EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61980CC0172

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Sir Gordon Slynn της 3ης Ιουνίου 1981.
Gerhard Züchner κατά Bayerische Vereinsbank AG.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Amtsgericht Rosenheim - Γερμανία.
Τραπεζικές προμήθειες.
Υπόθεση 172/80.

European Court Reports 1981 -02021

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1981:128

ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟῦ ΓΕΝΙΚΟΎ ΕΊΣΑΓΓΕΛΈΩΣ

SIR GORDON SLYNN

ΠΟΫ ΆΝΕΠΤΫΧΘΗΣΑΝ ΣΤΊΣ 3 'ΙΟΥΝΊΟΥ 1981 ( 1 )

Κύριε πρόεδρε,

κύριοι δικαστές,

Ἡ παροῦσα υπόθεση φέρεται ενώπιον τοῦ Δικαστηρίου κατόπιν αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικῆς ἀποφάσεως πού υπέβαλε τό Amtsgericht τοῦ Rosenheim τῆς 'Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας τῆς Γερμανίας.

Όπως προκύπτει ἀπό τίς γραπτές παρατηρήσεις πού κατετέθησαν ἐκ μέρους τῆς Bayerische Vereinsbank AG («τῆς τραπέζης»), στίς 21 Μαΐου 1971, ὁ Züchner, ενάγων στην δίκη ενώπιον τοῦ Amtsgericht, άνοιξε λογαριασμό στό παράρτημα τῆς τραπέζης στό Rosenheim, ὑπό τους συνήθεις ὅρούς της. Στίς 17 'Ιουλίου 1979 ὁ Züchner εξέδωσε ἐπί τῆς τραπέζης επιταγή ποσοῦ 10000 μάρκων. Ό ἀποδέκτης διέμενε στην 'Ιταλία ἡ δέ τράπεζα ἐχρέωσε τόν Züchner μέ ἀμοιβή ἴση πρός 0,15 % ἐπί τοῦ ποσοῦ τῆς επιταγής, πού ἀποτελεί τήν συνήθη προμήθεια πού επιβάλλει ἡ τράπεζα ἐπί μεταφορών (χρημάτων) πρός τό εξωτερικό. Ή ἀνωτέρω ἀμοιβή, 15 DM, χρεώθηκε στόν λογαριασμό τοῦ Züchner. 'Εν συνεχεία ὁ Züchner ήγειρε ἀγωγή κατά τῆς τραπέζης, ζητώντας τήν επιστροφή τῶν 15 μάρκων, γιά τόν λόγο ὅτι ἡ χρέωση μιᾶς τέτοιας αμοιβής ἐπί συναλλαγών μεταξύ Κρατών μελών εισάγει διακρίσεις και ἀντιβαίνει πρός τίς διατάξεις τῆς συνθήκης ΕΟΚ, ειδικότερα πρός τά άρθρα 7, 67, 85 καί 86. Ή τράπεζα ἐπέστρεψε τό συγκεκριμένο αυτό ποσό, ὁ Züchner ὅμως επέμεινε στην ἀγωγή του, ζητώντας νά ἀναγνωρισθεί ὅτι τό ἐν λόγω τέλος ἀντιτίθεται πρός τήν συνθήκη.

Τό Amtsgericht παρέπεμψε τήν ὑπόθεση στό Δικαστήριο, γιά έκδοση προδικαστικής ἀποφάσεως ἐπί τοῦ ἀκολούθου ερωτήματος:

«Ή είσπραξη στίς ενδοκοινοτικές πράξεις πληρωμών καί κινήσεις κεφαλαίων μεταξύ τραπεζῶν, ενιαίας τραπεζικής προμηθείας 0,15 % ἐπί τοῦ πρός μεταφορά ποσοῦ, συνιστά παράβαση τῶν άρθρων 85 καί 86 τῆς Συνθήκης ΕΟΚ, ὡς εναρμονισμένη πρακτική Ικανή νά επηρεάσει τίς εμπορικές συναλλαγές;»

