EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52014AB0002

Γνωμη τησ Ευρωπαϊκησ Κεντρικησ Τραπεζασ της 7ης Ιανουαρίου 2014 αναφορικά με την πρόταση κανονισμού σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις (CON/2014/2)

OJ C 113, 15.4.2014, p. 1–20 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

15.4.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 113/1


ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

της 7ης Ιανουαρίου 2014

αναφορικά με την πρόταση κανονισμού σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις

(CON/2014/2)

2014/C 113/01

Εισαγωγή και νομική βάση

Στις 18 Οκτωβρίου 2013 και 28 Οκτωβρίου 2013, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έλαβε αιτήματα από το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αντίστοιχα, για τη διατύπωση γνώμης αναφορικά με πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις (1) (εφεξής ο «προτεινόμενος κανονισμός»).

Η αρμοδιότητα της ΕΚΤ για τη διατύπωση γνώμης βασίζεται στο άρθρο 127 παράγραφος 4 και στο άρθρο 282 παράγραφος 5 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς ο προτεινόμενος κανονισμός περιέχει διατάξεις που επηρεάζουν τη συμβολή του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών στην ομαλή άσκηση των πολιτικών που αφορούν τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, όπως προβλέπεται στο άρθρο 127 παράγραφος 5 της Συνθήκης. Η παρούσα γνώμη εκδόθηκε από το διοικητικό συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 17.5 πρώτη πρόταση του εσωτερικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

1.   Σκοπός του προτεινόμενου κανονισμού

1.1.   Ο προτεινόμενος κανονισμός εισάγει σε επίπεδο Ένωσης κοινό ρυθμιστικό πλαίσιο για την κανονιστική ρύθμιση των δημοσιευμένων δεικτών που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς για την αναφορά σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις, όπως οι συμβάσεις ενυπόθηκης πίστωσης, ή τη μέτρηση της απόδοσης των ταμείων επενδύσεων προκειμένου να διασφαλίσει την ακεραιότητα και ακρίβειά τους και να συμβάλει με τον τρόπο αυτό στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς επιτυγχάνοντας παράλληλα υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών και των επενδυτών (2).

1.2.   Το νέο πλαίσιο ρυθμίζει το σύνολο της διαδικασίας καθορισμού δεικτών αναφοράς, από τη συνεισφορά των προσφορών τιμών ή άλλων εισερχόμενων δεδομένων από τους συμμετέχοντες στην αγορά, τη διαχείριση και τον έλεγχο των δεικτών αναφοράς έως τη διάδοση και δημοσίευσή τους. Ειδικότερα, ο προτεινόμενος κανονισμός έχει στόχο να καταστήσει τους δείκτες αναφοράς περισσότερο αξιόπιστους και άρτιους ώστε να γίνει λιγότερο εύκολη η παραποίησή τους από τους συμμετέχοντες της αγοράς και να καταστήσει τη διαδικασία καθορισμού δεικτών αναφοράς περισσότερο διαφανή. Η επίτευξη των στόχων αυτών επιδιώκεται κατά κύριο λόγο με την ενίσχυση του εποπτικού ελέγχου της ποιότητας των εισερχόμενων δεδομένων και της μεθοδολογίας για τη συνεισφορά τους στους δείκτες, οι οποίοι δύνανται να χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς (3) και με την ενίσχυση της διακυβέρνησης και του ελέγχου των φορέων που διαχειρίζονται την παροχή των δεικτών αναφοράς. Σύμφωνα με το προτεινόμενο καθεστώς, απαιτείται από τους διαχειριστές που βρίσκονται εντός της Ένωσης να υποβάλουν αίτηση για χορήγηση άδειας από τις οικείες αρμόδιες αρχές καταγωγής (4). Καθώς η λειτουργία του διαχειριστή αποτελεί καθοριστικό παράγοντα στον καθορισμό των δεικτών αναφοράς και χαρακτηρίζεται από την άσκηση διακριτικής ευχέρειας στον τρόπο που τα εισαγόμενα δεδομένα μεταφράζονται στον δείκτη αναφοράς, οι διαχειριστές οφείλουν να θεσπίζουν κώδικα δεοντολογίας και να διασφαλίζουν ότι η παροχή των δεδομένων δεν επηρεάζεται από οποιαδήποτε σύγκρουση συμφερόντων (5). Η Επιτροπή διαθέτει την εξουσία να αποφασίζει ποιοι από τους δείκτες αναφοράς εντός της Ένωσης είναι «κρίσιμης σημασίας» και να εκδίδει κατάλογο των εν λόγω δεικτών αναφοράς σε ενωσιακό επίπεδο (6).

1.3.   Σε ό,τι αφορά την εποπτεία και επιβολή, σύμφωνα με τον προτεινόμενο κανονισμό, τα κράτη μέλη πρέπει να ορίσουν την αρχή ή τις αρχές που είναι υπεύθυνες για τα ανωτέρω καθήκοντα (7) και να τις κοινοποιούν στην Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ). Για τους δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας, λόγω της πιθανότητάς τους να έχουν διασυνοριακές επιπτώσεις, η αρμόδια αρχή του διαχειριστή πρέπει να θεσπίσει ένα συλλογικό όργανο αρμόδιων αρχών που θα περιλαμβάνει την εν λόγω αρχή, την ΕΑΚΑΑ, τις αρμόδιες αρχές των συνεισφερόντων και άλλες, κατά περίπτωση, αρμόδιες αρχές, και πρέπει επίσης να θεσπίσει γραπτές ρυθμίσεις στο πλαίσιο του συλλογικού οργάνου, για τη ρύθμιση, μεταξύ άλλων, της συνδρομής που παρέχεται στην ανωτέρω αρμόδια αρχή για την εφαρμογή ορισμένων μέτρων που αφορούν την υποχρεωτική συνεισφορά σε έναν δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας (8). Ελλείψει συμφωνίας εντός του συλλογικού οργάνου σχετικά με τη λήψη ορισμένων συγκεκριμένων μέτρων (9), η αρμόδια αρχή του διαχειριστή δύναται να λαμβάνει απόφαση επί του θέματος με την προϋπόθεση ότι οποιαδήποτε απόκλιση από τις γνώμες των λοιπών μελών του συλλογικού οργάνου, και κατά περίπτωση της ΕΑΚΑΑ, αιτιολογείται πλήρως. Επιπροσθέτως, στην περίπτωση που, μεταξύ άλλων, είτε οι αρμόδιες αρχές δεν κατέληξαν σε συμφωνία για τις γραπτές ρυθμίσεις είτε στην περίπτωση που υφίσταται διαφωνία για ένα μέτρο που πρέπει να ληφθεί, η ΕΑΚΑΑ δύναται να αποφασίζει είτε κατόπιν παραπομπής από άλλο μέλος του συλλογικού οργάνου είτε με δική της πρωτοβουλία σύμφωνα με τη διαδικασία της «δεσμευτικής διαμεσολάβησης» (10). Ο προτεινόμενος κανονισμός προβλέπει επίσης καθεστώς ισοδυναμίας, τη διαχείριση του οποίου αναλαμβάνει η ΕΑΚΑΑ, για τους δείκτες αναφορές που διαχειρίζονται τρίτες χώρες (11).

1.4.   Η πρόταση λειτουργεί επίσης συμπληρωματικά στις πρόσφατες προτάσεις της Επιτροπής να περιληφθεί στο νέο καθεστώς κατάχρησης αγορών (12) η παραποίηση των δεικτών αναφοράς ως αδίκημα κατάχρησης αγορών που υπόκειται σε αυστηρά διοικητικά πρόστιμα Από μια διεθνή προοπτική, ο προτεινόμενος κανονισμός αναφέρεται ότι εναρμονίζεται με τις αρχές για τους χρηματοπιστωτικούς δείκτες αναφοράς που εξέδωσε τον Ιούλιο 2013 η Διεθνής Οργάνωση των Επιτροπών Χρηματιστηριακών Αξιών (IOSCO) (13).

2.   Γενικές παρατηρήσεις

Η ΕΚΤ υποστηρίζει το στόχο του προτεινόμενου κανονισμού για τη θέσπιση σε επίπεδο Ένωσης ενός κοινού συνόλου κανόνων για τη διαδικασία καθορισμού δεικτών αναφοράς για χρηματοπιστωτικά μέσα (14) και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις (15), προς όφελος της ακεραιότητας και αξιοπιστίας των χρηματοπιστωτικών δεικτών αναφοράς και του ευρύτερου προβληματισμού για την προστασία των επενδυτών και καταναλωτών. Η ΕΚΤ θεωρεί ότι η ρυθμιστική αντίδραση είναι αιτιολογημένη και ανάλογη με τις ανεπάρκειες που εντοπίστηκαν στη διαδικασία καθορισμού δεικτών αναφοράς. Η αποκατάσταση της ακεραιότητας και της εμπιστοσύνης του κοινού στους χρηματοπιστωτικούς δείκτες αναφοράς αποκτά μεγαλύτερη σημασία λόγω της πρόσφατης εικαζόμενης παραποίησης των δεικτών αναφοράς βασικών διατραπεζικών επιτοκίων Libor και Euribor, η οποία, σε ορισμένες περιπτώσεις, οδήγησε σε σημαντικά πρόστιμα και καταγγελίες για κατάχρηση άλλων δεικτών. Για το Ευρωσύστημα, η διατήρηση της ποιότητας των συνεισφορών (εισερχόμενα δεδομένα) στους εν λόγω δείκτες και της ακεραιότητας του διαχειριστή τους είναι κρίσιμης σημασίας για τη διαφύλαξη της ακεραιότητας και αξιοπιστίας των ανωτέρω βασικών δεικτών αναφοράς.

