητική, θα πρέπει να μεριμνήσουν για την αναγνώριση περισσότερων οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ως ΕΟΠΑ, ώστε να ανοίξει η αγορά και για άλλες επιχειρήσεις.

(74)

Λόγω της μεγάλης ποικιλίας των προσεγγίσεων που υιοθετούνται από τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικές διαδικασίες ανάπτυξης υποδειγμάτων, είναι σημαντικό οι αρμόδιες αρχές και η ΕΑΤ να διαθέτουν σαφή άποψη του εύρους των αξιών του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ενεργητικού και των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που προκύπτουν από παρόμοια ανοίγματα βάσει των εν λόγω προσεγγίσεων. Για να επιτευχθεί αυτό, τα ιδρύματα θα πρέπει να υποχρεούνται να κοινοποιούν στις αρμόδιες αρχές τα αποτελέσματα των εσωτερικών υποδειγμάτων που εφαρμόζονται στα χαρτοφυλάκια αναφοράς που έχουν αναπτυχθεί από την ΕΑΤ και που καλύπτουν μεγάλο φάσμα χρηματοδοτικών ανοιγμάτων. Βάσει των πληροφοριών που λαμβάνουν, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίζουν ότι οι ομοιότητες ή οι διαφορές των αποτελεσμάτων για το ίδιο άνοιγμα δικαιολογούνται όσον αφορά τους κινδύνους στους οποίους υπόκειται το ίδρυμα. Γενικότερα, οι αρμόδιες αρχές και η ΕΑΤ θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι η επιλογή μεταξύ προσέγγισης εσωτερικής διαδικασίας ανάπτυξης υποδειγμάτων και τυποποιημένης προσέγγισης δεν καταλήγει σε υποεκτίμηση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων. Ενώ οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων λειτουργικού κινδύνου είναι πιο δύσκολο να διατεθούν σε επίπεδο ατομικού ανοίγματος και συνεπώς είναι σκόπιμο να εξαιρεθεί αυτή η κατηγορία κινδύνου από τη διαδικασία συγκριτικής αξιολόγησης, οι αρμόδιες αρχές, ωστόσο, θα πρέπει να παρακολουθούν τις εξελίξεις στις εσωτερικές προσεγγίσεις ανάπτυξης υποδειγμάτων για τον λειτουργικό κίνδυνο, με σκοπό την παρακολούθηση του εύρους των πρακτικών που χρησιμοποιούνται και τη βελτίωση των εποπτικών προσεγγίσεων.

(75)

Θα πρέπει να ενθαρρυνθεί η ανάπτυξη του δανεισμού με βάση υφιστάμενες σχέσεις, στο πλαίσιο του οποίου οι πληροφορίες που συλλέγονται από μια συνεχή επιχειρηματική σχέση με τον πελάτη χρησιμοποιούνται για την επίτευξη καλύτερης ποιότητας δέουσας επιμέλειας και εκτίμησης κινδύνου από αυτήν που προκύπτει απλώς από τυποποιημένες πληροφορίες και τυποποιημένους βαθμούς πιστοληπτικής ικανότητας.

(76)

Όσον αφορά τον έλεγχο της ρευστότητας, η ευθύνη θα πρέπει να εναπόκειται στο κράτος μέλος προέλευσης από τη στιγμή που θα ισχύουν λεπτομερή κριτήρια για τις απαιτήσεις ρευστότητας. Είναι επομένως απαραίτητο να έχει ολοκληρωθεί μέχρι τότε ο συντονισμός της εποπτείας σε αυτόν τον τομέα, ώστε να μπορέσει να καθιερωθεί η εποπτεία από το κράτος μέλος προέλευσης. Προκειμένου να διασφαλιστεί αποτελεσματική εποπτεία, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής θα πρέπει να συνεργάζονται περαιτέρω στον τομέα της ρευστότητας.

(77)

Αν στο πλαίσιο ομίλου τα ρευστά διαθέσιμα ενός ιδρύματος διατεθούν, σε περιόδους ακραίων καταστάσεων, για την κάλυψη των αναγκών ρευστότητας κάποιου άλλου μέλους του ίδιου ομίλου, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν να εξαιρούν το ίδρυμα από τις απαιτήσεις ρευστότητας και να εφαρμόζουν, αντ’ αυτού, τις εν λόγω απαιτήσεις σε ενοποιημένη βάση.

(78)

Μέτρα που λαμβάνονται βάσει της παρούσης οδηγίας δεν θα πρέπει να θίγουν μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με την οδηγία 2001/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Απριλίου 2001, για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων (9). Τα μέτρα εποπτείας δεν θα πρέπει να οδηγούν σε διακριτική μεταχείριση μεταξύ πιστωτών από διαφορετικά κράτη μέλη.

(79)

Εν όψει της χρηματοπιστωτικής κρίσης και των κυκλικών μηχανισμών που συνέβαλαν στο ξέσπασμά της και επιδείνωσαν τις συνέπειές της, το ΣΧΣ, η Επιτροπή της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία (BCBS) και η G-20 απηύθυναν συστάσεις για τη μείωση των κυκλικών επιπτώσεων των χρηματοοικονομικών κανονισμών. Τον Δεκέμβριο του 2010, η BCBS εξέδωσε νέα παγκόσμια κανονιστικά πρότυπα για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών (κανόνες Βασιλείας ΙΙΙ), συμπεριλαμβανομένων των κανόνων που απαιτούν την τήρηση αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου και των αντικυκλικών κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας.

(80)

Επομένως, είναι σκόπιμο να απαιτείται από τα πιστωτικά ιδρύματα και τις σχετικές επιχειρήσεις επενδύσεων να τηρούν, επιπρόσθετα στις άλλες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, απόθεμα ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου και αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας, ώστε να διασφαλίζεται ότι συγκεντρώνουν επαρκή κεφαλαιακή βάση, σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης, για να αντέχουν ζημίες σε περιόδους ακραίων καταστάσεων. Το αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας θα πρέπει να συγκεντρώνεται όταν η συνολική επέκταση σε πίστη και άλλες κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού με σημαντικό αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου των εν λόγω πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων κρίνονται ότι συνδέονται με τη συγκέντρωση συστημικού κινδύνου και να αντλείται σε περιόδους κρίσης.

(81)

Για να διασφαλιστεί ότι τα αντικυκλικά κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας αντικατοπτρίζουν σωστά τον κίνδυνο αυξημένης πιστωτικής επέκτασης που αντιμετωπίζει ο τραπεζικός κλάδος, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να υπολογίζουν τα αποθέματα ασφαλείας ειδικά για το ίδρυμά τους ως σταθμισμένο μέσο των ποσοστών αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας που ισχύουν στις χώρες στις οποίες βρίσκονται τα πιστωτικά τους ανοίγματα. Επομένως, κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να ορίζει μια αρχή που θα είναι υπεύθυνη για τον καθορισμό σε τριμηνιαία βάση του ποσοστού αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για ανοίγματα εντός του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Το εν λόγω ποσοστό αποθέματος ασφαλείας θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την ανάπτυξη των επιπέδων πίστωσης και τυχόν αλλαγές στη σχέση της πίστωσης προς το ΑΕγχΠ στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, καθώς και οποιεσδήποτε άλλες μεταβλητές που αφορούν κινδύνους για τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος.

(82)

Για την προώθηση της διεθνούς συνέπειας στον καθορισμό ποσοστών αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας, η BCBS έχει αναπτύξει μεθοδολογία βάσει της σχέσης της πίστωσης προς το ΑΕγχΠ. Αυτό θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως κοινό σημείο εκκίνησης για τις αποφάσεις καθορισμού των ποσοστών αποθεμάτων ασφαλείας από τις σχετικές εθνικές αρχές, αλλά δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε αυτόματο καθορισμό του αποθέματος ή να δεσμεύει τη σχετική αρχή. Το ποσοστό αποθέματος θα πρέπει να αντανακλά, κατά ουσιαστικό τρόπο, τον κύκλο της πίστωσης και τους κινδύνους που οφείλονται στην περίσσεια ανάπτυξη της πίστωσης στο κράτος μέλος και να λαμβάνει δεόντως υπόψη ιδιομορφίες της εθνικής οικονομίας.

(83)

Οι περιορισμοί της μεταβλητής αμοιβής αποτελούν σημαντικό στοιχείο για να διασφαλιστεί η αποκατάσταση των επιπέδων του κεφαλαίου των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων όταν λειτουργούν εντός του εύρους του αποθέματος ασφαλείας. Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι επιχειρήσεις επενδύσεων υπόκεινται ήδη στην αρχή σύμφωνα με την οποία οι επιβραβεύσεις και οι προαιρετικές πληρωμές μεταβλητής αμοιβής για τις κατηγορίες υπαλλήλων οι επαγγελματικές δραστηριότητες των οποίων έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου του ιδρύματος οφείλουν να είναι βιώσιμες σε σχέση με την οικονομική κατάσταση του ιδρύματος. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι ένα ίδρυμα αποκαθιστά εγκαίρως τα επίπεδα των ιδίων κεφαλαίων του, είναι σκόπιμη η ευθυγράμμιση της χορήγησης της μεταβλητής αμοιβής και των προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών με την κερδοφορία του ιδρύματος κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε περιόδου στην οποία δεν πληρούται η συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας, λαμβανομένης υπόψιν της μακροπρόθεσμης υγείας του ιδρύματος.

(84)

Τα ιδρύματα θα πρέπει να αντιμετωπίζουν και να ελέγχουν όλους τους κινδύνους συγκέντρωσης μέσω γραπτών πολιτικών και διαδικασιών. Λόγω της φύσης των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων του δημόσιου τομέα, ο έλεγχος των κινδύνων συγκέντρωσης είναι πιο αποτελεσματικός από τη στάθμιση των κινδύνων των εν λόγω ανοιγμάτων, λόγω του μεγέθους τους και των δυσχερειών στη διαβάθμιση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων. Η Επιτροπή θα πρέπει, σε εύθετο χρόνο, να υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με ενδεχόμενες επιθυμητές αλλαγές στην προληπτική αντιμετώπιση του κινδύνου συγκέντρωσης.

(85)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να απαιτούν από ορισμένα ιδρύματα να τηρούν, εκτός από απόθεμα ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου και αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας, απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου προκειμένου να αποτρέπονται και να μετριάζονται οι μακροπρόθεσμοι μη κυκλικοί συστημικοί ή μακροπροληπτικοί κίνδυνοι που δεν καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όταν υπάρχει κίνδυνος διαταραχής του χρηματοοικονομικού συστήματος που παρουσιάζει το δυναμικό σοβαρών αρνητικών επιπτώσεων για το χρηματοοικονομικό σύστημα και την πραγματική οικονομία σε συγκεκριμένο κράτος μέλος. Το ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου θα πρέπει να έχει εφαρμογή σε όλα τα ιδρύματα ή σε ένα ή περισσότερα υποσύνολα αυτών των ιδρυμάτων, όταν τα ιδρύματα παρουσιάζουν παρόμοια κατατομή κινδύνου στις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες.

(86)

Για να διασφαλιστεί συνεπής μακροπροληπτική εποπτεία σε ολόκληρη την Ένωση, κρίνεται σκόπιμο το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) να αναπτύξει αρχές προσαρμοσμένες στην οικονομία της Ένωσης και να έχει την ευθύνη παρακολούθησης της εφαρμογής της. Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εμποδίζει το ΕΣΣΚ να προβαίνει σε ενέργειες τις οποίες κρίνει απαραίτητες βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (10).

(87)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να δύνανται να αναγνωρίζουν το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου που ορίζει άλλο κράτος μέλος και να εφαρμόζουν το εν λόγω ποσοστό αποθέματος στα ιδρύματα με εγχώρια άδεια τα ανοίγματα στο κράτος μέλος που ορίζει το ποσοστό αποθέματος. Το κράτος μέλος που ορίζει το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας θα πρέπει να δύναται να ζητά από το ΕΣΣΚ να εκδίδει σύσταση κατά την έννοια του άρθρου 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, απευθυνόμενη προς τα κράτη μέλη τα οποία αναγνωρίζουν το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου, και να τους συνιστά να το πράττουν. Η εν λόγω σύσταση υπόκειται στον κανόνα «συμμόρφωση ή εξήγηση» του άρθρου 3 παράγραφος 2 και του άρθρου 17 του ο εν λόγω κανονισμού.

(88)

Είναι σκόπιμο οι αποφάσεις των κρατών μελών για τα ποσοστά των αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο συντονισμένες. Επ’ αυτού, το ΕΣΣΚ, εάν του το ζητήσουν οι αρμόδιες ή εντεταλμένες αρχές, θα μπορούσε να διευκολύνει διαβουλεύσεις μεταξύ των εν λόγω αρχών για τη θέσπιση των προτεινόμενων ποσοστών αποθέματος ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών μεταβλητών.

(89)

Αν ένα πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων δεν ικανοποιεί πλήρως τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας, θα πρέπει να λαμβάνονται μέτρα που να διασφαλίζουν ότι θα αποκαταστήσει εγκαίρως το κατάλληλο επίπεδο ιδίων κεφαλαίων. Για τη διατήρηση κεφαλαίου, είναι σκόπιμο να επιβάλλονται αναλογικοί περιορισμοί στην προαιρετική διανομή κερδών, συμπεριλαμβανομένης της καταβολής μερισμάτων και της πληρωμής της μεταβλητής συνιστώσας των αποδοχών. Για να διασφαλιστεί ότι αυτά τα ιδρύματα ή οι επιχειρήσεις έχουν αξιόπιστη στρατηγική για την ανάκτηση του κατάλληλου επιπέδου ιδίων κεφαλαίων, θα πρέπει να υποχρεούνται να καταρτίσουν και να συμφωνήσουν με τις αρμόδιες αρχές σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου το οποίο να περιγράφει πώς θα εφαρμοστούν οι περιορισμοί διανομής και άλλα μέτρα που το ίδρυμα ή η επιχείρηση σκοπεύει να λάβει για να διασφαλίσει τη συμμόρφωσή του με τις πλήρεις απαιτήσεις αποθεμάτων ασφαλείας.

(90)

Αναμένεται από τις αρχές να επιβάλλουν υψηλότερες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε παγκόσμια συστημικώς σημαντικά ιδρύματα (G-SII) προκειμένου να αντισταθμίζεται ο υψηλότερος κίνδυνος που τα G-SII αντιπροσωπεύουν για το χρηματοοικονομικό σύστημα και οι πιθανές επιπτώσεις που θα είχε για τους φορολογουμένους η χρεοκοπία τους. Όταν μια αρχή επιβάλλει το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου και το απόθεμα που ισχύει, θα πρέπει να ισχύει το απόθεμα που είναι μεγαλύτερο. Σε περίπτωση που το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου εφαρμόζεται μόνο στα ανοίγματα εντός κράτους μέλους, θα πρέπει να προστίθεται στο απόθεμα του G-SII ή στο απόθεμα σχετικά με άλλα συστημικά σημαντικά ιδρύματα (O-SII) που εφαρμόζεται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

(91)

Τα τεχνικά πρότυπα για τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες θα πρέπει να διασφαλίζουν συνεπή εναρμόνιση και επαρκή προστασία των καταθετών, των επενδυτών και των καταναλωτών σε ολόκληρη την Ένωση. Επειδή πρόκειται για όργανο με υψηλό βαθμό εξειδικευμένης τεχνογνωσίας, θα ήταν αποτελεσματικό και σκόπιμο να ανατίθεται στην ΕΑΤ η κατάρτιση σχεδίων κανονιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που δεν συνεπάγονται πολιτικές επιλογές, τα οποία να υποβάλλονται στην Επιτροπή. Η ΕΑΤ θα πρέπει να εξασφαλίζει αποτελεσματικές διοικητικές διαδικασίες και διαδικασίες υποβολής πληροφοριών όταν καταρτίζει τεχνικά πρότυπα.

(92)

Η Επιτροπή θα πρέπει να εγκρίνει ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που εκπονεί η ΕΑΤ στους τομείς της παροχής άδειας λειτουργίας και της απόκτησης ειδικών συμμετοχών σε πιστωτικά ιδρύματα, της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών, της άσκησης των δικαιωμάτων ελεύθερης εγκατάστασης και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, της εποπτικής συνεργασίας, των πολιτικών αποδοχών των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων και της εποπτείας μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών με τη μορφή πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση δυνάμει του άρθρου 290 ΣΛΕΕ και σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η Επιτροπή και η ΕΑΤ θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι τα εν λόγω πρότυπα μπορούν να εφαρμόζονται από το σύνολο των σχετικών ιδρυμάτων κατά τρόπο ανάλογο προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των εν λόγω ιδρυμάτων και των δραστηριοτήτων τους.

(93)

Λόγω της λεπτομέρειας και του αριθμού των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που πρέπει να εκδοθούν δυνάμει της παρούσας οδηγίας, όταν η Επιτροπή εκδίδει ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο που είναι ίδιο με το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου που υποβάλλεται από την ΕΑΤ, η προθεσμία εντός της οποίας το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο μπορεί να εναντιωθεί σε κανονιστικό τεχνικό πρότυπο θα πρέπει, κατά περίπτωση, να παρατείνεται περαιτέρω για ένα μήνα. Επιπλέον, η Επιτροπή θα πρέπει να στοχεύει στην έκδοση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων εγκαίρως ώστε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο να μπορούν να προβαίνουν σε πλήρη εξέταση, λαμβάνοντας υπόψη τον όγκο και την πολυπλοκότητα των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και τις λεπτομέρειες των εσωτερικών κανονισμών, του χρονοδιαγράμματος των εργασιών και της σύνθεσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

(94)

Επίσης, θα πρέπει να δοθεί η εξουσία στην Επιτροπή να εκδίδει εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που καταρτίζονται από την ΕΑΤ στους τομείς της παροχής άδειας λειτουργίας και της απόκτησης ειδικών συμμετοχών σε πιστωτικά ιδρύματα, της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών, της εποπτικής συνεργασίας, των ειδικών απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας και της δημοσιοποίησης πληροφοριών από εποπτικές αρχές μέσω εκτελεστικών πράξεων βάσει του άρθρου 291 ΣΛΕΕ και σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(95)

Για τη διασφάλιση ενιαίων συνθηκών εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή. Οι εξουσίες αυτές θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (11).

(96)

Προκειμένου να διευκρινιστούν οι απαιτήσεις που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, για την αποσαφήνιση των ορισμών και της ορολογίας που χρησιμοποιούνται στην παρούσα οδηγία, τη διεύρυνση του καταλόγου δραστηριοτήτων που υπάγονται στο καθεστώς της αμοιβαίας αναγνώρισης και τη βελτίωση της ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διεξάγει η Επιτροπή κατάλληλες διαβουλεύσεις, ακόμη και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της. Η Επιτροπή, όταν ετοιμάζει και συντάσσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, θα πρέπει να διασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(97)

Οι αναφορές στις οδηγίες 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ θα πρέπει να νοούνται ως αναφορές στην παρούσα οδηγία και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(98)

Η οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων (12), η οδηγία 2007/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά (13), η οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (14), η οδηγία 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για την ανάληψη, άσκηση και προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος (15) και η οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, για τους Διαχειριστές Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων (16) αναφέρονται σε διατάξεις των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ που αφορούν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων οι οποίες θα πρέπει να προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Συνεπώς, οι αναφορές στις εν λόγω οδηγίες που αφορούν τις οδηγίες 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ θα πρέπει να νοούνται ως αναφορές στις διατάξεις που διέπουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(99)

Για να καταστεί δυνατή η ανάπτυξη τεχνικών προτύπων έτσι ώστε τα ιδρύματα που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων να εφαρμόζουν τις κατάλληλες υπολογιστικές μεθόδους για τον καθορισμό του απαιτούμενου κεφαλαίου σε ενοποιημένη βάση, η οδηγία 2002/87/ΕΚ θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(100)

Προκειμένου να λειτουργήσει αποτελεσματικότερα η εσωτερική τραπεζική αγορά και να υπάρχει επαρκής διαφάνεια για τους πολίτες της Ένωσης, είναι αναγκαίο οι αρμόδιες αρχές να δημοσιοποιούν, κατά τρόπο που να επιτρέπει αξιόπιστες συγκρίσεις, πληροφορίες για τον τρόπο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

(101)

Ως προς την εποπτεία της ρευστότητας, θα πρέπει να προβλέπεται ένα χρονικό διάστημα για τη μετάβαση των κρατών μελών στο κανονιστικό καθεστώς στο πλαίσιο του οποίου θα ισχύουν λεπτομερή κριτήρια για τις απαιτήσεις κάλυψης των αναγκών ρευστότητας.

(102)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η σταθερή, ομαλή και σταδιακή μετάβαση των ιδρυμάτων στις νέες απαιτήσεις ρευστότητας και σταθερής χρηματοδότησης σε επίπεδο Ένωσης, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να κάνουν πλήρη χρήση των εποπτικών εξουσιών τους βάσει της παρούσας οδηγίας και σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο. Ειδικότερα, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να εκτιμούν εάν υπάρχει ανάγκη εφαρμογής διοικητικών κυρώσεων ή άλλων διοικητικών μέτρων, συμπεριλαμβανομένων των προληπτικών τελών, το ύψος των οποίων θα πρέπει σε γενικές γραμμές να σχετίζεται με τη διαφορά μεταξύ της πραγματικής θέσης ρευστότητας του ιδρύματος και των απαιτήσεων ρευστότητας και σταθερής χρηματοδότησης. Κατά την εκτίμηση αυτή, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τις συνθήκες της αγοράς. Οι εν λόγω διοικητικές κυρώσεις ή άλλα διοικητικά μέτρα θα πρέπει να ισχύουν μέχρις ότου εφαρμοστούν σε επίπεδο Ένωσης λεπτομερείς νομικές πράξεις σχετικά με τις απαιτήσεις ρευστότητας και σταθερής χρηματοδότησης.

(103)

Η οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (17) και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (18) θα πρέπει να ισχύουν πλήρως για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας.

(104)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, ήτοι η θέσπιση κανόνων σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα των ιδρυμάτων, καθώς και η προληπτική εποπτεία των ιδρυμάτων, δεν μπορούν να επιτευχθούν ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη και μπορούν συνεπώς, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων της προτεινόμενης δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως εκτίθεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(105)

Σύμφωνα με την κοινή πολιτική δήλωση των κρατών μελών και της Επιτροπής, της 28ης Σεπτεμβρίου 2011, σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα, τα κράτη μέλη έχουν αναλάβει την υποχρέωση να συνοδεύουν, σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, την κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο με ένα ή περισσότερα έγγραφα που επεξηγούν τη σχέση ανάμεσα στα συστατικά στοιχεία μιας οδηγίας και στα αντίστοιχα μέρη των νομικών πράξεων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο. Όσον αφορά την παρούσα οδηγία, ο νομοθέτης θεωρεί ότι η διαβίβαση τέτοιων εγγράφων είναι αιτιολογημένη.

(106)

Ζητήθηκε η γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και εξέδωσε γνωμοδότηση (19).

(107)

Η οδηγία 2002/87/ΕΚ θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως και οι οδηγίες 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ θα πρέπει να καταργηθούν,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΤΙΤΛΟΣ I

ΑΝΤΙΚΕΊΜΕΝΟ, ΠΕΔΊΟ ΕΦΑΡΜΟΓΉΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΊ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες σχετικά:

α)

με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (από κοινού καλούμενες «ιδρύματα»),

β)

με τις εποπτικές αρμοδιότητες και τα εργαλεία για την προληπτική εποπτεία των ιδρυμάτων από τις αρμόδιες αρχές,

γ)

με την προληπτική εποπτεία των ιδρυμάτων από τις αρμόδιες αρχές κατά τρόπο συμβατό προς τους κανόνες που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

δ)

με τις απαιτήσεις δημοσιοποίησης για τις αρμόδιες αρχές όσον αφορά την προληπτική ρύθμιση και εποπτεία των ιδρυμάτων.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε ιδρύματα.

2.   Το άρθρο 30 εφαρμόζεται σε τοπικές επιχειρήσεις.

3.   Το άρθρο 31 εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2) στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

4.   Το άρθρο 34 και ο τίτλος VII κεφάλαιο 3 εφαρμόζονται στις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, στις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών και στις μικτές εταιρείες συμμετοχών που έχουν την έδρα τους στην Ένωση.

5.   Η παρούσα οδηγία δεν έχει εφαρμογή ως προς:

1)

την πρόσβαση στη δραστηριότητα των επιχειρήσεων επενδύσεων στο βαθμό που ρυθμίζεται από την οδηγία 2004/39/ΕΚ,

2)

τις κεντρικές τράπεζες,

3)

τα γραφεία ταχυδρομικών επιταγών,

4)

στο Βέλγιο, το «Institut de Réescompte et de Garantie/Herdiscontering- en Waarborginstituut»,

5)

στη Δανία, το ‘Eksport Kredit Fonden’, το ‘Eksport Kredit Fonden A/S’, το ‘Danmarks Skibskredit A/S’ και το ‘KommuneKredit’,

6)

στη Γερμανία, την «Kreditanstalt für Wiederaufbau», τους οργανισμούς οι οποίοι αναγνωρίζονται, στο πλαίσιο του «Wohnungsgemeinnützigkeitsgesetz», ως όργανα της εθνικής πολιτικής στον στεγαστικό τομέα και οι τραπεζικές εργασίες των οποίων δεν συνιστούν την κύρια δραστηριότητα, καθώς και τους οργανισμούς οι οποίοι, δυνάμει του νόμου αυτού, αναγνωρίζονται ως κοινωφελείς στεγαστικοί οργανισμοί,

7)

στην Εσθονία, τις ‘hoiu-laenuühistud’, που αναγνωρίζονται ως συνεταιριστικές επιχειρήσεις βάσει του ‘hoiu-laenuühistu seadus’,

8)

στην Ιρλανδία, τις «credit unions» και τις «friendly societies»,

9)

στην Ελλάδα, το «Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων»,

10)

στην Ισπανία, το «Instituto de Crédito Oficial»,

11)

στη Γαλλία, την «Caisse des dépôts et consignations»,

12)

στην Ιταλία, την «Cassa depositi e prestiti»,

13)

στη Λεττονία, τις «krājaizdevu sabiedrības», επιχειρήσεις που αναγνωρίζονται βάσει του «krājaizdevu sabiedrību likums» ως συνεταιριστικές επιχειρήσεις που παρέχουν χρηματοοικονομικές υπηρεσίες μόνο στα μέλη τους,

14)

στη Λιθουανία, τις «kredito unijos» πέραν της «Centrinė kredito unija»,

15)

στην Ουγγαρία, τη «MFB Magyar Fejlesztési Bank Zártkörűen Működő Részvénytársaság» και τη «Magyar Export-Import Bank Zártkörűen Működő Részvénytársaság»,

16)

στις Κάτω Χώρες, τη «Nederlandse Investeringsbank voor Ontwikkelingslanden NV», τη «NV Noordelijke Ontwikkelingsmaatschappij», τη «NV Industriebank Limburgs Instituut voor Ontwikkeling en Financiering» και την «Overijsselse Ontwikkelingsmaatschappij NV»,

17)

στην Αυστρία, τις επιχειρήσεις που αναγνωρίζονται ως κοινωφελείς οικοδομικοί συνεταιρισμοί και την «Österreichische Kontrollbank AG»,

18)

στην Πολωνία, τη «Spółdzielcze Kasy Oszczędnościowo — Kredytowe» και την «Bank Gospodarstwa Krajowego»,

19)

στην Πορτογαλία, τις «Caixas Económicas» που υφίστανται από την 1η Ιανουαρίου 1986, με εξαίρεση εκείνες που έχουν τη μορφή ανωνύμων εταιρειών, καθώς και την «Caixa Económica Montepio Geral»,

20)

στη Σλοβενία, τη «SID-Slovenska izvozna in razvojna banka, d.d. Ljubljana»,

21)

στη Φινλανδία, την «Teollisen yhteistyön rahasto Oy/Fonden för industriellt samarbete AB» και την «Finnvera Oyj/Finnvera Abp»,

22)

στη Σουηδία, τη «Svenska Skeppshypotekskassan»,

23)

στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη «National Savings Bank», την «Commonwealth Development Finance Company Ltd», την «Agricultural Mortgage Corporation Ltd», τη «Scottish Agricultural Securities Corporation Ltd», τους «Crown Agents for overseas governments and administrations», τις «credit unions» και τις «municipal banks».

6.   Οι οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 σημείο 1) και στην παράγραφο 3 σημεία 3) έως 23) του παρόντος άρθρου αντιμετωπίζονται ως χρηματοδοτικά ιδρύματα για την εφαρμογή του άρθρου 34 και του τίτλου VII κεφάλαιο 3.

Άρθρο 3

Ορισμοί

1.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι κάτωθι ορισμοί:

1)   «πιστωτικό ίδρυμα»: πιστωτικό ίδρυμα όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

2)   «επιχείρηση επενδύσεων»: επιχείρηση επενδύσεων όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

3)   «ίδρυμα»: ίδρυμα όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 3) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

4)   «τοπική επιχείρηση»: τοπική επιχείρηση όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 4) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

5)   «ασφαλιστική επιχείρηση»: ασφαλιστική επιχείρηση όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 5) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

6)   «αντασφαλιστική επιχείρηση»: αντασφαλιστική επιχείρηση όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 6) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

7)   «διοικητικό όργανο»: το όργανο ή τα όργανα ενός ιδρύματος, τα οποία ορίζονται δυνάμει του εθνικού δικαίου, τα οποία εξουσιοδοτούνται να καθορίζουν τη στρατηγική, τους στόχους και τη γενική κατεύθυνση του ιδρύματος και τα οποία επιβλέπουν και παρακολουθούν τη λήψη αποφάσεων από τη διοίκηση και περιλαμβάνουν τα πρόσωπα που πράγματι διευθύνουν την επιχειρηματική δραστηριότητα του ιδρύματος,

8)   «διοικητικό όργανο με εποπτική αρμοδιότητα»: το διοικητικό όργανο κατά την άσκηση του ρόλου του επίβλεψης και παρακολούθησης της λήψης αποφάσεων από τη διοίκηση,

9)   «ανώτατα διοικητικά στελέχη»: τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν εκτελεστικά καθήκοντα σε ίδρυμα και τα οποία είναι υπεύθυνα και λογοδοτούν στο διοικητικό όργανο για την καθημερινή διοίκηση του ιδρύματος,

10)   «συστημικός κίνδυνος»: ο κίνδυνος αποδιοργάνωσης του χρηματοοικονομικού συστήματος με εν δυνάμει σοβαρές αρνητικές συνέπειες για το χρηματοοικονομικό σύστημα και την πραγματική οικονομία,

11)   «κίνδυνος του υποδείγματος»: η ζημία που κινδυνεύει να υποστεί ένα ίδρυμα συνεπεία αποφάσεων που βασίζονται κυρίως στα αποτελέσματα εσωτερικών υποδειγμάτων, λόγω σφαλμάτων στη θέσπιση, την εφαρμογή ή τη χρήση αυτών των υποδειγμάτων,

12)   «μεταβιβάζουσα οντότητα»: μεταβιβάζουσα οντότητα όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 13) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

13)   «ανάδοχο»: ανάδοχο όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 14) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

14)   «μητρική επιχείρηση»: μητρική επιχείρηση όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 15) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

15)   «θυγατρική»: θυγατρική όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 16) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

16)   «υποκατάστημα»: υποκατάστημα όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 17) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

17)   «επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών»: επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 18) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

18)   «εταιρεία διαχείρισης»: εταιρεία διαχείρισης όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 19) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

19)   «χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών»: χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

20)   «μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών»: μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 21) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

21)   «μικτή εταιρεία συμμετοχών»: μικτή εταιρεία συμμετοχών όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 22) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

22)   «χρηματοδοτικό ίδρυμα»: χρηματοδοτικό ίδρυμα όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 26) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

23)   «οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα»: οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 27) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

24)   «μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος»: μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 28) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

25)   «μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ»: μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 29) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

26)   «μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος»: μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 30) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

27)   «μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ»: μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 31) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

28)   «μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος»: μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 32) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

29)   «μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ»: μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 33) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

30)   «συστημικά σημαντικό ίδρυμα»: μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή ίδρυμα η χρεοκοπία ή η δυσλειτουργία του οποίου θα μπορούσε να οδηγήσει σε συστημικό κίνδυνο,

31)   «κεντρικός αντισυμβαλλόμενος»: κεντρικός αντισυμβαλλόμενος όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 34) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

32)   «συμμετοχή»: συμμετοχή όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 35) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

33)   «ειδική συμμετοχή»: ειδική συμμετοχή όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 36) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

34)   «έλεγχος»: έλεγχος όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 36) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

35)   «στενοί δεσμοί»: στενοί δεσμοί όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 38) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

36)   «αρμόδια αρχή»: αρμόδια αρχή όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 40) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

37)   «αρχή ενοποιημένης εποπτείας»: αρχή ενοποιημένης εποπτείας όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 41) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

38)   «άδεια λειτουργίας»: άδεια λειτουργίας όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 42) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

39)   «κράτος μέλος προέλευσης»: κράτος μέλος προέλευσης όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 43) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

40)   «κράτος μέλος υποδοχής»: κράτος μέλος υποδοχής όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 44) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013;

41)   «κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ»: κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 45) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

42)   «κεντρικές τράπεζες»: κεντρικές τράπεζες όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 46) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

43)   «ενοποιημένη κατάσταση»: ενοποιημένη κατάσταση όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 47) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

44)   «ενοποιημένη βάση»: ενοποιημένη βάση όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 48) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

45)   «υποενοποιημένη βάση»: υποενοποιημένη βάση όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 49) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

46)   «χρηματοοικονομικό μέσο»: χρηματοοικονομικό μέσο όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 50) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

47)   «ίδια κεφάλαια»: ίδια κεφάλαια όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 118) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

48)   «λειτουργικός κίνδυνος»: λειτουργικός κίνδυνος όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 52) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

49)   «τεχνική μείωσης πιστωτικού κινδύνου»: τεχνική μείωσης πιστωτικού κινδύνου όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 57) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

50)   «τιτλοποίηση»: τιτλοποίηση όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 61) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

51)   «θέση τιτλοποίησης»: θέση τιτλοποίησης όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 62) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

52)   «οντότητα ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση»: οντότητα ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 66) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

53)   «προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές»: προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 73) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

54)   «χαρτοφυλάκιο συναλλαγών»: χαρτοφυλάκιο συναλλαγών όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 86) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

55)   «ρυθμιζόμενες αγορές»: ρυθμιζόμενες αγορές όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 92) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

56)   «μόχλευση»: μόχλευση όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 93) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

57)   «κίνδυνος υπερβολικής μόχλευσης»: κίνδυνος υπερβολικής μόχλευσης όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 94) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

58)   «εξωτερικός οργανισμός πιστοληπτικών αξιολογήσεων»: εξωτερικός οργανισμός πιστοληπτικών αξιολογήσεων όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 98) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

59)   «εσωτερικές μέθοδοι»: η μέθοδος που βασίζεται στις εσωτερικές αξιολογήσεις η οποία αναφέρεται στο άρθρο 143 παράγραφος 1, η μέθοδος των εσωτερικών υποδειγμάτων η οποία αναφέρεται στο άρθρο 221, η μέθοδος εσωτερικών διαβαθμίσεων η οποία αναφέρεται στο άρθρο 225, οι εξελιγμένες μέθοδοι μέτρησης που αναφέρονται στο άρθρο 312 παράγραφος 2, η μέθοδος εσωτερικών υποδειγμάτων που αναφέρεται στα άρθρα 283 και 363 και η μέθοδος του εποπτικού υποδείγματος που αναφέρεται στο άρθρο 259 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

2.   Όταν στην παρούσα οδηγία γίνεται αναφορά στο διοικητικό όργανο και, δυνάμει του εθνικού δικαίου, οι διοικητικές και εποπτικές αρμοδιότητες του διοικητικού οργάνου ανατίθενται σε διαφορετικά όργανα ή διαφορετικά μέλη του ιδίου οργάνου, το κράτος μέλος κατονομάζει τα υπεύθυνα όργανα ή μέλη του διοικητικού οργάνου σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο, εκτός εάν ορίζεται άλλως από την παρούσα οδηγία.

ΤΙΤΛΟΣ II

ΑΡΜΌΔΙΕΣ ΑΡΧΈΣ

Άρθρο 4

Ορισμός και εξουσίες των αρμόδιων αρχών

1.   Τα κράτη μέλη ορίζουν τις αρχές που είναι αρμόδιες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή και την ΕΑΤ, αναφέροντας κάθε ενδεχόμενο καταμερισμό λειτουργιών και καθηκόντων.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές παρακολουθούν τις δραστηριότητες των ιδρυμάτων, και κατά περίπτωση, των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, ούτως ώστε να εκτιμούν τη συμμόρφωσή τους προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν για τη θέσπιση κατάλληλων μέτρων που επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να λαμβάνουν τις πληροφορίες που χρειάζονται για την εκτίμηση της συμμόρφωσης των ιδρυμάτων και, κατά περίπτωση, των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 και να ερευνούν πιθανές παραβιάσεις των εν λόγω απαιτήσεων.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν την εμπειρογνωμοσύνη, τους πόρους, την επιχειρησιακή ικανότητα, τις εξουσίες και την ανεξαρτησία που απαιτούνται για την επιτέλεση των καθηκόντων προληπτικής εποπτείας, έρευνας και επιβολής κυρώσεων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

5.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα να παρέχουν στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών προέλευσής τους όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την εκτίμηση της συμμόρφωσής τους με τους κανόνες που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Επίσης, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι μηχανισμοί εσωτερικού ελέγχου και οι διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες των ιδρυμάτων επιτρέπουν ανά πάσα στιγμή τον έλεγχο της συμμόρφωσής τους προς τους εν λόγω κανόνες.

6.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα καταγράφουν όλες τις συναλλαγές τους και καταχωρίζουν τα συστήματα και τις διαδικασίες που διέπονται από την παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ούτως ώστε οι αρμόδιες αρχές να μπορούν να ελέγξουν ανά πάσα στιγμή τη συμμόρφωση των ιδρυμάτων με την παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

7.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα εποπτικά καθήκοντα δυνάμει της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα των αρμόδιων αρχών είναι διακριτά και ανεξάρτητα από τα καθήκοντα που αφορούν την εξυγίανση. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή και την ΕΑΤ, αναφέροντας κάθε ενδεχόμενο καταμερισμό καθηκόντων.

8.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν οι αρχές, διαφορετικές από τις αρμόδιες αρχές, έχουν αρμοδιότητες εξυγίανσης, οι εν λόγω διαφορετικές αρχές συνεργάζονται στενά και διαβουλεύονται με τις αρμόδιες αρχές όσον αφορά την προετοιμασία των σχεδίων εξυγίανσης.

Άρθρο 5

Συντονισμός εντός των κρατών μελών

Όταν κράτη μέλη διαθέτουν πλείονες αρμόδιες αρχές για την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, των επιχειρήσεων επενδύσεων και των χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για τον μεταξύ τους συντονισμό.

Άρθρο 6

Συνεργασία στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας

Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τη σύγκλιση όσον αφορά τα χρησιμοποιούμενα εποπτικά εργαλεία και τις εποπτικές πρακτικές κατά την εφαρμογή των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών απαιτήσεων που θεσπίζονται με βάση την παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι:

α)

οι αρμόδιες αρχές, ως μέρη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας (ΕΣΧΕ), συνεργάζονται με εμπιστοσύνη και απόλυτο αμοιβαίο σεβασμό, ιδίως προκειμένου να διασφαλίζεται η ανταλλαγή κατάλληλων και αξιόπιστων πληροφοριών μεταξύ αυτών και άλλων μερών του ΕΣΧΕ, σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που καθορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση,

β)

οι αρμόδιες αρχές συμμετέχουν στις δραστηριότητες της ΕΑΤ και, κατά περίπτωση, στα σώματα εποπτών,

γ)

οι αρμόδιες αρχές καταβάλλουν κάθε προσπάθεια ώστε να ακολουθούν τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις που εκδίδονται από την ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και να ανταποκρίνονται στις προειδοποιήσεις και συστάσεις που εκδίδει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010,

δ)

οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά με το ΕΣΣΚ,

ε)

οι εθνικές εντολές των αρμόδιων αρχών δεν τις εμποδίζουν να εκτελούν τα καθήκοντά τους ως μέλη της ΕΑΤ, του ΕΣΣΚ, κατά περίπτωση, ή βάσει της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Άρθρο 7

Ενωσιακή διάσταση της εποπτείας

Κατά την άσκηση των γενικών καθηκόντων τους, οι αρμόδιες αρχές κάθε κράτους μέλους εκτιμούν δεόντως τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των αποφάσεών τους στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος των άλλων εμπλεκομένων κρατών μελών, ιδίως σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, βάσει των πληροφοριών που είναι διαθέσιμες τη δεδομένη στιγμή.

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ

ΌΡΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΌΣΒΑΣΗ ΣΤΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΌΤΗΤΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΏΝ ΙΔΡΥΜΆΤΩΝ

ΚΕΦΆΛΑΙΟ 1

Γενικές απαιτήσεις πρόσβασης στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων

Άρθρο 8

Άδεια λειτουργίας

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να έχουν λάβει άδεια λειτουργίας πριν από την έναρξη των δραστηριοτήτων τους. Με την επιφύλαξη των άρθρων 10 έως 14, καθορίζουν τις προϋποθέσεις για την χορήγηση αυτής της άδειας και τις κοινοποιούν στην ΕΑΤ.

2.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να προσδιορίσει:

α)

τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στις αρμόδιες αρχές στο πλαίσιο της αίτησης για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένου του προγράμματος δραστηριοτήτων που προβλέπεται στο άρθρο 10,

β)

τις απαιτήσεις που ισχύουν για τους μετόχους και τα μέλη με ειδικές συμμετοχές δυνάμει του άρθρου 14 και

γ)

τα εμπόδια που ενδέχεται να παρακωλύσουν την ουσιαστική άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της αρμόδιας αρχής, όπως αναφέρονται στο άρθρο 14.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στα στοιχεία α), β) και γ) του πρώτου εδαφίου σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

3.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για την παροχή των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο α).

Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

4.   Η ΕΑΤ υποβάλλει τα σχέδια τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 στην Επιτροπή το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2015.

Άρθρο 9

Απαγόρευση σε πρόσωπα ή επιχειρήσεις εκτός των πιστωτικών ιδρυμάτων της δραστηριότητας αποδοχής καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό

1.   Τα κράτη μέλη απαγορεύουν σε πρόσωπα ή επιχειρήσεις που δεν είναι πιστωτικά ιδρύματα να ασκούν, κατ’ επάγγελμα, τη δραστηριότητα της αποδοχής καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό.

2.   Η παράγραφος 1 δεν ισχύει για την αποδοχή καταθέσεων ή άλλων κεφαλαίων επιστρεπτέων από ένα κράτος μέλος, από τις περιφερειακές ή τοπικές αρχές ενός κράτους μέλους, από δημόσιους διεθνείς οργανισμούς στους οποίους είναι μέλη ένα ή περισσότερα κράτη μέλη ή για τις περιπτώσεις που αναφέρονται ρητά στο εθνικό ή ενωσιακό δίκαιο, υπό την προϋπόθεση ότι οι δραστηριότητες αυτές υπόκεινται σε κανόνες και ελέγχους που αφορούν την προστασία των καταθετών και των επενδυτών.

Άρθρο 10

Πρόγραμμα δραστηριοτήτων και οργανωτική διάρθρωση

Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι η αίτηση αδείας λειτουργίας πρέπει να συνοδεύεται από πρόγραμμα δραστηριοτήτων το οποίο θα περιγράφει τα είδη των σκοπούμενων επιχειρηματικών δράσεων και την οργανωτική διάρθρωση του πιστωτικού ιδρύματος.

Άρθρο 11

Οικονομικές ανάγκες

Τα κράτη μέλη δεν απαιτούν να εξετάζεται η αίτηση αδείας λειτουργίας βάσει των οικονομικών αναγκών της αγοράς.

Άρθρο 12

Αρχικό κεφάλαιο

1.   Με την επιφύλαξη άλλων γενικών προϋποθέσεων που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο, οι αρμόδιες αρχές αρνούνται να χορηγήσουν άδεια έναρξης λειτουργίας ενός πιστωτικού ιδρύματος όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει χωριστά ίδια κεφάλαια ή όταν το αρχικό του κεφάλαιο είναι μικρότερο από 5 εκατομμύρια EUR.

2.   Το αρχικό κεφάλαιο περιλαμβάνει μόνο ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ε) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

3.   Τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίσουν ότι πιστωτικά ιδρύματα τα οποία δεν πληρούν τον όρο για διάθεση χωριστών ίδιων κεφαλαίων και λειτουργούσαν τη 15η Δεκεμβρίου 1979 μπορούν να συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους. Δύνανται να απαλλάσσουν αυτά τα πιστωτικά ιδρύματα από τη συμμόρφωση με τον όρο που προβλέπεται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο.

4.   Τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να χορηγούν άδεια σε ειδικές κατηγορίες πιστωτικών ιδρυμάτων το αρχικό κεφάλαιο των οποίων είναι μικρότερο από το προβλεπόμενο στην παράγραφο 1, εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

α)

το αρχικό κεφάλαιο δεν είναι μικρότερο από 1 εκατομμύριο EUR,

β)

τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή και στην ΕΑΤ τους λόγους για τους οποίους κάνουν χρήση της δυνατότητας αυτής.

Άρθρο 13

Πραγματική διοίκηση της επιχείρησης και έδρα της κεντρικής διοίκησης

1.   Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν άδεια έναρξης δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος μόνο με την προϋπόθεση ότι δύο τουλάχιστον πρόσωπα όντως διευθύνουν τη δραστηριότητα του αιτούντος πιστωτικού ιδρύματος.

Αρνούνται τη χορήγηση της εν λόγω άδειας λειτουργίας εάν τα μέλη του διοικητικού οργάνου δεν πληρούν τις προδιαγραφές που αναφέρονται στο άρθρο 91 παράγραφος 1.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν:

α)

από τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι νομικά πρόσωπα και έχουν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, καταστατική έδρα, η έδρα της κεντρικής τους διοίκησης να βρίσκεται στο ίδιο κράτος μέλος με την καταστατική τους έδρα,

β)

από τα πιστωτικά ιδρύματα εκτός εκείνων που αναφέρονται στο στοιχείο α), η έδρα της κεντρικής τους διοίκησης να βρίσκεται στο κράτος μέλος το οποίο χορήγησε την άδεια λειτουργίας τους και στο οποίο ασκούν πράγματι δραστηριότητα.

Άρθρο 14

Μέτοχοι και εταίροι

1.   Οι αρμόδιες αρχές αρνούνται τη χορήγηση άδειας έναρξης δραστηριότητας σε ένα πιστωτικό ίδρυμα εκτός και εάν το πιστωτικό ίδρυμα τούς έχει προηγουμένως γνωστοποιήσει την ταυτότητα των μετόχων ή εταίρων του, είτε άμεσων είτε έμμεσων, φυσικών ή νομικών προσώπων, οι οποίοι κατέχουν ειδική συμμετοχή, καθώς και το ποσοστό αυτής της συμμετοχής ή, εφόσον δεν υπάρχουν ειδικές συμμετοχές, των 20 σημαντικότερων μετόχων ή εταίρων.

Για να καθοριστεί εάν πληρούνται τα κριτήρια ειδικής συμμετοχής, λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου που αναφέρονται στα άρθρα 9 και 10 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2004, για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά (20) και οι όροι για την άθροιση αυτών των δικαιωμάτων που προβλέπονται στο άρθρο 12 παράγραφοι 4 και 5 της εν λόγω οδηγίας.

Τα κράτη μέλη δεν λαμβάνουν υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή τις μετοχές με δικαίωμα ψήφου τις οποίες κατέχουν ιδρύματα ως αποτέλεσμα αναδοχής ή τοποθέτησης χρηματοοικονομικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, μεταξύ άλλων σύμφωνα με το παράρτημα Ι τμήμα Α σημείο 6 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, υπό τον όρο ότι, τα εν λόγω δικαιώματα, αφενός, δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διαχείριση του εκδότη και, αφετέρου, εφόσον μεταβιβάζονται εντός ενός έτους από την απόκτηση.

2.   Οι αρμόδιες αρχές αρνούνται την άδεια έναρξης δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος εφόσον, ενόψει της αναγκαιότητας να εξασφαλισθεί η υγιής και συνετή διαχείριση του πιστωτικού ιδρύματος, δεν έχουν πεισθεί για την καταλληλότητα των μετόχων ή εταίρων, ιδίως όταν δεν πληρούνται τα κριτήρια που προβλέπονται στο άρθρο 23 παράγραφος 1. Εφαρμόζεται το άρθρο 23 παράγραφοι 2 και 3 και το άρθρο 24.

3.   Όταν υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ του πιστωτικού ιδρύματος και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, οι αρμόδιες αρχές χορηγούν την άδεια λειτουργίας μόνον εάν οι δεσμοί αυτοί δεν παρεμποδίζουν την σωστή εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής τους.

Οι αρμόδιες αρχές αρνούνται την άδεια έναρξης δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος εάν νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας στις οποίες υπάγονται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα με τα οποία το πιστωτικό ίδρυμα έχει στενούς δεσμούς, ή εάν δυσχέρειες σχετικές με την εφαρμογή των εν λόγω νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, παρεμποδίζουν την σωστή εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής τους.

Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα πιστωτικά ιδρύματα να τους παρέχουν τις πληροφορίες που ζητούν, ώστε να μπορούν οι αρχές να παρακολουθούν σε συνεχή βάση τη συμμόρφωση με τους όρους που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο.

Άρθρο 15

Άρνηση άδειας

Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή αρνείται την άδεια έναρξης δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος, ενημερώνει τον αιτούντα για την απόφασή της και τους λόγους της εντός εξαμήνου από την παραλαβή της αίτησης ή, εάν η αίτηση δεν είναι πλήρης, εντός εξαμήνου από τη λήψη όλων των πληροφοριών που απαιτούνται για την απόφαση.

Σε κάθε περίπτωση, εκδίδεται απόφαση χορήγησης ή άρνησης άδειας εντός 12 μηνών από την παραλαβή της αίτησης.

Άρθρο 16

Προηγούμενη διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών

1.   Η αρμόδια αρχή, προτού χορηγήσει άδεια λειτουργίας σε πιστωτικό ίδρυμα, συμβουλεύεται τις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους στις περιπτώσεις όπου το πιστωτικό ίδρυμα:

α)

αποτελεί θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος μέλος,

β)

αποτελεί θυγατρική της μητρικής επιχείρησης πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος μέλος,

γ)

ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ελέγχουν πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος μέλος.

2.   Η αρμόδια αρχή, προτού χορηγήσει άδεια λειτουργίας σε πιστωτικό ίδρυμα, συμβουλεύεται την αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων επενδύσεων στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος όπου το πιστωτικό ίδρυμα:

α)

είναι θυγατρική ασφαλιστικής επιχείρησης ή επιχείρησης επενδύσεων με άδεια λειτουργίας στην Ένωση,

β)

είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης ασφαλιστικής επιχείρησης ή επιχείρησης επενδύσεων με άδεια λειτουργίας στην Ένωση,

γ)

ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ελέγχουν ασφαλιστική επιχείρηση ή επιχείρηση επενδύσεων με άδεια λειτουργίας στην Ένωση.

3.   Οι αρμόδιες αρχές των παραγράφων 1 και 2 διαβουλεύονται μεταξύ τους, ιδίως όταν εκτιμούν την ποιότητα των μετόχων καθώς και τη φήμη και την εμπειρία των μελών του διοικητικού οργάνου που συμμετέχουν στη διαχείριση άλλης οντότητας του ίδιου ομίλου. Οι εν λόγω αρμόδιες αρχές ανταλλάσσουν οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με την ποιότητα των μετόχων και την εντιμότητα και την εμπειρία των μελών του διοικητικού οργάνου που είναι σχετική για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και για τη συνεχή εκτίμηση της συμμόρφωσης με τους όρους λειτουργίας.

Άρθρο 17

Υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος

Τα κράτη μέλη υποδοχής δεν μπορούν να απαιτούν άδεια λειτουργίας ή αρχικό κεφάλαιο για υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλα κράτη μέλη. Η εγκατάσταση και η εποπτεία των υποκαταστημάτων αυτών διέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 35, του άρθρου 36 παράγραφοι 1, 2 και 3, του άρθρου 37, των άρθρων 40 έως 46, του άρθρου 49 και των άρθρων 74 και 75.

Άρθρο 18

Ανάκληση αδείας

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ανακαλέσουν την άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος μόνο όταν το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα:

α)

δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός 12 μηνών, παραιτείται ρητώς απ’ αυτήν ή έπαυσε να ασκεί τη δραστηριότητά του για περίοδο μεγαλύτερη των έξι μηνών, εκτός εάν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος έχει προβλέψει ότι στις περιπτώσεις αυτές η άδεια λειτουργίας παύει να ισχύει,

β)

απέκτησε την άδεια λειτουργίας με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο,

γ)

δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους του χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας,

δ)

δεν πληροί πλέον τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στο τρίτο, τέταρτο ή έκτο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή του άρθρου 105 της παρούσας οδηγίας ή δεν παρέχει πλέον την εγγύηση ότι δύναται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του έναντι των πιστωτών του και, κυρίως, δεν εξασφαλίζει πλέον την ασφάλεια των κεφαλαίων που του έχουν εμπιστευθεί οι καταθέτες του,

ε)

υπάγεται σε μια από τις άλλες περιπτώσεις ανάκλησης που προβλέπονται από τις εθνικές διατάξεις ή

στ)

διαπράττει μία από τις παραβάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 67 παράγραφος 1.

Άρθρο 19

Επωνυμία των πιστωτικών ιδρυμάτων

Για τους σκοπούς της άσκησης των δραστηριοτήτων τους, τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται να χρησιμοποιούν σε ολόκληρη την επικράτεια της Ένωσης την ίδια επωνυμία που χρησιμοποιούν στο κράτος μέλος της έδρας τους, ανεξαρτήτως των διατάξεων του κράτους μέλους υποδοχής όσον αφορά τη χρήση των λέξεων «τράπεζα», «ταμιευτήριο» ή άλλων παρομοίων τραπεζικών επωνυμιών. Σε περίπτωση που υπάρχει κίνδυνος να δημιουργηθεί σύγχυση, τα κράτη μέλη υποδοχής μπορούν να απαιτούν, για λόγους σαφήνειας, να συνοδεύεται η επωνυμία από ορισμένα επεξηγηματικά στοιχεία.

Άρθρο 20

Κοινοποίηση των χορηγήσεων και των ανακλήσεων άδειας λειτουργίας

1.   Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην ΕΑΤ κάθε άδεια λειτουργίας που χορηγούν σύμφωνα με το άρθρο 8.

2.   Η ΕΑΤ δημοσιεύει στον δικτυακό τόπο της και ενημερώνει τακτικά κατάλογο με τις επωνυμίες όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας.

3.   Η αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή παρέχει στις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές και στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες σχετικά με τον όμιλο πιστωτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 3, το άρθρο 74 παράγραφος 1 και το άρθρο 109 παράγραφος 2, ιδίως σχετικά με τη νομική και οργανωτική διάρθρωση του ομίλου και τη διακυβέρνησή του.

4.   Ο κατάλογος που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου περιλαμβάνει τις επωνυμίες των πιστωτικών ιδρυμάτων που δεν διαθέτουν το κεφάλαιο που καθορίζεται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 και καθορίζει τα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα ως τέτοια.

5.   Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην ΕΑΤ κάθε ανάκληση άδειας λειτουργίας μαζί με τους λόγους της σχετικής ανάκλησης.

Άρθρο 21

Παρέκκλιση για πιστωτικά ιδρύματα τα οποία συνδέονται κατά τρόπο μόνιμο με κεντρικό οργανισμό

1.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να παρεκκλίνουν από τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 10 και 12 και 13 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας όσον αφορά πιστωτικό ίδρυμα που αναφέρεται στο άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται σε αυτόν.

Τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρήσουν και να χρησιμοποιούν το ισχύον εθνικό δίκαιο όσον αφορά την εφαρμογή αυτής της παρέκκλισης, εφόσον δεν συγκρούεται με την παρούσα οδηγία ή με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

2.   Όταν οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν την παρέκκλιση της παραγράφου1, τα άρθρα 17, 33, 34 και 35, το άρθρο 36 παράγραφοι 1 έως 3, τα άρθρα 39 έως 46, ο τίτλος VII κεφάλαιο 2 τμήμα ΙΙ και ο τίτλος VII κεφάλαιο 4 εφαρμόζονται στο σύνολο που αποτελείται από τον κεντρικό οργανισμό και τα ιδρύματα που συνδέονται με αυτόν.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ 2

Ειδική συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα

Άρθρο 22

Κοινοποίηση και εκτίμηση προτεινόμενων αποκτήσεων συμμετοχής

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο («υποψήφιος αγοραστής») το οποίο, μεμονωμένα ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα, έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα, είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα, ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα όρια του 20 %, του 30 % ή του 50 %, ή ώστε το πιστωτικό ίδρυμα να καταστεί θυγατρική του επιχείρηση («προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής»), απευθύνει κοινοποίηση στις αρμόδιες αρχές του πιστωτικού ιδρύματος στο οποίο επιδιώκει είτε να αποκτήσει είτε να αυξήσει την ειδική συμμετοχή εγγράφως πριν από την απόκτηση, προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής και τις σχετικές πληροφορίες, όπως εξειδικεύονται σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 4. Τα κράτη μέλη δεν οφείλουν να εφαρμόζουν το ελάχιστο όριο του 30 % όταν, βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 3 στοιχείο α) της οδηγίας 2004/109/ΕΚ, εφαρμόζουν το ελάχιστο όριο του ενός τρίτου.

