EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62006CC0311

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Poiares Maduro της 28ης Φεβρουαρίου 2008.
Consiglio Nazionale degli Ingegneri κατά Ministero della Giustizia και Marco Cavallera.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Consiglio di Stato - Ιταλία.
Αναγνώριση διπλωμάτων - Οδηγία 89/48/ΕΟΚ - Αναγνώριση της ισοτιμίας τίτλου σπουδών - Μηχανικός.
Υπόθεση C-311/06.

European Court Reports 2009 I-00415

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2008:130

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

POIARES MADURO

της 28ης Φεβρουαρίου 2008 ( 1 )

Υπόθεση C-311/06

Consiglio Nazionale degli Ingegneri

κατά

Ministero della Giustizia και Marco Cavallera

«Αναγνώριση διπλωμάτων — Οδηγία 89/48/ΕΟΚ — Αναγνώριση της ισοτιμίας τίτλου σπουδών — Μηχανικός»

1. 

Με την κρινόμενη αίτηση ζητείται από το Δικαστήριο να αποφανθεί προδικαστικώς ποια είναι η ορθή ερμηνεία της οδηγίας 89/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών ( 2 ). Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν, βάσει των σκοπών της οδηγίας, ένας κοινοτικός υπήκοος ο οποίος πραγματοποίησε το σύνολο των ακαδημαϊκών σπουδών του στη χώρα καταγωγής του, στην Ιταλία, και, κατόπιν επικυρώσεως του ιταλικού τίτλου σπουδών του στην Ισπανία, έλαβε δίπλωμα με το οποίο δύναται να έχει πρόσβαση στο επάγγελμα του μηχανολόγου μηχανικού στη χώρα αυτή επιτρέπεται να ζητήσει αμοιβαία αναγνώριση του ισπανικού διπλώματός του στην Ιταλία, προκειμένου να ασκήσει το επάγγελμα αυτό στο κράτος καταγωγής του, χωρίς να έχει πραγματοποιήσει ακαδημαϊκές σπουδές και να έχει αποκτήσει επαγγελματική πείρα στην Ισπανία.

I — Ιστορικό και νομικό πλαίσιο της διαφοράς

2.

Ο M. Cavallera, Ιταλός υπήκοος, έλαβε στις 9 Μαρτίου 1999 από το Πανεπιστήμιο του Τορίνο (Ιταλία) δίπλωμα μηχανολόγου μηχανικού (laurea in ingegneria meccanica), το οποίο πιστοποιεί τριετή κύκλο σπουδών. Εν συνεχεία, ζήτησε από το Ministerio de Educación y Ciencia (Υπουργείο Παιδείας και Επιστημών) την επικύρωση του τίτλου σπουδών του. Ο τίτλος επικυρώθηκε στις και, ακολούθως, ο M. Cavallera εγγράφηκε στον Σύλλογο Μηχανικών Καταλωνίας, για να μπορεί να ασκήσει το επάγγελμα του μηχανολόγου μηχανικού στην Ισπανία.

3.

Συγκεκριμένα, μέχρι την έναρξη ισχύος του ισπανικού βασιλικού διατάγματος 285/2004 ( 3 ), τον Σεπτέμβριο του 2004, η διαδικασία επικυρώσεως των αλλοδαπών πανεπιστημιακών διπλωμάτων ρυθμιζόταν στην Ισπανία με το βασιλικό διάταγμα 86/1987. Κατά το άρθρο 1 του διατάγματος 86/1987 ( 4 ), για την επικύρωση απαιτείται επίσημη αναγνώριση στην Ισπανία, για ακαδημαϊκούς σκοπούς, των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που έχουν χορηγηθεί στην αλλοδαπή. Κατά το άρθρο 2 του εν λόγω διατάγματος, εφόσον η πιστοποιούμενη με το δίπλωμα εκπαίδευση δεν είναι ισότιμη με την πιστοποιούμενη με το ισπανικό δίπλωμα, μπορεί να τεθεί ως προϋπόθεση της αναγνώρισης η συμμετοχή σε πρόσθετες εξετάσεις.

4.

Η διαδικασία αυτή διαφέρει από αυτή της αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων που θεσπίστηκε με το βασιλικό διάταγμα 1665/1991, με το οποίο μεταφέρεται στην ισπανική έννομη τάξη η οδηγία 89/48. Δεδομένου ότι ο M. Cavallera δεν απέκτησε δίπλωμα στην Ιταλία, ώστε να έχει πρόσβαση στο επάγγελμα του μηχανολόγου μηχανικού στο κράτος αυτό, αλλά μόνον ακαδημαϊκό τίτλο πιστοποιούντα τριετή πανεπιστημιακή εκπαίδευση, στην περίπτωσή του μπορούσε να εφαρμοστεί μόνον η διαδικασία της επικυρώσεως. Επομένως, η απόφαση επικυρώσεως των σπουδών του, με την οποία βεβαιώνεται η ισοτιμία της ιταλικής και της ισπανικής πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, εκδόθηκε δυνάμει του βασιλικού διατάγματος 86/1987.

5.

Συγκεκριμένα, για να του χορηγηθεί η αναγνώριση βάσει της οδηγίας, έπρεπε προηγουμένως να επιτύχει στις εξετάσεις του ιταλικού Κράτους, σύμφωνα με το βασιλικό διάταγμα 2537 της 25ης Οκτωβρίου 1925 ( 5 ) και το προεδρικό διάταγμα (DPR) 328 της  ( 6 ), τα οποία ρυθμίζουν την πρόσβαση στο επάγγελμα του μηχανολόγου μηχανικού στην Ιταλία.

6.

Εντούτοις, η επικύρωση αρκεί για την άσκηση του εν λόγω επαγγέλματος στην Ισπανία. Αντιθέτως προς την Ιταλία, η Ισπανία δεν θέτει ως προϋπόθεση την επιτυχία σε κρατικές εξετάσεις. Η πρόσβαση στο επάγγελμα του μηχανολόγου μηχανικού στην Ισπανία προϋποθέτει μόνον κατοχή επίσημου πανεπιστημιακού διπλώματος, καθώς και εγγραφή στον επαγγελματικό σύλλογο μηχανικών. Όπως στην Ιταλία, η εγγραφή στον επαγγελματικό σύλλογο αποτελεί απλή διατύπωση. Δεδομένου ότι συνέπεια της επικυρώσεως, σύμφωνα με το ισπανικό δίκαιο, είναι ότι το αλλοδαπό δίπλωμα έχει, από της απονομής του ή από της εκδόσεως της αντίστοιχης βεβαιώσεως, τα ίδια αποτελέσματα με το δίπλωμα ή τον ισπανικό ακαδημαϊκό τίτλο προς τα οποία επικυρώθηκε ως ισότιμο, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, ο M. Cavallera κατέστη δυνατό να εγγραφεί στον Σύλλογο μηχανικών της Καταλονίας και να αποκτήσει, έτσι, το δικαίωμα ασκήσεως του επαγγέλματος του μηχανολόγου μηχανικού στην Ισπανία.

7.

Διαθέτοντας, πλέον, ισπανικό δίπλωμα μηχανολόγου μηχανικού, ο M. Cavallera υπέβαλε, στις 6 Μαρτίου 2002, στις αρμόδιες ιταλικές αρχές αίτηση αναγνώρισης του τίτλου αυτού, προκειμένου να ασκήσει, για πρώτη φορά, το επάγγελμα του μηχανολόγου μηχανικού στην Ιταλία.

8.

Με διάταγμα της 23ης Οκτωβρίου 2002, το Υπουργείο Δικαιοσύνης αναγνώρισε τον ισπανικό τίτλο του Μ. Cavallera ως έγκυρο για την εγγραφή του στον σύλλογο μηχανικών της πόλεως Alessandria.

9.

Το προσφεύγον στην κύρια δίκη Consiglio nazionale degli Ingegneri (Εθνικό Συμβούλιο Μηχανικών) προσέβαλε το υπουργικό διάταγμα περί αναγνώρισης του ισπανικού τίτλου ενώπιον του Tribunale amministrativo regionale del Lazio (TAR Lazio). Υποστηρίζει ότι οι ιταλικές αρχές κακώς χορήγησαν τον τίτλο αυτόν στον M. Cavallera βάσει της οδηγίας στον βαθμό που, κατά το εθνικό δίκαιο, η άσκηση του επαγγέλματος του μηχανολόγου μηχανικού προϋποθέτει, εκτός του ακαδημαϊκού διπλώματος που διαθέτει ο M. Cavallera, επιτυχία στις κρατικές εξετάσεις.

10.

