EUR-Lex Access to European Union law
This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62005CJ0062
Judgment of the Court (First Chamber) of 18 October 2007. # Nordspedizionieri di Danielis Livio & C. Snc, Livio Danielis and Domenico D’Alessandro v Commission of the European Communities. # Appeal - Regulation (EEC) No 1430/79 - Remission of import duties - Consignment of cigarettes destined for Spain - Fraud committed in a Community transit operation. # Case C-62/05 P.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 18ης Οκτωβρίου 2007.
Nordspedizionieri di Danielis Livio & C. Snc, Livio Danielis και Domenico D’Alessandro κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Αίτηση αναιρέσεως - Κανονισμός (ΕΟΚ) 1430/79 - Διαγραφή εισαγωγικών δασμών - Φορτίο τσιγάρων με προορισμό την Ισπανία - Απάτη στο πλαίσιο πράξεως κοινοτικής διαμετακομίσεως.
Υπόθεση C-62/05 P.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 18ης Οκτωβρίου 2007.
Nordspedizionieri di Danielis Livio & C. Snc, Livio Danielis και Domenico D’Alessandro κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Αίτηση αναιρέσεως - Κανονισμός (ΕΟΚ) 1430/79 - Διαγραφή εισαγωγικών δασμών - Φορτίο τσιγάρων με προορισμό την Ισπανία - Απάτη στο πλαίσιο πράξεως κοινοτικής διαμετακομίσεως.
Υπόθεση C-62/05 P.
European Court Reports 2007 I-08647
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2007:607
Υπόθεση C-62/05 P
Nordspedizionieri di Danielis Livio & C. Snc, υπό εκκαθάριση, κ.λπ.
κατά
Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
«Αίτηση αναιρέσεως — Κανονισμός (ΕΟΚ) 1430/79 — Διαγραφή εισαγωγικών δασμών — Φορτίο τσιγάρων με προορισμό την Ισπανία — Απάτη στο πλαίσιο πράξεως κοινοτικής διαμετακομίσεως»
Περίληψη της αποφάσεως
1. Αναίρεση — Λόγοι — Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών — Απαράδεκτο — Έλεγχος από το Δικαστήριο της εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων — Δεν επιτρέπεται πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου τους
(Άρθρο 225 ΕΚ)
2. Αναίρεση — Λόγοι — Επανάληψη απλώς και μόνον των ισχυρισμών και επιχειρημάτων που προβλήθηκαν ενώπιον του Πρωτοδικείου — Μη προσδιορισμός της προβαλλόμενης πλάνης περί το δίκαιο — Απαράδεκτο
(Άρθρο 225 ΕΚ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 112 § 1, εδ. 1, στοιχείο γ΄)
1. Σύμφωνα με το άρθρο 225, παράγραφος 1 ΕΚ, η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται σε νομικά ζητήματα. Το Πρωτοδικείο είναι, συνεπώς, το μόνο αρμόδιο να διαπιστώσει και να εκτιμήσει τα σχετικά πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία, εκτός εάν αυτά τα περιστατικά και τα στοιχεία έχουν αλλοιωθεί.
(βλ. σκέψη 49)
2. Από τα άρθρα 225 ΕΚ, 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και 112, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της αποφάσεως ή της διατάξεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό.
Δεν πληροί την προϋπόθεση αυτή η αίτηση αναιρέσεως η οποία, χωρίς καν να περιέχει επιχειρηματολογία αποσκοπούσα ειδικώς στον εντοπισμό του νομικού σφάλματος που παρουσιάζει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, απλώς αναπαράγει τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που έχουν ήδη προβληθεί ενώπιον του Πρωτοδικείου. Συγκεκριμένα, μία τέτοια αίτηση αναιρέσεως συνιστά στην πραγματικότητα αίτηση με την οποία ζητείται η απλή επανεξέταση της προσφυγής που ασκήθηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου, πράγμα που εκφεύγει της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου.
(βλ. σκέψη 55)
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)
της 18ης Οκτωβρίου 2007 (*)
«Αίτηση αναιρέσεως – Κανονισμός (ΕΟΚ) 1430/79 – Διαγραφή εισαγωγικών δασμών – Φορτίο τσιγάρων με προορισμό την Ισπανία – Απάτη στο πλαίσιο πράξεως κοινοτικής διαμετακομίσεως»
Στην υπόθεση C‑62/05 P,
με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που ασκήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 2005,
Nordspedizionieri di Danielis Livio & C. Snc, υπό εκκαθάριση, με έδρα την Tεργέστη (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τον G. Leone, avvocato,
Livio Danielis, κάτοικος Τεργέστης, εκπροσωπούμενος από τον G. Leone, avvocato,
Domenico D’Alessandro, κάτοικος Τεργέστης, εκπροσωπούμενος από τον G. Leone, avvocato,
αναιρεσείοντες,
όπου ο έτερος διάδικος είναι:
η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους X. Lewis, επικουρούμενο από τον G. Bambara, avvocato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,
καθής πρωτοδίκως,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),
συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, A. Tizzano, R. Schintgen, A. Borg Barthet (εισηγητή) και M. Ilešič, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer
γραμματέας: Lynn Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 30ής Νοεμβρίου 2006,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Ιανουαρίου 2007,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με την αίτησή τους, η υπό εκκαθάριση εταιρία Nordspedizionieri di Danielis Livio & C. Snc in liquidazione (στο εξής: Nordspedizionieri) και οι Livio Danielis και Domenico d’Alessandro ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 14ης Οκτωβρίου 2004, T-332/02, Nordspedizionieri di Danielis Livio κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. II-4405, στο εξής: αναιρεσιβαλλομένη απόφαση).
Το νομικό πλαίσιο
2 H κοινοτική τελωνειακή νομοθεσία προβλέπει τη δυνατότητα ολικής ή μερικής επιστροφής των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που έχουν καταβληθεί ή τη διαγραφή ορισμένου ποσού της τελωνειακής οφειλής. Οι όροι για τη διαγραφή των δασμών που έχουν εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση καθορίστηκαν με το άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1430/79 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουλίου 1979, περί της επιστροφής της διαγραφής των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/015, σ. 162), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3069/86 του Συμβουλίου, της 7ης Οκτωβρίου 1986 (ΕΕ L 286, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1430/79).
