EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61987CJ0301

Απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 1990.
Γαλλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Κρατικές ενισχύσεις - Προηγουμένη κοινοποίηση - Συνεισφορά κεφαλαίων, χορήγηση δανείων με επιδοτούμενο επιτόκιο και μείωση των κοινωνικοασφαλιστικών μέτρων.
Υπόθεση C-301/87.

European Court Reports 1990 I-00307

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1990:67

ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣ

στην υπόθεση C-301/87 ( *1 )

Ι — Πραγματικά περιστατικά

1.

Στις 12 Ιουλίου 1983, η Επιτροπή ζήτησε, με τηλετύπημα, πληροφορίες σχετικά με ενισχύσεις οι οποίες θα εχορηγούντο στη SA Compagnie Boussac Saint Frères (στο εξής: CBSF) στον τομέα παραγωγής χάρτου υγείας.

2.

Η Επιτροπή, επανέλαβε την αίτηση της με τηλετύπημα της 22ας Φεβρουαρίου 1984.

3.

Στις 22 Μαρτίου 1984, οι γαλλικές αρχές απάντησαν ότι η CBSF σκόπευε να ιδρύσει νέα μονάδα παραγωγής στο Peaudouce à Roanne και ότι δεν προβλεπόταν καμία ιδιαίτερη δημόσια συνδρομή για την επένδυση 120 εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων (FF) στο Peaudouce, η οποία τελούσε υπό την αιγίδα της Société de participation et de restructuration industrielle ( εταιρία συμμετοχής και αναδιαρθρώσεως της βιομηχανίας, στο εξής: Sopari ), θυγατρική του Institut de développement industriel ( ινστιτούτο βιομηχανικής αναπτύξεως, στο εξής: IDI). Το Δημόσιο είναι μέτοχος του IDI κατά 44 %.

4.

Με τηλετύπημα της 12ης Ιουλίου 1984, η Επιτροπή ζήτησε από τις γαλλικές αρχές κατάλογο όλων των παρεμβάσεων του IDI υπέρ της CBSF από τον Δεκέμβριο 1981 και υπενθύμισε στη γαλλική κυβέρνηση ότι η Επιτροπή μπορεί τελικώς να διατάξει να επιστραφούν οι ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά χορηγηθείσες ενισχύσεις.

5.

Με έγγραφο της 23ης Αυγούστου 1984, οι γαλλικές αρχές πληροφόρησαν την Επιτροπή ότι το 1982 το IDI είχε συμμετάσχει στην κάλυψη του κεφαλαίου της CBSF με 100,1 εκατομμύρια FF. Η συμμετοχή αυτή αναλήφθηκε κατόπιν από τη Sopari. Η τελευταία είχε συνεισφέρει, στην αρχή του 1984, 180 εκατομμύρια FF στη CBSF υπό μορφή τρεχόντων λογαριασμών μετόχων. Ηδη καταβαλλόταν νέα συνεισφορά ύψους 200 εκατομμυρίων FF, υπό την αυτή μορφή.

6.

Στις 3 Δεκεμβρίου 1984, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ.

7.

Στις 4 Φεβρουαρίου 1985, η γαλλική κυβέρνηση απάντησε στην όχληση της Επιτροπής εξηγώντας τις συνθήκες υπό τις οποίες βρέθηκε βιομηχανική λύση για τον όμιλο Boussac και υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι οι σχετικές πράξεις υπάγονταν, εν πάση περιπτώσει, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο γ), της Συνθήκης ΕΟΚ.

8.

Στις 14 Μαρτίου 1985, η Επιτροπή ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες. Δεδομένου ότι δεν έλαβε απάντηση, η Επιτροπή προέβη σε σχετική υπόμνηση στις 14 Μαΐου 1985.

Στις 4 Ιουνίου 1985, οι γαλλικές αρχές παρέσχον συμπληρωματικές πληροφορίες. Με δική τους πρωτοβουλία τις συμπλήρωσαν και προσέθεσαν πρόσφατα στοιχεία, ιδίως με έγγραφα της 11ης Οκτωβρίου 1985, της 5ης Φεβρουαρίου και της 19ης Ιουνίου 1986 και με υπόμνημα της 4ης Ιουλίου 1986, το οποίο διεβίβασαν με έγγραφο της 21ης Ιουλίου 1986. Οργανώθηκαν, επίσης, τρεις συσκέψεις μεταξύ των υπηρεσιών της Επιτροπής και των εκπροσώπων της γαλλικής κυβερνήσεως στις 18 Οκτωβρίου 1985 και στις 14 Μαΐου και 4 Ιουλίου 1986.

Ο υπουργός βιομηχανίας, ταχυδρομείων και τηλεπικοινωνιών και τουρισμού, καθώς και ο πρωθυπουργός, παρενέβησαν με έγγραφα της 10ης Νοεμβρίου και της 8ης Δεκεμβρίου 1986 αντιστοίχως. Ο τελευταίος επέστησε την προσοχή στην εξακολούθηση της υπάρξεως διαφορών μεταξύ των υπηρεσιών της Επιτροπής και της γαλλικής διοικήσεως ως προς την ανάλυση των πραγματικών δεδομένων της υποθέσεως αυτής, επέμεινε δε ότι « η άρση τους θα καθίστατο δυνατή κατόπιν νέας έρευνας». Στις 20 Ιανουαρίου 1987, η Επιτροπή πληροφόρησε τη γαλλική κυβέρνηση ότι στις 17 Δεκεμβρίου αποφάσισε να ολοκληρώσει σύντομα την εξέταση του φακέλου και να έλθει, προς τον σκοπό αυτό, εκ νέου σε επαφή μαζί της.

9.

Με έγγραφο της 19ης Φεβρουαρίου 1987, ο πρωθυπουργός διόρισε « εκπρόσωπο για τις συνομιλίες με την Επιτροπή εφ' όλων των ζητημάτων της υποθέσεως αυτής ». Ο τελευταίος έθεσε υπόψη της Επιτροπής δύο υπομνήματα με ημερομηνίες 24 Μαρτίου και 14 Μαΐου 1987, που διαβιβάστηκαν με έγγραφα της 27ης Μαρτίου και της 21ης Μαΐου 1987 αντιστοίχως.

Στο διαβιβαστικό έγγραφο του πρώτου υπομνήματος, ο εκπρόσωπος διευκρινίζει: « Νομίζω ότι προκύπτουν τρία νέα στοιχεία σε σχέση με τη μέχρι σήμερα παρουσίαση του θέματος ». Τα τρία αυτά στοιχεία είναι:

α)

η έκταση της καταβληθείσας προσπάθειας αναδιαρθρώσεως καθώς και το μέγεθος των μειώσεων της παραγωγής, που επιβεβαιώνονται από τα τελευταία συλλεγέντα στοιχεία·

β)

η διαπίστωση — εφόσον οι επίμαχες χρηματοδοτικές παρεμβάσεις τοποθετηθούν στο πραγματικό τους πλαίσιο — ότι οι επενδύσεις δημοσίου χαρακτήρα συνοδεύτηκαν από παράλληλη προσπάθεια για την πραγματοποίηση ιδιωτικών επενδύσεων·

γ)

η παρούσα κατάσταση της επιχειρήσεως.

Κατά τον εκπρόσωπο, τα τρία αυτά στοιχεία έχουν άμεση επίδραση επί του χαρακτηρισμού και επί του συμφώνου ή μη χαρακτήρα των εν λόγω παρεμβάσεων προς την κοινή αγορά.

10.

Στις 15 Ιουλίου 1987, η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση. Τα δύο πρώτα άρθρα έχουν ως εξής:

«Άρθρο 1

Οι συνεισφορές κεφαλαίων ύψους 633,1 εκατομμυρίων FF που έγιναν από τη Sopari όταν πραγματοποιήθηκε η μεταφορά από το IDI, τα δάνεια ύψους 331,8 εκατομμυρίων FF με μειωμένα επιτόκια και οι μειώσεις των δαπανών κοινωνικής ασφαλίσεως ύψους 35 εκατομμυρίων FF που καταβλήθηκαν δυνάμει των αντιστοίχων προγραμμάτων ενισχύσεως για την κλωστοϋφαντουργία και τη βιομηχανία ενδυμάτων, προς την εταιρία Boussac Saint Frères, μεγάλο παραγωγό κλωστοϋφαντουργικών, ενδυμάτων και προϊόντων χάρτου, κατά την περίοδο 1982 έως 1985, και για τα οποία η γαλλική κυβέρνηση ενημέρωσε καθυστερημένα την Επιτροπή με τηλετύπημα της 22ας Μαρτίου και επιστολή της 23ης Αυγούστου 1984, στα πλαίσια δε της διαδικασίας του άρθρου 93, παράγραφος 2, με επιστολές της 4ης Φεβρουαρίου, 4ης Ιουνίου, 11ης Οκτωβρίου 1985, 5ης Φεβρουαρίου, 19ης Ιουνίου και 21ης Ιουλίου 1986, 27ης Μαρτίου και 21ης Μαΐου 1987, είναι παράνομες διότι καταβλήθηκαν κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ. Επιπλέον, οι ενισχύσεις αυτές δεν συμβιβάζονται με την κοινή αγορά, με την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης.

Άρθρο 2

Από τα εν λόγω ποσά, τα οποία απέδωσαν οικονομικά οφέλη και ανέρχονται σε 685,86 εκατομμύρια FF, πρέπει να ανακτηθεί συνολικό ποσό ύψους 338,56 εκατομμυρίων FF. »

11.

Με διάφορες αποφάσεις των γαλλικών δικαστηρίων του 1981, όλες σχεδόν οι εταιρίες του ομίλου Boussac Saint Frères τέθηκαν υπό δικαστικό διακανονισμό. Το 1981 οι εθνικές δικαστικές αρχές ανέθεσαν στο γραφείο εμπειρογνωμόνων Arthur D. Little την εις βάθος ανάλυση της καταστάσεως της επιχειρήσεως. Αφού κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα προβλήματα της επιχειρήσεως οφείλονταν στην ανεπαρκή διοίκηση, αλλ' ότι οι κλάδοι υφασμάτων και υγιεινής είχαν ισχυρό βιομηχανικό και εμπορικό δυναμικό, οι εμπειρογνώμονες πρότειναν άρση του δικαστικού διακανονισμού.

Βάσει της διαγνώσεως αυτής, το IDI και οι κυριότεροι προνομιούχοι πιστωτές ( τράπεζες ) αποφάσισαν να ιδρύσουν τη CBSF, η οποία ανέλαβε, υπό τη μορφή μισθώσεως επιχειρήσεως, την επιχείρηση υφασμάτων και υγιεινής των υπό δικαστικό διακανονισμό εταιριών. Το 1983, το IDI μετεβίβασε στη Sopari τη συμμετοχή του στο κεφάλαιο της CBSF.

12.

Η Επιτροπή έχει δώσει επανειλημμένως κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 επί της συμμετοχής στο κεφάλαιο επιχειρήσεων. Τούτο έπραξε, ιδίως, στις εκθέσεις για τον ανταγωνισμό του 1972 και του 1977. Στις 17 Σεπτεμβρίου 1984, προσέθεσε κατευθυντήριες γραμμές που περιέχονται σε ανακοίνωση [ SG( 84 ) D 11839 ] υπό τον τίτλο « Εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης ΕΟΚ επί της συμμετοχής των δημοσίων αρχών » ( δημοσιευμένη στο Δελτίο των ΕΚ 9-1984, σ. 29). Χάραξε επίσης « κατευθυντήριες γραμμές για τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, τις οποίες απηύθυνε, υπό μορφή ανακοινώσεως και επιστολής, σε όλα τα κράτη μέλη, τον Ιούλιο του 1971 [SEC(7I) 363 τελικό] και στις 4 Φεβρουαρίου 1977 [SG(77) D 1198], Τους κανόνες αυτούς συνέταξε η Επιτροπή με τη βοήθεια εμπειρογνωμόνων από τα κράτη μέλη.

II — Διαδικασία

1.

Το δικόγραφο της προσφυγής της γαλλικής κυβερνήσεως πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 5 Οκτωβρίου 1987.

2.

Με Διάταξη της 16ης Μαρτίου 1988, το Δικαστήριο δέχθηκε την αίτηση παρεμβάσεως του Ηνωμένου Βασιλείου υπέρ της Επιτροπής. Το Ηνωμένο Βασίλειο κατέθεσε παρατηρήσεις στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 15 Ιουλίου 1988.

3.

Η έγγραφη διαδικασία διεξήχθη κανονικώς.

4.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων. Αποφάσισε, ωστόσο, να ζητήσει από την Επιτροπή να καταθέσει τις ανακοινώσεις που έλαβε από τρίτους. Η κατάθεση έγινε εντός των ταχθεισών προθεσμιών.

III — Αιτήματα των διαδίκων

1.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση 87/585/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 15ης Ιουλίου 1987, για τις ενισχύσεις που παρέσχε η γαλλική κυβέρνηση στον παραγωγό κλωστοϋφαντουργικών, ενδυμάτων και προϊόντων χάρτου Boussac Saint Frères (EE L 352, σ.42

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

2.

Η καθής, υποστηριζόμενη από το παρεμβαίνον, ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

IV — Λόγοι ακυρώσεως και επιχειρήματα των διαδίκων

Η γαλλική κυβέρνηση θεωρεί ότι η απόφαση της Επιτροπής της 15ης Ιουλίου 1987 είναι παράνομη. Προς στήριξη της προσφυγής της προβάλλει τέσσερις λόγους που αναφέρονται στην παράβαση:

α)

των διαδικαστικών κανόνων του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ,

β)

του άρθρου 190 της Συνθήκης ΕΟΚ,

γ)

του άρθρου 92 της Συνθήκης ΕΟΚ,

δ)

της γενικής αρχής της αναλογικότητας.

Α — Επί της παραβάσεως των διαδικαστικών κανόνων του άρθρον 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ

1.

Η γαλλική κυβέρνηση θεωρεί ότι οι συνεισφορές κεφαλαίων και η χορήγηση δανείων με επιδοτούμενο επιτόκιο προς τη CBSF δεν πρέπει να θεωρηθούν κρατικές ενισχύσεις και κατά συνέπεια δεν μπορούν να θεωρηθούν παράνομες εκ μόνου του λόγου ότι δεν έτυχαν προηγουμένης κοινοποιήσεως κατά την έννοια του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ. Δεδομένου ότι η Συνθήκη δεν περιέχει ακριβή ορισμό των ενισχύσεων κατά την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης ΕΟΚ, η γαλλική κυβέρνηση στηρίχθηκε στα στοιχεία που παρέσχε η Επιτροπή με τις κατευθυντήριες γραμμές της 17ης Σεπτεμβρίου 1984 [SG(84) D 11839].

2.

Ακόμα και σε περίπτωση κατά την οποία οι παρεμβάσεις για τις οποίες πρόκειται θα θεωρούνταν ενισχύσεις — πράγμα που η γαλλική κυβέρνηση δεν δέχεται —, θεωρεί σκόπιμο να παρατηρήσει:

ότι εξεπλήρωσε τις υποχρεώσεις ενημερώσεως της Επιτροπής·

ότι το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ δεν επιβάλλει καμία τυπική προϋπόθεση « έγκαιρης » ενημερώσεώς της·

ότι η Επιτροπή δεν ενήργησε εντός ευλόγου χρόνου και ότι κατ' αυτόν τον τρόπο παρεβίασε την αρχή της ασφαλείας του δικαίου·

ότι η ενδεχομένη ύπαρξη διαδικαστικών πλημμελειών δεν μπορεί να συνεπάγεται αυτομάτως το παράνομο των δημοσίων συνδρομών.

3.

Η γαλλική κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι ενημέρωσε την Επιτροπή σχετικά με τη δημόσια συνδρομή που αποφάσισε να παράσχει στη CBSF. Στην απάντηση των γαλλικών αρχών της 22ας Μαρτίου 1984 αναφέρονται, μεταξύ άλλων, οι επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν για τον κλάδο του Peaudouce. Παρασχέθηκαν στην Επιτροπή επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τη χρηματοδότηση, την κατάσταση της επιχειρήσεως, το ακολουθούμενο σχέδιο αναδιαρθρώσεως και τα αποτελέσματά του, βάσει των οποίων η Επιτροπή μπορούσε να εκτιμήσει αν η οικονομική βοήθεια για την οποία πρόκειται συμβιβάζεται προς τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΟΚ.

