EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62015CC0508

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi της 15ης Σεπτεμβρίου 2016.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2016:697

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PAOLO MENGOZZI

της 15ης Σεπτεμβρίου 2016 ( 1 )

Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑508/15 και C‑509/15

Sidika Ucar

κατά

Land Berlin (C‑508/15)

και

Recep Kilic

κατά

Land Berlin (C-509/15)

[αιτήσεις του Verwaltungsgericht Berlin (διοικητικού πρωτοδικείου Βερολίνου, Γερμανία)για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή — Συμφωνία Συνδέσεως μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας — Δικαίωμα διαμονής των μελών της οικογενείας Τούρκου εργαζομένου που είναι ενταγμένος στη νόμιμη αγορά εργασίας κράτους μέλους — Προϋποθέσεις — Υποχρέωση του εργαζομένου με τον οποίο συμβιώνει το μέλος της οικογενείας να είναι ενταγμένος στη νόμιμη αγορά εργασίας κατά τα τρία πρώτα έτη της διαμονής του μέλους της οικογενείας»

Με τις κρινόμενες δύο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως, το

1. 

Verwaltungsgericht Berlin (διοικητικό πρωτοδικείο Βερολίνου, Γερμανία) ερωτά το Δικαστήριο σχετικά με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες πρέπει να αναγνωριστεί το δικαίωμα ασκήσεως έμμισθης δραστηριότητας στα μέλη της οικογενείας Τούρκου εργαζομένου, ο οποίος κατοικεί στο έδαφος κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι προϋποθέσεις αυτές ορίζονται από το άρθρο 7 της αποφάσεως 1/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως, της 19ης Σεπτεμβρίου 1980, σχετικά με την προώθηση της συνδέσεως (στο εξής: απόφαση 1/80), η οποία εκδόθηκε από το Συμβούλιο Συνδέσεως που συστάθηκε βάσει της Συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας, η οποία υπογράφηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1963 στην Άγκυρα (Τουρκία) από την Τουρκική Δημοκρατία, αφενός, και από τα κράτη μέλη της ΕΟΚ και την Κοινότητα, αφετέρου, και η οποία συνήφθη, εγκρίθηκε και επικυρώθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με την απόφαση 64/732/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Δεκεμβρίου 1963 ( 2 ) (στο εξής: Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας).

I – Το νομικό πλαίσιο

Α – Η απόφαση 1/80

2.

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 έχει ως εξής:

«Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 7 περί ελεύθερης προσβάσεως των μελών της οικογενείας του στην απασχόληση, ο Τούρκος εργαζόμενος που είναι ενταγμένος στη νόμιμη αγορά εργασίας κράτους μέλους:

εφόσον έχει απασχοληθεί νομίμως επί ένα έτος, δικαιούται, εντός αυτού του κράτους μέλους, ανανεώσεως της ισχύουσας αδείας εργασίας του στον ίδιο εργοδότη, αν εξακολουθεί να κατέχει θέση εργασίας,

εφόσον έχει απασχοληθεί νομίμως επί τρία έτη, και υπό την επιφύλαξη της αποδοτέας στους εργαζομένους των κρατών μελών της Κοινότητας προτεραιότητας, δικαιούται να αποδεχθεί άλλη προσφορά εργασίας, στο ίδιο επάγγελμα, που του υποβάλλεται υπό ομαλές συνθήκες από άλλον εργοδότη της επιλογής του και καταγράφεται από τις υπηρεσίες απασχολήσεως του οικείου κράτους μέλους·

εφόσον έχει απασχοληθεί νομίμως επί τέσσερα έτη, έχει ελεύθερη πρόσβαση σε οποιαδήποτε μισθωτή δραστηριότητα της επιλογής του εντός αυτού του κράτους μέλους».

3.

Το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80 αναφέρεται στα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στα μέλη της οικογενείας Τούρκου εργαζομένου που είναι ενταγμένος στη νόμιμη αγορά εργασίας κράτους μέλους, στα οποία έχει επιτραπεί να ζήσουν μαζί του. Ορίζει ότι τα εν λόγω μέλη «έχουν το δικαίωμα να αποδέχονται, υπό την επιφύλαξη της προτεραιότητας που πρέπει να αναγνωρίζεται στους εργαζομένους των κρατών μελών της Κοινότητας, οποιαδήποτε προσφορά εργασίας, εφόσον διαμένουν νομίμως εκεί επί τρία τουλάχιστον έτη [και] έχουν ελεύθερη πρόσβαση σε οποιαδήποτε έμμισθη δραστηριότητα της επιλογής τους, εφόσον διαμένουν νομίμως εκεί επί πέντε τουλάχιστον έτη».

4.

Το άρθρο 14, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 προβλέπει ότι «[ο]ι διατάξεις του παρόντος τμήματος εφαρμόζονται υπό την επιφύλαξη των περιορισμών που δικαιολογούνται από λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας και δημοσίας υγείας».

Β – Το γερμανικό δίκαιο

5.

Τα στοιχεία που ασκούν επιρροή στις κρινόμενες υποθέσεις περιέχονται στον Gesetz über den Aufenthalt, die Erwebstätigkeit und die Integration von Ausländern im Bundesgebiet (νόμο για τη διαμονή, την απασχόληση και την ένταξη των αλλοδαπών στο εσωτερικό της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, στο εξής: AufenthG) ( 3 ).

6.

Το άρθρο 4, παράγραφος 5, του AufenthG ορίζει ότι «[α]λλοδαπός ο οποίος απολαύει δικαιώματος διαμονής κατ’ εφαρμογήν της Συμφωνίας Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας υποχρεούται να αποδεικνύει την ύπαρξη του δικαιώματος αυτού δια της κατοχής άδειας διαμονής, εφόσον δεν διαθέτει άδεια εγκαταστάσεως ή άδεια μόνιμης διαμονής στην Ένωση (Erlaubnis zum Daueraufenthalt-EU). Η άδεια διαμονής χορηγείται κατόπιν αιτήσεως».

7.

Το άρθρο 53 του AufenthG έχει ως εξής:

«Ο αλλοδαπός απελαύνεται:

1.

όταν έχει καταδικαστεί τελεσίδικα, λόγω ενός ή περισσοτέρων εκ προθέσεως τελεσθέντων αδικημάτων, σε ποινή στερητική της ελευθερίας ή ποινή για ανηλίκους διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών ή έχει καταδικαστεί τελεσίδικα, λόγω εκ προθέσεως τελεσθέντων αδικημάτων κατά τα πέντε τελευταία έτη, σε περισσότερες της μιας ποινές στερητικές της ελευθερίας ή ποινές για ανηλίκους, συνολικής διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών, ή όταν έχει διαταχθεί, κατά την τελευταία τελεσίδικη καταδίκη του, η μετά την έκτιση της ποινής φύλαξη του καταδικασθέντος σε σωφρονιστικό κατάστημα για λόγους δημόσιας ασφάλειας.

2.

όταν έχει καταδικασθεί τελεσίδικα για αδίκημα τελεσθέν εκ προθέσεως το οποίο συνιστά παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών […] σε ποινή για ανηλίκους τουλάχιστον δύο ετών ή σε ποινή στερητική της ελευθερίας χωρίς αναστολή εκτελέσεως της ποινής […]».

8.

Το άρθρο 55 του AufenthG προβλέπει ότι «[α]λλοδαπός μπορεί να απελαθεί όταν η παραμονή του συνιστά κίνδυνο για τη δημόσια τάξη και για τη δημόσια ασφάλεια ή για άλλα μείζονα συμφέροντα της [Γερμανίας]» ( 4 ), ιδίως όταν έχει υποπέσει σε «παράβαση νόμων, αποφάσεων ή δικαστικών ή διοικητικών μέτρων, η οποία δεν συνιστά μεμονωμένο ή αμελητέο γεγονός […]» ( 5 ).

II – Οι διαφορές της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

Α – Η υπόθεση C-508/15

9.

Η Sidika Ucar, υπήκοος Τουρκίας, παντρεύτηκε τον Ö. Ucar το 1977. Απέκτησαν μαζί τέσσερα τέκνα πριν από το διαζύγιό τους το 1991. Το ίδιο έτος, ο Ö. Ucar εγκατέλειψε την Τουρκία, όπου κατοικούσε με την οικογένειά του, και μετέβη στη Γερμανία, όπου και νυμφεύθηκε Γερμανίδα υπήκοο. Το 1996, χορηγήθηκε στον Ö. Ucar από τις εθνικές αρχές άδεια διαμονής αορίστου χρόνου. Το 1999 λύθηκε και ο δεύτερος γάμος του Ö. Ucar. Τον Σεπτέμβριο του 2000, η S. Ucar παντρεύτηκε εκ νέου τον Ö. Ucar. Τον Νοέμβριο του 2001, η S. Ucar μαζί με το νεότερο από τα τέκνα τους εισήλθε στο γερμανικό έδαφος με θεώρηση εισόδου που της χορήγησε προς τον σκοπό της οικογενειακής επανενώσεως με τον σύζυγό της η Landesamt für Bürger- und Ordnungsangelegenheiten (Υπηρεσία αλλοδαπών του Land του Βερολίνου, Γερμανία, στο εξής: υπηρεσία αλλοδαπών) και μια άδεια διαμονής λόγω γάμου, η οποία έληγε στις 26 Νοεμβρίου 2002.

