EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52017PC0790

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010

COM/2017/0790 final - 2017/0359 (COD)

Βρυξέλλες, 20.12.2017

COM(2017) 790 final

2017/0359(COD)

Πρόταση

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

{SWD(2017) 481 final}


ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1.    ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

   Αιτιολόγηση και στόχοι της πρότασης

Η ΕΕ χρειάζεται ισχυρότερες κεφαλαιαγορές για την προώθηση των επενδύσεων, την αξιοποίηση νέων πηγών χρηματοδότησης για τις εταιρείες, την παροχή καλύτερων ευκαιριών στα νοικοκυριά και την ενίσχυση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Η Επιτροπή έχει δεσμευθεί να θέσει όλα τα εναπομένοντα δομικά στοιχεία για την ολοκλήρωση της Ένωσης Κεφαλαιαγορών έως το 2019 1 .

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν μια σειρά υπηρεσιών οι οποίες προσφέρουν στους επενδυτές πρόσβαση σε αγορές κινητών αξιών και παραγώγων (παροχή επενδυτικών συμβουλών, διαχείριση χαρτοφυλακίου, μεσιτεία, εκτέλεση εντολών κ.λπ.). Οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι υπηρεσίες τις οποίες παρέχουν αποτελούν ζωτικό γρανάζι μιας εύρυθμα λειτουργούσας Ένωσης Κεφαλαιαγορών. Διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διευκόλυνση των αποταμιευτικών και επενδυτικών ροών σε ολόκληρη την ΕΕ, με τη χρήση διαφόρων υπηρεσιών για τη στήριξη της αποτελεσματικής κατανομής κεφαλαίων και διαχείρισης κινδύνων.

Επιχειρήσεις επενδύσεων υπάρχουν σε όλα τα κράτη μέλη. Σύμφωνα με πληροφορίες που συγκέντρωσε η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ), στα τέλη του 2015 υπήρχαν στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) 2 6 051 επιχειρήσεις επενδύσεων. Σε αυτές περιλαμβάνονται από επιχειρήσεις που παρέχουν περιορισμένο σύνολο υπηρεσιών σε ιδιώτες, κυρίως, πελάτες μέχρι επιχειρήσεις που παρέχουν διάφορες υπηρεσίες σε ευρύ φάσμα ιδιωτών, επαγγελματιών και εταιρικών πελατών.

Με βάση τις πληροφορίες που παρέσχε η ΕΑΤ, περίπου το 85 % των επιχειρήσεων επενδύσεων του ΕΟΧ περιορίζουν τις δραστηριότητές τους στα εξής:

·παροχή επενδυτικών συμβουλών·

·λήψη και διαβίβαση εντολών·

·διαχείριση χαρτοφυλακίων· και

·εκτέλεση εντολών.

Αποτελώντας σημαντικό κόμβο για τις κεφαλαιαγορές και τις επενδυτικές δραστηριότητες, το Ηνωμένο Βασίλειο διαθέτει τον μεγαλύτερο αριθμό επιχειρήσεων επενδύσεων του ΕΟΧ, καθώς οι μισές περίπου από τις εν λόγω επιχειρήσεις έχουν την έδρα τους εκεί, και ακολουθούν η Γερμανία, η Γαλλία, οι Κάτω Χώρες και η Ισπανία. Οι περισσότερες επιχειρήσεις επενδύσεων του ΕΟΧ είναι μικρές ή μεσαίες επιχειρήσεις. Η ΕΑΤ εκτιμά ότι περίπου οκτώ επιχειρήσεις επενδύσεων, οι οποίες είναι συγκεντρωμένες κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο, ελέγχουν περίπου το 80 % των στοιχείων ενεργητικού όλων των επιχειρήσεων επενδύσεων στον ΕΟΧ.

Ως εκ τούτου, μεταξύ των νέων δράσεων προτεραιότητας για την ενίσχυση των κεφαλαιαγορών και την οικοδόμηση μιας Ένωσης Κεφαλαιαγορών, η Επιτροπή ανακοίνωσε, στο πλαίσιο της ενδιάμεσης επανεξέτασης του σχεδίου δράσης για την Ένωση Κεφαλαιαγορών 3 , ότι θα πρότεινε ένα αποτελεσματικότερο πλαίσιο προληπτικής εποπτείας και εποπτικό πλαίσιο για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, βαθμονομημένο ως προς το μέγεθος και τη φύση των επιχειρήσεων επενδύσεων, προκειμένου να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός και να βελτιωθεί η πρόσβαση των επενδυτών σε νέες ευκαιρίες και καλύτερους τρόπους διαχείρισης των κινδύνων τους. Λαμβανομένου υπόψη του κεντρικού ρόλου που διαδραματίζουν έως σήμερα οι επιχειρήσεις επενδύσεων του Ηνωμένου Βασιλείου στον συγκεκριμένο τομέα, η απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου να αποχωρήσει από την ΕΕ αναδεικνύει περαιτέρω την ανάγκη επικαιροποίησης της κανονιστικής αρχιτεκτονικής της ΕΕ προκειμένου να στηριχθεί αυτή η εξέλιξη.

Οι προτάσεις που καλύπτουν τον παρόντα κανονισμό και την οδηγία που τον συνοδεύει («οι προτάσεις») συμπεριλήφθηκαν στο πρόγραμμα εργασιών της Επιτροπής για το 2017 ως δράση στο πλαίσιο του προγράμματος REFIT. Στόχος των εν λόγω προτάσεων είναι να διασφαλιστεί ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων υπόκεινται σε κεφαλαιακές απαιτήσεις, απαιτήσεις ρευστότητας και άλλες βασικές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας, καθώς και σε αντίστοιχες εποπτικές ρυθμίσεις, οι οποίες να είναι, αφενός, προσαρμοσμένες στις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες και, αφετέρου, επαρκώς αυστηρές ώστε να καλύπτουν τους κινδύνους των επιχειρήσεων επενδύσεων με προληπτικά ορθό τρόπο, με σκοπό την προστασία της σταθερότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών της ΕΕ. Οι προτάσεις αποτελούν αποτέλεσμα της επανεξέτασης που επιτάσσουν το άρθρο 493 παράγραφος 2, το άρθρο 498 παράγραφος 2 και το άρθρο 508 παράγραφοι 2 και 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 (κανονισμός για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις ή ΚΚΑ) 4 , ο οποίος, από κοινού με την οδηγία 2013/36/ΕΕ (οδηγία για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις IV ή ΟΚΑ IV) 5 , αποτελεί το ισχύον πλαίσιο προληπτικής εποπτείας για τις επιχειρήσεις επενδύσεων. Στο πλαίσιο της συμφωνίας επί των εν λόγω κειμένων, οι συννομοθέτες αποφάσισαν ότι το πλαίσιο για τις επιχειρήσεις επενδύσεων θα έπρεπε να επανεξεταστεί, διότι οι κανόνες του είναι σε μεγάλο βαθμό προσανατολισμένοι προς τα πιστωτικά ιδρύματα.

Σε αντίθεση με τα πιστωτικά ιδρύματα, οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν δέχονται καταθέσεις ούτε χορηγούν δάνεια. Αυτό σημαίνει ότι είναι πολύ λιγότερο εκτεθειμένες σε πιστωτικό κίνδυνο και στον κίνδυνο ανάληψης χρημάτων από τους καταθέτες με σύντομη προειδοποίηση. Οι υπηρεσίες τους επικεντρώνονται σε χρηματοπιστωτικά μέσα —αντίθετα με τις καταθέσεις, αυτά δεν είναι πληρωτέα στην ονομαστική τους αξία, αλλά παρουσιάζουν διακυμάνσεις σύμφωνα με τις κινήσεις της αγοράς. Ωστόσο, ανταγωνίζονται τα πιστωτικά ιδρύματα στην παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, τις οποίες τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να προσφέρουν στους πελάτες τους βάσει της οικείας άδειας λειτουργίας τραπεζικού ιδρύματος. Επομένως, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι επιχειρήσεις επενδύσεων είναι μεν δύο διαφορετικά από ποιοτική άποψη ιδρύματα, με διαφορετικά πρωταρχικά επιχειρηματικά μοντέλα, αλλά παρατηρείται κάποια αλληλεπικάλυψη στις υπηρεσίες τις οποίες μπορούν να παρέχουν.

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων υπόκεινται σε κανόνες προληπτικής εποπτείας της ΕΕ, από κοινού με τα πιστωτικά ιδρύματα, από το 1993, έτος κατά το οποίο τέθηκε σε ισχύ το πρώτο πλαίσιο της ΕΕ για τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων επενδύσεων. Έχοντας πλέον αντικατασταθεί από την οδηγία για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (MiFID) 6 και, από την 1η Ιανουαρίου 2018, από την οδηγία MiFID II / τον κανονισμό MiFIR 7 , το εν λόγω πλαίσιο καθορίζει τις προϋποθέσεις όσον αφορά τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και τις οργανωτικές απαιτήσεις και τις απαιτήσεις επιχειρηματικής συμπεριφοράς, υπό τις οποίες μπορούν να παρέχονται επενδυτικές υπηρεσίες σε επενδυτές, καθώς και άλλες απαιτήσεις που διέπουν την εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών.

Το πλαίσιο προληπτικής εποπτείας για τις επιχειρήσεις επενδύσεων των ΚΚΑ/ΟΚΑ IV εφαρμόζεται σε συνδυασμό με την οδηγία MiFID. Κατά κανόνα, οι απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα σχεδιάζονται με σκοπό i) να διασφαλίζουν ότι τα εν λόγω ιδρύματα διαθέτουν επαρκείς πόρους ώστε να παραμένουν οικονομικά βιώσιμα και να εκτελούν τις δραστηριότητές τους από τον έναν οικονομικό κύκλο στον άλλο· ή ii) να καθιστούν δυνατή τη συντεταγμένη εκκαθάρισή τους, χωρίς να προκαλείται αδικαιολόγητη οικονομική ζημία για τους πελάτες τους ή τη σταθερότητα των αγορών στις οποίες δραστηριοποιούνται. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω απαιτήσεις θα πρέπει να έχουν ως στόχο να αντανακλούν τους κινδύνους τους οποίους αντιμετωπίζουν και ενέχουν τα διάφορα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, να είναι ανάλογες προς την πιθανότητα εμφάνισης κινδύνων και, γενικότερα, να επιτυγχάνουν ισορροπία μεταξύ της διασφάλισης της ασφάλειας και της ευρωστίας των διαφόρων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και της αποφυγής υπερβολικού κόστους, το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει εμπόδιο στη βιώσιμη άσκηση των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων.

Οι συστημικές επιχειρήσεις επενδύσεων, ορισμένες εκ των οποίων προσδιορίζονται ως παγκόσμιες, ή άλλα συστημικά σημαντικά ιδρύματα βάσει του άρθρου 131 της ΟΚΑ IV, θα πρέπει να εξακολουθήσουν να υπόκεινται στο πλαίσιο των ΚΚΑ/ΟΚΑ IV, συμπεριλαμβανομένων των τροποποιήσεων που πρότεινε η Επιτροπή, στις 23 Νοεμβρίου 2016 8 , σύμφωνα με την αναθεωρημένη προσέγγιση που προβλέπεται στις προτάσεις όσον αφορά τον προσδιορισμό τους. Ο λόγος είναι ότι οι επιχειρήσεις αυτές συνήθως διατρέχουν και αναλαμβάνουν κινδύνους σε σημαντική κλίμακα σε ολόκληρη την ενιαία αγορά. Οι δραστηριότητές τους τις εκθέτουν σε πιστωτικό κίνδυνο, ο οποίος λαμβάνει κυρίως τη μορφή πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου, καθώς και σε κίνδυνο αγοράς για τοποθετήσεις στις οποίες προβαίνουν για ίδιο λογαριασμό, είτε για πελάτες τους είτε για τις ίδιες. Ως εκ τούτου, ενέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, λόγω του μεγέθους και της διασύνδεσής τους. Υπό το πρίσμα των κινδύνων αυτών και προκειμένου να εξασφαλιστούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού, οι εν λόγω συστημικές επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως πιστωτικά ιδρύματα.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής, του Σεπτεμβρίου 2017, σχετικά με την επανεξέταση των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών (EEA) 9 , αυτό συνεπάγεται επίσης, μεταξύ άλλων, ότι οι δραστηριότητές τους σε κράτη μέλη που συμμετέχουν στην Τραπεζική Ένωση υπόκεινται στην άμεση εποπτεία της ΕΚΤ, στο πλαίσιο του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού. Επί του παρόντος, οι εν λόγω επιχειρήσεις είναι συγκεντρωμένες κατά κύριο λόγο στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά βρίσκονται σε διαδικασία εξέτασης σχεδίων για μετεγκατάσταση τμημάτων των δραστηριοτήτων τους στην ΕΕ των 27, κυρίως σε κράτη μέλη που συμμετέχουν στην Τραπεζική Ένωση. Αν και πρόκειται για έναν μικρό μόνον αριθμό επιχειρήσεων, αντιπροσωπεύουν, ωστόσο, μεγάλο μερίδιο των συνολικών περιουσιακών στοιχείων και του όγκου των δραστηριοτήτων του συνόλου των επιχειρήσεων επενδύσεων στην ΕΕ.

Όσον αφορά τις άλλες επιχειρήσεις επενδύσεων, το γεγονός ότι το ισχύον πλαίσιο προληπτικής εποπτείας εστιάζεται στα πιστωτικά ιδρύματα και στους κινδύνους τους οποίους αντιμετωπίζουν και ενέχουν, και όχι στις επιχειρήσεις επενδύσεων, δημιουργεί περισσότερα προβλήματα. Οι υφιστάμενοι κανόνες δεν καλύπτουν, σε μεγάλο βαθμό, ρητά τις υπηρεσίες που παρέχονται από αυτές τις επιχειρήσεις, και τους κινδύνους τους οποίους μπορεί να δημιουργήσουν. Από τις οκτώ επενδυτικές υπηρεσίες τις οποίες επιτρέπεται να παρέχουν οι επιχειρήσεις επενδύσεων βάσει της οδηγίας MiFID 10 , μόνο i) η διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό και ii) η αναδοχή ή τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης υπόκεινται σε σαφείς αντίστοιχες απαιτήσεις βάσει του ΚΚΑ. Όσον αφορά τις άλλες επενδυτικές υπηρεσίες (λήψη και διαβίβαση εντολών, εκτέλεση εντολών, διαχείριση χαρτοφυλακίου, επενδυτικές συμβουλές, τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων χωρίς δέσμευση ανάληψης, λειτουργία πολυμερούς μηχανισμού διαπραγμάτευσης), δεν προβλέπονται τέτοιες απαιτήσεις, με αποτέλεσμα την κατά προσέγγιση κάλυψη των ενεχόμενων κινδύνων. Ως εκ τούτου, αν και περιορισμένοι σε ορισμένες περιπτώσεις, οι εγγενείς κίνδυνοι τους οποίους ενέχουν αυτές οι δραστηριότητες για την επιχείρηση και, κατά συνέπεια, για τους πελάτες της επιχείρησης και τις ευρύτερες αγορές στις οποίες δραστηριοποιούνται, δεν καλύπτονται με στοχευμένο τρόπο.

Αυτό δημιουργεί τρία βασικά προβλήματα, τα οποία αξιολογούνται στο έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής, που συνοδεύει τις προτάσεις.

Πρώτον, παρότι το πλαίσιο καλύπτει, έως έναν βαθμό, τα διάφορα είδη επιχειρηματικών προφίλ των επιχειρήσεων επενδύσεων με τη μορφή εξαιρέσεων, αποτελεί πηγή σημαντικής κανονιστικής πολυπλοκότητας για πολλές επιχειρήσεις εν γένει. Δεύτερον, οι λεπτομερείς απαιτήσεις και εξαιρέσεις του εν λόγω πλαισίου συνιστούν πρόχειρη και μη βασιζόμενη στους κινδύνους ένδειξη των πραγματικών κινδύνων που διατρέχουν και ενέχουν οι επιχειρήσεις επενδύσεων, οι οποίοι διαφέρουν από αυτούς των τραπεζών. Τρίτον, λόγω της εγγενούς του πολυπλοκότητας και της έλλειψης ευαισθησίας ως προς τον κίνδυνο, η εφαρμογή του πλαισίου από τα κράτη μέλη προκαλεί κατακερματισμό στο συνολικό κανονιστικό τοπίο για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, δημιουργώντας πιθανότητα επιζήμιου ρυθμιστικού αρμπιτράζ. Το γεγονός αυτό μπορεί να απειλήσει την ακεραιότητα και τη λειτουργία της ενιαίας αγοράς.

Στόχος των προτάσεων είναι η αντιμετώπιση των προβλημάτων του υφιστάμενου πλαισίου, με την παράλληλη διευκόλυνση της ανάληψης και της άσκησης δραστηριοτήτων από τις επιχειρήσεις επενδύσεων, όπου αυτό είναι δυνατό. Συγκεκριμένα, οι προτάσεις καθορίζουν ένα πλαίσιο προληπτικής εποπτείας το οποίο είναι καλύτερα προσαρμοσμένο στα επιχειρηματικά μοντέλα των εν λόγω επιχειρήσεων. Συνίστανται σε περισσότερο κατάλληλες και πιο ευαίσθητες ως προς τους κινδύνους απαιτήσεις για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, με καλύτερη στόχευση στους κινδύνους που πράγματι ενέχουν και διατρέχουν στο πλαίσιο των διαφόρων ειδών επιχειρηματικών μοντέλων. Τέλος, αποτελούν μια περισσότερο εξορθολογισμένη κανονιστική εργαλειοθήκη, με την οποία καθίσταται δυνατή η αποτελεσματική άσκηση εποπτείας από τις αρχές προληπτικής εποπτείας.

Όπως ορίζουν τα άρθρα του ΚΚΑ, η επανεξέταση του πλαισίου προληπτικής εποπτείας για τις επιχειρήσεις επενδύσεων πραγματοποιήθηκε σε διαβούλευση με την ΕΑΤ, την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ESMA) και τις εθνικές αρμόδιες αρχές που εκπροσωπούνται σε αυτές τις ΕΕΑ. Σε συνέχεια του πρώτου αιτήματος της Επιτροπής για γνωμοδότηση, του Δεκεμβρίου 2014, η ΕΑΤ δημοσίευσε, τον Δεκέμβριο του 2015, την πρώτη της έκθεση σχετικά με το ισχύον πλαίσιο προληπτικής εποπτείας για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, ζητώντας αλλαγές στην τρέχουσα προσέγγιση για όλες τις επιχειρήσεις επενδύσεων, με εξαίρεση τις μεγαλύτερες και πλέον συστημικές 11 . Σε συνέχεια του δεύτερου αιτήματος της Επιτροπής για γνωμοδότηση, του Ιουνίου 2016, η ΕΑΤ δημοσίευσε, τον Νοέμβριο του 2016, έγγραφο προβληματισμού προς διαβούλευση, το οποίο εστιαζόταν στο ενδεχόμενο θέσπισης νέου καθεστώτος προληπτικής εποπτείας για τη μεγάλη πλειονότητα των επιχειρήσεων επενδύσεων 12 . Λαμβανομένων υπόψη των σχολίων και των πρόσθετων δεδομένων τα οποία είχε συγκεντρώσει από επιχειρήσεις επενδύσεων, από κοινού με τις εθνικές αρμόδιες αρχές, η ΕΑΤ δημοσίευσε, τον Σεπτέμβριο του 2017, τις τελικές συστάσεις της 13 . Οι προτάσεις βασίζονται στις εν λόγω συστάσεις ως προς όλες τις βασικές πτυχές, πλην του προσδιορισμού των συστημικών επιχειρήσεων επενδύσεων, για τους λόγους που εξηγούνται στο συνοδευτικό έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής και συνοψίζονται κατωτέρω στην ενότητα σχετικά με την «εκτίμηση των επιπτώσεων».

   Συνοχή με τις ισχύουσες διατάξεις στον τομέα πολιτικής

Η παρούσα πρόταση συμπληρώνει την εν εξελίξει επανεξέταση του καθεστώτος των ΚΚΑ/ΟΚΑ IV για τα πιστωτικά ιδρύματα, κατόπιν των προτάσεων που εγκρίθηκαν από την Επιτροπή στις 23 Νοεμβρίου 2016, με τις οποίες επετράπη σε όλες τις μη συστημικές επιχειρήσεις επενδύσεων να αυτοεξαιρεθούν από τις αναθεωρημένες διατάξεις του 14 . Η δυνατότητα αυτή καθιερώθηκε εις αναγνώριση του γεγονότος ότι οι εν λόγω αναθεωρημένες διατάξεις δεν είχαν σχεδιαστεί με γνώμονα την πλειονότητα των επιχειρήσεων επενδύσεων και ότι θα δημιουργούσαν περαιτέρω πολυπλοκότητα στο υφιστάμενο εγχειρίδιο κανόνων. Η επανεξέταση του καθεστώτος προληπτικής εποπτείας για την πλειονότητα των επιχειρήσεων επενδύσεων, η οποία αποτελεί αντικείμενο και της παρούσας πρότασης, βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη κατά τον χρόνο κατάρτισής της, και η υπαγωγή των εν λόγω επιχειρήσεων σε ένα ακόμη πιο πολύπλοκο καθεστώς για σύντομο χρονικό διάστημα, εν αναμονή της εφαρμογής του νέου καθεστώτος, θεωρήθηκε δυσανάλογη. Επομένως, με την παρούσα πρόταση δημιουργείται ένα νέο καθεστώς για την πλειονότητα των επιχειρήσεων επενδύσεων, με την πλήρη εξαίρεσή τους από το πλαίσιο των ΚΚΑ/ΟΚΑ IV και την παραμονή μόνο των συστημικών επιχειρήσεων επενδύσεων στο πεδίο εφαρμογής αυτού, συμπεριλαμβανομένων των αναθεωρημένων διατάξεών του, σύμφωνα με την αναθεωρημένη προσέγγιση που προβλέπεται στην παρούσα πρόταση όσον αφορά τον προσδιορισμό τους.

Η πρόταση συνάδει επίσης με την οδηγία MiFID και την οδηγία MiFID II / τον κανονισμό MiFIR. Με τον καθορισμό απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας που είναι προσαρμοσμένες στις δραστηριότητες και τους κινδύνους των επιχειρήσεων επενδύσεων, η πρόταση αποσαφηνίζει πότε και για ποιον λόγο εφαρμόζονται οι εν λόγω απαιτήσεις. Ως εκ τούτου, αντιμετωπίζει ορισμένες περιπτώσεις αυθαίρετης εφαρμογής των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας εντός του ισχύοντος πλαισίου, οι οποίες προκύπτουν διότι οι απαιτήσεις αυτές καθορίζονται κατά κύριο λόγο σε σχέση με τις επενδυτικές υπηρεσίες που παρατίθενται στην οδηγία MiFID, και όχι με βάση την πραγματική συσσώρευση κινδύνων στο είδος και τον όγκο των δραστηριοτήτων που ασκούν οι επιχειρήσεις επενδύσεων.

Η MiFID II και ο MiFIR θεσπίστηκαν στον απόηχο της χρηματοπιστωτικής κρίσης και καλύπτουν τις αγορές κινητών αξιών, τους διαμεσολαβητές επενδύσεων και τους τόπους διαπραγμάτευσης. Το νέο πλαίσιο ενισχύει και αντικαθιστά το ισχύον πλαίσιο της MiFID I. Ενόψει της αναθεώρησης του πλαισίου προληπτικής εποπτείας για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, είναι επίσης απαραίτητο να διασφαλιστεί ότι οι επιχειρήσεις τρίτων χωρών που παρέχουν υπηρεσίες σε διασυνοριακό επίπεδο στην ΕΕ δεν απολαμβάνουν ευνοϊκότερη μεταχείριση από ό, τι οι επιχειρήσεις της ΕΕ από πλευράς προληπτικών, φορολογικών και εποπτικών απαιτήσεων. Με την παρούσα πρόταση αναμένεται να επέλθουν στοχευμένες αλλαγές στο ισχύον καθεστώς ισοδυναμίας για τις επιχειρήσεις τρίτων χωρών βάσει των άρθρων 46 και 47 του κανονισμού MiFIR, με σκοπό τη διατήρηση ισότιμων όρων ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων της ΕΕ και των επιχειρήσεων τρίτων χωρών.

   Συνοχή με άλλες πολιτικές της Ένωσης

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διευκόλυνση των επενδυτικών ροών σε ολόκληρη την ΕΕ. Αναλόγως, η επανεξέταση εντάσσεται επίσης στο πλαίσιο των πρωτοβουλιών της Επιτροπής για τη διασφάλιση μιας ισχυρής και δίκαιης ενιαίας αγοράς και της εύρυθμης λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και της Ένωσης Κεφαλαιαγορών, με σκοπό την κινητοποίηση επενδύσεων και την τόνωση της ανάπτυξης και της δημιουργίας θέσεων εργασίας 15 . Ένα καταλληλότερο πλαίσιο προληπτικής εποπτείας και εποπτικό πλαίσιο με χαμηλότερο κόστος συμμόρφωσης για τις επιχειρήσεις επενδύσεων αναμένεται να συμβάλει i) στη βελτίωση των συνολικών συνθηκών για τις επιχειρήσεις· ii) στην προώθηση της εισόδου στην αγορά και του ανταγωνισμού κατά τη διαδικασία· και iii) στη βελτίωση της πρόσβασης των επενδυτών σε νέες ευκαιρίες και καλύτερους τρόπους διαχείρισης των κινδύνων τους.

Η αναθεωρημένη προσέγγιση για τον προσδιορισμό των συστημικών επιχειρήσεων επενδύσεων, που θα πρέπει να συνεχίσουν να υπάγονται στο πλαίσιο των ΚΚΑ/ΟΚΑ IV, συνάδει επίσης με τον στόχο της αποφυγής κενών στη λειτουργία της Τραπεζικής Ένωσης. Οι πρόσφατες διαρθρωτικές εξελίξεις της αγοράς υποδεικνύουν ότι τραπεζικοί όμιλοι τρίτων χωρών έχουν όλο και πιο περίπλοκες δομές στην ΕΕ, λειτουργώντας μέσω οντοτήτων οι οποίες διαφεύγουν την εποπτεία της ΕΚΤ στο πλαίσιο του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού. Όπως επισημαίνεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής, του Οκτωβρίου 2017, για την ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης 16 , η διασφάλιση της παραμονής των συστημικών επιχειρήσεων επενδύσεων στο πεδίο εφαρμογής των ΚΚΑ/ΟΚΑ IV, σύμφωνα με την προσέγγιση που προβλέπεται στην παρούσα πρόταση όσον αφορά τον προσδιορισμό τους, θέτει επίσης τις εν λόγω επιχειρήσεις υπό την προληπτική εποπτεία των τραπεζικών εποπτικών αρχών και, όσον αφορά τις δραστηριότητές τους σε κράτη μέλη που συμμετέχουν στην Τραπεζική Ένωση, υπό την προληπτική εποπτεία της ΕΚΤ.

2.    ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ, ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ

   Νομική βάση

Η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναθέτει στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα την αρμοδιότητα να θεσπίζουν κατάλληλες διατάξεις που έχουν ως αντικείμενο την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (άρθρο 114 ΣΛΕΕ). Στο πλαίσιο αυτό περιλαμβάνονται νομοθετικές διατάξεις που αφορούν τους κανόνες προληπτικής εποπτείας και άλλους κανόνες για τους παρόχους χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, στην προκειμένη περίπτωση επενδυτικών υπηρεσιών. Οι διατάξεις της παρούσας πρότασης κανονισμού αντικαθιστούν τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι οποίες βασίζονται επίσης στο άρθρο 114 της ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι σχετίζονται με τις επιχειρήσεις επενδύσεων.

   Επικουρικότητα

Με την πρόταση αναθεωρούνται και απλουστεύονται οι υφιστάμενοι κανόνες της ΕΕ που διέπουν την προληπτική μεταχείριση των επιχειρήσεων επενδύσεων, με σκοπό i) την καλύτερη διαχείριση και αντιμετώπιση των κινδύνων στα επιχειρηματικά τους μοντέλα· ii) τη βελτίωση των ισότιμων όρων ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων· και iii) την ενίσχυση της εποπτικής σύγκλισης. Για να επιτευχθεί αυτό, ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ θα πρέπει να αντικαταστήσει το υφιστάμενο πλαίσιο, και να μην εκχωρηθούν οι επιλογές αυτές στα κανονιστικά πλαίσια των κρατών μελών. Ο λόγος είναι ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει της οδηγίας MiFID παρέχουν επί του παρόντος συστηματικά τις υπηρεσίες τους σε πελάτες σε διασυνοριακό επίπεδο εντός της ΕΕ. Τυχόν χωριστές και αποσπασματικές αλλαγές των κανόνων από τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να προκαλέσουν στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό και διακριτική μεταχείριση, με αποτέλεσμα τον κατακερματισμό της ενιαίας αγοράς. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση των κρουσμάτων επιζήμιου ρυθμιστικού αρμπιτράζ, με ενδεχόμενες παράπλευρες συνέπειες για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την προστασία των επενδυτών σε άλλα κράτη μέλη, σε περίπτωση προβλημάτων. Θα μπορούσε επίσης να αλλοιώσει το φάσμα και το είδος των επενδυτικών υπηρεσιών που διατίθενται σε ένα δεδομένο κράτος μέλος, σε βάρος, ενδεχομένως, της συνολικής αποτελεσματικότητας της αγοράς και των επιλογών των επενδυτών. Με τους αναθεωρημένους κανόνες αναμένεται να αποφευχθούν οι αδικαιολόγητες κανονιστικές αποκλίσεις και να διασφαλιστούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού για όλες τις επιχειρήσεις που διαθέτουν άδεια λειτουργίας σε ολόκληρη την ενιαία αγορά.

   Αναλογικότητα

Δεδομένου ότι η παρούσα πρόταση εντάσσεται στο πλαίσιο του προγράμματος REFIT, βασικός στόχος είναι να καταστεί το νέο πλαίσιο περισσότερο κατάλληλο, συναφές και αναλογικό, σε σύγκριση με το υφιστάμενο πλαίσιο για τις επιχειρήσεις επενδύσεων. Συνεπώς, η παρούσα πρόταση επιτυγχάνει ισορροπία, διασφαλίζοντας ότι οι απαιτήσεις είναι συγχρόνως:

·επαρκώς ολοκληρωμένες και αυστηρές, ώστε να καλύπτουν τους κινδύνους των επιχειρήσεων επενδύσεων με προληπτικά ορθό τρόπο· και

·επαρκώς ευέλικτες, ώστε να καλύπτουν τα διάφορα είδη επιχειρηματικών μοντέλων, χωρίς να παρακωλύουν την ικανότητα λειτουργίας τους με εμπορικά βιώσιμο τρόπο.

Η πρόταση μεριμνά ώστε να διασφαλιστεί ότι το κόστος του καθεστώτος όσον αφορά τόσο τις κεφαλαιακές απαιτήσεις όσο και το συναφές κόστος συμμόρφωσης και το διοικητικό κόστος, που προκύπτει από την ανάγκη διαχείρισης του προσωπικού και των συστημάτων για την εφαρμογή των νέων απαιτήσεων, καθώς και την υποβολή εκθέσεων σχετικά με τη συμμόρφωση στις εποπτικές αρχές, διατηρείται στο ελάχιστο δυνατό για την επίτευξη αυτής της ισορροπίας.

Όπως επισημαίνεται στο συνοδευτικό έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής, το συναφές αυτό κόστος αναμένεται να μειώνεται σε διαρκή βάση, με ορισμένες νέες εφάπαξ δαπάνες στην αρχή. Όσον αφορά το κεφάλαιο, μια πρωταρχική επιλογή πολιτικής, η οποία αποτέλεσε τη βάση των εργασιών επανεξέτασης και έχει αντίκτυπο στα ανωτέρω, είναι ο στόχος να διασφαλιστεί ότι, συνολικά, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για τις επιχειρήσεις επενδύσεων σε επίπεδο ΕΕ δεν θα αυξηθούν υπερβολικά. Αυτό μεταφράζεται σε διαφορετικές επιπτώσεις κατανομής για ορισμένα είδη επιχειρήσεων. Οι επιπτώσεις αυτές περιορίζονται με τις διατάξεις της πρότασης, καθώς προβλέπεται σταδιακή εφαρμογή και καθορισμός ανώτατων ορίων για τις υψηλότερες απαιτήσεις.

   Επιλογή του νομικού μέσου

Επιλέγεται κανονισμός διότι οι διατάξεις του αντικαθιστούν τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 που αφορούν τις επιχειρήσεις επενδύσεων. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνονται τα ίδια άμεσα νομικά αποτελέσματα με το υφιστάμενο σύνολο κανόνων, διασφαλίζοντας τη συνεκτική επίτευξη των στόχων της πρότασης σε ολόκληρη την ΕΕ και συμβάλλοντας στη δημιουργία μεγαλύτερης βεβαιότητας και ισότιμων όρων ανταγωνισμού για τις επιχειρήσεις.