Το TAR Lazio απέρριψε την προσφυγή, κρίνοντας ότι το Υπουργείο Δικαιοσύνης ενήργησε κατά νόμο. Εντούτοις, το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας), ενώπιον του οποίου ασκήθηκε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής, κρίνει ότι η οδηγία δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση του M. Cavallera, διότι αυτός δεν έλαβε στην Ισπανία δίπλωμα κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α’, της οδηγίας.

11.

Το άρθρο 1 της οδηγίας ορίζει:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοείται:

α)

ως δίπλωμα, οποιοδήποτε δίπλωμα, πιστοποιητικό ή άλλος τίτλος ή οποιοδήποτε σύνολο τέτοιων διπλωμάτων, πιστοποιητικών ή άλλων τίτλων:

που έχει χορηγηθεί από αρμόδια αρχή κράτους μέλους, η οποία έχει οριστεί σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις του εν λόγω κράτους μέλους,

από το οποίο προκύπτει ότι ο κάτοχός του παρακολούθησε με επιτυχία κύκλο σπουδών μετά τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών ή ισοδύναμης διάρκειας με ελαστική παρακολούθηση, σε πανεπιστήμιο ή ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα ή άλλο ίδρυμα του αυτού εκπαιδευτικού επιπέδου και, ενδεχομένως, ότι παρακολούθησε με επιτυχία την επαγγελματική εκπαίδευση που απαιτείται επιπλέον του κύκλου σπουδών μετά τη δευτεροβάθμια και

από το οποίο προκύπτει ότι ο κάτοχός του διαθέτει τα απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα για να αναλάβει ή να ασκήσει επάγγελμα που είναι νομοθετικά κατοχυρωμένο στο εν λόγω κράτος μέλος,

εφόσον η εκπαίδευση που πιστοποιείται από το εν λόγω δίπλωμα, πιστοποιητικό ή άλλο τίτλο έχει πραγματοποιηθεί κατά το μεγαλύτερό της μέρος στην Κοινότητα, ή εφόσον ο κάτοχος του έχει τριετή επαγγελματική πείρα που βεβαιούται από το κράτος μέλος το οποίο έχει αναγνωρίσει ένα εξωκοινοτικό δίπλωμα, πιστοποιητικό ή άλλο τίτλο.

[…].

β)

ως κράτος μέλος υποδοχής, το κράτος μέλος στο οποίο ο υπήκοος κράτους μέλους ζητεί να ασκήσει ένα επάγγελμα το οποίο είναι νομοθετικά κατοχυρωμένο ενώ δεν έχει αποκτήσει στο εν λόγω κράτος μέλος το δίπλωμα το οποίο διαθέτει ή δεν έχει ασκήσει στο εν λόγω κράτος μέλος για πρώτη φορά το περί ου ο λόγος επάγγελμα·

[…]»

12.

Το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο της οδηγίας 89/48, ορίζει:

«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στους υπηκόους κράτους μέλους οι οποίοι επιθυμούν να ασκήσουν ως ελεύθεροι επαγγελματίες ή μισθωτοί, νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα σε κράτος μέλος υποδοχής.»

13.

Το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας προβλέπει:

«Όταν, στο κράτος μέλος υποδοχής, η πρόσβαση σε νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα ή η εξάσκησή του προϋποθέτει την κατοχή διπλώματος, η αρμόδια αρχή δεν μπορεί να αρνείται σε υπήκοο κράτους μέλους την πρόσβαση στο επάγγελμα αυτό ή την εξάσκησή του, υπό τους ίδιους όρους με τους ημεδαπούς, επικαλούμενη την έλλειψη προσόντων […].»

14.

Έχοντας αμφιβολίες όσον αφορά την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου και, ειδικότερα, της οδηγίας 89/48, το Consiglio di Stato αποφάσισε, σύμφωνα με το άρθρο 234 ΕΚ, να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Εφαρμόζεται η οδηγία 89/48/ΕΟΚ στην περίπτωση Ιταλού υπηκόου ο οποίος: α) έχει λάβει δίπλωμα μηχανικού στην Ιταλία μετά την ολοκλήρωση τριετούς κύκλου σπουδών, β) πέτυχε την αναγνώριση της ισοτιμίας του ιταλικού τίτλου σπουδών προς τον αντίστοιχο ισπανικό, γ) πέτυχε να εγγραφεί στα ισπανικά μητρώα μηχανικών αλλά ουδέποτε άσκησε το επάγγελμα αυτό στην Ισπανία, δ) ζήτησε, επί τη βάσει του ισπανικού τίτλου επικυρώσεως, την εγγραφή του στα ιταλικά μητρώα μηχανικών;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, συνάδει με την οδηγία 89/48/ΕΟΚ η εσωτερική ρύθμιση (άρθρο 1 του νομοθετικού διατάγματος 115/1992 [ ( 7 )]) η οποία δεν επιτρέπει την αναγνώριση στην Ιταλία τίτλου άλλου κράτους μέλους ο οποίος χορηγήθηκε αποκλειστικώς και μόνο κατόπιν της αναγνώρισης προηγούμενου ιταλικού τίτλου σπουδών;»

II — Νομική ανάλυση

15.

Το κύριο ζήτημα στην υπόθεση αυτή είναι, επομένως, το αν ένας κοινοτικός υπήκοος μπορεί να επικαλεστεί τις διατάξεις της οδηγίας προς αναγνώριση ενός διπλώματος, το οποίο απέκτησε κατόπιν απλής επικυρώσεως της ισοτιμίας των τριετών πανεπιστημιακών σπουδών που πραγματοποίησε στο κράτος μέλος καταγωγής του, χωρίς, όμως, ο εν λόγω κοινοτικός υπήκοος να έχει ολοκληρώσει συμπληρωματική ακαδημαϊκή ή επαγγελματική εκπαίδευση στο κράτος μέλος χορηγήσεως του διπλώματος.

16.

Στο πλαίσιο της υποθέσεως αυτής καλούμαστε να εξετάσουμε, πρώτον, το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας και, κατόπιν, το αν δύναται να την επικαλεστεί ένας κοινοτικός υπήκοος του οποίου η περίπτωση είναι όμοια με αυτή λόγω της οποίας υποβλήθηκαν τα προδικαστικά ερωτήματα.

Α — Σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας στην κρινόμενη διαφορά

17.

Η οδηγία 89/48 θεσπίζει ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων και, ειδικότερα, των επαγγελματικών προσόντων μεταξύ των κρατών βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης. Κατά το άρθρο 2 της οδηγίας, εφαρμόζεται «στους υπηκόους κράτους μέλους οι οποίοι επιθυμούν να ασκήσουν […] νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα σε κράτος μέλος υποδοχής». Στο άρθρο 1, στοιχείο β’, της οδηγίας ως κράτος μέλος υποδοχής ορίζεται «το κράτος μέλος στο οποίο ο υπήκοος κράτους μέλους ζητεί να ασκήσει ένα επάγγελμα το οποίο είναι νομοθετικά κατοχυρωμένο ενώ δεν έχει αποκτήσει στο εν λόγω κράτος μέλος το δίπλωμα το οποίο διαθέτει ή δεν έχει ασκήσει στο εν λόγω κράτος μέλος για πρώτη φορά το περί ου ο λόγος επάγγελμα». Εν προκειμένω, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι προϋποθέσεις αυτές πληρούνται στον βαθμό που ο M. Cavallera είναι, όντως, κοινοτικός υπήκοος που διαθέτει δίπλωμα το οποίο του χορήγησε η Ισπανία, με το οποίο δύναται να ασκήσει το επάγγελμα του μηχανολόγου μηχανικού στο κράτος αυτό και του οποίου ζητεί την αναγνώριση στην Ιταλία, που είναι το κράτος μέλος υποδοχής και καταγωγής του.

18.

