EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62012CJ0272

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 10ης Δεκεμβρίου 2013.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ.
Αίτηση αναιρέσεως — Κρατικές ενισχύσεις — Απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης των πετρελαιοειδών — Καθήκον του δικαστή — Λόγος που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή της Ένωσης — Σχέση μεταξύ φορολογικής εναρμονίσεως και ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων — Αντίστοιχες αρμοδιότητες του Συμβουλίου και της Επιτροπής — Αρχή της ασφάλειας δικαίου — Τεκμήριο νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης.
Υπόθεση C-272/12 P.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2013:812

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 10ης Δεκεμβρίου 2013 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως — Κρατικές ενισχύσεις — Απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης των πετρελαιοειδών — Καθήκον του δικαστή — Λόγος που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή της Ένωσης — Σχέση μεταξύ φορολογικής εναρμονίσεως και ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων — Αντίστοιχες αρμοδιότητες του Συμβουλίου και της Επιτροπής — Αρχή της ασφάλειας δικαίου — Τεκμήριο νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης»

Στην υπόθεση C‑272/12 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε την 1η Ιουνίου 2012,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους V. Di Bucci, G. Conte, D. Grespan και N. Khan, καθώς και από την K. Walkerová, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

αναιρεσείουσα,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι

η Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από την E. Creedon, επικουρούμενη από τον P. McGarry, SC, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

η Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον G. de Bergues και, αρχικώς, από τον J. Gstalter, στη συνέχεια, από την N. Rouam,

η Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον G. Aiello, avvocato dello Stato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

η Eurallumina SpA, με έδρα το Portoscuso (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους R. Denton και A. Στρατάκη, καθώς και από τις L. Martin Alegi και Λ. Φιλίππου, solicitors,

η Aughinish Alumina Ltd, με έδρα το Askeaton (Ιρλανδία), εκπροσωπούμενη από την C. Waterson, καθώς και από τους C. Little και J. Handoll, solicitors,

προσφεύγουσες πρωτοδίκως

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, K. Lenaerts, αντιπρόεδρο, A. Tizzano, R. Silva de Lapuerta και T. von Danwitz, προέδρους τμήματος, A. Rosas, J. Malenovský, E. Levits, A. Arabadjiev, M. Berger, A. Prechal, E. Jarašiūnas (εισηγητή) και C. Vajda, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: V. Tourrès, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 9ης Απριλίου 2013,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 18ης Ιουλίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 21ης Μαρτίου 2012, T‑50/06 RENV, T‑56/06 RENV, T‑60/06 RENV, T‑62/06 RENV και T‑69/06 RENV, Ιρλανδία κ.λπ. κατά Επιτροπής (στο εξής: αναιρεσιβαλλομένη απόφαση), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση 2006/323/ΕΚ της Επιτροπής, της 7ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με την απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας στην Gardanne, στην περιοχή Shannon και στη Σαρδηνία, η οποία εφαρμόζεται αντίστοιχα από τη Γαλλία, την Ιρλανδία και την Ιταλία (ΕΕ L 119, σ. 12, στο εξής: επίδικη απόφαση), στο μέτρο που διαπιστώνει ή στηρίζεται στη διαπίστωση, ότι οι απαλλαγές από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης επί των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας, οι οποίες χορηγήθηκαν από τη Γαλλική Δημοκρατία, την Ιρλανδία και την Ιταλική Δημοκρατία μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003, συνιστούν κρατικές ενισχύσεις, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, και στο μέτρο που με την απόφαση αυτή εντέλλονται η Γαλλική Δημοκρατία, η Ιρλανδία και η Ιταλική Δημοκρατία να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα προς ανάκτηση των εν λόγω απαλλαγών από τους δικαιούχους τους εφόσον οι τελευταίοι δεν έχουν καταβάλει ειδικό φόρο κατανάλωσης ανερχόμενο τουλάχιστον σε 13,01 ευρώ ανά 1000 kg βαρέος πετρελαίου.

Το νομικό πλαίσιο

2

Οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης των πετρελαιοειδών αποτέλεσαν αντικείμενο σειράς οδηγιών, ήτοι της οδηγίας 92/81/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στα πετρελαιοειδή (ΕΕ L 316, σ. 12), της οδηγίας 92/82/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την προσέγγιση των συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης στα πετρελαιοειδή (ΕΕ L 316, σ. 19), και της οδηγίας 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ L 283, σ. 51), που κατήργησε τις οδηγίες 92/81 και 92/82 από 31ης Δεκεμβρίου 2003.

3

Το άρθρο 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81 όριζε:

«Το Συμβούλιο αποφασίζοντας ομόφωνα μετά από πρόταση της Επιτροπής μπορεί να επιτρέψει σε ένα κράτος μέλος να θεσπίσει περαιτέρω απαλλαγές ή μειώσεις για λόγους ειδικής πολιτικής.

Το κράτος μέλος που σκοπεύει να θεσπίσει τέτοια μέτρα ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή και της παρέχει όλες τις συναφείς και αναγκαίες πληροφορίες. Η Επιτροπή ενημερώνει τα λοιπά κράτη μέλη σχετικά με το προτεινόμενο μέτρο εντός προθεσμίας ενός μηνός.

Το Συμβούλιο θεωρείται ότι εγκρίνει τη σχεδιαζόμενη [απαλλαγή] ή μείωση εάν, σε δύο μήνες από την κατά το δεύτερο εδάφιο ενημέρωση των άλλων κρατών μελών, ούτε η Επιτροπή ούτε κανένα κράτος μέλος φέρει το θέμα ενώπιον του Συμβουλίου.»

