EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61978CJ0091

Απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Μαρτίου 1979.
Hansen GmbH & Co. κατά Hauptzollamt Flensburg.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Finanzgericht Hamburg - Γερμανία.
Φορολογικό καθεστώς της αλκοόλης.
Υπόθεση 91/78.

English special edition 1979:I 00515

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1979:65

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 13ης Μαρτίου 1979 ( *1 )

Στην υπόθεση 91/78,

η οποία έχει ως αντικείμενο αίτηση του Finanzgericht του Αμβούργου προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, και με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέ-μποντος δικαστηρίου μεταξύ

Hansen GmbH & Co., με έδρα το Flensburg,

και

Hauptzollamt Flensburg,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 37, 92 και 93 της Συνθήκης ΕΟΚ και του άρθρου 2, παράγραφος 1, της αποφάσεως του Συμβουλίου 70/549, της 29ης Σεπτεμβρίου 1970, της σχετικής με τη σύνδεση των υπερπόντιων χωρών και εδαφών με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, σε σχέση με την εφαρμογή του γερμανικού νόμου της 8ης Απριλίου 1922 περί μονοπωλίων αλκοόλης, όπως τροποποιήθηκε με τους νόμους της 2ας Μαΐου και 5ης Ιουλίου 1976,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους Η. Kutscher, πρόεδρο, J. Mertens de Wilmars και Mackenzie Stuart, προέδρους τμήματος, Α. Μ. Donner, P. Pescatore, Μ. Sørensen, Α. O'Keeffe, G. Bosco και Α. Touffait, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: F. Capotorti

γραμματέας: Α. Van Houtte

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

(το μέρος που περιέχει τα περιστατικά παραλείπεται)

Σκεπτικό

1

Με Διάταξη της 22ας Μαρτίου 1978, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 12 Απριλίου 1978, το Finanzgericht του Αμβούργου υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, σύνολο ερωτημάτων ως προς την ερμηνεία του άρθρου 37 της Συνθήκης, που αφορά τα εθνικά μονοπώλια εμπορικού χαρακτήρα, σε σχέση με τα άρθρα 92 και 93, που αφορούν το σύστημα ενισχύσεων, καθώς και του άρθρου 2, παράγραφος 1, της αποφάσεως του Συμβουλίου 70/549, της 29ης Σεπτεμβρίου 1970, της σχετικής με τη σύνδεση των υπερποντίων χωρών και εδαφών με την Κοινότητα (Abl. L 282, σ. 83) για να μπορέσει να εκτιμήσει αν συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο η φορολογική μεταχείριση εισαγόμενης στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αλκοόλης, κατόπιν της θέσεως σε ισχύ του νόμου της 2ας Μαΐου 1976 περί τροποποιήσεως του νόμου περί μονοπωλίου αλκοόλης (Gesetz zur Änderung des Gesetzes über das Branntweinmonopol, Bundesgesetzblatt I αριθ. 50, της 7ης Μαΐου 1976, σ. 1145).

2

Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης είναι παραγωγός και διανομέας αλκοόλης που διέθεσε στο εμπόριο, εντός της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, κατά την κρίσιμη περίοδο, αλκοόλη διάφορης προελεύσεως, είτε στη φυσική της κατάσταση είτε αναμεμειγμένη με άλλα προϊόντα, κοινοτικής ή εξωκοι-νοτικής καταγωγής.

Κατόπιν της θέσεως σε ισχύ του νόμου της 2ας Μαΐου 1976, η εν λόγω αλκοόλη υπήχθη στο φόρο επί αλκοόλης, ανερχόμενο σε 1650 DM (γερμανικά μάρκα) ανά εκατόλιτρο και εφαρμοζόμενο ομοιομόρφως, παρόλον ότι με διαφορετικό χαρακτηρισμό, τόσο στην εγχώρια όσο και στην εισαγόμενη αλκοόλη.