2.   Οι αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν εγγράφως στον υποψήφιο αγοραστή ότι παρέλαβαν κοινοποίηση κατά την παράγραφο 1 ή επιπλέον πληροφορίες κατά την παράγραφο 3 αμελλητί και σε κάθε περίπτωση εντός δύο εργάσιμων ημερών από την παραλαβή.

Οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν μέγιστη προθεσμία 60 εργασίμων ημερών από την ημερομηνία της γραπτής επιβεβαίωσης της παραλαβής της κοινοποίησης και όλων των εγγράφων που τα κράτη μέλη απαιτούν να επισυνάπτονται στην κοινοποίηση βάσει του καταλόγου που προβλέπει το άρθρο 23 παράγραφος 4 («περίοδος εκτίμησης»), προκειμένου να διενεργήσουν την εκτίμηση που προβλέπεται στο άρθρο 23 παράγραφος 1 («εκτίμηση»).

Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν τον υποψήφιο αγοραστή, κατά την επιβεβαίωση της παραλαβής, για την ημερομηνία λήξης της περιόδου εκτίμησης.

3.   Οι αρμόδιες αρχές δύνανται, εν ανάγκη, κατά την περίοδο εκτίμησης και όχι μετά την πεντηκοστή εργάσιμη ημέρα της περιόδου εκτίμησης, να ζητούν περαιτέρω πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την ολοκλήρωση της εκτίμησης. Το αίτημα αυτό υποβάλλεται εγγράφως και καθορίζονται τα αναγκαία συμπληρωματικά πληροφοριακά στοιχεία.

Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήθηκαν οι πληροφορίες από τις αρμόδιες αρχές και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψήφιου αγοραστή, αναστέλλεται η περίοδος εκτίμησης. Η αναστολή δεν υπερβαίνει τις 20 εργάσιμες ημέρες. Οι αρμόδιες αρχές έχουν τη διακριτική ευχέρεια να υποβάλλουν περαιτέρω αιτήματα για τη συμπλήρωση ή τη διευκρίνιση των πληροφοριών, τούτο όμως δεν συνεπάγεται αναστολή της περιόδου εκτίμησης.

4.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να παρατείνουν την αναστολή της παραγράφου 3 δεύτερο εδάφιο έως 30 εργάσιμες ημέρες, εάν ο υποψήφιος αγοραστής είναι εγκατεστημένος ή υπόκειται σε κανονιστικό πλαίσιο σε τρίτη χώρα ή είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο μη υποκείμενο σε εποπτεία δυνάμει της παρούσας οδηγίας ή δυνάμει των οδηγιών 2009/65/ΕΚ, 2009/138/ΕΚ ή 2004/39/ΕΚ.

5.   Εάν οι αρμόδιες αρχές αποφασίσουν να αντιταχθούν στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, ενημερώνουν εγγράφως τον υποψήφιο αγοραστή, εντός δύο εργασίμων ημερών από την ολοκλήρωση της εκτίμησης και χωρίς να υπερβαίνουν την περίοδο εκτίμησης, εκθέτοντας τους λόγους. Υπό την επιφύλαξη του εθνικού δικαίου, η δέουσα αιτιολόγηση της απόφασης μπορεί να δημοσιοποιείται κατόπιν αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή. Αυτό δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να επιτρέπουν στην αρμόδια αρχή να προβαίνει στην εν λόγω δημοσιοποίηση άνευ αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή.

6.   Εάν οι αρμόδιες αρχές δεν αντιταχθούν εγγράφως στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, εντός της περιόδου εκτίμησης, τότε η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίθηκε.

7.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ορίζουν μέγιστη προθεσμία για την ολοκλήρωση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής και να παρατείνουν την προθεσμία αυτή, οσάκις ενδείκνυται.

8.   Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν απαιτήσεις για την κοινοποίηση στις αρμόδιες αρχές ή την έγκριση από αυτές άμεσης ή έμμεσης απόκτησης δικαιωμάτων ψήφου ή κεφαλαίου αυστηρότερες από τις προβλεπόμενες στην παρούσα οδηγία.

9.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει κοινές διαδικασίες, έντυπα και υποδείγματα για τη διαδικασία διαβούλευσης μεταξύ των ενδιαφερόμενων αρμόδιων υπηρεσιών κατά το άρθρο 24.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα σχέδια τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στις παραγράφους 9 και 10 στην Επιτροπή το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 23

Κριτήρια εκτίμησης

1.   Κατά την εκτίμηση της κοινοποίησης του άρθρου 22 παράγραφος 1 και των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 22 παράγραφος 3, οι αρμόδιες αρχές, προκειμένου να εξασφαλίσουν την ορθή και συνετή διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος για το οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής, και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αγοραστή στο πιστωτικό ίδρυμα, εκτιμούν την καταλληλότητα του υποψήφιου αγοραστή και την ορθότητα της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής από χρηματοοικονομική άποψη, σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

τη φήμη του υποψήφιου αγοραστή,

β)

τη φήμη, τη γνώση, τις δεξιότητες και την πείρα, όπως ορίζεται στο άρθρο 91 παράγραφος 1, οιουδήποτε μέλους του διοικητικού οργάνου και οιουδήποτε ανώτερου διοικητικού στελέχους θα διευθύνει τις δραστηριότητες του πιστωτικού ιδρύματος κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής,

γ)

τη χρηματοοικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή, ιδίως ως προς το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται ή προβλέπεται ότι θα ασκούνται από το πιστωτικό ίδρυμα για το οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής,

δ)

την ικανότητα του πιστωτικού ιδρύματος να συμμορφώνεται και να συνεχίσει να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και, κατά περίπτωση, βάσει του ενωσιακού δικαίου, κυρίως των οδηγιών 2002/87/ΕΚ και 2009/110/ΕΚ, όπως το κατά πόσον ο όμιλος του οποίου θα καταστεί μέλος διαθέτει δομή που καθιστά δυνατή την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας, την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και τον προσδιορισμό της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ τους,

ε)

κατά πόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (21), ή ότι η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής είναι δυνατόν να αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο.

2.   Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να αντιταχθούν στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής μόνον εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι γι’ αυτό, με βάση τα κριτήρια της παραγράφου 1 ή εάν οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από τον υποψήφιο αγοραστή δεν είναι πλήρεις.

3.   Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν εκ των προτέρων όρους όσον αφορά το ύψος της συμμετοχής που πρέπει να αποκτηθεί, ούτε επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές τους να εξετάζουν την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής με βάση τις οικονομικές ανάγκες της αγοράς.

4.   Τα κράτη μέλη δημοσιοποιούν κατάλογο με τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διενέργεια της εκτίμησης, οι οποίες πρέπει να υποβάλλονται στις αρμόδιες αρχές κατά τη στιγμή της κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 22 παράγραφος 1. Οι απαιτούμενες πληροφορίες είναι ανάλογες και προσαρμοσμένες στη φύση του υποψηφίου αγοραστή και της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής. Τα κράτη μέλη δεν απαιτούν πληροφορίες που δεν είναι σχετικές με την προληπτική εκτίμηση.

5.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 22 παράγραφοι 2, 3 και 4, εάν κοινοποιηθούν στην αρμόδια αρχή δύο ή περισσότερες προτάσεις για απόκτηση ή αύξηση ειδικών συμμετοχών στο ίδιο πιστωτικό ίδρυμα, η αρμόδια αρχή αντιμετωπίζει όλους τους υποψήφιους αγοραστές αμερόληπτα.

Άρθρο 24

Συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών

1.   Οι οικείες αρμόδιες αρχές, κατά την εκτίμηση της απόκτησης συμμετοχής, διαβουλεύονται εκτενώς μεταξύ τους, εφόσον ο υποψήφιος αγοραστής είναι:

α)

πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων ή εταιρεία διαχείρισης κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο β) της οδηγίας 2009/65/ΕΚ («εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ»), με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής,

β)

η μητρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, επιχείρησης επενδύσεων ή εταιρείας διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής,

γ)

φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων ή εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής.

2.   Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, εκατέρωθεν, κάθε ουσιαστική ή σχετική πληροφορία για την εκτίμηση της απόκτησης. Στο πλαίσιο αυτό, οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν, εκατέρωθεν, κατόπιν αιτήματος στις άλλες αρμόδιες αρχές, κάθε σχετική πληροφορία και γνωστοποιούν, με δική τους πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικής σημασίας πληροφορίες. Στην απόφαση της αρμόδιας αρχής που έχει εκδώσει την άδεια λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος για το οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής, πρέπει να επισημαίνονται οι τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις τις οποίες εξέφρασε η αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία του υποψήφιου αγοραστή.

Άρθρο 25

Κοινοποίηση στην περίπτωση διάθεσης συμμετοχής

Τα κράτη μέλη απαιτούν από κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο αποφάσισε να διαθέσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα, να το κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές γραπτώς πριν από τη διάθεση συμμετοχής, προσδιορίζοντας το ύψος της σχετικής συμμετοχής. Το εν λόγω πρόσωπο κοινοποιεί επίσης στις αρμόδιες αρχές την απόφασή του να μειώσει την ειδική συμμετοχή του κατά τρόπον ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να μειωθεί κάτω από τα όρια του 20 %, του 30 % ή του 50 % ή ώστε το πιστωτικό ίδρυμα να παύσει να είναι θυγατρική του. Τα κράτη μέλη δεν οφείλουν να εφαρμόζουν το ελάχιστο όριο του 30 % όταν, βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 3 στοιχείο α) της οδηγίας 2004/109/ΕΚ, εφαρμόζουν το ελάχιστο όριο του ενός τρίτου.

Άρθρο 26

Υποχρεώσεις ενημέρωσης και κυρώσεις

1.   Τα πιστωτικά ιδρύματα, μόλις πληροφορηθούν αποκτήσεις ή εκχωρήσεις συμμετοχών στο κεφάλαιό τους οι οποίες αυξάνουν ή μειώνουν τα ποσοστά συμμετοχής πάνω ή κάτω από τα όρια που αναφέρονται στο άρθρο 22 παράγραφος 1 και το άρθρο 25, ενημερώνουν σχετικά τις αρμόδιες αρχές.

Τα πιστωτικά ιδρύματα των οποίων οι κινητές αξίες είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ανακοινώνουν στις αρμόδιες αρχές, τουλάχιστον ετησίως, τα ονόματα των μετόχων ή εταίρων που έχουν ειδικές συμμετοχές καθώς και τα ποσοστά των συμμετοχών αυτών, όπως προκύπτουν, ιδίως, από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά την ετήσια γενική συνέλευση των μετόχων ή εταίρων ή από τις πληροφορίες που λαμβάνονται δυνάμει των υποχρεώσεων που υπέχουν οι εταιρείες των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά.

2.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, σε περίπτωση που η επιρροή των προσώπων στα οποία αναφέρεται το άρθρο 22 παράγραφος 1 είναι δυνατόν να αποβεί εις βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης του ιδρύματος, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για να τερματισθεί αυτή ή κατάσταση, όπως προσωρινά μέτρα, κυρώσεις, υπό την επιφύλαξη των άρθρων 65 έως 72, κατά των μελών του διοικητικού οργάνου και των διευθυντικών στελεχών ή αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από μετοχές ή μερίδια που κατέχουν οι μέτοχοι ή οι εταίροι του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος.

Παρόμοια μέτρα εφαρμόζονται κατά των φυσικών ή νομικών προσώπων που παραβαίνουν την υποχρέωση να ενημερώνουν προηγουμένως τις αρχές όπως ορίζεται στο άρθρο 22 παράγραφος 1 και υπό την επιφύλαξη των άρθρων 65 έως 72.

Σε περίπτωση που αποκτηθεί συμμετοχή παρά την αντίθεση των αρμόδιων αρχών, τα κράτη μέλη, ανεξάρτητα από άλλες κυρώσεις που μπορούν να θεσπίσουν, προβλέπουν είτε την αναστολή της άσκησης των αντίστοιχων δικαιωμάτων ψήφου, είτε την ακυρότητα ή δυνατότητα ακύρωσης των σχετικών ψήφων.

Άρθρο 27

Κριτήρια ειδικής συμμετοχής

Προκειμένου να προσδιορισθεί εάν πληρούνται τα κριτήρια ειδικής συμμετοχής όπως αναφέρονται στα άρθρα 22, 25 και 26, λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου που προβλέπουν τα άρθρα 9, 10 και 11 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ και οι όροι για την άθροισή τους που προβλέπονται στο άρθρο 12 παράγραφοι 4 και 5 της εν λόγω οδηγίας.

Όταν καθορίζουν εάν πληρούνται τα κριτήρια ειδικής συμμετοχής του άρθρου 26, τα κράτη μέλη δεν λαμβάνουν υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή τις μετοχές με δικαίωμα ψήφου τις οποίες κατέχουν ιδρύματα ως αποτέλεσμα αναδοχής ή τοποθέτησης χρηματοοικονομικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με το σημείο 6 του τμήματος Α του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, υπό τον όρο ότι τα εν λόγω δικαιώματα δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλο τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διοίκηση του εκδότη και εφόσον μεταβιβάζονται εντός ενός έτους από την απόκτηση.

ΤΙΤΛΟΣ IV

ΑΡΧΙΚΌ ΚΕΦΆΛΑΙΟ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΉΣΕΩΝ ΕΠΕΝΔΎΣΕΩΝ

Άρθρο 28

Αρχικό κεφάλαιο των επιχειρήσεων επενδύσεων

1.   Το αρχικό κεφάλαιο των επιχειρήσεων επενδύσεων αποτελείται μόνο από ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ε) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

2.   Όλες οι επιχειρήσεις επενδύσεων, πέραν αυτών που προβλέπονται στο άρθρο 29, πρέπει να έχουν αρχικό κεφάλαιο 730 000 EUR.

Άρθρο 29

Αρχικό κεφάλαιο ιδιαίτερων τύπων επιχειρήσεων επενδύσεων

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες δεν προβαίνουν σε αγοραπωλησίες χρηματοοικονομικών μέσων για ίδιο λογαριασμό ούτε αναλαμβάνουν την αναδοχή έκδοσης χρηματοοικονομικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, αλλά που κατέχουν ρευστά ή τίτλους πελατών και οι οποίες προσφέρουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες υπηρεσίες, πρέπει να έχουν αρχικό κεφάλαιο 125 000 EUR:

α)

λήψη και διαβίβαση εντολών των επενδυτών όσον αφορά χρηματοοικονομικά μέσα,

β)

εκτέλεση εντολών των επενδυτών όσον αφορά χρηματοοικονομικά μέσα,

γ)

διαχείριση ατομικών χαρτοφυλακίων επενδύσεων σε χρηματοοικονομικά μέσα.

2.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν σε επιχειρήσεις επενδύσεων που εκτελούν εντολές πελατών για χρηματοοικονομικά μέσα να κατέχουν τέτοια μέσα για ίδιο λογαριασμό, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η λήψη τέτοιων θέσεων οφείλεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι η επιχείρηση επενδύσεων δεν είναι ικανή να εξασφαλίσει την επακριβή κάλυψη των εντολών των επενδυτών,

β)

η συνολική αγοραία αξία αυτών των θέσεων δεν υπερβαίνει το 15 % του αρχικού κεφαλαίου της επιχείρησης,

γ)

η επιχείρηση πληροί τις απαιτήσεις που καθορίζονται στα άρθρα 92 έως 95 και στο τέταρτο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

δ)

οι θέσεις αυτές έχουν συμπτωματικό και προσωρινό χαρακτήρα και είναι αυστηρά περιορισμένες στο διάστημα που απαιτείται για τη διεκπεραίωση της εν λόγω συναλλαγής.

3.   Τα κράτη μέλη δύνανται να μειώσουν το προβλεπόμενο στην παράγραφο 1 ποσό σε 50 000 EUR εφόσον η επιχείρηση δεν έχει άδεια να κατέχει ρευστά ή τίτλους των πελατών, ούτε να αγοράζει και να πωλεί για ίδιο λογαριασμό, ούτε να αναλαμβάνει την αναδοχή έκδοσης χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης.

4.   Η κατοχή θέσεων εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών σε χρηματοοικονομικά μέσα για την επένδυση ιδίων κεφαλαίων δεν θεωρείται αγοραπωλησία για ίδιο λογαριασμό ως προς τις υπηρεσίες της παραγράφου 1 ή για τους σκοπούς της παραγράφου 3.

Άρθρο 30

Αρχικό κεφάλαιο τοπικών επιχειρήσεων

Οι τοπικές επιχειρήσεις πρέπει να έχουν αρχικό κεφάλαιο 50 000 EUR εφόσον απολαύουν του δικαιώματος ελεύθερης εγκατάστασης ή ελεύθερης παροχής υπηρεσιών που προβλέπονται στα άρθρα 31 και 32 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

Άρθρο 31

Κάλυψη για επιχειρήσεις που δεν επιτρέπεται να κατέχουν ρευστά ή τίτλους πελατών

1.   Για τις επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2) στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η κάλυψη λαμβάνει μια από τις ακόλουθες μορφές:

α)

αρχικό κεφάλαιο 50 000 EUR,

β)

ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης καλύπτουσα ολόκληρο το έδαφος της Ένωσης ή ισοδύναμη εγγύηση κατά της ευθύνης από επαγγελματική αμέλεια, για ποσό 1 000 000 EUR τουλάχιστον ανά απαίτηση και συνολικά 1 500 000 EUR κατ’ έτος για όλες τις απαιτήσεις,

γ)

συνδυασμό αρχικού κεφαλαίου και ασφάλισης επαγγελματικής ευθύνης με τρόπο που να οδηγεί σε επίπεδο κάλυψης αντίστοιχο με το εξασφαλιζόμενο με τα στοιχεία α) ή β).

Η Επιτροπή αναθεωρεί περιοδικά τα ποσά που εμφαίνονται στο πρώτο εδάφιο.

2.   Όταν επιχείρηση επενδύσεων που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2) στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 είναι επίσης εγγεγραμμένη σε μητρώο βάσει της οδηγίας 2002/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση (22), οφείλει να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του άρθρου 4 παράγραφος 3 της εν λόγω οδηγίας, επιπλέον δε να διαθέτει ως κάλυψη:

α)

αρχικό κεφάλαιο 25 000 EUR,

β)

ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης καλύπτουσα ολόκληρο το έδαφος της Ένωσης ή ισοδύναμη εγγύηση κατά της ευθύνης από επαγγελματική αμέλεια, για ποσό 500 000 EUR τουλάχιστον ανά απαίτηση και συνολικά 750 000 EUR κατ’ έτος για όλες τις απαιτήσεις,

γ)

συνδυασμό αρχικού κεφαλαίου και ασφάλισης επαγγελματικής ευθύνης με τρόπο που να οδηγεί σε επίπεδο κάλυψης αντίστοιχο με το εξασφαλιζόμενο με τα στοιχεία α) ή β).

Άρθρο 32

Προστατευτική διάταξη

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 28 παράγραφος 2, το άρθρο 29 παράγραφοι 1 και 3 και το άρθρο 30, τα κράτη μέλη μπορούν να παρατείνουν την άδεια λειτουργίας επιχειρήσεων επενδύσεων και επιχειρήσεων που καλύπτονται από το άρθρο 30 που ήδη λειτουργούσαν στις ή πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1995 και των οποίων τα ίδια κεφάλαια είναι κατώτερα από τα επίπεδα αρχικού κεφαλαίου που ορίζονται στο άρθρο 28 παράγραφος 2, στο άρθρο 29 παράγραφοι 1 και 3 και στο άρθρο 30.

Τα ίδια κεφάλαια όλων αυτών των επιχειρήσεων επενδύσεων ή των επιχειρήσεων δεν μπορούν να είναι κατώτερα από το υψηλότερο επίπεδο αναφοράς στο οποίο έχουν φθάσει μετά την 23η Μαρτίου 1993. Το επίπεδο αναφοράς είναι ο μέσος όρος του ημερήσιου ύψους των ιδίων κεφαλαίων, υπολογιζόμενος επί του εξαμήνου που προηγείται της ημερομηνίας υπολογισμού. Το εν λόγω επίπεδο αναφοράς υπολογίζεται ανά εξάμηνο επί της αντίστοιχης προηγηθείσης περιόδου.

2.   Σε περίπτωση που ο έλεγχος μιας επιχείρησης επενδύσεων ή μιας επιχείρησης που καλύπτεται από την παράγραφο 1 περιέλθει σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο διαφορετικό από εκείνο που ασκούσε τον έλεγχο αυτό στις ή πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1995, τα ίδια κεφάλαια της εν λόγω επιχείρησης επενδύσεων ή επιχείρησης πρέπει να ανέρχονται τουλάχιστον στο επίπεδο που προβλέπεται γι’ αυτήν στο άρθρο 28 παράγραφος 2, στο άρθρο 29 παράγραφοι 1 και 3 και στο άρθρο 30, εκτός από την περίπτωση πρώτης κληρονομικής μεταβίβασης μετά τις 31 Δεκεμβρίου 1995, υπό την προϋπόθεση της έγκρισης των αρμόδιων αρχών και επί διάστημα δέκα το πολύ ετών από την εν λόγω μεταβίβαση.

3.   Σε περίπτωση συγχώνευσης δύο ή περισσοτέρων επιχειρήσεων επενδύσεων ή επιχειρήσεων που καλύπτονται από το άρθρο 30, δεν απαιτείται τα ίδια κεφάλαια της επιχείρησης που προκύπτει από τη συγχώνευση να ανέρχονται στο επίπεδο που προσδιορίζεται στο άρθρο 28 παράγραφος 2, στο άρθρο 29 παράγραφοι 1 και 3 ή στο άρθρο 30. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία το επίπεδο που καθορίζεται στο άρθρο 28 παράγραφος 2, στο άρθρο 29 παράγραφος 1 ή 3 ή στο άρθρο 30 δεν έχει επιτευχθεί, τα ίδια κεφάλαια της επιχείρησης που προκύπτει από τη συγχώνευση δεν μπορούν να είναι κατώτερα από το άθροισμα των ιδίων κεφαλαίων των συγχωνευμένων επιχειρήσεων κατά τη στιγμή της συγχώνευσης.

4.   Τα ίδια κεφάλαια των επιχειρήσεων επενδύσεων και των επιχειρήσεων που καλύπτονται από το άρθρο 30 δεν πρέπει να μειωθούν κάτω από τα επίπεδα που ορίζονται στο άρθρο 28 παράγραφος 2, στο άρθρο 29 παράγραφος 1 ή 3 ή στο άρθρο 30, καθώς και στις παραγράφους 1 και 3 του παρόντος άρθρου.

5.   Εάν οι αρμόδιες αρχές θεωρούν απαραίτητο να πληρούνται οι απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 4, προκειμένου να διασφαλιστεί η φερεγγυότητα αυτών των επιχειρήσεων επενδύσεων και επιχειρήσεων, δεν εφαρμόζονται οι παράγραφοι 1, 2 και 3.

ΤΙΤΛΟΣ V

ΔΙΑΤΆΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΈΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΕΎΘΕΡΗ ΕΓΚΑΤΆΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΕΎΘΕΡΗ ΠΑΡΟΧΉ ΥΠΗΡΕΣΙΏΝ

ΚΕΦΆΛΑΙΟ 1

Γενικές αρχές

Άρθρο 33

Πιστωτικά ιδρύματα

Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του παραρτήματος I μπορούν να ασκούνται στο έδαφός τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 35, του άρθρου 36 παράγραφοι 1, 2 και 3, του άρθρου 39 παράγραφοι 1 και 2 και των άρθρων 40 έως 46, είτε μέσω της εγκατάστασης υποκαταστήματος ή μέσω της παροχής υπηρεσιών, από κάθε πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύεται από τις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους, εφόσον οι δραστηριότητες αυτές καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας.

Άρθρο 34

Χρηματοδοτικά ιδρύματα

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του παραρτήματος I μπορούν να ασκούνται στο έδαφός τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 35, του άρθρου 36 παράγραφοι 1, 2 και 3, του άρθρου 39 παράγραφοι 1 και 2 και των άρθρων 40 έως 46, είτε μέσω της εγκατάστασης υποκαταστήματος ή μέσω της παροχής υπηρεσιών, από κάθε χρηματοδοτικό ίδρυμα άλλου κράτους μέλους, θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος ή κοινή θυγατρική δύο ή περισσοτέρων πιστωτικών ιδρυμάτων, του οποίου το καταστατικό επιτρέπει την άσκηση αυτών των δραστηριοτήτων και το οποίο συγκεντρώνει τις παρακάτω προϋποθέσεις:

α)

η μητρική επιχείρηση ή οι μητρικές επιχειρήσεις έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ως πιστωτικά ιδρύματα στο κράτος μέλος στο δίκαιο του οποίου υπάγεται το χρηματοδοτικό ίδρυμα,

β)

οι εν λόγω δραστηριότητες ασκούνται πράγματι στο ίδιο κράτος μέλος,

γ)

η μητρική επιχείρηση ή οι μητρικές επιχειρήσεις κατέχουν το 90 % τουλάχιστον των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από την κατοχή μεριδίων ή μετοχών του χρηματοδοτικού ιδρύματος,

δ)

η μητρική επιχείρηση ή οι μητρικές επιχειρήσεις αποδεικνύουν στις αρμόδιες αρχές ότι η διαχείριση του χρηματοδοτικού ιδρύματος ασκείται με σύνεση και, εφόσον συγκατατίθενται οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης, δηλώνουν ότι ευθύνονται εις ολόκληρον για τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνει το χρηματοδοτικό ίδρυμα,

ε)

το χρηματοδοτικό ίδρυμα περιλαμβάνεται πράγματι, ιδίως ως προς τις εν λόγω δραστηριότητες, στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση στην οποία υπόκειται η μητρική του επιχείρηση ή καθεμία από τις μητρικές του επιχειρήσεις, σύμφωνα με τον τίτλο VΙΙ κεφάλαιο 3 της παρούσας οδηγίας και το πρώτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ιδίως σε σχέση με τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο άρθρο 92 του εν λόγω κανονισμού, για τον έλεγχο των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων που προβλέπεται στο τέταρτο μέρος του εν λόγω κανονισμού και για τον περιορισμό των συμμετοχών που προβλέπεται στα άρθρα 89 και 90 του εν λόγω κανονισμού.

Η εκπλήρωση των προϋποθέσεων του πρώτου εδαφίου ελέγχεται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης, οι οποίες χορηγούν στο χρηματοδοτικό ίδρυμα σχετικό πιστοποιητικό που επισυνάπτεται στις γνωστοποιήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 35 και 39.

2.   Εάν το χρηματοδοτικό ίδρυμα, όπως περιγράφεται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο, παύσει να πληροί μια από τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλος προέλευσης ενημερώνουν σχετικά τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής και η δραστηριότητα που ασκεί το χρηματοδοτικό ίδρυμα στο κράτος μέλος υποδοχής υπόκειται πλέον στο δίκαιο του κράτους μέλους υποδοχής.

3.   Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στις θυγατρικές ενός χρηματοδοτικού ιδρύματος, όπως περιγράφεται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ 2

Δικαίωμα εγκατάστασης πιστωτικών ιδρυμάτων

Άρθρο 35

Απαίτηση κοινοποίησης και συνεργασία μεταξύ αρμόδιων αρχών

1.   Κάθε πιστωτικό ίδρυμα που επιθυμεί να ιδρύσει υποκατάστημα στο έδαφος άλλου κράτους μέλους προβαίνει σε σχετική κοινοποίηση προς τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσής του.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από το πιστωτικό ίδρυμα το οποίο επιθυμεί την εγκατάσταση υποκαταστήματος σε άλλο κράτος μέλος, να συνοδεύει την κοινοποίηση που προβλέπει η παράγραφος 1 με όλες τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου σκοπεύει να ιδρύσει υποκατάστημα,

β)

πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο αναγράφονται, μεταξύ άλλων, το είδος των προβλεπόμενων δραστηριοτήτων και η οργανωτική δομή του υποκαταστήματος,

γ)

τη διεύθυνση, στο κράτος μέλος υποδοχής, στην οποία είναι δυνατόν να ζητούνται και να παραλαμβάνονται έγγραφα, και

δ)

τα ονόματα των ατόμων που θα είναι υπεύθυνα για τη διοίκηση του υποκαταστήματος.

3.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης, εντός τριών μηνών από την παραλαβή των πληροφοριών της παραγράφου 2, κοινοποιούν τις πληροφορίες αυτές στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής και ενημερώνουν σχετικά το πιστωτικό ίδρυμα, εκτός εάν έχουν λόγους να αμφιβάλλουν για την επάρκεια της διοικητικής οργάνωσης ή της οικονομικής κατάστασης του πιστωτικού ιδρύματος, λαμβάνοντας υπόψη τις προβλεπόμενες δραστηριότητες.

Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης κοινοποιούν, επίσης, το ύψος και τη σύνθεση των ιδίων κεφαλαίων και το άθροισμα των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος δυνάμει του άρθρου 92 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Κατά παρέκκλιση του δευτέρου εδαφίου, στην περίπτωση που ορίζεται στο άρθρο 34, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης κοινοποιούν επίσης το ύψος και τη σύνθεση των ιδίων κεφαλαίων του χρηματοδοτικού ιδρύματος και το συνολικό ποσό έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζονται κατά το άρθρο 92 παράγραφοι 3 και 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του πιστωτικού ιδρύματος που αποτελεί τη μητρική του επιχείρηση.

4.   Εάν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης αρνηθούν να κοινοποιήσουν τις πληροφορίες της παραγράφου 2 στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, γνωστοποιούν τους λόγους της άρνησής τους στο ενδιαφερόμενο πιστωτικό ίδρυμα εντός τριών μηνών από τη λήψη όλων των πληροφοριών.

Η άρνηση κοινοποίησης ή η παράλειψη απάντησης αποτελεί λόγο προσφυγής στη δικαιοσύνη του κράτους μέλους προέλευσης.

5.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει τις πληροφορίες που πρέπει να κοινοποιούνται σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

6.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για την κοινοποίηση αυτών των πληροφοριών.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

7.   Η ΕΑΤ υποβάλλει τα σχέδια τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στις παραγράφους 5 και 6 στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Άρθρο 36

Έναρξη δραστηριοτήτων

1.   Πριν το υποκατάστημα πιστωτικού ιδρύματος αρχίσει να ασκεί τις δραστηριότητές του, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής έχουν προθεσμία δύο μηνών από την παραλαβή των πληροφοριών του άρθρου 35 προκειμένου να οργανώσουν την εποπτεία του πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το κεφάλαιο 4 και να γνωστοποιήσουν, αν χρειάζεται, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, αυτές οι δραστηριότητες θα ασκούνται στο κράτος υποδοχής.

2.   Το υποκατάστημα, μόλις λάβει την κοινοποίηση εκ μέρους των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους υποδοχής ή, σε περίπτωση σιωπής εκ μέρους τους, μόλις λήξει η προθεσμία που προβλέπεται στην παράγραφο 1, μπορεί να εγκατασταθεί και να αρχίσει να ασκεί τις δραστηριότητές του.

3.   Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου των πληροφοριών που γνωστοποιήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφος 2 στοιχεία β), γ) και δ), το πιστωτικό ίδρυμα γνωστοποιεί, γραπτώς, αυτήν τη μεταβολή στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης και του κράτους μέλους υποδοχής, τουλάχιστον ένα μήνα πριν την μεταβολή, ώστε οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης να μπορέσουν να λάβουν απόφαση έπειτα από κοινοποίηση δυνάμει του άρθρου 35 και οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής να λάβουν απόφαση σχετικά με τις προϋποθέσεις της μεταβολής δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

4.   Τα υποκαταστήματα που έχουν αρχίσει τις δραστηριότητές τους, σύμφωνα με τις διατάξεις που ίσχυαν στο κράτος μέλους υποδοχής, πριν από την 1η Ιανουαρίου 1993, θεωρείται ότι έχουν υπαχθεί στις διαδικασίες του άρθρου 35 και στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου. Από την 1η Ιανουαρίου 1993, τα υποκαταστήματα αυτά διέπονται από την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου και από τα άρθρα 33 και 52 και το κεφάλαιο 4.

5.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει τις πληροφορίες που πρέπει να κοινοποιούνται σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

6.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για την κοινοποίηση αυτών των πληροφοριών.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

7.   Η ΕΑΤ υποβάλλει τα σχέδια τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στις παραγράφους 5 και 6 στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Άρθρο 37

Πληροφορίες σχετικά με απορριπτικές αποφάσεις

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή και την ΕΑΤ για τον αριθμό και το είδος των περιπτώσεων για τις οποίες υπήρξαν απορριπτικές αποφάσεις σύμφωνα με το άρθρο 35 και το άρθρο 36 παράγραφος 3.

Άρθρο 38

Συνάθροιση υποκαταστημάτων

Περισσότερες της μιας έδρες εκμετάλλευσης τις οποίες έχει εγκαταστήσει στο ίδιο κράτος μέλος ένα πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει σε άλλο κράτος μέλος θεωρούνται ως ένα μόνον υποκατάστημα.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ 3

Άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών

Άρθρο 39

Διαδικασία κοινοποίησης

1.   Κάθε πιστωτικό ίδρυμα το οποίο επιθυμεί να ασκήσει, για πρώτη φορά, τις δραστηριότητές του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, στο πλαίσιο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης, τις δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του παραρτήματος Ι και τις οποίες σκοπεύει να ασκήσει.

2.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης διαβιβάζουν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής την κοινοποίηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 εντός προθεσμίας ενός μηνός από την παραλαβή της.

3.   Το παρόν άρθρο δεν θίγει τα δικαιώματα που έχουν αποκτηθεί από πιστωτικά ιδρύματα που παρείχαν υπηρεσίες πριν από την 1η Ιανουαρίου 1993.

4.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει τις πληροφορίες που πρέπει να κοινοποιούνται σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

5.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για την κοινοποίηση αυτών των πληροφοριών.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

6.   Η ΕΑΤ υποβάλλει τα σχέδια τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στις παραγράφους 4 και 5 στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ 4

Εξουσίες των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους υποδοχής

Άρθρο 40

Απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων

Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν να απαιτούν, για στατιστικούς σκοπούς, από κάθε πιστωτικό ίδρυμα το οποίο έχει υποκατάστημα στο έδαφός του, να υποβάλλει ανά τακτά χρονικά διαστήματα έκθεση για τις δραστηριότητες που πραγματοποίησε στο έδαφός του.

Οι εκθέσεις αυτές ζητούνται μόνον για ενημερωτικούς ή στατιστικούς σκοπούς, προς εφαρμογή του άρθρου 51 παράγραφος 1, ή για σκοπούς εποπτείας σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο. Υπόκεινται στην τήρηση απαιτήσεων επαγγελματικού απορρήτου που είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 53 παράγραφος 1.

Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν συγκεκριμένα να απαιτούν πληροφορίες από τα πιστωτικά ιδρύματα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο προκειμένου να μπορέσουν να εκτιμήσουν κατά πόσον ένα υποκατάστημα είναι σημαντικό σύμφωνα με το άρθρο 51 παράγραφος 1.

Άρθρο 41

Μέτρα λαμβανόμενα από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης σε σχέση με δραστηριότητες ασκούμενες στο κράτος μέλος υποδοχής

1.   Εάν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, με βάση πληροφορίες που λαμβάνουν από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης δυνάμει του άρθρου 50, διαπιστώσουν ότι ένα πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο διαθέτει υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες στο έδαφός του, πληροί κάποιον από τους ακόλουθους όρους σε σχέση με τις δραστηριότητές του στο εν λόγω κράτος μέλος υποδοχής, ενημερώνουν σχετικά τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης:

α)

το πιστωτικό ίδρυμα δεν συμμορφώνεται προς τις εθνικές διατάξεις μεταφοράς της παρούσας οδηγίας ή προς τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

β)

υπάρχει σοβαρός κίνδυνος το πιστωτικό ίδρυμα να μην συμμορφωθεί προς τις εθνικές διατάξεις μεταφοράς της παρούσας οδηγίας ή προς τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης λαμβάνουν αμελλητί όλα τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το ενδιαφερόμενο πιστωτικό ίδρυμα θα αντιμετωπίσει τη μη συμμόρφωσή του ή θα λάβει μέτρα αποτροπής του κινδύνου μη συμμόρφωσης. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης κοινοποιούν τα εν λόγω μέτρα χωρίς καθυστέρηση στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής.

2.   Εάν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής θεωρούν ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης δεν εκπλήρωσαν ή δεν θα εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους δυνάμει της παραγράφου 1 δεύτερο εδάφιο, μπορούν να παραπέμψουν το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσουν τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Εάν ενεργήσει η ΕΑΤ σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, λαμβάνει οιαδήποτε απόφαση δυνάμει του άρθρου 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού εντός 24 ωρών. Η ΕΑΤ μπορεί επίσης να συνδράμει τις αρμόδιες αρχές στην επίτευξη συμφωνίας με δική της πρωτοβουλία, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του εν λόγω κανονισμού.

Άρθρο 42

Αιτιολόγηση και κοινοποίηση

Κάθε μέτρο που λαμβάνεται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 41 παράγραφος 1 ή των άρθρων 43 ή 44 και επιβάλλει κυρώσεις ή περιορισμούς στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών ή στην ελεύθερη εγκατάσταση, πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένο και να κοινοποιείται στο ενδιαφερόμενο πιστωτικό ίδρυμα.

Άρθρο 43

Προληπτικά μέτρα

1.   Προτού ακολουθήσουν τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 41, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν, σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης, ενόσω εκκρεμεί η λήψη μέτρων από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης ή μέτρων εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας 2001/24/ΕΚ, να λαμβάνουν τα αναγκαία προληπτικά μέτρα για προστασία από ενδεχόμενη χρηματοοικονομική αστάθεια που θα απειλούσε σοβαρά τα συλλογικά συμφέροντα των καταθετών, των επενδυτών και των πελατών στο κράτος μέλος υποδοχής.

2.   Τα προληπτικά μέτρα της παραγράφου 1 είναι αναλογικά προς τον σκοπό τους να προστατεύσουν από ενδεχόμενη χρηματοοικονομική αστάθεια που θα απειλούσε σοβαρά τα συλλογικά συμφέροντα των καταθετών, των επενδυτών και των πελατών στο κράτος μέλος υποδοχής. Σε αυτά τα προληπτικά μέτρα μπορεί να περιλαμβάνεται η αναστολή πληρωμών. Δεν πρέπει να οδηγούν σε προνομιακή μεταχείριση των πιστωτών του πιστωτικού ιδρύματος στο κράτος μέλος υποδοχής έναντι των πιστωτών του σε άλλα κράτη μέλη.

3.   Τα τυχόν ληφθέντα δυνάμει της παραγράφου 1 προληπτικά μέτρα παύουν να ισχύουν μόλις οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές του κράτους μέλους προέλευσης λάβουν μέτρα εξυγίανσης δυνάμει του άρθρου 3 της οδηγίας 2001/24/ΕΚ.

4.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής αίρουν τα προληπτικά μέτρα μόλις θεωρήσουν ότι τα εν λόγω μέτρα έχουν καταστεί άνευ αντικειμένου βάσει του άρθρου 41, εκτός εάν παύσουν να ισχύουν σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

5.   Η Επιτροπή, η ΕΑΤ και οι αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών ενημερώνονται αμελλητί για τα προληπτικά μέτρα που λαμβάνονται δυνάμει της παραγράφου 1.

Εάν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης ή οποιουδήποτε άλλου θιγόμενου κράτους μέλους έχουν αντιρρήσεις ως προς τα μέτρα που λήφθηκαν από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, μπορούν να παραπέμψουν το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσουν τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Εάν ενεργήσει η ΕΑΤ σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, λαμβάνει οιαδήποτε απόφαση δυνάμει του άρθρου 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού εντός 24 ωρών. Η ΕΑΤ μπορεί επίσης να συνδράμει τις αρμόδιες αρχές στην επίτευξη συμφωνίας με δική της πρωτοβουλία σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του εν λόγω κανονισμού.

Άρθρο 44

Εξουσίες των κρατών μελών υποδοχής

Τα κράτη μέλη υποδοχής δικαιούνται, κατά παρέκκλιση των άρθρων 40 και 41, να ασκούν τις εξουσίες που τους παρέχονται βάσει της παρούσας οδηγίας και να λαμβάνουν τα ενδεδειγμένα μέτρα για την πρόληψη ή την καταστολή των παραβάσεων που διαπράττονται στο έδαφός τους των κανόνων που έχουν θεσπίσει σύμφωνα με την παρούσα οδηγία ή για λόγους γενικού συμφέροντος. Μπορούν μεταξύ άλλων να απαγορεύσουν σε παρατυπούντα πιστωτικά ιδρύματα να προβούν σε νέες πράξεις στο έδαφός τους.

Άρθρο 45

Μέτρα μετά την ανάκληση άδειας λειτουργίας

Σε περίπτωση ανάκλησης άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνουν αμελλητί τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να εμποδίσουν το συγκεκριμένο πιστωτικό ίδρυμα να προβεί σε νέες πράξεις στο έδαφός του και να διασφαλίσουν τα συμφέροντα των καταθετών.

Άρθρο 46

Διαφήμιση

Το παρόν κεφάλαιο δεν εμποδίζει τα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος να διαφημίζουν τις υπηρεσίες τις οποίες παρέχουν με όλα τα μέσα επικοινωνίας που υπάρχουν στο κράτος μέλος υποδοχής, τηρουμένων των κανόνων που ενδεχομένως διέπουν τον τύπο και το περιεχόμενο της εν λόγω διαφήμισης και έχουν θεσπιστεί για λόγους γενικού συμφέροντος.

ΤΙΤΛΟΣ VI

ΣΧΈΣΕΙΣ ΜΕ ΤΡΊΤΕΣ ΧΏΡΕΣ

Άρθρο 47

Κοινοποίηση σε σχέση με υποκαταστήματα τρίτων χωρών και τους όρους πρόσβασης για τα πιστωτικά ιδρύματα στα οποία ανήκουν τα εν λόγω υποκαταστήματα

1.   Τα κράτη μέλη δεν εφαρμόζουν επί των υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν την έδρα τους σε τρίτη χώρα, κατά την έναρξη ή κατά τη συνέχιση άσκησης της δραστηριότητάς τους, διατάξεις που οδηγούν σε ευνοϊκότερο καθεστώς από εκείνο στο οποίο υπόκεινται τα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν την έδρα τους εντός της Ένωσης.

2.   Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην Επιτροπή, την ΕΑΤ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών που συστάθηκε με την απόφαση 2004/10/ΕΚ της Επιτροπής (23) όλες τις άδειες λειτουργίας υποκαταστημάτων που χορηγούνται σε πιστωτικά ιδρύματα που έχουν την έδρα τους σε τρίτη χώρα.

3.   Η Ένωση μπορεί, μέσω συμφωνιών που συνάπτει με μία ή περισσότερες τρίτες χώρες, να συμφωνεί με την εφαρμογή διατάξεων οι οποίες προσφέρουν στα υποκαταστήματα πιστωτικού ιδρύματος που έχει την έδρα του σε τρίτη χώρα την ίδια μεταχείριση στο σύνολο της επικράτειας της Ένωσης.

Άρθρο 48

Συνεργασία στον τομέα της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση με τις εποπτικές αρχές τρίτων χωρών

1.   Η Επιτροπή μπορεί να υποβάλει προτάσεις στο Συμβούλιο, είτε κατόπιν αιτήσεως ενός κράτους μέλους είτε με δική της πρωτοβουλία, για τη διαπραγμάτευση συμφωνιών με μια ή περισσότερες τρίτες χώρες, με σκοπό τον καθορισμό των τρόπων άσκησης της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση ως προς:

α)

τα ιδρύματα η μητρική επιχείρηση των οποίων εδρεύει σε τρίτη χώρα ή

β)

τα ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα σε τρίτη χώρα και οι μητρικές επιχειρήσεις των οποίων είναι ιδρύματα, χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που εδρεύουν στην Ένωση.

2.   Οι συμφωνίες της παραγράφου 1 αποσκοπούν ιδίως στη διασφάλιση ότι:

α)

οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μπορούν να συγκεντρώνουν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εποπτεία, βάσει της ενοποιημένης οικονομικής τους κατάστασης, ιδρυμάτων, χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών εγκατεστημένων στην Ένωση, που έχουν ως θυγατρικές ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα ευρισκόμενα σε τρίτη χώρα ή κατέχουν συμμετοχή σε αυτές,

β)

οι εποπτικές αρχές τρίτων χωρών μπορούν να συγκεντρώνουν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εποπτεία μητρικών επιχειρήσεων που εδρεύουν στο έδαφός τους και έχουν ως θυγατρικές ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα ευρισκόμενα σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη ή κατέχουν συμμετοχή σε αυτές και

γ)

η ΕΑΤ μπορεί να λαμβάνει από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών τις πληροφορίες που αυτές έχουν λάβει από τις εθνικές αρχές τρίτων χωρών, σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

3.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 218 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών, εξετάζει τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 και την κατάσταση που προκύπτει από αυτές.

4.   Η ΕΑΤ παρέχει συνδρομή στην Επιτροπή για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου σύμφωνα με το άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

ΤΙΤΛΟΣ VII

ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΉ ΕΠΟΠΤΕΊΑ

ΚΕΦΆΛΑΙΟ 1

Αρχές της προληπτικής εποπτείας

Τμημα I

Αρμοδιοτητεσ και καθηκοντα του κρατουσ μελουσ καταγωγησ και του κρατουσ μελουσ υποδοχησ

Άρθρο 49

Αρμοδιότητες των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους προέλευσης και του κράτους μέλους υποδοχής

1.   Η προληπτική εποπτεία επί των ιδρυμάτων, η οποία καλύπτει και τις βάσει των άρθρων 33 και 34 δραστηριότητές τους, ασκείται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρούσας οδηγίας που απονέμουν αρμοδιότητα στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής.

2.   Η παράγραφος 1 δεν θίγει την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση.

3.   Τα μέτρα που λαμβάνονται από το κράτος μέλος υποδοχής δεν προβλέπουν άνιση ή περιοριστική μεταχείριση βάσει του γεγονότος ότι το ίδρυμα έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος.

Άρθρο 50

Συνεργασία αναφορικά με την εποπτεία

1.   Οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερομένων κρατών μελών συνεργάζονται στενά με στόχο την εποπτεία της δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν, ιδίως μέσω υποκαταστήματος, σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, εκτός του κράτους στο οποίο έχουν την έδρα τους. Ανταλλάσσουν όλες τις πληροφορίες που αφορούν τη διοίκηση και το ιδιοκτησιακό καθεστώς αυτών των πιστωτικών ιδρυμάτων και οι οποίες μπορούν να διευκολύνουν την άσκηση εποπτείας και την εξέταση των όρων χορήγησης άδειας λειτουργίας, καθώς και όλες τις πληροφορίες που μπορούν να διευκολύνουν τον έλεγχο των ιδρυμάτων, ιδίως όσον αφορά τη ρευστότητα, τη φερεγγυότητα, την εγγύηση των καταθέσεων, τον περιορισμό των μεγάλων ανοιγμάτων, άλλους παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν τον συστημικό κίνδυνο που αντιπροσωπεύει το ίδρυμα, τη διοικητική και λογιστική οργάνωση και τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου.

2.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης κοινοποιούν πάραυτα στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής κάθε πληροφορία ή διαπίστωση που αφορά την εποπτεία της ρευστότητας, σύμφωνα με το έκτο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τον τίτλο VII κεφάλαιο 3 της παρούσας οδηγίας, των δραστηριοτήτων που ασκεί το ίδρυμα μέσω των υποκαταστημάτων του, στον βαθμό που οι πληροφορίες και οι διαπιστώσεις αυτές είναι σχετικές με την προστασία των καταθετών ή των επενδυτών στο κράτος μέλος υποδοχής.

3.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης ενημερώνουν αμέσως τις αρμόδιες αρχές όλων των κρατών μελών υποδοχής όταν προκύπτει ή αναμένεται ευλόγως να προκύψει κρίση ρευστότητας. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει επίσης λεπτομέρειες σχετικά με τον σχεδιασμό και την εφαρμογή σχεδίου ανάκαμψης καθώς και με ενδεχόμενα προληπτικά εποπτικά μέτρα που λαμβάνονται σε αυτό το πλαίσιο.

4.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης κοινοποιούν και εξηγούν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, εφόσον τους ζητηθεί, με ποιόν τρόπο ελήφθησαν υπόψη οι πληροφορίες και οι διαπιστώσεις που τους κοινοποιήθηκαν από αυτές. Όταν, μετά την κοινοποίηση πληροφοριών και διαπιστώσεων, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής συνεχίζουν να θεωρούν ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης δεν έχουν λάβει κατάλληλα μέτρα, μπορούν, αφού πρώτα ενημερώσουν τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης και την ΕΑΤ, να λάβουν κατάλληλα μέτρα προκειμένου να προληφθούν περαιτέρω παραβάσεις ούτως ώστε να προστατευθούν τα συμφέροντα των καταθετών, των επενδυτών και άλλων στους οποίους παρέχονται υπηρεσίες ή να προστατευθεί η σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος.

Εάν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης διαφωνούν με τα μέτρα που πρόκειται να ληφθούν από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, μπορούν να παραπέμψουν το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσουν τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Εάν ενεργήσει η ΕΑΤ σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, λαμβάνει οιαδήποτε απόφαση εντός ενός μηνός.

5.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να παραπέμπουν στην ΕΑΤ καταστάσεις στις οποίες ένα αίτημα συνεργασίας και ιδίως ένα αίτημα για ανταλλαγή πληροφοριών έχει απορριφθεί ή δεν έχει διεκπεραιωθεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Με την επιφύλαξη του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, σε αυτές τις καταστάσεις η ΕΑΤ μπορεί να ενεργεί σύμφωνα με τις εξουσίες που της παρέχονται με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η ΕΑΤ μπορεί επίσης να συνδράμει τις αρμόδιες αρχές στην επίτευξη συμφωνίας για την ανταλλαγή πληροφοριών δυνάμει του εν λόγω άρθρου με δική της πρωτοβουλία, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του εν λόγω κανονισμού.

6.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

7.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για τις απαιτήσεις ανταλλαγής πληροφοριών, που μπορεί να διευκολύνουν την παρακολούθηση των ιδρυμάτων.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

8.   Η ΕΑΤ υποβάλλει τα σχέδια τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στις παραγράφους 6 και 7 στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Άρθρο 51

Σημαντικά υποκαταστήματα

1.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν να υποβάλλουν αίτημα στον φορέα ενοποιημένης εποπτείας, στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται το άρθρο 112 παράγραφος 1, ή στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης, ώστε υποκατάστημα ιδρύματος πλην επιχείρησης επενδύσεων που υπόκειται στο άρθρο 95 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 να θεωρηθεί σημαντικό.

Σε αυτό το αίτημα εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους το υποκατάστημα πρέπει να θεωρηθεί σημαντικό, με ιδιαίτερη αναφορά στα εξής:

α)

στο κατά πόσον το μερίδιο αγοράς του υποκαταστήματος ως προς τις καταθέσεις υπερβαίνει το 2 % στο κράτος μέλος υποδοχής,

β)

στον πιθανό αντίκτυπο από την αναστολή ή την παύση της λειτουργίας του υποκαταστήματος στη συστημική ρευστότητα και τα συστήματα πληρωμών, διακανονισμού και εκκαθάρισης στο κράτος μέλος υποδοχής,

γ)

στο μέγεθος και τη σημασία του υποκαταστήματος ως προς τον αριθμό των πελατών στο πλαίσιο του τραπεζικού ή χρηματοοικονομικού συστήματος του κράτους μέλους υποδοχής.

Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής, καθώς και, στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται το άρθρο 112 παράγραφος 1, ο φορέας ενοποιημένης εποπτείας, καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να καταλήξουν σε κοινή απόφαση ως προς τον χαρακτηρισμό ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού.

Εάν δεν επιτευχθεί κοινή απόφαση εντός δύο μηνών από τη λήψη του αιτήματος του πρώτου εδαφίου, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής λαμβάνουν αυτοτελώς απόφαση εντός νέας προθεσμίας δύο μηνών σχετικά με το εάν το υποκατάστημα είναι σημαντικό. Κατά τη λήψη της απόφασής τους οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής λαμβάνουν υπόψη τυχόν απόψεις και επιφυλάξεις του φορέα ενοποιημένης εποπτείας ή των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους προέλευσης.

Οι αποφάσεις που αναφέρονται στο τρίτο και τέταρτο εδάφιο εκτίθενται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρη αιτιολογία και διαβιβάζονται στις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές, αναγνωρίζονται δε ως καθοριστικές και εφαρμόζονται από τις αρμόδιες αρχές στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.

Ο χαρακτηρισμός ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις αρμοδιότητες των αρμόδιων αρχών βάσει της παρούσας οδηγίας.

2.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης διαβιβάζουν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής όπου είναι εγκατεστημένο σημαντικό υποκατάστημα τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 117 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ) και εκτελούν τις εργασίες που αναφέρονται στο άρθρο 112 παράγραφος 1 στοιχείο γ) σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής.

Εάν αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης αντιληφθεί κατάσταση έκτακτης ανάγκης, κατά το άρθρο 114 παράγραφος 1, ειδοποιεί αμελλητί τις αρχές που προβλέπονται στο άρθρο 58 παράγραφος 4 και στο άρθρο 59 παράγραφος 1.

Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης διαβιβάζουν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα τα αποτελέσματα των εκτιμήσεων κινδύνων των ιδρυμάτων στα οποία ανήκουν τα εν λόγω υποκαταστήματα όπως αναφέρεται στο άρθρο 97 και, κατά περίπτωση, στο άρθρο 113 παράγραφος 2. Επίσης διαβιβάζουν τις αποφάσεις δυνάμει των άρθρων 104 και 105 στον βαθμό που οι εν λόγω εκτιμήσεις και αποφάσεις αφορούν αυτά τα υποκαταστήματα.

Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης διαβουλεύονται με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα σχετικά με τα επιχειρησιακά μέτρα που απαιτούνται βάσει του άρθρου 86 παράγραφος 11, όταν αυτό ενδείκνυται όσον αφορά τους κινδύνους ρευστότητας στο νόμισμα του κράτους μέλους υποδοχής.

Εάν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης δεν έχουν διαβουλευθεί με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής ή εάν, μετά τη διαβούλευση αυτή, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής επιμένουν ότι τα επιχειρησιακά μέτρα που απαιτούνται βάσει του άρθρου 86 παράγραφος 11 δεν είναι κατάλληλα, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν να παραπέμψουν το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσουν τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

3.   Στις περιπτώσεις για τις οποίες δεν εφαρμόζεται το άρθρο 116, οι αρμόδιες αρχές που εποπτεύουν ένα ίδρυμα με σημαντικά υποκαταστήματα σε άλλα κράτη μέλη συστήνουν σώμα εποπτών υπό την προεδρία τους, προκειμένου να διευκολύνουν τη συνεργασία που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 50. Η σύσταση και η λειτουργία του σώματος βασίζεται σε γραπτούς κανόνες που καθορίζονται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, μετά από διαβούλευση με τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης αποφασίζει ποιες αρμόδιες αρχές συμμετέχουν στις εκάστοτε συνεδριάσεις ή δραστηριότητες του σώματος.

Η απόφαση της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους προέλευσης λαμβάνει υπόψη τη σημασία της εποπτικής δραστηριότητας που προγραμματίζεται ή συντονίζεται για τις αρχές αυτές, ιδίως δε τις ενδεχόμενες επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στα άλλα κράτη μέλη, όπως προβλέπεται στο άρθρο 7, και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης ενημερώνει εκ των προτέρων πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με την οργάνωση αυτών των συνεδριάσεων, τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τις δραστηριότητες προς εξέταση. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης ενημερώνει επίσης εγκαίρως και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με τις δράσεις που αναλαμβάνονται σε αυτές τις συνεδριάσεις ή τα μέτρα που λαμβάνονται.

4.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει τις γενικές προϋποθέσεις λειτουργίας των σωμάτων εποπτών.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

5.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να ρυθμίσει την επιχειρησιακή λειτουργία των σωμάτων εποπτών.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

6.   Η ΕΑΤ υποβάλλει τα σχέδια τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στις παραγράφους 4 και 5 στην Επιτροπή το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014.

Άρθρο 52

Επιτόπιος έλεγχος και επιθεώρηση υποκαταστημάτων εγκατεστημένων σε άλλο κράτος μέλος

1.   Τα κράτη μέλη υποδοχής προβλέπουν ότι, όταν ένα ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ασκεί τη δραστηριότητά του μέσω υποκαταστήματος, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης μπορούν, αφού ενημερώσουν προηγουμένως τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, να προβαίνουν, οι ίδιες ή μέσω εντεταλμένου προς τούτο προσώπου, στον επιτόπιο έλεγχο των πληροφοριών που προβλέπονται στο άρθρο 50 και στις επιθεωρήσεις αυτών των υποκαταστημάτων.