Φαίνεται ὅτι τό Amtsgericht ἀπέκλεισε ἀπό τήν διάταξη περί παραπομπής τά άρθρα 7 καί 67, γιά τό λόγο ὅτι κανένα ἀπό αυτά δέν παρέχει δικαιώματα, τῶν ὁποίων δύναται νά γίνει επίκληση ἀπό άτομα. Πάντως ὁ Züchner στίς γραπτές του παρατηρήσεις ζήτησε ἀπό τό Δικαστήριο νά λάβει ὑπ' ὄψη τό άρθρο 67, ἀφιέρωσε δέ σημαντικό μέρος τῶν γραπτών του παρατηρήσεων στην εξέταση τοῦ άρθρου αὐτοῦ καθώς καί διαφόρων άλλων (ὅπως τά άρθρα 13 καί 30). Κατά τήν γνώμη μου δέν εἶναι ὀρθό νά ληφθούν ὑπ' ὄψη τά αἰτή-ματα αυτά, ἀφού τό Amtsgericht περιώρισε σαφώς τήν αίτηση εκδόσεως προδικαστικής ἀποφάσεως, στους κανόνες ἀνταγωνισμού.

Ό δικηγόρος τῆς τραπέζης Ισχυρίσθηκε κατά πρώτο, χωρίς νά ἀναφέρει νομολογιακές ἡ άλλες πηγές, ὅτι οἱ τράπεζες ἐξαιρούνται κατά μεγάλο μέρος ἀπό τους κανόνες ἀνταγωνισμού. Τά δύο ερείσματα τοῦ ἰσχυρισμού αυτού, στά όποια ἀνεφέρθη είναι τά'άρθρα 90 παράγραφος 2, καί 104 ἑπ. τῆς συνθήκης ΕΟΚ.

Ὅσον ἀφορᾶ τό άρθρο 90 παράγαφος 2, ἀκόμα καί ἄν οἱ τράπεζες δύνανται νά θεωρηθούν ὡς ἐπιχειρήσεις επιφορτισμένες μέ τήν διαχείριση υπηρεσιών γενικού οἰκο-νομικοῦ συμφέροντος, τό Δικαστήριο επεσήμανε, στην υπόθεση 127/73 BRT κατά SABAM (1974) Rec. 313 (σ. 318) ὅτι οἱ επιχειρήσεις εμπίπτουν στην κατηγορία αύτη μόνον ἄν έχουν επιφορτισθεῖ με τίς λειτουργίες αυτές δυνάμει πράξεως της δημοσίας ἀρχῆς. Αυτό δύναται νά συμβαίνει, στην περίπτωση ὅπού, ὅπως στην υπόθεση 10/71 Ministère Public de Luxembourg κατά Müller (1971 ) Rec. 723, μία επιχείρηση ιδρύεται μέ νόμο, τῆς παρέχονται δέ προνόμια γιά την επίτευξη τῶν σκοπῶν γιά τους ὁποίους συνεστάθη, ἤ στην περίπτωση ὅπου ἕνα Κράτος μέλος εμπιστεύεται σέ μιά καθαρά ιδιωτική επιχείρηση τήν διαχείριση τέτοιων υπηρεσιῶν. 'Εν προκειμένω δέν ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ τράπεζα ἐπεφορτίσθη ἀπό δημοσία ἀρχή μέ τήν διαχείριση οἱωνδήποτε υπηρεσιῶν γενικού οἰκονομικοῦ συμφέροντος, χωρίς νά γίνει λόγος γιά τό ὅτι ἡ εξόφληση επιταγών πού έχουν εκδοθεί υπέρ ἀλλοδαπού ἀποδεκτού ή, γενικότερα, ἡ μεταφορά προς τό ἐξωτερικό, χρημάτων τῶν πελατών της, δέν εμπίπτει στά ιδιαίτερα καθήκοντα πού έχουν ἀνατεθεί στην τράπεζα ἀπό δημοσία ἀρχή. Νομίζω λοιπόν ὅτι ἡ τράπεζα δέν δύναται νά βασισθεί στό άρθρο 90 παράγραφος 2, στό παρόν στάδιο τῆς ἀποδεικτικῆς διαδικασίας, ἐν προκειμένω. 'Επί πλέον καί ἄν ἀκόμα υπῆρχαν τέτοιες ἀποδείξεις, οἱ κανόνες ἀνταγωνισμοῦ ἀποκλείονται μόνον κατά τό μέρος πού παρεμποδίζουν νομικώς ἡ πρακτικώς τά ἀνωτέρω καθήκοντα καί ἐφ' ὅσον δέν επηρεάζεται ή ἀνάπτυξη τοῦ εμπορίου, σέ τέτοιο βαθμό ώστε αυτό νά ἀντίκειται πρός τά συμφέροντα τῆς Κοινότητος.