Η Επιτροπή αγνόησε διάφορες από τις πληροφορίες που τέθηκαν υπόψη της, όπως τη δυνατότητα εξαιρέσεως κατά το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ ή τα ακριβή στοιχεία σχετικά με την αναδιάρθρωση της επιχειρήσεως (ανάληψη χρεών, εξαγωγές, επενδύσεις, μείωση της παραγωγής). Οι πληροφορίες αυτές διαβιβάσθηκαν κανονικώς, ιδίως με υπόμνημα της 4ης Ιουνίου 1985.

4.

Οι γαλλικές αρχές υπογραμμίζουν ότι οι τυπικές προϋποθέσεις που προβλέπονται στο έγγραφο της Επιτροπής της 2ας Οκτωβρίου 1981 [SG(81) 12740], το οποίο φέρει τον τίτλο « Προηγούμενη κοινοποίηση των σχεδίων κρατικών ενισχύσεων και εξέταση τους από την Επιτροπή » και απευθύνθηκε σε όλα τα κράτη μέλη, έχουν απλώς ενδεικτικό και όχι υποχρεωτικό χαρακτήρα. Ελλείψει κανονισμού του Συμβουλίου, μόνου αρμοδίου, κατά το άρθρο 94 της Συνθήκης ΕΟΚ, προς έκδοση κανονισμού εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΟΚ, εναπόκειται στο Δικαστήριο να καθορίζει, κατά περίπτωση, το εύλογο χρονικό σημείο ενάρξεως της προθεσμίας για την προκαταρκτική εξέταση της κοινοποιηθείσας ενισχύσεως.

Η γαλλική κυβέρνηση διαπιστώνει ότι η Επιτροπή δεν συμμορφώθηκε προς την υποχρέωση, η οποία προκύπτει, ιδίως, από τις αποφάσεις της 11ης Δεκεμβρίου 1973, Lorenz ( 120/73, Rec. 1973, σ. 1471 ), και της 20ής Μαρτίου 1984, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά Επιτροπής (84/82, Συλλογή 1984, σ. 1451 ), να ενεργήσει ταχέως κατά την προκαταρκτική φάση της εξετάσεως των ενισχύσεων βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 3, εντός δίμηνης — θεωρούμενης ως εύλογης — προθεσμίας, σε περίπτωση δε μη συμμορφώσεως προς την υποχρέωση αυτή, το κράτος μέλος μπορεί να θέσει σε εφαρμογή τα σχεδιαζόμενα μέτρα αφού προηγουμένως ειδοποιήσει σχετικώς την Επιτροπή. Η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ μόλις στις 3 Δεκεμβρίου 1984, δηλαδή οκτώ μήνες αφού ενημερώθηκε στις 22 Μαρτίου 1984. Και αν ακόμα, όμως, υποτεθεί ότι ως σημείο ενάρξεως της προθεσμίας για την κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 93, παράγραφος 2, πρέπει να θεωρηθεί το έγγραφο της 23ης Αυγούστου 1984, τρεισήμισι και όχι δύο μήνες πέρασαν πριν κινηθεί η διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ. Επιπλέον, μεταξύ της οχλήσεως της 3ης Δεκεμβρίου 1984 και της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 1987 παρήλθε το ανεπίτρεπτο χρονικό διάστημα τριάντα ενός μηνών. Η Επιτροπή δεν μπορεί να συνδέει την απόφαση της με την αποστολή του υπομνήματος του Μαΐου 1987, αφού είναι δεδομένο ότι η διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ τέθηκε σε κίνηση δυόμισι χρόνια νωρίτερα. Στις 24 Νοεμβρίου 1987, προκειμένου περί παρόμοιας περιπτώσεως, το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση εις βάρος της Επιτροπής, RSV κατά Επιτροπής (223/85, Συλλογή 1987, σ. 4617).

5.

Επιπλέον, η γαλλική κυβέρνηση παρατηρεί ότι δεν μπόρεσε να λάβει γνώση των παρατηρήσεων που υπέβαλαν στην Επιτροπή τέσσερα άλλα κράτη μέλη, έξι ομοσπονδίες και μία μεμονωμένη επιχείρηση, και ότι κατ' αυτόν τον τρόπο παραβιάστηκε το δικαίωμα της υπερασπίσεως.

6.

Η γαλλική κυβέρνηση αμφισβητεί το ότι η μη τήρηση των κανόνων του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ καθιστά, αφε-αυτής, παράνομες τις περί ων ο λόγος παρεμβάσεις και περιττή οποιαδήποτε εξέταση επί της ουσίας. Εν πάση περιπτώσει, μία τέτοια παρανομία δεν αρκεί για να συναχθεί ότι η εν λόγω συνδρομή είναι ασυμβίβαστη προς τη Συνθήκη. Πράγματι, το Δικαστήριο έχει κρίνει, με την προαναφερθείσα απόφαση της 20ής Μαρτίου 1984, ότι η προκαταρκτική φάση έρευνας «έχει ως μόνο σκοπό να επιτρέψει στην Επιτροπή να διαμορφώσει μια πρώτη γνώμη ως προς το αν τα σχέδια ενισχύσεων που της έχουν κοινοποιηθεί συμβιβάζονται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου προς τη Συνθήκη ». Επομένως, η Επιτροπή όφειλε να προχωρήσει σε εξέταση επί της ουσίας, θα ανταποκρινόταν δε πλήρως στις υποχρεώσεις της αν στήριζε την απόφασή της σε εξέταση του αν οι εν λόγω παρεμβάσεις συμβιβάζονται προς τη Συνθήκη από άποψη ουσίας. Η εξέταση αυτή ήταν απαραίτητη, καθόσον μάλιστα είναι δύσκολο να φαντασθεί κανείς ενισχύσεις που συμβιβάζονται προς την κοινή αγορά αλλά είναι παράνομες λόγω τυπικής πλημμελείας.

Επιπλέον, η συλλογιστική η οποία αναφέρεται αποκλειστικά στη διαδικασία δεν αρκεί, στην προκειμένη περίπτωση, για να στηρίξει την απόφαση της Επιτροπής, διότι είναι αδύνατον να κατανοηθεί γιατί η Επιτροπή δεν ενήργησε αμέσως προς άρση της τυπικής πλημμελείας την οποία επικαλείται, αλλά διεξήγαγε μακρά έρευνα.

Εξάλλου, το άρθρο 94 της Συνθήκης ΕΟΚ κάνει λόγο για ενισχύσεις ως προς τις οποίες οι διαδικαστικοί κανόνες του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ δεν εφαρμόζονται. Οι απαιτήσεις της Επιτροπής σχετικά με την τήρηση διαδικαστικών προϋποθέσεων βαίνουν πέραν των υποχρεώσεων που επιβάλλει το γράμμα του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ.

7.

Η Επιτροπή χαρακτηρίζει τις περί ων ο λόγος οικονομικές συνδρομές ως ενισχύσεις. Είναι ανεπίτρεπτο να επαφεθεί ο σχετικός χαρακτηρισμός αποκλειστικώς και μόνο στην κρίση του κράτους μέλους· κάτι τέτοιο θα είχε ως αποτέλεσμα η εκτίμηση να ποικίλλει από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Η εκτίμηση αυτή πρέπει να γίνεται από την Επιτροπή, ως θεματοφύλακα της Συνθήκης.

8.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι με το προαναφερθέν έγγραφο της 2ας Οκτωβρίου 1981 [SG(81) 12740] έθεσε κανόνες σχετικά με την κοινοποίηση των σχεδίων ενισχύσεων προς το γενικό συμφέρον της Κοινότητας. Τα κράτη μέλη οφείλουν να συμμορφώνονται προς τους κανόνες αυτούς στο πλαίσιο του πνεύματος εμπιστοσύνης και συνεργασίας, όπως αυτό προκύπτει από το άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΟΚ. Η υποχρέωση αυτή των κρατών μελών είναι το αντιστάθμισμα των υποχρεώσεων της Επιτροπής οι οποίες απορρέουν από την προαναφερθείσα απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 1973.

Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η ενημέρωση της 22ας Μαρτίου 1984 αφορά τον κλάδο του Peaudouce και σιωπά όσον αφορά όλες τις παρεμβάσεις στις οποίες αναφέρεται η παρούσα διαφορά. Η ανακοίνωση της 23ης Αυγούστου 1984 είναι επίσης ατελής, ιδίως ως προς τα αριθμητικά δεδομένα. Δεν αναφέρει τίποτε σχετικά με το σχέδιο αναδιαρθρώσεως της CBSF. Οι πρώτες πληροφορίες (ατελείς, ασυνάρτητες και χωρίς αριθμητικά στοιχεία ) τις οποίες παρέσχον οι γαλλικές αρχές δόθηκαν σε μια στιγμή κατά την οποία οι ενισχύσεις είχαν ήδη εν μέρει χορηγηθεί. Οι πληροφορίες που δόθηκαν στη συνέχεια ήταν πολλές και λεπτομερείς, αλλ' αντιφατικές και ατελείς, υπήρχε δε ανάγκη παροχής διευκρινήσεων και συμπληρωματικών πληροφοριών, υπομνήσεων και συγκλήσεως συσκέψεων. Η Επιτροπή θεωρεί ότι στην απόφαση της εξέτασε όλες τις πλευρές της αναδιαρθρώσεως της επιχειρήσεως, όπως την ανάληψη χρεών, τις εξαγωγές, τις επενδύσεις και τη μείωση της παραγωγικής ικανότητας, στις οποίες αναφέρεται η γαλλική κυβέρνηση και οι οποίες έχουν ως άξονες τα ζητήματα της μειώσεως της παραγωγικής ικανότητας και των θέσεων εργασίας και τις επενδύσεις στον τομέα του εκσυγχρονισμού του εξοπλισμού.

Εν πάση περιπτώσει, οι γαλλικές αρχές δεν συμμορφώθηκαν προς το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ, κατά το μέτρο που η διάταξη αυτή προβλέπει ανασταλτικό αποτέλεσμα, ενώ δεν προέβησαν σε « προειδοποίηση » κατά την έννοια της αποφάσεως Lorenz. Εξάλλου, το ζήτημα των ημερομηνιών ενάρξεως των προθεσμιών είναι άνευ σημασίας, διότι η παράλειψη έγκαιρης κοινοποιήσεως των ενισχύσεων κατά το στάδιο του σχεδιασμού τους έχει ως συνέπεια ότι η γαλλική κυβέρνηση δεν μπορεί να επικαλεσθεί τις αυστηρές προθεσμίες που προκύπτουν από την απόφαση Lorenz.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι ενήργησε με επιμέλεια, ότι δεν άφησε να περάσει υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ της κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ και της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 1987, τούτο δε λαμβανομένης ιδίως υπόψη της ημερομηνίας παραλαβής του υπομνήματος του ειδικού εκπροσώπου τον Μάιο του 1987. Έλαβε επίσης υπόψη τα έγγραφα του πρωθυπουργού και του υπουργού βιομηχανίας, ταχυδρομείων και τηλεπικοινωνιών και τουρισμού, με τα οποία εζητείτο με μια κάποια επιμονή η εκ νέου εξέταση του φακέλου. Η Επιτροπή δεν μπορεί να κατηγορηθεί επειδή καθυστέρησε κάπως την επανεξέταση αυτή. Συμπερασμα-τικώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι ο χρόνος που πέρασε μεταξύ Δεκεμβρίου 1984 και Ιουλίου 1987 δεν είχε δυσμενείς συνέπειες, διότι η γαλλική κυβέρνηση δεν ανέμενε τον καθορισμό προθεσμίας για σχέδιο ενισχύσεων, των οποίων η χορήγηση τελεί εν αναστολή βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ, αλλά για ήδη χορηγηθείσες ενισχύσεις.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προαναφερθείσα απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1987, RSV κατά Επιτροπής, επιτρέπει, αντίθετα από την άποψη της προσφεύγουσας, τη σκέψη ότι μια προθεσμία, ακόμη και πολύ μεγάλη, μπορεί να δικαιολογηθεί και ότι αυτό συμβαίνει στην παρούσα υπόθεση.

9.

Στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή αναφέρει ότι « τέσσερα άλλα κράτη μέλη, έξι ομοσπονδίες και μία επιχείρηση υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους στα πλαίσια της διαδικασίας ». Ισχυρίζεται ότι ουδόλως παρεβιάσθη το δικαίωμα της υπερασπίσεως, διότι οι διάφορες ανακοινώσεις που της απέστειλαν τρίτοι δεν περιέχουν ούτε νέες πληροφορίες, άγνωστες στη γαλλική κυβέρνηση, ούτε επιχειρήματα ή συλλογισμούς περιλαμβανόμενους στην αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ακόμα και αν δεν της είχαν υποβληθεί παρατηρήσεις, η απόφαση δεν θα είχε διαφορετικό περιεχόμενο.

10.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι επίμαχες ενισχύσεις χορηγήθηκαν κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ. Οι διατάξεις αυτές, οι οποίες θέτουν σαφή και απόλυτη απαγόρευση, είναι αναγκαστικού δικαίου, έχουν χαρακτήρα δημοσίας τάξεως και έχουν ως συνέπεια ότι οι επίμαχες ενισχύσεις είναι « αφεαυτών » παράνομες.

Η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ιδίως η απόφαση της 19ης Ιουνίου 1973, Capolongo (77/72, Rec. 1973, σ. 611), η απόφαση της 22ας Μαρτίου 1977, Steineke-Weinlig κατά Επιτροπής (78/76, Rec. 1977, σ. 595), και η προαναφερθείσα απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 1973, Lorenz, σχετικά με το άμεσο αποτέλεσμα των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης ΕΟΚ, επιβεβαιώνει την άποψη ότι η απαγόρευση παράγει τα αποτελέσματα της στις εσωτερικές έννομες τάξεις των κρατών μελών. Επομένως, οι ιδιώτες μπορούν να προσφεύγουν στα εθνικά δικαστήρια προκειμένου να εξακριβώσουν αν μία υφισταμένη ενίσχυση ή μία νέα ενίσχυση που θεσπίζεται κατά παράβαση του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ συμβιβάζεται προς το κοινοτικό δίκαιο. Κατά συνέπεια, τέτοιου είδους ενισχύσεις είναι παράνομες « αφεαυτών ».

Το Δικαστήριο δεν μπορεί να διορθώσει εκ των υστέρων τις πλημμέλειες των ενισχύσεων. Η Επιτροπή επιμένει ιδιαιτέρως στο ότι το Δικαστήριο πρέπει να συναγάγει όλες τις συνέπειες της παραβάσεως των διαδικαστικών κανόνων του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ και να μην προχωρήσει στην εξέταση των λοιπών αιτιάσεων περί παραβάσεως των ουσιαστικού δικαίου κανόνων του άρθρου 92, παράγραφος 3. Η προσέγγιση αυτή συνεπάγεται σημαντική οικονομία χρόνου και εργασίας όσον αφορά τη διαδικασία εξετάσεως των ενισχύσεων σε σχέση με το άρθρο 92, παράγραφος 2 · παρουσιάζει, προ πάντων, το πλεονέκτημα ότι, αφενός μεν, αποθαρρύνει τα κράτη μέλη που παραβαίνουν συχνά τις υποχρεώσεις του άρθρου 93, παράγραφος 3, αφετέρου δε, επιλύει εκ των προτέρων τα σχετικά με την επιστροφή των παρανόμων ενισχύσεων προβλήματα.

11.

Το παρεμβαίνον θεωρεί ότι οι γαλλικές αρχές δεν κοινοποίησαν πρόταση ενισχύσεων και δήλωσαν την πλήρη οικονομική βοήθεια που χορηγήθηκε στη CBSF μόλις στις 4 Ιουλίου 1986. 'Ετσι, η Επιτροπή δεν ενημερώθηκε εγκαίρως για να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της.

12.

Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζει ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα στοιχεία που παρέχει η Επιτροπή με το έγγραφο της 2ας Οκτωβρίου 1981 [SG(81 ) 12740], έστω και αν δεν έχουν ισχύ κανόνα δικαίου, προκειμένου να κριθεί αν ένα κράτος μέλος έχει λάβει, σύμφωνα με την υποχρέωση που υπέχει από το άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΟΚ, όλα τα κατάλληλα μέτρα προς εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Συνθήκη.