4

Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 5, της οδηγίας αυτής:

«Εάν η Επιτροπή κρίνει ότι δεν είναι δυνατόν να διατηρηθούν πλέον οι απαλλαγές ή οι μειώσεις οι οποίες προβλέπονται στην παράγραφο 4, κυρίως για λόγους αθέμιτου ανταγωνισμού ή στρέβλωσης της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, ή για λόγους που συνδέονται με την κοινοτική πολιτική για την προστασία του περιβάλλοντος, υποβάλλει τις κατάλληλες προτάσεις στο Συμβούλιο. Το Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα σχετικά με τις προτάσεις αυτές.»

5

Το άρθρο 6 της οδηγίας 92/82 καθόρισε τον ελάχιστο συντελεστή του ειδικού φόρου κατανάλωσης για το βαρύ πετρέλαιο, από 1ης Ιανουαρίου 1993, σε 13 ευρώ ανά 1000 kg.

6

Με το άρθρο 2, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, η οδηγία 2003/96 προέβλεψε ότι δεν είχε εφαρμογή στις περιπτώσεις ενεργειακών προϊόντων διπλής χρήσεως, ήτοι στα προϊόντα που προορίζονται τόσο για χρήση ως καύσιμα όσο και για άλλες χρήσεις. Η χρήση των ενεργειακών προϊόντων για χημική αναγωγή και στο πλαίσιο ηλεκτρολυτικής και μεταλλουργικής κατεργασίας θεωρείται διπλή χρήση. Πράγματι, από 1ης Ιανουαρίου 2004, ημερομηνία θέσεως της οδηγίας αυτής σε εφαρμογή, δεν προβλέπεται πλέον ελάχιστος συντελεστής ειδικού φόρου κατανάλωσης βαρέος μαζούτ για την παραγωγή αλουμίνας. Επιπλέον, με το άρθρο 18, παράγραφος 1, η εν λόγω οδηγία παρέσχε στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2006 τους μειωμένους συντελεστές ή τις απαλλαγές που αριθμούνται στο παράρτημα II της οδηγίας, που προβλέπει τις απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης βαρέος μαζούτ που χρησιμοποιείται ως καύσιμο για την παραγωγή αλουμίνας στην περιοχή Gardanne, στην περιοχή Shannon και στη Σαρδηνία.

Ιστορικό της διαφοράς

7

Η Ιρλανδία, η Ιταλική Δημοκρατία και η Γαλλική Δημοκρατία προβλέπουν απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή αλουμίνας στην περιοχή Shannon από το 1983, στη Σαρδηνία από το 1993 και στην περιοχή Gardanne από το 1997.

8

Οι εν λόγω απαλλαγές (στο εξής: επίμαχες απαλλαγές) χορηγήθηκαν με την απόφαση 92/510/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την εξουσιοδότηση των κρατών μελών να συνεχίσουν να εφαρμόζουν σε ορισμένα πετρελαιοειδή που χρησιμοποιούνται για συγκεκριμένους σκοπούς τους υφιστάμενους μειωμένους συντελεστές ειδικών φόρων κατανάλωσης ή τις υφιστάμενες απαλλαγές από ειδικούς φόρους κατανάλωσης, σύμφωνα με τις διαδικασίες του άρθρου 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81 (ΕΕ L 316, σ. 16), την απόφαση 93/697/ΕΚ του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1993, με την οποία επιτρέπεται σε ορισμένα κράτη μέλη να εφαρμόσουν ή να συνεχίσουν να εφαρμόζουν σε ορισμένα πετρελαιοειδή όταν χρησιμοποιούνται για συγκεκριμένους σκοπούς, μειωμένους συντελεστές ειδικών φόρων κατανάλωσης ή απαλλαγές από ειδικούς φόρους κατανάλωσης, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81 (ΕΕ L 321, σ. 29), και την απόφαση 97/425/ΕΚ του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1997, για την εξουσιοδότηση κρατών μελών να εφαρμόσουν και να εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν σε ορισμένα πετρελαιοειδή, όταν χρησιμοποιούνται για συγκεκριμένους σκοπούς, τους ισχύοντες μειωμένους συντελεστές του ειδικού φόρου κατανάλωσης ή τις απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην οδηγία 92/81 (ΕΕ L 182, σ. 22). Η ισχύς των επίμαχων απαλλαγών παρατάθηκε επανειλημμένως από το Συμβούλιο και για τελευταία φορά με την απόφαση 2001/224/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, σχετικά με τους μειωμένους συντελεστές ειδικών φόρων κατανάλωσης και τις απαλλαγές από τους φόρους αυτούς, όσον αφορά ορισμένα πετρελαιοειδή που χρησιμοποιούνται για ειδικούς σκοπούς (ΕΕ L 84, σ. 23), μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2006.

9

Με την αιτιολογική σκέψη της 5, η τελευταία αυτή απόφαση διευκρίνισε ότι δεν προδικάζει «την έκβαση διαδικασιών οι οποίες αφορούν τις στρεβλώσεις της λειτουργίας της ενιαίας αγοράς και ενδέχεται να κινηθούν ιδίως βάσει των άρθρων [87 ΕΚ] και [88 ΕΚ]» και ότι δεν απαλλάσσει «τα κράτη μέλη από την υποχρέωση να κοινοποιούν στην Επιτροπή, βάσει του άρθρου [88 ΕΚ], τις τυχόν χορηγούμενες κρατικές ενισχύσεις».

