EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52020XC0707(03)

Ανακοινωση της Επιτροπης Κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 7 της οδηγίας για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων σχετικά με τον υπολογισμό του μεριδίου των ευρωπαϊκών έργων σε καταλόγους κατά παραγγελία υπηρεσιών και σχετικά με τον ορισμό της χαμηλής θέασης και του χαμηλού κύκλου εργασιών 2020/C 223/03

C/2020/4291

OJ C 223, 7.7.2020, p. 10–16 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

7.7.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 223/10


ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 7 της οδηγίας για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων σχετικά με τον υπολογισμό του μεριδίου των ευρωπαϊκών έργων σε καταλόγους κατά παραγγελία υπηρεσιών και σχετικά με τον ορισμό της χαμηλής θέασης και του χαμηλού κύκλου εργασιών

(2020/C 223/03)

I.   ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Η οδηγία για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων (1) (στο εξής: οδηγία AVMSD) προβλέπει ενισχυμένους κανόνες για την προώθηση των ευρωπαϊκών έργων. Στο άρθρο 13 παράγραφος 1 προβλέπεται ότι οι πάροχοι κατά παραγγελία υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων (στο εξής: «κατά παραγγελία υπηρεσίες» ή «υπηρεσίες βίντεο κατά παραγγελία») πρέπει να «διασφαλίζουν μερίδιο τουλάχιστον 30 % για τα ευρωπαϊκά έργα στους καταλόγους τους και [να] διασφαλίζουν ότι τα έργα αυτά κατέχουν προβεβλημένη θέση».

Στο άρθρο 13 παράγραφος 2 της οδηγίας AVMSD ορίζεται ότι «[ό]ταν τα κράτη μέλη απαιτούν από τους παρόχους υπηρεσιών μέσων επικοινωνίας που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους να συνεισφέρουν οικονομικά στην παραγωγή ευρωπαϊκών έργων […], μπορούν επίσης να απαιτούν από τους παρόχους υπηρεσιών μέσων επικοινωνίας που απευθύνονται σε κοινό εντός της επικράτειάς τους αλλά είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη, να προβαίνουν σε τέτοιες οικονομικές συνεισφορές». Οι εν λόγω συνεισφορές «είναι αναλογικές και δεν εισάγουν διακρίσεις».

Στο άρθρο 13 παράγραφος 6 της οδηγίας AVMSD προβλέπονται υποχρεωτικές εξαιρέσεις από τις υποχρεώσεις δυνάμει του άρθρου 13 παράγραφος 1, καθώς και από τις πιθανές απαιτήσεις δυνάμει του άρθρου 13 παράγραφος 2, για εταιρείες με χαμηλό κύκλο εργασιών ή χαμηλή θέαση. Στόχος των εξαιρέσεων, όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 40, είναι να διασφαλιστεί ότι οι υποχρεώσεις σχετικά με την προώθηση ευρωπαϊκών έργων δεν υπονομεύουν την ανάπτυξη της αγοράς και δεν εμποδίζουν την είσοδο νέων παραγόντων στην αγορά.

Σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 7 της οδηγίας AVMSD, το παρόν έγγραφο έχει ως στόχο να παρέχει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με:

α)

τον υπολογισμό του μεριδίου των ευρωπαϊκών έργων στους καταλόγους των παρόχων κατά παραγγελία υπηρεσιών, και

β)

τον ορισμό της χαμηλής θέασης και του χαμηλού κύκλου εργασιών στο πλαίσιο των προαναφερόμενων εξαιρέσεων.

Οι κατευθυντήριες γραμμές δεν είναι δεσμευτικές. Κατά τη διαδικασία κατάρτισης των παρουσών κατευθυντήριων γραμμών, η Επιτροπή διενήργησε δέουσα διαβούλευση με την επιτροπή επαφών, όπως απαιτείται στο άρθρο 13 παράγραφος 7. Στον βαθμό που οι κατευθυντήριες γραμμές μπορεί να ερμηνεύουν την οδηγία AVMSD, η θέση της Επιτροπής διατυπώνεται με την επιφύλαξη οποιασδήποτε ερμηνείας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

II.   ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΜΕΡΙΔΙΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΕΡΓΩΝ

1.   Υπολογισμός με βάση τους τίτλους

Στην αγορά των γραμμικών υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων (τηλεοπτική εκπομπή), το μερίδιο των ευρωπαϊκών έργων στα προγράμματα των τηλεοπτικών οργανισμών υπολογίζεται σε συνάρτηση με τον χρόνο μετάδοσης. Στο άρθρο 16 της οδηγίας AVMSD προβλέπεται ότι οι τηλεοπτικοί οργανισμοί πρέπει να αφιερώνουν σε ευρωπαϊκά έργα το μεγαλύτερο ποσοστό του χρόνου εκπομπής τους. Αυτό αντικατοπτρίζει σαφώς τον χρονικά δεσμευτικό χαρακτήρα των γραμμικών υπηρεσιών, στις οποίες μπορεί να μεταδίδεται μόνο ένας περιορισμένος αριθμός προγραμμάτων ταυτόχρονα και εντός καθορισμένου χρονικού διαστήματος. Συνεπώς, το στοιχείο της διάρκειας συνδέεται ειδικά με τα εγγενή χαρακτηριστικά των (γραμμικών) υπηρεσιών τηλεοπτικών εκπομπών που βασίζουν τον προγραμματισμό τους σε ημερήσια (24ωρα) προγράμματα.

Οι εν λόγω περιορισμοί δεν ισχύουν για τους παρόχους κατά παραγγελία υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων (βίντεο κατά παραγγελία). Όσον αφορά τις κατά παραγγελία υπηρεσίες, η συμπερίληψη ενός συγκεκριμένου προγράμματος σε έναν κατάλογο δεν εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα χρονοθυρίδας στο πρόγραμμα. Επιπλέον, η συμπερίληψη ενός συγκεκριμένου προγράμματος με συγκεκριμένη διάρκεια σε έναν κατάλογο δεν συνεπάγεται αποκλεισμό/αντικατάσταση ενός άλλου προγράμματος παρόμοιας διάρκειας. Με άλλα λόγια, οι πάροχοι υπηρεσιών βίντεο κατά παραγγελία δημιουργούν τους καταλόγους τους όχι με βάση χρονικές εκτιμήσεις, αλλά με βάση την ελκυστικότητα ενός δυνητικά μεγάλου αριθμού μεμονωμένων προγραμμάτων που τίθενται στη διάθεση των χρηστών.