13.

Εν συνεχεία, υποστηρίζει ότι η γαλλική κυβέρνηση μόλις στις 23 Αυγούστου επιβεβαίωσε τη συμμετοχή της IDI και της Sopan στο κεφάλαιο της CBSF και ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να επικριθεί επειδή περίμενε μέχρι τις 3 Δεκεμβρίου 1984 για να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ.

Το γεγονός ότι παρήλθε διάστημα από τις 3 Δεκεμβρίου 1984 μέχρι τις 15 Ιουλίου 1987, οπότε εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, δεν μπορεί να καταλογισθεί μόνο στην Επιτροπή, η οποία αντιμετώπιζε — τουλάχιστον μέχρι τις 4 Ιουλίου 1986 — δυσκολίες όσον αφορά τη λήψη των αναγκαίων πληροφοριών. Εν συνεχεία, η γαλλική κυβέρνηση ζήτησε, με το έγγραφο της 8ης Δεκεμβρίου 1986, την επανεξέταση της υποθέσεως και όρισε, στις 19 Φεβρουαρίου 1987, νέο εκπρόσωπο ο οποίος απηύθυνε στην Επιτροπή δύο ογκώδη υπομνήματα.

Η γαλλική κυβέρνηση δεν εδικαιολογείτο να πιστέψει, κατόπιν της καθυστερήσεως της Επιτροπής, ότι η τελευταία δεν θα είχε πλέον αντιρρήσεις όσον αφορά τις ενισχύσεις.

14.

Το παρεμβαίνον προσθέτει ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούτο εν προκειμένω να αποκαλύψει το περιεχόμενο των παρατηρήσεων που υπέβαλαν ενδιαφερόμενοι τρίτοι σύμφωνα με το άρθρο 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ.

Β — Επί της παραβάσεως rov άρθρον 190 της Συνθήκης ΕΟΚ

15.

Η γαλλική κνβερνηοη θεωρεί την απόφαση της Επιτροπής της 15ης Ιουλίου 1987 ανεπαρκώς αιτιολογημένη σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου. Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν καταδεικνύει στην απόφαση της τις πραγματικές συνέπειες των χορηγηθεισών ενισχύσεων.

16.

Αφενός, η απόφαση της Επιτροπής έπρεπε να περιέχει επαρκώς συγκεκριμένα στοιχεία σχετικά με το είδος των ενδεχομένων επιπτώσεων επί του ανταγωνισμού και της επιδράσεως επί του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών. Η επίμαχη απόφαση, όμως, περιέχει ανακριβείς πληροφορίες όσον αφορά το μερίδιο επί της αγοράς το οποίο κατέχει η επιχείρηση και τα ρεύματα των εμπορικών ανταλλαγών.

'Ετσι, από το 1981 μέχρι το 1985 οι εξαγωγές της CBSF μειώθηκαν και δεν αυξήθηκαν, ενώ οι εξαγωγές της προς τα άλλα κράτη μέλη ήταν μόνο 16 ο/ο, πράγμα που αντιστοιχεί προς μερίδιο επί της ευρωπαϊκής αγοράς μικρότερο από 0,5 %. Συγχρόνως αυξήθηκε η διείσδυση προϊόντων προελεύσεως ΕΟΚ στη Γαλλία. Αν θεωρηθεί — όπως κάνει η Επιτροπή στην προσβαλλομένη απόφαση — ότι κατά το διάστημα 1982-1984 οι εξαγωγές κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων προς τα άλλα κράτη μέλη αυξήθηκαν κατά 32 ο/ο, αγνοείται το γεγονός ότι θα έπρεπε να εξαιρεθούν οι εξαγωγές του Peaudouce, που ουδέποτε έτυχε οικονομικής συνδρομής, και να ληφθεί υπόψη η συγκυριακή αύξηση της παραγωγής λινών υφασμάτων κατά τα έτη 1983 και 1984.

17.

Αφετέρου, η γαλλική κυβέρνηση, παραθέτοντας την απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 1984, Intermills κατά Επιτροπής (323/82, Συλλογή 1984, σ. 3809 ), θεωρεί ότι η επίμαχη απόφαση πρέπει να δείχνει κατά τι αλλοιώθηκαν οι όροι των εμπορικών ανταλλαγών σε τέτοιο σημείο ώστε η εκκαθάριση της επιχειρήσεως να είναι προτιμότερη από την εξυγίανση της. Στην απόφαση της, η Επιτροπή φαίνεται να υποθέτει ότι η εκκαθάριση ήταν προτιμότερη από τις προσπάθειες αναδιαρθρώσεως και ανασυγκροτήσεως, οι οποίες συνιστούν πιο ορθολογική αντιμετώπιση εν αναφορά προς τον κάθε συγκεκριμένο τομέα, είναι λιγότερο βλαπτικές για τον ανταγωνισμό και πιο επιεικείς για τους μισθωτούς και τους δανειστές.

18.

Επιπλέον, η γαλλική κυβέρνηση θεωρεί ότι η επίμαχη απόφαση είναι αντιφατική. Λαμβάνει υπόψη τις μειώσεις που σημείωσε το εργατικό δυναμικό ή η παραγωγική ικανότητα όταν έκλεισαν 13 μονάδες που είχαν μεταβιβαστεί σε ανεξάρτητες εταιρίες και δεν λαμβάνει υπόψη τις μειώσεις που έγιναν μέσα στην ίδια την επιχείρηση, οι οποίες είναι συνέπεια σημαντικών μειώσεων της ικανότητας. Η γαλλική κυβέρνηση βάλλει κατά του ότι η CBSF ανήγγειλε σημαντικές αυξήσεις της παραγωγής.

19.

Η Επιτροπή θεωρεί την απόφαση της της 15ης Ιουλίου 1987 επαρκώς αιτιολογημένη.

Στο πλαίσιο των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης ΕΟΚ, η Επιτροπή είχε να αποφανθεί επί σχεδίων ενισχύσεων, πράγμα που αποκλείει κάθε in concreto εκτίμηση των συνεπειών των ενισχύσεων για τις εξαγωγές της CBSF ή για το μερίδιό της επί της αγοράς ή των επιπτώσεων επί των εμπορικών ανταλλαγών και επί του ανταγωνισμού. Η συλλογιστική της γαλλικής κυβερνήσεως κατά την οποία η Επιτροπή έχει υποχρέωση να καταδείξει τις πραγματικές συνέπειες ήδη χορηγηθεισών ενισχύσεων θα κατέληγε στο να ευνοούνται τα κράτη μέλη που, κατά παράβαση της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ, χορηγούν παρανόμως ενισχύσεις. Κατά την Επιτροπή, αρκεί να δειχθεί ότι η επιχείρηση τυγχάνει οικονομικής συνδρομής που προέρχεται από το Δημόσιο, ότι η επιχείρηση απαλλάσσεται έτσι από τις δαπάνες και τα έξοδα που θα την εβάρυναν κανονικώς και που, αντίθετα, βαρύνουν τους ανταγωνιστές της.

20.

Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη το χρονικό διάστημα κατά το οποίο χορηγήθηκαν οι επίμαχες ενισχύσεις, δηλαδή από το 1982 μέχρι το 1984, και όχι αυτό που λαμβάνει υπόψη αυθαιρέτως η προσφεύγουσα, το οποίο εκτείνεται από το 1981 μέχρι το 1985. Κατά το διάστημα 1982-1984 οι εξαγωγές κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων προς τα άλλα κράτη μέλη αυξήθηκαν κατά 32 ο/ο. Η CBSF εξάγει το 16 ο/ο της παραγωγής της σε κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα προς τα άλλα κράτη μέλη και το 9 o/ο προς τις τρίτες χώρες.

21.

Κατά την Επιτροπή, η προαναφερθείσα απόφαση Intermills αφορά μια ειδική περίπτωση της οποίας τα στοιχεία δεν συντρέχουν εν προκειμένω και επομένως ο ισχυρισμός περί ελλείψεως αιτιολογίας ο οποίος στηρίζεται στην απόφαση αυτή δεν πρέπει να γίνει δεκτός. Η απόφαση της 15ης Ιουλίου 1987 δεν δέχεται την ύπαρξη μιας πραγματικής αναδιαρθρώσεως που θα επέτρεπε, ενδεχομένως, να θεωρηθεί ότι οι ενισχύσεις, διευκολύνοντας την οικονομική ανάπτυξη της παραγωγής κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, δεν θα είχαν επιπτώσεις επί του εμπορίου κατά τρόπο που να αντίκειται προς το κοινό συμφέρον. Εξάλλου, η επίμαχη απόφαση θίγει το ζήτημα της ενδεχομένης διαλύσεως της CBSF.

22.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν είναι αντιφατική.

Η ενίσχυση που αφορά μονάδες οι οποίες έκλεισαν και μονάδες που έπαψαν να παράγουν κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα μπορεί να θεωρηθεί ότι καταργήθηκε.

Η μείωση του εργατικού δυναμικού της επιχειρήσεως, συνοδευόμενη από εκσυγχρονισμό, δεν συνεπάγεται κατ' ανάγκη μείωση της παραγωγικής ικανότητας ή μείωση της παραγωγής. Εξάλλου, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις μειώσεις της παραγωγικής ικανότητας. Επιπλέον, ενόψει των αμφισβητήσεων της προσφεύγουσας σχετικά με τον περιεχόμενο στην απόφαση ισχυρισμό ότι η επιχείρηση είχε αναγγείλει σημαντικές αυξήσεις της παραγωγικής ικανότητας, μπορεί να θεωρηθεί ότι η εν λόγω επένδυση θα επραγματοποιείτο χωρίς αύξηση της παραγωγικής ικανότητας, στην περίπτωση δε αυτή θα έπρεπε να εξηγηθεί πώς συμβιβάζεται η διατήρηση της υφισταμένης ικανότητας προς τη διαπίστωση μειώσεων της ικανότητας στην οποία προέβη η CBSF στο πλαίσιο της υποτιθεμένης αναδιαρθρώσεως.

23.

Το παρεμβαίνον αναφέρει ότι κατά το διάστημα 1982-1984 οι εξαγωγές κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων (εξαιρουμένων των προϊόντων υγιεινής ) προς τα άλλα κράτη μέλη αυξήθηκαν από 456 σε 600 εκατομμύρια FF, πράγμα που σημαίνει αύξηση κατά 32 ο/ο ( κατά το διάστημα αυτό οι εξαγωγές προς το Ηνωμένο Βασίλειο αυξήθηκαν κατά 41 ο/ο).

Προσθέτει ότι οι ενισχύσεις δεν ανταποκρίνονται σε πραγματική αναδιάρθρωση, διότι, κατά την προσβαλλομένη απόφαση, η οικονομική συνδρομή αποσκοπούσε μόνο στον εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων παραγωγής ώστε να εξακολουθήσουν να λειτουργούν, χωρίς να επιφέρει καμία ουσιώδη αλλαγή, και επηρέασαν τους όρους των εμπορικών ανταλλαγών.

Τέλος, κατά την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, είναι πρακτικώς αδύνατο να διαπιστωθεί ότι η παραγωγή σημείωσε πραγματική εσωτερική μείωση, διότι, όπως αναφέρει η Επιτροπή στην προσβαλλομένη απόφαση, πρέπει να εφαρμοσθεί η μέθοδος κατά την οποία τα αριθμητικά στοιχεία που αναφέρονται στη μείωση της παραγωγικής ικανότητας πρέπει να αναχθούν στον πραγματικό κύκλο εργασιών της εταιρίας (σε σταθερές τιμές 1982) και να ληφθεί υπόψη η μεταβίβαση 27 μονάδων παραγωγής και 4730 μισθωτών σε άλλους παραγωγούς οι οποίοι εξακολουθούν να παράγουν κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα.

Γ — Επί της παραβάσεως τον άρθρον 92 της Συνθήκης ΕΟΚ

24.

Η γαλλική κνβέρνηοη θεωρεί ότι οι επίμαχες παρεμβάσεις δεν είναι ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης ΕΟΚ.

25.

Καταρχάς, η γαλλική κυβέρνηση υπενθυμίζει το έγγραφο της Επιτροπής της 17ης Σεπτεμβρίου 1984 [SG(84) D 11839], στο οποίο η Επιτροπή καθορίζει την εν γένει θέση της όσον αφορά τη συμμετοχή του Δημοσίου, για να ισχυρισθεί, εν συνεχεία, ότι η οικονομική συνδρομή προς τη CBSF παρασχέθηκε υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, κατά τη συνήθη συμπεριφορά ενός ιδιώτου επενδυτού υπό τις αυτές περιστάσεις.

Οι δημόσιοι φορείς, το IDI και η Sopari, έλαβαν τις αποφάσεις τους κατόπιν αναλύσεως της , αγοράς, βάσει εκθέσεως ανεξαρτήτων εμπειρογνωμόνων, σε συνάρτηση με συγκεκριμένο σχέδιο ανορθώσεως και μαζί με τράπεζες και ιδιώτες επενδυτές. Οι εμπειρογνώμονες κατέληξαν υπέρ της βιωσιμότητας της επιχειρήσεως: η επιχείρηση θα καθίστατο αποδοτική εντός ευλόγου χρόνου κατόπιν αναδιαρθρώσεως, με κατάργηση της υπερπαραγωγής, στον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας και μετατροπή των μη αποδοτικών δραστηριοτήτων του κλάδου αυτού σε αποδοτικές δραστηριότητες. Το πρόγραμμα της αναδιαρθρώσεως εφαρμόστηκε κανονικά, τον Νοέμβριο του 1983 και τον Ιανουάριο του 1984. Επιπλέον, οι δημόσιες επενδύσεις έβαιναν παράλληλα με τις ιδιωτικές, διότι, κατά την Επιτροπή, 1401 εκατομμύρια FF δαπανήθηκαν από ιδιωτικούς φορείς, έναντι 999,9 εκατομμυρίων που δαπανήθηκαν από τους δημόσιους φορείς. Τα θετικά αποτελέσματα όσον αφορά τη λειτουργία της επιχειρήσεως έδειξαν εκ των υστέρων ότι η επιλογή των δημοσίων φορέων ήταν εύστοχη.

26.

Εν συνεχεία, η γαλλική κυβέρνηση θεωρεί εσφαλμένη την οικονομική συλλογιστική της Επιτροπής, κατά το μέτρο που η Επιτροπή θεωρεί ότι η ανάληψη της επιχειρήσεως έναντι του συμβολικού ποσού του ενός φράγκου δείχνει ότι οι κρατικές παρεμβάσεις ήταν ενισχύσεις. Πράγματι, βάσει των συμφωνιών αναλήψεως του Νοεμβρίου 1984, οι ιδιωτικοί επενδυτές προέβησαν, το 1985, σε συνεισφορά κεφαλαίων 400 εκατομμυρίων FF. Μέχρι σήμερα, ο κύριος μέτοχος της CBSF έχει συνεισφέρει περισσότερα από 573 εκατομμύρια FF.

27.

Τέλος, η γαλλική κυβέρνηση θεωρεί ότι η περί ης ο λόγος συνδρομή δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται κατά το άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ, δηλαδή επιπτώσεις επί των εμπορικών ανταλλαγών μεταξύ κρατών μελών και επί του ανταγωνισμού, για να είναι μία ενίσχυση ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά.

Όσον αφορά τις επιπτώσεις επί των εμπορικών ανταλλαγών, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι ο κλάδος κλωστοϋφαντουργίας της CBSF αντιστοιχεί μόνο στο 0,3 % της ευρωπαϊκής αγοράς κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, που ανέρχεται σε 800 δισεκατομμύρια FF περίπου. Ο μεγαλύτερος παραγωγός κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων της Ευρώπης, η Coats Paton, κατέχει μερίδιο επί της αγοράς 2 ο/ο. Οι εξαγωγές της CBSF μειώθηκαν κατά 33 % μεταξύ 1982 και 1986 και η γαλλική αγορά συνέχισε να είναι ανοικτή στις εισαγωγές από τα άλλα κράτη μέλη. Είναι εσφαλμένο να υποστηριχθεί — όπως κάνει η Επιτροπή — ότι μεταξύ 1982 και 1984 οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 32 ο/ο, διότι ο αριθμός αυτός πρέπει να διορθωθεί. Τέλος, πρέπει να ληφθούν υπόψη και τα έτη 1985 και 1986.