10.

Όσον αφορά την επαγγελματική κατάσταση του Ö. Ucar, αυτός εργάστηκε από τον Μάιο του 2000 μέχρι το τέλος του 2001 ως μισθωτός σε αρτοποιείο. Στις αρχές του 2002, άρχισε ανεξάρτητη δραστηριότητα ως αρτοποιός, την οποία έπαυσε τον Οκτώβριο του 2005 για να αναλάβει εκ νέου δραστηριότητα ως μισθωτός στον ίδιο κλάδο μέχρι τον Δεκέμβριο του 2011.

11.

Η άδεια διαμονής της S. Ucar παρατάθηκε στις 28 Νοεμβρίου 2002 για δύο έτη. Στις 29 Νοεμβρίου 2004 παρατάθηκε εκ νέου για δύο έτη. Για να χορηγήσει τις δύο αυτές παρατάσεις, η υπηρεσία αλλοδαπών βεβαιώθηκε ότι η S. Ucar είχε διασφαλίσει τα μέσα διαβιώσεώς της από τα εισοδήματα που ο σύζυγός της ελάμβανε από την επαγγελματική του δραστηριότητα.

12.

Στις 21 Νοεμβρίου 2006, η υπηρεσία αλλοδαπών χορήγησε στην S. Ucar άδεια διαμονής προς τον σκοπό της οικογενειακής επανενώσεως, λαμβανομένου υπόψη ότι ο Ö. Ucar εργαζόταν εκ νέου ως μισθωτός. Η άδεια αυτή παρατάθηκε επανειλημμένως και για τελευταία φορά στις 12 Δεκεμβρίου 2013.

13.

Στις 16 Αυγούστου 2013 η S. Ucar υπέβαλε στην υπηρεσία αλλοδαπών αίτηση, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 5, του AufenthG, για την έκδοση άδειας διαμονής που να αποδεικνύει την ύπαρξη, σύμφωνα με τη Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας, δικαιώματος διαμονής, υποστηρίζοντας ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80 πληρούνταν, λαμβανομένου υπόψη, μεταξύ άλλων, ότι ο σύζυγός της ασκούσε έμμισθη δραστηριότητα αδιαλείπτως από τον Νοέμβριο του 2005.

14.

Με απόφαση της 6ης Μαΐου 2014, η υπηρεσία αλλοδαπών απέρριψε την αίτησή της και αρνήθηκε περαιτέρω παράταση της άδειας διαμονής της. Έκρινε, αφενός, ότι οι βιοτικές ανάγκες της S. Ucar δεν καλύπτονταν πλέον και, αφετέρου, ότι η τελευταία δεν είχε αποκτήσει κανένα δικαίωμα δυνάμει του άρθρου 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80, καθώς ο Ö. Ucar δεν πληρούσε την προϋπόθεση της εντάξεως στη νόμιμη αγορά εργασίας κατά την τριετία που ακολούθησε την είσοδο της συζύγου του στη Γερμανία και τη χορήγηση σε αυτήν της πρώτης άδειας διαμονής προς τον σκοπό της οικογενειακής επανενώσεως με τον σύζυγό της. Το γεγονός ότι ο Ö. Ucar είχε ασκήσει έμμισθη δραστηριότητα αδιαλείπτως από την 1η Νοεμβρίου 2005 έως τον Δεκέμβριο του 2011 δεν ήταν ικανό να θεμελιώσει δικαίωμα υπέρ της συζύγου του. Τέλος, η υπηρεσία αλλοδαπών έκρινε ότι η παράταση της άδειας διαμονής της S. Ucar δεν μπορούσε να εξομοιωθεί με άδεια οικογενειακής επανενώσεως με τον εργαζόμενο, κατά την έννοια του άρθρου 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80, καθώς, κατά την ίδια υπηρεσία, το άρθρο αυτό αναφέρεται στην πρώτη άδεια που χορηγείται κατά την είσοδο στο έδαφος του κράτους μέλους και όχι τις επόμενες άδειες.

15.

Η S. Ucar αμφισβητώντας τα συμπεράσματα αυτά άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως της υπηρεσίας αλλοδαπών της 6ης Μαΐου 2014 ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

16.

Το Verwaltungsgericht Berlin (διοικητικό πρωτοδικείο Βερολίνου, Γερμανία), αντιμετωπίζοντας δυσχέρειες κατά την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και, με απόφαση η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 24 Σεπτεμβρίου 2015, να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα στο πλαίσιο της υποθέσεως C‑508/15:

«1)

Έχει το άρθρο 7, [πρώτο εδάφιο], πρώτη περίπτωση, της αποφάσεως 1/80, την έννοια ότι οι προϋποθέσεις εφαρμογής (του) πληρούνται ακόμη και στην περίπτωση που, πριν την τριετή νόμιμη διαμονή του μέλους της οικογένειας μαζί με τον Τούρκο μισθωτό ο οποίος είναι ενταγμένος στη νόμιμη αγορά εργασίας, είχε προηγηθεί χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο κυρίως δικαιούχος, μετά την κατά την έννοια αυτής της διάταξης επιτραπείσα επανένωση, δεν ήταν ενταγμένος ως μισθωτός στη νόμιμη αγορά εργασίας του κράτους μέλους;

2)

Έχει το άρθρο 7, [πρώτο εδάφιο], της αποφάσεως 1/80 την έννοια ότι η παράταση της άδειας διαμονής πρέπει να εξομοιωθεί με την προβλεπόμενη από αυτή τη διάταξη έγκριση επανένωσης με Τούρκο μισθωτό ενταγμένο στη νόμιμη αγορά εργασίας, όταν το ενδιαφερόμενο μέλος της οικογένειας διαμένει αδιαλείπτως μαζί με τον Τούρκο εργαζόμενο από τη στιγμή της κατά την έννοια αυτής της διάταξης επανένωσή τους, αφότου όμως αυτός είχε αποχωρήσει από τη νόμιμη αγορά εργασίας του κράτους μέλους, επανεντασσόμενος σε αυτήν ως μισθωτός μόνον κατά το χρονικό σημείο παρατάσεως της εν λόγω άδειας;»

Β – Η υπόθεση C-509/15

17.

Ο Recep Kilic γεννήθηκε στην Τουρκία το 1993, κατά τη διάρκεια των διακοπών των γονέων του, κατοίκων Γερμανίας, στη χώρα καταγωγής τους. Εισήλθε στη Γερμανία στις 16 Απριλίου 1994. Κατά το χρονικό εκείνο σημείο κανένας από τους γονείς του δεν ασκούσε κάποια επαγγελματική δραστηριότητα.

18.

Τον Μάιο του 1996 οι γονείς του R. Kilic πήραν διαζύγιο και τον ίδιο ανέλαβε αποκλειστικά η μητέρα του, η οποία, στις 30 Ιουνίου 1998, άρχισε να ασκεί έμμισθη επαγγελματική δραστηριότητα, την οποία εξακολούθησε σχεδόν αδιαλείπτως μέχρι τον Απρίλιο του 2003, οπότε και της χορηγήθηκε άδεια μητρότητας και, στη συνέχεια, γονική άδεια.

19.

Στις 5 Μαΐου 1997, και μετά την καθιέρωση από το γερμανικό δίκαιο της υποχρεώσεως κατοχής άδειας διαμονής, χορηγήθηκε στον R. Kilic άδεια διαμονής διάρκειας ισχύος δύο ετών. Το 1999, βάσει προσκομισθείσας βεβαιώσεως του εργοδότη της μητέρας του R. Kilic και παρότι αυτή ελάμβανε κοινωνικό επίδομα, η άδεια διαμονής του R. Kilic παρατάθηκε για ένα έτος. Στη συνέχεια, η άδεια αυτή παρατάθηκε επανειλημμένως μέχρι τις 10 Νοεμβρίου 2011, ημερομηνία από την οποία και έπειτα χορηγούνταν πλέον στον R. Kilic μόνον προσωρινές άδειες.

20.

Ο R. Kilic εγκατέλειψε το σχολείο, ενώ εναντίον του κινήθηκαν διάφορες ποινικές διαδικασίες και καταδικάστηκε επανειλημμένως σε ποινές φυλακίσεως, η τελευταία από τις οποίες του επιβλήθηκε στις 11 Ιουνίου 2013, σχετικά με παραβατική συμπεριφορά ανηλίκου, και συνίστατο σε ποινή φυλακίσεως τριών ετών και τριών μηνών για παράνομη εμπορία ναρκωτικών ουσιών μέσω συμμορίας. Αποφυλακίστηκε στις 27 Μαΐου 2015.