Στην απάντηση του Ευρωσυστήματος στο πλαίσιο της δημόσιας διαβούλευσης του 2012 της Επιτροπής σχετικά με την κανονιστική ρύθμιση των δεικτών (16), η ΕΚΤ τόνισε τη συστημική σημασία του δείκτη αναφοράς Euribor για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και διατύπωσε ειδικές συστάσεις επί των βραχυπρόθεσμων και μεσοπρόθεσμων προς μακροπρόθεσμων μέτρων για τη βελτίωση της ακεραιότητας και αξιοπιστίας του Euribor και άλλων τέτοιων δεικτών αναφοράς. Η ΕΚΤ, μαζί με τις εθνικές κεντρικές τράπεζες (ΕθνΚΤ) του Ευρωσυστήματος, έχει επίσης παράσχει τις απαντήσεις του Ευρωσυστήματος στο πλαίσιο άλλων όμοιων διαβουλεύσεων σχετικά με το μέλλον των δεικτών αναφοράς, τόσο σε επίπεδο Ένωσης όσο και σε διεθνές επίπεδο (17).

Η ΕΚΤ επιθυμεί επίσης να διατυπώσει ορισμένες παρατηρήσεις για το μέλλον σχετικά με τη μεταρρύθμιση των κρίσιμης σημασίας δεικτών αναφοράς επιτοκίου. Ενώ έχει σημειωθεί πρόοδος στην ενίσχυση της διαδικασίας διακυβέρνησης και στην αποκατάσταση της αξιοπιστίας, πρέπει να ληφθούν περαιτέρω μέτρα. Η ΕΚΤ υποστηρίζει σθεναρά τις πρωτοβουλίες της αγοράς που στοχεύουν στον καθορισμό επιτοκίων αναφοράς με βάση τις συναλλαγές, τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν βιώσιμα συμπληρώματα ή υποκατάστατα του Euribor και να υποστηρίζουν τη διευκόλυνση των επιλογών της αγοράς σε ένα μεταβαλλόμενο χρηματοπιστωτικό σύστημα προκειμένου οι χρήστες να μπορούν να επιλέγουν τα επιτόκια αναφοράς που ταιριάζουν καλύτερα στις ανάγκες τους. Επιπλέον, ο σχεδιασμός των νέων επιτοκίων αναφοράς χρειάζεται να λάβει υπόψη τις ισχυρές αρχές για τα επιτόκια αναφοράς που θέτουν οι ΕΑΚΑΑ, η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) και η IOSCO. Συνεπώς, η ΕΚΤ ενθαρρύνει μετ’ επιτάσεως τους συμμετέχοντες στην αγορά να λάβουν ενεργό μέρος στη διαδικασία σχεδιασμού επιτοκίων, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το επιτόκιο που θα προκύψει θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες της αγοράς. Είναι επίσης πολύ σημαντικό σε αυτή τη μεταβατική φάση για τα νέα επιτόκια αναφοράς κάθε ενωσιακό πλαίσιο να είναι λειτουργικό για τους συμμετέχοντες στην αγορά. Αυτό είναι ιδιαίτερα κρίσιμης σημασίας καθώς ο προτεινόμενος κανονισμός έχει πολύ ευρύ πεδίο εφαρμογής. Η ΕΚΤ επιθυμεί επίσης να τονίσει ότι οι ειδικές παρατηρήσεις που ακολουθούν επικεντρώνονται κυρίως στον αντίκτυπο του κανονισμού στους βασικούς δείκτες αναφοράς επιτοκίων.

3.   Ειδικές παρατηρήσεις

3.1.   Πεδίο εφαρμογής, εξαίρεση δεικτών και δεικτών αναφοράς που παρέχονται από τις κεντρικές τράπεζες και ορισμός

3.1.1.   Η ΕΚΤ υποστηρίζει το ευρύ πεδίο εφαρμογής του προτεινόμενου κανονισμού, το οποίο καλύπτει όλους τους δείκτες αναφοράς που χρησιμοποιούνται για την αναφορά σε χρηματοπιστωτικά μέσα που εισάγονται προς διαπραγμάτευση ή αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενους χώρους, όπως η ενέργεια, τα βασικά προϊόντα και τα παράγωγα σε συνάλλαγμα, καθώς επίσης και σε χρηματοπιστωτικές συμβάσεις και στην αξία των ταμείων επενδύσεων (18). Αυτό κρίνεται σκόπιμο ενόψει της εκτεταμένης και ευρείας κλίμακας χρήσης των δεικτών αναφοράς σε εγχώριες και διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές και, ως εκ τούτου, της σημαντικής δυνατότητάς τους να επηρεάζουν αρνητικά τους επενδυτές και καταναλωτές των λιγότερο σύνθετων χρηματοπιστωτικών προϊόντων, όπως των ενυπόθηκων δανείων.

3.1.2.   Η ΕΚΤ χαιρετίζει τη ρητή εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής του προτεινόμενου κανονισμού των κεντρικών τραπεζών που είναι μέλη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), καθώς αυτές διαθέτουν ήδη συστήματα που διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τους στόχους του (19). Ωστόσο, η ΕΚΤ προτείνει την επέκταση της εξαίρεσης σε όλες τις κεντρικές τράπεζες καθώς οι δείκτες αναφοράς και οι δείκτες που παρέχονται από αυτές υπόκεινται ήδη σε ελέγχους από τις δημόσιες αρχές. Οι εν λόγω έλεγχοι σχεδιάζονται με τρόπο ώστε να συμμορφώνονται με τις αρχές, τα πρότυπα και τις διαδικασίες που διασφαλίζουν την ακρίβεια, ακεραιότητα και ανεξαρτησία των δεικτών αναφοράς και δεικτών (20). Θα συνιστούσε επίσης αλληλοεπικάλυψη για τις κεντρικές τράπεζες —και πράγματι για τις δημόσιες αρχές γενικά— να υπόκεινται στο πεδίο εφαρμογής του προτεινόμενου κανονισμού, δεδομένου ότι οι διαχειριστές υπόκεινται στην εποπτεία των εθνικών αρμόδιων αρχών τους. Συνεπώς, δεν είναι απαραίτητο να συμπεριληφθούν οι κεντρικές τράπεζες και οι δείκτες αναφοράς και δείκτες τους στον προτεινόμενο κανονισμό (21), και πράγματι η ΕΚΤ δεν θα ήταν αντίθετη στην επέκταση της εξαίρεσης σε όλες τις δημόσιες αρχές. Αυτό συνάδει με τις αρχές της IOSCO για τον καθορισμό δεικτών αναφοράς, μια πρόσφατη έκθεση επί των οποίων αναφέρει ότι η διαχείριση δεικτών αναφοράς από μια εθνική αρχή που χρησιμοποιείται για σκοπούς δημόσιας πολιτικής δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής τους (22).

Επιπλέον, σε ό,τι αφορά τον ορισμό του «δείκτη αναφοράς διατραπεζικού επιτοκίου» (23), η ΕΚΤ παρατηρεί ότι το ειδικό καθεστώς που θεσπίζεται στο παράρτημα II καλύπτει μόνο τους δείκτες αναφοράς που βασίζονται σε επιτόκια με τα οποία οι τράπεζες δύνανται να δανείζουν ή να δανείζονται μεταξύ τους. Κατά την άποψη της ΕΚΤ, το καθεστώς πρέπει να είναι λιγότερο περιοριστικό και να περιλαμβάνει επίσης δείκτες αναφοράς το υποκείμενο περιουσιακό στοιχείο των οποίων είναι το επιτόκιο με το οποίο οι τράπεζες δύνανται να δανείζουν ή να δανείζονται από την αγορά χονδρικής (24). Η αγορά χονδρικής μπορεί να καλύπτει φορείς εκτός από τις τράπεζες.

3.2.   Ακεραιότητα και αξιοπιστία των δεικτών αναφοράς και αδειοδότηση και εποπτεία των διαχειριστών  (25)

3.2.1.   Η ΕΚΤ χαιρετίζει το γεγονός ότι τα εισερχόμενα δεδομένα που υποβάλλουν οι συνεισφέροντες πρέπει να είναι δεδομένα συναλλαγών και ότι άλλα δεδομένα μπορούν να χρησιμοποιούνται μόνο στην περίπτωση που τα διαθέσιμα δεδομένα συναλλαγών δεν είναι επαρκή για να αντικατοπτρίζουν με ακρίβεια και αξιοπιστία την αγορά ή την οικονομική πραγματικότητα για τη μέτρηση της οποίας προορίζεται ο δείκτης αναφοράς, με την προϋπόθεση ότι υπάρχει δυνατότητα επαλήθευσής τους (26).

