EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62008CJ0323

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 10ης Δεκεμβρίου 2009.
Ovidio Rodríguez Mayor κ.λπ. κατά Succession vacante de Rafael de las Heras Dávila και Sagrario de las Heras Dávila.
Αίτηση του Tribunal Superior de Justicia de Madrid για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Υπόθεση C-323/08.

European Court Reports 2009 I-11621

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2009:770

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 10ης Δεκεμβρίου 2009 ( *1 )

«Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως — Προστασία των εργαζομένων — Ομαδικές απολύσεις — Οδηγία 98/59/ΕΚ — Λύση συμβάσεων εργασίας λόγω θανάτου του εργοδότη»

Στην υπόθεση C-323/08,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Tribunal Superior de Justicia de Madrid (Ισπανία), με απόφαση της 14ης Ιουλίου 2008, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 16 Ιουλίου 2008, στο πλαίσιο της δίκης

Ovidio Rodríguez Mayor κ.λπ.

κατά

Herencia yacente de Rafael de las Heras Dávila κ.λπ.,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, πρόεδρο του τρίτου τμήματος, προεδρεύοντα του τέταρτου τμήματος, R. Silva de Lapuerta, E. Juhász (εισηγητή), Γ. Αρέστη και T. von Danwitz, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: R. Grass

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την B. Plaza Cruz,

η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους R. Somssich, M. Fehér και K. Veres,

η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τους I. Rao και T. de la Mare,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J. Enegren και R. Vidal Puig,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Ιουλίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Αντικείμενο της αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως είναι η ερμηνεία των άρθρων 1 έως 4 και 6 της οδηγίας 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις (ΕΕ L 225, σ. 16).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του M. Rodríguez Mayor και άλλων έξι προσώπων, αφενός, και της Herencia yacente de Rafael de las Heras Dávila (σχολάζουσα κληρονομία του Rafael de las Heras Dávila), των κληρονόμων αυτού και του Fondo de Garantía Salarial (ταμείο εγγυήσεως μισθών), αφετέρου, αφορώσας την καταβολή αποζημιώσεως στους πρώτους λόγω παράνομης ομαδικής απολύσεως.

Το νομικό πλαίσιο

Το κοινοτικό δίκαιο

3

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα Ι αυτής, με τίτλο «Ορισμοί και πεδίο εφαρμογής», ορίζει:

«Για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας

α)

ως “ομαδικές απολύσεις” νοούνται οι απολύσεις που πραγματοποιούνται από έναν εργοδότη για ένα ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων, εφ’ όσον ο αριθμός των απολύσεων ανέρχεται, ανάλογα με την επιλογή των κρατών μελών:

i)

είτε για περίοδο 30 ημερών:

τουλάχιστον σε 10, σε επιχειρήσεις που απασχολούν συνήθως περισσότερους από 20 και λιγότερους από 100 εργαζόμενους,

τουλάχιστον σε 10% του αριθμού των εργαζομένων, σε επιχειρήσεις που απασχολούν συνήθως τουλάχιστον 100 και λιγότερους από 300 εργαζόμενους,

τουλάχιστον σε 30, σε επιχειρήσεις που απασχολούν συνήθως τουλάχιστον 300 εργαζομένους,

ii)

είτε για περίοδο 90 ημερών, τουλάχιστον σε 20, ανεξάρτητα από τον αριθμό των συνήθως απασχολουμένων στις επιχειρήσεις αυτές

β)

ως “εκπρόσωποι των εργαζομένων” νοούνται οι εκπρόσωποι των εργαζομένων που προβλέπονται από τη νομοθεσία ή την πρακτική των κρατών μελών.

Για τον υπολογισμό του αριθμού των απολύσεων που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο, στοιχείο α’, προς τις απολύσεις εξομοιώνονται όλες οι λήξεις της σύμβασης εργασίας για έναν ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων, υπό τον όρο ότι οι απολύσεις είναι τουλάχιστον πέντε.»

4

Το άρθρο 2 της ίδιας οδηγίας, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα ΙΙΙ αυτής με τίτλο «Ενημέρωση και διαβούλευση», ορίζει:

«1.   Όταν ο εργοδότης προτίθεται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις, υποχρεούται να πραγματοποιεί, εγκαίρως, διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας.

2.   Οι διαβουλεύσεις αφορούν τουλάχιστον τις δυνατότητες αποφυγής ή μείωσης των ομαδικών απολύσεων, καθώς και τις δυνατότητες άμβλυνσης των συνεπειών, δια της προσφυγής σε συνοδευτικά κοινωνικά μέτρα με σκοπό τη βοήθεια για την επαναπασχόληση ή τον αναπροσανατολισμό των απολυομένων εργαζομένων.

[…]

3.   Για να μπορέσουν οι εκπρόσωποι των εργαζομένων να διατυπώσουν εποικοδομητικές προτάσεις, ο εργοδότης οφείλει, εγκαίρως, κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων:

α)

να τους παρέχει όλες τις χρήσιμες πληροφορίες και

β)

εν πάση περιπτώσει, να τους ανακοινώνει εγγράφως:

i)

τους λόγους του σχεδίου απολύσεων,

ii)

τον αριθμό και τις κατηγορίες των υπό απόλυση εργαζομένων,

iii)

τον αριθμό και τις κατηγορίες των συνήθως απασχολούμενων εργαζομένων,

iv)

την περίοδο κατά την οποία πρόκειται να γίνουν οι απολύσεις,

v)

τα προβλεπόμενα κριτήρια για την επιλογή των εργαζομένων που θα απολυθούν, εφόσον οι εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές αποδίδουν τη σχετική αρμοδιότητα στον εργοδότη,

vi)

την προβλεπόμενη μέθοδο υπολογισμού οιασδήποτε ενδεχόμενης αποζημίωσης απολύσεως, εκτός εκείνης που απορρέει από τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές.

Ο εργοδότης οφείλει να διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή αντίγραφο τουλάχιστον των στοιχείων της γραπτής ανακοίνωσης που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, στοιχείο β’, σημεία i έως v.