3 Το άρθρο 13, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1430/79 προβλέπει τα εξής:
«1. Η επιστροφή ή η διαγραφή εισαγωγικών δασμών είναι δυνατή σε ειδικές περιπτώσεις [...] οι οποίες προκύπτουν από περιστάσεις κατά τις οποίες δεν υπήρξε ούτε προφανής αμέλεια ούτε δόλος εκ μέρους του ενδιαφερομένου.»
4 Το άρθρο 36 του κανονισμού (ΕΟΚ) 222/77 του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1976, περί της κοινοτικής διαμετακομίσεως (ΕΕ ειδ. έκδ. 02/003, σ. 3), έχει ως εξής:
«1. Όταν διαπιστούται ότι, κατά την διάρκεια ή επ’ ευκαιρία πράξεως κοινοτικής διαμετακομίσεως, διεπράχθη παράβαση ή παρατυπία σε συγκεκριμένο κράτος μέλος, τότε αυτό εισπράττει τους δασμούς και τις λοιπές επιβαρύνσεις που είναι ενδεχομένως απαιτητές, σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές του διατάξεις, με την επιφύλαξη της ασκήσεως ποινικής διώξεως.
2. Εάν ο τόπος όπου διεπράχθη η παράβαση ή η παρατυπία δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί, θεωρείται ότι διεπράχθη:
α) εντός του κράτους μέλους από το οποίο ανεχώρησε το μεταφορικό μέσο ή τα εμπορεύματα, εφ’ όσον, κατά την διάρκεια της πράξεως κοινοτικής διαμετακομίσεως, η παράβαση ή η παρατυπία διαπιστούται σε τελωνείο διελεύσεως ευρισκόμενο επί εσωτερικών συνόρων·
β) εντός του κράτους μέλους όπου υπάγεται το τελωνείο διελεύσεως, εφ’ όσον, κατά την διάρκεια της πράξεως κοινοτικής διαμετακομίσεως, η παράβαση ή η παρατυπία διαπιστούται σε τελωνείο διελεύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος δ΄, δευτέρα υποπερίπτωση·
γ) εντός του κράτους μέλους όπου έγινε η διαπίστωση, εφ’ όσον, κατά την διάρκεια της πράξεως κοινοτικής διαμετακομίσεως, η παράβαση ή η παρατυπία διαπιστούται επί του εδάφους κράτους μέλους και σε σημείο άλλο από το τελωνείο διελεύσεως·
δ) στο τελευταίο κράτος μέλος από το έδαφος του οποίου διαπιστούται, βάσει των αγγελτηρίων διελεύσεως, ότι διήλθε το μεταφορικό μέσο ή τα εμπορεύματα, εφ’ όσον η εμπορευματική αποστολή δεν προσεκομίσθη στο τελωνείο προορισμού·
ε) εντός του κράτους μέλους όπου έγινε η διαπίστωση, εφ’ όσον η παράβαση ή η παρατυπία διαπιστούται μετά την ολοκλήρωση της πράξεως κοινοτικής διαμετακομίσεως.»
5 Το άρθρο 1 της συμφωνίας αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής για την πρόληψη και την καταστολή της τελωνειακής απάτης, η οποία υπογράφηκε στις 10 Νοεμβρίου 1965 μεταξύ της Ιταλικής Δημοκρατίας και της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας (στο εξής: συμφωνία συνδρομής), προβλέπει τα εξής:
«Οι τελωνειακές αρχές των συμβαλλομένων μερών παρέχουν αμοιβαία συνδρομή, υπό τους όρους που προβλέπονται στην παρούσα συμφωνία, προς τον σκοπό της προλήψεως, του εντοπισμού και της καταστολής των παραβάσεων των αντίστοιχων τελωνειακών τους νομοθεσιών.»
6 Το άρθρο 4 της συμφωνίας αυτής προβλέπει τα εξής:
«Η τελωνειακή αρχή καθενός από τα συμβαλλόμενα μέρη ασκεί, είτε με δική της πρωτοβουλία είτε μετά από αίτηση της τελωνειακής αρχής του άλλου μέρους, ειδική εποπτεία εντός του χώρου αρμοδιότητας των υπηρεσιών της:
[…]
– προκειμένου να διασφαλίσει την προστασία των τελωνειακών και φορολογικών συμφερόντων των αντίστοιχων χωρών, καθεμία από τις δύο τελωνειακές αρχές μεριμνά κυρίως για την αποτροπή του λαθρεμπορίου των εμπορευμάτων που εξάγονται από το έδαφός της εις βάρος του άλλου συμβαλλόμενου μέρους.
Ειδική εποπτεία ασκείται, κατόπιν αιτήσεως, στην εξαγωγή των προϊόντων που βαρύνονται στο έδαφος του άλλου συμβαλλομένου μέρους με υψηλές και συγκεκριμένες φορολογικές επιβαρύνσεις.»
Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς
7 Στις 30 Οκτωβρίου 1991, η Nordspedizionieri, η οποία είχε συσταθεί από εκτελωνιστές και εδρεύει στην Τεργέστη, υπέβαλε στο τελωνείο του Fernetti δήλωση εξωτερικής κοινοτικής διαμετακομίσεως για κιβώτια συσκευασίας που προέρχονταν από τη Σλοβενία και είχαν προορισμό την Ισπανία. Στις 5 και στις 16 Νοεμβρίου 1991, η Nordspedizionieri υπέβαλε άλλες δύο δηλώσεις εξωτερικής κοινοτικής διαμετακομίσεως παρόμοιες με αυτή της 30ής Οκτωβρίου.
8 Λίγο μετά την ολοκλήρωση των τελωνειακών διατυπώσεων για την τρίτη από τις πράξεις διαμετακομίσεως, ο διευθυντής του τελωνείου του Fernetti ζήτησε από την Guardia di Finanza (τμήμα διώξεως οικονομικού εγκλήματος) να ελέγξει το περιεχόμενο του φορτίου. Η Guardia di Finanza καταδίωξε και σταμάτησε το φορτηγό, το οποίο είχε εγκαταλείψει την τελωνειακή ζώνη, μερικά χιλιόμετρα μετά τα σύνορα και το επανέφερε στο τελωνείο. Από τον έλεγχο προέκυψε ότι τα κιβώτια συσκευασίας δεν ήταν άδεια, όπως ανέφερε η δήλωση διαμετακομίσεως, αλλά γεμάτα τσιγάρα. Ο οδηγός του φορτηγού συνελήφθη και το φορτηγό, το φορτίο και τα έγγραφα που βρέθηκαν στην κατοχή του οδηγού κατασχέθηκαν.