Πολλά κράτη μέλη επισήμαναν ότι οι προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούνται, καθώς, σε ορισμένες γλώσσες, στο κείμενο των ως άνω διατάξεων, καθώς και του πρώτου εδαφίου και του στοιχείου α’ του πρώτου εδαφίου του άρθρου 3 της οδηγίας, γίνεται λόγος για υπήκοο άλλου κράτους μέλους εκτός του κράτους μέλους υποδοχής ( 8 ). Δεν μπορεί, πάντως, να γίνει δεκτή, υπό το πρίσμα του σκοπού της οδηγίας, η γραμματική ερμηνεία των κειμένων. Το Δικαστήριο είχε διευκρινίσει εξαρχής ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων και το δικαίωμα εγκαταστάσεως συνιστούν θεμελιώδεις ελευθερίες που δεν θα πραγματώνονταν πλήρως αν τα κράτη μέλη μπορούσαν να αρνούνται τα ευεργετικά αποτελέσματα των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου στους υπηκόους τους οι οποίοι, κάνοντας χρήση των διευκολύνσεων που προβλέπει το εν λόγω δίκαιο, απέκτησαν επαγγελματικά προσόντα σε κράτος μέλος άλλο από αυτό του οποίου είναι υπήκοοι ( 9 ). Επομένως, ο υπήκοος ενός κράτους μέλους μπορεί να επικαλεστεί την οδηγία αυτή εντός του κράτους αυτού. Οι διαφοροποιήσεις αυτές στο κείμενο της οδηγίας στις διάφορες γλώσσες πρέπει, πράγματι, να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, απαιτείται κάποιο στοιχείο αλλοδαπότητας. Δεδομένου ότι ο M. Cavallera διαθέτει ισπανικό δίπλωμα του οποίου ζητεί την αναγνώριση στην Ιταλία, η περίπτωσή του συνδέεται προδήλως με το κοινοτικό δίκαιο και δεν είναι δυνατόν, κατά την άποψή μου, τα κρινόμενα εν προκειμένω πραγματικά περιστατικά να αποκλειστούν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας με βάση τα προπαρατεθέντα άρθρα και μόνον.

19.

Κατόπιν της διευκρινίσεως αυτής, για να έχει εφαρμογή η οδηγία 89/48, απαιτείται, ακόμη, ο τίτλος τον οποίον επικαλείται ο M. Cavallera να πληροί τον ορισμό του «διπλώματος», όπως αυτός διατυπώνεται στην εν λόγω οδηγία. Κατά το άρθρο 1, στοιχείο α’, της οδηγίας, για να θεωρηθεί ο τίτλος και/ή η επαγγελματική πείρα των οποίων ζητείται η αναγνώριση ως δίπλωμα, πρέπει να πληρούνται σωρευτικά τρεις προϋποθέσεις.

20.

Το δίπλωμα πρέπει, πρώτον, να έχει χορηγηθεί από την αρμόδια αρχή κράτους μέλους. Εν προκειμένω, η προϋπόθεση αυτή πληρούται, διότι το δίπλωμα χορηγήθηκε από το Υπουργείο Παιδείας και Επιστημών της Ισπανίας, το οποίο είναι αρμόδιο, κατά την ισπανική νομοθεσία, να χορηγεί διπλώματα τεχνολόγου μηχανικού βιομηχανίας. Δεύτερον, από το δίπλωμα πρέπει να προκύπτει ότι ο κάτοχός του παρακολούθησε με επιτυχία «κύκλο σπουδών μετά τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών ή ισοδύναμης διάρκειας με ελαστική παρακολούθηση, σε πανεπιστήμιο ή ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα ή άλλο ίδρυμα του αυτού εκπαιδευτικού επιπέδου και, ενδεχομένως, ότι παρακολούθησε με επιτυχία την επαγγελματική εκπαίδευση που απαιτείται επιπλέον του κύκλου σπουδών μετά τη δευτεροβάθμια» ( 10 ). Τρίτον, το δίπλωμα πρέπει να καθιστά δυνατή την άσκηση επαγγέλματος στο κράτος μέλος όπου εκδόθηκε. Με την επιφύλαξη περί του αν πληρούται η δεύτερη προϋπόθεση, πρέπει να θεωρηθεί ότι η τρίτη προϋπόθεση πληρούται επίσης. Συγκεκριμένα, το ισπανικό δίπλωμα που επικαλείται ο καθού της κύριας δίκης του επιτρέπει να ασκήσει το επάγγελμα του μηχανολόγου μηχανικού, στο κράτος μέλος χορηγήσεως του διπλώματος, εν προκειμένω στην Ισπανία.

21.

Επομένως, οι κύριες διαφωνίες όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 1, στοιχείο α’ της οδηγίας αποκρυσταλλώνονται, ουσιαστικά, στη δεύτερη προϋπόθεση, η οποία επιβάλλει να πιστοποιεί το δίπλωμα τριετή τουλάχιστον κύκλο σπουδών μετά τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

22.

Βάσει της προϋποθέσεως αυτής, οι αντιτιθέμενοι στην εφαρμογή της οδηγίας στην κρινόμενη περίπτωση αρνούνται τον χαρακτηρισμό του τίτλου που απέκτησε ο καθού της κύριας δίκης στην Ισπανία ως διπλώματος. Προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, ότι το αίτημα περί αναγνωρίσεως που υπέβαλε ο M. Cavallera στις ιταλικές αρχές δεν στηρίζεται σε δίπλωμα χορηγηθέν στο πλαίσιο ακαδημαϊκής ή επαγγελματικής εκπαίδευσης, αλλ’ απλώς σε μια εκδοθείσα στην Ισπανία απόφαση περί επικυρώσεως του ιταλικού με τον ισπανικό ακαδημαϊκό τίτλο. Επομένως, ο καθού της κύριας δίκης απέκτησε πρόσβαση στο επάγγελμα του μηχανολόγου μηχανικού στην Ισπανία βάσει της επικυρώσεως και μόνον.

23.

Συγκεκριμένα, προκύπτει σαφώς ότι ο καθού της κύριας δίκης δεν σπούδασε ούτε εργάστηκε στην Ισπανία, δηλαδή, ακριβέστερα, δεν ακολούθησε επαγγελματική ή ακαδημαϊκή εκπαίδευση στο κράτος αυτό. Επομένως, το δίπλωμα του μηχανολόγου μηχανικού που απέκτησε στην Ισπανία προκύπτει από «απλή» επικύρωση του ιταλικού πανεπιστημιακού/ακαδημαϊκού τίτλου ως ισοτίμου προς τον τίτλο του Ingeniero Tecnico Industrial, Especialidad en Mécanica. Με άλλα λόγια, το ισπανικό δίπλωμα προέκυψε από τη μετατροπή, δια της διοικητικής διαδικασίας της επικυρώσεως, του ιταλικού ακαδημαϊκού τίτλου σε ισπανικό τίτλο επαγγελματικής επάρκειας.

24.

Συνεπώς, όλα εξαρτώνται από την ερμηνεία που θα δοθεί στην έννοια του όρου «δίπλωμα» της οδηγίας. Σύμφωνα με τη στενή ερμηνεία, η απόφαση επικυρώσεως δεν μπορεί να εξομοιωθεί με δίπλωμα κατά την έννοια της οδηγίας και, επομένως, η απόφαση αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση αμοιβαίας αναγνώρισης στο πλαίσιο του γενικού συστήματος που θεσπίζει η οδηγία. Αντιθέτως, σύμφωνα με την ευρεία ερμηνεία, μια τέτοια απόφαση μπορεί να θεωρηθεί δίπλωμα κατά την έννοια της οδηγίας. Αν, πάντως, γίνει δεκτή η ερμηνεία αυτή, τίθεται αναγκαστικά, υπό το πρίσμα της κοινοτικής αρχής της απαγορεύσεως των καταχρήσεων, το ζήτημα του αν ο M. Cavallera δύναται να επικαλεστεί τα δικαιώματα που απονέμει η οδηγία.

25.

Πρέπει εκ προοιμίου να γίνει δεκτό ότι η επιλογή μεταξύ στενής και ευρείας ερμηνείας της οδηγίας παρέχει στο Δικαστήριο δύο ίσης βαρύτητας επιλογές, δεδομένου ότι η ευρεία ερμηνεία είναι συνυφασμένη με την εφαρμογή της αρχής της απαγορεύσεως των καταχρήσεων. Όπως θα καταδειχθεί στη συνέχεια, ο κοινοτικός δικαστής μπορεί να επιλέξει οποιαδήποτε από τις προσεγγίσεις αυτές και να καταλήξει στο ίδιο αποτέλεσμα. Προτιμώ, πάντως, την ευρεία ερμηνεία του κειμένου και, ειδικότερα, της έννοιας του όρου «δίπλωμα». Με την ερμηνεία αυτή όχι μόνο διαφυλάσσεται η εξουσία εκτιμήσεως των κρατών μελών όσον αφορά τους όρους προσβάσεως και εξασκήσεως των επαγγελμάτων που καλύπτει η οδηγία, αλλά, κυρίως, όπως θα καταδειχθεί στη συνέχεια, δεν αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας περιπτώσεις που εντάσσονται απολύτως στον σκοπό της ελεύθερης κυκλοφορίας.

26.

