EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62005CC0304

Προτάσεις της γενικης εισαγγελέα Kokott της 19ης Απριλίου 2007.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας.
Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγία 92/43/ΕΟΚ - Διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας - Οδηγία 79/409/EOK - Διατήρηση των αγρίων πτηνών - Εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων εργασιών διαρρυθμίσεως για χιονοδρομικές πίστες.
Υπόθεση C-304/05.

European Court Reports 2007 I-07495

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2007:228

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 19ης Απριλίου 20071(1)

Υπόθεση C‑304/05

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

κατά

Ιταλικής Δημοκρατίας

«Οδηγία 92/43/ΕΟΚ – Διατήρηση των φυσικών οικοτόπων και της άγριας πανίδας και χλωρίδας – Οδηγία 79/409/ΕΟΚ – Διατήρηση των αγρίων πτηνών – Επέκταση περιοχής σκι – Ζώνη ειδικής προστασίας “Εθνικό πάρκο Stelvio”»





I –    Εισαγωγή

1.        Στην παρούσα διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως, η Επιτροπή βάλλει κατά της εφαρμογής των οδηγιών 79/409/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 2ας Απριλίου 1979, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών (2) (στο εξής: οδηγία για την προστασία των πτηνών), και 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (3) (στο εξής: οδηγία για τους οικοτόπους), όσον αφορά τις εργασίες σε χιονοδρομική πίστα στο εθνικό πάρκο Stelvio, το οποίο έχει χαρακτηρισθεί ως ζώνη ειδικής προστασίας (στο εξής: ΖΕΠ) κατά την έννοια της οδηγίας για την προστασία των πτηνών.

2.        Ειδικότερα, το επίμαχο ζήτημα είναι αν οι αρμόδιες εθνικές αρχές εξέτασαν επαρκώς, πριν την έγκριση και την πραγματοποίηση του σχεδίου αυτού, τις επιπτώσεις του στη ΖΕΠ καθώς και αν επηρεάστηκε η εν λόγω ΖΕΠ.

II – Νομικό πλαίσιο

3.        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας για τους οικοτόπους δίνει τον ακόλουθο ορισμό του Natura 2000:

«Συνίσταται ένα συνεκτικό ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο ειδικών ζωνών, επονομαζόμενο «Natura 2000». Το δίκτυο αυτό, που αποτελείται από τους τόπους όπου ευρίσκονται τύποι φυσικών οικοτόπων που εμφαίνονται στο παράρτημα I και τους οικότοπους των ειδών που εμφαίνονται στο παράρτημα II, πρέπει να διασφαλίζει την διατήρηση ή, ενδεχομένως, την αποκατάσταση σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, των τύπων φυσικών οικοτόπων και των οικοτόπων των οικείων ειδών στην περιοχή της φυσικής κατανομής των ειδών αυτών.

Το δίκτυο “Natura 2000” περιλαμβάνει και τις ζώνες ειδικής προστασίας που έχουν ταξινομηθεί από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ.»

4.        Το άρθρο 4 της οδηγίας για την προστασία των πτηνών περιλαμβάνει διατάξεις που ορίζουν ποια εδάφη πρέπει να χαρακτηρίσουν τα κράτη μέλη ως ΖΕΠ για πτηνά. Αρχικώς, η διάταξη αυτή ρύθμιζε, στην παράγραφο 4, πρώτη περίοδος, και το ζήτημα της προστασίας των εν λόγω ζωνών:

«1.      Για τα είδη που αναφέρονται στο παράρτημα I προβλέπονται μέτρα ειδικής διατηρήσεως, που αφορούν τον οικότοπό τους, για να εξασφαλισθεί η επιβίωση και η αναπαραγωγή των ειδών αυτών στη ζώνη εξαπλώσεώς τους.

Για τον σκοπό αυτό λαμβάνονται υπόψη:

α)       τα είδη που απειλούνται με εξαφάνιση·

β)       τα είδη που είναι ευπαθή σε ορισμένες μεταβολές των οικοτόπων τους·

γ)       τα είδη που θεωρούνται σπάνια διότι οι πληθυσμοί τους είναι μικροί ή η τοπική τους εξάπλωση περιορισμένη·

δ)      άλλα είδη που έχουν ανάγκη ιδιαίτερης προσοχής, λόγω ιδιοτυπίας του οικοτόπου τους.

Για να πραγματοποιηθούν οι εκτιμήσεις θα ληφθούν υπόψη οι τάσεις και οι μεταβολές των επιπέδων του πληθυσμού.

Τα κράτη μέλη κατατάσσουν κυρίως σε ζώνες ειδικής προστασίας τα εδάφη τα πιο κατάλληλα, σε αριθμό και επιφάνεια, για τη διατήρηση των ειδών αυτών στη γεωγραφική θαλάσσια και χερσαία ζώνη στην οποία έχει εφαρμογή η παρούσα οδηγία.

2.      Ανάλογα μέτρα υιοθετούνται από τα κράτη μέλη για τα αποδημητικά είδη που δεν μνημονεύονται στο παράρτημα Ι, των οποίων η έλευση είναι τακτική, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες προστασίας στη γεωγραφική θαλάσσια και χερσαία ζώνη στην οποία εφαρμόζεται η παρούσα οδηγία, όσον αφορά τις περιοχές αναπαραγωγής, αλλαγής φτερώματος και διαχειμάσεως, και τις ζώνες όπου βρίσκονται οι σταθμοί κατά μήκος των οδών αποδημίας. Για το σκοπό αυτό τα κράτη μέλη αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στην προστασία των υγροτόπων, και ιδίως όσων έχουν διεθνή σπουδαιότητα.

3.      […]

4.      Τα κράτη μέλη υιοθετούν κατάλληλα μέτρα για να αποφύγουν στις ζώνες προστασίας που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 τη ρύπανση ή τη φθορά των οικοτόπων, καθώς και τις επιζήμιες για τα πτηνά διαταράξεις, όταν αυτές έχουν σημαντικές συνέπειες σε σχέση με τους αντικειμενικούς στόχους του παρόντος άρθρου[…]».

5.        Το άρθρο 7 της οδηγίας για τους οικοτόπους τροποποίησε τις ρυθμίσεις περί προστασίας των ΖΕΠ:

«Οι υποχρεώσεις που πηγάζουν από τις παραγράφους 2, 3 και 4 του άρθρου 6 της παρούσας οδηγίας αντικαθιστούν τις υποχρεώσεις που πηγάζουν από την πρώτη πρόταση της παραγράφου 4 του άρθρου 4 της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ, όσον αφορά τις ζώνες που χαρακτηρίστηκαν δυνάμει της παραγράφου 1 του άρθρου 4 ή αναγνωρίστηκαν με ανάλογο τρόπο δυνάμει της παραγράφου 2 του άρθρου 4 της εν λόγω οδηγίας, τούτο δε από την ημερομηνία θέσης σε εφαρμογή της παρούσας οδηγίας ή από την ημερομηνία της ταξινόμησης ή της αναγνώρισης εκ μέρους ενός κράτους μέλους δυνάμει της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ, εφόσον αυτή είναι μεταγενέστερη.»

6.        Η διάταξη αυτή επεξηγείται ως ακολούθως με την έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας περί οικοτόπων:

«[…] όλες οι χαρακτηρισμένες ζώνες, συμπεριλαμβανομένων των ζωνών που έχουν ήδη ταξινομηθεί ή θα ταξινομηθούν στο μέλλον ως ειδικές ζώνες προστασίας δυνάμει της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ […] πρέπει να ενσωματωθούν στο συγκροτημένο ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο».

7.        Οι εφαρμοστέες εν προκειμένω παράγραφοι 2 έως 4 του άρθρου 6 της οδηγίας για τους οικοτόπους έχουν ως ακολούθως:

«2.      Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε στις ειδικές ζώνες διατήρησης να αποφεύγεται η υποβάθμιση των φυσικών οικοτόπων και των οικοτόπων ειδών, καθώς και οι ενοχλήσεις που έχουν επιπτώσεις στα είδη για τα οποία οι ζώνες έχουν ορισθεί, εφόσον οι ενοχλήσεις αυτές θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις σημαντικές όσον αφορά τους στόχους της παρούσας οδηγίας.