21.

Στις 24 Ιουλίου 2014, η υπηρεσία αλλοδαπών απέρριψε την αίτησή του για παράταση της άδειας διαμονής και διέταξε την απέλασή του βάσει των άρθρων 53, σημεία 1 και 2, και 55 του AufenthG. Αφενός, έκρινε ότι ο R. Kilic δεν μπορούσε να επικαλεστεί κανένα δικαίωμα βάσει της Συμφωνίας Συνδέσεως ή βάσει του άρθρου 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80, λόγω του ότι οι γονείς του δεν πληρούσαν την προϋπόθεση της εντάξεως στη νόμιμη αγορά εργασίας για τρία έτη αδιαλείπτως από τη νόμιμη είσοδο του R. Kilic στο γερμανικό έδαφος. Αφετέρου, έκρινε ότι, λαμβανομένων υπόψη των επανειλημμένων σοβαρών παραβάσεων που είχε ήδη διαπράξει, του κινδύνου υποτροπής και του κινδύνου που συνιστούσε για τη δημόσια ασφάλεια και τάξη, ο R. Kilic έπρεπε να απελαθεί στην Τουρκία. Αυτή η στάθμιση των διαφορετικών συμφερόντων οδήγησε την υπηρεσία αλλοδαπών στο συμπέρασμα ότι οι στενοί προσωπικοί δεσμοί που ο R. Kilic διατηρούσε με τη Γερμανία έπρεπε, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, να θεωρηθούν δευτερεύουσας σημασίας.

22.

Την 1η Σεπτεμβρίου 2014, ο R. Kilic άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Υποστήριξε ότι έπρεπε να του αναγνωριστεί δικαίωμα διαμονής δυνάμει του άρθρου 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80, καθώς η μητέρα του είχε ασκήσει έμμισθη δραστηριότητα για περισσότερα από πέντε έτη αδιαλείπτως. Υποστήριξε επίσης ότι είχε δικαίωμα στην ιδιαίτερη προστασία από την απέλαση, την οποία παρέχει στους Τούρκους υπηκόους το άρθρο 14 της ίδιας αποφάσεως.

23.

Με χωριστή απόφαση, η οποία περιήλθε την ίδια ημέρα στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, το Verwaltungsgericht Berlin (διοικητικό πρωτοδικείο Βερολίνου, Γερμανία) υπέβαλε, στο πλαίσιο της υποθέσεως C-509/15, στο Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα:

«Μπορεί να γίνει λόγος για επιτρεπόμενη επανένωση κατά την έννοια του άρθρου 7 της απόφασης 1/80 στην περίπτωση κατά την οποία παρατείνεται η άδεια διαμονής του μέλους της οικογένειας, στο οποίο είχε προγενέστερα επιτραπεί η οικογενειακή επανένωση με τους κυρίως δικαιούχους που τότε δεν ήταν ενταγμένοι στην αγορά εργασίας, η παράταση δε αυτή χορηγείται σε χρονικό σημείο κατά το οποίο ο κυρίως δικαιούχος, με τον οποίο το μέλος της οικογένειας κατοικεί νόμιμα, είναι πλέον μισθωτός εργαζόμενος;»

Γ – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

24.

Με απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2015, οι υποθέσεις C‑508/15 και C‑509/15 συνενώθηκαν προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

25.

Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν μόνον η S. Ucar, η υπηρεσία αλλοδαπών και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

III – Νομική ανάλυση

Α – Εισαγωγικές παρατηρήσεις

26.

Υπενθυμίζεται ότι η απόφαση 1/80 προβλέπει ότι Τούρκος εργαζόμενος ο οποίος είναι ενταγμένος στη νόμιμη αγορά εργασίας κράτους μέλους δικαιούται την ανανέωση της άδειας εργασίας του εφόσον έχει απασχοληθεί νομίμως επί ένα έτος στο κράτος αυτό, αν εξακολουθεί να απασχολείται στον ίδιο εργοδότη. Μετά από τρία έτη απασχολήσεως, δικαιούται να αποδεχθεί άλλη προσφορά εργασίας στο ίδιο επάγγελμα από άλλο εργοδότη. Μετά από τέσσερα έτη νόμιμης απασχολήσεως, ο εν λόγω εργαζόμενος έχει ελεύθερη πρόσβαση σε οποιαδήποτε έμμισθη δραστηριότητα στο εν λόγω κράτος μέλος. Όσον αφορά τα δικαιώματα που αποκτώνται βάσει του άρθρου 6 της αποφάσεως 1/80, διευκρινίζεται επίσης ότι «οι ετήσιες άδειες και οι μικρής διάρκειας απουσίες λόγω ασθενείας, μητρότητας ή εργατικού ατυχήματος εξομοιώνονται με περιόδους νόμιμης απασχολήσεως» ( 6 ). Όσον αφορά τις περιόδους ακούσιας ανεργίας και τις απουσίες λόγω μακροχρόνιας ασθενείας, «χωρίς να εξομοιώνονται με περιόδους νόμιμης απασχολήσεως, δεν θίγουν τα δικαιώματα που έχουν αποκτηθεί βάσει της προηγουμένης περιόδου απασχολήσεως» ( 7 ).

27.

Όσο τα δικαιώματα προσβάσεως του Τούρκου εργαζομένου που εισήλθε νομίμως στο έδαφος κράτους μέλους παγιώνονται, η παγίωση αυτή έχει ως συνέπεια να ευνοείται η κατάσταση των μελών της οικογενείας του εν λόγω εργαζομένου. Αν τους έχει επιτραπεί η οικογενειακή επανένωση με τον εργαζόμενο αυτόν στο κράτος μέλος υποδοχής, τα μέλη της οικογενείας του αποκτούν το δικαίωμα να αποδέχονται οποιαδήποτε προσφορά εργασίας, εφόσον διαμένουν νομίμως στο κράτος αυτό επί τρία τουλάχιστον έτη. Μετά από πέντε έτη νόμιμης διαμονής, τα μέλη της οικογενείας αποκτούν στο κράτος αυτό ελεύθερη πρόσβαση σε οποιαδήποτε έμμισθη δραστηριότητα. Ουδεμία σημασία έχει συναφώς το αν τα μέλη αυτά έχουν εκδηλώσει την πρόθεση να ασκήσουν πράγματι έμμισθη δραστηριότητα ( 8 ).

28.

Όσον αφορά το ζήτημα της προσβάσεως του Τούρκου εργαζομένου και των μελών της οικογενείας του στην αγορά εργασίας κράτους μέλους, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το δικαίωμα διαμονής πρέπει να αναγνωρίζεται κατ’ ανάγκην ως απόρροια της προσβάσεως στην εν λόγω αγορά. Είναι προφανές ότι η δυνατότητα αποτελεσματικής αποδοχής μιας προσφοράς εργασίας ή ασκήσεως της ελεύθερης προσβάσεως σε οποιαδήποτε δραστηριότητα απαιτεί να είναι δυνατή η διαμονή στο έδαφος του κράτους μέλους όπου ασκείται η εν λόγω δραστηριότητα ή προσφέρεται η θέση εργασίας ( 9 ).

29.

Αυτό ακριβώς το ζήτημα της διαμονής της S. Ucar και του R. Kilic αποτελεί το διακύβευμα των κρινόμενων αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως. Αν αυτοί έχουν αποκτήσει δικαίωμα προσβάσεως στην αγορά εργασίας της Γερμανίας βάσει του άρθρου 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80, τότε η υπηρεσία αλλοδαπών θα πρέπει να τους αναγνωρίσει δικαίωμα διαμονής στηριζόμενο πλέον όχι μόνον στις διατάξεις του εθνικού δικαίου, αλλά και στην εν λόγω απόφαση. Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι ο Τούρκος εργαζόμενος με τον οποίον συμβιώνουν δεν είχε ή δεν διατήρησε την ιδιότητα του εργαζομένου που είναι ενταγμένος στην εθνική αγορά εργασίας κατά την τριετία που ακολούθησε αμέσως μετά την άφιξή τους στη Γερμανία. Σύμφωνα με την ερμηνεία της αποφάσεως 1/80 και της Συμφωνίας Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας που υποστηρίζουν οι γερμανικές αρχές, η S. Ucar θα μπορούσε να έχει αποκτήσει δικαιώματα βάσει του άρθρου 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80 μόνον εάν ο σύζυγός της είχε ασκήσει νομίμως έμμισθη δραστηριότητα αδιαλείπτως από τον Νοέμβριο του 2001 –ημερομηνία εισόδου της S. Ucar στη Γερμανία– μέχρι τον Νοέμβριο του 2004. Ομοίως, για να έχει αποκτήσει τα ίδια δικαιώματα ο R. Kilic, θα έπρεπε η μητέρα του να έχει ασκήσει έμμισθη δραστηριότητα από τον Απρίλιο του 1994 –ημερομηνία της εισόδου του R. Kilic στο γερμανικό έδαφος– μέχρι τον Απρίλιο του 1997. Αυτό είναι το αντικείμενο του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος που υποβάλλεται στο Δικαστήριο στο πλαίσιο της υποθέσεως C‑508/15 ( 10 ).