Προς στήριξη της στενής ερμηνείας της έννοια του διπλώματος, ούτως ώστε να μην εξομοιώνεται προς δίπλωμα μια απόφαση περί επικυρώσεως όπως η περιγραφόμενη ανωτέρω, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων επικαλείται τη δωδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2005/36/ΕΚ ( 11 ), η οποία αντικατέστησε την οδηγία 89/48. Σύμφωνα με την εν λόγω αιτιολογική σκέψη, η οδηγία αυτή «[…] δεν αφορά την αναγνώριση από τα κράτη μέλη αποφάσεων σχετικά με την αναγνώριση που λαμβάνονται από άλλα κράτη μέλη σύμφωνα με την παρούσα οδηγία [και, συνεπώς], άτομα που διαθέτουν επαγγελματικά προσόντα που έχουν αναγνωριστεί σύμφωνα με την παρούσα οδηγία δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούν αυτήν την αναγνώριση για να αποκτήσουν στο κράτος μέλος καταγωγής τους δικαιώματα διαφορετικά από αυτά που διαθέτουν με βάση τα επαγγελματικά προσόντα που απέκτησαν σε εκείνο το κράτος μέλος, εκτός εάν αποδεικνύουν ότι έχουν αποκτήσει περαιτέρω επαγγελματικά προσόντα στο κράτος μέλος υποδοχής».

27.

Το επιχείρημα αυτό δεν είναι πειστικό. Καταρχάς, η απόφαση την οποία επικαλείται ο M. Cavallera δεν συνιστά «απόφαση περί αναγνωρίσεως» εκδοθείσα βάσει της οδηγίας, αλλά επικύρωση στηριζόμενη στην εθνική νομοθεσία. Συγκεκριμένα, το ιταλικό δίπλωμα δεν αποτελεί «δίπλωμα» κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α’, της οδηγίας. Αυτό ακριβώς είναι το ζήτημα εν προκειμένω, διότι ο τίτλος που απέκτησε ο M. Cavallera στην Ιταλία, μολονότι πιστοποιεί τριετή κύκλο σπουδών, εντούτοις δεν καθιστά δυνατή την πρόσβαση στο επάγγελμα του μηχανολόγου μηχανικού στην Ιταλία. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν πληρούται η τρίτη προϋπόθεση του χαρακτηρισμού του τίτλου ως «διπλώματος» κατά την έννοια της οδηγίας. Επίσης, η επικύρωση και, κατόπιν, η εγγραφή στον σύλλογο μηχανικών στην Ισπανία στηρίζονται στην εθνική νομοθεσία και όχι στην οδηγία 89/48.

28.

Περαιτέρω, υπάρχει κάποια αντίφαση στην επίκληση της δωδέκατης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 2005/36 για ερμηνευτικούς σκοπούς, προκειμένου να διαπιστωθεί αν η επίμαχη απόφαση ανταποκρίνεται στον ορισμό του διπλώματος κατά την έννοια της οδηγίας 89/48. Συγκεκριμένα, ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνον εφόσον γίνει δεκτό εκ των προτέρων ότι η επικύρωση δεν αποτελεί δίπλωμα σύμφωνα με τον ορισμό της οδηγίας αυτής, εφόσον, δηλαδή, δεχθούμε τη στενή ερμηνεία της έννοιας του διπλώματος. Υπό τις συνθήκες αυτές, τούτο θα σήμαινε ότι με βάση την ερμηνεία της έννοιας του διπλώματος επιχειρείται να συναχθεί η κατάλληλη ερμηνεία της έννοιας αυτής. Θεωρώ ότι η συλλογιστική αυτή παρουσιάζει ορισμένα κενά.

29.

Αντιθέτως, υπέρ της στενής ερμηνείας συνηγορούν περισσότερο η πρώτη και η πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, από τις οποίες προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι ένας τίτλος επαγγελματικής επάρκειας δεν μπορεί να εξομοιωθεί με δίπλωμα αν δεν έχουν αποκτηθεί προσόντα, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, στο κράτος μέλος χορηγήσεως του διπλώματος.

30.

Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται, άλλωστε, από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Με την προπαρατεθείσα απόφαση Kraus, μεταξύ άλλων, το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήκοος κράτους μέλους μπορεί να επικαλεστεί στο εν λόγω κράτος μέλος το δίπλωμα που απέκτησε σε άλλο κράτος μέλος αποκλειστικά και μόνον αν το έγγραφο αυτό «αποδεικνύει την ύπαρξη ενός επιπλέον επαγγελματικού προσόντος [σε σχέση με την εκπαίδευση που ακολούθησε στο κράτος μέλος καταγωγής] και βεβαιώνει, κατά συνέπεια, την καταλληλότητα του κατόχου του για ορισμένη θέση […]» ( 12 ).

31.

Εξ αυτού προκύπτει ότι, στην κρινόμενη περίπτωση, για να εφαρμοστεί η οδηγία, πρέπει μέρος τουλάχιστον της ακαδημαϊκής εκπαίδευσης ή η επαγγελματική εκπαίδευση να έχουν πραγματοποιηθεί στην Ισπανία. Όπως, όμως, αποδείχθηκε και όπως τονίζει η Επιτροπή, ο M. Cavallera δεν απέκτησε κανένα προσόν ή επάρκεια στο κράτος αυτό, εκτός αν γίνει δεκτό ότι η απόκτηση, δια της επικυρώσεως και μόνον, ενός τίτλου επαγγελματικής επάρκειας ισοδυναμεί με την απόκτηση επαγγελματικών προσόντων.

32.

Η ερμηνευτική αυτή επιλογή παρουσιάζει, πάντως, τον κίνδυνο αποκλεισμού από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας περιπτώσεων οι οποίες ανταποκρίνονται πλήρως στους σκοπούς της ελεύθερης κυκλοφορίας. Το γενικό σύστημα αναγνώρισης διπλωμάτων πρέπει, συγκεκριμένα, να έχει εφαρμογή στην περίπτωση αποφάσεως επικυρώσεως οσάκις αυτή εκδίδεται από κράτος μέλος εντός του οποίου αποκτήθηκαν επαγγελματικά προσόντα, μεταξύ άλλων, από την άσκηση επαγγέλματος στο έδαφός του. Πράγματι, υπό τις συνθήκες αυτές, η απόφαση περί επικυρώσεως, δια της οποίας πιστοποιούνται τα ακαδημαϊκά προσόντα του υπηκόου και η αποκτηθείσα εντός του κράτους αυτού επαγγελματική πείρα, θα πρέπει να αρκεί για να ασκήσει το πρόσωπο αυτό το επάγγελμά του σε άλλο κράτος μέλος δυνάμει της αμοιβαίας αναγνώρισης, βάσει της οδηγίας αυτής, των επαγγελματικών προσόντων του ( 13 ). Με άλλα λόγια, πρέπει, κατ’ εμέ, να γίνει δεκτό ότι μια απόφαση περί επικυρώσεως πρέπει, υπό ορισμένες συνθήκες, να χαρακτηρίζεται ως δίπλωμα, διότι, σε αντίθετη περίπτωση, θίγεται ο σκοπός της οδηγίας. Πάντως, η στενή ερμηνεία ενέχει τον κίνδυνο να καταλήξει σε συστηματικό αποκλεισμό των περιπτώσεων αυτών από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.

33.

Επιπλέον, καθώς η αμοιβαία αναγνώριση των διπλωμάτων στηρίζεται στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, η υπερβολικά στενή ερμηνεία της οδηγίας ενδεχομένως παραβιάζει την αρχή αυτή. Συναφώς, το Δικαστήριο αποφαίνεται παγίως ότι η «οδηγία 89/48, αντιθέτως προς τις τομεακές οδηγίες που αφορούν επιμέρους επαγγέλματα, δεν έχει σκοπό να εναρμονίσει τους όρους προσβάσεως στα διάφορα επαγγέλματα στα οποία έχει εφαρμογή ή τους όρους ασκήσεως των επαγγελμάτων αυτών. Τα κράτη μέλη εξακολουθούν να είναι αρμόδια για τον καθορισμό των όρων αυτών εντός των ορίων που επιβάλλει το κοινοτικό δίκαιο» ( 14 ).

34.

Υπ’ αυτή την οπτική, η Ισπανία έχει την ευχέρεια να καθορίζει την πρόσβαση στο επάγγελμα του μηχανολόγου μηχανικού στο κράτος αυτός είτε βάσει επικυρώσεως της ισοτιμίας της εκπαιδεύσεως που πραγματοποιήθηκε εντός άλλου κράτους μέλους είτε βάσει διπλώματος που πιστοποιεί συγκεκριμένη εκπαίδευση, στον βαθμό που η μόνη προϋπόθεση που επιβάλλει η οδηγία είναι ο κάτοχος του διπλώματος να έχει παρακολουθήσει με επιτυχία κύκλο σπουδών μετά τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών, και από τον τίτλο του να προκύπτει ότι «ο κάτοχός του διαθέτει τα απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα για να αναλάβει ή να ασκήσει επάγγελμα που είναι νομοθετικά κατοχυρωμένο στο εν λόγω κράτος μέλος» ( 15 ).

35.