Ομοίως, από τη σκοπιά του χρήστη, η επιλογή παρακολούθησης ενός προγράμματος που διατίθεται στους καταλόγους κατά παραγγελία υπηρεσιών δεν περιορίζεται από άποψη χρόνου, με την έννοια ότι η παρακολούθηση ενός συγκεκριμένου προγράμματος δεν συνεπάγεται την άρνηση παρακολούθησης όλων των άλλων προγραμμάτων που είναι διαθέσιμα την ίδια στιγμή. Η ουσία των υπηρεσιών βίντεο κατά παραγγελία έγκειται ακριβώς στην ελευθερία του χρήστη να επιλέγει και να παρακολουθεί μεμονωμένο πρόγραμμα από τον κατάλογο στην επιλεγμένη στιγμή και όσες φορές επιθυμεί ο χρήστης.

Επειδή οι σχετικές επιλογές τόσο των παρόχων υπηρεσιών βίντεο κατά παραγγελία όσο και των χρηστών είναι επικεντρωμένες στα μεμονωμένα προγράμματα (με βάση, π.χ., την αντίληψη για την ποιότητα, την ελκυστικότητα, τις προτιμήσεις), η Επιτροπή θεωρεί ότι, στην περίπτωση των υπηρεσιών βίντεο κατά παραγγελία, είναι πιο σκόπιμο να υπολογίζεται το μερίδιο των ευρωπαϊκών έργων στους καταλόγους με βάση τους τίτλους και όχι τον χρόνο μετάδοσης (παρακολούθησης).

Η επιλογή τίτλων στους καταλόγους ως η σχετική μονάδα μέτρησης, σε αντίθεση με τον χρόνο/τη διάρκεια του περιεχομένου, υποστηρίζεται από πρόσθετες εκτιμήσεις. Πρώτον, ο υπολογισμός του μεριδίου των ευρωπαϊκών έργων με βάση τους τίτλους, τόσο για ταινίες όσο και για τηλεοπτικές σειρές, είναι πιο ουδέτερος όσον αφορά την επιλογή προγραμμάτων προς συμπερίληψη στους καταλόγους από τους παρόχους υπηρεσιών βίντεο κατά παραγγελία. Ο υπολογισμός με βάση τη διάρκεια θα μπορούσε να αποτελεί κίνητρο για τους παρόχους να ευνοούν ευρωπαϊκά έργα με μακρά συνολική διάρκεια (π.χ. σειρές με μεγάλο αριθμό επεισοδίων) προκειμένου να διευκολύνουν την επίτευξη του μεριδίου 30 %. Λόγω του πιο ουδέτερου χαρακτήρα του, ο υπολογισμός με βάση τους τίτλους είναι πιθανό να διευκολύνει τη δημιουργία μιας προσφοράς ευρωπαϊκών έργων που παρουσιάζει υψηλότερο βαθμό διαφοροποίησης.

Δεύτερον, ο υπολογισμός με βάση τους τίτλους είναι πιθανό να επιφέρει λιγότερη επιβάρυνση για τους παρόχους υπηρεσιών βίντεο κατά παραγγελία σε σχέση με τον υπολογισμό με βάση τη διάρκεια. Οι πάροχοι υπηρεσιών βίντεο κατά παραγγελία είναι πιο πιθανό να διαθέτουν καταγραφή του αριθμού τίτλων ευρωπαϊκών έργων επί του συνόλου των τίτλων που είναι διαθέσιμοι στους καταλόγους τους, παρά καταγραφή του συνολικού χρόνου παρακολούθησης ευρωπαϊκών έργων σε σύγκριση με τον συνολικό χρόνο παρακολούθησης όλων των έργων που περιλαμβάνονται στους καταλόγους τους.

Τρίτον, ο υπολογισμός με βάση τους τίτλους είναι επίσης πιθανό να διευκολύνει την παρακολούθηση και εποπτεία από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, καθώς είναι ευκολότερη η ιχνηλάτηση και επαλήθευση των τίτλων παρά των συνολικών χρόνων παρακολούθησης.

Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι σκόπιμο να υπολογίζεται το μερίδιο 30 % των ευρωπαϊκών έργων στους καταλόγους κατά παραγγελία υπηρεσιών με βάση τον (συνολικό) αριθμό τίτλων στον κατάλογο.

2.   Τι συνιστά τίτλο

Στην περίπτωση των ταινιών μεγάλου μήκους και των τηλεοπτικών ταινιών, κάθε ταινία θα πρέπει να θεωρείται ότι συνιστά έναν τίτλο στον κατάλογο. Οι διάφορες ταινίες που αποτελούν μέρος μιας σειράς ταινιών (2) θα πρέπει επίσης να θεωρείται ότι συνιστούν διαφορετικούς τίτλους στον κατάλογο.

Ο προσδιορισμός του τι συνιστά τίτλο είναι πιο σύνθετος στην περίπτωση των τηλεοπτικών σειρών ή άλλων μορφότυπων που παρουσιάζονται σε μορφή σειράς (ήτοι, σε επεισόδια). Συνήθως, τα επεισόδια των τηλεοπτικών σειρών ομαδοποιούνται σε διαφορετικές σεζόν. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ανακύπτει το ερώτημα αν ένας τίτλος θα πρέπει να αντιστοιχεί σε ολόκληρη τη σειρά, σε μία σεζόν ή σε ένα μεμονωμένο επεισόδιο.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι μία σεζόν της σειράς θα πρέπει να αντιστοιχεί σε έναν τίτλο. Ο υπολογισμός των σειρών με βάση τις σεζόν θα εξασφαλίζει παρόμοια αντιμετώπιση με εκείνη των ταινιών μεγάλου μήκους ή των τηλεοπτικών ταινιών. Μια σεζόν σειράς αποτελεί συνήθως το αποτέλεσμα ενιαίας και συνεχούς δημιουργικής προσπάθειας από την ίδια ομάδα δημιουργών/επαγγελματιών του οπτικοακουστικού τομέα, με ενιαίο προϋπολογισμό και εντός ενιαίου χρονικού διαστήματος. Επιπλέον, η διάθεση στην αγορά και οι συναφείς προωθητικές ενέργειες συχνά αφορούν τις επιμέρους σεζόν. Για αυτούς τους λόγους, το έργο που επιτελείται για την παραγωγή μιας σεζόν σειράς θα μπορούσε να θεωρείται παρόμοιο με το έργο που απαιτείται κανονικά για την παραγωγή μιας ταινίας.

Επιπροσθέτως, ο υπολογισμός με βάση τις σεζόν θα περιορίσει τα πιθανά κίνητρα των παρόχων να ευνοούν τα ευρωπαϊκά έργα μακράς συνολικής διάρκειας (π.χ. σειρές ή άλλους μορφότυπους με μεγαλύτερο αριθμό επεισοδίων) για τον σκοπό επίτευξης του μεριδίου εις βάρος έργων μικρότερης διάρκειας με υψηλότερο δυναμικό κυκλοφορίας στα κράτη μέλη (π.χ. ταινίες μεγάλου μήκους και τηλεοπτικές σειρές υψηλής ποιότητας) (3).