[…]»

5

Το άρθρο 3 της οδηγίας 98/59, που περιλαμβάνεται στο τμήμα ΙΙΙ αυτής με τίτλο «Διαδικασία της ομαδικής απολύσεως», ορίζει:

«1.   Ο εργοδότης υποχρεούται να κοινοποιεί εγγράφως στην αρμόδια δημόσια αρχή κάθε σχεδιαζόμενη ομαδική απόλυση.

Εντούτοις, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι, στην περίπτωση ενός σχεδίου ομαδικών απολύσεων που προκαλούνται από τη διακοπή της δραστηριότητας της επιχείρησης η οποία επέρχεται κατόπιν δικαστικής αποφάσεως, ο εργοδότης υποχρεούται να το κοινοποιήσει γραπτώς στην αρμόδια δημόσια αρχή μόνον κατόπιν αιτήσεώς της.

Η κοινοποίηση πρέπει να περιέχει κάθε χρήσιμη πληροφορία σχετικά με τη σχεδιαζόμενη ομαδική απόλυση, και τις διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, που προβλέπονται στο άρθρο 2, και ιδίως τους λόγους της απολύσεως, τον αριθμό των υπό απόλυση εργαζομένων, τον αριθμό των συνήθως απασχολουμένων και την περίοδο μέσα στην οποία πρόκειται να πραγματοποιηθούν οι απολύσεις.

2.   Ο εργοδότης υποχρεούται να διαβιβάσει στους εκπροσώπους των εργαζομένων αντίγραφο της κοινοποιήσεως που προβλέπεται στην παράγραφο 1.

Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων δύνανται να υποβάλλουν τις τυχόν παρατηρήσεις τους στην αρμόδια δημόσια αρχή.»

6

Το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο επίσης περιλαμβάνεται στο τμήμα ΙΙΙ αυτής, ορίζει:

«1.   Οι ομαδικές απολύσεις το σχέδιο των οποίων έχει κοινοποιηθεί στην αρμόδια δημόσια αρχή, ισχύουν το ενωρίτερο 30 ημέρες από την κοινοποίηση που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1, με την επιφύλαξη των διατάξεων που διέπουν τα κατά περίπτωση δικαιώματα ως προς την προθεσμία προειδοποιήσεως.

Τα κράτη μέλη δύνανται να παρέχουν στην αρμόδια αρχή την ευχέρεια συντομεύσεως της αναφερόμενης στο προηγούμενο εδάφιο προθεσμίας.

[…]

4.   Τα κράτη μέλη μπορούν να μην εφαρμόζουν το παρόν άρθρο επί των ομαδικών απολύσεων που προκαλούνται από τη διακοπή της δραστηριότητας της επιχειρήσεως, εφόσον αυτή επέρχεται κατόπιν δικαστικής αποφάσεως.»

7

Κατά το άρθρο 5 της ίδιας οδηγίας, αυτή «δεν θίγει την ευχέρεια των κρατών μελών να εφαρμόζουν ή να εκδίδουν νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις περισσότερο ευνοϊκές για τους εργαζομένους ή να προωθούν ή να επιτρέπουν την εφαρμογή ευνοϊκότερων συμβατικών διατάξεων για τους εργαζομένους».

8

Το άρθρο 6 της οδηγίας 98/59 ορίζει ότι «[τ]α κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι εκπρόσωποι των εργαζομένων ή/και οι εργαζόμενοι να έχουν τη δυνατότητα προσφυγής σε διοικητικές ή/και δικαστικές διαδικασίες προκειμένου να εξασφαλίζεται η τήρηση των υποχρεώσεων που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία».

Το εθνικό δίκαιο

9

Το άρθρο 49, παράγραφος 1, στοιχείο g, του νόμου περί νομικής καταστάσεως των εργαζομένων (Estatuto de los Trabajadores), που τέθηκε σε ισχύ με το βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 1/1995, της 24ης Μαρτίου 1995 (BOE αριθ. 75, της 29ης Μαρτίου 1995, σ. 9654, στο εξής: νόμος περί εργαζομένων), ορίζει ότι η σύμβαση εργασίας λύεται:

«Λόγω θανάτου, συνταξιοδοτήσεως στις περιπτώσεις που προβλέπει το οικείο καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως, ή ανικανότητας [προς εργασία] του εργοδότη, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 44, ή λόγω απώλειας της νομικής προσωπικότητας του αντισυμβαλλόμενου.

Στις περιπτώσεις θανάτου, συνταξιοδοτήσεως ή ανικανότητας του εργοδότη, ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα στην καταβολή ποσού το οποίο αντιστοιχεί στον μισθό ενός μηνός.

Στις περιπτώσεις απώλειας της νομικής προσωπικότητας του αντισυμβαλλομένου, ακολουθείται η διαδικασία του άρθρου 51 του παρόντος νόμου.»

10

Το άρθρο 51 του νόμου περί εργαζομένων ορίζει:

«1.   Για τους σκοπούς του παρόντος [νόμου], ως ομαδική απόλυση νοείται η λύση συμβάσεων εργασίας για οικονομικούς ή τεχνικούς λόγους ή για λόγους που αφορούν την οργάνωση ή την παραγωγή, όταν, εντός περιόδου ενενήντα ημερών, η λύση αφορά τουλάχιστον:

a)

δέκα εργαζομένους, σε επιχειρήσεις που απασχολούν λιγότερους από 100 εργαζόμενους,

b)

10% του αριθμού των εργαζομένων, σε επιχειρήσεις που απασχολούν από 100 έως 300 εργαζόμενους,

c)

τριάντα εργαζομένους σε επιχειρήσεις που απασχολούν τουλάχιστον 300 εργαζομένους.

Οι λόγοι στους οποίους αναφέρεται το παρόν άρθρο λογίζονται ως συντρέχοντες, όταν η λήψη των προτεινόμενων μέτρων συμβάλλει, εφόσον οι λόγοι αυτοί είναι οικονομικοί, στην οικονομική ανάκαμψη της επιχειρήσεως ή, εφόσον οι λόγοι είναι τεχνικοί ή αφορούν την οργάνωση ή την παραγωγή, στη διασφάλιση της μελλοντικής βιωσιμότητας της επιχειρήσεως και της απασχολήσεως σε αυτήν μέσω καταλληλότερης διαχειρίσεως των πόρων.

