EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62008CC0371

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Bot της 14ης Απριλίου 2011.
Nural Ziebell κατά Land Baden-Württemberg.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Verwaltungsgerichtshof Baden-Württemberg - Γερμανία.
Συμφωνία Σύνδεσης ΕΟΚ-Τουρκίας - Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων - Άρθρα 7, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, και 14, παράγραφος 1, της απόφασης 1/80 του Συμβουλίου Σύνδεσης - Οδηγίες 64/221/ΕΟΚ, 2003/109/ΕΚ και 2004/38/ΕΚ - Δικαίωμα διαμονής Τούρκου υπηκόου που έχει γεννηθεί στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, όπου διέμεινε νομίμως και αδιαλείπτως επί περισσότερα από δέκα έτη ως τέκνο Τούρκου εργαζόμενου - Ποινικές καταδίκες - Νομιμότητα της απόφασης απέλασης - Προϋποθέσεις.
Υπόθεση C-371/08.

European Court Reports 2011 -00000

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2011:244

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

YVES BOT

της 14ης Απριλίου 2011 (1)

Υπόθεση C‑371/08

Nural Ziebell

κατά

Land Baden-Württemberg

[αίτηση του Verwaltungsgerichtshof Baden-Württemberg (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας – Απόφαση 1/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως – Άρθρο 7, παράγραφος 1 – Τούρκος υπήκοος που διαμένει στο κράτος μέλος υποδοχής επί δέκα έτη πριν την έκδοση αποφάσεως απελάσεώς του – Ποινικές καταδίκες – Επέκταση του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 28, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ – Απέλαση αποκλειστικά για επιτακτικούς λόγους δημόσιας ασφάλειας»





1.        Το παρόν προδικαστικό ερώτημα αφορά το ζήτημα αν η ενισχυμένη προστασία κατά της απελάσεως, την οποία προβλέπει το άρθρο 28, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ (2) υπέρ των πολιτών της Ενώσεως, μπορεί να εφαρμοστεί σε Τούρκο υπήκοο που αντλεί δικαιώματα από το άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερη περίπτωση, της αποφάσεως 1/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως (3), της 19ης Σεπτεμβρίου 1980, σχετικά με την ανάπτυξη της συνδέσεως (4), εφόσον διαμένει στο κράτος μέλος υποδοχής επί δέκα έτη πριν την έκδοση αποφάσεως απελάσεώς του από τις αρμόδιες εθνικές αρχές.

2.        Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερη περίπτωση, της αποφάσεως 1/80, μέλος της οικογένειας Τούρκου εργαζομένου στο οποίο έχει επιτραπεί να ζει μαζί με τον εργαζόμενο στο κράτος μέλος υποδοχής και διαμένει σε αυτό επί πέντε τουλάχιστον έτη, έχει ελεύθερη πρόσβαση, στο κράτος αυτό, σε οποιαδήποτε έμμισθη δραστηριότητα.

3.        Το άρθρο 28, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2004/38 ορίζει ότι απόφαση απελάσεως πολίτη της Ενώσεως που έχει διαμείνει κατά τα προηγούμενα δέκα έτη στο κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να ληφθεί μόνον αν βασίζεται σε επιτακτικούς λόγους δημόσιας ασφάλειας.

4.        Με τις παρούσες προτάσεις θα αναπτύξω τους λόγους για τους οποίους φρονώ ότι Τούρκος υπήκοος δεν μπορεί να τύχει αυτής της ενισχυμένης προστασίας. Στη συνέχεια, θα εξηγήσω ότι, στο ζήτημα αυτό, πρέπει, κατά την άποψή μου, να εφαρμοστεί κανονικά η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου.

5.        Συνεπώς, θα προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει ότι το άρθρο 14, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει τη λήψη από κράτος μέλος μέτρου απελάσεως Τούρκου υπηκόου ο οποίος αντλεί δικαιώματα από το άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερη περίπτωση, της αποφάσεως 1/80 και ο οποίος διαμένει στο εν λόγω κράτος επί δέκα έτη πριν τη λήψη του εν λόγω μέτρου, εφόσον η συμπεριφορά του συνιστά ενεστώσα, πραγματική και αρκούντως σοβαρή απειλή θίγουσα θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας, πράγμα που εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει.

I –    Νομοθετικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ενώσεως

1.      Η Συμφωνία Συνδέσεως

6.        Με σκοπό τη ρύθμιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των Τούρκων εργαζομένων στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, στις 12 Σεπτεμβρίου 1963 συνήφθη Συμφωνία Συνδέσεως μεταξύ της Κοινότητας και της Τουρκικής Δημοκρατίας.

7.        Κατά το προοίμιο της Συμφωνίας, σκοπός της είναι η βελτίωση των όρων διαβιώσεως στην Τουρκία και στην Κοινότητα με την επιτάχυνση της οικονομικής προόδου και την αρμονική επέκταση των συναλλαγών, καθώς και η μείωση του χάσματος μεταξύ της οικονομίας της Τουρκικής Δημοκρατίας και των οικονομιών των κρατών μελών της Κοινότητας.

8.        Αυτή η Συμφωνία Συνδέσεως έχει, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, ως σκοπό την προαγωγή της συνεχούς και ισόρροπης ενισχύσεως των εμπορικών και οικονομικών σχέσεων μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, λαμβανομένης πλήρως υπόψη της ανάγκης να εξασφαλιστεί η επιταχυνόμενη ανάπτυξη της οικονομίας της Τουρκικής Δημοκρατίας και η ανύψωση του επιπέδου απασχολήσεως και των όρων διαβιώσεως του τουρκικού λαού.