30.

Επιπλέον, σε περίπτωση που η ερμηνεία της υπηρεσίας αλλοδαπών επικυρωθεί από το Δικαστήριο και γίνει δεκτό ότι τα δικαιώματα που απορρέουν από το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80 γεννώνται μόνον εφόσον ο Τούρκος εργαζόμενος, με τον οποίον συμβιώνει στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής το μέλος της οικογενείας του, ήταν ενταγμένος στη νόμιμη αγορά εργασίας από την άφιξη του εν λόγω μέλους και για όλο το χρονικό διάστημα που είναι αναγκαίο για τη θεμελίωση των εν λόγω δικαιωμάτων, το αιτούν δικαστήριο ερωτά επιπλέον το Δικαστήριο αν η απόφαση περί παρατάσεως της άδειας διαμονής που έχει χορηγηθεί στο εν λόγω μέλος μπορεί να εξομοιωθεί με την αρχική απόφαση περί χορηγήσεως αδείας για οικογενειακή επανένωση, έτσι ώστε το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο Τούρκος εργαζόμενος πρέπει να είναι ενταγμένος στη νόμιμη αγορά εργασίας να μπορεί να υπολογίζεται και από την ημερομηνία της αποφάσεως περί παρατάσεως και όχι μόνον από την ημερομηνία της πρώτης εισόδου του μέλους της οικογενείας στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής. Αυτό είναι το αντικείμενο του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος, το οποίο υποβάλλεται στο πλαίσιο της υποθέσεως C‑508/15, καθώς και του μοναδικού προδικαστικού ερωτήματος της υποθέσεως C‑509/15. Εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που θα προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα της υποθέσεως C‑508/15, θα εξετάσω το ζήτημα αυτό απλώς και μόνον επικουρικώς.

Β – Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C‑508/15

31.

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα που υποβάλλεται στην υπόθεση C‑508/15, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν το Δικαστήριο εάν το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80, έχει την έννοια ότι παρέχει δικαίωμα διαμονής στο μέλος της οικογενείας Τούρκου εργαζομένου εγκατεστημένου στη Γερμανία, όταν ο εν λόγω εργαζόμενος είναι ενταγμένος στη νόμιμη αγορά εργασίας αδιαλείπτως επί τριετία και, κατά το διάστημα αυτό, το μέλος της οικογενείας συμβίωνε με τον εν λόγω εργαζόμενο και αν αποτελεί εμπόδιο για την ερμηνεία αυτή το γεγονός ότι η συμπλήρωση του εν λόγω χρονικού διαστήματος δεν ακολούθησε αμέσως την είσοδο του εν λόγω μέλους της οικογενείας στο γερμανικό έδαφος.

32.

Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, είναι αναγκαία η αναδρομή στις γενικές κρίσεις που έχει διατυπώσει το Δικαστήριο στη νομολογία του σχετικά με το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80, προτού εξεταστεί ειδικότερα η έννοια της εντάξεως στη νόμιμη αγορά εργασίας.

1. Το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80 στη νομολογία του Δικαστηρίου

33.

Κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80 έχει άμεσο αποτέλεσμα, οπότε οι Τούρκοι υπήκοοι επί των οποίων έχει εφαρμογή η διάταξη αυτή έχουν δικαίωμα να την επικαλούνται ευθέως ενώπιον των δικαστηρίων των κρατών μελών για να αποτρέψουν την εφαρμογή των αντίθετων προς το άρθρο αυτό κανόνων του εσωτερικού δικαίου ( 11 ). Επιπλέον, το άρθρο αυτό ανήκει στις κοινωνικές διατάξεις της αποφάσεως 1/80, η οποία αποτελεί ένα επιπλέον βήμα προς την υλοποίηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, που διαπνέεται από τα άρθρα 45 έως 47 ΣΛΕΕ, με συνέπεια ότι οι αρχές που γίνονται δεκτές στο πλαίσιο των τελευταίων αυτών άρθρων πρέπει να τυγχάνουν εφαρμογής, στο μέτρο του δυνατού, και στους Τούρκους υπηκόους οι οποίοι απολαύουν των δικαιωμάτων που παρέχονται βάσει της εν λόγω αποφάσεως ( 12 ).

34.

Εξάλλου, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80 θέτει σε εφαρμογή ένα «σύστημα σταδιακής κτήσεως δικαιωμάτων», το οποίο επιδιώκει διπλό σκοπό ( 13 ). Έτσι, το Δικαστήριο έκρινε ότι «[κ]αταρχάς, πριν εκπνεύσει το αρχικό χρονικό διάστημα των τριών ετών, η εν λόγω διάταξη σκοπεί να καταστήσει δυνατή τη συμβίωση των μελών της οικογενείας του διακινούμενου εργαζομένου με αυτόν, έτσι ώστε, με την οικογενειακή επανένωση, να καταστεί πλέον ευχερής η απασχόληση και η διαμονή του Τούρκου εργαζομένου που έχει ήδη ενταχθεί νομίμως στο κράτος μέλος υποδοχής […]. Στη συνέχεια, η ίδια διάταξη αποσκοπεί στην ενίσχυση της μόνιμης εντάξεως, στο κράτος μέλος υποδοχής, της οικογένειας του Τούρκου διακινουμένου εργαζομένου, παρέχοντας στο περί ου πρόκειται μέλος της οικογένειας, μετά τρία έτη νόμιμης διαμονής, τη δυνατότητα να αποκτήσει το ίδιο πρόσβαση στην αγορά εργασίας. Ο κύριος σκοπός που επιδιώκεται κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι να εδραιωθεί η θέση του εν λόγω μέλους της οικογένειας, το οποίο, στο στάδιο αυτό, ήδη είναι νόμιμα ενταγμένο στο κράτος μέλος υποδοχής, παρεχομένων σε αυτό των μέσων να κερδίσει τα προς το ζην στο εν λόγω κράτος και, επομένως, να δημιουργήσει μια κατάσταση αυτοτελή σε σχέση με αυτήν του διακινουμένου εργαζομένου» ( 14 ). Κατά συνέπεια, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του γενικού σκοπού της αποφάσεως 1/80, «το σύστημα που τίθεται σε εφαρμογή ειδικά από το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της [αποφάσεως 1/80] αποβλέπει στη δημιουργία ευνοϊκών προϋποθέσεων για την οικογενειακή επανένωση» ( 15 ).

35.

Όσον αφορά το περιθώριο διακριτικής ευχέρειας που αναγνωρίζεται στα κράτη μέλη, μολονότι, κατά πάγια νομολογία, τα τελευταία παραμένουν αρμόδια να ρυθμίζουν τις προϋποθέσεις πρώτης εισόδου των Τούρκων υπηκόων στο έδαφός τους, καθώς και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορούν αυτοί να έχουν για πρώτη φορά πρόσβαση στην αγορά εργασίας ( 16 ), αντιθέτως, όταν οι εν λόγω υπήκοοι πληρούν τις προϋποθέσεις μιας από τις διατάξεις της αποφάσεως 1/80 και αποκτούν, εξ αυτού του λόγου, τα δικαιώματα που αυτή παρέχει, δεν επιτρέπεται στα ίδια αυτά κράτη μέλη να προβλέπουν ρύθμιση διαφορετικής φύσεως από εκείνη που προκύπτει από την απόφαση 1/80 ή ρύθμιση που επιβάλλει άλλες προϋποθέσεις από εκείνες που προβλέπει η απόφαση αυτή ( 17 ). Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να μεταβάλλουν μονομερώς το πεδίο εφαρμογής του συστήματος σταδιακής εντάξεως των Τούρκων υπηκόων στο κράτος μέλος υποδοχής ( 18 ).

36.

Πρέπει, επομένως, να διαπιστωθεί εάν οι γερμανικές αρχές προέβησαν σε μονομερή τροποποίηση του προαναφερθέντος συστήματος, επιβάλλοντας στον Τούρκο εργαζόμενο που συμβιώνει με μέλος της οικογενείας του στο έδαφος κράτους μέλους την υποχρέωση να είναι ενταγμένος στη νόμιμη αγορά εργασίας από την ημερομηνία αφίξεως του εν λόγω μέλους και για όλο το χρονικό διάστημα που είναι αναγκαίο για την απόκτηση των προβλεπόμενων από τη διάταξη αυτή δικαιωμάτων, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τα ισόχρονα διαστήματα εντάξεως στην εν λόγω αγορά που, όμως, συμπληρώθηκαν σε χρόνο μεταγενέστερο της ημερομηνίας αυτής, προκειμένου να αναγνωρίσουν τα δικαιώματα που παρέχει το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80.