10

Με τρεις αποφάσεις της 30ής Οκτωβρίου 2001, η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ για καθεμία από τις επίμαχες απαλλαγές. Μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής, η Επιτροπή εξέδωσε την επίδικη απόφαση, κατά την οποία:

οι απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης που χορηγήθηκαν από την Ιρλανδία, τη Γαλλική Δημοκρατία και την Ιταλική Δημοκρατία το βαρύ πετρέλαιο που χρησιμοποιήθηκε στην παραγωγή αλουμίνας μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2003 συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ·

οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν από τη 17η Ιουλίου 1990 έως τη 2α Φεβρουαρίου 2002, στο μέτρο που είναι ασύμβατες προς την κοινή αγορά, δεν πρέπει να ανακτηθούν, καθώς αυτό θα αντέκειτο προς τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου·

οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν από την 3η Φεβρουαρίου 2002 έως την 31η Δεκεμβρίου 2003 είναι ασύμβατες προς την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ, εφόσον οι δικαιούχοι δεν έχουν καταβάλει φόρο ανερχόμενο σε 13,01 ευρώ ανά 1000 kg βαρέως μαζούτ, και

οι τελευταίες αυτές ενισχύσεις πρέπει να ανακτηθούν.

11

Με την επίδικη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι οι επίμαχες απαλλαγές αποτελούσαν νέες ενισχύσεις και όχι υφιστάμενες ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88 ΕΚ] (ΕΕ L 83, σ. 1). Στήριξε την εκτίμηση αυτή, μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι οι επίμαχες απαλλαγές δεν υφίσταντο πριν τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης ΕΚ στα οικεία κράτη μέλη, ότι ουδέποτε αξιολογήθηκαν ή εγκρίθηκαν βάσει των κανόνων που διέπουν τις κρατικές ενισχύσεις και ότι ουδέποτε κοινοποιήθηκαν.

12

Αφού εξήγησε τους λόγους για τους οποίους οι επίμαχες ενισχύσεις ήσαν ασύμβατες προς την κοινή αγορά, η Επιτροπή έκρινε ότι, βάσει των αποφάσεων του Συμβουλίου περί εγκρίσεως των επίμαχων απαλλαγών (στο εξής: αποφάσεις περί εγκρίσεως) και λαμβανομένου υπόψη ότι οι αποφάσεις αυτές εκδόθηκαν κατόπιν προτάσεώς της, η ανάκτηση των ασύμβατων ενισχύσεων που είχαν χορηγηθεί πριν από τις 2 Φεβρουαρίου 2002, ημερομηνία δημοσιεύσεως των αποφάσεων περί κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, αντιβαίνει στην αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και στην αρχή της ασφάλειας δικαίου.

Η διαδικασία και η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση

13

Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του τότε Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 16, 17 και 23 Φεβρουαρίου 2006, η Ιταλική Δημοκρατία, η Ιρλανδία, η Γαλλική Δημοκρατία, η Eurallumina SpA (στο εξής: Eurallumina) και η Aughinish Alumina Ltd (στο εξής: AAL) άσκησαν προσφυγές ζητώντας την εν όλω ή εν μέρει ακύρωση της επίδικης αποφάσεως.

14

Με απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2007, T‑50/06, T‑56/06, T‑60/06, T‑62/06 και T‑69/06, Ιρλανδία κ.λπ. κατά Επιτροπής, το νυν Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την επίδικη απόφαση. Το Δικαστήριο, με απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2009, C-89/08 P, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ. (Συλλογή 2009, σ. I-11245), όπου εκτίθεται διεξοδικότερα η προγενέστερη διαδικασία, αναίρεσε την απόφαση αυτή στο μέτρο που η τελευταία αυτή απόφαση είχε ακυρώσει την επίδικη απόφαση με το σκεπτικό ότι, με αυτή, η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως όσον αφορά τη μη εφαρμογή, εν προκειμένω, του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση v, του κανονισμού 659/1999.

15

Κατόπιν της αναπομπής των υποθέσεων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, διατάχθηκε η συνεκδίκασή τους προς διευκόλυνση της έγγραφης και προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

16

Για την εκ νέου ακύρωση της επίδικης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, τους λόγους ακυρώσεως ή τις αιτιάσεις που προέβαλαν οι διάδικοι ή ορισμένοι εξ αυτών, οι οποίοι αντλούνται από παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου και της αρχής του τεκμηρίου νομιμότητας των πράξεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τους οποίους οι προσφεύγουσες προσήπταν, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι, με την απόφαση αυτή, εξουδετέρωσε εν μέρει τα έννομα αποτελέσματα που παρήγαγαν οι αποφάσεις περί εγκρίσεως. Εξετάζοντας τους λόγους αυτούς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε μεταξύ άλλων ότι οι εν λόγω αποφάσεις εμπόδιζαν την Επιτροπή να καταλογίσει στα οικεία κράτη μέλη τις επίμαχες απαλλαγές και, συνεπώς, να τις χαρακτηρίσει κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Εξάλλου, στην υπόθεση T‑62/06 RENV, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε την αιτίαση που αντλείται από παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως.

Αιτήματα των διαδίκων

17

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, να αναπέμψει τις υποθέσεις στο Γενικό Δικαστήριο και να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.

18

Η Ιρλανδία, η Γαλλική Δημοκρατία, η Ιταλική Δημοκρατία, η Eurallumina και η AAL ζητούν να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

19

Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η Επιτροπή προβάλλει πέντε λόγους. Οι δύο πρώτοι λόγοι είναι δικονομικού χαρακτήρα ενώ οι τρεις άλλοι αντλούνται από παραβίαση του ουσιαστικού δικαίου της Ένωσης.

20

Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως αντλείται από αναρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου, διαδικαστικές πλημμέλειες καθώς και από παραβίαση της αρχής της ελεύθερης διαθέσεως του αντικειμένου της διαφοράς, από παράβαση του άρθρου 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των άρθρων 44, παράγραφος 1, και 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, επικουρικώς δε, από έλλειψη αιτιολογίας.