3.      Κάθε σχέδιο, μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση του τόπου, το οποίο όμως είναι δυνατόν να επηρεάζει σημαντικά τον εν λόγω τόπο, καθεαυτό ή από κοινού με άλλα σχέδια, εκτιμάται δεόντως ως προς τις επιπτώσεις του στον τόπο, λαμβανομένων υπόψη των στόχων διατήρησής του. Βάσει των συμπερασμάτων της εκτίμησης των επιπτώσεων στον τόπο και εξαιρουμένης της περίπτωσης των διατάξεων της παραγράφου 4, οι αρμόδιες εθνικές αρχές συμφωνούν για το οικείο σχέδιο μόνον αφού βεβαιωθούν ότι δεν θα παραβλάψει την ακεραιότητα του τόπου περί του οποίου πρόκειται και, ενδεχομένως, αφού εκφρασθεί πρώτα η δημόσια γνώμη.

4.      Εάν, παρά τα αρνητικά συμπεράσματα της εκτίμησης των επιπτώσεων και ελλείψει εναλλακτικών λύσεων, ένα σχέδιο πρέπει να πραγματοποιηθεί για άλλους επιτακτικούς λόγους σημαντικού δημοσίου συμφέροντος, περιλαμβανομένων λόγων κοινωνικής ή οικονομικής φύσεως, το κράτος μέλος λαμβάνει κάθε αναγκαίο αντισταθμιστικό μέτρο ώστε να εξασφαλισθεί η προστασία της συνολικής συνοχής του Natura 2000. Το κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με τα αντισταθμιστικά μέτρα που έλαβε.

[…]»

8.        Συναφώς, η δέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας για τους οικοτόπους έχει ως εξής:

«ότι κάθε σχέδιο ή πρόγραμμα που ενδέχεται να επηρεάσει σημαντικά τους στόχους διατήρησης ενός τόπου που έχει χαρακτηρισθεί ή θα χαρακτηρισθεί στο μέλλον πρέπει να υπόκειται στην κατάλληλη εκτίμηση.»

III – Τα πραγματικά περιστατικά, η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία και τα αιτήματα των διαδίκων

9.        Το 1998 (4) η Ιταλία χαρακτήρισε το εθνικό πάρκο Stelvio ως ΖΕΠ κατά την έννοια της οδηγίας για την προστασία των πτηνών. Η εν λόγω ΖΕΠ καλύπτει έκταση 59 809 εκταρίων και βρίσκεται στις Άλπεις, φιλοξενεί δε, σύμφωνα με το χρονολογούμενο από τον Νοέμβριο του 1998 τυποποιημένο έντυπο δεδομένων που διαβίβασε η Ιταλία, διάφορα είδη πτηνών του παραρτήματος I της οδηγίας για την προστασία των πτηνών –τον χρυσαετό (Aquila chrysaetos), τον πετρίτη (Falco peregrinus), το σφηκοβαρβακίνο (Pernis apivorus), την αγριόκοτα (Bonasa bonasia), τη βουνοχιονόκοτα των Άλπεων (Lagopus mutus helvetica), τον λυροπετεινό (Tetrao tetrix), τον αγριόκουρκο (Tetrao urogallus) και την μαυροτσικλιτάρα (Dryocopus martius)– καθώς και τα αποδημητικά είδη τσιχλογέρακο (Accipiter nisus), ποντικοβαρβακίνα (Buteo buteo) και σβαρνίστρα (Tichodroma muraria).

10.      Ένα άλλο τυποποιημένο έντυπο δεδομένων της 14ης Μαΐου 2004 αναφέρει επιπλέον είδη του παραρτήματος I, και ειδικότερα τον γυπαετό (Gypaetus barbatus), τον ψαλιδάρη (Milvus milvus), τον βουνοσφυριχτή (Charadrius morinellus), το χαροπούλι (Aegolius funereus), την επουργιτόγλανκα (Glaucidium passerinum), τον μπούφο (Bubo bubo), την σταχτοτσικλιτάρα (Picus canus) και την πετροπέρδικα (Alectoris graeca saxatilis).

11.      H Επιτροπή επικρίνει ορισμένες εργασίες που πραγματοποιήθηκαν εντός της ΖΕΠ. Το εθνικό πάρκο ενέκρινε στις 14 Φεβρουαρίου 2003 τα μέτρα αυτά, τα οποία συνίσταντο σε αναδιαμόρφωση δύο χιονοδρομικών πιστών και κατασκευή των σχετικών υποδομών για την προετοιμασία του παγκοσμίου πρωταθλήματος αλπικού σκι του 2005. Στο πλαίσιο του σχεδίου αυτού διανοίχθηκε μέσα σε δάσος διάδρομος πλάτους 50 m και μήκους 500 m. Κόπηκαν περί τα 2 500 δένδρα: ερυθρελάτη, λάριξ ευρωπαϊκή (larix decidua) και pinus cembra. Σύμφωνα πάντως με έρευνα του 2005, την οποία υπέβαλε η Ιταλία, εθίγη μόνο μια έκταση περίπου 7 000 m2 (5).

12.      Πριν από τη χορήγηση της εγκρίσεως αυτής πραγματοποιήθηκαν δύο εκτιμήσεις των επιπτώσεων στο περιβάλλον. Η πρώτη εξ αυτών χρονολογείται από το 1999. Κατόπιν τροποποιήσεων του σχεδίου που είχε εξετασθεί με τη μελέτη αυτή, ένας οργανισμός της Περιφέρειας Λομβαρδίας, το Istituto di Ricerca per l’Ecologia e l’Economia Applicate alle aree alpine (IREALP), υπέβαλε, τον Σεπτέμβριο του 2002, νέα έρευνα για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις του τροποποιηθέντος σχεδίου. Αντικείμενο της μελέτης αυτής ήταν ιδίως μέτρα αντισταθμίσεως και μειώσεως της περιβαλλοντικής βλάβης.

13.      Εν συνεχεία, το 2003, μετά τη χορήγηση της επίμαχης εγκρίσεως, υπεβλήθησαν δύο ακόμη μελέτες του Δήμου της Valfurva, εκ των οποίων η μία, με ημερομηνία 1η Δεκεμβρίου 2003, αφορούσε επίσης την οικεία έκταση. Τέλος, η Ιταλία υπέβαλε με το υπόμνημα ανταπαντήσεως μία ακόμη μελέτη του 2005.

14.      Η Επιτροπή έλαβε γνώση των μέτρων αυτών κατόπιν καταγγελίας. Κατά την Επιτροπή, με την έγκριση και την εκτέλεση των μέτρων αυτών η Ιταλία παρέβη το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας για την προστασία των πτηνών καθώς και τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας για τους οικοτόπους.

15.      Η Επιτροπή κάλεσε την Ιταλία, με το από 19 Δεκεμβρίου 2003 έγγραφο οχλήσεως, να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της. Επειδή η Ιταλική Κυβέρνηση δεν απάντησε εντός της ταχθείσας προθεσμίας των δύο μηνών, στις 9 Ιουλίου 2004 η Επιτροπή απηύθυνε στην Ιταλία αιτιολογημένη γνώμη, με την οποία της έτασσε εκ νέου προθεσμία δύο μηνών προκειμένου να συμμορφωθεί προς τις απαιτήσεις του κοινοτικού δικαίου.

16.      Η Ιταλική Κυβέρνηση απάντησε με ανακοινώσεις της 8ης και της 15ης Σεπτεμβρίου 2004. Παρά τις απαντήσεις αυτές, η Επιτροπή ενέμεινε στην άποψή της και άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

17.      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο

να διαπιστώσει ότι, στο πλαίσιο του σχεδίου επεκτάσεως και διαρρυθμίσεως της περιοχής σκι της Santa Caterina Valfurva (πίστες «Bucaneve» και «Edelweiss») και κατασκευής των οικείων βοηθητικών υποδομών σκι ενόψει του παγκοσμίου πρωταθλήματος αλπικού σκι του 2005, εντός της ζώνης ειδικής προστασίας IT 2040044, εθνικό πάρκο Stelvio, η Ιταλική Δημοκρατία,

–        επιτρέποντας να ληφθούν μέτρα που έχουν σημαντικές επιπτώσεις στη ζώνη ειδικής προστασίας IT 2040044, εθνικό πάρκο Stelvio, χωρίς να υποβάλει τα μέτρα αυτά σε δέουσα εκτίμηση των επιπτώσεών τους στον οικείο τόπο λαμβάνοντας υπόψη την επιδιωκόμενη προστασία του και, εν πάση περιπτώσει, χωρίς να τηρήσει τις διατάξεις βάσει των οποίων η πραγματοποίηση ενός σχεδίου επιτρέπεται, στην περίπτωση κατά την οποία τα συμπεράσματα της εκτιμήσεως των επιπτώσεων είναι αρνητικά, μόνον ελλείψει εναλλακτικών λύσεων και μόνον αφού έχει κοινοποιηθεί στην Επιτροπή κάθε αναγκαίο αντισταθμιστικό μέτρο που ελήφθη προς εξασφάλιση της προστασίας της συνολικής συνοχής του Natura 2000,