9.        Το άρθρο 12 της Συμφωνίας Συνδέσεως, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο 3 του τίτλου ΙΙ που φέρει τον τίτλο «Άλλες διατάξεις οικονομικού χαρακτήρα», ορίζει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν να εμπνέονται από τα άρθρα της Συνθήκης ΕΚ για τη σταδιακή υλοποίηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων μεταξύ τους.

10.      Το καθεστώς της ελεύθερης κυκλοφορίας των Τούρκων εργαζομένων, το οποίο προβλέπει η συμφωνία, υλοποιείται σταδιακά σύμφωνα με τις αποφάσεις του Συμβουλίου Συνδέσεως, το οποίο μεριμνά για τη διασφάλιση της εφαρμογής και της σταδιακής εξελίξεως του καθεστώτος της συνδέσεως (5).

2.      Η απόφαση 1/80

11.      H απόφαση 1/80 αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, κατά την τρίτη αιτιολογική της σκέψη, στη βελτίωση του καθεστώτος στο οποίο υπάγονται οι εργαζόμενοι και τα μέλη της οικογενείας τους σε σχέση με το καθεστώς που προέβλεπε η απόφαση 2/76 του Συμβουλίου Συνδέσεως της 20ής Δεκεμβρίου 1976.

12.      Το άρθρο 7 της αποφάσεως 1/80 έχει ως εξής:

«Τα μέλη της οικογένειας Τούρκου εργαζομένου ενταγμένου στη νόμιμη αγορά εργασίας κράτους μέλους, στα οποία έχει επιτραπεί να ζήσουν μαζί του:

–        εφόσον διαμένουν νομίμως στο κράτος αυτό επί τρία τουλάχιστον έτη και υπό την επιφύλαξη της αποδοτέας στους εργαζομένους των κρατών μελών της Κοινότητας προτεραιότητας, δικαιούνται να αποδεχθούν οποιαδήποτε προσφορά εργασίας·

–        εφόσον διαμένουν νομίμως στο κράτος αυτό επί πέντε τουλάχιστον έτη, έχουν ελεύθερη πρόσβαση σε οποιαδήποτε έμμισθη δραστηριότητα.

Τα τέκνα Τούρκων εργαζομένων που έχουν ολοκληρώσει την επαγγελματική τους κατάρτιση εντός της χώρας υποδοχής μπορούν, ανεξαρτήτως της διαρκείας διαμονής τους στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, να αποδεχθούν οποιαδήποτε προσφορά εργασίας εντός αυτού, υπό τον όρο ότι ο ένας από τους γονείς έχει ασκήσει νόμιμη εργασία επί τρία τουλάχιστον έτη εντός του εν λόγω κράτους μέλους.»

13.      Το άρθρο 14, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 ορίζει ότι οι διατάξεις του κεφαλαίου ΙΙ, τμήμα 1, της αποφάσεως αυτής, στο οποίο ανήκει το άρθρο 7, «εφαρμόζονται υπό την επιφύλαξη των περιορισμών που δικαιολογούνται από λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας και δημοσίας υγείας».

3.      Η οδηγία 2004/38

14.      Ενώ η οδηγία 64/221/ΕΟΚ (6) εφαρμοζόταν στους υπηκόους ενός κράτους μέλους, οι οποίοι διαμένουν ή μεταβαίνουν σε άλλο κράτος μέλος, είτε προκειμένου να ασκήσουν μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα, είτε προκειμένου να αποδεχθούν υπηρεσίες (7), η οδηγία 2004/38 υπερβαίνει αυτή την τμηματική προσέγγιση και εισάγει την έννοια του πολίτη της Ενώσεως στον τομέα της κυκλοφορίας και της διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών.

15.      Σκοπός της οδηγίας 2004/38 είναι η απλούστευση και η συγκέντρωση της ισχύουσας σχετικής νομοθεσίας. Συγκεκριμένα, η εν λόγω οδηγία καταργεί την υποχρέωση των πολιτών της Ενώσεως να ζητούν τη χορήγηση άδειας διαμονής, καθιερώνει δικαίωμα μόνιμης διαμονής για τους πολίτες αυτούς και θέτει όρια στη δυνατότητα των κρατών μελών να επιβάλλουν περιορισμούς στη διαμονή υπηκόων άλλων κρατών μελών στο έδαφός τους.

16.      Προς τον σκοπό αυτό, οι πολίτες της Ενώσεως απολαύουν ενισχυμένης προστασίας κατά της απελάσεως. Πράγματι, η οδηγία οριοθετεί αυστηρά τη δυνατότητα των κρατών μελών να περιορίζουν το δικαίωμα κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της Ενώσεως.

17.      Το άρθρο 28, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2004/38, το οποίο αφορά την προστασία από το ενδεχόμενο απελάσεως, έχει ως εξής:

«3.      Δεν μπορεί να λαμβάνεται απόφαση απέλασης πολίτη της Ένωσης, εκτός αν η απόφαση απέλασης βασίζεται σε επιτακτικούς λόγους δημόσιας ασφάλειας, κατά τα οριζόμενα από τα κράτη μέλη, εφόσον τα πρόσωπα αυτά

α)      έχουν διαμείνει κατά τα προηγούμενα δέκα έτη στο κράτος μέλος υποδοχής».

 Το εθνικό δίκαιο

18.      Το άρθρο 53 του νόμου της 30ής Ιουλίου 2004 περί διαμονής, εργασίας και κοινωνικής εντάξεως των αλλοδαπών στο έδαφος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Gesetz über den Aufenthalt, die Erwerbstätigkeit und die Integration von Ausländern im Bundesgebiet) (8), όπως ισχύει μετά την τελευταία τροποποίησή του με το άρθρο 1 του νόμου της 19ης Αυγούστου 2007 περί μεταφοράς των οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως σχετικά με το δικαίωμα διαμονής και το πολιτικό άσυλο (Gesetz zur Umsetzung aufenthalts- und asylrechtlicher Richtlinien der Europäischen Union) (9), προβλέπει ότι κατά του αλλοδαπού μπορεί να ληφθεί μέτρο απελάσεως αν καταδικαστεί τελεσίδικα, λόγω ενός ή περισσοτέρων εκ προθέσεως τελεσθέντων αδικημάτων, σε ποινή στερητική της ελευθερίας ή ποινή για ανηλίκους διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών.