3.2.2.   Ωστόσο, τα νομοθετικά όργανα της Ένωσης πρέπει να μεριμνούν ιδιαίτερα προκειμένου να διασφαλίζουν ότι, κατά την επιδίωξη των αιτιολογημένων στόχων της πρότασης, η εισαγωγή αυστηρότερων κανονιστικών απαιτήσεων για τους διαχειριστές (27) δεν αποτρέπει ακούσια νεοεισερχόμενους σε αυτήν την τόσο κρίσιμης σημασίας λειτουργία ούτε αποθαρρύνει τους πολύ ισχυρούς υφιστάμενους διαχειριστές από την παραμονή τους στην εν λόγω λειτουργία, ειδικά κατά τη διάρκεια της τρέχουσας περιόδου μετάβασης στις πιθανές νέες τιμές αναφοράς (28). Τέτοια εμπόδια εισόδου μπορούν να οδηγήσουν σε μη βέλτιστους δείκτες αναφοράς, οι οποίοι ενδεχομένως δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες των χρηστών.

3.2.3.   Επιπλέον, προκειμένου να καθορισθεί το ελάχιστο όριο του «50 % [της] αξίας των συναλλαγών στην αγορά», το οποίο απαιτείται από το άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του προτεινόμενου κανονισμού για να προσδιορίζει ο διαχειριστής εάν υφίσταται υποκείμενη αγορά για δείκτες αναφοράς που δεν βασίζονται στις συναλλαγές, χρειάζεται διευκρίνιση του τρόπου που ο διαχειριστής καταλήγει σε μια άρτια και ανθεκτική στις προκλήσεις αξιολόγηση σχετικά με το τι αποτελεί αγορά για τους σκοπούς αυτού του προσδιορισμού, δεδομένου ότι «αγορά» είναι μια οικονομική έννοια που προέρχεται από το νόμο περί ανταγωνισμού και δεν ορίζεται περαιτέρω στον προτεινόμενο κανονισμό.

3.2.4.   Επίσης, η ΕΚΤ παρατηρεί ότι σύμφωνα με τον προτεινόμενο κανονισμό οι διαχειριστές και οι συνεισφέροντες στους δείκτες αναφοράς εντός της Ένωσης εποπτεύονται από τις αρμόδιες αρχές που ορίζουν τα κράτη μέλη, και ότι οι διαχειριστές των δεικτών αναφοράς χρειάζονται αδειοδότηση από τις εν λόγω αρχές. Η ΕΚΤ έχει από πριν διατυπώσει την άποψή της (29) ότι, ενόψει της συστημικής σημασίας του Euribor για τις χρηματοπιστωτικές αγορές της Ένωσης και του ρόλου του στη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής, οι Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές (ΕΑΑ) πρέπει να παρεμβαίνουν στην εποπτεία της διαδικασίας καθορισμού του επιτοκίου Euribor. Η ΕΚΤ πιστεύει ότι αρχές όπως η ΕΑΚΑΑ και η ΕΑΤ ενδείκνυνται για το ρόλο αυτόν. Συνεπώς, η ΕΚΤ χαιρετίζει την πρόταση έκδοσης από την Επιτροπή των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων βάσει των τεχνικών προτύπων της ΕΑΚΑΑ για συγκεκριμένα θέματα στη διαδικασία καθορισμού δεικτών αναφοράς και την προτεινόμενη εξουσία της ΕΑΚΑΑ να διενεργεί «δεσμευτική διαμεσολάβηση» κατά τον συντονισμό της συνεργασίας μεταξύ των αρμοδίων αρχών εντός της Ένωσης (30) και τον ρόλο της στην εγγραφή και ανάκληση εγγραφής των διαχειριστών που βρίσκονται σε τρίτες χώρες (31). Επιπλέον, η ορολογία για τη θέση των νομικών ή φυσικών προσώπων, όπως ορίζεται στον προτεινόμενο κανονισμό, πρέπει να χρησιμοποιείται με συνέπεια σε ολόκληρο το κείμενο (32). Η ΕΚΤ χαιρετίζει επίσης το γεγονός ότι οι αρμόδιες αρχές δύνανται να μεταβιβάζουν ορισμένα από τα καθήκοντά τους σύμφωνα με τον προτεινόμενο κανονισμό στην ΕΑΚΑΑ, εφόσον η τελευταία συμφωνεί με τη μεταβίβαση αυτή (33).

3.3.   Τομεακές απαιτήσεις, δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας και υποχρεωτική συνεισφορά  (34)

3.3.1.   Η πρόταση περιέχει ρυθμιστικές απαιτήσεις για διαφορετικούς τύπους δεικτών αναφοράς και τομείς και ένα ειδικό καθεστώς για τους «δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας» (35). Η ΕΚΤ υποστηρίζει τα στοιχεία ενός αυστηρότερου καθεστώτος για τους δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας. Η ΕΚΤ χαιρετίζει επίσης το γεγονός ότι ο προτεινόμενος κανονισμός προβλέπει ότι οι εποπτευόμενοι φορείς συνεισφέρουν σε υποχρεωτική βάση εισερχόμενα δεδομένα σε έναν δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας (36). Αυτό συνιστά σημαντικό προστατευτικό μηχανισμό στην περίπτωση, η οποία δεν μπορεί να αποκλειστεί, που υφίσταται ανεπάρκεια της αγοράς και οι συνεισφορές από τα δεδομένα με βάση τις συναλλαγές εξαντλούνται ή δεν είναι διαθέσιμες (37). Ωστόσο, η ΕΚΤ εκφράζει την ανησυχία της για το ότι ο ισχύων ορισμός του «δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας» (38), απαιτεί η πλειοψηφία των συνεισφερόντων να είναι εποπτευόμενοι φορείς και ότι τα «χρηματοπιστωτικά μέσα αναφοράς είναι ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 500 δισεκατ. ευρώ» δεν παρέχουν αρκετά ασφαλή βάση για την εμφάνιση νέων δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας, όπως τα διατραπεζικά επιτόκια. Εκτός από το ότι συνιστά ένα πιθανό εμπόδιο εισόδου, ένα περαιτέρω μειονέκτημα του προτεινόμενου ορισμού είναι η δυσκολία στην αξιολόγηση της επίτευξης του αριθμητικού ορίου. Για τον λόγο αυτό, η ΕΚΤ κρίνει σκόπιμη τη διατήρηση ενός περισσότερο ελαστικού ορισμού με βάση τις εκτιμήσεις που συνδέονται με τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα (39).

3.3.2.   Η ΕΚΤ διατηρεί σοβαρές επιφυλάξεις όσον αφορά την προτεινόμενη διατύπωση του ορίου για την ενεργοποίηση της εξουσίας να ζητηθεί υποχρεωτική συνεισφορά. Σύμφωνα με την παρούσα διατύπωση, το άρθρο 14 χορηγεί στην αρμόδια αρχή του διαχειριστή ορισμένες εξουσίες που αυτή δύναται να ασκεί προκειμένου να διασφαλίζει ότι οι εποπτευόμενοι φορείς εξακολουθούν να τροφοδοτούν με συνεισφορές τον δείκτη αναφοράς και δύναται να απαιτεί από αυτούς να λαμβάνουν μέτρα (40) στην περίπτωση όπου «συνεισφέροντες που αποτελούν τουλάχιστον το 20 % των συνεισφερόντων σε έναν δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας έχουν παύσει ή σε περίπτωση που υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι ενδέχεται να παύσουν να συνεισφέρουν, κατά τη διάρκεια οποιουδήποτε έτους». Ωστόσο, ενδέχεται να υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες με την πάροδο των ετών ορισμένα από τα ιδρύματα μέλη της ομάδας παύουν να συνεισφέρουν εισερχόμενα δεδομένα, εντούτοις όμως, σε οποιοδήποτε έτος (σε κυλιόμενη ή ημερολογιακή βάση) ο αριθμός των παύσεων δεν ανέρχεται στο 20 % του συνόλου των συνεισφερόντων στον δείκτη αναφοράς και, συνεπώς, δεν ενεργοποιούνται οι εξουσίες παρέμβασης της αρμόδιας αρχής. Ως αποτέλεσμα, τούτο μπορεί να οδηγήσει στον αργό θάνατο ενός δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας χωρίς τη δυνατότητα επίκλησης διατάξεων αναγκαστικού χαρακτήρα. Το γεγονός αυτό ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις σχετικά με την αντιπροσωπευτικότητα της ομάδας. Αν και ο διαχειριστής οφείλει να διασφαλίζει ότι τα εισερχόμενα δεδομένα λαμβάνονται από ομάδα ή δείγμα συνεισφερόντων, το οποίο είναι αξιόπιστο και αντιπροσωπευτικό (41), χωρίς την ενεργοποίηση της υποχρεωτικής συνεισφοράς, οι ανεπάρκειες στα εισερχόμενα δεδομένα για έναν δείκτη αναφοράς ενδέχεται να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και στην εύρυθμη λειτουργία των αγορών. Ενόψει του θεμελιώδους χαρακτήρα των εν λόγω δεικτών αναφοράς και λαμβάνοντας υπόψη τους προβληματισμούς για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και ομαλή λειτουργία της αγοράς, η ΕΚΤ συνιστά μετ’ επιτάσεως αντί της εξάρτησης από έναν αριθμητικό έλεγχο, ο οποίος μπορεί εύκολα να καταστρατηγείται και η ενεργοποίηση του οποίου ενδεχομένως να μη γίνεται ποτέ, την αντικατάστασή του με ποιοτικά κριτήρια που σχετίζονται με τους προβληματισμούς που συνδέονται με τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Συνεπώς, η ΕΚΤ προτείνει σθεναρά την υποχρέωση του διαχειριστή να αξιολογεί ανά τακτά χρονικά διαστήματα και κάθε φορά που το μέγεθος της ομάδας μειώνεται, το κατά πόσο η ομάδα παραμένει αντιπροσωπευτική και, ιδίως, εάν κάθε μείωση στο μέγεθος έχει ως αποτέλεσμα να λαμβάνονται εισερχόμενα δεδομένα από ανεπαρκώς αντιπροσωπευτική ομάδα συνεισφερόντων (42). Σε αυτό το πλαίσιο, η ΕΚΤ παρατηρεί ότι το άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο β) του προτεινόμενου κανονισμού απαιτεί από τον διαχειριστή «να λαμβάνει τα εισερχόμενα δεδομένα εισόδου από αξιόπιστη και αντιπροσωπευτική ομάδα ή δείγμα συνεισφερόντων, προκειμένου να εξασφαλίσει ότι ο δείκτης αναφοράς που προκύπτει είναι αξιόπιστος και αντιπροσωπευτικός της αγοράς ή της οικονομικής πραγματικότητας για τη μέτρηση της οποίας προορίζεται (“αντιπροσωπευτικοί συνεισφέροντες”)». Για τον σκοπό αυτό, η ΕΚΤ προτείνει το άρθρο 14 παράγραφος 2 να προσδιορίσει ρητά ότι οι εποπτευόμενοι φορείς που επιλέγονται να συνεισφέρουν σε υποχρεωτική βάση στον δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας δύνανται να περιλαμβάνουν εποπτευόμενους φορείς οι οποίοι δεν είναι ιδρύματα μέλη της ομάδας.