–        παραλείποντας να λάβει μέτρα ώστε να αποφευχθεί η υποβάθμιση των φυσικών οικοτόπων και των οικοτόπων ειδών, καθώς και οι ενοχλήσεις που έχουν επιπτώσεις στα είδη για τα οποία έχει ορισθεί η ζώνη ειδικής προστασίας IT 2040044, εθνικό πάρκο Stelvio, και

–        παραλείποντας να υπαγάγει τη ζώνη ειδικής προστασίας IT 2040044, εθνικό πάρκο Stelvio, σε νομικό καθεστώς προστασίας ικανό να διασφαλίσει, μεταξύ άλλων, την επιβίωση και αναπαραγωγή των ειδών πτηνών που αναφέρονται στο παράρτημα I της οδηγίας 79/409 καθώς και την αναπαραγωγή, την αλλαγή πτερώματος και τη μετανάστευση των αποδημητικών ειδών που δεν μνημονεύονται στο εν λόγω παράρτημα, των οποίων η έλευση είναι τακτική,

παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 6, παράγραφοι 2 έως 4, σε συνδυασμό με το άρθρο 7 της οδηγίας 92/43 καθώς και από το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 79/409·

να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

18.      Η Ιταλική Δημοκρατία δεν υποβάλλει κανένα αίτημα αλλά προβαίνει στην υπόδειξη ότι η Επιτροπή πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο να αποσύρει την προσφυγή της.

IV – Νομική εκτίμηση

19.      Πρέπει αρχικώς να καθοριστεί με ακρίβεια το αντικείμενο της προσφυγής. Η Επιτροπή βάλλει κατά ενός σχεδίου για την επέκταση και τη διαρρύθμιση της περιοχής σκι της Santa Caterina Valfurva (πίστες «Bucaneve» και «Edelweiss») και την κατασκευή των οικείων βοηθητικών υποδομών σκι ενόψει του παγκοσμίου πρωταθλήματος αλπικού σκι του 2005.

20.      Από τις υποβληθείσες μελέτες ιταλικών φορέων προκύπτει ότι στο πλαίσιο αυτό προβλεπόταν σειρά μέτρων, και ιδίως η κατασκευή χιονοδρομικού σταδίου, τηλεκαμπίνας, τηλεκαθίσματος και καταφυγίου καθώς και εργασίες αναδιαμορφώσεως για δύο συνεχόμενες χιονοδρομικές πίστες (Bucanave και Edelweiß).

21.      Η Ιταλία υπογραμμίζει, ωστόσο, ορθώς με το υπόμνημά της αντικρούσεως, ότι η Επιτροπή περιγράφει συγκεκριμένα μόνον τις εργασίες αναδιαμορφώσεως της δεύτερης πίστας (Edelweiß), εξαιτίας των οποίων κόπηκαν 2 500 περίπου δένδρα.(6) Τούτο επιβεβαιώνει η Επιτροπή με το υπόμνημά της απαντήσεως, καθόσον περιορίζει την προσφυγή στα μέτρα που εγκρίθηκαν στις 14 Φεβρουαρίου 2003. Επομένως, μόνον αυτό το επιμέρους σχέδιο συνιστά αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής.

22.      Σε σχέση με τις εργασίες αναδιαμορφώσεως της χιονοδρομικής πίστας η Επιτροπή προβάλλει τρεις λόγους, εκ των οποίων ο πρώτος αναλύεται σε δύο ξεχωριστές αιτιάσεις.

23.      Με τον πρώτο λόγο η Επιτροπή προσάπτει στην Ιταλία παράβαση, λόγω της εγκρίσεως του σχεδίου, του άρθρου 6, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας για τους οικοτόπους. Το άρθρο 6, παράγραφος 3, παραβιάστηκε καθόσον η έγκριση χορηγήθηκε χωρίς να έχουν εκτιμηθεί επαρκώς οι επιπτώσεις του σχεδίου στη ΖΕΠ (βλ. κατωτέρω υπό A). Αφετέρου, παραβιάστηκε το άρθρο 6, παράγραφος 4, καθόσον δεν τηρήθηκαν οι όροι για την έγκριση σε περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος της εκτιμήσεως αυτής (βλ. κατωτέρω υπό B).

24.      Με τη δεύτερη αιτίαση, η Επιτροπή προσάπτει στην Ιταλία ότι το σχέδιο αντέβαινε στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας για τους οικοτόπους. Ειδικότερα, δεν ελήφθησαν, ως προς το σχέδιο, όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να αποφευχθεί η υποβάθμιση των φυσικών οικοτόπων και των οικοτόπων ειδών, καθώς και οι ενοχλήσεις που έχουν επιπτώσεις στα είδη για τα οποία έχει ορισθεί η ΖΕΠ (βλ. κατωτέρω υπό Γ).

25.      Τέλος, αντικείμενο της τρίτης αιτιάσεως είναι τα κατά το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας για την προστασία των πτηνών αναγκαία νομοθετικά μέτρα διατηρήσεως της ΖΕΠ. Από την εκτέλεση του επίδικου σχεδίου η Επιτροπή συνάγει ότι τα υφιστάμενα νομοθετικά μέτρα διατηρήσεως είναι ανεπαρκή (βλ. κατωτέρω υπό Δ).

 Α – Επί του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας για τους οικοτόπους

26.      Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας για τους οικοτόπους, οι αρμόδιες εθνικές αρχές εγκρίνουν την πραγματοποίηση ενός σχεδίου μη άμεσα συνδεόμενου ή αναγκαίου για τη διαχείριση ενός τόπου, το οποίο όμως είναι δυνατόν να τον επηρεάζει σημαντικά, μόνον αφού βεβαιωθούν, κατόπιν εκτιμήσεως των επιπτώσεων του σχεδίου στον τόπο, ότι δεν θα παραβλάψει την ακεραιότητα του εν λόγω τόπου και, ενδεχομένως, αφού εκφρασθεί πρώτα η δημόσια γνώμη. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η διάταξη αυτή θεσπίζει διαδικασία με την οποία επιδιώκεται να διασφαλισθεί, μέσω προηγούμενου ελέγχου, ότι τέτοια σχέδια εγκρίνονται μόνον εφόσον δεν παραβλάπτουν την ακεραιότητα του εν λόγω τόπου (7).

27.      Εν προκειμένω, οι διάδικοι συμφωνούν ότι οι εργασίες αναδιαμορφώσεως της χιονοδρομικής πίστας που εγκρίθηκαν με την απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2004 προϋπέθεταν μια τέτοια εκτίμηση επιπτώσεων.

Επί των απαιτήσεων σε σχέση με την εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον

28.      Όπως έχει επίσης κρίνει συναφώς το Δικαστήριο, η έγκριση για το επίμαχο εν προκειμένω σχέδιο επιτρέπεται να χορηγηθεί μόνον υπό την προϋπόθεση ότι οι αρχές έχουν βεβαιωθεί ότι το σχέδιο δεν πρόκειται να έχει επιβλαβείς επιπτώσεις για την ακεραιότητα του οικείου τόπου. Τούτο προϋποθέτει ότι δεν υφίσταται, από επιστημονικής απόψεως, καμία εύλογη αμφιβολία ως προς την απουσία τέτοιων επιπτώσεων (8).

29.      Συνεπώς, η εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον μπορεί να αποτελέσει τη βάση της συναινέσεως των αρχών υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας για τους οικοτόπους, εφόσον αίρει οποιαδήποτε εύλογη, από επιστημονικής απόψεως, αμφιβολία για το ότι το σχέδιο δεν πρόκειται να έχει επιβλαβείς επιπτώσεις για την ακεραιότητα του οικείου τόπου.

30.      Τούτο προϋποθέτει ότι με την εκτίμηση αυτή εξετάζονται όλες οι πτυχές του σχεδίου που θα μπορούσαν, αυτές καθεαυτές ή σε συνδυασμό με άλλα σχέδια, να επηρεάσουν τους στόχους διατηρήσεως, λαμβανομένων υπόψη των πλέον προωθημένων επιστημονικών γνώσεων επί του θέματος (9).