2.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης μπορούν επίσης να προσφεύγουν, για την επιθεώρηση των υποκαταστημάτων, σε μια από τις άλλες διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 118.

3.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής έχουν την εξουσία να διεξάγουν, κατά περίπτωση, επιτόπιους ελέγχους και επιθεωρήσεις των δραστηριοτήτων που αναπτύσσουν τα υποκαταστήματα ιδρυμάτων στο έδαφός τους και να απαιτούν πληροφόρηση από το εκάστοτε υποκατάστημα σχετικά με τις δραστηριότητές του καθώς και για λόγους εποπτείας, εφόσον το κρίνουν σκόπιμο για λόγους σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος στο κράτος μέλος υποδοχής. Πριν από τη διεξαγωγή των εν λόγω ελέγχων και επιθεωρήσεων, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής πραγματοποιούν διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης. Μετά από τους ελέγχους και τις επιθεωρήσεις αυτές, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής διαβιβάζουν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης τις πληροφορίες και τα ευρήματα που είναι σημαντικά για την εκτίμηση κινδύνου του ιδρύματος ή για τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος του κράτους μέλους υποδοχής. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης λαμβάνουν δεόντως υπόψη τις εν λόγω πληροφορίες και τα εν λόγω ευρήματα κατά τον προσδιορισμό του προγράμματος εποπτικής εξέτασης του άρθρου 99, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος του κράτους μέλους υποδοχής.

4.   Οι επιτόπιοι έλεγχοι και επιθεωρήσεις των υποκαταστημάτων διεξάγονται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο διεξάγεται ο έλεγχος ή η επιθεώρηση.

Τμημα II

Ανταλλαγη πληροφοριων και επαγγελματικο απορρητο

Άρθρο 53

Επαγγελματικό απόρρητο

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι όλα τα πρόσωπα που ασκούν ή έχουν ασκήσει δραστηριότητα για λογαριασμό των αρμόδιων αρχών και οι εντεταλμένοι από τις αρμόδιες αρχές ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες υποχρεούνται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου.

Οι εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες περιέρχονται εις γνώσιν αυτών των προσώπων, ελεγκτών ή εμπειρογνωμόνων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους μπορούν να δημοσιοποιούνται μόνο σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, ώστε να μην προκύπτει η ταυτότητα του συγκεκριμένου πιστωτικού ιδρύματος, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο.

Εντούτοις, οσάκις πρόκειται για πιστωτικό ίδρυμα που έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ή του οποίου διατάχθηκε αναγκαστική εκκαθάριση με δικαστική απόφαση, όσες εμπιστευτικές πληροφορίες δεν αφορούν τους τρίτους που αναμείχθηκαν στις προσπάθειες διάσωσής του επιτρέπεται να δημοσιοποιηθούν στο πλαίσιο διαδικασιών του αστικού ή του εμπορικού δικαίου.

2.   Η παράγραφος 1 δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να ανταλλάσσουν μεταξύ τους πληροφορίες ή να διαβιβάζουν πληροφορίες προς το ΕΣΣΚ, την ΕΑΤ ή την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) («ΕΑΚΚΑ») που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (24) σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, με άλλες οδηγίες που εφαρμόζονται στα πιστωτικά ιδρύματα, με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, με τα άρθρα 31, 35 και 36 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και με τα άρθρα 31 και 36 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Οι εν λόγω πληροφορίες υπόκεινται στην παράγραφο 1.

3.   Η παράγραφος 1 δεν εμποδίζει της αρμόδιες αρχές να δημοσιοποιούν τα αποτελέσματα προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων που διενεργούνται σύμφωνα με το άρθρο 100 της παρούσας οδηγίας ή το άρθρο 32 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 ή να κοινοποιούν τα αποτελέσματα προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων στην ΕΑΤ με σκοπό τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων ανά την Ένωση από την ΕΑΤ.

Άρθρο 54

Χρησιμοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών

Οι αρμόδιες αρχές οι οποίες δέχονται εμπιστευτικές πληροφορίες, σύμφωνα με το άρθρο 53, τις χρησιμοποιούν μόνον κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και μόνον για τους κάτωθι σκοπούς:

α)

για να ελέγχουν ότι πληρούνται οι όροι πρόσβασης στη δραστηριότητα πιστωτικού ιδρύματος και να διευκολύνεται ο έλεγχος, σε ατομική και σε ενοποιημένη βάση, των όρων άσκησης αυτής της δραστηριότητας, ιδίως όσον αφορά τον έλεγχο της ρευστότητας, της φερεγγυότητας, των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων καθώς και της διοικητικής και λογιστικής οργάνωσης και των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου,

β)

για την επιβολή κυρώσεων,

γ)

στο πλαίσιο προσφυγής εναντίον απόφασης της αρμόδιας αρχής, συμπεριλαμβανομένων δικαστικών προσφυγών δυνάμει του άρθρου 72,

δ)

στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών που έχουν κινηθεί δυνάμει ειδικών διατάξεων που προβλέπονται από το δίκαιο της Ένωσης στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Άρθρο 55

Συμφωνίες συνεργασίας

Τα κράτη μέλη και η ΕΑΤ, βάσει του άρθρου 33 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, μπορούν να συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας, που προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών, με τις εποπτικές αρχές τρίτων χωρών, καθώς και με αρχές ή οργανισμούς τρίτων χωρών σύμφωνα με το άρθρο 56 και το άρθρο 57 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας, μόνο αν οι δημοσιοποιούμενες πληροφορίες υπόκεινται σε εγγύηση τήρησης των απαιτήσεων επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμων με αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 53 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας. Αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών εξυπηρετεί την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων των εν λόγω αρχών ή οργανισμών.

Όταν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, δημοσιοποιούνται μόνο με τη ρητή συγκατάθεση των αρχών που τις δημοσιοποίησαν και, κατά περίπτωση, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους οι αρχές αυτές δίνουν τη συγκατάθεσή τους.

Άρθρο 56

Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρχών

Το άρθρο 53 παράγραφος 1 και το άρθρο 54 δεν εμποδίζουν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών εντός κράτους μέλους, μεταξύ αρμόδιων αρχών σε διαφορετικά κράτη μέλη ή μεταξύ αρμόδιων αρχών και των κάτωθι, για την εκπλήρωση της εποπτικής τους αποστολής:

α)

αρχών στις οποίες έχει ανατεθεί το δημόσιο καθήκον εποπτείας άλλων οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα και αρχών που έχουν την ευθύνη της εποπτείας των χρηματοοικονομικών αγορών,

β)

αρχών ή οργάνων επιφορτισμένων με την ευθύνη για τη διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος στα κράτη μέλη μέσω της χρήσης μακροπροληπτικών κανόνων,

γ)

οργάνων ή αρχών εξυγίανσης που αποσκοπούν στην προστασία της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος,

δ)

συμβατικών ή θεσμικών συστημάτων προστασίας όπως αναφέρονται στο άρθρο 113 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

ε)

οργάνων που συμμετέχουν στην εκκαθάριση και την πτώχευση ιδρυμάτων και σε άλλες παρεμφερείς διαδικασίες,

στ)

προσώπων τα οποία είναι επιφορτισμένα με τον νόμιμο έλεγχο των λογαριασμών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων.

Το άρθρο 53 παράγραφος 1 και το άρθρο 54 δεν εμποδίζουν τη διαβίβαση, σε οργανισμούς αρμόδιους για τη διαχείριση συστημάτων εγγύησης καταθέσεων και αποζημίωσης των επενδυτών, πληροφοριών που είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση της αποστολής τους.

Οι λαμβανόμενες πληροφορίες σε κάθε περίπτωση υπόκεινται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου που είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 53 παράγραφος 1.

Άρθρο 57

Ανταλλαγή πληροφοριών με όργανα επίβλεψης

1.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 53, 54 και 55, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και των αρχών που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία:

α)

των οργάνων τα οποία συμμετέχουν στην εκκαθάριση και την πτώχευση ιδρυμάτων και σε άλλες παρεμφερείς διαδικασίες,

β)

των συμβατικών ή θεσμικών συστημάτων προστασίας όπως αναφέρονται στο άρθρο 113 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

γ)

προσώπων τα οποία είναι επιφορτισμένα με τον νόμιμο έλεγχο των λογαριασμών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων.

2.   Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη απαιτούν να πληρούνται τουλάχιστον οι εξής προϋποθέσεις:

α)

οι πληροφορίες ανταλλάσσονται για την εκπλήρωση των καθηκόντων της παραγράφου 1,

β)

οι πληροφορίες που λαμβάνονται υπάγονται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου που είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 53 παράγραφος 1,

γ)

όταν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, δεν δημοσιοποιούνται χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών που τις δημοσιοποίησαν και, κατά περίπτωση, μόνον για τους σκοπούς για τους οποίους οι αρχές αυτές δίνουν τη συγκατάθεσή τους.

3.   Με την επιφύλαξη των 53, 54 και 55, τα κράτη μέλη, προς επίρρωση της σταθερότητας και του αδιάβλητου του χρηματοοικονομικού συστήματος, μπορούν να επιτρέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και των αρχών ή των οργάνων που είναι εκ του νόμου αρμόδια για τον εντοπισμό των παραβάσεων του δικαίου των εταιρειών και για την διερεύνηση των παραβάσεων αυτών.

Στις περιπτώσεις αυτές τα κράτη μέλη απαιτούν να πληρούνται τουλάχιστον οι εξής προϋποθέσεις:

α)

οι πληροφορίες ανταλλάσσονται προς το σκοπό της ανίχνευσης και διερεύνησης παραβάσεων του εταιρικού δικαίου,

β)

οι πληροφορίες που λαμβάνονται υπάγονται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου που είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 53 παράγραφος 1,

γ)

όταν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, δεν δημοσιοποιούνται χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών που τις δημοσιοποίησαν και, κατά περίπτωση, μόνον για τους σκοπούς για τους οποίους οι αρχές αυτές δίνουν τη συγκατάθεσή τους.

4.   Εάν οι αρχές ή τα όργανα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 προβαίνουν στον εντοπισμό ή την διερεύνηση παραβάσεων χρησιμοποιώντας τις υπηρεσίες εντεταλμένων προς τούτο, λόγω ειδικών προσόντων, προσώπων που δεν ανήκουν στη δημόσια διοίκηση, ένα κράτος μέλος μπορεί να επεκτείνει τη δυνατότητα ανταλλαγής πληροφοριών που προβλέπεται στην παράγραφο 3 πρώτο εδάφιο και στα πρόσωπα αυτά, σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στην παράγραφο 3 δεύτερο εδάφιο.

5.   Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην ΕΑΤ την ταυτότητα των αρχών ή οργάνων τα οποία μπορούν να λαμβάνουν πληροφορίες δυνάμει του παρόντος άρθρου.

6.   Για την εφαρμογή της παραγράφου 4, οι αρχές ή τα όργανα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 κοινοποιούν στις αρμόδιες αρχές, από τις οποίες προέρχονται οι πληροφορίες, την ταυτότητα και τα ακριβή καθήκοντα των προσώπων στα οποία θα διαβιβασθούν οι εν λόγω πληροφορίες.

Άρθρο 58

Διαβίβαση πληροφοριών που αφορούν νομισματικά θέματα, θέματα προστασίας των καταθέσεων, συστημικά θέματα και θέματα πληρωμών

1.   Καμία διάταξη του παρόντος κεφαλαίου δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να διαβιβάζουν, στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων τους, πληροφορίες προς τους κατωτέρω φορείς:

α)

κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ και άλλοι οργανισμοί με παρόμοια αποστολή όταν ενεργούν υπό την ιδιότητα νομισματικής αρχής, σε περίπτωση που οι πληροφορίες είναι σημαντικές για την άσκηση των εκ του νόμου αποστολών τους, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης νομισματικής πολιτικής και της συναφούς παροχής ρευστότητας, της επίβλεψης συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού και της διαφύλαξης της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος,

β)

συμβατικά ή θεσμικά συστήματα προστασίας όπως αναφέρονται στο άρθρο 113 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

γ)

ενδεχομένως, άλλες δημόσιες αρχές επιφορτισμένες με την εποπτεία των συστημάτων πληρωμής,

δ)

το ΕΣΣΚ, η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) («ΕΑΑΕΣ»), που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (25) και η ΕΑΚΑΑ, όταν οι πληροφορίες είναι σημαντικές για την άσκηση των αποστολών τους σύμφωνα με τους κανονισμούς (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 ή (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για την άρση των εμποδίων που αποτρέπουν τις αρμόδιες αρχές να διαβιβάσουν πληροφορίες σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο.

2.   Καμία διάταξη του παρόντος κεφαλαίου δεν εμποδίζει τις αρχές ή τους οργανισμούς της παραγράφου 1 να κοινοποιούν στις αρμόδιες αρχές τις πληροφορίες που οι τελευταίες τυχόν χρειάζονται για τους σκοπούς του άρθρου 54.

3.   Οι πληροφορίες που λαμβάνονται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 υπάγονται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου που είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 53 παράγραφος 1.

4.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν ότι, σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης όπως προβλέπεται στο άρθρο 114 παράγραφος 1, οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν αμελλητί πληροφορίες στις κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ, όταν αυτές οι πληροφορίες είναι σημαντικές για την άσκηση των εκ του νόμου αποστολών τους, συμπεριλαμβανομένων της άσκησης νομισματικής πολιτικής και της συναφούς παροχής ρευστότητας, της επίβλεψης συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού και της διαφύλαξης της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος και στο ΕΣΣΚ, όταν αυτές οι πληροφορίες είναι σημαντικές για την άσκηση των εκ του νόμου αποστολών του.

Άρθρο 59

Διαβίβαση πληροφοριών σε άλλες οντότητες

1.   Παρά τις διατάξεις του άρθρου 53 παράγραφος 1 και του άρθρου 54, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν, δυνάμει διατάξεων που προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο, τη γνωστοποίηση ορισμένων πληροφοριών σε άλλες δημόσιες υπηρεσίες που είναι αρμόδιες για το δίκαιο περί εποπτείας των ιδρυμάτων, των χρηματοδοτικών ιδρυμάτων και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων καθώς και στους επιθεωρητές τους που είναι εντεταλμένοι από τις εν λόγω υπηρεσίες.

Αυτές οι γνωστοποιήσεις πληροφοριών επιτρέπονται όμως μόνον όταν αυτό είναι αναγκαίο για λόγους προληπτικής εποπτείας, καθώς και πρόληψης και εξυγίανσης υπό πτώχευση ιδρυμάτων. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, τα πρόσωπα που έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες υπάγονται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 53 παράγραφος 1.

Σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης όπως προβλέπεται στο άρθρο 114 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να γνωστοποιούν πληροφορίες συναφείς με τις υπηρεσίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου σε όλα τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν την κοινοποίηση συγκεκριμένων πληροφοριών που αφορούν την προληπτική εποπτεία ιδρυμάτων προς κοινοβουλευτικές εξεταστικές επιτροπές στο κράτος μέλος τους, ελεγκτικά συνέδρια στο κράτος μέλος τους και άλλες παρόμοιες οντότητες στο κράτος μέλος τους, υπό τις εξής προϋποθέσεις:

α)

οι οντότητες έχουν ακριβή εντολή βάσει του εθνικού δικαίου να ερευνούν ή να ελέγχουν τις ενέργειες των αρχών που είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία των ιδρυμάτων ή με τη θέσπιση δικαίου που διέπει αυτή την εποπτεία,

β)

οι πληροφορίες είναι απολύτως αναγκαίες για την εκπλήρωση της εντολής που αναφέρεται στο στοιχείο α),

γ)

τα πρόσωπα που έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες υπόκεινται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου βάσει του εθνικού δικαίου τουλάχιστον ισοδύναμες προς εκείνες που προβλέπονται στο άρθρο 53 παράγραφος 1,

δ)

όταν η πληροφορία προέρχεται από άλλο κράτος μέλος, δεν δημοσιοποιείται χωρίς τη ρητή έγκριση των αρμόδιων αρχών που τις δημοσιοποίησαν και μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους δόθηκε η έγκριση από τις εν λόγω αρχές.

Στο μέτρο που η κοινοποίηση πληροφοριών που αφορά την προληπτική εποπτεία περιλαμβάνει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, οποιαδήποτε επεξεργασία από τις οντότητες του πρώτου εδαφίου τηρεί τους ισχύοντες εθνικούς νόμους για τη μεταφορά της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

Άρθρο 60

Δημοσιοποίηση πληροφοριών που αποκτώνται από επιτόπιους ελέγχους και επιθεωρήσεις

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που λαμβάνονται βάσει του άρθρου 52 παράγραφος 4, του άρθρου 53 παράγραφος 2 και του άρθρου 56, καθώς και οι πληροφορίες που αποκτώνται κατά τους επιτόπιους ελέγχους ή επιθεωρήσεις του άρθρου 52 παράγραφοι 1 και 2, δεν αποτελούν αντικείμενο των γνωστοποιήσεων που προβλέπει το άρθρο 59 χωρίς τη ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής που ανακοίνωσε τις πληροφορίες ή της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους όπου διενεργήθηκε αυτός ο επιτόπιος έλεγχος ή επιθεώρηση.

Άρθρο 61

Γνωστοποίηση πληροφοριών που αφορούν υπηρεσίες εκκαθάρισης και διακανονισμού

1.   Καμία διάταξη του παρόντος κεφαλαίου δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους να ανακοινώνουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στα άρθρα 53, 54 και 55 σε οίκο διακανονισμού και εκκαθάρισης ή άλλο παρόμοιο οργανισμό αναγνωρισμένο από το εθνικό δίκαιο για να παρέχει υπηρεσίες εκκαθάρισης ή διακανονισμού σε αγορά του κράτους μέλους, εάν θεωρούν την ανακοίνωση αυτή αναγκαία για την εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας των οργανισμών αυτών σε σχέση με αθετήσεις, έστω και δυνητικές, παρεμβαινόντων στην αγορά αυτή. Οι πληροφορίες που λαμβάνονται υπόκεινται στις απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου που είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 53 παράγραφος 1.

2.   Εντούτοις, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι βάσει του άρθρου 53 παράγραφος 2 λαμβανόμενες πληροφορίες να μην ανακοινώνονται στις προβλεπόμενες στην παράγραφο 1 περιπτώσεις, χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών που τις δημοσιοποίησαν.

Άρθρο 62

Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας διενεργείται σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ και, κατά περίπτωση, τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

Τμημα III

Υποχρεωσεισ των προσωπων που ειναι επιφορτισμενα με τον ελεγχο των ετησιων και των ενοποιημενων λογαριασμων

Άρθρο 63

Υποχρεώσεις των προσώπων που είναι επιφορτισμένα με τον έλεγχο των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε πρόσωπο, στο οποίο έχει χορηγηθεί άδεια σύμφωνα με την οδηγία 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2006, για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών (26) και το οποίο ασκεί σε ίδρυμα τα καθήκοντα που περιγράφονται στο άρθρο 51 της οδηγίας 78/660/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1978, περί των ετησίων λογαριασμών εταιριών ορισμένων μορφών (27), στο άρθρο 37 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1983, για τους ενοποιημένους λογαριασμούς (28) ή στο άρθρο 73 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ ή κάθε άλλο νόμιμο καθήκον, υποχρεούται τουλάχιστον να γνωστοποιεί ταχέως στις αρμόδιες αρχές κάθε απόφαση ή γεγονός που αφορά το εν λόγω ίδρυμα, των οποίων το συγκεκριμένο πρόσωπο έλαβε γνώση κατά την άσκηση της αποστολής αυτής και τα οποία είναι δυνατόν:

α)

να αποτελούν ουσιαστική παράβαση των νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων οι οποίες θεσπίζουν τις προϋποθέσεις άδειας λειτουργίας ή διέπουν, ειδικά, την άσκηση της δραστηριότητας των ιδρυμάτων,

β)

να θίγουν τη συνέχεια της λειτουργίας του ιδρύματος,

γ)

να οδηγήσουν σε άρνηση της έγκρισης των λογαριασμών ή σε διατύπωση επιφυλάξεων.

Τα κράτη μέλη προβλέπουν τουλάχιστον ότι η ίδια υποχρέωση ισχύει και για το πρόσωπο που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο όσον αφορά τα γεγονότα ή τις αποφάσεις των οποίων έλαβε γνώση το εν λόγω πρόσωπο στο πλαίσιο αποστολής που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, η οποία εκπληρούται σε επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς απορρέοντες από δεσμό ελέγχου με το ίδρυμα στο οποίο το πρόσωπο αυτό εκπληρώνει την εν λόγω αποστολή.

2.   Η καλή τη πίστει κοινολόγηση στις αρμόδιες αρχές, γεγονότων ή αποφάσεων της παραγράφου 1, από πρόσωπα στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια κατά την έννοια της οδηγίας 2006/43/ΕΚ, δεν αποτελεί παράβαση τυχόν περιορισμού κοινολόγησης πληροφοριών που επιβάλλεται συμβατικά ή από νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη και δεν συνεπάγεται καμία ευθύνη για τα πρόσωπα αυτά. Αυτή η κοινολόγηση διενεργείται ταυτόχρονα στο διοικητικό όργανο του ιδρύματος, εφόσον δεν υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι για το αντίθετο.

Τμημα IV

Εποπτικεσ εξουσιεσ, εξουσιεσ επιβολησ κυρωσεων και δικαιωμα προσφυγησ

Άρθρο 64

Εποπτικές εξουσίες και εξουσίες επιβολής κυρώσεων

1.   Στις αρμόδιες αρχές παρέχονται όλες οι εποπτικές εξουσίες για να παρεμβαίνουν στις δραστηριότητες των ιδρυμάτων που είναι αναγκαίες για την άσκηση των καθηκόντων τους, περιλαμβανομένων ειδικότερα του δικαιώματος ανάκλησης άδειας λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 18, των εξουσιών που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 102 και των εξουσιών που ορίζονται στα άρθρα 104 και 105.

2.   Οι αρμόδιες αρχές ασκούν τις εποπτικές τους εξουσίες και τις εξουσίες τους για την επιβολή κυρώσεων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και το εθνικό δίκαιο, με οποιονδήποτε από τους ακόλουθους τρόπους:

α)

άμεσα,

β)

σε συνεργασία με άλλες αρχές,

γ)

υπό την ευθύνη τους με ανάθεση καθηκόντων στις εν λόγω αρχές,

δ)

κατόπιν αιτήσεως προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.

Άρθρο 65

Διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα

1.   Με την επιφύλαξη των εποπτικών εξουσιών των αρμόδιων αρχών που αναφέρονται στο άρθρο 64 και του δικαιώματος των κρατών μελών να προβλέπουν και να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις, τα κράτη μέλη ορίζουν κανόνες όσον αφορά τις διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα όσον αφορά παραβάσεις των εθνικών διατάξεων μεταφοράς της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, λαμβάνουν δε όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζεται η εφαρμογή τους. Όταν τα κράτη μέλη αποφασίζουν να μην θεσπίζουν κανόνες για διοικητικές κυρώσεις για παραβάσεις που υπόκεινται στο εθνικό ποινικό δίκαιο, κοινοποιούν στην Επιτροπή τους σχετικούς κανόνες της ποινικής νομοθεσίας. Οι διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα έχουν αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 εφαρμόζονται σε ιδρύματα, χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, σε περίπτωση παράβασης εθνικών διατάξεων μεταφοράς της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, μπορεί να επιβάλλονται κυρώσεις, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο εθνικό δίκαιο, στα μέλη του διοικητικού οργάνου και σε άλλα φυσικά πρόσωπα τα οποία φέρουν ευθύνη για την παράβαση.

3.   Στις αρμόδιες αρχές παρέχονται όλες οι εξουσίες συγκέντρωσης και διερεύνησης που είναι αναγκαίες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Με την επιφύλαξη άλλων σχετικών διατάξεων που θεσπίζονται στην παρούσα οδηγία και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, στις εν λόγω εξουσίες συμπεριλαμβάνονται:

α)

η εξουσία να απαιτείται από τα ακόλουθα φυσικά ή νομικά πρόσωπα να παρέχουν όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την άσκηση των καθηκόντων των αρμόδιων αρχών, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται ανά τακτά διαστήματα και με ειδικώς προσδιορισμένους μορφότυπους για εποπτικούς και συναφείς στατιστικούς σκοπούς:

i)

ιδρύματα εγκατεστημένα στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος,

ii)

χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος,

iii)

μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος,

iv)

εταιρείες συμμετοχής μεικτών δραστηριοτήτων εγκατεστημένες στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος,

v)

πρόσωπα που ανήκουν στις οντότητες που αναφέρονται στα σημεία i) έως iv),

vi)

τρίτους στους οποίους οι οντότητες που αναφέρονται στα σημεία i) έως iv) ανέθεσαν επιχειρησιακά καθήκοντα ή δραστηριότητες,

β)

η εξουσία διεξαγωγής όλων των αναγκαίων ερευνών για οιοδήποτε πρόσωπο που αναφέρεται στο στοιχείο α) σημεία i) έως vi) εγκατεστημένο ή ευρισκόμενο στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, εάν είναι αναγκαίο, για την εκτέλεση των καθηκόντων των αρμόδιων αρχών, συμπεριλαμβανομένων:

i)

του δικαιώματος να απαιτείται η υποβολή εγγράφων,

ii)

της εξέτασης των βιβλίων και αρχείων των προσώπων που αναφέρονται στο στοιχείο α) σημεία i) έως vi) και λήψης αντιγράφων ή αποσπασμάτων από τα εν λόγω βιβλία και αρχεία,

iii)

της λήψης προφορικών ή γραπτών εξηγήσεων από κάθε πρόσωπο που αναφέρεται στο στοιχείο α) σημεία i) έως vi) ή τους εκπροσώπους του ή τα μέλη του προσωπικού του και

iv)

της συνέντευξης κάθε άλλου προσώπου που συναινεί να ερωτηθεί με σκοπό τη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με το αντικείμενο της έρευνας,

γ)

με την επιφύλαξη άλλων προϋποθέσεων που προβλέπονται στο ενωσιακό δίκαιο, η εξουσία διεξαγωγής όλων των αναγκαίων επιθεωρήσεων στις επιχειρηματικές εγκαταστάσεις των νομικών προσώπων που αναφέρονται στο στοιχείο α) σημεία i) έως vi) και οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση που περιλαμβάνεται στην ενοποιημένη εποπτεία όταν η αρμόδια αρχή είναι η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, υπό την προϋπόθεση ότι οι ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές θα ενημερωθούν προηγουμένως. Αν για την επιθεώρηση απαιτείται έγκριση δικαστικής αρχής σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, υποβάλλεται σχετική αίτηση.

Άρθρο 66

Διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα για παραβάσεις των απαιτήσεων παροχής άδειας λειτουργίας και των απαιτήσεων για απόκτηση ειδικών συμμετοχών

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι προβλέπονται διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα στους νόμους, κανονισμούς και διοικητικές διατάξεις τους, τουλάχιστον όσον αφορά:

α)

τη δραστηριότητα αποδοχής καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό χωρίς ο αποδέκτης να είναι πιστωτικό ίδρυμα, κατά παράβαση του άρθρου 9,

β)

την έναρξη δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος χωρίς άδεια λειτουργίας, κατά παράβαση του άρθρου 9,

γ)

την απόκτηση, άμεσα ή έμμεσα, ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα ή την περαιτέρω αύξηση, άμεσα ή έμμεσα, ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα, ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των κατεχόμενων μεριδίων κεφαλαίου να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια που αναφέρονται στο άρθρο 22 παράγραφος 1 ή ώστε το πιστωτικό ίδρυμα να καταστεί θυγατρική επιχείρηση του αποκτώντος ή αυξάνοντος τη συμμετοχή, χωρίς έγγραφη κοινοποίηση προς τις αρμόδιες αρχές του πιστωτικού ιδρύματος στο οποίο αυτός επιδιώκει είτε να αποκτήσει ειδική συμμετοχή ή να την αυξήσει, κατά το χρονικό διάστημα εκτίμησης, ή παρά την αντίθετη γνώμη των αρμόδιων αρχών, κατά παράβαση του άρθρου 22 παράγραφος 1,

δ)

παύση κατοχής, άμεσα ή έμμεσα, ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα ή μείωση της ειδικής συμμετοχής ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των κατεχόμενων μεριδίων κεφαλαίου να είναι μικρότερη από τα κατώτατα όρια που αναφέρονται στο άρθρο 25 ή ώστε το πιστωτικό ίδρυμα να παύσει να είναι θυγατρική επιχείρηση, χωρίς έγγραφη κοινοποίηση προς τις αρμόδιες αρχές.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 οι διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα που μπορούν να εφαρμοστούν περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα εξής:

α)

δημόσια ανακοίνωση στην οποία περιγράφονται το υπεύθυνο φυσικό πρόσωπο, ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών και η φύση της παράβασης,

β)

διαταγή προς το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο για παύση της παράνομης συμπεριφοράς και παράλειψής της στο μέλλον,

γ)

σε περίπτωση νομικού προσώπου, διοικητικά χρηματικά πρόστιμα ύψους έως το 10 % του συνολικού καθαρού κύκλου εργασιών, συμπεριλαμβανομένου του ακαθάριστου εισοδήματος που συνίσταται σε τόκους εισπρακτέου και εξομοιούμενα έσοδα, έσοδα από μετοχές και άλλους τίτλους μεταβλητής ή σταθερής απόδοσης και προμήθειες ή αμοιβές εισπρακτέες σύμφωνα με το άρθρο 316 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 της επιχείρησης κατά την προηγούμενη χρήση,

δ)

σε περίπτωση φυσικού προσώπου, διοικητικά χρηματικά πρόστιμα μέχρι και 5 000 000 EUR ή, στα κράτη μέλη τα οποία δεν έχουν ως νόμισμα το ευρώ, η αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα κατά 17ης Ιουλίου 2013,

ε)

διοικητικά χρηματικά πρόστιμα μέχρι και το διπλάσιο του ποσού του οφέλους που αποκομίστηκε από την παράβαση, εφόσον το όφελος είναι μετρήσιμο,

στ)

αναστολή των εκλογικών δικαιωμάτων του ή των μετόχων που είναι υπεύθυνοι για τις παραβάσεις της παραγράφου 1.

Σε περίπτωση που η προβλεπόμενη στο στοιχείο γ) του πρώτου εδαφίου επιχείρηση είναι θυγατρική μητρικής επιχείρησης, το σχετικό ακαθάριστο εισόδημα είναι το ακαθάριστο εισόδημα που προκύπτει από τις ενοποιημένες καταστάσεις της ανώτατης μητρικής επιχείρησης κατά την προηγούμενη χρήση.

Άρθρο 67

Λοιπές διατάξεις

1.   Το παρόν άρθρο ισχύει τουλάχιστον όταν συμβαίνει οτιδήποτε από τα ακόλουθα:

α)

ένα ίδρυμα απέκτησε την άδεια λειτουργίας με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιοδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο,

β)

ένα ίδρυμα, αφού πληροφορήθηκε για αγορές ή εκχωρήσεις συμμετοχών στο κεφάλαιό του οι οποίες αυξάνουν τα ποσοστά συμμετοχής ή τα μειώνουν κάτω από ένα από τα όρια του άρθρου 22 παράγραφος 1 ή του άρθρου 25, δεν ενημέρωσε τις αρμόδιες αρχές σχετικά με αυτές τις αγορές ή εκχωρήσεις, κατά παράβαση του άρθρου 26 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο,

γ)

ένα ίδρυμα εισηγμένο σε ρυθμιζόμενη αγορά του καταλόγου που πρόκειται να δημοσιευθεί από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το άρθρο 47 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ δεν κοινοποιεί, τουλάχιστον ετησίως, στις αρμόδιες αρχές τα ονόματα των μετόχων ή μελών που έχουν ειδικές συμμετοχές καθώς και τα ποσοστά των συμμετοχών αυτών, κατά παράβαση του άρθρου 26 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας,

δ)

ένα ίδρυμα δεν έχει θεσπίσει το πλαίσιο διακυβέρνησης που απαιτούν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις μεταφοράς του άρθρου 74,

ε)

ένα ίδρυμα δεν αναφέρει πληροφορίες ή παρέχει ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες σχετικά με τη συμμόρφωση προς την υποχρέωση ικανοποίησης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων του άρθρου 92 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 στις αρμόδιες αρχές κατά παράβαση του άρθρου 99 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού,

στ)

ένα ίδρυμα δεν αναφέρει πληροφορίες ή παρέχει ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές σε σχέση με τα στοιχεία του άρθρου 101 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

ζ)

ένα ίδρυμα δεν αναφέρει πληροφορίες ή παρέχει ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές σχετικά με ένα μεγάλο χρηματοδοτικό άνοιγμα κατά παράβαση του άρθρου 394 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

η)

ένα ίδρυμα δεν αναφέρει πληροφορίες ή παρέχει ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές σχετικά με τη ρευστότητά του κατά παράβαση του άρθρου 415 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

θ)

ένα ίδρυμα δεν αναφέρει πληροφορίες ή παρέχει ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές σχετικά με το δείκτη μόχλευσης κατά παράβαση του άρθρου 430 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

ι)

ένα ίδρυμα κατά τρόπο επαναλαμβανόμενο ή επίμονο δεν διατηρεί ρευστά διαθέσιμα κατά παράβαση του άρθρου 412 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

ια)

ένα ίδρυμα παρουσιάζει χρηματοδοτικό άνοιγμα πέραν των ορίων που θέτει το άρθρο 395 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

ιβ)

ένα ίδρυμα είναι εκτεθειμένο στον πιστωτικό κίνδυνο μια θέσης τιτλοποίησης και δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 405 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

ιγ)

ένα ίδρυμα δεν παρέχει πληροφορίες ή παρέχει ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες κατά παράβαση του άρθρου 431 παράγραφοι 1, 2 και 3 ή του άρθρου 451 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

ιδ)

ένα ίδρυμα καταβάλλει πληρωμές σε κατόχους μέσων που περιλαμβάνονται στα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος κατά παράβαση του άρθρου 141 της παρούσας οδηγίας ή σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τα άρθρα 28, 51 ή 63 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 απαγορεύουν τις εν λόγω πληρωμές σε κατόχους μέσων που περιλαμβάνονται στα ίδια κεφάλαια,

ιε)

ένα ίδρυμα κηρύχθηκε υπεύθυνο για σοβαρές παραβάσεις των εθνικών διατάξεων που θεσπίστηκαν δυνάμει της οδηγίας 2005/60/ΕΚ,

ιστ)

ένα ίδρυμα επιτρέπει σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα που δεν συμμορφώνονται με το άρθρο 91 να καταστούν ή να παραμείνουν μέλη του διοικητικού οργάνου.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 οι διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα που μπορούν να εφαρμοστούν περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα εξής:

α)

δημόσια ανακοίνωση στην οποία περιγράφονται το υπεύθυνο φυσικό πρόσωπο, ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών και η φύση της παράβασης,

β)

διαταγή προς το υπεύθυνο φυσικό ή νομικό πρόσωπο για παύση της παράνομης συμπεριφοράς και παράλειψής της στο μέλλον,

γ)

στην περίπτωση ιδρύματος, ανάκληση της άδειας λειτουργίας του ιδρύματος κατά το άρθρο 18,

δ)

με την επιφύλαξη του άρθρου 65 παράγραφος 2, προσωρινή απαγόρευση κατά μέλους του διοικητικού οργάνου ή άλλου υπαίτιου φυσικού προσώπου του ιδρύματος να ασκεί καθήκοντα σε ιδρύματα,

ε)

στην περίπτωση νομικού προσώπου, διοικητικά χρηματικά πρόστιμα ύψους έως το 10 % του συνολικού καθαρού κύκλου εργασιών, συμπεριλαμβανομένου του ακαθάριστου εισοδήματος που συνίσταται σε τόκους εισπρακτέου και εξομοιούμενα έσοδα, έσοδα από μετοχές και άλλους τίτλους μεταβλητής ή σταθερής απόδοσης και εισπρακτέες προμήθειες ή αμοιβές σύμφωνα με το άρθρο 316 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 της επιχείρησης κατά την προηγούμενη χρήση,

στ)

στην περίπτωση φυσικού προσώπου, διοικητικά χρηματικά πρόστιμα μέχρι και 5 000 000 EUR ή, στα κράτη μέλη τα οποία δεν έχουν ως νόμισμα το ευρώ, η αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα κατά 17ης Ιουλίου 2013,

ζ)

διοικητικά χρηματικά πρόστιμα μέχρι και το διπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, όπου μπορούν να συγκεκριμενοποιηθούν.

Σε περίπτωση που επιχείρηση του πρώτου εδαφίου στοιχείο ε) είναι θυγατρική μητρικής επιχείρησης, το σχετικό ακαθάριστο εισόδημα θα είναι το ακαθάριστο εισόδημα που προκύπτει από τις ενοποιημένες καταστάσεις της ανώτατης μητρικής επιχείρησης κατά την προηγούμενη χρήση.

Άρθρο 68

Δημοσιοποίηση των διοικητικών κυρώσεων

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές να δημοσιοποιούν στον επίσημο δικτυακό τους τόπο τουλάχιστον τις τελεσίδικες διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλονται για παραβάσεις των εθνικών διατάξεων μεταφοράς της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, περιλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με τον τύπο και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα του φυσικού ή νομικού προσώπου στο οποίο επιβάλλεται η κύρωση, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά την ενημέρωση του εν λόγω προσώπου σχετικά με τις εν λόγω κυρώσεις.

Όταν τα κράτη μέλη επιτρέπουν τη δημοσιοποίηση των μη τελεσίδικων κυρώσεων, οι αρμόδιες αρχές δημοσιοποιούν επίσης, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στον επίσημο δικτυακό τόπο τους, πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση των προσφυγών και τα αποτελέσματά τους.

2.   Οι αρμόδιες αρχές δημοσιοποιούν τις κυρώσεις ανωνύμως, κατά τρόπο σύμφωνο με το εθνικό δίκαιο, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν η κύρωση επιβάλλεται σε φυσικό πρόσωπο και, μετά από υποχρεωτική προηγούμενη εκτίμηση, η δημοσιοποίηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θεωρείται δυσανάλογη,

β)

όταν η δημοσιοποίηση θα έθετε σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή διεξαγόμενη ποινική έρευνα,

γ)

όταν η δημοσιοποίηση θα προξενούσε, στο βαθμό που μπορεί να προσδιορισθεί αυτό, δυσανάλογη ζημία στα ενδιαφερόμενα ιδρύματα ή φυσικά πρόσωπα.

Εναλλακτικά, όταν οι περιστάσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο είναι πιθανόν να εκλείψουν εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, η κατά την παράγραφο 1 δημοσιοποίηση μπορεί να αναβληθεί για το εν λόγω χρονικό διάστημα.

3.   Οι αρμόδιες αρχές εξασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που δημοσιεύονται δυνάμει της παραγράφου 1 ή 2 παραμένουν στον επίσημο δικτυακό τόπο τους για τουλάχιστον πέντε έτη. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διατηρούνται στον επίσημο δικτυακό τόπο της αρμόδιας αρχής μόνο για το αναγκαίο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

4.   Έως 18ης Ιουλίου 2015, η ΕΑΤ υποβάλλει στην Επιτροπή έκθεση σχετικά με τη δημοσίευση των κυρώσεων από τα κράτη μέλη σε ανώνυμη βάση, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2, και ιδίως όταν έχουν διαπιστωθεί σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών εν προκειμένω. Επιπλέον, η ΕΑΤ υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή για οποιεσδήποτε σημαντικές διαφορές όσον αφορά τη διάρκεια της δημοσιοποίησης των κυρώσεων σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

Άρθρο 69

Ανταλλαγή πληροφοριών για τις κυρώσεις και τήρηση κεντρικής βάσης δεδομένων από την ΕΑΤ

1.   Με την επιφύλαξη τήρησης των απαιτήσεων του επαγγελματικού απορρήτου που αναφέρονται στο άρθρο 53 παράγραφος 1, οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ΕΑΤ για όλες τις διοικητικές κυρώσεις, περιλαμβανομένων όλων των μόνιμων απαγορεύσεων, που επιβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 65, 66 και 67, καθώς και για κάθε σχετική προσφυγή και τα αποτελέσματά τους. Η ΕΑΤ τηρεί κεντρική βάση δεδομένων με τις διοικητικές κυρώσεις που της γνωστοποιούνται, με αποκλειστικό σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών. Αυτή η βάση δεδομένων είναι προσιτή μόνο στις αρμόδιες αρχές και ενημερώνεται βάσει των πληροφοριών που παρέχουν οι αρμόδιες αρχές.

2.   Όταν μια αρμόδια αρχή εκτιμά την καλή φήμη για τους σκοπούς του άρθρου 13 παράγραφος 1, του άρθρου 16 παράγραφος 3, του άρθρου 91 παράγραφος 1 και του άρθρου 121, συμβουλεύεται τη βάση δεδομένων της ΕΑΤ με τις διοικητικές κυρώσεις. Εφόσον έχει αλλάξει η κατάσταση των προσφυγών ή έχει γίνει δεκτή προσφυγή, η ΕΑΤ διαγράφει ή ενημερώνει τις σχετικές καταχωρίσεις στη βάση δεδομένων κατ’ αίτηση των αρμόδιων αρχών.

3.   Οι αρμόδιες αρχές ελέγχουν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, την ύπαρξη σχετικής καταδίκης στο ποινικό μητρώο του ενδιαφερομένου. Για τον σκοπό αυτό ανταλλάσσονται πληροφορίες σύμφωνα με την απόφαση 2009/316/ΔΕΥ του και την απόφαση-πλαίσιο 2009/315/ΔΕΥ, όπως εφαρμόζονται στο εθνικό δίκαιο.

4.   Η ΕΑΤ τηρεί δικτυακό τόπο με συνδέσμους προς τη δημοσίευση των διοικητικών κυρώσεων από κάθε αρμόδια αρχή σύμφωνα με το άρθρο 68 και αναφέρει το χρονικό διάστημα για το οποίο κάθε κράτος μέλος δημοσιεύει τις διοικητικές κυρώσεις.

Άρθρο 70

Αποτελεσματική εφαρμογή κυρώσεων και άσκηση των εξουσιών επιβολής κυρώσεων από τις αρμόδιες αρχές

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά τον καθορισμό του είδους των διοικητικών κυρώσεων ή άλλων διοικητικών μέτρων και του ύψους των διοικητικών χρηματικών προστίμων, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές συνθήκες, στις οποίες περιλαμβάνονται αναλόγως:

α)

η βαρύτητα και η διάρκεια της παράβασης,

β)

ο βαθμός ευθύνης του φυσικού ή νομικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση,

γ)

η οικονομική ισχύς του φυσικού ή νομικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση, όπως προκύπτει, παραδείγματος χάριν, από τον συνολικό κύκλο εργασιών νομικού προσώπου ή από το ετήσιο εισόδημα φυσικού προσώπου,

δ)

η σπουδαιότητα των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την παράβαση, στον βαθμό που μπορούν να προσδιορισθούν,

ε)

οι ζημίες τρίτων που προκλήθηκαν από την παράβαση, στον βαθμό που μπορούν να προσδιορισθούν,

στ)

ο βαθμός συνεργασίας του φυσικού ή νομικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση με την αρμόδια αρχή,

ζ)

προηγούμενες παραβάσεις του φυσικού ή νομικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση,

η)

τυχόν πιθανές συστημικές συνέπειες της παράβασης.

Άρθρο 71

Καταγγελίες παραβάσεων

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές θεσπίζουν αποτελεσματικούς και αξιόπιστους μηχανισμούς για την ενθάρρυνση των καταγγελιών για δυνητικές ή υπάρχουσες παραβάσεις εθνικών διατάξεων μεταφοράς της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 προς τις αρμόδιες αρχές.

2.   Οι μηχανισμοί της παραγράφου 1 περιλαμβάνουν τουλάχιστον:

α)

ειδικές διαδικασίες για τη λήψη και την παρακολούθηση καταγγελιών για παραβάσεις,

β)

κατάλληλη προστασία για εργαζομένους ιδρυμάτων που κοινοποιούν παραβάσεις που διαπράττονται εντός του ιδρύματος, τουλάχιστον έναντι αντιποίνων, διακρίσεων ή άλλων μορφών άνισης μεταχείρισης,

γ)

προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τόσο του προσώπου που καταγγέλλει τις παραβάσεις, όσο και του φυσικού προσώπου που φέρεται ότι διέπραξε παράβαση, σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ,

δ)

σαφείς κανόνες ώστε να εξασφαλίζεται η εμπιστευτικότητα σε όλες τις περιπτώσεις σχετικά με το πρόσωπο που καταγγέλλει τις παραβάσεις οι οποίες έχουν διαπραχθεί εντός του ιδρύματος, εκτός εάν η αποκάλυψη της ταυτότητάς του απαιτείται από το εθνικό δίκαιο στο πλαίσιο περαιτέρω ερευνών ή μεταγενέστερης ποινικής διαδικασίας.

3.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα να θεσπίζουν κατάλληλες διαδικασίες για να μπορούν οι εργαζόμενοι σε αυτά να καταγγέλλουν παραβάσεις εσωτερικά, μέσω ειδικού, ανεξάρτητου και αυτόνομου διαύλου.

Ο δίαυλος αυτός μπορεί επίσης να παρέχεται με ρυθμίσεις που προβλέπονται από τους κοινωνικούς εταίρους. Ισχύει η ίδια προστασία με εκείνη που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχεία β), γ) και δ).

Άρθρο 72

Δικαίωμα προσφυγής

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κατά των αποφάσεων και μέτρων που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογή νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που εκδίδονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία ή τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 δύναται να ασκηθεί προσφυγή. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, σε περίπτωση που δεν έχει ληφθεί απόφαση εντός εξαμήνου από την κατάθεση αίτησης έγκρισης η οποία περιέχει όλα τα απαιτούμενα από τις εθνικές διατάξεις μεταφοράς της παρούσας οδηγίας στοιχεία, υπάρχει δικαίωμα προσφυγής.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ 2

Διαδικασία επανεξέτασης

Τμημα I

Διαδικασια εκτιμησησ τησ επαρκειασ του εσωτερικου κεφαλαιου

Άρθρο 73

Εσωτερικό κεφάλαιο

Τα ιδρύματα διαθέτουν αξιόπιστες, αποτελεσματικές και ολοκληρωμένες στρατηγικές και διαδικασίες για την εκτίμηση και τη διατήρηση σε διαρκή βάση του ύψους, της σύνθεσης και της κατανομής των εσωτερικών κεφαλαίων που θεωρούν κατάλληλα για την κάλυψη της φύσης και του επιπέδου των κινδύνων τους οποίους έχουν αναλάβει ή τους οποίους ενδέχεται να αναλάβουν.

Οι εν λόγω στρατηγικές και διαδικασίες υπόκεινται σε τακτική εσωτερική επανεξέταση ώστε να εξασφαλιστεί ότι παραμένουν πλήρεις και αναλογικές προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ιδρύματος.

Τμημα II

Πλαισιο, διαδικασιεσ και μηχανισμοι των ιδρυματων

Υποτμημα 1

Γενικεσ αρχεσ

Άρθρο 74

Εσωτερική διακυβέρνηση και σχέδια ανάκαμψης και εξυγίανσης

1.   Τα ιδρύματα θεσπίζουν άρτιο πλαίσιο διακυβέρνησης το οποίο να περιλαμβάνει σαφή οργανωτική διάρθρωση με ευκρινείς, διαφανείς και συνεπείς γραμμές ευθύνης, αποτελεσματικές διαδικασίες εντοπισμού, διαχείρισης, παρακολούθησης και αναφοράς των κινδύνων τους οποίους αναλαμβάνουν ή ενδέχεται να αναλάβουν, επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου περιλαμβανομένων κατάλληλων διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών καθώς και πολιτικές και πρακτικές αποδοχών που να συνάδουν προς τις αρχές της ορθής και αποτελεσματικής διαχείρισης κινδύνων.

2.   Το πλαίσιο, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί της παραγράφου 1 πρέπει να είναι εκτενή και αναλογικά προς τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που ενέχουν το επιχειρηματικό μοντέλο και οι δραστηριότητες του ιδρύματος. Λαμβάνονται υπόψη τα τεχνικά κριτήρια που ορίζονται στα άρθρα 76 έως 95.

3.   Η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές για τις ρυθμίσεις, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς που αναφέρονται στην παράγραφο 1, σύμφωνα με την παράγραφο 2.

4.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι έχουν θεσπιστεί σχέδια ανάκαμψης για την επαναφορά της οικονομικής κατάστασης ιδρύματος έπειτα από ουσιαστική επιδείνωση και σχέδια εξυγίανσης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, οι απαιτήσεις για ένα ίδρυμα να εκπονεί, να διατηρεί και να ενημερώνει τα σχέδια ανάκαμψης και για την αρχή εξυγίανσης, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, να ετοιμάζει σχέδια εξυγίανσης μπορεί να ελαττώνονται εάν, κατόπιν διαβούλευσης με την εθνική αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας, οι αρμόδιες αρχές κρίνουν ότι η πτώχευση συγκεκριμένου ιδρύματος λόγω, μεταξύ άλλων, του μεγέθους του, του επιχειρηματικού του μοντέλου ή της διασύνδεσής του με άλλα ιδρύματα, ή με το χρηματοοικονομικό σύστημα εν γένει, δεν θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στις χρηματοοικονομικές αγορές, σε άλλα ιδρύματα ή στους χρηματοδοτικούς όρους.

Τα ιδρύματα συνεργάζονται στενά με τις αρχές εξυγίανσης και τους παρέχουν κάθε πληροφορία που είναι απαραίτητη για την προετοιμασία και κατάστρωση βιώσιμων σχεδίων εξυγίανσης εκθέτοντας τις επιλογές για την ομαλή εξυγίανση των ιδρυμάτων σε περίπτωση πτώχευσης, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας.

Σύμφωνα με το άρθρο 25 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η ΕΑΤ έχει δικαίωμα να συμμετέχει και να συμβάλλει στην ανάπτυξη και τον συντονισμό αποτελεσματικών και συνεκτικών σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης.

Εν προκειμένω, η ΕΑΤ ενημερώνεται και έχει δικαίωμα να συμμετέχει σε συνεδριάσεις με θέμα την ανάπτυξη και το συντονισμό σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης. Η ΕΑΤ ενημερώνεται πλήρως και εκ των προτέρων σχετικά με τη διεξαγωγή τέτοιων συνεδριάσεων ή δραστηριοτήτων, οσάκις αυτές πραγματοποιούνται, καθώς και για τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τις δραστηριότητες προς εξέταση.

Άρθρο 75

Επίβλεψη των πολιτικών αποδοχών

1.   Οι αρμόδιες αρχές συγκεντρώνουν τις πληροφορίες που κοινοποιούνται σύμφωνα με τα κριτήρια για δημοσιοποίηση που ορίζονται στο άρθρο 450 παράγραφος 1 στοιχεία ζ), η) και θ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τις χρησιμοποιούν για τη συγκριτική αξιολόγηση των τάσεων και των πρακτικών ως προς τις αποδοχές. Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν αυτές τις πληροφορίες στην ΕΑΤ.

2.   Η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις ορθές πολιτικές αποδοχών οι οποίες συνάδουν με τις αρχές που προβλέπονται στα άρθρα 92 έως 95. Οι κατευθυντήριες γραμμές λαμβάνουν επίσης υπόψη τις αρχές περί ορθών πολιτικών αποδοχών που ορίζονται στη σύσταση 2009/384/ΕΚ της Επιτροπής, της 30ής Απριλίου 2009, σχετικά με τις πολιτικές αποδοχών στον τομέα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών (29).

Η ΕΑΚΑΑ συνεργάζεται στενά με την ΕΑΤ για την ανάπτυξη κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις πολιτικές αποδοχών για τις κατηγορίες υπαλλήλων που ασχολούνται με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριότητες κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 2 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

Η ΕΑΤ χρησιμοποιεί τις πληροφορίες που λαμβάνει από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την παράγραφο 1 για να προβαίνει σε συγκριτική αξιολόγηση των τάσεων και των πρακτικών αποδοχών σε επίπεδο Ένωσης.

3.   Οι αρμόδιες αρχές συγκεντρώνουν πληροφορίες για τον αριθμό των φυσικών προσώπων ανά ίδρυμα με αποδοχές ύψους 1 εκατομμυρίου EUR ή περισσότερο ανά οικονομικό έτος, σε επίπεδο αμοιβών 1 εκατομμυρίου EUR, συμπεριλαμβανομένων των αρμοδιοτήτων των θέσεων απασχόλησης αυτών, του σχετικού επιχειρηματικού τομέα και των βασικών στοιχείων μισθού, πρόσθετων αμοιβών, μακροπρόθεσμων επιβραβεύσεων και συνταξιοδοτικών εισφορών. Αυτές οι πληροφορίες διαβιβάζονται στην ΕΑΤ, η οποία τις δημοσιεύει συνολικά στη βάση κράτους μέλους προέλευσης σε κοινό μορφότυπο διαβίβασης στοιχείων. Η ΕΑΤ μπορεί να καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές για να διευκολύνει την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου και να διασφαλίζει τη συνέπεια των πληροφοριών που συγκεντρώνονται.

Υποτμημα 2

Τεχνικα κριτηρια για την οργανωση και την αντιμετωπιση των κινδυνων

Άρθρο 76

Αντιμετώπιση κινδύνων

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το διοικητικό όργανο εγκρίνει και επανεξετάζει περιοδικά τις στρατηγικές και τις πολιτικές για την ανάληψη, τη διαχείριση, την παρακολούθηση και τη μείωση των κινδύνων στους οποίους είναι ή θα μπορούσε να είναι εκτεθειμένο το ίδρυμα, περιλαμβανομένων εκείνων που προκαλούνται από το μακροοικονομικό περιβάλλον στο οποίο ασκεί τις δραστηριότητές του, λαμβανομένης υπόψη της φάσης του οικονομικού κύκλου.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το διοικητικό όργανο αφιερώνει αρκετό χρόνο στην εκτίμηση των θεμάτων κινδύνου. Το διοικητικό όργανο συμμετέχει ενεργά και διασφαλίζει ότι διατίθενται επαρκείς πόροι για τη διαχείριση όλων των σημαντικών κινδύνων που εξετάζονται στην παρούσα οδηγία και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθώς και στην αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού, τη χρήση εξωτερικών αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας και εσωτερικών υποδειγμάτων σε σχέση με τους εν λόγω κινδύνους. Το ίδρυμα εισάγει διαύλους αναφοράς στο διοικητικό όργανο, που να καλύπτουν όλους τους σημαντικούς κινδύνους και τις πολιτικές διαχείρισης κινδύνων καθώς και τις αλλαγές τους.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα τα οποία είναι σημαντικά από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης και φύσεως, πεδίου εφαρμογής και πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους συνιστούν επιτροπή κινδύνου, αποτελούμενη από μέλη του διοικητικού οργάνου που δεν έχουν καμία εκτελεστική λειτουργία στο αντίστοιχο ίδρυμα. Τα μέλη της επιτροπής κινδύνου έχουν κατάλληλες γνώσεις, δεξιότητες και εξειδίκευση ώστε να αντιλαμβάνονται πλήρως και να παρακολουθούν τη στρατηγική κινδύνου και την πολιτική ανάληψης κινδύνων του ιδρύματος.

Η επιτροπή κινδύνου συμβουλεύει το διοικητικό όργανο σχετικά με τη συνολική παρούσα και μελλοντική ανάληψη κινδύνων και στρατηγική κινδύνου του ιδρύματος και βοηθά το διοικητικό όργανο στην επίβλεψη της υλοποίησης της εν λόγω στρατηγικής από τα ανώτατα διοικητικά στελέχη. Το διοικητικό όργανο φέρει πλήρη ευθύνη για τους κινδύνους.

Η επιτροπή κινδύνου ελέγχει εάν οι τιμές των στοιχείων παθητικού και ενεργητικού που προσφέρονται στους πελάτες λαμβάνουν πλήρως υπόψη το επιχειρηματικό μοντέλο και τη στρατηγική κινδύνου του ιδρύματος. Όταν οι τιμές δεν απηχούν με ακρίβεια τους κινδύνους σύμφωνα με το επιχειρηματικό μοντέλο και τη στρατηγική κινδύνου, η επιτροπή κινδύνου υποβάλλει διορθωτικό σχέδιο στο διοικητικό όργανο.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν σε ένα ίδρυμα που δεν θεωρείται σημαντικό σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο να συνιστά κοινή επιτροπή αποτελούμενη από την επιτροπή κινδύνου και την επιτροπή ελέγχου όπως αναφέρεται στο άρθρο 41 της οδηγίας 2006/43/ΕΚ. Τα μέλη της κοινής επιτροπής πρέπει να κατέχουν τις γνώσεις, τις δεξιότητες και την εμπειρογνωμοσύνη που απαιτούνται για την επιτροπή κινδύνου και για την επιτροπή ελέγχου.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το διοικητικό όργανο με την εποπτική του αρμοδιότητα και η επιτροπή κινδύνου, σε περίπτωση που έχει συσταθεί τέτοια, έχουν επαρκή πρόσβαση σε πληροφορίες ως προς την κατάσταση κινδύνου του ιδρύματος και, εάν απαιτείται και κρίνεται σκόπιμο, στο τμήμα διαχείρισης κινδύνου και σε ειδικούς εξωτερικούς συμβούλους.