Επιχειρήματα των διαδίκων

21

Η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι εξέτασε αυτεπαγγέλτως λόγο ακυρώσεως αντλούμενο από παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ ή ότι προέβη σε νέο χαρακτηρισμό του ιδίου του αντικειμένου των προσφυγών. Θεωρεί, συγκεκριμένα, ότι ο πραγματικός λόγος για τον οποίο ακυρώθηκε η επίδικη απόφαση είναι ότι, κατά το Γενικό Δικαστήριο, οι επίμαχες απαλλαγές δεν διέπονταν από τους σχετικούς με τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων κανόνες, διότι αυτές δεν ήσαν καταλογιστέες στα οικεία κράτη μέλη αλλά στην Ένωση. Όμως, καμία από τις πρωτοδίκως προσφεύγουσες δεν είχε προβάλει τον λόγο αυτό, ο οποίος τέθηκε προς συζήτηση μέσω ερωτήσεως του Γενικού Δικαστηρίου που διαβιβάστηκε στους διαδίκους στις 20 Ιουλίου 2011, μολονότι τέτοιος λόγος δεν μπορούσε να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως. Το Γενικό Δικαστήριο προσπάθησε ακολούθως, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, να αντιστοιχίσει τον λόγο αυτό με εκείνους που προέβαλαν οι διάδικοι και οι οποίοι αντλούνται από παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου και της αρχής του τεκμηρίου νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης.

22

Η Ιρλανδία, η Γαλλική Δημοκρατία, η Ιταλική Δημοκρατία, η Eurallumina και η AAL αντικρούουν αυτόν τον πρώτο λόγο.

23

Πρώτον, η Γαλλική Δημοκρατία και η Ιταλική Δημοκρατία παρατηρούν ότι η συλλογιστική που αναπτύχθηκε με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση δεν βασίζεται μόνο στο μη καταλογιστέο των επίμαχων απαλλαγών στα κράτη μέλη αλλά στηρίζεται σε εξέταση τόσο της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού όσο και του καταλογισμού του μέτρου στο κράτος, που αποτελούν δύο προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για να χαρακτηρισθεί ένα μέτρο ως κρατική ενίσχυση. Κατά την Ιταλική Δημοκρατία, το Γενικό Δικαστήριο υποχρεούται μεν να αποφανθεί εντός των ορίων που καθορίζουν οι λόγοι της προσφυγής, αλλά μπορεί να επαληθεύσει αυτεπαγγέλτως μήπως δεν συντρέχει μια από τις ουσιώδεις προϋποθέσεις για την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως, παραμένοντας εντός του πλαισίου των διατάξεων που προβλήθηκαν προς στήριξη των λόγων αυτών.

24

Η Ιρλανδία και η Ιταλική Δημοκρατία προσθέτουν ότι το Γενικό Δικαστήριο μπορούσε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως παράβαση ουσιώδους τύπου. Εν προκειμένω, η Επιτροπή, παραλείποντας να εκθέσει στην επίδικη απόφαση τους λόγους για τους οποίους αυτή θεωρούσε ότι οι επίμαχες απαλλαγές έπρεπε να καταλογιστούν στα κράτη μέλη, παρέβη την υποχρέωσή της προς αιτιολόγηση.

25

Δεύτερον, η Γαλλική Δημοκρατία, η Eurallumina και η AAL θεωρούν, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο επεξέτεινε τους λόγους που αυτές είχαν προβάλει, λόγω του διαλόγου μεταξύ των διαδίκων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Η Γαλλική Δημοκρατία υπενθυμίζει ότι ο πρώτος της λόγος ακυρώσεως αντλήθηκε από παραβίαση της εννοίας της κρατικής ενισχύσεως όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ, ενώ η Eurallumina παρατηρεί ότι η ίδια, χωρίς να χρησιμοποιήσει τον όρο «καταλογισμός», είχε θέσει το ερώτημα αν η απαλλαγή που αφορούσε την ίδια μπορούσε να αποτελεί ενίσχυση χορηγηθείσα από την Ιταλική Δημοκρατία. Η ίδια η Επιτροπή είναι αυτή που έθεσε το ζήτημα του καταλογισμού των επίμαχων απαλλαγών αντικρούοντας τον λόγο που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Κατά την Eurallumina, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τότε το ζήτημα αυτό απορρίπτοντας τα επιχειρήματα της Επιτροπής και θεμελιώνοντας την κρίση του ως προς το αν τα αποτελέσματα εγκρίσεως, η οποία χορηγήθηκε από ευρωπαϊκό θεσμικό όργανο και δεν αφήνει κανένα περιθώριο χειρισμού για την εφαρμογή της από το κράτος μέλος, μπορούν να επανεξεταστούν και να εξουδετερωθούν, όπως συνέβη, από ένα άλλο θεσμικό όργανο της Ένωσης. Κατά την AAL, το Γενικό Δικαστήριο απλώς εξέτασε, κατόπιν δε απέρριψε, ένα επιχείρημα της Επιτροπής.

26

Τρίτον, η Γαλλική Δημοκρατία, η Ιταλική Δημοκρατία και η Eurallumina θεωρούν ότι, σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα του καταλογισμού των επίμαχων απαλλαγών δεν έχει τόση σημασία στο πλαίσιο της αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως η οποία, αν ο πρώτος αυτός λόγος γίνει δεκτός, θα εξακολουθεί να στηρίζεται σε άλλους λόγους.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

27

Από τους κανόνες που διέπουν την ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης διαδικασία, ιδίως από τα άρθρα 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, προκύπτει ότι η διαφορά καθορίζεται και οριοθετείται από τους διαδίκους και ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να αποφαίνεται ultra petita.

28

Ορισμένοι λόγοι μπορούν, ή ακόμα επιβάλλεται, να εξετάζονται αυτεπαγγέλτως, όπως η έλλειψη αιτιολογίας ή η ανεπαρκής αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως, η οποία συνιστά ουσιώδη τύπο, όμως λόγος ο οποίος αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της εν λόγω αποφάσεως και ο οποίος στηρίζεται σε παραβίαση των Συνθηκών ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή τους, κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ μπορεί, αντιθέτως, να εξετασθεί από τον δικαστή της Ένωσης μόνον εφόσον προβλήθηκε από τον προσφεύγοντα (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 2ας Απριλίου 1998, C-367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I-1719, σκέψη 67· της 30ής Μαρτίου 2000, C-265/97 P, VBA κατά Florimex κ.λπ., Συλλογή 2000, σ. I-2061, σκέψη 114, καθώς και Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 40).