3

Κατά την προσφεύγουσα, αυτή η ίση μεταχείριση δεν είναι, ωστόσο, παρά φαινομενική, καθόσον προκύπτει σαφώς από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του νόμου της 2ας Μαΐου 1976 ότι η αύξηση του φόρου — από 1500 DM ανά εκατόλιτρο σε 1650 DM ανά εκατόλιτρο — δεν είχε άλλο σκοπό παρά να επιτρέψει στη διοίκηση του μονοπωλίου αλκοόλης να καλύψει τις ζημίες, τις προκύπτουσες για το μονοπώλιο από την αισθητή διαφορά που δημιουργήθηκε μεταξύ, αφενός, της τιμής αγοράς που υπέχει από το νόμο την υποχρέωση να καταβάλει στους παραγωγούς αλκοόλης τους υποκείμενους στο μονοπώλιο και, αφετέρου, της τιμής πωλήσεως της ίδιας αλκοόλης στους καταναλωτές, όπως διαμορφώθηκε στην αγορά μετά την έκδοση των αποφάσεων του Δικαστηρίου της 17ης Φεβρουαρίου 1976 επί των υποθέσεων 45/75, Rewe, και 91/75, Miritz (Slg 181 και 217).

Παρά την ομοιόμορφη αύξηση του φόρου με το νόμο της 2ας Μαΐου 1976, το σύστημα καταλήγει, επομένως, από την άποψη πρακτικού αποτελέσματός του, στο να υφίσταται η εισαγόμενη αλκοόλη το βάρος των μαζικών επιδοτήσεων που χορηγούνται στην αλκοόλη εγχώριας παραγωγής και, μ' αυτό τον τρόπο, πληρούνται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι εσωτερικός φόρος, έστω και αν φαινομενικά δεν εισάγει διακρίσεις, μπορεί να χαρακτηριστεί ως φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς εισαγωγικό δασμό, απαγορευόμενη από τη Συνθήκη, όπως προκύπτει από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 25ης Μαΐου 1977, επί των υποθέσεων 77/76 Cucchi, και 105/76, Interzuccheri (Slg, σ. 987 και 1029).

Κατά την προσφεύγουσα, αυτή η πρακτική αποτελεί απλώς τη συνέχιση των προνομίων του μονοπωλίου αλκοόλης με άλλα μέσα και, συνεπώς, δικαιολογείται η εφαρμογή του άρθρου 37 της Συνθήκης και, ειδικότερα, της παραγράφου 2, κατά την οποία τα κράτη μέλη απέχουν από το να λαμβάνουν νέα μέτρα τα οποία είναι αντίθετα προς τις αρχές της παραγράφου 1 ή περιορίζουν την έκταση εφαρμογής των άρθρων των σχετικών με την κατάργηση των δασμών και των ποσοτικών περιορισμών μεταξύ των κρατών μελών.

4

Η γερμανική φορολογική αρχή, καθής της κύριας δίκης, ισχυρίζεται, από την πλευρά της, ότι το μονοπώλιο αλκοόλης αναδιοργανώθηκε με τέτοιο τρόπο ώστε δεν πληροί εφεξής τη λειτουργία εθνικής οργανώσεως αγοράς και δεν ελέγχει ούτε κατευθύνει την εισαγωγή αλκοόλης.

Ο έμμεσος σύνδεσμος μεταξύ της εισπράξεως του φόρου επί της εισαγωγής και της χρηματοδοτήσεως εθνικής οικονομικής δραστηριότητας δεν αρκεί για να προσδώσει σ' αυτό το φόρο το χαρακτήρα παράνομης φορολογικής επιβάρυνσης ή ενίσχυσης.

5

Το Finanzgericht, προκειμένου να λύσει τις εγερθείσες αμφισβητήσεις, υπέβαλε τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

1)

Συνιστά το άρθρο 37 της Συνθήκης ΕΟΚ, σε σχέση με τα άρθρα 92 και 93 της Συνθήκης ΕΟΚ, ειδικό νόμο (lex specialis) υπό την έννοια ότι τα κρατικά μέτρα που αφορούν την κυκλοφορία των εμπορευμάτων μεταξύ των κρατών μελών και, ενδεχομένως, το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών, πρέπει να εκτιμώνται και σε σχέση με το άρθρο 37 της Συνθήκης ΕΟΚ, όταν τα εν λόγω κρατικά μέτρα περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, μια ενίσχυση;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

α)