Το διοικητικό όργανο με την εποπτική του αρμοδιότητα και η επιτροπή κινδύνου, σε περίπτωση που έχει συσταθεί τέτοια, καθορίζουν το είδος, την ποσότητα, τη μορφή και τη συχνότητα των πληροφοριών που πρέπει να λαμβάνουν σχετικά με θέματα κινδύνου. Η επιτροπή κινδύνου, προκειμένου να συμβάλλει στη διαμόρφωση ορθών πολιτικών και πρακτικών αποδοχών και με την επιφύλαξη των καθηκόντων της επιτροπής αποδοχών, εξετάζει κατά πόσον τα κίνητρα που προβλέπει το σύστημα αποδοχών λαμβάνουν υπόψη τον κίνδυνο, το κεφάλαιο, τη ρευστότητα και την πιθανότητα και το χρονοδιάγραμμα κερδών.

5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν, σύμφωνα με την απαίτηση αναλογικότητας του άρθρου 7 παράγραφος 2 της οδηγίας 2006/73/ΕΚ της Επιτροπής (30), ότι τα ιδρύματα διαθέτουν τμήμα διαχείρισης κινδύνου το οποίο είναι ανεξάρτητο από τις επιχειρησιακές λειτουργίες και έχει επαρκείς εξουσίες, κύρος, πόρους και πρόσβαση στο διοικητικό όργανο.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το τμήμα διαχείρισης κινδύνου διασφαλίζει τον εντοπισμό, τη μέτρηση και τη δέουσα αναφορά όλων των σημαντικών κινδύνων. Διασφαλίζουν ότι το τμήμα διαχείρισης κινδύνου εμπλέκεται ενεργά στην ανάπτυξη της στρατηγικής κινδύνου του ιδρύματος και σε όλες τις σημαντικές αποφάσεις διαχείρισης κινδύνου και ότι δύναται να παρουσιάσει την πλήρη εικόνα ολόκληρου του φάσματος των κινδύνων που αντιμετωπίζει το ίδρυμα.

Όποτε αυτό απαιτείται, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το τμήμα διαχείρισης κινδύνου μπορεί να αναφέρεται απευθείας στο διοικητικό όργανο, κατά την άσκηση της εποπτικής του δραστηριότητας, ανεξάρτητα από τα ανώτατα διοικητικά στελέχη, και να εγείρει ανησυχίες και να προειδοποιεί το εν λόγω όργανο, όταν κρίνεται σκόπιμο, σε περίπτωση εξελίξεων ειδικού κινδύνου που πλήττουν ή ενδέχεται να πλήξουν το ίδρυμα, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του διοικητικού οργάνου κατά την άσκηση της εποπτικής του αρμοδιότητας και/ή της διοικητικής του αρμοδιότητας σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Ο επικεφαλής του τμήματος διαχείρισης κινδύνου είναι ανεξάρτητο ανώτατο διοικητικό στέλεχος με διακριτή αρμοδιότητα στο τμήμα διαχείρισης κινδύνου. Όπου η φύση, το μέγεθος και η πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ιδρύματος δεν δικαιολογούν το διορισμό ειδικού ατόμου, οι εν λόγω αρμοδιότητες μπορούν να αναλαμβάνονται από άλλο ανώτερο στέλεχος του ιδρύματος, με την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων.

Ο επικεφαλής του τμήματος διαχείρισης κινδύνου δεν απαλλάσσεται χωρίς την προηγούμενη έγκριση του διοικητικού οργάνου υπό την εποπτική του αρμοδιότητα και έχει απευθείας πρόσβαση στο διοικητικό όργανο υπό την εποπτική του αρμοδιότητα όποτε αυτό απαιτείται.

Η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας δεν θίγει την εφαρμογή της οδηγίας 2006/73/ΕΚ στις επιχειρήσεις επενδύσεων.

Άρθρο 77

Εσωτερικές προσεγγίσεις για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων

1.   Οι αρμόδιες αρχές ενθαρρύνουν τα ιδρύματα που είναι σημαντικά από πλευράς μεγέθους τους, εσωτερικής τους οργάνωσης και της φύσεως, του μεγέθους και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους να αναπτύξουν εσωτερικές προσεγγίσεις για την εκτίμηση του πιστωτικού κινδύνου και να αυξήσουν τη χρήση της προσέγγισης που βασίζεται στις εσωτερικές τους αξιολογήσεις για τον υπολογισμό των απαιτήσεων περί ιδίων κεφαλαίων για τον πιστοληπτικό κίνδυνο, όταν τα ανοίγματά τους είναι σημαντικά σε απόλυτες τιμές και όταν έχουν ταυτόχρονα ένα μεγάλο αριθμό σημαντικών αντισταθμισμάτων. Το παρόν άρθρο δεν θίγει την εκπλήρωση των κριτηρίων που ορίζονται στο τρίτο μέρος τίτλο Ι κεφάλαιο 3 τμήμα 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

2.   Οι αρμόδιες αρχές, λαμβάνοντας υπόψη τους τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των ιδρυμάτων, ελέγχουν ότι δεν βασίζονται αποκλειστικά ή μηχανιστικά σε εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας για την εκτίμηση της φερεγγυότητας μιας οντότητας ή ενός χρηματοοικονομικού μέσου.

3.   Οι αρμόδιες αρχές ενθαρρύνουν τα ιδρύματα, λαμβάνοντας υπόψη τους το μέγεθός τους, την εσωτερική τους οργάνωση και τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους να αναπτύξουν εσωτερικές ικανότητες για την εκτίμηση του εσωτερικού πιστοληπτικού κινδύνου και να αυξήσουν τη χρήση εσωτερικών υποδειγμάτων για τον υπολογισμό των απαιτήσεων περί ιδίων κεφαλαίων για τον ειδικό κίνδυνο των χρεωστικών τίτλων του χαρτοφυλακίου καθώς και εσωτερικά υποδείγματα για τον υπολογισμό των απαιτήσεων περί ιδίων κεφαλαίων για τους κινδύνους αθέτησης και μετατόπισης όταν η έκθεσή τους σε συγκεκριμένο κίνδυνο είναι σημαντική σε απόλυτες τιμές και όταν έχουν πολλές καθαρές θέσεις σε χρεόγραφα διαφορετικών εκδοτών.

Το παρόν άρθρο δεν θίγει την εκπλήρωση των κριτηρίων που ορίζονται στο τρίτο μέρος τίτλος IV κεφάλαιο 5 τμήματα 1 έως 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

4.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων για την περαιτέρω συγκεκριμενοποίηση της έννοιας των «εκθέσεων σε ειδικό κίνδυνο που είναι σημαντικές σε απόλυτες τιμές» της παραγράφου 3 πρώτο εδάφιο και των ορίων των μεγάλων αριθμών σημαντικών αντισυμβαλλομένων και των θέσεων σε χρεόγραφα διαφορετικών εκδοτών.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2014.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα θέσπισης των κανονιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 78

Εποπτική συγκριτική αξιολόγηση των εσωτερικών προσεγγίσεων για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων

1.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα που μπορούν να χρησιμοποιούν εσωτερικές προσεγγίσεις για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων ή των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων εκτός του λειτουργικού κινδύνου γνωστοποιούν τα αποτελέσματα των υπολογισμών των εσωτερικών προσεγγίσεών τους για τα ανοίγματα ή τις θέσεις τους που περιλαμβάνονται στα χαρτοφυλάκια αναφοράς. Τα ιδρύματα υποβάλλουν τα αποτελέσματα των υπολογισμών τους μαζί με επεξήγηση των μεθοδολογιών που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή τους στις αρμόδιες αρχές, με την κατάλληλη συχνότητα και τουλάχιστον ετησίως.

2.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα υποβάλλουν τα αποτελέσματα των υπολογισμών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, σύμφωνα με το υπόδειγμα που έχει καταρτίσει η ΕΑΤ κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 8, στις αρμόδιες αρχές και την ΕΑΤ. Όταν οι αρμόδιες αρχές επιλέγουν να αναπτύξουν ειδικά χαρτοφυλάκια, τα αναπτύσσουν σε διαβούλευση με την ΕΑΤ και διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα γνωστοποιούν τα αποτελέσματα των υπολογισμών χωριστά από τα αποτελέσματα των υπολογισμών για τα χαρτοφυλάκια ΕΑΤ.

3.   Οι αρμόδιες αρχές ελέγχουν, βάσει των πληροφοριών που τους υποβάλλουν τα ιδρύματα σύμφωνα με την παράγραφο 1, το εύρος των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων ή των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, ανάλογα με την περίπτωση, εκτός του λειτουργικού κινδύνου, για τα ανοίγματα ή τις συναλλαγές του χαρτοφυλακίου αναφοράς που απορρέουν από τις εσωτερικές προσεγγίσεις των εν λόγω ιδρυμάτων. Τουλάχιστον κάθε χρόνο, οι αρμόδιες αρχές εκτιμούν την ποιότητα των προσεγγίσεων αυτών, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στα εξής:

α)

προσεγγίσεις που παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές ως προς τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για το ίδιο άνοιγμα,

β)

προσεγγίσεις με ιδιαίτερα υψηλή ή χαμηλή ποικιλία και επίσης προσεγγίσεις με σημαντική και συστηματική υποεκτίμηση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων.

Η ΕΑΤ καταρτίζει έκθεση προς συνδρομή των αρμόδιων αρχών κατά την εκτίμηση της ποιότητας των εσωτερικών προσεγγίσεων βάσει των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

4.   Όταν συγκεκριμένα ιδρύματα παρουσιάζουν σημαντική απόκλιση από την πλειοψηφία των ομολόγων τους ή υπάρχει μικρή ομοιότητα στην προσέγγιση που οδηγεί σε μεγάλη διακύμανση των αποτελεσμάτων, οι αρμόδιες αρχές ερευνούν τα σχετικά αίτια και, εφόσον μπορεί να διαπιστωθεί σαφώς ότι η προσέγγιση ενός ιδρύματος έχει ως αποτέλεσμα υποεκτίμηση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων η οποία δεν μπορεί να αποδοθεί σε διαφορές των υποκείμενων κινδύνων των ανοιγμάτων ή θέσεων, λαμβάνουν διορθωτικά μέτρα.

5.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι οι αποφάσεις τους σχετικά με την καταλληλότητα των διορθωτικών δράσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 4 τηρούν την αρχή ότι οι δράσεις αυτές πρέπει να είναι σύμφωνες με τους στόχους μιας εσωτερικής προσέγγισης και συνεπώς:

α)

δεν συνεπάγονται τυποποίηση ή προτιμώμενες μεθόδους,

β)

δεν δημιουργούν εσφαλμένα κίνητρα ή

γ)

δεν προκαλούν αγελαία συμπεριφορά.

6.   Η ΕΑΤ μπορεί να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, όταν κρίνει ότι απαιτούνται βάσει των πληροφοριών και εκτιμήσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου, ώστε να βελτιωθούν οι εποπτικές πρακτικές ή οι πρακτικές των ιδρυμάτων όσον αφορά τις εσωτερικές προσεγγίσεις.

7.   Η ΕΑΤ αναπτύσσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να προσδιορίσει:

α)

τις διαδικασίες για την ανταλλαγή εκτιμήσεων που έχουν πραγματοποιηθεί σύμφωνα με την παράγραφο 3 μεταξύ των αρμόδιων αρχών και με την ΕΑΤ,

β)

τα πρότυπα για την εκτίμηση από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την παράγραφο 3.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

8.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει:

α)

το υπόδειγμα, τους ορισμούς και τις λύσεις ΤΠ που πρέπει να εφαρμόζονται στην Ένωση για την υποβολή στοιχείων σύμφωνα με την παράγραφο 2,

β)

το χαρτοφυλάκιο ή τα χαρτοφυλάκια αναφοράς που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα θέσπισης των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

9.   Η Επιτροπή, έως την 1η Απριλίου 2015 και αφού συμβουλευθεί την ΕΑΤ, υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση σχετικά με τη λειτουργία της συγκριτικής αξιολόγησης των εσωτερικών προτύπων, περιλαμβανομένης της εμβέλειας του προτύπου. Εφόσον ενδείκνυται, την έκθεση ακολουθεί νομοθετική πρόταση.

Άρθρο 79

Πιστωτικός κίνδυνος και κίνδυνος αντισυμβαλλομένου

Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι:

α)

η χορήγηση πίστωσης βασίζεται σε ορθά και σαφώς καθορισμένα κριτήρια και ότι η διαδικασία έγκρισης, τροποποίησης, ανανέωσης και αναχρηματοδότησης των πιστώσεων ορίζεται με σαφήνεια,

β)

τα ιδρύματα έχουν εσωτερικές μεθόδους που τους επιτρέπουν να εκτιμούν τον πιστωτικό κίνδυνο των ανοιγμάτων σε μεμονωμένους οφειλέτες, σε χρεόγραφα ή σε θέσεις τιτλοποίησης και τον πιστωτικό κίνδυνο σε επίπεδο χαρτοφυλακίου. Ιδίως, οι εσωτερικές μέθοδοι δεν στηρίζονται αποκλειστικά ή μηχανιστικά σε εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας. Όπου οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων βασίζονται σε αξιολόγηση από Εξωτερικό Οργανισμό Πιστοληπτικών Αξιολογήσεων (ΕΟΠΑ) ή στο γεγονός ότι ένα άνοιγμα είναι χωρίς αξιολόγηση, αυτό δεν απαλλάσσει τα ιδρύματα από την πρόσθετη εξέταση άλλων σχετικών πληροφοριών για την εκτίμηση της κατανομής των εσωτερικών κεφαλαίων,

γ)

η διαρκής διαχείριση και παρακολούθηση των διαφόρων χαρτοφυλακίων και ανοιγμάτων που ενέχουν πιστωτικό κίνδυνο των ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένων του εντοπισμού και της διαχείρισης προβληματικών πιστώσεων της διενέργειας επαρκών προσαρμογών και προβλέψεων αξίας, γίνεται μέσω αποτελεσματικών συστημάτων,

δ)

η διαφοροποίηση των πιστωτικών χαρτοφυλακίων είναι επαρκής σύμφωνα με τις αγορές-στόχους και τη συνολική στρατηγική πιστώσεων του ιδρύματος.

Άρθρο 80

Υπολειπόμενος κίνδυνος

Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι ο κίνδυνος οι αναγνωρισμένες τεχνικές μείωσης πιστωτικού κινδύνου που χρησιμοποιούν τα ιδρύματα να αποδειχθούν λιγότερο αποτελεσματικές από ό,τι αναμενόταν αντιμετωπίζεται και ελέγχεται και με γραπτώς τεκμηριωμένες πολιτικές και διαδικασίες.

Άρθρο 81

Κίνδυνος συγκέντρωσης

Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι ο κίνδυνος συγκέντρωσης από ανοίγματα έναντι κάθε αντισυμβαλλομένου, περιλαμβανομένων και κεντρικών αντισυμβαλλομένων, ομάδων συνδεδεμένων αντισυμβαλλομένων και αντισυμβαλλομένων στον ίδιο οικονομικό τομέα ή γεωγραφική περιοχή, ή από την ίδια δραστηριότητα ή βασικό εμπόρευμα, ή από την εφαρμογή τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου, και ιδίως ο κίνδυνος που συνδέεται με μεγάλα έμμεσα πιστωτικά ανοίγματα, όπως ενός μόνο εκδότη εξασφαλίσεων, αντιμετωπίζεται και ελέγχεται και με γραπτώς τεκμηριωμένες πολιτικές και διαδικασίες.

Άρθρο 82

Κίνδυνος τιτλοποίησης

1.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι οι κίνδυνοι από συναλλαγές τιτλοποίησης στις οποίες το πιστωτικό ίδρυμα είναι επενδυτής, μεταβιβάζων ή χρηματοδότης, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων φήμης, όπως προκύπτουν σε σχέση με πολύπλοκες δομές ή προϊόντα, αξιολογούνται και αντιμετωπίζονται με κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες ώστε να διασφαλίζεται ότι η οικονομική σημασία της συναλλαγής λαμβάνεται πλήρως υπόψη στις αποφάσεις εκτίμησης και διαχείρισης των κινδύνων.

2.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι, εάν το ίδρυμα είναι το μεταβιβάζον ίδρυμα ανακυκλούμενων συναλλαγών τιτλοποίησης με ρήτρα πρόωρης εξόφλησης, θα υφίσταται σχεδιασμός σχετικά με τη ρευστότητα για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων τόσο των προγραμματισμένων όσο και των πρόωρων εξοφλήσεων.

Άρθρο 83

Κίνδυνος αγοράς

1.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι εφαρμόζονται πολιτικές και διαδικασίες για τον εντοπισμό, τη μέτρηση και τη διαχείριση όλων των σημαντικών πηγών και επιπτώσεων των κινδύνων της αγοράς.

2.   Όταν η θέση short καθίσταται ληξιπρόθεσμη πριν από τη θέση long, οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι και τα ιδρύματα λαμβάνουν μέτρα κατά του κινδύνου ανεπαρκούς ρευστότητας.

3.   Το εσωτερικό κεφάλαιο είναι επαρκές για σημαντικούς κινδύνους της αγοράς που δεν υπόκεινται σε απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων.

Τα ιδρύματα που, κατά τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο θέσης, σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος IV κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, έχουν συμψηφίσει τις θέσεις που έχουν σε μία ή περισσότερες από τις μετοχές που συναποτελούν έναν δείκτη μετοχών με θέση ή θέσεις στο συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης σε δείκτη μετοχών ή σε άλλο προϊόν συνδεδεμένο με δείκτη μετοχών, έχουν επαρκή εσωτερικά κεφάλαια ώστε να καλύπτουν τον κίνδυνο βάσης για ζημία που γεννάται από το ενδεχόμενο να μην ακολουθεί πλήρως η τιμή του συμβολαίου μελλοντικής εκπλήρωσης ή του άλλου προϊόντος τις τιμές των μετοχών που το συναποτελούν. Τα ιδρύματα έχουν επίσης τέτοια επαρκή εσωτερικά κεφάλαια όταν αυτά κατέχουν αντίθετες θέσεις σε συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης σε δείκτη μετοχών των οποίων η λήξη προθεσμίας, η σύνθεση ή και τα δύο δεν είναι πανομοιότυπες.

Όταν χρησιμοποιούν τη μεταχείριση του άρθρου 345 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τα ιδρύματα διασφαλίζουν ότι κρατούν επαρκή εσωτερικά κεφάλαια για την κάλυψη του κινδύνου ζημίας που υφίσταται μεταξύ του χρόνου της αρχικής δέσμευσης και της επόμενης εργάσιμης ημέρας.

Άρθρο 84

Κίνδυνος επιτοκίου από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου

Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα εφαρμόζουν συστήματα για τον εντοπισμό, την αξιολόγηση και τη διαχείριση του κινδύνου από δυνητικές μεταβολές επιτοκίων κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις δραστηριότητες του ιδρύματος που δεν σχετίζονται με το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών.

Άρθρο 85

Λειτουργικός κίνδυνος

1.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα εφαρμόζουν πολιτικές και διαδικασίες για την αξιολόγηση και τη διαχείριση της έκθεσης σε λειτουργικό κίνδυνο, περιλαμβανομένου του κινδύνου υποδείγματος, και την κάλυψη του κινδύνου που απορρέει από γεγονότα με χαμηλή συχνότητα και σοβαρές επιπτώσεις. Τα ιδρύματα διατυπώνουν με σαφήνεια τι συνιστά λειτουργικό κίνδυνο για τους σκοπούς αυτών των πολιτικών και διαδικασιών.

2.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι καταρτίζονται σχέδια αντιμετώπισης επειγουσών καταστάσεων και συνέχισης της λειτουργίας που διασφαλίζουν την ικανότητα του ιδρύματος να συνεχίζει τη λειτουργία του και να περιορίζει τις ζημίες σε περίπτωση σοβαρής διαταραχής της δραστηριότητάς του.

Άρθρο 86

Κίνδυνος ρευστότητας

1.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα διαθέτουν άρτιες στρατηγικές, πολιτικές, διαδικασίες και άρτια συστήματα για τον εντοπισμό, τη μέτρηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση του κινδύνου ρευστότητας εντός κατάλληλου συνόλου χρονικών οριζόντων, μεταξύ άλλων εντός της ίδιας ημέρας, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι τα ιδρύματα διατηρούν επαρκή επίπεδα αποθεμάτων ρευστότητας. Αυτές οι στρατηγικές, πολιτικές, διαδικασίες και τα συστήματα θα είναι σχεδιασμένα με βάση τους επιχειρηματικούς τομείς, τα νομίσματα, τους κλάδους και τις νομικές οντότητες και θα περιλαμβάνουν επαρκείς μηχανισμούς κατανομής κόστους ρευστότητας, ωφελειών και κινδύνων.

2.   Οι στρατηγικές, πολιτικές, διαδικασίες και τα συστήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι αναλογικά προς την πολυπλοκότητα, το προφίλ κινδύνου, το πεδίο λειτουργίας των ιδρυμάτων και το επίπεδο ανοχής κινδύνου που έχει οριστεί από το διοικητικό όργανο και απηχούν τη σημασία του ιδρύματος σε κάθε κράτος μέλος στο οποίο δραστηριοποιείται επιχειρηματικά. Τα ιδρύματα κοινοποιούν την ανοχή κινδύνου σε όλους τους σχετικούς επιχειρηματικούς φορείς.

3.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα, λαμβανομένων υπόψη της φύσης, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους, έχουν χαρακτηριστικά κινδύνου ρευστότητας που συνάδουν με τα απαιτούμενα για ένα εύρυθμο και άρτιο σύστημα, χωρίς να τα υπερβαίνουν.

Οι αρμόδιες αρχές παρακολουθούν τις εξελίξεις όσον αφορά τα χαρακτηριστικά κινδύνου ρευστότητας, λ.χ. τον σχεδιασμό προϊόντων και τον όγκο, τη διαχείριση κινδύνου, τις χρηματοδοτικές πολιτικές και τις συγκεντρώσεις χρηματοδότησης.

Οι αρμόδιες αρχές αναλαμβάνουν αποτελεσματική δράση όταν οι εξελίξεις που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο μπορεί να οδηγήσουν σε αστάθεια μεμονωμένου ιδρύματος ή συστημική αστάθεια.

Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ΕΑΤ για οποιεσδήποτε δράσεις που αναλαμβάνονται σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο.

Η ΕΑΤ εκδίδει συστάσεις κατά περίπτωση σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

4.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα αναπτύσσουν μεθόδους για τον προσδιορισμό, τη μέτρηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση χρηματοδοτικών θέσεων. Αυτές οι μέθοδοι περιλαμβάνουν τωρινές και προβλεπόμενες χρηματορροές που προκύπτουν από στοιχεία του ενεργητικού, του παθητικού, στοιχεία εκτός ισολογισμού, συμπεριλαμβανομένων ενδεχόμενων υποχρεώσεων και πιθανών επιπτώσεων του κινδύνου φήμης.

5.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα διακρίνουν μεταξύ δεσμευμένων και μη βεβαρημένων στοιχείων του ενεργητικού τα οποία είναι πάντοτε διαθέσιμα, ιδιαίτερα σε επείγουσες καταστάσεις. Διασφαλίζουν επίσης ότι τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τη νομική οντότητα στην οποία ανήκουν τα στοιχεία του ενεργητικού, τη χώρα όπου τα στοιχεία είναι εγγεγραμμένα σε μητρώο ή σε λογαριασμό και την επιλεξιμότητα, παρακολουθούν δε πώς μπορούν να κινητοποιούνται εγκαίρως τα στοιχεία του ενεργητικού.

6.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα έχουν επίσης υπόψη τους υφιστάμενους νομικούς, κανονιστικούς και λειτουργικούς περιορισμούς σε ενδεχόμενες μεταφορές ρευστότητας και μη βεβαρημένων στοιχείων του ενεργητικού μεταξύ νομικών οντοτήτων, εντός και εκτός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου.

7.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα εξετάζουν διάφορα μέσα μείωσης κινδύνου ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων ενός συστήματος ορίων και αποθεμάτων ρευστότητας, προκειμένου να είναι σε θέση να αντέξουν ποικίλες περιπτώσεις πίεσης, καθώς και επαρκώς διαφοροποιημένη χρηματοδοτική διάρθρωση και πρόσβαση σε πηγές χρηματοδότησης. Αυτές οι ρυθμίσεις επανεξετάζονται τακτικά.

8.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα εξετάζουν εναλλακτικά σενάρια σχετικά με τις θέσεις ρευστότητας και τους παράγοντες μείωσης κινδύνου και επανεξετάζονται τουλάχιστον ετησίως οι παραδοχές στις οποίες στηρίζονται οι αποφάσεις σχετικά με τη χρηματοδοτική θέση. Για τους σκοπούς αυτούς, τα εναλλακτικά σενάρια αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα τα στοιχεία εκτός ισολογισμού και άλλες ενδεχόμενες υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των οντοτήτων ειδικού σκοπού τιτλοποίησης (SSPE) ή άλλων οντοτήτων ειδικού σκοπού, όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σε σχέση με τις οποίες το ίδρυμα ενεργεί ως ανάδοχος ή παρέχει σημαντική υποστήριξη ρευστότητας.

9.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα εξετάζουν τις πιθανές επιπτώσεις συνδυασμένων εναλλακτικών σεναρίων ανάλογα με το ίδρυμα, σε όλο το εύρος της αγοράς και με συνδυασμένα εναλλακτικά σενάρια. Εξετάζονται διαφορετικές χρονικές περίοδοι και διάφοροι βαθμοί συνθηκών πίεσης.

10.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα προσαρμόζουν τις στρατηγικές, τις εσωτερικές πολιτικές και τα όρια κινδύνου ρευστότητας και αναπτύσσουν αποτελεσματικά σχέδια έκτακτης ανάγκης, λαμβάνοντας υπόψη το αποτέλεσμα των εναλλακτικών σεναρίων που αναφέρονται στην παράγραφο 8.

11.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα έχουν θεσπίσει σχέδια ανάκτησης ρευστότητας, τα οποία καθορίζουν επαρκείς στρατηγικές και κατάλληλα μέτρα εφαρμογής προκειμένου να αντιμετωπίσουν πιθανά ελλείμματα ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων ελλειμμάτων που αφορούν κλάδους σε άλλα κράτη μέλη. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι αυτά τα σχέδια ελέγχονται από τα ιδρύματα τουλάχιστον ετησίως, ενημερώνονται βάσει του αποτελέσματος των εναλλακτικών σεναρίων που ορίζονται στην παράγραφο 8, υποβάλλονται με τη μορφή έκθεσης στα ανώτατα διοικητικά στελέχη και λαμβάνουν την έγκρισή τους, ώστε οι εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες να μπορούν να προσαρμοστούν ανάλογα. Τα ιδρύματα προβαίνουν στις απαραίτητες λειτουργικές ενέργειες εκ των προτέρων για να διασφαλίσουν ότι τα σχέδια ανάκτησης ρευστότητας μπορούν να υλοποιηθούν άμεσα. Για τα πιστωτικά ιδρύματα, αυτές οι λειτουργικές ενέργειες περιλαμβάνουν την τήρηση ενεχύρων που είναι άμεσα διαθέσιμα για τη χρηματοδότηση της κεντρικής τράπεζας. Αυτό περιλαμβάνει την τήρηση ενεχύρων, όπου απαιτείται, στο νόμισμα άλλου κράτους μέλους ή στο νόμισμα τρίτης χώρας στην οποία είναι εκτεθειμένα τα πιστωτικά ιδρύματα και, όπου απαιτείται για λειτουργικούς λόγους, εντός της επικράτειας ενός κράτους μέλους υποδοχής ή τρίτης χώρας στο νόμισμα της οποίας είναι εκτεθειμένα.

Άρθρο 87

Κίνδυνος υπερβολικής μόχλευσης

1.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα θεσπίζουν πολιτικές και διαδικασίες για τον προσδιορισμό, τη διαχείριση και την παρακολούθηση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης. Οι δείκτες κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης περιλαμβάνουν το δείκτη μόχλευσης που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 429 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τις ασυμφωνίες μεταξύ του ενεργητικού και των υποχρεώσεων.

2.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο υπερβολικής μόχλευσης με προνοητικό τρόπο λαμβάνοντας υπόψη τις δυνητικές αυξήσεις του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης λόγω μειώσεων των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος συνεπεία αναμενόμενων ή πραγματοποιηθεισών ζημιών, ανάλογα με τους ισχύοντες λογιστικούς κανόνες. Για αυτόν τον σκοπό, τα ιδρύματα είναι ικανά να αντέξουν σε μια σειρά διαφορετικών περιπτώσεων πίεσης όσον αφορά τον κίνδυνο υπερβολικής μόχλευσης.

Υποτμημα 3

Διακυβερνηση

Άρθρο 88

Ρυθμίσεις διακυβέρνησης

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το διοικητικό όργανο ορίζει, επιβλέπει και λογοδοτεί για την υλοποίηση των ρυθμίσεων διακυβέρνησης που διασφαλίζουν την αποτελεσματική και συνετή διοίκηση ενός ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένου του διαχωρισμού αρμοδιοτήτων στον οργανισμό και την πρόληψη αντικρουόμενων συμφερόντων.

Οι ρυθμίσεις αυτές τηρούν τις εξής αρχές:

α)

το διοικητικό όργανο πρέπει να έχει τη γενική ευθύνη του ιδρύματος και εγκρίνει και επιβλέπει την υλοποίηση των στρατηγικών στόχων, της στρατηγικής αντιμετώπισης κινδύνου και της εσωτερικής διακυβέρνησης του ιδρύματος,

β)

το διοικητικό όργανο πρέπει να διασφαλίζει την αρτιότητα των συστημάτων λογιστικής και χρηματοοικονομικών εκθέσεων, περιλαμβανομένων των χρηματοοικονομικών και επιχειρησιακών ελέγχων και της συμμόρφωσης με το νόμο και τα συναφή πρότυπα,

γ)

το διοικητικό όργανο πρέπει να επιβλέπει τη διαδικασία δημοσιοποίησης και τις ανακοινώσεις,

δ)

το διοικητικό όργανο πρέπει να είναι υπεύθυνο για την αποτελεσματική επίβλεψη των ανώτατων διοικητικών στελεχών,

ε)

ο πρόεδρος του διοικητικού οργάνου ενός ιδρύματος στο πλαίσιο της εποπτικής του λειτουργίας δεν πρέπει να ασκεί ταυτόχρονα καθήκοντα διευθύνοντος συμβούλου στο ίδιο ίδρυμα, εκτός αν αυτό είναι δικαιολογημένο από το ίδρυμα και εγκεκριμένο από αρμόδιες αρχές.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το διοικητικό όργανο παρακολουθεί και εκτιμά κατά περιόδους την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων διακυβέρνησης του ιδρύματος και προβαίνει στις δέουσες ενέργειες για την αντιμετώπιση τυχόν ελλείψεων.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα τα οποία είναι σημαντικά από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης και φύσεως, πεδίου εφαρμογής και πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους θεσπίζουν επιτροπή ανάδειξης υποψηφίων αποτελούμενη από μέλη του διοικητικού οργάνου που δεν έχουν καμία εκτελεστική λειτουργία στο αντίστοιχο ίδρυμα.

Η επιτροπή ανάδειξης υποψηφίων:

α)

εντοπίζει και προτείνει, για έγκριση από το διοικητικό όργανο ή προς έγκριση κατά τη γενική συνέλευση, υποψηφίους για τις κενές θέσεις του διοικητικού οργάνου, αξιολογεί το συνδυασμό γνώσεων, δεξιοτήτων, ποικιλότητας και εμπειρίας του διοικητικού οργάνου και συντάσσει περιγραφή των ρόλων και των ικανοτήτων για ένα συγκεκριμένο διορισμό και υπολογίζει τον χρόνο που αναμένεται να αφιερωθεί σε αυτή τη θέση.

Επιπλέον, η επιτροπή ανάδειξης υποψηφίων αποφασίζει ως προς τον καθορισμό στόχου για την εκπροσώπηση του ανεπαρκώς εκπροσωπούμενου φύλου στο διοικητικό όργανο και ετοιμάζει πολιτική για το πώς θα αυξηθεί ο αριθμός των ατόμων του ανεπαρκώς εκπροσωπούμενου φύλου στο διοικητικό όργανο προκειμένου να υλοποιηθεί ο στόχος αυτός. Ο στόχος, η πολιτική και η εφαρμογή τους δημοσιοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 435 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

β)

κατά περιόδους και τουλάχιστον ετησίως εκτιμά τη δομή, το μέγεθος, τη σύνθεση και την απόδοση του διοικητικού οργάνου και απευθύνει συστάσεις στο διοικητικό όργανο σχετικά με τυχόν αλλαγές,

γ)

κατά περιόδους και τουλάχιστον ετησίως εκτιμά τις γνώσεις, τις δεξιότητες και την εμπειρία μεμονωμένων μελών του διοικητικού οργάνου και του διοικητικού οργάνου ως συνόλου και υποβάλλει σχετικές αναφορές στο διοικητικό όργανο,

δ)

επανεξετάζει κατά περιόδους την πολιτική που εφαρμόζει το διοικητικό όργανο για την επιλογή και το διορισμό ανώτατων διοικητικών στελεχών και κάνει συστάσεις στο διοικητικό όργανο.

Η επιτροπή ανάδειξης υποψηφίων, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, λαμβάνει υπόψη της, στον βαθμό που είναι δυνατόν και σε διαρκή βάση, την ανάγκη να διασφαλισθεί ότι η λήψη αποφάσεων από το διοικητικό όργανο δεν κυριαρχείται από ένα άτομο ή μικρή ομάδα ατόμων κατά τρόπο που θίγει τα συμφέροντα του ιδρύματος ως συνόλου.

Η επιτροπή ανάδειξης υποψηφίων μπορεί να χρησιμοποιεί οποιοδήποτε είδος πόρων κρίνει κατάλληλο, συμπεριλαμβανομένων των εξωτερικών συμβούλων, και λαμβάνει τη δέουσα χρηματοδότηση προς τον σκοπό αυτό.

Στις περιπτώσεις όπου, βάσει του εθνικού δικαίου, το διοικητικό όργανο δεν έχει καμία αρμοδιότητα επί της διαδικασίας επιλογής και διορισμού οιουδήποτε εκ των μελών του, η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζεται.

Άρθρο 89

Υποβολή εκθέσεων ανά χώρα

1.   Από την 1η Ιανουαρίου 2015, τα κράτη μέλη ζητούν από κάθε ίδρυμα να δημοσιοποιεί ετησίως, εξειδικεύοντας ανά κράτος μέλος και τρίτη χώρα στις οποίες διαθέτει έδρα, τις ακόλουθες πληροφορίες σε ενοποιημένη βάση για το οικονομικό έτος:

α)

επωνυμία ή επωνυμίες, φύση δραστηριοτήτων και γεωγραφική θέση,

β)

κύκλο εργασιών,

γ)

αριθμό μισθωτών σε ισοδύναμα πλήρους απασχόλησης,

δ)

αποτελέσματα προ φόρων,

ε)

φόροι επί των αποτελεσμάτων,

στ)

εισπραττόμενες δημόσιες επιδοτήσεις.

2.   Παρά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη ζητούν από τα ιδρύματα να δημοσιοποιούν τις πληροφορίες της παραγράφου 1 στοιχεία α), β και γ), για πρώτη φορά στις 1η Ιουλίου 2014.

3.   Έως 1η Ιουλίου 2014, όλα τα παγκόσμια συστημικώς σημαντικά ιδρύματα στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια εντός της Ένωσης, όπως προσδιορίζονται διεθνώς, υποβάλλουν στην Επιτροπή εμπιστευτικά τις πληροφορίες της παραγράφου 1 στοιχεία δ), ε) και στ). Η Επιτροπή, αφού συμβουλευτεί την ΕΑΤ, την ΕΑΑΕΣ και την ΕΑΚΑΑ, κατά περίπτωση, προβαίνει σε γενική εκτίμηση ως προς τις ενδεχόμενες αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις της δημόσιας γνωστοποίησης αυτού του είδους πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεων επί της ανταγωνιστικότητας, των επενδύσεων και της πιστοδοτικής ικανότητας και της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος. Η Επιτροπή υποβάλλει την έκθεσή της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2014.

Σε περίπτωση που στην έκθεση της Επιτροπής εντοπίζονται σημαντικά αρνητικά αποτελέσματα, η Επιτροπή εξετάζει το ενδεχόμενο υποβολής κατάλληλης νομοθετικής πρότασης για τροποποίηση των υποχρεώσεων γνωστοποίησης της παραγράφου 1 και μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 145 στοιχείο η), να αποφασίζει να αναστέλλει τις εν λόγω υποχρεώσεις. Η Επιτροπή επανεξετάζει ετησίως την ανάγκη παράτασης της εν λόγω αναστολής.

4.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ελέγχονται σύμφωνα με την οδηγία 2006/43/ΕΚ και δημοσιεύονται, εφόσον είναι δυνατό, ως παράρτημα των ετήσιων δηλώσεων οικονομική κατάστασης ή, όπου συντρέχει περίπτωση, των ενοποιημένων δηλώσεων οικονομικής κατάστασης του ενδιαφερόμενου ιδρύματος.

5.   Στον βαθμό που οι μελλοντικές νομοθετικές πράξεις της Ένωσης προβλέπουν υποχρεώσεις γνωστοποίησης πέραν αυτών που ορίζονται στο παρόν άρθρο, το παρόν άρθρο παύει να ισχύει και διαγράφεται ανάλογα.

Άρθρο 90

Δημοσιοποίηση της απόδοσης των στοιχείων του ενεργητικού

Τα ιδρύματα στην ετήσια έκθεσή τους μεταξύ των βασικών δεικτών δημοσιοποιούν την απόδοση των στοιχείων του ενεργητικού, υπολογιζόμενη ως το καθαρό κέρδος τους διαιρούμενο με το συνολικό ισολογισμό τους.

Άρθρο 91

Διοικητικό όργανο

1.   Τα μέλη του διοικητικού οργάνου οφείλουν να έχουν πάντοτε καλή φήμη και να διαθέτουν επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Η συνολική σύνθεση του διοικητικού οργάνου αποτυπώνει ένα αρκούντως ευρύ φάσμα εμπειριών. Πιο συγκεκριμένα, τα μέλη του διοικητικού οργάνου οφείλουν τα πληρούν τις απαιτήσεις που καθορίζονται στις παραγράφους 2 έως 8.

2.   Όλα τα μέλη του διοικητικού οργάνου πρέπει να αφιερώνουν αρκετό χρόνο στην εκτέλεση των καθηκόντων τους στο ίδρυμα.

3.   Στον αριθμό των θέσεων σε διοικητικά συμβούλια που μπορεί να κατέχει ταυτόχρονα ένα μέλος του διοικητικού οργάνου πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες συνθήκες και η φύση, το μέγεθος και η πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ιδρύματος. Εξαιρουμένης της περίπτωσης κατά την οποία εκπροσωπούν το κράτος μέλος, τα μέλη του διοικητικού οργάνου ιδρύματος το οποίο είναι σημαντικό από πλευράς του μεγέθους του, της εσωτερικής του οργάνωσης και της φύσεως, του πεδίου εφαρμογής και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων του δεν κατέχουν, από την 1η Ιουλίου 2014, περισσότερες της μιας εκ του ακόλουθου συνδυασμού θέσεων σε διοικητικά συμβούλια ταυτόχρονα:

α)

μία θέση εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου και δύο θέσεις μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου,

β)

τέσσερις θέσεις μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου.

4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 3, τα ακόλουθα υπολογίζονται ως μία θέση διοικητικού συμβουλίου:

α)

θέσεις εκτελεστικού ή μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου που κατέχονται εντός του ιδίου ομίλου,

β)

θέσεις εκτελεστικού ή μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου στο πλαίσιο:

i)

ιδρυμάτων που είναι μέλη του ίδιου θεσμικού συστήματος προστασίας, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 108 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ή

ii)

επιχειρήσεων (συμπεριλαμβανομένων μη χρηματοοικονομικών οντοτήτων) στις οποίες το ίδρυμα κατέχει ειδική συμμετοχή.

5.   Οι θέσεις μέλους διοικητικού συμβουλίου σε οργανώσεις που δεν επιδιώκουν πρωτίστως εμπορικούς στόχους δεν λαμβάνονται υπόψη για τους σκοπούς της παραγράφου 3.

6.   Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιτρέπουν σε μέλη του διοικητικού οργάνου να διατηρούν μια πρόσθετη θέση μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου. Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν τακτικά την ΕΑΤ για τέτοιες άδειες.

7.   Το διοικητικό όργανο θα κατέχει συνολικά επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία ώστε να μπορεί να κατανοήσει τις δραστηριότητες του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων των κυριότερων κινδύνων.

8.   Κάθε μέλος του διοικητικού οργάνου ενεργεί με ειλικρίνεια, ακεραιότητα και ανεξάρτητη βούληση ώστε να εκτιμά και να αμφισβητεί τις αποφάσεις των ανώτατων διοικητικών στελεχών όποτε αυτό χρειάζεται και να επιβλέπει αποτελεσματικά και να παρακολουθεί τη λήψη των αποφάσεων από τη διοίκηση.

9.   Τα ιδρύματα αφιερώνουν επαρκές προσωπικό και οικονομικούς πόρους για την υποδοχή και εκπαίδευση των μελών του διοικητικού οργάνου.

10.   Τα κράτη μέλη ή οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα ιδρύματα και τις αντίστοιχες επιτροπές ανάδειξης υποψηφίων να εξασφαλίζουν ευρύ φάσμα προσόντων και δεξιοτήτων κατά την πρόσληψη μελών στο διοικητικό όργανο και να εφαρμόζουν προς τον σκοπό αυτό μια πολιτική που να προωθεί αρμόζον επίπεδο ποικιλίας στο διοικητικό όργανο.

11.   Οι αρμόδιες αρχές συλλέγουν τις πληροφορίες που κοινοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 435 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τις χρησιμοποιούν για τη συγκριτική αξιολόγηση των πρακτικών ποικιλότητας. Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν αυτές τις πληροφορίες στην ΕΑΤ. Η ΕΑΤ χρησιμοποιεί αυτές τις πληροφορίες για τη συγκριτική αξιολόγηση των πρακτικών ποικιλότητας σε επίπεδο Ένωσης.

12.   Η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τα κατωτέρω:

α)

την έννοια της αφιέρωσης επαρκούς χρόνου από ένα μέλος του διοικητικού οργάνου για την άσκηση των καθηκόντων του, σε σχέση με τις ιδιαίτερες συνθήκες και τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ιδρύματος,

β)

την έννοια των επαρκών συλλογικών γνώσεων, δεξιοτήτων και εμπειριών σύμφωνα με την παράγραφο 7,

γ)

τις έννοιες της ειλικρίνειας, ακεραιότητας και ανεξάρτητης βούλησης ενός μέλους του διοικητικού οργάνου σύμφωνα με την παράγραφο 8,

δ)

την έννοια του επαρκούς προσωπικού και των επαρκών χρηματικών πόρων που αφιερώνονται για την υποδοχή και εκπαίδευση των μελών του διοικητικού οργάνου, σύμφωνα με την παράγραφο 9,

ε)

την έννοια της ποικιλότητας που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την επιλογή των μελών του διοικητικού οργάνου, σύμφωνα με την παράγραφο 10.

Η ΕΑΤ εκδίδει τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές έως τις 31 Δεκεμβρίου 2015.

13.   Το παρόν άρθρο δεν θίγει τις διατάξεις σχετικά με την εκπροσώπηση των εργαζομένων στο διοικητικό όργανο όπως προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο.

Άρθρο 92

Πολιτικές αποδοχών

1.   Η εφαρμογή της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου και των άρθρων 93, 94 και 95 διασφαλίζεται από αρμόδιες αρχές για ιδρύματα σε επίπεδο ομίλου, μητρικής εταιρείας και θυγατρικών, συμπεριλαμβανομένων όσων εδρεύουν σε υπεράκτια οικονομικά κέντρα.

2.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι, κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή του συνόλου των πολιτικών αποδοχών, συμπεριλαμβανομένων των μισθών και των προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών, για τις κατηγορίες υπαλλήλων που περιλαμβάνουν ανώτατα διοικητικά στελέχη, πρόσωπα τα οποία αναλαμβάνουν κινδύνους και πρόσωπα που ασκούν καθήκοντα ελέγχου, καθώς και κάθε εργαζόμενο οι συνολικές αποδοχές του οποίου τον εντάσσουν στο ίδιο επίπεδο αμοιβών με τα ανώτατα διοικητικά στελέχη και τα πρόσωπα που αναλαμβάνουν κινδύνους, των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ του κινδύνου τους, τα ιδρύματα συμμορφώνονται προς τις ακόλουθες αρχές κατά τρόπο και σε βαθμό που ενδείκνυται προς το μέγεθος, την εσωτερική οργάνωση και τη φύση, το αντικείμενο και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους:

α)

η πολιτική αποδοχών συνάδει με και προωθεί την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων και δεν ενθαρρύνει την ανάληψη υπερβολικών κινδύνων εκ μέρους του ιδρύματος,

β)

η πολιτική αποδοχών είναι σύμφωνη προς την επιχειρηματική στρατηγική, τους στόχους, τις αξίες και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του ιδρύματος και ενσωματώνει μέτρα για την αποφυγή αντικρουόμενων συμφερόντων,

γ)

το διοικητικό όργανο του ιδρύματος, κατά την άσκηση της εποπτικής του αρμοδιότητας, υιοθετεί και περιοδικά αναθεωρεί τις γενικές αρχές της πολιτικής αποδοχών και είναι υπεύθυνο για την επίβλεψη της υλοποίησής της,

δ)

η εφαρμογή της πολιτικής αποδοχών υπόκειται, τουλάχιστον μία φορά κατ’ έτος, σε κεντρικό και ανεξάρτητο εσωτερικό έλεγχο ως προς τη συμμόρφωση προς την πολιτική και τις διαδικασίες αποδοχών που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό όργανο στο πλαίσιο των λειτουργιών εποπτείας που επιτελεί,

ε)

τα μέλη του προσωπικού που έχουν επιφορτισθεί με καθήκοντα ελέγχου είναι ανεξάρτητα από τις επιχειρηματικές μονάδες τις οποίες εποπτεύουν, έχουν τις κατάλληλες εξουσίες και αμείβονται με βάση την επίτευξη των στόχων που συνδέονται με τα καθήκοντά τους, ανεξαρτήτως των επιδόσεων των επιχειρηματικών τομέων που ελέγχουν,

στ)

οι αποδοχές των ανωτέρων στελεχών στις λειτουργίες διαχείρισης του κινδύνου και της κανονιστικής συμμόρφωσης εποπτεύονται άμεσα από την επιτροπή αποδοχών του άρθρου 95 ή, εφόσον δεν έχει συσταθεί η ανωτέρω επιτροπή, από το διοικητικό όργανο υπό την εποπτική του αρμοδιότητα,

ζ)

στην πολιτική αποδοχών, λαμβάνοντας υπόψη εθνικά κριτήρια καθορισμού μισθών, γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ των κριτηρίων όσον αφορά τον καθορισμό:

i)

των σταθερών βασικών αποδοχών, που θα πρέπει να αντανακλούν κυρίως τη συναφή επαγγελματική εμπειρία και την ευθύνη της διαχείρισης όπως ορίζεται στην περιγραφή καθηκόντων του υπαλλήλου ως μέρος των όρων της σύμβασης, και

ii)

των μεταβλητών αποδοχών, που θα πρέπει να αντανακλούν επιδόσεις βιώσιμες και προσαρμοσμένες στον κίνδυνο, καθώς και επιδόσεις που υπερβαίνουν τις απαιτούμενες για την εκπλήρωση των καθηκόντων που περιλαμβάνονται στην περιγραφή καθηκόντων του υπαλλήλου ως μέρος των όρων της σύμβασης.

Άρθρο 93

Ιδρύματα που επωφελούνται από κυβερνητική παρέμβαση

Στην περίπτωση ιδρυμάτων που επωφελούνται από κατ’ εξαίρεση κυβερνητική παρέμβαση, οι εξής αρχές ισχύουν επιπρόσθετα σε αυτές του άρθρου 92 παράγραφος 2:

α)

οι μεταβλητές αποδοχές περιορίζονται αυστηρά ως ποσοστό επί των καθαρών εσόδων, όταν δεν συμβιβάζονται με τη διατήρηση υγιούς κεφαλαιακής βάσης και την έγκαιρη έξοδο από την κρατική στήριξη,

β)

οι σχετικές αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα ιδρύματα να αναδιαρθρώνουν τις αποδοχές κατά τρόπο που να ευθυγραμμίζονται με τη χρηστή διαχείριση των κινδύνων και τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη, συμπεριλαμβανομένης, όπου συντρέχει περίπτωση, της θέσπισης ορίων στις αποδοχές των μελών του διοικητικού οργάνου του ιδρύματος,

γ)

δεν πρέπει να καταβάλλεται μεταβλητή αμοιβή στα μέλη του διοικητικού οργάνου του ιδρύματος, εκτός αν αυτό είναι δικαιολογημένο.

Άρθρο 94

Μεταβλητά στοιχεία αποδοχών

1.   Στην περίπτωση μεταβλητών στοιχείων αποδοχών, οι εξής αρχές ισχύουν επιπρόσθετα και βάσει των ιδίων προϋποθέσεων με εκείνες του άρθρου 92 παράγραφος 2:

α)

στην περίπτωση που οι αποδοχές συνδέονται με τις επιδόσεις, το συνολικό ποσό των αποδοχών βασίζεται σε ένα συνδυασμό εκτίμησης των επιδόσεων του ατόμου, της σχετικής επιχειρηματικής μονάδας και των συνολικών αποτελεσμάτων του ιδρύματος, και, κατά την εκτίμηση των ατομικών επιδόσεων, λαμβάνονται υπόψη χρηματοοικονομικά και μη κριτήρια,

β)

η εκτίμηση των επιδόσεων εντάσσεται σε πολυετές πλαίσιο, ώστε να διασφαλίζεται ότι η διαδικασία της εκτίμησης βασίζεται σε πιο μακροπρόθεσμες επιδόσεις και ότι η καταβολή των τμημάτων της αμοιβής που συνδέονται με τις επιδόσεις κατανέμεται σε μια περίοδο που λαμβάνει υπόψη τον υποκείμενο κύκλο της οικονομικής δραστηριότητας του πιστωτικού ιδρύματος και τους επιχειρηματικούς του κινδύνους,

γ)

το σύνολο των μεταβλητών αποδοχών δεν περιορίζει τη δυνατότητα των ιδρυμάτων να ενισχύουν την κεφαλαιακή βάση τους,

δ)

οι εγγυημένες μεταβλητές αμοιβές δεν συνάδουν με την υγιή διαχείριση κινδύνου ή την αρχή της αμοιβής βάσει επιδόσεων και δεν περιλαμβάνονται στα μελλοντικά σχέδια αποδοχών,

ε)

οι εγγυημένες μεταβλητές αποδοχές αποτελούν εξαίρεση και παρέχονται μόνο όταν προσλαμβάνεται νέο προσωπικό, υπό τον όρο ότι το ίδρυμα διαθέτει υγιή και ισχυρή κεφαλαιακή βάση, και μόνο για το πρώτο έτος απασχόλησης,

στ)

οι σταθερές και οι μεταβλητές συνιστώσες των συνολικών αποδοχών εξισορροπούνται κατάλληλα· το σταθερό στοιχείο αντιπροσωπεύει ένα επαρκώς υψηλό ποσοστό των συνολικών αποδοχών, προκειμένου να καθίσταται δυνατή η εφαρμογή μιας πλήρως ευέλικτης πολιτικής κατά το σκέλος των μεταβλητών στοιχείων των αποδοχών, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας να μην καταβληθεί μεταβλητό στοιχείο των αποδοχών,

ζ)

τα ιδρύματα ορίζουν τη δέουσα αναλογία μεταξύ σταθερών και μεταβλητών συνιστωσών του συνόλου των αποδοχών, όπου ισχύουν οι ακόλουθες αρχές:

i)

H μεταβλητή συνιστώσα δεν υπερβαίνει το 100 % της σταθερής συνιστώσας του συνόλου των αποδοχών για κάθε άτομο. Τα κράτη μέλη δύνανται να ορίζουν χαμηλότερο μέγιστο ποσοστό,

ii)

Τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέπουν στους μετόχους ή ιδιοκτήτες ή στα μέλη του ιδρύματος να εγκρίνουν υψηλότερη μέγιστη αναλογία μεταξύ σταθερής και μεταβλητής συνιστώσας των αποδοχών υπό την προϋπόθεση ότι το συνολικό ύψος της μεταβλητής συνιστώσας δεν υπερβαίνει το 200 % της σταθερής συνιστώσας του συνόλου των αποδοχών για κάθε άτομο. Τα κράτη μέλη δύνανται να ορίζουν χαμηλότερο μέγιστο ποσοστό.

Τυχόν έγκριση υψηλότερης αναλογίας σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του παρόντος σημείου πραγματοποιείται σύμφωνα με την ακόλουθη διαδικασία:

οι μέτοχοι ή ιδιοκτήτες ή μέλη του ιδρύματος ενεργούν βάσει λεπτομερούς σύστασης του ιδρύματος στην οποία αναφέρονται οι λόγοι και το πεδίο εφαρμογής της επιδιωκόμενης έγκρισης, συμπεριλαμβανομένων του αριθμού του υπηρετούντος προσωπικού, των καθηκόντων τους και του αναμενόμενου αντίκτυπου ως προς την απαίτηση διατήρησης υγιούς κεφαλαιακής βάσης,

οι μέτοχοι ή ιδιοκτήτες ή μέλη του ιδρύματος αποφασίζουν με πλειοψηφία 66 % τουλάχιστον εφόσον εκπροσωπείται το 50 % τουλάχιστον των μετοχών ή ισοδύναμων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας ή, σε αντίθετη περίπτωση, αποφασίζουν με πλειοψηφία 75 % των εκπροσωπούμενων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας,

το ίδρυμα κοινοποιεί σε όλους τους μετόχους ή ιδιοκτήτες ή μέλη του ιδρύματος, παρέχοντας προηγουμένως εύλογη περίοδο προειδοποίησης, ότι θα επιδιωχθεί έγκριση δυνάμει του πρώτου εδαφίου του παρόντος σημείου,

το ίδρυμα ενημερώνει αμελλητί την αρμόδια αρχή σχετικά με τη σύσταση προς τους μετόχους ή ιδιοκτήτες ή μέλη του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένης της προτεινόμενης υψηλότερης μέγιστης αναλογίας και του σχετικού σκεπτικού, είναι δε σε θέση να αποδείξει στην αρμόδια αρχή ότι η προτεινόμενη υψηλότερη αναλογία δεν αντιβαίνει στις υποχρεώσεις του ιδρύματος δυνάμει της παρούσας οδηγίας και δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, έχοντας ιδίως υπόψη τις υποχρεώσεις περί ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος,

το ίδρυμα ενημερώνει αμελλητί την αρμόδια αρχή σχετικά με τις αποφάσεις των μετόχων ή ιδιοκτητών ή μελών του, συμπεριλαμβανομένης τυχόν έγκρισης υψηλότερης αναλογίας βάσει του πρώτου εδαφίου του παρόντος σημείου, οι δε αρμόδιες αρχές χρησιμοποιούν τις λαμβανόμενες πληροφορίες για τη συγκριτική αξιολόγηση των σχετικών πρακτικών των ιδρυμάτων. Οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν τις εν λόγω πληροφορίες στην ΕΑΤ και αυτή τις δημοσιεύει συνολικά στη βάση κράτους μέλους προέλευσης σε κοινό μορφότυπο διαβίβασης στοιχείων. Η ΕΑΤ μπορεί να καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές για να διευκολύνει την εφαρμογή της παρούσας περίπτωσης και να διασφαλίζει τη συνέπεια των πληροφοριών που συγκεντρώνονται,

τα μέλη του προσωπικού τα οποία αφορούν άμεσα τα αναφερόμενα στο παρόν σημείο υψηλότερα μέγιστα επίπεδα μεταβλητών αποδοχών δεν επιτρέπεται, κατά περίπτωση, να ασκούν, άμεσα ή έμμεσα, τυχόν δικαιώματα ψήφου που μπορεί να έχουν ως μέτοχοι ή ιδιοκτήτες ή μέλη του ιδρύματος,

iii)

Τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέπουν στα ιδρύματα να εφαρμόζουν τον συντελεστή αναπροσαρμογής που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο του παρόντος σημείου για ποσό 25 % κατ’ ανώτατο όριο των συνολικών μεταβλητών αποδοχών εφόσον αυτό πληρώνεται σε μέσα που αναβάλλονται για περίοδο η οποία δεν είναι μικρότερη των πέντε ετών. Τα κράτη μέλη δύνανται να ορίζουν χαμηλότερο μέγιστο ποσοστό.