19.      Η ίδια διάταξη προβλέπει επίσης ότι ο αλλοδαπός απελαύνεται αν καταδικαστεί τελεσίδικα λόγω εκ προθέσεως τελεσθέντων αδικημάτων, εντός περιόδου πέντε ετών, σε περισσότερες της μιας ποινές στερητικές της ελευθερίας ή ποινές για ανηλίκους, συνολικής διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών, ή όταν έχει διαταχθεί, κατά την τελευταία τελεσίδικη καταδίκη του, η μετά την έκτιση της ποινής φύλαξη του καταδικασθέντος σε σωφρονιστικό κατάστημα για λόγους δημόσιας ασφάλειας.

20.      Εξάλλου, κατά το άρθρο 55 του Aufenthaltsgesetz, επιτρέπεται η απέλαση του αλλοδαπού του οποίου η διαμονή στο έδαφος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας συνιστά απειλή για τη δημόσια ασφάλεια και τάξη ή για άλλα σημαντικά συμφέροντα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

21.      Εντούτοις, προβλέπεται ειδική προστασία κατά της απελάσεως. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 56, παράγραφος 1, του Aufenthaltsgesetz, η προστασία αυτή παρέχεται στον αλλοδαπό που διαθέτει άδεια εγκαταστάσεως και διαμένει νόμιμα στο έδαφος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας επί πέντε τουλάχιστον έτη. Η απέλασή του επιτρέπεται μόνο για σοβαρούς λόγους δημόσιας τάξεως και ασφάλειας. Λόγοι δημόσιας τάξεως και ασφάλειας συντρέχουν κατά κανόνα στις περιπτώσεις των άρθρων 53 και 54 του Aufenthaltsgesetz. Αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 53 του Aufenthaltsgesetz, ο αλλοδαπός κανονικά απελαύνεται. Αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 54 του Aufenthaltsgesetz, η απόφαση για την απέλασή του λαμβάνεται κατά τη διακριτική ευχέρεια της αρμόδιας αρχής.

22.      Το άρθρο 1 του νόμου της 30ής Ιουλίου 2004 περί ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ενώσεως (Gesetz über die allgemeine Freizügigkeit von Unionsbürgern) (10), όπως ισχύει μετά την τελευταία τροποποίησή του με το άρθρο 2 του νόμου περί μεταφοράς των οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως σχετικά με το δικαίωμα διαμονής και το πολιτικό άσυλο (11), διέπει την είσοδο και τη διαμονή υπηκόων άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (πολιτών της Ενώσεως) και των μελών των οικογενειών τους.

23.      Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, του Freizügigkeitsgesetz/EU, η απώλεια του κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, του ίδιου νόμου δικαιώματος διαπιστώνεται μόνο για λόγους δημόσιας τάξεως, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας, οπότε αφαιρείται το πιστοποιητικό για το κοινοτικού δικαίου δικαίωμα διαμονής ή για τη μόνιμη διαμονή και ανακαλείται το δελτίο διαμονής ή μόνιμης διαμονής.

24.      Το άρθρο 6, παράγραφος 5, του Freizügigkeitsgesetz/EU ορίζει ότι, όσον αφορά τους πολίτες της Ενώσεως και τα μέλη των οικογενειών τους που διαμένουν κατά τα τελευταία δέκα έτη στο έδαφος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, καθώς και τους ανηλίκους, η διαπίστωση της απώλειας κατά την παράγραφο 1 επιτρέπεται μόνο για επιτακτικούς λόγους δημόσιας ασφάλειας. Ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται στους ανήλικους, αν η απώλεια του δικαιώματος διαμονής είναι αναγκαία προς το συμφέρον του τέκνου. Επίσης, επιτακτικοί λόγοι δημόσιας ασφάλειας μπορούν να συντρέχουν μόνο αν ο ενδιαφερόμενος έχει καταδικαστεί τελεσίδικα, λόγω ενός ή περισσοτέρων εκ προθέσεως τελεσθέντων αδικημάτων, σε ποινή στερητική της ελευθερίας ή ποινή για ανηλίκους διάρκειας τουλάχιστον πέντε ετών ή αν έχει διαταχθεί, κατά την τελευταία τελεσίδικη καταδίκη του, η μετά την έκτιση της ποινής φύλαξή του σε σωφρονιστικό κατάστημα, λόγω του ότι απειλείται η ασφάλεια της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ή ο ενδιαφερόμενος συνιστά κίνδυνο για την τέλεση τρομοκρατικών πράξεων.

II – Τα πραγματικά περιστατικά και το προδικαστικό ερώτημα

25.      Ο N. Ziebell (12) είναι Τούρκος υπήκοος που γεννήθηκε το 1973 στη Γερμανία. Μεγάλωσε με τους γονείς του. Ο πατέρας του, επίσης Τούρκος υπήκοος, διέμενε νόμιμα στο γερμανικό έδαφος ως εργαζόμενος. Μετά το θάνατο του πατέρα του, το 1991, η μητέρα του εκκαλούντα εισήχθη σε οίκο ευγηρίας. Σήμερα, ο N. Ziebell δεν ζει, προφανώς, με κανένα μέλος της οικογένειάς του, δεδομένου ότι τα αδέλφια του έχουν δημιουργήσει δικές τους οικογενειακές εστίες.