Έχει το άρθρο 37, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ, σε συνδυασμό με την παράγραφο 1, πρώτο εδάφιο, το οποίο απαγορεύει οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών ως προς τους όρους εφοδιασμού και διαθέσεως, την έννοια ότι αφορά και τα κρατικά μέτρα που επιβάλλουν για τα εισαγόμενα προϊόντα και για τα εγχώρια προϊόντα ενιαία αύξηση του φόρου καταναλώσεως, του οποίου η απόδοση, εγγραφόμενη στο γενικό προϋπολογισμό, εμμέσως προορίζεται στο να αντισταθμίσει τις ζημίες κρατικού μονοπωλίου εμπορικού χαρακτήρα, οι οποίες προκύπτουν από την καταβολή σε ορισμένους παραγωγούς τιμής υπερβολικής σε σχέση με τις ισχύουσες στο εσωτερικό της Κοινότητας συνθήκες αγοράς και από την ταυτόχρονη μείωση των τιμών πωλήσεως των εν λόγω προϊόντων, αγορασθέντων σε υπερβολικές τιμές;

β)

Έχει το άρθρο 37, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ, το οποίο απαγορεύει τη λήψη μέτρων που περιορίζουν την έκταση εφαρμογής των άρθρων των σχετικών με την κατάργηση των δασμών, την έννοια ότι αφορά και τα μέτρα του είδους που περιγράφονται στο ερώτημα 2, α;

γ)

Παρέχει το άρθρο 37 της Συνθήκης ΕΟΚ άμεσα δικαιώματα, τα οποία τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να διασφαλίζουν, στο θιγόμενο από αύξηση του φόρου καταναλώσεως που πλήττει κατά τον ίδιο τρόπο τα εισαγόμενα και τα εγχώρια προϊόντα, όταν αυτή η φορολογική αύξηση, λαμβανόμενη μεμονώ-μένως, συμβιβάζεται ασφαλώς με τη Συνθήκη ΕΟΚ, σε συνδυασμό, όμως, με άλλα μέτρα καθίσταται ασυμβίβαστη προς την εν λόγω Συνθήκη;

δ)

Εκτείνεται το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 37 της Συνθήκης ΕΟΚ και στα μέτρα που αφορούν την εισαγωγή εμπορευμάτων προελεύσεως τρίτων χωρών και, σε ενδεχομένη περίπτωση, υπό ποίους όρους;

3)

Στην περίπτωση κατά την οποία η είσπραξη του φόρου καταναλώσεως συνιστά φόρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμό ή κατά την οποία στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 37 της Συνθήκης ΕΟΚ δεν εμπίπτουν οι εισαγωγές προελεύσεως τρίτων χωρών: παρέχει το άρθρο 2, παράγραφος 1, της αποφάσεως του Συμβουλίου της 29ης Σεπτεμβρίου 1970 περί της συνδέσεως των υπεροποντίων χωρών και εδαφών με την Κοινότητα (EE L 282/83) άμεσα δικαιώματα, τα οποία τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να διασφαλίζουν;

Επί του πρώτου ερωτήματος

6

Με το πρώτο ερώτημα ερωτάται, στην ουσία, αν κρατικό μέτρο, το οποίο συνδέεται με τη λειτουργία εθνικού μονοπωλίου εμπορικού χαρακτήρα, όταν αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, δεν υπάγεται ενδεχομένως στην απαγόρευση των διακρίσεων περί της οποίας το άρθρο 37 της Συνθήκης, λόγω του ότι ένα τέτοιο μέτρο περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, ενίσχυση κατά την έννοια των άρθρων 92 και 93.

7

Τόσο η Κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας όσο και η Επιτροπή εξέφρασαν αμφιβολίες ως προς την εφαρμογή του άρθρου 37, στο πλαίσιο της ενώπιον του Finanzgericht εκκρεμούσας διαφοράς.

Κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, ο νόμος της 2ας Μαΐου 1976 έχει ως σκοπό την αναδιοργάνωση του γερμανικού μονοπωλίου της αλκοόλης σύμφωνα με το άρθρο 37 της Συνθήκης.

Πράγματι, κατήργησε το μονοπώλιο εισαγωγής που υφίστατο μέχρι τότε και κατήργησε την αντιστάθμιση των τιμών, έτσι ώστε τώρα το μονοπώλιο ασκεί αποκλειστικά τη λειτουργία υπηρεσίας οργανώσεως της αγοράς, καθόσον αγοράζει το σύνολο της εγχώριας παραγωγής σε τιμή καλύπτουσα το κόστος παραγωγής και, κατόπιν μεταποιήσεως, το μεταπωλεί σε τιμές καθοριζόμενες σε συνάρτηση με την αγορά.