29

Επομένως, δεν μπορεί να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως λόγος αντλούμενος από παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ λόγω της μη δυνατότητας καταλογισμού του οικείου μέτρου στο κράτος.

30

Εν προκειμένω, αφού υπενθύμισε στις σκέψεις 73 και 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι, για να είναι δυνατός ο χαρακτηρισμός συγκεκριμένων πλεονεκτημάτων ως κρατικών ενισχύσεων κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, πρέπει αυτά, μεταξύ άλλων, να μπορούν να καταλογισθούν στο κράτος, το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 98 και 99 της εν λόγω αποφάσεως, απέρριψε τα επιχειρήματα της Επιτροπής ότι οι αποφάσεις περί εγκρίσεως δεν μπορούσαν να έχουν, εν πάση περιπτώσει, ως αποτέλεσμα την απαλλαγή της Ιρλανδίας, της Ιταλικής Δημοκρατίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας από την υποχρέωσή τους να τηρούν τις διαδικασίες και τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων και ότι το Συμβούλιο δεν μπορούσε, κατά την άσκηση των δικών του αρμοδιοτήτων στον τομέα της φορολογικής εναρμονίσεως, να σφετερίζεται την αρμοδιότητα της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι τα πλεονεκτήματα που άντλησαν ενδεχομένως οι δικαιούχοι από τις επίδικες απαλλαγές τους είχαν παρασχεθεί σύμφωνα με τις αποφάσεις περί εγκρίσεως, ώστε να μην είναι καταλογιστέα στα κράτη μέλη αλλά στην Ένωση και, επομένως, η Επιτροπή δεν μπορούσε, ακόμη και στο πλαίσιο ασκήσεως των οιονεί αποκλειστικών εξουσιών που αντλούσε από τα άρθρα 85 ΕΚ και 88 ΕΚ, να προβεί στον χαρακτηρισμό αυτών ως κρατικών ενισχύσεων.

31

Στη σκέψη 104 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι αποφάσεις περί εγκρίσεως εμπόδιζαν την Επιτροπή να καταλογίσει στα οικεία κράτη μέλη τις επίδικες απαλλαγές και, ως εκ τούτου, να χαρακτηρίσει τις εν λόγω απαλλαγές ως κρατικές ενισχύσεις, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, και να ζητήσει τη μερική ανάκτησή τους, στον βαθμό που τις θεωρούσε ασύμβατες προς την εσωτερική αγορά, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ.

32

Ως εκ τούτου, στη σκέψη 110 και με το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε άκυρη την επίδικη απόφαση «στο μέτρο που διαπιστώνει, ή στηρίζεται στη διαπίστωση, ότι οι [επίδικες] απαλλαγές συνιστούν κρατικές ενισχύσεις, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ» και στο μέτρο που αυτή εντέλλεται την ανάκτηση των εν λόγω απαλλαγών από τους δικαιούχους τους.

33

Εκτιμώντας ότι οι επίδικες απαλλαγές ήταν καταλογιστέες στην Ένωση, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε λόγο αντλούμενο από παράβαση ουσιώδους τύπου, όπως υπαινίσσονται η Ιρλανδία και η Ιταλική Δημοκρατία, αλλά λόγο που αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης αποφάσεως, που αφορά παραβίαση της Συνθήκης ΕΚ.

34

Όμως, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή και διαπιστώνει ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 57 έως 63 των προτάσεών του, κανένας εκ των προσφευγόντων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν προέβαλε αυτόν τον λόγο. Πράγματι, από τη δικογραφία του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι το ζήτημα της μη δυνατότητας καταλογισμού των επίδικων απαλλαγών, το οποίο απλώς αναφέρθηκε από την Επιτροπή στο υπόμνημά της αντικρούσεως στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑56/06, καθώς και από την Eurallumina στο υπόμνημά της απαντήσεως στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑62/06, στο οποίο αυτή πάντως ανέφερε «[ό]τι δεν είναι εντούτοις αναγκαίο να εξετασθεί το πρόβλημα αυτό», ετέθη από το Γενικό Δικαστήριο με γραπτή ερώτηση προς τους διαδίκους, όπως αυτό προκύπτει, επίσης, από τη σκέψη 98 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

35

Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν η Γαλλική Δημοκρατία, η Eurallumina και η AAL, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε ανάπτυξη των λόγων που προέβαλαν οι διάδικοι. Συγκεκριμένα, μολονότι το Γενικό Δικαστήριο συνέδεσε το ζήτημα του καταλογισμού των επίδικων απαλλαγών με τους λόγους που προέβαλαν οι διάδικοι, αντλούμενους από παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης και της αρχής της ασφάλειας δικαίου, εντούτοις, αφενός, το ζήτημα αυτό αποτελεί χωριστό και διαφορετικής φύσεως λόγο, ο οποίος δεν αφορά παραβίαση των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης αλλά παραβίαση της Συνθήκης ΕΚ και, αφετέρου, οι διάδικοι, όπως προκύπτει ιδίως από τους προβληθέντες υπ’ αυτών λόγους ακυρώσεως που παρατίθενται στις σκέψεις 53 έως 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν επικαλέσθηκαν τις αρχές αυτές προκειμένου να θεωρηθεί ότι οι επίδικες απαλλαγές δεν αποτελούσαν κρατικές ενισχύσεις.