Επίσης, νοείται ως ομαδική απόλυση η λύση των συμβάσεων εργασίας του συνόλου του προσωπικού της επιχειρήσεως, υπό την προϋπόθεση ότι ο αριθμός των θιγομένων εργαζομένων υπερβαίνει τους πέντε, όταν η λύση επέρχεται συνεπεία της πλήρους παύσεως της επιχειρηματικής δραστηριότητας, η οποία οφείλεται στους ως άνω λόγους.

Για τον υπολογισμό του αριθμού των υπό λύση συμβάσεων εργασίας, στον οποίον αναφέρεται το πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου, λαμβάνονται υπόψη και όσες συμβάσεις λύθηκαν κατά την περίοδο αναφοράς με πρωτοβουλία του εργοδότη για άλλους λόγους, μη συνδεόμενους προς τον εργαζόμενο, πέραν των προβλεπόμενων από το άρθρο 49, παράγραφος 1, στοιχείο c, του παρόντος νόμου, υπό τον όρο ότι οι απολύσεις είναι τουλάχιστον πέντε. Όταν, σε διαδοχικές περιόδους ενενήντα ημερών και με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων του παρόντος [νόμου], η επιχείρηση προβαίνει, δυνάμει του άρθρου 52, στοιχείο c, του παρόντος νόμου, σε λύση συμβάσεων που δεν υπερβαίνουν τα ως άνω όρια, χωρίς να συντρέχουν νέοι λόγοι που δικαιολογούν τέτοια ενέργεια, οι νέες αυτές λύσεις θεωρείται ότι πραγματοποιήθηκαν παρανόμως και είναι άκυρες και ανίσχυρες.

2.   Ο εργοδότης που προτίθεται να προβεί σε ομαδική απόλυση οφείλει να ζητήσει έγκριση για τη λύση των συμβάσεων εργασίας, σύμφωνα με τη διαδικασία “περί ρυθμίσεως της απασχολήσεως” που προβλέπει ο παρών [νόμος] και οι προς εκτέλεση αυτού κανονιστικές διατάξεις. Η διαδικασία κινείται με αίτηση προς την αρμόδια για θέματα εργασίας αρχή και την ταυτόχρονη έναρξη περιόδου διαβουλεύσεων με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων.

[…]

8.   Οι εργαζόμενοι, των οποίων οι συμβάσεις εργασίας λύονται κατά το παρόν άρθρο, δικαιούνται αποζημιώσεως ύψους είκοσι ημερομισθίων ανά έτος υπηρεσίας· οι μικρότερες του έτους χρονικές περίοδοι υπολογίζονται κατ’ αναλογία, με ανώτατο όριο τους δώδεκα μισθούς.

9.   Οι εργαζόμενοι μπορούν, μέσω των εκπροσώπων τους, να ζητούν επίσης την κίνηση της διαδικασίας [περί ρυθμίσεως της απασχολήσεως], αν πιθανολογείται ευλόγως ότι η μη κίνηση αυτής από τον εργοδότη θα μπορούσε να τους προξενήσει ανεπανόρθωτη ή δύσκολα επανορθώσιμη ζημία. Στην περίπτωση αυτή, η αρμόδια για θέματα εργασίας αρχή προσδιορίζει τις ενέργειες και τις εκθέσεις που είναι αναγκαίες για την ολοκλήρωση της διαδικασίας, εντός των προθεσμιών που προβλέπει το παρόν άρθρο.

[…]

12.   Η ύπαρξη ανωτέρας βίας, ως λόγος λύσεως της συμβάσεως εργασίας, διαπιστώνεται από την αρμόδια για θέματα εργασίας αρχή, ανεξαρτήτως του αριθμού των θιγομένων εργαζομένων, με κίνηση της διαδικασίας [περί ρυθμίσεως της απασχολήσεως] κατά τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου. Η διαδικασία κινείται με αίτηση της επιχειρήσεως, συνοδευόμενη από τα αποδεικτικά στοιχεία που αυτή θεωρεί αναγκαία, και ταυτόχρονη κοινοποίηση στους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων, οι οποίοι έχουν την ιδιότητα του ενδιαφερομένου μέρους καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Η απόφαση της αρμόδιας για θέματα εργασίας αρχής εκδίδεται αφού ολοκληρωθούν οι απαραίτητες ενέργειες και εκθέσεις, εντός πέντε ημερών από της υποβολής της αιτήσεως, και αρχίζει να παράγει αποτελέσματα από την ημερομηνία του γεγονότος που προκάλεσε την ανωτέρα βία.

Η αρμόδια για θέματα εργασίας αρχή που διαπιστώνει την ανωτέρα βία μπορεί να αποφασίσει ότι το σύνολο ή μέρος της αποζημιώσεως που δικαιούνται οι εργαζόμενοι, των οποίων λύονται οι συμβάσεις, πρέπει να καταβληθεί από το Fondo de Garantía Salarial, με την επιφύλαξη του δικαιώματος αναγωγής του τελευταίου κατά του εργοδότη.

13.   Στις περιπτώσεις που δεν διέπονται από [τον παρόντα νόμο], και ιδιαίτερα επί προσφυγών, εφαρμόζονται οι διατάξεις του νόμου 30/1992 της 26ης Νοεμβρίου 1992, περί του νομικού καθεστώτος που διέπει τα διοικητικά όργανα και την κοινή διοικητική διαδικασία. Όλες οι δέουσες ενέργειες και κοινοποιήσεις προς τους εργαζομένους διενεργούνται μέσω των νόμιμων εκπροσώπων των εργαζομένων.»