3.3.3.   Στην περίπτωση των δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας, ο προτεινόμενος κανονισμός απαιτεί επίσης από τις αρμόδιες αρχές των συνεισφερόντων να «επικουρούν» την αρμόδια αρχή του διαχειριστή του δείκτη αναφοράς κατά την εφαρμογή των μέτρων που προσδιορίζονται δυνάμει του άρθρου 14 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) (43), συμπεριλαμβανομένης της απαίτησης υποχρεωτικής συνεισφοράς των εποπτευόμενων φορέων στον δείκτη αναφοράς. Η ΕΚΤ κατανοεί ότι, στην περίπτωση που, είτε η αρμόδια αρχή του διαχειριστή έχει αποφασίσει για οποιοδήποτε από τα εν λόγω μέτρα αλλά υπάρχει διαφωνία στο συλλογικό όργανο για το (τα) ληφθέν(-τα) μέτρο(-α), είτε δεν υπάρχει συμφωνία για τις γραπτές ρυθμίσεις που πρέπει να καταρτιστούν για την εφαρμογή των μέτρων από την αρμόδια αρχή του διαχειριστή, το ζήτημα μπορεί να παραπεμφθεί στην ΕΑΚΑΑ, η οποία στη συνέχεια δύναται να αποφασίσει σύμφωνα με τη διαδικασία που προσδιορίζεται στο άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

3.4.   Εποπτική συνεργασία

Όσον αφορά τον δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας, ο προτεινόμενος κανονισμός προβλέπει τη σύσταση συλλογικού οργάνου αρμόδιων αρχών (44). Ωστόσο, η ΕΚΤ διατηρεί επιφυλάξεις σχετικά με τη λειτουργικότητα της ανωτέρω διαδικασίας στην περίπτωση των δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας, ιδίως στην περίπτωση έκτακτης ανάγκης, όπως η κατάρρευση της αγοράς. Επιπλέον, οι εν λόγω ρυθμίσεις δεν πρέπει να επηρεάζουν τις αρμοδιότητες τραπεζικής εποπτείας της ΕΚΤ βάσει του κανονισμού που αναθέτει στην ΕΚΤ ειδικά καθήκοντα στο πεδίο της προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων (45). Ο κανονισμός αυτός αναθέτει στην ΕΚΤ καθήκοντα προληπτικής εποπτείας, αλλά όχι καθήκοντα που αφορούν την εποπτεία της άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας όσον αφορά τα πιστωτικά ιδρύματα (46). Συνεπώς, η ΕΚΤ αντιλαμβάνεται ότι οι εθνικές αρμόδιες αρχές παραμένουν αρμόδιες για την εποπτεία των δεικτών αναφοράς. Ωστόσο, προκειμένου να διαλυθεί κάθε αμφιβολία σχετικά με το ότι οι εθνικές αρμόδιες αρχές παραμένουν υπεύθυνες για την εποπτεία της χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας των ιδρυμάτων που υποβάλλονται στον ενιαίο εποπτικό μηχανισμό (ΕΕΜ), ο κανονισμός πρέπει να προσδιορίσει ότι η εθνική αρμόδια αρχή ορίζεται από τα κράτη μέλη ως αρμόδια αρχή.

3.5.   Διαφάνεια και προστασία των καταναλωτών

3.5.1.   Η ΕΚΤ παρατηρεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 1 του προτεινόμενου κανονισμού, ο διαχειριστής οφείλει να κοινοποιεί τα εισερχόμενα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό του δείκτη αναφοράς αμέσως μετά τη δημοσιοποίησή του, εκτός εάν η δημοσίευση αυτή αναμένεται ότι θα έχει σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις για τους συνεισφέροντες ή θα επηρεάσει αρνητικά την αξιοπιστία ή την ακεραιότητα του δείκτη αναφοράς, οπότε η δημοσίευση μπορεί να καθυστερήσει προσωρινά για μια χρονική περίοδο κατά την οποία περιορίζονται σε σημαντικό βαθμό οι επιπτώσεις αυτές. Η ΕΚΤ κατανοεί περαιτέρω ότι οι διατάξεις του προτεινόμενου κανονισμού που απαγορεύουν στις αρμόδιες αρχές, σε υπαλλήλους τους και κάθε εξουσιοδοτημένο υπεύθυνο να αποκαλύπτουν «πληροφορίες που καλύπτονται από το επιχειρηματικό απόρρητο» σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, δεν εφαρμόζονται στον διαχειριστή του δείκτη αναφοράς και, συνεπώς, δεν τον αποτρέπουν να δημοσιοποιήσει εντέλει τα εισερχόμενα δεδομένα ακόμη και στην περίπτωση που αυτά περιέχουν πληροφορίες του είδους που προσδιορίζεται στο άρθρο 16 του προτεινόμενου κανονισμού. Ωστόσο, είναι αμφίβολο εάν τα εν λόγω δεδομένα έχουν προστιθέμενη αξία για τους χρήστες. Αντίθετα, ο προτεινόμενος κανονισμός πρέπει να διασφαλίζει ότι οι χρήστες μπορούν να εμπιστεύονται την αξιοπιστία των δεδομένων λόγω της κατάλληλης εποπτείας, επιτήρησης, αρχειοθέτησης και ελέγχου αυτών. Επιπλέον, σε ό,τι αφορά τους δείκτες αναφοράς βάσει συναλλαγών, ενδέχεται να προκύψουν περιπτώσεις στις οποίες τα εισερχόμενα δεδομένα που πρόκειται να δημοσιοποιηθούν περιλαμβάνουν δεδομένα τα οποία είναι εμπορικά ευαίσθητα ή καλύπτονται από το επιχειρηματικό απόρρητο, για παράδειγμα, στην περίπτωση που στα εισερχόμενα δεδομένα περιλαμβάνονται δεδομένα για τον όγκο των συναλλαγών. Συνεπώς, ο διαχειριστής δεν θα πρέπει να οφείλει να δημοσιοποιεί τα δεδομένα ακόμη και με καθυστέρηση, παρά μόνο μετά από προηγούμενη έγκριση του σχετικού συνεισφέροντος, εντούτοις θα ήταν αρκετή η υποχρέωση του διαχειριστή να αποθηκεύει τα δεδομένα για ορισμένη χρονική περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας η αρμόδια αρχή θα μπορούσε να αιτείται να αποκτήσει πρόσβαση σε αυτά (47). Τούτο θα ήταν λιγότερο επαχθές για τους συνεισφέροντες, ενώ θα διευκόλυνε την αρμόδια αρχή του διαχειριστή να αποκτά πρόσβαση στα δεδομένα προκειμένου να επιβλέπει την ακρίβεια και επάρκειά τους.