Από την άλλη πλευρά, ορισμένες οπτικοακουστικές παραγωγές έχουν υψηλότερο κόστος παραγωγής σε σύγκριση με άλλα είδη του καταλόγου, για παράδειγμα σε περιπτώσεις σημαντικού κόστους άμεσης επένδυσης ή αδειοδότησης για έργα μυθοπλασίας υψηλής ποιότητας, στις οποίες το επεισόδιο έχει διάρκεια και κόστος παραγωγής που είναι παρόμοια με αυτά μιας ταινίας μεγάλου μήκους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, όπου αυτό δικαιολογείται, οι εθνικές αρχές θα μπορούσαν να εξετάζουν την πιθανότητα να προσδίδουν μεγαλύτερη βαρύτητα στα εν λόγω έργα, για παράδειγμα, βάσει τεκμηριωμένου αιτήματος παρόχου.

3.   Υπολογισμός με βάση τους εθνικούς καταλόγους

Ορισμένοι πάροχοι υπηρεσιών βίντεο κατά παραγγελία που δραστηριοποιούνται εντός της Ένωσης διαθέτουν πολλαπλούς εθνικούς καταλόγους, οι οποίοι έχουν διαφορετική σύνθεση, ανάλογα με την εθνική αγορά (κράτος μέλος) στην οποία απευθύνονται. Οι τίτλοι εγχώριων ταινιών είναι δυνατόν να διατίθενται σε συγκεκριμένο εθνικό κατάλογο παρόχου που δραστηριοποιείται σε διαφορετικές χώρες και να μην είναι διαθέσιμοι (ή να είναι διαθέσιμοι σε πολύ περιορισμένο βαθμό) στους καταλόγους που προσφέρει ο ίδιος πάροχος σε άλλα κράτη μέλη (4). Συνεπώς, είναι ανάγκη να προσδιοριστεί ο τρόπος με τον οποίο θα πρέπει να υπολογίζεται το μερίδιο των ευρωπαϊκών έργων σε αυτές τις περιπτώσεις.

Η ουσία του άρθρου 13 παράγραφος 1 της οδηγίας AVMSD έγκειται στο να διασφαλίζεται ότι οι πάροχοι υπηρεσιών βίντεο κατά παραγγελία συμβάλλουν ενεργά στον στόχο προώθησης της πολιτισμικής πολυμορφίας εντός της Ένωσης παρέχοντας ελάχιστο μερίδιο ευρωπαϊκών έργων στις προσφορές τους. Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο εν λόγω στόχος μπορεί να επιτευχθεί αποτελεσματικά μόνον εάν το μερίδιο 30 % των ευρωπαϊκών έργων διασφαλίζεται σε καθέναν από τους εθνικούς καταλόγους που προσφέρονται από παρόχους υπηρεσιών βίντεο κατά παραγγελία που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικές χώρες. Με αυτόν τον τρόπο θα διασφαλίζεται ότι οι τηλεθεατές σε κάθε κράτος μέλος όπου ο πάροχος προσφέρει εθνικούς καταλόγους έχουν την απαιτούμενη έκθεση σε ευρωπαϊκά έργα. Επίσης, η εν λόγω προσέγγιση έχει το πλεονέκτημα ότι είναι πιθανό να κινητροδοτήσει την κυκλοφορία και διαθεσιμότητα των ευρωπαϊκών έργων σε ολόκληρη την Ένωση.

Είναι σημαντικό να λαμβάνεται υπόψη ότι εναπόκειται στη χώρα προέλευσης να διασφαλίζει ότι οι πάροχοι κατά παραγγελία υπηρεσιών που υπάγονται στη δικαιοδοσία της συμμορφώνονται με την υποχρέωση διασφάλισης του μεριδίου ευρωπαϊκών έργων στους καταλόγους τους. Εάν ένας πάροχος υπηρεσιών βίντεο κατά παραγγελία που υπάγεται στη δικαιοδοσία κράτους μέλους προσφέρει διαφορετικούς εθνικούς καταλόγους σε άλλα κράτη μέλη, αποτελεί ευθύνη του κράτους μέλους που έχει τη δικαιοδοσία (ήτοι, της χώρας προέλευσης) να επιβάλλει την υποχρέωση που σχετίζεται με το μερίδιο των ευρωπαϊκών έργων όσον αφορά το σύνολο των διαφόρων εθνικών καταλόγων.

4.   Χρονική συνιστώσα

Το πραγματικό μερίδιο των ευρωπαϊκών έργων στους καταλόγους βίντεο κατά παραγγελία μπορεί να ποικίλει σε καθημερινή βάση. Για παράδειγμα, όταν ένας πάροχος υπηρεσιών βίντεο κατά παραγγελία προσθέτει μια μη ευρωπαϊκή τηλεοπτική σειρά στον κατάλογό του, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε προσωρινή μείωση του συνολικού μεριδίου των ευρωπαϊκών έργων μέχρι τη μετέπειτα συμπερίληψη περαιτέρω ευρωπαϊκών έργων. Γεννάται λοιπόν το ερώτημα σε ποια χρονική στιγμή θα πρέπει να διασφαλίζεται η συμμόρφωση με το μερίδιο 30 %. Μπορεί να απαιτείται από τους παρόχους να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση ανά πάσα στιγμή ή κατά μέσο όρο σε μια προκαθορισμένη περίοδο. Η τελευταία προσέγγιση επιτρέπει την εμφάνιση προσωρινών διακυμάνσεων.

Στην οδηγία AVMSD δεν προβλέπονται ενδείξεις όσον αφορά το ποια από αυτές τις δύο μεθόδους θα πρέπει να προτιμάται. Αμφότερες οι μέθοδοι θα μπορούσαν να επιτύχουν τον επιθυμητό στόχο προώθησης της πολιτισμικής πολυμορφίας στους καταλόγους βίντεο κατά παραγγελία. Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν ελεύθερα ποια μέθοδο θα υιοθετήσουν όσον αφορά την παρακολούθηση της συμμόρφωσης με το άρθρο 13 παράγραφος 1 της οδηγίας AVMSD. Κατά τη λήψη απόφασης για τη μέθοδο παρακολούθησης, τα κράτη μέλη θα πρέπει, ωστόσο, να λαμβάνουν δεόντως υπόψη την ανάγκη μείωσης του διοικητικού φόρτου που σχετίζεται με τη συμμόρφωση και επιβολή, και την ανάγκη διασφάλισης επίσης της διαφάνειας και της ασφάλειας δικαίου για τους παρόχους υπηρεσιών βίντεο κατά παραγγελία.