31.      Όσον αφορά τους τόπους που επιβάλλεται να χαρακτηρισθούν δυνάμει της οδηγίας για τους οικοτόπους, το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι, όπως προκύπτει από τα άρθρα 3 και 4 της οδηγίας αυτής και ιδίως από την παράγραφο 4 του άρθρου 4, οι στόχοι διατηρήσεως καθορίζονται σε συνάρτηση με τη σημασία των τόπων αυτών αφενός για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση, υπό συνθήκες ευνοϊκές για τη διατήρησή του, ενός τύπου φυσικού οικοτόπου του παραρτήματος Ι της εν λόγω οδηγίας ή ενός είδους του παραρτήματος ΙΙ αυτής και αφετέρου για τη συνεκτικότητα του Natura 2000, καθώς και σε συνάρτηση με τους κινδύνους υποβαθμίσεως ή καταστροφής που απειλούν τους εν λόγω τόπους. (10)

32.      Οι ανωτέρω διατάξεις δεν έχουν μεν άμεση εφαρμογή στις ΖΕΠ, πλην όμως, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, της εν λόγω οδηγίας επιβάλλει στα κράτη μέλη αντίστοιχη υποχρέωση να υπαγάγουν τις ΖΕΠ σε νομικό καθεστώς προστασίας ικανό να διασφαλίσει, μεταξύ άλλων, την επιβίωση και την αναπαραγωγή των ειδών πτηνών που αναφέρονται στο παράρτημα Ι αυτής, καθώς και την αναπαραγωγή, την αλλαγή φτερώματος και τη διαχείμαση των ειδών αποδημητικών πτηνών που δεν περιλαμβάνονται στο εν λόγω παράρτημα και των οποίων η έλευση είναι τακτική (11).

33.      Οι στόχοι διατηρήσεως κατά την οδηγία για την προστασία των πτηνών συνίστανται, ως εκ τούτου, στην επιβίωση και αναπαραγωγή των ειδών πτηνών για τα οποία έχει ορισθεί ο κάθε τόπος. Τα είδη για τα οποία έχει ορισθεί ένας τόπος προκύπτουν καταρχήν από τυποποιημένο έντυπο δεδομένων που διαβιβάζει το κράτος μέλος στην Επιτροπή (12), εφόσον δεν υπάρχουν άλλα έγγραφα, π.χ. ρυθμίσεις σχετικές με τη ζώνη προστασίας που να πιστοποιούν ευρύτερους στόχους διατηρήσεως.

34.      Εν προκειμένω, τα είδη αυτά μπορούν να συναχθούν από το χρονολογούμενο από τον Νοέμβριο του 1998 τυποποιημένο έντυπο δεδομένων που διαβίβασαν οι εθνικές αρχές στην Επιτροπή. Το έντυπο αυτό αναφέρει ως είδη του παραρτήματος I τον χρυσαετό, τον πετρίτη, το σφηκοβαρβακίνο, την αγριόκοτα, τη βουνοχιονόκοτα των Άλπεων, τον λυροπετεινό, τον αγριόκουρκο και τη μαυροτσικλιτάρα. Επιπλέον μνημονεύονται τα αποδημητικά είδη τσιχλογέρακο, ποντικοβαρβακίνα και σβαρνίστρα. Ωστόσο, ως προς το τσιχλογέρακο και τη σβαρνίστρα η αναγραφόμενη αξιολόγηση είναι D (αμελητέα). Εξ αυτού συνάγεται ότι οι στόχοι διατηρήσεως δεν αφορούν τα εν λόγω είδη.

35.      Καταρχήν ανακύπτει το ζήτημα αν πρέπει να ληφθούν υπόψη και τα περαιτέρω είδη που περιλαμβάνονται σε τυποποιημένο έντυπο δεδομένων που διαβίβασε η Ιταλία στην Επιτροπή στις 14 Μαΐου 2004. Πρόκειται για τον γυπαετό, τον ψαλιδάρη, τον βουνοσφυριχτή, το χαροπούλι, την επουργιτόγλανκα, τον μπούφο, τη σταχτοτσικλιτάρα και την πετροπέρδικα.

36.      Από τη δικογραφία όμως δεν προκύπτει καμία ένδειξη ότι ένα χρόνο νωρίτερα, όταν χορηγήθηκε η επίδικη έγκριση, τα είδη αυτά περιλαμβάνονταν στους στόχους διατηρήσεως που είχε αναγνωρίσει η Ιταλία για τον τόπο. Επομένως δεν υφίστατο υποχρέωση να ληφθούν και αυτά υπόψη κατά την εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον.

37.      Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι τα είδη αυτά δεν προστατεύονται. Αντιθέτως, το νέο τυποποιημένο έντυπο δεδομένων αποτελεί ένδειξη ότι απαντούσαν στον τόπο ήδη κατά τον χρόνο της πραγματοποιήσεως του σχεδίου και ότι, λόγω της παρουσίας αυτής, επιβαλλόταν καταρχήν ο χαρακτηρισμός του τόπου αυτού ως ζώνης ειδικής προστασίας για τη διατήρηση των οικείων ειδών. Επειδή όμως προφανώς μέχρι τις 14 Μαΐου 2004 δεν είχε λάβει χώρα ως προς τα είδη αυτά χαρακτηρισμός του εν λόγω τόπου, γι’ αυτά ίσχυε τουλάχιστον το προσωρινό καθεστώς προστασίας των περιοχών που έπρεπε μεν να χαρακτηρισθούν ως ΖΕΠ, αλλά δεν είχαν χαρακτηρισθεί μέχρι το χρονικό εκείνο σημείο, ήτοι το άρθρο 4, παράγραφος 4, περίοδος 1, της οδηγίας για την προστασία των πτηνών (13), το οποίο, όσον αφορά τις εξαιρέσεις, είναι αυστηρότερο από τις προστατευτικές διατάξεις της οδηγίας για τους οικοτόπους (14). Επειδή όμως η Επιτροπή δεν προβάλλει καμία σχετική αιτίαση, παρέλκει εν προκειμένω η περαιτέρω εξέταση του συγκεκριμένου ζητήματος.

38.      Εξεταστέο είναι επομένως το αν πριν από τη χορήγηση της εγκρίσεως της 14ης Φεβρουαρίου 2003 εξετάσθηκαν, λαμβανομένων υπόψη των πλέον προωθημένων επιστημονικών γνώσεων επί του θέματος, όλες οι πτυχές του σχεδίου που θα μπορούσαν, αυτές καθεαυτές ή σε συνδυασμό με άλλα σχέδια, να παραβλάψουν τη διατήρηση των αναφερόμενων στο τυποποιημένο έντυπο δεδομένων του 1998 ειδών.

Επί της εκτιμήσεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων του 2000

39.      Η Ιταλική Κυβέρνηση φρονεί ότι οι επιπτώσεις του σχεδίου είχαν δεόντως εξετασθεί πριν τη διαπίστωση, το 2000, της συμβατότητας του σχεδίου με το περιβάλλον. Προς απόδειξη υποβάλλει το παράρτημα της αποφάσεως αυτής (15). Τούτο συνιστά προφανώς σύνοψη και αξιολόγηση των επιστημονικών ερευνών για τις επιπτώσεις στο περιβάλλον.

40.      Διενεργείται περιγραφή και εξέταση μιας σειράς σχεδίων, τα οποία όμως, με την εξαίρεση της αναδιαμορφώσεως της χιονοδρομικής πίστας, δεν αποτελούν αντικείμενο της παρούσας δίκης. Οι μεταβολές στη χιονοδρομική πίστα περιγράφονται εν συντομία στη σελίδα 12.

41.      Αναφορά στις επιπτώσεις όλων των εξετασθέντων σχεδίων στην πανίδα, τη βλάστηση, την πανίδα και τα οικοσυστήματα γίνεται από κοινού στις σελίδες 27 έως 29, στις οποίες ο αρμόδιος φορέας κρίνει ότι δεν σημειώνονται ουσιώδεις μεταβολές ούτε όσον αφορά τους οικοτόπους των υφιστάμενων ζωικών ειδών ούτε όσον αφορά την τροφή και τα καταφύγια που είναι διαθέσιμα για τα μικρά πτηνά και θηλαστικά.

42.      Όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, στο συγκεκριμένο τμήμα οι συντάκτες του εγγράφου προβαίνουν σε επικρίσεις κατά σημαντικών ελλείψεων των ερευνών. Οι επιπτώσεις συνολικά ελάχιστα ελήφθησαν υπόψη. Οι εργασίες καθεαυτές δεν περιγράφησαν πλήρως, ούτε συμπεριλήφθηκαν όλα τα οικεία είδη. Τούτο ισχύει ιδίως για τη βουνοχιονόκοτα των Άλπεων, οι τόποι αναπαραγωγής και φωλεοποιήσεως της οποίας δεν εξακριβώθηκαν. Και κατά τα λοιπά, η ποιότητα των στοιχείων για την πανίδα είναι χαμηλή. Έτσι, αναφέρεται ο αγριόκουρκος, ο οποίος δεν απαντά πλέον στη συγκεκριμένη περιοχή, ενώ αντιθέτως δεν αναφέρονται η σβαρνίστρα, η μαυροτσικλιτάρα, το τσιχλογέρακο και ο μπούφος.