Η Επιτροπή, από την πλευρά της, ισχυρίζεται ότι με τις επιφερόμενες στα εθνικά μονοπώλια τροποποιήσεις, σύμφωνα με το άρθρο 37, στη λήξη της μεταβατικής περιόδου, η εν λόγω διάταξη της Συνθήκης εξάντλησε τα αποτελέσματα της και, έτσι, έχουν εφαρμογή επί του θέματος, αφενός, οι διατάξεις της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και, αφετέρου, το άρθρο 95, περί μη εφαρμογής εσωτερικών φόρων εισαγόντων διακρίσεις.

8

Το άρθρο 37 δεν απαιτεί την πλήρη κατάργηση των εθνικών μονοπωλίων εμπορικού χαρακτήρα, αλλά μόνο την αναδιοργάνωσή τους, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να διασφαλίζεται, ως προς τους όρους εφοδιασμού και διαθέσεως, ο αποκλεισμός οποιασδήποτε διακρίσεως μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών.

Διευκρινίζεται, επιπλέον, με την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου, ότι οι πρακτικές εθνικού μονοπωλίου δεν μπορούν να οδηγήσουν σε ανασύσταση τελωνειακής προστασίας ή σε ποσοτικούς περιορισμούς στο ενδοκοινοτικό εμπόριο.

Το άρθρο 37 εξακολουθεί να εφαρμόζεται σε όλο το μέτρο που, ακόμα και μετά την προβλεπόμενη από τη Συνθήκη αναδιοργάνωση, η άσκηση, από δημόσιο μονοπώλιο, των δικαιωμάτων αποκλειστικότητάς του συνεπάγεται μία από τις απαγορευόμενες υπό της εν λόγω διατάξεως διακρίσεις ή περιορισμούς.

Σε περίπτωση όπως η προκειμένη, κατά την οποία πρόκειται περί δραστηριότητας ειδικώς συνδεδεμένης με την άσκηση, από εθνικό μονοπώλιο, του δικαιώματος αποκλειστικότητάς του στον τομέα της αγοράς, της μεταποιήσεως και της πωλήσεως αλκοόλης, δεν μπορεί, συνεπώς, να αποκλείεται η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 37.

Φαίνεται, επομένως, ότι ευλόγως το εθνικό δικαστήριο ζήτησε να διαφωτιστεί επί της σχέσεως αυτού του άρθρου με τις διατάξεις της Συνθήκης περί κρατικών ενισχύσεων, νοουμένου ότι η δράση του μονοπωλίου συνδέεται στενά με την υποστήριξη ορισμένων κατηγοριών παραγωγών, χάρη σε εγγυώμενες υπό του νόμου τιμές αγοράς.

9

Η προσέγγιση μεταξύ, αφενός, του άρθρου 37 και, αφετέρου, των άρθρων 92 και 93 καταδεικνύει ότι αυτές οι διατάξεις επιδιώκουν τον ίδιο στόχο, συνιστάμενο στο να αποφευχθεί όπως δύο μορφές παρεμβάσεως κράτους μέλους — με τη δράση κρατικού μονοπωλίου ή με τη χορήγηση ενισχύσεων — έχουν ως αποτέλεσμα τη νόθευση των όρων του ανταγωνισμού στην κοινή αγορά ή τη δημιουργία διακρίσεων σε βάρος της παραγωγής ή του εμπορίου των άλλων κρατών μελών.

Εντούτοις, αυτές οι διατάξεις στηρίζονται σε διακεκριμένες προϋποθέσεις εφαρμογής, ειδικές για τα δύο είδη κρατικών μέτρων που έχουν, αντιστοίχως, ως αντικείμενο να ρυθμίζουν, και οι οποίες διαφέρουν λόγω των εννόμων συνεπειών τους, κατά την έννοια κυρίως ότι η εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 παρέχει στην Επιτροπή μεγάλη δυνατότητα παρεμβάσεως, ενώ το άρθρο 37 έχει ως προορισμό να τύχει απευθείας εφαρμογής.