2. Ένταξη στη νόμιμη αγορά εργασίας και προϋποθέσεις κτήσεως των δικαιωμάτων που προβλέπονται από το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80

37.

Υπό ποιες συγκεκριμένες προϋποθέσεις μπορεί ένα μέλος της οικογενείας Τούρκου εργαζομένου να αποκτήσει δικαιώματα βάσει του άρθρου 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80; Μολονότι το Δικαστήριο έχει ήδη απαντήσει εν μέρει στο ερώτημα αυτό, δεν έχει, ωστόσο, λάβει σαφή θέση σχετικά με τη χρονολογική αλληλουχία όσον αφορά τη συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών.

38.

Πριν ασχοληθώ με την ερμηνεία που έδωσε το Δικαστήριο στις εν λόγω προϋποθέσεις, επισημαίνω ότι το ίδιο το κείμενο του άρθρου 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80 δεν προβλέπει ρητώς τίποτε ανάλογο με αυτό το οποίο απαιτούν οι γερμανικές αρχές. Συγκεκριμένα, από την ανάγνωση του άρθρου αυτού προκύπτει απλώς ότι το μέλος της οικογενείας ενός Τούρκου εργαζομένου που είναι ενταγμένος στη νόμιμη αγορά εργασίας κράτους μέλους, στο οποίο έχει επιτραπεί η οικογενειακή επανένωση, έχει κατ’ αρχήν δικαίωμα να αποδεχθεί οποιαδήποτε προσφορά εργασίας, εφόσον διαμένει νομίμως στο εν λόγω κράτος επί τρία τουλάχιστον έτη (άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, της αποφάσεως 1/80), ενώ στη συνέχεια αποκτά πρόσβαση σε οποιαδήποτε έμμισθη δραστηριότητα της επιλογής του, εφόσον διαμένει στο ίδιο κράτος επί πέντε τουλάχιστον έτη (άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, της αποφάσεως 1/80).

39.

Το Δικαστήριο έχει ερμηνεύσει το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80 υπό την έννοια ότι «η κτήση των δικαιωμάτων που προβλέπονται από τη διάταξη αυτή εξαρτάται από δύο σωρευτικές προϋποθέσεις, δηλαδή από το ότι, αφενός, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να είναι μέλος της οικογένειας Τούρκου εργαζομένου ήδη ενταγμένου στη νόμιμη αγορά εργασίας του κράτους μέλους υποδοχής και, αφετέρου, πρέπει να του έχει επιτραπεί από τις αρμόδιες αρχές του κράτους αυτού να έλθει εκεί για να ζήσει μαζί με τον εν λόγω εργαζόμενο. Όταν πληρούνται οι εν λόγω προϋποθέσεις, απομένει να εξακριβωθεί, για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80, αν ο περί ου πρόκειται Τούρκος υπήκοος διαμένει νομίμως επί ορισμένο χρονικό διάστημα στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής μαζί με τον εργαζόμενο από τον οποίο αντλεί τα δικαιώματά του» ( 19 ).

40.

Στη νομολογία του, το Δικαστήριο έχει χρησιμοποιήσει αδιακρίτως τους όρους «αρχική περίοδος» ( 20 ) τριών ετών, «χρονικό διάστημα» ( 21 ) τριών ετών, «ορισμένο χρονικό διάστημα» ( 22 ) ή και «[τριετής περίοδος] από την είσοδο του μέλους της οικογένειας στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής» ( 23 ). Δεν θεωρώ τους όρους αυτούς καθοριστικής σημασίας. Αφενός, η αναφορά στην «αρχική» περίοδο έχει απλώς ως σκοπό τη διάκρισή της από την επόμενη περίοδο των δύο επιπλέον ετών, τα οποία, σύμφωνα με το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, της αποφάσεως 1/80, παρέχουν δικαίωμα ελεύθερης προσβάσεως σε οποιαδήποτε έμμισθη δραστηριότητα στο μέλος της οικογενείας Τούρκου εργαζομένου που είναι ενταγμένος στη νόμιμη αγορά εργασίας κράτους μέλους. Αφετέρου, η διευκρίνιση που περιέχεται στην απόφαση Pehlivan ( 24 ) έχει εντελώς μεμονωμένο χαρακτήρα και διατυπώθηκε στο πλαίσιο υποθέσεως στην οποία δεν ετίθετο κανένα ζήτημα χρονολογικής αλληλουχίας όπως αυτό που αντιμετωπίζουμε εν προκειμένω ( 25 ).

41.

Όσον αφορά τόσο την S. Ucar όσον και τον R. Kilic, δεν αμφισβητείται ότι αυτοί πληρούν τις προϋποθέσεις που παγίως έχει θέσει το Δικαστήριο προκειμένου να τους αναγνωριστούν τα δικαιώματα του άρθρου 7 της αποφάσεως 1/80. Και οι δύο είναι μέλη της οικογενείας Τούρκου εργαζομένου και τους έχει επιτραπεί νομίμως η επανένωση μαζί του στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής. Δεν αμφισβητείται επίσης ότι και οι δύο πληρούν την προϋπόθεση της πραγματικής συμβιώσεως με τον εργαζόμενο υπό την αυτή στέγη ( 26 ).

42.

Τέλος, η νομολογία απαιτεί ο Τούρκος εργαζόμενος με τον οποίο συμβιώνει το μέλος της οικογενείας να είναι ενταγμένος στη νόμιμη αγορά εργασίας του κράτους μέλους στο οποίο διαμένει «καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που απαιτείται για να αποκτήσει το μέλος της οικογένειας το δικαίωμα προσβάσεως στην αγορά εργασίας» ( 27 ) του εν λόγω κράτους μέλους. Η ένταξη στη νόμιμη αγορά εργασίας αποτελεί έννοια διαφορετική από εκείνη της νόμιμης απασχολήσεως στην οποία αναφέρεται το άρθρο 6, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80 ( 28 ). Σε σχέση με την εν λόγω ένταξη, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι «αυτή η έννοια δηλώνει το σύνολο των εργαζομένων που συμμορφώθηκαν προς τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις του οικείου κράτους και έχουν επομένως το δικαίωμα να ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα στο έδαφός του» ( 29 ). Προσωρινή διακοπή της εργασιακής σχέσεως δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι ο Τούρκος εργαζόμενος παύει να είναι ενταγμένος στη νόμιμη αγορά εργασίας, τουλάχιστον για το διάστημα που είναι ευλόγως αναγκαίο για να βρει άλλη έμμισθη δραστηριότητα και εφόσον η απουσία αυτή έχει προσωρινό χαρακτήρα ( 30 ). Εν τέλει, «ένας Τούρκος εργαζόμενος θεωρείται ότι έχει παύσει να είναι ενταγμένος στη νόμιμη αγορά εργασίας μόνον όταν αντικειμενικά δεν υφίσταται καμία πιθανότητα να επανενταχθεί στην αγορά εργασίας ή όταν έχει υπερβεί τον χρόνο που ευλόγως απαιτείται για την εξεύρεση νέας μισθωτής δραστηριότητας μετά από χρονικό διάστημα προσωρινής αποχής από την εργασία» ( 31 ).

43.

Επιπλέον, όπως επισήμανε η Επιτροπή, η κτήση δικαιωμάτων δυνάμει του άρθρου 6 της αποφάσεως 1/80 επιτρέπεται ακόμη και αν η ένταξη στη νόμιμη αγορά εργασίας που απαιτείται από το άρθρο αυτό δεν υφίσταται ήδη από την άφιξη του Τούρκου υπηκόου –ο οποίος μπορεί, κατά τον χρόνο αυτόν, να μην έχει καν την ιδιότητα του εργαζομένου– στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής ( 32 ). Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού που επιδιώκει το άρθρο 7 της αποφάσεως 1/80, η υπερβολική αυστηρότητα κατά την εφαρμογή του είναι αδόκιμη, όταν, μάλιστα δεν απαιτείται κατά την εφαρμογή του άρθρου 6 της ίδιας αποφάσεως.

44.