43.      Επιπλέον, στη σελίδα 38 του εγγράφου προβλέπεται ότι η αναδιοργάνωση της χιονοδρομικής πίστας δεν επιτρέπεται να γίνει σε διάδρομο πλάτους άνω των 40 m, αλλά αντιθέτως ο διάδρομος αυτός πρέπει να περιορισθεί στα 20 m. Ο συγκεκριμένος περιορισμός δεν τηρήθηκε κατά τη μετέπειτα εκτέλεση του σχεδίου. Στη σελίδα 40 υπενθυμίζεται η ανάγκη διενέργειας και άλλων ερευνών όσον αφορά την ορνιθοπανίδα, ιδίως σε συνάρτηση με την κοπή των δένδρων στο δάσος.

44.      Στο μέτρο κατά το οποίο η Ιταλική Κυβέρνηση παραπέμπει σε μια βιολογική μελέτη του 1994, η οποία αναφέρεται μεταξύ των πηγών του εν λόγω εγγράφου, καθώς και σε άλλα έγγραφα που ελήφθησαν υπόψη και στις γνωμοδοτήσεις αρχών που συμμετείχαν στη διαδικασία, δεν μπορεί να διαπιστωθεί ποια είναι η συνεισφορά των εγγράφων αυτών στην εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Η επίσης ρητώς αναφερθείσα εξέταση εναλλακτικών λύσεων έχει σημασία στο πλαίσιο της οδηγίας περί εκτιμήσεως των επιπτώσεων (16) και μπορεί να ασκήσει επιρροή και στο πλαίσιο εγκρίσεως βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 4, της οδηγίας για τους οικοτόπους, δεν έχει όμως καμία σημασία για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

45.      Ως εκ τούτου, δεν εξετάσθηκαν με τις έρευνες, βάσει των οποίων διαπιστώθηκε το 2000 η συμβατότητα με το περιβάλλον, ούτε όλες οι πτυχές του σχεδίου ούτε οι επιπτώσεις τους στα διάφορα προστατευόμενα είδη πτηνών. Δεδομένων των ελαττωμάτων αυτών, δεν μπορεί να θεωρηθεί βάσει των ερευνών αυτών ότι τα μέτρα για την αναδιαμόρφωση της χιονοδρομικής πίστας δεν παραβλάπτουν την ακεραιότητα της εν λόγω ΖΕΠ. Επομένως δεν συνιστούν πρόσφορη βάση για την έγκριση των εργασιών αυτών δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας για τους οικοτόπους.

Επί της χρονολογούμενης από το 2002 μελέτης του IREALP

46.      Η χρονολογούμενη από το 2002 μελέτη του IREALP περιγράφει επίσης το σχέδιο και τις επιπτώσεις του στο περιβάλλον. Προβαίνει σε μια σχετικά σοβαρή εξέταση των επιπτώσεων στο υδατικό ισοζύγιο, στη γεωμορφολογία και στη βλάστηση. Όσον αφορά τα πτηνά για τα οποία έχει ορισθεί η ΖΕΠ, αρκείται στην επισήμανση ότι η μαυροτσικλιτάρα απαντά στην επίμαχη δασική έκταση (17), ενώ, σε σχέση με άλλο επιμέρους σχέδιο το οποίο δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας δίκης, αναφέρεται ο περιλαμβανόμενος στο τυποποιημένο έντυπο δεδομένων του 2004 βουνοσφυριχτής (18).

47.      Από τα στοιχεία αυτά θα μπορούσε να συναχθεί ότι δεν θίγονται άλλα είδη και ότι η μελέτη αυτή περιλαμβάνει ως εκ τούτου όλα τα θιγόμενα είδη. Εφόσον όμως γινόταν δεκτή αυτή η υπόθεση, θα ήταν αναγκαία η παρουσίαση και η αξιολόγηση των επιπτώσεων του σχεδίου στη μαυροτσικλιτάρα, πράγμα το οποίο όμως δεν έγινε.

48.      Περαιτέρω, οι άλλες χρονολογούμενες από το 2003 και το 2005 μελέτες που υπέβαλε η Ιταλία καθώς και μια ανακοίνωση της Ιταλίας προς την Επιτροπή από το έτος 2004 (19) δημιουργούν αμφιβολίες ως προς το αν συμπεριλήφθηκαν όλα τα προστατευόμενα είδη που θίγονται από το σχέδιο. Στα έγγραφα αυτά, ως θιγόμενο είδος αναφέρεται ιδίως ο λυροπετεινός.

49.      Επομένως, ούτε η χρονολογούμενη από το 2002 μελέτη του IREALP επιτρέπει να θεωρηθεί ότι τα μέτρα για την αναδιαμόρφωση της χιονοδρομικής πίστας δεν θα παρέβλαπταν την ακεραιότητα της εν λόγω ΖΕΠ. Συνεπώς, ούτε αυτή συνιστά επαρκή βάση για την έγκριση των εργασιών αυτών δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας για τους οικοτόπους.

Επί των μεταγενέστερων μελετών

50.      Η Ιταλία υπέβαλε, τόσο κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία όσο και κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία, και άλλα έγγραφα για τις επιπτώσεις των προσαπτομένων μέτρων στο περιβάλλον. Πρόκειται για μια μελέτη της 1ης Δεκεμβρίου 2003 (20), μια ανακοίνωση του ιταλικού Υπουργείου Περιβάλλοντος της 6ης Αυγούστου 2004 (21) και μια μελέτη της 21ης Δεκεμβρίου 2005 (22). Μόνον το τελευταίο αυτό έγγραφο έχει περιεχόμενο προσανατολισμένο στις απαιτήσεις της εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, δεδομένου ότι εξετάζει τη σπουδαιότητα των θιγόμενων εκτάσεων για τα οικεία είδη και κατ’ αυτόν τον τρόπο προβαίνει σε αξιολόγηση των επιπτώσεων του σχεδίου. Εν τέλει όμως παρέλκει η εξέταση του κατά πόσον τα επιμέρους έγγραφα πληρούν, από απόψεως μορφής και περιεχομένου, τις ισχύουσες για την εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων απαιτήσεις.

51.      Ειδικότερα, όπως τονίζει η Επιτροπή, όλα τα έγγραφα αυτά καταρτίσθηκαν κατόπιν της εγκρίσεως της 14ης Φεβρουαρίου 2003. Σύμφωνα όμως με το άρθρο 6, παράγραφος 3, περίοδος 2, της οδηγίας για τους οικοτόπους, η έγκριση πρέπει να χορηγείται λαμβανομένης υπόψη της εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Τούτο ήταν εν προκειμένω αδύνατον. Ήδη για τον λόγο αυτό, τα εν λόγω έγγραφα δεν συνιστούν πρόσφορη βάση, υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας για τους οικοτόπους, για την έγκριση της 14ης Φεβρουαρίου 2003.

Ενδιάμεσο συμπέρασμα

52.      Το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας για τους οικοτόπους δεν επέτρεπε τη χορήγηση της εγκρίσεως της 14ης Φεβρουαρίου 2003, διότι κατά το χρονικό εκείνο σημείο δεν ήταν δυνατόν να αποκλεισθεί, βάσει των ερευνών των ιταλικών αρχών οι οποίες βρίσκονται στη διάθεση του Δικαστηρίου, οποιαδήποτε εύλογη, από επιστημονικής απόψεως, αμφιβολία όσον αφορά το ότι το σχέδιο δεν θα παρέβλαπτε τον οικείο τόπο όσον αφορά τους στόχους διατηρήσεώς του.

 Β – Επί του άρθρου 6, παράγραφος 4, της οδηγίας για τους οικοτόπους

53.      Τίθεται ωστόσο το ερώτημα αν η χορήγηση της εγκρίσεως επιτρεπόταν δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 4, της οδηγίας για τους οικοτόπους. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, παρά τα αρνητικά συμπεράσματα της εκτιμήσεως των επιπτώσεων, ένα σχέδιο επιτρέπεται να πραγματοποιηθεί για επιτακτικούς λόγους σημαντικού δημοσίου συμφέροντος, περιλαμβανομένων λόγων κοινωνικής ή οικονομικής φύσεως, εφόσον δεν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις και το κράτος μέλος λαμβάνει κάθε αναγκαίο αντισταθμιστικό μέτρο για να εξασφαλίσει την προστασία της συνολικής συνοχής του Natura 2000.