36

Συνεπώς, εξετάζοντας αυτεπαγγέλτως τον λόγο ακυρώσεως σύμφωνα με τον οποίο οι επίδικες απαλλαγές δεν ήσαν καταλογιστέες στα κράτη μέλη αλλά στην Ένωση και δεν συνιστούσαν, ως εκ τούτου, κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, το Γενικό Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση πάσχουσα από πλάνη περί το δίκαιο.

37

Εντούτοις, οι σκέψεις που αφορούν τον καταλογισμό των επίδικων απαλλαγών, στις οποίες αναφέρονται μόνον οι σκέψεις 73, 74, 98, 99 και 104 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, συνιστούν μόνον ένα μέρος της αιτιολογίας της τελευταίας. Πρέπει επομένως να εξεταστεί αν η εν λόγω απόφαση εξακολουθεί να είναι βάσιμη για τους λοιπούς εκτιθέμενους σ’ αυτήν λόγους.

38

Το Γενικό Δικαστήριο, εκτός των κρίσεων σχετικά με τον καταλογισμό των επίδικων απαλλαγών στα κράτη μέλη, στήριξε την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση στις ακόλουθες αιτιολογίες.

39

Στις σκέψεις 63 έως 72 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατ’ αρχάς, ότι, λαμβανομένου υπόψη του κοινού σκοπού των κανόνων περί εναρμονίσεως των εθνικών φορολογικών νομοθεσιών και των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, ήτοι της προωθήσεως της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς διά της καταπολεμήσεως, ιδίως, των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού, η συνεπής εφαρμογή των κανόνων αυτών επιβάλλει να γίνει δεκτό ότι η έννοια της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού έχει το ίδιο περιεχόμενο και το ίδιο νόημα και στους δύο τομείς. Παρατήρησε συναφώς ότι το άρθρο 8, παράγραφοι 4 και 5, της οδηγίας 92/81 αναθέτει ιδίως στην Επιτροπή, η οποία προτείνει, και στο Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει, το καθήκον να εκτιμούν κατά πόσον υφίσταται τυχόν στρέβλωση του ανταγωνισμού, προκειμένου να επιτρέψουν ή όχι σε κράτος μέλος να εφαρμόσει ή να εξακολουθήσει να εφαρμόζει απαλλαγή από τον εναρμονισμένο ειδικό φόρο κατανάλωσης και ότι, σε περίπτωση διαφορετικών εκτιμήσεων, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως του Συμβουλίου.

40

Το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη συνέχεια, με τις σκέψεις 76 έως 97 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι, εν προκειμένω, δεν αμφισβητείτο ότι η Ιρλανδία, η Γαλλική Δημοκρατία και η Ιταλική Δημοκρατία στηρίχθηκαν, προκειμένου να εφαρμόσουν ή να συνεχίσουν να εφαρμόζουν τις επίδικες απαλλαγές μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003, στις αποφάσεις περί εγκρίσεως και ότι αυτές συμμορφώθηκαν πλήρως προς τις εν λόγω αποφάσεις οι οποίες, στον βαθμό που συνοδεύονταν από περιοριστικές προϋποθέσεις γεωγραφικής και χρονικής φύσεως, είχαν δεσμευτική ισχύ έναντι αυτών.

41

Στο πλαίσιο αυτό, με τις σκέψεις 79 έως 96 της ιδίας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τα επιχειρήματα της Επιτροπής ότι οι αποφάσεις περί εγκρίσεως, αφενός, ήταν αναγκαία προϋπόθεση αλλά όχι επαρκής για να μπορέσουν τα κράτη μέλη να χορηγήσουν τις επίδικες απαλλαγές και, αφετέρου, δεν προδίκαζαν ότι οι εν λόγω απαλλαγές, σε περίπτωση που αποτελούσαν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, έπρεπε να της έχουν κοινοποιηθεί και να έχουν εγκριθεί από αυτήν, σύμφωνα με το άρθρο 88 ΕΕΚ, όπως ανέφερε η αιτιολογική σκέψη 5 της αποφάσεως 2001/224. Παρατήρησε συναφώς ότι οι πριν από την απόφαση 2001/224 αποφάσεις περί εγκρίσεως δεν περιείχαν τέτοια επιφύλαξη και έκρινε ότι η εν λόγω αιτιολογική σκέψη 5 δεν μπορούσε να ερμηνευθεί ως εκδήλωση της βουλήσεως του Συμβουλίου να εξαρτήσει τα αποτελέσματα της εγκρίσεώς του από την τήρηση ενδεχομένων μεταγενέστερων διαδικασιών και ενδεχομένων μεταγενέστερων αποφάσεων της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.

42

Πράγματι, κατά το Γενικό Δικαστήριο, η ερμηνεία της Επιτροπής όσον αφορά την αιτιολογική σκέψη 5 της αποφάσεως 2001/224 αντικρούεται από την απάντηση του Συμβουλίου στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου. Επιπλέον, αυτή δεν μπορούσε, σε κάθε περίπτωση, να γίνει δεκτή στο μέτρο που θα κατέληγε, υπό τις παρούσες περιστάσεις, σε ασυνεπή εφαρμογή των κανόνων περί εναρμονίσεως των φορολογικών νομοθεσιών και των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων εφόσον, πρώτον, οι αποφάσεις περί εγκρίσεως, υιοθετηθείσες ομοφώνως κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, στηρίζονταν σε κοινή εκτίμηση των δύο αυτών θεσμικών οργάνων κατά την οποία οι επίδικες απαλλαγές δεν προκαλούσαν στρέβλωση του ανταγωνισμού και δεν παρεμπόδιζαν την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, δεύτερον, η επιλεκτικότητα σε περιφερειακό επίπεδο των εν λόγω απαλλαγών απέρρεε ευθέως από τις αποφάσεις αυτές και, τρίτον, οι τελευταίες ενέκριναν πλήρεις απαλλαγές από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης.