III.   ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΧΑΜΗΛΗΣ ΘΕΑΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΑΜΗΛΟΥ ΚΥΚΛΟΥ ΕΡΓΑΣΙΩΝ

1.   Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 40 της οδηγίας AVMSD, οι πάροχοι που δεν έχουν σημαντική παρουσία στην αγορά δεν θα πρέπει να υπόκεινται στις απαιτήσεις προώθησης των ευρωπαϊκών έργων «[γ]ια να διασφαλιστεί ότι οι υποχρεώσεις σχετικά με την προώθηση ευρωπαϊκών έργων δεν υπονομεύουν την ανάπτυξη της αγοράς και για να καταστεί δυνατή η είσοδος νέων παραγόντων στην αγορά». Ενώ οι ως άνω εκτιμήσεις είναι συνήθεις τόσο για το άρθρο 13 παράγραφος 1 όσο και για το άρθρο 13 παράγραφος 2, οι εν λόγω διατάξεις παρουσιάζουν ορισμένες ειδικές διαφορές που θα πρέπει να εξετάζονται:

Εναπόκειται στο κράτος μέλος προέλευσης να διασφαλίζει ότι οι πάροχοι κατά παραγγελία υπηρεσιών που υπάγονται στη δικαιοδοσία του συμμορφώνονται με την υποχρέωση διασφάλισης του μεριδίου ευρωπαϊκών έργων δυνάμει του άρθρου 13 παράγραφος 1· είναι ευθύνη του ίδιου κράτους μέλους προέλευσης να εφαρμόζει τις εξαιρέσεις δυνάμει του άρθρου 13 παράγραφος 6 στους εν λόγω παρόχους.

Η κατάσταση διαφέρει όσον αφορά το άρθρο 13 παράγραφος 2. Η εν λόγω διάταξη αναγνωρίζει τη δυνατότητα οποιουδήποτε κράτους μέλους να επιβάλλει υποχρεώσεις οικονομικών συνεισφορών οι οποίες είναι αναλογικές και δεν εισάγουν διακρίσεις σε παρόχους που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος και απευθύνονται σε κοινό εντός της επικράτειάς του. Σε αυτήν την περίπτωση, αποτελεί ευθύνη του κράτους μέλους που είναι αποδέκτης της υπηρεσίας να εφαρμόζει τόσο τη νομοθεσία του που επιβάλλει τις εν λόγω συνεισφορές όσο και τις εξαιρέσεις δυνάμει του άρθρου 13 παράγραφος 6.

Με βάση αυτά τα διαφορετικά νομικά πλαίσια, είναι σκόπιμο να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες των εν λόγω υποχρεώσεων κατά την εξέταση της καθοδήγησης σχετικά με τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 13 παράγραφος 6. Ειδικότερα, υπενθυμίζεται ότι, όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 36, επιτρέπεται στα κράτη μέλη να επιβάλλουν οικονομικές υποχρεώσεις σε παρόχους υπηρεσιών μέσων επικοινωνίας οι οποίοι στοχεύουν στην επικράτειά τους δεδομένης «της άμεσης σύνδεσης μεταξύ των χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων και των διαφορετικών πολιτιστικών πολιτικών των κρατών μελών».

Επομένως, κατά τον ορισμό της χαμηλής θέασης και του χαμηλού κύκλου εργασιών, είναι σημαντικό να βρεθεί μια σωστή ισορροπία ανάμεσα στους στόχους διατήρησης αναγκαίου χώρου καινοτομίας για μικρότερους παράγοντες του οπτικοακουστικού τομέα και στους στόχους προώθησης της πολιτισμικής πολυμορφίας μέσω επαρκούς χρηματοδότησης για ευρωπαϊκά έργα στο πλαίσιο των πολιτιστικών πολιτικών των κρατών μελών. Ως εκ τούτου, ενώ στις κατευθυντήριες γραμμές προβλέπεται ότι οι επιχειρήσεις με χαμηλό κύκλο εργασιών ή χαμηλή θέαση, όπως ορίζεται κατωτέρω, εξαιρούνται από τις υποχρεώσεις του άρθρου 13, ενδέχεται να χρειάζονται ορισμένες πρόσθετες εγγυήσεις σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, ιδίως για την εφαρμογή οικονομικών συνεισφορών ώστε να διασφαλίζεται η βιωσιμότητα των συστημάτων χρηματοδότησης του οπτικοακουστικού τομέα και των ταινιών.

2.   Διάκριση μεταξύ εξαιρέσεων που θεσπίζονται στο ενωσιακό και το εθνικό δίκαιο

Το άρθρο 13 παράγραφος 2 της οδηγίας AVMSD δεν εναρμονίζει τις υποχρεώσεις οικονομικής συνεισφοράς στην προώθηση των ευρωπαϊκών έργων. Η εν λόγω διάταξη απλώς αναγνωρίζει ότι τα κράτη μέλη έχουν την επιλογή να εφαρμόζουν τις υποχρεώσεις συνεισφοράς μέσω άμεσων επενδύσεων και εισφορών και στους διασυνοριακούς παρόχους που απευθύνονται σε κοινό εντός της επικράτειάς τους, σε συμμόρφωση με τις αρχές της μη επιβολής διακρίσεων και της αναλογικότητας. Επομένως, είναι αρμοδιότητα του κράτους μέλους που αποφασίζει να επωφεληθεί από αυτή τη δυνατότητα να ορίσει και να εφαρμόσει τις αντίστοιχες υποχρεώσεις.

Κατ’ αυτήν την έννοια, εάν ένα κράτος μέλος θεσπίζει ή εισάγει υποχρεώσεις για τους παρόχους υπηρεσιών μέσων επικοινωνίας να συνεισφέρουν οικονομικά στην παραγωγή ευρωπαϊκών έργων και οι εν λόγω υποχρεώσεις περιορίζονται στους παρόχους που είναι εγκατεστημένοι στο εν λόγω κράτος μέλος, οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές δεν ισχύουν. Οι κατευθυντήριες γραμμές εφαρμόζονται εάν το εν λόγω κράτος μέλος εφαρμόζει επίσης τις απαιτήσεις αυτές σε παρόχους που απευθύνονται σε κοινό εντός της επικράτειάς του, αλλά είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη. Σε κάθε περίπτωση, στόχος των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 13 παράγραφος 6 της οδηγίας AVMSD δεν είναι η αντικατάσταση των εξαιρέσεων που θεσπίζονται σε εθνικό επίπεδο, οι οποίες καθορίζουν το πεδίο εφαρμογής των υποχρεώσεων συνεισφοράς, αλλά η παροχή εγγυήσεων για τους διασυνοριακούς παρόχους.