3.5.2.   Οι διατάξεις περί διαφάνειας υποχρεώνουν τον διαχειριστή ενός δείκτη αναφοράς να δημοσιεύει διαδικασία σχετικά με τις ενέργειες στις οποίες πρόκειται να προβεί σε περίπτωση σημαντικής τροποποίησης ή παύσης παροχής ενός δείκτη αναφοράς. Ομοίως, οι εποπτευόμενοι φορείς και οι χρήστες οφείλουν επίσης να δημοσιεύουν άρτια σχέδια όπου καθορίζουν τις ενέργειες στις οποίες θα προβαίνουν κατά την ανωτέρω περίπτωση (48). Ωστόσο, ούτε οι εν λόγω διατάξεις ούτε οι διατάξεις σχετικά με τις μεταβατικές ρυθμίσεις (49), θεσπίζουν την απαίτηση για σχέδια έκτακτης ανάγκης στην περίπτωση αιφνίδιας διακοπής ενός δείκτη αναφοράς. Συνεπώς, η ΕΚΤ προτείνει να συμπεριληφθεί στον προτεινόμενο κανονισμό η υποχρέωση του διαχειριστή δείκτη αναφοράς να αναπτύσσει δικές του διαδικασίες έκτακτης ανάγκης, με πλήρη διαφάνεια προς τους τελικούς χρήστες των δεικτών. Οι διατάξεις αυτές προτείνεται να συμπεριληφθούν στον κώδικα δεοντολογίας του διαχειριστή δεικτών αναφοράς ως πρόσθετη απαίτηση σύμφωνα με την παράγραφο 1 του τμήματος Δ του παραρτήματος I του προτεινόμενου κανονισμού (50).

3.5.3.   Οι εποπτευόμενοι φορείς, όπως τα πιστωτικά ιδρύματα, υποχρεούνται να αξιολογούν κατά πόσο η αναφορά μιας χρηματοπιστωτικής σύμβασης που συνάπτεται με πελάτη στον δείκτη αναφοράς είναι κατάλληλη για χρήση από τον πελάτη. Κατά τη διασφάλιση αυτής της καταλληλότητας, ο εποπτευόμενος φορέας απαιτείται να συγκεντρώνει τις απαραίτητες πληροφορίες για τον εν λόγω δείκτη αναφοράς, συμπεριλαμβανομένης της δημόσιας δήλωσης (51) του δείκτη αναφοράς από τον διαχειριστή. Η ΕΚΤ προτείνει τα νομοθετικά όργανα της Ένωσης να διευκρινίσουν τον τρόπο που η ανωτέρω υποχρέωση αντικατοπτρίζεται στην πρόταση της Επιτροπής σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για ακίνητα κατοικίας (52), καθώς ο προτεινόμενος κανονισμός περιλαμβάνει τα ενυπόθηκα δάνεια στον ορισμό των χρηματοπιστωτικών συμβάσεων.

3.6.   Χρήση δεικτών αναφοράς που παρέχονται από διαχειριστές τρίτων χωρών  (53)

3.6.1.   Η ΕΚΤ παρατηρεί ότι, σύμφωνα με το προτεινόμενο στο άρθρο 20 καθεστώς ισοδυναμίας, οι δείκτες αναφοράς που παρέχονται από διαχειριστές με έδρα σε τρίτη χώρα απαιτούνται να πληρούν ορισμένες ειδικές προϋποθέσεις, συμπεριλαμβανομένης της λήψης απόφασης από την Επιτροπή για την αναγνώριση της ισοδυναμίας του νομοθετικού πλαισίου και των εποπτικών πρακτικών των τρίτων χωρών με τις απαιτήσεις του προτεινόμενου κανονισμού, πριν τη χρήση των εν λόγω δεικτών αναφοράς από τους εποπτευόμενους φορείς εντός της Ένωσης. Η ΕΚΤ παρατηρεί επίσης ότι οι ανωτέρω δείκτες αναφοράς δεν φαίνονται να επωφελούνται από τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 39, καθώς αυτές φαίνεται να διέπουν μόνο τους υφιστάμενους δείκτες αναφοράς ο διαχειριστής των οποίων οφείλει να ζητήσει άδεια από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου αυτός βρίσκεται, διέπουν δηλαδή διαχειριστές που βρίσκονται εντός της Ένωσης.

3.6.2.   Η ΕΚΤ εκφράζει ανησυχίες σχετικά με τη λειτουργικότητα του προτεινόμενου καθεστώτος ισοδυναμίας, ιδίως εάν αυτό θεσπιζόταν ταυτόχρονα με τις λοιπές διατάξεις του προτεινόμενου κανονισμού. Πολλά σημαντικά επενδυτικά προϊόντα στην Ένωση, ιδίως σε παράγωγα και ταμεία επενδύσεων, αναφέρονται σε δείκτες αναφοράς εκτός Ένωσης. Αν και η IOSCO έχει δημοσιεύσει αρχές καθορισμού δεικτών αναφοράς και ενθαρρύνει την εφαρμογή τους (54) από τις χώρες, αυτή εναπόκειται σε κάθε χώρα και, ως εκ τούτου, είναι αβέβαιο εάν όλα τα μέλη της IOSCO θα τις εφαρμόσουν διά νόμου. Καθώς η θετική περί ισοδυναμίας απόφαση της Επιτροπής πρέπει να αναφέρει ότι το νομοθετικό πλαίσιο της τρίτης χώρας διασφαλίζει ότι οι απαιτήσεις του κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων διακυβέρνησης και ελέγχου, είναι νομικά δεσμευτικές και υπόκεινται σε αποτελεσματική εποπτεία και επιβολή (55), ενδέχεται να είναι δύσκολο για το νομοθετικό πλαίσιο πολλών τρίτων χωρών, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων των χωρών της G20, να πληροί τις προϋποθέσεις ισοδυναμίας, όπως για παράδειγμα, στην περίπτωση που ο διαχειριστής τους και οι συνεισφέροντες δεν υπόκεινται σε απαιτήσεις εποπτείας (56). Κατά συνέπεια, πληθώρα προϊόντων που αναφέρονται στους ανωτέρω διαχειριζόμενους από τρίτες χώρες δείκτες αναφοράς θα πρέπει να αποσυρθούν και ο δυνητικός αντίκτυπος μιας τέτοιας κίνησης στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα θα μπορούσε να είναι σημαντικός.

3.6.3.   Επιπλέον, η ΕΚΤ παρατηρεί ότι το προτεινόμενο καθεστώς ισοδυναμίας δεν παρέχει σαφή καθοδήγηση σχετικά με τις επιπτώσεις για τις συμβάσεις που επί του παρόντος αναφέρονται στους ανωτέρω δείκτες αναφοράς στην περίπτωση που οι εν λόγω δείκτες δεν περάσουν τον έλεγχο ισοδυναμίας, καθώς οι μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 39 φαίνονται να εφαρμόζονται μόνο στους δείκτες αναφοράς της Ένωσης.

3.6.4.   Για τους λόγους αυτούς, για να αρθεί η κατάσταση αβεβαιότητας της χρήσης των δεικτών εκτός Ένωσης, η ΕΚΤ καλεί τα νομοθετικά όργανα της Ένωσης να εξετάσουν τη θέσπιση κατ’ ελάχιστον μιας μεγαλύτερης προθεσμίας εφαρμογής του καθεστώτος ισοδυναμίας σύμφωνα με το οποίο οι επιλεγέντες ευρέως χρησιμοποιούμενοι δείκτες αναφοράς που τελούν υπό διαχείριση σε τρίτες χώρες, ιδίως στις χώρες της G20, θα μπορούν να συνεχίσουν να χρησιμοποιούνται στην Ένωση μέχρι τη λήξη μιας μεγαλύτερης μεταβατικής περιόδου τριών ετών. Για τους εν λόγω δείκτες, ο διαχειριστής τρίτης χώρας θα υποχρεούται να αποδείξει τη συμμόρφωση με τις αρχές της IOSCO στο εθνικό νομοθετικό πλαίσιο. Ως αποτέλεσμα, ο δείκτης αναφοράς θα εξαιρείται προσωρινά από το καθεστώς ισοδυναμίας που προβλέπεται στο άρθρο 20 του προτεινόμενου κανονισμού. Ωστόσο, είναι σημαντικό να υπάρξει εξισορρόπηση της ανησυχίας για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα με την ευρύτερη ανησυχία για ίσους όρους ανταγωνισμού μεταξύ όλων των διαχειριστών δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας που χρησιμοποιούνται ευρέως στην Ένωση. Για την επίτευξη αυτής της ισορροπίας, η ΕΚΤ σκέφτεται ένα ρόλο για την ΕΑΚΑΑ προκειμένου να επανεξετάζει σε τακτά χρονικά διαστήματα, για λογαριασμό της Επιτροπής, εάν η αναβολή της εφαρμογής του καθεστώτος ισοδυναμίας για τους εκτός Ένωσης διαχειριστές (57) εξακολουθεί να είναι δικαιολογημένη.

4.   Άλλες διεθνείς πτυχές

Στην απάντηση του Ευρωσυστήματος στη δημόσια διαβούλευση της Επιτροπής για την κανονιστική ρύθμιση των δεικτών (58) του Σεπτεμβρίου του 2012, η ΕΚΤ τόνισε τη σημασία στο πεδίο αυτό της διασφάλισης του κατάλληλου συντονισμού των νομοθετικών πρωτοβουλιών σε εθνικό και ενωσιακό επίπεδο με τις διεθνείς πρωτοβουλίες. Σχετικά με αυτό, η ΕΚΤ παρατηρεί ότι η Διευθύνουσα Ομάδα του Δημόσιου Τομέα του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, μέλος της οποίας είναι η ΕΚΤ, προβληματίζεται από κοινού με τους συμμετέχοντες της αγοράς για το μέλλον των χρηματοπιστωτικών δεικτών αναφοράς για τον τραπεζικό τομέα.