Κατά τη γαλλική κυβέρνηση, δεν υπάρχει νόθευση ούτε απειλή νοθεύσεως του ανταγωνισμού εξαιτίας των έν λόγω συνδρομών, η δε Επιτροπή δεν έδειξε το αντίθετο, όπως έχει υποχρέωση να πράξει. Καταρχάς, αν εξετασθεί ο ανταγωνισμός in concreto και όχι in abstracto, η εκκαθάριση της επιχειρήσεως φαίνεται ότι ήταν η μόνη δυνατή λύση αν δεν υπήρχαν οι εν λόγω παρεμβάσεις. Στην περίπτωση αυτή οι ανταγωνιστές θα αγόραζαν το ενεργητικό σε γελοίες τιμές και η βοήθεια θα ήταν σημαντικότερη. Εξάλλου, η CBSF δεν υιοθέτησε συμπεριφορά που να συνιστά νόθευση του ανταγωνισμού, διότι οι τιμές πωλήσεως της ακολούθησαν κανονική αύξουσα πορεία, οπότε δεν υπήρξε συνεισφορά που να προκάλεσε απότομη πτώση των τιμών εντός της κοινής αγοράς.

Τέλος, η γαλλική κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι ο υπολογισμός του ισοδυνάμου σε βοήθεια των εν λόγω παρεμβάσεων, στον οποίο προέβη η Επιτροπή, είναι εσφαλμένος, διότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη: α) τις φορολογικές επιπτώσεις' β) το πλεόνασμα των συμβατικών πληρωμών γ) τις αποζημιώσεις λόγω απολύσεως οι οποίες θα εβάρυναν τους πολίτες σε περίπτωση δικαστικής εκκαθαρίσεως.

28.

Επικουρικώς, η γαλλική κυβέρνηση ζητεί από το Δικαστήριο να εξετάσει αν οι εν λόγω συνδρομές συμβιβάζονται προς τις διατάξεις του άρθρου 92, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ.

Από μία εμπεριστατωμένη εξέταση των συνδρομών προκύπτει ότι οι εμπορικές ανταλλαγές δεν επηρεάστηκαν, ότι η ανασυγκρότηση της επιχειρήσεως είναι αναντίρρητη και ότι οι χρηματοδοτήσεις διευκόλυναν την ανάπτυξη και τη μετατροπή των βιομηχανικών δραστηριοτήτων της CBSF κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο γ ), της Συνθήκης ΕΟΚ. Το εφαρμοσθέν πρόγραμμα αναδιαρθρώσεως επέτρεψε:

την κατάργηση της υπερπαραγωγής κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, με το κλείσιμο 30 μονάδων παραγωγής, την πώληση 27 άλλων μεταξύ 1981 και 1986 και τη μείωση της παραγωγικής ικανότητας κατά 48,07% ως προς τη νηματουργία, κατά 2,30 % ως προς την υφαντουργία, κατά 16,29% ως προς τον εξευγενισμό και τη μεταφορά και κατά 37,69% ως προς τα έτοιμα ενδύματα·

τη μείωση του εργατικού δυναμικού κατά 14130 μισθωτούς, δηλαδή κατά 68 ο/ο, της οποίας το κόστος ήταν 1443 εκατομμύρια FF·

τη μετατροπή των κλωστοϋφαντουργικών δραστηριοτήτων που δεν ήταν αποδοτικές ή ανήκαν σε υπερβολικά επισφαλείς τομείς σε αποδοτικές κλωστοϋφαντουργικές δραστηριότητες και σε δραστηριότητες εκτός της κλωστοϋφαντουργίας (ιδίως [παραγωγής προϊόντων ] υγιεινής )·

την ορθολογική οργάνωση της παραγωγής και τη βελτίωση της παραγωγικότητας, με τη χρησιμοποίηση προηγμένης τεχνολογίας.

Το σχέδιο αναδιαρθρώσεως αναπτύχθηκε διεξοδικώς, ιδίως με τα υπομνήματα της 25ης Μαρτίου και της 14ης Μαΐου 1987. Ανταποκρίνεται στον ορισμό της Επιτροπής όσον αφορά την αναδιάρθρωση. Η βάσει αριθμητικών δεδομένων εξέταση της αναδιαρθρώσεως αυτής, η οποία χρηματοδοτήθηκε τόσο από τον δημόσιο όσο και από τον ιδιωτικό τομέα, έπρεπε να καταλήξει στην εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο γ), της Συνθήκης ΕΟΚ, η δε Επιτροπή, αρνούμενη την εφαρμογή αυτή εν προκειμένω, ενεργεί προφανώς εσφαλμένως όσον αφορά την οικονομική εκτίμηση.

Η γαλλική κυβέρνηση θεωρεί ότι η συνδρομή έλαβε χώρα, κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο α), της Συνθήκης ΕΟΚ, σε περιοχές όπου το επίπεδο της ανεργίας είναι πολύ υψηλό σε σχέση με τον εθνικό ή τον κοινοτικό μέσο όρο.

29.

Καταλήγοντας επί του λόγου περί παραβάσεως του άρθρου 92 της Συνθήκης ΕΟΚ, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να μην προβεί σε λεπτομερή εξέταση της συνδρομής βάσει των κατευθυντηρίων γραμμών τις οποίες χάραξε η ίδια και οι οποίες έχουν ως σκοπό να καθοδηγήσουν τις κυβερνήσεις των κρατών μελών και την Επιτροπή. Η συνδρομή είναι σύμφωνη προς τις κατευθυντήριες αυτές γραμμές.

Καταρχάς, πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στις « κατευθυντήριες γραμμές για την κλωστοϋφαντουργία» του 1971 και του 1977. Η περί ης ο λόγος οικονομική συνδρομή δεν έχει ως αποτέλεσμα την τεχνητή διατήρηση μιας επιχειρήσεως σε λειτουργία, καθόσον η πραγματογνωμοσύνη που διενεργήθηκε από το γραφείο εμπειρογνωμόνων Arthur D. Little κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επιχείρηση είναι βιώσιμη, πράγμα που επιβεβαιώνεται από τις ιδιωτικές επενδύσεις και από τα πρόσφατα αποτελέσματα που παρουσιάζει η CBSF. Επιπλέον, το χρονικό διάστημα κατά το οποίο έλαβαν χώρα οι χρηματοδοτικές παρεμβάσεις πρέπει να εκτιμηθεί σε συνάρτηση με την έκταση των εν λόγω δραστηριοτήτων η συνολική μείωση του εργατικού δυναμικού μεταξύ 1981 και 1986 ήταν 14150 [μισθωτοί] και η εξάμηνη προθεσμία την οποία προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές ήταν ανεδαφική, δεδομένου του μεγέθους των συντελουμένων αναδιαρθρώσεων. Εξάλλου, τα αποτελέσματα της εκμεταλλεύσεως μαρτυρούν αναμφισβήτητη πρόοδο, τέλος δε η οικονομική συνδρομή εντάσσεται σε πρόγραμμα αναδιαρθρώσεως και αποδοτικοποιήσεως της επιχειρήσεως, το οποίο ανταποκρίνεται στις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις ενισχύσεις στην κλωστοϋφαντουργία.

Εν συνεχεία, η γαλλική κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις που προβλέπονται για την έγκριση του σχεδίου μειώσεως των κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών. Το 1984 ή μεταγενέστερα δεν υπήρξε σχέδιο μειώσεως των κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών στον εν λόγω τομέα υπέρ της CBSF.

Τέλος, η γαλλική κυβέρνηση θεωρεί ότι οι χρηματοδοτικές επενδύσεις δεν είναι ενισχύσεις διασώσεως. Δεν πρόκειται για χρηματικές ενισχύσεις, διότι αποτελούν μέρος σχεδίου αναδιαρθρώσεως, αλλά, και αν ακόμα ήταν έτσι, τα δάνεια χορηγήθηκαν με προοδευτικά και αναπροσαρμοζόμενα επιτόκια, οπότε η επιβάρυνση κατά την εξόφληση τους είναι σημαντική, ενώ υπάρχει επιπλέον και η ρήτρα της αποδόσεως. 'Ετσι, κατά τα επόμενα έτη η επιχείρηση όφειλε να αποδώσει στη Sopari και στους δημόσιους φορείς 1011,8 εκατομμύρια FF.

30.

Η Επιτροπή αναφέρει ότι όσον αφορά τις ενισχύσεις έχει διακριτική εξουσία προκειμένου να κρίνει αν ένα σύστημα κρατικών ενισχύσεων συμβιβάζεται προς τις απαιτήσεις της κοινής αγοράς, πράγμα που προϋποθέτει εκτιμήσεις οικονομικού και κοινωνικού χαρακτήρα, οι οποίες πρέπει να γίνουν σε κοινοτικό πλαίσιο.

31.

Θεωρεί ότι το γεγονός ότι οι παρεμβάσεις αποφασίστηκαν επί τη βάσει εκθέσεως εμπειρογνωμόνων είναι άνευ σημασίας. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τη βελτίωση της καταστάσεως της επιχειρήσεως. Το γεγονός αυτό συνηγορεί μάλλον υπέρ της υπάρξεως ενισχύσεων. Οι προσπάθειες εκσυγχρονισμού και ορθολογικής οργανώσεως δεν συνιστούν πραγματική αναδιάρθρωση ικανή να θεωρηθεί ότι συμβάλλει στην οικονομική ανάπτυξη και ότι δεν επηρεάζει τις εμπορικές ανταλλαγές. Η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το πρόγραμμα αναδιαρθρώσεως. Οι ιδιωτικές επενδύσεις έγιναν το 1984, μετά τις κρατικές ενισχύσεις. Αυτό δεν αμφισβητείται από την προσφεύγουσα.

32.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι πράγματι επηρεάζονται οι εμπορικές ανταλλαγές.

Η «οικεία αγορά», για τις ανάγκες της παρούσας υποθέσεως, δεν είναι της τάξεως των 800 δισεκατομμυρίων FF (115 δισεκατομμυρίων Ecu), διότι ο αριθμός αυτός περιλαμβάνει τομείς στους οποίους η Boussac δεν παρουσιάζει ούτε παρουσίασε ποτέ καμία δραστηριότητα. Οι τομείς αυτοί αντιπροσωπεύουν περί το 70 % του συνόλου της κλωστοϋφαντουργικής βιομηχανίας, συνάγεται δε το συμπέρασμα ότι το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητας της CBSF πραγματοποιείται σ' έναν τομέα που αντιπροσωπεύει το 30 % της συνολικής κλωστοϋφαντουργικής βιομηχανικής δραστηριότητας.

Πρέπει να ληφθεί υπόψη η ιδιαίτερη δομή της βιομηχανίας κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και ενδυμάτων, της οποίας η CBSF διατείνεται ότι κατέχει το 0,3 % και στην οποία η CBSF είναι ο τρίτος κατά σειρά παραγωγός στη Γαλλία και ο πέμπτος στην Κοινότητα. Η μεγαλύτερη επιχείρηση κλωστοϋφαντουργίας στην Κοινότητα, η Coats Paton, κατέχει μόνο το 8 % της αγοράς, και το 2 % που αναφέρει η προσφεύγουσα αφορά την εταιρία Coats Viyella, η οποία προήλθε, το 1987, από τη συγχώνευση της Coats Paton και της Coats Viyella. Ίσως τα αριθμητικά στοιχεία να φαίνονται μέτρια. Πρέπει όμως να ληφθεί υπόψη ότι στην Κοινότητα υπάρχουν περί τις 15000 επιχειρήσεις, με περισσότερους από 20 μισθωτούς ανά επιχείρηση και με μέσο κύκλο εργασιών ανά επιχείρηση 7,7 εκατομμύρια Ecu. Η CBSF έχει κύκλο εργασιών 437 εκατομμύρια Ecu.

Κατά συνέπεια, η εξέταση της υπάρξεως επιπτώσεων επί των εμπορικών ανταλλαγών αποκλειστικώς και μόνον υπό το πρίσμα του ποσοστού της κοινοτικής αγοράς το οποίο κατέχει η CBSF παραποιεί την πραγματικότητα.

Τέλος, η διόρθωση του χρονικού διαστήματος, όπως προτείνεται από την προσφεύγουσα, δεν ανταποκρίνεται σε κανένα πραγματικό στοιχείο. Επιπλέον, η συγκυριακή ζήτηση λινών, για παράδειγμα, επηρέασε ολόκληρη τη σχετική βιομηχανία και όχι μόνο τη γαλλική βιομηχανία, δηλαδή τη CBSF.

33.

Κατά την Επιτροπή, οι επίμαχες ενισχύσεις ενόθευσαν τον ανταγωνισμό. Η Επιτροπή αμφισβητεί την άποψη της γαλλικής κυβερνήσεως, κατά την οποία η Επιτροπή πρέπει να εκτιμά κατά περίπτωση τις συγκεκριμένες αρνητικές επιπτώσεις των ενισχύσεων επί του ανταγωνισμού. Αν ήταν απαραίτητο να γίνεται κάτι τέτοιο, βάσει αριθμητικών στοιχείων, το Δικαστήριο θα το είχε περιλάβει στην απόφαση της 13ης Μαρτίου 1985, Κάτω Χώρες και Leeuwarder Papierwarenfabriek κατά Επιτροπής (296/82 και 318/82, Συλλογή 1985, σ. 809), όπου χαράσσει τα όρια της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως στον τομέα αυτό. Το Δικαστήριο δεν το έπραξε, όμως.

34.

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι υπολογισμοί όσον αφορά την εκ μέρους της εκτίμηση της οικονομικής αξίας των ενισχύσεων είναι ακριβείς και στηρίζονται στα δεδομένα που ανακοίνωσε η προσφεύγουσα με τα υπομνήματα του Μαρτίου και του Μαΐου 1987.

35.

Όσον αφορά το επικουρικό αίτημα περί εξετάσεως του αν η περί ης ο λόγος συνδρομή συμβιβάζεται προς το άρθρο 92, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ, η Επιτροπή αναφέρεται στη διακριτική της εξουσία για να προτείνει την απόρριψη του αιτήματος.

Εν αναφορά προς την εξαίρεση του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο γ), της Συνθήκης ΕΟΚ, δεν έγινε πραγματική αναδιάρθρωση της επιχειρήσεως, δηλαδή ουσιαστική αναδιοργάνωση της επιχειρήσεως με ρύθμιση του μεγέθους, της ποιότητας και της οργανώσεως της, προκειμένου να αυξηθεί, να διατηρηθεί ή να ανακτηθεί η ανταγωνιστικότητα και η βιωσιμότητά της. Αυτό θα σήμαινε αλλαγές σε πολλούς ή σε όλους τους τομείς δραστηριότητας της επιχειρήσεως, όπως το εργατικό δυναμικό, τη διοίκηση, το κεφάλαιο, την προμήθεια των μέσων παραγωγής, την παραγωγική διαδικασία, τα προϊόντα, την παραγωγική ικανό-, τητα, τη διανομή και τις πωλήσεις. Αντίθετα, εκσυγχρονισμός της επιχειρήσεως σημαίνει απλή προσαρμογή των μέσων παραγωγής χωρίς ουσιώδη αλλαγή των τομέων της δραστηριότητας της επιχειρήσεως. Στο σύνολό τους, τα ληφθέντα μέτρα δεν θεωρούνται ότι συμβάλλουν στην πραγματική αναδιάρθρωση της επιχειρήσεως, ώστε να μπορεί να εφαρμοσθεί το άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχείο γ ), της Συνθήκης ΕΟΚ. Το περιεχόμενο του υπομνήματος της 4ης Ιουνίου 1985 δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση προκειμένου να γίνει δεκτή η ύπαρξη πραγματικού προγράμματος αναδιαρθρώσεως, διότι: α) η υποδιαίρεση « Υγιείς υποθέσεις » και « Υποθέσεις που αντιμετωπίζουν δυσχέρειες » δεν περιέχει αριθμητικά δεδομένα πέραν των αναφερομένων στον κύκλο εργασιών και στις θέσεις εργασίας· β) η μείωση των θέσεων εργασίας εμφαίνεται με έναν συνολικό αριθμό για τρία έτη· γ ) μερικές μόνο πληροφορίες παρέχονται όσον αφορά τις πραγματοποιηθείσες επενδύσεις, που συνοδεύτηκαν από μείωση κατά 5%, μεταξύ 1981 και 1985, των σχετικών δραστηριοτήτων « και από κλείσιμο 25 μονάδων παραγωγής » ( μη κατονομαζομένων ). Όσον αφορά τη μείωση του εργατικού δυναμικού, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι είναι λιγότερο εντυπωσιακή, διότι:

υπήρχε πλεόνασμα εργατικού δυναμικού και επομένως η μείωση ήταν απαραίτητη·

άλλες επιχειρήσεις του τομέα της κλωστοϋφαντουργίας προέβησαν σε μαζικές ανακατατάξεις που έφθασαν μέχρι την κατάργηση περισσοτέρων από ένα εκατομμύριο θέσεων εργασίας·

πρόκειται για απλό και καθαρό εκσυγχρονισμό επιχειρήσεως, που συνεπάγεται αναπόφευκτα, για τεχνολογικούς λόγους, μείωση του εργατικού δυναμικού.