Μικρή σημασία έχει, σύμφωνα με το γράμμα του άρθρου αυτού, ο τρόπος ή διαδικασία χορηγήσεως του διπλώματος και ο τόπος πραγματοποιήσεως της εκπαιδεύσεως, αρκεί η εκπαίδευση να πραγματοποιήθηκε κατά κύριο λόγο εντός της Κοινότητας ( 16 ). Με την ευρεία ερμηνεία της οδηγίας διασφαλίζεται, έτσι, ο σεβασμός τ6ου περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κράτη μέλη όσον αφορά τον χαρακτηρισμό ενός τίτλου ως «διπλώματος». Εφόσον η Ισπανία θεωρεί ότι ο M. Cavallera διαθέτει την απαιτούμενη επαγγελματική επάρκεια για να ασκήσει, εντός του κράτους αυτού, το επάγγελμά του, δύσκολα μπορεί να αρνηθεί κανείς τον χαρακτηρισμό του τίτλου που του χορηγήθηκε από την Ισπανία ως «διπλώματος» ( 17 ).

36.

Για να καταστεί η άποψή μου πειστικότερη, αρκεί να υπομνηστεί, επιπλέον, ότι το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α’, της οδηγίας 89/48 απαγορεύει στα κράτη μέλη να αρνούνται την πρόσβαση κοινοτικού υπηκόου σε ένα επάγγελμα, εφόσον αυτός «κατέχει το δίπλωμα που επιβάλλεται από άλλο κράτος μέλος για την πρόσβαση στο εν λόγω επάγγελμα και την εξάσκησή του στο έδαφός του».

37.

Για όλους αυτούς τους λόγους, θεωρώ ότι η οδηγία έχει εν προκειμένω εφαρμογή. Ωστόσο, η δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας δεν πρέπει να συγχέεται με το αν είναι δυνατή η επίκλησή της. Συγκεκριμένα, όπως τονίστηκε, η ιδιαιτερότητα των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης, η οποία συνίσταται, ιδίως, στη σύγχυση μεταξύ κράτους καταγωγής και κράτους υποδοχής, επιβάλλει βαθύτερη ανάλυση όσον αφορά τη δυνατότητα επικλήσεως της οδηγίας και, ειδικότερα, την ύπαρξη καταχρήσεων.

Β — Η δυνατότητα επικλήσεως της οδηγίας

38.

Το δικαίωμα αμοιβαίας αναγνώρισης των διπλωμάτων εντός της Κοινότητας αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διασφαλιζόμενη από τη Συνθήκη ΕΚ ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων. Η υποβολή αιτήματος αναγνωρίσεως, στο κράτος υποδοχής, ενός διπλώματος που αποκτήθηκε σε άλλο κράτος μέλος, προς άσκηση επαγγέλματος δεν συνιστά αυτή καθαυτή κατάχρηση του κοινοτικού δικαίου. Εντούτοις, «οι διευκολύνσεις που παρέχονται από τη Συνθήκη δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα να καθίσταται δυνατό στα πρόσωπα που ευνοούνται από τη Συνθήκη να διαφεύγουν, καταχρώμενοι ευκολιών που παρέχει η Συνθήκη, την υπαγωγή τους στην εθνική τους νομοθεσία και να εμποδίζουν τα κράτη μέλη να λαμβάνουν τα μέτρα που είναι αναγκαία για την παρεμπόδιση τέτοιων καταχρήσεων» ( 18 ).

39.

Το αιτούν δικαστήριο, θέτοντας το ερώτημα της συμβατότητας προς το κοινοτικό δίκαιο εσωτερικής ρυθμίσεως (άρθρο 1 του νομοθετικού διατάγματος 115 του 1992) η οποία δεν επιτρέπει την αναγνώριση στην Ιταλία τίτλου άλλου κράτους μέλους ο οποίος χορηγήθηκε από άλλο κράτος μέλος αποκλειστικώς και μόνον κατόπιν επικυρώσεως προηγούμενου ιταλικού τίτλου σπουδών, θίγει εμμέσως το ζήτημα αυτό.

40.

Πάντως, ένα κράτος μέλος που επικαλείται την αρχή αυτή, προς στήριξη εσωτερικής ρυθμίσεως περιοριστικού χαρακτήρα, απαιτείται, επιπλέον, ελλείψει δικαιολογήσεως από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, να είναι βέβαιον ότι οι περιστάσεις που αποτελούν αντικείμενο της επίμαχης ρυθμίσεως συνιστούν όντως καταχρηστική πρακτική, σύμφωνα με τον ορισμό της νομολογίας του Δικαστηρίου. Τούτο προϋποθέτει εξέταση in concreto της κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως, προκειμένου να διαπιστωθεί αν πληρούνται οι προϋποθέσεις χαρακτηρισμού μιας πρακτικής ως καταχρηστικής.

41.

Αν και απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει αν συντρέχουν, στην περίπτωση της διαφοράς της κύριας δίκης, οι περιστάσεις οι οποίες στοιχειοθετούν καταχρηστική πρακτική, εντούτοις το Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί προδικαστικής παραπομπής, μπορεί να παράσχει διευκρινίσεις προκειμένου να καθοδηγήσει το εθνικό δικαστήριο στην ερμηνεία του ( 19 ). Δεδομένου ότι το Δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού στο πλαίσιο του γενικού συστήματος αναγνώρισης διπλωμάτων, θεωρώ σημαντικό να δοθούν διευκρινίσεις όσον αφορά την εφαρμογή, στον συγκεκριμένο τομέα, των γενικών κριτηρίων καταχρηστικής πρακτικής.

42.

Βάσει των διευκρινίσεων αυτών, θα καταστεί ευχερέστερη η παροχή στον εθνικό δικαστή στοιχείων που θα τον διευκολύνουν όσον αφορά την κρίση του περί της συμβατότητας της περιοριστικής εθνικής ρυθμίσεως με το κοινοτικό δίκαιο.

1. Η διαπίστωση καταχρηστικής πρακτικής στο πλαίσιο του γενικού συστήματος αμοιβαίας αναγνώρισης των διπλωμάτων

43.

Στο κοινοτικό δίκαιο ισχύει η αρχή της απαγορεύσεως των καταχρήσεων, κατά την οποία «οι πολίτες δεν μπορούν να επικαλούνται τους κοινοτικούς κανόνες δολίως ή καταχρηστικώς» ( 20 ). Το περιεχόμενο της αρχής αυτής έχει πλέον διευκρινιστεί σε σχετικά ικανοποιητικό βαθμό από τη νομολογία του Δικαστηρίου ( 21 ).

44.

Κατάχρηση συντρέχει εφόσον πληρούνται σωρευτικά δύο αλληλένδετα κριτήρια, τα οποία στηρίζονται σε αντικειμενικά στοιχεία ( 22 ). Για να διαπιστωθεί ότι συντρέχει κατάχρηση πρέπει, να προκύπτει από ένα σύνολο αντικειμενικών περιστάσεων, αφενός, ότι, παρά την τυπική τήρηση των προϋποθέσεων της κοινοτικής ρυθμίσεως, δεν επιτεύχθηκε ο επιδιωκόμενος από τη ρύθμιση αυτή σκοπός και, αφετέρου, ότι κύριος σκοπός μιας πράξεως είναι η αποκόμιση οφέλους από την κοινοτική ρύθμιση με τεχνητή δημιουργία των προϋποθέσεων που απαιτούνται προς τούτο ( 23 ).

45.

Όσον αφορά, καταρχάς, το πρώτο κριτήριο περί αντιθέσεως μεταξύ του επιτευχθέντος αποτελέσματος και του επιδιωκόμενου από την κοινοτική ρύθμιση σκοπού, πρέπει να εξεταστεί αν η αναγνώριση του ισπανικού διπλώματος στην Ιταλία συνεπάγεται την απόκτηση πλεονεκτήματος αντίθετου προς τον σκοπό του γενικού συστήματος αναγνώρισης διπλωμάτων.

46.

Στο πρώτο αυτό στάδιο της διαπιστώσεως της καταχρήσεως απαιτείται σαφής διάκριση των σκοπών της οδηγίας. Ο κυριότερος σκοπός της αμοιβαίας αναγνώρισης είναι να διευκολυνθεί η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων εντός της Κοινότητας, δια της προαγωγής της ελευθερίας εγκαταστάσεως, της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων.

47.