9 Από την έρευνα που διεξήγαγαν οι ιταλικές τελωνειακές αρχές με τη συνεργασία των σλοβενικών αρχών προέκυψε ότι ο οδηγός του φορτηγού είχε συμμετάσχει σε άλλες τρεις παρόμοιες πράξεις λαθρεμπορίας τσιγάρων, χρησιμοποιώντας τις δηλώσεις διαμετακομίσεως της 30ής Οκτωβρίου και της 5ης Νοεμβρίου 1991 που είχε συντάξει η Nordspedizionieri. Στο πλαίσιο των ερευνών τους σχετικά με τις εν λόγω πράξεις λαθρεμπορίας, οι ιταλικές αρχές ανακάλυψαν αποθήκη με εμπορεύματα που είχαν εισαχθεί παρανόμως στη χώρα και στις 8 Απριλίου 1992, κατά τη διάρκεια έρευνας στην αποθήκη αυτή, κατέσχεσαν 8 010 kg τσιγάρα, τα οποία τέθηκαν υπό μεσεγγύηση.
10 Στις 16 Οκτωβρίου 1992, οι αναιρεσείοντες έλαβαν από την υπηρεσία εισπράξεων του κεντρικού τελωνείου της Τεργέστης, ως κύριοι υπόχρεοι της κοινοτικής διαμετακομίσεως για τις πράξεις της 30ής Οκτωβρίου και της 5ης Νοεμβρίου 1991, ένταλμα για την πληρωμή ποσού 2 951 462 300 ITL, το οποίο αντιστοιχούσε σε δασμούς επί των αλλοδαπών κατεργασμένων καπνών που εισήχθησαν παρανόμως και διατέθηκαν προς κατανάλωση επί κοινοτικού τελωνειακού εδάφους. Για το φορτίο της 16ης Νοεμβρίου 1991 δεν επιβλήθηκαν στους αναιρεσείοντες δασμοί, δεδομένου ότι κατασχέθηκε από τις ιταλικές τελωνειακές αρχές πριν διατεθεί προς κατανάλωση.
11 Στις 14 Νοεμβρίου 2000, οι αναιρεσείοντες υπέβαλαν στις υπηρεσίες της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αίτηση διαγραφής των δασμών. Η αίτηση αυτή υποστηρίχθηκε από τις ιταλικές αρχές, οι οποίες, τον Ιούνιο του 2001, υπέβαλαν στην Επιτροπή αίτηση διαγραφής δασμών για ποσό 497 589 687 ITL.
12 Στις 28 Ιουνίου 2002, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση REM 1401 (στο εξής: επίδικη απόφαση) με την οποία απέρριψε την ως άνω αίτηση. Η Επιτροπή κατέληξε ότι δεν συνέτρεχε εν προκειμένω ειδική περίπτωση προκύπτουσα από περιστάσεις κατά τις οποίες δεν υπήρχε δόλος ή προφανής αμέλεια εκ μέρους των αναιρεσειόντων κατά την έννοια του άρθρου 13 του κανονισμού 1430/79 και ότι, ως εκ τούτου, δεν δικαιολογούνταν η διαγραφή των εισαγωγικών δασμών.
Η προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου και η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση
13 Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 30 Οκτωβρίου 2002 οι αναιρεσείοντες άσκησαν προσφυγή κατά της επίδικης αποφάσεως.
14 Οι αναιρεσείοντες προέβαλαν δύο λόγους προς στήριξη του αιτήματός τους για την ακύρωση της αποφάσεως αυτής.
15 Ο πρώτος λόγος αντλούνταν από το γεγονός ότι η επίδικη απόφαση περιείχε πλείονα σφάλματα κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, ενώ ο δεύτερος από την ύπαρξη ειδικής περιπτώσεως και την απουσία δόλου ή προφανούς αμέλειας κατά την έννοια του άρθρου 13 του κανονισμού 1430/79. Επικουρικώς, οι αναιρεσείοντες ζητούσαν τη μερική διαγραφή των τελωνειακών δασμών.
16 Όσον αφορά τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, το Πρωτοδικείο, αφενός, διαπίστωσε ότι η επίδικη απόφαση δεν περιείχε σφάλματα κατά την περιγραφή του τρόπου με τον οποίον έλαβε χώρα ο έλεγχος του φορτίου. Αφετέρου, το Πρωτοδικείο απέρριψε ως απαράδεκτη την αιτίαση περί της υπάρξεως σφάλματος κατά τον υπολογισμό του ποσού της αιτηθείσας διαγραφής με το αιτιολογικό ότι ο προσδιορισμός του ποσού αυτού εναπόκειται αποκλειστικά στις εθνικές αρχές.
17 Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, το Πρωτοδικείο υπενθύμισε, κατ’ αρχάς, ότι η Επιτροπή διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή του άρθρου 13 του κανονισμού 1430/79, το οποίο περιέχει γενική ρήτρα επιείκειας. Επισήμανε δε ότι για την εφαρμογή του πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς δύο προϋποθέσεις: i) η ύπαρξη ειδικής περιπτώσεως και ii) η απουσία δόλου ή προφανούς αμέλειας εκ μέρους του επιχειρηματία.
18 Όσον αφορά την ύπαρξη ειδικής περιπτώσεως , το Πρωτοδικείο έκρινε ότι οι αναιρεσείοντες δεν απέδειξαν ότι οι ιταλικές αρχές γνώριζαν εκ των προτέρων για τις πράξεις λαθρεμπορίου τσιγάρων. Επίσης, απέρριψε το επιχείρημα των αναιρεσειόντων ότι η δραστηριότητα της λαθρεμπορίας της οποίας είχαν πέσει θύματα υπερέβαινε τους εμπορικούς κινδύνους που είναι συνυφασμένοι με την επαγγελματική τους δραστηριότητα. Προτού καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι τελωνειακές αρχές δεν είχαν διαπράξει σοβαρές παραβάσεις, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε, αφενός, ότι οι αρχές αυτές δεν υποχρεούνταν να προβαίνουν σε φυσικό έλεγχο όλων των διασυνοριακών μεταφορών και, αφετέρου, ότι η συμφωνία συνδρομής δεν επέβαλλε στις σλοβενικές τελωνειακές αρχές την υποχρέωση να ενημερώνουν αμελλητί τις ιταλικές τελωνειακές αρχές για κάθε μεταφορά καπνών από το έδαφός τους προς την Ιταλία.