43

Τέλος, αφού το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στις σκέψεις 100 έως 103 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή ουδέποτε έκανε χρήση των εξουσιών που διέθετε, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 5, της οδηγίας 92/81 ή των άρθρων 230 ΕΚ και 241 ΕΚ, προκειμένου να επιτύχει την κατάργηση ή την τροποποίηση των αποφάσεων περί εγκρίσεως, ή την ακύρωση των ίδιων αποφάσεων ή την κήρυξη ως ανίσχυρης της εν λόγω οδηγίας, παρατήρησε, στις σκέψεις 104 και 105 της αποφάσεως αυτής, ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως, η απόφαση 2001/224 παρέμενε σε ισχύ και ότι υπέρ αυτής, καθώς και υπέρ των προηγηθεισών αποφάσεων και της εν λόγω οδηγίας, υφίστατο το τεκμήριο νομιμότητας που ισχύει για τις πράξεις της Ένωσης, αυτές δε παρήγαγαν όλα τα έννομα αποτελέσματά τους. Κατά συνέπεια, είχε επιτραπεί στην Ιρλανδία, τη Γαλλική Δημοκρατία και την Ιταλική Δημοκρατία να στηρίζονται επί των εν λόγω αποφάσεων προκειμένου να εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν τις επίδικες απαλλαγές. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε εξ αυτού ότι, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της προκειμένης υποθέσεως, η επίδικη απόφαση έθετε ευθέως υπό αμφισβήτηση το κύρος των επίδικων απαλλαγών και επίσης, εμμέσως πλην σαφώς, το κύρος των αποφάσεων περί εγκρίσεως και των αποτελεσμάτων που απορρέουν από αυτές, παραβιάζοντας υπό την έννοια αυτή τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και του τεκμηρίου νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης.

44

Εξάλλου, στις σκέψεις 107 έως 109 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε την αιτίαση που αντλείται από παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, την οποία προέβαλε η Eurallumina στην υπόθεση T‑62/06 RENV, εκτιμώντας ότι αυτή η παραβίαση απορρέει από το γεγονός ότι η Επιτροπή είχε εκδώσει την επίδικη απόφαση χωρίς να λάβει υπόψη τα συγκεκριμένα δικαιώματα τα οποία η Ιταλική Δημοκρατία είχε απονείμει στην εν λόγω εταιρία κατ’ εφαρμογήν της αποφάσεως 2001/224, των οποίων τα αποτελέσματα προστατεύονταν, από νομικής απόψεως, δυνάμει της αρχής της ασφάλειας δικαίου και της αρχής του τεκμηρίου νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης.

45

Αποφαινόμενο υπό την έννοια αυτή, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε πάντως υπόψη τις αντίστοιχες αρμοδιότητες του Συμβουλίου και της Επιτροπής στον τομέα της εναρμονίσεως των νομοθεσιών περί ειδικών φόρων κατανάλωσης, αφενός, και κρατικών ενισχύσεων, αφετέρου.

46

Πράγματι, πρέπει να υπομνηστεί ότι η οδηγία 92/81 εκδόθηκε βάσει του άρθρου 99 της Συνθήκης ΕΟΚ (κατόπιν άρθρου 99 της Συνθήκης ΕΚ, το οποίο κατέστη άρθρο 93 ΕΚ) το οποίο απένεμε στο Συμβούλιο την αρμοδιότητα εκδόσεως των διατάξεων για την εναρμόνιση των νομοθεσιών περί των φόρων κύκλου εργασιών, των ειδικών φόρων καταναλώσεως και των λοιπών εμμέσων φόρων, στον βαθμό που η εναρμόνιση αυτή είναι αναγκαία για να εξασφαλισθεί η εγκαθίδρυση και η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

47

Οι αποφάσεις περί εγκρίσεως εκδόθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής, η οποία απένεμε την εξουσία στο Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα μετά από πρόταση της Επιτροπής, να επιτρέπει σε ένα κράτος μέλος να θεσπίσει απαλλαγές ή μειώσεις άλλες εκτός των προβλεπομένων από την εν λόγω οδηγία «για λόγους ειδικής πολιτικής». Η προβλεπομένη από το άρθρο αυτό διαδικασία έχει διαφορετικό σκοπό και διαφορετικό πεδίο εφαρμογής απ’ ό,τι η κατά το άρθρο 88 ΕΚ ρύθμιση.

48

Όπως διαπίστωσε το Δικαστήριο στις σκέψεις 29 έως 31 της αποφάσεως της 29ης Ιουνίου 2004, C-110/02, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2004, σ. I-6333), η Συνθήκη, προβλέποντας με το άρθρο 88 ΕΚ τη διαρκή εξέταση και τον έλεγχο των ενισχύσεων από την Επιτροπή, έχει την έννοια ότι η διαπίστωση ενδεχομένου ασυμβιβάστου μιας ενισχύσεως με την κοινή αγορά γίνεται, υπό τον έλεγχο του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου, με την προσήκουσα διαδικασία η εφαρμογή της οποίας αποτελεί ευθύνη του οργάνου αυτού. Τα άρθρα 87 ΕΚ και 88 ΕΚ επιφυλάσσουν δηλαδή στην Επιτροπή έναν κεντρικό ρόλο για τη διαπίστωση του ενδεχομένου ασυμβιβάστου μιας ενισχύσεως. Η εξουσία την οποία απονέμει το άρθρο 88, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, ΕΚ στο Συμβούλιο, στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, έχει εξαιρετικό χαρακτήρα, γεγονός που συνεπάγεται ότι πρέπει κατ’ ανάγκη να αποτελέσει αντικείμενο αυστηρής ερμηνείας (βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2013, C‑111/10, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, σκέψη 39).