11

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η ακυρότητα της λύσεως της συμβάσεως για αντικειμενικούς λόγους έχει τις ίδιες συνέπειες με αυτές των περιπτώσεων στις οποίες, κατά το άρθρο 55 του νόμου περί εργαζομένων, κηρύσσεται άκυρη η απόλυση για σπουδαίο λόγο οφειλόμενο σε υπαιτιότητα του εργαζόμενου. Επισημαίνει ότι το άρθρο 56, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου ορίζει συναφώς:

«Σε περίπτωση που η απόλυση κριθεί παράνομη, ο εργοδότης δύναται, εντός πέντε ημερών από της κοινοποιήσεως της δικαστικής αποφάσεως, είτε να επαναπροσλάβει τον εργαζόμενο, καταβάλλοντας σε αυτόν αναδρομικώς από της απολύσεώς του τους διαλαμβανόμενους στο στοιχείο b, της παρούσας παραγράφου, μισθούς, είτε να καταβάλει τα καθοριζόμενα με δικαστική απόφαση ακόλουθα ποσά:

a)

αποζημίωση ίση προς 45 ημερομίσθια ανά έτος υπηρεσίας· τα μικρότερα του έτους διαστήματα υπολογίζονται αναλογικά σε μηνιαία βάση, με ανώτατο όριο τους 42 μηνιαίους μισθούς.

b)

τους μισθούς που οφείλονται από την ημερομηνία της απολύσεως έως την κοινοποίηση της δικαστικής αποφάσεως που κηρύσσει παράνομη την απόλυση ή έως την ημερομηνία κατά την οποία ο εργαζόμενος βρήκε άλλη εργασία, αν η πρόσληψη αυτή προηγείται της εκδόσεως της δικαστικής αποφάσεως και ο εργοδότης αποδείξει την καταβολή ποσών αφαιρετέων από τους αναδρομικώς καταβαλλόμενους μισθούς.»

Η υπόθεση της κυρίας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

12

Οι επτά ενάγοντες στην κύρια δίκη απασχολούνταν ως προσωπικό στην επιχείρηση που ο M. de las Heras Dávila εκμεταλλευόταν ως φυσικό πρόσωπο, επιχείρηση η οποία δεν είχε δική της νομική προσωπικότητα.

13

Με δικόγραφο της 31ης Μαΐου 2004, οι ενάγοντες άσκησαν αγωγή ενώπιον του Juzgado de lo Social no 25 της Μαδρίτης κατά της Herencia yacente de Rafael de las Heras Dávila κ.λπ., με αίτημα να αναγνωριστεί ο παράνομος χαρακτήρας της απολύσεώς τους, ισχυριζόμενοι ότι, όταν προσήλθαν, μεταξύ 30 Απριλίου και 5 Μαΐου 2004, να εργαστούν, ο χώρος εργασίας ήταν κλειστός και ότι, κατά συνέπεια, απολύθηκαν σιωπηρώς.

14

Ο εργοδότης απεβίωσε την 1η Μαΐου 2004 χωρίς να αφήσει διαθήκη και χωρίς να έχει καθορίσει τα δικαιώματα των κληρονόμων του. Οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αποποιήθηκαν την κληρονομία με συμβολαιογραφικά έγγραφα της 15ης Ιουνίου 2004 και της 27ης Μαρτίου 2007. Όπως προκύπτει από την περί παραπομπής απόφαση, η δραστηριότητα της επιχειρήσεως έπαυσε οριστικώς.

15

Ο Juzgado de lo Social no 25 de Madrid απέρριψε την εν λόγω αγωγή με την αιτιολογία ότι η λύση των συμβάσεων εργασίας των εναγόντων στην κύρια δίκη επήλθε συνεπεία του θανάτου του εργοδότη χωρίς να χωρήσει μεταβίβαση της επιχειρήσεως, και ότι δεν υπήρξαν απολύσεις.

16

Οι ενάγοντες στην κύρια δίκη άσκησαν έφεση κατά της ως άνω αποφάσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Ισχυρίζονται ότι η απόφαση περί λύσεως της σχέσεως εργασίας αποτελεί πράξη που πρέπει να περιβληθεί ορισμένο τύπο και προϋποθέτει την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 55, παράγραφος 1, του νόμου περί εργαζομένων· υποστηρίζουν επίσης ότι η απόφαση αυτή έπρεπε να τους έχει κοινοποιηθεί από τους κληρονόμους του εργοδότη. Ως εκ τούτου, οι ενάγοντες στην κύρια δίκη ζητούν την αναγνώριση της απολύσεώς τους ως παράνομης και την καταβολή αποζημιώσεως 45 ημερομισθίων ανά έτος εργασίας, καθώς και την καταβολή των μισθών που αντιστοιχούν στο διάστημα από την ημερομηνία απολύσεως μέχρι την επίδοση της αποφάσεως του αιτούντος δικαστηρίου ή μέχρι την επαναπρόσληψή τους. Επικουρικώς, ζητούν να αναγνωριστεί η λύση των συμβάσεων εργασίας λόγω θανάτου του εργοδότη, βάσει του άρθρου 49 του ιδίου νόμου, και την καταβολή αποζημιώσεως κατά το άρθρο αυτό.

17

Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι δεν πρόκειται περί απολύσεως αλλά περί λύσεως της σχέσεως εργασίας συνεπεία του θανάτου του εργοδότη.

18

Κληθείσα από το αιτούν δικαστήριο να διατυπώσει γνώμη επί της υποθέσεως της κύριας δίκης, η Εισαγγελία φρονεί ότι ενδέχεται οι διατάξεις του άρθρου 49, παράγραφος 1, στοιχείο g, του νόμου περί εργαζομένων να είναι αντίθετες προς τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου.

19

Κατά το αιτούν δικαστήριο, σε περίπτωση λύσεως της συμβάσεως εργασίας επειδή έπαυσε να υφίσταται επιχείρηση, το ισπανικό δίκαιο επιφυλάσσει διαφορετική μεταχείριση ανάλογα με τη φύση του προσώπου του εργοδότη. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή, οι εργαζόμενοι που απασχολούνται σε νομικό πρόσωπο βρίσκονται σε ευνοϊκότερη θέση από εκείνους που απασχολούνται από φυσικό πρόσωπο, έστω και αν η ζημία λόγω απολύσεως ή λύσεως της συμβάσεως εργασίας είναι ίδια και για τις δυο κατηγορίες.