Μέτρο πραγματοποιούμενο με τη μεσολάβηση κρατικού μονοπωλίου, που μπορεί συγχρόνως να θεωρηθεί ως ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 92, υπόκειται, συνεπώς, σωρευτικά στις διατάξεις του άρθρου 37 και στις διατάξεις περί κρατικών ενισχύσεων.

Από αυτό έπεται ότι οι πρακτικές δημόσιου μονοπωλίου δεν εξαιρούνται από την εφαρμογή του άρθρου 37, λόγω του ότι μπορούν να χαρακτηριστούν και ως ενίσχυση κατά την έννοια της Συνθήκης.

Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι, σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες το σύστημα διαθέσεως στο εμπόριο εμπορεύματος, όπως η αλκοόλη*, συνεπάγεται την παρέμβαση δημόσιου μονοπωλίου, ενεργούντος δυνάμει του δικαιώματος αποκλειστικότητάς του, οι ειδικές διατάξεις του άρθρου 37 έχουν εφαρμογή, ακόμα και αν οι σχέσεις του μονοπωλίου με τους παραγωγούς χαρακτηρίζονται ενδεχομένως από τη χορήγηση ενισχύσεως.

10

Πρέπει, επομένως, να δοθεί στο πρώτο ερώτημα η απάντηση ότι το άρθρο 37 της Συνθήκης ΕΟΚ συνιστά, σε σχέση με τα άρθρα 92 και 93 της Συνθήκης, ειδική διάταξη κατά την έννοια ότι τα κρατικά μέτρα που είναι συμφυή με την άσκηση, από εθνικό μονοπώλιο εμπορικού χαρακτήρα, του δικαιώματος αποκλειστι-κότητάς του, πρέπει, ακόμα και αν συνδέονται με τη χορήγηση ενισχύσεως σε παραγωγούς υπαγόμενους στο μονοπώλιο, να εκτιμώνται σε σχέση με τις απαιτήσεις του άρθρου 37.

11

Ενόψει αυτής της απαντήσεως, δεν παρίσταται ανάγκη να εξεταστεί το ερώτημα αν σε ποιο μέτρο οι διατάξεις των άρθρων 92 και 93 έχουν εφαρμογή επί της παραγωγής και επί του εμπορίου γεωργικού προϊόντος, όπως η αλκοόλη, που δεν αποτελεί ακόμα το αντικείμενο κοινής οργανώσεως αγοράς.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

12

Με το πρώτο και το δεύτερο σκέλος του δευτέρου ερωτήματος, ερωτάται αν οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 37 απαγορεύουν αύξηση φόρου καταναλώσεως όταν αυτή η αύξηση, μη εισάγουσα διακρίσεις αυτή καθαυτή, ρυθμίζεται με τέτοιο τρόπο ώστε το με αυτό τον τρόπο πραγματοποιούμενο συμπληρωματικό έσοδο έχει ως σκοπό να καλύψει τις προκαλούμενες σε εθνικό μονοπώλιο ζημίες, λόγω του ότι έχει την υποχρέωση να καταβάλλει στους παραγωγούς εγγυημένη τιμή αγοράς, υψηλότερη από την τιμή μεταπωλήσεως στην αγορά.

13

Με αυτά τα ερωτήματα ερωτάται, στην πραγματικότητα, αν ο συνδυασμός συστήματος ενισχύσεων με τις πράξεις δημόσιου μονοπωλίου, συνιστάμενου στην εγγύηση υπέρ των παραγωγών τιμής αγοράς υψηλότερης από την τιμή μεταπωλήσεως που εφαρμόζεται στην αγορά, μπορεί να συνιστά παραβίαση των απαγορεύσεων του άρθρου 37.

Πρέπει σχετικώς να παρατηρηθεί ότι, σε περίπτωση όπως η προκειμένη, δεν πρόκειται περί αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του ποσού της ενισχύσεως, που χορηγείται υπό τη μορφή εγγυημένης στον παραγωγό τιμής αγοράς, και της τιμής πωλήσεως, λόγω του γεγονότος ότι δυνάμει της παρεμβάσεως του μονοπωλίου, ο παραγωγός, δικαιούχος της ενισχύσεως, δεν έχει καμιά πρόσβαση στην αγορά, η δε τιμή πωλήσεως στον καταναλωτή καθορίζεται αυτόνομα από το μονοπώλιο, για λόγους συμφυείς με την πολιτική του περί πωλήσεων, ανεξάρτητα από τον προορισμό ή το ποσό της ενισχύσεως.