Ο σκοπός αυτός έχει τρεις πτυχές. Ο κοινοτικός υπήκοος που διαθέτει τα κατάλληλα προσόντα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ασκήσει το επάγγελμά του σε άλλο κράτος μέλος, παρά τις διαφορετικές ρυθμίσεις που ισχύουν στο κράτος μέλος καταγωγής και στο κράτος μέλος υποδοχής ( 24 ). Επίσης, ο κοινοτικός υπήκοος πρέπει να έχει τη δυνατότητα να επιλέξει το κράτος μέλος εντός του οποίου επιθυμεί να αποκτήσει τα επαγγελματικά προσόντα του ( 25 ). Τέλος, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα ενός κράτους μέλους πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε υπηκόους άλλων κρατών μελών ή, ακόμη, να παρέχουν τέτοιες υπηρεσίες εντός άλλων κρατών μελών ( 26 ). Με άλλα λόγια, το σύστημα αναγνώρισης διπλωμάτων εφαρμόζεται στους κοινοτικούς υπηκόους που επιθυμούν «να ασκήσουν, ως ελεύθεροι επαγγελματίες ή μισθωτοί, το επάγγελμά τους σε άλλο κράτος μέλος, πέραν αυτού στο οποίο απέκτησαν τα επαγγελματικά τους προσόντα» ( 27 ), σε εκείνους που επιθυμούν να αποκτήσουν «επαγγελματικά προσόντα σε κράτος μέλος άλλο από αυτό του οποίου είναι υπήκοοι» ( 28 ), ή ακόμη σε εκείνους που επιθυμούν «[να αποκτήσουν] σε άλλο κράτος μέλος συμπληρωματικό επαγγελματικό τίτλο των βασικών του σπουδών [τους]» ( 29 ).

48.

Επομένως, η οδηγία 89/48 και οι συμπληρωματικές προς αυτή τομεακές οδηγίες αποσκοπούν στο να διευκολύνουν την πραγματική άσκηση της ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων. Η αναγνώριση των διπλωμάτων συνδέεται, έτσι, στενά με την πραγματική άσκηση των ελευθεριών που κατοχυρώνει η Συνθήκη, προκειμένου να προαχθεί η «οικονομική και κοινωνική αλληλοδιείσδυση στο εσωτερικό της Κοινότητας» ( 30 ) στον τομέα αυτό. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον ο κοινοτικός υπήκοος που δεν έχει εργασθεί ή σπουδάσει ούτε έχει αποκτήσει τίτλο σπουδών σε άλλο κράτος μέλος της Κοινότητας εκτός της χώρας καταγωγής του δεν μπορεί να επικαλεστεί τα δικαιώματα που απονέμει η οδηγία 89/48 ( 31 ).

49.

Κατά συνέπεια, η επιδιωκόμενη δια του συστήματος αναγνώρισης διπλωμάτων οικονομική και κοινωνική αλληλοδιείσδυση προϋποθέτει, τουλάχιστον, την πραγματοποίηση όλων ή μέρους των σπουδών εντός του κράτους μέλους χορηγήσεως του διπλώματος ή στο πλαίσιο υπηρεσιών εκπαίδευσης που παρέχονται από αυτό ή, γενικότερα, την απόκτηση ακαδημαϊκής ή επαγγελματικής πείρας κατά τρόπον ώστε να υφίσταται κάποια εδαφική ή υλική σχέση με το κράτος μέλος χορηγήσεως του διπλώματος του οποίου ζητείται η αναγνώριση.

50.

Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θίγονται οι σκοποί της ελεύθερης κυκλοφορία προσώπων αν οι πιστοποιούμενες με το προς αναγνώριση δίπλωμα σπουδές πραγματοποιήθηκαν εντός του κράτους μέλους όπου γίνεται χρήση του διπλώματος αυτού, εφόσον οι σπουδές αυτές σχετίζονται με άλλο κράτος μέλος, ιδίως επειδή πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού συστήματος του κράτους αυτού. Υπό τις συνθήκες αυτές, η άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας πρέπει να θεωρείται πραγματική, στον βαθμό που ο κοινοτικός υπήκοος έχει πρόσβαση σε ακαδημαϊκές και/ή επαγγελματικές σπουδές στο πλαίσιο του συστήματος άλλου κράτους μέλους, εκτός του κράτους μέλους καταγωγής του ( 32 ). Ομοίως, υπ’ αυτές τις συνθήκες, εκπληρώνεται απολύτως ο σκοπός της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, στον βαθμό που δεν κωλύεται η παροχή υπηρεσιών εκπαίδευσης από εκπαιδευτικό ίδρυμα ενός κράτους μέλους στο έδαφος άλλου κράτους μέλους. Απώτερος σκοπός της οδηγίας 89/48 είναι, πράγματι, η υλοποίηση της ευρωπαϊκής αγοράς εργασίας, η οποία προϋποθέτει οπωσδήποτε τη δημιουργία μιας αγοράς εκπαιδευτικών υπηρεσιών σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

51.

Κατά τον ίδιο τρόπο, η επιδίωξη ενός κοινοτικού υπηκόου να αποκτήσει ευχερέστερη πρόσβαση σε επάγγελμα εντός κράτους μέλους άλλου από αυτό όπου πραγματοποίησε τις σπουδές του συνάδει απολύτως προς τους κοινοτικούς σκοπούς.

52.

Αντιθέτως, αν ένας κοινοτικός υπήκοος επικαλείται είτε στο κράτος μέλος A, όπου πραγματοποίησε το σύνολο των ακαδημαϊκών σπουδών του, οι οποίες δεν αρκούν στο κράτος αυτό για να έχει πρόσβαση στο επάγγελμα που επιθυμεί, είτε σε άλλο κράτος Γ δίπλωμα το οποίο απέκτησε στο κράτος μέλος Β και με το οποίο μπορεί να έχει πρόσβαση στο επάγγελμα αυτό στο κράτος αυτό, χωρίς να έχει αποκτήσει επαγγελματική ή ακαδημαϊκή πείρα σχετιζόμενη με το κράτος μέλος που του χορήγησε το δίπλωμα, δηλαδή χωρίς να έχει σπουδάσει ή να έχει εργαστεί στο κράτος αυτό, προκύπτουν εύλογες αμφιβολίες περί του αν πρόκειται για πραγματική άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας, δεδομένου ότι καμία δραστηριότητα δεν πραγματοποιήθηκε στο κράτος μέλος υποδοχής. Συνοπτικά, δεν υφίσταται οικονομική και κοινωνική αλληλοδιείσδυση βάσει της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων.

53.

Μολονότι συντρέχουν τυπικά οι προϋποθέσεις εφαρμογής της οδηγίας, το αποτέλεσμα που επιτυγχάνει ο κοινοτικός υπήκοος βάσει αυτής δεν ισοδυναμεί με άσκηση εκ μέρους του, υπό την ιδιότητα του ελεύθερου επαγγελματία ή του μισθωτού, επαγγέλματος σε άλλο κράτος μέλος, πέραν αυτού στο οποίο απέκτησε τα επαγγελματικά προσόντα του, ούτε με απόκτηση επαγγελματικών προσόντων σε κράτος μέλος άλλο από αυτό του οποίου είναι υπήκοος ούτε ακόμη με απόκτηση, σε άλλο κράτος μέλος ή υπό την εποπτεία αυτού, συμπληρωματικού πανεπιστημιακού τίτλου των βασικών του σπουδών. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο εν λόγω υπήκοος θα μπορούσε να εκμεταλλευθεί την αμοιβαία αναγνώριση για να αποκτήσει πρόσβαση, στο κράτος μέλος καταγωγής του, σε επάγγελμα για το οποίο δεν διαθέτει, κατά την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία, τα απαραίτητα επαγγελματικά προσόντα. Ωστόσο, στην έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας αναφέρεται ρητώς ότι «στόχος του γενικού συστήματος αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν είναι ούτε η τροποποίηση των επαγγελματικών κανόνων, συμπεριλαμβανομένων των δεοντολογικών, που ισχύουν για κάθε πρόσωπο που ασκεί επάγγελμα στο έδαφος κράτους μέλους, ούτε η εξαίρεση των μεταναστών από την εφαρμογή αυτών των κανόνων». Σε μια τέτοια περίπτωση, παρά την τυπική συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, το αποτέλεσμα θα ήταν προδήλως αντίθετο προς τον σκοπό της οδηγίας.

54.

Εντούτοις, μόνη η πρόδηλη αντίθεση του αποτελέσματος αυτού προς τους σκοπούς του γενικού συστήματος αναγνώρισης διπλωμάτων δεν αρκεί για να χαρακτηριστεί μια πρακτική ως καταχρηστική. Συγκεκριμένα, απαιτείται επιπλέον το αποτέλεσμα στο οποίο καταλήγει η εφαρμογή των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου να δικαιολογείται αντικειμενικά μόνον από λόγους καταστρατηγήσεως των διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας, με σκοπό την πρόσβαση σε επάγγελμα σε κράτος μέλος, χωρίς συνδρομή των οικείων προϋποθέσεων.