3.    ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΕΩΝ, ΤΩΝ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΩΝ ΜΕ ΤΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΚΤΙΜΗΣΕΩΝ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ

   Εκ των υστέρων αξιολόγηση ισχύουσας νομοθεσίας

Η αξιολόγηση του υφιστάμενου πλαισίου των ΚΚΑ/ΟΚΑ IV, η οποία βασίζεται ιδίως στην ανάλυση που διενεργήθηκε από την ΕΑΤ και την ΕΑΚΑΑ, στο πλαίσιο της έκθεσής τους του 2015 17 , καθώς και στις παράλληλες εργασίες και την ανάλυση από τις υπηρεσίες της Επιτροπής, παρουσιάζεται συνοπτικά στο συνοδευτικό έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής.

Συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι υφιστάμενοι κανόνες, οι οποίοι βασίζονται στα διεθνή κανονιστικά πρότυπα για μεγάλους τραπεζικούς ομίλους και εστιάζονται στους κινδύνους των τραπεζών, επιτυγχάνουν μόνον εν μέρει τους στόχους τους όσον αφορά i) τη διασφάλιση επαρκών κεφαλαίων για τους κινδύνους των περισσότερων επιχειρήσεων επενδύσεων· ii) τη διατήρηση του κόστους συμμόρφωσης υπό έλεγχο· iii) τη διασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού σε ολόκληρη την ΕΕ· και iv) τη διασφάλιση αποτελεσματικής προληπτικής εποπτείας. Πολλές από τις διατάξεις του πλαισίου θεωρούνται αναποτελεσματικές και μη αποδοτικές εν προκειμένω. Εξαίρεση αποτελούν οι μεγάλες και συστημικές επιχειρήσεις επενδύσεων, των οποίων το μέγεθος, το προφίλ κινδύνου και η διασύνδεση με άλλους συμμετέχοντες σε χρηματοπιστωτικές αγορές τούς προσδίδουν τραπεζικό χαρακτήρα.

Για τις υπόλοιπες επιχειρήσεις επενδύσεων, διαπιστώθηκε ότι η υφιστάμενη κατάσταση δημιουργεί i) υπερβολική πολυπλοκότητα και δυσανάλογο φόρτο συμμόρφωσης, ιδιαίτερα για πολλές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις· ii) ανεπαρκώς προσαρμοσμένους και μη βασισμένους στους κινδύνους προληπτικούς δείκτες μέτρησης και απαιτήσεις για την επακριβή αποτύπωση των κινδύνων των επιχειρήσεων επενδύσεων· και iii) περιπτώσεις αποκλίνουσας εθνικής εφαρμογής των κανόνων, και ένα κατακερματισμένο κανονιστικό τοπίο σε ολόκληρη την ΕΕ.

   Διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη

Διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη πραγματοποιήθηκαν σε διάφορα σημεία κατά τη διάρκεια της επανεξέτασης. Όσον αφορά τα βασικά ορόσημα, σε συνέχεια του πρώτου αιτήματος της Επιτροπής για γνωμοδότηση, του Δεκεμβρίου 2014, η ΕΑΤ δημοσίευσε, τον Δεκέμβριο του 2015, έκθεση σχετικά με το ισχύον πλαίσιο προληπτικής εποπτείας για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, μαζί με προτάσεις αλλαγών. Η εν λόγω έκθεση αποτελεί διεξοδική και διαθέσιμη στο κοινό ανάλυση της υφιστάμενης κατάστασης, με στοιχεία σχετικά με τους αριθμούς και τα είδη των επιχειρήσεων επενδύσεων στα κράτη μέλη. Η ανάλυση αυτή συνέβαλε στην επέκταση της επανεξέτασης σε ενδιαφερόμενα μέρη τα οποία ενδέχεται να μην επηρεάζονται άμεσα από τους κανόνες, και τα ενθάρρυνε να συμμετάσχουν στην επακόλουθη συζήτηση.

Στις 4 Νοεμβρίου 2016, η ΕΑΤ δημοσίευσε έγγραφο προβληματισμού προς διαβούλευση, το οποίο εστιαζόταν στο ενδεχόμενο θέσπισης νέου καθεστώτος προληπτικής εποπτείας για τις επιχειρήσεις επενδύσεων. Το έγγραφο ήταν ανοικτό προς διατύπωση σχολίων για περίοδο 3 μηνών. Στις 3 Ιουλίου 2017, η ΕΑΤ δημοσίευσε τα σχέδια συστάσεών της και κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να διατυπώσουν σχόλια. Οι εργασίες της υποστηρίχθηκαν επίσης από συγκέντρωση λεπτομερών στοιχείων, με τη συμμετοχή επιχειρήσεων επενδύσεων. Η εν λόγω συγκέντρωση στοιχείων διενεργήθηκε από τις εθνικές αρμόδιες αρχές για λογαριασμό της ΕΑΤ σε δύο στάδια, το 2016 και το 2017.

Δεδομένης της διεξοδικής δημόσιας διαβούλευσης και της συγκέντρωσης δεδομένων στις οποίες προέβη η ΕΑΤ, η Επιτροπή θεώρησε περιττό να διενεργήσει παράλληλη γενική δημόσια διαβούλευση. Αντ’ αυτού, οι υπηρεσίες της Επιτροπής πραγματοποίησαν στοχευμένη διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη, ώστε να συγκεντρωθούν περαιτέρω απόψεις σχετικά με τα βασικά στοιχεία της επανεξέτασης. Στο πλαίσιο αυτό περιλαμβάνονταν:

·συζήτηση στρογγυλής τραπέζης με ενδιαφερόμενους φορείς του κλάδου (επιχειρήσεις επενδύσεων, επενδυτές, δικηγορικά γραφεία, συμβούλους), η οποία πραγματοποιήθηκε στις 27 Ιανουαρίου 2017, σχετικά με τα σχέδια προτάσεων της ΕΑΤ για ένα μελλοντικό καθεστώς·

·εργαστήριο σχετικά με το κόστος του ισχύοντος καθεστώτος, το οποίο πραγματοποιήθηκε στις 30 Μαΐου 2017· και

·εργαστήριο σχετικά με τα σχέδια τελικών συστάσεων της ΕΑΤ, το οποίο πραγματοποιήθηκε στις 17 Ιουλίου 2017.

Η επανεξέταση αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης με τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της Επιτροπής Χρηματοπιστωτικών Υπηρεσιών, τον Μάρτιο και τον Οκτώβριο του 2017, και στο πλαίσιο της ομάδας εμπειρογνωμόνων για θέματα τραπεζών, πληρωμών και ασφαλίσεων, τον Ιούνιο και τον Σεπτέμβριο του 2017. Λήφθηκαν επίσης υπόψη τα σχόλια που διατυπώθηκαν από τα ενδιαφερόμενα μέρη σχετικά με την αρχική εκτίμηση επιπτώσεων της Επιτροπής, που δημοσιεύθηκε τον Μάρτιο του 2017 18 . Τέλος, η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη τις εισηγήσεις που είχαν ληφθεί κατά το παρελθόν, ως απάντηση στην ευρεία πρόσκληση υποβολής στοιχείων σχετικά με την αποτελεσματικότητα, τη συνέπεια και τη συνοχή του συνολικού κανονιστικού πλαισίου της ΕΕ για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, στο πλαίσιο της οποίας πολλοί συμμετέχοντες επισήμαναν διάφορα ζητήματα τα οποία ήταν σημαντικά για την επανεξέταση 19 .

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων αντιπροσωπεύουν διάφορα επιχειρηματικά μοντέλα, και οι απόψεις τους τείνουν να εστιάζονται σε πτυχές των προτάσεων που αφορούν ειδικά αυτές. Αυτό περιπλέκει τη διενέργεια οριζόντιων συγκρίσεων της σχετικής βαρύτητας των θέσεων των ενδιαφερόμενων μερών. Ωστόσο, γενικά, η μεγάλη πλειονότητα των ενδιαφερομένων μερών επιδοκιμάζουν ένα προσαρμοσμένο πλαίσιο προληπτικής εποπτείας, το οποίο να είναι καταλληλότερο για τα επιχειρηματικά τους μοντέλα. Τονίζουν ότι η συστημική τους σημασία είναι περιορισμένη και ότι οι κεφαλαιακές απαιτήσεις θα πρέπει να εστιάζονται στη διασφάλιση της συντεταγμένης εκκαθάρισής τους. Όσον αφορά τις ειδικές απαιτήσεις που εφαρμόζονται στο συγκεκριμένο επιχειρηματικό τους μοντέλο, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν μόνον υπηρεσίες πρακτόρευσης, και δεν διενεργούν συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα χρησιμοποιώντας τον δικό τους ισολογισμό, επικρίνουν γενικά τις προτάσειςγια τη σύνδεση μεταξύ των κεφαλαιακών απαιτήσεων με το μέγεθος των χαρτοφυλακίων πελατών που διαχειρίζονται με γραμμικό τρόπο. Παρότι πολλές επιχειρήσεις που διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό συμφωνούν ότι το υφιστάμενο πλαίσιο για την κάλυψη του κινδύνου της αγοράς παρουσιάζει ορισμένα πλεονεκτήματα, λαμβανομένων υπόψη των κινδύνων τους οποίους διατρέχουν και θέτουν, άλλες επιχειρήσεις που διενεργούν συναλλαγές επισημαίνουν ότι διογκώνει τους κινδύνους των μεθόδων και των προϊόντων στα οποία πραγματοποιούν συναλλαγές. Οι απόψεις αυτές λήφθηκαν υπόψη στη βαθμονόμηση των προτεινόμενων νέων δεικτών μέτρησης κινδύνων (παράγοντες Κ – βλέπε κατωτέρω) και στην εξέταση του ενδεχομένου σταδιακής εφαρμογής και καθορισμού ανωτάτων ορίων για τις υψηλότερες απαιτήσεις.

   Συλλογή και χρήση εμπειρογνωσίας

Η επανεξέταση πραγματοποιήθηκε με βάση εκτενή γνωμοδότηση που παρασχέθηκαν από την ΕΑΤ σε διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, όπως απαιτείται από τα σχετικά άρθρα του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τα οποία αποτελούν τη νομική βάση της επανεξέτασης (κυρίως το άρθρο 508 παράγραφοι 2 και 3). Οι κυριότερες δημοσιεύσεις της ΕΑΤ ήταν οι εξής:

·η έκθεση του Δεκεμβρίου 2015, η οποία περιλάμβανε συνολική αξιολόγηση της υφιστάμενης κατάστασης και αρχικές συστάσεις για αλλαγές·

·το έγγραφο προβληματισμού του Νοεμβρίου 2016, το οποίο δημοσιεύθηκε προς διαβούλευση και αφορούσε το πλαίσιο ενός ενδεχόμενου νέου καθεστώτος· και

·η τελική έκθεση του Σεπτεμβρίου 2017, η οποία περιλάμβανε λεπτομερείς συστάσεις.

Η ακριβής βαθμονόμηση των συστάσεων για νέες κεφαλαιακές απαιτήσεις υποστηρίχθηκε από συγκέντρωση λεπτομερών στοιχείων, με τη συμμετοχή επιχειρήσεων επενδύσεων. Η εν λόγω συγκέντρωση στοιχείων διενεργήθηκε από τις εθνικές αρμόδιες αρχές για λογαριασμό της ΕΑΤ σε δύο στάδια, το 2016 και το 2017. Η Επιτροπή συμμετείχε καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας και μπόρεσε να επωφεληθεί από τις συζητήσεις για την αξιολόγηση των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων των λεπτομερών συστάσεων πολιτικής, καθώς εκτυλίσσονταν.

   Εκτίμηση των επιπτώσεων

Σύμφωνα με την εργαλειοθήκη για τη βελτίωση της νομοθεσίας (εργαλείο αριθ. 9), δεν απαιτείται διενέργεια εκτίμησης επιπτώσεων από την Επιτροπή, όταν έχει ανατεθεί σε έναν οργανισμό της ΕΕ η εκτέλεση εργασιών σχεδιασμού πολιτικών και σχετικών αναλύσεων, στον βαθμό που η πρόταση της Επιτροπής δεν αποκλίνει πολύ από τις συστάσεις του οργανισμού και οι υπηρεσίες της Επιτροπής θεωρούν ότι η εκτίμησή του είναι επαρκούς ποιότητας.

Αν και η επιτροπή ρυθμιστικού ελέγχου εξέτασε σχέδιο εκτίμησης επιπτώσεων για την παρούσα πρωτοβουλία, κρίθηκε σκοπιμότερο να χρησιμοποιηθεί έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής, δεδομένου ότι η ειδική εντολή της επανεξέτασης βασίζεται στις συμβουλές των ΕΕΑ, καθώς και στη διαβούλευσή τους με τα ενδιαφερόμενα μέρη και στις τεχνικές εργασίες τους. Στόχος του εγγράφου εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής, που συνοδεύει τις προτάσεις, είναι, ως εκ τούτου, να επεξηγηθούν οι συμβουλές που παρασχέθηκαν από τις ΕΕΑ, συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων της ανάλυσης και της διαβούλευσης που πραγματοποίησαν, εκφράζοντας παράλληλα τις απόψεις των υπηρεσιών της Επιτροπής σχετικά με τα συμπεράσματά τους, με σκοπό την καθοδήγηση της λήψης αποφάσεων από την Επιτροπή.

Όσον αφορά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, η ΕΑΤ εκτιμά ότι η γνωμοδότησή της θα οδηγήσει σε συνολική αύξηση των εν λόγω απαιτήσεων για όλες τις μη συστημικές επιχειρήσεις επενδύσεων της ΕΕ κατά 10 %, σε σύγκριση με τις σημερινές απαιτήσεις βάσει του 1ου Πυλώνα, και σε μείωσή τους κατά 16 %, σε σύγκριση με τις συνολικές απαιτήσεις που εφαρμόζονται ως αποτέλεσμα των προσαυξήσεων βάσει του 2ου Πυλώνα. Ο τρόπος με τον οποίο θα κατανεμηθούν οι επιπτώσεις αυτές μεταξύ των επιχειρήσεων επενδύσεων εξαρτάται από το μέγεθός τους, τις επενδυτικές υπηρεσίες που παρέχουν και τον τρόπο με τον οποίο θα εφαρμοστούν οι νέες κεφαλαιακές απαιτήσεις σε αυτές. Όπως περιγράφεται λεπτομερώς στο έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής που συνοδεύει τις προτάσεις, συμπεριλαμβανομένου του Παραρτήματος ΙΙ, το ποσοστό 10 % συνολικής αύξησης των απαιτήσεων του πυλώνα 1 είναι το άθροισμα των σημαντικά χαμηλότερων απαιτήσεων για ορισμένες και αυξήσεων άνω του 10 % για άλλες. Όσον αφορά τα διαθέσιμα ίδια κεφάλαια, η ΕΑΤ θεωρεί ότι λίγες μόνον επιχειρήσεις δεν θα διέθεταν επαρκή κεφάλαια για την άνετη εκπλήρωση των νέων απαιτήσεων —πρόκειται για έναν μικρό μόνον αριθμό επενδυτικών συμβούλων, επιχειρήσεων διενέργειας συναλλαγών και επιχειρήσεων παροχής πολλαπλών υπηρεσιών. Ωστόσο, όσον αφορά τις επιχειρήσεις που ανήκουν στην ομάδα αυτή των οποίων αυξήσεις θα είναι υπερδιπλάσιες των ισχυουσών απαιτήσεων, θα μπορούσε να χορηγηθεί ανώτατο όριο για ορισμένο αριθμό ετών.

Το συνοδευτικό έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, συνολικά, οι συστάσεις της ΕΑΤ θεωρούνται κατάλληλο και αναλογικό μέσο για την επίτευξη των στόχων της επανεξέτασης, με αποτελεσματικό και αποδοτικό τρόπο σε σύγκριση με την υφιστάμενη κατάσταση. Γενικότερα, οι συμβουλές της ΕΑΤ αποτελούν σαφές θετικό βήμα προς τη διαμόρφωση ενός πλαισίου προληπτικής εποπτείας για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, με το οποίο να μπορεί να διασφαλίζεται η λειτουργία τους σε υγιή οικονομική βάση, χωρίς να παρεμποδίζονται οι εμπορικές προοπτικές τους. Επομένως, το πλαίσιο αυτό αναμένεται να στηρίξει τους στόχους της επανεξέτασης με ισορροπημένο τρόπο. Αφενός, αναμένεται να συμβάλει στη διασφάλιση μιας περισσότερο στοχευμένης αντιμετώπισης των κινδύνων που ενέχουν οι επιχειρήσεις επενδύσεων για τους πελάτες και τις αγορές, τόσο στο πλαίσιο των τρεχουσών δραστηριοτήτων τους όσο και σε περίπτωση εκκαθάρισής τους. Αφετέρου, αναμένεται να συμβάλει στο να διασφαλιστεί ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων μπορούν να επιτελούν πλήρως τον ρόλο τους όσον αφορά τη διευκόλυνση των επενδυτικών ροών σε ολόκληρη την ΕΕ, πράγμα το οποίο συνάδει με τους στόχους της Ένωσης Κεφαλαιαγοράς σχετικά με την κινητοποίηση των αποταμιεύσεων και των επενδύσεων, με σκοπό την τόνωση της ανάπτυξης και της δημιουργίας θέσεων εργασίας.

Απόκλιση υπάρχει μόνον ως προς τις συστάσεις της ΕΑΤ σχετικά με τον προσδιορισμό των συστημικών επιχειρήσεων επενδύσεων. Αντί της αναβολής, προκειμένου να διευκρινιστεί το ζήτημα αυτό μέσω κριτηρίων που θα αναπτυχθούν σε τεχνικούς κανόνες για την εφαρμογή των προτάσεων σύμφωνα με τις συστάσεις της ΕΑΤ, θεωρείται σκοπιμότερο να περιληφθεί στις ίδιες τις προτάσεις, προκειμένου να διασφαλιστούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων και των συστημικών επιχειρήσεων επενδύσεων. Επ’ αυτού, οι προτάσεις επεκτείνονται πέραν των συμβουλών που διατυπώνονται από την ΕΑΤ στη γνωμοδότησή της σχετικά με την επανεξέταση των επιχειρήσεων επενδύσεων. Ωστόσο, με τον τρόπο αυτόν οι προτάσεις ανταποκρίνονται στη γνωμοδότηση της ΕΑΤ σχετικά με ζητήματα που αφορούν την απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου να αποχωρήσει από την ΕΕ 20 .

   Καταλληλότητα και απλούστευση του κανονιστικού πλαισίου

Όπως επισημαίνεται στο συνοδευτικό έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής, η απλούστευση των κανόνων προληπτικής εποπτείας για τη μεγάλη πλειονότητα των επιχειρήσεων επενδύσεων αναμένεται να μειώσει σημαντικά τον διοικητικό φόρτο και τον φόρτο συμμόρφωσής τους. Θα μπορούσαν να αφαιρεθούν διάφορες περιττές κανονιστικές απαιτήσεις και απαιτήσεις υποβολής αναφορών, καθιστώντας δυνατή τη μετατόπιση των κεφαλαίων που προορίζονται για κανονιστικούς σκοπούς σε περισσότερο παραγωγικές χρήσεις. Οι προτάσεις, με τον καθορισμό κεφαλαιακών απαιτήσεων και απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας, μεταξύ άλλων όσον αφορά τις αποδοχές και τη διακυβέρνηση, οι οποίες είναι ανάλογες προς τις επιχειρήσεις επενδύσεων, επιφέρουν για πρώτη φορά μείωση του σημαντικού κόστους με το οποίο επιβαρύνονται οι επιχειρήσεις, λόγω των τραπεζοκεντρικών απαιτήσεων του ισχύοντος καθεστώτος. Με τον τρόπο αυτόν θα δοθεί τέλος στο πολύπλοκο έργο της αντιστοίχισης και εναρμόνισης των επιχειρηματικών δεδομένων με ένα ακατάλληλο κανονιστικό πλαίσιο και καθεστώς υποβολής αναφορών.

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που είναι ΜΜΕ 21 αναμένεται να είναι μεταξύ των κύριων ωφελημένων. Ένα αναλογικότερο και καταλληλότερο πλαίσιο προληπτικής εποπτείας για τις εν λόγω επιχειρήσεις αναμένεται να συμβάλει στη βελτίωση των συνθηκών ανάπτυξης επιχειρηματικής δράσης, ενώ παράλληλα αναμένεται να μειωθούν οι φραγμοί εισόδου. Για παράδειγμα, με τον εξορθολογισμό του επαχθούς πλαισίου υποβολής αναφορών αναμένεται να μειωθεί ο διοικητικός φόρτος και το κόστος συμμόρφωσης για τις ΜΜΕ, συμπεριλαμβανομένων των καινοτόμων επιχειρήσεων που επιδιώκουν την ανάπτυξή τους μέσω ψηφιακών μέσων. Ομοίως, με την εξαίρεση των μικρών και μη διασυνδεδεμένων επιχειρήσεων επενδύσεων από τους ισχύοντες κανόνες σχετικά με τη διακυβέρνηση και τις αποδοχές, όπως ορίζονται στην ισχύουσα ΟΚΑ IV/στον ισχύοντα ΚΚΑ, οι προτάσεις θα επιφέρουν μείωση του διοικητικού κόστους και του κόστους συμμόρφωσης για τις εν λόγω επιχειρήσεις. Θα πρέπει να αναμένονται ορισμένες εφάπαξ δαπάνες όσον αφορά τη μετάβαση στο νέο καθεστώς, δεδομένου ότι οι επιχειρήσεις χρειάζεται να αναμορφώσουν τα συστήματα διαχείρισης κινδύνων, να επικαιροποιήσουν τα τμήματα συμμόρφωσης και να αναθεωρήσουν τις συμβάσεις με δικηγορικά γραφεία και άλλους παρόχους υπηρεσιών, που χρησιμοποιούνται επί του παρόντος για τη διευκόλυνση της συμμόρφωσης. Παρά ταύτα, η εξοικονόμηση κόστους συμμόρφωσης αναμένεται να στηρίξει τους στόχους της Ένωσης Κεφαλαιαγορών γενικότερα, βοηθώντας τις επιχειρήσεις επενδύσεων να διαδραματίζουν τον ρόλο που τους αναλογεί στην κινητοποίηση των αποταμιεύσεων των επενδυτών προς παραγωγικές χρήσεις.

Όσον αφορά το κόστος συμμόρφωσης, οι επιχειρήσεις πρόκειται να εξοικονομήσουν δεκάδες χιλιάδες έως εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ, ανάλογα με το είδος και το μέγεθος της επιχείρησης. Ο τρόπος με τον οποίο οι εν λόγω μειώσεις του κόστους συμμόρφωσης συνδέονται και συγκρίνονται με τις αλλαγές στις κεφαλαιακές απαιτήσεις για διαφορετικούς τύπους επιχειρήσεων δεν είναι γνωστός στην παρούσα φάση, αλλά θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται στη μελλοντική παρακολούθηση και αξιολόγηση του πλαισίου.

   Θεμελιώδη δικαιώματα

Η παρούσα πρόταση ενισχύει την άσκηση του δικαιώματος των διάφορων επιχειρήσεων επενδύσεων να ασκούν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες απαλλαγμένες από κανόνες που έχουν σχεδιαστεί πρωτίστως για άλλου είδους οικονομικούς παράγοντες. Τα νομοθετικά μέτρα στις προτάσεις που ορίζουν κανόνες περί των αμοιβών στις επιχειρήσεις επενδύσεων ακολουθούν τις αρχές που αναγνωρίζονται από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και κυρίως την επιχειρηματική ελευθερία και το δικαίωμα της συλλογικής διαπραγμάτευσης και δράσης.

4.    ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ

Η πρόταση δεν έχει επιπτώσεις στον προϋπολογισμό της ΕΕ.

5.    ΛΟΙΠΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

   Σχέδια εφαρμογής και ρυθμίσεις παρακολούθησης, αξιολόγησης και υποβολής εκθέσεων

Οι αλλαγές που προβλέπουν οι προτάσεις θα πρέπει να αξιολογηθούν προκειμένου να προσδιοριστεί ο βαθμός στον οποίο έχουν επιτευχθεί οι ακόλουθοι στόχοι:

·μια απλούστερη κατηγοριοποίηση των επιχειρήσεων επενδύσεων κατά τρόπο που να αντικατοπτρίζει τα διαφορετικά προφίλ κινδύνου τους·

·ένα σύνολο κανόνων προληπτικής εποπτείας, ιδίως σχετικά με τις απαιτήσεις για το κεφάλαιο, τη ρευστότητα, τις αμοιβές και τη διακυβέρνηση, που είναι κατάλληλοι, αναλογικοί και ευαίσθητοι στους συγκεκριμένους κινδύνους στους οποίους εκτίθενται οι επιχειρήσεις επενδύσεων και εξασφαλίζουν ότι το κεφάλαιο διατίθεται εκεί όπου χρειάζεται·

·ένα πλαίσιο που αντιστοιχεί στους κινδύνους που είναι συμφυείς με τη φύση και το φάσμα των δραστηριοτήτων που αναλαμβάνουν οι επιχειρήσεις επενδύσεων με άμεσο και ορατό τρόπο και, ως εκ τούτου, υποστηρίζει την ανάληψη της δραστηριότητας· και

·δημιουργία εξορθολογισμένης δέσμης εποπτικών εργαλείων, ώστε να καταστεί δυνατή η πλήρης και ακριβής εποπτεία των επιχειρηματικών πρακτικών και των συναφών κινδύνων.

Για τον σκοπό αυτόν, θα μπορούσαν να συγκεντρωθούν ορισμένες από τις κατωτέρω πληροφορίες, στο πλαίσιο μελλοντικής επανεξέτασης, με σκοπό να χρησιμεύσουν ως δείκτες αξιολόγησης του αντικτύπου των προτεινόμενων αλλαγών: i) κόστος συμμόρφωσης όσον αφορά το προσωπικό, τις νομικές συμβουλές και την υποβολή κανονιστικών εκθέσεων· ii) επίπεδα κεφαλαιακών απαιτήσεων· iii) άλλες νέες δαπάνες, π.χ. από τους κανόνες περί ρευστότητας· iv) εξέλιξη στους αριθμούς των επιχειρήσεων μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών· v) αλλαγές στη χρήση από τις αρμόδιες αρχές προσαυξήσεων βάσει του 2ου Πυλώνα· vi) ο αντίκτυπος της χρεοκοπίας επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο του νέου καθεστώτος· και vii) εξέλιξη του μεγέθους των επιχειρήσεων επενδύσεων από απόψεως στοιχείων ενεργητικού και όγκου εντολών των πελατών.

   Αναλυτική επεξήγηση των επιμέρους διατάξεων της πρότασης

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

Στην πρόταση καθορίζονται απαιτήσεις όσον αφορά τα ίδια κεφάλαια, τα επίπεδα ελάχιστου κεφαλαίου, τον κίνδυνο συγκέντρωσης, τη ρευστότητα, την υποβολή αναφορών και τη δημοσιοποίηση βάσει του παρόντος κανονισμού για όλες τις μη συστημικές επιχειρήσεις επενδύσεων.

Επίπεδο εφαρμογής

Όλες οι επιχειρήσεις επενδύσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού πρέπει να εφαρμόζουν τις διατάξεις του σε ατομική βάση. Προβλέπεται παρέκκλιση για τις μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις εντός τραπεζικών ομίλων που υπόκεινται σε ενοποιημένη εφαρμογή και εποπτεία βάσει των ΚΚΑ/ΟΚΑ IV. Σε ομίλους οι οποίοι περιλαμβάνουν μόνο επιχειρήσεις επενδύσεων εφαρμόζεται ειδική κεφαλαιακή απαίτηση σε επίπεδο ομίλου, στο πλαίσιο της οποίας απαιτείται από τη μητρική επιχείρηση να διασφαλίζει επαρκή κεφάλαια για τη στήριξη των συμμετοχών της στις θυγατρικές επιχειρήσεις επενδύσεων.

Ίδια κεφάλαια

Τα κεφαλαιακά μέσα που είναι αποδεκτά ως ίδια κεφάλαια για την εκπλήρωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων των επιχειρήσεων επενδύσεων βάσει του παρόντος κανονισμού αποτελούνται από τα ίδια στοιχεία που προβλέπονται στον ΚΚΑ/στην ΟΚΑ IV. Για τον σκοπό αυτό, το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (CET1) θα πρέπει να αποτελεί τουλάχιστον το 56 % του εποπτικού κεφαλαίου, ενώ το πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1 (ΑΤ1) και το κεφάλαιο της κατηγορίας 2 μπορούν να είναι επιλέξιμα σε ποσοστό έως 44 % και έως 25 %, αντίστοιχα, του εποπτικού κεφαλαίου.

Κεφαλαιακές απαιτήσεις

Όλες οι επιχειρήσεις επενδύσεων διατηρούν ανά πάσα στιγμή ως μόνιμο ελάχιστο κεφάλαιο ποσό ίσο με το αρχικό κεφάλαιο που απαιτείται για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας. Οι μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις επενδύσεων εφαρμόζουν ως κεφαλαιακή τους απαίτηση είτε την ανωτέρω απαίτηση είτε, εάν είναι υψηλότερη, απαίτηση η οποία βασίζεται στο ένα τέταρτο των παγίων εξόδων τους κατά το προηγούμενο έτος, υπολογιζόμενων σύμφωνα με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2015/488 22 . Οι επιχειρήσεις αυτές ορίζονται ως επιχειρήσεις στις οποίες δεν επιτρέπεται να φυλάσσουν και να διαχειρίζονται περιουσιακά στοιχεία πελατών, να κατέχουν χρήματα πελατών ή να διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό στο όνομά τους, ή ως επιχειρήσεις οι οποίες έχουν περιουσιακά στοιχεία υπό διαχείριση, τόσο υπό διακριτική διαχείριση χαρτοφυλακίου όσο και υπό μη διακριτικές (συμβουλευτικές) ρυθμίσεις, των οποίων η αξία είναι κατώτερη του 1,2 δισ. EUR, εκτελούν ημερήσιες εντολές πελατών αξίας έως 100 εκατ. EUR σε συναλλαγές σε μετρητά ή έως 1 δισ. EUR σε παράγωγα, και διαθέτουν ισολογισμό ύψους κατώτερου των 100 εκατ. EUR και σύνολο ακαθάριστων ετήσιων εσόδων από την παροχή των επενδυτικών τους υπηρεσιών ύψους κατώτερου των 30 εκατ. EUR. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που υπερβαίνουν τα ανωτέρω όρια εφαρμόζουν το υψηλότερο από τα ακόλουθα: την απαίτηση μόνιμου ελάχιστου κεφαλαίου, την απαίτηση παγίων εξόδων ή την απαίτηση βάσει του αθροίσματος της απαίτησης των παραγόντων Κ.

Παράγοντες Κ

Οι παράγοντες Κ αποτυπώνουν τους κινδύνους για τον πελάτη (RtC) και, όσον αφορά επιχειρήσεις που διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό και εκτελούν εντολές πελατών στον όνομά τους, τους κινδύνους για την αγορά (RtM) και τους κινδύνους για την επιχείρηση (RtF). Ο κίνδυνος RtC περιλαμβάνει τους ακόλουθους παράγοντες Κ: περιουσιακά στοιχεία υπό διαχείριση (K-AUM), χρήματα πελατών υπό κατοχή (K-CMH), περιουσιακά στοιχεία υπό φύλαξη και διαχείριση (K-ASA), και εκτελούμενες εντολές πελατών (K-COH). Ο κίνδυνος RtM περιλαμβάνει έναν παράγοντα Κ για τον κίνδυνο καθαρής θέσης (K-NPR) με βάση τις απαιτήσεις κινδύνου της αγοράς που προβλέπονται στον ΚΚΑ (τρίτο μέρος τίτλος IV), ή εναλλακτικά, εφόσον το επιτρέπει η αρμόδια αρχή, έναν παράγοντα Κ που βασίζεται στα περιθώρια που παρέχονται στα εκκαθαριστικά μέλη για συναλλαγές που καλύπτονται με εγγύηση από αυτά (K-CMG).

Το όριο προκειμένου μια επιχείρηση επενδύσεων να μπορεί να επωφεληθεί της απλουστευμένης τυποποιημένης προσέγγισης για τον κίνδυνο της αγοράς τροποποιείται ώστε να αφορά μόνο ένα απόλυτο ποσό συνολικών στοιχείων ενεργητικού ύψους 300 εκατ. EUR. Ο κίνδυνος RtF περιλαμβάνει παράγοντες Κ για αθέτηση αντισυμβαλλομένου (K-TCD), για κίνδυνο συγκέντρωσης που υπερβαίνει τα καθορισθέντα όρια (K-CON – βλέπε κατωτέρω) και για την ημερήσια ροή συναλλαγών (Κ-DTF).

Οι παράγοντες K-CMH, K-ASA, K-COH και K-DTF υπολογίζονται με βάση έναν κυλιόμενο μέσο όρο των προηγούμενων 3 μηνών, ενώ ο παράγοντας K-AUM υπολογίζεται με βάση το προηγούμενο έτος. Οι ανωτέρω παράγοντες Κ πολλαπλασιάζονται επί τους αντίστοιχους συντελεστές που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό προκειμένου να προσδιοριστεί η κεφαλαιακή απαίτηση. Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για τον παράγοντα K-NPR καθορίζονται σύμφωνα με τον ΚΚΑ, ενώ για τους παράγοντες K-CON και K-TCD χρησιμοποιείται απλουστευμένη εφαρμογή των αντίστοιχων απαιτήσεων βάσει του ΚΚΑ όσον αφορά τη μεταχείριση των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου, αντίστοιχα.