Τέλος, η Επιτροπή θεωρεί ότι έλαβε υπόψη τα μέτρα μετατροπής ή εξυγιάνσεως που έλαβε η CBSF και ότι αιτιολόγησε πλήρως την απόρριψη του υποτιθεμένου σχεδίου αναδιαρθρώσεως.

Εν αναφορά προς την εξαίρεση του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο α), της Συνθήκης ΕΟΚ, η Επιτροπή προσθέτει ότι δεν θεωρεί ότι οι περιοχές που αναφέρει η προσφεύγουσα είναι περιοχές στις οποίες το βιοτικό επίπεδο είναι ασυνήθως χαμηλό ή στις οποίες επικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση. Προς στήριξη της απόψεως αυτής επικαλείται την απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 1987, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά Επιτροπής (248/84, Συλλογή 1987, σ. 4013), από την οποία προκύπτει ότι η εξαίρεση υπό στοιχείο α) αφορά μόνο περιοχές όπου η οικονομική κατάσταση είναι άκρως δυσμενής σε σχέση με την Κοινότητα στο σύνολο της.

36.

Η Επιτροπή εξηγεί ότι οι γενικές κατευθυντήριες γραμμές που δόθηκαν σε όλα τα κράτη μέλη χαράχθηκαν με τη βοήθεια εθνικών εμπειρογνωμόνων. Θέτοντας τις κατευθυντήριες γραμμές — χωρίς κανονιστική ισχύ — η Επιτροπή άσκησε ένα μέρος από τη διακριτική της εξουσία. Το μη σύμφωνο των ενισχύσεων προς τις κατευθυντήριες γραμμές αποτελεί απλώς συμπληρωματική απόδειξη του ότι δεν συμβιβάζονται προς την κοινή αγορά.

Οι επίμαχες ενισχύσεις είχαν ως αποτέλεσμα την τεχνητή διατήρηση της CBSF σε λειτουργία χωρίς πραγματική αναδιάρθρωση. Τέτοιου είδους ενισχύσεις « διασώσεως », μη προβλεπόμενες στις κατευθυντήριες γραμμές, επηρεάζουν τον ανταγωνισμό χωρίς να βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητα του οικείου τομέα. Η βιωσιμότητα της CBSF δεν οφείλεται στις ιδιωτικές επενδύσεις. Η Επιτροπή αξιολόγησε το πρόβλημα της « μικρής διάρκειας », στο οποίο αναφέρονται οι κατευθυντήριες γραμμές, και αιτιολόγησε τα συμπεράσματα της. Η διάσταση απόψεων μεταξύ των διαδίκων ως προς το σημείο αυτό είναι οικονομικού χαρακτήρα και δεν προβλήθηκε κανένας λόγος σχετικά με τη νομιμότητα της οικονομικής εκτιμήσεως της Επιτροπής.

Τέλος, η Επιτροπή προσθέτει ότι η απόφαση της σχετικά με το σύστημα ενισχύσεων υπό μορφή μειώσεως των κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών δεν μπορεί να κριθεί χωρίς να συσχετισθεί προς την απόφαση της Επιτροπής να διατυπώσει αντιρρήσεις ως προς την εφαρμογή καθεστώτος ενισχύσεων στην κλωστοϋφαντουργία και στη βιομηχανία ενδυμάτων στη Γαλλία. 'Ετσι, οι ενισχύσεις που χορηγούνται σε μεμονωμένη επιχείρηση στο πλαίσιο του καθεστώτος αυτού ενισχύσεων κατά τομείς πρέπει να πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις που δεν συντρέχουν εν προκειμένω. Η απόφαση της 15ης Ιουλίου 1987 ανταποκρίνεται σε όλα τα επιχειρήματα που προβάλλει σχετικώς η γαλλική κυβέρνηση.

Τέλος, η Επιτροπή θεωρεί ότι η οικονομική συνδρομή συνιστά ενισχύσεις διασώσεως. Έλαβε υπόψη το επιτόκιο των δανείων, τη ρήτρα και όλα τα άλλα οικονομικά δεδομένα που επικαλέσθηκε η γαλλική κυβέρνηση.

37.

Το παρεμβαίνον θεωρεί ότι οι περί ων ο λόγος οικονομικές συνδρομές είναι ενισχύσεις. Τα χρέη της εταιρίας το 1981 ανέρχονταν σε 3682 εκατομμύρια FF. Ήταν αδύνατο να προεξοφληθεί ότι θα υπήρχε κανονική απόδοση εντός ευλόγου χρόνου υπό μορφή μερισμάτων ή υπερτιμήσεως. Η CBSF δεν ήταν σε θέση να προμηθευθεί τα απαραίτητα κεφάλαια από την κεφαλαιαγορά. Όσον αφορά την έκθεση των ανεξαρτήτων εμπειρογνωμόνων, βάσει της οποίας αποφασίστηκαν οι οικονομικές συνδρομές, το Δικαστήριο δεν είχε γνώση των στοιχείων αναφοράς που χρησιμοποιήθηκαν για τη σύνταξη της εκθέσεως.

38.

Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου θεωρεί ότι κατά το επίμαχο διάστημα η CBSF εξήγε το 16 o/ο της παραγωγής της σε κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα προς άλλα κράτη μέλη και ότι οι οικονομικές συνδρομές είναι ικανές να επηρεάσουν τις εμπορικές ανταλλαγές μεταξύ κρατών μελών. Οι ενισχύσεις νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό, διότι το μερίδιο επί της αγοράς πρέπει να συσχετισθεί προς τον τμηματικό χαρακτήρα της ευρωπαϊκής κλωστοϋφαντουργίας. Εν συνεχεία, οι χορηγηθείσες στη CBSF ενισχύσεις, ύψους 1029,9 εκατομμυρίων, είναι σημαντικές σε σύγκριση με την ενίσχυση 20 εκατομμυρίων που θέσπισε το Ηνωμένο Βασίλειο στο πλαίσιο της εφαρμογής του προγράμματος Cloft και την οποία ανεκάλεσε κατόπιν αποφάσεως της Επιτροπής ότι το σχέδιο του Ηνωμένου Βασιλείου ήταν απαράδεκτο με την αιτιολογία (μεταξύ άλλων) ότι η ενίσχυση ήταν τόσο μεγάλη ώστε απειλούσε να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.

Το παρεμβαίνον προσθέτει ότι ο προσδιορισμός της ισοδυνάμου προς την ενίσχυση επιχορηγήσεως, όπως έγινε από την Επιτροπή, είναι σύμφωνος προς τους σχετικούς κανόνες, τους οποίους τα κράτη μέλη γνωρίζουν επειδή έχουν δημοσιευθεί, και ότι τίποτε δεν επιτρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι υπολογισμοί της Επιτροπής είναι εσφαλμένοι.

39.

Όσον αφορά το ενδεχόμενο της εφαρμογής του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο γ ), της Συνθήκης ΕΟΚ, το παρεμβαίνον συντάσσεται, κατ' ουσίαν, προς την άποψη της Επιτροπής.

Ως προς την εξαίρεση του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο α ), της Συνθήκης ΕΟΚ, το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι το 1986 το ποσοστό (της) ανεργίας στις περιοχές όπου βρίσκονται μονάδες παραγωγής της CBSF εποίκιλλε από 10,5 % στα Βόσγια σε 14,85 % στο Roubaix, ενώ ήταν 11,5 % στην Κοινότητα στο σύνολό της.

Οι τιμές αυτές δεν είναι εξαιρετικά υψηλές συγκρινόμενες προς τις τιμές άλλων περιοχών της Κοινότητας όπου είναι εγκατεστημένες βιομηχανίες κλωστοϋφαντουργίας. Στο τέλος του Ιουνίου 1986, τα ποσοστά (της) ανεργίας στις κομητείες του Ηνωμένου Βασιλείου που παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη συγκέντρωση επιχειρήσεων κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων ήταν τα ακόλουθα: Greater Manchester, 15 %· Lancashire, 13,7%· Leicestershire, 9,9 %· Βόρειος Ιρλανδία, 21,5 o/o· Tayside, 14,2 %· West Yorkshire, 13,8 %.

40.

Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου θεωρεί ότι οι χορηγηθείσες στη CBSF ενισχύσεις δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζει η Επιτροπή στις « κατευθυντήριες γραμμές για την κλωστοϋφαντουργία ».

Δ — Επί της παραβιάσεως της γενικής αρχής της αναλογικότητας

41.

Η γαλλική κυβέρνηση, στηριζόμενη στη νομολογία του Δικαστηρίου, ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τη γενική αρχή της αναλογικότητας.

42.

Αφενός, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν λαμβάνει υπόψη τις δαπάνες της αναδιαρθρώσεως στις οποίες υποβλήθηκε η επιχείρηση, πράγμα που έχει ως συνέπεια ότι η απόφαση υπερβαίνει το προσήκον μέτρο και είναι αντίθετη προς τον σκοπό της αναδιαρθρώσεως.

43.

Αφετέρου, η απόφαση δεν είναι ανάλογη προς τους σκοπούς της ορθολογικής οργανώσεως του τομέως της κοινοτικής κλωστοϋφαντουργίας. Αν η CBSF δεν είχε ανασυγκροτηθεί, θα είχε τεθεί υπό δικαστικό διακανονισμό, πράγμα που θα είχε σημαντικές συνέπειες:

για τους προνομιούχους πιστωτές, των οποίων οι απαιτήσεις θα ικανοποιούνταν μόνο κατά 38 o/ο, και για τους εγχειρόγρα-φους πιστωτές, που θα έχαναν τις απαιτήσεις τους·

για το κοινωνικό σύνολο, που θα έχανε τις απαιτήσεις του και θα έπρεπε να φέρει το κοινωνικό κόστος για τις απώλειες θέσεων εργασίας·

από άποψη κοινωνική σε περιφερειακό επίπεδο, όπου θα αυξανόταν ο δείκτης ανεργίας·

σε επίπεδο τομέως, καθόσον η αγορά κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων θα διαταρασσόταν λόγω της μεταπωλήσεως σε πολύ χαμηλές τιμές αποθεμάτων αγορασμένων με έκπτωση, ενώ η απόκτηση ενεργητικού σε τιμή χαμηλότερη από την πραγματική του αξία θα οδηγούσε σε διατήρηση της υπερπαραγωγής.

Τέλος, η γαλλική κυβέρνηση θεωρεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν απαραίτητη προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της ορθολογικής οργανώσεως. Ο σκοπός αυτός επιδιώχθηκε με τη χορήγηση οικονομικών συνδρομών, των οποίων η επιτασσομένη επιστροφή είναι δυσανάλογη προς τις υποτιθέμενες αλλοιώσεις του ανταγωνισμού.

44.

Η Επιτροπή αμφισβητεί το ότι στην υπό κρίση περίπτωση πρόκειται για αναδιάρθρωση, επομένως δε η απόφαση της 15ης Ιουλίου 1987 δεν λαμβάνει υπόψη το κόστος της υποτιθεμένης αναδιαρθρώσεως.

45.

Η απαίτηση μερικής επιστροφής των χορη-γηθεισών ενισχύσεων λαμβάνει υπόψη τις συνέπειες της επιστροφής για τη βιωσιμότητα της CBSF και δεν παραβιάζει τη γενική αρχή της αναλογικότητας.

46.

Το παρεμβαίνον θεωρεί ότι τα πραγματικά περιστατικά της προκειμένης υποθέσεως διαφέρουν από των δύο υποθέσεων στις οποίες αναφέρεται η προσφεύγουσα. Με την προσβαλλόμενη απόφαση επιτάσσεται απλώς η επιστροφή ενισχύσεων που χορηγήθηκαν κατά παράβαση της Συνθήκης ΕΟΚ και η απόφαση εκδόθηκε κατόπιν επανειλημμένων προειδοποιήσεων εκ μέρους της Επιτροπής προς τη γαλλική κυβέρνηση. Αν η Επιτροπή δεν είχε ζητήσει να επιστραφούν οι χορηγηθείσες ενισχύσεις, θα είχε παραβεί την υποχρέωση που υπέχει από το άρθρο 155 της Συνθήκης ΕΟΚ.

G. F. Mancini

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

της 14ης Φεβρουαρίου 1990 ( *1 )

Στην υπόθεση C-301/87,

Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπουμένη από τον Régis de Gouttes, αναπληρωτή διευθυντή στη διεύθυνση νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, την Edwige Belliard, υποδιευθυντή στην ίδια διεύθυνση, επικουρούμενους από την Catherine Colonna, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την πρεσβεία της Γαλλίας, 9, boulevard du Prince Henri,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης αρχικώς από τον κύριο νομικό της σύμβουλο Jacques Η. J. Bourgeois και εν συνεχεία από τον κύριο νομικό της σύμβουλο Antonino Abate και από τον νομικό της σύμβουλο Thomas F. Cusak, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γεώργιο Κρεμλή, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

υποστηριζόμενης από το

Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο από την S. J. Hay και από τον Richard Plender, QC, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την πρεσβεία του Ηνωμένου Βασιλείου, 14, boulevard Roosevelt,

παρεμβαίνον,

που έχει ως αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως της αποφάσεως 87/585/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 15ης Ιουλίου 1987, για τις ενισχύσεις που παρέσχε η γαλλική κυβέρνηση στον παραγωγό κλωστοϋφαντουργικών, ενδυμάτων και προϊόντων χάρτου Boussac Saint Frères ( EE L 352, σ. 42 ),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους Ο. Due, πρόεδρο, Κ. Ν. Κακούρη, F. Α. Schockweiler, προέδρους τμήματος, Τ. Koopmans, G. F. Mancini, F. Grévisse, M. Díez de Velasco, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

γραμματέας: J.-G. Giraud

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 8ης Ιουνίου 1989,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 4ης Οκτωβρίου 1989,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 4 Οκτωβρίου 1987, η Γαλλική Δημοκρατία ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 173, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, την ακύρωση της αποφάσεως 87/585/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 15ης Ιουλίου 1987, για τις ενισχύσεις που παρέσχε η γαλλική κυβέρνηση στον παραγωγό κλωστοϋφαντουργικών, ενδυμάτων και προϊόντων χάρτου Boussac Saint Frères ( EE L 352, σ.42).

2

Από τη δικογραφία προκύπτει ότι από τον Ιούνιο του 1982 μέχρι τον Αύγουστο του 1984 οι γαλλικές αρχές χορήγησαν οικονομικές ενισχύσεις στον γάλλο παραγωγό κλωστοϋφαντουργικών, ενδυμάτων και προϊόντων χάρτου Boussac Saint Frères ( στο εξής: CBSF). Η οικονομική αυτή υποστήριξη έλαβε τη μορφή συμμετοχής του Institut de développement industriel (ινστιτούτου βιομηχανικής αναπτύξεως, στο εξής: IDI) στο κεφάλαιο, την οποία ανέλαβε εν συνεχεία η Société de participation et de restructuration industrielle ( εταιρία συμμετοχής και αναδιαρθρώσεως της βιομηχανίας, στο εξής: Sopari), η οποία προέβη στη συνεισφορά νέων κεφαλαίων στην Compagnie Boussac Saint Frères, στη χορήγηση δανείων με επιδοτούμενο επιτόκιο και σε μειώσεις των κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών, στο πλαίσιο του συστήματος ενισχύσεων της βιομηχανίας κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και ενδυμάτων.