Η ΕΑΤ εκπονεί και δημοσιεύει, έως την 31η Μαρτίου 2014, κατευθυντήριες γραμμές για τον εφαρμοστέο υποθετικό συντελεστή αναπροσαρμογής, λαμβάνοντας υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες, μεταξύ άλλων το ποσοστό πληθωρισμού και τον κίνδυνο, πράγμα που συμπεριλαμβάνει τη διάρκεια της περιόδου αναβολής. Οι κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΤ για τον συντελεστή αναπροσαρμογής εξετάζουν συγκεκριμένα τον τρόπο παροχής κινήτρων για τη χρήση μέσων τα οποία αναβάλλονται για περίοδο τουλάχιστον πέντε ετών,

η)

οι πληρωμές που συνδέονται με την πρόωρη καταγγελία σύμβασης αντικατοπτρίζουν τις επιδόσεις που επιτεύχθηκαν σε βάθος χρόνου και δεν ανταμείβουν την αποτυχία ή τη διάπραξη παραπτωμάτων,

θ)

τα πακέτα αποδοχών που αφορούν αποζημίωση ή εξαγορά από συμβάσεις σε προηγούμενη απασχόληση πρέπει να ευθυγραμμίζονται με το μακροπρόθεσμο συμφέρον του ιδρύματος, περιλαμβανομένων των ρυθμίσεων περί επίσχεσης, αναστολής, επιδόσεων και ανάκτησης,

ι)

η μέτρηση των επιδόσεων που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των συνιστωσών για τις μεταβλητές αποδοχές ή των ομαδοποιημένων συνιστωσών για τις μεταβλητές αποδοχές περιλαμβάνει προσαρμογή προς κάθε είδους τρεχόντων και μελλοντικών κινδύνων και λαμβάνει υπόψη το κόστος κεφαλαίου και τη ρευστότητα που απαιτείται,

ια)

η κατανομή των συνιστωσών για τις μεταβλητές αποδοχές εντός του ιδρύματος λαμβάνει επίσης υπόψη το πλήρες φάσμα των τρεχόντων και μελλοντικών κινδύνων,

ιβ)

σημαντικό μέρος, και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον 50 % οιωνδήποτε μεταβλητών αποδοχών, αποτελείται από αναλογία των παρακάτω:

i)

μετοχές ή ισοδύναμα δικαιώματα ιδιοκτησίας, ανάλογα με τη νομική δομή του σχετικού ιδρύματος ή μέσα που συνδέονται με μετοχές ή ισοδύναμα μη ευχερώς ρευστοποιήσιμα μέσα, στην περίπτωση μη εισηγμένων ιδρυμάτων,

ii)

όπου είναι δυνατό, άλλα μέσα, κατά την έννοια του άρθρου 52 ή 63 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ή άλλα μέσα πλήρως μετατρέψιμα σε μέσα του Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 ή που έχουν επανεκτιμηθεί, τα οποία σε κάθε περίπτωση αντανακλούν δεόντως την πιστοληπτική ικανότητα του ιδρύματος σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης και είναι κατάλληλα να χρησιμοποιηθούν για τους σκοπούς των μεταβλητών αποδοχών.

Τα μέσα που αναφέρονται στο παρόν σημείο υπόκεινται σε ενδεδειγμένη πολιτική διακράτησης με σκοπό την ευθυγράμμιση των κινήτρων με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του ιδρύματος. Τα κράτη μέλη ή οι αρμόδιες αρχές τους μπορούν να θέτουν περιορισμούς στο είδος και στο σχεδιασμό αυτών των μέσων ή να απαγορεύουν ορισμένα μέσα όπως αρμόζει. Το παρόν σημείο εφαρμόζεται τόσο στο μέρος του υπό αναβολή μεταβλητού στοιχείου των αποδοχών σύμφωνα με το στοιχείο ιγ) όσο και στο μέρος του μεταβλητού στοιχείου των αποδοχών που δεν τελεί υπό αναβολή,

ιγ)

η καταβολή σημαντικού μέρους, και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον 40 % της μεταβλητής συνιστώσας των αποδοχών, αναβάλλεται για περίοδο η οποία δεν είναι μικρότερη από τρία έως πέντε έτη και ευθυγραμμίζεται ορθά με τη φύση της επιχείρησης, τους κινδύνους της και τις δραστηριότητες του εν λόγω μέλους του προσωπικού.

Οι πληρωτέες αποδοχές που υπάγονται στις ρυθμίσεις περί αναβολής κατοχυρώνονται το πολύ κατ’ αναλογία του χρόνου. Σε περίπτωση μεταβλητής συνιστώσας αποδοχών ιδιαίτερα υψηλού ποσού, αναβάλλεται η καταβολή της τουλάχιστον κατά το 60 % του ποσού. Η διάρκεια της περιόδου αναβολής ορίζεται σύμφωνα με τον επιχειρηματικό κύκλο, τη φύση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, τους κινδύνους της και τις δραστηριότητες των εν λόγω μελών του προσωπικού,

ιδ)

η μεταβλητή αμοιβή, συμπεριλαμβανομένου του μέρους υπό αναβολή, καταβάλλεται ή κατοχυρώνεται μόνον εφόσον είναι βιώσιμη βάσει της οικονομικής κατάστασης του ιδρύματος συνολικά και δικαιολογημένη βάσει των επιδόσεων του ιδρύματος, της εν λόγω επιχειρησιακής μονάδας και του εν λόγω ατόμου.

Με την επιφύλαξη των γενικών αρχών του εθνικού εργατικού δικαίου, περιλαμβανομένων και των διατάξεων περί συμβάσεων εργασίας, το σύνολο των μεταβλητών αποδοχών θα συρρικνώνεται γενικά σημαντικά όταν το ίδρυμα παρουσιάζει υποτονικές ή αρνητικές χρηματοοικονομικές επιδόσεις, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις τρέχουσες αμοιβές όσο και τις μειώσεις σε αμοιβές που είχαν προηγουμένως εισπραχθεί, συμπεριλαμβανομένων μέσω ρυθμίσεων malus ή ρυθμίσεων περί επιστροφής αμοιβών.

Ποσοστό έως και 100 % του συνόλου των μεταβλητών αποδοχών υπόκειται σε ρυθμίσεις malus ή ρυθμίσεις περί επιστροφής αμοιβών. Τα ιδρύματα θεσπίζουν ειδικά κριτήρια για την εφαρμογή του malus ή της επιστροφής αμοιβών. Τα εν λόγω κριτήρια καλύπτουν ειδικότερα καταστάσεις όπου το μέλος του προσωπικού:

i)

συμμετείχε ή ήταν υπεύθυνο για συμπεριφορά η οποία προξένησε σημαντικές ζημίες στο ίδρυμα,

ii)

δεν πληρούσε τα προσήκοντα πρότυπα ικανότητας και ευπρέπειας,

ιε)

η συνταξιοδοτική πολιτική είναι σύμφωνη με την επιχειρηματική στρατηγική, τους στόχους, τις αξίες και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του ιδρύματος.

Εάν ο υπάλληλος αποχωρήσει από το ίδρυμα πριν από τη συνταξιοδότηση, οι προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές διατηρούνται από το ίδρυμα για διάστημα πέντε ετών, με τη μορφή των μέσων που αναφέρονται στο στοιχείο ιβ). Στην περίπτωση υπαλλήλου που φθάνει στη συνταξιοδότηση, οι προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές καταβάλλονται στον υπάλληλο με τη μορφή των μέσων που αναφέρονται στο στοιχείο ιβ), με την επιφύλαξη πενταετούς περιόδου διακράτησης,

ιστ)

τα μέλη του προσωπικού υποχρεούνται να μην χρησιμοποιούν προσωπικές στρατηγικές αντιστάθμισης κινδύνου ή ασφάλιση συνδεδεμένη με αποδοχές ή ευθύνη για να καταστρατηγούνται οι περιλαμβανόμενοι στις ρυθμίσεις περί αποδοχών μηχανισμοί ευθυγράμμισης με τον κίνδυνο,

ιζ)

η μεταβλητή αμοιβή δεν καταβάλλεται μέσω μηχανισμών ή μεθόδων που διευκολύνουν τη μη συμμόρφωση με την παρούσα οδηγία ή τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

2.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά τον ορισμό των κατηγοριών των μέσων που πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 στοιχείο ιβ) σημείο ii) και αναφορικά με τα ποιοτικά και τα κατάλληλα ποσοτικά κριτήρια εντοπισμού κατηγοριών υπαλλήλων, οι επαγγελματικές δραστηριότητες των οποίων έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου του ιδρύματος όπως αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 2.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στην Επιτροπή το αργότερο έως τις 31 Μαρτίου 2014.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 95

Επιτροπή αποδοχών

1.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα τα οποία είναι σημαντικά από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης και της φύσεως, του πεδίου εφαρμογής και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους θεσπίζουν επιτροπή αποδοχών. Η επιτροπή αποδοχών συγκροτείται ούτως ώστε να εκφέρει αρμοδίως και ανεξαρτήτως γνώμη για τις πολιτικές και τις πρακτικές αποδοχών καθώς και για τα κίνητρα που δημιουργούνται για τη διαχείριση του κινδύνου, του κεφαλαίου και της ρευστότητας.

2.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι η επιτροπή αποδοχών είναι υπεύθυνη για την προετοιμασία των αποφάσεων σχετικά με τις αμοιβές, συμπεριλαμβανομένων όσων έχουν επιπτώσεις στους κινδύνους και τη διαχείριση των κινδύνων του συγκεκριμένου ιδρύματος και οι οποίες λαμβάνονται από το διοικητικό όργανο. Ο Πρόεδρος και τα μέλη της επιτροπής αμοιβών είναι μέλη του διοικητικού οργάνου που δεν ασκούν εκτελεστικά καθήκοντα στο συγκεκριμένο ίδρυμα. Εάν η εθνική νομοθεσία προβλέπει εκπροσώπηση των εργαζομένων στο διοικητικό όργανο, στην επιτροπή αποδοχών συμπεριλαμβάνεται ένας ή περισσότεροι εκπρόσωποι των εργαζομένων. Κατά την προπαρασκευή παρόμοιων αποφάσεων, η επιτροπή αποδοχών λαμβάνει υπόψη τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των μετόχων, των επενδυτών και άλλων εμπλεκομένων στο ίδρυμα και το δημόσιο συμφέρον.

Άρθρο 96

Τήρηση ιστοτόπου σχετικά με την εταιρική διακυβέρνηση και τις αποδοχές

Τα ιδρύματα που τηρούν ιστότοπο εξηγούν εκεί με ποιο τρόπο συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις των άρθρων 88 έως 95.

Τμημα III

Διαδικασια εποπτικου ελεγχου και αξιολογησησ

Άρθρο 97

Εποπτικός έλεγχος και αξιολόγηση

1.   Λαμβάνοντας υπόψη τα τεχνικά κριτήρια που παρατίθενται στο άρθρο 98, οι αρμόδιες αρχές εξετάζουν τις ρυθμίσεις, τις στρατηγικές, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς που εφαρμόζουν τα ιδρύματα προκειμένου να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και αξιολογούν:

α)

κινδύνους τους οποίους τα ιδρύματα έχουν αναλάβει ή ενδέχεται να αναλάβουν,

β)

κινδύνους στους οποίους εκτίθεται το χρηματοοικονομικό σύστημα εξ αιτίας του ιδρύματος, λαμβάνοντας υπόψη τον προσδιορισμό και τη μέτρηση του συστημικού κινδύνου δυνάμει του άρθρου 23 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, ή, αναλόγως, των συστάσεων του ΕΣΣΚ, και

γ)

κινδύνους που εντοπίζονται κατά την προσομοίωση ακραίων καταστάσεων, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων ενός ιδρύματος.

2.   Το πεδίο εφαρμογής της εξέτασης και της αξιολόγησης της παραγράφου 1 θα καλύπτει όλες τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

3.   Βάσει της εξέτασης και της αξιολόγησης που προβλέπονται στην παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν κατά πόσο οι ρυθμίσεις, οι στρατηγικές, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που εφαρμόζουν τα ιδρύματα, καθώς και τα ίδια κεφάλαιά τους και η ρευστότητά τους εξασφαλίζουν την υγιή διαχείριση και την κάλυψη των κινδύνων τους.

4.   Οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν την συχνότητα και την ένταση της εξέτασης και της αξιολόγησης της παραγράφου 1 λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος, τη συστημική σπουδαιότητα, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του συγκεκριμένου ιδρύματος, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της αναλογικότητας. Η εξέταση και αξιολόγηση επικαιροποιούνται τουλάχιστον σε ετήσια βάση για τα ιδρύματα που καλύπτονται από το πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης του άρθρου 99 παράγραφος 2.

5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όποτε από την εξέταση προκύπτει ότι ένα ίδρυμα ενδέχεται να ενέχει συστημικό κίνδυνο σύμφωνα με το άρθρο 23 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν αμελλητί την ΕΑΤ σχετικά με τα αποτελέσματα της εξέτασης.

Άρθρο 98

Τεχνικά κριτήρια για τον εποπτικό έλεγχο και αξιολόγηση

1.   Επιπρόσθετα στον πιστωτικό κίνδυνο, τον κίνδυνο αγοράς και τον λειτουργικό κίνδυνο, η εξέταση και αξιολόγηση που πραγματοποιείται από τις αρμόδιες αρχές δυνάμει του άρθρου 97 καλύπτει τουλάχιστον:

α)

τα αποτελέσματα των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων σύμφωνα με το άρθρο 177 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 που πραγματοποιούν τα ιδρύματα που εφαρμόζουν τη μέθοδο των εσωτερικών διαβαθμίσεων,

β)

τον βαθμό έκθεσης των ιδρυμάτων σε κίνδυνο συγκέντρωσης καθώς και τη διαχείριση των κινδύνων αυτών, περιλαμβανομένης της συμμόρφωσής τους με τις απαιτήσεις του τέταρτου μέρους του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και του άρθρου 81 της παρούσας οδηγίας,

γ)

την αρτιότητα, την καταλληλότητα και τον τρόπο εφαρμογής των πολιτικών και διαδικασιών των ιδρυμάτων για τη διαχείριση του υπολειπόμενου κινδύνου που συνδέεται με τη χρήση αναγνωρισμένων τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου,

δ)

τον βαθμό στον οποίο είναι επαρκή τα ίδια κεφάλαια που διατηρεί ένα ίδρυμα σε σχέση με στοιχεία ενεργητικού που έχει τιτλοποιήσει, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής σημασίας της συναλλαγής και του επιτευχθέντος βαθμού μεταφοράς κινδύνου,

ε)

την έκθεση σε κίνδυνο ρευστότητας που αναλαμβάνουν τα ιδρύματα και τη μέτρηση και διαχείριση αυτού, συμπεριλαμβανομένων της ανάπτυξης αναλύσεων εναλλακτικών σεναρίων, της διαχείρισης παραγόντων που μειώνουν τον κίνδυνο (ειδικά το επίπεδο, τη σύνθεση και την ποιότητα των αποθεμάτων ρευστότητας) και αποτελεσματικών σχεδίων έκτακτης ανάγκης,

στ)

τις επιπτώσεις της διαφοροποίησης και τον τρόπο με τον οποίο οι επιπτώσεις αυτές παραμετροποιούνται στο σύστημα μέτρησης κινδύνων,

ζ)

τα αποτελέσματα των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων που πραγματοποιούν τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικό υπόδειγμα για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για κίνδυνο αγοράς βάσει του τρίτου μέρους τίτλος IV κεφάλαιο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

η)

τη γεωγραφική θέση των ανοιγμάτων των ιδρυμάτων,

θ)

το επιχειρηματικό μοντέλο του ιδρύματος,

ι)

την εκτίμηση του συστημικού κινδύνου, σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 97.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο ε), οι αρμόδιες αρχές θα διεξάγουν σε τακτά διαστήματα συνολική εκτίμηση της γενικής διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας από τα ιδρύματα και θα προάγουν την ανάπτυξη αξιόπιστων εσωτερικών μεθόδων. Κατά τη διεξαγωγή αυτών των εκτιμήσεων, οι αρμόδιες αρχές θα έχουν υπόψη τους το ρόλο που διαδραματίζουν τα ιδρύματα στις χρηματοοικονομικές αγορές. Οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους θα έχουν επίσης υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των αποφάσεών τους στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος όλων των άλλων κρατών μελών.

3.   Οι αρμόδιες αρχές ελέγχουν κατά πόσο ένα ίδρυμα έχει παράσχει έμμεση υποστήριξη σε μια τιτλοποίηση. Αν διαπιστωθεί ότι το ίδρυμα έχει παράσχει πάνω από μία φορά έμμεση υποστήριξη, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα που αντικατοπτρίζουν την αυξημένη προσδοκία ότι το ίδρυμα θα παράσχει μελλοντικά υποστήριξη στις τιτλοποιήσεις του και δεν θα μπορέσει να επιτύχει μια ουσιαστική μεταφορά κινδύνου.

4.   Για τους σκοπούς της αξιολόγησης που πρέπει να γίνει βάσει του άρθρου 97 παράγραφος 3 της παρούσας οδηγίας, οι αρμόδιες αρχές εξετάζουν εάν οι αναπροσαρμογές της αξίας που έχουν πραγματοποιηθεί για θέσεις ή χαρτοφυλάκια στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, σύμφωνα με το άρθρο 105 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, επιτρέπουν στο ίδρυμα να πωλήσει ή να αντισταθμίσει τις θέσεις του σε σύντομο χρονικό διάστημα χωρίς σημαντικές ζημίες υπό κανονικές συνθήκες αγοράς.

5.   Η εξέταση και αξιολόγηση που πραγματοποιούν οι αρμόδιες αρχές περιλαμβάνουν τον κίνδυνο επιτοκίου τον οποίο αναλαμβάνουν τα ιδρύματα και οποίος απορρέει από τις μη σχετιζόμενες με το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών δραστηριότητές τους. Μέτρα θα απαιτηθούν τουλάχιστον στην περίπτωση ιδρυμάτων των οποίων η οικονομική αξία μειώνεται κατά περισσότερο από 20 % των ιδίων κεφαλαίων τους ως αποτέλεσμα αιφνίδιας και αναπάντεχης μεταβολής των επιτοκίων κατά 200 μονάδες βάσης ή μεταβολής όπως ορίζεται στις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΤ.

6.   Η εξέταση και αξιολόγηση που πραγματοποιούν οι αρμόδιες αρχές περιλαμβάνουν την έκθεση των ιδρυμάτων στον κίνδυνο υπερβολικής μόχλευσης που καθορίζεται από τους δείκτες υπερβολικής μόχλευσης, συμπεριλαμβανομένου του δείκτη μόχλευσης σύμφωνα με το άρθρο 429 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Για τον καθορισμό της επάρκειας του δείκτη μόχλευσης των ιδρυμάτων και των ρυθμίσεων, στρατηγικών, διαδικασιών και μηχανικών που εφαρμόζουν τα ιδρύματα για τη διαχείριση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη το επιχειρηματικό μοντέλο αυτών των ιδρυμάτων.

7.   Η εξέταση και αξιολόγηση που πραγματοποιούν οι αρμόδιες αρχές περιλαμβάνουν τις ρυθμίσεις διακυβέρνησης των ιδρυμάτων, την εταιρική τους κουλτούρα, τις εταιρικές τους αξίες και την ικανότητα των μελών του διοικητικού οργάνου να εκτελούν τα καθήκοντά τους. Κατά την εξέταση και αξιολόγηση αυτή, οι αρμόδιες αρχές έχουν τουλάχιστον πρόσβαση στα θέματα προς συζήτηση και τα δικαιολογητικά έγγραφα των συνεδριάσεων του διοικητικού οργάνου και των επιτροπών αυτού και τα αποτελέσματα της εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης επιδόσεων του διοικητικού οργάνου.

Άρθρο 99

Πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης

1.   Οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης τουλάχιστον μία φορά το χρόνο για τα ιδρύματα που επιβλέπουν. Το πρόγραμμα αυτό λαμβάνει υπόψη τη διαδικασία εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης σύμφωνα με το άρθρο 97. Περιλαμβάνει τα εξής:

α)

ένδειξη του πώς οι αρμόδιες αρχές σκοπεύουν να ασκήσουν τα καθήκοντά τους και να κατανείμουν τους πόρους τους,

β)

προσδιορισμός των ιδρυμάτων που πρόκειται να τεθούν υπό ενισχυμένη εποπτεία και τα μέτρα που λαμβάνονται για τέτοια εποπτεία όπως καθορίζεται στην παράγραφο 3,

γ)

σχέδιο για επιθεωρήσεις των εγκαταστάσεων ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων και θυγατρικών αυτού που βρίσκονται σε άλλα κράτη μέλη, σύμφωνα με τα άρθρα 52, 119 και 122.

2.   Τα προγράμματα εποπτικής εξέτασης περιλαμβάνουν τα ακόλουθα ιδρύματα:

α)

ιδρύματα για τα οποία τα αποτελέσματα των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων του άρθρου 98 παράγραφος 1 στοιχεία α) και ζ) και του άρθρου 100 ή το αποτέλεσμα της εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης βάσει του άρθρου 97 δείχνουν την ύπαρξη σημαντικών κινδύνων για τη συνεχή χρηματοοικονομική τους αρτιότητα ή μη συμμόρφωση με τις εθνικές διατάξεις μεταφοράς της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

β)

ιδρύματα που ενέχουν συστημικό κίνδυνο για το χρηματοοικονομικό σύστημα,

γ)

οποιαδήποτε άλλα ιδρύματα για τα οποία οι αρμόδιες αρχές το θεωρούν αναγκαίο.

3.   Όποτε αυτό κρίνεται σκόπιμο σύμφωνα με το άρθρο 97, αν είναι απαραίτητο λαμβάνονται, ειδικότερα, τα ακόλουθα μέτρα:

α)

αύξηση του αριθμού ή της συχνότητας των επιτόπου επιθεωρήσεων του ιδρύματος,

β)

μόνιμη παρουσία της αρμόδιας αρχής στο ίδρυμα,

γ)

υποβολή πρόσθετων ή συχνότερων αναφορών από το ίδρυμα,

δ)

πρόσθετες ή συχνότερες εξετάσεις του λειτουργικού, στρατηγικού ή επιχειρηματικού σχεδίου του ιδρύματος,

ε)

θεματικές εξετάσεις που παρακολουθούν συγκεκριμένους κινδύνους που ενδέχεται να εμφανιστούν.

4.   Η θέσπιση προγράμματος εποπτικής εξέτασης από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής να διενεργούν, κατά περίπτωση, επιτόπιους ελέγχους και επιθεωρήσεις των δραστηριοτήτων που αναπτύσσουν τα υποκαταστήματα ιδρυμάτων στο έδαφός τους σύμφωνα με το άρθρο 52 παράγραφος 3.

Άρθρο 100

Εποπτικές προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων

1.   Οι αρμόδιες αρχές διενεργούν τις ενδεδειγμένες, τουλάχιστον άπαξ ανά έτος, εποπτικές προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων στα ιδρύματα που εποπτεύουν, για τη διευκόλυνση της διαδικασίας εξέτασης και αξιολόγησης του άρθρου 97.

2.   Η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, για να διασφαλίσει τη χρήση κοινών μεθόδων από τις αρμόδιες αρχές κατά τη διενέργεια ετήσιων εποπτικών προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων.

Άρθρο 101

Διαρκής εξέταση της άδειας χρήσης εσωτερικών προσεγγίσεων

1.   Οι αρμόδιες αρχές αναθεωρούν τακτικά και τουλάχιστον κάθε τρία έτη τη συμμόρφωση των ιδρυμάτων προς τις απαιτήσεις αναφορικά με τις προσεγγίσεις που απαιτούν τη χορήγηση άδειας από τις αρμόδιες αρχές προτού χρησιμοποιήσουν τις εν λόγω προσεγγίσεις για τον υπολογισμό των απαιτήσεων περί ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με το τρίτο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Δίνουν ιδιαίτερη προσοχή σε αλλαγές στην επιχειρηματική δραστηριότητα ενός ιδρύματος και στην εφαρμογή αυτών των προσεγγίσεων σε νέα προϊόντα. Όταν εντοπίζονται σημαντικές ελλείψεις στην αποτύπωση κινδύνων με την εσωτερική προσέγγιση ενός ιδρύματος, οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι αυτές διορθώνονται ή λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα για τον μετριασμό των επιπτώσεών τους, και μέσω της επιβολής υψηλότερων πολλαπλασιαστικών συντελεστών, ή της επιβολής κεφαλαιακών προσαυξήσεων, ή λαμβάνονται άλλα πρόσφορα και αποτελεσματικά μέτρα.

2.   Οι αρμόδιες αρχές ειδικότερα εξετάζουν και εκτιμούν κατά πόσο το ίδρυμα χρησιμοποιεί άρτια αναπτυγμένες και επικαιροποιημένες τεχνικές και πρακτικές για τις εν λόγω προσεγγίσεις.

3.   Αν σε εσωτερικό υπόδειγμα κινδύνου αγοράς, πληθώρα υπερβάσεων όπως αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 366 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 δείχνουν ότι το υπόδειγμα δεν είναι ή δεν είναι πλέον αρκετά ακριβές, οι αρμόδιες αρχές ανακαλούν την άδεια χρήσης του εσωτερικού μοντέλου ή επιβάλουν κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι το μοντέλο θα βελτιωθεί άμεσα.

4.   Εάν ένα ίδρυμα έχει λάβει άδεια να εφαρμόσει προσέγγιση που απαιτεί την άδεια των αρμόδιων αρχών πριν από τη χρήση της εν λόγω προσέγγισης για τον υπολογισμό των απαιτήσεων περί ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με το τρίτο τμήμα του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 αλλά δεν πληροί πλέον τις απαιτήσεις για την εφαρμογή της προσέγγισης αυτής, οι αρμόδιες αρχές ζητούν από το ίδρυμα είτε να τους αποδείξει ότι η μη συμμόρφωσή του έχει ελάχιστη επίπτωση κατά περίπτωση σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή να καταθέσει σχέδιο για την έγκαιρη αποκατάσταση της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις και να ορίσει προθεσμία εφαρμογής της. Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν να γίνουν βελτιώσεις στο σχέδιο αν αυτό δεν αναμένεται να φέρει πλήρη συμμόρφωση ή αν η προθεσμία είναι ακατάλληλη. Αν το ίδρυμα δεν αναμένεται να μπορέσει να επαναφέρει τη συμμόρφωση εντός κατάλληλης προθεσμίας και, κατά περίπτωση, δεν έχει αποδείξει ικανοποιητικά ότι οι επιπτώσεις από τη μη συμμόρφωση είναι ελάχιστες, η άδεια χρήσης της προσέγγισης ανακαλείται ή περιορίζεται στα συμμορφούμενα τμήματα ή στα τμήματα στα οποία η συμμόρφωση είναι εφικτή εντός κατάλληλης προθεσμίας.

5.   Για την προώθηση της συνεπούς αρτιότητας των εσωτερικών προσεγγίσεων σε επίπεδο Ένωσης, η ΕΑΤ αναλύει εσωτερικές προσεγγίσεις διαφόρων ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένης της συνέπειας στην υλοποίηση του ορισμού του κινδύνου αθέτησης και του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζουν τα συγκεκριμένα ιδρύματα παρόμοιους κινδύνους ή χρηματοδοτικά ανοίγματα.

Η ΕΑΤ αναπτύσσει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, οι οποίες περιέχουν συγκριτικά κριτήρια βάσει αυτής της ανάλυσης.

Οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν αυτήν την ανάλυση και τα συγκριτικά κριτήρια υπόψη για την εξέταση των αδειών χρήσης εσωτερικών προσεγγίσεων τις οποίες παρέχουν σε ιδρύματα.

Τμημα IV

Εποπτικα μετρα και εξουσιεσ

Άρθρο 102

Εποπτικά μέτρα

1.   Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από ένα ίδρυμα να λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα σε πρώιμο στάδιο για να αντιμετωπίσει σχετικά προβλήματα στις εξής καταστάσεις:

α)

το ίδρυμα δεν τηρεί τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

β)

οι αρμόδιες αρχές έχουν πεισθεί ότι το ίδρυμα ενδέχεται να παραβεί τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 εντός των επόμενων 12 μηνών.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, στις εξουσίες των αρμόδιων αρχών περιλαμβάνονται εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 104.

Άρθρο 103

Εφαρμογή εποπτικών μέτρων σε ιδρύματα με παρόμοια προφίλ κινδύνου

1.   Όταν οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν δυνάμει του άρθρου 97 ότι τα ιδρύματα με παρόμοια προφίλ κινδύνου όπως παρόμοια επιχειρηματικά μοντέλα ή γεωγραφική θέση των ανοιγμάτων, εκτίθενται ή ενδέχεται να είναι εκτεθειμένα σε παρόμοιους κινδύνους ή μπορεί να ενέχουν παρόμοιους κινδύνους για το χρηματοοικονομικό σύστημα, δύνανται να εφαρμόζουν κατά παρόμοιο ή πανομοιότυπο τρόπο τη διαδικασία εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης που αναφέρεται στο άρθρο 97 στα εν λόγω ιδρύματα. Προς αυτόν τον σκοπό, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν τις απαραίτητες νομικές εξουσίες για να επιβάλλουν στα εν λόγω ιδρύματα απαιτήσεις δυνάμει της παρούσας οδηγίας και δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 κατά παρόμοιο ή πανομοιότυπο τρόπο, περιλαμβανομένων ειδικότερα των εποπτικών εξουσιών δυνάμει των άρθρων 104, 105 και 106.

Οι κατηγορίες ιδρυμάτων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο μπορεί ειδικότερα να καθορίζονται σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 98 παράγραφος 1 στοιχείο ι).

2.   Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ΕΑΤ όταν θέτουν σε εφαρμογή την παράγραφο 1. Η ΕΑΤ παρακολουθεί τις εποπτικές πρακτικές και παρέχει κατευθυντήριες γραμμές για τον τρόπο εκτίμησης παρόμοιων κινδύνων, καθώς και για το πώς μπορεί να εφαρμοσθεί με συνέπεια η παράγραφος 1 σε όλη την Ένωση. Αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές υιοθετούνται σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 104

Εποπτικές εξουσίες

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 97, του άρθρου 98 παράγραφος 4, του άρθρου 101 παράγραφος 4 και των άρθρων 102 και 103 και της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές έχουν τουλάχιστον τις κατωτέρω εξουσίες:

α)

να απαιτούν από τα ιδρύματα να διαθέτουν ίδια κεφάλαια πέραν των απαιτήσεων που ορίζονται στο κεφάλαιο 4 του παρόντος τίτλου και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 που αφορούν στοιχεία κινδύνων και κινδύνους που δεν καλύπτονται από το άρθρο 1 του εν λόγω κανονισμού,

β)

να απαιτούν την ενίσχυση των ρυθμίσεων, διαδικασιών, μηχανισμών και στρατηγικών που τέθηκαν σε εφαρμογή σύμφωνα με τα άρθρα 73 και 74,

γ)

να απαιτούν από τα ιδρύματα να καταθέτουν σχέδια για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης προς τις εποπτικές απαιτήσεις δυνάμει της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και να ορίζουν προθεσμία για την εφαρμογή της, περιλαμβανομένων και βελτιώσεων του σχεδίου αυτού όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής και την προθεσμία,

δ)

να απαιτούν από τα ιδρύματα να εφαρμόζουν ειδική πολιτική προβλέψεων ή μεταχείριση των στοιχείων του ενεργητικού από την άποψη των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων,

ε)

να θέτουν περιορισμούς ή όρια στις επιχειρηματικές δραστηριότητες, το επιχειρηματικό φάσμα ή το δίκτυο των ιδρυμάτων ή να ζητά την αφαίρεση δραστηριοτήτων που ενέχουν αυξημένο κίνδυνο για την αρτιότητα ενός ιδρύματος,

στ)

να απαιτούν τη μείωση του κινδύνου τον οποίον ενέχουν οι δραστηριότητες, τα προϊόντα και τα συστήματα των ιδρυμάτων,

ζ)

να απαιτούν από τα πιστωτικά ιδρύματα τον περιορισμό της μεταβλητής αμοιβής ως ποσοστού του συνόλου των καθαρών εσόδων όταν το ύψος της δεν συνάδει με τη διατήρηση υγιούς κεφαλαιακής βάσης,

η)

να απαιτούν από τα ιδρύματα να χρησιμοποιούν τα καθαρά κέρδη για την ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων,

θ)

να περιορίζουν ή να απαγορεύουν τη διανομή κερδών από ένα ίδρυμα στους μετόχους, στα μέλη ή στους κατόχους μέσων της Πρόσθετης Κατηγορίας 1, εφόσον η απαγόρευση δεν συνιστά αθέτηση υποχρέωσης του ιδρύματος,

ι)

να επιβάλλουν απαιτήσεις για πρόσθετες ή συχνότερες υποβολές αναφορών, συμπεριλαμβανομένων των αναφορών σχετικά με το κεφάλαιο και την ταμειακή κατάσταση,

ια)

να επιβάλουν συγκεκριμένες απαιτήσεις ρευστότητας, περιλαμβανομένων των περιορισμών στις αναντιστοιχίες ληκτότητας μεταξύ ενεργητικού και παθητικού,

ιβ)

να απαιτούν πρόσθετες πληροφορίες.

2.   Οι πρόσθετες απαιτήσεις περί ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στην παράγραφο 1α επιβάλλονται από τις αρμόδιες αρχές τουλάχιστον όταν:

α)

ένα ίδρυμα δεν πληροί την απαίτηση των άρθρων 73 και 74 της παρούσας οδηγίας ή του άρθρου 393 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

β)

οι κίνδυνοι ή στοιχεία κινδύνων δεν καλύπτονται από τις απαιτήσεις περί ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο κεφάλαιο 4 του παρόντος τίτλου ή στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

γ)

όταν μόνη της η εφαρμογή άλλων διοικητικών μέτρων δεν είναι πιθανό να βελτιώσει επαρκώς εντός του κατάλληλου χρονικού πλαισίου τις ρυθμίσεις, διαδικασίες, μηχανισμούς και στρατηγικές,

δ)

η επανεξέταση που αναφέρεται στο άρθρο 98 παράγραφος 4 ή στο άρθρο 101 παράγραφος 4 αποκαλύπτει ότι η μη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις για την εφαρμογή της αντίστοιχης προσέγγισης ενδέχεται να οδηγήσει σε ακατάλληλες απαιτήσεις περί των ιδίων κεφαλαίων,

ε)

ενδέχεται να υποτιμηθούν οι κίνδυνοι παρά τη συμμόρφωση προς τις εφαρμοζόμενες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή

στ)

ένα ίδρυμα αναφέρει στην αρμόδια αρχή σύμφωνα με το άρθρο 377 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ότι τα αποτελέσματα των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων που αναφέρονται σε εκείνο το άρθρο υπερβαίνουν κατά πολύ τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων του για το χαρτοφυλάκιο συσχετικών συναλλαγών.

3.   Για τον σκοπό του καθορισμού του κατάλληλου επιπέδου ιδίων κεφαλαίων με βάση τον έλεγχο και την αξιολόγηση που διενεργούνται σύμφωνα με το τμήμα ΙΙΙ, οι αρμόδιες αρχές εκτιμούν κατά πόσον είναι αναγκαία οποιαδήποτε επιβολή πρόσθετης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων, πέραν της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων, για την αποτύπωση των κινδύνων στους οποίους εκτίθεται ή ενδέχεται να εκτεθεί ένα ίδρυμα, λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τις ποσοτικές και ποιοτικές πτυχές της διαδικασίας εκτίμησης ιδρύματος που αναφέρονται στο άρθρο 73,

β)

τις ρυθμίσεις, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς ιδρύματος που αναφέρονται στο άρθρο 74,

γ)

το αποτέλεσμα του ελέγχου και της αξιολόγησης που διενεργούνται σύμφωνα με το άρθρο 97 ή 101,

δ)

την εκτίμηση συστημικού κινδύνου.

Άρθρο 105

Συγκεκριμένες απαιτήσεις ρευστότητας

Για τον σκοπό του καθορισμού του κατάλληλου επιπέδου των απαιτήσεων ρευστότητας με βάση τον έλεγχο και την αξιολόγηση που διενεργούνται σύμφωνα με το τμήμα ΙΙΙ, οι αρμόδιες αρχές εκτιμούν κατά πόσον είναι αναγκαία οποιαδήποτε επιβολή συγκεκριμένης απαίτησης ρευστότητας, για την αποτύπωση των κινδύνων ρευστότητας στους οποίους εκτίθεται ή ενδέχεται να εκτεθεί ένα ίδρυμα, λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα:

α)

το συγκεκριμένο επιχειρηματικό μοντέλο του ιδρύματος,

β)

τις ρυθμίσεις, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς του ιδρύματος που αναφέρονται στο τμήμα ΙΙ και ειδικότερα στο άρθρο 86,

γ)

το αποτέλεσμα του ελέγχου και της αξιολόγησης που διενεργούνται σύμφωνα με το άρθρο 97,

δ)

τον συστημικό κίνδυνο ρευστότητας που απειλεί την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους.

Ειδικότερα, με την επιφύλαξη του άρθρου 67, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να εξετάζουν την ανάγκη εφαρμογής διοικητικών κυρώσεων ή άλλων διοικητικών μέτρων, που περιλαμβάνουν προληπτικά τέλη, το ύψος των οποίων σε γενικές γραμμές σχετίζεται με τη διαφορά μεταξύ της πραγματικής θέσης ρευστότητας ιδρύματος και τυχόν απαιτήσεων ρευστότητας και σταθερής χρηματοδότησης που θεσπίζονται σε εθνικό ή ενωσιακό επίπεδο.

Άρθρο 106

Συγκεκριμένες απαιτήσεις δημοσίευσης

1.   Τα κράτη μέλη δίνουν την εξουσία στις αρμόδιες αρχές να απαιτούν από τα ιδρύματα:

α)

να δημοσιοποιούν στοιχεία τα οποία αναφέρονται στο όγδοο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 περισσότερες από μία φορές το χρόνο και να θέτουν προθεσμίες δημοσίευσης,

β)

να χρησιμοποιούν συγκεκριμένα μέσα και τοποθεσίες για δημοσιεύματα εκτός των δηλώσεων οικονομικής κατάστασης.

2.   Τα κράτη μέλη δίνουν την εξουσία στις αρμόδιες αρχές να απαιτούν από τις μητρικές επιχειρήσεις να δημοσιοποιούν σε ετήσια βάση, είτε ως πλήρες κείμενο ή με αναφορές σε αντίστοιχα στοιχεία, μια περιγραφή της νομικής δομής και διακυβέρνησης και της οργανωτικής δομής του ομίλου ιδρυμάτων σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 3, το άρθρο 74 παράγραφος 1 και το άρθρο 109 παράγραφος 2.

Άρθρο 107

Συνέπεια των εποπτικών εξετάσεων, αξιολογήσεων και εποπτικών μέτρων

1.   Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ΕΑΤ για:

α)

τη λειτουργία της διαδικασίας εξέτασης και αξιολόγησης του άρθρου 97,

β)

τη μεθοδολογία που ακολουθούν για τη λήψη αποφάσεων σύμφωνα με τα άρθρα 98, 100, 101, 102, 104 και 105 σχετικά με τη διαδικασία του στοιχείου α).

Η ΕΑΤ εκτιμά τις πληροφορίες που παρέχουν οι αρμόδιες αρχές για την ανάπτυξη συνέπειας κατά τις διαδικασίες εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης. Δύναται να απαιτεί πρόσθετες πληροφορίες από τις αρμόδιες αρχές για να ολοκληρώσει την εκτίμησή της, σε αναλογική βάση σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

2.   Η ΕΑΤ υποβάλλει ετήσια αναφορά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με το βαθμό σύγκλισης της εφαρμογής του παρόντος Κεφαλαίου μεταξύ των κρατών μελών.

Με σκοπό την περαιτέρω σύγκλιση, η ΕΑΤ διενεργεί αξιολογήσεις ομοτίμων σύμφωνα με το άρθρο 30 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

3.   Η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές που απευθύνονται στις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 για την περαιτέρω διευκρίνιση, κατά τρόπο που να αρμόζει στο μέγεθος, στη δομή και στην εσωτερική οργάνωση των ιδρυμάτων και στη φύση, το πεδίο εφαρμογής και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους, των κοινών διαδικασιών και μεθόδων για τη διαδικασία εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 97 και για την εκτίμηση της οργάνωσης και αντιμετώπισης των κινδύνων που αναφέρονται στα άρθρα 76 έως 87, ιδίως σχετικά με τον κίνδυνο συγκέντρωσης σύμφωνα με το άρθρο 81.

Τμημα V

Επιπεδο εφαρμογησ

Άρθρο 108

Εσωτερική διαδικασία εκτίμησης της κεφαλαιακής επάρκειας

1.   Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από κάθε ίδρυμα που δεν είναι ούτε θυγατρική στο κράτος μέλος στο οποίο έχει αδειοδοτηθεί και είναι υπό εποπτεία, ούτε μητρική επιχείρηση, και κάθε ίδρυμα που δεν περιλαμβάνεται στην ενοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 να τηρεί τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο άρθρο 73 της παρούσας οδηγίας σε ατομική βάση.

Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να παρεκκλίνουν από τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 73 της παρούσας οδηγίας όσον αφορά ένα πιστωτικό ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Αν οι αρμόδιες αρχές ακυρώσουν την ισχύ των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σε ενοποιημένη βάση όπως προβλέπονται στο άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι απαιτήσεις του άρθρου 73 της παρούσας οδηγίας ισχύουν σε ατομική βάση.

2.   Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τις μητρικές υποχρεώσεις σε ένα κράτος μέλος, στο μέτρο και με τον τρόπο που ορίζεται στο πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 τμήματα 2 και 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, να τηρούν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 73 της παρούσας οδηγίας σε ενοποιημένη βάση.

3.   Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα ιδρύματα που είναι υπό τον έλεγχο μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών σε κράτος μέλος, στο μέτρο και με τον τρόπο που ορίζεται στο πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 τμήματα 2 και 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, να τηρούν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 73 της παρούσας οδηγίας στη βάση της ενοποιημένης κατάστασης της εν λόγω χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών.

Όπου περισσότερα από ένα ιδρύματα είναι υπό τον έλεγχο μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών σε κράτος μέλος, το πρώτο εδάφιο ισχύει μόνο για το ίδρυμα για το οποίο η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 111.

4.   Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα θυγατρικά ιδρύματα να εφαρμόζουν τις απαιτήσεις του άρθρου 73 σε υποενοποιημένη βάση αν αυτά τα ιδρύματα ή η μητρική επιχείρηση, αν αυτή είναι χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, έχουν ίδρυμα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα ή εταιρεία διαχείρισης όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 5 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ ως θυγατρική τους σε τρίτη χώρα ή κατέχουν συμμετοχή σε τέτοια επιχείρηση.

Άρθρο 109

Ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμοί των ιδρυμάτων

1.   Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα ιδρύματα να τηρούν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο τμήμα II του παρόντος κεφαλαίου σε ατομική βάση, εκτός αν οι αρμόδιες αρχές κάνουν χρήση της παρέκκλισης του άρθρου 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

2.   Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τις μητρικές επιχειρήσεις και τις θυγατρικές για τις οποίες ισχύει η παρούσα οδηγία να τηρούν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο τμήμα II του παρόντος κεφαλαίου σε ενοποιημένη και υποενοποιημένη βάση, να διασφαλίζουν ότι οι ρυθμίσεις, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που απαιτούνται από το τμήμα II του παρόντος κεφαλαίου είναι συνεπείς και καλά ενσωματωμένες και ότι οποιαδήποτε δεδομένα και στοιχεία που σχετίζονται με το σκοπό της εποπτείας μπορούν να παρασχεθούν. Ιδιαίτερα, να διασφαλίζουν ότι οι μητρικές επιχειρήσεις και οι θυγατρικές που υπόκεινται στην παρούσα οδηγία θεσπίζουν τις οικείες ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμούς στις θυγατρικές τους που δεν υπόκεινται στην παρούσα οδηγία. Οι εν λόγω ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμοί είναι συνεπείς και καλά ενσωματωμένοι και οι εν λόγω θυγατρικές πρέπει επίσης να είναι σε θέση να παρουσιάζουν όλα τα δεδομένα και τις πληροφορίες που αφορούν την εποπτεία.

3.   Οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από το τμήμα II του παρόντος κεφαλαίου σχετικά με θυγατρικές επιχειρήσεις, οι οποίες δεν υπόκεινται οι ίδιες στην παρούσα οδηγία, δεν ισχύουν αν το μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ ή τα ιδρύματα υπό τον έλεγχο μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ μπορούν να αποδείξουν στις αρμόδιες αρχές ότι η εφαρμογή του τμήματος II είναι παράνομη σύμφωνα με τη νομοθεσία της τρίτης χώρας στην οποία είναι εγκατεστημένη η θυγατρική.

Άρθρο 110

Εξέταση και αξιολόγηση και εποπτικά μέτρα

1.   Οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν τη διαδικασία εξέτασης και αξιολόγησης του τμήματος III του παρόντος κεφαλαίου και τα εποπτικά μέτρα του τμήματος IV του παρόντος κεφαλαίου σύμφωνα με το βαθμό εφαρμογής των απαιτήσεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 που ορίζονται στο πρώτο μέρος τίτλος II του εν λόγω κανονισμού.

2.   Αν οι αρμόδιες αρχές δεν εφαρμόσουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε ενοποιημένη βάση όπως προβλέπεται στο άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι απαιτήσεις του άρθρου 97 της παρούσας οδηγίας ισχύουν για την εποπτεία των επιχειρήσεων επενδύσεων σε μεμονωμένη βάση.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ 3

Εποπτεία σε ενοποιημένη βάση

Τμημα I

Αρχεσ για την ασκηση εποπτειασ σε ενοποιημενη βαση

Άρθρο 111

Καθορισμός της αρχής ενοποιημένης εποπτείας

1.   Όταν η μητρική επιχείρηση είναι μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε ένα κράτος μέλος ή μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από τις αρμόδιες αρχές που χορήγησαν στο εν λόγω ίδρυμα την άδεια λειτουργίας.

2.   Όταν η μητρική επιχείρηση ενός ιδρύματος είναι μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε ένα κράτος μέλος ή μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από τις αρμόδιες αρχές που χορήγησαν στο εν λόγω ίδρυμα την άδεια λειτουργίας.

3.   Στην περίπτωση κατά την οποία ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, την ίδια μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, την ίδια μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή την ίδια μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από τις αρμόδιες αρχές του ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος στο οποίο συστάθηκε η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών.

Όταν πρόκειται για μητρικές επιχειρήσεις ιδρυμάτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, οι οποίες περιλαμβάνουν περισσότερες της μιας χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών με κεντρικά γραφεία σε διαφορετικά κράτη μέλη και εφόσον υπάρχει πιστωτικό ίδρυμα σε καθένα από τα εν λόγω κράτη μέλη, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή του πιστωτικού ιδρύματος με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού.

4.   Όταν πρόκειται για περισσότερα ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση και έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών και όταν κανένα από τα εν λόγω ιδρύματα δεν έχει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος στο οποίο έχει την καταστατική της έδρα η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή που χορήγησε την άδεια λειτουργίας στο ίδρυμα με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, το οποίο, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, θεωρείται ως το ίδρυμα το ελεγχόμενο από μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ.

5.   Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, οι αρμόδιες αρχές δύνανται, κοινή συναινέσει, να παρεκκλίνουν από τα κριτήρια που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 εάν η εφαρμογή τους αντενδείκνυται, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδρύματα και τη σχετική σπουδαιότητα των δραστηριοτήτων τους στις διάφορες χώρες, και να αναθέσουν σε άλλη αρμόδια αρχή την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση. Στις περιπτώσεις αυτές, προτού λάβουν τέτοια απόφαση, οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στο μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, στη μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, στη μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή στο ίδρυμα με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, κατά περίπτωση, τη δυνατότητα να εκφέρει γνώμη σχετικά με την απόφαση αυτή.

6.   Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην Επιτροπή και στην ΕΑΤ τις συμφωνίες που υπάγονται στις διατάξεις της παραγράφου 5.

Άρθρο 112

Συντονισμός εποπτικών δραστηριοτήτων από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας

1.   Επιπρόσθετα στις υποχρεώσεις που επιβάλλονται από την παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας εκτελεί τα εξής καθήκοντα:

α)

συντονισμό της συγκέντρωσης και διάδοσης των χρήσιμων ή ουσιωδών πληροφοριών κατά τη συνήθη πορεία των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων καθώς και σε επείγουσες καταστάσεις,

β)

προγραμματισμό και συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων, κατά τη συνήθη πορεία των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τις δραστηριότητες που αναφέρονται στον τίτλο VII κεφάλαιο 3, σε συνεργασία με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές,

γ)

προγραμματισμό και συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων σε συνεργασία με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές και, εφόσον απαιτείται, με τις κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ, κατά την προετοιμασία και κατά τη διάρκεια έκτακτων καταστάσεων, συμπεριλαμβανομένων των αρνητικών εξελίξεων σε ιδρύματα ή σε χρηματοοικονομικές αγορές χρησιμοποιώντας, όπου είναι δυνατόν, υπάρχοντες διαύλους επικοινωνίας για τη διευκόλυνση της διαχείρισης κρίσεων.

2.   Εάν η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αδυνατεί να εκτελέσει τα καθήκοντα κατά την παράγραφο 1 ή εάν οι αρμόδιες αρχές δεν συνεργάζονται με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας στο βαθμό που απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων της παραγράφου 1, οποιαδήποτε από τις αρμόδιες αρχές μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της δυνάμει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Η ΕΑΤ μπορεί επίσης να συνδράμει τις αρμόδιες αρχές στην περίπτωση διαφωνίας σχετικά με το συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων δυνάμει του παρόντος άρθρου ιδία πρωτοβουλία, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του εν λόγω κανονισμού.

3.   Ο προγραμματισμός και συντονισμός των εποπτικών δραστηριοτήτων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου περιλαμβάνει ειδικά μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 117 παράγραφος 1 στοιχείο δ) και στο άρθρο 117 παράγραφος 4 στοιχείο β), τη διεξαγωγή κοινών εκτιμήσεων, την εφαρμογή σχεδίων έκτακτης ανάγκης και την ενημέρωση του κοινού.

Άρθρο 113

Κοινές αποφάσεις για απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας ειδικά για κάθε ίδρυμα

1.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι αρμόδιες αρχές σε ένα κράτος μέλος που ευθύνονται για την εποπτεία θυγατρικών ενός μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μιας μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ που βρίσκονται σε κράτος μέλος κάνουν ό,τι είναι δυνατό προκειμένου να καταλήξουν σε κοινή απόφαση όσον αφορά τα εξής:

α)

την εφαρμογή των άρθρων 73 και 97 για να καθοριστεί η επάρκεια του ενοποιημένου επιπέδου ιδίων κεφαλαίων που βρίσκονται στην κατοχή του ομίλου ιδρυμάτων όσον αφορά την οικονομική κατάστασή του και το προφίλ κινδύνου και συνεπώς το απαιτούμενο ύψος ιδίων κεφαλαίων για την εφαρμογή του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) σε κάθε οντότητα στο πλαίσιο του ομίλου ιδρυμάτων και σε ενοποιημένη βάση,

β)

μέτρα για την αντιμετώπιση ουσιωδών ζητημάτων και σημαντικών ευρημάτων που αφορούν την εποπτεία ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν την επάρκεια του οργανισμού και την αντιμετώπιση κινδύνων όπως απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 86 και όσων αφορούν την ανάγκη παραμέτρων ειδικά για το συγκεκριμένο ίδρυμα περί απαιτήσεων ρευστότητας σύμφωνα με το άρθρο 105 της παρούσας οδηγίας.

2.   Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 λαμβάνονται:

α)

για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο α), εντός τεσσάρων μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας προς τις άλλες σχετικές αρμόδιες αρχές, η οποία περιλαμβάνει την εκτίμηση κινδύνου του ομίλου ιδρυμάτων σύμφωνα με τα άρθρα 73 και 97 και το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α),

β)

για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο β), εντός ενός μηνός από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, η οποία περιλαμβάνει την εκτίμηση του προφίλ κινδύνου ρευστότητας του ομίλου ιδρυμάτων σύμφωνα με τα άρθρα 86 και 105.

Οι κοινές αποφάσεις λαμβάνουν επίσης δεόντως υπόψη την εκτίμηση κινδύνου των θυγατρικών που διενεργείται από τις σχετικές αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τα άρθρα 73 και 97.

Οι κοινές αποφάσεις παρουσιάζονται σε έγγραφα που περιέχουν πλήρη αιτιολόγηση που θα δοθεί στο μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας. Σε περίπτωση διαφωνίας, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας συμβουλεύεται την ΕΑΤ αν αυτό ζητηθεί από οποιαδήποτε άλλη ενδιαφερόμενη αρμόδια αρχή. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας μπορεί επίσης να συμβουλευτεί την ΕΑΤ αυτεπάγγελτα.

3.   Εάν δεν ληφθεί κοινή απόφαση από τις αρμόδιες αρχές εντός των περιόδων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 73, 86 και 97, του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) και του άρθρου 105 λαμβάνεται σε ενοποιημένη βάση από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας έπειτα από τη δέουσα συνεκτίμηση της εκτίμησης κινδύνου που έχουν πραγματοποιήσει για τις θυγατρικές οι σχετικές αρμόδιες αρχές. Αν στο τέλος των περιόδων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, οποιαδήποτε από τις αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει στο θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αναβάλλει την απόφασή της και περιμένει την απόφαση της ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του ανωτέρω κανονισμού, και στη συνέχεια λαμβάνει απόφαση που συνάδει με την απόφαση της ΕΑΤ. Οι περίοδοι που αναφέρονται στην παράγραφο 2 θεωρείται ως περίοδοι συμβιβασμού, υπό την έννοια που αποδίδεται στον όρο στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η ΕΑΤ αποφασίζει εντός ενός μηνός. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή της περιόδου ενός μηνός, κατά περίπτωση, ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης.

Η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 73, 86 και 97, του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) και του άρθρου 105 λαμβάνεται από τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των θυγατρικών εταιρειών ενός μητρικού πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ σε ατομική ή υποενοποιημένη βάση έπειτα από δέουσα εξέταση των απόψεων και επιφυλάξεων που έχει εκφράσει η αρχή ενοποιημένης εποπτείας. Αν στο τέλος οιασδήποτε από τις περιόδους που αναφέρονται στην παράγραφο 2, οποιαδήποτε από τις αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει στο θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 1093 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1/2010, η αρμόδια αρχή αναβάλλει την απόφασή της και περιμένει την απόφαση της ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του ανωτέρω κανονισμού, και στη συνέχεια λαμβάνει απόφαση που συνάδει με την απόφαση της ΕΑΤ. Οι περίοδοι που αναφέρονται στην παράγραφο 2 θεωρούνται ως περίοδοι συμβιβασμού, υπό την έννοια που αποδίδεται στον όρο στον κανονισμό. Η ΕΑΤ αποφασίζει εντός ενός μηνός. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή της περιόδου ενός μηνός, κατά περίπτωση, ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης.

Οι αποφάσεις παρουσιάζονται σε έγγραφο που περιέχει πλήρη αιτιολόγηση και λαμβάνει υπόψη την εκτίμηση κινδύνου, τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρμόδιων αρχών, όπως αυτές εκφράστηκαν κατά τις περιόδους που αναφέρονται στην παράγραφο 2. Το έγγραφο υποβάλλεται από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας σε όλες τις αρμόδιες αρχές και στο μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ.

Αν έχει ληφθεί η γνώμη της ΕΑΤ, όλες οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τις συστάσεις της και αιτιολογούν τυχόν ουσιώδη απόκλιση από αυτές.

4.   Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3 αναγνωρίζονται ως καθοριστικές και εφαρμόζονται από τις αρμόδιες αρχές στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.

Οι κοινές αποφάσεις σύμφωνα με την παράγραφο 1 και οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνεται όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3 προσαρμόζονται στα πρόσφατα δεδομένα σε ετήσια βάση ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία των θυγατρικών εταιρειών μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ υποβάλλει γραπτή και πλήρως αιτιολογημένη αίτηση προς την αρχή ενοποιημένης εποπτείας προκειμένου να προσαρμόσει στα πρόσφατα δεδομένα την απόφαση για την εφαρμογή του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) και του άρθρου 105. Στην τελευταία περίπτωση, η προσαρμογή στα πρόσφατα δεδομένα μπορεί να αντιμετωπίζεται σε διμερή βάση μεταξύ της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και της αιτούσας αρμόδιας αρχής.

5.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να διασφαλίσει ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής της διαδικασίας κοινής απόφασης στην οποία αναφέρεται το παρόν άρθρο, όσον αφορά την υποβολή αιτήσεων κατά τα άρθρα 73, 86 και 97, το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) και το άρθρο 105 με σκοπό τη διευκόλυνση της λήψης κοινών αποφάσεων.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 1η Ιουλίου 2014.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 114

Απαιτούμενες πληροφορίες σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης

1.   Όταν προκύπτει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, συμπεριλαμβανομένων των καταστάσεων που περιγράφονται στο άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 ή κατάσταση με αρνητικές εξελίξεις σε χρηματοοικονομικές αγορές, η οποία ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο τη ρευστότητα της αγοράς και τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος σε οποιοδήποτε από τα κράτη μέλη όπου οντότητες του ομίλου έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ή όπου έχουν ιδρυθεί σημαντικά υποκαταστήματα κατά το άρθρο 51, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, σύμφωνα και με το κεφάλαιο 1, τμήμα 2 και με τα άρθρα 54 και 58 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, όπου αυτά ισχύουν, ειδοποιεί το συντομότερο δυνατό την ΕΑΤ και τις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 58 παράγραφος 4 και στο άρθρο 59 και διαβιβάζει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των εργασιών τους. Αυτές οι υποχρεώσεις ισχύουν για όλες τις αρμόδιες αρχές.