26.      Ο N. Ziebell είναι κάτοχος άδειας διαμονής αόριστης διάρκειας από τις 28 Ιανουαρίου 1991, η οποία ανανεώθηκε ως άδεια εγκαταστάσεως αόριστου χρόνου. Εγκατέλειψε το σχολείο χωρίς να λάβει τίτλο σπουδών. Κατά διαστήματα απασχολήθηκε ως έκτακτος εργαζόμενος, αλλά η απασχόλησή του διακοπτόταν συνεχώς από περιόδους ανεργίας ή εκτίσεως ποινής στερητικής της ελευθερίας. Από τον Ιούλιο του 2000 δεν ασκεί πλέον καμία επαγγελματική δραστηριότητα.

27.      Το 1991, ο N. Ziebell έκανε για πρώτη φορά χρήση μαριχουάνας και στη συνέχεια, από το 1998, καταναλώνει τακτικά ηρωίνη και κοκαΐνη. Το πρόγραμμα μεθαδόνης στο οποίο εντάχθηκε το 2001 και η θεραπεία απεξαρτήσεως στην οποία υποβλήθηκε το 2003 δεν έφεραν αποτέλεσμα.

28.      Από το 1993, ο N. Ziebell καταδικάστηκε επανειλημμένα για διάφορα αδικήματα, και συγκεκριμένα για κλοπή τελεσθείσα από δύο ή περισσότερους που είχαν ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές, επικίνδυνη σωματική βλάβη, εκ προθέσεως κατοχή απαγορευμένου αντικειμένου, κλοπές και διακεκριμένες κλοπές. Κρατήθηκε από τον Ιανουάριο 1993 μέχρι τον Δεκέμβριο 1994, από τον Αύγουστο 1997 μέχρι τον Οκτώβριο 1998, από τον Ιούλιο μέχρι τον Οκτώβριο 2000, από τον Σεπτέμβριο 2001 μέχρι τον Μάιο 2002 και από τον Νοέμβριο 2005 μέχρι τον Οκτώβριο 2008. Στις 28 Οκτωβρίου 2008 εισήχθη σε ειδικευμένο ίδρυμα για θεραπεία.

29.      Στις 28 Οκτωβρίου 1996 η Ausländerbehörde (υπηρεσία αλλοδαπών) απέστειλε προειδοποίηση στον εκκαλούντα, σύμφωνα με την εφαρμοστέα στους αλλοδαπούς εθνική νομοθεσία, λόγω των ποινικών αδικημάτων που είχε διαπράξει μέχρι τότε.

30.      Με απόφαση της 6ης Μαρτίου 2007 το Regierungspräsidium Stuttgart διέταξε την απέλαση του εκκαλούντα και την άμεση εκτέλεση της αποφάσεως αυτής.

31.      Κατά το Regierungspräsidium Stuttgart, ο N. Ziebell αντλεί δικαιώματα από το άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερη περίπτωση, της αποφάσεως 1/80, διότι γεννήθηκε στο γερμανικό έδαφος και, ως τέκνο Τούρκου εργαζόμενου, έζησε νόμιμα στην οικογενειακή εστία επί περισσότερα από πέντε χρόνια. Επειδή τα δικαιώματα αυτά δεν έχουν εκλείψει, ο εκκαλών προστατεύεται από το ενδεχόμενο απελάσεως κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80.

32.      Κατά τη διάταξη αυτή, η απέλασή του επιτρέπεται μόνο αν η ατομική συμπεριφορά του συνιστά πραγματική και αρκούντως σοβαρή απειλή θίγουσα θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας.

33.      Το Regierungspräsidium Stuttgart αιτιολόγησε την απόφαση απελάσεως επισημαίνοντας ότι υφίσταται εν προκειμένω απειλή αυτού του είδους, λόγω των επανειλημμένων αδικημάτων που έχει διαπράξει ο εκκαλών.

34.      Επίσης, το Regierungspräsidium Stuttgart φρονεί ότι ο N. Ziebell δεν μπορεί να επικαλεστεί την ειδική προστασία κατά της απελάσεως, την οποία παρέχει το άρθρο 28, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή ισχύει μόνο για πολίτες της Ενώσεως.

35.      Ο εκκαλών άσκησε προσφυγή κατά της απελάσεώς του. Με απόφαση της 3ης Ιουλίου 2007, το Verwaltungsgericht Stuttgart (Γερμανία) απέρριψε την προσφυγή του κατά της αποφάσεως απελάσεως.

36.      Ο N. Ziebell άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Verwaltungsgerichtshof Baden-Württemberg (Γερμανία) με αίτημα τη μεταρρύθμιση της εν λόγω αποφάσεως και την ακύρωση της αποφάσεως απελάσεως της 6ης Μαρτίου 2007.

37.      Κατόπιν αυτού, το Verwaltungsgerichtshof Baden-Württemberg αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Πρέπει η προστασία από το ενδεχόμενο απέλασης, την οποία παρέχει το άρθρο 14, παράγραφος 1, της απόφασης 1/80 […] στον Τούρκο υπήκοο που αντλεί δικαιώματα από το άρθρο 14, παράγραφος 1, δεύτερη περίπτωση, της αποφάσεως 1/80 και διέμενε κατά τα τελευταία δέκα έτη στο κράτος μέλος έναντι του οποίου ισχύουν τα δικαιώματα αυτά, να είναι εναρμονισμένη με το άρθρο 28, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ, όπως έχει μεταφερθεί από το εν λόγω κράτος στην εσωτερική του νομοθεσία, με αποτέλεσμα να επιτρέπεται η απέλαση μόνο για τους επιτακτικούς λόγους δημόσιας ασφάλειας οι οποίοι έχουν οριστεί από τα κράτη μέλη;»

III – Ανάλυση

38.      Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί ουσιαστικά να διευκρινισθεί αν το άρθρο 14, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 έχει την έννοια ότι απόφαση απελάσεως εκδιδόμενη από τις αρχές κράτους μέλους κατά Τούρκου υπηκόου που αντλεί δικαιώματα από το άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερη περίπτωση της αποφάσεως 1/80 και διέμενε επί δέκα έτη πριν την έκδοση της απόφασης αυτής στο έδαφος του εν λόγω κράτους πρέπει να θεμελιώνεται αποκλειστικά και μόνο σε επιτακτικούς λόγους δημόσιας ασφάλειας.