3

Κατόπιν επανειλημμένων οχλήσεων της Επιτροπής, η γαλλική κυβέρνηση την πληροφόρησε, με τηλετύπημα της 22ας Μαρτίου 1984 και με έγγραφο της 23ης Αυγούστου 1984, σχετικά με την οικονομική υποστήριξη προς την CBSF. Μετά από μια πρώτη έρευνα, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι ενισχύσεις δεν της είχαν προηγουμένως κοινοποιηθεί κατά το στάδιο του σχεδιασμού τους και για τον λόγο αυτό τις θεώρησε παράνομες. Εκρινε, επίσης, ότι όλες οι ενισχύσεις αυτές ήταν ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ και ότι δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε μία από τις εξαιρέσεις της παραγράφου 3 του ιδίου άρθρου.

4

Με έγγραφο της 3ης Δεκεμβρίου 1984, η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ και έταξε στη γαλλική κυβέρνηση προθεσμία για να υποβάλει τις παρατηρήσεις της.

5

Η γαλλική κυβέρνηση υπέβαλε τις παρατηρήσεις της με έγγραφα της 4ης Φεβρουαρίου, της 4ης Ιουνίου και της 11ης Οκτωβρίου 1985, της 5ης Φεβρουαρίου, της 19ης Ιουνίου και της 21ης Ιουλίου 1986, της 27ης Μαρτίου και της 21ης Μαΐου 1987, καθώς και σε τρεις συναντήσεις που έγιναν με τους εκπροσώπους της Επιτροπής, στις 18 Οκτωβρίου 1985, στις 14 Μαΐου 1986 και στις 4 Ιουλίου 1986.

6

Στις 15 Ιουλίου 1987, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 87/585, την οποία και αφορά η υπό κρίση προσφυγή. Με την απόφαση αυτή διαπιστώνεται ότι οι χορηγηθείσες οικονομικές ενισχύσεις είναι ενισχύσεις ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης, ότι οι ενισχύσεις αυτές είναι παράνομες διότι χορηγήθηκαν κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης και ότι δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται προς την κοινή αγορά δυνάμει του άρθρου 92, παράγραφος 3, της Συνθήκης. Κατά το άρθρο 2 της αποφάσεως, μέρος των ενισχύσεων πρέπει να επιστραφεί, η δε γαλλική κυβέρνηση υποχρεούται να ενημερώσει την Επιτροπή σχετικά με τα μέτρα που έλαβε για να συμμορφωθεί προς την απόφαση. Στις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως, εξάλλου, η Επιτροπή αναφέρει ότι τέσσερα άλλα κράτη μέλη, έξι ομοσπονδίες και μία μεμονωμένη επιχείρηση της υπέβαλαν παρατηρήσεις στο πλαίσιο της διαδικασίας που προηγήθηκε της εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως.

7

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς το ιστορικό της διαφοράς, οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων και η διαδικασία. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνον καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

8

Οι λόγοι ακυρώσεως που προβάλλει η γαλλική κυβέρνηση προς στήριξη της προσφυγής της αναφέρονται στην παράβαση των διαδικαστικών κανόνων του άρθρου 93 της Συνθήκης, στην ανεπαρκή αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, στην πλημμελή εφαρμογή του άρθρου 92 της Συνθήκης και στην παραβίαση της γενικής αρχής της αναλογικότητας.

Α — Επί των συνεπειών της παραλείψεως κοινοποιήσεως

9

Καταρχάς, πρέπει να εξεταστεί ένα πρόβλημα που έθεσε η Επιτροπή. Δεδομένου ότι το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει την άμεση ισχύ της σαφούς, αναγκαστικού δικαίου και δημοσίας τάξεως, διατάξεως του άρθρου 93, παράγραφος 3, τελευταία φράση, της Συνθήκης, η Επιτροπή θεωρεί ότι η μη συμμόρφωση προς τη διάταξη αυτή συνεπάγεται, αφεαυτής, το παράνομο των ενισχύσεων. Λόγω του παρανόμου αυτού χαρακτήρα των ενισχύσεων καθίσταται περιττή κάθε εξέταση επί της ουσίας, επιτρέπεται δε στην Επιτροπή να διατάξει την επιστροφή της ενισχύσεως. Η Επιτροπή συνάγει από τις σκέψεις αυτές ότι οι αιτιάσεις της γαλλικής κυβερνήσεως κατά του μέρους της προσβαλλομένης αποφάσεως όπου η Επιτροπή διαπιστώνει ότι οι εν λόγω ενισχύσεις είναι ασυμβίβαστες προς το άρθρο 92 της Συνθήκης δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο.

10

Η γαλλική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ενδεχομένη παράβαση των διαδικαστικών κανόνων του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης δεν αρκεί για να θεμελιωθεί ο παράνομος χαρακτήρας των χρηματοδοτικών παρεμβάσεων και για να δικαιολογηθεί η επιστροφή της ενισχύσεως. Η Επιτροπή όφειλε, εν πάση περιπτώσει, να προχωρήσει σε εξέταση των επίμαχων ενισχύσεων επί της ουσίας.

11

Πρέπει να αναγνωριστεί ότι καθεμία από τις δύο αυτές απόψεις δημιουργεί, εφόσον τύχει εφαρμογής, σημαντικές δυσχέρειες. Αφενός, η άποψη της Επιτροπής θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι ενισχύσεις οι οποίες συμβιβάζονται προς την κοινή αγορά μπορεί να απαγορεύονται λόγω τυπικών πλημμελειών. Αφετέρου, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η άποψη της γαλλικής κυβερνήσεως, κατά την οποία, προκειμένου περί ενισχύσεως την οποία κράτος μέλος θεσπίζει ή τροποποιεί κατά παράβαση της διαδικασίας του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, η Επιτροπή δεν έχει παρά τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις που έχει και σε περίπτωση ενισχύσεως η οποία έχει κανονικώς κοινοποιηθεί κατά το στάδιο του σχεδιασμού της. Η ερμηνεία αυτή θα είχε ως συνέπεια να ενθαρρύνεται η μη τήρηση, εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους, της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού, το οποίο κατ' αυτόν τον τρόπο θα εστερείτο της πρακτικής του αποτελεσματικότητας.

12

Ενόψει της επιχειρηματολογίας αυτής, το πρόβλημα πρέπει να εξεταστεί βάσει μιας αναλύσεως των εξουσιών και ευθυνών που έχουν αντιστοίχως η Επιτροπή και τα κράτη μέλη σε περίπτωση θεσπίσεως ή τροποποιήσεως ενισχύσεων.

13

Καταρχάς, διαπιστώνεται ότι οι διατάξεις των άρθρων 92, 93 και 94, τα οποία αποτελούν το τρίτο τμήμα του κεφαλαίου περί ανταγωνισμού της Συνθήκης υπό τον τίτλο « κρατικές ενισχύσεις », προβλέπουν μηχανισμούς βάσει των οποίων ή Επιτροπή είναι σε θέση να αποφασίζει, βάσει των στοιχείων που έχει στη διάθεση της, αν οι επίμαχες χρηματοδοτικές παρεμβάσεις αποτελούν ενισχύσεις κατά την έννοια των άρθρων αυτών.

14

Εν συνεχεία, διαπιστώνεται ότι το Συμβούλιο δεν έχει εκδώσει, μέχρι στιγμής, βάσει του άρθρου 94 της Συνθήκης, κανονισμό εφαρμογής των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης.

15

Περαιτέρω, πρέπει να υπομνηστεί η νομολογία του Δικαστηρίου. Με την απόφαση της 22ας Μαρτίου 1977, Steinike και Weinlig ( 78/76, Rec. σ. 595 ), κρίθηκε ότι η απαγόρευση της παραγράφου 1 του άρθρου 92 της Συνθήκης δεν είναι ούτε απόλυτη ούτε ανεπιφύλακτη, δεδομένου, ιδίως, ότι η παράγραφος 3 του ιδίου άρθρου παρέχει στην Επιτροπή ευρεία διακριτική εξουσία ώστε να μπορεί να επιτρέπει τη χορήγηση ενισχύσεων κατ' εξαίρεση της γενικής απαγορεύσεως της παραγράφου 1. Στις περιπτώσεις αυτές, κατά την εκτίμηση σχετικά με το αν μια κρατική ενίσχυση συμβιβάζεται ή όχι προς την κοινή αγορά ανακύπτουν προβλήματα για την επίλυση των οποίων απαιτείται να λαμβάνονται υπόψη και να εκτιμώνται σύνθετα γεγονότα και περιστάσεις οικονομικού χαρακτήρα, που μπορούν να μεταβάλλονται ταχέως.

16

Για τον λόγο αυτό, το άρθρο 93 της Συνθήκης προβλέπει ειδική διαδικασία για τη διαρκή εξέταση και τον διαρκή έλεγχο των ενισχύσεων από την Επιτροπή. Όσον αφορά τις νέες ενισχύσεις τις οποίες τα κράτη μέλη προτίθενται, ενδεχομένως, να θεσπίσουν, καθιερώνεται προηγουμένη διαδικασία χωρίς την οποία καμία ενίσχυση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι χορηγείται νομοτύπως. Οργανώνοντας, με το άρθρο 93, τη διαρκή εξέταση και τον διαρκή έλεγχο των ενισχύσεων από την Επιτροπή, η Συνθήκη επιδιώκει η ενδεχόμενη αναγνώριση του ασυμβιβάστου μιας ενισχύσεως προς την κοινή αγορά να γίνεται, υπό τον έλεγχο του Δικαστηρίου, με κατάλληλη διαδικασία, της οποίας η εφαρμογή εναπόκειται στην Επιτροπή.

17

Με τη νομολογία του ( βλέπε απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 1984, Heineken, 91/83 και 127/83, Συλλογή 1984, σ. 3435 ), το Δικαστήριο έκρινε, ακόμα, ότι η πρώτη φράση της παραγράφου 3 του άρθρου 93 της Συνθήκης έχει ως σκοπό να εξασφαλίζει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να ασκεί, εγκαίρως και προς το γενικό συμφέρον των Κοινοτήτων, την εξουσία της να ελέγχει κάθε σχέδιο περί θεσπίσεως ή τροποποιήσεως ενισχύσεων. Η τελευταία φράση της παραγράφου 3 του άρθρου 93 διασφαλίζει την εφαρμογή του μηχανισμού ελέγχου που καθιερώνει το άρθρο αυτό, ο οποίος, με τη σειρά του, είναι σημαντικός για την εξασφάλιση της λειτουργίας της κοινής αγοράς. Η απαγόρευση εφαρμογής την οποία προβλέπει αυτό το άρθρο έχει ως σκοπό να εξασφαλίσει ότι, προ της επελεύσεως των αποτελεσμάτων ενός συστήματος ενισχύσεων, η Επιτροπή έχει στη διάθεση της εύλογη προθεσμία για να εξετάσει το σχέδιο διεξοδικώς και, ενδεχομένως, να κινήσει τη διαδικασία της παραγράφου 2 του ιδίου άρθρου.

18

Το ανωτέρω εξεταζόμενο σύστημα, για να είναι αποτελεσματικό, προϋποθέτει τη δυνατότητα λήψεως μέτρων προς καταστολή κάθε παραβάσεως των κανόνων του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης και τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής κατά των μέτρων αυτών, ούτως ώστε να προστατεύονται τα νόμιμα συμφέροντα των κρατών μελών. Στο πλαίσιο του συστήματος αυτού, δεν μπορεί να παραγνωριστεί η ανάγκη θεσπίσεως συντηρητικών μέτρων όταν η πρακτική ορισμένων κρατών μελών, όσον αφορά τις ενισχύσεις, έχει ως αποτέλεσμα να θέτει εκποδών το καθεστώς που καθιερώνεται με τα άρθρα 92 και 93 της Συνθήκης.

19

Επομένως, η Επιτροπή, όταν διαπιστώνει ότι μία ενίσχυση θεσπίζεται ή τροποποιείται χωρίς να έχει κοινοποιηθεί, έχει την εξουσία, αφού παράσχει στο οικείο κράτος μέλος τη δυνατότητα να εκφράσει τις απόψεις του σχετικώς, να το υποχρεώσει με προσωρινή απόφαση, εν αναμονή του πορίσματος της εξετάσεως της ενισχύσεως, να αναστείλει αμέσως την καταβολή της και να παράσχει στην Επιτροπή, εντός της προθεσμίας που αυτή του τάσσει, όλα τα έγγραφα, τις πληροφορίες και τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για να εξετάσει αν η ενίσχυση συμβιβάζεται προς την κοινή αγορά.

20

Η Επιτροπή έχει εξουσία να ενεργεί κατά τον ίδιο τρόπο σε περίπτωση που η ενίσχυση έχει μεν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή, αλλά το οικείο κράτος μέλος, χωρίς να αναμείνει την έκβαση της διαδικασίας του άρθρου 93, παράγραφοι 2 και 3, της Συνθήκης, προχωρεί στην καταβολή της ενισχύσεως, παρά την απαγόρευση της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού.

21

Όταν το κράτος μέλος συμμορφωθεί απολύτως προς τις εντολές της Επιτροπής, η Επιτροπή οφείλει να εξετάσει αν η ενίσχυση συμβιβάζεται προς την κοινή αγορά, κατά τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφοι 2 και 3, της Συνθήκης.

22

Σε περίπτωση που το κράτος μέλος, παρά την εντολή της Επιτροπής, δεν παρέχει τις αιτούμενες πληροφορίες, η Επιτροπή μπορεί να τερματίσει τη διαδικασία και να εκδώσει απόφαση διαπιστώνουσα ότι, βάσει των στοιχείων που έχει στη διάθεση της, η ενίσχυση συμβιβάζεται ή δεν συμβιβάζεται προς την κοινή αγορά. Η απόφαση αυτή μπορεί, ενδεχομένως, να επιβάλει την επιστροφή του ήδη καταβληθέντος ποσού ενισχύσεως.

23

Αν το κράτος μέλος δεν αναστείλει την καταβολή της ενισχύσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δικαιούται, ενώ προχωρεί σε εξέταση επί της ουσίας, να προσφύγει απευθείας στο Δικαστήριο ζητώντας να αναγνωριστεί η παραβίαση αυτή της Συνθήκης. Αυτή η δυνατότητα ευθείας προσφυγής δικαιολογείται, ενόψει του επείγοντος χαρακτήρα της υποθέσεως, διότι η Επιτροπή απηύθυνε με απόφαση της τη σχετική εντολή προς το οικείο κράτος μέλος αφού του έδωσε τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του, επομένως δε μετά το πέρας της προς της ασκήσεως της προσφυγής κατ' αντιμωλίαν διαδικασίας, όπως στην περίπτωση του ενδίκου βοηθήματος που προβλέπεται στο άρθρο 93, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης. Πράγματι, το ένδικο αυτό βοήθημα δεν είναι παρά μία παραλλαγή της προσφυγής λόγω παραβάσεως, ειδικώς προσαρμοσμένη στα ιδιαίτερα προβλήματα που παρουσιάζουν οι κρατικές ενισχύσεις για τον ανταγωνισμό εντός της κοινής αγοράς.

24

Όσον αφορά την προκειμένη υπόθεση, είναι δεδομένον ότι η Επιτροπή εξέτασε, έστω και επικουρικώς, αν η ενίσχυση συμβιβάζεται προς την κοινή αγορά. Επομένως, η εξέταση αυτή μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της παρούσας δίκης.

Β — Επί της παραβάσεως των διαδικαστικών κανόνων

25

Στο πλαίσιο αυτού του λόγου ακυρώσεως, η γαλλική κυβέρνηση ισχυρίζεται, καταρχάς, ότι η Επιτροπή παραβίασε τη γενική αρχή της ασφαλείας του δικαίου, μη ενεργώντας εντός ευλόγου χρόνου, λαμβανομένων υπόψη των λεπτομερών πληροφοριών τις οποίες απέστειλαν εγκαίρως στην Επιτροπή οι γαλλικές αρχές. Περαιτέρω, θεωρεί ότι εν προκειμένω προσβλήθηκε το δικαίωμα της υπερασπίσεως, διότι η Επιτροπή δεν της έθεσε υπόψη τις παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων τρίτων, οι οποίες της υποβλήθηκαν στο πλαίσιο του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης.