54.      Υπό κανονικές συνθήκες, η διάταξη αυτή εφαρμόζεται μόνον αφού οι επιπτώσεις του σχεδίου έχουν διερευνηθεί βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας για τους οικοτόπους και έχουν ως εκ τούτου καταστεί βέβαιες, στο μέτρο τουλάχιστον κατά το οποίο μια τέτοια διαπίστωση είναι επιστημονικώς δυνατή. Για την εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 4, της οδηγίας για τους οικοτόπους είναι αναγκαία η γνώση των επιπτώσεων για τους στόχους διατηρήσεως, διότι διαφορετικά δεν είναι δυνατόν να εξετασθεί καμία από τις προϋποθέσεις της εν λόγω παρεκκλίνουσας διατάξεως. Η εξέταση των επιτακτικών λόγων σημαντικού δημοσίου συμφέροντος προϋποθέτει στάθμιση του συμφέροντος αυτού με τις βλάβες που προκαλούνται στον τόπο. Το αν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις που παραβλάπτουν λιγότερο τον τόπο μπορεί επίσης να κριθεί ενόψει της προκαλούμενης βλάβης. Εν τέλει, τα αντισταθμιστικά μέτρα προϋποθέτουν γνώση της προς αντιστάθμιση βλάβης (23).

55.      Επειδή οι σχετικές γνώσεις δεν υπήρχαν κατά τις 14 Φεβρουαρίου 2003, εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι αποκλείεται η θεμελίωση της χορηγηθείσας κατά την εν λόγω ημερομηνία εγκρίσεως στο άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας για τους οικοτόπους.

56.      Πρέπει όμως να υπάρχει και η δυνατότητα, σε ιδιαιτέρως επείγουσες περιπτώσεις, να εγκρίνεται ένα σχέδιο για επιτακτικούς λόγους σημαντικού δημοσίου συμφέροντος, χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή χρονοβόρων εκτιμήσεων. Διαφορετικά θα ήταν αδύνατον, επί παραδείγματι, να ληφθούν, προς αποτροπή επικείμενου κινδύνου που θα απειλούσε υψίστης σημασίας έννομα αγαθά, μέτρα τα οποία θα έθιγαν πιθανώς τους στόχους διατηρήσεως των ζωνών προστασίας.

57.      Σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει, κατά την εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 4, της οδηγίας για τους οικοτόπους, να λαμβάνεται υπόψη η μέγιστη δυνατή ζημία που θα προκαλούσε υποθετικά η επέμβαση και να εκτιμάται αν επιτακτικοί λόγοι σημαντικού δημοσίου συμφέροντος –ο επαπειλούμενος κίνδυνος– επιβάλλουν την εφαρμογή ακριβώς των συγκεκριμένων μέτρων προστασίας ή αν για την ικανοποίηση των συμφερόντων αυτών αρκούν και άλλα, λιγότερο επιζήμια για τη ΖΕΠ, εναλλακτικά μέτρα, όπως, παραδείγματος χάριν, η αναμονή των αποτελεσμάτων της εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων (24). Στην περίπτωση αυτή, οι επιπτώσεις πρέπει να εξακριβωθούν τουλάχιστον εκ των υστέρων, ώστε να μπορέσουν να ληφθούν τα αναγκαία αντισταθμιστικά μέτρα.

58.      Εν προκειμένω, παρέλκει η εξέταση του ζητήματος αν το επικείμενο παγκόσμιο πρωτάθλημα σκι ήταν πρόσφορο για να δικαιολογήσει την παράλειψη διεξαγωγής μιας δέουσας εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Ειδικότερα, απουσιάζει οποιαδήποτε ένδειξη ότι ελήφθησαν επαρκώς υπόψη εναλλακτικές λύσεις πέρα από την αναδιαμόρφωση της χιονοδρομικής πίστας. Επειδή η Ιταλία φέρει το βάρος να αποδείξει τη συνδρομή των προϋποθέσεων της παρεκκλίσεως δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 4, της οδηγίας για τους οικοτόπους (25), το γεγονός αυτό αποβαίνει εις βάρος της.

59.      Επομένως, δεν ήταν δυνατή η θεμελίωση της εγκρίσεως της 14ης Φεβρουαρίου 2003 στο άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας για τους οικοτόπους.

60.      Συγκεφαλαιώνοντας, διαπιστώνεται ότι, στο πλαίσιο του σχεδίου επεκτάσεως και διαρρυθμίσεως της περιοχής σκι της Santa Caterina Valfurva (πίστα «Edelweiss») και κατασκευής των οικείων βοηθητικών υποδομών σκι ενόψει του παγκοσμίου πρωταθλήματος αλπικού σκι του 2005, εντός της ΖΕΠ IT 2040044, εθνικό πάρκο Stelvio, η Ιταλική Δημοκρατία, εγκρίνοντας μέτρα τα οποία μπορούν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην εν λόγω ΖΕΠ, χωρίς να υποβάλει τα μέτρα αυτά σε δέουσα εκτίμηση ως προς τις επιπτώσεις τους στον τόπο, λαμβανομένων υπόψη των στόχων διατηρήσεώς του, ή να εξετάσει επαρκώς τις εναλλακτικές προς τα μέτρα αυτά λύσεις, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 6, παράγραφοι 3 και 4, σε συνδυασμό με το άρθρο 7 της οδηγίας για τους οικοτόπους.

 Γ – Επί του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας για τους οικοτόπους

61.      Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας για τους οικοτόπους, τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε στις ειδικές ζώνες διατήρησης να αποφεύγεται η υποβάθμιση των φυσικών οικοτόπων και των οικοτόπων ειδών, καθώς και οι ενοχλήσεις που έχουν επιπτώσεις στα είδη για τα οποία οι ζώνες έχουν ορισθεί, εφόσον οι ενοχλήσεις αυτές θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις σημαντικές όσον αφορά τους στόχους της οδηγίας αυτής.

62.      Με τον λόγο αυτόν της προσφυγής τίθεται το ζήτημα αν ορισμένες δραστηριότητες είναι δυνατόν να αντιβαίνουν τόσο στο άρθρο 6, παράγραφος 2, όσο και στις παραγράφους 3 και 4 της του άρθρου αυτού. Συναφώς, έχω εκθέσει (26) ότι, σύμφωνα με την απόφαση Waddenzee, σκοπός αμφοτέρων των παραγράφων 2 και 3 είναι να παρεμποδίσουν την προσβολή των στόχων διατηρήσεως μιας ζώνης προστασίας(27). Εφόσον ένα σχέδιο έχει εγκριθεί σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας για τους οικοτόπους, περιττεύει η ταυτόχρονη εφαρμογή του γενικού προστατευτικού κανόνα του άρθρου 6, παράγραφος 2, όσον αφορά την επίδραση του σχεδίου στην οικεία ζώνη προστασίας (28). Αν, αντιθέτως, δεν έγινε ορθή τήρηση της διαδικασίας εγκρίσεως, είναι δυνατόν να παραβιάζονται, όσον αφορά το σχέδιο αυτό, τόσο οι διαδικαστικές διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφοι 3 και 4, όσο και οι ουσιαστικές απαιτήσεις σε σχέση με την προστασία του τόπου, οι οποίες απορρέουν και από τις τρεις αυτές παραγράφους.

63.      Το Δικαστήριο μπορεί να διαπιστώσει την παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας για τους οικοτόπους σε σχέση με ορισμένη ΖΕΠ μόνον εφόσον βεβαιώνεται η ύπαρξη υποβαθμίσεως ή ενοχλήσεων κατά την έννοια των διατάξεων αυτών. Η Επιτροπή φέρει το βάρος να επικαλεσθεί και, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, να αποδείξει τις επιπτώσεις αυτές.

64.      Εν προκειμένω, η Επιτροπή προβάλλει μεν ότι κόπηκαν περί τα 2 500 δένδρα εντός της ΖΕΠ, εθνικό πάρκο Stelvio, πλην όμως δεν είναι σαφές αν το μέτρο αυτό παρέβλαψε τους στόχους διατηρήσεως του εν λόγω τόπου. Το δάσος καθεαυτό δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο μιας ζώνης ειδικής προστασίας του άρθρου 4 της οδηγίας για την προστασία των πτηνών παρά μόνο στο μέτρο κατά το οποίο έχει σημασία ως οικότοπος των προστατευομένων ειδών.