39.      Το Δικαστήριο έχει ερμηνεύσει κατ’ επανάληψη το άρθρο 14, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80. Με την απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2000, Nazli (13), το Δικαστήριο έκρινε ότι, όσον αφορά τον καθορισμό του περιεχομένου της εξαιρέσεως περί δημοσίας τάξεως που προβλέπει η εν λόγω διάταξη, πρέπει να ληφθεί υπόψη η ερμηνεία που έχει δοθεί στην ίδια εξαίρεση στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων που έχουν ιθαγένεια των κρατών μελών (14). Το Δικαστήριο προσέθεσε ότι η ερμηνεία αυτή δικαιολογείται κατά μείζονα λόγο επειδή η διατύπωση της εν λόγω διατάξεως είναι σχεδόν πανομοιότυπη με τη διατύπωση του άρθρου 39, παράγραφος 3, ΕΚ (15).

40.      Κατόπιν τούτου, ακολουθώντας τη νομολογία που αναπτύχθηκε σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων υπηκόων των κρατών μελών, και ειδικότερα στο πλαίσιο της οδηγίας 64/221, το Δικαστήριο έκρινε επανειλημμένα ότι η έννοια της δημοσίας τάξεως προϋποθέτει την ύπαρξη, εκτός της διαταράξεως της κοινωνικής τάξεως που συνεπάγεται κάθε παράβαση νόμου, πραγματικής και αρκούντως σοβαρής απειλής, θίγουσας θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας (16).

41.      Κατά τον N. Ziebell, δεδομένου ότι το Δικαστήριο μετέφερε ανέκαθεν στους Τούρκους υπηκόους που αντλούν δικαιώματα από διάταξη της αποφάσεως 1/80 τις αρχές που είναι εφαρμοστέες στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας και της διαμονής των υπηκόων των κρατών μελών, το άρθρο 14, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 πρέπει να ερμηνευθεί με κατ’ αναλογία εφαρμογή του άρθρου 28, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2004/38, εφόσον ο Τούρκος υπήκοος διέμενε επί δέκα έτη πριν την έκδοση της αποφάσεως περί απελάσεώς του στο έδαφος του κράτους μέλους. Συνεπώς, στην περίπτωσή του, ένα τέτοιο μέτρο απελάσεως είναι παράνομο, διότι δεν δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους δημόσιας ασφάλειας κατά την έννοια του άρθρου 28, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2004/38.

42.      Για τους λόγους που θα εκθέσω στη συνέχεια, φρονώ ότι η ανάλυση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

43.      Όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 2ας Μαρτίου 1999, Eddline El-Yassini (17), μια διεθνής συνθήκη πρέπει να ερμηνεύεται όχι μόνο βάσει του γράμματός της αλλά και βάσει των σκοπών της (18). Το Δικαστήριο προσέθεσε ότι το άρθρο 31 της Συμβάσεως της Βιέννης περί του δικαίου των συνθηκών, της 23ης Μαΐου 1969, διευκρινίζει συναφώς ότι οι συνθήκες πρέπει να ερμηνεύονται με καλή πίστη, σύμφωνα με τη συνήθη έννοια των όρων τους λαμβανομένων υπόψη των συμφραζομένων και υπό το φως του αντικειμένου και του σκοπού τους (19).

44.      Η Συμφωνία Συνδέσεως έχει ως αντικείμενο την προαγωγή της συνεχούς και ισόρροπης ενισχύσεως των εμπορικών και οικονομικών σχέσεων μεταξύ της Τουρκικής Δημοκρατίας και της Ενώσεως (20).

45.      Για την επίτευξη αυτού του σκοπού, προβλέπονται τρία στάδια. Κατά τη διάρκεια του προπαρασκευαστικού σταδίου, η Τουρκική Δημοκρατία ενισχύει την οικονομία της, ώστε να δύναται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της κατά τη διάρκεια των υπόλοιπων δύο σταδίων (21). Το μεταβατικό στάδιο αποβλέπει στη βαθμιαία σύσταση τελωνειακής ενώσεως μεταξύ των συμβαλλομένων μερών και στην προσέγγιση των οικονομικών πολιτικών τους (22). Τέλος, το οριστικό στάδιο βασίζεται στην τελωνειακή ένωση και συνεπάγεται την ενίσχυση του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών της Τουρκικής Δημοκρατίας και της Ενώσεως (23).

46.      Λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της Συμφωνίας Συνδέσεως, καθώς και των τριών σταδίων της, είναι αναμφισβήτητο ότι ο σκοπός της είναι αποκλειστικά οικονομικός.

47.      Επίσης, θα πρέπει να επισημανθεί ότι, προκειμένου να τεθεί σε εφαρμογή το μεταβατικό στάδιο, η συμφωνία προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν ότι οι ενέργειές τους θα εμπνέονται από τα άρθρα 39 ΕΚ έως 41 ΕΚ για την προοδευτική υλοποίηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων μεταξύ τους (24).

48.      Κατά την ίδια έννοια, η απόφαση 1/80, η οποία έχει ως αντικείμενο την επανεκκίνηση και την ανάπτυξη της συνδέσεως (25), αποσκοπεί να βελτιώσει το κοινωνικό καθεστώς στο οποίο υπάγονται οι εργαζόμενοι και τα μέλη της οικογένειάς τους (26).