Κίνδυνος συγκέντρωσης

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να παρακολουθούν και να ελέγχουν τον κίνδυνο συγκέντρωσής τους, μεταξύ άλλων και όσον αφορά τους πελάτες τους. Μόνο οι επιχειρήσεις που δεν θεωρούνται μικρές και μη διασυνδεδεμένες θα πρέπει να υποβάλλουν αναφορά στις αρμόδιες αρχές σχετικά με τους κινδύνους συγκέντρωσης στους οποίους εκτίθενται, για παράδειγμα με τη μορφή αθέτησης των αντισυμβαλλομένων τους, όταν κατέχουν χρήματα πελατών, τίτλους και δικά τους μετρητά, και τον κίνδυνο συγκέντρωσης από τα κέρδη τους. Οι επιχειρήσεις που διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό ή εκτελούν εντολές πελατών στο όνομά τους δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν ένα άνοιγμα έναντι μεμονωμένων ή συνδεδεμένων αντισυμβαλλομένων ίσο με το 25 % του εποπτικού τους κεφαλαίου, με την επιφύλαξη ειδικών παρεκκλίσεων για ανοίγματα έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων ή άλλων επιχειρήσεων επενδύσεων. Η υπέρβαση των ορίων αυτών επιτρέπεται μόνον εφόσον πληρούνται πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις του παράγοντα K-CON. Όσον αφορά επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες ειδικεύονται σε παράγωγα επί εμπορευμάτων, σε δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα επί αυτών, οι οποίες μπορεί να έχουν μεγάλα συγκεντρωμένα ανοίγματα έναντι των μη χρηματοοικονομικών ομίλων στους οποίους ανήκουν, είναι δυνατή η υπέρβαση των ορίων αυτών χωρίς πρόσθετο κεφάλαιο εφόσον εξυπηρετούν σκοπούς ρευστότητας σε επίπεδο ομίλου ή διαχείρισης κινδύνων.

Ρευστότητα

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να διαθέτουν εσωτερικές διαδικασίες για την παρακολούθηση και τη διαχείριση των οικείων αναγκών ρευστότητας και να απαιτείται από αυτές να διατηρούν τουλάχιστον το ένα τρίτο των απαιτήσεων παγίων εξόδων τους σε ρευστά στοιχεία ενεργητικού. Τα εν λόγω στοιχεία θα πρέπει να περιλαμβάνονται στον κατάλογο των ρευστών στοιχείων ενεργητικού υψηλής ποιότητας βάσει του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού της Επιτροπής σχετικά με τον δείκτη κάλυψης της ρευστότητας 23 και να συμπληρώνονται με μη βεβαρημένα μετρητά που ανήκουν στην επιχείρηση (στα οποία δεν μπορούν να περιλαμβάνονται χρήματα πελατών) και, όσον αφορά μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις (επιχειρήσεις που δεν υπόκεινται στους παράγοντες Κ), με απαιτήσεις από εμπορικούς οφειλέτες και αμοιβές ή προμήθειες που είναι εισπρακτέες εντός 30 ημερών υπό ειδικούς όρους. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, οι επιχειρήσεις επενδύσεων μπορούν να υπολείπονται του απαιτούμενου ορίου μέσω ρευστοποίησης των ρευστών στοιχείων ενεργητικού τους για την κάλυψη αναγκών ρευστότητας, υπό την προϋπόθεση της άμεσης ενημέρωσης της αρμόδιας αρχής.

Υποβολή εποπτικών αναφορών και δημοσιοποίηση

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων υποχρεούνται να υποβάλλουν στις αρμόδιες αρχές αναφορά σχετικά με τη συμμόρφωσή τους με το πλαίσιο προληπτικής εποπτείας σύμφωνα με λεπτομερείς απαιτήσεις που θα διατυπωθούν στα εκτελεστικά μέτρα του επιπέδου 2. Για τις επιχειρήσεις που υπόκεινται στους παράγοντες Κ ισχύουν απαιτήσεις υποβολής λεπτομερέστερων αναφορών σε σχέση με τις επιχειρήσεις που υπόκεινται στην κεφαλαιακή απαίτηση με τη μορφή είτε μόνιμου ελάχιστου κεφαλαίου είτε παγίων εξόδων. Οι εν λόγω επιχειρήσεις δημοσιοποιούν τα επίπεδα κεφαλαίου τους, τις κεφαλαιακές τους απαιτήσεις, τις πολιτικές και πρακτικές αποδοχών, και τις ρυθμίσεις διακυβέρνησής τους, ενώ οι μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις δεν υπόκεινται σε απαιτήσεις δημοσιοποίησης.

Μεταβατικές διατάξεις

Για να διευκολυνθεί η ομαλή μετάβαση των επιχειρήσεων επενδύσεων στο νέο καθεστώς, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις θα υπόκεινται σε διατάξεις σταδιακής εφαρμογής ως εξής. Για περίοδο 5 ετών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού, επιχειρήσεις επενδύσεων για τις οποίες η κεφαλαιακή απαίτηση σύμφωνα με το νέο καθεστώς θα υπερδιπλασιαστεί σε σύγκριση με την υφιστάμενη κεφαλαιακή τους απαίτηση βάσει του ισχύοντος πλαισίου, θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να περιορίσουν την κεφαλαιακή τους απαίτηση στο διπλάσιο της σχετικής κεφαλαιακής απαίτηση δυνάμει του ΚΚΑ/της ΟΚΑ IV. Επιπλέον, για την περίοδο αυτή, νέες επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες δεν υπόκεινταν ποτέ σε κεφαλαιακές απαιτήσεις δυνάμει των ΚΚΑ/ΟΚΑ IV θα μπορούν να εφαρμόσουν ένα όριο στο διπλάσιο της απαίτησης απαίτηση παγίων εξόδων τους, ενώ επιχειρήσεις επενδύσεων υπόκεινταν μόνο σε απαίτηση για το αρχικό κεφάλαιο δυνάμει των ΚΚΑ/ΟΚΑ IV θα μπορούν να περιορίσουν την κεφαλαιακή τους απαίτηση στο διπλάσιο της απαίτησης αυτής για τον μετριασμό των εν λόγω αυξήσεων. Τέλος, για περίοδο πέντε ετών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού, ή έως την ημερομηνία εφαρμογής των αλλαγών που εγκρίθηκαν στον ΚΚΑ/στην ΟΚΑ IV σχετικά με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για κίνδυνο αγοράς σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 84 της πρότασης κανονισμού της Επιτροπής για την τροποποίηση του κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ανάλογα με το ποια ημερομηνία είναι προγενέστερη, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που υπόκεινται στις αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να εξακολουθήσουν να υπολογίζουν την κεφαλαιακή τους απαίτηση για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών σύμφωνα με τον υφιστάμενο ΚΚΑ.

Συστημικές επιχειρήσεις επενδύσεων

Με την παρούσα πρόταση τροποποιείται ο ορισμός των πιστωτικών ιδρυμάτων στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο (1) του ΚΚΑ. Με τον τρόπο αυτό θα δίνεται το καθεστώς πιστωτικών ιδρυμάτων σε μεγάλες επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες ασκούν τις δραστηριότητες που αναφέρονται στα σημεία (3) και (6) του τμήματος Α του παραρτήματος Ι της MiFID και διαθέτουν στοιχεία ενεργητικού άνω των 30 δισ. EUR. Ως εκ τούτου, οι μεγάλες επιχειρήσεις επενδύσεων συστημικής σημασίας θα συνεχίσουν να εφαρμόζουν τον ΚΚΑ/την ΟΚΑ IV και θα υπόκεινται πλήρως στις προληπτικές και εποπτικές απαιτήσεις που εφαρμόζονται σε πιστωτικά ιδρύματα. Αυτό περιλαμβάνει τις διατάξεις για την ατομική και ενοποιημένη εποπτεία της μητρικής επιχείρησης από τις αρμόδιες αρχές. Τούτο συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, ότι οι δραστηριότητες των μεγάλων επιχειρήσεων επενδύσεων που είναι εγκατεστημένες σε κράτη μέλη που συμμετέχουν στην τραπεζική ένωση υπόκεινται σε άμεση εποπτεία από την ΕΚΤ στο πλαίσιο του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού. Η προσέγγιση αυτή θα είναι επίσης σύμφωνη με τις κανονιστικές εξελίξεις σε άλλες περιοχές δικαιοδοσίας (π.χ. στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ελβετία, την Ιαπωνία) όπου, από την εκδήλωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης, η κανονιστική και εποπτική αντιμετώπιση των συστημικών επιχειρήσεων επενδύσεων έχει ολοένα και περισσότερο ευθυγραμμιστεί με εκείνη των πιστωτικών ιδρυμάτων.

2017/0359 (COD)

Πρόταση

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας 24 ,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής 25 ,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)Οι άρτιες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του κανονιστικού περιβάλλοντος εντός του οποίου τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μπορούν να παρέχουν υπηρεσίες εντός της Ένωσης. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων υπόκεινται, από κοινού με τα πιστωτικά ιδρύματα, στην οδηγία 2013/36/ΕΕ 26 και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 27 όσον αφορά την προληπτική μεταχείριση και εποπτεία τους, ενώ οι απαιτήσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας και άλλες οργανωτικές απαιτήσεις και κανόνες δεοντολογίας ορίζονται στην οδηγία 2004/39/ΕΚ 28 .

(2)Τα υφιστάμενα καθεστώτα προληπτικής εποπτείας βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ βασίζονται, σε μεγάλο βαθμό, σε διαδοχικές επαναλήψεις των διεθνών ρυθμιστικών προτύπων, που έχουν καθοριστεί για μεγάλους τραπεζικούς ομίλους από την Επιτροπή της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία, και αντιμετωπίζουν μόνον εν μέρει τους ειδικούς κινδύνους που είναι εγγενείς στις διάφορες δραστηριότητες των επιχειρήσεων επενδύσεων. Ως εκ τούτου, τα ιδιαίτερα τρωτά σημεία και οι κίνδυνοι που χαρακτηρίζουν τις επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να αντιμετωπιστούν συγκεκριμένα μέσω κατάλληλων και αναλογικών ρυθμίσεων προληπτικής εποπτείας σε επίπεδο Ένωσης.

(3)Οι κίνδυνοι τους οποίους διατρέχουν οι ίδιες οι επιχειρήσεις επενδύσεων και στους οποίους εκτίθενται οι πελάτες τους, καθώς και οι ευρύτερες αγορές στις οποίες δραστηριοποιούνται, εξαρτώνται από τη φύση και τον όγκο των δραστηριοτήτων τους, μεταξύ άλλων από το αν οι επιχειρήσεις επενδύσεων ενεργούν ως αντιπρόσωποι των πελατών τους και δεν είναι οι ίδιες συμβαλλόμενα μέρη στις επακόλουθες συναλλαγές, ή αν ενεργούν για ίδιο λογαριασμό στο πλαίσιο των συναλλαγών.

(4)Οι ορθές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων διοικούνται με μεθοδικό τρόπο και με σκοπό τη βέλτιστη εξυπηρέτηση των συμφερόντων των πελατών τους. Θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις δυνατότητες για τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τους πελάτες τους να αναλαμβάνουν υπερβολικό κίνδυνο και τους διαφορετικούς βαθμούς κινδύνου που αναλαμβάνουν οι επιχειρήσεις επενδύσεων και ενέχουν οι δραστηριότητές τους. Ομοίως, οι εν λόγω απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας θα πρέπει να αποσκοπούν στην αποφυγή αδικαιολόγητου διοικητικού φόρτου για τις επιχειρήσεις επενδύσεων.

(5)Πολλές από τις απαιτήσεις που απορρέουν από το πλαίσιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ αποσκοπούν στην αντιμετώπιση των κοινών κινδύνων που διατρέχουν τα πιστωτικά ιδρύματα. Αναλόγως, οι υφιστάμενες απαιτήσεις έχουν διαμορφωθεί, σε μεγάλο βαθμό, με γνώμονα τη διατήρηση της δανειοδοτικής ικανότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων στη διάρκεια των οικονομικών κύκλων και την προστασία καταθετών και φορολογουμένων από ενδεχόμενη πτώχευση, και δεν έχουν σχεδιαστεί για την αντιμετώπιση των διαφορετικών προφίλ κινδύνου των επιχειρήσεων επενδύσεων. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν διατηρούν μεγάλα χαρτοφυλάκια δανείων λιανικής και επιχειρηματικών δανείων, και δεν δέχονται καταθέσεις. Η πιθανότητα ότι η πτώχευσή τους είναι δυνατόν να έχει καταστροφικές συνέπειες για τη συνολική χρηματοπιστωτική σταθερότητα είναι μικρότερη από ό, τι στην περίπτωση των πιστωτικών ιδρυμάτων. Οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν και ενέχουν οι επιχειρήσεις επενδύσεων, ως εκ τούτου, διαφέρουν ουσιωδώς από τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν και ενέχουν τα πιστωτικά ιδρύματα και η διαφορά αυτή θα πρέπει να αντικατοπτρίζεται σαφώς στο πλαίσιο προληπτικής εποπτείας της Ένωσης.

(6)Οι απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει της οδηγίας 2013/36/EΕ και του κανονισμού (EΕ) αριθ 575/2013, στις οποίες υπόκεινται οι επιχειρήσεις επενδύσεων, βασίζονται στις απαιτήσεις που ισχύουν για τα πιστωτικά ιδρύματα. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων για τις οποίες το πεδίο εφαρμογής της άδειας λειτουργίας τους περιορίζεται σε συγκεκριμένες επενδυτικές υπηρεσίες, οι οποίες δεν αποτελούν αντικείμενο του ισχύοντος πλαισίου προληπτικής εποπτείας, υπόκεινται σε πολυάριθμες εξαιρέσεις από αυτές τις απαιτήσεις. Με τον τρόπο αυτό αναγνωρίζεται ότι, λόγω του περιορισμού αυτού, οι εν λόγω επιχειρήσεις δεν εκτίθενται σε κινδύνους ίδιας φύσης με εκείνους στους οποίους εκτίθενται τα πιστωτικά ιδρύματα. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που ασκούν δραστηριότητες οι οποίες αποτελούν αντικείμενο του ισχύοντος πλαισίου και αφορούν συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα, αλλά σε περιορισμένη βάση, υπόκεινται στις αντίστοιχες απαιτήσεις του πλαισίου όσον αφορά το κεφάλαιο, αλλά μπορούν να τυγχάνουν εξαιρέσεων σε άλλους τομείς, όπως η ρευστότητα, τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα και η μόχλευση. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων για τις οποίες το πεδίο εφαρμογής της άδειας λειτουργίας τους δεν υπόκειται στους ανωτέρω περιορισμούς, υπόκεινται στο πλήρες πλαίσιο, από κοινού με τα πιστωτικά ιδρύματα.

(7)Οι συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα, είτε για σκοπούς διαχείρισης κινδύνου, αντιστάθμισης και διαχείρισης ρευστότητας, είτε για τοποθετήσεις θέσεων μιας κατεύθυνσης επί της διαχρονικής αξίας των μέσων, αποτελούν δραστηριότητα την οποία μπορούν να ασκούν τόσο τα πιστωτικά ιδρύματα όσο και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια να διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, και η οποία καλύπτεται ήδη από το πλαίσιο προληπτικής εποπτείας της οδηγίας 2013/36/EΕ και του κανονισμού (EΕ) αριθ 575/2013. Προκειμένου να αποφευχθούν άνισοι όροι ανταγωνισμού οι οποίοι θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ρυθμιστικό αρμπιτράζ μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων στον τομέα αυτό, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις που προκύπτουν από τους κανόνες αυτούς για την κάλυψη του εν λόγω κινδύνου θα πρέπει, ως εκ τούτου, να συνεχίσουν να εφαρμόζονται στις συγκεκριμένες επιχειρήσεις επενδύσεων. Τα ανοίγματα αυτών των επιχειρήσεων επενδύσεων στους αντισυμβαλλομένους τους σε συγκεκριμένες συναλλαγές και οι αντίστοιχες κεφαλαιακές απαιτήσεις καλύπτονται επίσης από τους κανόνες και, για τον λόγο αυτό, θα πρέπει επίσης να συνεχίσουν να εφαρμόζονται με απλουστευμένο τρόπο. Τέλος, οι κανόνες του ισχύοντος πλαισίου σχετικά με τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα εφαρμόζονται επίσης όταν τα ανοίγματα συναλλαγών των εν λόγω επιχειρήσεων επενδύσεων σε συγκεκριμένους αντισυμβαλλομένους είναι ιδιαίτερα μεγάλα, με αποτέλεσμα να δημιουργείται υπερβολική συγκέντρωση κινδύνου για μια επιχείρηση επενδύσεων σε περίπτωση αθέτησης του αντισυμβαλλομένου. Ως εκ τούτου, οι διατάξεις αυτές θα πρέπει να συνεχίσουν να εφαρμόζονται στις επιχειρήσεις επενδύσεων με απλουστευμένο τρόπο.

(8)Οι διαφορές στην εφαρμογή του υφιστάμενου πλαισίου στα διάφορα κράτη μέλη συνιστούν απειλή για τους ισότιμους όρους ανταγωνισμού των επιχειρήσεων επενδύσεων εντός της Ένωσης. Οι διαφορές αυτές οφείλονται στη συνολική πολυπλοκότητα της εφαρμογής του πλαισίου στις διάφορες επιχειρήσεις επενδύσεων με βάση τις υπηρεσίες που παρέχουν, ενώ ορισμένες εθνικές αρχές προβαίνουν σε προσαρμογή ή εξορθολογισμό της εν λόγω εφαρμογής στην εθνική νομοθεσία ή πρακτική. Δεδομένου ότι το υφιστάμενο πλαίσιο προληπτικής εποπτείας δεν καλύπτει όλους τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν και που ενέχουν ορισμένα είδη επιχειρήσεων επενδύσεων, έχουν εφαρμοστεί μεγάλες πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις για ορισμένες επιχειρήσεις επενδύσεων σε ορισμένα κράτη μέλη. Θα πρέπει να θεσπιστούν ενιαίες διατάξεις που αντιμετωπίζουν αυτούς τους κινδύνους, προκειμένου να διασφαλιστεί εναρμονισμένη προληπτική εποπτεία των επιχειρήσεων επενδύσεων σε ολόκληρη την Ένωση.

(9)Ως εκ τούτου, απαιτείται ένα ειδικό καθεστώς προληπτικής εποπτείας για επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες, λόγω του μεγέθους και της διασύνδεσής τους με άλλους χρηματοπιστωτικούς και οικονομικούς παράγοντες, δεν είναι συστημικές. Ωστόσο, οι συστημικές επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να εξακολουθήσουν να υπόκεινται στο υφιστάμενο πλαίσιο προληπτικής εποπτείας βάσει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Οι εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων αποτελούν υποσύνολο των επιχειρήσεων επενδύσεων στις οποίες εφαρμόζεται επί του παρόντος το πλαίσιο που προβλέπεται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και δεν τυγχάνουν ειδικών εξαιρέσεων από καμία από τις βασικές του απαιτήσεις. Οι μεγαλύτερες και περισσότερο διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις επενδύσεων διαθέτουν επιχειρηματικά μοντέλα και προφίλ κινδύνου τα οποία είναι παρόμοια με εκείνα σημαντικών πιστωτικών ιδρυμάτων – παρέχουν τραπεζικού τύπου υπηρεσίες και αναλαμβάνουν κινδύνους σε σημαντική κλίμακα. Επομένως, είναι σκόπιμο να συνεχίσουν οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις επενδύσεων να υπόκεινται στις διατάξεις που προβλέπονται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Επιπλέον, οι συστημικές επιχειρήσεις επενδύσεων είναι αρκετά μεγάλες και διαθέτουν επιχειρηματικά μοντέλα και προφίλ κινδύνου που συνιστούν απειλή για τη σταθερή και εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, όπως ακριβώς και τα μεγάλα πιστωτικά ιδρύματα.

(10)Το ειδικό καθεστώς προληπτικής εποπτείας για επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες, λόγω του μεγέθους και της διασύνδεσής τους με άλλους χρηματοπιστωτικούς και οικονομικούς παράγοντες, δεν θεωρούνται συστημικές, θα πρέπει να καλύπτει τις συγκεκριμένες επιχειρηματικές πρακτικές των διαφόρων ειδών επιχειρήσεων επενδύσεων. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που παρουσιάζουν τις περισσότερες πιθανότητες δημιουργίας κινδύνων για τους πελάτες, τις αγορές ή την εύρυθμη λειτουργία των ίδιων των επιχειρήσεων επενδύσεων θα πρέπει, ειδικότερα, να υπόκεινται σε σαφείς και αποτελεσματικές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας προσαρμοσμένες στους συγκεκριμένους αυτούς κινδύνους. Αυτές οι απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας θα πρέπει να διαμορφώνονται κατά τρόπο ανάλογο με το είδος της επιχείρησης επενδύσεων, το βέλτιστο συμφέρον των πελατών του συγκεκριμένου είδους επιχείρησης επενδύσεων και την προαγωγή της ομαλής και εύρυθμης λειτουργίας των αγορών στις οποίες δραστηριοποιούνται οι επιχειρήσεις επενδύσεων αυτού του είδους. Θα πρέπει να περιορίζουν τους εντοπισθέντες τομείς κινδύνου και να συμβάλλουν στο να διασφαλιστεί ότι, σε περίπτωση πτώχευσης μιας επιχείρησης επενδύσεων, η επιχείρηση αυτή μπορεί να εκκαθαριστεί με εύρυθμο τρόπο επιφέροντας ελάχιστη διαταραχή στη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών.

(11)Το καθεστώς προληπτικής εποπτείας για επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες, λόγω του μεγέθους και της διασύνδεσής τους με άλλους χρηματοπιστωτικούς και οικονομικούς παράγοντες, δεν θεωρούνται συστημικές, θα πρέπει να εφαρμόζεται σε κάθε επιχείρηση επενδύσεων σε ατομική βάση. Ωστόσο, δεδομένου ότι οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθενται οι μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις επενδύσεων είναι ως επί το πλείστον περιορισμένοι, θα πρέπει να επιτρέπεται στις εν λόγω επιχειρήσεις να τυγχάνουν εξαίρεσης από τις ειδικές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας όταν ανήκουν σε τραπεζικό όμιλο που εδρεύει και υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ.575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ στο ίδιο κράτος μέλος, διότι στις περιπτώσεις αυτές η ενοποιημένη εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ.575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ στον όμιλο αναμένεται να καλύπτει επαρκώς αυτούς τους κινδύνους. Προκειμένου να αντικατοπτρίζεται η πιθανή υφιστάμενη μεταχείριση των ομίλων επιχειρήσεων επενδύσεων βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ.575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, θα πρέπει να απαιτείται από τη μητρική επιχείρηση τέτοιων ομίλων να διαθέτει επαρκή κεφάλαια για τη στήριξη της λογιστικής αξίας των συμμετοχών της στις θυγατρικές. Επιπλέον, για την κάλυψη περιπτώσεων στις οποίες τέτοιοι όμιλοι επιχειρήσεων επενδύσεων ενέχουν υψηλότερο βαθμό κινδύνου ή διασύνδεσης, θα μπορούσαν να υπόκεινται σε κεφαλαιακές απαιτήσεις με βάση την ενοποιημένη κατάσταση του ομίλου.

(12)Προκειμένου οι επιχειρήσεις επενδύσεων να μπορούν να συνεχίσουν να βασίζονται στα υφιστάμενα ίδια κεφάλαια για την εκπλήρωση των κεφαλαιακών τους απαιτήσεων βάσει του πλαισίου προληπτικής εποπτείας που ισχύει ειδικά για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, ο ορισμός και η σύνθεση των ιδίων κεφαλαίων θα πρέπει να ευθυγραμμιστεί με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ.575/2013. Στο πλαίσιο αυτό περιλαμβάνονται πλήρεις αφαιρέσεις από τον ισολογισμό στοιχείων από τα ίδια κεφάλαιο σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όπως αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις και τοποθετήσεις σε κεφαλαιακά μέσα άλλων οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα. Ωστόσο, οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να είναι σε θέση να εξαιρούν από τις αφαιρέσεις μη σημαντικές τοποθετήσεις σε κεφαλαιακά μέσα οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, εάν διακρατούνται για διαπραγμάτευση με σκοπό τη στήριξη της ειδικής διαπραγμάτευσης σε αυτά τα μέσα. Για την ευθυγράμμιση της σύνθεσης των ιδίων κεφαλαίων με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ.575/2013, τουλάχιστον το 56 % της κεφαλαιακής απαίτησης θα πρέπει να καλύπτεται από τις επιχειρήσεις επενδύσεων με στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, ενώ τα πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1 και της κατηγορίας 2 μπορούν να είναι επιλέξιμα σε ποσοστό έως 44 % και 25 %, αντίστοιχα, του εποπτικού κεφαλαίου.

(13)Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων λειτουργούν πάντοτε με βάση το επίπεδο κεφαλαίου που απαιτείται για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας, όλες οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει, ανά πάσα στιγμή, να πληρούν μια μόνιμη ελάχιστη κεφαλαιακή απαίτηση ίση με το αρχικό κεφάλαιο που απαιτείται για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας για την παροχή των σχετικών επενδυτικών υπηρεσιών, το οποίο καθορίζεται σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) ----/--/[IFD].

(14)Προκειμένου να διασφαλιστεί η απλή εφαρμογή της ελάχιστης κεφαλαιακής απαίτησης για τις μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις επενδύσεων, οι εν λόγω επιχειρήσεις θα πρέπει να διαθέτουν κεφάλαιο ίσο προς το υψηλότερο ποσό μεταξύ της μόνιμης ελάχιστης κεφαλαιακής τους απαίτηση ή του ενός τετάρτου των παγίων εξόδων τους μετρούμενων με βάση τη δραστηριότητά τους κατά το προηγούμενο έτος σύμφωνα με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2015/488 29 .

(15)Για την κάλυψη των υψηλότερων κινδύνων των επιχειρήσεων επενδύσεων που δεν είναι μικρές και μη διασυνδεδεμένες, η ελάχιστη κεφαλαιακή απαίτηση για τις επιχειρήσεις αυτές θα πρέπει να ισούται με το υψηλότερο ποσό μεταξύ της μόνιμης ελάχιστης απαίτησης, του ενός τετάρτου των παγίων εξόδων τους κατά το προηγούμενο έτος ή του αθροίσματος των απαιτήσεών τους βάσει του συνόλου παραγόντων κινδύνου που είναι προσαρμοσμένοι στις επιχειρήσεις επενδύσεων («παράγοντες Κ»), το οποίο καθορίζει το κεφάλαιο σε σχέση με τους κινδύνους σε συγκεκριμένους επιχειρηματικούς τομείς των επιχειρήσεων επενδύσεων.

(16)Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να θεωρούνται μικρές και μη διασυνδεδεμένες για τους σκοπούς των ειδικών απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας για τις επιχειρήσεις επενδύσεων όταν οι επιχειρήσεις αυτές δεν παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες οι οποίες ενέχουν υψηλό κίνδυνο για τους πελάτες, τις αγορές ή τις ίδιες τις επιχειρήσεις, και όταν, λόγω του μεγέθους τους, είναι λιγότερο πιθανό να προκαλέσουν ευρείες αρνητικές επιπτώσεις για τους πελάτες και τις αγορές σε περίπτωση επέλευσης κινδύνων που είναι εγγενείς των δραστηριοτήτων τους ή σε περίπτωση πτώχευσής τους. Συνεπώς, ως μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να ορίζονται οι επιχειρήσεις επενδύσεων που δεν διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό ούτε εκτίθενται σε κίνδυνο από τη διενέργεια συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα, δεν τηρούν περιουσιακά στοιχεία ή χρήματα πελατών υπό τον έλεγχό τους, τηρούν περιουσιακά στοιχεία τόσο υπό διακριτική διαχείριση χαρτοφυλακίου όσο και υπό μη διακριτικές (συμβουλευτικές) ρυθμίσεις, των οποίων η αξία είναι κατώτερη του 1,2 δισ. EUR, εκτελούν εντολές πελατών αξίας έως 100 εκατ. EUR ημερησίως σε συναλλαγές σε μετρητά ή έως 1 δισ. EUR ημερησίως σε παράγωγα, και διαθέτουν ισολογισμό ύψους κατώτερου των 100 εκατ. EUR και σύνολο ακαθάριστων ετήσιων εσόδων από την παροχή των επενδυτικών τους υπηρεσιών ύψους κατώτερου των 30 εκατ. EUR.

(17)Προκειμένου να αποφευχθεί το ρυθμιστικό αρμπιτράζ και να μειωθούν τα κίνητρα των επιχειρήσεων επενδύσεων για διάρθρωση των δραστηριοτήτων τους κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην υπάρχει υπέρβαση των ορίων πάνω από τα οποία δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για να χαρακτηρίζονται μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις, τα όρια για τα υπό διαχείριση περιουσιακά στοιχεία, τις εκτελούμενες εντολές πελατών, το μέγεθος του ισολογισμού και το σύνολο των ακαθάριστων εσόδων θα πρέπει να εφαρμόζονται σε συνδυαστική βάση για όλες τις επιχειρήσεις επενδύσεων που ανήκουν στον ίδιο όμιλο. Τα άλλα κριτήρια, συγκεκριμένα το αν μια επιχείρηση επενδύσεων κατέχει χρήματα πελατών, διαχειρίζεται ή φυλάσσει περιουσιακά στοιχεία πελατών, ή διενεργεί συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα και εκτίθεται σε κίνδυνο αγοράς ή κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, είναι δυαδικά και δεν αφήνουν περιθώριο για τέτοιου είδους αναδιάρθρωση· για τον λόγο αυτό, θα πρέπει να αξιολογούνται σε ατομική βάση. Προκειμένου να αποτυπώνουν τα εξελισσόμενα επιχειρηματικά μοντέλα και τους κινδύνους που θέτουν σε συνεχή βάση, αυτά τα κριτήρια και όρια θα πρέπει να αξιολογούνται στο τέλος της ημέρας, με εξαίρεση την κατοχή χρημάτων πελατών, η οποία θα πρέπει να αξιολογείται εντός της ημέρας, καθώς και το μέγεθος του ισολογισμού και το σύνολο ακαθάριστων εσόδων, που θα πρέπει να αξιολογούνται με βάση την κατάσταση της επιχείρησης επενδύσεων στο τέλος του τελευταίου οικονομικού έτους.

(18)Επιχείρηση επενδύσεων η οποία υπερβαίνει τα κανονιστικά όρια ή δεν πληροί τα άλλα κριτήρια δεν θα πρέπει να θεωρείται μικρή και μη διασυνδεδεμένη και θα πρέπει να υπόκειται στις απαιτήσεις που ισχύουν για τις άλλες επιχειρήσεις επενδύσεων, με την επιφύλαξη των ειδικών μεταβατικών διατάξεων του παρόντος κανονισμού. Με τον τρόπο αυτό θα παρασχεθούν στις επιχειρήσεις επενδύσεων κίνητρα για να σχεδιάζουν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες κατά τρόπο ώστε να μπορούν σαφώς να χαρακτηρίζονται μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις. Για μια επιχείρηση επενδύσεων η οποία δεν πληροί τις απαιτήσεις για να θεωρηθεί μικρή και μη διασυνδεδεμένη ώστε να μπορεί να τύχει της μεταχείρισης αυτής, θα πρέπει να προβλέπεται στάδιο παρακολούθησης εντός του οποίου η εν λόγω επιχείρηση θα πρέπει να πληροί τα κριτήρια και να μην υπερβαίνει τα σχετικά όρια για τουλάχιστον έξι συναπτούς μήνες.

(19)Όλες οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να υπολογίζουν τις κεφαλαιακές τους απαιτήσεις με αναφορά σε ένα σύνολο παραγόντων Κ οι οποίοι αποτυπώνουν τον κίνδυνο για τον πελάτη («RtC»), τον κίνδυνο για την αγορά («RtM») και τον κίνδυνο για την επιχείρηση («RtF»). Οι παράγοντες Κ στο πλαίσιο του RtC αποτυπώνουν τα υπό διαχείριση περιουσιακά στοιχεία των πελατών και τη διαρκή παροχή συμβουλών (K-AUM), τα περιουσιακά στοιχεία υπό φύλαξη και διαχείριση (K-ASA), τα χρήματα πελατών υπό κατοχή (K-CMH) και τις εκτελούμενες εντολές πελατών (K-COH).

(20)Ο παράγοντας Κ στο πλαίσιο του RtM αποτυπώνει τον κίνδυνο καθαρής θέσης (K-NPR) σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΚΑ σχετικά με τον κίνδυνο αγοράς ή, εφόσον επιτρέπεται από την αρμόδια αρχή για συγκεκριμένες κατηγορίες επιχειρήσεων επενδύσεων οι οποίες διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό μέσω εκκαθαριστικών μελών, με βάση τα περιθώρια που παρέχονται στο εκκαθαριστικό μέλος μιας επιχείρησης επενδύσεων (K-CMG).

(21)Οι παράγοντες Κ στο πλαίσιο του RtF αποτυπώνουν την έκθεση μιας επιχείρησης επενδύσεων στην αθέτηση των αντισυμβαλλομένων της (K-TCD) σύμφωνα με τις απλουστευμένες διατάξεις σχετικά με τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου βάσει του ΚΚΑ, στον κίνδυνο συγκέντρωσης όσον αφορά μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα μιας επιχείρησης επενδύσεων έναντι συγκεκριμένων αντισυμβαλλομένων βάσει των διατάξεων του ΚΚΑ σχετικά με τον κίνδυνο μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών (K-CON) και στους επιχειρησιακούς κινδύνους που προκύπτουν από την ημερήσια ροή συναλλαγών μιας επιχείρησης επενδύσεων (K-DTF).