49

Επομένως, απόφαση του Συμβουλίου με την οποία επιτρέπεται σε κράτος μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81, να θεσπίσει απαλλαγή από ειδικούς φόρους κατανάλωσης δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να εμποδίζεται η Επιτροπή να ασκήσει τις αρμοδιότητες που της απονέμει η Συνθήκη και, συνεπώς, να θέσει σε εφαρμογή τη διαδικασία του άρθρου 88 ΕΚ με σκοπό να εξεταστεί αν η εν λόγω απαλλαγή συνιστά κρατική ενίσχυση και να λάβει ενδεχομένως, μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής, μια απόφαση όπως είναι η επίδικη απόφαση.

50

Το γεγονός ότι οι αποφάσεις περί εγκρίσεως χορηγούσαν πλήρεις απαλλαγές από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης καθορίζοντας συγκεκριμένες προϋποθέσεις γεωγραφικού και χρονικού χαρακτήρα και ότι οι τελευταίες τηρήθηκαν αυστηρά από τα κράτη μέλη δεν είχε συνέπειες στην κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ του Συμβουλίου και της Επιτροπής και δεν μπορούσε επομένως να στερήσει την Επιτροπή της ασκήσεως των δικών της αρμοδιοτήτων.

51

Εξάλλου, στο πλαίσιο της τηρήσεως της εν λόγω κατανομής των αρμοδιοτήτων, η αιτιολογική σκέψη 5 της αποφάσεως 2001/224, η οποία ίσχυε κατά την χρονική περίοδο ως προς την οποία η επίδικη απόφαση διατάσσει την ανάκτηση των ενισχύσεων, τόνιζε ότι η εν λόγω απόφαση δεν προδίκαζε την έκβαση ενδεχομένων διαδικασιών που θα μπορούσαν να κινηθούν βάσει των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ και δεν απάλλασσε τα κράτη μέλη «από την υποχρέωση να κοινοποιούν στην Επιτροπή τις τυχόν χορηγούμενες κρατικές ενισχύσεις».

52

Ασφαλώς, οι αποφάσεις περί εγκρίσεως εκδόθηκαν κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και αυτή ουδέποτε έκανε χρήση των εξουσιών που διέθετε, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 5, της οδηγίας 92/81 ή των άρθρων 230 ΕΚ και 241 ΕΚ, για να επιτύχει την κατάργηση ή τροποποίηση των αποφάσεων περί εγκρίσεως, ακύρωση των ιδίων αυτών αποφάσεων ή κήρυξη ακυρότητας της οδηγίας αυτής. Από την επίδικη απόφαση προκύπτει συναφώς ότι η Επιτροπή είχε κρίνει, κατά την έκδοση των περί εγκρίσεως αποφάσεων του Συμβουλίου ότι οι τελευταίες δεν προκαλούσαν στρέβλωση του ανταγωνισμού και δεν εμπόδιζαν την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 83).

53

Πάντως, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η έννοα της κρατικής ενισχύσεως αφορά αντικειμενική κατάσταση και δεν εξαρτάται από τις ενέργειες ή τις δηλώσεις των θεσμικών οργάνων (προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 72). Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι οι αποφάσεις περί εγκρίσεως εκδόθηκαν κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής δεν μπορεί να εμποδίσει τον χαρακτηρισμό των εν λόγω απαλλαγών ως κρατικών ενισχύσεων, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως. Αυτό το γεγονός έπρεπε, αντιθέτως, να ληφθεί υπόψη ως προς την υποχρέωση ανακτήσεως της ασύμβατης ενισχύσεως σε σχέση με την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και την αρχή της ασφάλειας δικαίου, όπως έπραξε η Επιτροπή με την επίδικη απόφαση μη απαιτώντας την ανάκτηση των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν πριν από την ημερομηνία δημοσιεύσεως στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων των αποφάσεων περί ενάρξεως της διαδικασίας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ.

54

Ως εκ τούτου, τα σημεία του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως που εκτίθενται στις σκέψεις 39 έως 44 της παρούσας αποφάσεως δεν μπορούν να θεμελιώσουν νομικά το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου ότι η επίδικη απόφαση θίγει το κύρος των αποφάσεων του Συμβουλίου περί εγκρίσεως και παραβιάζει υπό την έννοια αυτή την αρχή της ασφάλειας δικαίου και την αρχή του τεκμηρίου νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης. Το ίδιο ισχύει για το συμπέρασμα, το οποίο στηρίζεται στα ίδια σημεία του σκεπτικού, ότι, στην υπόθεση T‑62/06 RENV, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως.

55

Κατόπιν όλων των προεκτεθέντων, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί στο σύνολό της χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστούν τα λοιπά επιχειρήματα και οι λοιποί ισχυρισμοί των διαδίκων.

Επί της αναπομπής της υποθέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

56

Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί οριστικώς επί της διαφοράς, εφόσον αυτή είναι ώριμη προς εκδίκαση, ή να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο.

57

Eν προκειμένω, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε μέρος μόνον των λόγων που προέβαλαν οι διάδικοι, το Δικαστήριο κρίνει ότι η υπό κρίση διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση. Συνεπώς, οι συνεκδικαζόμενες υποθέσεις πρέπει να αναπεμφθούν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Επί των δικαστικών εξόδων

58

Δεδομένης της αναπομπής των υποθέσεων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο επιφυλάσσεται ως προς τα σχετικά με την παρούσα αναιρετική διαδικασία δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

 

1)

Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 21ης Μαρτίου 2012, T‑50/06 RENV, T‑56/06 RENV, T‑60/06 RENV, T‑62/06 RENV και T‑69/06 RENV, Ιρλανδία κ.λπ. κατά Επιτροπής.

 

2)

Αναπέμπει τις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T‑50/06 RENV, T‑56/06 RENV, T‑60/06 RENV, T‑62/06 RENV και T‑69/06 RENV ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

3)

Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσες διαδικασίας: η γαλλική, η αγγλική και η ιταλική.

Top