20

Υπό τις συνθήκες αυτές, εκτιμώντας ότι η ερμηνεία της οδηγίας 98/59 είναι αναγκαία για την έκδοση της αποφάσεώς του, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Αντιβαίνει το άρθρο 51 του νόμου περί εργαζομένων στις υποχρεώσεις που επιβάλλει η οδηγία 98/59 […], κατά το μέτρο που περιορίζει την έννοια της ομαδικής απολύσεως στις απολύσεις για οικονομικούς και τεχνικούς λόγους, καθώς και για λόγους οργανώσεως ή παραγωγής, και δεν διευρύνει το περιεχόμενο αυτής, έτσι ώστε να περιλαμβάνει τις απολύσεις για όλους τους λόγους που δεν συνδέονται άμεσα με τον ίδιο τον εργαζόμενο;

2)

Αντιβαίνει επίσης στην οδηγία 98/59 […], η διάταξη του άρθρου 49, παράγραφος 1, στοιχείο g, του νόμου περί εργαζομένων, η οποία προβλέπει, όσον αφορά εργαζομένους που χάνουν τη θέση εργασίας τους λόγω του θανάτου, της συνταξιοδοτήσεως ή της ανικανότητας προς εργασία του εργοδότη, αποζημίωση περιοριζόμενη στον μισθό ενός μηνός, αποκλείοντας την εφαρμογή της ρυθμίσεως του άρθρου 51 του ίδιου νόμου, κατά παράβαση των άρθρων 1, 2, 3, 4 και 6 της ως άνω οδηγίας;

3)

Αντιβαίνει η ισπανική νομοθεσία περί ομαδικής απολύσεως και, συγκεκριμένα, τα άρθρα 49, παράγραφος 1, στοιχείο g, και 51 του νόμου περί εργαζομένων, στο άρθρο 30 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, του οποίου η διακήρυξη πραγματοποιήθηκε στη Νίκαια την 7η Οκτωβρίου 2000 (ΕΕ C 364, σ. 1)] και στον Κοινοτικό Χάρτη των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των εργαζομένων, ο οποίος εγκρίθηκε στη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 9ης Δεκεμβρίου 1989 στο Στρασβούργο [από τους αρχηγούς κρατών ή των κυβερνήσεων ένδεκα κρατών μελών];»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

21

Όπως παρατηρούν η Ισπανική και Ουγγρική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, επιβάλλεται, ως προς τα δυο πρώτα ερωτήματα, η επισήμανση ότι, κατά τον χρόνο του θανάτου του, ο M. de las Heras Dávila απασχολούσε επτά εργαζόμενους· επομένως, εν προκειμένω, η οδηγία 98/59 δεν τυγχάνει, καταρχήν, εφαρμογής.

22

Ειδικότερα, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο α’, περίπτωση ii, της ως άνω οδηγίας, για την εφαρμογή αυτής σε υπόθεση, όπως αυτή της κύριας δίκης, απαιτείται οι απολύσεις να είναι τουλάχιστον είκοσι και να λαμβάνουν χώρα εντός περιόδου ενενήντα ημερών.

23

Εντούτοις, η οδηγία 98/59 ορίζει, στο άρθρο 5, ότι δεν θίγει την ευχέρεια των κρατών μελών να εφαρμόζουν ή να εκδίδουν νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις περισσότερο ευνοϊκές για τους εργαζομένους ή να προωθούν ή να επιτρέπουν την εφαρμογή ευνοϊκότερων συμβατικών διατάξεων για τους εργαζομένους.

24

Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, τέτοιου χαρακτήρα διατάξεις ισχύουν στο ισπανικό δίκαιο, αφού, κατά το άρθρο 51, παράγραφος 1, πρώτο και τρίτο εδάφιο, του νόμου περί εργαζομένων, η έννοια της ομαδικής απολύσεως καλύπτει και τη λύση των συμβάσεων εργασίας του συνόλου του προσωπικού της επιχειρήσεως, υπό την προϋπόθεση ότι ο αριθμός των θιγόμενων εργαζομένων υπερβαίνει τους πέντε, όταν η λύση αυτή επέρχεται συνεπεία της πλήρους παύσεως της επιχειρηματικής δραστηριότητας για οικονομικούς ή τεχνικούς λόγους ή για λόγους που αφορούν την οργάνωση ή την παραγωγή.

25

Το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι, στην ενώπιον αυτού εκκρεμούσα υπόθεση, η λύση των συμβάσεων εργασίας του συνόλου του απασχολούμενου από τον M. de las Heras Dávila προσωπικού λόγω του θανάτου του εργοδότη εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των αναφερόμενων στην προηγούμενη σκέψη διατάξεων και πρέπει, και αυτή, να χαρακτηρισθεί ως ομαδική απόλυση. Το ως άνω δικαστήριο εκτιμά ότι, σε διαφορετική περίπτωση, υφίσταται διαφορετική μεταχείριση, η οποία αντίκειται στην οδηγία 98/59 και στην κατ’ αυτήν οριζόμενη έννοια της ομαδικής απολύσεως.

26

Συναφώς, η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά, αναμφιβόλως, τη λύση συμβάσεων εργασίας των οποίων ο αριθμός είναι κατώτερος των ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο α’, της οδηγίας 98/59.

27

Εντούτοις, αφής στιγμής η βούληση του εθνικού νομοθέτη ήταν να περιλάβει στην κατά την ως άνω οδηγία οριζόμενη έννοια της ομαδικής απολύσεως περιπτώσεις μη εμπίπτουσες στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, εξαιρώντας ωστόσο από την έννοια αυτή περιπτώσεις, όπως η υπό κρίση στην υπόθεση της κύριας δίκης, υφίσταται οπωσδήποτε κοινοτικό συμφέρον –προκειμένου να αποφεύγονται στο μέλλον ερμηνευτικές αποκλίσεις– η έννοια αυτή καθώς και οι προς αυτήν συναρτώμενες ρυθμίσεις του δικαίου της Ενώσεως να ερμηνεύονται ομοιόμορφα, ανεξαρτήτως των συνθηκών υπό τις οποίες γίνεται αναφορά στην έννοια ή στις ρυθμίσεις αυτές (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 16ης Μαρτίου 2006, C-3/04, Poseidon Chartering, Συλλογή 2006, σ. I-2505, σκέψεις 16 και 17).