26

Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση, πρέπει, καταρχάς, να αναφερθεί ότι, σύμφωνα με τη δικογραφία, οι γαλλικές αρχές παρέσχον τις πρώτες πληροφορίες, κατόπιν επανειλημμένων αιτήσεων της Επιτροπής, αφού είχε ήδη καταβληθεί το μεγαλύτερο μέρος των εν λόγω ενισχύσεων. Επομένως, η Επιτροπή δεν ενημερώθηκε εγκαίρως, κατά την έννοια του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, ώστε να δύναται να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί των σχεδίων ενισχύσεων υπέρ της CBSF. Εξάλλου, οι πληροφορίες τις οποίες παρέσχε στην Επιτροπή η γαλλική κυβέρνηση τον Μάρτιο του 1984 ήταν αποσπασματικές. Ετσι, μόλις στις 23 Αυγούστου 1984 η γαλλική κυβέρνηση επιβεβαίωσε κατά τρόπο ατελή τη συμμετοχή της IDI και ύστερα της Sopari στο κεφάλαιο της CBSF.

27

Επομένως, ενόψει των περιστάσεων αυτών, δικαιολογημένα η Επιτροπή άφησε να παρέλθει τρίμηνη προθεσμία διασκέψεως και έρευνας από τις 23 Αυγούστου 1984, πριν στείλει την όχληση της στις 3 Δεκεμβρίου 1984. Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι μέρος των πληροφοριών που διαβιβάστηκαν στην Επιτροπή διορθώθηκαν και συμπληρώθηκαν επανειλημμένως από τη γαλλική κυβέρνηση, η οποία μόλις με τα έγγραφα της 27ης Μαρτίου και της 21ης Μαΐου 1987 παρέσχε στην Επιτροπή τις απαραίτητες διευκρινίσεις και της διεβίβασε τις οριστικές πληροφορίες βάσει των οποίων η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση της 15ης Ιουλίου 1987.

28

Ναι μεν είναι ακριβές ότι παρήλθαν αρκετά μεγάλα διαστήματα μεταξύ του πρώτου εγγράφου της γαλλικής κυβερνήσεως, της 22ας Μαρτίου 1984, και της οχλήσεως της 3ης Δεκεμβρίου 1984, καθώς και μεταξύ της εν λόγω οχλήσεως και της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 1987, πλην όμως η Επιτροπή, για να εξετάσει αν οι ενισχύσεις συμβιβάζονται προς την κοινή αγορά, είχε στη διάθεση της όλα τα απαραίτητα στοιχεία μόλις από τις 21 Μαΐου 1987. Υπ' αυτές τις περιστάσεις, πρέπει να γίνει δεκτό ότι με τον τρόπο που ενήργησε η Επιτροπή δεν παραβίασε τη γενική αρχή της ασφαλείας του δικαίου.

29

Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση, η οποία αναφέρεται στην προσβολή του δικαιώματος της υπερασπίσεως, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, κατά παγία νομολογία του Δικαστηρίου (βλέπε αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 1986, Βασίλειο του Βελγίου κατά Επιτροπής, 234/84, Συλλογή 1986, σ. 2263, και 40/85, Συλλογή 1986, σ. 2321, και της 11ης Νοεμβρίου 1987, Γαλλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, 259/85, Συλλογή 1987, σ. 4393 ), η παροχή της δυνατότητας ασκήσεως του δικαιώματος της υπερασπίσεως σε κάθε διαδικασία κινούμενη κατά ενός προσώπου, η οποία είναι δυνατόν να καταλήξει στην έκδοση βλαπτικής εκτελεστής πράξεως, συνιστά θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου και πρέπει να εξασφαλίζεται ακόμα και αν δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση.

30

Με τις προαναφερθείσες αποφάσεις, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι, σύμφωνα με την αρχή αυτή, πρέπει να παρέχεται στο οικείο κράτος μέλος η δυνατότητα να καθιστά λυσιτελώς γνωστή την άποψη του επί των παρατηρήσεων που έχουν υποβάλει ενδιαφερόμενοι τρίτοι σύμφωνα με το άρθρο 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης και επί των οποίων η Επιτροπή προτίθεται να στηρίξει την απόφαση της. Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, κατά το μέτρο που δεν έχει δοθεί στο κράτος μέλος η δυνατότητα να σχολιάσει τις παρατηρήσεις αυτές, η Επιτροπή δεν μπορεί να τις λάβει υπόψη κατά την έκδοση της αποφάσεώς της κατά του κράτους αυτού.

31

Για να συνεπάγεται, όμως, αυτή η προσβολή του δικαιώματος της υπερασπίσεως ακύρωση, πρέπει να είναι δυνατόν, σε περίπτωση μη υπάρξεως αυτής της πλημμελείας, η διαδικασία να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Συναφώς, διαπιστώνεται ότι οι σχετικές παρατηρήσεις, οι οποίες κατατέθηκαν στο Δικαστήριο κατόπιν αιτήσεώς του, δεν περιέχουν καμία συμπληρωματική πληροφορία σε σχέση με τα στοιχεία που είχε ήδη στη διάθεση της η Επιτροπή και ήδη γνώριζε η γαλλική κυβέρνηση. Υπ' αυτές τις συνθήκες, το γεγονός ότι η γαλλική κυβέρνηση δεν είχε τη δυνατότητα να σχολιάσει τις εν λόγω παρατηρήσεις δεν ήταν ικανό να επηρεάσει το αποτέλεσμα της διοικητικής διαδικασίας. Επομένως, και αυτή η αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

Γ — Επί της αιτιολογίας της αποφάσεως

32

Η γαλλική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι ανεπαρκής, διότι, αφενός, δεν περιέχει καμία αξιολόγηση σχετικά με τις πραγματικές επιπτώσεις των ήδη καταβληθεισών ενισχύσεων επί του ανταγωνισμού και τον επηρεασμό του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών και, αφετέρου, φαίνεται αντιφατική όσον αφορά το κλείσιμο των εργοστασιακών μονάδων παραγωγής. Η γαλλική κυβέρνηση βάλλει, περαιτέρω, κατά της αιτιολογίας της αποφάσεως, ισχυριζόμενη ότι η απόφαση στηρίζεται σε ανακριβή εκτίμηση σχετικά με το μερίδιο επί της αγοράς που κατέχει η CBSF και τα εμπορικά ρεύματα μεταξύ κρατών μελών. Η τελευταία αυτή αιτίαση αφορά, επίσης, κατ' ουσίαν, το ζήτημα αν οι οικονομικές ενισχύσεις συμβιβάζονται προς την κοινή αγορά και κατά συνέπεια θα εξεταστεί μαζί με τον λόγο ακυρώσεως περί παραβάσεως του άρθρου 92.

33

Η πρώτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί. Πράγματι, αν η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να αποδείξει, με την απόφαση της, τις πραγματικές επιπτώσεις των ήδη χορηγηθεισών ενισχύσεων, αυτό θα είχε ως συνέπεια να ευνοηθούν τα κράτη μέλη που χορηγούν ενισχύσεις κατά παράβαση της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως που επιβάλλεται από το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, εις βάρος των κρατών μελών που κοινοποιούν τις ενισχύσεις κατά το στάδιο του σχεδιασμού τους. Επομένως, δεν ήταν απαραίτητο η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως να περιέχει in concreto εκτίμηση των συνεπειών των ενισχύσεων που θεσπίστηκαν και δεν κοινοποιήθηκαν κατά το στάδιο του σχεδιασμού τους.

34

Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση, η γαλλική κυβέρνηση υποστηρίζει, ειδικότερα, ότι η προσβαλλομένη απόφαση είναι αντιφατική κατά το μέτρο που λαμβάνει υπόψη τις μειώσεις της παραγωγικής ικανότητας που οφείλονται στο κλείσιμο εργοστασιακών μονάδων παραγωγής οι οποίες λίγο πριν είχαν μεταβιβαστεί σε άλλους παραγωγούς, ενώ δεν τις λαμβάνει υπόψη όταν έχουν σημειωθεί στο πλαίσιο της ίδιας της CBSF.

35

Επ' αυτού, παρατηρείται ότι στις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως περιέχεται λεπτομερής ανάλυση των περιπτώσεων μειώσεως της παραγωγικής ικανότητας. Ειδικότερα, η Επιτροπή αναφέρει, καταρχάς, ότι, στον τομέα των κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και ενδυμάτων, η παραγωγή της CBSF ήταν ιδιαιτέρως ανομοιογενής και διαφοροποιημένη και ότι η μεταβολή της παραγωγικής ικανότητας μαρτυρεί κατά προσέγγιση μόνο μια γενική τάση προς μείωση της. Εν συνεχεία, η Επιτροπή προσθέτει ότι σε ορισμένους υποτομείς των κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, όπως στα λινά και στα βαμβακερά υφάσματα, που έχουν μεγάλη σημασία για τη CBSF, η ζήτηση έχει μειωθεί αισθητά, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα ότι σε ολόκληρη την Κοινότητα οι επιχειρήσεις χρειάστηκε να προσαρμοστούν στη νέα αυτή κατάσταση. Περαιτέρω, η Επιτροπή θεωρεί ότι ορισμένες μειώσεις οφείλονται στρν παροπλισμό πεπαλαιωμένου υλικού που χρονολογείται πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Εξάλλου, η Επιτροπή παρατηρεί ότι πρέπει να γίνεται αντιπαραβολή των στοιχείων που αφορούν τις μειώσεις της παραγωγικής ικανότητας προς τον πραγματικό κύκλο εργασιών της εταιρίας (σε σταθερές τιμές 1982) και ότι, στην περίπτωση αυτή, η πραγματική μείωση παρουσιάζεται πολύ λιγότερο σημαντική. Η Επιτροπή συμπεραίνει ότι, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι είκοσι επτά εργοστασιακές μονάδες παραγωγής μεταβιβάστηκαν σε άλλους παραγωγούς, οι οποίοι συνεχίζουν, εν μέρει, να παράγουν κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, είναι αδύνατον να υποστηριχθεί ότι υπάρχει πραγματική εσωτερική μείωση της παραγωγής. Τέλος, η Επιτροπή αναφέρει ότι λίγο καιρό μετά τη μεταβίβαση τους, δεκατρείς από τις μονάδες αυτές αναγκάστηκαν να κλείσουν και η παραγωγή κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων να σταματήσει οριστικά.

36

Πρέπει να παρατηρηθεί ότι, ενόψει των λεπτομερών αυτών διαπιστώσεων, η γαλλική κυβέρνηση δεν μπορεί απλώς να διατείνεται ότι η απόφαση είναι αντιφατική, χωρίς να προβάλλει άλλα επιχειρήματα πέραν αυτών που έχει ήδη εξετάσει η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ως προς το σημείο αυτό, η απόφαση είναι επαρκώς σαφής και εμπεριστατωμένη ώστε να επιτρέπει στη μεν γαλλική κυβέρνηση να λάβει γνώση της αιτιολογίας της αποφάσεως και να την αξιολογήσει, στο δε Δικαστήριο να ελέγξει το βάσιμο της αποφάσεως. Επομένως, ο λόγος ακυρώσεως που αναφέρεται στην αιτιολογία πρέπει να απορριφθεί.

Δ — Περί της εφαρμογής τον άρθρον 92 της Συνθήκης

37

Η γαλλική κυβέρνηση προβάλλει προεχόντως ότι οι χρηματοδοτικές παρεμβάσεις δεν αποτελούν ενισχύσεις, ότι δεν επηρεάζουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και ότι δεν νοθεύουν ή δεν απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό δια της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων. Επικουρικώς, η γαλλική κυβέρνηση θεωρεί ότι οι ενισχύσεις συμβιβάζονται προς την κοινή αγορά βάσει του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχεία α ) και γ ), της Συνθήκης και ότι είναι σύμφωνες προς τις διάφορες κατευθυντήριες γραμμές που χάραξε και τις ανακοινώσεις που εξέδωσε η Επιτροπή κατά τα έτη 1971, 1977 και 1984.

38

Προς στήριξη του κυρίου επιχειρήματός της, η γαλλική κυβέρνηση υποστηρίζει, καταρχάς, ότι οι επίμαχες συνεισφορές κεφαλαίων, η χορήγηση δανείων με επιδοτούμενα επιτόκια και η μείωση των κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών δεν αποτελούν ενισχύσεις, διότι χορηγήθηκαν στη CBSF υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς και διότι συνοδεύονταν από ιδιωτικές επενδύσεις. Οι γαλλικές αρχές αποφάσισαν να συνδράμουν οικονομικώς τη CBSF μαζί με ιδιωτικούς επενδυτές, βάσει αναλύσεως της αγοράς και αποτιμήσεως της επιχειρήσεως, που οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι η επιχείρηση θα καθίστατο αποδοτική εντός ευλόγου χρόνου, κατόπιν αναδιαρθρώσεως. Η αναδιάρθρωση θα συνίστατο, ιδίως, σε κατάργηση της υπέρμετρης ικανότητας παραγωγής, μείωση του εργατικού δυναμικού, αντικατάσταση των μη αποδοτικών ή επισφαλών δραστηριοτήτων από αποδοτικές δραστηριότητες, ορθολογική οργάνωση της παραγωγής και βελτίωση της παραγωγικότητας.

39

Προκειμένου να κριθεί αν τα μέτρα αυτά έχουν χαρακτήρα κρατικών ενισχύσεων, θα πρέπει να εφαρμοστεί το κριτήριο που αναφέρεται στην απόφαση της Επιτροπής και δεν αμφισβητήθηκε, εξάλλου, από τη γαλλική κυβέρνηση, το οποίο λαμβάνει ως βάση τις δυνατότητες της επιχειρήσεως να αντλήσει τα σχετικά ποσά από την κεφαλαιαγορά.

40

Στην υπό κρίση περίπτωση, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, αφενός μεν, η οικονομική κατάσταση της εταιρίας το 1981 ήταν τέτοια ώστε δεν μπορούσε να αναμένεται ικανοποιητική αποδοτικότητα των επενδύσεων μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, αφετέρου δε, η CBSF, λαμβανομένης υπόψη της ανεπαρκείας των δυνατοτήτων αυτοχρηματοδοτήσεως της, δεν θα ήταν σε θέση να συγκεντρώσει τα απαραίτητα ποσά από την κεφαλαιαγορά. Περαιτέρω, παρατηρείται ότι οι πρώτες ιδιωτικές επενδύσεις, οι οποίες, εξάλλου, είναι πολύ μικρότερης αξίας από τις κρατικές συνεισφορές, δεν έγιναν παρά μόνο μετά τη χορήγηση των συνεισφορών αυτών. Επομένως, οι συνεισφορές κεφαλαίων από τη Sopari στη CBSF, μετά τη μεταβίβαση από την IDI, αποτελούν ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

41

Το ίδιο ισχύει και ως προς τα δάνεια με επιδοτούμενο επιτόκιο και τη μείωση των κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών, που επίσης κατέστησαν δυνατό στη CBSF να αποφύγει να επωμιστεί τις δαπάνες που κανονικά έπρεπε να πραγματοποιηθούν από τους οικονομικούς πόρους της επιχειρήσεως και εμπόδισαν, κατ' αυτόν τον τρόπο, την επέλευση των φυσιολογικών συνεπειών των υφισταμένων στην αγορά δυνάμεων.

42

Η γαλλική κυβέρνηση υποστηρίζει, ακόμα, ότι οι χρηματοδοτικές παρεμβάσεις δεν επηρεάζουν τα εμπορικά ρεύματα και δεν νοθεύουν, ούτε απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών μελών. Ειδικότερα, το τμήμα της αγοράς που κατέχει η CBSF είναι μικρότερο από το 0,5 της ευρωπαϊκής αγοράς κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, που ανέρχεται περίπου σε 115 δισεκατομμύρια Ecu, οι εξαγωγές της CBSF μειώθηκαν κατά 33 %, δεν αυξήθηκαν δε μεταξύ 1982 και 1986, ενώ τα μεγέθη που αναφέρει η Επιτροπή περιλαμβάνουν τομείς δραστηριότητας της CBSF που δεν έτυχαν κρατικών ενισχύσεων εξάλλου, τα μεγέθη αυτά δεν λαμβάνουν υπόψη τη λόγω της συγκυρίας αύξηση της σχετικής με τα λινά υφάσματα δραστηριότητας κατά τα έτη 1983 και 1984.