Γιά τους ἐν προκειμένω σκοπούς, τά άρθρα 104 ἑπ. δέν φαίνονται νά κάνουν τίποτα περισσότερο ἀπό τό νά υποδεικνύουν ὅτι ὁρισμένες πλευρές τῶν τραπεζικών εργασιών δύναται νά εἶναι γενικοῦ οικονομικοῦ συμφέροντος. Κατά τήν γνώμη μου τά ἀνωτέρω άρθρα δέν εξαίρουν μέ κανένα τρόπο, τήν τράπεζα ἀπό τους κανόνες τῶν άρθρων 85 καί 86.

Γιά νά ὑπάρξει παράβαση τοῦ ἄρθρου 85 πρέπει νά συντρέξουν τρεις προϋποθέσεις: (i) πρέπει νά υπάρχει συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων, ἀπόφαση μιᾶς ἑνώσεως επιχειρήσεων ἡ εναρμονισμένη πρακτική, πού (ii) νά έχει ὡς ἀντικείμενο ἡ ως ἀποτέλεσμα τήν παρεμπόδιση, τόν περιορισμό ἡ τήν νόθευση τοῦ ἀνταγωνισμοῦ εντός τῆς κοινής ἀγοράς καί πού (iii) δύνανται νά επηρεάσουν τό εμπόριο μεταξύ Κρατών μελών.

Όσον άφορᾶ τήν πρώτη προϋπόθεση, ἡ διάταξη περί παραπομπής ἀναφέρεται μόνο στην εναρμονισμένη πρακτική.

Στην υπόθεση 48/69 ICI κατά 'Επιτροπῆς (1972) Rec. 619 (σ. 655), τό Δικαστήριο ὥρισε τήν εναρμονισμένη πρακτική ὡς μορφή συντονισμοῦ μεταξύ επιχειρήσεων, ή ὁποία υποκαθιστᾶ συνειδητά μιά πρακτική συνεργασία στους κινδύνους τοῦ ἀνταγωνισμοῦ. Δέν ἀρκεῖ, γιά τήν στοιχειοθέτηση ἀπαγορευμένης συμπεριφοράς, ἀπλώς τό ὅτι οἱ ἐπιχειρήσεις γιά τίς όποιες πρόκειται έχουν προσαρμόσει τόν δικό τους τρόπο διεξαγωγής τῶν εργασιών ὥστε νά λαμβάνουν ὑπ' ὄψη τήν πραγματική ἡ ενδεχομένη συμπεριφορά άλλων ἀνταγωνιστών, ἀλλά πρέπει νά υπάρχει «άμεση ἤ έμμεση επαφή μεταξύ τῶν ἐπιχειρηματιών αυτών, πού νά έχει ὡς ἀντικείμενο ἡ ὡς ἀποτέλεσμα εἴτε νά επηρεάσει τήν εντός τῆς ἀγορᾶς συμπεριφορά ἑνός πραγματικοῦ ἤ δυνητικοῦ ἀνταγωνιστοῦ ἡ νά τοῦ ἀποκαλύψει τήν συμπεριφορά πού αυτοί οἱ ίδιοι ἀπεφάσισαν ή σκέπτονται νά υιοθετήσουν ἐντός τῆς ἀγορᾶς» (υποθέσεις 40 ὡς 48, 50, 54 ὡς 56, 111, 113 καί 114/73 Suiker Unie κατά Zføv-τροπῆς (1975) Rec. 1663 (σ. 1942).