Όπου η ΕΚΤ υποδεικνύει τροποποίηση του προτεινόμενου κανονισμού, το παράρτημα περιλαμβάνει συγκεκριμένες προτάσεις διατύπωσης συνοδευόμενες από την αντίστοιχη αιτιολογία.

Φρανκφούρτη, 7 Ιανουαρίου 2014.

Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ

Mario DRAGHI


(1)  COM(2013) 641 final.

(2)  Βλέπε άρθρο 1 του προτεινόμενου κανονισμού. Το πεδίο εφαρμογής του προτεινόμενου κανονισμού είναι ευρύ, καλύπτοντας μια πληθώρα δεικτών αναφοράς, συμπεριλαμβανομένων όλων των δεικτών αναφοράς που χρησιμοποιούνται για την αναφορά σε χρηματοπιστωτικά μέσα που εισάγονται προς διαπραγμάτευση ή αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενους χώρους, όπως η ενέργεια, τα βασικά προϊόντα και τα παράγωγα σε συνάλλαγμα.

(3)  Βλέπε άρθρα 7 και 8 του προτεινόμενου κανονισμού.

(4)  Βλέπε άρθρο 22 του προτεινόμενου κανονισμού. Με τον τρόπο αυτόν, όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 19, οι εποπτευόμενοι φορείς δύνανται να χρησιμοποιούν έναν δείκτη αναφοράς που καλύπτεται από τον προτεινόμενο κανονισμό μόνο εάν αυτός παρέχεται από διαχειριστή εξουσιοδοτημένο σύμφωνα με το άρθρο 23 ή εγγεγραμμένο σύμφωνα με το άρθρο 21.

(5)  Π.χ. εάν στα μέλη του διαχειριστή, ή σε ομάδα που διοικείται από αυτόν, περιλαμβάνονται συμμετέχοντες της αγοράς οι οποίοι συνεισφέρουν εισερχόμενα δεδομένα στον δείκτη.

(6)  Βλέπε άρθρο 13 του προτεινόμενου κανονισμού. Όσον αφορά τους δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας, οι διαχειριστές οφείλουν να κοινοποιούν τον κώδικα δεοντολογίας στην αρμόδια αρχή και να λαμβάνουν την έγκρισή της.

(7)  Βλέπε άρθρο 29 του προτεινόμενου κανονισμού. Οι εξουσίες εποπτείας και έρευνας των αρμόδιων αρχών καθορίζονται στο άρθρο 30 και οι διοικητικές κυρώσεις τους στο άρθρο 31.

(8)  Βλέπε άρθρο 34 παράγραφοι 1 και 6 του προτεινόμενου κανονισμού. Το σχετικό με την υποχρεωτική συνεισφορά μέτρο είναι το άρθρο 14 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β).

(9)  Περιλαμβάνονται μέτρα που αφορούν την υποχρεωτική συνεισφορά (άρθρο 14), την αδειοδότηση των διαχειριστών (άρθρα 23 και 24) και τα διοικητικά μέτρα και κυρώσεις (άρθρο 31).

(10)  Προβλέπεται στο άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(11)  Βλέπε τίτλο V του προτεινόμενου κανονισμού. Οι διαχειριστές δεικτών αναφοράς τρίτων χωρών οφείλουν να κοινοποιούν και να εγγράφουν τον δείκτη αναφοράς στην ΕΑΚΑΑ και πριν αυτός χρησιμοποιηθεί από τους εποπτευόμενους φορείς εντός της Ένωσης, η Επιτροπή πρέπει να εγκρίνει το ρυθμιστικό καθεστώς της τρίτης χώρας ως ισοδύναμο με το ενωσιακό καθεστώς.

(12)  Βλέπε την τροποποιημένη πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγορών), COM(2012) 421 final, και την τροποποιημένη πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις ποινικές κυρώσεις για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς, COM(2012) 420 final.

(13)  Βλέπε την τελική έκθεση της IOSCO σχετικά με τις αρχές για τους χρηματοπιστωτικούς δείκτες αναφοράς της 17ης Ιουλίου 2013, διαθέσιμες στον δικτυακό τόπο της IOSCO (www.iosco.org).

(14)  Βλέπε άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 13 του προτεινόμενου κανονισμού.

(15)  Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο 15 του προτεινόμενου κανονισμού, αυτές είναι συμβάσεις πίστωσης και συμβάσεις πίστωσης που αφορούν ακίνητα κατοικίας, όπως προσδιορίζονται στις σχετικές οδηγίες της Ένωσης.

(16)  Βλέπε Δημόσια διαβούλευση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την κανονιστική ρύθμιση των δεικτών — Απάντηση του Ευρωσυστήματος, Νοέμβριος 2012, σ. 2-3, διαθέσιμη στον δικτυακό τόπο www.ecb.europa.eu

(17)  Βλέπε Απάντηση του Ευρωσυστήματος στο πλαίσιο της δημόσιας διαβούλευσης των ΕΑΤ και ΕΑΚΑΑ σχετικά με τις αρχές για τις διεργασίες καθορισμού δεικτών αναφοράς στην ΕΕ και Απάντηση του Ευρωσυστήματος στην έκθεση διαβούλευσης της IOSCO σχετικά με τους χρηματοπιστωτικούς δείκτες αναφοράς, αμφότερες δημοσιευθείσες τον Φεβρουάριο του 2013.

(18)  Αμοιβαία κεφάλαια της χρηματαγοράς (ΑΚΧΑ) δύνανται επίσης να χρησιμοποιούν δείκτες ως αναφορά στην τιμή των χρηματοπιστωτικών μέσων που διαπραγματεύονται. Βλέπε την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τα αμοιβαία κεφάλαια της χρηματαγοράς, COM(2013) 615 final, σύμφωνα με την οποία, στην περίπτωση που δεν είναι διαθέσιμη η μέθοδος αποτίμησης βάσει των τρεχουσών τιμών της αγοράς («mark to market»), απαιτείται η αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων των ΑΚΧΑ βάσει υποδείγματος θεωρητικών τιμών («mark to model»), η οποία είναι μεθοδολογία τύπου δεικτών αναφοράς (βλέπε ιδίως την αιτιολογική σκέψη 41 και το άρθρο 2 παράγραφος 10 του εν λόγω προτεινόμενου κανονισμού). Τα ΑΚΧΑ διαρθρώνονται συνήθως είτε ως διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων είτε ως οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες, και ως τέτοιοι περιλαμβάνονται ήδη στον ορισμό των εποπτευόμενων φορέων [βλέπε άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 14 στοιχεία ε) και στ) του προτεινόμενου κανονισμού].

(19)  Βλέπε άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο α) και αιτιολογική σκέψη 16 του προτεινόμενου κανονισμού.

(20)  Βλέπε τροποποιήσεις 1 έως 3.

(21)  Σε αυτό το πλαίσιο, σημειώνεται ότι το σχέδιο έκθεσης της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής (ECON) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Νοεμβρίου 2013 πρότεινε να συμπεριληφθούν οι ΕθνΚΤ στο πεδίο εφαρμογής του προτεινόμενου κανονισμού (βλέπε τροποποίηση 20 του σχεδίου έκθεσης). Ωστόσο, αναγνωρίζει (αιτιολογική σκέψη 20) ότι «η εξωτερική ανάθεση του υπολογισμού, στην περίπτωση που δεν υφίσταται διακριτική ευχέρεια στην εφαρμογή του τύπου, δεν καθιστά αυτόν που διεξάγει τον υπολογισμό διαχειριστή για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού». Το σχέδιο έκθεσης δεν έχει ψηφιστεί ακόμη από την Επιτροπή. Είναι διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο του Κοινοβουλίου (www.europarl.europa.eu).

(22)  Τελική έκθεση της IOSCO σχετικά με τις αρχές για τους χρηματοπιστωτικούς δείκτες αναφοράς, βλέπε σημείωση 13.

(23)  Βλέπε άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 19 και παράρτημα II του προτεινόμενου κανονισμού.

(24)  Βλέπε τροποποίηση 5. Βλέπε επίσης το κεφάλαιο για τις τιμές αναφοράς επιτοκίων στο μηνιαίο δελτίο Οκτωβρίου του 2013 της ΕΚΤ, σ. 69 διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ (www.ecb.europa.eu).

(25)  Βλέπε τίτλους II και VI του προτεινόμενου κανονισμού.

(26)  Βλέπε άρθρο 7 παράγραφο 1 στοιχείο α) του προτεινόμενου κανονισμού.

(27)  Βλέπε κεφάλαιο 1 του τίτλου II του προτεινόμενου κανονισμού.

(28)  Βλέπε παράγραφο 3.3.2 όπου επισημαίνονται οι ανησυχίες για τη λειτουργικότητα των ελάχιστων ορίων υποχρεωτικής συνεισφοράς.

(29)  Βλέπε Δημόσια διαβούλευση της Επιτροπής για την κανονιστική ρύθμιση των δεικτών — Απάντηση του Ευρωσυστήματος, Νοέμβριος 2012, σ. 3.