28

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η απάντηση που θα δοθεί στα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να στηριχθεί στην εξής προκείμενη, ότι δηλαδή ορισμένες μορφές λύσεως της συμβάσεως εργασίας αριθμού εργαζομένων που είναι κατώτερος των προβλεπόμενων στο άρθρο 1 της οδηγίας 98/59 ορίων, εξομοιώνονται, κατά την ισπανική νομοθεσία, προς ομαδικές απολύσεις κατά την έννοια του προαναφερθέντος άρθρου, ενώ άλλες μορφές λύσεως της συμβάσεως εργασίας ίδιου αριθμού εργαζομένων, ιδίως η λύση των συμβάσεων εργασίας του συνόλου του προσωπικού λόγω θανάτου του εργοδότη, δεν εμπίπτουν, κατά την ως άνω εθνική νομοθεσία, στην έννοια της ομαδικής απολύσεως.

Επί του πρώτου ερωτήματος

29

Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες σχετικά με το συμβατό της εφαρμοστέας στην υπόθεση της κύριας δίκης ισπανικής νομοθεσίας, κατά την οποία, η έννοια της ομαδικής απολύσεως δεν καλύπτει κάθε μορφή λύσεως της συμβάσεως εργασίας για λόγους που δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων, προς το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59.

30

Κατ’ αρχάς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται, στο πλαίσιο διαδικασίας δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, επί του συμβατού των κανόνων του εσωτερικού δικαίου προς τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου. Αντιθέτως, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία που άπτονται του κοινοτικού δικαίου και παρέχουν στο δικαστήριο αυτό τη δυνατότητα να εκτιμήσει το συμβατό των κανόνων του εσωτερικού δικαίου προς την οικεία κοινοτική κανονιστική ρύθμιση (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2006, C-506/04, Wilson, Συλλογή 2006, σ. I-8613, σκέψεις 34 και 35, καθώς και της 6ης Μαρτίου 2007, C-338/04, C-359/04 και C-360/04, Placanica κ.λπ., Συλλογή 2007, σ. I-1891, σκέψη 36).

31

Δεν αμφισβητείται ότι αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης είναι η νομιμότητα της λύσεως των συμβάσεων εργασίας του συνόλου του προσωπικού επιχειρήσεως λόγω θανάτου του εργοδότη.

32

Επομένως, προκειμένου να δοθεί στο αιτούν δικαστήριο απάντηση χρήσιμη για την επίλυση της ενώπιον αυτού εκκρεμούσας υποθέσεως, πρέπει να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59 έχει την έννοια ότι αποκλείει εθνική νομοθετική ρύθμιση δυνάμει της οποίας η λύση της συμβάσεως εργασίας περισσότερων εργαζομένων, των οποίων εργοδότης είναι φυσικό πρόσωπο, λόγω θανάτου του προσώπου αυτού, αποτελεί ή όχι ομαδική απόλυση.

33

Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι, από το γράμμα της ως άνω οδηγίας, δεν προκύπτει ότι η περίπτωση αυτή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.

34

Μολονότι το Δικαστήριο έχει ερμηνεύσει διασταλτικώς την περιλαμβανόμενη στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, φράση «για λόγους, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων» (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 12ης Οκτωβρίου 2004, C-55/02, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, Συλλογή 2004, σ. I-9387, σκέψη 49, καθώς και της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, C-187/05 έως C-190/05, Αγοραστούδης κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I-7775, σκέψη 28), εντούτοις, όπως προκύπτει από το γράμμα της οδηγίας, η έννοια της ομαδικής απολύσεως προϋποθέτει τόσο την ύπαρξη εργοδότη όσο και τη διενέργεια πράξεως από αυτόν.

35

Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α’, της οδηγίας 98/59, νοούνται ως «ομαδικές απολύσεις» οι απολύσεις στις οποίες προβαίνει ο εργοδότης για έναν ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι δεν συνδέονται με το πρόσωπο των εργαζομένων, εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις ποσοτικής και χρονικής φύσεως.

36

Δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της ως άνω οδηγίας, για τον υπολογισμό του αριθμού των απολύσεων που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο, στοιχείο α’, προς απολύσεις εξομοιώνονται όλες οι μορφές λύσεως συμβάσεως εργασίας με πρωτοβουλία του εργοδότη, για έναν ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων, υπό τον όρο ότι οι απολύσεις είναι τουλάχιστον πέντε.

37

Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας, όταν ο εργοδότης προτίθεται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις, υποχρεούται να πραγματοποιεί, εγκαίρως, διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας. Η παράγραφος 3 του εν λόγω άρθρου ορίζει ότι ο εργοδότης οφείλει, εγκαίρως, κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων, να παρέχει στους εκπροσώπους των εργαζομένων όλες τις χρήσιμες πληροφορίες και να τους ανακοινώνει εγγράφως τα απαριθμούμενα στο σημείο β’ της ίδιας παραγράφου στοιχεία.

38

Το άρθρο 3 της οδηγίας 98/59 ορίζει ότι ο εργοδότης υποχρεούται να κοινοποιεί εγγράφως στην αρμόδια δημόσια αρχή κάθε σχεδιαζόμενη ομαδική απόλυση και να διαβιβάζει στους εκπροσώπους των εργαζομένων αντίγραφο της κοινοποιήσεως.