Έτσι, αντιθέτως προς τα άρθρα 92 και 93 της Συνθήκης, των οποίων η εφαρμογή επιτρέπει να εκτιμηθεί ως τέτοιο το οικονομικό αποτέλεσμα χορηγούμενης από το κράτος ενισχύσεως, το άρθρο 37 έχει ως σκοπό να υπαγάγει την πολιτική πωλήσεων δημόσιου μονοπωλίου στις απαιτήσεις της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και της ισότητας πιθανοτήτων που πρέπει να διασφαλίζεται στα εισαγόμενα από άλλα κράτη μέλη προϊόντα.

Αυτή η ισότητα πιθανοτήτων προσβάλλεται, όταν η εφαρμοζόμενη από το μονοπώλιο τιμή πωλήσεως, για την αλκοόλη εγχώριας παραγωγής, φαίνεται κατώτερη όχι μόνον από την εγγυημένη στον παραγωγό τιμή αγοράς, αλλά και από την τιμή, πριν από τη φορολόγηση, της εισαγόμενης από άλλο κράτος αλκοόλης συγκρίσιμης ποιότητας.

14

Πρέπει, επομένως, να δοθεί στα δύο πρώτα σκέλη του δευτέρου ερωτήματος η απάντηση ότι είναι ασυμβίβαστη προς το άρθρο 37, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ, οποιαδήποτε πρακτική εθνικού μονοπωλίου, συνιστάμενη στη διάθεση στο εμπόριο προϊόντος, όπως η αλκοόλη, με την ενίσχυση δημοσίων πόρων, σε τιμή πωλήσεως ασυνήθως χαμηλή σε σύγκριση με την τιμή, προ της φορολογήσεως, της εισαγόμενης από άλλο κράτος μέλος αλκοόλης, συγκρίσιμης ποιότητας.

Εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να εκτιμήσει τα πραγματικά στοιχεία σε συνάρτηση με τα εν λόγω κριτήρια.

15

Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το τρίτο σκέλος του δευτέρου ερωτήματος πρέπει να νοηθεί ότι αφορά το αν το άρθρο 37 έχει ως αποτέλεσμα να παρέχει απευθείας δικαιώματα σε όλους αυτούς που βλάπτονται από την πολιτική τιμών, την εφαρμοζόμενη στην αγορά από δημόσιο μονοπώλιο, υπό τις περιγραφόμενες από το εθνικό δικαστήριο περιστάσεις.

16

Το άρθρο 37 ερείδεται στην αρχή της απαγορεύσεως οποιασδήποτε διακρίσεως μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών, ως προς τους όρους εφοδιασμού και διαθέσεως εμπορευμάτων που αποτελούν, εντός κράτους μέλους, το αντικείμενο εθνικού μονοπωλίου.

Σε μια κατάσταση, όπως η υποβληθείσα στην εκτίμηση του Finanzgericht, μπορεί ο δικαστής να προβεί σε σύγκριση των τιμών μεταξύ, αφενός, της τιμής πωλήσεως της διατιθέμενης από το μονοπώλιο αλκοόλης και, αφετέρου, της τιμής εισαγωγής επιχειρηματία που εισάγει στο εθνικό έδαφος συγκρίσιμο εμπόρευμα.

Δεδομένου ότι το ενδεχόμενο αποτέλεσμα εισαγωγής διακρίσεως υπέρ της εγχώριας παραγωγής και κατά εισαγόμενων προϊόντων μπορεί να διαπιστωθεί με όλη την επιθυμητή ακρίβεια, τυγχάνει αναμφισβήτητο ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, το άρθρο 37 παρέχει στους ιδιώτες δικαιώματα που πρέπει να διασφαλίζονται από τα εθνικά δικαστήρια.

17

Πρέπει, επομένως, να δοθεί στο τρίτο σκέλος του δευτέρου ερωτήματος η απάντηση ότι η Συνθήκη παρέχει δικαιώματα, τα οποία τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να διασφαλίζουν σ' αυτόν που υφίσταται τις οικονομικές συνέπειες διακρίσεως, προκύπτουσας από ασυνήθη μείωση της τιμής μεταπωλήσεως, εφαρμοζόμενη από δημόσιο μονοπώλιο μέσω κρατικών πόρων.