(22)Η συνολική κεφαλαιακή απαίτηση βάσει των παραγόντων Κ αποτελεί το άθροισμα των απαιτήσεων των παραγόντων Κ στο πλαίσιο των RtC, RtM και RtF. Οι παράγοντες K-AUM, K-ASA, K-CMH, K-COH και K-DTF σχετίζονται με τον όγκο της δραστηριότητας στον οποίο αναφέρεται κάθε παράγοντας Κ. Οι όγκοι για τους παράγοντες K-CMH, K-ASA, K-COH και K-DTF υπολογίζονται με βάση έναν κυλιόμενο μέσο όρο των προηγούμενων τριών μηνών, ενώ ο όγκος για τον παράγοντα K-AUM βασίζεται στο προηγούμενο έτος. Οι όγκοι πολλαπλασιάζονται επί τους αντίστοιχους συντελεστές που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό προκειμένου να προσδιοριστεί η κεφαλαιακή απαίτηση. Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για τον παράγοντα K-NPR προκύπτουν από τον ΚΚΑ, ενώ για τον προσδιορισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τους παράγοντες K-CON και K-TCD γίνεται απλουστευμένη εφαρμογή των αντίστοιχων απαιτήσεων βάσει του ΚΚΑ όσον αφορά τη μεταχείριση των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου, αντίστοιχα. Το ποσό ενός παράγοντα Κ είναι μηδενικό εάν μια επιχείρηση δεν εκτελεί τη σχετική δραστηριότητα.

(23)Οι παράγοντες Κ στο πλαίσιο του RtC αποτελούν προσεγγιστικά δεδομένα που καλύπτουν επιχειρηματικούς τομείς των επιχειρήσεων επενδύσεων από τους οποίους ενδέχεται να προκληθεί ζημία για τους πελάτες σε περίπτωση προβλημάτων. Ο παράγοντας Κ-AUM αποτυπώνει τον κίνδυνο ζημίας για τους πελάτες λόγω εσφαλμένης διακριτικής διαχείρισης των χαρτοφυλακίων πελατών ή κακής εκτέλεσης και παρέχει διαβεβαιώσεις και οφέλη για τους πελάτες όσον αφορά τη συνέχεια της υπηρεσίας διαρκούς διαχείρισης χαρτοφυλακίου και παροχής συμβουλών. Ο παράγοντας Κ-ASA αποτυπώνει τον κίνδυνο φύλαξης και διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων πελατών και διασφαλίζει ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων διατηρούν κεφάλαια ανάλογα προς τα συγκεκριμένα υπόλοιπα, ανεξάρτητα από το αν τηρούνται στον δικό τους ισολογισμό ή διαχωρίζονται σε άλλους λογαριασμούς. Ο παράγοντας K-CMH αποτυπώνει τον κίνδυνο ενδεχόμενης ζημίας όταν μια επιχείρηση επενδύσεων κατέχει χρήματα των πελατών της, ανεξάρτητα από το αν τηρούνται στον δικό της ισολογισμό ή διαχωρίζονται σε άλλους λογαριασμούς. Ο παράγοντας K-COH αποτυπώνει τον ενδεχόμενο κίνδυνο που ενέχει για τους πελάτες επιχείρηση η οποία εκτελεί τις εντολές της (στο όνομα του πελάτη, και όχι στο όνομα της ίδιας της επιχείρησης), για παράδειγμα στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών αποκλειστικής εκτέλεσης σε πελάτες ή όταν μια επιχείρηση αποτελεί μέρος μιας αλυσίδας για εντολές πελατών.

(24)Ο παράγοντας Κ σχετικά με τον RtM για επιχειρήσεις που διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό βασίζεται στους κανόνες σχετικά με τον κίνδυνο αγοράς για θέσεις σε χρηματοπιστωτικά μέσα, συνάλλαγμα και βασικά εμπορεύματα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ.575/2013, όπως τροποποιήθηκε 30 . Με τον τρόπο αυτό, οι επιχειρήσεις επενδύσεων μπορούν να επιλέξουν να εφαρμόσουν είτε την τυποποιημένη προσέγγιση βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ.575/2013 (απλουστευμένη τυποποιημένη προσέγγιση βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ.575/2013 όπως τροποποιήθηκε), εφόσον η αξία των στοιχείων ενεργητικού τους είναι κατώτερη των 300 εκατ. EUR, ή την αναθεωρημένη τυποποιημένη προσέγγιση βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ.575/2013 όπως τροποποιήθηκε, καθώς επίσης να χρησιμοποιήσουν εσωτερικά υποδείγματα. Στις δύο τελευταίες περιπτώσεις, η προκύπτουσα κεφαλαιακή απαίτηση μπορεί να μειωθεί στο 65 %, καθιστώντας μόνιμη τη δυνατότητα, η οποία προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ.575/2013 όπως τροποποιήθηκε, να εφαρμόζεται η εν λόγω κεφαλαιακή απαίτηση σε προσωρινή βάση για περίοδο τριών ετών, προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη η συνολική χαμηλότερη σημασία των επιχειρήσεων επενδύσεων από πλευράς προληπτικής εποπτείας. Εναλλακτικά, η κεφαλαιακή απαίτηση για επιχειρήσεις που διενεργούν συναλλαγές οι οποίες εκκαθαρίζονται κεντρικά θα πρέπει, με την επιφύλαξη της έγκρισης από την αρμόδια αρχή, να ισούται με τα περιθώρια που παρέχονται στο εκκαθαριστικό τους μέλος.

(25)Όσον αφορά επιχειρήσεις επενδύσεων που διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, οι παράγοντες Κ για τον K-TCD και τον K-CON στο πλαίσιο του RtF αποτελούν απλουστευμένη εφαρμογή των κανόνων του ΚΚΑ σχετικά με τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου και τον κίνδυνο μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, αντιστοίχως. Ο παράγοντας K-TCD αποτυπώνει τον κίνδυνο που ενέχουν για μια επιχείρηση επενδύσεων αντισυμβαλλόμενοι σε εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, συναλλαγές επαναγοράς, συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων, συναλλαγές με μακρά προθεσμία διακανονισμού και συναλλαγές δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης, οι οποίοι δεν εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους, πολλαπλασιάζοντας την αξία των ανοιγμάτων, με βάση το κόστος αντικατάστασης και μια προσαύξηση για ενδεχόμενο μελλοντικό άνοιγμα, επί τους παράγοντες κινδύνου βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ.575/2013, και συνεκτιμώντας τον περιορισμό του κινδύνου που επιτυγχάνεται με τον αποτελεσματικό συμψηφισμό και την ανταλλαγή εξασφαλίσεων. Ο παράγοντας K-CON αποτυπώνει τον κίνδυνο συγκέντρωσης σε σχέση με μεμονωμένους ή άκρως συνδεδεμένους αντισυμβαλλόμενους του ιδιωτικού τομέα έναντι των οποίων οι επιχειρήσεις έχουν ανοίγματα που υπερβαίνουν το 25 % του εποπτικού τους κεφαλαίου, ή ειδικά εναλλακτικά όρια σε σχέση με πιστωτικά ιδρύματα ή άλλες επιχειρήσεις επενδύσεων, επιβάλλοντας κεφαλαιακή προσαύξηση σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ.575/2013 για ανοίγματα που υπερβαίνουν τα όρια αυτά. Τέλος, ο παράγοντας K-DTF αποτυπώνει τους επιχειρησιακούς κινδύνους που ενέχουν για μια επιχείρηση επενδύσεων οι μεγάλοι όγκοι συναλλαγών που διενεργούνται για ίδιο λογαριασμό ή για πελάτες στο όνομά της εντός μίας ημέρας, οι οποίοι θα μπορούσαν να οφείλονται στην ανεπάρκεια ή την αποτυχία εσωτερικών διαδικασιών, ατόμων και συστημάτων ή σε εξωτερικά γεγονότα, με βάση την ονομαστική αξία των ημερήσιων συναλλαγών.

(26)Όλες οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να παρακολουθούν και να ελέγχουν τον κίνδυνο συγκέντρωσής τους, μεταξύ άλλων και όσον αφορά τους πελάτες τους. Ωστόσο, μόνο οι επιχειρήσεις επενδύσεων που υπόκεινται σε ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις βάσει των παραγόντων Κ θα πρέπει να υποβάλλουν αναφορά στις αρμόδιες αρχές σχετικά με τους κινδύνους συγκέντρωσής τους. Όσον αφορά επιχειρήσεις επενδύσεων που ειδικεύονται σε παράγωγα επί εμπορευμάτων, σε δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα επί αυτών, με μεγάλα συγκεντρωμένα ανοίγματα έναντι των μη χρηματοοικονομικών ομίλων στους οποίους ανήκουν, η υπέρβαση των ορίων για τον κίνδυνο συγκέντρωσης είναι δυνατή χωρίς πρόσθετο κεφάλαιο βάσει του K-CON εφόσον εξυπηρετούν σκοπούς ρευστότητας ή διαχείρισης κινδύνων σε επίπεδο ομίλου.

(27)Όλες οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να διαθέτουν εσωτερικές διαδικασίες για την παρακολούθηση και τη διαχείριση των απαιτήσεων ρευστότητάς τους. Οι διαδικασίες αυτές θα πρέπει να συμβάλλουν στη διαχρονικά εύρυθμη λειτουργία τους, χωρίς να απαιτείται η δημιουργία ρευστότητας ειδικά για περιόδους ακραίων συνθηκών. Για τον σκοπό αυτό, όλες οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει ανά πάσα στιγμή να διατηρούν τουλάχιστον το ένα τρίτο της απαίτησης παγίων εξόδων τους σε ρευστά στοιχεία ενεργητικού. Αυτά τα ρευστά στοιχεία ενεργητικού θα πρέπει να είναι υψηλής ποιότητας και να ευθυγραμμίζονται με εκείνα που παρατίθενται στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2015/61 της Επιτροπής σχετικά με τον δείκτη κάλυψης της ρευστότητας 31 , καθώς και με τις περικοπές που εφαρμόζονται στα στοιχεία αυτά βάσει του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού. Για την κάλυψη της διαφοράς των προφίλ ρευστότητας των επιχειρήσεων επενδύσεων σε σύγκριση με τα πιστωτικά ιδρύματα, ο κατάλογος των κατάλληλων ρευστών στοιχείων ενεργητικού θα πρέπει να συμπληρωθεί με τα μη βεβαρημένα μετρητά που ανήκουν στην επιχείρηση (στα οποία δεν θα πρέπει να περιλαμβάνονται χρήματα πελατών). Οι μικρές και μη συνδεδεμένες επιχειρήσεις θα μπορούσαν επίσης να περιλαμβάνουν στα ρευστά στοιχεία ενεργητικού τους στοιχεία που σχετίζονται με απαιτήσεις από εμπορικούς οφειλέτες και αμοιβές ή προμήθειες που είναι εισπρακτέες εντός 30 ημερών, υπό την προϋπόθεση ότι τα στοιχεία αυτά δεν υπερβαίνουν το ένα τρίτο της ελάχιστης απαίτησης ρευστότητας, δεν συνυπολογίζονται σε πρόσθετες απαιτήσεις ρευστότητας που επιβάλλονται από την αρμόδια αρχή και υπόκεινται σε περικοπή της τάξης του 50 %. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, θα πρέπει να επιτρέπεται σε επιχειρήσεις επενδύσεων να μην τηρούν το απαιτούμενο όριο μέσω ρευστοποίησης των ρευστών στοιχείων ενεργητικού για την κάλυψη απαιτήσεων ρευστότητας, υπό την προϋπόθεση της άμεσης ενημέρωσης της αρμόδιας αρχής. Όλες οι χρηματοοικονομικές εγγυήσεις που παρέχονται σε πελάτες, οι οποίες σε περίπτωση ενεργοποίησής τους μπορεί να οδηγήσουν σε αυξημένες ανάγκες ρευστότητας, θα πρέπει να μειώνουν το ποσό των διαθέσιμων ρευστών στοιχείων ενεργητικού κατά τουλάχιστον 1,6 % της συνολικής αξίας αυτών των εγγυήσεων.

(28)Σε συνδυασμό με το νέο καθεστώς προληπτικής εποπτείας, θα πρέπει να αναπτυχθεί ανάλογο αντίστοιχο κανονιστικό πλαίσιο υποβολής αναφορών, το οποίο θα πρέπει να είναι προσεκτικά προσαρμοσμένο στη δραστηριότητα των επιχειρήσεων επενδύσεων και στις απαιτήσεις του πλαισίου προληπτικής εποπτείας. Οι απαιτήσεις υποβολής αναφορών για τις επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να αφορούν το επίπεδο και τη σύνθεση των ιδίων κεφαλαίων, τις κεφαλαιακές τους απαιτήσεις, τη βάση υπολογισμού των κεφαλαιακών τους απαιτήσεων, το προφίλ και το μέγεθος των δραστηριοτήτων τους σε σχέση με τις παραμέτρους που επιτρέπουν τον χαρακτηρισμό επιχειρήσεων επενδύσεων ως μικρών και μη συνδεδεμένων, τις απαιτήσεις ρευστότητάς τους και τη συμμόρφωσή τους με τις διατάξεις σχετικά με τον κίνδυνο συγκέντρωσης. Στην ΕΑΤ θα πρέπει να ανατεθεί η εκπόνηση σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον περαιτέρω προσδιορισμό των λεπτομερών υποδειγμάτων και ρυθμίσεων για τη συγκεκριμένη υποχρέωση υποβολής κανονιστικών αναφορών, και τα εν λόγω πρότυπα θα πρέπει να είναι ανάλογα προς την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των διαφόρων επιχειρήσεων επενδύσεων, ενώ παράλληλα θα πρέπει να λαμβάνουν κυρίως υπόψη κατά πόσον οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεωρούνται μικρές και μη συνδεδεμένες.

(29)Για την παροχή διαφάνειας στους επενδυτές τους και τις ευρύτερες αγορές, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που δεν θεωρούνται μικρές και μη διασυνδεδεμένες θα πρέπει να δημοσιοποιούν τα επίπεδα κεφαλαίου τους, τις κεφαλαιακές απαιτήσεις τους, τις ρυθμίσεις διακυβέρνησής τους και τις πολιτικές και πρακτικές αποδοχών. Η διαφάνεια όσον αφορά τις αποδοχές των υψηλά αμειβομένων προσώπων εξυπηρετεί το γενικό συμφέρον εφόσον συμβάλλει σε υγιείς και σταθερές χρηματοπιστωτικές αγορές, δεδομένου του σημαντικού ρόλου που διαδραματίζουν τα υψηλά αμειβόμενα πρόσωπα στη διεύθυνση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και στις μακροπρόθεσμες επιδόσεις των επιχειρήσεων επενδύσεων. Για λόγους εμπιστευτικότητας, η δημοσιοποίηση των αποδοχών των υψηλά αμειβομένων προσώπων θα πρέπει να απαιτείται σε συγκεντρωτική βάση. Οι μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις δεν θα πρέπει να υπόκεινται σε απαιτήσεις δημοσιοποίησης, εκτός εάν εκδίδουν πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 με σκοπό την παροχή διαφάνειας σε όσους επενδύουν σε αυτά τα μέσα.

(30)Προκειμένου να διευκολυνθεί η ομαλή μετάβαση για τις επιχειρήσεις επενδύσεων από τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ στις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού και της οδηγίας (ΕΕ) ----/-- [IFD], είναι σκόπιμο να προβλεφθούν ενδεδειγμένα μεταβατικά μέτρα. Ιδίως, για περίοδο πέντε ετών από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, οι επιχειρήσεις επενδύσεων για τις οποίες οι κεφαλαιακές απαιτήσεις βάσει του παρόντος κανονισμού θα υπερδιπλασιαστούν σε σύγκριση με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις τους βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013/της οδηγίας 2013/36/ΕΕ θα πρέπει να είναι σε θέση να αμβλύνουν τις συνέπειες των πιθανών αυξήσεων, περιορίζοντας την κεφαλαιακή απαίτηση στο διπλάσιο της κεφαλαιακής τους απαίτησης βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013/της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

Προκειμένου να μην τεθούν σε μειονεκτική θέση οι νέες επιχειρήσεις επενδύσεων με παρόμοια χαρακτηριστικά προς υφιστάμενες επιχειρήσεις, οι επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες δεν υπόκεινταν ποτέ σε κεφαλαιακές απαιτήσεις βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013/της οδηγίας 2013/36/ΕΕ θα πρέπει να είναι σε θέση να περιορίσουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού στο διπλάσιο της απαίτηση παγίων εξόδων τους κατά τη διάρκεια περιόδου πέντε ετών από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

Ομοίως, οι επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες υπόκεινταν μόνο σε απαίτηση για αρχικό κεφάλαιο βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013/της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και για τις οποίες οι κεφαλαιακές απαιτήσεις βάσει του παρόντος κανονισμού θα υπερδιπλασιαστούν σε σύγκριση με την κατάστασή τους βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013/της οδηγίας 2013/36/ΕΕ θα πρέπει να μπορούν να περιορίσουν την κεφαλαιακή τους απαίτηση δυνάμει του παρόντος κανονισμού στο διπλάσιο της απαίτησης αρχικού κεφαλαίου βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013/της οδηγίας 2013/36/ΕΕ κατά τη διάρκεια περιόδου πέντε ετών από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

Τα εν λόγω μεταβατικά μέτρα θα πρέπει, κατά περίπτωση, να είναι διαθέσιμα και σε επιχειρήσεις επενδύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 498 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το οποίο απαλλάσσει τις επιχειρήσεις αυτές από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων δυνάμει του εν λόγω κανονισμού, ενώ οι απαιτήσεις για αρχικό κεφάλαιο σε σχέση με τις εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων εξαρτάται από τις επενδυτικές υπηρεσίες ή τις δραστηριότητες που παρέχουν. Για περίοδο πέντε ετών από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις τους βάσει των μεταβατικών διατάξεων του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να υπολογίζονται με βάση τα εν λόγω ισχύοντα επίπεδα. 

Τέλος, για περίοδο πέντε ετών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού, ή έως την ημερομηνία εφαρμογής των αλλαγών που εγκρίθηκαν στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013/την οδηγία 2013/36/ΕΕ σχετικά με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για κίνδυνο αγοράς σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 84 της πρότασης κανονισμού της Επιτροπής για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ανάλογα με το ποια ημερομηνία είναι προγενέστερη, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που υπόκεινται στις αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να εξακολουθήσουν να υπολογίζουν την κεφαλαιακή τους απαίτηση για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(31)Τα επιχειρηματικά μοντέλα και τα προφίλ κινδύνου των μεγαλύτερων επιχειρήσεων επενδύσεων, οι οποίες παρέχουν βασικές εμπορικές υπηρεσίες χονδρικής και υπηρεσίες επενδυτικής τραπεζικής (προβαίνουν σε συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα για ίδιο λογαριασμό, ή σε αναδοχή χρηματοπιστωτικών μέσων, ή σε τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης), είναι παρόμοια με εκείνα σημαντικών πιστωτικών ιδρυμάτων. Οι δραστηριότητές τους εκθέτουν τις επιχειρήσεις σε πιστωτικό κίνδυνο, ο οποίος λαμβάνει κυρίως τη μορφή πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου, καθώς και σε κίνδυνο αγοράς για τοποθετήσεις στις οποίες προβαίνουν για ίδιο λογαριασμό, είτε σχετίζονται με πελάτες είτε όχι. Ως εκ τούτου, συνιστούν κίνδυνο για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, δεδομένου του μεγέθους και της συστημικής τους σημασίας.

(32)Οι μεγάλες αυτές επιχειρήσεις συνιστούν πρόσθετη πρόκληση όσον αφορά την αποτελεσματική προληπτική εποπτεία τους από τις εθνικές αρμόδιες αρχές. Παρότι οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν διασυνοριακές υπηρεσίες επενδυτικής τραπεζικής σε σημαντική κλίμακα, ως επιχειρήσεις επενδύσεων υπόκεινται σε προληπτική εποπτεία από αρχές που ορίζονται βάσει της οδηγίας 2004/39/ΕΕ, οι οποίες δεν είναι απαραιτήτως οι ίδιες αρμόδιες αρχές με αυτές που ορίζονται βάσει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε άνισους όρους ανταγωνισμού κατά την εφαρμογή των διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013/της οδηγίας 2013/36/ΕΕ εντός της Ένωσης. Αυτό εμποδίζει τις εποπτικές αρχές να σχηματίσουν μια συνολική άποψη σε επίπεδο προληπτικής εποπτείας, η οποία είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των κινδύνων που συνδέονται με τις μεγάλες διασυνοριακές επιχειρήσεις. Κατά συνέπεια, η προληπτική εποπτεία μπορεί να καταστεί λιγότερο αποτελεσματική και, παράλληλα, να οδηγήσει σε στρέβλωση του ανταγωνισμού στο εσωτερικό της Ένωσης. Ως εκ τούτου, στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να αναγνωριστεί καθεστώς πιστωτικού ιδρύματος προκειμένου να δημιουργηθούν συνέργειες με βάση την εποπτεία των διασυνοριακών δραστηριοτήτων παροχής εμπορικών υπηρεσιών χονδρικής σε ομάδα ομοτίμων, την προώθηση ισότιμων όρων ανταγωνισμού και τη διευκόλυνση της συνεκτικής εποπτείας μεταξύ ομίλων.

(33)Οι εν λόγω εταιρείες, καθιστάμενες πιστωτικά ιδρύματα, θα πρέπει, επομένως, να εξακολουθήσουν την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και να υπόκεινται σε εποπτεία από αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ στο πλαίσιο του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού, αρμόδιας για τα πιστωτικά ιδρύματα. Αυτό θα εξασφαλίσει ότι η προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων εφαρμόζεται με συνεκτικό και αποτελεσματικό τρόπο, ότι το ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες εφαρμόζεται κατά τον ίδιο τρόπο σε όλα τα πιστωτικά ιδρύματα με δεδομένη τη συστημική τους σημασία. Προκειμένου να αποφευχθεί το ρυθμιστικό αρμπιτράζ και να μειωθούν οι κίνδυνοι καταστρατήγησης, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να προσπαθούν να αποφεύγουν καταστάσεις όπου δυνητικά συστημικοί όμιλοι θα διαρθρώνουν τις δραστηριότητές τους κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην υπερβαίνουν τα κατώτατα όρια που καθορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1 στοιχείο β) και να καταστρατηγούν την υποχρέωση να ζητήσουν άδεια λειτουργίας ως πιστωτικά ιδρύματα σύμφωνα με το άρθρο 8α της οδηγία 2013/36/ΕΕ.

(34)Επιπλέον, η εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων σε ενοποιημένη βάση στοχεύει να εξασφαλίσει, μεταξύ άλλων, τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και, για να είναι αποτελεσματική, θα πρέπει να εφαρμοστεί σε όλους τους ομίλους, μεταξύ άλλων και στις περιπτώσεις όπου οι μητρικές επιχειρήσεις δεν είναι πιστωτικά ιδρύματα ή επιχειρήσεις επενδύσεων. Ως εκ τούτου, όλα τα πιστωτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είχαν προηγουμένως το καθεστώς των επιχειρήσεων επενδύσεων, θα πρέπει να υπόκεινται σε κανόνες για την ατομική και ενοποιημένη εποπτεία της μητρικής επιχείρησης από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το τμήμα Ι του κεφαλαίου 3 του τίτλου VII της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

(35)Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 εισήγαγε ένα εναρμονισμένο καθεστώς στην ΕΕ για την παροχή πρόσβασης για τις επιχειρήσεις τρίτων χωρών που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες σε επιλέξιμους αντισυμβαλλομένους και σε επαγγελματίες πελάτες που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση. Η πρόσβαση στην εσωτερική αγορά εξαρτάται από την έγκριση από την Επιτροπή απόφασης ισοδυναμίας και την καταχώριση από την ESMA της επιχείρησης τρίτης χώρας. Είναι σημαντικό η αξιολόγηση της ισοδυναμίας να πραγματοποιείται με βάση την σχετική ισχύουσα ενωσιακή νομοθεσία και ότι υφίστανται αποτελεσματικά μέσα για την εξακρίβωση ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες έχει χορηγηθεί ισοδυναμία. Για τους λόγους αυτούς, οι καταχωρισμένες επιχειρήσεις τρίτων χωρών θα πρέπει να υποχρεούνται να υποβάλουν ετησίως στην ESMA στοιχεία όσον αφορά την κλίμακα και το φάσμα των παρεχόμενων υπηρεσιών και των δραστηριοτήτων που διεξάγονται στην Ένωση. Θα πρέπει επίσης να βελτιωθεί η εποπτική συνεργασία σε σχέση με την παρακολούθηση, την εφαρμογή της νομοθεσίας και την εκπλήρωση των προϋποθέσεων ισοδυναμίας.

(36)Για την προστασία των επενδυτών, καθώς και της ακεραιότητας και της σταθερότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών στην Ένωση, η Επιτροπή, κατά την έκδοση της απόφασης ισοδυναμίας, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους πιθανούς κινδύνους από τις υπηρεσίες και τις δραστηριότητες που οι επιχειρήσεις από την εν λόγω τρίτη χώρα θα μπορούν να ασκούν κατόπιν της αποφάσεως αυτής στην Ένωση. Η συστημική σημασία τους θα πρέπει να εξετάζεται με βάση κριτήρια όπως η πιθανή κλίμακα και το εύρος της παροχής υπηρεσιών και άσκηση δραστηριοτήτων από επιχειρήσεις από την εν υπό εξέταση τρίτη χώρα. Για τον ίδιο σκοπό, η Επιτροπή μπορεί να θεωρήσει σκόπιμο να λάβει υπόψη κατά πόσον η τρίτη χώρα χαρακτηρίζεται ως μη συνεργάσιμη περιοχή δικαιοδοσίας για φορολογικούς σκοπούς, σύμφωνα με τη σχετική πολιτική της Ένωσης ή ως τρίτη χώρα υψηλού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2 της οδηγία (ΕΕ) 2015/849 32 .

(37)Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η θέσπιση αποτελεσματικού και αναλογικού πλαισίου προληπτικής εποπτείας ώστε να διασφαλιστεί ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας εντός της Ένωσης λειτουργούν σε υγιή οικονομική βάση και διοικούνται με μεθοδικό τρόπο μεταξύ άλλων, κατά περίπτωση, με σκοπό τη βέλτιστη εξυπηρέτηση των συμφερόντων των πελατών τους, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, αλλά λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων τους θα μπορούσαν να επιτευχθούν καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα απαιτούμενα για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(38)Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ), με τη συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ), εξέδωσε έκθεση η οποία βασίστηκε σε διεξοδική ανάλυση του πλαισίου, συλλογή στοιχείων και διαβούλευση σχετικά με τη θέσπιση ειδικού καθεστώτος προληπτικής εποπτείας για όλες τις μη συστημικές επιχειρήσεις επενδύσεων, το οποίο αποτελεί βάση για το αναθεωρημένο πλαίσιο προληπτικής εποπτείας για τις επιχειρήσεις επενδύσεων.

(39)Προκειμένου να διασφαλιστεί η εναρμονισμένη εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθεί στην ΕΑΤ η εκπόνηση τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό του υπολογισμού των παγίων εξόδων, του υπολογισμού που αφορά τον καθορισμό κεφαλαιακών απαιτήσεων ίσων με το αρχικό περιθώριο που έχει παρασχεθεί στα εκκαθαριστικά μέλη και των υποδειγμάτων για τις δημοσιοποιήσεις και την υποβολή κανονιστικών αναφορών που απαιτούνται βάσει του παρόντος κανονισμού.

(40)Προκειμένου να διασφαλιστεί η ενιαία εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά τον περαιτέρω προσδιορισμό των ορισμών που περιλαμβάνονται στον παρόντα κανονισμό και την τεχνική προσαρμογή στα μη βασικά στοιχεία των κεφαλαιακών απαιτήσεων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διενεργήσει η Επιτροπή, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιηθούν σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη Διοργανική συμφωνία για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου, της 13ης Απριλίου 2016. Ειδικότερα, προκειμένου να εξασφαλιστεί ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτοχρόνως με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

(41)Για την εξασφάλιση ενιαίων όρων εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, ειδικότερα όσον αφορά την έγκριση των σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων της ΕΑΤ σχετικά με τη δημοσιοποίηση και τα υποδείγματα υποβολής αναφορών, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες.

(42)Για να κατοχυρωθεί η ασφάλεια δικαίου και να αποφευχθούν οι αλληλεπικαλύψεις μεταξύ του υφιστάμενου πλαισίου προληπτικής εποπτείας, που ισχύει τόσο για τα πιστωτικά ιδρύματα όσο και για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, και του παρόντος κανονισμού, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η οδηγία 2013/36/ΕΕ τροποποιούνται, ώστε να αφαιρεθούν οι επιχειρήσεις επενδύσεων από το πεδίο εφαρμογής τους. Ωστόσο, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που είναι μέλη τραπεζικού ομίλου θα πρέπει να εξακολουθήσουν να υπόκεινται στις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, οι οποίες είναι σχετικές για τον τραπεζικό όμιλο, όπως οι διατάξεις για την ενδιάμεση μητρική επιχείρηση εγκατεστημένη στην ΕΕ, που αναφέρεται στο [άρθρο 21β] της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, και στους κανόνες περί εποπτικής ενοποίησης, που καθορίζονται στο πρώτο μέρος τίτλος 2 κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΤΙΤΛΟΣ Ι

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει ενιαίες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που ισχύουν για τις επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύονται σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ και εποπτεύονται όσον αφορά τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει της οδηγίας (ΕΕ) ----/-- [IFD] σε σχέση με τα ακόλουθα:

α)κεφαλαιακές απαιτήσεις που αφορούν ποσοτικοποιήσιμα, ενιαία και τυποποιημένα στοιχεία κινδύνου για την επιχείρηση, κινδύνου για τους πελάτες και κινδύνου για την αγορά·

β)απαιτήσεις που περιορίζουν τον κίνδυνο συγκέντρωσης·

γ)απαιτήσεις ρευστότητας που αφορούν ποσοτικοποιήσιμα, ενιαία και τυποποιημένα στοιχεία κινδύνου ρευστότητας·

δ)απαιτήσεις υποβολής αναφορών σχετικά με τα στοιχεία α), β) και γ)·

ε)απαιτήσεις δημοσιοποίησης.

Άρθρο 2

Εποπτικές εξουσίες

Για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό, οι αρμόδιες αρχές έχουν τις εξουσίες και ακολουθούν τις διαδικασίες που ορίζονται στην οδηγία (ΕΕ) ----/--[IFD].