(30)  Προβλέπεται στο άρθρο 34 του προτεινόμενου κανονισμού σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

(31)  Βλέπε άρθρα 20 και 21 του προτεινόμενου κανονισμού.

(32)  Βλέπε τροποποίηση 9 σε ό,τι αφορά το άρθρο 20 παράγραφος 1 όπου χρησιμοποιείται ο όρος «διαχειριστής με έδρα σε τρίτη χώρα».

(33)  Βλέπε άρθρο 26 παράγραφος 2 του προτεινόμενου κανονισμού.

(34)  Βλέπε τίτλο III του προτεινόμενου κανονισμού.

(35)  Βλέπε άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 21 (ορισμός) και άρθρο 13 του προτεινόμενου κανονισμού. Ειδικότερα, ο διαχειριστής ενός δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας οφείλει να κοινοποιεί και να διαθέτει κώδικα δεοντολογίας που οι εθνικές αρμόδιες αρχές ελέγχουν ότι συνάδει με τον κανονισμό.

(36)  Βλέπε άρθρο 14 του προτεινόμενου κανονισμού.

(37)  Βλέπε Απάντηση του Ευρωσυστήματος στη δημόσια διαβούλευση των ΕΑΤ και ΕΑΚΑΑ, βλέπε υποσημείωση 17.

(38)  Βλέπε άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 21 του προτεινόμενου κανονισμού.

(39)  Βλέπε τροποποίηση 6.

(40)  Βλέπε άρθρο 14 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως γ) του προτεινόμενου κανονισμού.

(41)  Βλέπε άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο β) σε συνδυασμό με το τμήμα Γ του παραρτήματος I του προτεινόμενου κανονισμού.

(42)  Βλέπε τροποποίηση 6.

(43)  Αυτή η διάταξη χορηγεί στην αρμόδια αρχή του διαχειριστή την εξουσία α) να απαιτεί από τους εποπτευόμενους φορείς να συνεισφέρουν εισερχόμενα δεδομένα στο διαχειριστή σύμφωνα με τη μεθοδολογία, τον κώδικα δεοντολογίας ή άλλους κανόνες και β) να προσδιορίζει τη μορφή και τον χρόνο συνεισφοράς των εισερχόμενων δεδομένων. Η απαίτηση παροχής συνδρομής καθορίζεται στο άρθρο 14 παράγραφος 3.

(44)  Βλέπε άρθρο 34 παράγραφοι 1 και 2 του προτεινόμενου κανονισμού.

(45)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63). Βλέπε επίσης τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1022/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 σχετικά με τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) όσον αφορά την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 5).

(46)  Βλέπε άρθρο 4 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013.

(47)  Βλέπε άρθρο 16 του προτεινόμενου κανονισμού και τροποποίηση 7.

(48)  Βλέπε άρθρα 17 και 39 του προτεινόμενου κανονισμού.

(49)  Άρθρο 39 του προτεινόμενου κανονισμού.

(50)  Βλέπε τροποποιήσεις 8 και 18.

(51)  Βλέπε άρθρο 18 παράγραφος 1 του προτεινόμενου κανονισμού.

(52)  Βλέπε πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για ακίνητα κατοικίας, COM(2011) 142 τελικό.

(53)  Βλέπε άρθρα 20 και 21.

(54)  Βλέπε υποσημείωση 13, βλέπε επίσης το τελευταίο ανακοινωθέν της IOSCO του Νοεμβρίου του 2013.

(55)  Βλέπε άρθρο 20 παράγραφος 2 στοιχείο β) σε συνδυασμό με το άρθρο 5 του προτεινόμενου κανονισμού.

(56)  Π.χ. επειδή ο διαχειριστής είναι μια ένωση μη ρυθμιζόμενης αγοράς. Η ΕΚΤ με βάση τα στοιχεία από τους συμμετέχοντες στην αγορά αντιλαμβάνεται ότι λίγες δικαιοδοσίες εκτός της Ένωσης σκοπεύουν να ρυθμίσουν κανονιστικά άλλους δείκτες αναφοράς πέραν του κύριου επιτοκίου και ορισμένων δεικτών αναφοράς συναλλάγματος και βασικών προϊόντων.

(57)  Βλέπε τροποποίηση 16.

(58)  Βλέπε Δημόσια διαβούλευση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την κανονιστική ρύθμιση των δεικτών — Απάντηση του Ευρωσυστήματος, Νοέμβριος 2012, σ. 8.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Προτάσεις διατύπωσης

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροποποιήσεις που προτείνει η ΕΚΤ (1)

Τροποποίηση 1

Αιτιολογική σκέψη 16

«(16)

Οι δείκτες αναφοράς που παρέχονται από τις κεντρικές τράπεζες εντός της Ένωσης υπόκεινται στον έλεγχο των δημοσίων αρχών και συμμορφώνονται με αρχές, πρότυπα και διαδικασίες που διασφαλίζουν την ακρίβεια, την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία των δεικτών αναφοράς τους κατά τα οριζόμενα στον παρόντα κανονισμό. Επομένως, δεν είναι απαραίτητο ότι οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εμπίπτουν στον παρόντα κανονισμό. Ωστόσο, οι κεντρικές τράπεζες των τρίτων χωρών μπορούν επίσης να παρέχουν δείκτες αναφοράς που χρησιμοποιούνται εντός της Ένωσης. Είναι απαραίτητο να προσδιοριστεί ότι μόνον οι δείκτες αναφοράς που παράγουν οι εν λόγω κεντρικές τράπεζες εξαιρούνται από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό και ότι υπόκεινται σε παρόμοια πρότυπα με εκείνα που προβλέπει ο παρών κανονισμός.»

«(16)

Οι δείκτες αναφοράς που παρέχονται από τις κεντρικές τράπεζες εντός της Ένωσης υπόκεινται στον έλεγχο των δημοσίων αρχών και συμμορφώνονται με αρχές, πρότυπα και διαδικασίες που διασφαλίζουν την ακρίβεια, την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία των δεικτών αναφοράς τους κατά τα οριζόμενα στον παρόντα κανονισμό. Επομένως, δεν είναι απαραίτητο ότι οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εμπίπτουν στον παρόντα κανονισμό. Ωστόσο οι κεντρικές τράπεζες των τρίτων χωρών μπορούν επίσης να παρέχουν δείκτες αναφοράς που χρησιμοποιούνται εντός της Ένωσης. Είναι απαραίτητο να προσδιοριστεί ότι μόνον οι δείκτες αναφοράς που παράγουν οι εν λόγω κεντρικές τράπεζες εξαιρούνται από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό και ότι υπόκεινται σε παρόμοια πρότυπα με εκείνα που προβλέπει ο παρών κανονισμός.»

Αιτιολογία

Οι δείκτες αναφοράς που παρέχουν οι κεντρικές τράπεζες υπόκεινται στον έλεγχο των δημοσίων αρχών. Οι έλεγχοι αυτοί σχεδιάζονται με τρόπο ώστε να συμμορφώνονται με αρχές, πρότυπα και διαδικασίες που διασφαλίζουν την ακρίβεια, την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία των δεικτών αναφοράς τους. Επομένως, δεν είναι απαραίτητο να περιληφθούν στον παρόντα κανονισμό οι κεντρικές τράπεζες και οι δείκτες αναφοράς που αυτές παρέχουν.

Τροποποίηση 2

Αιτιολογική σκέψη 50

«(50)

Προκειμένου να διασφαλιστούν οι ενιαίοι όροι εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, σε ό,τι αφορά ορισμένες από τις πτυχές του θα πρέπει να χορηγηθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή. Οι πτυχές αυτές αφορούν την εξακρίβωση της ισοδυναμίας του νομικού πλαισίου στο οποίο υπόκεινται οι κεντρικές τράπεζες και οι πάροχοι των δεικτών αναφοράς των τρίτων χωρών, καθώς και του κρίσιμου χαρακτήρα του δείκτη αναφοράς. Οι εξουσίες αυτές θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 2011 για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή.»

«(50)

Προκειμένου να διασφαλιστούν οι ενιαίοι όροι εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, σε ό,τι αφορά ορισμένες από τις πτυχές του θα πρέπει να χορηγηθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή. Οι πτυχές αυτές αφορούν την εξακρίβωση της ισοδυναμίας του νομικού πλαισίου στο οποίο υπόκεινται οι κεντρικές τράπεζες και οι πάροχοι των δεικτών αναφοράς των τρίτων χωρών, καθώς και του κρίσιμου χαρακτήρα του δείκτη αναφοράς. Οι εξουσίες αυτές θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 2011 για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή.»

Αιτιολογία

Η ανωτέρω διαγραφή των κεντρικών τραπεζών οφείλεται στην προτεινόμενη εξαίρεση των εν λόγω ιδρυμάτων.

Τροποποίηση 3

Άρθρο 2 παράγραφοι 2 και 3

«2   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται σε:

α)

Μέλη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ).

β)

Κεντρικές τράπεζες τρίτων χωρών, το νομικό πλαίσιο των οποίων αναγνωρίζεται από την Επιτροπή, καθώς προβλέπει αρχές, πρότυπα και διαδικασίες που διασφαλίζουν την ακρίβεια, την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της παροχής των δεικτών αναφοράς κατά τα οριζόμενα στον παρόντα κανονισμό.