65.      Ενδείξεις για μια πιθανή χρήση της οικείας δασικής εκτάσεως από προστατευόμενα είδη πτηνών ανευρίσκονται σε έναν ευρωπαϊκό άτλαντα των πτηνών που επωάζουν επιτοπίως, αποσπάσματα του οποίου υποβάλλει η Επιτροπή.(29) Από τον άτλαντα αυτό προκύπτει ότι είναι πιθανή η χρήση του δάσους ιδίως από το σφηκοβαρβακίνο, τη βουνοχιονόκοτα των Άλπεων και τη μαυροτσικλιτάρα. Τέτοιου είδους στοιχεία είναι πρόσφορα για να δημιουργήσουν τη μη αμφισβητούμενη εν προκειμένω υποχρέωση εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Δεν αρκούν όμως καθεαυτές για να αποδείξουν ότι υφίσταται πράγματι ζημία.

66.      Το μοναδικό έγγραφο που περιέχει ειδικά στοιχεία όσον αφορά τη χρήση των επίμαχων εκτάσεων από προστατευόμενα είδη είναι η μελέτη της 21ης Νοεμβρίου 2005 που υποβλήθηκε από την Ιταλία με το υπόμνημα ανταπαντήσεως (30). Σύμφωνα με το έγγραφο αυτό, οι περισσότερες επιπτώσεις του σχεδίου είναι ασήμαντες και αμελητέες. Οι διαπιστώσεις αυτές πρέπει να θεωρηθούν ορθές, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν τις αντέκρουσε, πράγμα που θα ήταν δυνατόν να γίνει κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

67.      Ωστόσο, κατά την ίδια μελέτη, είναι αναγκαία η αντιστάθμιση της απώλειας των δυνητικών τόπων επωάσεως του λυροπετεινού με τη βελτίωση των οικοτόπων σε άλλο σημείο (31). Η εκ μέρους της Ιταλίας αναγνώριση της ανάγκης να αντισταθμιστεί η βλάβη για τον λυροπετεινό επιβάλλει το συμπέρασμα ότι παραβλάφθηκαν οι στόχοι διατηρήσεως της ΖΕΠ, εθνικό πάρκο Stelvio, όσον αφορά το είδος αυτό.

68.      Διαπιστώνεται επομένως ότι, στο πλαίσιο του σχεδίου επεκτάσεως και διαρρυθμίσεως της περιοχής σκι της Santa Caterina Valfurva (πίστα «Edelweiss») και κατασκευής των οικείων βοηθητικών υποδομών σκι ενόψει του παγκοσμίου πρωταθλήματος αλπικού σκι του 2005, εντός της ΖΕΠ IT 2040044, εθνικό πάρκο Stelvio, η Ιταλική Δημοκρατία, εφαρμόζοντας μέτρα τα οποία είχαν ως συνέπεια την υποβάθμιση των οικοτόπων του λυροπετεινού και ως εκ τούτου παρέβλαψαν τους στόχους διατηρήσεως της εν λόγω ΖΕΠ, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 6, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 7 της οδηγίας για τους οικοτόπους.

 Δ – Επί του άρθρου 4, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας για την προστασία των πτηνών

69.      Αντικείμενο της τρίτης αιτιάσεως είναι τα αναγκαία κατά το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας για την προστασία των πτηνών νομοθετικά μέτρα διατηρήσεως της ΖΕΠ. Οι διατάξεις αυτές επιβάλλουν καταρχάς την υποχρέωση για τον μη αμφισβητούμενο εν προκειμένω χαρακτηρισμό ΖΕΠ (32).

70.      Επιπλέον, τα κράτη μέλη υποχρεούνται, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, να απονείμουν σε μια ΖΕΠ νομικό καθεστώς προστασίας ικανό να διασφαλίσει, μεταξύ άλλων, την επιβίωση και αναπαραγωγή των ειδών πτηνών που μνημονεύονται στο παράρτημα I της οδηγίας, καθώς και την αναπαραγωγή, την αλλαγή πτερώματος και τη διαχείμαση των αποδημητικών ειδών που δεν μνημονεύονται στο εν λόγω παράρτημα, των οποίων η έλευση είναι τακτική (33).

71.      Δεδομένου ότι το άρθρο 7 της οδηγίας για τους οικοτόπους ορίζει ότι οι υποχρεώσεις που απορρέουν, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 6, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας αντικαθιστούν, καθόσον αφορά τις ζώνες ειδικής προστασίας, τις υποχρεώσεις βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 4, πρώτη περίοδος, της οδηγίας για την προστασία των πτηνών, το νομικό καθεστώς προστασίας των ζωνών αυτών πρέπει επίσης να διασφαλίζει ότι θα αποφεύγεται στις ζώνες αυτές η υποβάθμιση των φυσικών οικοτόπων και των οικοτόπων ειδών, καθώς και οι ενοχλήσεις που έχουν επιπτώσεις στα είδη για τα οποία έχουν οριστεί οι εν λόγω ζώνες (34).

72.      Επιβάλλεται επομένως η θέσπιση συγκεκριμένων ρυθμίσεων που να διασφαλίζουν στις ΖΕΠ επαρκή προστασία.

73.      Πάντως η Επιτροπή δεν προβάλλει συγκεκριμένες αντιρρήσεις κατά των νομοθετικών διατάξεων γενικής ισχύος για την προστασία των ζωνών ειδικής προστασίας στην Ιταλία ή στη Λομβαρδία ή κατά των ειδικών διατάξεων που θεσπίσθηκαν για την προστασία της ΖΕΠ, εθνικό πάρκο Stelvio, αλλά μάλλον συνάγει από την εκτέλεση του επίδικου σχεδίου ότι τα υφιστάμενα νομοθετικά μέτρα προστασίας είναι ανεπαρκή.

74.      Στο συμπέρασμα αυτό η Ιταλία αντιτείνει ότι η παραβίαση υποχρεώσεων προστασίας δεν συνιστά απόδειξη ότι οι νομικές ρυθμίσεις για τη διασφάλιση της προστασίας αυτής πάσχουν ελάττωμα. Στο σημείο όμως αυτό η Ιταλία παραβλέπει ότι οι υποχρεώσεις από το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας για την προστασία των πτηνών δεν εξαντλούνται στην θέσπιση ορισμένων ρυθμίσεων. Τα επιβαλλόμενα από τις ρυθμίσεις αυτές μέτρα πρέπει να διασφαλίζουν και στην πράξη την προστασία συγκεκριμένων ζωνών.

75.      Εν προκειμένω, οι στόχοι διατηρήσεως της ΖΕΠ, εθνικό πάρκο Stelvio, παραβλάφθηκαν τουλάχιστον όσον αφορά τον λυροπετεινό. Η βλάβη αυτή συνιστά ένδειξη ότι δεν ελήφθησαν όλα τα μέτρα για τη διασφάλιση της προστασίας της εν λόγω ζώνης.

76.      Ναι μεν είναι δυνατή η επέλευση βλάβης σε μια ζώνη παρά το ότι ένα κράτος μέλος έχει λάβει κάθε εύλογο μέτρο προς αποτροπή της βλάβης αυτής. Σε μια τέτοια περίπτωση, η εν λόγω ζημία δεν θα απεδείκνυε παράβαση του άρθρου 4, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας για την προστασία των πτηνών.

77.      Εν προκειμένω, τα επίδικα μέτρα εφαρμόσθηκαν βάσει εγκρίσεως των αρμοδίων αρχών, χωρίς τούτο να δικαιολογείται κατ’ εξαίρεση δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 4, της οδηγίας για τους οικοτόπους. Επομένως, από την ύπαρξη ζημίας επιτρέπεται να συναχθεί παράβαση του άρθρου 4, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας για την προστασία των πτηνών.

78.      Διαπιστώνεται ως εκ τούτου ότι, στο πλαίσιο του σχεδίου επεκτάσεως και διαρρυθμίσεως της περιοχής σκι της Santa Caterina Valfurva (πίστα «Edelweiss») και κατασκευής των οικείων βοηθητικών υποδομών σκι ενόψει του παγκοσμίου πρωταθλήματος αλπικού σκι του 2005, εντός της ΖΕΠ IT 2040044, εθνικό πάρκο Stelvio, η Ιταλική Δημοκρατία, εγκρίνοντας μέτρα τα οποία είχαν ως συνέπεια την υποβάθμιση των οικοτόπων του λυροπετεινού και ως εκ τούτου παρέβλαψαν τους στόχους διατηρήσεως της εν λόγω ΖΕΠ, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας για την προστασία των πτηνών.