18

Με το τέταρτο σκέλος του δευτέρου ερωτήματος ερωτάται αν το άρθρο 37 της Συνθήκης έχει εφαρμογή και σε μέτρα που αφορούν την εισαγωγή εμπορευμάτων προελεύσεως τρίτων χωρών.

19

Το άρθρο 37 αποτελεί μέρος του δευτέρου κεφαλαίου του τίτλου I της Συνθήκης υπό τον τίτλο «η κατάργηση των ποσοτικών περιορισμών μεταξύ των κρατών μελών».

Όπως προκύπτει τόσο από το κείμενο αυτής της διατάξεως, όσο και από την τοποθέτησή της στο σύστημα της Συνθήκης, το άρθρο 37 αποσκοπεί στο να προωθήσει την ελεύθερη ενδοκοινοτική κυκλοφορία και τη διατήρηση κανονικών συνθηκών ανταγωνισμού μεταξύ των οικονομιών των κρατών μελών στην περίπτωση κατά την οποία, σε ένα από τα κράτη μέλη, ένα ορισμένο προϊόν υπάγεται σε εθνικό μονοπώλιο εμπορικού χαρακτήρα.

Δεν είναι, συνεπώς, δυνατό να εφαρμοστούν οι διατάξεις αυτού του άρθρου στα εισαγόμενα από τρίτες χώρες προϊόντα, το δε σύστημα εισαγωγής αυτών των προϊόντων υπάγεται όχι στις σχετικές με την εσωτερική αγορά διατάξεις, αλλά στις διατάξεις που αφορούν την εμπορική πολιτική.

20

Πρέπει, επομένως, να δοθεί στο τέταρτο σκέλος του δευτέρου ερωτήματος η απάντηση ότι το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 37 της Συνθήκης δεν επεκτείνεται στα μέτρα που αφορούν την εισαγωγή εμπορευμάτων προελεύσεως τρίτων χωρών.

Επί του τρίτου ερωτήματος

21

Με αυτό το ερώτημα, το Finanzgericht επιθυμεί να διαφωτιστεί επί του περιεχομένου του άρθρου 2 της αποφάσεως του Συμβουλίου 70/549, της 29ης Σεπτεμβρίου 1970, της σχετικής με τη σύνδεση των υπερπόντιων χωρών και εδαφών με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, κατά το οποίο τα προϊόντα καταγωγής των εν λόγω χωρών και εδαφών εισάγονται στην Κοινότητα «με απαλλαγή δασμών και φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος».

22

Η απόφαση 70/549 — αν υποτεθεί ότι είχε εφαρμογή στις εν λόγω εισαγωγές — έχει ως αντικείμενο, ιδίως, να επεκτείνει στις συνδεδεμένες με την Κοινότητα χώρες και εδάφη και στα προϊόντα αυτών των χωρών τους σχετικούς με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων στο εσωτερικό της Κοινότητας κανόνες.

Προς το σκοπό αυτό, ορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της αποφάσεως, ότι τα προϊόντα καταγωγής των συνδεδεμένων χωρών και εδαφών εισάγονται στην Κοινότητα με απαλλαγή δασμών και φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος.

Πρέπει, επίσης, να επιστηθεί η προσοχή επί του άρθρου 5, παράγραφος 1, της ιδίας αποφάσεως, κατά το οποίο «τα κράτη μέλη απέχουν από οποιοδήποτε μέτρο ή πρακτική εσωτερικής φορολογικής φύσεως που εισάγει έμμεσα ή άμεσα διάκριση μεταξύ των προϊόντων τους και των ομοειδών προϊόντων καταγωγής των χωρών και εδαφών».

Επιτρέπεται να γίνει προσέγγιση αυτών των διατάξεων με, αφενός, το άρθρο 37, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ και, αφετέρου, με το άρθρο 95 που αφορά την εφαρμογή των εσωτερικών φορολογικών συστημάτων επί των εγχωρίων, όπως και επί των εισαγομένων προϊόντων, χωρίς την εισαγωγή διακρίσεων.