Όσον αφορά τον σκοπό αυτόν, δεν συμμερίζομαι το επιχείρημα της υπηρεσίας αλλοδαπών ότι το άρθρο 7 της αποφάσεως 1/80 δεν θα ήταν πλέον συνεπές προς τον σκοπό που επιδιώκει αν ερμηνευόταν υπό την έννοια ότι θα μπορούσαν βάσει αυτού να αποκτηθούν δικαιώματα, ακόμη και αν το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο Τούρκος εργαζόμενος είναι ενταγμένος στη νόμιμη αγορά εργασίας δεν συμπληρώνεται αμέσως μετά την άφιξη του μέλους της οικογενείας του, διότι, σε μια τέτοια περίπτωση, παρέλκει πλέον η ενίσχυση της οικογενειακής επανενώσεως. Συγκεκριμένα, έχω τη γνώμη ότι, προκειμένου να δημιουργηθούν ευνοϊκές συνθήκες για την οικογενειακή επανένωση, το άρθρο 7 της αποφάσεως 1/80 δεν πρέπει να ερμηνευθεί με υπερβολική αυστηρότητα. Το γεγονός ότι ο Τούρκος εργαζόμενος για τον οποίον πρόκειται συμπληρώνει πλήρως το χρονικό διάστημα εντάξεως στη νόμιμη αγορά εργασίας του κράτους μέλους υποδοχής μόνον μετά την άφιξη του μέλους της οικογενείας με το οποίο συμβιώνει δεν καθιστά λιγότερο λυσιτελή την άποψη ότι η απασχόληση και η διαμονή του Τούρκου εργαζομένου που είναι ήδη ενταγμένος στην αγορά εργασίας καθίσταται περισσότερο βιώσιμη όταν είναι σε θέση να ανασυστήσει κατά τρόπο μόνιμο τον οικογενειακό του πυρήνα στο εν λόγω κράτος μέλος.

45.

Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι γερμανικές αρχές επέβαλαν μη προβλεπόμενη από την απόφαση 1/80 προϋπόθεση απαιτώντας από τους Τούρκους εργαζομένους, προκειμένου να αναγνωριστούν στα μέλη της οικογενείας τους τα δικαιώματα του άρθρου 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80, να είναι οι ίδιοι ενταγμένοι στη νόμιμη αγορά εργασίας, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που είναι αναγκαίο για τη σύσταση των εν λόγω δικαιωμάτων και ήδη από τον χρόνο αφίξεως των μελών αυτών, χωρίς να μπορεί να ληφθεί υπόψη η μεταγενέστερη συμπλήρωση ισόχρονων διαστημάτων εντάξεως στη νόμιμη αγορά εργασίας.

46.

Ως εκ τούτου, ενισχυόμενος στην πεποίθησή μου από το γεγονός ότι –υπενθυμίζω– η απόφαση 1/80 δεν περιέχει αντίθετες ρητές διατάξεις, τείνω να θεωρήσω, συγκεκριμένα, ότι η S. Ucar, η οποία συμβίωσε πράγματι με τον σύζυγό της επί δεκατέσσερα σχεδόν έτη, απέκτησε δικαιώματα βάσει του άρθρου 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80 από τότε που ο Ö. Ucar, ο οποίος ήταν ενταγμένος στη νόμιμη αγορά εργασίας, άσκησε δραστηριότητα επί τρία έτη αδιαλείπτως, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 6 της αποφάσεως 1/80. Στο πλαίσιο αυτό, η S. Ucar απέκτησε τον Νοέμβριο του 2008 τα δικαιώματα του άρθρου 7, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, της αποφάσεως 1/80 και τον Νοέμβριο του 2010 τα δικαιώματα του άρθρου 7, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, της ίδιας αποφάσεως. Όσον αφορά τον R. Kilic, αυτός απέκτησε τα δικαιώματα του άρθρου 7, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, της αποφάσεως 1/80 από τότε που η μητέρα του συμπλήρωσε στη νόμιμη αγορά εργασίας το αναγκαίο για τη θεμελίωση του δικαιώματος αυτού χρονικό διάστημα, δηλαδή από τον Ιούνιο του 2001 ( 33 ).

47.

Οι γερμανικές αρχές ισχυρίζονται ότι μια τέτοια ερμηνεία διευρύνει σημαντικά το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80. Παρόμοιος κίνδυνος, για διαφορετικούς λόγους, είχε προβληθεί στο πλαίσιο της αποφάσεως της 19ης Ιουλίου 2012, Dülger ( 34 ). Το Δικαστήριο είχε υπενθυμίσει τότε ότι κατά το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80, «για την οικογενειακή επανένωση απαιτείται ρητώς να επιτραπεί στο μέλος της οικογένειας να ζήσει μαζί με τον μετανάστη Τούρκο εργαζόμενο, άδεια η οποία χορηγείται σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας του κράτους μέλους υποδοχής. […] Η προϋπόθεση αυτή […] εξηγείται από το ότι, στο πλαίσιο της συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας, η οικογενειακή επανένωση δεν συνιστά δικαίωμα των μελών της οικογένειας του Τούρκου διακινούμενου εργαζομένου, αλλά, αντιθέτως, εξαρτάται από απόφαση που λαμβάνουν οι εθνικές αρχές κατ’ εφαρμογήν αποκλειστικώς του δικαίου του οικείου κράτους μέλους, υπό την επιφύλαξη του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων» ( 35 ). Το αν, δηλαδή, το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80, θα παραγάγει όντως τα αποτελέσματά του εξαρτάται από το αν το κράτος μέλος υποδοχής θα εγκρίνει την οικογενειακή επανένωση. Επομένως, οι εθνικές νομοθεσίες είναι αυτές που ορίζουν πρωτίστως το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως.

48.

Για όλους τους ανωτέρω λόγους, το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μέλος της οικογενείας Τούρκου εργαζομένου, στο οποίο έχει επιτραπεί η είσοδος στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής προς τον σκοπό της οικογενειακής επανενώσεως, δύναται, εφόσον πληροί όλες τις λοιπές προβλεπόμενες από τη διάταξη αυτή προϋποθέσεις, να επικαλεστεί τα δικαιώματα που αυτή κατοχυρώνει, ακόμη και σε περίπτωση που το διάστημα των τριών ή πέντε ετών κατά το οποίο ο Τούρκος εργαζόμενος με τον οποίον συμβιώνει το μέλος αυτό υποχρεούται να είναι ενταγμένος στη νόμιμη αγορά εργασίας δεν ακολουθεί αμέσως μετά την άφιξη του εν λόγω μέλους της οικογενείας στο κράτος μέλος υποδοχής.

Γ – Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος της υποθέσεως C‑508/15 και επί του μοναδικού προδικαστικού ερωτήματος της υποθέσεως C‑509/15

49.

Όπως προανέφερα, λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα της υποθέσεως C‑508/15 και την οποία θεωρώ, επιπροσθέτως, χρήσιμη και για τη διευκρίνιση της νομικής καταστάσεως του R. Kilic, εκτιμώ ότι παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα της υποθέσεως C‑508/15 και στο μοναδικό ερώτημα της υποθέσεως C‑509/15.

50.

Θα ήθελα, πάντως, να υπενθυμίσω στο αιτούν δικαστήριο, το οποίο, στην υπόθεση C‑509/15, καλείται να αποφανθεί επί διαταγής απελάσεως, ορισμένα λυσιτελή στοιχεία από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το άρθρο 14 της αποφάσεως 1/80, έχοντας πλήρη επίγνωση ότι η υποβληθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν αφορά σε καμιά περίπτωση τη διάταξη αυτή. Οι παρατηρήσεις, ωστόσο, που υποβλήθηκαν από την υπηρεσία αλλοδαπών στην υπόθεση αυτή αφορούσαν και τη νομιμότητα της αποφάσεως απελάσεως εις βάρος του R. Kilic ( 36 ).

51.

Ως εκ τούτου, για την περίπτωση που θα ήταν χρήσιμο, υπενθυμίζω ότι, για την ερμηνεία της σχετικής με τη δημόσια τάξη εξαιρέσεως, η οποία περιλαμβάνεται στο άρθρο 14, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80, επιβάλλεται η παραπομπή στην ερμηνεία της ίδιας εξαιρέσεως στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων ( 37 ). Η έννοια της δημοσίας τάξεως «προϋποθέτει την ύπαρξη, εκτός της διαταράξεως της κοινωνικής τάξης που συνεπάγεται κάθε παράβαση νόμου, πραγματικής και αρκούντως σοβαρής απειλής, θίγουσας θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας» ( 38 ). Επειδή η σχετική με τη δημόσια τάξη εξαίρεση πρέπει να ερμηνεύεται περιοριστικά, «η ύπαρξη ποινικής καταδίκης δεν μπορεί να γίνει δεκτή ως αιτιολογία για την απέλαση παρά μόνον αν από τις περιστάσεις που οδήγησαν στην καταδίκη αυτή προκύπτει η ύπαρξη ατομικής συμπεριφοράς που συνιστά ενεστώσα απειλή κατά της δημοσίας τάξεως» ( 39 ). Ο Τούρκος υπήκοος «επιτρέπεται να απελαθεί και να στερηθεί έτσι των δικαιωμάτων που αντλεί απευθείας από την απόφαση 1/80 μόνον εάν το μέτρο αυτό δικαιολογείται από το γεγονός ότι η ατομική συμπεριφορά του ενδιαφερομένου ενέχει συγκεκριμένο κίνδυνο νέων σοβαρών διαταράξεων της δημοσίας τάξεως» ( 40 ).