55.

Για την εξέταση της συνδρομής της προϋποθέσεως αυτής, μπορεί να ληφθεί υπόψη ο «αμιγώς [τεχνητός χαρακτήρας] των πράξεων αυτών» ( 33 ), εν προκειμένω της επικυρώσεως και της αναγνωρίσεως, προκειμένου να διαπιστωθεί αν αυτές δικαιολογούνται από άλλους λόγους, υπό το πρίσμα των προαναφερθέντων σκοπών, και όχι μόνον από την καταστρατήγηση της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας.

56.

Εν προκειμένω, δεδομένου ότι δεν συντρέχει άσκηση δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας, πρόκειται, κατά πάσα πιθανότητα, για μεθόδευση. Το αποτέλεσμά της δεν κατατείνει στην οικονομική και κοινωνική αλληλοδιείσδυση, αλλά στην πρόσβαση ενός κοινοτικού υπηκόου σε επάγγελμα στο κράτος μέλος καταγωγής του, χωρίς ο υπήκοος αυτός να διαθέτει τα απαιτούμενα, σύμφωνα με τις επιταγές της νομοθεσίας του κράτους αυτού, προσόντα και χωρίς να έχει αποκτήσει επαγγελματικά ή ακαδημαϊκά προσόντα στο πλαίσιο του συστήματος άλλου κράτους μέλους. Τούτο ισοδυναμεί με απόκτηση κοινοτικού πλεονεκτήματος σε μία περίσταση η οποία, ενώ στην πράξη έχει αποκλειστικά εσωτερικό χαρακτήρα, εντούτοις μεταφέρθηκε τεχνητά εντός του πεδίου εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου.

57.

Κατά συνέπεια, η πρόσβαση σε νομοθετικά κατοχυρωμένο, εντός ενός κράτους μέλους, επάγγελμα χωρίς συνδρομή των προβλεπομένων από την εφαρμοστέα εθνική ρύθμιση προϋποθέσεων, δια της επικλήσεως διπλώματος που αποκτήθηκε σε άλλο κράτος μέλος, εντός του οποίου δεν αποκτήθηκε κανένα επαγγελματικό προσόν είτε με συμπληρωματικές σπουδές στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού συστήματος του εν λόγω κράτους μέλους είτε με την απόκτηση επαγγελματικής πείρας που να σχετίζεται με το κράτος αυτό, συνιστά πλεονέκτημα αντίθετο στις διατάξεις της οδηγίας όταν δεν δικαιολογείται από λόγο σχετικό με τον σκοπό της ελεύθερης κυκλοφορίας.

58.

Αν το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι ο M. Cavallera επικαλέστηκε καταχρηστικώς το κοινοτικό δίκαιο, θα πρέπει να αποφανθεί ότι αυτός δεν δύναται να επικαλεστεί τις διατάξεις της οδηγίας, μολονότι ο τίτλος του πληροί τις τυπικές προϋποθέσεις χαρακτηρισμού του ως διπλώματος κατά την έννοια οδηγίας. Ωστόσο, η διαπίστωση αυτή δεν αρκεί αφεαυτή για να κριθεί συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο η εθνική νομοθεσία δυνάμει της οποίας τίθενται περιορισμοί στην αναγνώριση των διπλωμάτων, προκειμένου να εφαρμοστεί εν προκειμένω.

2. Οι προϋποθέσεις συμβατότητας της εισάγουσας περιορισμούς ιταλικής νομοθεσίας υπό το πρίσμα της καταπολεμήσεως των καταχρήσεων

59.

Το δεύτερο στάδιο του συλλογισμού συνδέεται στενά με το πρώτο. Απόκειται στον εθνικό δικαστή να κρίνει αν ο προβλεπόμενος από την ιταλική νομοθεσία περιορισμός στην αμοιβαία αναγνώριση των διπλωμάτων δικαιολογείται «από λόγους καταπολεμήσεως των μεθοδεύσεων προς δημιουργία καθαρά επίπλαστων καταστάσεων και, ενδεχομένως, αν είναι σύμφωνος με την αρχή της αναλογικότητας σε σχέση με τον σκοπό αυτό» ( 34 ).

60.

Υπό το πρίσμα των προαναφερθέντων σκοπών, για να μπορεί ένας περιορισμός στην αναγνώριση διπλωμάτων να δικαιολογηθεί «για λόγους καταστολής των καταχρήσεων, ο περιορισμός πρέπει να σκοπεί ειδικά την παρεμπόδιση μεθοδεύσεων που συνίστανται στη δημιουργία αμιγώς τεχνητών σχημάτων, χωρίς οικονομική ουσία» ( 35 ), δηλαδή μεθοδεύσεων που δεν συνιστούν πραγματική άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας. Οι μεθοδεύσεις αυτές έχουν, επομένως, ως αποκλειστικό σκοπό την αποφυγή της εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας περί προσβάσεως στο επάγγελμα.

61.

Εν προκειμένω, αυτός φαίνεται να είναι ο σκοπός της ιταλικής νομοθεσίας, η οποία δεν επιτρέπει την αναγνώριση τίτλου «άλλου κράτους μέλους ο οποίος χορηγήθηκε αποκλειστικώς και μόνο κατόπιν της αναγνώρισης προηγούμενου ιταλικού τίτλου σπουδών», επιδιώκει προφανώς τον σκοπό αυτό.

62.

Πάντως, η επίμαχη εθνική νομοθεσία πρέπει, επιπλέον, να είναι ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και να μην υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξή του μέτρο. Εν προκειμένω, όλα εξαρτώνται από την ερμηνεία της λέξεως «αποκλειστικά». Όπως προαναφέρθηκε, αν ο κοινοτικός υπήκοος έχει αποκτήσει επαγγελματικά προσόντα στο κράτος μέλος χορηγήσεως του διπλώματος, μπορεί να επικαλεστεί το δίπλωμα αυτό στο κράτος καταγωγής μέσω της αμοιβαίας αναγνώρισης των διπλωμάτων.

63.

Απόκειται, επομένως, στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει αν, με τη λέξη «αποκλειστικά», ο Ιταλός νομοθέτης αποκλείει τέτοιες περιπτώσεις ή αν απλώς ρυθμίζει την περίπτωση κατά την οποία ο κοινοτικός υπήκοος δεν δύναται να επικαλεστεί στο κράτος μέλος χορηγήσεως του διπλώματος επαγγελματική ή ακαδημαϊκή πείρα, συμπληρωματική αυτής που απέκτησε αρχικώς στην Ιταλία. Αντιθέτως, η νομοθεσία αυτή δεν πρέπει να εφαρμόζεται εφόσον το αίτημα αναγνωρίσεως δικαιολογείται βάσει των σκοπών της ελεύθερης κυκλοφορίας, όπως αυτοί διευκρινίστηκαν στο σημείο 47 των προτάσεών μου.

64.

Επομένως, η εθνική νομοθεσία μπορεί να εισάγει περιορισμούς στην αμοιβαία αναγνώριση των διπλωμάτων, ακόμη και αν συντρέχουν οι τυπικές προϋποθέσεις της αναγνωρίσεως, μόνον εφόσον οι περιορισμοί δικαιολογούνται για λόγους καταπολεμήσεως των καταχρήσεων που συνίστανται στη δημιουργία τεχνητών σχημάτων και εφόσον είναι ανάλογοι προς τον συγκεκριμένο αυτόν σκοπό.

III — Πρόταση

65.

Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα ως εξής:

«1)

Μια απόφαση περί επικυρώσεως, όπως αυτή της κύριας δίκης, αποτελεί δίπλωμα κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α’, της οδηγίας 89/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών, εφόσον πληροί τις αντικειμενικές προϋποθέσεις της διατάξεως αυτής.

2)

Η οδηγία 89/48, πάντως, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπεται η επίκλησή της προς στήριξη αιτήματος αναγνωρίσεως διπλώματος το οποίο υποβάλλεται καταχρηστικώς.

Αφενός, η διαπίστωση της καταχρήσεως προϋποθέτει το αίτημα αναγνωρίσεως να έχει ως αποτέλεσμα, παρά την τυπική συνδρομή των προϋποθέσεων των οικείων διατάξεων της οδηγίας 89/48, την απόκτηση πλεονεκτήματος του οποίου η χορήγηση θα αντέβαινε στον σκοπό των διατάξεων αυτών. Αφετέρου, πρέπει επίσης πρέπει να προκύπτει από ένα σύνολο αντικειμενικών στοιχείων ότι οι επίμαχες πράξεις έχουν ως κύριο σκοπό την απόκτηση του πλεονεκτήματος αυτού.