49.      Κατά συνέπεια, οι Τούρκοι υπήκοοι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συμφωνίας Συνδέσεως και αποκτούν τα δικαιώματα που προβλέπει η απόφαση 1/80 μόνον εφόσον έχουν την ιδιότητα των εργαζομένων ή των μελών της οικογένειας εργαζομένου.

50.      Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το Δικαστήριο ερμήνευσε την εξαίρεση περί δημοσίας τάξεως την οποία προβλέπει το άρθρο 14, παράγραφος 1, της εν λόγω αποφάσεως αναφερόμενο στην ερμηνεία της ίδιας εξαιρέσεως που ακολουθείται στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων υπηκόων των κρατών μελών, και ειδικότερα στα πλαίσιο της οδηγίας 64/221 (27).

51.      Πράγματι, η ιδιότητα του εργαζομένου ήταν ο κοινός παρονομαστής μεταξύ της συμφωνίας συνεργασίας και της οδηγίας 64/221, το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οποίας αναφέρεται στους υπηκόους ενός κράτους μέλους, οι οποίοι διαμένουν ή μεταβαίνουν σε άλλο κράτος μέλος, είτε προκειμένου να ασκήσουν μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα, είτε προκειμένου να αποδεχθούν υπηρεσίες.

52.      Το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/38 υπερβαίνει το καθαρά οικονομικό πλαίσιο και το καθεστώς των εργαζομένων. Πράγματι, η οδηγία αυτή εκδόθηκε ακριβώς με σκοπό να διορθωθεί η τμηματική και αποσπασματική προσέγγιση του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της Ενώσεως που ίσχυε μέχρι τότε (28) και δεν αφορά πλέον μια συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων, τους εργαζομένους, αλλά, κατά το άρθρο 1, στοιχείο α΄, καθορίζει τους όρους που διέπουν την άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στην επικράτεια των κρατών μελών από τους πολίτες της Ενώσεως (29) και τα μέλη των οικογενειών τους.

53.      Η οδηγία 2004/38 προβλέπει, μεταξύ άλλων, δικαίωμα μόνιμης διαμονής των υπηκόων των κρατών μελών (30), καθώς και καθεστώς προστασίας από τα μέτρα απελάσεως, το οποίο βασίζεται στον βαθμό εντάξεως των ενδιαφερόμενων στο κράτος μέλος υποδοχής (31), ανεξαρτήτως της ιδιότητας του εργαζομένου. Η μόνη ιδιότητα την οποία προβλέπει η οδηγία είναι η ιδιότητα του πολίτη της Ενώσεως, η οποία αποκτάται με την προσχώρηση του κράτους καταγωγής του στην Ένωση.

54.      Μολονότι είναι αλήθεια ότι, δυνάμει της Συμφωνίας Συνδέσεως, οι Τούρκοι υπήκοοι διαθέτουν συγκεκριμένα δικαιώματα που τους αποδίδουν ειδικό καθεστώς σε σχέση με τους υπόλοιπους υπηκόους τρίτων κρατών, εντούτοις δεν έχουν την ιδιότητα των πολιτών της Ενώσεως και το νομικό καθεστώς στο οποίο υπάγονται δεν μπορεί να συγκριθεί με το καθεστώς των πολιτών της Ενώσεως. Συνεπώς, το να εφαρμοστεί το καθεστώς ενισχυμένης προστασίας το οποίο θεσπίζει η οδηγία 2004/38 στους Τούρκους υπηκόους θα ισοδυναμούσε με εξομοίωσή τους προς πολίτες της Ενώσεως, μολονότι δεν ήταν αυτή η βούληση των συμβαλλομένων μερών της Συμφωνίας Συνδέσεως.

55.      Τυχόν εφαρμογή αυτού του καθεστώτος ενισχυμένης προστασίας θα είχε ως συνέπεια τη δημιουργία νέων δικαιωμάτων υπέρ των Τούρκων υπηκόων, μολονότι αποκλειστικά αρμόδιο για τη θέσπιση συγκεκριμένων κανόνων σχετικά με τη σταδιακή πραγματοποίηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων σε συνάρτηση με εκτιμήσεις πολιτικής και οικονομικής φύσεως είναι αποκλειστικά το συμβούλιο συνδέσεως (32). Αν το Δικαστήριο εφάρμοζε κατ’ αναλογία το άρθρο 28, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, της οδηγίας στην περίπτωση του N. Ziebell, θα υπερέβαινε τις αρμοδιότητές του.

56.      Μολονότι το καθεστώς ενισχυμένης προστασίας το οποίο θεσπίζει η οδηγία δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην περίπτωσή του, φρονώ ότι ο N. Ziebell δεν στερείται ολοσχερώς προστασίας κατά μέτρου απελάσεως για λόγους δημόσιας τάξεως. Πράγματι, φρονώ ότι εν προκειμένω πρέπει να εφαρμοστεί κανονικά η σχετική νομολογία του Δικαστηρίου.

57.      Πράγματι, η οδηγία 64/221 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2004/38, καταργώντας έτσι τον κοινό παρονομαστή μεταξύ της Συμφωνίας Συνδέσεως και της πρώτης οδηγίας, δηλαδή την ιδιότητα του εργαζομένου. Εντούτοις, οι αρχές που γίνονται δεκτές στο πλαίσιο των άρθρων 39 ΕΚ έως 41 ΕΚ πρέπει να μεταφερθούν, στο μέτρο του δυνατού, στους Τούρκους υπηκόους που αντλούν δικαιώματα από την απόφαση 1/80 (33).