Ὁ Züchner, ἰσχυρίσθη ὅτι ἡ ἐπιβολή ἀπό διάφορες τράπεζες προμηθείας, στό ἴδιο ποσοστό ἀποτελεί ἀπόδειξη εναρμονισμένης πρακτικής. Παρόμοια κατάσταση ἀντιμετωπίσθι στην ἀνωτέρω υπόθεση ICI Στην υπόθεση εκείνη τό Δικαστήριο ἔκρινε (σ. 655, παράγραφοι 66—68) ὅτι ἡ παράλληλη συμπεριφορά δύναται νά ἀποτελέσει Ισχυρή ἀπόδειξη εναρμονισμένης πρακτικής, ὅταν ὁδηγεί σέ συνθήκες ἀνταγωνισμοῦ πού δέν ἀνταποκρίνονται στίς κανονικές συνθήκες τῆς ἀγοράς. Αυτό θά κριθεί βάσει τῶν ἀποδείξεων ὡς σύνολο, λαμβάνοντας ὑπ' ὄψη τήν φύση των προϊόντων, τό μέγεθος καί τόν ἀριθμό των επιχειρήσεων, τόν ὄγκο καί άλλα εἰδικά χαρακτηριστικά τῆς ἀγοράς.

Όπως παρετήρησε τό Δικαστήριο στην υπόθεση Suikker Unie, supra, ἀκόμα καί τό γεγονός ὅτι μιά έπιχείριση ευθυγραμμίζει τίς τιμές τῆς ἐπί τῆς ὑψηλοτέρας τιμής πού επιβάλλει ένας ἀνταγωνιστής, δέν ἀποτελεί ἀναγκαστικά ἀπόδειξη εναρμονισμένης πρακτικής δύναται νά εξηγηθεί ὡς προσπάθεια νά επιτευχθεί τό μεγάλο κέρδος (σ. 1962 παράγραφος 285). "Αν, πάντως, ἀποδεικνύεται ὅτι οἱ ἐμπλακεῖσες επιχειρήσεις παρέχουν ἡ μία στην άλλη πληροφορίες σχετικά μέ τίς τιμές τους, υπάρχει έδαφος γιά τήν διαπίστωση ὅτι έχουν ἀναλάβει εναρμονισμένη πρακτική.

"Οπως προκύπτει ἀπό τά έγγραφα καί ἀπό ὅσα ἀνεφέρθησαν κατά τήν συνεδρίαση ή ἐν προκειμένω ὑπό εξέταση προμήθεια ἀποτελεί γενική προμήθεια ἐπί τῶν πληρωμῶν άνω τῶν 4000 μάρκων, πού γίνονται έκτός Γερμανίας, ἡ ὁποία φαίνεται ὅτι εἰσήχθη στην δεκαετία τοῦ 1950, σήμερα δέ ἀποτελεί μέρος τῶν γενικών ὅρων τῆς τραπέζης, οἱ όποιοι διέπουν τίς σχέσεις μέ τους πελάτες της. Ἐφαρμόζεται στό ἴδιο ενιαίο ποσοστό (0,15 %) ἐπί ὅλων τῶν μεταφορών άνω τῶν 4000 μάρκων, ὅποια κι ἄν εἶναι ή χώρα διαμονής τοῦ ἀποδεκτού, εἴτε εὑρίσκεται εντός τῆς Κοινότητος εἴτε ὄχι. Δέν πρόκειται γιά τό πραγματικό κόστος κάθε μεταφοράς, άλλα λέγεται ὅτι ἀποτελεί προφανώς συνεισφορά στό συνολικό κόστος ἐκτελέσεως ὅλων αυτών τῶν μεταφορών. Ή τράπεζα επιβάλλει μόνο ένα ὀνομαστικό ποσό γιά μεταφορές κάτω τῶν 4000 μάρκων, πού εἶναι τό ἴδιο μέ τό ποσό πού κρατείται γιά τίς εσωτερικές συναλλαγές.

Λέγεται ὅτι τήν δικαιολογία αὐτοῦ, τῆς ὑψηλοτέρας προμηθείας, ἀποτελεί ὁ περισσότερο περίπλοκος χαρακτήρας τῶν πράξεων ξένου συναλλάγματος, πού δέν δύνανται νά εκκαθαρισθούν μέσω κεντρικού ὀργάνου, ὅπως συμβαίνει μέ τίς μεταφορές χρημάτων στό εσωτερικό τῆς Γερμανίας, οἱ όποιες εκκαθαρίζονται ἀπό τήν Deutsche Bundesbank. 'Απαιτείται ενδεχομένως ή διατήρηση πιστώσεων σέ ξένα συναλλάγματα, ἡ σύναψη συμφωνιών μέ ἀλλοδαπές τράπεζες καί ἡ πρόσληψη υπαλλήλων πού δύνανται νά χειρίζονται γλώσσες καί συναλλάγματα διαφορετικά ἀπό τά δικά τους.