Επομένως, η καθοδήγηση που προβλέπεται στην παρούσα ενότητα διατυπώνεται με την επιφύλαξη της ελευθερίας του κράτους μέλους που είναι αποδέκτης της υπηρεσίας να θεσπίζει διαφορετικά κατώτατα όρια σε εθνικό επίπεδο, τα οποία θα ισχύουν για τους παρόχους που υπάγονται στη δικαιοδοσία του.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι τα κράτη μέλη που εφαρμόζουν τις υποχρεώσεις οικονομικών συνεισφορών σε παρόχους που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν την αρχή της μη επιβολής διακρίσεων. Ως εκ τούτου, εάν εφαρμόζουν ή θεσπίζουν εξαιρέσεις σε εθνικό επίπεδο οι οποίες θα ισχύουν για τους παρόχους που είναι εγκατεστημένοι στην επικράτειά τους, οι εν λόγω εξαιρέσεις θα πρέπει επίσης να εφαρμόζονται στους διασυνοριακούς παρόχους κατά τρόπο που δεν εισάγει διακρίσεις, ακόμη και αν τα κατώτατα όρια είναι υψηλότερα από αυτά που προβλέπονται στις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές.

3.   Χαμηλός κύκλος εργασιών

Όσον αφορά το κατώτατο όριο του χαμηλού κύκλου εργασιών, το οποίο θα πρέπει να χρησιμεύει ως βάση για τις εξαιρέσεις δυνάμει του άρθρου 13 παράγραφος 6, η Επιτροπή παραπέμπει στη σύσταση 2003/361/ΕΚ σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων (5).

Σύμφωνα με καθιερωμένη προσέγγιση χάραξης πολιτικής, οι πολύ μικρές επιχειρήσεις θα πρέπει εξ ορισμού να αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της προτεινόμενης νομοθεσίας, εκτός εάν καταδεικνύεται η αναγκαιότητα και αναλογικότητα κάλυψής τους (6). Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι το κατώτατο όριο για τον χαμηλό κύκλο εργασιών θα μπορούσε να προσδιορίζεται σε συνάρτηση με την έννοια της πολύ μικρής επιχείρησης που αναπτύσσεται στην προαναφερθείσα σύσταση της Επιτροπής, ιδίως με βάση το κατώτατο όριο κύκλου εργασιών που χρησιμοποιείται στον ορισμό της πολύ μικρής επιχείρησης (ήτοι, επιχειρήσεις με συνολικό ετήσιο κύκλο εργασιών που δεν υπερβαίνει τα 2 εκατ. EUR). Ο ετήσιος κύκλος εργασιών της επιχείρησης θα πρέπει να καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της προαναφερόμενης σύστασης της Επιτροπής, λαμβανομένου επίσης υπόψη του κύκλου εργασιών των συνεργαζόμενων και των συνδεδεμένων επιχειρήσεων (7).

Οι πολύ μικρές επιχειρήσεις, λόγω του περιορισμένου μεγέθους και των λιγοστών πόρων τους, ενδέχεται να επηρεάζονται σημαντικά από το κανονιστικό κόστος. Με τον αποκλεισμό των πολύ μικρών επιχειρήσεων από την εφαρμογή των υποχρεώσεων προώθησης των ευρωπαϊκών έργων (άρθρο 13 παράγραφος 1 και άρθρο 13 παράγραφος 2) αποτρέπεται η παρεμπόδιση της εισόδου νεοεισερχομένων στην αγορά. Ως εκ τούτου, η εν λόγω προσέγγιση συνάδει με τον στόχο κινητροδότησης της δημιουργίας νέων επιχειρήσεων και προαγωγής της ανάπτυξης της αγοράς.

Παράλληλα, στην αιτιολογική σκέψη 40 της οδηγίας AVMSD προβλέπεται ότι «κατά τον καθορισμό του χαμηλού κύκλου εργασιών θα πρέπει να συνεκτιμώνται τα διαφορετικά μεγέθη των αγορών του οπτικοακουστικού τομέα στα κράτη μέλη». Για παράδειγμα, σε ορισμένα κράτη μέλη, το μέγεθος των εθνικών αγορών είναι της τάξης των λίγων εκατομμυρίων ευρώ. Σε αρκετές περιπτώσεις, οι εν λόγω αγορές βρίσκονται σημαντικά κάτω από τα δέκα εκατ. EUR. Σε αυτές τις αγορές, ακόμη και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις ενδέχεται να θεωρείται ότι έχουν σημαντική παρουσία στην αγορά.

Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα κράτη μέλη με μικρότερες εθνικές αγορές οπτικοακουστικού τομέα θα πρέπει να μπορούν να καθορίζουν χαμηλότερα κατώτατα όρια κύκλου εργασιών. Με βάση τα συνολικά χαρακτηριστικά των αγορών, τα εν λόγω χαμηλότερα όρια θα μπορούσαν να είναι δικαιολογημένα και αναλογικά υπό την προϋπόθεση ότι εξαιρούν τις επιχειρήσεις που έχουν μερίδιο χαμηλότερο του 1 % των συνολικών εσόδων στις οικείες εθνικές αγορές οπτικοακουστικού τομέα.

4.   Χαμηλή θέαση

4.1.   Υπηρεσίες βίντεο κατά παραγγελία

4.1.1.   Μεθοδολογία

Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 40 της οδηγίας AVMSD, «[η] χαμηλή τηλεθέαση μπορεί να καθοριστεί, για παράδειγμα, βάσει του χρόνου θέασης ή των πωλήσεων, ανάλογα με τη φύση της υπηρεσίας […]». Στις γραμμικές υπηρεσίες, η θέαση μετράται παραδοσιακά σε συνάρτηση με τον χρόνο θέασης. Η έννοια της θέασης για τα βίντεο κατά παραγγελία δεν είναι παγιωμένη και δεν υπάρχουν διαθέσιμες τυποποιημένες τομεακές μετρήσεις στα κράτη μέλη. Συνεπώς, δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα σχετικά με τη θέαση, επαληθευμένα από τρίτο, με βάση τα οποία να μπορεί να ελεγχθεί το κατά πόσον η θέαση ενός συγκεκριμένου παρόχου βίντεο κατά παραγγελία είναι χαμηλή. Παρότι αυτή η κατάσταση ενδέχεται να αλλάξει στο μέλλον, είναι αναγκαίο σε αυτό το στάδιο να καθοριστεί μια πρακτική μέθοδος προσδιορισμού της χαμηλής θέασης για τους σκοπούς του άρθρου 13 της οδηγίας AVMSD για τους παρόχους βίντεο κατά παραγγελία.

Όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 40, η έννοια της θέασης μπορεί να συσχετιστεί «για παράδειγμα» με τις πωλήσεις των υπηρεσιών. Ελλείψει παγιωμένων τομεακών μετρήσεων, η Επιτροπή θεωρεί ότι αυτή η μέθοδος είναι επί του παρόντος η πλέον κατάλληλη για τη μέτρηση της θέασης στον τομέα των βίντεο κατά παραγγελία.

Καθώς η οδηγία δεν απαγορεύει, καταρχήν, στα κράτη μέλη να χρησιμοποιούν εναλλακτικά κριτήρια, οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές επικεντρώνονται συνεπώς σε μια μέθοδο προσδιορισμού της θέασης των παρόχων βίντεο κατά παραγγελία που βασίζεται στις πωλήσεις των υπηρεσιών.