Στην περίπτωση που κεντρική τράπεζα του ΕΣΚΤ αντιληφθεί κατάσταση που περιγράφεται στο πρώτο εδάφιο, ειδοποιεί το συντομότερο δυνατό τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 112 και την ΕΑΤ.

Στο μέτρο του δυνατού, η αρμόδια αρχή και η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 58 παράγραφος 4 χρησιμοποιούν υπάρχοντες διαύλους επικοινωνίας.

2.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, όταν χρειάζεται πληροφορίες που έχουν ήδη παρασχεθεί σε άλλη αρμόδια αρχή, επικοινωνεί με αυτήν, στο μέτρο του δυνατού, προκειμένου να αποφευχθεί η διπλή υποβολή πληροφοριών στις διάφορες αρχές που εμπλέκονται στην εποπτεία.

Άρθρο 115

Ρυθμίσεις συντονισμού και συνεργασίας

1.   Προκειμένου να διευκολυνθεί και να καταστεί αποτελεσματική η εποπτεία, η αρμόδια αρχή που είναι επιφορτισμένη με την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση και οι άλλες αρμόδιες αρχές θεσπίζουν γραπτές ρυθμίσεις σε θέματα συντονισμού και συνεργασίας.

Βάσει των ρυθμίσεων αυτών μπορούν να ανατεθούν πρόσθετα καθήκοντα στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας και να προσδιοριστούν διαδικασίες για τη λήψη αποφάσεων και τη συνεργασία με άλλες αρμόδιες αρχές.

2.   Οι αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας στη θυγατρική μιας μητρικής επιχείρησης η οποία είναι ίδρυμα μπορούν, με διμερή συμφωνία και σύμφωνα με το άρθρο 28 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, να εκχωρήσουν την εποπτική τους αρμοδιότητα στις αρμόδιες αρχές που χορήγησαν την άδεια λειτουργίας και εποπτεύουν τη μητρική επιχείρηση με σκοπό οι τελευταίες αρχές να αναλάβουν την εποπτεία της θυγατρικής, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας. Η ΕΑΤ ενημερώνεται για την ύπαρξη και το περιεχόμενο τέτοιων συμφωνιών. Η ΕΑΤ διαβιβάζει τα πληροφοριακά αυτά στοιχεία στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών.

Άρθρο 116

Σώματα εποπτών

1.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας συστήνει σώματα εποπτών για τη διευκόλυνση της εκτέλεσης των εργασιών που μνημονεύονται στα άρθρα 112 και 113 και στο άρθρο 114 παράγραφος 1 και, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου και του ενωσιακού δικαίου, εξασφαλίζει, κατά περίπτωση, κατάλληλο συντονισμό και συνεργασία με τις σχετικές εποπτικές αρχές τρίτων χωρών.

Η ΕΑΤ συμβάλλει στην προώθηση και παρακολούθηση της αποδοτικής, αποτελεσματικής και συνεπούς λειτουργίας των σωμάτων εποπτών τους παρόντος άρθρου σύμφωνα με το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Με αυτόν το στόχο, η ΕΑΤ συμμετέχει κατά περίπτωση και θεωρείται αρμόδια αρχή για τον συγκεκριμένο σκοπό.

Τα σώματα εποπτών παρέχουν ένα πλαίσιο για την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τις άλλες ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές, για την εκτέλεση των κάτωθι εργασιών:

α)

ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ τους και με την ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010,

β)

συμφωνία σχετικά με την εκούσια ανάθεση εργασιών και την εκούσια ανάθεση αρμοδιοτήτων, κατά περίπτωση,

γ)

καθορισμός προγραμμάτων εποπτικής εξέτασης του άρθρου 99 που βασίζονται σε εκτίμηση κινδύνου του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 97,

δ)

αύξηση της αποτελεσματικότητας της εποπτείας με κατάργηση της μη απαραίτητης επικάλυψης των εποπτικών απαιτήσεων, μεταξύ άλλων και όσον αφορά τις αιτήσεις πληροφοριών που μνημονεύονται στο άρθρο 114 και στο άρθρο 117 παράγραφος 3,

ε)

συνεπής εφαρμογή των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας βάσει της παρούσας οδηγίας και βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε όλες τις οντότητες ενός ομίλου ιδρυμάτων, με την επιφύλαξη των διαθέσιμων στο ενωσιακό δίκαιο εναλλακτικών επιλογών και διακριτικών ευχερειών,

στ)

εφαρμογή του άρθρου 112 παράγραφος 1 στοιχείο γ), λαμβάνοντας υπόψη το έργο άλλων φορέων που έχουν ενδεχομένως δημιουργηθεί στον τομέα αυτόν.

2.   Οι αρμόδιες αρχές που συμμετέχουν στο σώμα εποπτών και η ΕΑΤ συνεργάζονται στενά. Οι απαιτήσεις εμπιστευτικότητας βάσει του κεφαλαίου 1 τμήμα ΙΙ και των άρθρων 54 και 58 της παρούσας οδηγίας και των άρθρων 54 και 58 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ δεν εμποδίζουν την ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών στο πλαίσιο σωμάτων εποπτών. Η σύσταση και λειτουργία σωμάτων εποπτών δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των αρμόδιων αρχών δυνάμει της παρούσας οδηγίας και δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

3.   Η σύσταση και η λειτουργία του σώματος βασίζεται σε γραπτές ρυθμίσεις που μνημονεύονται στο άρθρο 115 και που καθορίζονται έπειτα από διαβούλευση της αρμόδιας για την ενοποιημένη εποπτεία αρχής με τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές.

4.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τις γενικές προϋποθέσεις λειτουργίας των σωμάτων εποπτών.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2014.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

5.   Η ΕΑΤ δύναται να καταρτίσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να ρυθμίσει την επιχειρησιακή λειτουργία των σωμάτων εποπτών.

Η ΕΑΤ υποβάλλει αυτά τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2014.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

6.   Στα σώματα εποπτών επιτρέπεται να συμμετέχουν οι αρμόδιες αρχές που ευθύνονται για την εποπτεία θυγατρικών ενός μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μιας μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ, οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους υποδοχής όπου έχουν ιδρυθεί σημαντικά υποκαταστήματα όπως αναφέρονται στο άρθρο 51, οι κεντρικές τράπεζες του ΕΣΣΚ κατά περίπτωση, καθώς και εποπτικές αρχές τρίτων χωρών, εφόσον συντρέχει λόγος και υπό την επιφύλαξη απαιτήσεων εμπιστευτικότητας που, κατά τη γνώμη όλων των αρμόδιων αρχών, είναι ισοδύναμες με τις απαιτήσεις κατά το κεφάλαιο 1 τμήμα ΙΙ της παρούσας οδηγίας και, όπου συντρέχει περίπτωση, τα άρθρα 54 και 58 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

7.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας προεδρεύει στις συνεδριάσεις του σώματος εποπτών και αποφασίζει ποιες αρμόδιες αρχές συμμετέχουν σε μια συνεδρίαση ή σε μια δραστηριότητα του σώματος. Ο φορέας ενοποιημένης εποπτείας ενημερώνει εκ των προτέρων και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με την οργάνωση αυτών των συνεδριάσεων, τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τις κυριότερες δραστηριότητες προς εξέταση. Επίσης, ο φορέας ενοποιημένης εποπτείας ενημερώνει εγκαίρως και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με τις ενέργειες που λαμβάνουν χώρα σε αυτές τις συνεδριάσεις ή με τα μέτρα που λαμβάνονται.

8.   Στην απόφαση της αρχής ενοποιημένης εποπτείας λαμβάνεται υπόψη η σημασία της εποπτικής δραστηριότητας που θα προγραμματιστεί ή θα συντονιστεί για τις αρχές αυτές, ιδίως δε οι ενδεχόμενες επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στα εμπλεκόμενα κράτη μέλη, όπως προβλέπει το άρθρο 7, και οι υποχρεώσεις που επιβάλλει το άρθρο 51 παράγραφος 2.

9.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας δυνάμει του κεφαλαίου 1 τμήματος ΙΙ της παρούσας οδηγίας και, όπου συντρέχει περίπτωση, των άρθρων 54 και 58 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, ενημερώνει την ΕΑΤ σχετικά με τις δραστηριότητες του σώματος εποπτών, μεταξύ άλλων σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, και διαβιβάζει στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες που έχουν ιδιαίτερη σημασία για τους σκοπούς της εποπτικής σύγκλισης.

Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ αρμόδιων αρχών σχετικά με τη λειτουργία των σωμάτων εποπτών, οποιαδήποτε από τις ενδιαφερόμενες αρχές μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Η ΕΑΤ μπορεί επίσης να συνδράμει τις αρμόδιες αρχές στην περίπτωση διαφωνίας σχετικά με τη λειτουργία των σωμάτων εποπτείας δυνάμει του παρόντος άρθρου και αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του εν λόγω κανονισμού.

Άρθρο 117

Υποχρεώσεις συνεργασίας

1.   Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά μεταξύ τους. Διαβιβάζουν μεταξύ τους όλες τις πληροφορίες που είναι ουσιώδεις ή σχετικές με την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων που αναλαμβάνουν οι άλλες αρχές βάσει της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Από την άποψη αυτή, οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν κατόπιν αιτήσεως όλες τις σχετικές πληροφορίες και διαβιβάζουν ιδία πρωτοβουλία όλες τις ουσιώδεις πληροφορίες.

Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται με την ΕΑΤ για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες που της είναι απαραίτητες για να επιτελέσει το έργο που έχει βάσει της παρούσας οδηγίας, βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Οι πληροφορίες για τις οποίες γίνεται λόγος στο πρώτο εδάφιο θεωρούνται ουσιώδεις αν μπορούν να επηρεάσουν ουσιαστικά την εκτίμηση της χρηματοοικονομικής υγείας ενός ιδρύματος ή χρηματοδοτικού ιδρύματος σε άλλο κράτος μέλος.

Συγκεκριμένα, οι αρχές ενοποιημένης εποπτείας μητρικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων στην ΕΕ και ιδρυμάτων ελεγχόμενων από μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ ή μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ παρέχουν κάθε σχετική πληροφορία στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών που ασκούν εποπτεία επί θυγατρικών των εν λόγω μητρικών επιχειρήσεων. Κατά τον προσδιορισμό της έκτασης των σχετικών πληροφοριών, λαμβάνεται υπόψη η σπουδαιότητα των εν λόγω θυγατρικών για το χρηματοοικονομικό σύστημα των κρατών μελών αυτών.

Οι ουσιώδεις πληροφορίες στις οποίες αναφέρεται το πρώτο εδάφιο περιλαμβάνουν, ειδικότερα, τα εξής:

α)

τον προσδιορισμό της νομικής δομής, της δομής διακυβέρνησης περιλαμβανομένης της οργανωτικής δομής, που καλύπτουν όλες τις ρυθμιζόμενες και μη ρυθμιζόμενες οντότητες, τα μη ρυθμιζόμενα θυγατρικά και σημαντικά υποκαταστήματα που ανήκουν στον όμιλο, τις μητρικές επιχειρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 3, το άρθρο 74 παράγραφος 1 και το άρθρο 109 παράγραφος 2 και τις αρμόδιες αρχές των ρυθμιζόμενων οντοτήτων του ομίλου,

β)

διαδικασίες συλλογής πληροφοριών από τα ιδρύματα ενός ομίλου και τον έλεγχο αυτών των πληροφοριών,

γ)

αρνητικές εξελίξεις σε ιδρύματα ή άλλα νομικά πρόσωπα ενός ομίλου που δύνανται να επηρεάσουν σοβαρά τα ιδρύματα,

δ)

σημαντικές κυρώσεις και έκτακτα μέτρα που έλαβαν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, περιλαμβανομένης της επιβολής ειδικής κεφαλαιακής απαίτησης βάσει του άρθρου 104 και της επιβολής οποιουδήποτε ορίου όσον αφορά τη χρήση της Εξελιγμένης Μεθόδου Μέτρησης για τον υπολογισμό των απαιτήσεων σε ίδια κεφάλαια βάσει του άρθρου 312 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

2.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να παραπέμπουν στην ΕΑΤ οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

μια αρμόδια αρχή δεν έχει διαβιβάσει απαραίτητες πληροφορίες,

β)

ένα αίτημα συνεργασίας, ιδιαίτερα για την ανταλλαγή σχετικών πληροφοριών, απορρίφθηκε ή δεν απαντήθηκε εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.

Με την επιφύλαξη του άρθρου 258 της Συνθήκης, σε αυτές τις καταστάσεις η ΕΑΤ μπορεί να ενεργεί σύμφωνα με τις εξουσίες που της παρέχονται με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Η ΕΑΤ μπορεί επίσης να συνδράμει τις αρμόδιες αρχές στη διαμόρφωση πρακτικών συνεπούς συνεργασίας και με δική της πρωτοβουλία σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του εν λόγω κανονισμού.

3.   Οι αρμόδιες αρχές οι επιφορτισμένες με την εποπτεία ιδρυμάτων ελεγχόμενων από μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ επικοινωνούν όποτε είναι δυνατόν με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας όταν έχουν ανάγκη πληροφοριών όσον αφορά την εφαρμογή των προσεγγίσεων και μεθοδολογιών που περιλαμβάνονται στην παρούσα οδηγία και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τις οποίες ενδέχεται να έχει ήδη στη διάθεσή της η αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

4.   Προτού λάβουν απόφαση, οι εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές διαβουλεύονται μεταξύ τους όσον αφορά τα ακόλουθα θέματα, όταν η εν λόγω απόφαση έχει συνέπειες για τα εποπτικά καθήκοντα άλλων αρμόδιων αρχών:

α)

μεταβολές στη μετοχική, οργανωτική ή διαχειριστική διάρθρωση των πιστωτικών ιδρυμάτων ενός ομίλου που απαιτούν την έγκριση ή την άδεια των αρμόδιων αρχών και

β)

σημαντικές κυρώσεις και έκτακτα μέτρα που έλαβαν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, περιλαμβανομένης της επιβολής συγκεκριμένης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων βάσει του άρθρου 104 και της επιβολής οποιουδήποτε ορίου όσον αφορά τη χρήση της Εξελιγμένης Μεθόδου Μέτρησης για τον υπολογισμό των απαιτήσεων σε ίδια κεφάλαια βάσει του άρθρου 312 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Για τους σκοπούς του στοιχείου β), ζητείται πάντοτε η γνώμη της αρχής ενοποιημένης εποπτείας.

Ωστόσο, μια αρμόδια αρχή δύναται να αποφασίσει να μην διαβουλευθεί με άλλες αρμόδιες αρχές σε επείγουσες περιπτώσεις ή σε περιπτώσεις που μια τέτοια διαβούλευση θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα της απόφασής της. Στις περιπτώσεις αυτές, η αρμόδια αρχή ενημερώνει, αμελλητί, τις άλλες αρμόδιες αρχές αφού λάβει την απόφασή της.

Άρθρο 118

Έλεγχος πληροφοριών σχετικά με οντότητες σε άλλα κράτη μέλη

Όταν, στο πλαίσιο της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους επιθυμούν, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, να ελέγξουν πληροφορίες σχετικά με ένα ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, χρηματοδοτικό ίδρυμα, επιχείρηση παροχής επικουρικών τραπεζικών υπηρεσιών, εταιρεία συμμετοχής μεικτών δραστηριοτήτων ή θυγατρική που αναφέρεται στο άρθρο 125 ή θυγατρική που αναφέρεται στο άρθρο 119 παράγραφος 3, τα οποία είναι εγκατεστημένα σε άλλο κράτος μέλος, πρέπει να ζητήσουν από τις αρμόδιες αρχές του άλλου κράτους μέλους τη διενέργεια του ελέγχου αυτού. Οι αρχές οι οποίες έλαβαν την αίτηση, οφείλουν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους να δώσουν συνέχεια είτε διενεργώντας οι ίδιες τον έλεγχο αυτόν, είτε επιτρέποντας στις αρχές που υπέβαλαν την αίτηση να διενεργήσουν εκείνες τον έλεγχο, είτε επιτρέποντας τη διενέργειά του από ελεγκτή ή εμπειρογνώμονα. Όταν η αρμόδια αρχή που υπέβαλε το αίτημα δεν πραγματοποιεί η ίδια τον έλεγχο, μπορεί, εάν το επιθυμεί, να συμμετέχει στον έλεγχο.

Τμημα ΙΙ

Χρηματοδοτικεσ εταιρειεσ συμμετοχων, μικτεσ χρηματοοικονομικεσ εταιρειεσ συμμετοχων και μικτεσ εταιρειεσ συμμετοχων

Άρθρο 119

Ένταξη εταιρειών συμμετοχών σε ενοποιημένη εποπτεία

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα μέτρα που ενδεχομένως απαιτούνται, κατά περίπτωση, για την υπαγωγή των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών σε ενοποιημένη εποπτεία.

2.   Όταν θυγατρική που αποτελεί ίδρυμα δεν περιλαμβάνεται στην ενοποιημένη εποπτεία κατ’ εφαρμογή μιας των περιπτώσεων του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους όπου βρίσκεται η εν λόγω θυγατρική, μπορούν να ζητούν από τη μητρική της επιχείρηση πληροφορίες που θα διευκολύνουν την άσκηση της εποπτείας της εν λόγω θυγατρικής.

3.   Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις αρμόδιες εθνικές τους αρχές που έχουν αναλάβει την ενοποιημένη εποπτεία να ζητούν από τις θυγατρικές ενός ιδρύματος, μιας χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μιας μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που δεν υπόκεινται σε ενοποιημένη εποπτεία τις πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 122. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι προβλεπόμενες στο άρθρο αυτό διαδικασίες διαβίβασης και ελέγχου των πληροφοριών.

Άρθρο 120

Εποπτεία μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών

1.   Σε περίπτωση που μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμες διατάξεις τόσο στην παρούσα οδηγία όσο και στη οδηγία 2002/87/ΕΚ, ειδικότερα όσον αφορά την επίβλεψη βάσει κινδύνου, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας δύναται, μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την επίβλεψη θυγατρικών, να εφαρμόσει στο επίπεδο της εν λόγω μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών μόνο την οδηγία 2002/87/ΕΚ.

2.   Σε περίπτωση που μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμες διατάξεις δυνάμει της παρούσας οδηγίας και δυνάμει της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, ειδικότερα όσον αφορά την επίβλεψη βάσει κινδύνου, ο φορέας ενοποιημένης επίβλεψης δύναται, κατόπιν συμφωνίας με τον επιβλέποντα ομάδας στον κλάδο ασφάλισης, να εφαρμόσει στην εν λόγω μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών μόνον τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας σχετικά με τον πλέον σημαντικό χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ.

3.   Ο φορέας ενοποιημένης εποπτείας ενημερώνει την ΕΑΤ και την ΕΑΑΕΣ σχετικά με τις αποφάσεις που λαμβάνονται βάσει των παραγράφων 1 και 2.

4.   Η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ και η ΕΑΚΑΑ, μέσω της Κοινής Επιτροπή του άρθρου 54 των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 and (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, αναπτύσσει κατευθυντήριες γραμμές που στοχεύουν στη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών και, εντός τριετίας από την υιοθέτηση των κατευθυντήριων γραμμών, θα καταρτίσει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων για τον ίδιο σκοπό.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης των κανονιστικών τεχνικών προτύπων του πρώτου εδαφίου σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 121

Επάρκεια διευθυντικών στελεχών

Τα κράτη μέλη απαιτούν τα μέλη του διοικητικού οργάνου μιας χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών να έχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα ήθους και την αναγκαία γνώση, ικανότητες και πείρα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 91 παράγραφος 1, για την άσκηση των καθηκόντων τους, λαμβανομένου υπόψη του ειδικού ρόλου μιας χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών.

Άρθρο 122

Αιτήματα για πληροφορίες και επιθεωρήσεις

1.   Εν αναμονή μελλοντικού συντονισμού των μεθόδων ενοποίησης, τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, όταν η μητρική ενός ή πλειόνων ιδρυμάτων είναι μικτή εταιρεία συμμετοχών, οι αρχές οι αρμόδιες για τη χορήγηση αδείας και την εποπτεία των ιδρυμάτων αυτών απαιτούν από τη μικτή εταιρεία συμμετοχών και τις θυγατρικές της, είτε απευθείας είτε μέσω των θυγατρικών που αποτελούν ιδρύματα, την ανακοίνωση κάθε χρήσιμης πληροφορίας για την άσκηση της εποπτείας των εν λόγω θυγατρικών.

2.   Τα κράτη μέλη ορίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές τους μπορούν να προβούν οι ίδιες ή να αναθέσουν σε εξωτερικούς ελεγκτές την επιτόπια επιθεώρηση για τον έλεγχο των πληροφοριών που απέστειλαν οι μικτές εταιρείες συμμετοχών και οι θυγατρικές τους. Αν η μικτή εταιρεία συμμετοχών ή μία εκ των θυγατρικών της είναι ασφαλιστική επιχείρηση, μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί η διαδικασία του άρθρου 125. Αν μια μικτή εταιρεία συμμετοχών ή μία εκ των θυγατρικών της βρίσκεται σε κράτος μέλος άλλο από αυτό της θυγατρικής που αποτελεί ίδρυμα, ο επιτόπιος έλεγχος των πληροφοριών γίνεται με τη διαδικασία του άρθρου 118.

Άρθρο 123

Εποπτεία

1.   Με την επιφύλαξη του τέταρτου μέρους του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, εάν μια μητρική επιχείρηση ενός ή περισσοτέρων ιδρυμάτων είναι μικτή εταιρεία συμμετοχών, οι αρμόδιες αρχές οι οποίες είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των εν λόγω ιδρυμάτων ασκούν γενική εποπτεία στις συναλλαγές που πραγματοποιούνται μεταξύ του ιδρύματος και της μικτής εταιρείας συμμετοχών και των θυγατρικών της.

2.   Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα ιδρύματα να διαθέτουν κατάλληλες διαδικασίες για τη διαχείριση των κινδύνων και μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, συμπεριλαμβανόμενων των ορθών διαδικασιών δημοσίευσης στοιχείων και λογιστικής, ώστε να μπορούν να εντοπίζουν, να υπολογίζουν, να παρακολουθούν και να ελέγχουν κατάλληλα τις συναλλαγές που πραγματοποιούνται με τη μητρική τους μικτή εταιρεία συμμετοχών και τις θυγατρικές της. Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν την γνωστοποίηση από τα ιδρύματα οποιασδήποτε σημαντικής συναλλαγής πραγματοποιείται με τις οντότητες αυτές, με την εξαίρεση της συναλλαγής που προβλέπεται στο άρθρο 394 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Οι διαδικασίες αυτές και οι σημαντικές συναλλαγές ελέγχονται από τις αρμόδιες αρχές.

Άρθρο 124

Ανταλλαγή πληροφοριών

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι δεν υπάρχει κανένα νομικό εμπόδιο που να μην επιτρέπει στις επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στην ενοποιημένη εποπτεία, τις μικτές εταιρείες συμμετοχών και τις θυγατρικές τους ή τις προβλεπόμενες στο άρθρο 119 παράγραφος 3 θυγατρικές, να ανταλλάσσουν πληροφορίες χρήσιμες για την άσκηση της εποπτείας σύμφωνα με το άρθρο 110 και το κεφάλαιο 3.

2.   Όταν η μητρική επιχείρηση και οποιοδήποτε από τα ιδρύματα που είναι θυγατρικές της είναι εγκατεστημένα σε διαφορετικά κράτη μέλη, οι αρμόδιες αρχές κάθε κράτους μέλους κοινοποιούν μεταξύ τους όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που μπορούν να επιτρέψουν ή να διευκολύνουν την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση.

Όταν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η μητρική επιχείρηση δεν ασκούν οι ίδιες την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με το άρθρο 111, μπορούν να κληθούν από τις αρμόδιες προς άσκηση της ενοποιημένης εποπτείας αρχές να ζητήσουν από τη μητρική πληροφορίες που αφορούν την άσκηση της ενοποιημένης εποπτείας και να τις διαβιβάσουν στις αρχές αυτές.

3.   Τα κράτη μέλη επιτρέπουν την ανταλλαγή, μεταξύ των αρμόδιων αρχών τους, των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, υπό τον όρο ότι, στην περίπτωση χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών, μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, χρηματοδοτικών ιδρυμάτων ή επιχειρήσεων παροχής επικουρικών υπηρεσιών, η συλλογή ή η κατοχή πληροφοριών δεν συνεπάγεται ότι οι αρμόδιες αρχές δεν υποχρεούνται να ασκούν σε εξατομικευμένη βάση την εποπτεία αυτών των ιδρυμάτων ή επιχειρήσεων.

Επίσης τα κράτη μέλη επιτρέπουν την ανταλλαγή, μεταξύ των αρμόδιων αρχών, των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 112, υπό τον όρο ότι η συλλογή ή η κατοχή πληροφοριακών στοιχείων δεν συνεπάγεται ότι οι αρμόδιες αρχές ασκούν εποπτεία στη μικτή εταιρεία συμμετοχών και τις θυγατρικές της που δεν αποτελούν πιστωτικά ιδρύματα ή στις θυγατρικές που αναφέρονται στο άρθρο 119 παράγραφος 3.

Άρθρο 125

Συνεργασία

1.   Όταν ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή εταιρεία συμμετοχών ελέγχει μία ή περισσότερες θυγατρικές που είναι ασφαλιστικές εταιρείες ή άλλου είδους επιχειρήσεις που προσφέρουν επενδυτικές υπηρεσίες υποκείμενες σε καθεστώς παροχής άδειας, οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές που έχουν δημόσια εξουσία εποπτείας των ασφαλιστικών εταιρειών ή των εν λόγω άλλων επιχειρήσεων που προσφέρουν επενδυτικές υπηρεσίες συνεργάζονται στενά. Στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, οι αρχές αυτές ανακοινώνουν αμοιβαία όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που μπορούν να διευκολύνουν την εκπλήρωση της αποστολής τους και να εξασφαλίσουν τον έλεγχο της δραστηριότητας και της οικονομικής κατάστασης του συνόλου των επιχειρήσεων που ευρίσκονται υπό την εποπτεία τους.

2.   Οι πληροφορίες που συλλέγονται στο πλαίσιο της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση και ιδιαίτερα η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών που προβλέπεται στην παρούσα οδηγία, υπόκεινται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου που είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 53 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας για τα πιστωτικά ιδρύματα ή στην οδηγία 2004/39/ΕΚ για τις εταιρείες επενδύσεων.

3.   Οι αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την ενοποιημένη εποπτεία καταρτίζουν καταλόγους των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών ή μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών που αναφέρονται στο άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Οι κατάλογοι αυτοί κοινοποιούνται στις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών μελών, την ΕΑΤ και την Επιτροπή.

Άρθρο 126

Κυρώσεις

Σύμφωνα με το κεφάλαιο 1 τμήμα IV του παρόντος τίτλου, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι δοικητικές κυρώσεις ή άλλα δοικητικά μέτρα που στοχεύουν στην παύση διαπιστωμένων παραβάσεων ή των αιτίων αυτών των παραβάσεων μπορούν να επιβληθούν σε χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών και μικτές εταιρείες συμμετοχών ή στα υπεύθυνα διευθυντικά στελέχη τους που έχουν παραβεί νόμους, κανονισμούς ή διοικητικές διατάξεις μεταφοράς του παρόντος κεφαλαίου.

Άρθρο 127

Εκτίμηση της ισοδυναμίας τρίτων χωρών στην ενοποιημένη εποπτεία

1.   Σε περίπτωση ιδρύματος, η μητρική επιχείρηση του οποίου είναι ίδρυμα ή χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η έδρα της οποίας βρίσκεται σε τρίτη χώρα και δεν υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 111, οι αρμόδιες αρχές εκτιμούν κατά πόσον το ίδρυμα υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία από εποπτική αρχή τρίτης χώρας η οποία είναι ισοδύναμη προς αυτήν και υπόκειται στις αρχές της παρούσας οδηγίας και τις απαιτήσεις που ορίζονται στο Πρώτο Μέρος Τίτλος II Κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Η εκτίμηση πραγματοποιείται από την αρμόδια αρχή που θα ήταν υπεύθυνη για την ενοποιημένη εποπτεία εάν ίσχυε η παράγραφος 3, κατόπιν αιτήματος της μητρικής επιχείρησης ή μιας από τις ρυθμιζόμενες οντότητες με άδεια λειτουργίας στην Ένωση ή με δική της πρωτοβουλία. Η εν λόγω αρμόδια αρχή συμβουλεύεται τις άλλες ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές.

2.   Η Επιτροπή δύναται να ζητήσει από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών γενική καθοδήγηση ως προς το κατά πόσον τα καθεστώτα ενοποιημένης εποπτείας των εποπτικών αρχών τρίτων χωρών είναι σε θέση να επιτύχουν τους στόχους της ενοποιημένης εποπτείας που καθορίζονται στο παρόν κεφάλαιο σε σχέση με τα ιδρύματα η μητρική εταιρεία των οποίων εδρεύει σε τρίτη χώρα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών επανεξετάζει την καθοδήγηση αυτή και λαμβάνει υπόψη τις ενδεχόμενες μεταβολές των καθεστώτων ενοποιημένης εποπτείας που εφαρμόζονται από τις συγκεκριμένες αρμόδιες αρχές. Η ΕΑΤ βοηθά την Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών στην εκτέλεση αυτών των καθηκόντων, μεταξύ των οποίων στην εκτίμηση του κατά πόσον θα πρέπει να ενημερωθεί η καθοδήγηση.

Η αρμόδια αρχή που διεξάγει την εκτίμηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 λαμβάνει υπόψη της οποιαδήποτε σχετική καθοδήγηση. Για τον σκοπό αυτό, η αρμόδια αρχή συμβουλεύεται την ΕΑΤ προτού λάβει απόφαση.

3.   Ελλείψει ισοδύναμης εποπτείας, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν mutatis mutandis στο ίδρυμα την παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές τους να εφαρμόσουν άλλες κατάλληλες εποπτικές τεχνικές που επιτυγχάνουν τους στόχους της εποπτείας ιδρυμάτων σε ενοποιημένη βάση.

Οι εν λόγω εποπτικές τεχνικές συμφωνούνται από την αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την ενοποιημένη εποπτεία, έπειτα από διαβούλευση με τις άλλες ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν ιδίως να ζητούν τη δημιουργία χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που να έχει την έδρα της στην Ένωση και να εφαρμόζουν τις διατάξεις για την ενοποιημένη εποπτεία στην ενοποιημένη θέση της εν λόγω χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή στην ενοποιημένη θέση των ιδρυμάτων της εν λόγω μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών.

Οι εποπτικές τεχνικές είναι σχεδιασμένες έτσι ώστε να επιτυγχάνουν τους στόχους της ενοποιημένης εποπτείας, όπως καθορίζονται στο παρόν κεφάλαιο, και κοινοποιούνται στις άλλες ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές, την ΕΑΤ και την Επιτροπή.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ 4

Κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας

Τμημα Ι

Αποθεματα ασφαλειασ

Άρθρο 128

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου ισχύουν οι κάτωθι ορισμοί:

1)

ως «απόθεμα ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου» νοούνται τα ίδια κεφάλαια που ένα ίδρυμα οφείλει να τηρεί σύμφωνα με το άρθρο 129,

2)

ως «αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα» νοούνται τα ίδια κεφάλαια που ένα ίδρυμα οφείλει να τηρεί σύμφωνα με το άρθρο 130,

3)

ως «απόθεμα ασφαλείας G-SII» νοούνται τα ίδια κεφάλαια που πρέπει να τηρούνται σύμφωνα με το άρθρο 131 παράγραφος 4,

4)

ως «απόθεμα ασφαλείας O-SII» νοούνται τα ίδια κεφάλαια που πρέπει να τηρούνται σύμφωνα με το άρθρο 131 παράγραφος 5,

5)

ως «απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου» νοούνται τα ίδια κεφάλαια που ένα ίδρυμα οφείλει ή ενδέχεται να υποχρεωθεί να τηρεί σύμφωνα με το άρθρο 133,

6)

ως «συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας» νοείται το συνολικό κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 το οποίο χρειάζεται για την εκπλήρωση της απαίτησης τήρησης αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου, στο οποίο προστίθενται τα εξής, κατά περίπτωση:

α)

αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα,

β)

απόθεμα ασφαλείας G-SII,

γ)

απόθεμα ασφαλείας O-SII,

δ)

απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου,

7)

ως «ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας» νοείται ο συντελεστής που πρέπει να εφαρμόσουν τα ιδρύματα για να υπολογίσουν το αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα, όπως ορίζεται βάσει των άρθρων 136 και 137 ή από σχετική αρχή τρίτης χώρας, κατά περίπτωση,

8)

ως «ίδρυμα με εγχώρια άδεια» νοείται ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος και ως προς το οποίο μια συγκεκριμένη εντεταλμένη αρχή ευθύνεται για τον ορισμό του ποσοστού αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας,

9)

ως «οδηγός αποθέματος ασφαλείας» νοείται σημείο αναφοράς αποθέματος ασφαλείας που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 135 παράγραφος 1.

Το παρόν κεφάλαιο δεν εφαρμόζεται σε επιχειρήσεις επενδύσεων που δεν διαθέτουν άδεια για την παροχή των υπηρεσιών οι οποίες απαριθμούνται στο παράρτημα I τμήμα A σημεία 3 και 6 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

Άρθρο 129

Απαιτήσεις τήρησης αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα να τηρούν, πέρα από το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρείται για τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που θεσπίζει το άρθρο 92 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, απόθεμα ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 ίσο με το 2,5 % της συνολικής τους έκθεσης σε κίνδυνο υπολογισμένο σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, σε εξατομικευμένη και ενοποιημένη βάση, όπως εφαρμόζεται σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος II του εν λόγω κανονισμού.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, κράτος μέλος δύναται να εξαιρεί μικρές και μεσαίες εταιρείες επενδύσεων από τις απαιτήσεις της εν λόγω παραγράφου, εφόσον η εξαίρεση αυτή δεν απειλεί τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος του εν λόγω κράτους μέλους.

Η απόφαση σχετικά με την εφαρμογή της εξαίρεσης αυτής είναι πλήρως αιτιολογημένη, εξηγεί για ποιους λόγους η εξαίρεση δεν απειλεί τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος του κράτους μέλους και περιέχει τον ακριβή ορισμό των μικρών και μεσαίων επενδυτικών εταιρειών οι οποίες εξαιρούνται.

Το κράτος μέλος που αποφασίζει να εφαρμόσει την εξαίρεση αυτή ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή, το ΕΣΣΚ, την ΕΑΤ και τις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, το κράτος μέλος ορίζει την αρχή που είναι υπεύθυνη για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Η εν λόγω αρχή είναι είτε η αρμόδια είτε η εντεταλμένη αρχή.

4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, οι εταιρείες επενδύσεων καταχωρίζονται ως μικρές ή μεσαίες σύμφωνα με τη σύσταση ΕΕ 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων (31).

5.   Τα ιδρύματα δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρούν για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου για να εκπληρώσουν οποιεσδήποτε απαιτήσεις που πηγάζουν από το άρθρο 104.

6.   Αν κάποιο ίδρυμα δεν πληροί πλήρως την απαίτηση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, του επιβάλλονται οι περιορισμοί της διανομής κερδών που αναφέρονται στο άρθρο 141 παράγραφοι 2 και 3.

Άρθρο 130

Απαίτηση τήρησης αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα να τηρούν αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα, ίσο με το συνολικό ποσό έκθεσής τους σε κίνδυνο υπολογιζόμενο σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και πολλαπλασιαζόμενο με τον σταθμισμένο μέσο όρο των ποσοστών αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 140 της παρούσας οδηγίας σε εξατομικευμένη και ενοποιημένη βάση, όπως εφαρμόζεται σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος II του ανωτέρω κανονισμού.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, κράτος μέλος δύναται να εξαιρεί μικρές και μεσαίες επενδυτικές εταιρείες από τις απαιτήσεις της εν λόγω παραγράφου, εφόσον η εξαίρεση αυτή δεν απειλεί τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος του εν λόγω κράτους μέλους.

Η απόφαση σχετικά με την εφαρμογή της εξαίρεσης αυτής είναι πλήρως αιτιολογημένη, να εξηγεί για ποιους λόγους η εξαίρεση δεν απειλεί τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος του κράτους μέλους και περιέχει τον ακριβή ορισμό των μικρών και μεσαίων επενδυτικών εταιρειών οι οποίες εξαιρούνται.

Το κράτος μέλος που αποφασίζει να εφαρμόσει την εξαίρεση αυτή ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή, το ΕΣΣΚ, την ΕΑΤ και τις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, το κράτος μέλος ορίζει την αρχή που είναι υπεύθυνη για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Η εν λόγω αρχή πρέπει να είναι είτε η αρμόδια είτε η εντεταλμένη αρχή.

4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, οι εταιρείες επενδύσεων καταχωρίζονται ως μικρές και μεσαίες σύμφωνα με τη σύσταση 2003/361/ΕΚ.

5.   Τα ιδρύματα οφείλουν να πληρούν την απαίτηση της παραγράφου 1 χρησιμοποιώντας κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, το οποίο θα προστίθεται σε τυχόν κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρείται για τους σκοπούς της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων του άρθρου 92 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, της απαίτησης τήρησης αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου του άρθρου 129 της παρούσας οδηγίας και οποιασδήποτε απαίτησης βάσει του άρθρου 104 της παρούσας οδηγίας.

6.   Αν κάποιο ίδρυμα δεν πληροί πλήρως την απαίτηση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, του επιβάλλονται οι περιορισμοί της διανομής κερδών που αναφέρονται στο άρθρο 141 παράγραφοι 2 και 3.

Άρθρο 131

Παγκόσμια και άλλα συστημικά σημαντικά ιδρύματα

1.   Τα κράτη μέλη ορίζουν την αρχή που είναι επιφορτισμένη με τον προσδιορισμό, σε ενοποιημένη βάση, των παγκόσμιων συστημικά σημαντικών ιδρυμάτων (G-SII) και, σε εξατομικευμένη, υποενοποιημένη ή ενοποιημένη βάση, ανάλογα με την περίπτωση, των άλλων συστημικά σημαντικών ιδρυμάτων (O-SII), τα οποία αποτελούν ιδρύματα τα οποία έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στη δικαιοδοσία τους. Η εν λόγω αρχή είναι είτε η αρμόδια είτε η εντεταλμένη αρχή. Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν περισσότερες από μία αρχές. Τα G-SII είναι μητρικά ιδρύματα εγκατεστημένα στην ΕΕ, μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ, μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ ή ιδρύματα. Τα G-SII δεν είναι ιδρύματα που αποτελούν θυγατρικές μητρικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων στην ΕΕ, μητρικών χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών εγκατεστημένων στην ΕΕ ή μητρικών μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών εγκατεστημένων στην ΕΕ. Τα Ο-SII μπορούν είτε να είναι μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή ίδρυμα.

2.   Η μέθοδος προσδιορισμού των G-SII βασίζεται στις ακόλουθες κατηγορίες:

α)

μέγεθος του ομίλου,

β)

διασύνδεση του ομίλου με το χρηματοοικονομικό σύστημα,

γ)

δυνατότητα υποκατάστασης των υπηρεσιών ή της χρηματοοικονομικής υποδομής που παρέχει ο όμιλος,

δ)

πολυπλοκότητα του ομίλου,

ε)

διασυνοριακή δραστηριότητα του ομίλου, περιλαμβανομένης της διασυνοριακής αρμοδιότητας μεταξύ κρατών μελών και μεταξύ κράτους μέλους και τρίτης χώρας.

Κάθε κατηγορία έχει ίσο βάρος και αποτελείται από δείκτες που μπορούν να εκφρασθούν ποσοτικά.

Από την εφαρμογή της μεθόδου προκύπτει συνολική βαθμολογία για κάθε οντότητα της παραγράφου 1 που εκτιμάται, πράγμα που επιτρέπει τον προσδιορισμό και την κατάταξη των G-SII σε υποκατηγορία σύμφωνα με την παράγραφο 9.

3.   Τα O-SII προσδιορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1. Η συστημική σημασία εκτιμάται με βάση μερικά τουλάχιστον από τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

μέγεθος,

β)

σημασία για την οικονομία της Ένωσης ή του σχετικού κράτους μέλους,

γ)

σημασία των διασυνοριακών δραστηριοτήτων,

δ)

διασύνδεση του ιδρύματος ή ομίλου με το χρηματοοικονομικό σύστημα.

Η ΕΑΤ, κατόπιν διαβούλευσης με το ΕΣΣΚ, δημοσιεύει έως την 1η Ιανουαρίου 2015 κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τα κριτήρια προσδιορισμού των όρων εφαρμογής της παρούσας παραγράφου σε σχέση με την εκτίμηση των O-SII. Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμέςλαμβάνουν υπόψη τα διεθνή πλαίσια των εγχώριων συστημικά σημαντικών ιδρυμάτων και τις ενωσιακές και τις εθνικές ιδιομορφίες.

4.   Κάθε G-SII διατηρεί, σε ενοποιημένη βάση, απόθεμα ασφαλείας G-SII το οποίο αντιστοιχεί στην υποκατηγορία στην οποία έχει καταταγεί το G-SII. Το εν λόγω απόθεμα ασφαλείας συνίσταται σε κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, το οποίο και συμπληρώνει.

5.   Η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή μπορεί να υποχρεώνει κάθε O-SII, σε ενοποιημένη ή υποενοποιημένη ή εξατομικευμένη βάση, ανάλογα με την περίπτωση, να διατηρεί απόθεμα ασφαλείας O-SII ύψους έως 2 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων για τον προσδιορισμό του O-SII. Το εν λόγω απόθεμα ασφαλείας συνίσταται σε κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, το οποίο και συμπληρώνει.

6.   Η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή, όταν απαιτεί την τήρηση αποθέματος ασφαλείας O-SII, συμμορφώνεται προς τα ακόλουθα:

α)

το απόθεμα ασφαλείας O-SII δεν πρέπει να προκαλεί δυσανάλογες δυσμενείς επιπτώσεις στο σύνολο ή σε τμήματα του χρηματοοικονομικού συστήματος άλλων κρατών μελών ή της Ένωσης συνολικά, σχηματίζοντας ή δημιουργώντας εμπόδιο στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς,

β)

το απόθεμα ασφαλείας O-SII πρέπει να επανεξετάζεται από την αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή τουλάχιστον ετησίως.

7.   Η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή, πριν καθορίσει ή επανακαθορίσει απόθεμα ασφαλείας O-SII, ειδοποιεί την Επιτροπή, το ΕΣΣΚ, την ΕΑΤ και τις αρμόδιες και εντεταλμένες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών ένα μήνα πριν από τη δημοσίευση της απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο 5. Στην ειδοποίηση αυτή περιγράφονται αναλυτικά:

α)

οι λόγοι για τους οποίους το απόθεμα ασφαλείας O-SII θεωρείται πιθανώς αποτελεσματικό και αναλογικό για τον μετριασμό του κινδύνου,

β)

η εκτίμηση του πιθανού θετικού ή αρνητικού αντικτύπου του αποθέματος ασφαλείας O-SII στην εσωτερική αγορά βάσει των πληροφοριών που διαθέτει το κράτος μέλος,

γ)

το ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας O-SII που επιθυμεί να καθορίσει το κράτος μέλος.

8.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 133 και της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, όταν ένα O-SII είναι θυγατρική G-SII ή O-SII που αποτελεί μητρικό ίδρυμα της ΕΕ και υπόκειται σε απόθεμα ασφαλείας O-SII σε ενοποιημένη βάση, το απόθεμα ασφαλείας που εφαρμόζεται σε εξατομικευμένο ή υποενοποιημένο επίπεδο στο O-SII δεν υπερβαίνει το υψηλότερο από τα κατωτέρω:

α)

1 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και

β)

ποσοστό αποθέματος ασφαλείας G-SII ή O-SII που εφαρμόζεται στον όμιλο σε ενοποιημένο επίπεδο.

9.   Υπάρχουν τουλάχιστον πέντε υποκατηγορίες G-SII. Το κατώτατο όριο κα τα όρια μεταξύ κάθε υποκατηγορίας καθορίζονται από τις βαθμολογίες βάσει της μεθόδου προσδιορισμού. Οι οριακές βαθμολογίες μεταξύ γειτονικών υποκατηγοριών καθορίζονται σαφώς και ακολουθούν την αρχή ότι υπάρχει διαρκής γραμμική αύξηση συστημικής σημασίας μεταξύ κάθε υποκατηγορίας, που έχει ως αποτέλεσμα τη γραμμική αύξηση της απαίτησης πρόσθετου κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας, με εξαίρεση την ανώτατη υποκατηγορία. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου ως «συστημική σημασία» νοείται ο αναμενόμενος αντίκτυπος της δυσχέρειας του G-SII στην παγκόσμια χρηματοοικονομική αγορά. Για την κατώτατη υποκατηγορία ισχύει απόθεμα ασφαλείας G-SII ίσο με το 1 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και το απόθεμα ασφαλείας για κάθε υποκατηγορία αυξάνεται κατά βαθμίδες ίσες προς το 0,5 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 έως και την τέταρτη υποκατηγορία. Η ανώτατη υποκατηγορία του αποθέματος ασφαλείας G-SII υπόκειται απόθεμα ασφαλείας ίσο με το 3,5 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

10.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1 και 9, η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή μπορεί, κατά την άσκηση ορθής εποπτικής κρίσης:

α)

να ανακατατάσσει G-SII από κατώτερη υποκατηγορία σε ανώτερη υποκατηγορία,

β)

να κατατάσσει οντότητα κατά την παράγραφο 1 που έχει συνολική βαθμολογία χαμηλότερη από την οριακή βαθμολογία της κατώτατης υποκατηγορίας σε αυτή την υποκατηγορία ή σε ανώτερη υποκατηγορία, προσδιορίζοντάς την κατ’ αυτόν τον τρόπο ως G-SII.

11.   Εάν η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή λάβει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 10 στοιχείο β), ενημερώνει σχετικά την ΕΑΤ αναφέροντας τους λόγους.

12.   Η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή γνωστοποιεί τις επωνυμίες των G-SII και O-SII και την αντίστοιχη υποκατηγορία στην οποία κατατάσσεται κάθε G-SII στην Επιτροπή, στο ΕΣΣΚ και στην ΕΑΤ και δημοσιοποιεί τα ονόματά τους. Οι αρμόδιες ή εντεταλμένες αρχές δημοσιοποιούν την κατηγορία στην οποία κατατάσσεται το κάθε G-SII.

Η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή επανεξετάζει ετησίως τον προσδιορισμό των G-SII και O-SII και την κατάταξη των G-SII στις αντίστοιχες υποκατηγορίες και γνωστοποιεί το αποτέλεσμα στο οικείο συστημικά σημαντικό ίδρυμα, την Επιτροπή, το ΕΣΣΚ και την ΕΑΤ, δημοσιοποιεί δε τον ενημερωμένο κατάλογο των προσδιοριζόμενων συστημικά σημαντικών ιδρυμάτων, καθώς και την υποκατηγορία στην οποία κατατάσσεται κάθε προσδιοριζόμενο G-SII.

13.   Τα συστημικά σημαντικά ιδρύματα δενχρησιμοποιούν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρούν για τους σκοπούς των παραγράφων 4 και 5 για να εκπληρώσουν οποιεσδήποτε απαιτήσεις πηγάζουν από το άρθρο 92 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τα άρθρα 129 και 130 της παρούσας οδηγίας και οποιεσδήποτε απαιτήσεις πηγάζουν από τα άρθρα 102 και 104 της παρούσας οδηγίας.

14.   Όταν ένας όμιλος, σε ενοποιημένη βάση, υπόκειται στα ακόλουθα, εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση το υψηλότερο απόθεμα ασφαλείας:

α)

απόθεμα ασφαλείας G-SII και απόθεμα ασφαλείας O-SII,

β)

απόθεμα ασφαλείας G-SII, απόθεμα ασφαλείας O-SII και απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 133.

Όταν ένας όμιλος, σε εξατομικευμένη ή υποενοποιημένη βάση, υπόκειται σε απόθεμα ασφαλείας O-SII και σε απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 133, εφαρμόζεται το υψηλότερο από τα δύο αποθέματα.

15.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 14, όταν το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου εφαρμόζεται σε όλα τα ανοίγματα στο κράτος μέλος που ορίζει το εν λόγω απόθεμα ασφαλείας για την αντιμετώπιση του μακροπροληπτικού κινδύνου του εν λόγω κράτους μέλους, αλλά δεν εφαρμόζεται στα ανοίγματα εκτός του κράτους μέλους, το συγκεκριμένο απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου είναι σωρευτικό με το απόθεμα ασφαλείας O-SII ή G-SII που εφαρμόζεται σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

16.   Όταν εφαρμόζεται η παράγραφος 14 και ένα ίδρυμα συμμετέχει σε όμιλο ή υποόμιλο στον οποίο ανήκει G-SII ή O-SII, αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι το εν λόγω ίδρυμα υπόκειται, σε εξατομικευμένη βάση, σε συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας χαμηλότερη από το άθροισμα του αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου, του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας και του υψηλότερου μεταξύ του αποθέματος ασφαλείας O-SII και του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που εφαρμόζεται στο ίδρυμα αυτό σε εξατομικευμένη βάση.

17.   Όταν εφαρμόζεται η παράγραφος 15 και ένα ίδρυμα συμμετέχει σε όμιλο ή υποόμιλο στον οποίο ανήκει G-SII ή O-SII, αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι το εν λόγω ίδρυμα υπόκειται, σε εξατομικευμένη βάση, σε συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας χαμηλότερη από το άθροισμα του αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου, του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας και του αθροίσματος του αποθέματος ασφαλείας O-SII και του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που εφαρμόζεται στο ίδρυμα αυτό σε εξατομικευμένη βάση.

18.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, τη μέθοδο σύμφωνα με την οποία η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή προσδιορίζει μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ ή μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ως G-SII και τη μέθοδο καθορισμού των υποκατηγοριών και κατάταξης των of G-SII σε υποκατηγορίες με βάση τη συστημική τους σημασία, λαμβανομένων υπόψη οποιωνδήποτε διεθνώς συμφωνηθέντων προτύπων.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως τις 30 Ιουνίου 2014.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα έγκρισης των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο και το δεύτερο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 132

Υποβολή εκθέσεων

1.   Η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2015, έκθεση βασιζόμενη στις διεθνείς εξελίξεις και τη γνωμοδότηση της ΕΑΤ, σχετικά με τη δυνατότητα επέκτασης του πλαισίου των G-SII σε επιπλέον τύπους συστημικά σημαντικών ιδρυμάτων εντός της Ένωσης, συνοδευόμενη από νομοθετική πρόταση, εφόσον ενδείκνυται.

2.   Η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2016 και έπειτα από διαβούλευση με το ΕΣΣΚ και την ΕΑΤ, έκθεση ως προς το εάν θα πρέπει να τροποποιηθούν οι διατάξεις σχετικά με τα G-SII όπως ορίζεται στο άρθρο 131, συνοδευόμενη από νομοθετική πρόταση, εφόσον ενδείκνυται. Οποιαδήποτε σχετική πρόταση λαμβάνει δεόντως υπόψη τις διεθνείς ρυθμιστικές εξελίξεις και επανεξετάζει, κατά περίπτωση, τη διαδικασία με την οποία ορίζονται ειδικά αποθέματα ασφαλείας O-SII ειδικά για κάθε ίδρυμα ενός ομίλου, λαμβανομένου υπόψη οποιουδήποτε αδικαιολόγητου αντικτύπου στην εφαρμογή του διαρθρωτικού διαχωρισμού εντός των κρατών μελών.

Άρθρο 133

Απαίτηση για τη διατήρηση αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου

1.   Κάθε κράτος μέλος δύναται να εισάγει απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου του κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 για τον χρηματοπιστωτικό τομέα ή για ένα ή περισσότερα υποσύνολα του εν λόγω τομέα, ώστε να αποτρέπονται και να μετριάζονται οι μακροπρόθεσμοι μη κυκλικοί συστημικοί ή μακροπροληπτικοί κίνδυνοι που δεν καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, με την έννοια του κινδύνου διαταραχής του χρηματοοικονομικού συστήματος που παρουσιάζει το δυναμικό σοβαρών αρνητικών επιπτώσεων για το χρηματοοικονομικό σύστημα και την πραγματική οικονομία σε συγκεκριμένο κράτος μέλος.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 το κράτος μέλος ορίζει την αρχή στην οποία ανατίθενται ο καθορισμός του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου και ο προσδιορισμός των συνόλων ιδρυμάτων στα οποία εφαρμόζεται. Η εν λόγω αρχή είναι είτε η αρμόδια είτε η εντεταλμένη αρχή.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 μπορεί να απαιτηθεί από τα ιδρύματα να τηρούν, πέρα από το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρείται για τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που θεσπίζει το άρθρο 92 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 ύψους τουλάχιστον 1 % με βάση τα ανοίγματα στα οποία εφαρμόζεται το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου σύμφωνα με την παράγραφο 8 του παρόντος άρθρου, σε εξατομικευμένη, ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση, όπως εφαρμόζεται σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος II του εν λόγω κανονισμού. Η σχετική αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή μπορεί να απαιτεί από τα ιδρύματα να διατηρούν το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου σε εξατομικευμένο και σε ενοποιημένο επίπεδο.

4.   Τα ιδρύματα δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρούν για τους σκοπούς της παραγράφου 3 για να εκπληρώσουν οποιεσδήποτε απαιτήσεις πηγάζουν από το άρθρο 92 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τα άρθρα 129 και 130 της παρούσας οδηγίας και οποιεσδήποτε απαιτήσεις πηγάζουν από τα άρθρα 102 και 104 της παρούσας οδηγίας. Όταν ένας όμιλος που έχει προσδιορισθεί ως συστημικά σημαντικό ίδρυμα υποκείμενο σε απόθεμα ασφαλείας G-SII ή σε απόθεμα ασφαλείας Ο-SII σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με το άρθρο 133 υπόκειται επίσης σε απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με το παρόν άρθρο, εφαρμόζεται το υψηλότερο από τα αποθέματα ασφαλείας. Όταν ένα ίδρυμα, σε εξατομικευμένη ή υποενοποιημένη βάση, υπόκειται σε απόθεμα ασφαλείας Ο-SII σύμφωνα με το άρθρο 131 και σε απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου σύμφωνα με το παρόν άρθρο, εφαρμόζεται το υψηλότερο από τα δύο αποθέματα.

5.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 4, όταν το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου εφαρμόζεται σε όλα τα ανοίγματα στο κράτος μέλος που ορίζει το εν λόγω απόθεμα ασφαλείας για την αντιμετώπιση του μακροπροληπτικού κινδύνου του εν λόγω κράτους μέλους, αλλά δεν εφαρμόζεται στα ανοίγματα εκτός του κράτους μέλους, το συγκεκριμέν απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου είναι σωρευτικό με το απόθεμα ασφαλείας O-SII ή G-SII που εφαρμόζεται σύμφωνα με το άρθρο 131.

6.   Όταν εφαρμόζεται η παράγραφος 4 και ένα ίδρυμα συμμετέχει σε όμιλο ή υποόμιλο στον οποίο ανήκει G-SII ή O-SII, δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι το εν λόγω ίδρυμα υπόκειται, σε εξατομικευμένη βάση, σε συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας χαμηλότερη από το άθροισμα του αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου, του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας και του υψηλότερου μεταξύ του αποθέματος ασφαλείας O-SII και του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που εφαρμόζεται στο ίδρυμα αυτό σε εξατομικευμένη βάση.

7.   Όταν εφαρμόζεται η παράγραφος 5 και ένα ίδρυμα συμμετέχει σε όμιλο ή υποόμιλο στον οποίο ανήκει G-SII ή O-SII, αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι το εν λόγω ίδρυμα υπόκειται, σε εξατομικευμένη βάση, σε συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας χαμηλότερη από το άθροισμα του αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου, του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας και του αθροίσματος του αποθέματος ασφαλείας O-SII και του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που εφαρμόζεται στο ίδρυμα αυτό σε εξατομικευμένη βάση.

8.   Το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου μπορεί να εφαρμόζεται σε ανοίγματα στο κράτος μέλος που ορίζει το εν λόγω απόθεμα και μπορεί επίσης να εφαρμόζεται σε ανοίγματα σε τρίτες χώρες. Το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου μπορεί επίσης να εφαρμόζεται σε ανοίγματα σε άλλα κράτη μέλη που υπόκεινται στις παραγράφους 15 και 18.

9.   Το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου έχει εφαρμογή σε όλα τα ιδρύματα ή σε ένα ή περισσότερα υποσύνολα αυτών των ιδρυμάτων, για τα οποία είναι αρμόδιες οι αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και ορίζεται σε στάδια προσαρμογής 0,5 % ποσοστιαίας μονάδας. Μπορεί να εισαχθούν διαφορετικές απαιτήσεις για διαφορετικά υποσύνολα του τομέα.