19 Εξάλλου, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η αδυναμία ελέγχου του φορτηγού που προέβαλαν οι αναιρεσείοντες δεν συνιστά στοιχείο ικανό ώστε να θεωρηθεί ότι οι αναιρεσείοντες είχαν περιέλθει σε εξαιρετική κατάσταση σε σχέση με τους λοιπούς επιχειρηματίες και δεν μπορεί, επομένως, να δικαιολογήσει ειδική περίπτωση κατά την έννοια του άρθρου 13 του κανονισμού 1430/79 (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 1999, C‑61/98, De Haan, Συλλογή 1999, σ. I‑5003, σκέψη 52). Όσον αφορά τη στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν απέκλεισε απλώς την εφαρμογή του άρθρου 13 του κανονισμού 1430/79, αλλά εξέτασε και το ενδεχόμενο οι επίδικες περιστάσεις να εμπίπτουν στον συνήθη εμπορικό κίνδυνο που αναλαμβάνουν οι εκτελωνιστές, καταλήγοντας ότι οι εν λόγω περιστάσεις δεν υπερέβαιναν τον συμφυή με τη δραστηριότητα αυτή συνήθη εμπορικό κίνδυνο.
20 Το Πρωτοδικείο κατέληξε ότι οι αναιρεσείοντες δεν απέδειξαν ότι η Επιτροπή είχε υποπέσει σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως κρίνοντας ότι οι περιστάσεις της υποθέσεως δεν συνιστούν ειδική περίπτωση. Ελλείψει της προϋποθέσεως αυτής, η εξέταση της δεύτερης προϋποθέσεως περί απουσίας δόλου και πρόδηλης αμέλειας δεν κρίθηκε αναγκαία. Ως εκ τούτου, το Πρωτοδικείο απέρριψε τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως ως αβάσιμο.
21 Τέλος, το Πρωτοδικείο απέρριψε και το αίτημα μερικής διαγραφής των τελωνειακών δασμών για τα κατασχεθέντα επεξεργασμένα καπνά, κρίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι το ζήτημα της αποσβέσεως της τελωνειακής οφειλής διά της δημεύσεως μέρους του εμπορεύματος δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 13 του 1430/79.
22 Μετά την απόρριψη της προσφυγής τους, οι αναιρεσείοντες άσκησαν αναίρεση στις 10 Φεβρουαρίου 2005.
Τα αιτήματα των διαδίκων
23 Οι αναιρεσείοντες ζητούν από το Δικαστήριο:
– να ακυρώσει την επίδικη απόφαση με την οποία η Επιτροπή έκρινε ότι δεν δικαιολογούνταν η διαγραφή των εισαγωγικών δασμών ύψους 497 589 687 ITL·
– να αναγνωρίσει, αντιθέτως, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1430/79, η διαγραφή των δασμών πρέπει εν προκειμένω να γίνει δεκτή, δεδομένου ότι συντρέχουν υπέρ των αναιρεσειόντων ιδιαίτερες περιστάσεις που δεν ενέχουν αμέλεια ή δόλο·
– να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα των δικών ενώπιον τόσο του Πρωτοδικείου όσο και του Δικαστηρίου.
24 Η αναιρεσίβλητη ζητεί από το Δικαστήριο:
– να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως των αναιρεσειόντων στο σύνολό της·
– να υποχρεώσει τους αναιρεσείοντες να φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα, καθώς και τα έξοδα της Επιτροπής, των δικών ενώπιον του Πρωτοδικείου και του Δικαστηρίου.
Επί της αναιρέσεως
25 Προς στήριξη της αιτήσεώς τους, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν τέσσερις λόγους αναιρέσεως.
Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως
26 Οι αναιρεσείοντες, στηριζόμενοι στο άρθρο 36, παράγραφος 3, του κανονισμού 222/77, αμφισβητούν την ύπαρξη της τελωνειακής οφειλής, ισχυριζόμενοι ότι δεν πληρούνταν όλες οι προϋποθέσεις για τη γένεσή της, και ειδικότερα η προϋπόθεση που απορρέει από τη νομολογία και αφορά την κοινοποίηση προς τον κυρίως υπόχρεο (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 21ης Οκτωβρίου 1999, C-233/98, Lensing & Brockhausen, Συλλογή 1999, σ. I-7349, σκέψη 31, και της 20ής Ιανουαρίου 2005, C‑300/03, Honeywell Aerospace, Συλλογή 2005, σ. I-689, σκέψη 26). Ισχυρίζονται επίσης ότι στο Δικαστήριο εναπόκειται να αναγνωρίσει αυτεπαγγέλτως ότι δεν συντρέχει αυτή η αναγκαία για την επιβολή της τελωνειακής οφειλής προϋπόθεση, καθόσον το Πρωτοδικείο δεν το έπραξε αυτεπαγγέλτως.
27 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο λόγος αυτός προβάλλεται απαραδέκτως, διότι δεν προβλήθηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου.
28 Κατά πάγια νομολογία, αν επιτρεπόταν στον διάδικο να προβάλει για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυρισμό που δεν προέβαλε ενώπιον του Πρωτοδικείου, τούτο θα σήμαινε ότι ο διάδικος αυτός θα είχε τη δυνατότητα να υποβάλει στην κρίση του Δικαστηρίου, του οποίου η αναιρετική αρμοδιότητα είναι περιορισμένη, διαφορά με ευρύτερο περιεχόμενο από τη διαφορά που εκδίκασε το Πρωτοδικείο. Η αναιρετική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται στην εκτίμηση της νομικής λύσεως που δόθηκε κατόπιν εξετάσεως των προβληθέντων ενώπιον του Πρωτοδικείου ισχυρισμών (βλ. αποφάσεις της 26ης Οκτωβρίου 2006, C-68/05 P, Koninklijke Coöperatie Cosun κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I-10367, σκέψη 96, και της 27ης Φεβρουαρίου 2007, C‑354/04 P, Gestoras Pro Amnistía κ.λπ. κατά Συμβουλίου, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 30).
29 Στην παρούσα υπόθεση, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, μολονότι οι αναιρεσείοντες, για λόγους που δεν σχετίζονται με τον εξεταζόμενο λόγο αναιρέσεως, αμφισβήτησαν ενώπιον του Πρωτοδικείου το ακριβές ύψος της τελωνειακής οφειλής, ουδέποτε προέβαλαν ενώπιόν του επιχείρημα σχετικό με το υποστατό της οφειλής αυτής.