Στα περιβάλλοντα βίντεο κατά παραγγελία, ο αριθμός χρηστών/θεατών μιας συγκεκριμένης υπηρεσίας αποτελεί ένδειξη για τις εν λόγω πωλήσεις. Ειδικότερα, η θέαση θα μπορούσε να προσδιοριστεί με βάση τον αριθμό ενεργών χρηστών μιας συγκεκριμένης υπηρεσίας, π.χ. τον αριθμό συνδρομητών που πληρώνουν για συνδρομητικές υπηρεσίες βίντεο κατά παραγγελία, τον αριθμό μοναδικών πελατών/μοναδικών λογαριασμών που χρησιμοποιούνται για την απόκτηση έργων συναλλακτικών υπηρεσιών βίντεο κατά παραγγελία και τον αριθμό μοναδικών επισκεπτών διαφημιστικών υπηρεσιών βίντεο κατά παραγγελία.

Στην περίπτωση των συναλλακτικών υπηρεσιών βίντεο κατά παραγγελία, οι ενεργοί χρήστες θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να είναι οι χρήστες που αγόρασαν τουλάχιστον έναν τίτλο από τον κατάλογο εντός καθορισμένης χρονικής περιόδου. Στην περίπτωση των διαφημιστικών υπηρεσιών βίντεο κατά παραγγελία, η θέαση θα μπορούσε να προσδιοριστεί ως μέσος όρος των ενεργών χρηστών για μια καθορισμένη χρονική περίοδο. Στην περίπτωση συνδρομητών που πληρώνουν για δέσμη υπηρεσιών στην οποία περιλαμβάνεται επίσης λογαριασμός υπηρεσιών βίντεο κατά παραγγελία, η θέαση των υπηρεσιών βίντεο κατά παραγγελία ενδέχεται να μην αντικατοπτρίζεται με ακρίβεια από τον αριθμό συνδρομητών που πληρώνουν για την εν λόγω δέσμη υπηρεσιών στο σύνολό της, καθώς ορισμένοι από αυτούς μπορεί να μην είναι χρήστες υπηρεσιών βίντεο κατά παραγγελία. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι εθνικές αρχές μπορούν να εφαρμόζουν μέτρηση με βάση τους χρήστες που πράγματι απέκτησαν πρόσβαση στο περιεχόμενο βίντεο της υπηρεσίας εντός καθορισμένης χρονικής περιόδου. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η χρονική περίοδος που λαμβάνεται υπόψη θα πρέπει να είναι κατάλληλη και ουσιαστική (δηλαδή να μην είναι υπερβολικά σύντομη), να καθορίζεται εκ των προτέρων και να μην είναι επαχθής από άποψη εφαρμογής.

Στην πράξη, η θέαση θα πρέπει να προσδιορίζεται με βάση το μερίδιο ενεργών χρηστών που επιτυγχάνεται από μια συγκεκριμένη υπηρεσία: η θέαση μιας υπηρεσίας βίντεο κατά παραγγελία θα είναι ο αριθμός χρηστών της διαιρούμενος με τον συνολικό αριθμό χρηστών των (παρεμφερών) υπηρεσιών βίντεο κατά παραγγελία που διατίθενται στην εθνική αγορά και πολλαπλασιαζόμενος με το 100 ώστε το αποτέλεσμα να είναι ποσοστό.

Επειδή τα μερίδια θέασης συνιστούν ικανοποιητική ένδειξη για τις πωλήσεις και αντικατοπτρίζουν τη θέση της αγοράς της σχετικής υπηρεσίας σε αυτόν τον τομέα, οι πάροχοι με χαμηλό αριθμό ενεργών χρηστών δεν θα ήταν δυνατόν να έχουν σημαντική παρουσία στην αγορά, πράγμα που δικαιολογεί την εφαρμογή της εξαίρεσης που προβλέπεται στο άρθρο 13 παράγραφος 6. Επίσης, η εν λόγω μέθοδος προσεγγίζει την έννοια του μεριδίου τηλεθέασης, που αφορά τον πραγματικό αριθμό κατόχων τηλεοπτικών συσκευών που είναι συντονισμένοι σε συγκεκριμένους τηλεοπτικούς σταθμούς σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα σε σύγκριση με τον συνολικό αριθμό τηλεοπτικών συσκευών που περιλαμβάνονται στο δείγμα.

4.1.2.   Κατώτατο όριο

Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι πάροχοι με μερίδιο θέασης χαμηλότερο του 1 % σε ένα συγκεκριμένο κράτος μέλος θα πρέπει να θεωρείται ότι έχουν χαμηλή θέαση. Αυτό το κατώτατο όριο αντικατοπτρίζει την περιορισμένη χρήση των υπηρεσιών των εν λόγω παρόχων σε σύγκριση με τις σχετικές εθνικές αγορές. Αυτό μπορεί να οφείλεται, για παράδειγμα, στο ότι ο πάροχος είναι νεοεισερχόμενος στην εν λόγω εθνική αγορά. Με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα, οι βασικοί πάροχοι συνδρομητικών υπηρεσιών βίντεο κατά παραγγελία στην Ευρώπη (8) έχουν την τάση να έχουν μερίδιο που υπερβαίνει κατά πολύ το 1 % στις εθνικές αγορές στις οποίες έχουν παρουσία.

Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι σκόπιμο, καταρχήν, να εξαιρούνται από τις υποχρεώσεις δυνάμει του άρθρου 13 οι πάροχοι που έχουν μερίδιο θέασης χαμηλότερο από 1 % στα σχετικά κράτη μέλη.

Όσον αφορά το άρθρο 13 παράγραφος 1, αυτό σημαίνει ότι οι εν λόγω πάροχοι εξαιρούνται από το κράτος μέλος προέλευσής τους από την υποχρέωση διασφάλισης του ελάχιστου μεριδίου στους καταλόγους (που απευθύνονται στο κράτος μέλος προέλευσης ή σε άλλα κράτη μέλη), για τους οποίους το μερίδιο θέασής τους είναι χαμηλότερο από το προαναφερθέν κατώτατο όριο. Όσον αφορά το άρθρο 13 παράγραφος 2, αυτό σημαίνει ότι οι εν λόγω πάροχοι εξαιρούνται στο κράτος μέλος που είναι αποδέκτης της υπηρεσίας από την υποχρέωση οικονομικής συνεισφοράς στην παραγωγή ευρωπαϊκών έργων.

4.2.   Γραμμικές υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων

Για τις γραμμικές υπηρεσίες, η θέαση είναι παγιωμένη έννοια και σε αρκετά κράτη μέλη υφίστανται υπηρεσίες μέτρησης της θέασης. Συνεπώς, ο ορισμός της χαμηλής θέασης θα πρέπει να βασίζεται σε δείκτες που ήδη έχουν γίνει αποδεικτοί και χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της οδηγίας AVMSD, δηλαδή στο ημερήσιο μερίδιο θέασης (9) που υπολογίζεται για το έτος αναφοράς.