58.      Κατά συνέπεια, όσον αφορά τον καθορισμό του περιεχομένου της εξαιρέσεως περί δημοσίας τάξεως που προβλέπει το άρθρο 14, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80, πρέπει να ληφθεί υπόψη η ερμηνεία που έχει δοθεί στην ίδια εξαίρεση στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων που έχουν ιθαγένεια των κρατών μελών της Ενώσεως (34).

59.      Όπως υπογράμμισε πρόσφατα το Δικαστήριο, η εξαίρεση αυτή συνιστά παρέκκλιση από τη θεμελιώδη αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται στενώς και το περιεχόμενο της οποίας δεν μπορεί να καθορίζεται μονομερώς από τα κράτη μέλη (35).

60.      Ακολουθώντας την πάγια νομολογία του για το θέμα, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η εκ μέρους εθνικής αρχής επίκληση λόγων δημοσίας τάξεως προϋποθέτει την ύπαρξη, εκτός της κοινωνικής διαταραχής που συνιστά κάθε παράβαση του νόμου, πραγματικής και αρκούντως σοβαρής απειλής, θίγουσας θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας (36).

61.      Επομένως, τα μέτρα που λαμβάνονται για λόγους δημόσιας τάξεως ή δημόσιας ασφάλειας πρέπει να βασίζονται αποκλειστικά στην ατομική συμπεριφορά του ενδιαφερόμενου. Τα μέτρα αυτά δεν μπορούν συνεπώς να διατάσσονται αυτομάτως κατόπιν ποινικής καταδίκης και με σκοπό τη γενική πρόληψη (37). Εξάλλου, από τις περιστάσεις που οδήγησαν στην καταδίκη αυτή πρέπει να προκύπτει η ύπαρξη ατομικής συμπεριφοράς που συνιστά ενεστώσα απειλή για τη δημόσια τάξη (38).

62.      Συνεπώς, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να εξετάσει αν η συμπεριφορά του N. Ziebell συνεχίζει να συνιστά απειλή για τη δημόσια τάξη με γνώμονα την παρούσα κατάστασή του. Για παράδειγμα, το εθνικό δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη τα στοιχεία που προέβαλε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ο N. Ziebell, και συγκεκριμένα ότι τέλεσε γάμο, ότι δεν έχει διαπράξει άλλες παραβάσεις του νόμου, ότι απασχολείται ως ανεξάρτητος επαγγελματίας και ότι η ποινή του μετατράπηκε με τη χορήγηση αναστολής υπό όρους, με απόφαση της 16ης Ιουνίου 2009, δεδομένου ότι τα σχετικά με τα ναρκωτικά προβλήματά του έχουν κατά τα φαινόμενα λυθεί

63.      Εξάλλου, φρονώ ότι το εθνικό δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη και τη διάρκεια διαμονής του εκκαλούντα στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής.

64.      Πράγματι, δεδομένου ότι το άρθρο 12, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/109/ΕΚ (39), προβλέπει ότι το στοιχείο αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη πριν τη λήψη αποφάσεως απελάσεως υπηκόου τρίτου κράτους, φρονώ ότι το ίδιο πρέπει να ισχύει, a fortiori, όσον αφορά τους Τούρκους υπηκόους που χαίρουν ειδικού καθεστώτος στο εσωτερικό της Ενώσεως, στο μεταίχμιο μεταξύ του καθεστώτος υπηκόου κράτους μέλους και υπηκόου τρίτου κράτους.

65.      Το στοιχείο αυτό είναι σημαντικό, κατά μείζονα λόγο διότι ο N. Ziebell έχει γεννηθεί και ζήσει ολόκληρη τη ζωή του στη Γερμανία. Εύλογα συνεπώς μπορεί να θεωρήσει κανείς ότι έχει στενούς οικογενειακούς και οικονομικούς δεσμούς με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Μια απόφαση απελάσεως θα μπορούσε να έχει σοβαρότατες συνέπειες, ιδίως στην οικογενειακή του ζωή. Όπως όμως έχει κρίνει το Δικαστήριο, όταν μια απόφαση απελάσεως ενδέχεται να περιορίσει την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα θεμελιώδη δικαιώματα την τήρηση των οποίων διασφαλίζει το Δικαστήριο (40). Ειδικότερα, το δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής προστατεύεται από το άρθρο 7 του Χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και από το άρθρο 8 της ευρωπαϊκής συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 και αποτελεί μέρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων που προστατεύονται από το Δικαστήριο στην κοινοτική έννομη τάξη (41).

66.      Κατά συνέπεια, βάσει όλων των προεκτεθέντων, φρονώ ότι το άρθρο 14, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει τη λήψη από κράτος μέλος μέτρου απελάσεως Τούρκου υπηκόου ο οποίος αντλεί δικαιώματα από το άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερη περίπτωση, της αποφάσεως 1/80 και ο οποίος διαμένει στο εν λόγω κράτος επί δέκα έτη πριν τη λήψη του εν λόγω μέτρου, εφόσον η συμπεριφορά του συνιστά ενεστώσα, πραγματική και αρκούντως σοβαρή απειλή θίγουσα θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας, πράγμα που εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει.