Άρθρο 3
Εφαρμογή αυστηρότερων απαιτήσεων από τις επιχειρήσεις επενδύσεων

Ο παρών κανονισμός δεν εμποδίζει τις επιχειρήσεις επενδύσεων να διατηρούν ίδια κεφάλαια και συνιστώσες τους που υπερβαίνουν αυτά που απαιτούνται από τον παρόντα κανονισμό ή να εφαρμόζουν μέτρα αυστηρότερα από τα προβλεπόμενα στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 4
Ορισμοί

1.Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

(1)«επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών»: επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 18) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

(2)«πελάτης»: πελάτης όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 9) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

(3)«διαπραγματευτές βασικών εμπορευμάτων»: διαπραγματευτές βασικών εμπορευμάτων όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 145) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

(4)«παράγωγα επί εμπορευμάτων»: παράγωγα επί εμπορευμάτων όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 30) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

(5)«αρμόδια αρχή»: αρμόδια αρχή όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 5) της οδηγίας (ΕΕ) ----/--[IFD]·

(6)«πιστωτικό ίδρυμα»: πιστωτικό ίδρυμα όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

(7)«ημερήσια ροή συναλλαγών»: η αξία των συναλλαγών στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών όταν η επιχείρηση διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, είτε για την ίδια είτε για λογαριασμό πελάτη·

(8)«διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό»: η διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 6) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

(9)«παράγωγα»: παράγωγα όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 29) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

(10)«ενοποιημένη κατάσταση παράγοντα Κ»: η κατάσταση που προκύπτει από την εφαρμογή των απαιτήσεων του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με τους παράγοντες Κ σε μια επιχείρηση επενδύσεων, ως εάν η συγκεκριμένη επιχείρηση αποτελούσε, από κοινού με μία ή περισσότερες άλλες οντότητες του ίδιου ομίλου, μια ενιαία επιχείρηση επενδύσεων·

(11)«εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών»: η εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 5) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

(12)«άνοιγμα»:

α)για τους σκοπούς των ορίων του κινδύνου συγκέντρωσης, οποιοδήποτε στοιχείο ενεργητικού ή στοιχείο εκτός ισολογισμού το οποίο περιλαμβάνεται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και δεν εξαιρείται ρητά βάσει του άρθρου 40·

β)για τους σκοπούς της υποβολής αναφορών σχετικά με τον κίνδυνο συγκέντρωσης, οποιοδήποτε στοιχείο ενεργητικού ή στοιχείο εκτός ισολογισμού·

(13)«χρηματοδοτικό ίδρυμα»: μια επιχείρηση πλην πιστωτικού ιδρύματος ή επιχείρησης επενδύσεων, η κύρια δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στην απόκτηση συμμετοχών ή στην άσκηση μίας ή περισσότερων από τις δραστηριότητες που παρατίθενται στα σημεία 2) έως 12) και στο σημείο 15) του παραρτήματος I της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, περιλαμβανομένων των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών, των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, των επενδυτικών εταιρειών συμμετοχών, των ιδρυμάτων πληρωμών κατά την έννοια της οδηγίας 2007/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά και των εταιρειών διαχείρισης, αλλά αποκλειομένων των ασφαλιστικών εταιρειών χαρτοφυλακίου και των ασφαλιστικών εταιρειών χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας όπως ορίζονται στο άρθρο 212 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ·

(14)«χρηματοοικονομικό μέσο»: χρηματοοικονομικό μέσο όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 50) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

(15)«χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών»: χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

(16)«οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα»: οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 27) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

(17)«αρχικό κεφάλαιο»: αρχικό κεφάλαιο όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 17) της οδηγίας (ΕΕ) ----/--[IFD]·

(18)«ομάδα συνδεδεμένων πελατών»: ομάδα συνδεδεμένων πελατών όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 39) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

(19)«επενδυτική συμβουλή»: επενδυτική συμβουλή όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 4) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

(20)«επιχείρηση επενδύσεων»: επιχείρηση επενδύσεων όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

(21)«επενδυτική εταιρεία συμμετοχών»: χρηματοδοτικό ίδρυμα του οποίου οι θυγατρικές είναι αποκλειστικά ή κυρίως επιχειρήσεις επενδύσεων ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, τουλάχιστον μία από τις εν λόγω θυγατρικές είναι επιχείρηση επενδύσεων, και το οποίο δεν είναι χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

(22)«επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες»: επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

(23)«όμιλος επιχειρήσεων επενδύσεων»: όμιλος επιχειρήσεων στον οποίο δεν περιλαμβάνεται πιστωτικό ίδρυμα, η μητρική επιχείρηση είναι επιχείρηση επενδύσεων, επενδυτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, και στον οποίο μπορούν να περιλαμβάνονται άλλα χρηματοδοτικά ιδρύματα και συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι που ανήκουν στην επιχείρηση επενδύσεων. Ο όμιλος επιχειρήσεων επενδύσεων μπορεί να αποτελείται είτε από μητρική επιχείρηση και τις θυγατρικές της, είτε από επιχειρήσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 22 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ·

(24)«παράγοντες Κ»: οι κεφαλαιακές απαιτήσεις που ορίζονται στο τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ για κινδύνους τους οποίους ενέχει μια επιχείρηση επενδύσεων για τους πελάτες, τις αγορές και την ίδια·

(25)«παράγοντας K-AUM» ή «παράγοντας Κ σχετικά με τα υπό διαχείριση περιουσιακά στοιχεία (AUM)»: η κεφαλαιακή απαίτηση που σχετίζεται με την αξία των περιουσιακών στοιχείων τα οποία διαχειρίζεται μια επιχείρηση επενδύσεων για τους πελάτες της στο πλαίσιο τόσο διακριτικής διαχείρισης χαρτοφυλακίου όσο και μη διακριτικών ρυθμίσεων που συνιστούν επενδυτική συμβουλή, συμπεριλαμβανομένων περιουσιακών στοιχείων που έχουν ανατεθεί σε άλλη επιχείρηση και εξαιρουμένων περιουσιακών στοιχείων τα οποία άλλη επιχείρηση έχει αναθέσει στην επιχείρηση επενδύσεων·

(26)«παράγοντας K-CMH» ή «παράγοντας Κ σχετικά με χρήματα πελατών υπό κατοχή (CMH)»: η κεφαλαιακή απαίτηση σχετικά με το ποσό των χρημάτων πελατών που μια επιχείρηση επενδύσεων κατέχει ή ελέγχει, ανεξαρτήτως τυχόν νομικών ρυθμίσεων σχετικών με τον διαχωρισμό των περιουσιακών στοιχείων και του εθνικού λογιστικού καθεστώτος το οποίο εφαρμόζεται σε χρήματα πελατών που κατέχονται από την επιχείρηση επενδύσεων·

(27)«παράγοντας K-ASA» ή «παράγοντας Κ σχετικά με περιουσιακά στοιχεία υπό φύλαξη και διαχείριση (ASA)»: η κεφαλαιακή απαίτηση που σχετίζεται με την αξία των περιουσιακών στοιχείων τα οποία μια επιχείρηση επενδύσεων φυλάσσει και διαχειρίζεται για πελάτες, συμπεριλαμβανομένων περιουσιακών στοιχείων που έχουν ανατεθεί σε άλλη επιχείρηση επενδύσεων και περιουσιακών στοιχείων τα οποία μια άλλη επιχείρηση έχει αναθέσει στην επιχείρηση επενδύσεων, ανεξαρτήτως του αν τα περιουσιακά στοιχεία εμφανίζονται στον ισολογισμό της επιχείρησης επενδύσεων ή διαχωρίζονται σε άλλους λογαριασμούς·

(28)«παράγοντας Κ-COH» ή «παράγοντας Κ σχετικά με εκτελούμενες εντολές πελατών (COH)»: η κεφαλαιακή απαίτηση που σχετίζεται με την αξία των εντολών τις οποίες μια επιχείρηση επενδύσεων χειρίζεται για πελάτες, μέσω της λήψης και της διαβίβασης εντολών και μέσω της εκτέλεσης εντολών για λογαριασμό πελατών·

(29)«παράγοντας K-CON» ή «παράγοντας Κ σχετικά με τον κίνδυνο συγκέντρωσης (CON)»: η κεφαλαιακή απαίτηση που σχετίζεται με τα χρηματοδοτικά ανοίγματα στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών μιας επιχείρησης επενδύσεων έναντι ενός πελάτη ή ομάδας συνδεδεμένων πελατών, η αξία των οποίων υπερβαίνει τα όρια που προβλέπονται στο άρθρο 36 παράγραφος 1·

(30)«παράγοντας K-CMG» ή «παράγοντας Κ σχετικά με εγγύηση εκκαθαριστικού μέλους (CMG)»: η κεφαλαιακή απαίτηση που ισούται με το ποσό των αρχικών περιθωρίων που έχουν παρασχεθεί σε ένα εκκαθαριστικό μέλος, όταν η εκτέλεση και ο διακανονισμός των συναλλαγών μιας επιχείρησης επενδύσεων που διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό πραγματοποιούνται υπό την ευθύνη ενός γενικού εκκαθαριστικού μέλους·

(31)«παράγοντας K-DTF» ή «παράγοντας Κ σχετικά με την ημερήσια ροή συναλλαγών (DTF)»: η κεφαλαιακή απαίτηση που σχετίζεται με την ημερήσια αξία των συναλλαγών τις οποίες διενεργεί μια επιχείρηση επενδύσεων για ίδιο λογαριασμό ή την εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών στο όνομά της·

(32)«παράγοντας K-NPR» ή «παράγοντας Κ σχετικά με τον κίνδυνο καθαρής θέσης (NPR)»: η κεφαλαιακή απαίτηση που σχετίζεται με την αξία των συναλλαγών που καταχωρίζονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών μιας επιχείρησης επενδύσεων·

(33)«παράγοντας K-TCD» ή «παράγοντας K σχετικά με τον κίνδυνο αθέτησης αντισυμβαλλομένου (TCD)»: η κεφαλαιακή απαίτηση που σχετίζεται με τα ανοίγματα στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών μιας επιχείρησης επενδύσεων σε μέσα και συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 25 και δημιουργούν κίνδυνο αθέτησης αντισυμβαλλόμενου·

(34)«συναλλαγές με μακρά προθεσμία διακανονισμού»: συναλλαγές με μακρά προθεσμία διακανονισμού όπως ορίζονται στο άρθρο 272 σημείο 2) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

(35)«συναλλαγές δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης»: συναλλαγές δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης όπως ορίζονται στο άρθρο 272 σημείο 3) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

(36)«διοικητικό όργανο»: διοικητικό όργανο όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 36) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

(37)«μητρική επιχείρηση»: μητρική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 9) και του άρθρου 22 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ·

(38)«συμμετοχή»: συμμετοχή όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 35) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

(39)«κέρδος»: το κέρδος όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 121) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

(40)«αναγνωρισμένος κεντρικός αντισυμβαλλόμενος» ή «QCCP»: ο αναγνωρισμένος κεντρικός αντισυμβαλλόμενος όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 88) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

(41)«διαχείριση χαρτοφυλακίου»: η διαχείριση χαρτοφυλακίου όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 8) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

(42)«εποπτικό κεφάλαιο»: η κεφαλαιακή απαίτηση που ορίζεται στο άρθρο 11·

(43)«πράξη επαναγοράς»: η πράξη επαναγοράς όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 83) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

(44)«θυγατρική επιχείρηση»: η θυγατρική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 10) και του άρθρου 22 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ, περιλαμβανομένης κάθε θυγατρικής μιας θυγατρικής επιχείρησης της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής των επιχειρήσεων αυτών·

(45)«συνδεδεμένος αντιπρόσωπος»: ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 29) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

(46)«σύνολο ακαθάριστων εσόδων»: τα ετήσια λειτουργικά έσοδα μιας επιχείρησης επενδύσεων σε σχέση με τις επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες για την εκτέλεση των οποίων η επιχείρηση έχει λάβει σχετική άδεια, συμπεριλαμβανομένων των εσόδων που προκύπτουν από εισπρακτέους τόκους, μετοχές και άλλους τίτλους σταθερής ή μεταβλητής απόδοσης, προμήθειες και αμοιβές, τυχόν κέρδη και ζημίες της επιχείρησης επενδύσεων επί των στοιχείων ενεργητικού εμπορικής χρήσης, στοιχεία ενεργητικού αποτιμώμενα στην εύλογη αξία ή δραστηριότητες αντιστάθμισης, αλλά εξαιρουμένων τυχόν εσόδων που δεν συνδέονται με τις παρεχόμενες επενδυτικές υπηρεσίες και τις ασκούμενες επενδυτικές δραστηριότητες·

(47)«συναλλακτικό άνοιγμα»: συναλλακτικό άνοιγμα όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 91) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

(48)«χαρτοφυλάκιο συναλλαγών»: χαρτοφυλάκιο συναλλαγών όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 86) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

(49)«μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην Ένωση»: μια επιχείρηση επενδύσεων εντός κράτους μέλους, η οποία δεν αποτελεί θυγατρική άλλης επιχείρησης επενδύσεων με άδεια λειτουργίας σε οποιοδήποτε κράτος μέλος ή επενδυτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που έχει ιδρυθεί σε οποιοδήποτε κράτος μέλος·

(50)«μητρική επενδυτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση»: μια επενδυτική εταιρεία συμμετοχών εντός κράτους μέλους, η οποία δεν αποτελεί θυγατρική επιχείρησης επενδύσεων με άδεια λειτουργίας σε οποιοδήποτε κράτος μέλος ή άλλης επενδυτικής εταιρείας συμμετοχών σε οποιοδήποτε κράτος μέλος·

(51)«μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση»: μια μητρική επιχείρηση ομίλου επιχειρήσεων επενδύσεων, η οποία είναι μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών (εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών) όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 15) της οδηγίας 2002/87/ΕΚ.

2.Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 54 για την αποσαφήνιση:

α)των ορισμών που παρατίθενται στην παράγραφο 1 προκειμένου να διασφαλίζεται η ενιαία εφαρμογή του παρόντος κανονισμού·

β)των ορισμών που παρατίθενται στην παράγραφο 1 προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη, κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ

ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Εφαρμογή των απαιτήσεων σε ατομική βάση

Άρθρο 5
Γενική αρχή

Μια επιχείρηση επενδύσεων συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο δεύτερο έως έβδομο μέρος σε ατομική βάση.

Άρθρο 6
Εξαιρέσεις

1.Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να εξαιρούν μια επιχείρηση επενδύσεων από την εφαρμογή του άρθρου 5 ως προς το δεύτερο έως τέταρτο μέρος, το έκτο και το έβδομο μέρος, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)η επιχείρηση επενδύσεων είναι θυγατρική και περιλαμβάνεται στην πραγματοποιούμενη σε ενοποιημένη βάση εποπτεία ενός πιστωτικού ιδρύματος, μιας χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μιας μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, σύμφωνα με τις διατάξεις του πρώτου μέρους τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

β)τόσο η επιχείρηση επενδύσεων όσο και η μητρική επιχείρηση υπόκεινται στην υποχρέωση απόκτησης άδειας λειτουργίας και στην εποπτεία του ίδιου κράτους μέλους·

γ)οι αρχές που είναι αρμόδιες για την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 συμφωνούν με αυτή την εξαίρεση·

δ)τα ίδια κεφάλαια κατανέμονται επαρκώς μεταξύ της μητρικής επιχείρησης και της επιχείρησης επενδύσεων και πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

i)η επιχείρηση επενδύσεων πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1·

ii)δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιώδες πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταφορά ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων από τη μητρική επιχείρηση·

iii)κατόπιν προηγούμενης έγκρισης της αρμόδιας αρχής, η μητρική επιχείρηση δηλώνει ότι εγγυάται τις υποχρεώσεις τις οποίες έχει αναλάβει η επιχείρηση επενδύσεων ή ότι οι κίνδυνοι της επιχείρησης επενδύσεων είναι αμελητέοι·

iv)οι διαδικασίες της μητρικής επιχείρησης όσον αφορά την αξιολόγηση, τη μέτρηση και τον έλεγχο των κινδύνων περιλαμβάνουν την επιχείρηση επενδύσεων· και

v)η μητρική επιχείρηση κατέχει περισσότερο από το 50 % των δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με μετοχές στο κεφάλαιο της επιχείρησης επενδύσεων ή έχει δικαίωμα να διορίζει ή να απολύει την πλειονότητα των μελών του διοικητικού οργάνου της επιχείρησης επενδύσεων.

2.Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να εξαιρούν τις επιχειρήσεις επενδύσεων από την εφαρμογή του άρθρου 5 ως προς το πέμπτο μέρος εφόσον πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

α)η επιχείρηση επενδύσεων περιλαμβάνεται στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με το κεφάλαιο 2 του τίτλου II του πρώτου μέρους του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

β)ο όμιλος διαθέτει κεντρικά τμήματα διαχείρισης της ρευστότητας· και

γ)οι αρχές που είναι αρμόδιες για την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 συμφωνούν με αυτή την εξαίρεση·

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Εφαρμογή των απαιτήσεων συμμόρφωσης με τη δοκιμή κεφαλαίων ομίλου και εξαιρέσεις

Άρθρο 7
Η δοκιμή κεφαλαίων ομίλου

1.Μια μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην Ένωση, μια μητρική επενδυτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση ή μια μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση διαθέτει τουλάχιστον επαρκή ίδια κεφάλαια ώστε να καλύπτεται το άθροισμα των εξής:

α)του αθροίσματος της πλήρους λογιστικής αξίας τυχόν συμμετοχών, απαιτήσεων μειωμένης εξασφάλισης και μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχεία η) και θ), στο άρθρο 56 στοιχεία γ) και δ) και στο άρθρο 66 στοιχεία γ) και δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε επιχειρήσεις επενδύσεων, χρηματοδοτικά ιδρύματα, επιχειρήσεις παροχής επικουρικών υπηρεσιών και συνδεδεμένους αντιπροσώπους στον όμιλο επιχειρήσεων επενδύσεων· και

β)του συνολικού ποσού ενδεχόμενων υποχρεώσεων προς όφελος επιχειρήσεων επενδύσεων, χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, επιχειρήσεων παροχής επικουρικών υπηρεσιών και συνδεδεμένων αντιπροσώπων.

2.Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν σε μητρική επενδυτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση ή σε μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση να διαθέτει χαμηλότερο ποσό ιδίων κεφαλαίων από το ποσό που υπολογίζεται δυνάμει της παραγράφου 1, υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό αυτό δεν είναι χαμηλότερο από το άθροισμα των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλονται σε ατομική βάση σε επιχειρήσεις επενδύσεων, χρηματοδοτικά ιδρύματα, επιχειρήσεις παροχής επικουρικών υπηρεσιών και συνδεδεμένους αντιπροσώπους εντός του ομίλου, και από το συνολικό ποσό ενδεχόμενων υποχρεώσεων προς όφελος αυτών των οντοτήτων.

Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, όταν δεν εφαρμόζεται ενωσιακή ή εθνική νομοθεσία προληπτικής εποπτείας σε καμία από τις οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, εφαρμόζεται ονομαστική απαίτηση ιδίων κεφαλαίων.

3.Μια μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην Ένωση, μια μητρική επενδυτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση ή μια μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση εφαρμόζει συστήματα για την παρακολούθηση και τον έλεγχο των πηγών κεφαλαίων και της χρηματοδότησης όλων των επιχειρήσεων επενδύσεων, επενδυτικών εταιρειών συμμετοχών, μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, επιχειρήσεων παροχής επικουρικών υπηρεσιών και συνδεδεμένων αντιπροσώπων εντός του ομίλου επιχειρήσεων επενδύσεων.

Άρθρο 8
Ενοποίηση παράγοντα Κ

Οι αρμόδιες αρχές μιας μητρικής επιχείρησης επενδύσεων εγκατεστημένης στην Ένωση ή οι αρμόδιες αρχές που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 42 παράγραφος 2 της οδηγίας (ΕΕ) ----/--[IFD] μπορούν να απαιτούν από μια μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην Ένωση, μια μητρική επενδυτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση ή μια μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 15 με βάση την ενοποιημένη κατάσταση παράγοντα Κ εφόσον πληρούται οποιαδήποτε από τις κατωτέρω προϋποθέσεις:

α)ενέχονται σημαντικοί κίνδυνοι για τους πελάτες ή την αγορά, οι οποίοι απορρέουν από τον όμιλο στο σύνολό του και δεν καλύπτονται πλήρως από τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που εφαρμόζονται στις επιχειρήσεις επενδύσεων εντός του ομίλου σε ατομική βάση· ή

β)όσον αφορά ομίλους επιχειρήσεων επενδύσεων με υψηλό βαθμό διασύνδεσης σε επίπεδο διαχείρισης κινδύνων, η εφαρμογή των απαιτήσεων στην επιχείρηση επενδύσεων σε ατομική βάση μπορεί να οδηγήσει σε επικάλυψη των απαιτήσεων για τις συγκεκριμένες επιχειρήσεις.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
ΙΔΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ 

Άρθρο 9
Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων

1.Μια επιχείρηση επενδύσεων διαθέτει ίδια κεφάλαια τα οποία απαρτίζονται από το άθροισμα του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 και του κεφαλαίου της κατηγορίας 2 όπου:

α)τουλάχιστον 56 % του αθροίσματος απαρτίζεται από κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το δεύτερο μέρος τίτλος Ι κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

β)έως 44 % του αθροίσματος μπορεί να απαρτίζεται από πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το δεύτερο μέρος τίτλος Ι κεφάλαιο 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

γ)έως 25 % του αθροίσματος μπορεί να απαρτίζεται από κεφάλαιο της κατηγορίας 2 σύμφωνα με το δεύτερο μέρος τίτλος Ι κεφάλαιο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

2.Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα ακόλουθα δεν εφαρμόζονται για τον καθορισμό των ιδίων κεφαλαίων·

α)οι εξαιρέσεις ορίου που αναφέρονται στο άρθρο 48 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

β)οι αφαιρέσεις που αναφέρονται στα άρθρα 46, 60 και 70 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

γ)το γεγονός ενεργοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 54 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Αντιθέτως, το γεγονός ενεργοποίησης προσδιορίζεται από την επιχείρηση επενδύσεων υπό τους όρους του πρόσθετου μέσου της κατηγορίας 1 που αναφέρεται στην παράγραφο 1·

δ)το αθροιστικό ποσό που αναφέρεται στο άρθρο 54 παράγραφος 4 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Το ποσό προς υποτίμηση ή μετατροπή είναι ολόκληρο το βασικό κεφάλαιο του πρόσθετου μέσου της κατηγορίας 1 που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

3.    Μια επιχείρηση επενδύσεων εφαρμόζει τις διατάξεις του δεύτερου μέρους τίτλος Ι κεφάλαιο 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 κατά τον καθορισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 10
Συμμετοχές εκτός του χρηματοπιστωτικού τομέα

1.Για τους σκοπούς του παρόντος μέρους, μια επιχείρηση επενδύσεων αφαιρεί ποσά τα οποία υπερβαίνουν τα όρια που προσδιορίζονται στα στοιχεία α) και β) από τον καθορισμό των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που αναφέρονται στο άρθρο 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013:

α)συμμετοχή, το ποσό της οποίας υπερβαίνει το 15 % του εποπτικού κεφαλαίου της επιχείρησης επενδύσεων, σε επιχείρηση η οποία δεν αποτελεί οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα·

β)το συνολικό ποσό των συμμετοχών μιας επιχείρησης επενδύσεων σε επιχειρήσεις πλην οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, το οποίο υπερβαίνει το 60 % του εποπτικού της κεφαλαίου·

2.Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαγορεύσουν σε μια επιχείρηση επενδύσεων να διαθέτει συμμετοχές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σε ποσό που υπερβαίνει τα ποσοστά εποπτικού κεφαλαίου που ορίζονται στην εν λόγω παράγραφο. Οι αρμόδιες αρχές δημοσιοποιούν την απόφασή τους κάνοντας άμεση χρήση της εξουσίας αυτής.

3.Οι μετοχές σε επιχειρήσεις πλην οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα δεν περιλαμβάνονται στον υπολογισμό που προβλέπεται στην παράγραφο 1 εφόσον πληρούται οποιαδήποτε από τις κατωτέρω προϋποθέσεις:

α)οι εν λόγω μετοχές κατέχονται προσωρινά, κατά τη διάρκεια χρηματοδοτικής συνδρομής κατά την έννοια του άρθρου 79 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

β)η κατοχή των μετοχών αυτών είναι θέση αναδοχής που τηρείται για πέντε εργάσιμες ημέρες κατ’ ανώτατο όριο·

γ)οι εν λόγω μετοχές τηρούνται στο όνομα της επιχείρησης επενδύσεων και εκ μέρους άλλων.

4.Οι μετοχές που δεν έχουν τον χαρακτήρα παγίων χρηματοοικονομικών στοιχείων ενεργητικού που αναφέρονται στο άρθρο 35 παράγραφος 2 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ δεν συμπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό που προβλέπεται στην παράγραφο 1.

ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ

ΤΙΤΛΟΣ Ι
ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ
 

Άρθρο 11
Κεφαλαιακή απαίτηση

1.Μια επιχείρηση επενδύσεων πρέπει ανά πάσα στιγμή να διαθέτει κεφάλαιο το οποίο ισούται με το υψηλότερο από τα ακόλουθα:

α)την απαίτηση παγίων εξόδων υπολογιζόμενη σύμφωνα με το άρθρο 13·

β)τη μόνιμη ελάχιστη απαίτηση σύμφωνα με το άρθρο 14·

γ)την απαίτηση του παράγοντα Κ υπολογιζόμενη σύμφωνα με το άρθρο 15.

2.Μια επιχείρηση επενδύσεων που πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 πρέπει ανά πάσα στιγμή να διαθέτει κεφάλαιο που ισούται με το υψηλότερο από τα ποσά που ορίζονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β).

3.Εάν οι αρμόδιες αρχές θεωρούν ότι υπήρξε ουσιώδης μεταβολή στις επιχειρηματικές δραστηριότητες μιας επιχείρησης επενδύσεων, μπορούν να απαιτήσουν την υπαγωγή της επιχείρησης επενδύσεων σε διαφορετική κεφαλαιακή απαίτηση που αναφέρεται στο παρόν άρθρο, σύμφωνα με τον τίτλο IV κεφάλαιο 2 τμήμα IV της οδηγίας (ΕΕ) ----/--[IFD].

Άρθρο 12
Μικρές και μη διασυνδεδεμένες επιχειρήσεις επενδύσεων

1.Μια επιχείρηση επενδύσεων θεωρείται μικρή και μη διασυνδεδεμένη επιχείρηση επενδύσεων για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού εφόσον πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)τα AUM (ή υπό διαχείριση περιουσιακά στοιχεία) υπολογιζόμενα σύμφωνα με το άρθρο 17 είναι κατώτερα του ποσού του 1,2 δισ. EUR·

β)οι COH (ή εκτελούμενες εντολές πελατών) υπολογιζόμενες σύμφωνα με το άρθρο 20 είναι κατώτερες είτε:

γ)i) του ποσού των 100 εκατ. EUR/ημέρα για συναλλαγές σε μετρητά, ή

δ)ii) του ποσού του 1 δισ. EUR/ημέρα για παράγωγα.

ε)τα ASA (ή περιουσιακά στοιχεία υπό φύλαξη και διαχείριση) υπολογιζόμενα σύμφωνα με το άρθρο 19 ισούνται με μηδέν·

στ)τα CMH (ή χρήματα των πελατών υπό κατοχή) υπολογιζόμενα σύμφωνα με το άρθρο 18 ισούνται με μηδέν·

ζ)η DTF (ημερήσια ροή συναλλαγών) υπολογιζόμενη σύμφωνα με το άρθρο 32 ισούται με μηδέν·

η)ο NPR (κίνδυνος καθαρής θέσης) ή η CMG (εγγύηση εκκαθαριστικού μέλους) υπολογιζόμενα σύμφωνα με τα άρθρα 22 και 23 ισούνται με μηδέν·

θ)η TCD (αθέτηση αντισυμβαλλομένου) υπολογιζόμενη σύμφωνα με το άρθρο 26 ισούται με μηδέν·

ι)το σύνολο ισολογισμού της επιχείρησης επενδύσεων είναι κατώτερο του ποσού των 100 εκατ. EUR·

ια)το σύνολο των ετήσιων ακαθάριστων εσόδων από επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες της επιχείρησης επενδύσεων είναι κατώτερο του ποσού των 30 εκατ. EUR.

Για τους σκοπούς των στοιχείων α), β), γ), ε), στ) και ζ), εφαρμόζονται επίπεδα τέλους της ημέρας.

Για τους σκοπούς του στοιχείου δ), εφαρμόζονται επίπεδα εντός της ίδιας ημέρας.

Για τους σκοπούς των στοιχείων η) και θ), εφαρμόζονται τα εφαρμοστέα επίπεδα στο τέλος του τελευταίου οικονομικού έτους.

2.Οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α), β), η) και θ) εφαρμόζονται σε συνδυαστική βάση σε όλες τις επιχειρήσεις επενδύσεων που ανήκουν σε όμιλο.

Οι προϋποθέσεις που ορίζονται στα στοιχεία γ), δ), ε), στ) και ζ) εφαρμόζονται σε κάθε επιχείρηση επενδύσεων σε ατομική βάση.

Όταν μια επιχείρηση επενδύσεων δεν πληροί πλέον όλες τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1, παύει να θεωρείται μικρή και μη συνδεδεμένη επιχείρηση επενδύσεων με άμεση ισχύ.

3.Όταν μια επιχείρηση επενδύσεων δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) ή β) αλλά εξακολουθεί να πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 στοιχεία γ) έως θ), παύει να θεωρείται μικρή και μη διασυνδεδεμένη επιχείρηση επενδύσεων έπειτα από περίοδο 3 μηνών, υπολογιζόμενη από την ημερομηνία υπέρβασης του ορίου.

4.Εάν μια επιχείρηση επενδύσεων η οποία δεν πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 εκπληρώσει στη συνέχεια τις προϋποθέσεις αυτές, θεωρείται, με την επιφύλαξη της έγκρισης της αρμόδιας αρχής, μικρή και μη διασυνδεδεμένη επιχείρηση επενδύσεων έπειτα από περίοδο 6 μηνών από την ημερομηνία εκπλήρωσης αυτών των προϋποθέσεων.

5.    Προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 54 για την προσαρμογή των προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούνται για τον χαρακτηρισμό επιχειρήσεων επενδύσεων ως μικρών και μη διασυνδεδεμένων επιχειρήσεων σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Άρθρο 13
Απαίτηση παγίων εξόδων

1.Για τους σκοπούς του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο α), η απαίτηση παγίων εξόδων ισούται τουλάχιστον με το ένα τέταρτο των παγίων εξόδων του προηγούμενου έτους.

2.Εάν η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι υπήρξε ουσιώδης μεταβολή στη δραστηριότητα μιας επιχείρησης επενδύσεων, μπορεί να αναπροσαρμόσει το ποσό του κεφαλαίου που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

3.Με την επιφύλαξη της έγκρισης των αρμόδιων αρχών, όταν μια επιχείρηση επενδύσεων δεν έχει πάγια έξοδα από το προηγούμενο έτος, το κεφάλαιό της πρέπει να ισούται τουλάχιστον με το ένα τέταρτο των παγίων εξόδων που έχουν προβλεφθεί στο επιχειρηματικό της σχέδιο για το έτος που έπεται του έτους έναρξης των δραστηριοτήτων της.

4.Η ΕΑΤ, σε διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, και λαμβανομένου υπόψη του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/488 εκπονεί σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον περαιτέρω προσδιορισμό του υπολογισμού της απαίτησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως [εννέα μήνες από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού].

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 14
Μόνιμη ελάχιστη απαίτηση

Για τους σκοπούς του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο β), η μόνιμη ελάχιστη απαίτηση ισούται τουλάχιστον με τα επίπεδα αρχικού κεφαλαίου που ορίζονται στο άρθρο 8 της οδηγίας (ΕΕ) ----/--[IFD].

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ 
ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑ Κ
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Γενικές αρχές
 

Άρθρο 15
Απαίτηση του παράγοντα Κ και εφαρμοστέοι συντελεστές

1.Για τους σκοπούς του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο γ), η απαίτηση του παράγοντα Κ ισούται τουλάχιστον με το άθροισμα των ακόλουθων:

α)παράγοντες Κ κινδύνου για τον πελάτη (RtC) υπολογιζόμενοι σύμφωνα με το κεφάλαιο 2·

β)παράγοντες Κ κινδύνου για την αγορά (RtM) υπολογιζόμενοι σύμφωνα με το κεφάλαιο 3·

γ)παράγοντες Κ κινδύνου για την επιχείρηση (RtF) υπολογιζόμενοι σύμφωνα με το κεφάλαιο 4.

2.Οι ακόλουθοι συντελεστές εφαρμόζονται στους αντίστοιχους παράγοντες Κ:

Πίνακας 1

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ Κ

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ

Υπό διαχείριση περιουσιακά στοιχεία που τελούν τόσο υπό διακριτική διαχείριση χαρτοφυλακίου όσο και υπό μη διακριτικές (συμβουλευτικές) ρυθμίσεις

K-AUM

0,02 %

Χρήματα πελατών υπό κατοχή

K-CMH

0,45 %

Περιουσιακά στοιχεία υπό φύλαξη και διαχείριση

K-ASA

0,04 %

Εκτελούμενες εντολές πελατών

Συναλλαγές τοις μετρητοίς K-COH

0,1 %

Παράγωγα K-COH

0,01 %

Ημερήσιες συναλλακτικές ροές

Συναλλαγές τοις μετρητοίς K-DTF

0,1 %

Παράγωγα K-DTF

0,01 %

3.Μια επιχείρηση επενδύσεων παρακολουθεί την τιμή των παραγόντων Κ σχετικά με οποιεσδήποτε τάσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σημαντικά διαφορετική κεφαλαιακή απαίτηση για την επόμενη περίοδο αναφοράς και ενημερώνει την αρμόδια αρχή σχετικά με την εν λόγω σημαντικά διαφορετική κεφαλαιακή απαίτηση.

4.Εάν οι αρμόδιες αρχές θεωρούν ότι υπήρξε ουσιώδης μεταβολή στις επιχειρηματικές δραστηριότητες μιας επιχείρησης επενδύσεων, η οποία επηρεάζει το ποσό ενός σχετικού παράγοντα Κ, μπορούν να αναπροσαρμόσουν το αντίστοιχο ποσό σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 2 στοιχείο α) της οδηγίας (ΕΕ) ----/--[IFD].

5.Προκειμένου να διασφαλιστεί η ενιαία εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 54 με σκοπό:

α)τον προσδιορισμό των μεθόδων μέτρησης των παραγόντων Κ που προβλέπονται στο τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ·

β)την προσαρμογή των συντελεστών που ορίζονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Παράγοντες Κ RtC
 

Άρθρο 16
Απαίτηση παράγοντα Κ RtC

Η απαίτηση του παράγοντα Κ RtC καθορίζεται με βάση τον ακόλουθο τύπο:

K-AUM + K-CMH + K-ASA + K-COH

όπου:

α)ο παράγοντας K-AUM ισούται με τα AUM όπως μετρώνται σύμφωνα με το άρθρο 17, πολλαπλασιαζόμενα επί τον αντίστοιχο συντελεστή που καθορίζεται στο άρθρο 15 παράγραφος 2·

β)ο παράγοντας K-CMH ισούται με τα CMH όπως μετρώνται σύμφωνα με το άρθρο 18, πολλαπλασιαζόμενα επί τον αντίστοιχο συντελεστή που καθορίζεται στο άρθρο 15 παράγραφος 2·

γ)ο παράγοντας K-ASA ισούται με τα ASA όπως μετρώνται σύμφωνα με το άρθρο 19, πολλαπλασιαζόμενα επί τον αντίστοιχο συντελεστή που καθορίζεται στο άρθρο 15 παράγραφος 2·

δ)ο παράγοντας K-COH ισούται με τις COH όπως μετρώνται σύμφωνα με το άρθρο 20, πολλαπλασιαζόμενες επί τον αντίστοιχο συντελεστή που καθορίζεται στο άρθρο 15 παράγραφος 2·

Άρθρο 17
Μέτρηση των AUM για τους σκοπούς του υπολογισμού του παράγοντα K-AUM

1.Για τους σκοπούς του υπολογισμού του παράγοντα K-AUM, τα AUM ισούνται με τον κυλιόμενο μέσο όρο της αξίας του συνόλου των μηνιαίων περιουσιακών στοιχείων υπό διαχείριση, μετρούμενης την τελευταία εργάσιμη ημέρα καθενός από τους προηγούμενους 15 ημερολογιακούς μήνες, εξαιρουμένων των 3 πιο πρόσφατων μηνιαίων αξιών.