Όσον αφορά την παρουσία μη εγχώριων παρόχων, η αγορά γραμμικών υπηρεσιών διαφέρει από την αγορά υπηρεσιών βίντεο κατά παραγγελία. Όσον αφορά τις υπηρεσίες βίντεο κατά παραγγελία, οι εθνικές αγορές κυριαρχούνται σε μεγάλο βαθμό από μη εγχώριους παρόχους· αυτό δεν ισχύει για τις γραμμικές υπηρεσίες. Οι κορυφαίοι παράγοντες είναι συνήθως τηλεοπτικοί όμιλοι που εν γένει επιτυγχάνουν το σύνολο ή μεγάλα τμήματα του μεριδίου θέασής τους στις εγχώριες αγορές τους. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη, η ενωσιακή αγορά οπτικοακουστικού τομέα χαρακτηρίζεται από περιορισμένο αριθμό τηλεοπτικών σταθμών που προσελκύουν μεγάλο τμήμα του κοινού. Η συντριπτική πλειονότητα των σταθμών έχουν χαμηλά μερίδια θέασης: μόνο 5 % των τηλεοπτικών σταθμών έχουν μερίδιο θέασης υψηλότερο του 10 % και περίπου 80 % των τηλεοπτικών σταθμών σε οποιαδήποτε χώρα της Ένωσης έχουν μερίδιο θέασης 2 % ή χαμηλότερο (10).

Το κατώτατο όριο χαμηλής θέασης θα πρέπει να καθορίζεται με βάση την παρουσία και θέση των σταθμών στην αγορά γραμμικών υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων ως προς τη θέαση. Συνεπώς, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών της αγοράς γραμμικών υπηρεσιών, οι διασυνοριακοί σταθμοί με επιμέρους μερίδιο θέασης χαμηλότερο του 2 % σε συγκεκριμένο κράτος μέλος που είναι αποδέκτης της υπηρεσίας θα πρέπει να θεωρείται ότι έχουν χαμηλή θέαση κατά την έννοια του άρθρου 13 παράγραφος 6 της οδηγίας AVMSD (11). Ιδίως στην περίπτωση των παρόχων με πολλαπλούς σταθμούς στόχευσης, τα κράτη μέλη μπορούν να εξετάζουν τη συνολική θέση του παρόχου στην εθνική αγορά όταν εφαρμόζουν την εξαίρεση (12).

5.   Προσαρμογές ώστε να λαμβάνεται υπόψη ο ειδικός χαρακτήρας των οικονομικών συνεισφορών

Στο άρθρο 13 παράγραφος 2 της οδηγίας AVMSD αναφέρονται δύο τύποι υποχρεώσεων οικονομικής συνεισφοράς για την παραγωγή ευρωπαϊκών έργων, ήτοι οι άμεσες επενδύσεις σε περιεχόμενο και οι συνεισφορές σε εθνικά ταμεία (εισφορές). Η Επιτροπή θεωρεί ότι, κατά τον καθορισμό των κατάλληλων κατώτατων ορίων, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι διάφορες συνέπειες αυτών των τύπων υποχρεώσεων στους διασυνοριακούς παρόχους. Οι άμεσες επενδύσεις (π.χ. παραγωγή, συμπαραγωγή, απόκτηση δικαιωμάτων σε έργα) συνεπάγονται γενικά μεγαλύτερη επιχειρηματική προσπάθεια σε σχέση με την καταβολή εισφοράς, λόγω του διαφορετικού βαθμού οικονομικής συμμετοχής και των σχετικών κινδύνων. Επίσης, η εκπλήρωση της υποχρέωσης επένδυσης εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα ευρωπαϊκών έργων, συμπεριλαμβανομένων έργων παραγωγής στα οποία ο πάροχος μπορεί να επενδύσει με τους διαθέσιμους πόρους.

Η Επιτροπή κατανοεί ότι σε ορισμένα κράτη μέλη, ειδικότερα ανάλογα με το μέγεθος και τη διάρθρωση της αγοράς του οπτικοακουστικού τομέα, μπορεί να θεωρηθεί σημαντική η εφαρμογή υποχρεώσεων οικονομικής συνεισφοράς και σε κατά παραγγελία υπηρεσίες με κύκλο εργασιών χαμηλότερο των 2 εκατ. EUR ή με μερίδιο θέασης χαμηλότερο του 1 %, καθώς και σε διασυνοριακές γραμμικές υπηρεσίες με μερίδιο θέασης χαμηλότερο του 2 %, ιδίως υπηρεσίες συνδρομητικής τηλεόρασης, λόγω του ότι η παρουσία τους στις εθνικές αγορές μπορεί παρά ταύτα να θεωρείται σημαντική. Προκειμένου να αντιμετωπιστούν αυτές οι καταστάσεις, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν την εφαρμογή χαμηλότερων κατώτατων ορίων, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις και σύμφωνα με τους στόχους της πολιτιστικής πολιτικής τους, συμπεριλαμβανομένου του στόχου διασφάλισης της βιωσιμότητας των εθνικών συστημάτων χρηματοδότησης του οπτικοακουστικού τομέα και των ταινιών.

Όσον αφορά τα εν λόγω κατώτατα όρια και τις επιβαλλόμενες οικονομικές συνεισφορές, θα πρέπει να συνεκτιμάται η χρηματοοικονομική ικανότητα της υπηρεσίας, να τηρούνται οι αρχές της μη επιβολής διακρίσεων και της αναλογικότητας, δεν θα πρέπει να υπονομεύεται η ανάπτυξη της αγοράς και θα πρέπει να επιτρέπεται η είσοδος νέων παραγόντων στην αγορά.

Όσον αφορά τις υποχρεώσεις διασυνοριακών άμεσων επενδύσεων, η Επιτροπή καλεί τα κράτη μέλη, ιδίως αυτά που διαθέτουν μεγαλύτερες αγορές οπτικοακουστικού τομέα, να εξετάζουν επίσης την πιθανότητα εξαίρεσης των επιχειρήσεων με συνολικό κύκλο εργασιών που υπερβαίνει τα 2 εκατ. EUR (13), θέτοντας υψηλότερο κατώτατο όριο ή, τουλάχιστον, να τους επιβάλλουν λιγότερο επαχθείς υποχρεώσεις επένδυσης λαμβάνοντας υπόψη, ειδικότερα, τις πιθανές δυσχέρειες όσον αφορά την εύρεση οπτικοακουστικών παραγωγών στις οποίες μπορούν να επενδύσουν με τους διαθέσιμους πόρους στα οικεία κράτη μέλη.