39

Όλοι οι όροι των ως άνω διατάξεων, ιδίως οι φράσεις «προτίθεται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις», «πραγματοποιεί διαβουλεύσεις», «παρέχει όλες τις χρήσιμες πληροφορίες», «ανακοινώνει εγγράφως τα στοιχεία», «κοινοποιεί εγγράφως κάθε σχεδιαζόμενη ομαδική απόλυση» και «διαβιβάζει αντίγραφο», καταδεικνύουν ότι τόσο η ύπαρξη του εργοδότη όσο και η διενέργεια εκ μέρους αυτού ορισμένων πράξεων είναι απαραίτητες.

40

Επιπροσθέτως, όπως προκύπτει από τη χρησιμοποιούμενη στο άρθρο 1, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α’, της οδηγίας 98/59 φράση «απολύσεις που πραγματοποιούνται από έναν εργοδότη», η έννοια της ομαδικής απολύσεως προϋποθέτει, καταρχήν, πράξη ή πρόθεση πράξεως, από μέρους του εργοδότη, ομαδικής απολύσεως, ενώ, όπως επεσήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 81 των προτάσεών του, η χρησιμοποιούμενη στο δεύτερο εδάφιο της ίδιας παραγράφου φράση «με πρωτοβουλία του εργοδότη» συνεπάγεται εξωτερική δήλωση βουλήσεως του εργοδότη, η οποία πρέπει να συνίσταται στην από μέρους του λήψη σχετικής πρωτοβουλίας.

41

Εκ των ανωτέρω έπεται ότι η έννοια της ομαδικής απολύσεως κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο α’, της οδηγίας 98/59 προϋποθέτει την ύπαρξη εργοδότη ο οποίος έχει ήδη προβλέψει τις μελλοντικές απολύσεις και είναι σε θέση, αφενός, να διενεργήσει, προς τον σκοπό αυτόν, τις προβλεπόμενες στα άρθρα 2 και 3 της ως άνω οδηγίας πράξεις και, αφετέρου, να προβεί, ενδεχομένως, σε απολύσεις.

42

Εντούτοις, σε περιπτώσεις, όπως η υπό κρίση στην κύρια δίκη, δεν υφίσταται πρόθεση ομαδικής απολύσεως, αλλά ούτε και εργοδότης υπέχων την υποχρέωση να ενεργήσει τις πράξεις, οι οποίες διαλαμβάνονται στις αναφερόμενες στις σκέψεις 37 και 38 της παρούσας αποφάσεως διατάξεις, και να προβεί, ενδεχομένως, σε απολύσεις.

43

Δεύτερον, όσον αφορά τον πρωταρχικό σκοπό της οδηγίας 98/59, επιβάλλεται η υπενθύμιση ότι, αφενός, κατά τα άρθρα 2, παράγραφος 2, και 3, παράγραφος 1, αυτής, αντικείμενο των διαβουλεύσεων είναι η αποτροπή ή η μείωση των ομαδικών απολύσεων, καθώς και η άμβλυνση των επιπτώσεών τους μέσω ενισχυτικών κοινωνικών μέτρων με σκοπό την επαγγελματική επανένταξη ή μετειδίκευση των απολυθέντων εργαζομένων. Αφετέρου, κατά τα άρθρα 2, παράγραφος 3, και 3, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας, ο εργοδότης οφείλει να κοινοποιεί εγγράφως στην αρμόδια δημόσια αρχή κάθε σχεδιαζόμενη ομαδική απόλυση και να της διαβιβάζει τα στοιχεία και πληροφορίες που αναφέρονται στις αναφερθείσες διατάξεις.

44

Εντούτοις, ο πρωταρχικός σκοπός της οδηγίας 98/59, δηλαδή η διεξαγωγή διαβουλεύσεων με τους εκπροσώπους των εργαζομένων και η ενημέρωση της αρμόδιας δημόσιας αρχής πριν την ομαδική απόλυση, δεν θα επιτυγχανόταν σε περίπτωση χαρακτηρισμού ως ομαδικής απολύσεως της λύσεως των συμβάσεων εργασίας του συνόλου του προσωπικού επιχειρήσεως, την εκμετάλλευση της οποίας έχει φυσικό πρόσωπο, λόγω παύσεως της επιχειρηματικής δραστηριότητας συνεπεία του θανάτου του εργοδότη, δεδομένου ότι δεν είναι δυνατό να διεξαχθούν διαβουλεύσεις ούτε να αποτραπούν ή να μειωθούν οι λύσεις των συμβάσεων εργασίας ούτε να αμβλυνθούν οι εξ αυτών απορρέουσες συνέπειες.

45

Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί ότι η οδηγία 98/59 δεν σκοπεί στη θέσπιση μηχανισμού γενικής οικονομικής αποκαταστάσεως σε κοινοτικό επίπεδο, σε περίπτωση απώλειας θέσεων εργασίας.

46

Τρίτον, επιβάλλεται η επισήμανση ότι ορισμένες διατάξεις της οδηγίας 98/59 έχουν ήδη ερμηνευθεί από το Δικαστήριο.

47

Ειδικότερα, το Δικαστήριο έκρινε ότι, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφοι 1 και 3, καθώς και του άρθρου 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 98/59, μόνος υπόχρεος προς παροχή πληροφοριακών στοιχείων, προς διεξαγωγή διαβουλεύσεων και προς διενέργεια κοινοποιήσεων είναι ο εργοδότης (βλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, C-44/08, Akavan Erityisalojen Keskusliitto AEK κ.λπ., Συλλογή 2009, σ. I-8163, σκέψη 57).

48

Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι οι βαρύνουσες τον εργοδότη υποχρεώσεις διαβουλεύσεως και κοινοποιήσεως γεννώνται πριν από την απόφαση του τελευταίου να καταγγείλει τις συμβάσεις εργασίας (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2005, C-188/03, Junk, Συλλογή 2005, σ. I-885, σκέψεις 36 και 37, καθώς και προαναφερθείσα απόφαση Akavan Erityisalojen Keskusliitto AEK κ.λπ., σκέψη 38).

49

Εντούτοις, σε περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, ο θάνατος του εργοδότη και η λύση των συμβάσεων εργασίας των εργαζομένων, που αυτός απασχολεί, συμπίπτουν. Επομένως, όπως επισημαίνει η Ισπανική Κυβέρνηση, είναι εκ των πραγμάτων αδύνατο να τηρηθούν οι ως άνω υποχρεώσεις.