Η πρόσβαση σε νομοθετικά κατοχυρωμένο, εντός ενός κράτους μέλους, επάγγελμα χωρίς συνδρομή των προβλεπομένων από την εφαρμοστέα εθνική ρύθμιση προϋποθέσεων, δια της επικλήσεως διπλώματος που αποκτήθηκε σε άλλο κράτος μέλος, εντός του οποίου δεν αποκτήθηκε κανένα επαγγελματικό προσόν είτε με συμπληρωματικές σπουδές στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού συστήματος του εν λόγω κράτους μέλους είτε με την απόκτηση επαγγελματικής πείρας που να σχετίζεται με το κράτος αυτό, συνιστά πλεονέκτημα αντίθετο στις διατάξεις της οδηγίας 89/48 όταν δεν δικαιολογείται από λόγο σχετικό με τον σκοπό της ελεύθερης κυκλοφορίας.

3)

Η εθνική νομοθεσία μπορεί να εισάγει περιορισμούς στην αμοιβαία αναγνώριση των διπλωμάτων, ακόμη και αν συντρέχουν οι τυπικές προϋποθέσεις της αναγνωρίσεως, μόνον εφόσον οι περιορισμοί δικαιολογούνται για λόγους καταπολεμήσεως των καταχρήσεων που συνίστανται στη δημιουργία τεχνητών σχημάτων και εφόσον είναι ανάλογοι προς τον συγκεκριμένο αυτόν σκοπό.»


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική

( 2 ) ΕΕ 1989, L 19, σ. 16.

( 3 ) Βασιλικό διάταγμα της 20ής Φεβρουαρίου 2004, BOE της .

( 4 ) Βασιλικό διάταγμα της 16ης Ιανουαρίου 1987, BOE της .

( 5 ) Βασιλικό διάταγμα 2537 της 23ης Οκτωβρίου 1925, περί εγκρίσεως του κανονισμού των επαγγελμάτων του μηχανικού και του αρχιτέκτονα, GURI 37 της .

( 6 ) Προεδρικό διάταγμα 328 της 5ης Ιουνίου 2001, για την τροποποίηση και συμπλήρωση των διατάξεων περί των προϋποθέσεων συμμετοχής στις κρατικές εξετάσεις και στις δοκιμασίες που απαιτούνται για την άσκηση ορισμένων επαγγελμάτων, καθώς και των διατάξεων περί των αντίστοιχων επαγγελματικών συλλόγων, συμπλήρωμα στην GURI 190 της .

( 7 ) Διάταγμα της 27ης Ιανουαρίου 1992 (GURI 40 της , σ. 6).

( 8 ) Βλ. ιταλικό και ουγγρικό κείμενο του άρθρου 1, στοιχείο β’, της οδηγίας 89/48, γερμανικό και ουγγρικό κείμενο του άρθρου 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 89/48, καθώς και ισπανικό, ιταλικό και σλοβένικο κείμενο του άρθρου 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 89/48.

( 9 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 7ης Φεβρουαρίου 1979, 115/78, Knoors (Συλλογή τόμος 1979, σ. 169, σκέψη 20), και της , C-19/92, Kraus (Συλλογή 1993, σ. I-1663, σκέψη 16).

( 10 ) Άρθρο 1, στοιχείο α’, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 89/48.

( 11 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων (ΕΕ L 255, σ. 22).

( 12 ) Σημείο 19 (δική μου η υπογράμμιση) και απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, C-285/01, Burbaud (Συλλογή 2003, σ. I-8219, σκέψεις 50 και 52).

( 13 ) Βλ. συναφώς, απόφαση Kraus, προπαρατεθείσα (σκέψεις 15 έως 18).

( 14 ) Απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, C-149/05, Price (Συλλογή 2006, σ. I-7691, σκέψη 54).

( 15 ) Άρθρο 1, στοιχείο α’, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 89/48.

( 16 ) Βλ., συναφώς, σημεία 34 έως 39 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Bot, της 19ης Απριλίου 2007, στην υπόθεση C-274/05, Επιτροπή κατά Ελλάδας (εκκρεμής ενώπιον του Δικαστηρίου).

( 17 ) Σημειωτέον, επίσης, ότι η επικύρωση δεν είναι αυτόματη, αλλά προϋποθέτει ενδελεχή εξέταση των προσόντων του αιτούντος: βλ. άρθρα 4 επ. του βασιλικού διατάγματος 86/1987, της 16ης Ιανουαρίου 1987, BOE της , το οποίο ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών.

( 18 ) Βλ. αποφάσεις Knoors, προπαρατεθείσα (σκέψη 25)· της 3ης Οκτωβρίου 1990, C-61/89, Bouchoucha (Συλλογή 1990, σ. I-3551, σκέψη 14)· της , C-370/90, Singh (Συλλογή 1992, σ. I-4265, σκέψη 24)· της , C-212/97, Centros (Συλλογή 1999, σ. I-1459, σκέψη 24)· της , C-436/00, X και Y (Συλλογή 2002, σ. I-10829, σκέψεις 41 και 45), και της , C-167/01, Inspire Art (Συλλογή 2003, σ. I-10155, σκέψη 136).

( 19 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2006, C-255/02, Halifax κ.λπ. (Συλλογή 2006, σ. I-1609, σκέψεις 76 και 77).

( 20 ) Αποφάσεις της 12ης Μαΐου 1998, C-367/96, Κεφαλάς κ.λπ. (Συλλογή 1998 σ. I-2843, σκέψη 20)· της , C-373/97, Διαμαντής (Συλλογή 2000, σ. I-1705, σκέψη 33)· Halifax κ.λπ., προπαρατεθείσα (σκέψη 68), και της , C-196/04, Cadbury Schweppes και Cadbury Schweppes Overseas (Συλλογή 2006, σ. I-7995, σκέψη 35).

( 21 ) Προς υπόμνηση των νομολογιακών εξελίξεων όσον αφορά την κατάχρηση δικαιώματος, παραπέμπω στο σημείο 62 των προτάσεών μου στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Halifax κ.λπ.

( 22 ) Σχετικά με τη σημασία της αποδείξεως της καταχρήσεως βάσει αντικειμενικών στοιχείων, χωρίς να απαιτείται η διερεύνηση της προθέσεως του φερόμενου ως δράστη της, βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Halifax κ.λπ., προπαρατεθείσα (σκέψεις 70 και 71).

( 23 ) Βλ. αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 2000, C-110/99, Emsland-Stärke (Συλλογή 2000, σ. I-11569, σκέψεις 52 και 53), και, υπό το ίδιο πνεύμα, Centros, προπαρατεθείσα (σκέψη 24), Halifax κ.λπ., προπαρατεθείσα (σκέψεις 74 και 75), και Cadbury Schweppes και Cadbury Schweppes Overseas, προπαρατεθείσα (σκέψη 64).

( 24 ) Βλ., ειδικότερα, όσον αφορά την ελευθερία εγκαταστάσεως, τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Centros (σκέψη 25), X και Y (σκέψη 42), και Cadbury Schweppes και Cadbury Schweppes Overseas (σκέψεις 41 και 42).

( 25 ) Ο σκοπός αυτός πρέπει να συσχετιστεί με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο π’, ΕΚ και το άρθρο 149, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, ΕΚ, τα οποία αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία διδασκόντων και διδασκομένων. Βλ., επίσης, αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2002, C-224/98, D’Hoop (Συλλογή 2002, σ. I-6191, σκέψεις 30 έως 32), και της , C-147/03, Επιτροπή κατά Αυστρίας (Συλλογή 2005, σ. I-5969, σκέψη 44).

( 26 ) Βλ. σημείο 39 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Bot στην προαναφερθείσα υπόθεση Επιτροπή κατά Ελλάδας.

( 27 ) Απόφαση της 2ας Ιουλίου 1998, C-225/95 έως C-227/95, Καπασακάλης κ.λπ. (Συλλογή 1998, σ. I-4239, σκέψη 18).

( 28 ) Kraus, προπαρατεθείσα (σκέψη 16).

( 29 ) Όπ.π..

( 30 ) Απόφαση Cadbury Schweppes και Cadbury Schweppes Overseas, προπαρατεθείσα (σκέψη 53).

( 31 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Καπασακάλης κ.λπ., προπαρατεθείσα (σκέψη 22).

( 32 ) Βλ. σημείο 39 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Bot στην προαναφερθείσα υπόθεση Επιτροπή κατά Ελλάδας.

( 33 ) Απόφαση Halifax κ.λπ., προπαρατεθείσα (σκέψη 81).

( 34 ) Απόφαση Cadbury Schweppes και Cadbury Schweppes Overseas, προπαρατεθείσα (σκέψη 57).

( 35 ) Όπ.π. (σκέψη 55).

Top