IV.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Ενώ η εφαρμογή του άρθρου 13 παράγραφος 1 και του άρθρου 13 παράγραφος 2 της οδηγίας AVMSD είναι ευθύνη των εθνικών αρχών, οι εν λόγω αρχές ενθαρρύνονται να συνεργάζονται ενεργά με τους ομολόγους τους σε άλλα κράτη μέλη στους τομείς που καλύπτονται από τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές. Η εν λόγω συνεργασία θα ήταν ενδεχομένως σκόπιμη, ιδίως, για τη συλλογή σχετικών δεδομένων ή πληροφοριών και τον περιορισμό των κινδύνων αποκλινουσών ερμηνειών από τις εθνικές αρχές. Η ομάδα των ευρωπαϊκών ρυθμιστικών αρχών για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων (ERGA) μπορεί να είναι ένα κατάλληλο φόρουμ για τη διευκόλυνση της εν λόγω συνεργασίας.

Με βάση τα ανωτέρω, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές καλούνται να ανταλλάσσουν πληροφορίες, δεδομένα και βέλτιστες πρακτικές στο πλαίσιο της ERGA και να συζητούν τυχόν ζητήματα που ανακύπτουν όσον αφορά την εφαρμογή των παρουσών κατευθυντήριων γραμμών. Σε αυτό το πλαίσιο, η ERGA θα πρέπει να θέτει υπόψη της Επιτροπής σημαντικά ζητήματα όσον αφορά τις προσεγγίσεις που υιοθετούν οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές. Η Επιτροπή θα κρατά ενήμερη την επιτροπή επαφών για την οδηγία AVMSD σχετικά με τις εν λόγω εξελίξεις.

Στο πλαίσιο των υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 4 της οδηγίας AVMSD, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με την εφαρμογή των παρουσών κατευθυντήριων γραμμών.


(1)  Για τους σκοπούς των παρουσών κατευθυντήριων γραμμών, οι αναφορές στην «οδηγία AVMSD» νοούνται ως αναφορές στην οδηγία 2010/13/ΕΕ για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παροχή υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων (οδηγία για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων) (ΕΕ L 95 της 15.4.2010, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2018/1808 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Νοεμβρίου 2018 (ΕΕ L 303 της 28.11.2018, σ. 69).

(2)  Ως σειρά ταινιών (franchise) νοείται μια ακολουθία σχετιζόμενων ταινιών που αφορούν τον ίδιο φανταστικό κόσμο.

(3)  Σύμφωνα με μελέτη του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου του Οπτικοακουστικού Τομέα, στην ΕΕ παράγονται κυρίως μορφότυποι σύντομης διάρκειας (τίτλοι τηλεοπτικών έργων μυθοπλασίας με 26 επεισόδια ή λιγότερα). Ειδικότερα, 90 % του συνόλου τίτλων τηλεοπτικών έργων μυθοπλασίας έχουν 26 επεισόδια ή λιγότερα, εκ των οποίων 44 % είναι τηλεοπτικές ταινίες (1-2 επεισόδια). Ωστόσο, αντιστοιχούν σε περιορισμένο ποσοστό, ήτοι 33 % του συνόλου. Αντιθέτως, τα μακράς διάρκειας τηλεοπτικά προγράμματα μυθοπλασίας αντιπροσωπεύουν μόλις 10 % του αριθμού τίτλων που παράγονται, αλλά αντιστοιχούν στο 67 % του συνόλου ωρών τηλεοπτικών έργων μυθοπλασίας που παράγονται. Στην ίδια μελέτη επισημαίνεται ότι οι μορφότυποι μικρότερης διάρκειας μπορούν να θεωρηθούν τηλεοπτικά έργα μυθοπλασίας «υψηλής ποιότητας», με δυναμικό για συμπαραγωγές και εξαγωγές, ενώ οι μορφότυποι μακράς διάρκειας έχουν χαμηλότερο κόστος παραγωγής και ισχυρότερο εθνικό υπόβαθρο και, πιθανώς, μικρότερο δυναμικό διασυνοριακής εκμετάλλευσης. Από αυτήν την άποψη, ο υπολογισμός με βάση τους τίτλους και τις σεζόν θα μπορούσε να έχει θετικό αντίκτυπο στην κυκλοφορία ευρωπαϊκών έργων με γνήσιο δυναμικό διασυνοριακής εκμετάλλευσης. Βλέπε G. Fontaine, TV fiction production in the European Union (Παραγωγή τηλεοπτικών έργων μυθοπλασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση), Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο του Οπτικοακουστικού Τομέα, Στρασβούργο, 2017.

(4)  C. Grece, Films in VOD catalogues – Origin, Circulation and Age – Έκδοση 2018, Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο του Οπτικοακουστικού Τομέα, Στρασβούργο, 2018.

(5)  Σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων (κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2003) 1422) (ΕΕ L 124 της 20.5.2003, σ. 36).

(6)  http://ec.europa.eu/smart-regulation/impact/key_docs/docs/meg_guidelines.pdf.

(7)  Βλέπε ιδίως τα άρθρα 3 και 6 της σύστασης.

(8)  Βλέπε, για παράδειγμα, το έγγραφο «Main OTT SVOD groups in Europe by estimated number of subscribers» (Δεκέμβριος 2018), που δημοσιεύθηκε στο πλαίσιο της επετηρίδας του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου του Οπτικοακουστικού Τομέα για το 2019, Στρασβούργο, Δεκέμβριος 2018.

(9)  Βλέπε «Revised guidelines for monitoring the application of Articles 16 and 17 of the Audiovisual and Media Services (AVMS) Directive» (Αναθεωρημένες κατευθυντήριες γραμμές για την παρακολούθηση της εφαρμογής των άρθρων 16 και 17 της οδηγίας για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων), Έγγρ. CC AVMSD (2011) 2, σ. 3.

(10)  A. Schneeberger, The internationalisation of TV audience markets in Europe, Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο του Οπτικοακουστικού Τομέα, Στρασβούργο, 2019, σ. 16.

(11)  Οι εν λόγω αγορές χαρακτηρίζονται από πολύ σημαντικά μερίδια ελάχιστων τηλεοπτικών σταθμών (κατά κανόνα, 80 % του μεριδίου θέασης καλύπτεται από το 20 % των κορυφαίων τηλεοπτικών σταθμών) και μεγάλο αριθμό σταθμών με χαμηλή θέαση (κατά μέσο όρο 80 % των τηλεοπτικών σταθμών στην Ευρώπη έχουν μερίδιο θέασης 2 % ή χαμηλότερο).

(12)  Μπορούν να εκτιμήσουν αν, συνολικά, ο πάροχος συγκαταλέγεται μεταξύ των κορυφαίων παρόχων που καλύπτουν το 80 % του μεριδίου θέασης στην οικεία χώρα.

(13)  Ποσό υπολογιζόμενο σύμφωνα με τις διατάξεις της προαναφερθείσας σύστασης 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων.


Top