Τα AUM ισούνται με τον μέσο όρο ή τον απλό αριθμητικό μέσο των υπόλοιπων 12 μηνιαίων μετρήσεων.

Ο παράγοντας K-AUM υπολογίζεται εντός των πρώτων 14 ημερών κάθε ημερολογιακού μήνα.

2.Εάν η επιχείρηση επενδύσεων έχει αναθέσει επισήμως τα υπό διαχείριση περιουσιακά στοιχεία σε άλλη χρηματοοικονομική οντότητα, τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία που έχουν ανατεθεί περιλαμβάνονται στο συνολικό ποσό των AUM υπολογιζόμενο σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Εάν μια άλλη χρηματοοικονομική οντότητα έχει αναθέσει επισήμως τα υπό διαχείριση περιουσιακά στοιχεία στην επιχείρηση επενδύσεων, τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία που έχουν ανατεθεί δεν περιλαμβάνονται στο συνολικό ποσό των υπό διαχείριση περιουσιακών στοιχείων υπολογιζόμενο σύμφωνα με την παράγραφο 1.

3.Εάν μια επιχείρηση επενδύσεων διαχειρίζεται περιουσιακά στοιχεία για περίοδο μικρότερη των 15 μηνών, μπορεί να χρησιμοποιήσει επιχειρηματικές προβλέψεις των AUM για τον υπολογισμό του παράγοντα K-AUM, υπό τις ακόλουθες σωρευτικές προϋποθέσεις:

α)τα ιστορικά δεδομένα χρησιμοποιούνται αμέσως μόλις καταστούν διαθέσιμα·

β)οι επιχειρηματικές προβλέψεις της επιχείρησης επενδύσεων που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ έχουν αξιολογηθεί θετικά από την αρμόδια αρχή.

Άρθρο 18
Μέτρηση των CMH για τους σκοπούς του υπολογισμού του παράγοντα K-CMH

1.Για τους σκοπούς του υπολογισμού του παράγοντα K-CMH, τα CMH ισούνται με τον κυλιόμενο μέσο όρο της αξίας του συνόλου των ημερήσιων χρημάτων πελατών υπό κατοχή, μετρούμενης στο τέλος κάθε εργάσιμης ημέρας για τους 3 προηγούμενους ημερολογιακούς μήνες.

Τα CMH ισούνται με τον μέσο όρο ή τον απλό αριθμητικό μέσο των ημερήσιων μετρήσεων κατά τους 3 ημερολογιακούς μήνες.

O παράγοντας K-CMH υπολογίζεται στο τέλος της εργάσιμης ημέρας που έπεται της μέτρησης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.

2.Εάν μια επιχείρηση επενδύσεων κατέχει χρήματα πελατών για περίοδο μικρότερη των 3 μηνών, μπορεί να χρησιμοποιήσει επιχειρηματικές προβλέψεις για τον υπολογισμό του παράγοντα K-CMH, υπό τις ακόλουθες σωρευτικές προϋποθέσεις:

α)τα ιστορικά δεδομένα χρησιμοποιούνται αμέσως μόλις καταστούν διαθέσιμα·

β)οι επιχειρηματικές προβλέψεις της επιχείρησης επενδύσεων που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ έχουν αξιολογηθεί θετικά από την αρμόδια αρχή.

Άρθρο 19
Μέτρηση των ASA για τους σκοπούς του υπολογισμού του παράγοντα K-ASA

1.Για τους σκοπούς του υπολογισμού του παράγοντα K-ASA, τα ASA ισούνται με τον κυλιόμενο μέσο όρο της αξίας του συνόλου των ημερήσιων περιουσιακών στοιχείων υπό φύλαξη και διαχείριση, μετρούμενης στο τέλος κάθε εργάσιμης ημέρας για τους 6 προηγούμενους ημερολογιακούς μήνες, εξαιρουμένων των 3 πιο πρόσφατων ημερολογιακών μηνών.

Τα ASA ισούνται με τον μέσο όρο ή τον απλό αριθμητικό μέσο των ημερήσιων μετρήσεων για τους υπόλοιπους 3 ημερολογιακούς μήνες.

Ο παράγοντας K-ASA υπολογίζεται εντός των πρώτων 14 ημερών κάθε ημερολογιακού μήνα.

2.Εάν μια επιχείρηση επενδύσεων λειτουργεί για περίοδο μικρότερη των 3 μηνών, μπορεί να χρησιμοποιήσει επιχειρηματικές προβλέψεις για τον υπολογισμό του παράγοντα K-ASA, υπό τις ακόλουθες σωρευτικές προϋποθέσεις:

α)τα ιστορικά δεδομένα χρησιμοποιούνται αμέσως μόλις καταστούν διαθέσιμα·

β)οι επιχειρηματικές προβλέψεις της επιχείρησης επενδύσεων που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ έχουν αξιολογηθεί θετικά από την αρμόδια αρχή.

Άρθρο 20
Μέτρηση των COH για τους σκοπούς του υπολογισμού του παράγοντα K-COH

1.Για τους σκοπούς του υπολογισμού του παράγοντα K-COH, οι COH ισούνται με τον κυλιόμενο μέσο όρο της αξίας του συνόλου των ημερήσιων εκτελούμενων εντολών πελατών, μετρούμενης στο τέλος κάθε εργάσιμης ημέρας κατά τους 6 προηγούμενους ημερολογιακούς μήνες, εξαιρουμένων των 3 πιο πρόσφατων ημερολογιακών μηνών.

Οι COH ισούνται με τον μέσο όρο ή τον απλό αριθμητικό μέσο των ημερήσιων μετρήσεων για τους υπόλοιπους 3 ημερολογιακούς μήνες.

Ο παράγοντας K-COH υπολογίζεται εντός των πρώτων 14 ημερών κάθε τριμήνου.

2.Οι COH μετρώνται ως το άθροισμα της απόλυτης τιμής των αγορών και της απόλυτης τιμής των πωλήσεων για συναλλαγές τόσο σε μετρητά όσο και σε παράγωγα σύμφωνα με τα ακόλουθα:

α)για συναλλαγές σε μετρητά, η αξία είναι το ποσό που καταβλήθηκε ή εισπράχθηκε σε κάθε συναλλαγή.

β)για παράγωγα, η αξία της συναλλαγής είναι το ονομαστικό ποσό της σύμβασης.

Στις COH περιλαμβάνονται συναλλαγές που εκτελούνται από επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν υπηρεσίες διαχείρισης χαρτοφυλακίου για λογαριασμό επενδυτικών κεφαλαίων.

Στις COH δεν περιλαμβάνονται συναλλαγές που εκτελούνται από την επιχείρηση επενδύσεων στο δικό της όνομα είτε για την ίδια είτε για λογαριασμό πελάτη.

3.Εάν μια επιχείρηση επενδύσεων λειτουργεί για περίοδο μικρότερη των 3 μηνών, μπορεί να χρησιμοποιήσει επιχειρηματικές προβλέψεις για τον υπολογισμό του παράγοντα K-COH, υπό τις ακόλουθες σωρευτικές προϋποθέσεις:

α)τα ιστορικά δεδομένα χρησιμοποιούνται αμέσως μόλις καταστούν διαθέσιμα·

β)οι επιχειρηματικές προβλέψεις της επιχείρησης επενδύσεων που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ έχουν αξιολογηθεί θετικά από την αρμόδια αρχή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Παράγοντες Κ RtM
 

Άρθρο 21
Απαίτηση παράγοντα Κ RtM

Η απαίτηση του παράγοντα Κ RtM για τις θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών μιας επιχείρησης επενδύσεων που διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, είτε για την ίδια είτε για λογαριασμό πελάτη, ισούται με τον υψηλότερο μεταξύ των παραγόντων K-NPR, υπολογιζόμενου σύμφωνα με το άρθρο 22, και Κ-CMG, υπολογιζόμενου σύμφωνα με το άρθρο 23.

Άρθρο 22
Υπολογισμός του παράγοντα K-NPR

1. Για τους σκοπούς του παράγοντα K-NPR, η κεφαλαιακή απαίτηση για τις θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών μιας επιχείρησης επενδύσεων που διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, είτε για την ίδια είτε για λογαριασμό πελάτη, υπολογίζονται χρησιμοποιώντας μία από τις ακόλουθες προσεγγίσεις:

α)την απλουστευμένη τυποποιημένη] προσέγγιση που προβλέπεται στα κεφάλαια 2 έως 4 του τίτλου IV του τρίτου μέρους του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όταν το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών της επιχείρησης επενδύσεων είναι έως 300 εκατομμύρια EUR·

β)την τυποποιημένη προσέγγιση που προβλέπεται στο [τρίτο μέρος τίτλος IV κεφάλαιο 1(α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σύμφωνα με το άρθρο 1 σημείο 84) της πρότασης κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά τον δείκτη μόχλευσης, τον δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης, τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, τον κίνδυνο αγοράς, τα ανοίγματα έναντι κεντρικών αντισυμβαλλομένων, τα ανοίγματα έναντι οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, τις υποχρεώσεις υποβολής αναφορών και δημοσιοποίησης, καθώς και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012].

γ)την προσέγγιση εσωτερικού υποδείγματος που προβλέπεται στο [τρίτο μέρος τίτλος IV κεφάλαιο 1(β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σύμφωνα με το άρθρο 1 σημείο 84) της πρότασης κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά τον δείκτη μόχλευσης, τον δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης, τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, τον κίνδυνο αγοράς, τα ανοίγματα έναντι κεντρικών αντισυμβαλλομένων, τα ανοίγματα έναντι οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, τις υποχρεώσεις υποβολής αναφορών και δημοσιοποίησης, καθώς και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012].

Ο παράγοντας K-NPR υπολογιζόμενος βάσει των προσεγγίσεων που προβλέπονται στα στοιχεία β) και γ) πολλαπλασιάζεται επί συντελεστή της τάξης του 65 %.

2.    Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο α) δεύτερη πρόταση, μια επιχείρηση επενδύσεων υπολογίζει το μέγεθος των δραστηριοτήτων εντός και εκτός ισολογισμού σύμφωνα με [το άρθρο 325α παράγραφοι 2 έως 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013].

Άρθρο 23
Υπολογισμός του παράγοντα K-CMG

1.    Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 22, η αρμόδια αρχή μπορεί να επιτρέπει σε μια επιχείρηση επενδύσεων να υπολογίζει τον παράγοντα Κ-CMG για θέσεις που εκκαθαρίζονται κεντρικά υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)η επιχείρηση επενδύσεων δεν ανήκει σε όμιλο ο οποίος περιλαμβάνει πιστωτικό ίδρυμα·

β)η εκτέλεση και ο διακανονισμός των συναλλαγών της επιχείρησης επενδύσεων που εκκαθαρίζονται κεντρικά πραγματοποιούνται υπό την ευθύνη εκκαθαριστικού μέλους και είτε καλύπτονται από την εγγύηση του συγκεκριμένου εκκαθαριστικού μέλους είτε διακανονίζονται βάσει παράδοσης έναντι πληρωμής·

γ)ο υπολογισμός του αρχικού περιθωρίου που έχει παρασχεθεί από την επιχείρηση επενδύσεων στο εκκαθαριστικό μέλος βασίζεται σε εσωτερικό υπόδειγμα του εκκαθαριστικού μέλους, το οποίο συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 41 του κανονισμού αριθ. 648/2012·

δ)το εκκαθαριστικό μέλος είναι πιστωτικό ίδρυμα.

Ο παράγοντας K-CMG ισούται με το υψηλότερο συνολικό ποσό του αρχικού περιθωρίου που παρασχέθηκε στο εκκαθαριστικό μέλος από την επιχείρηση επενδύσεων κατά τους προηγούμενους 3 μήνες.

2.    Η ΕΑΤ, σε διαβούλευση με την EΑΚΑΑ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό του υπολογισμού του ποσού του αρχικού περιθωρίου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ).        

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως [εννέα μήνες από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού].

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα αναθεωρημένα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 
Παράγοντες Κ RtF

Άρθρο 24
Απαίτηση παράγοντα Κ RtF

1.Η απαίτηση του παράγοντα Κ RtF καθορίζεται με βάση τον ακόλουθο τύπο:

K-TCD +K-DTF + K-CON

όπου:

ο παράγοντας Κ-TCD ισούται με το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 26·

ο παράγοντας Κ-DTF ισούται με την DTF υπολογιζόμενη σύμφωνα με το άρθρο 32, πολλαπλασιαζόμενη επί τον αντίστοιχο συντελεστή που καθορίζεται στο άρθρο 15 παράγραφος 2 και

ο παράγοντας Κ-CON ισούται με το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 38.

Οι παράγοντες Κ-TCD και Κ-CON βασίζονται στις συναλλαγές που καταχωρίζονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών μιας επιχείρησης επενδύσεων που διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, είτε για την ίδια είτε για λογαριασμό πελάτη.

Ο παράγοντας Κ-DTF βασίζεται στις συναλλαγές που καταχωρίζονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών μιας επιχείρησης επενδύσεων που διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, είτε για την ίδια είτε για λογαριασμό πελάτη, και στις συναλλαγές τις οποίες πραγματοποιεί μια επιχείρηση επενδύσεων μέσω της εκτέλεσης εντολών για λογαριασμό πελατών στο όνομά της.

Τμήμα I

Αθέτηση αντισυμβαλλομένου

Άρθρο 25
Πεδίο εφαρμογής

1.Αντικείμενο του παρόντος τμήματος αποτελούν οι ακόλουθες συναλλαγές:

α)παράγωγα μέσα που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εξαιρουμένων των ακόλουθων μέσων:

i)    εξωχρηματιστηριακά παράγωγα που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με κεντρικές κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες κρατών μελών·

ii)    εξωχρηματιστηριακά παράγωγα που εκκαθαρίζονται μέσω αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου (QCCP)·

iii)    εξωχρηματιστηριακά παράγωγα που εκκαθαρίζονται μέσω εκκαθαριστικού μέλους, εφόσον οι συναλλαγές υπόκεινται σε υποχρέωση εκκαθάρισης σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ή σε ισοδύναμη απαίτηση εκκαθάρισης της σύμβασης σε τρίτη χώρα, ή εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

αα. οι θέσεις και τα στοιχεία περιουσίας του επιχείρησης επενδύσεων που σχετίζονται με τις εν λόγω συναλλαγές διακρίνονται και διαχωρίζονται, σε επίπεδο τόσο εκκαθαριστικού μέλους όσο και αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου, από τις θέσεις και τα στοιχεία περιουσίας τόσο του εκκαθαριστικού μέλους όσο και των υπολοίπων πελατών του εν λόγω εκκαθαριστικού μέλους και ως αποτέλεσμα αυτής της διάκρισης και αυτού του διαχωρισμού, οι σχετικές θέσεις και τα στοιχεία περιουσίας είναι απομακρυσμένα βάσει της εθνικής νομοθεσίας από τον κίνδυνο πτώχευσης σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης ή αφερεγγυότητας του εκκαθαριστικού μέλους ή ενός ή περισσοτέρων από τους υπόλοιπους πελάτες του εκκαθαριστικού μέλους·

ββ. η σχετική νομοθεσία, οι κανονισμοί και οι συμβατικές ρυθμίσεις που εφαρμόζονται ή δεσμεύουν το εκκαθαριστικό μέλος διευκολύνουν τη μεταφορά των θέσεων του πελάτη που σχετίζονται με τις εν λόγω συμβάσεις και συναλλαγές και των αντίστοιχων εξασφαλίσεων σε άλλο εκκαθαριστικό μέλος εντός της εφαρμοστέας περιόδου κινδύνου που καλύπτεται από το περιθώριο ασφάλισης σε περίπτωση αθέτησης ή αφερεγγυότητας του αρχικού εκκαθαριστικού μέλους·

γγ. η επιχείρηση επενδύσεων έχει εξασφαλίσει ανεξάρτητη, γραπτή και αιτιολογημένη νομική γνωμοδότηση από την οποία προκύπτει ότι, σε περίπτωση προσφυγής, η επιχείρηση επενδύσεων δεν θα υφίστατο ζημία λόγω της αφερεγγυότητας του εκκαθαριστικού μέλους της ή οποιωνδήποτε πελατών αυτού.

iv)    χρηματιστηριακά παράγωγα·

v)    παράγωγα τα οποία διακρατούνται για αντιστάθμιση θέσης της επιχείρησης που προκύπτει από δραστηριότητα εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών·

β)συναλλαγές με μακρά προθεσμία διακανονισμού·

γ)συναλλαγές επαναγοράς·

δ)συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων·

ε)συναλλαγές δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης.

2.Κατά παρέκκλιση από το παρόν τμήμα, μια επιχείρηση επενδύσεων μπορεί να υπολογίσει την κεφαλαιακή της απαίτηση για τις συναλλαγές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 εφαρμόζοντας μία από τις μεθόδους που προβλέπονται στο [τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ τμήματα 3, 4 ή 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013] και, στην περίπτωση αυτή, ενημερώνει αμέσως σχετικά την αρμόδια αρχή.

Άρθρο 26
Υπολογισμός του παράγοντα K-TCD

Για τους σκοπούς του παράγοντα Κ-TCD, η κεφαλαιακή απαίτηση καθορίζεται με βάση τον ακόλουθο τύπο:

Κεφαλαιακή απαίτηση = Αξία ανοίγματος * RF

όπου RF είναι ο παράγοντας κινδύνου ο οποίος καθορίζεται ανά είδος αντισυμβαλλομένου σύμφωνα με τον πίνακα 2.

Πίνακας 2

Είδος αντισυμβαλλομένου

Παράγοντας κινδύνου

Πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων

1,6 %

Άλλοι αντισυμβαλλόμενοι

8 %

Άρθρο 27
Υπολογισμός της αξίας ανοίγματος

Ο υπολογισμός της αξίας ανοίγματος πραγματοποιείται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Αξία ανοίγματος = Max (0; RC + PFE - C)

όπου:

RC = κόστος αντικατάστασης όπως ορίζεται στο άρθρο 28.

PFE = ενδεχόμενο μελλοντικό άνοιγμα όπως ορίζεται στο άρθρο 29· και

C = εξασφάλιση όπως ορίζεται στο άρθρο 30.

Το κόστος αντικατάστασης (RC) και η εξασφάλιση (C) εφαρμόζονται σε όλες τις συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 25.

Το ενδεχόμενο μελλοντικό άνοιγμα (PFE) εφαρμόζεται μόνο σε συμβάσεις παραγώγων και συναλλαγές με μακρά προθεσμία διακανονισμού.

Άρθρο 28
Κόστος αντικατάστασης (RC)

Το κόστος αντικατάστασης που αναφέρεται στο άρθρο 27 καθορίζεται ως εξής:

α)για τις συμβάσεις παραγώγων, το RC καθορίζεται ως η τρέχουσα αγοραία αξία (CMV)·

β)για τις συναλλαγές με μακρά προθεσμία διακανονισμού, το RC καθορίζεται ως το ποσό του διακανονισμού·

γ)για τις συναλλαγές επαναγοράς και τις συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων, το RC καθορίζεται ως το καθαρό ποσό των μετρητών που λαμβάνονται με δανεισμό και παραλαμβάνονται.

Άρθρο 29
Ενδεχόμενο μελλοντικό άνοιγμα

1.Το ενδεχόμενο μελλοντικό άνοιγμα (PFE) που αναφέρεται στο άρθρο 28 υπολογίζεται για κάθε παράγωγο και κάθε συναλλαγή με μακρά προθεσμία διακανονισμού ως το γινόμενο:

α)του πραγματικού ονομαστικού (ΕΝ) ποσού της συναλλαγής που καθορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 6 του παρόντος άρθρου·

β)του εποπτικού παράγοντα (SF) που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου· και

γ)ενός συντελεστή ληκτότητας (MF) που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 8 του παρόντος άρθρου.

2.Το πραγματικό ονομαστικό (ΕΝ) ποσό είναι το γινόμενο του ονομαστικού ποσού υπολογιζόμενου σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, επί τη διάρκεια για συμβάσεις παραγώγων επιτοκίου και πιστωτικών παραγώγων, υπολογιζόμενη σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, επί τον συντελεστή δέλτα για συμβάσεις δικαιωμάτων προαίρεσης, υπολογιζόμενο σύμφωνα με την παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου.

3.Το ονομαστικό ποσό, εκτός εάν δηλώνεται ρητά και καθορίζεται μέχρι τη λήξη, προσδιορίζεται ως εξής:

α)για παράγωγα συναλλάγματος, το ονομαστικό ποσό ορίζεται ως το ονομαστικό ποσό του συναλλαγματικού σκέλους της σύμβασης, κατόπιν μετατροπής στο εγχώριο νόμισμα. Εάν και τα δύο σκέλη ενός παραγώγου συναλλάγματος εκφράζονται σε νομίσματα άλλα από το εγχώριο νόμισμα, το ονομαστικό ποσό κάθε σκέλους μετατρέπεται στο εγχώριο νόμισμα και το σκέλος με τη μεγαλύτερη αξία στο εγχώριο νόμισμα είναι το ονομαστικό ποσό·

β)για παράγωγα επί μετοχών και επί εμπορευμάτων, δικαιώματα εκπομπής και παράγωγα αυτών, το ονομαστικό ποσό ορίζεται ως το γινόμενο της τρέχουσας (μελλοντικής) τιμής μίας μονάδας των μετοχών ή των εμπορευμάτων επί τον αριθμό των μονάδων που αναφέρονται στη συναλλαγή·

γ)για συναλλαγές πολλαπλών αποδόσεων οι οποίες εξαρτώνται από την κατάσταση, συμπεριλαμβανομένων των ψηφιακών δικαιωμάτων προαίρεσης ή των προθεσμιακών συμβάσεων με δυνατότητα πρόωρης λήξης λόγω επίτευξης προκαθορισμένης απόδοσης (target redemption forwards), μια επιχείρηση επενδύσεων υπολογίζει το ονομαστικό ποσό για κάθε κατάσταση και χρησιμοποιεί το υψηλότερο ποσό που προκύπτει από τον υπολογισμό·

δ)όταν το ονομαστικό ποσό είναι ένας μαθηματικός τύπος αγοραίων αξιών, η επιχείρηση επενδύσεων εισάγει τις τρέχουσες αγοραίες αξίες για τον προσδιορισμό του ονομαστικού ποσού της συναλλαγής·

ε)για συμφωνίες ανταλλαγής μεταβλητού ονομαστικού κεφαλαίου, όπως οι συμφωνίες ανταλλαγής μειούμενου και αυξανόμενου κεφαλαίου, οι επιχειρήσεις επενδύσεων χρησιμοποιούν ως ονομαστικό ποσό της συναλλαγής το μέσο ονομαστικό ποσό κατά την εναπομένουσα διάρκεια της συμφωνίας ανταλλαγής·

στ)οι μοχλευμένες συμφωνίες ανταλλαγής μετατρέπονται στο ονομαστικό ποσό της αντίστοιχης μη μοχλευμένης συμφωνίας ανταλλαγής, έτσι ώστε όταν όλα τα επιτόκια σε μια συμφωνία ανταλλαγής πολλαπλασιάζονται επί έναν συντελεστή, το δηλωμένο ονομαστικό ποσό πολλαπλασιάζεται με τον συντελεστή επί των επιτοκίων για τον καθορισμό του ονομαστικού ποσού·

ζ)για σύμβαση παραγώγου με πολλαπλές ανταλλαγές κεφαλαίου, το ονομαστικό ποσό πολλαπλασιάζεται επί τον αριθμό των ανταλλαγών κεφαλαίου στη σύμβαση παραγώγου για τον καθορισμό του ονομαστικού ποσού.

4.Το ονομαστικό ποσό του επιτοκίου και των πιστωτικών παραγώγων για το χρονικό διάστημα μέχρι τη λήξη (σε έτη) των συμβάσεων αυτών προσαρμόζεται ανάλογα με τη διάρκεια που προκύπτει από τον ακόλουθο τύπο:

Διάρκεια = (1 – exp (-0,05 * χρονικό διάστημα μέχρι τη λήξη)) / 0,05

5.Ως ημερομηνία λήξης της σύμβασης νοείται η τελευταία ημερομηνία κατά την οποία είναι δυνατή η εκτέλεση της σύμβασης.

Εάν το παράγωγο αναφέρεται στην αξία ενός άλλου μέσου επιτοκίου ή πιστωτικού μέσου, το χρονικό διάστημα καθορίζεται με βάση το υποκείμενο μέσο.

Για τα δικαιώματα προαίρεσης, ως ημερομηνία λήξης νοείται η τελευταία συμβατική ημερομηνία άσκησης όπως προσδιορίζεται στη σύμβαση.

Για σύμβαση παραγώγου του οποίου η δομή είναι τέτοια ώστε σε συγκεκριμένες ημερομηνίες να γίνεται διακανονισμός τυχόν εκκρεμών ανοιγμάτων και να επανακαθορίζονται οι όροι προκειμένου η εύλογη αξία της σύμβασης να είναι μηδέν, η εναπομένουσα ληκτότητα είναι ίση με τον χρόνο που απομένει έως τον επόμενο επανακαθορισμό.

6.Ο συντελεστής δέλτα δικαιωμάτων προαίρεσης και δικαιωμάτων προαίρεσης επί συμφωνιών ανταλλαγής μπορεί να υπολογίζεται από την ίδια την επιχείρηση επενδύσεων με χρήση κατάλληλου υποδείγματος. Το υπόδειγμα εκτιμά τον ρυθμό μεταβολής της αξίας του δικαιώματος προαίρεσης σε σχέση με μικρές μεταβολές της αγοραίας τιμής του υποκείμενου μέσου. Για συναλλαγές εκτός των δικαιωμάτων προαίρεσης και των δικαιωμάτων προαίρεσης επί συμφωνιών ανταλλαγής, ο συντελεστής δέλτα ισούται με 1 για θετικές θέσεις και με -1 για αρνητικές θέσεις.

7.Ο εποπτικός παράγοντας (SF) για κάθε κατηγορία στοιχείων ενεργητικού καθορίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα:

Πίνακας 3

Κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού

Εποπτικός παράγοντας

Επιτόκιο

0,5 %

Συνάλλαγμα

4 %

Πίστωση

1 %

Μετοχικά προϊόντα μεμονωμένου πιστούχου

32 %

Δείκτης μετοχών

20 %

Βασικά εμπορεύματα και δικαιώματα εκπομπής

18 %

8.Ο συντελεστής ληκτότητας (MF) για κάθε συναλλαγή καθορίζεται με βάση τον ακόλουθο τύπο:

               MF = (min (M;1 έτος) / 1 έτος)^0.5

Για συναλλαγές χωρίς χρήση περιθωρίου, η ληκτότητα (Μ) ισούται με το βραχύτερο από τα ακόλουθα: από ένα έτος ή από την εναπομένουσα ληκτότητα της σύμβασης παραγώγου, όπως καθορίζεται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 5, αλλά δεν είναι βραχύτερη από δέκα εργάσιμες ημέρες.

Για συναλλαγές με χρήση περιθωρίου, η ληκτότητα (Μ) αντιστοιχεί στην περίοδο κινδύνου περιθωρίου. Η ελάχιστη περίοδος κινδύνου περιθωρίου είναι τουλάχιστον δέκα εργάσιμες ημέρες για συναλλαγές παραγώγων που δεν εκκαθαρίζονται κεντρικά, με την επιφύλαξη τυχόν συμφωνιών ημερήσιου περιθωρίου, και πέντε εργάσιμες ημέρες για συναλλαγές παραγώγων που εκκαθαρίζονται κεντρικά, με την επιφύλαξη τυχόν συμφωνιών ημερήσιου περιθωρίου.

Άρθρο 30
Εξασφαλίσεις

1.Όλες οι εξασφαλίσεις εκτός μετρητών που παρέχονται και λαμβάνονται από μια επιχείρηση επενδύσεων, στο πλαίσιο τόσο διμερών όσο και εκκαθαριζόμενων συναλλαγών που αναφέρονται στο άρθρο 23, υπόκεινται σε περικοπές σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα:

Πίνακας 4

Κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού

Περικοπή σε συναλλαγές επαναγοράς

Περικοπή σε άλλες συναλλαγές

Χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από κεντρικές κυβερνήσεις ή κεντρικές τράπεζες

≤ 1 έτος

0,707 %

1 %

> 1 έτος ≤ 5 έτη

2,121 %

3 %

> 5 έτη

4,243 %

6 %

Χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από άλλες οντότητες

≤ 1 έτος

1,414 %

2 %

> 1 έτος ≤ 5 έτη

4,243 %

6 %

> 5 έτη

8,485 %

12 %

Θέσεις τιτλοποίησης

≤ 1 έτος

2,828 %

4 %

> 1 έτος ≤ 5 έτη

8,485 %

12 %

> 5 έτη

16,970 %

24 %

Εισηγμένες μετοχές και μετατρέψιμα μέσα

14,143 %

20 %

Χρυσός

10,607 %

15 %

Μετρητά

0 %

0 %

Για τους σκοπούς του πίνακα 4, στις θέσεις τιτλοποίησης δεν περιλαμβάνονται θέσεις επανατιτλοποίησης.

2.Η αξία των εξασφαλίσεων εκτός μετρητών που χορηγούνται από την επιχείρηση επενδύσεων στον αντισυμβαλλόμενό της αυξάνεται και η αξία των εξασφαλίσεων εκτός μετρητών που λαμβάνει η επιχείρηση επενδύσεων από τον αντισυμβαλλόμενό της μειώνεται σύμφωνα με τον πίνακα 4.

3.Σε περίπτωση νομισματικής αναντιστοιχίας μεταξύ της συναλλαγής και της ληφθείσας ή χορηγηθείσας εξασφάλισης, εφαρμόζεται πρόσθετη περικοπή λόγω νομισματικής αναντιστοιχίας της τάξης του 8 %.

Άρθρο 31
Συμψηφισμός

Για τους σκοπούς του παρόντος τμήματος, μια επιχείρηση επενδύσεων μπορεί να αντιμετωπίζει τις πλήρως αντιστοιχιζόμενες μεταξύ τους συμβάσεις που περιλαμβάνονται σε συμφωνία συμψηφισμού ως μία σύμβαση με ονομαστικό ποσό ισοδύναμο προς τις καθαρές εισροές, μπορεί να συμψηφίζει άλλες συναλλαγές υπό την προϋπόθεση ανανέωσης οφειλής βάσει της οποίας όλες οι υποχρεώσεις μεταξύ της επιχείρησης επενδύσεων και του αντισυμβαλλομένου της συγχωνεύονται αυτομάτως κατά τρόπο ώστε η ανανέωση να υποκαθιστά νομικά ένα ενιαίο καθαρό ποσό για τις προηγούμενες ακαθάριστες υποχρεώσεις, καθώς και άλλες συναλλαγές στο πλαίσιο των οποίων η επιχείρηση επενδύσεων διασφαλίζει, προς ικανοποίηση της αρμόδιας αρχής, την εκπλήρωση των ακόλουθων προϋποθέσεων:

α)τη σύναψη σύμβασης συμψηφισμού με τον αντισυμβαλλόμενο ή άλλης συμφωνίας η οποία γεννά ενιαία νομική υποχρέωση περιέχουσα το σύνολο των καλυπτόμενων συναλλαγών, ούτως ώστε η επιχείρηση επενδύσεων να έχει δικαίωμα να λάβει ή υποχρέωση να καταβάλει μόνο το καθαρό αλγεβρικό άθροισμα των θετικών και αρνητικών αγοραίων αξιών στις οποίες αποτιμώνται οι καλυπτόμενες επιμέρους συναλλαγές σε περίπτωση που ο αντισυμβαλλόμενος δεν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του για οποιονδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

i)αθέτηση

ii)πτώχευση,

iii)εκκαθάριση·

iv)παρόμοιες περιστάσεις.