30 Επιπλέον, όσον αφορά τον ισχυρισμό των αναιρεσειόντων ότι ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως αποτελεί λόγο δημοσίας τάξεως, υπενθυμίζεται ότι οι διατάξεις του άρθρου 13 του κανονισμού 1430/79 έχουν ως μοναδικό σκοπό την απαλλαγή των επιχειρηματιών, όταν συντρέχουν ορισμένες ιδιαίτερες περιστάσεις και εφόσον δεν υπάρχει αμέλεια ή δόλος, από την υποχρέωση καταβολής των δασμών που οφείλουν και όχι να θέσουν υπό αμφισβήτηση την ίδια την αρχή του απαιτητού της οφειλής [βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 6ης Ιουλίου 1993, C-121/91 και C-122/91, CT Control (Rotterdam) και JCT Benelux κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I-3873, σκέψη 43]. Επομένως, οι αναιρεσείοντες θα μπορούσαν να προβάλουν λυσιτελώς κατά της επίδικης αποφάσεως μόνο λόγους αναιρέσεως τείνοντες προς απόδειξη του ότι συντρέχουν εν προκειμένω ιδιαίτερες περιστάσεις, καθώς και ότι δεν υπήρξε εκ μέρους τους δόλος ή αμέλεια, και όχι λόγους τείνοντες προς απόδειξη του παρανόμου των αποφάσεων των αρμόδιων εθνικών αρχών με τις οποίες υποχρεώθηκαν στην καταβολή των επίμαχων δασμών [βλ. προπαρατεθείσα CT Control (Rotterdam) και JCT Benelux κατά Επιτροπής, σκέψη 44]. Επομένως, το Πρωτοδικείο δεν ήταν υποχρεωμένο να λάβει υπόψη του αυτεπαγγέλτως διάταξη την οποία δεν ήταν αρμόδιο να εφαρμόσει.
31 Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως
32 Οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι, με τις ανακριβείς ως προς τα πραγματικά περιστατικά και τις ελλιπείς διαπιστώσεις του επί των περιστάσεων της ανακαλύψεως του φορτίου τσιγάρων και αλλοιώνοντας τα αποδεικτικά στοιχεία, το Πρωτοδικείο εφάρμοσε εσφαλμένως το άρθρο 13 του κανονισμού 1430/79 όσον αφορά την εκτίμηση της υπάρξεως ειδικής περιπτώσεως. Ισχυρίζονται ότι στη σκέψη 29 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Δικαστήριο στηρίχθηκε σε ανακριβή ανασύσταση των πραγματικών περιστατικών, καθόσον έκρινε ότι το τελωνείο του Fernetti είχε ζητήσει από την Guardia di Finanza να διενεργήσει έλεγχο του φορτίου που αντιστοιχούσε στη δήλωση της 16ης Νοεμβρίου 1991, ενώ στην πραγματικότητα ο έλεγχος πραγματοποιήθηκε εκτός της τελωνειακής ζώνης, μετά την ολοκλήρωση των διατυπώσεων και αφού το φορτηγό είχε διανύσει αρκετά χιλιόμετρα στο ιταλικό έδαφος. Κατά τους ίδιους, όμως, η ακριβής χρονολογική σειρά των γεγονότων και οι λόγοι που οδήγησαν πράγματι στη διαταγή να ελεγχθεί το φορτίο του φορτηγού προκύπτουν από την απόφαση του Tribunale Penale di Trieste (Ιταλία) της 4ης Νοεμβρίου 1998, με την οποία καταδικάσθηκαν οι αυτουργοί των ως άνω πράξεων λαθρεμπορίας. Η χρονολογική αυτή σειρά ισχυρίζονται ότι επιβεβαιώθηκε και με την από 15 Ιανουαρίου 2005 κατάθεση του κ. Portale, διευθυντή του τελωνείου του Fernetti κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών.
33 Αντιθέτως, η Επιτροπή εκτιμά ότι το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε πλάνη ούτε κατά την ανασύσταση των πραγματικών περιστατικών ούτε κατά την εκτίμησή τους, ότι η επίδικη απόφαση δεν περιέχει κανένα ουσιαστικό σφάλμα και ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε πλήρη επίγνωση του χρόνου κατά τον οποίον πραγματοποιήθηκε ο έλεγχος του φορτίου τσιγάρων. Επιπλέον, θεωρεί ότι η κατάθεση του κ. Portale συνιστά νέο αποδεικτικό στοιχείο στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής και ότι πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί ως απαράδεκτο.
34 Αρκεί, συναφώς, η διαπίστωση ότι η παρουσίαση των πραγματικών περιστατικών από το Πρωτοδικείο σε σχέση με τις περιστάσεις υπό τις οποίες ανακαλύφθηκε το φορτίο τσιγάρων συμπίπτει απολύτως με τη χρονολογική σειρά των γεγονότων όπως την εκθέτουν οι αναιρεσείοντες. Πράγματι, η σκέψη 11 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής: «Μετά την ολοκλήρωση των τελωνειακών διατυπώσεων […], το φορτηγό έλαβε την άδεια να συνεχίσει την πορεία του. Λίγο μετά ο διευθυντής του τελωνείου του Fernetti ζήτησε από το τμήμα διώξεως οικονομικού εγκλήματος που στάθμευε εκεί να ελέγξει το φορτίο του φορτηγού. Το τμήμα διώξεως οικονομικού εγκλήματος καταδίωξε και σταμάτησε το φορτηγό, το οποίο είχε εγκαταλείψει την τελωνειακή ζώνη, μερικά χιλιόμετρα μετά τα σύνορα.»
35 Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίον προβάλλεται ανακρίβεια ή αλλοίωση των διαπιστώσεων επί των πραγματικών περιστατικών, στρέφεται, επομένως, κατά της παρουσιάσεως των γεγονότων από το Πρωτοδικείο, η οποία, στην πραγματικότητα, συμπίπτει με την παρουσίαση που προτείνουν αντ’ αυτής οι αναιρεσείοντες. Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί.
Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως
36 Οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο αγνόησε το άρθρο 13 του κανονισμού 1430/79. Προς στήριξη του ισχυρισμού τους προβάλλουν διάφορα επιχειρήματα από τα οποία, κατά την άποψή τους, συνάγεται η ύπαρξη ειδικής περιπτώσεως κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, δηλαδή:
– ότι υπήρξαν θύματα απάτης που υπερέβαινε τους εμπορικούς κινδύνους που συνδέονται συνήθως με την επαγγελματική τους δραστηριότητα·
– ότι η Guardia di Finanza γνώριζε για τη δραστηριότητα λαθρεμπορίας και ότι δεν επενέβη αμέσως για να εξαρθρώσει το δίκτυο των λαθρεμπόρων·
– ότι επέδειξαν καλή πίστη και δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στα έγγραφα που είχαν λάβει·
– ότι οι τελωνειακές αρχές δεν έλεγξαν τα φορτία·
– ότι τους ήταν αδύνατον να επιβλέπουν τις μεταφορές και
– ότι η επίδικη απόφαση δεν στάθμισε τα εμπλεκόμενα συμφέροντα.
Επί της πρώτης αιτιάσεως
– Επιχειρήματα των διαδίκων
37 Η κύρια αιτίαση που διατυπώνουν με ακρίβεια οι αναιρεσείοντες αφορά τη νομική πλάνη στην οποία ισχυρίζονται ότι υπέπεσε το Πρωτοδικείο κατά την ερμηνεία της συμφωνίας συνδρομής. Συγκεκριμένα, ισχυρίζονται ότι, σε αντίθεση με όσα αναφέρονται στη σκέψη 79 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι σλοβενικές τελωνειακές αρχές είχαν, βάσει της συμφωνίας αυτής, την υποχρέωση να προλαμβάνουν τις πράξεις λαθρεμπορίας, γνωστοποιώντας στις ιταλικές αρχές τη διέλευση φορολογικώς ευαίσθητων εμπορευμάτων· άλλως, η εν λόγω συμφωνία θα έχανε τη χρησιμότητά της.
38 Οι αναιρεσείοντες επικαλέστηκαν επανειλημμένως τη συμφωνία συνδρομής, της οποίας η κακή ερμηνεία ισχυρίζονται ότι είχε συνέπειες στην εκτίμηση πολλών επιχειρημάτων τους. Έτσι, επισημαίνουν την καλή τους πίστη έναντι των εγγράφων που τους διαβιβάστηκαν και τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τους στην ακρίβεια των εγγράφων αυτών. Ισχυρίζονται ότι εμπιστεύτηκαν άνευ όρων τις σλοβενικές αρχές, όντες βέβαιοι ότι αυτές θα εκτελούσαν τις διεθνείς τους υποχρεώσεις ως προς τη γνωστοποίηση της διελεύσεως ευαίσθητων εμπορευμάτων. Όσον αφορά τον εμπορικό κίνδυνο που είχαν αναλάβει, ισχυρίζονται ότι η κατάστασή τους δεν είναι ανάλογη με αυτήν οποιουδήποτε άλλου εκτελωνιστή, αλλά μόνο με εκείνη των εκτελωνιστών που έχουν εμπιστοσύνη στην τήρηση μιας διεθνούς υποχρεώσεως. Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι το γεγονός ότι δραστηριοποιούνται στα σύνορα και η αδυναμία επιβλέψεως του φορτηγού δεν καθιστούν την κατάστασή τους εξαιρετική, δεδομένου ότι οι περιστάσεις αυτές αφορούν αναρίθμητους επιχειρηματίες, οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι είναι εσφαλμένη, καθόσον το Πρωτοδικείο όφειλε να λάβει υπόψη του, κατά την εκτίμηση αυτή, την ασυνήθη περίπτωση της μη τηρήσεως της υποχρεώσεως που απορρέει από τη συμφωνία συνδρομής.
39 Στο πλαίσιο των παρατηρήσεών τους σχετικά με τον ισχυρισμό ότι η Guardia di Finanza ήταν ενήμερη για τη δραστηριότητα λαθρεμπορίας, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν, επιπλέον, ότι η αρχή που έθεσε η απόφαση De Haan, η οποία προπαρατέθηκε στη σκέψη 19 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει εν πάση περιπτώσει να εφαρμοστεί εν προκειμένω, διότι οι σλοβενικές αρχές παραβίασαν τη συμφωνία συνδρομής παραλείποντας να ενημερώσουν οι ίδιες τους Ιταλούς ομολόγους τους σχετικά με τη διέλευση φορτίων που περιείχαν τσιγάρα.
40 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, όπως προκύπτει από τη διατύπωση της συμφωνίας συνδρομής, και ειδικότερα από το άρθρο της 4, τελευταία περίπτωση, ειδική εποπτεία των ευαίσθητων εμπορευμάτων ασκείται μόνον κατόπιν αιτήσεως των ιταλικών αρχών και ότι από τη διάταξη αυτή δεν μπορεί να συναχθεί καμία υποχρέωση ενημερώσεως. Η συμφωνία αυτή δεν προβλέπει καμιά γενική υποχρέωση των σλοβενικών αρχών να ενημερώνουν τις ιταλικές αρχές για το είδος του φορτίου. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι αναιρεσείοντες θα μπορούσαν να επικαλεστούν υπέρ τους τη θεμιτή εμπιστοσύνη μόνο σε περίπτωση που οι εν λόγω αρμόδιες αρχές είχαν δημιουργήσει το έρεισμα της εμπιστοσύνης των υποχρέων, πράγμα που θα συνέβαινε μόνον εάν οι αρχές έχουν οδηγηθεί σε πλάνη λόγω των ανακριβών δηλώσεων των υποχρέων (απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Μαΐου 2001, T‑186/97, T‑187/97, T‑190/97 έως T‑192/97, T‑210/97, T‑211/97, T‑216/97 έως T‑218/97, T‑279/97, T‑280/97, T‑293/97 και T‑147/99, Kaufring κ.λπ., Συλλογή 2001, σ. II-1337).