Φαίνεται, συνεπώς, ότι η αλκοόλη καταγωγής των χωρών και εδαφών που αφορά η απόφαση 70/549 πρέπει να τυγχάνει, κατά την εισαγωγή, της ιδίας μεταχειρίσεως, όπως συνάγεται εκ των ανωτέρω, όσον αφορά τα προϊόντα κοινοτικής καταγωγής.

23

Πρέπει, επομένως, να δοθεί στο τρίτο ερώτημα η απάντηση ότι η απόφαση του Συμβουλίου 70/549, της 29ης Σεπτεμβρίου 1970, η σχετική με τη σύνδεση των υπερποντίων χωρών και εδαφών με την Κοινότητα — υπό την επιφύλαξη, για το εθνικό δικαστήριο, να ελέγξει την εφαρμογή αυτής της συμβάσεως στα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως — αποβλέπει στο να θέσει τα εμπορεύματα καταγωγής των χωρών και εδαφών για τα οποία πρόκειται επί ίσης βάσεως με τα κοινοτικά προϊόντα όσον αφορά, ιδίως, τις πρακτικές εθνικών μονοπωλίων εμπορικού χαρακτήρα που ενδεχομένως εισάγουν διακρίσεις.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε, με Διάταξη της 22ας Μαρτίου 1978, το Finanzgericht του Αμβούργου, αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 37 της Συνθήκης ΕΟΚ συνιστά, σε σχέση με τα άρθρα 92 και 93 της Συνθήκης, ειδική διάταξη κατά την έννοια ότι τα κρατικά μέτρα που είναι συμφυή με την άσκηση, από εθνικό μονοπώλιο εμπορικού χαρακτήρα, του δικαιώματος αποκλειστικότητάς του, πρέπει, ακόμα και αν συνδέονται με τη χορήγηση ενισχύσεως σε παραγωγούς υπαγόμενους στο μονοπώλιο, να εκτιμώνται σε σχέση με τις απαιτήσεις του άρθρου 37.

 

2)

Είναι ασυμβίβαστη προς το άρθρο 37, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ, οποιαδήποτε πρακτική εθνικού μονοπωλίου, συνιστάμενη στη διάθεση στο εμπόριο προϊόντος, όπως η αλκοόλη, με την ενίσχυση δημοσίων πόρων, σε τιμή πωλήσεως ασυνήθως χαμηλή σε σύγκριση με την τιμή, προ της φορολογήσεως, της εισαγόμενης από άλλο κράτος μέλος αλκοόλης, συγκρίσιμης ποιότητας.

 

3)

Η Συνθήκη παρέχει δικαιώματα, τα οποία τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να διασφαλίζουν σ' αυτόν που υφίσταται τις οικονομικές συνέπειες διακρίσεως, προκύπτουσας από ασυνήθη μείωση της τιμής μεταπωλήσεως, εφαρμοζόμενη από δημόσιο μονοπώλιο μέσω κρατικών πόρων.

 

4)

Το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 37 της Συνθήκης δεν επεκτείνεται στα μέτρα που αφορούν την εισαγωγή εμπορευμάτων προελεύσεως τρίτων χωρών.

 

5)

Η απόφαση του Συμβουλίου 70/549, της 29ης Σεπτεμβρίου 1970, η σχετική με τη σύνδεση των υπερποντίων χωρών και εδαφών με την Κοινότητα — υπό την επιφύλαξη, για το εθνικό δικαστήριο, να ελέγξει την εφαρμογή αυτής της συμβάσεως στα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως — αποβλέπει στο να θέσει τα εμπορεύματα καταγωγής των χωρών και εδαφών για τα οποία πρόκειται επί ίσης βάσεως με τα κοινοτικά προϊόντα όσον αφορά, ιδίως, τις πρακτικές εθνικών μονοπωλίων εμπορικού χαρακτήρα που ενδεχομένως εισάγουν διακρίσεις.

 

Kutscher

Mertens de Wilmars

Mackenzie Stuart

Dormer

Pescatore

Sørensen

O'Keeffe

Bosco

Touffait

Κρίθηκε από το Δικαστήριο στο Λουξεμβούργο στις 13 Μαρτίου 1979.

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Μαρτίου 1979.

Kutscher

Mertens de Wilmars

Mackenzie Stuart

Dormer

Pescatore

Sørensen

O'Keeffe

Bosco

Touffait

Ο γραμματέας

Α. Van Houtte

Ο Πρόεδρος

Η. Kutscher


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top