Ή τράπεζα ἀρνείται τήν ύπαρξη οιασδήποτε συμφωνίας ἡ εναρμονισμένης πρακτικής μεταξύ τραπεζών στην Γερμανία ή άλλοῦ, πού νά έχει ὡς σκοπό ἡ ἀποτέλεσμα ἀπαγορευόμενο ἀπό τό άρθρο 85. 'Ανεφέρθη ὅτι δέν υπάρχει ἐναρμονισμένη πρακτική επειδή ἡ τράπεζα ἀπεφάσισε ἀνεξαρτήτως τήν επιβολή τῆς ἐν λόγω προμηθείας: δέν υπάρχει παράβαση τοῦ άρθρου 85 ipso facto, ἀκόμα καί ἄν άλλες τράπεζες ἐπιβάλλουν τό ἴδιο τέλος. Μιά τράπεζα δικαιούται, ὅπως καί κάθε άλλη επιχείρηση νά δημιουργήσει τό μέγιστο κέρδος χωρίς, κατ' ἀνάγκη, νά παραβεί τό άρθρο 85.

Ἄν δέν υπήρχαν άλλα ἀπό τά περιστατικά πού ἀνεφέρθησαν, θά ἠδύνατο νά υποστηριχθεί ὅτι δέν υπάρχουν ἐπαρκείς ἀποδείξεις εναρμονισμένης πρακτικής παρά τό ὅτι ὁ Züchner ἀναφέρεται σέ άλλες τράπεζες. Υπάρχουν ὅμως καί άλλα περιστατικά. Όπως προκύπτει ἀπό τίς ἀπαντήσεις σέ ερωτήσεις τοῦ Δικαστηρίου, παρόμοια προμήθεια μέ τήν ὑπό εξέταση ἐν προκειμένω επιβάλλεται καί ἀπό άλλες τράπεζες στή Γερμανία ἄν καί δέν λαμβάνουν ἴσως ὅλες τά 4000 μάρκα ὡς ὅριο γιά τήν επιβολή τῆς προμηθείας, υπάρχουν δέ ίσως διαφορετικές πρακτικές ὡς πρός τά μικρότερα ποσά. Γίνεται επίσης δεκτό ὅτι τό γεγονός τῆς επιβολής τῆς ἐν λόγω προμηθείας ἀπό τήν τράπεζα καί ἀπό άλλες τράπεζες, εἶναι γνωστό, ἡ εἶναι πιθανῶς γνωστό στην κάθε μία ἀπ' αυτές.

Δυνατόν τά στοιχεία αυτά καθ' ἑαυτά νά μή ἀποτελοῦν κατ' ἀνάγκη ἀπόδειξη εναρμονισμένης πρακτικής, ἀποτελοῦν ὅμως ἀπόδειξη ὅτι υπάρχει πρόβλημα πού πρέπει νά ερευνηθεί ἀπό τό εθνικό δικαστήριο.

Τό γεγονός ὅτι ἡ προμήθεια ἀντιπροσωπεύει τήν ἀμοιβή τῆς τραπέζης γιά τίς υπηρεσίες πού παρέχει στους πελάτες της, δέν ἀποτελεί ἀπάντηση ἄν εἴτε ἡ ἐπιβολή του εἴτε τό ὕψος του εἶναι ἀποτέλεσμα πρακτικής πού ἀπαγορεύεται ἀπό τους κανόνες ἀνταγωνισμού. "Ισως, ὑπό κανονικές συνθήκες ἀνταγωνισμού, ἡ προμήθεια νά μή ἐπεβάλλετο καθόλου ἡ νά ἐπεβάλλετο σέ χαμηλότερο ποσοστό, ἡ δέ ἀπώλεια πού θά προέκυπτε ἀπό τόν τομέα αυτόν των δραστηριοτήτων τῆς τραπέζης θά ἐκαλύ-πτετο μέ τά κέρδη ἀπό άλλο τομέα. Δέν ἀποκλείεται νά ήταν διατεθειμένη ἡ τράπεζα νά ενεργεί αυτές τίς μεταφορές μέ ἀπώλεια, γιά νά διατηρήσει τους πελάτες της.