– Εκτίμηση του Δικαστηρίου
41 Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1430/79 περιέχει γενική ρήτρα επιεικείας η οποία σκοπό έχει να καλύψει την εξαιρετική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο διασαφηστής σε σχέση με τους άλλους επιχειρηματίες που ασκούν την ίδια δραστηριότητα (προπαρατεθείσα απόφαση De Haan, σκέψη 52). Οι αναιρεσείοντες, όμως, υποστηρίζουν ότι η ύπαρξη ειδικής περιπτώσεως κατά την έννοια της νομολογίας αυτής θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από τη μη τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συμφωνία συνδρομής την οποία το Πρωτοδικείο έχει ερμηνεύσει κατά τρόπο εσφαλμένο. Κατά συνέπεια, για να εκτιμηθεί το βάσιμο του λόγου αυτού, είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν η συμφωνία συνδρομής επιβάλλει πράγματι στις τελωνειακές αρχές να γνωστοποιούν όλες τις μεταφορές ευαίσθητων φορολογικώς εμπορευμάτων και ιδίως τσιγάρων.
42 Είναι αληθές ότι το άρθρο 1 της συμφωνίας συνδρομής εκφράζει κατά τρόπο γενικό τη βούληση να προλαμβάνονται, να εντοπίζονται και να καταστέλλονται οι παραβάσεις των τελωνειακών διατάξεων· εντούτοις, σύμφωνα με τη διατύπωση του ως άνω άρθρου, η συνδρομή αυτή πρέπει να παρέχεται σύμφωνα με τους κανόνες και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει η εν λόγω συμφωνία. Συνεπώς, είναι αναγκαία η παραπομπή στις ειδικότερες διατάξεις που ακολουθούν.
43 Δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, της συμφωνίας συνδρομής, οι τελωνειακές αρχές ασκούν ειδική εποπτεία στην κυκλοφορία προσώπων, εμπορευμάτων και οχημάτων που θεωρούνται ύποπτα, κατά το μέτρο του δυνατού και είτε με δική τους πρωτοβουλία είτε κατόπιν αιτήσεως των τελωνειακών αρχών του άλλου συμβαλλόμενου μέρους. Η διπλή αυτή διευκρίνιση αφήνει να εννοηθεί ότι οι τελωνειακές αρχές δεν έχουν γενική υποχρέωση να ασκούν ειδική εποπτεία με δική τους πρωτοβουλία.
44 Η δεύτερη παράγραφος, δεύτερο εδάφιο, του άρθρου αυτού αναφέρεται πιο συγκεκριμένα στην εξαγωγή προϊόντων τα οποία, επί του εδάφους του άλλου συμβαλλόμενου μέρους, βαρύνονται με συγκεκριμένες και υψηλές φορολογικές επιβαρύνσεις. Δεδομένου ότι κάτι τέτοιο ίσχυε στην περίπτωση της εξαγωγής τσιγάρων προς την Ιταλία, η διάταξη αυτή έχει εν προκειμένω εφαρμογή. Προβλέπει την άσκηση ειδικής εποπτείας για τα προϊόντα αυτά κατόπιν αιτήσεως. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμιά ένδειξη ότι υποβλήθηκε σχετική αίτηση.
45 Εξάλλου, όπως ανέφερε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 103 των προτάσεών του, θα ήταν υπερβολικό να περιμένει κάποιος από μια τέτοια συμφωνία συνδρομής να επιβάλλει σε συμβαλλόμενο κράτος την υποχρέωση να ασκεί εποπτεία και να διαβιβάζει συστηματικά και χωρίς ειδική αίτηση όλα τα στοιχεία που αφορούν ευαίσθητα φορολογικώς εμπορεύματα. Εξάλλου, η εγκύκλιος της 14ης Ιανουαρίου 1985 που εξέδωσε το ιταλικό Υπουργείο Οικονομικών σχετικά με την εφαρμογή της συμφωνίας αυτής δεν περιέχει καμιά ένδειξη από την οποία να συνάγεται η ύπαρξη μιας τόσο δεσμευτικής υποχρεώσεως.
46 Επομένως, το Πρωτοδικείο ορθώς διαπίστωσε ότι η συμφωνία συνδρομής δεν επέβαλλε στις σλοβενικές τελωνειακές αρχές την υποχρέωση να επισημαίνουν κάθε μεταφορά τσιγάρων με προορισμό την Ιταλία. Κατά συνέπεια, η πρώτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.
Επί της δεύτερης αιτιάσεως
– Επιχειρήματα των διαδίκων
47 Οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι, σε αντίθεση προς όσα έκρινε το Πρωτοδικείο, ο έλεγχος της 16ης Νοεμβρίου 1991 δεν ήταν καθόλου τυχαίος, αλλά είχε στόχο το συγκεκριμένο φορτίο και πραγματοποιήθηκε κατόπιν πληροφορίας για την πραγματική φύση του εμπορεύματος. Άλλωστε, η κατάθεση του κ. Portale επιβεβαιώνει την άποψη αυτή. Έτσι, κατά τους ίδιους, η Guardia di Finanza ήταν εν γνώσει της διακινήσεως επεξεργασμένων καπνών και άφησε επίτηδες να διαπραχθούν οι πράξεις λαθρεμπορίας προκειμένου να εξαρθρώσει το δίκτυο των λαθρεμπόρων. Έτσι εξηγείται, μεταξύ άλλων, γιατί, ελάχιστο χρόνο μετά την ανακάλυψη του φορτίου τσιγάρων, οι ιταλικές αρχές διέθεταν ήδη τα αναγκαία στοιχεία για να προβούν τόσο στη σύλληψη πολλών άλλων προσώπων που εμπλέκονταν στην επιχείρηση αυτή όσο και σε έρευνα στον χώρο όπου βρίσκονταν αποθηκευμένα τα εν λόγω τσιγάρα. Με την προπαρατεθείσα απόφαση De Haan, το Δικαστήριο χαρακτήρισε παρόμοια πραγματικά περιστατικά ως στοιχεία που συνιστούν ειδική περίπτωση.
48 Κατά την Επιτροπή, οι ως άνω παρανομίες ανακαλύφθηκαν μόνο μετά τον έλεγχο της 16ης Νοεμβρίου 1991 και την έρευνα που ακολούθησε. Κατά συνέπεια, ορθώς το Πρωτοδικείο έκρινε ότι δεν πληρούνταν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την εφαρμογή της αρχής που έθεσε η προπαρατεθείσα απόφαση De Haan.