52.

Επομένως, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει, εφόσον συντρέχει ανάγκη προς τούτο, να διαπιστώσει αν οι ανωτέρω προϋποθέσεις πληρούνται στην περίπτωση του R. Kilic.

IV – Πρόταση

53.

Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα του Verwaltungsgericht Berlin (διοικητικού πρωτοδικείου Βερολίνου) ως εξής:

Το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80, της 19ης Σεπτεμβρίου 1980, σχετικά με την προώθηση της συνδέσεως, η οποία εκδόθηκε από το Συμβούλιο Συνδέσεως που συστάθηκε βάσει της Συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας, έχει την έννοια ότι μέλος της οικογενείας Τούρκου εργαζομένου στο οποίο έχει επιτραπεί η είσοδος στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής προς τον σκοπό της οικογενειακής επανενώσεως δύναται, εφόσον πληροί όλες τις λοιπές προβλεπόμενες από τη διάταξη αυτή προϋποθέσεις, να επικαλεστεί τα δικαιώματα που αυτή κατοχυρώνει, ακόμη και σε περίπτωση που το διάστημα των τριών ή πέντε ετών κατά το οποίο ο Τούρκος εργαζόμενος με τον οποίο συμβιώνει το μέλος αυτό υποχρεούται να είναι ενταγμένος στη νόμιμη αγορά εργασίας δεν ακολουθεί αμέσως μετά την άφιξη του εν λόγω μέλους της οικογενείας στο κράτος μέλος υποδοχής.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) Απόφαση του Συμβουλίου, της 23ης Δεκεμβρίου 1963, περί συνάψεως συμφωνίας συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/001, σ. 48).

( 3 ) Νόμος της 30ής Ιουλίου 2004 (BGBl I 2004, σ. 1950), όπως δημοσιεύθηκε στις 25 Φεβρουαρίου 2008 (BGBl I 2008, σ. 162).

( 4 ) Άρθρο 55, παράγραφος 1, του AufenthG.

( 5 ) Άρθρο 55, παράγραφος 2, του AufenthG.

( 6 ) Άρθρο 6, παράγραφος 2, της αποφάσεως 1/80.

( 7 ) Άρθρο 6, παράγραφος 2, της αποφάσεως 1/80.

( 8 ) Πράγματι, το Δικαστήριο φαίνεται να έχει δεχθεί ότι είναι δυνατή η διεκδίκηση του δικαιώματος διαμονής σε σχέση με έμμισθη δραστηριότητα, ακόμη και αν αυτή είναι μελλοντική: βλ., ως προς το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80, απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2000, Nazli (C‑340/97, EU:C:2000:77, σκέψη 37). Προπάντων, και αντίθετα προς την περίπτωση των Τούρκων εργαζομένων, στους οποίους εφαρμόζεται το εν λόγω άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80, το καθεστώς των μελών της οικογενείας στα οποία αναφέρεται το άρθρο 7 της ως άνω αποφάσεως δεν εξαρτάται από την άσκηση έμμισθης δραστηριότητας: βλ. αποφάσεις της 7ης Ιουλίου 2005, Aydinli (C‑373/03, EU:C:2005:434, σκέψη 29), της 18ης Ιουλίου 2007, Derin (C‑325/05, EU:C:2007:442, σκέψη 56), και της 25ης Σεπτεμβρίου 2008, Er (C‑453/07, EU:C:2008:524, σκέψη 31). Το επιχείρημα της υπηρεσίας αλλοδαπών ότι η S. Ucar δεν έχει πρόθεση να ασκήσει οποιαδήποτε επαγγελματική δραστηριότητα φαίνεται, υπ’ αυτές τις συνθήκες, να προβάλλεται αλυσιτελώς. Το ίδιο θα ίσχυε και αν προβαλλόταν κατά του R. Kilic [βλ. απόφαση της 25ης Σεπτεμβρίου 2008, Er (C‑453/07, EU:C:2008:524, σκέψη 34)].

( 9 ) Βλ., από την πλούσια νομολογία για το άρθρο 6 της αποφάσεως 1/80, αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 1990, Sevince (C‑192/89, EU:C:1990:322, σκέψη 26), της 29ης Μαΐου 1997, Eker (C‑386/95, EU:C:1997:257, σκέψη 19), της 30ής Σεπτεμβρίου 1997, Ertanir (C‑98/96, EU:C:1997:446, σκέψη 26), της 7ης Ιουλίου 2005, Dogan (C‑383/03, EU:C:2005:436, σκέψη 14), και της 10ης Ιανουαρίου 2006, Sedef (C‑230/03, EU:C:2006:5, σκέψεις 33 και 34).

Βλ., από την επίσης πλούσια νομολογία για το άρθρο 7 της αποφάσεως 1/80, αποφάσεις της 17ης Απριλίου 1997, Kadiman (C‑351/95, EU:C:1997:205, σκέψη 29), της 16ης Μαρτίου 2000, Ergat (C‑329/97, EU:C:2000:133, σκέψη 40), της 22ας Ιουνίου 2000, Eyüp (C‑65/98, EU:C:2000:336, σκέψη 29), της 11ης Νοεμβρίου 2004, Cetinkaya (C‑467/02, EU:C:2004:708, σκέψη 31), της 7ης Ιουλίου 2005, Aydinli (C‑373/03, EU:C:2005:434, σκέψη 25), της 18ης Ιουλίου 2007, Derin (C‑325/05, EU:C:2007:442, σκέψεις 40 και 47), της 18ης Δεκεμβρίου 2008, Altun (C‑337/07, EU:C:2008:744, σκέψη 21), και της 19ης Ιουλίου 2012, Dülger (C‑451/11, EU:C:2012:504, σκέψη 28).

( 10 ) Είμαι πεπεισμένος ότι το ερώτημα αυτό είναι λυσιτελές και όσον αφορά την υπόθεση C‑509/15 και την κατάσταση του R. Kilic. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο αν είναι σύμφωνη με το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80 η απαίτηση των εθνικών αρχών σύμφωνα με την οποία ο Τούρκος εργαζόμενος με τον οποίο συμβιώνει στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής μέλος της οικογενείας του πρέπει να διατηρεί την ιδιότητα του εργαζομένου ενταγμένου στη νόμιμη αγορά εργασίας κατά τα τρία έτη αμέσως μετά την άφιξη του εν λόγω μέλους, μόνον σε σχέση με την S. Ucar. Εντούτοις, από τον φάκελο που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο στην υπόθεση C‑509/15 προκύπτει ότι το αίτημα του R. Kilic περί παρατάσεως της άδειας διαμονής του απορρίφθηκε ιδίως επειδή, κατά την υπηρεσία αλλοδαπών, αυτός δεν μπορούσε να επικαλεστεί κανένα δικαίωμα στηριζόμενο στο άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80, διότι η μητέρα του δεν πληρούσε τη σχετική προϋπόθεση. Επομένως, οι σκέψεις που διατυπώνονται στο πλαίσιο της εξέτασης του πρώτου ερωτήματος της υποθέσεως C‑508/15 πρέπει να επεκταθούν και στην περίπτωση του R. Kilic.

( 11 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 22ας Ιουνίου 2000, Eyüp (C‑65/98, EU:C:2000:336, σκέψη 25), της 18ης Ιουλίου 2007, Derin (C‑325/05, EU:C:2007:442, σκέψη 47), της 25ης Σεπτεμβρίου 2008, Er (C‑453/07, EU:C:2008:524, σκέψη 25), της 18ης Δεκεμβρίου 2008, Altun (C‑337/07, EU:C:2008:744, σκέψη 20), της 8ης Δεκεμβρίου 2011, Ziebell (C‑371/08, EU:C:2011:809, σκέψη 48), και της 29ης Μαρτίου 2012, Kahveci (C‑7/10 και C‑9/10, EU:C:2012:180, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 12 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 17ης Απριλίου 1997, Kadiman (C‑351/95, EU:C:1997:205, σκέψη 30), της 10ης Ιανουαρίου 2006, Sedef (C‑230/03, EU:C:2006:5, σκέψη 33), και της 19ης Ιουλίου 2012, Dülger (C‑451/11, EU:C:2012:504, σκέψη 48).

( 13 ) Βλ. απόφαση της 29ης Μαρτίου 2012, Kahveci (C‑7/10 και C‑9/10, EU:C:2012:180, σκέψη 31).