IV – Πρόταση

67.      Κατόπιν όλων των παραπάνω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στο Verwaltungsgerichtshof Baden-Württemberg:

«Το άρθρο 14, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80, της 19ης Σεπτεμβρίου 1980, σχετικά με την ανάπτυξη της συνδέσεως, η οποία εκδόθηκε από το συμβούλιο συνδέσεως που συστάθηκε με τη Συμφωνία Συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας που υπεγράφη στην Άγκυρα στις 12 Σεπτεμβρίου 1963 από την Τουρκική Δημοκρατία, αφενός, και από τα κράτη μέλη της ΕΟΚ και την Κοινότητα, αφετέρου και συνήφθη, εγκρίθηκε και επικυρώθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με την απόφαση 64/732/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Δεκεμβρίου 1963, έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει τη λήψη από κράτος μέλος μέτρου απελάσεως Τούρκου υπηκόου ο οποίος αντλεί δικαιώματα από το άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερη περίπτωση, της αποφάσεως 1/80 και ο οποίος διαμένει στο εν λόγω κράτος επί δέκα έτη πριν τη λήψη του εν λόγω μέτρου, εφόσον η συμπεριφορά του συνιστά ενεστώσα, πραγματική και αρκούντως σοβαρή απειλή θίγουσα θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας, πράγμα που εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 – Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ L 158, σ. 77, και διορθωτικά ΕΕ 2004, L 229, σ. 35 και ΕΕ 2005, L 197, σ. 34).


3 – Το Συμβούλιο Συνδέσεως συστήθηκε με τη Συμφωνία Συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας που υπεγράφη στην Άγκυρα στις 12 Σεπτεμβρίου 1963 από την Τουρκική Δημοκρατία, αφενός, και από τα κράτη μέλη της ΕΟΚ και την Κοινότητα, αφετέρου. Η συμφωνία αυτή συνήφθη, εγκρίθηκε και επικυρώθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με την απόφαση 64/732/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Δεκεμβρίου 1963 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/001, σ. 48, στο εξής: Συμφωνία Συνδέσεως).


4 – Στο εξής: απόφαση 1/80. Το κείμενο της αποφάσεως 1/80 περιέχεται στο Accordd’associationetprotocolesCEE‑Turquieetautrestextesdebase, Υπηρεσία Επίσημων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Βρυξέλλες, 1992.


5 – Βλ. άρθρο 6 της Συμφωνίας.


6 – Οδηγία του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1964, περί του συντονισμού των ειδικών μέτρων για τη διακίνηση και τη διαμονή αλλοδαπών, τα οποία δικαιολογούνται για λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 16).


7 – Βλ., άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 64/221.


8 – BGBl. 2004 I, σ. 1950.


9 – BGBl. 2007 I, σ. 1970, στο εξής: Aufenthaltsgesetz.


10 – BGBl. 2004 I, σ. 1950


11 – Στο εξής: Freizügigkeitsgesetz/EU.


12 _ Μετά τον γάμο που τέλεσε κατά τη διάρκεια της δίκης με Γερμανίδα υπήκοο, ο εκκαλών άλλαξα το επώνυμό του από Örnek σε Ziebell.


13 – C‑340/97, (Συλλογή, σ. I‑957).


14 – Σκέψη 56. Βλ. και αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 2004, C‑467/02, Cetinkaya (Συλλογή 2004, σ. I‑10895, σκέψη 43)· της 2ας Ιουνίου 2005, C‑136/03, Dörr και Ünal (Συλλογή 2005, σ. I‑4759, σκέψη 63), και της 22ας Δεκεμβρίου 2010, C‑303/08, Bozkurt (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


15 – Βλ. προαναφερθείσα απόφαση Nazli (σκέψη 56).


16 – Βλ. αποφάσεις Nazli, προαναφερθείσα (σκέψη 57)· της 7ης Ιουλίου 2005, C‑373/03, Aydinli (Συλλογή 2005, σ. I‑6181, σκέψη 27)· της 18ης Ιουλίου 2007, C‑325/05, Derin (Συλλογή 2007, σ. I‑6495, σκέψη 54), και Bozkurt, προαναφερθείσα (σκέψη 57).


17 – C‑416/96, (Συλλογή 1999, σ. I‑1209).


18 – Σκέψη 47.


19 – Όπ.π.


20 – Βλ. άρθρο 2, παράγραφος 1, της Συμφωνίας.


21 – Βλ. άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της Συμφωνίας.


22 – Βλ. άρθρο 4, παράγραφος 1, της Συμφωνίας Συνδέσεως.


23 – Βλ. άρθρο 5 της Συμφωνίας.


24 – Βλ. άρθρο 12 της Συμφωνίας Συνδέσεως.


25 – Βλ. πρώτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως.


26 – Βλ. τρίτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως.


27 – Βλ. σημεία 39 και 40 των παρουσών προτάσεών μου.


28 – Βλ. τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας.


29 – Η υπογράμμιση δική μου.


30 – Βλ. άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας.


31 – Βλ. απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2010, C‑145/09, Τσακουρίδης (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 25).


32 – Βλ. απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 1987, 12/86, Demirel (Συλλογή 1987, σ. 3719, σκέψη 21).


33 – Βλ. απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2007, C‑349/06, Polat (Συλλογή 2007, σ. I‑8167, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


34 – Βλ. προαναφερθείσα απόφαση Polat (σκέψη 30). Βλ. και προαναφερθείσα απόφαση Bozkurt (σκέψη 55).


35 – Βλ. προαναφερθείσα απόφαση Bozkurt (σκέψη 56).


36 – Όπ.π. (σκέψη 57).


37 – Όπ.π. (σκέψη 58).


38 – Όπ.π. (σκέψη 59).


39 – Οδηγία του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες (ΕΕ 2004, L 16, σ. 44).


40 – Βλ., ιδίως, απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, C‑482/01 και C‑493/01, Ορφανόπουλος και Oliveri (Συλλογή 2004, σ. I‑5257, σκέψη 97). Σχετικά με υπήκοο τρίτου κράτους, βλ. και απόφαση της 11ης Ιουλίου 2002, C‑60/00, Carpenter (Συλλογή 2002, σ. I‑6279, σκέψη 40).


41 – Προαναφερθείσα απόφαση Ορφανόπουλος και Oliveri (σκέψη 98).

Top