"Αν ἀπεδεικνύετο ἡ ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής καθορισμού τοῦ ύψους τῆς προμηθείας γιά τήν εκτέλεση μεταφορών χρημάτων, ἡ πρακτική αυτή θά ήταν ἱκανή νά πληρώσει τήν δεύτερη προϋπόθεση πού ἀνεφέρθη προηγουμένως, δηλαδή ὅτι έχει ὡς ἀντικείμενο ἡ ὡς ἀποτέλεσμα τήν παρεμπόδιση, τόν περιορισμό, ἡ τήν νόθευση τοῦ ἀνταγωνισμού εντός τῆς κοινής ἀγοράς.

'Ακόμα καί ἄν τό ἀντικείμενο τῆς εναρμονισμένης πρακτικής δέν εἶναι ἡ παρεμπόδιση, ὁ περιορισμός ἡ ἡ νόθευση τοῦ ἀνταγωνισμού, αὐτη θά ἠδύνατο βεβαίως νά έχει αυτό τό ἀποτέλεσμα (ἐφ' ὅσον θά ήταν σημαντικό ἡ ουσιώδες ἀποτέλεσμα) μέσω τοῦ καθορισμού τοῦ τιμήματος τῶν παρεχομένων υπηρεσιών, ανεξάρτητα ἀπό καθαρώς οικονομικούς παράγοντες καί ἑπομένως νά τείνει στην ἀποθάρρυνση μιᾶς πιό ἀποτελεσματικής παροχής τῶν υπηρεσιών αυτών. Αυτό εἶναι επίσης θέμα πού πρέπει νά ερευνηθεί ἀπό τό εθνικό δικαστήριο.

Γιά νά δώσει ἀπάντηση στό ερώτημα αυτό, τό εθνικό δικαστήριο ὀφείλει νά εξετάσει τό πλήρες οικονομικό πλαίσιο τῆς πρακτικής καί Ιδιαίτερα νά λάβει ὑπ' ὄψη τόν ἀριθμό τῶν τραπεζών πού τήν ἀκολουθούν καί τόν ἀριθμό τῶν μεταφορών πού εκτελούν (βλ. ὡς παράδειγμα, υπόθεση 23/67 Brasserie de Haecht κατά Wilkin (1967) Rec. 407). Ἡ οικονομική σημασία τῆς εναρμονισμένης πρακτικής δύναται νά εκτιμηθεῖ συγκρίνοντας τόν ἀριθμό τῶν ἐν λόγω μεταφορών μέ τόν ἀριθμό τῶν μεταφορών πού ἐκτελοῦνται ἀπό ἀνταγωνιστές τῶν τραπεζῶν, οἱ όποιες ἀκολουθοῦν τήν πρακτική. "Αν οἱ πρώτες εἶναι ἀναλόγου βαθμοῦ σπουδαιότητος μέ τίς δραστηριότητες, λόγου χάριν, πού ἐξε-τάσθησαν στην υπόθεση 19/77 Miller κατά 'Επιτροπῆς (1978) Rec. 131 (δηλαδή τῆς τάξεως τοῦ 5 %) σέ ἀντίθεση μέ τίς ὑπό ἐξέταση στην υπόθεση 56/65 Technique Minière κατά Maschinenbau Ulm (1966) Rec. 235 καί στην υπόθεση 5/69 Völk κατά Vervaecke (1969) Rec. 295 (δηλαδή κάτω τοῦ 1 ο/ο), τό εθνικό δικαστήριο έχει λόγους νά συμπεράνει ὅτι ὁ περιορισμός τοῦ ἀνταγωνισμού είναι σημαντικός. Τό εθνικό δικαστήριο δύναται επίσης νά λάβει ὑπ' ὄψη γιά τόν σκοπό αυτό τόν ὄγκο τῶν μεταφορών πού ἐνεργοῦν οἱ τράπεζες, οἱ όποιες ἀκολουθοῦν τήν εναρμονισμένη πρακτική.