V –    Επί των δικαστικών εξόδων

79.      Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτηµα του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή εν προκειμένω η Επιτροπή νικά ως προς όλους τους λόγους της προσφυγής της, η Ιταλία πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

VI – Συμπέρασμα

80.      Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

1)      Στο πλαίσιο του σχεδίου επεκτάσεως και διαρρυθμίσεως της περιοχής σκι της Santa Caterina Valfurva (πίστα «Edelweiss») και κατασκευής των οικείων βοηθητικών υποδομών σκι ενόψει του παγκοσμίου πρωταθλήματος αλπικού σκι του 2005, εντός της ΖΕΠ IT 2040044, εθνικό πάρκο Stelvio, η Ιταλική Δημοκρατία, εγκρίνοντας μέτρα

–        τα οποία μπορούν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην εν λόγω ΖΕΠ, χωρίς να υποβάλει τα μέτρα αυτά σε δέουσα εκτίμηση ως προς τις επιπτώσεις τους στον τόπο, λαμβανομένων υπόψη των στόχων διατηρήσεώς του, ή να εξετάσει επαρκώς τις εναλλακτικές προς τα μέτρα αυτά λύσεις και

–        τα οποία είχαν ως συνέπεια την υποβάθμιση των οικοτόπων του λυροπετεινού (Tetrao tetrix) και ως εκ τούτου παρέβλαψαν τους στόχους διατηρήσεως της εν λόγω ΖΕΠ,

παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 6, παράγραφοι 2, 3 και 4 σε συνδυασμό με το άρθρο 7 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας καθώς και από το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 2ας Απριλίου 1979, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών.

2)      Καταδικάζει την Ιταλία στα δικαστικά έξοδα.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2 – ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 202.


3 – ΕΕ L 206, σ. 7.


4 – Σύμφωνα μάλιστα με το τυποποιημένο έντυπο δεδομένων που συμπλήρωσαν οι ιταλικές αρχές, η ΖΕΠ είχε χαρακτηρισθεί ήδη από το 1988, βλ. παραρτήματα του δικογράφου της προσφυγής, σ. 33 και 47.


5 – Παράρτημα του υπομνήματος ανταπαντήσεως, σ. 24 και 54.


6 – Βλ. ανωτέρω, σημείο 11.


7 – Αποφάσεις της 7ης Σεπτεμβρίου 2004, C‑127/02, Waddenvereniging και Vogelbeschermingsvereniging (Συλλογή 2004, σ. I‑7405, σκέψη 34, στο εξής: Waddenzee), και της 26ης Οκτωβρίου 2006, C‑239/04, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 19, στο εξής: Castro Verde).


8 – Αποφάσεις Waddenzee (προπαρατεθείσα σε υποσημείωση 7, σκέψεις 56 και 59) και Castro Verde (προπαρατεθείσα σε υποσημείωση 7, σκέψη 20).


9 – Απόφαση Waddenzee (προπαρατεθείσα σε υποσημείωση 7, σκέψη 54).


10 – Απόφαση Waddenzee (προπαρατεθείσα σε υποσημείωση 7, σκέψη 54).


11 – Αποφάσεις της 18ης Μαρτίου 1999, C‑166/97, Επιτροπή κατά Γαλλίας (ποταμόκολπος του Σηκουάνα) (Συλλογή 1999, σ. I‑1719, σκέψη 21), της 27ης Φεβρουαρίου 2003, C‑415/01, Επιτροπή κατά Βελγίου (χάρτες ζωνών) (Συλλογή 2003, σ. I‑2081, σκέψη 15), της 6ης Μαρτίου 2003, C‑240/00, Επιτροπή κατά Φινλανδίας (ζώνες για τη διατήρηση των πτηνών) (Συλλογή 2003, σ. I‑2187, σκέψη 16), και της 23ης Μαρτίου 2006, C‑209/04, Επιτροπή κατά Αυστρίας (Συλλογή 2006, σ. I‑2755, σκέψη 32, στο εξής: απόφαση Lauteracher Ried).


12 – Το τυποποιημένο έντυπο δεδομένων έχει ως βάση του την απόφαση 97/266/ΕΚ της Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 1996, όσον αφορά έντυπο πληροφοριών για τους προτεινόμενους τόπους Natura 2000 (ΕΕ 1997, L 107, σ. 1).


13 – Βλ. απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2000, C‑374/98, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 2000, σ. I‑10799, σκέψεις 47 και 57, στο εξής: Basses Corbières). Σε σχέση με τύπους οικοτόπων και είδη που προστατεύονται βάσει της οδηγίας για τους οικοτόπους, αλλά δεν έχουν ληφθεί δεόντως υπόψη κατά τον καθορισμό των στόχων διατηρήσεως, ανακύπτει στο πλαίσιο αυτό το ζήτημα αν θα έπρεπε να εφαρμοσθεί το προσωρινό καθεστώς προστασίας για προταθέντες τόπους· συναφώς, βλ. αποφάσεις της 13ης Ιανουαρίου 2005, C‑117/03, Dragaggi κ.λπ. (Συλλογή 2005, σ. I‑167, σκέψη 26) και της 14ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑244/05, Bund Naturschutz in Bayern κ.λπ. (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 35). Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, η παραβίαση των προστατευτικών διατάξεων προϋποθέτει ότι αποδεικνύεται η ύπαρξη των προστατευομένων αγαθών και η προσβολή των αγαθών αυτών, ενώ στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας για τους οικοτόπους αρκεί να αποδειχθεί ότι είναι πιθανόν να παραβλαφθούν οι στόχοι διατηρήσεως προκειμένου να δημιουργηθεί υποχρέωση εκτιμήσεως των επιπτώσεων στο περιβάλλον.


14 – Απόφαση Basses Corbières (προπαρατεθείσα σε υποσημείωση 13, σκέψεις 50 επ.).


15 – Παράρτημα 1 του υπομνήματος αντικρούσεως.


16 – Οδηγία 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕ L 175, σ. 40).


17 – Παραρτήματα του δικογράφου της προσφυγής, σ. 304.


18 – Παραρτήματα του δικογράφου της προσφυγής, σ. 318.


19 – Παραρτήματα του δικογράφου της προσφυγής, σ. 80 επ.


20 – Παραρτήματα του δικογράφου της προσφυγής, σ. 148 επ.


21 – Παραρτήματα του δικογράφου της προσφυγής, σ. 84 επ.


22 – Παράρτημα του υπομνήματος ανταπαντήσεως της Ιταλίας.


23 – Βλ. προτάσεις μου της 27ης Οκτωβρίου 2005, C‑209/04, Επιτροπή κατά Αυστρίας (Συλλογή 2006, σ. I‑2755, σημεία 83 επ. στο εξής: απόφαση Lauteracher Ried).


24 – Βλ. προτάσεις μου της 27ης Απριλίου 2006, C‑239/04, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (Castro Verde) (δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σημείο 46 με περαιτέρω παραπομπές).


25 – Απόφαση Castro Verde (προπαρατεθείσα σε υποσημείωση 7, σκέψεις 36 και 39 επ.) καθώς και προτάσεις μου στις υποθέσεις Castro Verde (προπαρατεθείσες σε υποσημείωση 24, σημείο 41) και Lauteracher Ried (προπαρατεθείσες σε υποσημείωση 23, σημείο 68).


26 – Προτάσεις της 14ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑418/04, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Κατάλογος IBA 2000) (δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σημείο 173).


27 – Απόφαση Waddenzee (προπαρατεθείσα σε υποσημείωση 7, σκέψη 36).


28 – Απόφαση Waddenzee (προπαρατεθείσα σε υποσημείωση 7, σκέψη 35).


29 – Hagemeijer/Blair, TheEBCCAtlasofEuropeanBreedingBirds, αποσπάσματα, παράρτημα 10 του δικογράφου της προσφυγής.


30 – Παράρτημα του υπομνήματος ανταπαντήσεως, σ. 6 επ.


31 – Παράρτημα του υπομνήματος ανταπαντήσεως, σ. 63 και 65.


32 – Απόφαση της 2ας Αυγούστου 1993, C‑355/90, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Santoña) (Συλλογή 1993, σ. I‑4221, σκέψη 20).


33 – Βλ. παραπομπές σε υποσημείωση 11.


34 – Απόφαση Επιτροπή κατά Βελγίου (χάρτες ζωνών) (προπαρατεθείσα σε υποσημείωση 11, σκέψη 16).

Top