10.   Η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή, όταν απαιτεί την τήρηση αποθέματος ασφαλείας κινδύνου συστημικού κινδύνου, συμμορφώνεται προς τα ακόλουθα:

α)

το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου δεν πρέπει να προκαλεί δυσανάλογες δυσμενείς επιπτώσεις στο σύνολο ή σε τμήματα του χρηματοοικονομικού συστήματος άλλων κρατών μελών ή της Ένωσης συνολικά, σχηματίζοντας ή δημιουργώντας εμπόδιο στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς,

β)

το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου πρέπει να επανεξετάζεται από την αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή τουλάχιστον ανά διετία.

11.   Η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή, πριν καθορίσει ή επανακαθορίσει ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου έως και 3 %, ειδοποιεί την Επιτροπή, το ΕΣΣΚ, την ΕΑΤ και τις αρμόδιες και εντεταλμένες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών ένα μήνα πριν από τη δημοσίευση της απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο 16. Εάν το απόθεμα ασφαλείας εφαρμόζεται σε ανοίγματα σε τρίτες χώρες, η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή ειδοποιεί και τις εποπτικές αρχές των εν λόγω τρίτων χωρών. Στην ειδοποίηση αυτή περιγράφονται αναλυτικά:

α)

ο συστημικός ή μακροπροληπτικός κίνδυνος στο κράτος μέλος,

β)

οι λόγοι για τους οποίους η διάσταση του συστημικού ή του μακροπροληπτικού κινδύνου απειλεί τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος σε εθνικό επίπεδο, με αιτιολόγηση του ποσοστού του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου,

γ)

οι λόγοι για τους οποίους το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου θεωρείται ως πιθανώς αποτελεσματικό και αναλογικό για τον μετριασμό του κινδύνου,

δ)

εκτίμηση του πιθανού θετικού ή αρνητικού αντικτύπου του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου στην εσωτερική αγορά βάσει των πληροφοριών που διαθέτει το κράτος μέλος,

ε)

οι λόγοι για τους οποίους κανένα από τα ισχύοντα μέτρα στην παρούσα οδηγία ή στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εξαιρουμένων των άρθρων 458 και 459 του εν λόγω κανονισμού, μόνο ή σε συνδυασμό με άλλα, δεν θα επαρκέσει για την αντιμετώπιση του εντοπισθέντος μακροπροληπτικού ή συστημικού κινδύνου, λαμβανομένης υπόψη της σχετικής αποτελεσματικότητας των εν λόγω μέτρων,

στ)

το ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που θα απαιτεί το κράτος μέλος.

12.   Πριν από τον καθορισμό ή επανακαθορισμό ποσοστού του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου ποσοστού άνω του 3 %, η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή ειδοποιεί την Επιτροπή, το ΕΣΣΚ, την ΕΑΤ και τις αρμόδιες και εντεταλμένες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών. Εάν το απόθεμα ασφαλείας εφαρμόζεται σε ανοίγματα σε τρίτες χώρες, η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή ειδοποιεί και τις εποπτικές αρχές των εν λόγω τρίτων χωρών. Στην ειδοποίηση αυτή περιγράφονται αναλυτικά:

α)

ο συστημικός ή μακροπροληπτικός κίνδυνος στο κράτος μέλος,

β)

οι λόγοι για τους οποίους η διάσταση του συστημικού ή του μακροπροληπτικού κινδύνου απειλεί τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος σε εθνικό επίπεδο, με αιτιολόγηση του ποσοστού του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου,

γ)

οι λόγοι για τους οποίους το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου θεωρείται ως πιθανώς αποτελεσματικό και αναλογικό για τον μετριασμό του κινδύνου,

δ)

εκτίμηση του πιθανού θετικού ή αρνητικού αντικτύπου του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου στην εσωτερική αγορά βάσει των πληροφοριών που διαθέτει το κράτος μέλος,

ε)

οι λόγοι για τους οποίους κανένα από τα ισχύοντα μέτρα της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εξαιρουμένων των άρθρων 458 και 459 του εν λόγω κανονισμού, μόνο ή σε συνδυασμό με άλλα, δεν θα επαρκέσει για την αντιμετώπιση του εντοπισθέντος μακροπροληπτικού ή συστημικού κινδύνου, λαμβανομένης υπόψη της σχετικής αποτελεσματικότητας των εν λόγω μέτρων,

στ)

το ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που θα απαιτεί το κράτος μέλος.

13.   Η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή μπορεί από την 1η Ιανουαρίου 2015 να καθορίζει ή να επανακαθορίζει ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που ισχύει για ανοίγματα στο εν λόγω κράτος μέλος και μπορεί επίσης να ισχύει για ανοίγματα σε τρίτες χώρες μέχρι ποσοστού 5 % συνολικά και να ακολουθεί τις διαδικασίες της παραγράφου 11. Κατά τον καθορισμό ή επανακαθορισμό του ποσοστού του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου άνω του 5 %, τηρούνται οι διαδικασίες της παραγράφου 12.

14.   Όταν το ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου ορίζεται μεταξύ 3 % και 5 % σύμφωνα με την παράγραφο 13, η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή του κράτους μέλους που ορίζει το εν λόγω απόθεμα ασφαλείας το κοινοποιεί πάντα στην Επιτροπή και αναμένει τη γνώμη της προτού θεσπίσει τα ανάλογα μέτρα.

Όταν η γνώμη της Επιτροπής είναι αρνητική, η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή του κράτους μέλους που ορίζει το εν λόγω απόθεμα ασφαλείας συμμορφώνεται με τη γνώμη αυτή ή αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν το πράττει.

Όταν ένα υποσύνολο του χρηματοπιστωτικού τομέα περιλαμβάνει θυγατρική μητρικής εταιρείας εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος, η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή, το κοινοποιεί στις αρχές του εν λόγω κράτους μέλους, στην Επιτροπή και το ΕΣΣΚ. Εντός μηνός από την κοινοποίηση, η Επιτροπή και το ΕΣΣΚ εκδίδουν σύσταση ως προς τα μέτρα που ελήφθησαν σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο. Όταν διαφωνούν οι αρχές και στην περίπτωση αρνητικής σύστασης τόσο της Επιτροπής όσο και του ΕΣΣΚ, η αρμόδια αρχή ή η εντεταλμένη αρχή μπορεί να παραπέμπει το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η απόφαση καθορισμού του αποθέματος για τα εν λόγω ανοίγματα αναστέλλεται έως ότου λάβει απόφαση η ΕΑΤ.

15.   Εντός μηνός από την κοινοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 12, το ΕΣΣΚ παρέχει στην Επιτροπή γνωμοδότηση στην οποία εκτιμά εάν το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου κρίνεται αναγκαίο. Η ΕΑΤ μπορεί επίσης να παράσχει γνωμοδότηση στην Επιτροπή σχετικά με το απόθεμα ασφαλείας σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη την εκτίμηση του ΕΣΣΚ και της ΕΑΤ, κατά περίπτωση, και εφόσον είναι πεπεισμένη ότι το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου δεν προκαλεί δυσανάλογες δυσμενείς επιπτώσεις στο σύνολο ή σε τμήματα του χρηματοοικονομικού συστήματος άλλων κρατών μελών ή της Ένωσης συνολικά, σχηματίζοντας ή δημιουργώντας εμπόδιο στην ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, θεσπίζει εκτελεστική πράξη με την οποία εξουσιοδοτείται η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή να θεσπίσει το προτεινόμενο μέτρο.

16.   Κάθε αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή ανακοινώνει τον καθορισμό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου με δημοσίευση σε κατάλληλο ιστότοπο. Η ανακοίνωση περιλαμβάνει τουλάχιστον τις εξής πληροφορίες:

α)

το ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου,

β)

τα ιδρύματα στα οποία εφαρμόζεται το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου,

γ)

αιτιολόγηση του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου,

δ)

την ημερομηνία από την οποία τα ιδρύματα πρέπει να εφαρμόσουν τον καθορισμό ή επανακαθορισμό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου και

ε)

τα ονόματα των χωρών στις οποίες οι εκθέσεις σε κίνδυνο στις εν λόγω χώρες αναγνωρίζονται στο απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου.

Εάν η δημοσίευση που αναφέρεται στο στοιχείο γ) θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, οι πληροφορίες κατά το στοιχείο γ) δεν περιλαμβάνονται στην ανακοίνωση.

17.   Αν κάποιο ίδρυμα δεν πληροί πλήρως την απαίτηση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, του επιβάλλονται οι περιορισμοί της διανομής κερδών που αναφέρονται στο άρθρο 141 παράγραφοι 2 και 3.

Εφόσον η εφαρμογή των εν λόγω περιορισμών της διανομής κερδών οδηγεί σε ανεπαρκή βελτίωση του κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 του ιδρύματος βάσει του οικείου συστημικού κινδύνου, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να λαμβάνουν πρόσθετα μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 64.

18.   Μετά την ειδοποίηση της παραγράφου 11, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν το απόθεμα ασφαλείας σε όλα τα ανοίγματα. Εφόσον η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή αποφασίσει να καθορίσει το απόθεμα στο 3 % βάσει των ανοιγμάτων σε άλλα κράτη μέλη, το απόθεμα καθορίζεται στο ίδιο ποσοστό σε όλα τα ανοίγματα εντός της Ένωσης.

Άρθρο 134

Αναγνώριση ποσοστού αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου

1.   Άλλα κράτη μέλη δύνανται να αναγνωρίζουν το ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 133 και να εφαρμόζουν το εν λόγω ποσοστό αποθέματος ασφαλείας στα ιδρύματα με εγχώρια άδεια για τα ανοίγματα στο κράτος μέλος που καθορίζει το εν λόγω ποσοστό αποθέματος.

2.   Εφόσον τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου για τα ιδρύματα με εγχώρια άδεια, ειδοποιούν την Επιτροπή, το ΕΣΣΚ, την ΕΑΤ και το κράτος μέλος που καθορίζει το εν λόγω ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου.

3.   Όταν ένα κράτος μέλος αποφασίζει την αναγνώριση ποσοστού αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου, λαμβάνει υπόψη του τις πληροφορίες που έχει υποβάλει το κράτος μέλος που έχει καθορίσει το εν λόγω ποσοστό αποθέματος ασφαλείας σύμφωνα με το άρθρο 133 παράγραφος 11, 12 ή 13.

4.   Το κράτος μέλος που καθορίζει το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 133 δύναται να ζητεί από το ΕΣΣΚ να εκδίδει σύσταση κατά την έννοια του άρθρου 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 προς ένα ή περισσότερα κράτη μέλη τα οποία ενδέχεται να αναγνωρίσουν το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου.

Τμημα ΙΙ

Καθορισμοσ και υπολογισμοσ αντικυκλικων κεφαλαιακων αποθεματων ασφαλειασ

Άρθρο 135

Καθοδήγηση του ΕΣΣΚ για τον καθορισμό ποσοστών αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας

1.   Το ΕΣΣΚ δύναται να παρέχει καθοδήγηση, με τη μορφή συστάσεων σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, στις εντεταλμένες αρχές των κρατών μελών βάσει του άρθρου 136 παράγραφος 1 για τον καθορισμό ποσοστών αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένων:

α)

αρχών για την καθοδήγηση των εντεταλμένων αρχών όταν κρίνουν το κατάλληλο ποσοστό αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι αρχές θα ακολουθούν ορθή προσέγγιση των σχετικών μακροοικονομικών κύκλων και να ενθαρρύνεται η λήψη ορθών και συνεπών αποφάσεων σε όλα τα κράτη μέλη,

β)

γενική καθοδήγηση σχετικά με:

i)

τη μέτρηση και τον υπολογισμό της απόκλισης από τις μακροπρόθεσμες τάσεις των σχέσεων της πίστωσης προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕγχΠ),

ii)

τον υπολογισμό οδηγών αποθεμάτων ασφαλείας, όπως προβλέπει το άρθρο 136 παράγραφος 2,

γ)

καθοδήγηση σχετικά με μεταβλητές που αποτελούν ένδειξη συγκέντρωσης συστημικού κινδύνου συνδεόμενου με περιόδους υπέρμετρης πιστωτικής επέκτασης σε ένα χρηματοοικονομικό σύστημα, όπως ιδίως η προκείμενη σχέση πίστωσης προς ΑΕγχΠ και η απόκλιση από τη μακροπρόθεσμη τάση της, και σχετικά με άλλους σχετικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της αντιμετώπισης οικονομικών εξελίξεων εντός επιμέρους τομέων της οικονομίας, που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όταν οι εντεταλμένες αρχές αποφασίζουν το κατάλληλο ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας βάσει του άρθρου 136,

δ)

καθοδήγηση σχετικά με τις μεταβλητές, συμπεριλαμβανομένων ποιοτικών κριτηρίων, που αποτελούν ένδειξη ότι το απόθεμα θα πρέπει να τηρηθεί, να μειωθεί ή να αποδεσμευθεί πλήρως.

2.   Όταν εκδίδει σύσταση βάσει της παραγράφου 1, το ΕΣΣΚ λαμβάνει δεόντως υπόψη τις διαφορές μεταξύ κρατών μελών και ιδίως τις ιδιομορφίες των κρατών μελών με μικρές και ανοικτές οικονομίες.

3.   Αν έχει εκδώσει σύσταση βάσει της παραγράφου 1, το ΕΣΣΚ θα την τηρεί υπό εξέταση και θα την επικαιροποιεί όποτε αυτό απαιτείται, λαμβάνοντας υπόψη την εμπειρία καθορισμού αποθεμάτων ασφαλείας βάσει της παρούσας οδηγίας ή εξελίξεις στις διεθνώς συμφωνημένες πρακτικές.

Άρθρο 136

Καθορισμός ποσοστών αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας

1.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει μια δημόσια αρχή ή φορέα («εντεταλμένη αρχή») ως υπεύθυνη για τον καθορισμό του ποσοστού αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας για το συγκεκριμένο κράτος μέλος.

2.   Κάθε εντεταλμένη αρχή υπολογίζει για κάθε τρίμηνο έναν οδηγό αποθέματος ως σημείο αναφοράς που καθοδηγεί την κρίση της για τον καθορισμό του ποσοστού αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας σύμφωνα με την παράγραφο 3. Ο οδηγός αποθέματος αντανακλά, κατά ουσιαστικό τρόπο, τον κύκλο της πίστωσης και τους κινδύνους που οφείλονται στην υπέρμετρη ανάπτυξη της πίστωσης στο κράτος μέλος και λαμβάνει δεόντως υπόψη ιδιομορφίες της εθνικής οικονομίας. Βασίζεται στην απόκλιση της σχέσης της πίστωσης προς το ΑΕγχΠ από τη μακροπρόθεσμη τάση της, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων:

α)

τον δείκτη της ανάπτυξης των επιπέδων πίστωσης εντός του κράτους μέλους και, ειδικότερα, ένα δείκτη που να αντανακλά τις αλλαγές στη σχέση της πίστωσης που παρέχεται σε αυτό το κράτος μέλος προς το ΑΕγχΠ,

β)

οποιαδήποτε υπάρχουσα καθοδήγηση που τηρεί το ΕΣΣΚ σύμφωνα με το άρθρο 135 παράγραφος 1 στοιχείο β).

3.   Κάθε εντεταλμένη αρχή εκτιμά και ορίζει το κατάλληλο ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για το δικό της κράτος μέλος ανά τρίμηνο, λαμβάνοντας υπόψη:

α)

τον οδηγό αποθέματος που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2,

β)

οποιαδήποτε υπάρχουσα καθοδήγηση που τηρεί το ΕΣΣΚ σύμφωνα με το άρθρο 135 παράγραφος 1 στοιχεία α), γ) και δ) και οποιεσδήποτε συστάσεις έχει εκδώσει το ΕΣΣΚ σχετικά με τον καθορισμό ποσοστού αποθέματος ασφαλείας,

γ)

άλλες μεταβλητές τις οποίες η εντεταλμένη αρχή θεωρεί σχετικές για την αντιμετώπιση του κυκλικού συστημικού κινδύνου.

4.   Το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 των ιδρυμάτων που είναι εκτεθειμένα σε πιστωτικό κίνδυνο σε αυτό το κράτος μέλος, είναι μεταξύ 0 % και 2,5 %, βαθμονομημένο σε βήματα 0,25 % ή πολλαπλάσια του 0,25 %. Όπου αυτό δικαιολογείται βάσει του σκεπτικού της παραγράφου 3, μια εντεταλμένη αρχή δύναται να καθορίσει το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας άνω του 2,5 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 για τον σκοπό που περιγράφεται στο άρθρο 140 παράγραφος 2 της παρούσας οδηγίας.

5.   Όπου εντεταλμένη αρχή ορίζει το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας άνω του μηδενός για πρώτη φορά ή όπου, μετά την πρώτη φορά, εντεταλμένη αρχή αυξάνει την τιμή του επικρατούντος ποσοστού αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας, η αρχή αποφασίζει επίσης την ημερομηνία κατά την οποία τα ιδρύματα πρέπει να εφαρμόσουν το αυξημένο απόθεμα για τους σκοπούς υπολογισμού του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα. Η ημερομηνία αυτή δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες από την ημερομηνία ανακοίνωσης της αυξημένης τιμής αποθέματος ασφαλείας σύμφωνα με την παράγραφο 7. Αν η ημερομηνία απέχει λιγότερο από 12 μήνες από την ημερομηνία ανακοίνωσης της αυξημένης τιμής αποθέματος ασφαλείας, η συντομότερη προθεσμία εφαρμογής δικαιολογείται στη βάση εξαιρετικών συνθηκών.

6.   Αν εντεταλμένη αρχή μειώσει το υπάρχον ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας, άσχετα από το εάν μειωθεί στο μηδέν ή όχι, η αρχή ορίζει και ενδεικτική περίοδο κατά την οποία δεν αναμένεται αύξηση του αποθέματος ασφαλείας. Ωστόσο, αυτή η ενδεικτική περίοδος δεν δεσμεύει την εντεταλμένη αρχή.

7.   Κάθε εντεταλμένη αρχή ανακοινώνει την τριμηνιαία τιμή του ποσοστού αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας δημοσιεύοντάς την στον ιστότοπό της. Η ανακοίνωση περιλαμβάνει τουλάχιστον τις εξής πληροφορίες:

α)

το ισχύον ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας,

β)

τον σχετικό λόγο πίστωσης προς το ΑΕγχΠ και την απόκλισή του από τη μακροπρόθεσμη τάση,

γ)

τον οδηγό αποθέματος που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2,

δ)

αιτιολόγηση αυτού του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας,

ε)

στις περιπτώσεις αύξησης του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας, την ημερομηνία από την οποία τα ιδρύματα πρέπει να εφαρμόσουν αυτό το αυξημένο ποσοστό αποθέματος για τους σκοπούς υπολογισμού του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα,

στ)

εάν η ημερομηνία του στοιχείου ε) απέχει λιγότερο από 12 μήνες από την ημερομηνία της ανακοίνωσης της παρούσας παραγράφου, αναφορά στις εξαιρετικές συνθήκες που δικαιολογούν τη συντομότερη προθεσμία εφαρμογής,

ζ)

όπου το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας μειώνεται, την ενδεικτική περίοδο κατά την οποία δεν αναμένεται αύξηση του ποσοστού αποθέματος καθώς και αιτιολόγηση αυτής της περιόδου.

Οι εντεταλμένες αρχές προβαίνουν σε όλες τις εύλογες ενέργειες ώστε να συντονισθεί ο χρόνος αυτής της ανακοίνωσης.

Οι εντεταλμένες αρχές κοινοποιούν στο ΕΣΣΚ κάθε τριμηνιαία τιμή του ποσοστού αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας, μαζί με τα στοιχεία των στοιχείων α) έως ζ). Το ΕΣΣΚ δημοσιεύει στον ιστότοπό του όλα αυτά τα ποσοστά αποθεμάτων ασφαλείας και τις σχετικές πληροφορίες που του κοινοποιούνται.

Άρθρο 137

Αναγνώριση των ποσοστών αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας άνω του 2,5 %

1.   Όπου εντεταλμένη αρχή, σύμφωνα με το άρθρο 136 παράγραφος 4, ή σχετική αρχή τρίτης χώρας έχει καθορίσει ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας άνω του 2,5 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι άλλες εντεταλμένες αρχές δύνανται να αναγνωρίσουν αυτό το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας για τους σκοπούς υπολογισμού του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα από τα ιδρύματα με εγχώρια άδεια.

2.   Όταν εντεταλμένη αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου αναγνωρίζει ποσοστό αποθέματος ασφαλείας άνω του 2,5 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ανακοινώνει αυτήν την αναγνώριση δημοσιεύοντάς την στον ιστότοπό της. Η ανακοίνωση περιλαμβάνει τουλάχιστον τις εξής πληροφορίες:

α)

το ισχύον ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας,

β)

το κράτος μέλος ή τις τρίτες χώρες για τα οποία ισχύει,

γ)

στις περιπτώσεις αύξησης του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας, την ημερομηνία από την οποία τα ιδρύματα με άδεια στο κράτος μέλος της εντεταλμένης αρχής πρέπει να εφαρμόσουν αυτό το αυξημένο ποσοστό αποθέματος για τους σκοπούς υπολογισμού του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα,

δ)

εάν η ημερομηνία του στοιχείου γ) απέχει λιγότερο από 12 μήνες από την ημερομηνία της ανακοίνωσης της παρούσας παραγράφου, αναφορά στις εξαιρετικές συνθήκες που δικαιολογούν τη συντομότερη προθεσμία εφαρμογής.

Άρθρο 138

Σύσταση του ΕΣΣΚ για τα ποσοστά αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας τρίτης χώρας

Το ΕΣΣΚ δύναται, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, να παρέχει συστάσεις σε εντεταλμένες αρχές σχετικά με το κατάλληλο ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για ανοίγματα σε αυτήν την τρίτη χώρα όπου:

α)

δεν έχει καθορισθεί και δημοσιευθεί ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας από τη σχετική αρχή της τρίτης χώρας για μια τρίτη χώρα («σχετική αρχή τρίτης χώρας») στην οποία τουλάχιστον ένα ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ένωση είναι εκτεθειμένο σε πιστωτικό κίνδυνο,

β)

το ΕΣΣΚ θεωρεί ότι ένα ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας που έχει καθορισθεί και δημοσιευθεί από τη σχετική αρχή τρίτης χώρας για μια τρίτη χώρα δεν επαρκεί για να προστατεύει κατάλληλα τα ιδρύματα της Ένωσης από τους κινδύνους υπέρμετρης πιστωτικής επέκτασης στην εν λόγω χώρα ή μια εντεταλμένη αρχή ενημερώνει το ΕΣΣΚ ότι θεωρεί το ποσοστό αποθεμάτων ασφαλείας ανεπαρκές για τον σκοπό αυτό.

Άρθρο 139

Απόφαση εντεταλμένων αρχών σχετικά με ποσοστά αποθεμάτων ασφαλείας τρίτης χώρας

1.   Το παρόν άρθρο ισχύει ανεξάρτητα από το εάν το ΕΣΣΚ έχει εκδώσει σύσταση προς εντεταλμένες αρχές όπως αναφέρονται στο άρθρο 138.

2.   Υπό τις συνθήκες που αναφέρονται στο άρθρο 138 στοιχείο α), οι εντεταλμένες αρχές δύνανται να καθορίσουν το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας το οποίο πρέπει να εφαρμόσουν τα ιδρύματα με εγχώρια άδεια για να υπολογίσουν το αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα.

3.   Όπου έχει καθορισθεί και δημοσιευθεί ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας από τη σχετική αρχή τρίτης χώρας για μια τρίτη χώρα, μια εντεταλμένη αρχή δύναται να καθορίσει διαφορετικό ποσοστό αποθέματος ασφαλείας για την εν λόγω τρίτη χώρα για τους σκοπούς υπολογισμού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα από τα ιδρύματα με εγχώρια άδεια, εάν η εντεταλμένη αρχή κρίνει ευλόγως ότι το ποσοστό που καθόρισε η σχετική αρχή τρίτης χώρας δεν επαρκεί για να προστατεύει κατάλληλα τα ιδρύματα αυτά από τους κινδύνους υπέρμετρης πιστωτικής επέκτασης στην εν λόγω χώρα.

Κατά την άσκηση της αρμοδιότητας βάσει του πρώτου εδαφίου, η εντεταλμένη αρχή δεν επιτρέπεται να καθορίσει ποσοστό αντικυκλικού περιθωρίου ασφαλείας χαμηλότερο από εκείνο που όρισε η σχετική αρχή τρίτης χώρας, εκτός εάν το τελευταίο υπερβαίνει το 2,5 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 των ιδρυμάτων που είναι εκτεθειμένα σε πιστωτικό κίνδυνο στην εν λόγω τρίτη χώρα.

Για λόγους συνοχής των ποσοστών αποθεμάτων ασφαλείας τρίτης χώρας, το ΕΣΣΚ μπορεί να εκδίδει σχετικές συστάσεις.

4.   Όταν εντεταλμένη αρχή καθορίζει ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για τρίτη χώρα σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 αυξάνοντας το υπάρχον ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας, η εντεταλμένη αρχή αποφασίζει και την ημερομηνία από την οποία τα ιδρύματά της με εγχώρια άδεια πρέπει να εφαρμόσουν αυτό το ποσοστό για τους σκοπούς υπολογισμού του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα. Η ημερομηνία αυτή δεν μπορεί να απέχει περισσότερο από δώδεκα μήνες από την ημερομηνία ανακοίνωσης του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας σύμφωνα με την παράγραφο 5. Αν η εν λόγω ημερομηνία απέχει λιγότερο από δώδεκα μήνες από την ημερομηνία ανακοίνωσης, η συντομότερη προθεσμία εφαρμογής δικαιολογείται στη βάση εξαιρετικών συνθηκών.

5.   Οι εντεταλμένες αρχές δημοσιοποιούν στους ιστοτόπους τους κάθε ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας τρίτης χώρας σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3, μαζί με τα εξής στοιχεία:

α)

το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας και την τρίτη χώρα για την οποία ισχύει,

β)

αιτιολόγηση αυτού του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας,

γ)

στις περιπτώσεις που το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας είτε ορίζεται άνω του μηδενός για πρώτη φορά είτε αυξάνεται, την ημερομηνία από την οποία τα ιδρύματα πρέπει να εφαρμόσουν αυτό το αυξημένο ποσοστό αποθέματος για τους σκοπούς υπολογισμού του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα,

δ)

όπου η ημερομηνία του στοιχείου γ) απέχει λιγότερο από 12 μήνες από την ημερομηνία της ανακοίνωσης της παρούσας παραγράφου, αναφορά στις εξαιρετικές συνθήκες που δικαιολογούν τη συντομότερη προθεσμία εφαρμογής.

Άρθρο 140

Υπολογισμός ποσοστών αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα

1.   Το ποσοστό αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα είναι ο σταθμισμένος μέσος όρος των ποσοστών αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας που ισχύουν στα κράτη μέλη όπου εντοπίζονται οι σχετικές εκθέσεις σε πιστωτικό κίνδυνο του εν λόγω ιδρύματος ή εφαρμόζονται για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου δυνάμει του άρθρου 139 παράγραφος 2 ή 3.

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα, για τον υπολογισμό κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα, να εφαρμόζουν σε κάθε ισχύον ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας τις απαιτήσεις συνολικών ιδίων κεφαλαίων για πιστωτικό κίνδυνο, υπολογισμένες σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλοι ΙΙ και IV του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, που αφορά τις σχετικές εκθέσεις σε πιστωτικό κίνδυνο στην αντίστοιχη περιοχή, διαιρεμένο δια τις απαιτήσεις συνολικών ιδίων κεφαλαίων για πιστωτικό κίνδυνο που αφορούν όλες τις σχετικές εκθέσεις του ιδρύματος σε πιστωτικό κίνδυνο.

2.   Αν, σύμφωνα με το άρθρο 136 παράγραφος 4, μια εντεταλμένη αρχή ορίσει ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας άνω του 2,5 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα κάτωθι ποσοστά αποθέματος ασφαλείας ισχύουν για τις σχετικές εκθέσεις σε πιστωτικό κίνδυνο εντός του κράτους μέλους της αντίστοιχης εντεταλμένης αρχής («κράτος μέλος Α») για τους σκοπούς του υπολογισμού που απαιτείται από την παράγραφο 1, συμπεριλαμβανομένου, όπου συντρέχει περίπτωση, του υπολογισμού του στοιχείου του ενοποιημένου κεφαλαίου που αφορά το εν λόγω ίδρυμα:

α)

τα ιδρύματα με εγχώρια άδεια θα εφαρμόζουν αυτό το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας άνω του 2,5 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο,

β)

τα ιδρύματα με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος εφαρμόζουν ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας 2,5 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο εάν η εντεταλμένη αρχή στο κράτος μέλος στο οποίο έχουν λάβει άδεια λειτουργίας δεν έχει αναγνωρίσει το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας άνω του 2,5 % σύμφωνα με το άρθρο 137 παράγραφος 1,

γ)

τα ιδρύματα με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος εφαρμόζουν το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας που όρισε η εντεταλμένη αρχή στο κράτος μέλος Α εάν η εντεταλμένη αρχή στο κράτος μέλος στο οποίο έχουν λάβει άδεια λειτουργίας έχει αναγνωρίσει το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας σύμφωνα με το άρθρο 137.

3.   Αν το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας που έχει ορίσει η σχετική αρχή τρίτης χώρας για μια τρίτη χώρα είναι άνω του 2,5 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα κάτωθι ποσοστά αποθέματος ασφαλείας ισχύουν για τις σχετικές εκθέσεις σε πιστωτικό κίνδυνο εντός αυτής της τρίτης χώρας για τους σκοπούς του υπολογισμού που απαιτείται από την παράγραφο 1, συμπεριλαμβανομένου, όπου συντρέχει περίπτωση, του υπολογισμού του στοιχείου του ενοποιημένου κεφαλαίου που αφορά το εν λόγω ίδρυμα:

α)

τα ιδρύματα εφαρμόζουν ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας 2,5 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο εάν η εντεταλμένη αρχή στο κράτος μέλος στο οποίο έχουν λάβει άδεια λειτουργίας δεν έχει αναγνωρίσει το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας άνω του 2,5 % σύμφωνα με το άρθρο 137 παράγραφος 1,

β)

τα ιδρύματα εφαρμόζουν το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας που όρισε η σχετική αρχή τρίτης χώρας εάν η εντεταλμένη αρχή στο κράτος μέλος στο οποίο έχουν λάβει άδεια λειτουργίας έχει αναγνωρίσει το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας σύμφωνα με το άρθρο 137.

4.   Οι σχετικές εκθέσεις σε πιστωτικό κίνδυνο περιλαμβάνουν όλες εκείνες τις κατηγορίες έκθεσης, εκτός από όσες αναφέρονται στο άρθρο 112 στοιχεία α) έως στ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι οποίες οφείλουν να πληρούν:

α)

τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για πιστωτικό κίνδυνο βάσει του τρίτου μέρους τίτλος II του εν λόγω κανονισμού,

β)

όπου η έκθεση τηρείται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για ειδικούς κινδύνους βάσει του τρίτου μέρους τίτλος IV κεφάλαιο 2 του εν λόγω κανονισμού ή των αυξημένων κινδύνων αθέτησης και μεταβολής της διαβάθμισης βάσει του τρίτου μέρους τίτλος IV κεφάλαιο 5 του εν λόγω κανονισμού,

γ)

όπου η έκθεση σε κίνδυνο είναι τιτλοποίηση, τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 5 του εν λόγω κανονισμού.

5.   Τα ιδρύματα εξακριβώνουν τη γεωγραφική θέση μιας σχετικής έκθεσης σε πιστωτικό κίνδυνο σύμφωνα με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που έχουν υιοθετηθεί σύμφωνα με την παράγραφο 7.

6.   Για τους σκοπούς του υπολογισμού που απαιτείται βάσει της παραγράφου 1:

α)

ένα ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για ένα κράτος μέλος θα ισχύει από την ημερομηνία που ορίζεται στις πληροφορίες που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 136 παράγραφος 7 στοιχείο ε) ή το άρθρο 137 παράγραφος 2 στοιχείο γ), εάν το αποτέλεσμα αυτής της απόφασης είναι η αύξηση του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας,

β)

με την επιφύλαξη του στοιχείου γ), ένα ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για τρίτη χώρα θα ισχύει 12 μήνες μετά την ημερομηνία κατά την οποία η σχετική αρχή τρίτης χώρας ανακοίνωσε αλλαγή του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας, ανεξάρτητα από το εάν η αρχή αυτή απαιτεί από τα ιδρύματα που έχουν ιδρυθεί στην εν λόγω τρίτη χώρα να θέσουν σε ισχύ την αλλαγή εντός συντομότερης προθεσμίας, εάν το αποτέλεσμα αυτής της απόφασης είναι η αύξηση του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας,

γ)

αν η εντεταλμένη αρχή του κράτους μέλους προέλευσης του ιδρύματος ορίσει το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για τρίτη χώρα σύμφωνα με το άρθρο 139 παράγραφος 2 ή 3 η αναγνωρίσει το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για τρίτη χώρα σύμφωνα με το άρθρο 137, αυτό το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας θα ισχύει από την ημερομηνία που ορίζεται στις πληροφορίες που δημοσιεύονται σύμφωνα με το άρθρο 139 παράγραφος 5 στοιχείο γ) ή το άρθρο 137 παράγραφος 2 στοιχείο γ), εάν το αποτέλεσμα αυτής της απόφασης είναι η αύξηση του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας,

δ)

το ποσοστό του αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας θα πρέπει να τίθεται αμέσως σε ισχύ, εάν το αποτέλεσμα αυτής της απόφασης είναι η μείωση του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας.

Για τους σκοπούς του στοιχείου β), τυχόν αλλαγή του ποσοστού αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για τρίτη χώρα θα θεωρείται ότι ανακοινώθηκε την ημερομηνία δημοσίευσής της από τη σχετική αρχή τρίτης ώρας σύμφωνα με τους ισχύοντες εθνικούς κανονισμούς.

7.   Η ΕΑΤ αναπτύσσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό της μεθόδου εξακρίβωσης της γεωγραφικής θέσης των σχετικών εκθέσεων σε πιστωτικό κίνδυνο της παραγράφου 5.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Ανατίθενται στην Επιτροπή εξουσία έγκρισης των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Τμημα ΙΙΙ

Μετρα διατηρησησ κεφαλαιου

Άρθρο 141

Περιορισμοί διανομής κερδών

1.   Τα κράτη μέλη απαγορεύουν σε όλα τα ιδρύματα που πληρούν τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας να προβαίνουν σε διανομή κερδών όσον αφορά το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, στον βαθμό που μια τέτοια διανομή θα μείωνε το κεφάλαιο κοινών μετοχών τους της Κατηγορίας 1 σε τέτοιο επίπεδο ώστε να μην πληρούται πλέον η συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα που δεν πληρούν τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας να υπολογίζουν το μέγιστο διανεμητέο ποσό («ΜΔΠ») σύμφωνα με την παράγραφο 4 και να κοινοποιούν το εν λόγω ΜΔΠ στην αρμόδια αρχή.

Όπου ισχύει το πρώτο εδάφιο, τα κράτη μέλη απαγορεύουν σε κάθε τέτοιο ίδρυμα να προβαίνει σε οποιαδήποτε από τις κάτωθι ενέργειες πριν υπολογίσει το ΜΔΠ:

α)

να προβαίνει σε διανομή κερδών όσον αφορά το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1,

β)

να δημιουργεί υποχρέωση καταβολής κυμαινόμενης αμοιβής ή προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών ή να καταβάλλει κυμαινόμενη αμοιβή, εάν η υποχρέωση καταβολής δημιουργήθηκε ενώ το ίδρυμα δεν πληρούσε τις συνδυασμένες απαιτήσεις αποθέματος ασφαλείας,

γ)

να προβαίνει σε πληρωμές σε πρόσθετα κεφαλαιακά μέσα της Κατηγορίας 1.

3.   Ενόσω ένα ίδρυμα δεν πληροί ή δεν υπερβαίνει τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας του, τα κράτη μέλη θα του απαγορεύουν να διανέμει περισσότερο από το ΜΔΠ που έχει υπολογισθεί σύμφωνα με την παράγραφο 4 μέσω κάθε ενέργειας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχεία α), β) και γ).

4.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα να υπολογίζουν το ΜΔΠ πολλαπλασιάζοντας το ποσό που υπολογίσθηκε βάσει της παραγράφου 5 με τον συντελεστή που ορίζεται βάσει της παραγράφου 6. Από το ΜΔΠ αφαιρείται οποιαδήποτε ενέργεια που αναφέρεται στην παράγραφο 2 δεύτερο εδάφιο στοιχείο α), β) ή γ).

5.   Το ποσό που πρέπει να πολλαπλασιασθεί σύμφωνα με την παράγραφο 4 περιλαμβάνει:

α)

προσωρινά κέρδη που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και σημειώθηκαν μετά την πιο πρόσφατη απόφαση σχετικά με τη διανομή των κερδών ή οποιαδήποτε ενέργεια που αναφέρεται στην παράγραφο 2 δεύτερο εδάφιο στοιχείο α), β) ή γ) του παρόντος άρθρου,

συν

β)

τα κέρδη στο τέλος της χρήσης που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και σημειώθηκαν μετά την πιο πρόσφατη απόφαση σχετικά με τη διανομή των κερδών ή οποιαδήποτε ενέργεια που αναφέρεται στην παράγραφο 2 δεύτερο εδάφιο στοιχείο α), β) ή γ) του παρόντος άρθρου,

μείον

γ)

τα ποσά που θα ήταν πληρωτέα ως φόρος εάν διατηρούνταν τα στοιχεία των στοιχείων α) και β) της παρούσας παραγράφου.

6.   Ο συντελεστής καθορίζεται ως εξής:

α)

όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων βάσει του άρθρου 92 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, είναι εντός του πρώτου (δηλαδή του χαμηλότερου) τεταρτημορίου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,

β)

όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων βάσει του άρθρου 92 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, είναι εντός του δεύτερου τεταρτημορίου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,2,

γ)

όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων βάσει του άρθρου 92 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, είναι εντός του τρίτου τεταρτημορίου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,4,

δ)

όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων βάσει του άρθρου 92 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, είναι εντός του τέταρτου (δηλαδή του υψηλότερου) τεταρτημορίου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,6.

Το κατώτατο και το ανώτατο όριο του κάθε τεταρτημορίου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας υπολογίζονται ως εξής:

Formula

Formula

όπου Qn είναι ο αριθμός του σχετικού τεταρτημορίου.

7.   Οι περιορισμοί που επιβάλλει το παρόν άρθρο ισχύουν μόνο για πληρωμές που προκαλούν μείωση του κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 ή μείωση των κερδών και όπου η παύση πληρωμών ή η μη πληρωμή δεν αποτελεί γεγονός αθέτησης ή προϋπόθεση για την έναρξη διαδικασιών πτώχευσης βάσει του καθεστώτος που ισχύει για το ίδρυμα.

8.   Όταν ένα ίδρυμα δεν πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας και σκοπεύει να προβεί σε διανομή οποιωνδήποτε διανεμητέων κερδών του ή σε ενέργεια που περιγράφεται στην παράγραφο 2 δεύτερο εδάφιο στοιχεία α), β) και γ), οφείλει να ειδοποιήσει την αρμόδια αρχή και να υποβάλει τα εξής στοιχεία:

α)

το ποσό του κεφαλαίου που τηρεί το ίδρυμα, χωρισμένο ως εξής:

i)

κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1,

ii)

πρόσθετο κεφάλαιο της Κατηγορίας 1,

iii)

κεφάλαιο της Κατηγορίας 2,

β)

το ποσό των προσωρινών κερδών του και των κερδών του στο τέλος της χρήσης,

γ)

το ΜΔΠ που υπολογίσθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 4,

δ)

το ποσό των διανεμητέων κερδών που σκοπεύει να μοιράσει στα εξής:

i)

πληρωμή μερισμάτων,

ii)

εξαγορές ιδίων μετοχών,

iii)

πληρωμές σε πρόσθετα κεφαλαιακά μέσα της Κατηγορίας 1,

iv)

καταβολή κυμαινόμενης αμοιβής ή προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών, με τη δημιουργία νέας υποχρέωσης καταβολής ή βάσει υποχρέωσης καταβολής που δημιουργήθηκε ενώ το ίδρυμα δεν πληρούσε τις συνδυασμένες απαιτήσεις αποθέματος ασφαλείας.

9.   Τα ιδρύματα πρέπει να εφαρμόζουν ρυθμίσεις ώστε να διασφαλίζουν ότι το ποσό των διανεμητέων κερδών και το ΜΔΠ υπολογίζονται με ακρίβεια και να μπορούν να αποδείξουν αυτήν την ακρίβεια στην αρμόδια αρχή εάν τους ζητηθεί.

10.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2, η διανομή κερδών όσον αφορά το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

α)

καταβολή μερισμάτων σε μετρητά,

β)

διανομή πλήρως ή μερικώς πληρωθέντων μετοχών που διανέμονται δωρεάν ή άλλων κεφαλαιακών μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

γ)

εξαργύρωση ή αγορά από ένα ίδρυμα ιδίων μετοχών του ή άλλων κεφαλαιακών μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 1 στοιχείο α) του εν λόγω κανονισμού,

δ)

ανάκτηση ποσών που καταβλήθηκαν για κεφαλαιακά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 1 στοιχείο α) του εν λόγω κανονισμού,

ε)

διανομή στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε) του εν λόγω κανονισμού.

Άρθρο 142

Σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου

1.   Όταν ένα ίδρυμα αδυνατεί να εκπληρώσει τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας, οφείλει να καταρτίζει σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου και να το υποβάλλει στην αρμόδια αρχή εντός πέντε εργάσιμων ημερών από τότε που διαπίστωσε ότι δεν πληροί την ανωτέρω απαίτηση, εκτός εάν η αρμόδια αρχή εγκρίνει μεγαλύτερη προθεσμία που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 10 ημέρες.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να δώσουν τέτοιες άδειες μόνο βάσει της συγκεκριμένης περίπτωσης ενός ιδρύματος και λαμβάνοντας υπόψη την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ιδρύματος.

2.   Το σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου περιλαμβάνει τουλάχιστον τις εξής πληροφορίες:

α)

εκτιμήσεις των εσόδων και των εξόδων και πιθανή ταμειακή κατάσταση,

β)

μέτρα για την αύξηση των δεικτών κεφαλαίων του ιδρύματος,

γ)

σχέδιο και χρονοδιάγραμμα για την αύξηση των ιδίων κεφαλαίων με στόχο την πλήρη συμμόρφωση με τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας,

δ)

οποιαδήποτε άλλη πληροφορία την οποία η αρμόδια αρχή κρίνει απαραίτητη για να προβεί στην εκτίμηση βάσει της παραγράφου 3.

3.   Η αρμόδια αρχή εκτιμά το σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου και το εγκρίνει μόνο εάν κρίνει πως το σχέδιο, εάν εφαρμοσθεί, έχει ευλόγως αυξημένες πιθανότητες να επιτύχει τη διατήρηση ή αύξηση επαρκών κεφαλαίων ώστε το ίδρυμα να πληροί τις συνδυασμένες απαιτήσεις αποθέματος ασφαλείας εντός χρονικής περιόδου που η αρμόδια αρχή θεωρεί κατάλληλη.

4.   Αν η αρμόδια αρχή δεν εγκρίνει το σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου σύμφωνα με την παράγραφο 3, επιβάλλει ένα ή αμφότερα από τα ακόλουθα:

α)

απαιτεί από το ίδρυμα να αυξήσει τα ίδια κεφάλαιά του σε συγκεκριμένα επίπεδα εντός συγκεκριμένης προθεσμίας,

β)

ασκεί την εξουσία της δυνάμει του άρθρου 102 για την επιβολή αυστηρότερων περιορισμών στη διανομή από αυτούς που απαιτούνται βάσει του άρθρου 141.

ΤΙΤΛΟΣ VIII

ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΊΗΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΏΝ ΑΠΌ ΤΙΣ ΑΡΜΌΔΙΕΣ ΑΡΧΈΣ

Άρθρο 143

Γενικές απαιτήσεις δημοσιοποίησης

1.   Οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τα κείμενα νόμων, κανονισμών, διοικητικών κανόνων και γενικής καθοδήγησης που εκδίδονται στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος όσον αφορά τον τομέα της εποπτικής ρύθμισης,

β)

τον τρόπο άσκησης των δικαιωμάτων και των διακριτικών ευχερειών που παρέχει το ενωσιακό δίκαιο,

γ)

τα γενικά κριτήρια και μεθόδους που χρησιμοποιούν για την εξέταση και την αξιολόγηση που αναφέρονται στο άρθρο 97,

δ)

με την επιφύλαξη των διατάξεων του τίτλου VII κεφάλαιο 1 τμήμα II της παρούσας οδηγίας και των άρθρων 54 και 58 της οδηγίας 2004/39/EK, συγκεντρωτικά στατιστικά στοιχεία για τα καίρια σημεία της υλοποίησης του πλαισίου προληπτικής εποπτείας σε κάθε κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων του αριθμού και της φύσης των εποπτικών μέτρων που λήφθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 102 παράγραφος 1 στοιχείο α) και των διοικητικών κυρώσεων που επιβλήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 65.

2.   Οι δημοσιευόμενες πληροφορίες σύμφωνα με την παράγραφο 1 επαρκούν για την αξιόπιστη σύγκριση των μεθόδων που εφαρμόζουν οι αρμόδιες αρχές των διαφόρων κρατών μελών. Οι πληροφορίες δημοσιοποιούνται σύμφωνα με κοινό μορφότυπο και ενημερώνονται τακτικά. Είναι προσπελάσιμες μέσω μιας και μόνης ηλεκτρονικής τοποθεσίας.

3.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τον μορφότυπο, τη δομή, τον κατάλογο περιεχομένων και την ημερομηνία ετήσιας δημοσίευσης των πληροφοριών που προβλέπονται στην παράγραφο 1.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 144

Συγκεκριμένες απαιτήσεις δημοσιοποίησης

1.   Για τους σκοπούς του Πέμπτου Μέρους του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τα γενικά κριτήρια και μεθόδους που ακολουθούνται για τον έλεγχο της συμμόρφωσης προς τα άρθρα 405 έως 409 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

β)

με επιφύλαξη των διατάξεων που περιλαμβάνονται στον τίτλο VII κεφάλαιο 1 τμήμα II, συνοπτική περιγραφή του αποτελέσματος της εποπτικής αξιολόγησης και περιγραφή των μέτρων που επιβάλλονται σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης προς τα άρθρα 405 έως 409 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 που εντοπίσθηκαν σε ετήσια βάση.

2.   Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που κάνει χρήση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 δημοσιεύει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τα κριτήρια με βάση τα οποία προσδιορίζεται ότι δεν υπάρχει ούτε προβλέπεται να υπάρξει ουσιαστικό πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταφορά ιδίων πόρων ή την κάλυψη υποχρεώσεων,

β)

τον αριθμό των μητρικών ιδρυμάτων που ωφελούνται από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 καθώς και εκείνων που διαθέτουν θυγατρικές σε τρίτη χώρα,

γ)

συνολικά για το κράτος μέλος:

i)

τα συνολικά ίδια κεφάλαια σε ενοποιημένη βάση του ευρισκόμενου σε κράτος μέλος μητρικού ιδρύματος που ωφελείται από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τα οποία τηρούνται στις θυγατρικές σε τρίτες χώρες,

ii)

το ποσοστό των συνολικών ιδίων κεφαλαίων σε ενοποιημένη βάση του ευρισκόμενου σε κράτος μέλος μητρικού ιδρύματος που ωφελείται από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο αντιστοιχεί στα ίδια κεφάλαια που τηρούνται στις θυγατρικές σε τρίτη χώρα,

iii)

το ποσοστό των απαιτούμενων συνολικών ιδίων κεφαλαίων, βάσει του άρθρου 92 του εν λόγω κανονισμού, σε ενοποιημένη βάση των μητρικών ιδρυμάτων που ωφελούνται από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο αντιστοιχεί στα ίδια κεφάλαια που τηρούνται στις θυγατρικές σε τρίτη χώρα.

3.   Οι αρμόδιες αρχές που κάνουν χρήση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 δημοσιεύουν όλες τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τα κριτήρια με βάση τα οποία προσδιορίζεται ότι δεν υπάρχει ούτε προβλέπεται να υπάρξει ουσιαστικό πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταφορά ιδίων πόρων ή την κάλυψη υποχρεώσεων,

β)

τον αριθμό των μητρικών ιδρυμάτων που ωφελούνται από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 καθώς και των σχετικών μητρικών ιδρυμάτων που διαθέτουν θυγατρικές σε τρίτη χώρα,

γ)

συνολικά για το κράτος μέλος:

i)

τα συνολικά ίδια κεφάλαια των μητρικών ιδρυμάτων που ωφελούνται από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τα οποία τηρούνται στις θυγατρικές σε τρίτες χώρες,

ii)

το ποσοστό των συνολικών ιδίων κεφαλαίων των μητρικών ιδρυμάτων που ωφελούνται από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το οποίο αντιστοιχεί στα ίδια κεφάλαια που τηρούνται στις θυγατρικές σε τρίτη χώρα,

iii)

το ποσοστό των απαιτούμενων συνολικών ιδίων κεφαλαίων, βάσει του άρθρου 92 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, των μητρικών ιδρυμάτων που ωφελούνται από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο αντιστοιχεί στα ίδια κεφάλαια που τηρούνται στις θυγατρικές σε τρίτη χώρα.

ΤΙΤΛΟΣ ΙΧ

ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΌΤΗΣΗ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΈΣ ΠΡΆΞΕΙΣ

Άρθρο 145

Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις

Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις δυνάμει του άρθρου 148 αναφορικά με τα ακόλουθα:

α)

αποσαφήνιση των ορισμών του άρθρου 3 και του άρθρου 128 για να διασφαλισθεί η ενιαία εφαρμογή της παρούσας οδηγίας,

β)

αποσαφήνιση των ορισμών του άρθρου 3 και του άρθρου 128, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη, κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, οι εξελίξεις στις χρηματοοικονομικές αγορές,

γ)

ευθυγράμμιση της ορολογίας και αναδιατύπωση των ορισμών του άρθρου 3 σύμφωνα με τις μεταγενέστερες πράξεις στον τομέα των ιδρυμάτων και συναφή θέματα,

δ)

προσαρμογή των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 31 παράγραφος 1 προκειμένου να ληφθούν υπόψη αλλαγές στον ευρωπαϊκό δείκτη τιμών καταναλωτή όπως δημοσιεύεται από την Eurostat, σύμφωνα και ταυτόχρονα με τις προσαρμογές που γίνονται βάσει του άρθρου 4 παράγραφος 7 της οδηγίας 2002/92/ΕΚ,

ε)

διεύρυνση του περιεχομένου του καταλόγου ο οποίος μνημονεύεται στα άρθρα 33 και 34 και περιέχεται στο παράρτημα I ή προσαρμογή της ορολογίας του καταλόγου προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοοικονομικές αγορές,

στ)

προσδιορισμός των τομέων στους οποίους οι αρμόδιες αρχές πρέπει να ανταλλάσσουν πληροφορίες, όπως προβλέπεται στο άρθρο 50,

ζ)

προσαρμογές των διατάξεων των άρθρων 76 έως 88 και του άρθρου 98, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές (ιδίως τα νέα χρηματοπιστωτικά προϊόντα) ή οι εξελίξεις στα λογιστικά πρότυπα ή τις απαιτήσεις που λαμβάνουν υπόψη το ενωσιακό δίκαιο ή για λόγους σύγκλισης των εποπτικών πρακτικών,

η)

αναβολή των υποχρεώσεων δημοσιοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 89 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο όταν στην έκθεση της Επιτροπής που υποβλήθηκε δυνάμει του πρώτου εδαφίου της εν λόγω παραγράφου εντοπίζονται σημαντικές αρνητικές συνέπειες,

θ)

προσαρμογές στα κριτήρια που προβλέπονται στο άρθρο 23 παράγραφος 1 προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι μελλοντικές εξελίξεις και να διασφαλισθεί η ενιαία εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 146

Εκτελεστικές πράξεις

Τα ακόλουθα μέτρα θα εγκριθούν ως εκτελεστικές πράξεις σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 147 παράγραφος 2:

α)

τεχνικές προσαρμογές στον κατάλογο του άρθρου 2,

β)

τροποποίηση του ύψους του αρχικού κεφαλαίου το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 12 και στον τίτλο IV προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι οικονομικές και νομισματικές εξελίξεις.

Άρθρο 147

Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών

1.   Για τη θέσπιση των εκτελεστικών πράξεων, η Επιτροπή επικουρείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Σε περίπτωση παραπομπής στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 148

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τους όρους του παρόντος άρθρου

2.   Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 145 ανατίθεται στην Επιτροπή για αόριστο χρονικό διάστημα από 17ης Ιουλίου 2013.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 145 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των ήδη εν ισχύι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

4.   Μόλις εκδώσει μία κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 145 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός τριών μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά τρεις μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 149

Διατύπωση αντιρρήσεων για τους ρυθμιστικούς τεχνικούς κανόνες

Εφόσον η Επιτροπή εγκρίνει ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο σύμφωνα με την παρούσα οδηγία ίδιο με το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου που υπέβαλε η ΕΑΤ, η προθεσμία εντός της οποίας το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μπορούν να διατυπώσουν αντιρρήσεις για το συγκεκριμένο ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο είναι ένας μήνας από την ημερομηνία κοινοποίησης. Κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, η εν λόγω προθεσμία παρατείνεται κατά ένα μήνα. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 13 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η προθεσμία εντός της οποίας το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο μπορούν να διατυπώσουν αντιρρήσεις για το εν λόγω ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο μπορεί, κατά περίπτωση, να παραταθεί περαιτέρω κατά ένα μήνα.

ΤΙΤΛΟΣ X

ΤΡΟΠΟΠΟΙΉΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΔΗΓΊΑΣ 2002/87/ΕΚ

Άρθρο 150

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2002/87/ΕΚ

Το άρθρο 21α της οδηγίας 2002/87/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 2, το στοιχείο α) διαγράφεται,

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Προκειμένου να διασφαλισθεί η συνεπής εφαρμογή των μεθόδων υπολογισμού που απαριθμούνται στο παράρτημα I μέρος II της παρούσας οδηγίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 49 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και με το άρθρο 228 παράγραφος 1 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, αλλά με την επιφύλαξη του άρθρου 6 παράγραφος 4 της παρούσας οδηγίας, οι ΕΕΑ καταρτίζουν, μέσω της Κοινής Επιτροπής, σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων σχετικά με το άρθρο 6 παράγραφος 2 της παρούσας οδηγίας.

Οι ΕΕΑ υποβάλλουν αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο πέντε μήνες πριν από την ημερομηνία εφαρμογής που αναφέρεται στο άρθρο 309 παράγραφος 1 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντίστοιχα.».

ΤΊΤΛΟΣ XI

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΈΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΈΣ ΔΙΑΤΆΞΕΙΣ

ΚΕΦΆΛΑΙΟ 1

Μεταβατικές διατάξεις περί εποπτείας ιδρυμάτων που ασκούν τα δικαιώματα ελεύθερης εγκατάστασης και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών

Άρθρο 151

Πεδίο εφαρμογής

1.   Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου ισχύουν αντί για τα άρθρα 40, 41, 43, 49, 50 και 51, έως την ημερομηνία κατά την οποία εφαρμόζεται η απαίτηση κάλυψης της ρευστότητας σύμφωνα με κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 460 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

2.   Για να διασφαλισθεί ότι η σταδιακή εφαρμογή των εποπτικών ρυθμίσεων ρευστότητας είναι πλήρως ευθυγραμμισμένη με την ανάπτυξη ενιαίων κανόνων ρευστότητας, η Επιτροπή έχει την αρμοδιότητα να θεσπίζει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 145, μεταθέτοντας την ημερομηνία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 έως και δύο έτη αργότερα, εάν δεν έχουν θεσπισθεί ενιαίοι κανόνες ρευστότητας στην Ένωση επειδή τα διεθνή πρότυπα εποπτείας ρευστότητας δεν έχουν ακόμη συμφωνηθεί κατά την ημερομηνία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 152

Απαιτήσεις σχετικά με την υποβολή εκθέσεων

Το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να απαιτεί, για στατιστικούς σκοπούς, από κάθε πιστωτικό ίδρυμα το οποίο έχει υποκατάστημα στο έδαφός του, να αποστέλλει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής περιοδική έκθεση για τις πράξεις που πραγματοποιήθηκαν στο έδαφός του.

Για την άσκηση των καθηκόντων που του ανατίθεται βάσει του άρθρου 156 της παρούσας οδηγίας, το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να απαιτεί από τα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που κατάγονται από άλλα κράτη μέλη, τις ίδιες πληροφορίες με εκείνες που απαιτεί γι’ αυτό τον σκοπό από τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα.

Άρθρο 153

Μέτρα που λαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης αναφορικά με δραστηριότητες ασκούμενες στο κράτος μέλος υποδοχής

1.   Εάν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής διαπιστώσουν ότι ένα πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο διαθέτει υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες στο έδαφος του κράτους αυτού, δεν τηρεί τις διατάξεις που έχει θεσπίσει το εν λόγω κράτος μέλος κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας που αναθέτουν αρμοδιότητα στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, οι εν λόγω αρχές απαιτούν από το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα να αντιμετωπίσει τη μη συμμόρφωσή του.

2.   Εάν το ενδιαφερόμενο πιστωτικό ίδρυμα δεν πράξει τα απαραίτητα, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής ενημερώνουν σχετικά τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης.