β)η σύμβαση συμψηφισμού δεν περιέχει ρήτρα σύμφωνα με την οποία σε περίπτωση αθέτησης από έναν αντισυμβαλλόμενο επιτρέπεται στον συμβαλλόμενο που εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του να προβαίνει σε περιορισμένες μόνο καταβολές ή σε καμία καταβολή προς την περιουσία του περιελθόντος σε αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του αντισυμβαλλομένου, ακόμα και αν ο τελευταίος είναι καθαρός πιστωτής·

γ)η επιχείρηση επενδύσεων έχει εξασφαλίσει ανεξάρτητη, γραπτή και αιτιολογημένη νομική γνωμοδότηση από την οποία προκύπτει ότι, σε περίπτωση νομικής αμφισβήτησης της σύμβασης συμψηφισμού, οι απαιτήσεις και οι υποχρεώσεις της επιχείρησης επενδύσεων θα είναι ισοδύναμες με εκείνες που αναφέρονται στο στοιχείο α) υπό το ακόλουθο νομικό καθεστώς:

το δίκαιο του κράτους στο οποίο έχει συσταθεί ο αντισυμβαλλόμενος·

στην περίπτωση που συμμετέχει αλλοδαπό υποκατάστημα αντισυμβαλλομένου, το δίκαιο του κράτους στο οποίο βρίσκεται το υποκατάστημα·

το δίκαιο του κράτους που διέπει τις επιμέρους συναλλαγές που περιλαμβάνονται στη σύμβαση συμψηφισμού· ή

το δίκαιο που διέπει συμβάσεις ή συμφωνίες που απαιτούνται για την πραγματοποίηση του συμβατικού συμψηφισμού·

Τμημα ΙΙ
Ημερήσιες συναλλακτικές ροές

Άρθρο 32
Μέτρηση της DTF για τους σκοπούς του υπολογισμού του παράγοντα K-DTF

1.Για τους σκοπούς του υπολογισμού του παράγοντα K-DTF, η DTF ισούται με τον κυλιόμενο μέσο όρο της αξίας της συνολικής ημερήσιας ροής συναλλαγών, μετρούμενης στο τέλος κάθε εργάσιμης ημέρας κατά τους 6 προηγούμενους ημερολογιακούς μήνες, εξαιρουμένων των 3 πιο πρόσφατων ημερολογιακών μηνών.

Η DTF ισούται με τον μέσο όρο ή τον απλό αριθμητικό μέσο των ημερήσιων μετρήσεων για τους υπόλοιπους 3 ημερολογιακούς μήνες.

Ο παράγοντας K-DTF υπολογίζεται εντός των πρώτων 14 ημερών κάθε τριμήνου.

2.Η DTF μετράται ως το άθροισμα της απόλυτης τιμής των αγορών και της απόλυτης τιμής των πωλήσεων για συναλλαγές τόσο σε μετρητά όσο και σε παράγωγα σύμφωνα με τα ακόλουθα:

α)για συναλλαγές σε μετρητά, η αξία είναι το ποσό που καταβλήθηκε ή εισπράχθηκε σε κάθε συναλλαγή.

β)για παράγωγα, η αξία της συναλλαγής είναι το ονομαστικό ποσό της σύμβασης.

3.Στην DTF δεν περιλαμβάνονται συναλλαγές που εκτελούνται από μια επιχείρηση επενδύσεων που παρέχει υπηρεσίες διαχείρισης χαρτοφυλακίου για λογαριασμό επενδυτικών κεφαλαίων.

Στην DTF περιλαμβάνονται συναλλαγές που εκτελούνται από μια επιχείρηση επενδύσεων στο δικό της όνομα είτε για την ίδια είτε για λογαριασμό πελάτη.

4.Εάν μια επιχείρηση επενδύσεων λειτουργεί για περίοδο μικρότερη των 3 μηνών, μπορεί να χρησιμοποιήσει επιχειρηματικές προβλέψεις για τον υπολογισμό του παράγοντα K-DTF, υπό τις ακόλουθες σωρευτικές προϋποθέσεις:

α)τα ιστορικά δεδομένα χρησιμοποιούνται αμέσως μόλις καταστούν διαθέσιμα·

β)οι επιχειρηματικές προβλέψεις της επιχείρησης επενδύσεων που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ έχουν αξιολογηθεί θετικά από την αρμόδια αρχή.

ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΕΡΟΣ
ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ 

Άρθρο 33
Υποχρέωση παρακολούθησης

1.Μια επιχείρηση επενδύσεων παρακολουθεί και ελέγχει τον κίνδυνο συγκέντρωσής της σύμφωνα με το παρόν μέρος, με τη χρήση ορθών διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών και αξιόπιστων μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου.

2.Για τους σκοπούς του παρόντος μέρους, οι όροι «πιστωτικό ίδρυμα» και «επιχείρηση επενδύσεων» περιλαμβάνουν επίσης ιδιωτικές ή δημόσιες επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων τους, οι οποίες, εάν ήταν εγκατεστημένες στην Ένωση, θα αποτελούσαν πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων όπως ορίζεται στον παρόντα κανονισμό και έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε τρίτη χώρα η οποία εφαρμόζει εποπτικές και κανονιστικές απαιτήσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που εφαρμόζονται στην Ένωση.

Άρθρο 34
Απαιτήσεις υποβολής αναφοράς

Μια επιχείρηση επενδύσεων που δεν πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 υποβάλλει αναφορά στις αρμόδιες αρχές σχετικά με τα ακόλουθα επίπεδα κινδύνου τουλάχιστον σε ετήσια βάση:

α)επίπεδο κινδύνου συγκέντρωσης που συνδέεται με την αθέτηση αντισυμβαλλομένων για ανοίγματα χαρτοφυλακίου συναλλαγών, τόσο σε επίπεδο μεμονωμένου αντισυμβαλλομένου όσο και σε συνολική βάση·

β)επίπεδο κινδύνου συγκέντρωσης έναντι των πιστωτικών ιδρυμάτων, επιχειρήσεων επενδύσεων και άλλων οντοτήτων όπου κρατούνται χρήματα πελατών·

γ)επίπεδο κινδύνου συγκέντρωσης έναντι των πιστωτικών ιδρυμάτων, επιχειρήσεων επενδύσεων και άλλων οντοτήτων όπου είναι κατατεθειμένοι τίτλοι πελατών·

δ)επίπεδο κινδύνου συγκέντρωσης έναντι των πιστωτικών ιδρυμάτων όπου είναι κατατεθειμένα τα μετρητά της επιχείρησης· και

ε)επίπεδο κινδύνου συγκέντρωσης από κέρδη.

Άρθρο 35
Υπολογισμός της αξίας χρηματοδοτικού ανοίγματος

1.Μια επιχείρηση επενδύσεων που δεν πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 υπολογίζει τα ακόλουθα χρηματοδοτικά ανοίγματα για τους σκοπούς του παρόντος μέρος:

α)χρηματοδοτικά ανοίγματα έναντι μεμονωμένων πελατών που προκύπτουν στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, με την πρόσθεση των ανοιγμάτων αυτών στα καθαρά ανοίγματα σε όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα που εκδίδονται από τον συγκεκριμένο μεμονωμένο πελάτη.

Το καθαρό άνοιγμα υπολογίζεται αφαιρώντας τις θέσεις αναδοχής που αναλαμβάνουν ή υπαναδέχονται τρίτοι βάσει επίσημης συμφωνίας, μειωμένες βάσει των ακόλουθων συντελεστών:

Πίνακας 5

εργάσιμη ημέρα 0:

100 %

εργάσιμη ημέρα 1:

90 %

εργάσιμες ημέρες 2 έως και 3:

75 %

εργάσιμη ημέρα 4:

50 %

εργάσιμη ημέρα 5:

25 %

μετά την εργάσιμη ημέρα 5:

0 %.

Μια επιχείρηση επενδύσεων θέτει σε εφαρμογή συστήματα για να παρακολουθεί και να ελέγχει τα χρηματοδοτικά ανοίγματα από τη στιγμή της πρώτης ανάληψης υποχρεώσεων έως την επόμενη εργάσιμη ημέρα, ανάλογα με τη φύση των κινδύνων των οικείων αγορών.

β)χρηματοδοτικά ανοίγματα έναντι ομάδων συνδεδεμένων πελατών, με την άθροιση όλων των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων έναντι των μεμονωμένων πελατών εντός της ομάδας, τα οποία αντιμετωπίζονται ως ενιαίο άνοιγμα.

2.Κατά τον υπολογισμό των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων έναντι πελάτη ή ομάδας συνδεδεμένων πελατών, μια επιχείρηση επενδύσεων λαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα για τον προσδιορισμό των υποκείμενων στοιχείων ενεργητικού στις σχετικές συναλλαγές και του αντισυμβαλλόμενου των υποκείμενων ανοιγμάτων.

Άρθρο 36
Περιορισμοί στους κινδύνους συγκέντρωσης

1.Μια επιχείρηση επενδύσεων που διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, είτε για την ίδια είτε για λογαριασμό πελάτη, δεν αναλαμβάνει άνοιγμα έναντι μεμονωμένου πελάτη ή ομάδας συνδεδεμένων πελατών με αξία που υπερβαίνει το 25 % του εποπτικού της κεφαλαίου, εκτός εάν συμμορφώνεται με την υποχρέωση γνωστοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 37 και πληροί την κεφαλαιακή απαίτηση του παράγοντα K-CON που ορίζεται στο άρθρο 38.

Εφόσον ο εν λόγω μεμονωμένος πελάτης είναι πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων, ή εφόσον η ομάδα συνδεδεμένων πελατών περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα ή επιχειρήσεις επενδύσεων, η αξία αυτή δεν υπερβαίνει το 25 % του εποπτικού κεφαλαίου της επιχείρησης επενδύσεων, υπολογιζόμενο σύμφωνα με το άρθρο 11, ή το ποσό των 150 εκατ. EUR, οποιοδήποτε είναι μεγαλύτερο, υπό τον όρο ότι το άθροισμα της αξίας των ανοιγμάτων σε όλους τους συνδεδεμένους πελάτες που δεν είναι πιστωτικά ιδρύματα ή επιχειρήσεις επενδύσεων δεν υπερβαίνει το 25 % του εποπτικού κεφαλαίου της επιχείρησης επενδύσεων.

Εάν το ποσό των 150 εκατ. EUR είναι υψηλότερο από το 25 % του εποπτικού κεφαλαίου της επιχείρησης επενδύσεων, η αξία του ανοίγματος δεν πρέπει να υπερβαίνει το 100 % του εποπτικού κεφαλαίου της επιχείρησης επενδύσεων.

2.Η υπέρβαση των ορίων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι δυνατή εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)η επιχείρηση επενδύσεων πληροί την κεφαλαιακή απαίτηση του παράγοντα Κ-CON για την υπέρβαση σε συνάρτηση με το όριο που προβλέπεται στην παράγραφο 1, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 38·

β)σε περίπτωση παρέλευσης 10 το πολύ ημερών από την πραγματοποίηση της υπέρβασης, το άνοιγμα του χαρτοφυλακίου συναλλαγών έναντι του μεμονωμένου πελάτη ή της ομάδας συνδεδεμένων πελατών δεν πρέπει να υπερβαίνει το 500 % του εποπτικού κεφαλαίου της επιχείρησης επενδύσεων·

γ)οι υπερβάσεις που διαρκούν περισσότερο από 10 ημέρες δεν πρέπει να υπερβαίνουν, συνολικά, το 600 % του εποπτικού κεφαλαίου της επιχείρησης επενδύσεων.

Άρθρο 37
Υποχρέωση γνωστοποίησης
 

1.Σε περίπτωση υπέρβασης των ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 36 παράγραφος 1, μια επιχείρηση επενδύσεων γνωστοποιεί αμέσως στις αρμόδιες αρχές το ποσό της υπέρβασης, το όνομα του εκάστοτε μεμονωμένου πελάτη και, κατά περίπτωση, το όνομα της ομάδας των ενδιαφερόμενων συνδεδεμένων πελατών.

2.Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να χορηγούν στην επιχείρηση επενδύσεων περιορισμένο χρονικό διάστημα για τη συμμόρφωσή της με το όριο που προβλέπεται στο άρθρο 36 παράγραφος 1.

Στις περιπτώσεις εφαρμογής του προβλεπόμενου στο άρθρο 36 παράγραφο 1 ποσού των 150 εκατ. EUR, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν υπέρβαση του ορίου του 100 % του εποπτικού κεφαλαίου της επιχείρησης επενδύσεων.

Άρθρο 38
Υπολογισμός του παράγοντα K-CON

1.Για τους σκοπούς του υπολογισμού του παράγοντα K-CON, η υπέρβαση που αναφέρεται στο άρθρο 36 παράγραφος 2 είναι το άνοιγμα έναντι του συγκεκριμένου μεμονωμένου πελάτη ή ομάδας συνδεδεμένων πελατών που προκύπτει στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών.

2.Εάν η υπέρβαση αυτή δεν διήρκεσε περισσότερο από 10 ημέρες, η κεφαλαιακή απαίτηση του παράγοντα Κ-CΟΝ ισούται με το 200 % των απαιτήσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 1.

3.Μετά την παρέλευση της περιόδου των 10 ημερών, η οποία υπολογίζεται από την ημερομηνία πραγματοποίησης της υπέρβασης, η υπέρβαση καταλογίζεται στην αντίστοιχη σειρά της στήλης 1 του πίνακα 6.

4.Η κεφαλαιακή απαίτηση του παράγοντα K-CON ισούται με το γινόμενο της υπέρβασης επί τον αντίστοιχο συντελεστή που αναγράφεται στη στήλη 2 του πίνακα 6.

Πίνακας 6

Στήλη 1:

Υπέρβαση των ορίων

(βάσει ποσοστού εποπτικού κεφαλαίου)

Στήλη 2:

Συντελεστές

Τμήμα έως 40 %

200 %

Από 40 % έως 60 %

300 %

Από 60 % έως 80 %

400 %

Από 80 % έως 100 %

500 %

Από 100 % έως 250 %

600 %

Τμήμα άνω του 250 %

900 %

5.Προκειμένου να διασφαλιστεί η ενιαία εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 54 με σκοπό τον προσδιορισμό της μεθόδου μέτρησης του παράγοντα Κ που προβλέπεται στο παρόν άρθρο.

Άρθρο 39
Διαδικασίες που αποτρέπουν την αποφυγή της κεφαλαιακής απαίτησης του παράγοντα K-CON από τις επιχειρήσεις επενδύσεων

1.Οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν μεταφέρουν προσωρινά τα ανοίγματα που υπερβαίνουν το όριο του άρθρου 36 παράγραφος 1 σε άλλη εταιρεία, είτε ανήκουσα στον ίδιο όμιλο είτε όχι, ούτε πραγματοποιούν εικονικές συναλλαγές ώστε να καλύψουν το άνοιγμα κατά την περίοδο των 10 ημερών που προβλέπεται στο άρθρο 38 και να δημιουργήσουν νέο άνοιγμα.

2.Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διατηρούν συστήματα με τα οποία διασφαλίζεται η άμεση ενημέρωση των αρμόδιων αρχών για οποιαδήποτε μεταφορά που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 40
Εξαιρέσεις

1.Τα παρακάτω ανοίγματα εξαιρούνται από τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 38 παράγραφος 1:

α)ανοίγματα που δεν περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών·

β)ανοίγματα που αφαιρούνται εξ ολοκλήρου από τα ίδια κεφάλαια μιας επιχείρησης επενδύσεων·

γ)ορισμένα ανοίγματα που έχουν προκύψει κατά τη συνήθη διαδικασία διακανονισμού υπηρεσιών πληρωμών, συναλλαγών σε ξένο νόμισμα, συναλλαγών σε τίτλους και παροχής υπηρεσιών μεταβίβασης χρημάτων·

δ)στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι κεντρικών διοικήσεων:

i)    ανοίγματα έναντι κεντρικών διοικήσεων, κεντρικών τραπεζών, οντοτήτων του δημόσιου τομέα, διεθνών οργανισμών ή πολυμερών τραπεζών ανάπτυξης και ανοίγματα έναντι ή καλυπτόμενα από την εγγύηση αυτών των οντοτήτων·

ii)    ανοίγματα έναντι κεντρικών διοικήσεων ή κεντρικών τραπεζών (πέραν αυτών που αναφέρονται στο σημείο i), τα οποία είναι εκπεφρασμένα και, κατά περίπτωση, χρηματοδοτούμενα στο εθνικό νόμισμα του δανειολήπτη·

iii)    ανοίγματα έναντι ή καλυπτόμενα από την εγγύηση περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών κρατών του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ).

ε)ανοίγματα και εισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης των κεντρικών αντισυμβαλλομένων.

2.Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να εξαιρούν, εν όλω ή εν μέρει, από την εφαρμογή του άρθρου 38 παράγραφος 1, τα ακόλουθα ανοίγματα:

α)καλυμμένα ομόλογα·

β)ανοίγματα έναντι ή καλυπτόμενα από την εγγύηση περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών κρατών του ΕΟΧ·

γ)απαιτήσεις ρευστότητας που διατηρούνται σε κρατικούς τίτλους, υπό την προϋπόθεση ότι, κατά τη διακριτική ευχέρεια της αρμόδιας αρχής, αξιολογούνται ως επενδυτική βαθμίδα·

δ)ανοίγματα έναντι αναγνωρισμένων χρηματιστηρίων όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 72) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

Άρθρο 41
Εξαίρεση για διαπραγματευτές βασικών εμπορευμάτων και δικαιωμάτων εκπομπής

1.Οι διατάξεις του παρόντος μέρους δεν εφαρμόζονται σε διαπραγματευτές βασικών εμπορευμάτων και δικαιωμάτων εκπομπής όταν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις για συναλλαγές εντός ομίλου:

α)ο άλλος αντισυμβαλλόμενος είναι μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος·

β)αμφότεροι οι αντισυμβαλλόμενοι υπάγονται στην ίδια ενοποίηση·

γ)αμφότεροι οι αντισυμβαλλόμενοι υπόκεινται σε διαδικασίες ενδεδειγμένης κεντρικής αξιολόγησης κινδύνων, μέτρησης και ελέγχου·

δ)η συναλλαγή μπορεί να θεωρηθεί ότι μειώνει τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα ή τη δραστηριότητα χρηματοδότησης του μη χρηματοοικονομικού αντισυμβαλλομένου ή του συγκεκριμένου ομίλου.

2.Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, οι αντισυμβαλλόμενοι θεωρείται ότι περιλαμβάνονται στην ίδια ενοποίηση εφόσον πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)οι αντισυμβαλλόμενοι περιλαμβάνονται σε ενοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 22 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ·

β)οι αντισυμβαλλόμενοι περιλαμβάνονται σε ενοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002·

γ)όσον αφορά όμιλο του οποίου η μητρική επιχείρηση έχει την έδρα της σε τρίτη χώρα, οι αντισυμβαλλόμενοι περιλαμβάνονται σε ενοποίηση σύμφωνα με τις γενικά αποδεκτές λογιστικές αρχές μιας τρίτης χώρας, οι οποίες θεωρούνται ισοδύναμες με τα ΔΠΧΑ σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1569/2007 ή με λογιστικά πρότυπα τρίτης χώρας των οποίων η χρήση επιτρέπεται σύμφωνα με το άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού.

3.Μια επιχείρηση επενδύσεων ενημερώνει την αρμόδια αρχή προτού κάνει χρήση της απαλλαγής που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Η αρμόδια αρχή επιτρέπει την εφαρμογή της απαλλαγής μόνον εφόσον πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1.



ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ
ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑ

Άρθρο 42
Απαίτηση ρευστότητας

1.Μια επιχείρηση επενδύσεων διατηρεί ρευστά στοιχεία ενεργητικού το ποσό των οποίων αντιστοιχεί τουλάχιστον στο ένα τρίτο των απαιτήσεων παγίων εξόδων που υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, ως ρευστά στοιχεία ενεργητικού νοούνται οποιαδήποτε από τα ακόλουθα:

α)τα στοιχεία ενεργητικού που αναφέρονται στα άρθρα 10 έως 13 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/61 της Επιτροπής·

β)τα μη βεβαρημένα μετρητά.

2.Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, μια επιχείρηση επενδύσεων που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 12 παράγραφος 1 μπορεί να περιλαμβάνει επίσης στα ρευστά στοιχεία του ενεργητικού της απαιτήσεις από εμπορικούς οφειλέτες και αμοιβές ή προμήθειες που είναι εισπρακτέες εντός 30 ημερών, εφόσον τα εισπρακτέα αυτά ποσά συμμορφώνονται με τους ακόλουθους όρους:

α)αντιστοιχούν το πολύ στο ένα τρίτο των ελάχιστων απαιτήσεων ρευστότητας που αναφέρονται στην παράγραφο 1·

β)δεν συνυπολογίζονται σε τυχόν πρόσθετες απαιτήσεις ρευστότητας που επιβάλλονται από την αρμόδια αρχή για ειδικούς ανά επιχείρηση κινδύνους σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 2 στοιχείο ια) της οδηγίας (ΕΕ) ----/--[IFD]·

γ)υπόκεινται σε περικοπή της τάξης του 50 %.

Άρθρο 43
Προσωρινή μείωση της απαίτησης ρευστότητας

1.Μια επιχείρηση επενδύσεων μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να μειώσει το ποσό των τηρούμενων ρευστών στοιχείων ενεργητικού. Σε περίπτωση μείωσης, η επιχείρηση επενδύσεων ενημερώνει αμέσως την αρμόδια αρχή.

2.Η συμμόρφωση με την απαίτηση ρευστότητας που προβλέπεται στο άρθρο 42 παράγραφος 1 αποκαθίσταται εντός 30 ημερών από την αρχική μείωση.

Άρθρο 44
Εγγυήσεις πελατών

Μια επιχείρηση επενδύσεων αυξάνει τα ρευστά στοιχεία ενεργητικού της κατά 1,6 % της συνολικής αξίας των εγγυήσεων που παρέχονται σε πελάτες.



ΕΚΤΟ ΜΕΡΟΣ
ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ

Άρθρο 45
Πεδίο εφαρμογής

1.Μια επιχείρηση επενδύσεων που δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 12 παράγραφος 1 δημοσιοποιεί τις πληροφορίες που προσδιορίζονται στο παρόν μέρος την ίδια ημέρα κατά την οποία δημοσιεύει τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της.

2.Μια επιχείρηση επενδύσεων που πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 12 παράγραφος 1 και εκδίδει πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 δημοσιοποιεί τις πληροφορίες που ορίζονται στα άρθρα 46, 48, 49 και 50 την ίδια ημέρα κατά την οποία δημοσιεύει τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της.

3.Μια επιχείρηση επενδύσεων δημοσιοποιεί τις πληροφορίες που ορίζονται στα άρθρα 47 και 51 όταν πληροί τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 23 της οδηγίας (ΕΕ) ----/--[IFD].

Επιχείρηση επενδύσεων η οποία πληροί τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 23 της οδηγίας (ΕΕ) ----/--[IFD] δημοσιοποιεί τις πληροφορίες αρχής γενομένης από το οικονομικό έτος που έπεται του οικονομικού έτους κατά το οποίο διενεργήθηκε η αξιολόγηση που προβλέπεται στο άρθρο 23 παράγραφος 1 της οδηγίας (ΕΕ) ----/--[IFD].

4.Μια επιχείρηση επενδύσεων μπορεί να προσδιορίζει το κατάλληλο μέσο και τον τόπο για την αποτελεσματική συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις δημοσιοποίησης που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2. Στο μέτρο του δυνατού, όλες οι δημοσιοποιήσεις πραγματοποιούνται με τα ίδια μέσα ή στον ίδιο τόπο. Εάν η ίδια ή παρόμοια πληροφορία δημοσιοποιείται σε δύο ή περισσότερα μέσα, σε καθένα από τα μέσα αυτά περιλαμβάνεται αναφορά στην αντίστοιχη πληροφορία που δημοσιοποιείται στο άλλο μέσο.

Άρθρο 46
Στόχοι και πολιτικές διαχείρισης κινδύνων

Μια επιχείρηση επενδύσεων δημοσιοποιεί τους στόχους και τις πολιτικές της για τη διαχείριση κινδύνων για κάθε χωριστή κατηγορία κινδύνου που αναφέρεται στο τρίτο έως πέμπτο μέρος σύμφωνα με το άρθρο 45, συμπεριλαμβανομένων των στρατηγικών και διαδικασιών διαχείρισης των κινδύνων αυτών και δήλωσης κινδύνου εγκεκριμένης από το διοικητικό όργανο, στην οποία περιγράφεται με συντομία το συνολικό προφίλ κινδύνου της επιχείρησης επενδύσεων που σχετίζεται με την επιχειρηματική στρατηγική.

Άρθρο 47
Διακυβέρνηση

Μια επιχείρηση επενδύσεων δημοσιοποιεί τις κατωτέρω πληροφορίες σχετικά με τις ρυθμίσεις εσωτερικής διακυβέρνησης, σύμφωνα με το άρθρο 45:

α)τον αριθμό των θέσεων στο ΔΣ που κατέχουν τα μέλη του διοικητικού οργάνου,

β)την πολιτική πολυμορφίας όσον αφορά την επιλογή των μελών του διοικητικού οργάνου, τους στόχους του και τους σχετικούς στόχους της ως άνω πολιτικής, και τον βαθμό στον οποίο έχουν επιτευχθεί οι εν λόγω στόχοι,

γ)εάν η επιχείρηση επενδύσεων έχει συστήσει χωριστή επιτροπή κινδύνου και πόσες φορές έχει συγκληθεί σε ετήσια βάση η εν λόγω επιτροπή.

Άρθρο 48
Ίδια κεφάλαια

1.Μια επιχείρηση επενδύσεων δημοσιοποιεί τις κατωτέρω πληροφορίες σχετικά με τα ίδια κεφάλαια, σύμφωνα με το άρθρο 45:

α)την πλήρη συμφωνία των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, των πρόσθετων στοιχείων της κατηγορίας 1, των στοιχείων της κατηγορίας 2 και των προσαρμογών και αφαιρέσεων που εφαρμόζονται στα ίδια κεφάλαια της επιχείρησης επενδύσεων και στα στοιχεία του ισολογισμού στις ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις της επιχείρησης επενδύσεων,

β)περιγραφή των κύριων χαρακτηριστικών των μέσων που συνυπολογίζονται στις κοινές μετοχές της κατηγορίας 1, και στα πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και στα μέσα της κατηγορίας 2 που εκδίδονται από την επιχείρηση επενδύσεων,

γ)το σύνολο των όρων και των προϋποθέσεων όλων των μέσων που συνυπολογίζονται στις κοινές μετοχές της κατηγορίας 1, στα πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και στα μέσα της κατηγορίας 2,

δ)χωριστή δημοσιοποίηση της φύσης και του ύψους των εποπτικών προσαρμογών και των αφαιρέσεων που εφαρμόζονται, καθώς και των στοιχείων που δεν αφαιρούνται σε σχέση με τα ίδια κεφάλαια,

ε)περιγραφή όλων των περιορισμών που εφαρμόζονται στον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και των μέσων, των εποπτικών προσαρμογών και των αφαιρέσεων στα οποία εφαρμόζονται οι εν λόγω περιορισμοί.

2.Η ΕΑΤ, σε διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει υποδείγματα δημοσιοποίησης δυνάμει των στοιχείων α), β), δ) και ε) της παραγράφου 1.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως [εννέα μήνες από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού].

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 49
Κεφαλαιακές απαιτήσεις

Μια επιχείρηση επενδύσεων δημοσιοποιεί τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τη συμμόρφωσή της με τις απαιτήσεις του άρθρου 11 παράγραφος 1 και του άρθρου 22 της οδηγίας (ΕΕ) ----/--[IFD], σύμφωνα με το άρθρο 45:

α)περίληψη της μεθόδου που εφαρμόζει η επιχείρηση επενδύσεων για την εκτίμηση της επάρκειας του εσωτερικού της κεφαλαίου για τη στήριξη των τρεχουσών και των μελλοντικών δραστηριοτήτων της·

β)κατόπιν αιτήσεως της αρμόδιας αρχής, το αποτέλεσμα της διαδικασίας της επιχείρησης επενδύσεων για την εκτίμηση της επάρκειας του εσωτερικού της κεφαλαίου, συμπεριλαμβανομένης της σύνθεσης των πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων βάσει της διαδικασίας εποπτικής αξιολόγησης όπως αναφέρεται στο άρθρο 36 παράγραφος 2 στοιχείο α) της οδηγίας (ΕΕ) ----/--[IFD]·

γ)τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που υπολογίζονται χωριστά, σύμφωνα με κάθε παράγοντα Κ που εφαρμόζεται στην επιχείρηση επενδύσεων όπως ορίζεται στο άρθρο 15, και σε συγκεντρωτική μορφή, βάσει του αθροίσματος των εφαρμοστέων παραγόντων Κ,

δ)την απαίτηση παγίων εξόδων που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 13.

Άρθρο 50
Δημοσιοποίηση της απόδοσης των στοιχείων του ενεργητικού

Μια επιχείρηση επενδύσεων δημοσιοποιεί την απόδοση των στοιχείων του ενεργητικού, η οποία υπολογίζεται ως το καθαρό κέρδος διαιρούμενο διά του συνολικού ποσού του ισολογισμού στην ετήσια έκθεσή της, όπως αναφέρεται στο άρθρο 45.

Άρθρο 51
Πολιτική και πρακτικές αποδοχών

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με την οικεία πολιτική και πρακτικές αποδοχών για τις κατηγορίες εκείνες των μελών του προσωπικού των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη επίπτωση στο προφίλ κινδύνου της επιχείρησης επενδύσεων, σύμφωνα με το άρθρο 45·

α)τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά σχεδιασμού του συστήματος αποδοχών, συμπεριλαμβανομένου του επιπέδου των μεταβλητών αποδοχών και των κριτηρίων χορήγησης, της πολιτικής πληρωμής σε χρηματοπιστωτικά μέσα, της πολιτικής περί αναβολής και των κριτηρίων κατοχύρωσης των αποδοχών·

β)τις αναλογίες μεταξύ σταθερών και μεταβλητών αποδοχών που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 της οδηγίας (ΕΕ) ----/--[IFD]·

γ)συνολικές ποσοτικές πληροφορίες σχετικά με τις αποδοχές, με ανάλυση ανά ανώτερα διοικητικά στελέχη και ανά μέλη του προσωπικού των οποίων οι ενέργειες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου της επιχείρησης επενδύσεων, στις οποίες περιλαμβάνονται τα ακόλουθα:

i) τα ποσά αποδοχών που καταβάλλονται εντός του οικονομικού έτους, με διάκριση σε σταθερές αποδοχές, συμπεριλαμβανομένης περιγραφής των σταθερών συνιστωσών, και μεταβλητές αποδοχές, καθώς και ο αριθμός των δικαιούχων,

ii) τα ποσά και οι μορφές των καταβαλλόμενων μεταβλητών αποδοχών, με διάκριση σε μετρητά, μετοχές, χρηματοπιστωτικά μέσα συνδεδεμένα με μετοχές και άλλες κατηγορίες, χωριστά για το προκαταβαλλόμενο και το αναβαλλόμενο μέρος,

iii) τα ποσά των αναβαλλόμενων αποδοχών που καταβάλλονται για προηγούμενες περιόδους επιδόσεων, με διάκριση στο ποσό που κατοχυρώνεται εντός του οικονομικού έτους και στο ποσό που κατοχυρώνεται σε επόμενα έτη,

iv) το ποσό των αναβαλλόμενων αποδοχών που κατοχυρώνεται εντός του οικονομικού έτους και το οποίο μειώνεται μέσω αναπροσαρμογών με βάση την επίδοση,

v) οι εγγυημένες μεταβλητές αποδοχές που καταβλήθηκαν κατά το οικονομικό έτος και ο αριθμός των δικαιούχων,

vi) τα ποσά των καταβλητέων αποζημιώσεων λόγω αποχώρησης για προηγούμενες περιόδους, τα οποία καταβλήθηκαν εντός του οικονομικού έτους,

vii) τα ποσά των αποζημιώσεων λόγω αποχώρησης που καταβλήθηκαν κατά το οικονομικό έτος, με διάκριση σε προκαταβληθέντα και αναβληθέντα, ο αριθμός των δικαιούχων των πληρωμών αυτών και το υψηλότερο ποσό που καταβλήθηκε σε ένα μεμονωμένο πρόσωπο,

δ)ο αριθμός των ατόμων που έχουν αμειφθεί με τουλάχιστον 1 εκατ. EUR ανά οικονομικό έτος, ανά μισθολογικά κλιμάκια 500 000 EUR για τις αμοιβές από 1 έως 5 εκατ. EUR και ανά μισθολογικά κλιμάκια 1 εκατ. EUR για τις αμοιβές από 5 εκατ. EUR και άνω·

ε)κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας αρχής, η συνολική αμοιβή για καθένα από τα μέλη του διοικητικού οργάνου ή τα ανώτερα διοικητικά στελέχη,

στ)πληροφορίες σχετικά με το εάν η επιχείρηση επενδύσεων επωφελείται από παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 30 παράγραφος 4 της οδηγίας (ΕΕ) ----/--[IFD].

Για τους σκοπούς του στοιχείου στ), οι επιχειρήσεις επενδύσεων που επωφελούνται από τέτοια παρέκκλιση αναφέρουν εάν η παρέκκλιση έχει χορηγηθεί με βάση το στοιχείο α) ή το στοιχείο β) του άρθρου 30 παράγραφος 4 της οδηγίας (ΕΕ) ----/--[IFD], ή με βάση και τα δύο στοιχεία. Αναφέρουν επίσης για ποια από τις αρχές αποδοχών εφαρμόζουν την παρέκκλιση ή τις παρεκκλίσεις, τον αριθμό των μελών του προσωπικού που επωφελούνται από την παρέκκλιση ή τις παρεκκλίσεις, και τις συνολικές αποδοχές τους, με διάκριση σε σταθερές και μεταβλητές αποδοχές.