– Εκτίμηση του Δικαστηρίου
49 Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 225, παράγραφος 1 ΕΚ, η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται σε νομικά ζητήματα. Το Πρωτοδικείο είναι, συνεπώς, το μόνο αρμόδιο να διαπιστώσει και να εκτιμήσει τα σχετικά πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία, εκτός εάν αυτά τα περιστατικά και τα στοιχεία έχουν αλλοιωθεί (βλ. συναφώς αποφάσεις της 1ης Ιουνίου 1994, C‑136/92 P, Επιτροπή κατά Brazzelli Lualdi κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. I-1981, σκέψεις 49 και 66, και της 10ης Δεκεμβρίου 2002, C‑312/00 P, Επιτροπή κατά Camar και Tico, Συλλογή 2002, σ. I-11355, σκέψη 69).
50 Πρέπει να επισημανθεί ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η επιχειρηματολογία των αναιρεσειόντων δεν έχει σκοπό να αποδείξει αλλοίωση των πραγματικών περιστατικών εκ μέρους του Πρωτοδικείου, αλλά περιορίζεται στην αμφισβήτηση των πραγματικών περιστατικών όπως διαπιστώθηκαν από αυτό.
51 Κατά τα λοιπά και εν πάση περιπτώσει, πρέπει να επισημανθεί ότι, ανεξαρτήτως του αν η κατάθεση του κ. Portale προβάλλεται παραδεκτώς, το περιεχόμενό της δεν παρέχει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι οι ιταλικές αρχές ήταν εν γνώσει της διακινήσεως. Αντιθέτως, με τη δήλωση αυτή ο κ. Portale ισχυρίζεται ότι οι τελωνειακές αρχές του Fernetti διενήργησαν έλεγχο στο εν λόγω φορτηγό αμέσως αφού έλαβαν σχετική ανεπίσημη πληροφορία από τις σλοβενικές αρχές. Κατά συνέπεια, η κατάθεση αυτή δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί προς απόδειξη του ότι οι ιταλικές αρχές άφησαν επίτηδες να διαπραχθούν οι πράξεις λαθρεμπορίας προκειμένου να εξαρθρώσουν το δίκτυο των λαθρεμπόρων.
52 Επιβάλλεται, ως εκ τούτου, η διαπίστωση ότι, στον βαθμό που η δεύτερη αυτή αιτίαση του τρίτου λόγου αναιρέσεως βάλλει κατά της διαπιστώσεως των πραγματικών περιστατικών από το Πρωτοδικείο, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
Επί των λοιπών επιχειρημάτων που προέβαλαν οι αναιρεσείοντες
53 Πρέπει, επιπλέον, να επισημανθεί ότι οι αναιρεσείοντες προέβαλαν μια ολόκληρη σειρά από άλλα επιχειρήματα σχετικά, μεταξύ άλλων, με την απουσία οποιουδήποτε ελέγχου των φορτίων από τις τελωνειακές αρχές, με την αδυναμία των αναιρεσειόντων να επιβλέπουν τις μεταφορές και με τη στάθμιση των εμπλεκόμενων συμφερόντων.
54 Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με την επιχειρηματολογία τους, οι αναιρεσείοντες δεν διατυπώνουν, συναφώς, καμιά αιτίαση κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αλλά περιορίζονται στην επανάληψη των επιχειρημάτων που έχουν ήδη προβάλει ενώπιον του Πρωτοδικείου και καταφέρονται κατά της επίδικης αποφάσεως. Με το υπόμνημά τους απαντήσεως, για παράδειγμα, προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη, κατά τη στάθμιση των διακυβευόμενων συμφερόντων, τη συμφωνία που υπέγραψε με την εταιρία Philip Morris, η οποία δεσμεύτηκε να καταβάλει 1,25 δισεκατομμύρια USD ως αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη η Κοινότητα από τα εγκλήματα της λαθρεμπορίας που διαπράχθηκαν πριν από τη συμφωνία αυτή, χωρίς, πάντως, να προσάπτουν κάτι συγκεκριμένο στο Πρωτοδικείο.
55 Από τα άρθρα 225 ΕΚ, 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και 112, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όμως, προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της αποφάσεως ή της διατάξεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό. Δεν πληροί την προϋπόθεση αυτή η αίτηση αναιρέσεως η οποία, χωρίς καν να περιέχει επιχειρηματολογία αποσκοπούσα ειδικώς στον εντοπισμό του νομικού σφάλματος που παρουσιάζει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, απλώς αναπαράγει τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που έχουν ήδη προβληθεί ενώπιον του Πρωτοδικείου. Συγκεκριμένα, μία τέτοια αίτηση αναιρέσεως συνιστά στην πραγματικότητα αίτηση με την οποία ζητείται η απλή επανεξέταση της προσφυγής που ασκήθηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου, πράγμα που εκφεύγει της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου (αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2000, C-352/98 P, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-5291, σκέψη 34 και 35, και της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, C-76/01 P, Eurocoton κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑10091, σκέψεις 46 και 47).
56 Κατά συνέπεια, εφόσον τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι αναιρεσείοντες στο πλαίσιο του τρίτου λόγου αναιρέσεως δεν περιέχουν συγκεκριμένες αιτιάσεις, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα. Η πρώτη και δεύτερη αιτίαση πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμη και απαράδεκτη αντίστοιχα.
Επί του τέταρτου λόγου αναιρέσεως
57 Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι, αν το Δικαστήριο θεωρήσει, όπως ζητούν οι ίδιοι, ότι συντρέχει εν προκειμένω ειδική περίπτωση κατά την έννοια του άρθρου 13 του 1430/79, πληρούται και η δεύτερη προϋπόθεση σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής της διατάξεως αυτής που αφορά την ανυπαρξία οποιασδήποτε «αμέλειας ή δόλου» εκ μέρους του επιχειρηματία.
58 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εφόσον ο τρίτος λόγος αναιρέσεως απορρίφθηκε και, ως εκ τούτου, ορθώς το Πρωτοδικείο θεώρησε ότι δεν υπήρχε εν προκειμένω ειδική περίπτωση κατά την έννοια του άρθρου 13 του κανονισμού 1430/79, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως προβαλλόμενος αλυσιτελώς.
59 Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως είναι εν μέρει απαράδεκτη, εν μέρει αλυσιτελής και εν μέρει αβάσιμη. Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί.
Επί των δικαστικών εξόδων
60 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο έχει εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 118 του ίδιου κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή η Επιτροπή ζήτησε να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα και οι τελευταίοι ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:
1) Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.
2) Καταδικάζει την υπό εκκαθάριση Nordspedizionieri di Danielis Livio & C. Snc και τους L. Danielis και D. D’Alessandro στα δικαστικά έξοδα.
(υπογραφές)
* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.