3.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης λαμβάνουν αμελλητί όλα τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι το πιστωτικό ίδρυμα θα αντιμετωπίσει τη μη συμμόρφωσή του. Η φύση αυτών των μέτρων ανακοινώνεται στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής.

4.   Εάν, παρά τη λήψη των μέτρων από το κράτος μέλος προέλευσης ή λόγω της ακαταλληλότητάς τους ή επειδή δεν προβλέπονταν μέτρα στο εν λόγω κράτος μέλος, το πιστωτικό ίδρυμα συνεχίζει να παραβιάζει τις διατάξεις της παραγράφου 1 οι οποίες ισχύουν στο κράτος μέλος υποδοχής, το εν λόγω κράτος δικαιούται, αφού ενημερώσει σχετικά τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης, να λάβει τα ενδεικνυόμενα μέτρα προκειμένου να προληφθούν ή να κατασταλούν νέες παραβάσεις και, εφόσον είναι απαραίτητο, μπορεί να εμποδίσει το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα να προβεί σε νέες πράξεις στο έδαφός του. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα έγγραφα που είναι απαραίτητα για τη λήψη των εν λόγω μέτρων να μπορούν να κοινοποιηθούν στα πιστωτικά ιδρύματα που βρίσκονται στο έδαφός τους.

Άρθρο 154

Προληπτικά μέτρα

Προτού ακολουθήσουν τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 153, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν, σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης, να λαμβάνουν τα αναγκαία προληπτικά μέτρα για την προστασία των συμφερόντων των καταθετών, των επενδυτών ή άλλων προσώπων στα οποία παρέχονται υπηρεσίες. Η Επιτροπή και οι αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών μελών ενημερώνονται το συντομότερο δυνατόν για τα εν λόγω μέτρα.

Η Επιτροπή μπορεί, αφού ζητήσει τη γνώμη των αρμόδιων αρχών των ενδιαφερομένων κρατών μελών, να αποφασίσει ότι το υπόψη κράτος μέλος πρέπει να τροποποιήσει ή να καταργήσει τα εν λόγω μέτρα.

Άρθρο 155

Ευθύνη

1.   Την προληπτική εποπτεία επί ιδρύματος, η οποία καλύπτει και τις βάσει των άρθρων 33 και 34 δραστηριότητές τους, ασκούν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρούσας οδηγίας που αναθέτουν αρμοδιότητα στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής.

2.   Η παράγραφος 1 δεν θίγει την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

3.   Κατά την άσκηση των γενικών καθηκόντων τους, οι αρμόδιες αρχές κάθε κράτους μέλους εκτιμούν δεόντως τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των αποφάσεών τους στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος όλων των άλλων ενδιαφερόμενων κρατών μελών και, ιδίως, σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, βάσει των πληροφοριών που είναι διαθέσιμες τη δεδομένη στιγμή.

Άρθρο 156

Εποπτεία ρευστότητας

Μέχρις ότου υπάρξει μεταγενέστερος συντονισμός, το κράτος μέλος υποδοχής, σε συνεργασία με την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, εξακολουθεί να έχει την ευθύνη της εποπτείας της ρευστότητας των υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων.

Με την επιφύλαξη των μέτρων που απαιτούνται για την ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος, το κράτος μέλος υποδοχής διατηρεί όλη την ευθύνη των μέτρων που προκύπτουν από την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής του.

Τα εν λόγω μέτρα δεν προβλέπουν άνιση ή περιοριστική μεταχείριση, λόγω του γεγονότος ότι το ίδρυμα έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος.

Άρθρο 157

Συνεργασία αναφορικά με την εποπτεία

Για την εποπτεία της δραστηριότητας των ιδρυμάτων που λειτουργούν, ιδίως μέσω υποκαταστήματος, σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, εκτός του κράτους στο οποίο έχουν την έδρα τους, οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών συνεργάζονται στενά. Ανακοινώνουν ή μία στην άλλη όλες τις πληροφορίες που σχετίζονται με τη διεύθυνση, τη διαχείριση και την ιδιοκτησία αυτών των ιδρυμάτων και δύνανται να διευκολύνουν την εποπτεία τους και την εξέταση των όρων έγκρισής τους καθώς και όλες τις πληροφορίες που μπορούν να διευκολύνουν τον έλεγχο των ιδρυμάτων, ιδίως όσον αφορά τη ρευστότητα, τη φερεγγυότητα, την εγγύηση των καταθέσεων, τον περιορισμό των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, τη διοικητική και λογιστική οργάνωση και τα συστήματα εσωτερικού ελέγχου.

Άρθρο 158

Σημαντικά υποκαταστήματα

1.   Οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους υποδοχής μπορούν να υποβάλουν αίτημα προς τον φορέα ενοποιημένης εποπτείας, όταν χωρεί εφαρμογή του άρθρου 112 παράγραφος 1, ή προς τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης, για να θεωρηθεί σημαντικό ένα υποκατάστημα ιδρύματος πλην επιχείρησης επενδύσεων που υπόκειται στο άρθρο 95 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

2.   Σε αυτό το αίτημα εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους πρέπει το υποκατάστημα να θεωρηθεί σημαντικό, με ιδιαίτερη αναφορά στα εξής:

α)

κατά πόσον το μερίδιο αγοράς σε καταθέσεις που κατέχει το υποκατάστημα υπερβαίνει το 2 % στο κράτος μέλος υποδοχής,

β)

πιθανός αντίκτυπος από την αναστολή ή την παύση της λειτουργίας του ιδρύματος στη συστημική ρευστότητα και στα συστήματα πληρωμών, διακανονισμού και εκκαθάρισης στο κράτος μέλος υποδοχής,

γ)

μέγεθος και σημασία του υποκαταστήματος ως προς τον αριθμό των πελατών στο πλαίσιο του τραπεζικού και χρηματοοικονομικού συστήματος του κράτους μέλους υποδοχής.

Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής καθώς και ο φορέας ενοποιημένης εποπτείας, όταν χωρεί εφαρμογή του άρθρου 112 παράγραφος 1, καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να καταλήξουν σε κοινή απόφαση ως προς τον χαρακτηρισμό ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού.

Εάν δεν επιτευχθεί κοινή απόφαση εντός δύο μηνών από τη λήψη του αιτήματος του πρώτου εδαφίου, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής λαμβάνουν αυτοτελώς απόφαση εντός νέας προθεσμίας δύο μηνών σχετικά με το κατά πόσον το υποκατάστημα είναι σημαντικό. Κατά τη λήψη της απόφασής τους οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής λαμβάνουν υπόψη τυχόν απόψεις και επιφυλάξεις του φορέα ενοποιημένης εποπτείας ή των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους προέλευσης.

Οι αποφάσεις που αναφέρονται στο δεύτερο και το τρίτο εδάφιο εκτίθενται σε έγγραφο που περιέχει πλήρη αιτιολόγηση, διαβιβάζονται στις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές και αναγνωρίζονται ως καθοριστικές και εφαρμόζονται από τις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών.

Ο χαρακτηρισμός ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις αρμοδιότητες των αρμόδιων αρχών βάσει της παρούσας οδηγίας.

3.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης διαβιβάζουν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής όπου είναι εγκατεστημένο σημαντικό υποκατάστημα τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 117 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ) και εκτελούν τις εργασίες που αναφέρονται στο άρθρο 112 παράγραφος 1 στοιχείο γ) σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής.

4.   Εάν αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης αντιληφθεί κατάσταση έκτακτης ανάγκης κατά το άρθρο 114 παράγραφος 1, ειδοποιεί αμελλητί τις αρχές που προβλέπονται στο άρθρο 58 παράγραφος 4 και στο άρθρο 59 παράγραφος 1.

5.   Στις περιπτώσεις στις οποίες δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 116, οι αρμόδιες αρχές που εποπτεύουν ένα ίδρυμα με σημαντικά υποκαταστήματα σε άλλα κράτη μέλη συστήνουν σώμα εποπτών υπό την προεδρία τους, προκειμένου να διευκολύνουν την κατάληξη σε κοινή απόφαση ως προς τον χαρακτηρισμό ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και την ανταλλαγή πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 60. Η σύσταση και η λειτουργία του σώματος βασίζεται σε γραπτές ρυθμίσεις που καθορίζονται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, έπειτα από διαβούλευση με τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης αποφασίζει για το ποιες αρμόδιες αρχές συμμετέχουν στις εκάστοτε συνεδριάσεις ή δραστηριότητες του σώματος.

6.   Στην απόφαση της αρμόδιας αρχή του κράτους μέλους προέλευσης λαμβάνεται υπόψη η σημασία της εποπτικής δραστηριότητας που προγραμματίζεται ή συντονίζεται για τις αρχές αυτές, ιδίως δε ο ενδεχόμενος αντίκτυπος στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, όπως προβλέπεται στο άρθρο 155 παράγραφος 3, και οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

7.   Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης ενημερώνει εκ των προτέρων και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με την οργάνωση αυτών των συνεδριάσεων, τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τις κυριότερες δραστηριότητες προς εξέταση. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης ενημερώνει επίσης εγκαίρως και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με τις δράσεις που αναλαμβάνονται σε αυτές τις συνεδριάσεις ή τα μέτρα που λαμβάνονται.

Άρθρο 159

Επιτόπιοι έλεγχοι

1.   Τα κράτη μέλη υποδοχής προβλέπουν ότι, όταν ένα ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ασκεί τη δραστηριότητά του μέσω υποκαταστήματος, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης μπορούν, αφού ενημερώσουν προηγουμένως τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, να προβαίνουν, οι ίδιες ή μέσω εντεταλμένου, σε επιτόπιους ελέγχους των πληροφοριών που προβλέπονται στο άρθρο 50.

2.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης, μπορούν επίσης να προσφεύγουν, για τους σκοπούς τέτοιων επιτόπιων ελέγχων στα υποκαταστήματα, σε μια από τις άλλες διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 118.

3.   Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν επηρεάζουν το δικαίωμα των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους υποδοχής να διενεργούν, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους βάσει της παρούσας οδηγίας, επιτόπιους ελέγχους στα υποκαταστήματα που βρίσκονται στο έδαφός τους.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ 2

Μεταβατικές διατάξεις περί κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας

Άρθρο 160

Μεταβατικές διατάξεις περί κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας

1.   Τα παρόν άρθρο τροποποιεί τις απαιτήσεις των άρθρων 129 και 130 για μεταβατική περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2016 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2018.

2.   Για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2016 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2016:

α)

το απόθεμα ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου αποτελείται από κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 αξίας ίσης με το 0,625 % του συνόλου των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών έκθεσης του ιδρύματος, υπολογισμένων σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

β)

το κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα δεν υπερβαίνει το 0,625 % του συνόλου των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών έκθεσης του ιδρύματος, υπολογισμένων σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

3.   Για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2017 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2017:

α)

το απόθεμα ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου αποτελείται από κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 αξίας ίσης με το 1,25 % του συνόλου των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών έκθεσης του ιδρύματος, υπολογισμένων σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

β)

το αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα δεν υπερβαίνει το 1,25 % αυτού του συνόλου των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών έκθεσης του ιδρύματος, υπολογισμένων σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

4.   Για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2018 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2018:

α)

το απόθεμα ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου αποτελείται από κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 αξίας ίσης με το 1,875 % του συνόλου των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών έκθεσης του ιδρύματος, υπολογισμένων σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

β)

το κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα δεν υπερβαίνει το 1,875 % αυτού του συνόλου των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών έκθεσης του ιδρύματος, υπολογισμένων σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

5.   Η απαίτηση για σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου και οι περιορισμοί διανομής κερδών σύμφωνα με τα άρθρα 141 και 142 ισχύουν κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου από την 1η Ιανουαρίου 2016 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2018 για τα ιδρύματα που δεν πληρούν τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 4 του παρόντος άρθρου.

6.   Τα κράτη μέλη δύνανται να επιβάλουν συντομότερη μεταβατική περίοδο από αυτήν που προβλέπεται στις παραγράφους 1 έως 4 και να εφαρμόσουν ως εκ τούτου το απόθεμα ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου και το αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας από 31 Δεκεμβρίου 2013. Όταν ένα κράτος μέλος επιβάλλει τέτοια συντομότερη μεταβατική περίοδο, ενημερώνει σχετικά τις ενδιαφερόμενες πλευρές, μεταξύ των οποίων την Επιτροπή, το ΕΣΣΚ, την ΕΑΤ και τα σχετικά εποπτικά σώματα. Η εν λόγω συντομότερη μεταβατική περίοδος μπορεί να αναγνωριστεί από άλλα κράτη μέλη. Εάν ένα άλλο κράτος μέλος αναγνωρίσει τέτοια συντομότερη μεταβατική περίοδο, κοινοποιεί την απόφασή του στην Επιτροπή, στο ΕΣΣΚ, στην ΕΑΤ και στο σχετικό εποπτικό σώμα ανάλογα.

7.   Εάν ένα κράτος μέλος επιβάλει συντομότερη μεταβατική περίοδο για το αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας, η συντομότερη περίοδος ισχύει μόνο για τους σκοπούς υπολογισμού του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα από τα ιδρύματα που έχουν άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος για το οποίο είναι υπεύθυνη η εντεταλμένη αρχή.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ 3

Τελικές διατάξεις

Άρθρο 161

Επανεξέταση και έκθεση

1.   Η Επιτροπή διεξάγει περιοδική επανεξέταση της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας προκειμένου διασφαλίζει ότι η εφαρμογή της δεν συνεπάγεται διακρίσεις μεταξύ των ιδρυμάτων βάσει της νομικής δομής τους ή του μοντέλου ιδιοκτησίας τους.

2.   Μετά από επανεξέταση, σε στενή συνεργασία με την ΕΑΤ, η Επιτροπή, έως τις 30 Ιουνίου 2016, υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, μαζί με νομοθετική πρόταση, εάν είναι σκόπιμο, σχετικά με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 που αφορούν τις αμοιβές, λαμβάνοντας υπόψη τις διεθνείς εξελίξεις και δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή:

α)

στην αποτελεσματικότητα, την εφαρμογή και την επιβολή τους, συμπεριλαμβανομένου του εντοπισμού οποιωνδήποτε κενών απορρέουν από την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας στις εν λόγω διατάξεις,

β)

στον αντίκτυπο της συμμόρφωσης προς την αρχή στο άρθρο 94 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) όσον αφορά:

i)

την ανταγωνιστικότητα και τη χρηματοοικονομική σταθερότητα και

ii)

οποιοδήποτε προσωπικό που εργάζεται πράγματι επιτόπου σε εγκατεστημένες εκτός του ΕΟΧ θυγατρικές μητρικών ιδρυμάτων που είναι εγκατεστημένα εντός του ΕΟΧ.

Κατά την επανεξέταση αυτή εκτιμάται ιδίως κατά πόσον η αρχή που καθορίζεται στο άρθρο 94 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) θα πρέπει να συνεχίσει να εφαρμόζεται στο προσωπικό που καλύπτεται από το πρώτο εδάφιο στοιχείο β) σημείο ii).

3.   Από το 2014, η ΕΑΤ, σε συνεργασία με την ΕΑΑΕΣ και την ΕΑΚΑΑ, εκδίδει διετή έκθεση που αναλύει τον βαθμό στον οποίο το δίκαιο των κρατών μελών παραπέμπει σε εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας για ρυθμιστικούς σκοπούς και τα μέτρα που έχουν λάβει τα κράτη μέλη για τη μείωση τέτοιων παραπομπών. Οι εν λόγω εκθέσεις περιγράφουν πώς οι αρμόδιες αρχές τηρούν τις κατά το άρθρο 77 παράγραφοι 1 και 3 και το άρθρο 79 στοιχείο β) υποχρεώσεις τους. Οι εν λόγω εκθέσεις αναφέρουν επίσης τον βαθμό εποπτικής σύγκλισης εν προκειμένω.

4.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014 η Επιτροπή επανεξετάζει την εφαρμογή των 108 και 109 και υποβάλλει την εν λόγω έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μαζί με νομοθετική πρόταση, εάν είναι σκόπιμο.

5.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2016 η Επιτροπή επανεξετάζει τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν βάσει του άρθρου 91 παράγραφος 11, περιλαμβανομένης της καταλληλότητας της συγκριτικής αξιολόγησης ποικιλόμορφων πρακτικών, λαμβάνοντας υπόψη της όλες τις σχετικές ενωσιακές και διεθνείς εξελίξεις, και υποβάλλει την εν λόγω έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μαζί με νομοθετική πρόταση, εάν είναι σκόπιμο.

6.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2015 η Επιτροπή διαβουλεύεται με το ΕΣΣΚ, την ΕΑΤ, την ΕΑΑΕΣ, την ΕΑΚΑΑ και άλλες ενδιαφερόμενες πλευρές σχετικά με την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων ανταλλαγής πληροφοριών βάσει της παρούσας οδηγίας, τόσο υπό ομαλές συνθήκες όσο και σε περιόδους έντασης.

7.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2015 η ΕΑΤ επανεξετάζει την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σχετικά με τη συνεργασία της Ένωσης και των κρατών μελών με τρίτες χώρες, και υποβάλλει σχετική έκθεση στην Επιτροπή. Κατά την εν λόγω έκθεση εντοπίζονται οποιοιδήποτε τομείς που απαιτούν περαιτέρω ανάπτυξη όσον αφορά τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών. Η ΕΑΤ δημοσιοποιεί την έκθεση στην ιστοσελίδα της.

8.   Με τη λήψη εντολής από την Επιτροπή, η ΕΑΤ εξετάζει κατά πόσον φορείς του χρηματοπιστωτικού τομέα που δηλώνουν ότι εκτελούν τις δραστηριότητές τους σύμφωνα με τις αρχές της ισλαμικής τραπεζικής καλύπτονται επαρκώς από την παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Η Επιτροπή εξετάζει την έκθεση που έχει συνταχθεί από την ΕΑΤ και υποβάλλει νομοθετική πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, όπου κρίνεται σκόπιμο.

9.   Έως την 1η Ιουλίου 2014 η ΕΑΤ υποβάλλει στην Επιτροπή έκθεση σχετικά με το κατά πόσον τα πιστωτικά ιδρύματα χρησιμοποιούν τις πλέον μακροπρόθεσμες πράξεις αναχρηματοδότησης των κεντρικών τραπεζών του ΕΣΚΤ και ανάλογα μέτρα στήριξης της χρηματοδότησης των κεντρικών τραπεζών και κατά πόσον επωφελούνται από αυτά. Με βάση την έκθεση αυτή και έπειτα από διαβούλευση με την ΕΚΤ η Επιτροπή, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014, υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τη χρήση και τα οφέλη από τις εν λόγω πράξεις αναχρηματοδότησης και από μέτρα στήριξης της χρηματοδότησης για τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση, που μπορεί να συνοδεύεται από νομοθετική πρόταση σχετικά με τη χρήση τέτοιων πράξεων αναχρηματοδότησης και μέτρων στήριξης της χρηματοδότησης, εφόσον κρίνεται σκόπιμο.

Άρθρο 162

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Έως 31 Δεκεμβρίου 2013 τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία.

Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από 31 Δεκεμβρίου 2013.

Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή και την ΕΑΤ το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία. Όταν τα έγγραφα που υποβάλλουν τα κράτη μέλη κατά την κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο δεν επαρκούν για την πλήρη εκτίμηση της συμμόρφωσης των διατάξεων μεταφοράς με ορισμένες διατάξεις της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή δύναται, κατ’ αίτηση της ΕΑΤ με σκοπό την εκτέλεση των καθηκόντων της δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 ή με δική της πρωτοβουλία, να απαιτήσει από τα κράτη μέλη να παράσχουν λεπτομερέστερα στοιχεία σχετικά με τη μεταφορά και εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων και της παρούσας οδηγίας.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, ο τίτλος VII κεφάλαιο 4 ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 2016.

3.   Οι νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση προς το άρθρο 94 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) καθιστούν απαραίτητη την εκ μέρους των ιδρυμάτων εφαρμογή των οριζόμενων αρχών στις αμοιβές που οφείλονται για παροχή υπηρεσιών ή επιδόσεις από την 1η Ιανουαρίου 2014, βάσει συμβολαίων που έχουν συναφθεί πριν ή έπειτα από 31 Δεκεμβρίου 2013.

4.   Κατά τη θέσπισή τους από τα κράτη μέλη, οι διατάξεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 πρέπει να περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή να συνοδεύονται από την παραπομπή αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι εν λόγω διατάξεις περιλαμβάνουν επίσης δήλωση που διευκρινίζει ότι οι παραπομπές των ισχυουσών νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων στις οδηγίες που καταργούνται από την παρούσα οδηγία θεωρούνται ότι γίνονται στην παρούσα οδηγία. Τα κράτη μέλη καθορίζουν τον τρόπο της παραπομπής και τον τρόπο διατύπωσης της δήλωσης.

5.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, το άρθρο 131 ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 2016. Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν το άρθρο 131 παράγραφος 4 από την 1η Ιανουαρίου 2016 κατά τον εξής τρόπο:

α)

το 25 % του αποθέματος ασφαλείας G-SII, που έχει καθορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 131 παράγραφος 4, το 2016,

β)

το 50 % του αποθέματος ασφαλείας G-SII, που έχει καθορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 131 παράγραφος 4, το 2017,

γ)

το 75 % του αποθέματος ασφαλείας G-SII, που έχει καθορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 131 παράγραφος 4, το 2018, και

δ)

το 100 % του αποθέματος ασφαλείας G-SII, που έχει καθορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 131 παράγραφος 4, το 2019.

6.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, το άρθρο 133 εφαρμόζεται από 31 Δεκεμβρίου 2013.

Άρθρο 163

Κατάργηση

Οι οδηγίες 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ καταργούνται από την 1η Ιανουαρίου 2014.

Οι παραπομπές στις καταργούμενες οδηγίες νοούνται ως παραπομπές στην παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που εμφαίνεται στο παράρτημα II της παρούσας οδηγίας και το παράρτημα ΙV του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Άρθρο 164

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 165

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 26 Ιουνίου 2013.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. SHATTER


(1)  ΕΕ C 105 της 11.4.2012, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 201.

(4)  Βλέπε σελίδα 1της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(5)  ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1.

(6)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12.

(7)  Απόφαση-πλαίσιο 2009/315/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, σχετικά με τη διοργάνωση και το περιεχόμενο της ανταλλαγής πληροφοριών που προέρχονται από το ποινικό μητρώο μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ L 93 της 7.4.2009, σ. 23).

(8)  Απόφαση 2009/316/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 6ης Απριλίου 2009, σχετικά με τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Συστήματος Πληροφοριών Ποινικού Μητρώου (ECRIS) κατ’ εφαρμογή του άρθρου 11 της απόφασης-πλαισίου 2009/315/ΔΕΥ (ΕΕ L 93 της 7.4.2009, σ. 33).

(9)  ΕΕ L 125 της 5.5.2001, σ. 15.

(10)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 1.

(11)  ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13.

(12)  ΕΕ 35 της 11.2.2003, σ. 1.

(13)  ΕΕ L 319 της 5.12.2007, σ. 1.

(14)  ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32.

(15)  ΕΕ L 267 της 10.10.2009, σ. 7.

(16)  ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1.

(17)  ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.

(18)  ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1.

(19)  ΕΕ C 175 της 19.6.2012, σ. 1.

(20)  ΕΕ L 390 της 31.12.2004, σ. 38.

(21)  ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 15.

(22)  ΕΕ L 9 της 15.1.2003, σ. 3.

(23)  ΕΕ L 3 της 7.1.2004, σ. 36.

(24)  ΕΕ L 331, 15.12.2010, σ. 84.

(25)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48.

(26)  ΕΕ L 157 της 9.6.2006, σ. 87.

(27)  ΕΕ L 222 της 14.8.1978, σ. 11.

(28)  ΕΕ L 193 της 18.7.1983, σ. 1.

(29)  ΕΕ L 120 της 15.5.2009, σ. 22.

(30)  Οδηγία 2006/73/ΕΚ της Επιτροπής της 10ης Αυγούστου 2006 για την εφαρμογή της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις οργανωτικές απαιτήσεις και τους όρους λειτουργίας των επιχειρήσεων επενδύσεων καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας (ΕΕ L 241 της 2.9.2006, σ. 26).

(31)  ΕΕ L 124 της 20.5.2003, σ. 36.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΠΟΥ ΥΠΟΚΕΙΝΤΑΙ ΣΕ ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ

1.

Αποδοχή καταθέσεων και άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων.

2.

Χορήγηση πιστώσεων, στην οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων: η καταναλωτική πίστη, συμβάσεις πίστωσης για ακίνητα, οι πράξεις αναδόχου εισπράξεως απαιτήσεων (factoring) με ή χωρίς δικαίωμα αναγωγής, η χρηματοδότηση εμπορικών συναλλαγών (συμπεριλαμβανομένου του forfeiting).

3.

Χρηματοδοτική μίσθωση (leasing).

4.

Υπηρεσίες πληρωμών, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της οδηγίας 2007/64/ΕΚ.

5.

Έκδοση και διαχείριση άλλων μέσων πληρωμών (π.χ. ταξιδιωτικών και τραπεζικών επιταγών) στον βαθμό που η δραστηριότητα αυτή δεν καλύπτεται από το σημείο 4.

6.

Εγγυήσεις και αναλήψεις υποχρεώσεων.

7.

Συναλλαγές για λογαριασμό του ιδίου του ιδρύματος ή της πελατείας του σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

μέσα της χρηματαγοράς (επιταγές, γραμμάτια, ομόλογα καταθέσεων κ.λπ.),

β)

αγορές συναλλάγματος,

γ)

χρηματοπιστωτικά συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (financial futures) ή δικαιώματα προαίρεσης (options),

δ)

μέσα σχετικά με συνάλλαγμα και επιτόκια,

ε)

κινητές αξίες.

8.

Συμμετοχές σε εκδόσεις τίτλων και παροχή συναφών υπηρεσιών.

9.

Παροχή συμβουλών σε επιχειρήσεις όσον αφορά τη διάρθρωση του κεφαλαίου, τη βιομηχανική στρατηγική και συναφή θέματα και συμβουλών και υπηρεσιών στον τομέα της συγχώνευσης και της εξαγοράς επιχειρήσεων.

10.

Μεσολάβηση στις διατραπεζικές αγορές.

11.

Διαχείριση χαρτοφυλακίου ή παροχή συμβουλών για τη διαχείριση χαρτοφυλακίου.

12.

Φύλαξη και διαχείριση κινητών αξιών.

13.

Εμπορικές πληροφορίες.

14.

Εκμίσθωση θυρίδων.

15.

Έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος.

Οι υπηρεσίες και δραστηριότητες που προβλέπονται στο παράρτημα Ι τμήματα Α και Β της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, όταν αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα που προβλέπονται στο παράρτημα Ι τμήμα Γ της εν λόγω οδηγίας, υπόκεινται σε αμοιβαία αναγνώριση σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΠΊΝΑΚΑς ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΊΑς

Παρούσα οδηγία

Οδηγία 2006/48/ΕΚ

Οδηγία 2006/49/ΕΚ

Άρθρο 1

Άρθρο 1 παράγραφος 1

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 2

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 3

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 4

Άρθρο 1 παράγραφος 2

 

Άρθρο 2 παράγραφος 5

Άρθρο 2

 

Άρθρο 2 παράγραφος 6

Άρθρο 1 παράγραφος 3

 

Άρθρο 3

Άρθρο 4

 

Άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 53)

Άρθρο 4 σημείο (49)

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1

 

 

Άρθρο 4 παράγραφος 2

 

 

Άρθρο 4 παράγραφος 3

 

 

Άρθρο 4 παράγραφος 4

 

 

Άρθρο 4 παράγραφος 5

 

Άρθρο 35 παράγραφος 1

Άρθρο 4 παράγραφος 6

 

 

Άρθρο 4 παράγραφος 7

 

 

Άρθρο 4 παράγραφος 8

 

 

Άρθρο 5

Άρθρο 128

 

Άρθρο 6

Άρθρο 42β παράγραφος 1

 

Άρθρο 7

Άρθρο 40 παράγραφος 3

 

Άρθρο 8 παράγραφος 1

Άρθρο 6 παράγραφος 1

 

Άρθρο 8 παράγραφος 2

Άρθρο 6 παράγραφος 2

 

Άρθρο 8 παράγραφος 3

Άρθρο 6 παράγραφος 3

 

Άρθρο 8 παράγραφος 4

 

 

Άρθρο 9

Άρθρο 5

 

Άρθρο 10

Άρθρο 7

 

Άρθρο 11

Άρθρο 8

 

Άρθρο 12 παράγραφος 1

Άρθρο 9 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

 

Άρθρο 12 παράγραφος 2

Άρθρο 9 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

 

Άρθρο 12 παράγραφος 3

Άρθρο 9 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο

 

Άρθρο 12 παράγραφος 4

Άρθρο 9 παράγραφος 2

 

Άρθρο 13 παράγραφος 1

Άρθρο 11 παράγραφος 1

 

Άρθρο 13 παράγραφος 2

Άρθρο 11 παράγραφος 2

 

Άρθρο 14 παράγραφος 1

Άρθρο 12 παράγραφος 1

 

Άρθρο 14 παράγραφος 2

Άρθρο 12 παράγραφος 2

 

Άρθρο 14 παράγραφος 3

Άρθρο 12 παράγραφος 3

 

Άρθρο 15

Άρθρο 13

 

Άρθρο 16 παράγραφος 1

Άρθρο 15 παράγραφος 1

 

Άρθρο 16 παράγραφος 2

Άρθρο 15 παράγραφος 2

 

Άρθρο 16 παράγραφος 3

Άρθρο 15 παράγραφος 3

 

Άρθρο 17

Άρθρο 16

 

Άρθρο 18

Άρθρο 17 παράγραφος 1

 

Άρθρο 19

Άρθρο 18

 

Άρθρο 20 παράγραφος 1

Άρθρο 14

 

Άρθρο 20 παράγραφος 2

Άρθρο 14

 

Άρθρο 20 παράγραφος 3

 

 

Άρθρο 20 παράγραφος 5

Άρθρο 17 παράγραφος 2

 

Άρθρο 21

Άρθρο 3

 

Άρθρο 22 παράγραφος 1

Άρθρο 19 παράγραφος 1

 

Άρθρο 22 παράγραφος 2

Άρθρο 19 παράγραφος 2

 

Άρθρο 22 παράγραφος 3

Άρθρο 19 παράγραφος 3

 

Άρθρο 22 παράγραφος 4

Άρθρο 19 παράγραφος 4

 

Άρθρο 22 παράγραφος 5

Άρθρο 19 παράγραφος 5

 

Άρθρο 22 παράγραφος 6

Άρθρο 19 παράγραφος 6

 

Άρθρο 22 παράγραφος 7

Άρθρο 19 παράγραφος 7

 

Άρθρο 22 παράγραφος 8

Άρθρο 19 παράγραφος 8

 

Άρθρο 22 παράγραφος 9

Άρθρο 19 παράγραφος 9

 

Άρθρο 23 παράγραφος 1

Άρθρο 19α παράγραφος 1

 

Άρθρο 23 παράγραφος 2

Άρθρο 19α παράγραφος 2

 

Άρθρο 23 παράγραφος 3

Άρθρο 19α παράγραφος 3

 

Άρθρο 23 παράγραφος 4

Άρθρο 19α παράγραφος 4

 

Άρθρο 23 παράγραφος 5

Άρθρο 19α παράγραφος 5

 

Άρθρο 24 παράγραφος 1

Άρθρο 19β παράγραφος 1

 

Άρθρο 24 παράγραφος 2

Άρθρο 19β παράγραφος 2

 

Άρθρο 25

Άρθρο 20

 

Άρθρο 26 παράγραφος 1

Άρθρο 21 παράγραφος 1

 

Άρθρο 26 παράγραφος 2

Άρθρο 21 παράγραφος 2

 

Άρθρο 27

Άρθρο 21 παράγραφος 3

 

Άρθρο 28 παράγραφος 1

 

Άρθρο 4

Άρθρο 28 παράγραφος 2

 

Άρθρο 9

Άρθρο 29 παράγραφος 1

 

Άρθρο 5 παράγραφος 1

Άρθρο 29 παράγραφος 2

 

Άρθρο 5 παράγραφος 2

Άρθρο 29 παράγραφος 3

 

Άρθρο 5 παράγραφος 3

Άρθρο 29 παράγραφος 4

 

Άρθρο 5 παράγραφος 2

Άρθρο 30

 

Άρθρο 6

Άρθρο 31 παράγραφος 1

 

Άρθρο 7

Άρθρο 31 παράγραφος 2

 

Άρθρο 8

Άρθρο 32 παράγραφος 1

 

Άρθρο 10 παράγραφος 1

Άρθρο 32 παράγραφος 2

 

Άρθρο 10 παράγραφος 2

Άρθρο 32 παράγραφος 3

 

Άρθρο 10 παράγραφος 3

Άρθρο 32 παράγραφος 4

 

Άρθρο 10 παράγραφος 4

Άρθρο 32 παράγραφος 5

 

Άρθρο 10 παράγραφος 5

Άρθρο 33

Άρθρο 23

 

Άρθρο 34 παράγραφος 1

Άρθρο 24 παράγραφος 1

 

Άρθρο 34 παράγραφος 2

Άρθρο 24 παράγραφος 2

 

Άρθρο 34 παράγραφος 3

Άρθρο 24 παράγραφος 3

 

Άρθρο 35 παράγραφος 1

Άρθρο 25 παράγραφος 1

 

Άρθρο 35 παράγραφος 2

Άρθρο 25 παράγραφος 2

 

Άρθρο 35 παράγραφος 3

Άρθρο 25 παράγραφος 3

 

Άρθρο 35 παράγραφος 4

Άρθρο 25 παράγραφος 4

 

Άρθρο 35 παράγραφος 5

Άρθρο 25 παράγραφος 5

 

Άρθρο 35 παράγραφος 6

Άρθρο 25 παράγραφος 5

 

Άρθρο 35 παράγραφος 7

Άρθρο 25 παράγραφος 5

 

Άρθρο 36 παράγραφος 1

Άρθρο 26 παράγραφος 1

 

Άρθρο 36 παράγραφος 2

Άρθρο 26 παράγραφος 2

 

Άρθρο 36 παράγραφος 3

Άρθρο 26 παράγραφος 3

 

Άρθρο 36 παράγραφος 4

Άρθρο 26 παράγραφος 4

 

Άρθρο 36 παράγραφος 5

Άρθρο 26 παράγραφος 5

 

Άρθρο 36 παράγραφος 6

Άρθρο 26 παράγραφος 5

 

Άρθρο 36 παράγραφος 7

Άρθρο 26 παράγραφος 5

 

Άρθρο 37

Άρθρο 36

 

Άρθρο 38

Άρθρο 27

 

Άρθρο 39 παράγραφος 1

Άρθρο 28 παράγραφος 1

 

Άρθρο 39 παράγραφος 2

Άρθρο 28 παράγραφος 2

 

Άρθρο 39 παράγραφος 3

Άρθρο 28 παράγραφος 3

 

Άρθρο 39 παράγραφος 4

Άρθρο 28 παράγραφος 4

 

Άρθρο 39 παράγραφος 5

Άρθρο 28 παράγραφος 4

 

Άρθρο 39 παράγραφος 6

Άρθρο 28 παράγραφος 4

 

Άρθρο 40 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 29 πρώτο εδάφιο

 

Άρθρο 40 δεύτερο εδάφιο

 

 

Άρθρο 40 τρίτο εδάφιο

 

 

Άρθρο 41 παράγραφος 1

Άρθρο 30 παράγραφοι 1 και 2

 

Άρθρο 41 παράγραφος 2

 

 

Άρθρο 42

Άρθρο 32

 

Άρθρο 43 παράγραφος 1

Άρθρο 33 πρώτο εδάφιο

 

Άρθρο 43 παράγραφος 2

 

 

Άρθρο 43 παράγραφος 3

 

 

Άρθρο 43 παράγραφος 4

 

 

Άρθρο 43 παράγραφος 5

 

 

Άρθρο 44

Άρθρα 31 και 34

 

Άρθρο 45

Άρθρο 35

 

Άρθρο 46

Άρθρο 37

 

Άρθρο 47 παράγραφος 1

Άρθρο 38 παράγραφος 1

 

Άρθρο 47 παράγραφος 2

Άρθρο 38 παράγραφος 2

 

Άρθρο 47 παράγραφος 3

Άρθρο 38 παράγραφος 3

 

Άρθρο 48 παράγραφος 1

Άρθρο 39 παράγραφος 1

 

Άρθρο 48 παράγραφος 2

Άρθρο 39 παράγραφος 2

 

Άρθρο 48 παράγραφος 3

Άρθρο 39 παράγραφος 3

 

Άρθρο 48 παράγραφος 4

Άρθρο 39 παράγραφος 4

 

Άρθρο 49 παράγραφος 1

Άρθρο 40 παράγραφος 1

 

Άρθρο 49 παράγραφος 2

Άρθρο 40 παράγραφος 2

 

Άρθρο 49 παράγραφος 3

Άρθρο 41 τρίτο εδάφιο

 

Άρθρο 50 παράγραφος 1

Άρθρο 42 πρώτο εδάφιο

 

Άρθρο 50 παράγραφος 2

 

 

Άρθρο 50 παράγραφος 3

 

 

Άρθρο 50 παράγραφος 4

 

 

Άρθρο 50 παράγραφος 5

Άρθρο 42 δεύτερο εδάφιο

 

Άρθρο 50 παράγραφος 6

Άρθρο 42 τρίτο και έκτο εδάφιο

 

Άρθρο 50 παράγραφος 7

Άρθρο 42 τέταρτο και έβδομο εδάφιο

 

Άρθρο 50 παράγραφος 8

Άρθρο 42 πέμπτο εδάφιο

 

Άρθρο 51 παράγραφος 1

Άρθρο 42α παράγραφος 1

 

Άρθρο 51 παράγραφος 2

Άρθρο 42α παράγραφος 2

 

Άρθρο 51 παράγραφος 3

Άρθρο 42α παράγραφος 3

 

Άρθρο 51 παράγραφος 4

Άρθρο 42α παράγραφος 3

 

Άρθρο 51 παράγραφος 5

Άρθρο 42α παράγραφος 3

 

Άρθρο 51 παράγραφος 6

 

 

Άρθρο 52 παράγραφος 1

Άρθρο 43 παράγραφος 1

 

Άρθρο 52 παράγραφος 2

Άρθρο 43 παράγραφος 2

 

Άρθρο 52 παράγραφος 3

 

 

Άρθρο 52 παράγραφος 4

 

 

Άρθρο 53 παράγραφος 1

Άρθρο 44 παράγραφος 1

 

Άρθρο 53 παράγραφος 2

Άρθρο 44 παράγραφος 2

 

Άρθρο 53 παράγραφος 3

 

 

Άρθρο 54

Άρθρο 45

 

Άρθρο 55

Άρθρο 46

 

Άρθρο 56

Άρθρο 47

 

Άρθρο 57 παράγραφος 1

Άρθρο 48 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

 

Άρθρο 57 παράγραφος 2

Άρθρο 48 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

 

Άρθρο 57 παράγραφος 3

Άρθρο 48 παράγραφος 2 πρώτο και δεύτερο εδάφιο

 

Άρθρο 57 παράγραφος 4

Άρθρο 48 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο

 

Άρθρο 57 παράγραφος 5

Άρθρο 48 παράγραφος 2 πέμπτο εδάφιο

 

Άρθρο 57 παράγραφος 6

Άρθρο 48 παράγραφος 2 τέταρτο εδάφιο

 

Άρθρο 58

Άρθρο 49 πρώτο εδάφιο

 

Άρθρο 58 παράγραφος 2

Άρθρο 49 δεύτερο εδάφιο

 

Άρθρο 58 παράγραφος 3

Άρθρο 49 τέταρτο εδάφιο

 

Άρθρο 58 παράγραφος 4

Άρθρο 49 πέμπτο εδάφιο

 

Άρθρο 59 παράγραφος 1

Άρθρο 50

 

Άρθρο 59 παράγραφος 2

 

 

Άρθρο 60

Άρθρο 51

 

Άρθρο 61 παράγραφος 1

Άρθρο 52 πρώτο εδάφιο

 

Άρθρο 61 παράγραφος 2

Άρθρο 52 δεύτερο εδάφιο

 

Άρθρο 62

 

 

Άρθρο 63 παράγραφος 1

Άρθρο 53 παράγραφος 1

 

Άρθρο 63 παράγραφος 2

Άρθρο 53 παράγραφος 2

 

Άρθρο 64

 

 

Άρθρο 65

 

 

Άρθρο 66

 

 

Άρθρο 67

 

 

Άρθρο 68

 

 

Άρθρο 69

 

 

Άρθρο 70

 

 

Άρθρο 71

 

 

Άρθρο 72

Άρθρο 55

 

Άρθρο 73

Άρθρο 123

 

Άρθρο 74 παράγραφος 1

Άρθρο 22 παράγραφος 1

 

Άρθρο 74 παράγραφος 2

Άρθρο 22 παράγραφος 2

 

Άρθρο 74 παράγραφος 3

Άρθρο 22 παράγραφος 6

 

Άρθρο 74 παράγραφος 4

 

 

Άρθρο 75 παράγραφος 1

Άρθρο 22 παράγραφος 3

 

Άρθρο 75 παράγραφος 2

Άρθρο 22 παράγραφος 4

 

Άρθρο 75 παράγραφος 3

Άρθρο 22 παράγραφος 5

 

Άρθρο 76 παράγραφος 1

Παράρτημα V σημείο 2

 

Άρθρο 76 παράγραφος 2

 

 

Άρθρο 76 παράγραφος 3

 

 

Άρθρο 76 παράγραφος 4

 

 

Άρθρο 76 παράγραφος 5

 

 

Άρθρο 77

 

 

Άρθρο 78

 

 

Άρθρο 79

Παράρτημα V σημεία 3, 4 και 5

 

Άρθρο 80

Παράρτημα V σημείο 6

 

Άρθρο 81

Παράρτημα V σημείο 7

 

Άρθρο 82 παράγραφος 1

Παράρτημα V σημείο 8

 

Άρθρο 82 παράγραφος 2

Παράρτημα V σημείο 9

 

Άρθρο 83 παράγραφος 1

Παράρτημα V σημείο 10

 

Άρθρο 83 παράγραφος 2

 

Παράρτημα IV σημείο 5

Άρθρο 83 παράγραφος 3

 

Παράρτημα I σημεία 38 και 41

Άρθρο 84

Παράρτημα V σημείο 11

 

Άρθρο 85 παράγραφος 1

Παράρτημα V σημείο 12

 

Άρθρο 85 παράγραφος 2

Παράρτημα V σημείο 13

 

Άρθρο 86 παράγραφος 1

Παράρτημα V σημείο 14

 

Άρθρο 86 παράγραφος 2

Παράρτημα V σημείο 14α

 

Άρθρο 86 παράγραφος 3

 

 

Άρθρο 86 παράγραφος 4

Παράρτημα V σημείο 15

 

Άρθρο 86 παράγραφος 5

Παράρτημα V σημείο 16

 

Άρθρο 86 παράγραφος 6

Παράρτημα V σημείο 17

 

Άρθρο 86 παράγραφος 7

Παράρτημα V σημείο 18

 

Άρθρο 86 παράγραφος 8

Παράρτημα V σημείο 19

 

Άρθρο 86 παράγραφος 9

Παράρτημα V σημείο 20

 

Άρθρο 86 παράγραφος 10

Παράρτημα V σημείο 21

 

Άρθρο 86 παράγραφος 11

Παράρτημα V σημείο 22

 

Άρθρο 87

 

 

Άρθρο 88 παράγραφος 1

Παράρτημα V σημείο 1

 

Άρθρο 88 παράγραφος 2

 

 

Άρθρο 89

 

 

Άρθρο 90

 

 

Άρθρο 91

 

 

Άρθρο 92 παράγραφος 1

Παράρτημα V σημείο 23 δεύτερο εδάφιο

 

Άρθρο 92 παράγραφος 2 εισαγωγική περίοδος

Παράρτημα V σημείο 23 εισαγωγική περίοδος

 

Άρθρο 92 παράγραφος (2) στοιχείο (α)

Παράρτημα V σημείο 23 πρώτο εδάφιο στοιχείο α)

 

Άρθρο 92 παράγραφος 2 στοιχείο (β)

Παράρτημα V σημείο 23 πρώτο εδάφιο στοιχείο β)

 

Άρθρο 92 παράγραφος 2 στοιχείο (γ)

Παράρτημα V σημείο 23 πρώτο εδάφιο στοιχείο γ)

 

Άρθρο 92 παράγραφος 2 στοιχείο (δ)

Παράρτημα V σημείο 23 πρώτο εδάφιο στοιχείο δ)

 

Άρθρο 92 παράγραφος 2 στοιχείο (ε)

Παράρτημα V σημείο 23 πρώτο εδάφιο στοιχείο ε)

 

Άρθρο 92 παράγραφος 2 στοιχείο (στ)

Παράρτημα V σημείο 23 πρώτο εδάφιο στοιχείο στ)

 

Άρθρο 92 παράγραφος 2 στοιχείο (ζ)

 

 

Άρθρο 93

Παράρτημα V σημείο 23 πρώτο εδάφιο στοιχείο ια)

 

Άρθρο 94 παράγραφος 1 στοιχείο (α)

Παράρτημα V σημείο 23 πρώτο εδάφιο στοιχείο ζ)

 

Άρθρο 94 παράγραφος 1 στοιχείο (β)

Παράρτημα V σημείο 23 πρώτο εδάφιο στοιχείο η)

 

Άρθρο 94 παράγραφος 1 στοιχείο (γ)

Παράρτημα V σημείο 23 πρώτο εδάφιο στοιχείο θ)

 

Άρθρο 94 παράγραφος 1 στοιχείο (δ)

 

 

Άρθρο 94 παράγραφος 1 στοιχείο (ε)

Παράρτημα V σημείο 23 πρώτο εδάφιο στοιχείο ι)

 

Άρθρο 94 παράγραφος 1 στοιχείο (στ)

Παράρτημα V σημείο 23 πρώτο εδάφιο στοιχείο ιβ)

 

Άρθρο 94 παράγραφος 1 στοιχείο (ζ)

 

 

Άρθρο 94 παράγραφος 1 στοιχείο (η)

Παράρτημα V σημείο 23 πρώτο εδάφιο στοιχείο ιγ)

 

Άρθρο 94 παράγραφος 1 στοιχείο (θ)

 

 

Άρθρο 94 παράγραφος 1 στοιχείο (ι)

Παράρτημα V σημείο 23 πρώτο εδάφιο στοιχείο ιδ)

 

Άρθρο 94 παράγραφος 1 στοιχείο (ια)

Παράρτημα V σημείο 23 πρώτο εδάφιο στοιχείο ιδ)

 

Άρθρο 94 παράγραφος 1 στοιχείο (ιβ)

Παράρτημα V σημείο 23 πρώτο εδάφιο στοιχείο ιε)

 

Άρθρο 94 παράγραφος 1 στοιχείο (ιγ)

Παράρτημα V σημείο 23 πρώτο εδάφιο στοιχείο ιστ)

 

Άρθρο 94 παράγραφος 1 στοιχείο (ιδ)

Παράρτημα V σημείο 23 πρώτο εδάφιο στοιχείο ιζ)

 

Άρθρο 94 παράγραφος 1 στοιχείο (ιε)

Παράρτημα V σημείο 23 πρώτο εδάφιο στοιχείο ιη)

 

Άρθρο 94 παράγραφος 1 στοιχείο (ιστ)

Παράρτημα V σημείο 23 πρώτο εδάφιο στοιχείο ιθ)

 

Άρθρο 94 παράγραφος 1 στοιχείο (ιζ)

Παράρτημα V σημείο 23 πρώτο εδάφιο στοιχείο κ)

 

Άρθρο 94 παράγραφος 2

Άρθρο 150 παράγραφος 3 στοιχείο β)

 

Άρθρο 95

Παράρτημα V σημείο 24

 

Άρθρο 96

 

 

Άρθρο 97 παράγραφος 1

Άρθρο 124 παράγραφος 1

 

Άρθρο 97 παράγραφος 2

Άρθρο 124 παράγραφος 2

 

Άρθρο 97 παράγραφος 3

Άρθρο 124 παράγραφος 3

 

Άρθρο 97 παράγραφος 4

Άρθρο 124 παράγραφος 4

 

Άρθρο 98 παράγραφος 1

Παράρτημα XI σημείο 1

 

Άρθρο 98 παράγραφος 2

Παράρτημα XI σημείο 1α

 

Άρθρο 98 παράγραφος 3

Παράρτημα XI σημείο 2

 

Άρθρο 98 παράγραφος 4

Παράρτημα XI σημείο 3

 

Άρθρο 98 παράγραφος (5)

Άρθρο 124 παράγραφος 5

 

Άρθρο 98 παράγραφος 6

 

 

Άρθρο 98 παράγραφος 7

 

 

Άρθρο 99

 

 

Άρθρο 100

 

 

Άρθρο 101

 

 

Άρθρο 102 παράγραφος 1

Άρθρο 136 παράγραφος 1

 

Άρθρο 102 παράγραφος 2

 

 

Άρθρο 103

 

 

Άρθρο 104

Άρθρο 136

 

Άρθρο 105

 

 

Άρθρο 106(1)

Άρθρο 149

 

Άρθρο 106(2)

 

 

Άρθρο 107

 

 

Άρθρο 108 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 68 παράγραφος 2

 

Άρθρο 108 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 3

 

Άρθρο 108 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο

 

 

Άρθρο 108 παράγραφος 2

Άρθρο 71 παράγραφος 1

 

Άρθρο 108 παράγραφος 3

Άρθρο 71 παράγραφος 2

 

Άρθρο 108 παράγραφος 4

Άρθρο 73 παράγραφος 2

 

Άρθρο 109 παράγραφος 1

Άρθρο 68 παράγραφος 1

 

Άρθρο 109 παράγραφος 2

Άρθρο 73 παράγραφος 3

 

Άρθρο 109 παράγραφος 3

 

 

Άρθρο 110 παράγραφος 1

Άρθρο 124 παράγραφος 2

 

Άρθρο 110 παράγραφος 2

Άρθρο 23

 

Άρθρο 111 παράγραφος 1

Άρθρο 125 παράγραφος 1

Άρθρο 2

Άρθρο 111 παράγραφος 2

Άρθρο 125 παράγραφος 2

Άρθρο 2

Άρθρο 111 παράγραφος 3

Άρθρο 126 παράγραφος 1

 

Άρθρο 111 παράγραφος 4

Άρθρο 126 παράγραφος 2

 

Άρθρο 111 παράγραφος 5

Άρθρο 126 παράγραφος 3

 

Άρθρο 111 παράγραφος 6

Άρθρο 126 παράγραφος 4

 

Άρθρο 112 παράγραφος 1

Άρθρο 129 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

 

Άρθρο 112 παράγραφος 2

Άρθρο 129 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

 

Άρθρο 112 παράγραφος 3

Άρθρο 129 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο

 

Άρθρο 113 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 129 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο

 

Άρθρο 113 παράγραφος 1 στοιχείο β)

 

 

Άρθρο 113 παράγραφος 2 στοιχείο α) πρώτο εδάφιο

Άρθρο 129 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο

 

Άρθρο 113 παράγραφος 2 στοιχείο β) πρώτο εδάφιο

 

 

Άρθρο 113 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 129 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο

 

Άρθρο 113 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 129 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο

 

Άρθρο 113 παράγραφος 3

Άρθρο 129 παράγραφος 3 τέταρτο έως έβδομο εδάφιο

 

Άρθρο 113 παράγραφος 4

Άρθρο 129 παράγραφος 3 όγδοο και ένατο εδάφιο

 

Άρθρο 113 παράγραφος 5

Άρθρο 129 παράγραφος 3 δέκατο και ενδέκατο εδάφιο

 

Άρθρο 114

Άρθρο 130

 

Άρθρο 115

Άρθρο 131

 

Άρθρο 116 παράγραφος 1

Άρθρο 131α παράγραφος 1 πρώτο, δεύτερο και τρίτο εδάφιο

 

Άρθρο 116 παράγραφος 2

Άρθρο 131α παράγραφος 1 τέταρτο εδάφιο

 

Άρθρο 116 παράγραφος 3

Άρθρο 131α παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο

 

Άρθρο 116 παράγραφος 4

Άρθρο 131α παράγραφος 2 δεύτερο και τρίτο εδάφιο

 

Άρθρο 116 παράγραφος 5

Άρθρο 131α παράγραφος 2 τέταρτο και πέμπτο εδάφιο

 

Άρθρο 116 παράγραφος 6

Άρθρο 131α παράγραφος 2 έκτο εδάφιο

 

Άρθρο 116 παράγραφος 7

Άρθρο 131α παράγραφος 2 έβδομο εδάφιο

 

Άρθρο 116 παράγραφος 8

Άρθρο 131α παράγραφος 2 όγδοο εδάφιο

 

Άρθρο 116 παράγραφος 9

Άρθρο 131α παράγραφος 2 ένατο εδάφιο

 

Άρθρο 117 παράγραφος 1

Άρθρο 132 παράγραφος 1 πρώτο έως έκτο εδάφιο

 

Άρθρο 117 παράγραφος 2

Άρθρο 132 παράγραφος 1 έβδομο και όγδοο εδάφιο

 

Άρθρο 117 παράγραφος 3

Άρθρο 132 παράγραφος 2

 

Άρθρο 117 παράγραφος 4

Άρθρο 132 παράγραφος 3

 

Άρθρο 118

Άρθρο 141

 

Άρθρο 119 παράγραφος 1

Άρθρο 127 παράγραφος 1

 

Άρθρο 119 παράγραφος 2

Άρθρο 127 παράγραφος 2

 

Άρθρο 119 παράγραφος 3

Άρθρο 127 παράγραφος 3

 

Άρθρο 120

Άρθρο 72α

 

Άρθρο 121

Άρθρο 135

 

Άρθρο 122

Άρθρο 137

 

Άρθρο 123 παράγραφος 1

Άρθρο 138 παράγραφος 1

 

Άρθρο 123 παράγραφος 2

Άρθρο 138 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο

 

Άρθρο 124

Άρθρο 139

 

Άρθρο 125

Άρθρο 140

Άρθρο 2

Άρθρο 126

Άρθρο 142

 

Άρθρο 127

Άρθρο 143

 

Άρθρο 128

 

 

Άρθρο 129

 

 

Άρθρο 130

 

 

Άρθρο 131

 

 

Άρθρο 132

 

 

Άρθρο 133

 

 

Άρθρο 134

 

 

Άρθρο 135

 

 

Άρθρο 136

 

 

Άρθρο 137

 

 

Άρθρο 138

 

 

Άρθρο 139

 

 

Άρθρο 140

 

 

Άρθρο 141

 

 

Άρθρο 142

 

 

Άρθρο 143

Άρθρο 144

 

Άρθρο 144 παράγραφος 1

Άρθρο 122α παράγραφος 9

 

Άρθρο 144 παράγραφος 2

Άρθρο 69 παράγραφος 4

 

Άρθρο 144 παράγραφος 3

Άρθρο 70 παράγραφος 4

 

Άρθρο 145

Άρθρο 150 παράγραφος 1

 

Άρθρο 146

Άρθρο 150 παράγραφος 1α

 

Άρθρο 147 παράγραφος 1

Άρθρο 151 παράγραφος 1

 

Άρθρο 147 παράγραφος 2

Άρθρο 151 παράγραφος 2

 

Άρθρο 148 παράγραφος 1

Άρθρο 151α παράγραφος 3

 

Άρθρο 148 παράγραφος 2

Άρθρο 151α παράγραφος 1

 

Άρθρο 148 παράγραφος 3

Άρθρο 151β

 

Άρθρο 148 παράγραφος 4

Άρθρο 151α παράγραφος 2

 

Άρθρο 148 παράγραφος 5

Άρθρο 151γ

 

Άρθρο 149

 

 

Άρθρο 150

 

 

Άρθρο 151

 

 

Άρθρο 152

Άρθρο 29

 

Άρθρο 153

Άρθρο 30

 

Άρθρο 154

Άρθρο 33

 

Άρθρο 155

Άρθρο 40

 

Άρθρο 156

Άρθρο 41

 

Άρθρο 157

Άρθρο 42

 

Άρθρο 158

Άρθρο 42α

 

Άρθρο 159

Άρθρο 43

 

Άρθρο 160

 

 

Άρθρο 161 παράγραφος 1

Άρθρο 156 έκτο εδάφιο

 

Άρθρο 161 παράγραφος 2

Άρθρο 156 τέταρτο εδάφιο

 

Άρθρο 161 παράγραφος 3

 

 

Άρθρο 161 παράγραφος 4

 

 

Άρθρο 161 παράγραφος 5

 

 

Άρθρο 161 παράγραφος 6

 

 

Άρθρο 161 παράγραφος 7

 

 

Άρθρο 161 παράγραφος 8

 

 

Άρθρο 161 παράγραφος 9

 

 

Άρθρο 162 παράγραφος 1

 

 

Άρθρο 162 παράγραφος 2

 

 

Άρθρο 162 παράγραφος 3

 

 

Άρθρο 162 παράγραφος 4

Άρθρο 157 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο

 

Άρθρο 162 παράγραφος 5

 

 

Άρθρο 162 παράγραφος 6

 

 

Άρθρο 163

Άρθρο 158

 

Άρθρο 164

Άρθρο 159

 

Άρθρο 165

Άρθρο 160

 

Παράρτημα I

Παράρτημα I

 


Top