50

Επιπροσθέτως, σε περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, δεν υφίσταται ούτε απόφαση περί καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας ούτε και προηγούμενη εκδήλωση προθέσεως για καταγγελία.

51

Όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, η οδηγία 98/59, όπως, προηγουμένως, και η οδηγία 75/129/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 44), εναρμονίζει μόνο μερικώς τους κανόνες προστασίας των εργαζομένων σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων (βλ., επί της οδηγίας 75/129, απόφαση της 8ης Ιουνίου 1994, C-383/92, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Συλλογή 1994, σ. I-2479, σκέψη 25, και, επί της οδηγίας 98/59, προαναφερθείσα απόφαση Akavan Erityisalojen Keskusliitto AEK κ.λπ., σκέψη 60)· εναρμονίζει δε όχι τις λεπτομέρειες οριστικής παύσεως της δραστηριότητας επιχειρήσεως, αλλά τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων (βλ., επί της οδηγίας 75/129, προαναφερθείσα απόφαση Αγοραστούδης κ.λπ., σκέψη 36).

52

Πρέπει, εν τέλει, να προστεθεί ότι η προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Πορτογαλίας δεν αναιρεί την ερμηνεία κατά την οποία η έννοια της ομαδικής απολύσεως κατά την οδηγία 98/59 δεν περικλείει τις περιπτώσεις λύσεως συμβάσεων εργασίας περισσότερων προσώπων, των οποίων εργοδότης είναι φυσικό πρόσωπο, λόγω του θανάτου του τελευταίου. Συγκεκριμένα, η απόφαση αυτή εκδόθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας κατά παραβάσεως κράτους μέλους, επ’ ευκαιρία της οποίας εξετάστηκε η έννοια της φράσεως «λόγοι, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων» του άρθρου 1, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, χωρίς ωστόσο να εξεταστεί ειδικώς περίπτωση, όπως αυτή της κύριας δίκης, δηλαδή η λύση των συμβάσεων εργασίας λόγω θανάτου του φυσικού προσώπου που είναι εργοδότης και η ανυπαρξία υποκειμένου δικαίου που να υπέχει τις προβλεπόμενες από την οδηγία υποχρεώσεις.

53

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει στο πρώτο ερώτημα να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59 έχει την έννοια ότι δεν αποκλείει εθνική νομοθετική ρύθμιση δυνάμει της οποίας η λύση των συμβάσεων εργασίας περισσότερων εργαζομένων, των οποίων εργοδότης είναι φυσικό πρόσωπο, λόγω θανάτου του προσώπου αυτού δεν αποτελεί ομαδική απόλυση.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

54

Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν η οδηγία 98/59 έχει την έννοια ότι αποκλείει εθνική νομοθετική ρύθμιση προβλέπουσα αποζημίωση, η οποία διαφέρει αναλόγως του εάν οι εργαζόμενοι απώλεσαν τη θέση εργασίας τους λόγω θανάτου του εργοδότη ή συνεπεία ομαδικής απολύσεως.

55

Όπως, συναφώς, προκύπτει από την απάντηση στο πρώτο ερώτημα, η λύση συμβάσεων εργασίας λόγω θανάτου του φυσικού προσώπου που είναι εργοδότης, η οποία έλαβε χώρα υπό συνθήκες όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, δεν εμπίπτει στην έννοια της ομαδικής απολύσεως όπως αυτή χρησιμοποιείται στην οδηγία 98/59.

56

Εξάλλου, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 45 και 51 της παρούσας αποφάσεως, η εν λόγω οδηγία δεν εναρμονίζει παρά μερικώς τους κανόνες προστασίας των εργαζομένων σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων και δεν σκοπεί στη θέσπιση μηχανισμού γενικής οικονομικής αποκαταστάσεως σε κοινοτικό επίπεδο σε περίπτωση απώλειας θέσεων εργασίας. Στο πλαίσιο αυτό, το ζήτημα της εκτάσεως της αποζημιώσεως των εργαζομένων σε περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας αυτών δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 98/59.

57

Κατά συνέπεια, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η εν λόγω οδηγία δεν αποκλείει εθνική νομοθετική ρύθμιση προβλέπουσα αποζημίωση η οποία διαφέρει αναλόγως του εάν οι εργαζόμενοι απώλεσαν τη θέση εργασίας τους λόγω θανάτου του εργοδότη ή συνεπεία ομαδικής απολύσεως.

Επί του τρίτου ερωτήματος

58

Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 30 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως καθώς και οι διατάξεις του Κοινοτικού Χάρτη των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων έχουν την έννοια ότι αποκλείουν εθνική νομοθετική ρύθμιση, όπως η εφαρμοζόμενη στην υπόθεση της κύριας δίκης.

59

Εντούτοις, όπως προκύπτει από τις εκτιμήσεις επί των δυο πρώτων ερωτημάτων, περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 98/59, κατά συνέπεια, ούτε και του κοινοτικού δικαίου. Υπό τις συνθήκες αυτές, παρέλκει η απάντηση στο τρίτο ερώτημα.

Επί των δικαστικών εξόδων

60

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις, έχει την έννοια ότι δεν αποκλείει εθνική νομοθετική ρύθμιση δυνάμει της οποίας η λύση των συμβάσεων εργασίας περισσότερων εργαζομένων, των οποίων εργοδότης είναι φυσικό πρόσωπο, λόγω θανάτου του προσώπου αυτού δεν αποτελεί ομαδική απόλυση.

 

2)

Η οδηγία 98/59 δεν αποκλείει εθνική νομοθετική ρύθμιση προβλέπουσα αποζημίωση η οποία διαφέρει αναλόγως του εάν οι εργαζόμενοι απώλεσαν τη θέση εργασίας τους λόγω θανάτου του εργοδότη ή συνεπεία ομαδικής απολύσεως.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.

Top