Ὅσον άφορᾶ την τρίτη προϋπόθεση, δηλαδή τό ἀποτέλεσμα ἐπί τοῦ εμπορίου μεταξύ Κρατών μελών, τό εθνικό δικαστήριο πρέπει νά κρίνει, ἀφοῦ εξετάσει ὅλα τά στοιχεία, ἄν υπάρχει ἀγορά τραπεζικών υπηρεσιών πού εκτείνεται σέ περισσότερα ἀπό ένα Κράτη μέλη καί ἄν ἡ ἐναρμονισμένη πρακτική εἶναι ἱκανή νά επηρεάσει την προσφορά καί τήν ζήτηση τῶν υπηρεσιών αὐτών μεταξύ τῶν ἐν λόγω Κρατών μελών. Πάντως, ἀφοῦ τό ἀποτέλεσμα ἐπί τοῦ εμπορίου μεταξύ Κρατών μελών ἀρκεῖ νά εἶναι έμμεσο (βλ. παραδείγματος χάριν τίς υποθέσεις 56 καί 58/64 Consten καί Grundig κατά Ἐπιτροπῆς (1966 Rec. 299, σ. 341), εἶναι ἀρκετή ἡ διαπίστωση ἀπό τό εθνικό δικαστήριο, ὅτι ἡ επιβολή τῆς προμηθείας στίς εξωτερικές μεταφορές δύναται, κατ' άλλο τρόπο, νά ἐπηρεάσει τό εμπόριο μεταξύ τῶν Κρατών μελών, καθιστώντας λόγου χάριν, επαχθεστέρα τήν ἀγορά ἀπό τό ἐξωτερικό.

Τό άρθρο 85 δέν ὁρίζει ρητώς ὅτι οἱ εναρμονισμένες πρακτικές εἶναι άκυρες επειδή, ἐξ ὑποθέσεως, τό εἶδος αυτό περιοριστικῆς πρακτικής πού καταδικάζει ἡ συνθήκη, δέν παράγει γενικώς νομική υποχρέωση δεσμευτική τῶν μερών. Τό άρθρο 85 παράγραφος 1 ὁρίζει ἐν τούτοις σαφώς ὅτι μιά τέτοια πρακτική ἀπαγορεύεται ὡς ἀσυμβίβαστη πρός τήν κοινή ἀγορά, τό δέ εθνικό δικαστήριο εἶναι ὑποχρεωμένο νά εφαρμόσει τήν ἀπαγόρευση αυτή. Τό ἀποτέλεσμα τῆς ἀπαγορεύσεως τῆς εναρμονισμένης πρακτικής, τήν ὁποία ἀκολουθεί ή τράπεζα (ἄν ἀποδειχθεί ὅτι αυτό συμβαίνει) ἐπί τῆς ευθύνης τοῦ Ζüchner πρός καταβολή τῆς ἐν λόγω προμηθείας στην τράπεζα, πρέπει νά κριθεί κατά τό γερμανικό δίκαιο.

Ή εναρμονισμένη πρακτική, ἄν καί δέν έχει τήν συναινετική φύση τῆς συμφωνίας ή τῆς ἀποφάσεως, προϋποθέτει σειρά ανεξαρτήτων ενεργειών, οἱ ὁποῖες ὅλες μαζί ἀντικαθιστοῦν τόν ἀνταγωνισμό μέ συνεργασία. 'Αντιθέτως, ένα ἀπό τά χαρακτηριστικά τῆς δεσποζούσης θέσεως πού καλύπτει τό άρθρο 86 εἶναι ὁ μονομερής χαρακτήρας της. Ἑπομένως, καίτοι τό ερώτημα πού υπέβαλε τό Amtsgericht στό Δικαστήριο ἀναφέρει καί τά δύο άρθρα, 85 καί 86, πρέπει να παρατηρήσω ὅτι μόνο τό πρώτο ισχύει, ἄν τά περιστατικά θεμελιώνουν τήν ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής. Πάντως, κατά τήν διαπίστωση τῶν περιστατικών, ἴσως τό Amtsgericht θελήσει νά ἐξετάσει επίσης ἄν υπάρχει ἀπόδειξη καταχρήσεως δεσποζούσης θέσεως μᾶλλον παρά εναρμονισμένη πρακτική.

Στρεφόμενο τότε πρός τό άρθρο 86, δύναται νά εφαρμόσει τήν διάταξη αυτή ἄν συντρέχουν τρεις προϋποθέσεις: (i) ύπαρξη δεσποζούσης θέσεως εντός τῆς κοινῆς ἀγοράς ἡ ουσιώδους μέρους τῆς (ii) κατάχρηση τῆς θέσεως αυτής ἀπό μιά ή περισσότερες επιχειρήσεις καί (iii) αποτέλεσμα ἐπί τοῦ εμπορίου μεταξύ Κρατών μελῶν.