( 14 ) Απόφαση της 29ης Μαρτίου 2012, Kahveci (C‑7/10 και C‑9/10, EU:C:2012:180, σκέψεις 32 και 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η υπογράμμιση δική μου. Θα επανέλθω στη συνέχεια της αναλύσεώς μου στη σημασία που πρέπει ενδεχομένως να αποδίδεται στη χρήση από το Δικαστήριο του επιθέτου «αρχικό».

( 15 ) Απόφαση της 29ης Μαρτίου 2012, Kahveci (C‑7/10 και C‑9/10, EU:C:2012:180, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 16 ) Βλ., από την πλούσια νομολογία, αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 1992, Kus (C‑237/91, EU:C:1992:527, σκέψη 25), της 5ης Οκτωβρίου 1994, Eroglu (C‑355/93, EU:C:1994:369, σκέψη 10), της 17ης Απριλίου 1997, Kadiman (C‑351/95, EU:C:1997:205, σκέψη 31), της 10ης Φεβρουαρίου 2000, Nazli (C‑340/97, EU:C:2000:77, σκέψη 29), και της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, Unal (C‑187/10, EU:C:2011:623, σκέψη 41).

( 17 ) Βλ. αποφάσεις της 16ης Ιουνίου 2011, Pehlivan (C‑484/07, EU:C:2011:395, σκέψη 56), και της 29ης Μαρτίου 2012, Kahveci (C‑7/10 και C‑9/10, EU:C:2012:180, σκέψη 36). Βλ. επίσης απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2008, Altun (C‑337/07, EU:C:2008:744, σκέψη 61).

( 18 ) Βλ. αποφάσεις της 16ης Ιουνίου 2011, Pehlivan (C‑484/07, EU:C:2011:395, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), και της 29ης Μαρτίου 2012, Kahveci (C‑7/10 και C‑9/10, EU:C:2012:180, σκέψη 37).

( 19 ) Απόφαση της 29ης Μαρτίου 2012, Kahveci (C‑7/10 και C‑9/10, EU:C:2012:180, σκέψεις 26 και 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Στην απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, Dülger (C‑451/11, EU:C:2012:504, σκέψη 29), το Δικαστήριο θα διατυπώσει τελικώς τρεις προϋποθέσεις.

( 20 ) Βλ. αποφάσεις της 17ης Απριλίου 1997, Kadiman (C‑351/95, EU:C:1997:205, σκέψεις 32 και 33), της 21ης Ιανουαρίου 2010, Bekleyen (C‑462/08, EU:C:2010:30, σκέψη 36), της 16ης Ιουνίου 2011, Pehlivan (C‑484/07, EU:C:2011:395, σκέψεις 45, 51 και 55), της 29ης Μαρτίου 2012, Kahveci (C‑7/10 και C‑9/10, EU:C:2012:180, σκέψη 32), και της 19ης Ιουλίου 2012, Dülger (C‑451/11, EU:C:2012:504, σκέψη 39).

( 21 ) Βλ. αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 2004, Cetinkaya (C‑467/02, EU:C:2004:708, σκέψη 30), της 7ης Ιουλίου 2005, Aydinli (C‑373/03, EU:C:2005:434, σκέψεις 24 και 29), της 18ης Δεκεμβρίου 2008, Altun (C‑337/07, EU:C:2008:744, σκέψεις 19, 30 και 58), και της 16ης Ιουνίου 2011, Pehlivan (C‑484/07, EU:C:2011:395, σκέψεις 36, 38, 60, 61 και 64).

( 22 ) Βλ. απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2010, Bekleyen (C‑462/08, EU:C:2010:30, σκέψη 26).

( 23 ) Απόφαση της 16ης Ιουνίου 2011, Pehlivan (C‑484/07, EU:C:2011:395, σκέψη 52). Είναι, ωστόσο, σκόπιμη η σύγκριση με τη σκέψη 60 της ίδιας αποφάσεως, όπου το Δικαστήριο εγκαταλείπει αυτή την άχρηστη, από την άποψη των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως, διευκρίνιση.

( 24 ) Απόφαση της 16ης Ιουνίου 2011 (C‑484/07, EU:C:2011:395, σκέψη 52).

( 25 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Υ. Bot στην υπόθεση Dülger (C‑451/11, EU:C:2012:331, σκέψη 24).

( 26 ) Βλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2008, Altun (C‑337/07, EU:C:2008:744, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 27 ) Απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2008, Altun (C‑337/07, EU:C:2008:744, σκέψη 32).

( 28 ) Βλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2008, Altun (C‑337/07, EU:C:2008:744, σκέψη 22).

( 29 ) Απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2008, Altun (C‑337/07, EU:C:2008:744, σκέψη 23).

( 30 ) Βλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2008, Altun (C‑337/07, EU:C:2008:744, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 31 ) Απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2008, Altun (C‑337/07, EU:C:2008:744, σκέψη 25). Το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι οι σκέψεις αυτές, τις οποίες διατύπωσε στο πλαίσιο της ερμηνείας του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και για την ερμηνεία του άρθρου 7, πρώτο εδάφιο, της ίδιας αποφάσεως [βλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2008, Altun (C‑337/07, EU:C:2008:744, σκέψεις 27 και 28)]. Εξάλλου, είναι αμφίβολο αν τα συμπεράσματα της νομολογίας μπορούν να εφαρμοστούν λυσιτελώς στην περίπτωση της S. Ucar. Πράγματι, καίτοι είναι σαφές ότι ο Ö. Ucar δεν άσκησε έμμισθη δραστηριότητα κατά την τριετία που ακολούθησε την άφιξη της συζύγου του στη Γερμανία (δηλαδή από τον Νοέμβριο του 2001 μέχρι τον Νοέμβριο του 2004), άσκησε, ωστόσο, ανεξάρτητη δραστηριότητα, κατά τα φαινόμενα απολύτως σύμφωνη με την εθνική νομοθεσία και, ως εκ τούτου, ήταν ενταγμένος στη νόμιμη αγορά εργασίας, κατά την έννοια του όρου στο εθνικό δίκαιο.

( 32 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2008, Payir κ.λπ. (C‑294/06, EU:C:2008:36, σκέψη 45).

( 33 ) Δεν θεωρώ ότι ο R. Kilic μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 7, δεύτερο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80, το οποίο διέπει ειδικά την περίπτωση των τέκνων των Τούρκων εργαζομένων που είναι ενταγμένοι στη νόμιμη αγορά εργασίας. Δεν αμφισβητείται, ωστόσο, ότι τα τέκνα αυτά μπορούν να επικαλεστούν και τα δικαιώματα απασχολήσεως που αναγνωρίζονται από το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80 [βλ. απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 1998, Akman (C‑210/97, EU:C:1998:555, σκέψη 34)]. Ο R. Kilic δεν φαίνεται να πληροί τις προϋποθέσεις για να του αναγνωριστεί δικαίωμα ελεύθερης προσβάσεως στην αγορά, όπως αυτό το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, της εν λόγω αποφάσεως. Τουλάχιστον στην υποβληθείσα στο Δικαστήριο δικογραφία δεν εκτίθενται λεπτομερώς οι λόγοι για τους οποίους η μητέρα του έπαυσε τη δραστηριότητά της και οι οποίοι θα μπορούσαν να εμπίπτουν στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της αποφάσεως 1/80.

( 34 ) C‑451/11, EU:C:2012:504.

( 35 ) Απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, Dülger (C‑451/11, EU:C:2012:504, σκέψεις 61 και 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 36 ) Πρέπει, πάντως, να επισημανθεί ότι οι περισσότερες από τις παρατηρήσεις αυτές καταδεικνύουν διαφωνία μεταξύ της υπηρεσίας αλλοδαπών και του αιτούντος δικαστηρίου όσον αφορά την κατάσταση του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου, διαφωνία επί της οποίας το Δικαστήριο δεν είναι προφανώς αρμόδιο να αποφανθεί.

( 37 ) Βλ. απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2000, Nazli (C‑340/97, EU:C:2000:77, σκέψη 56).

( 38 ) Αποφάσεις της 10ης Φεβρουαρίου 2000, Nazli (C‑340/97, EU:C:2000:77, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), και της 7ης Ιουλίου 2005, Aydinli (C‑373/03, EU:C:2005:434, σκέψη 27).

( 39 ) Απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2000, Nazli (C‑340/97, EU:C:2000:77, σκέψη 58). Βλ. επίσης αποφάσεις της 16ης Μαρτίου 2000, Ergat (C‑329/97, EU:C:2000:133, σκέψη 46), της 7ης Ιουλίου 2005, Dogan (C‑383/03, EU:C:2005:436, σκέψη 24), και της 8ης Δεκεμβρίου 2011, Ziebell (C‑371/08, EU:C:2011:809, σκέψη 49).

( 40 ) Απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2000, Nazli (C‑340/97, EU:C:2000:77, σκέψη 61).

Top