Το παρόν άρθρο ισχύει με την επιφύλαξη των διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679.

ΕΒΔΟΜΟ ΜΕΡΟΣ
ΥΠΟΒΟΛΗ ΑΝΑΦΟΡΩΝ ΑΠΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ

Άρθρο 52
Απαιτήσεις υποβολής αναφοράς

1.Μια επιχείρηση επενδύσεων υποβάλλει ετήσια αναφορά στις αρμόδιες αρχές στην οποία περιλαμβάνονται όλες οι ακόλουθες πληροφορίες:

α)ύψος και σύνθεση ιδίων κεφαλαίων·

β)κεφαλαιακές απαιτήσεις·

γ)υπολογισμοί κεφαλαιακών απαιτήσεων·

δ)επίπεδο δραστηριότητας σχετικά με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1, συμπεριλαμβανομένου του ισολογισμού και ανάλυσης των εσόδων ανά επενδυτική υπηρεσία και εφαρμοστέο παράγοντα Κ·

ε)κίνδυνος συγκέντρωσης·

στ)απαιτήσεις ρευστότητας.

2.Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, μια επιχείρηση επενδύσεων που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 12 παράγραφος 1 δεν απαιτείται να υποβάλλει τις πληροφορίες που προβλέπονται στα στοιχεία ε) και στ).

3.Η ΕΑΤ, σε διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό των μορφοτύπων, των ημερομηνιών υποβολής αναφορών, των ορισμών και των λύσεων ΤΠ που πρέπει να εφαρμόζονται όσον αφορά την υποβολή αναφορών που αναφέρεται στην παράγραφο 1, στα οποία λαμβάνεται υπόψη η διαφορά στον βαθμό λεπτομέρειας των πληροφοριών που υποβάλλονται από μια επιχείρηση επενδύσεων που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 12 παράγραφος 1.

Η ΕΑΤ εκπονεί τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο έως [εννέα μήνες από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού].

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 53
Απαιτήσεις υποβολής αναφορών για επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες ασκούν δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

1.Επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 12 παράγραφος 1 και ασκούν οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 επαληθεύουν το μέγεθος του συνόλου των στοιχείων ενεργητικού τους σε μηνιαία βάση και υποβάλλουν ανά τρίμηνο τις πληροφορίες αυτές στην αρμόδια αρχή και στην ΕΑΤ.

2.Εάν μια επιχείρηση επενδύσεων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 αποτελεί μέρος ομίλου στον οποίο μία ή περισσότερες άλλες επιχειρήσεις είναι επενδυτικές επιχειρήσεις οι οποίες ασκούν οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) στοιχείο β) του κανονισμού αριθ. 575/2013, αυτές οι επιχειρήσεις επενδύσεων επαληθεύουν το μέγεθος του συνόλου των στοιχείων ενεργητικού τους σε μηνιαία βάση και αλληλοενημερώνονται. Στη συνέχεια, οι εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων υποβάλλουν τριμηνιαία αναφορά σχετικά με το συνδυασμένο σύνολο των στοιχείων ενεργητικού τους στις σχετικές αρμόδιες αρχές και στην ΕΑΤ.

3.Εάν ο μέσος όρος, υπολογιζόμενος σε περίοδο δώδεκα διαδοχικών μηνών, των μηνιαίων συνολικών στοιχείων ενεργητικού των επιχειρήσεων επενδύσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 ανέλθει σε οποιοδήποτε από τα όρια που καθορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η ΕΑΤ ενημερώνει σχετικά τις εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων και τις αρχές που είναι αρμόδιες για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο [8α] της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

4.Η ΕΑΤ, σε διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον περαιτέρω προσδιορισμό της υποχρέωσης παροχής πληροφοριών στις σχετικές αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, προκειμένου να καταστεί δυνατή η αποτελεσματική παρακολούθηση των ορίων που καθορίζονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β) του άρθρου [8α] της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

Η ΕΑΤ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων έως την [1η Ιανουαρίου 2019].

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

ΟΓΔΟΟ ΜΕΡΟΣ
ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

Άρθρο 54
Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο παρόν άρθρο.

2.Η προβλεπόμενη στο άρθρο 4 παράγραφος 2, στο άρθρο 12 παράγραφος 5, στο άρθρο 15 παράγραφος 5 και στο άρθρο 38 παράγραφος 5 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για αόριστο χρονικό διάστημα από την [ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού].

3.Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 και στο άρθρο 15 παράγραφος 5 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που ορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των τυχόν κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.Πριν από την έκδοση κατ' εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της Διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου.

5.Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 2 και του άρθρου 15 παράγραφος 5 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός [δύο μηνών] από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά [δύο μήνες] κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 55
Εκτελεστικές πράξεις

Για τον προσδιορισμό των υποδειγμάτων δημοσιοποίησης που προβλέπονται στο άρθρο 48 παράγραφος 2 και των μορφοτύπων, των ημερομηνιών υποβολής αναφορών, των ορισμών και των λύσεων ΤΠ που πρέπει να εφαρμόζονται όσον αφορά την υποβολή αναφορών όπως προβλέπεται στο άρθρο 52 παράγραφος 2, εκδίδονται εκτελεστικές πράξεις σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 56 παράγραφος 2.

Άρθρο 56
Διαδικασία επιτροπής

1.Η Επιτροπή επικουρείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών, που συστάθηκε με την απόφαση 2004/10/ΕΚ της Επιτροπής 33 . Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 34 .

2.Όταν γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

ΕΝΑΤΟ ΜΕΡΟΣ
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ, ΕΚΘΕΣΕΙΣ, ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ

ΤΙΤΛΟΣ Ι
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 57
Μεταβατικές διατάξεις

1.Τα άρθρα 42 έως 44 και 45 έως 51 εφαρμόζονται στους διαπραγματευτές βασικών εμπορευμάτων και δικαιωμάτων εκπομπής από την [πέντε έτη από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού].

2.Για περίοδο έως πέντε ετών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού, ή έως την ημερομηνία εφαρμογής των διατάξεων που αναφέρονται στο άρθρο 22 παράγραφος 1 στοιχεία β) και γ) συμφώνως προς [το τρίτο μέρος τίτλος IV κεφάλαια 1(α) και 1(β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σύμφωνα με το άρθρο 1 σημείο 84) της πρότασης κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά τον δείκτη μόχλευσης, τον δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης, τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, τον κίνδυνο αγοράς, τα ανοίγματα έναντι κεντρικών αντισυμβαλλομένων, τα ανοίγματα έναντι οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, τις υποχρεώσεις υποβολής αναφορών και δημοσιοποίησης, καθώς και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012], ανάλογα με το ποια ημερομηνία είναι προγενέστερη, μια επιχείρηση επενδύσεων εφαρμόζει τις διατάξεις του τρίτου μέρους τίτλος IV του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

3.Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 11, οι επιχειρήσεις επενδύσεων μπορούν να περιορίσουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις τους για περίοδο πέντε ετών από [την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού] ως εξής:

α)στο διπλάσιο της σχετικής κεφαλαιακής απαίτησης σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος Ι κεφάλαιο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 εφόσον εξακολουθούσε να υπόκειται στον εν λόγω κανονισμό·

β)στο διπλάσιο της εφαρμοστέας απαίτησης παγίων εξόδων που προβλέπεται στο άρθρο 13 του παρόντος κανονισμού εφόσον η επιχείρηση επενδύσεων δεν υφίστατο την ή πριν από την [ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού

γ)στο διπλάσιο της εφαρμοστέας αρχικής κεφαλαιακής απαίτησης που προβλέπεται στον τίτλο IV της οδηγίας 2013/36/ΕΕ την [ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού] εφόσον η επιχείρηση υπόκειτο μόνο σε απαίτηση αρχικού κεφαλαίου μέχρι τη δεδομένη χρονική στιγμή.

Άρθρο 58
Παρέκκλιση για επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

Επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 1) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και δεν έχουν λάβει ακόμη άδεια λειτουργίας ως πιστωτικά ιδρύματα σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ εξακολουθούν να υπόκεινται στις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ
ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΕΙΣ

Άρθρο 59
Ρήτρα επανεξέτασης

1.Έως την [3 έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού], η Επιτροπή προβαίνει σε επανεξέταση της εφαρμογής των ακόλουθων:

α)των προϋποθέσεων για τον χαρακτηρισμό επιχειρήσεων επενδύσεων ως μικρών και μη διασυνδεδεμένων σύμφωνα με το άρθρο 12·

β)των μεθόδων μέτρησης των παραγόντων Κ που προβλέπονται στο τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ και στο άρθρο 38·

γ)των συντελεστών που προβλέπονται στο άρθρο 15 παράγραφος 2·

δ)των διατάξεων που προβλέπονται στα άρθρα 42 έως 44·

ε)των διατάξεων που προβλέπονται στο τρίτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 4 τμήμα 1·

στ)της εφαρμογής του τρίτου μέρους στους διαπραγματευτές βασικών εμπορευμάτων και δικαιωμάτων εκπομπής.

2.Έως την [3 έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού], η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο την έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, συνοδευόμενη, κατά περίπτωση, από νομοθετικές προτάσεις.

ΤΙΤΛΟΣ III
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ

Άρθρο 60
Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 τροποποιείται ως εξής:

1.Στον τίτλο, οι λέξεις «και επιχειρήσεων επενδύσεων» απαλείφονται.

2.Το άρθρο 4 παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)το σημείο 1) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1) ως “πιστωτικό ίδρυμα” νοείται η επιχείρηση της οποίας η δραστηριότητα συνίσταται σε οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

α)στην αποδοχή από το κοινό καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων και στη χορήγηση πιστώσεων για ίδιο λογαριασμό·

β)στην άσκηση οποιασδήποτε από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα I τμήμα Α σημεία 3) και 6) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, εφόσον ισχύει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα, αλλά η επιχείρηση δεν είναι διαπραγματευτής βασικών εμπορευμάτων και δικαιωμάτων εκπομπής, οργανισμός συλλογικών επενδύσεων ή ασφαλιστική επιχείρηση:

i) η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού της επιχείρησης είναι υψηλότερη από 30 δισ. EUR, ή

ii) η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού της επιχείρησης είναι χαμηλότερη από 30 δισ. EUR και η επιχείρηση αποτελεί μέρος ομίλου στον οποίο η συνολική συνδυασμένη αξία των στοιχείων ενεργητικού όλων των επιχειρήσεων εντός του ομίλου, οι οποίες ασκούν οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα I τμήμα Α σημεία 3) και 6) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και διαθέτουν στοιχεία ενεργητικού συνολικής αξίας κάτω των 30 δισ. EUR, υπερβαίνει το ποσό των 30 δισ. EUR, ή

iii) η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού της επιχείρησης είναι χαμηλότερη από 30 δισ. EUR, και η επιχείρηση αποτελεί μέρος ομίλου στον οποίο η συνολική συνδυασμένη αξία των στοιχείων ενεργητικού όλων των επιχειρήσεων εντός του ομίλου, οι οποίες ασκούν οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα I τμήμα Α σημεία 3) και 6) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ υπερβαίνει το ποσό των 30 δισ. EUR, όταν η αρχή ενοποιημένης εποπτείας σε διαβούλευση με το σώμα εποπτών το αποφασίσει προκειμένου να αντιμετωπίσει δυνητικούς κινδύνους καταστρατήγησης και δυνητικούς κινδύνους για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης.

β)το σημείο 2) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2) ως «επιχείρηση επενδύσεων» νοείται πρόσωπο όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) της οδηγίας 2014/65/ΕΚ, το οποίο έχει αδειοδοτηθεί σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία, εξαιρουμένου κάθε πιστωτικού ιδρύματος·».

γ)το σημείο 3) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

(3)ως «ίδρυμα» νοείται πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγία 2013/36/ΕΕ ή επιχείρηση που αναφέρεται στο άρθρο 8α παράγραφος 3 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·».

δ)το σημείο 4) απαλείφεται·

ε)το σημείο 26) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«26) ως «χρηματοδοτικό ίδρυμα» νοείται μια επιχείρηση πλην ιδρύματος, η κύρια δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στην απόκτηση συμμετοχών ή στην άσκηση μίας ή περισσότερων από τις δραστηριότητες που παρατίθενται στα σημεία 2 έως 12 και στο σημείο 15 του παραρτήματος I της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, περιλαμβανομένων των επιχειρήσεων επενδύσεων, των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών, των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, των ιδρυμάτων πληρωμών κατά την έννοια της οδηγίας 2007/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά και των εταιρειών διαχείρισης, αλλά αποκλειομένων των ασφαλιστικών εταιρειών χαρτοφυλακίου και των ασφαλιστικών εταιρειών χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας όπως ορίζονται στο άρθρο 212 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) της οδηγίας 2009/138/ΕΕ·».

στ)το σημείο 51) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(51) ως «αρχικό κεφάλαιο» νοείται το ποσό και τα είδη των ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο άρθρο 12 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·»·

ζ)προστίθεται το σημείο 145):

«145) ως διαπραγματευτές βασικών εμπορευμάτων και δικαιωμάτων εκπομπής» νοούνται οι επιχειρήσεις των οποίων η βασική επιχειρηματική δραστηριότητα αφορά αποκλειστικά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων σε παράγωγα επί εμπορευμάτων ή σε συμβάσεις παραγώγων επί εμπορευμάτων που αναφέρονται στο παράρτημα I τμήμα Γ σημεία 5), 6), 7), 9) και 10), παραγώγων επί δικαιωμάτων εκπομπής που αναφέρονται στο σημείο 4, ή δικαιωμάτων εκπομπής που αναφέρονται στο σημείο 11 τμήμα Γ του παραρτήματος I της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·».

3.Το άρθρο 6 τροποποιείται ως εξής:

α)η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4. Τα πιστωτικά ιδρύματα συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο έκτο και το έβδομο μέρος σε ατομική βάση.».

β)η παράγραφος 5 απαλείφεται.

4.Στο μέρος Ι τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 σχετικά με την εποπτική ενοποίηση, παρεμβάλλεται νέο άρθρο 10α:

«Για τους σκοπούς της εφαρμογής του παρόντος κεφαλαίου, στις εγκατεστημένες σε κράτος μέλος μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και στις εγκατεστημένες στην Ένωση μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών περιλαμβάνονται επιχειρήσεις επενδύσεων όταν οι επιχειρήσεις αυτές είναι μητρικές επιχειρήσεις ενός ιδρύματος.».

5.Στο άρθρο 11, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3. Τα μητρικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στην ΕΕ, τα ιδρύματα που ελέγχονται από μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση και τα ιδρύματα που ελέγχονται από μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο έκτο μέρος, βάσει της ενοποιημένης κατάστασης του ανωτέρω μητρικού ιδρύματος, της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, εφόσον ο όμιλος περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα ή επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν άδεια παροχής των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων που παρατίθενται στο παράρτημα I τμήμα A σημεία 3 και 6 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.».

6.το άρθρο 15 απαλείφεται.

7.το άρθρο 16 απαλείφεται.

8.το άρθρο 17 απαλείφεται.

9.Στο άρθρο 81 παράγραφος 1, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α) η θυγατρική είναι ένας από τους κατωτέρω φορείς:

i)ίδρυμα,

ii)επιχείρηση που υπόκειται στις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας,

iii)επιχείρηση επενδύσεων·».

10.Στο άρθρο 82 παράγραφος 1, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α) η θυγατρική είναι ένας από τους κατωτέρω φορείς:

i)ίδρυμα,

ii)επιχείρηση που υπόκειται στις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας·

iii)επιχείρηση επενδύσεων·».

11.Το άρθρο 93 τροποποιείται ως εξής:

α)η παράγραφος 3 απαλείφεται.

β)οι παράγραφοι 4, 5 και 6 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«4. Εάν ο έλεγχος ενός ιδρύματος που υπάγεται στην κατηγορία της παραγράφου 2 περιέλθει σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο άλλο από εκείνο που ήλεγχε προηγουμένως το ίδρυμα, το επίπεδο των ίδιων κεφαλαίων αυτού του ιδρύματος πρέπει να ισούται με το απαιτούμενο αρχικό κεφάλαιο.

5. Εάν συγχωνευθούν δύο ή περισσότερα ιδρύματα που υπάγονται στην κατηγορία της παραγράφου 2, το επίπεδο των ίδιων κεφαλαίων του ιδρύματος που προκύπτει από τη συγχώνευση δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το άθροισμα των ιδίων κεφαλαίων των συγχωνευμένων ιδρυμάτων κατά την ημερομηνία της συγχώνευσης, εφόσον το επίπεδο του απαιτούμενου αρχικού κεφαλαίου δεν έχει επιτευχθεί.

6. Εάν οι αρμόδιες αρχές θεωρούν απαραίτητη τη διασφάλιση της φερεγγυότητας ενός ιδρύματος για το οποίο πληρούται η απαίτηση που ορίζεται στην παράγραφο 1, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 4.».

12.Το τμήμα 2 του κεφαλαίου Ι τίτλος Ι τρίτο μέρος απαλείφεται την [5 έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού (ΕΕ) ____/____IFR].

13.Στο άρθρο 197, η παράγραφος 1 στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ) χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από επιλέξιμο ΕΟΠΑ την οποία η ΕΑΤ αντιστοιχίζει με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 3 ή με υψηλότερη βαθμίδα σύμφωνα με τους κανόνες του κεφαλαίου 2 για τη στάθμιση των ανοιγμάτων έναντι ιδρυμάτων,».

14.Στο άρθρο 202, η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ένα ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιεί ιδρύματα, επιχειρήσεις επενδύσεων, ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές εταιρείες και οργανισμούς εξαγωγικών πιστώσεων ως αποδεκτούς παρόχους μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας στους οποίους εφαρμόζεται η αντιμετώπιση που προβλέπεται στο άρθρο 153 παράγραφος 3, εφόσον πληρούν τις κατωτέρω προϋποθέσεις:».

15.το άρθρο 388 απαλείφεται.

16.Στο άρθρο 456 παράγραφος 1, τα στοιχεία στ) και ζ) απαλείφονται.

17.Στο άρθρο 493, η παράγραφος 2 απαλείφεται.

18.το άρθρο 498 απαλείφεται.

19.Στο άρθρο 508, οι παράγραφοι 2 και 3 απαλείφονται.

Άρθρο 61

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 τροποποιείται ως εξής:

(1)Το άρθρο 46 τροποποιείται ως εξής:

α)Στην παράγραφο 2 προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο δ):

«δ) η επιχείρηση έχει θεσπίσει τις αναγκαίες ρυθμίσεις και διαδικασίες για την αναφορά των πληροφοριών που ορίζονται στην παράγραφο 6α.»·

β)προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 6α:

«6α. Οι επιχειρήσεις τρίτων χωρών που παρέχουν υπηρεσίες ή ασκούν δραστηριότητες σύμφωνα με το παρόν άρθρο, σε ετήσια βάση, ενημερώνουν την ΕΑΚΑΑ σχετικά με τα εξής:

α)την κλίμακα και το φάσμα των παρεχόμενων υπηρεσιών και των ασκούμενων δραστηριοτήτων από τις επιχειρήσεις στην Ένωση·

β)τον κύκλο εργασιών και τη συνολική αξία των στοιχείων του ενεργητικού που αντιστοιχούν στις υπηρεσίες και δραστηριότητες που αναφέρονται στο στοιχείο α)·

γ)εάν έχουν ληφθεί μέτρα για την προστασία των επενδυτών, καθώς και λεπτομερή περιγραφή·

δ)την πολιτική διαχείρισης κινδύνου, καθώς και τις ρυθμίσεις που εφαρμόζει η επιχείρηση για παροχή των υπηρεσιών και την άσκηση των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο στοιχείο α).»·

γ)η παράγραφος 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7. Η ΕΑΚΑΑ, σε διαβούλευση με την ΕΑΤ, εκπονεί σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με τα οποία εξειδικεύονται οι πληροφορίες που η αιτούσα επιχείρηση τρίτης χώρας πρέπει να υποβάλλει στην αίτηση εγγραφής στο μητρώο σύμφωνα με την παράγραφο 4 και οι πληροφορίες που πρέπει να αναφέρονται σύμφωνα με την παράγραφο 6α..

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως [να προστεθεί η ημερομηνία].

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.»·

δ)προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 8:

«8. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει το μορφότυπο υποβολής της αίτησης καταχώρισης η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 4 θα πρέπει να υποβάλλεται και οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 6α πρέπει να αναφέρονται.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως [να προστεθεί η ημερομηνία].

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.»·

2)    Το άρθρο 47 τροποποιείται ως εξής: 

α)στην παράγραφο 1, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει απόφαση σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 51 παράγραφος 2 σε σχέση με τρίτη χώρα, δηλώνοντας ότι οι νομικές και εποπτικές ρυθμίσεις της εν λόγω τρίτης χώρας εξασφαλίζουν όλα τα ακόλουθα:

α)ότι οι επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε αυτή την τρίτη χώρα συμμορφώνονται με νομικά δεσμευτικές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας και επιχειρηματικής συμπεριφοράς, οι οποίες έχουν ισοδύναμο αποτέλεσμα με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, στην οδηγία 2013/36/ΕΕ, στον κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013, στην οδηγία (ΕΕ) ----/-- [IFD] και στον κανονισμό (ΕΕ)----/---[IFR] και στην οδηγία 2014/65/ΕΕ και στα εκτελεστικά μέτρα που έχουν εγκριθεί βάσει των εν λόγω κανονισμών και οδηγιών·

β)ότι οι επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε αυτή την τρίτη χώρα υπόκεινται σε αποτελεσματική εποπτεία και πλαίσιο επιβολής που εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τις ισχύουσες νομικά δεσμευτικές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας και επιχειρηματικής συμπεριφοράς· και

γ)ότι το νομικό πλαίσιο της εν λόγω τρίτης χώρας προβλέπει αποτελεσματικό σύστημα ισοδυναμίας για την αναγνώριση επιχειρήσεων επενδύσεων που είναι αδειοδοτημένες δυνάμει νομικών καθεστώτων τρίτων χωρών·

Σε περίπτωση που οι υπηρεσίες που παρέχονται και οι δραστηριότητες που εκτελούνται από επιχειρήσεις τρίτων χωρών στην Ένωση μετά την έκδοση της απόφασης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο ενδέχεται να είναι συστημικής σημασίας για την Ένωση, οι νομικά δεσμευτικές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας και επιχειρηματικής συμπεριφοράς που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο μπορούν να θεωρούνται ότι έχουν ισοδύναμο αποτέλεσμα με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στις πράξεις που αναφέρονται στο εν λόγω εδάφιο μετά από λεπτομερή και αναλυτική αξιολόγηση. Για τους σκοπούς αυτούς, η Επιτροπή αξιολογεί επίσης και λαμβάνει υπόψη την εποπτική σύγκλιση μεταξύ της συγκεκριμένης τρίτης χώρας και της Ένωσης.

Κατά την έκδοση της απόφασης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, η Επιτροπή μπορεί να θεωρήσει σκόπιμο να λάβει υπόψη κατά πόσον η τρίτη χώρα χαρακτηρίζεται ως μη συνεργάσιμη περιοχή δικαιοδοσίας για φορολογικούς σκοπούς σύμφωνα με τη σχετική πολιτική της Ένωσης ή ως τρίτη χώρα υψηλού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849.»·

β)στην παράγραφο 2, το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ) τις διαδικασίες που αφορούν τον συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων συμπεριλαμβανομένων των ερευνών και επιτόπιων επιθεωρήσεων.

γ)προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 5:

«5. Η ΕΑΚΑΑ παρακολουθεί τις ρυθμιστικές και εποπτικές εξελίξεις, τις πρακτικές εφαρμογής και άλλες σχετικές εξελίξεις στην αγορά σε τρίτες χώρες για τις οποίες έχει εκδοθεί απόφαση ισοδυναμίας από την Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 1, προκειμένου να επαληθεύεται κατά πόσον εξακολουθούν να πληρούνται οι προϋποθέσεις βάσει των οποίων έχουν ληφθεί αποφάσεις. Η Αρχή υποβάλλει εμπιστευτική έκθεση σχετικά με τα πορίσματά της στην Επιτροπή σε ετήσια βάση.».

Άρθρο 62
Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 τροποποιείται ως εξής:

1)    Στο άρθρο 4 παράγραφος 2, προστίθεται το ακόλουθο σημείο v):

«v) όσον αφορά τον κανονισμό (ΕΕ) ----/---- [IFR] και την οδηγία (ΕΕ)----/--[IFD], οι αρμόδιες αρχές όπως ορίζονται στο άρθρο 3 σημείο 5) της οδηγίας (ΕΕ)----/--[IFD].».

ΔΕΚΑΤΟ ΜΕΡΟΣ
ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 63
Έναρξη ισχύος και ημερομηνία εφαρμογής

1.Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την […] ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται από [18 μήνες μετά την έναρξη ισχύος].

3.    Για τους σκοπούς των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας των επιχειρήσεων επενδύσεων, οι παραπομπές στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 που περιέχονται σε άλλες πράξεις της Ένωσης θα πρέπει να νοούνται ως παραπομπές στον παρόντα κανονισμό.

 

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο    Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος    Ο Πρόεδρος

(1)    Βλέπε «Ανακοίνωση σχετικά με την ενδιάμεση επανεξέταση του σχεδίου δράσης για την Ένωση Κεφαλαιαγορών», COM(2017) 292 final, 8 Ιουνίου 2017· και «Ανακοίνωση σχετικά με την ενίσχυση της ενοποιημένης εποπτείας για την ισχυροποίηση της Ένωσης Κεφαλαιαγορών και της χρηματοπιστωτικής ενοποίησης σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον», COM(2017) 542 final, 20 Σεπτεμβρίου 2017.
(2)    Έκθεση της ΕΑΤ σχετικά με τις επιχειρήσεις επενδύσεων, απάντηση στο αίτημα της Επιτροπής για γνωμοδότηση, του Δεκεμβρίου 2014 (EBA/Op/2015/20), πίνακας 12: Πληθυσμός επιχειρήσεων επενδύσεων, ανά κατηγορία, ανά χώρα, σ. 96. https://www.eba.europa.eu/documents/10180/983359/EBA-Op-2015-20+Report+on+investment+firms.pdf
(3)    COM(2017) 292 final.
(4)    Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1-337).
(5)    Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338-436).
(6)    Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1-44).
(7)    Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349-496) και κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84-148).
(8)    Σύμφωνα με τη δεύτερη δέσμη γνωμοδοτήσεων που διατυπώθηκαν από την ΕΑΤ τον Οκτώβριο του 2016 (γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών ως προς το πρώτο μέρος του αιτήματος γνωμοδότησης σχετικά με τις επιχειρήσεις επενδύσεων, https://www.eba.europa.eu/documents/10180/1639033/Opinion+of+the+European+Banking+Authority+on+the+First+Part+of+the+Call+for+Advice+on+Investment+Firms+%28EBA-Op-2016-16%29.pdf), η Επιτροπή πρότεινε, τον Νοέμβριο του 2016, ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων που χαρακτηρίζονται ως παγκόσμιες ή ως άλλα συστημικά σημαντικά ιδρύματα (G-SII, O-SII) σύμφωνα με το άρθρο 131 της οδηγίας για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις θα πρέπει να εξακολουθήσουν υπόκεινται στον αναθεωρημένο κανονισμό σχετικά με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις. Τον Μάρτιο του 2017, σε αυτή την ομάδα ανήκαν οκτώ επιχειρήσεις επενδύσεων, όλες με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο. Η Επιτροπή πρότεινε επίσης να μην επηρεάσουν οι αλλαγές αυτές τις άλλες επιχειρήσεις επενδύσεων. Βλέπε: Προτάσεις της Επιτροπής για την αναθεώρηση του κανονισμού και της οδηγίας για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, της 23ης Νοεμβρίου 2016, https://ec.europa.eu/info/law/banking-prudential-requirements-directive-2013-36-eu/upcoming_en .
(9)    COM(2017) 542 final.
(10)    Η οδηγία MiFID II θα προσθέσει στον κατάλογο αυτόν την επενδυτική υπηρεσία «λειτουργία μηχανισμού οργανωμένης διαπραγμάτευσης».
(11)    Έκθεση της ΕΑΤ σχετικά με τις επιχειρήσεις επενδύσεων, απάντηση στο αίτημα γνωμοδότησης που απηύθυνε η Επιτροπή τον Δεκέμβριο του 2014 (EBA/Op/2015/20), http://www.eba.europa.eu/documents/10180/983359/EBA-Op-2015-20+Report+on+investment+firms.pdf
(12)    Σχεδιασμός ενός νέου καθεστώτος προληπτικής εποπτείας για τις επιχειρήσεις επενδύσεων (EBA/DP/2016/02), https://www.eba.europa.eu/documents/10180/1647446/Discussion+Paper+on+a+new+prudential+regime+for+Investment+Firms+%28EBA-DP-2016-02 %29.pdf/cf75b87e-2db3-47a3-b1f3-8a30fa6962da
(13)    Γνωμοδότηση της ΕΑΤ σχετικά με τον σχεδιασμό ενός νέου καθεστώτος προληπτικής εποπτείας για τις επιχειρήσεις επενδύσεων (EBA/Op/2017/11), http://www.eba.europa.eu/documents/10180/1976637/EBA+Advice+on+New+Prudential+Framework+on+Investment+Firms+%28EBA-Op-2017-11 %29.pdf
(14)    Προτάσεις της Επιτροπής για την αναθεώρηση του κανονισμού και της οδηγίας για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, της 23ης Νοεμβρίου 2016, https://ec.europa.eu/info/law/banking-prudential-requirements-directive-2013-36-eu/upcoming_en .
(15)    Ανακοίνωση σχετικά με την ενδιάμεση επανεξέταση του σχεδίου δράσης για την Ένωση Κεφαλαιαγορών, Ιούνιος 2017 (COM(2017) 292 final), https://ec.europa.eu/info/publications/mid-term-review-capital-markets-union-action-plan_en
(16)    COM(2917) 592 final.
(17)    Έκθεση της ΕΑΤ σχετικά με τις επιχειρήσεις επενδύσεων, απάντηση στο αίτημα γνωμοδότησης της Επιτροπής του Δεκεμβρίου 2014 (EBA/Op/2015/20), https://www.eba.europa.eu/documents/10180/983359/EBA-Op-2015-20+Report+on+investment+firms.pdf
(18)     https://ec.europa.eu/info/law/better-regulation/initiatives/ares-2017-1546878_en
(19)    Βλέπε π.χ. διάφορες απαντήσεις που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της πρόσκλησης υποβολής στοιχείων που απηύθυνε η Επιτροπή το 2015 http://ec.europa.eu/finance/consultations/2015/financial-regulatory-framework-review/index_en.htm
(20)    Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών σχετικά με τα ζητήματα που συνδέονται με την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση (EBA/Op/2017/12) της 12ης Οκτωβρίου 2017, http://www.eba.europa.eu/documents/10180/1756362/EBA+Opinion+on+Brexit+Issues+%28EBA-Op-2017-12 %29.pdf
(21)    Όπως ορίζονται στη σύσταση της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων (ΕΕ L 124 της 20.5.2003, σ. 36-41), δηλαδή επιχειρήσεις που απασχολούν λιγότερους από 250 εργαζομένους και των οποίων ο ετήσιος κύκλος εργασιών δεν υπερβαίνει τα 50 εκατομμύρια EUR και/ή το σύνολο του ετήσιου ισολογισμού δεν υπερβαίνει τα 43 εκατομμύρια EUR.
(22)    Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/488 της Επιτροπής, της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, για την τροποποίηση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 241/2014 όσον αφορά τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τις επιχειρήσεις βάσει των παγίων εξόδων (ΕΕ L 78 της 24.3.2015, σ. 1-4).
(23)    Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/61 της Επιτροπής, της 10ης Οκτωβρίου 2014, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά την απαίτηση κάλυψης του κινδύνου ρευστότητας για τα πιστωτικά ιδρύματα (ΕΕ L 11 της 17.1.2015, σ. 1-36).
(24)    ΕΕ C […] της […], σ. […].
(25)    ΕΕ C […] της […], σ. […].
(26)    Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338-436).
(27)    Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1-337).
(28)    Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1-44).
(29)    Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/488 της Επιτροπής, της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, για την τροποποίηση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 241/2014 όσον αφορά τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τις επιχειρήσεις βάσει των παγίων εξόδων (ΕΕ L 78 της 24.3.2015, σ. 1).
(30)    Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά τον δείκτη μόχλευσης, τον δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης, τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, τον κίνδυνο αγοράς, τα ανοίγματα έναντι κεντρικών αντισυμβαλλομένων, τα ανοίγματα έναντι οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, τις υποχρεώσεις υποβολής αναφορών και δημοσιοποίησης, καθώς και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.
(31)    Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/61 της Επιτροπής, της 10ης Οκτωβρίου 2014, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά την απαίτηση κάλυψης του κινδύνου ρευστότητας για τα πιστωτικά ιδρύματα (ΕΕ L 11 της 17.1.2015, σ. 1-36).
(32)    Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).
(33)    Απόφαση 2004/10/ΕΚ της Επιτροπής, της 5ης Νοεμβρίου 2003, για τη σύσταση της ευρωπαϊκής επιτροπής τραπεζών (ΕΕ L 3 της 7.1.2004, σ. 36).
(34)    Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).
Top