Τό Δικαστήριο έχει ὁρίσει τήν δεσπόζουσα βέση, στην υπόθεση 27/76 United Brands κατά Ἐπιτροπῆς (1978) Rec. 207 (σ. 277) καί στην υπόθεση 85/76 Hoffmann-La Roche κατά Ἐπιτροπῆς (1979) Rec. 461 (σ. 520).

Γιά νά κριθεί ἄν υπάρχει δεσπόζουσα θέση, χρειάζεται νά ἀναλυθεί ἡ δομή τῆς ἀγορᾶς. Διάφοροι παράγοντες εἶναι σχε-τικοί, μεταξύ τῶν οποίων ένας ἀπό τους πιό σημαντικούς (ἀλλά ὄχι ἀποφασιστικός) εἶναι τό τμήμα τῆς ἀγοράς πού ἀντιστοιχεί στήν ἐν λόγω ἐπιχείρηση. "Αλλοι σχετικοί παράγοντες εἶναι ἡ ὀργάνωση τῆς επιχειρήσεως, οἱ απαιτούμενες τεχνικές γνώσεις καί πείρα καί οἱ διαθέσιμοι οικονομικοί πόροι. Φυσικά γιά νά τοποθετηθούν ὅλοι αυτοί οἱ παράγοντες στό δικό τους οικονομικό πλαίσιο ἀπαιτείται τό εθνικό δικαστήριο νά ὁρίσει την γεωγραφική ἔκταση τῆς ἀγοράς καί τίς υπηρεσίες πού άφορᾶ. Παραδείγματος χάριν, τό εθνικό δικαστήριο πρέπει νά εξετάσει ἄν ἡ ἀγορά άφορα ὅλες τίς τραπεζικές υπηρεσίες ή μόνο μεταφορές χρημάτων πρός τό εξωτερικό, ἄν καλύπτει ολόκληρη τήν Κοινότητα ή μόνο τήν Γερμανία.

"Αν καταλήξει στό συμπέρασμα ὅτι ἡ τράπεζα πράγματι κατέχει δεσπόζουσα θέση, τό εθνικό δικαστήριο πρέπει τότε νά κρίνει ἄν υπήρξε κατάχρηση της, ὅπως ὁρίζεται στην ὑπόθεση Hoffmann-La Roche (σ. 541). Ἄν, ἑπομένως, τό εθνικό δικαστήριο δια πιστώσει ὅτι ἡ τράπεζα, ἐνῶ κατείχε δεσπόζούσα θέση, κατέφυγε (1) σέ μεθόδου ξένες πρός εκείνες πού χρησιμοποιοῦντο σέ συνήθη βαθμό ἀνταγωνισμού, οἱ ὁποῖες (2) έχουν ὡς ἀποτέλεσμα τόν περαιτέρω περιορισμό τοῦ επιπέδου τοῦ ἀνταγω νισμοῦ στην ἀγορά, έχει λόγους νά σι μπεράνει ὅτι πληρούται ἡ δευτέρα προϋπό θέση. Πρέπει βεβαίως νά ἐξετάσει ἐπίσης ἄν ἐπηρεάσθη τό εμπόριο μεταξύ Κρατώ μελῶν.

Ἐν ὄψει τῶν ἀνωτέρω, εἶμαι τῆς γνώμης ὅτι στό ερώτημα πού υπέβαλε τό Amtsgericht στό Δικαστήριο πρέπει νά δοθεῖ ἡ ἀπάντηση ὅτι, ἀναλόγως τῶν περιστατικῶν καί ὅλων τῶν περιστάσεων, ἡ χρέωση ἑνιαίας τραπεζικής προμηθείας στίς μεταφορές κεφαλαίων καί ἄλλες πληρωμές μεταξύ τραπεζῶν ἐντός τῆς κοινής ἀγορᾶς δύναται νά συνιστᾶ εναρμονισμένη πρακτική, ἀντίθετη πρός τό ἄρθρο 85 τῆς συνθήκης ΕΟΚ.


( 1 ) Μετάφραση ἀπό τά ἀγγλικά.

Top