43

Παρατηρείται ότι η προσβαλλομένη απόφαση περιέχει ανάλυση όλων αυτών των στοιχείων. Συγκεκριμένα, η αιτιολογία της αποφάσεως περιέχει έρευνα της γαλλικής αγοράς κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και ενδυμάτων. Μετά τη διαπίστωση ότι η γαλλική βιομηχανία αντιπροσωπεύει, στους εν λόγω τομείς, το 20 % περίπου της προστιθεμένης αξίας εντός της κοινής αγοράς και μετέχει πολύ ενεργά στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, αφού το 40 % περίπου της συνολικής της παραγωγής εξάγεται σε άλλα κράτη μέλη, η απόφαση αναφέρει ότι η CBSF είναι ο τρίτος παραγωγός κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και ενδυμάτων στη Γαλλία, ο τομέας δε αυτός αντιπροσωπεύει το 56 ο/ο του κύκλου εργασιών της, που το 1986 ανήλθε σε 4,7 δισεκατ. γαλλικά φράγκα ( FF) Η CBSF είναι ο πέμπτος παραγωγός στην Κοινότητα και μετέχει στο ενδοκοινοτικό εμπόριο εξάγοντας το 16 % της παραγωγής της σε κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα σε άλλα κράτη μέλη και το 9 % σε τρίτες χώρες. Η Επιτροπή διαπιστώνει, ακόμα, ότι η περίοδος που πρέπει να ληφθεί υπόψη προκειμένου να κριθεί αν η οικονομική συνδρομή συμβιβάζεται προς την κοινή αγορά είναι η περίοδος κατά την οποία χορηγήθηκαν οι ενισχύσεις. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, από τον Ιούλιο του 1982 μέχρι το τέλος του 1984, οι εξαγωγές κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων προς τα άλλα κράτη μέλη αυξήθηκαν κατά 32 %, περισσότερο δε από το 50 % του κύκλου εργασιών της CBSF πραγματοποιήθηκε στον τομέα των κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και ενδυμάτων.

44

Περαιτέρω, η Επιτροπή αναφέρει, στις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως της, ότι η οικονομική βοήθεια που απέβλεπε στην ανασυγκρότηση της CBSF μείωσε το κόστος που κανονικά έπρεπε να βαρύνει την ίδια σε τέτοιο βαθμό, ώστε της παρέσχε πλεονέκτημα σε σχέση με τους ανταγωνιστές της, οι οποίοι πρέπει να θεωρηθούν ως θιγέντες. Μειώνοντας το ποσό που κανονικά έπρεπε να πληρώσει η CBSF για να εξασφαλίσει την ορθολογική οργάνωση και τον εκσυγχρονισμό της, οι επίμαχες ενισχύσεις επηρέασαν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και νόθευσαν, ή απείλησαν να νοθεύσουν, τον ανταγωνισμό.

45

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι σκέψεις της Επιτροπής, θεωρούμενες στο σύνολό τους, δικαιολογούν το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή όσον αφορά τον παράνομο χαρακτήρα της ενισχύσεως. Επομένως, οι αιτιάσεις που αναφέρονται στον χαρακτήρα της ενισχύσεως και στο ασυμβίβαστο της προς την κοινή αγορά, συμπεριλαμβανομένων των αναφερομένων στην αιτιολογία της αποφάσεως, πρέπει να απορριφθούν.

46

Επικουρικώς, η γαλλική κυβέρνηση ζητεί από το Δικαστήριο να εξετάσει μήπως η ενίσχυση συμβιβάζεται προς την κοινή αγορά βάσει του άρθρου 92, παράγραφος 3, της Συνθήκης. Υποστηρίζει ότι η ανασυγκρότηση της CBSF είναι αναντίρρητη και ότι οι ενισχύσεις διευκόλυναν την ανάπτυξη και τον αναπροσδιορισμό των βιομηχανικών δραστηριοτήτων της κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο γ ), της Συνθήκης.

47

Εν συνεχεία, η γαλλική κυβέρνηση θεωρεί ότι η χορήγηση της ενισχύσεως προς τη CBSF έλαβε χώρα σε περιοχές όπου υπάρχει σοβαρή υποαπασχόληση σε σχέση με τον μέσον όρο της Κοινότητας, κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο α ), της Συνθήκης.

48

Τέλος, η γαλλική κυβέρνηση θεωρεί ότι οι ενισχύσεις είναι σύμφωνες προς τις διάφορες προϋποθέσεις που προβλέπονται, αφενός μεν, στις κατευθυντήριες γραμμές για τις ενισχύσεις στη βιομηχανία κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και ενδυμάτων οι οποίες καθορίστηκαν από την Κοινότητα και απευθύνθηκαν προς όλα τα κράτη μέλη το 1971 και το 1979, αφετέρου δε, στο πλαίσιο του γαλλικού συστήματος ενισχύσεων στη βιομηχανία κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και ενδυμάτων του 1984.

49

Τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν μπορούν να γίνουν δεκτά. Πρέπει να υπομνηστεί ότι, στο πλαίσιο του άρθρου 92, παράγραφος 3, της Συνθήκης, η Επιτροπή έχει ευρεία διακριτική εξουσία, η άσκηση της οποίας προϋποθέτει εκτιμήσεις οικονομικής και κοινωνικής φύσεως που πρέπει να γίνουν σε κοινοτικό πλαίσιο.

50

Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή, χωρίς να υπερβεί τα όρια της διακριτικής της εξουσίας, έκρινε ότι οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στη CBSF δεν μπορούσαν να υπαχθούν στην εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχείο γ ), της Συνθήκης υπέρ των ενισχύσεων για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον. Ειδικότερα, οι ενισχύσεις μείωσαν το κόστος παραγωγής της CBSF, εξασθενίζοντας κατ' αυτόν τον τρόπο την ανταγωνιστικότητα άλλων κατασκευαστών της Κοινότητας, με κίνδυνο να τους αναγκάσουν να αποσυρθούν από την αγορά ακόμα και αν εξακολουθούσαν μέχρι τότε να ασκούν τις δραστηριότητες τους χάρη σε αναδιάρθρωση και βελτιώσεις της παραγωγικότητας και της ποιότητας χρηματοδοτούμενες με δικούς τους πόρους.

51

Όσον αφορά το επιχείρημα που αναφέρεται στην εφαρμογή του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο α), της Συνθήκης, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη την οικονομική κατάσταση των οικείων περιοχών σε σχέση με την οικονομική κατάσταση ολόκληρης της Κοινότητας. Από τα στατιστικά στοιχεία που προσκόμισαν η Επιτροπή και το παρεμβαίνον, τα οποία δεν αμφισβήτησε η γαλλική κυβέρνηση, προκύπτει ότι οι περιοχές όπου βρίσκονται οι εργοστασιακές μονάδες παραγωγής της CBŚF, υπέρ των οποίων χορηγήθηκαν οι ενισχύσεις, δεν είναι περιοχές στις οποίες το βιοτικό επίπεδο είναι ασυνήθως χαμηλό ή στις οποίες υπάρχει σοβαρή υποαπασχόληση.

52

Προς στήριξη του επιχειρήματος που αναφέρεται στις κατευθυντήριες γραμμές που χάραξε η Επιτροπή για τον τομέα της κλωστοϋφαντουργίας το 1971 και το 1977, η γαλλική κυβέρνηση προβάλλει ότι οι χρηματοδοτικές παρεμβάσεις κατέστησαν δυνατή την αναδιάρθρωση της CBSF, η οποία συνίσταται, πρώτον, σε μείωση της παραγωγικής ικανότητας και του ενεργητικού, δεύτερον, σε αντικατάσταση των μη αποδοτικών ή επισφαλών δραστηριοτήτων από αποδοτικές δραστηριότητες, και τρίτον, σε αύξηση της παραγωγικότητας με τη χρησιμοποίηση προηγμένης τεχνολογίας. Επομένως, οι επίμαχες χρηματοδοτικές παρεμβάσεις δεν είχαν ως συνέπεια την τεχνητή παράταση της λειτουργίας της CBSF και κατά συνέπεια δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ενισχύσεις διασώσεως.

53

Επ' αυτού, η Επιτροπή θεωρεί ότι η CBSF δεν υπέστη θεμελιακή αναδιοργάνωση που να καθιστά δυνατή την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας της με τη διαρρύθμιση του μεγέθους της και της οργανώσεως της. Η βιωσιμότητα της δεν είναι αποτέλεσμα ιδιωτικών επενδύσεων, οπότε οι επίμαχες χρηματοδοτικές παρεμβάσεις αποτελούν ενισχύσεις διασώσεως μη προβλεπόμενες στις κατευθυντήριες γραμμές για τον τομέα των κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων.

54

Ως προς το ζήτημα αυτό,πρέπει να παρατηρηθεί ότι, στην απόφαση της, η Επιτροπή διαπιστώνει, ορθώς, αφενός μεν, γενική μείωση της κοινοτικής παραγωγής στον τομέα της βιομηχανίας κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και ενδυμάτων, υπό την πίεση του ανταγωνισμού των τρίτων χωρών, αφετέρου δε, μείωση κατά 40 % του συνόλου του εργατικού δυναμικού στον τομέα αυτό μεταξύ 1975 και 1985. Επομένως, οι μειώσεις της CBSF οφείλονται, εν μέρει, στην εν γένει εξέλιξη της αγοράς σε ένα τομέα όπου η ζήτηση μειώθηκε σημαντικά. Εξάλλου, αντί αναδιαρθρώσεως, η CBSF περιορίστηκε στον παροπλισμό πεπαλαιωμένου υλικού χρονολογουμένου πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και στον καθυστερημένο εκσυγχρονισμό, με επενδύσεις υψηλής τεχνολογίας, των εγκαταστάσεων παραγωγής, προκειμένου να συνεχίσουν τη λειτουργία τους, χωρίς να επιφέρει ουσιαστικές αλλαγές ικανές να αποκαταστήσουν την από ετών απολεσθείσα ανταγωνιστικότητα της. Οι επίμαχες χρηματοδοτικές παρεμβάσεις είχαν, επομένως, ως σκοπό την τεχνητή παράταση της λειτουργίας της CBSF, ενώ η εν λόγω επιχείρηση βρισκόταν σε κατάσταση πτωχεύσεως. Στο εγγύς μέλλον δεν μπορεί να αναμένεται ότι η επιχείρηση αυτή θα είναι βιώσιμη χωρίς νέες ενισχύσεις, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της υφισταμένης υπερπαραγωγής στον τομέα για τον οποίο πρόκειται.

55

Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι οι χρηματοδοτικές παρεμβάσεις δεν οδήγησαν, βραχυπρόθεσμα, τη CBSF σε επίπεδο ανταγωνιστικότητας επαρκώς υψηλό ώστε η εν λόγω εταιρία να μπορεί να λειτουργήσει επιτυχώς στο πλαίσιο της διεθνούς αγοράς κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων.

56

Η χορήγηση των ενισχύσεων προς τη CBSF αποτελεί, επίσης, παράβαση των διαφόρων προϋποθέσεων από τις οποίες εξαρτάται, από το 1984, η υπαγωγή σε γαλλικό σύστημα ενισχύσεων για τη βιομηχανία κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και ενδυμάτων υπό μορφή μειώσεως των κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών. Επομένως, όσον αφορά την προϋπόθεση ότι ενισχύσεις χορηγούνται μόνο για επενδυτικούς σκοπούς και μόνον εάν η επιχείρηση είναι σε θέση να χρηματοδοτήσει με δικούς της πόρους τουλάχιστον το 50 % των επενδύσεων, αρκεί η παρατήρηση ότι από μη αμφισβητηθέντα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι, μέχρι το 1986, οι χορηγηθείσες ενισχύσεις υπερέβαιναν τις επενδύσεις που είχε πραγματοποιήσει η CBSF στον τομέα της κλωστοϋφαντουργίας.

57

Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που περιέχει η απόφαση όσον αφορά την κατάσταση της βιομηχανίας κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και ενδυμάτων στην Κοινότητα και στη Γαλλία, το ενδοκοινοτικό εμπόριο και την υποτιθέμενη αναδιάρθρωση της CBSF, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν υπερέβη τα όρια της διακριτικής της εξουσίας, εκτιμώντας ότι οι ενισχύσεις δεν μπορούν να υπαχθούν στις εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 92, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

58

Από τις σκέψεις αυτές έπεται ότι ο λόγος ακυρώσεως που αναφέρεται στην εφαρμογή του άρθρου 92 της Συνθήκης πρέπει να απορριφθεί.

Ε — Επί τον λόγον ακυρώσεως περί παραβιάσεως της γενικής αρχής της αναλογικότητας

59

Κατά τη γαλλική κυβέρνηση, με την προσβαλλομένη απόφαση παραβιάζεται η γενική αρχή της αναλογικότητας, διότι, αφενός μεν, η απόφαση δεν λαμβάνει υπόψη ούτε τις δαπάνες για την αναδιάρθρωση στις οποίες υποβλήθηκε η CBSF ούτε το γεγονός ότι, αν δεν είχε επιτευχθεί η ανασυγκρότηση της, η CBSF θα είχε τεθεί υπό εκκαθάριση, με σημαντικές συνέπειες για τους πιστωτές της και για το κοινωνικό σύνολο, αφετέρου δε, η επιτασσομένη επιστροφή των ενισχύσεων είναι μέτρο δυσανάλογο προς τις δυσμενείς επιπτώσεις τους για τον ανταγωνισμό.

60

Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί. Όπως απέδειξε η Επιτροπή στην απόφαση της, οι χορηγηθείσες ενισχύσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι οδήγησαν σε πραγματική αναδιάρθρωση της CBSF. Η εν λόγω επιχείρηση περιορίστηκε στον εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων παραγωγής, χωρίς να επιφέρει θεμελιώδεις αλλαγές, αντικαθιστώντας μηχανήματα τελείως απηρχαιωμένα και προσαρμόζοντας την τεχνική και τις μεθόδους παραγωγής στην τεχνολογική εξέλιξη που είχε σημειωθεί κατά τα προηγούμενα έτη στην υπόλοιπη κοινοτική βιομηχανία κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων. Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που περιέχονται στην απόφαση σχετικά με τις μειώσεις του εργατικού δυναμικού και της παραγωγικής ικανότητας, ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι οι ενισχύσεις δεν αποτελούσαν επενδύσεις αναδιαρθρώσεως και δεν έλαβε υπόψη στην απόφαση της το κόστος της υποτιθεμένης αναδιαρθρώσεως.

61

Όπως αναφέρει η Επιτροπή στην απόφαση της, επί είκοσι επτά εργοστασιακών μονάδων παραγωγής και 4730 εργαζομένων που μεταβιβάστηκαν σε ανεξάρτητες εταιρίες, δεκατρείς μονάδες, οι οποίες αντιπροσωπεύουν δυναμικό 3153 ατόμων, ήτοι 66,66 % του συνολικού αριθμού των μεταβιβασθεισών θέσεων εργασίας, έκλεισαν και έπαυσαν οριστικώς να παράγουν κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα. Η Επιτροπή θεώρησε ότι η ενίσχυση για τη διευκόλυνση των δεκατριών αυτών μεταβιβάσεων είχε καταργηθεί. Κατά συνέπεια, επιτάσσοντας την επιστροφή μόνο του 33 % περίπου του συνόλου των ενισχύσεων, η Επιτροπή τήρησε την αρχή της αναλογικότητας.

62

Επομένως, και ο τελευταίος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

63

Δεδομένου ότι κανένας από τους λόγους ακυρώσεως τους οποίους προέβαλε η γαλλική κυβέρνηση δεν έγινε δεκτός, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

Επί των δικαστικών εξόδων

64

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι η Γαλλική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε το παρεμβαίνον.

 

Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

 

2)

Καταδικάζει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 

Due

Κακούρης

Schockweiler

Koopmans

Mancini

Grévisse

Diez de Velasco

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 14 Φεβρουαρίου 1990.

Ο γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο πρόεδρος

Ο. Due


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top