3.   Η Επιτροπή καταρτίζει κατάλογο των κεντρικών τραπεζών τρίτων χωρών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο β).

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 38 παράγραφος 2.»

«2.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται σε: κεντρικές τράπεζες.

α)

Μέλη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ).

β)

Κεντρικές τράπεζες τρίτων χωρών, το νομικό πλαίσιο των οποίων αναγνωρίζεται από την Επιτροπή, καθώς προβλέπει αρχές, πρότυπα και διαδικασίες που διασφαλίζουν την ακρίβεια, την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της παροχής των δεικτών αναφοράς κατά τα οριζόμενα στον παρόντα κανονισμό.

3.   Η Επιτροπή καταρτίζει κατάλογο των κεντρικών τραπεζών τρίτων χωρών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο β).

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 38 παράγραφος 2.»

Αιτιολογία

Βλ. την αιτιολογία της τροποποίησης 1.

Τροποποίηση 4

Άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 19

«19.   «δείκτης αναφοράς διατραπεζικού επιτοκίου»: δείκτης αναφοράς το υποκείμενο περιουσιακό στοιχείο του οποίου για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου είναι το επιτόκιο με το οποίο οι τράπεζες μπορεί να δανείσουν ή να δανειστούν από άλλες τράπεζες»

«19.   «δείκτης αναφοράς διατραπεζικού επιτοκίου»: δείκτης αναφοράς το υποκείμενο περιουσιακό στοιχείο του οποίου για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου είναι το επιτόκιο με το οποίο οι τράπεζες μπορεί να δανείσουν ή να δανειστούν από άλλες τράπεζες ή το επιτόκιο το οποίο είναι διαθέσιμο στην αγορά χονδρικής»

Αιτιολογία

Ο όρος «δείκτης αναφοράς διατραπεζικού επιτοκίου» όπως χρησιμοποιείται για τους σκοπούς του ειδικού καθεστώτος που καθορίζεται στο παράρτημα ΙΙ δεν φαίνεται κατάλληλος για όλους τους δείκτες αναφοράς με βάση το ισχύον επιτόκιο ή για εκείνους που μπορεί να αναπτυχθούν στο μέλλον. Για παράδειγμα, ο ισχύων ορισμός δεν φαίνεται να καλύπτει τα επιτόκια βάσει δεδομένων με δυνατότητα επαλήθευσης από την αγορά χονδρικής. Επομένως, ο ορισμός πρέπει να διευρυνθεί προκειμένου να καλύπτει πέραν των δεικτών αναφοράς με βάση το επιτόκιο με το οποίο οι τράπεζες μπορεί να δανείσουν η να δανειστούν μεταξύ τους και εκείνους που βασίζονται στα επιτόκια που χρησιμοποιούνται στις δανειοδοτικές πράξεις που πραγματοποιούν οι τράπεζες στην αγορά χονδρικής.

Τροποποίηση 5

Άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 21

«21.   “δείκτης αναφοράς κρίσιμης σημασίας”: δείκτης αναφοράς, του οποίου η πλειονότητα των συνεισφερόντων είναι εποπτευόμενοι φορείς και χρησιμοποιείται ως αναφορά για χρηματοπιστωτικά μέσα ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 500 δισ. ευρώ»

«21.   “δείκτης αναφοράς κρίσιμης σημασίας”: δείκτης αναφοράς, του οποίου η πλειονότητα των συνεισφερόντων είναι εποπτευόμενοι φορείς και χρησιμοποιείται ως αναφορά για χρηματοπιστωτικά μέσα ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 500 δισ. ευρώ του οποίου, η ενδεχόμενη διακοπή παροχής ή η παροχή από μη αντιπροσωπευτική ομάδα ή σύνολο συνεισφερόντων ή με χρήση μη αντιπροσωπευτικών εισερχόμενων δεδομένων, αναμένεται να έχει σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, την εύρυθμη λειτουργία των αγορών, τους καταναλωτές ή την πραγματική οικονομία»

Αιτιολογία

Η ΕΚΤ κρίνει σκόπιμο έναν περισσότερο ελαστικό ορισμό με βάση τις παρατηρήσεις για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στη θέση του προτεινόμενου ορισμού που βασίζεται σε ένα όριο αριθμητικής ονομαστικής αξίας. Ειδικότερα, στην περίπτωση ενός νέου δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας στο νέο περιβάλλον των δεικτών αναφοράς με βάση τις συναλλαγές, υπάρχει πιθανότητα διακύμανσης του αρχικού όγκου των χρηματοπιστωτικών μέσων στα οποία αναφέρεται ο δείκτης αναφοράς. Ένας ορισμός που συνδέεται με τις παρατηρήσεις για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα παρέχει ασφαλέστερο θεμέλιο για την εμφάνιση νέων δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας, όπως τα διατραπεζικά επιτόκια, στην περίπτωση που η αγορά επιθυμεί να τους δημιουργήσει.

Τροποποίηση 6

Άρθρο 14 παράγραφοι 1, 2 (νέα), 3 (νέα) και 4 (νέα)

«1.   Σε περίπτωση που τουλάχιστον το 20 % των συνεισφερόντων σε έναν δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας έχει παύσει ή σε περίπτωση που υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι ενδέχεται να παύσει να συνεισφέρει, κατά τη διάρκεια οποιουδήποτε έτους, η αρμόδια αρχή του διαχειριστή ενός δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας έχει την εξουσία να:

α)

απαιτεί από τους εποπτευόμενους φορείς, που επιλέγονται σύμφωνα με την παράγραφο 2, να συνεισφέρουν με εισερχόμενα δεδομένα στον διαχειριστή σύμφωνα με τη μεθοδολογία, τον κώδικα δεοντολογίας ή άλλους κανόνες

β)

καθορίζει τη μορφή με την οποία παρέχονται τα εισερχόμενα δεδομένα και την προθεσμία συνεισφοράς τους

γ)

τροποποιεί τον κώδικα δεοντολογίας, τη μεθοδολογία ή άλλους κανόνες του δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας.»

«1.   Σε περίπτωση που τουλάχιστον το 20 % των συνεισφερόντων σε έναν δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας έχει παύσει ή σε περίπτωση που υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι ενδέχεται να παύσει να συνεισφέρει κατά τη διάρκεια οποιουδήποτε έτους, η αρμόδια αρχή του διαχειριστή ενός δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας Κάθε δύο έτη, ο διαχειριστής ενός ή περισσότερων δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας υποβάλλει στην αρμόδια αρχή του αξιολόγηση σχετικά με την αντιπροσωπευτικότητα κάθε δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας που διαχειρίζεται.

2.   Ο συνεισφέρων σε δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας που προτίθεται να εξέλθει της ομάδας ενημερώνει εγγράφως τον αντίστοιχο διαχειριστή, ο οποίος με τη σειρά του εγκαίρως:

α)

ενημερώνει την αρμόδια αρχή του και

β)

υποβάλλει στην αρμόδια αρχή του, το αργότερο εντός 14 ημερών από την ημερομηνία ενημέρωσης διαρθρωτική αξιολόγηση των επιπτώσεων της εξόδου του συνεισφέροντα από την ομάδα σε ό,τι αφορά το μέγεθος και την αντιπροσωπευτικότητα της ομάδας.

3.   Με την παραλαβή της αξιολόγησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ή 2 και βάσει αυτής, η αρμόδια αρχή εγκαίρως:

α)

ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ, και

β)

προβαίνει σε ιδία αξιολόγηση σχετικά με το αν ο δείκτης αναφοράς κρίσιμης σημασίας στερείται αντιπροσωπευτικότητας. [Τούτο ενδέχεται να προκύψει από τον μειωμένο αριθμό συνεισφερόντων με την πάροδο του χρόνου ή από τις διαρθρωτικές εξελίξεις στην αγορά.]

4.   Εάν η αρμόδια αρχή του διαχειριστή θεωρεί ότι ο δείκτης αναφοράς στερείται αντιπροσωπευτικότητας, έχει την εξουσία να:

α)

απαιτεί από τους εποπτευόμενους φορείς, που επιλέγονται σύμφωνα με την παράγραφο 2, να συνεισφέρουν με εισερχόμενα δεδομένα στον διαχειριστή σύμφωνα με τη μεθοδολογία, τον κώδικα δεοντολογίας ή άλλους κανόνες

β)

καθορίζει τη μορφή με την οποία παρέχονται τα εισερχόμενα δεδομένα και την προθεσμία συνεισφοράς τους

γ)

τροποποιεί τον κώδικα δεοντολογίας, τη μεθοδολογία ή άλλους κανόνες του δείκτη αναφοράς

δ)

απαιτεί από τον συνεισφέροντα που έχει γνωστοποιήσει την πρόθεσή του να εξέλθει της ομάδας σύμφωνα με την παράγραφο 2 να παραμείνει στην ομάδα μέχρι την ολοκλήρωση της αξιολόγησης από την αρμόδια αρχή. Η περίοδος αυτή δεν υπερβαίνει τις 4 εβδομάδες από την ημερομηνία κοινοποίησης της πρόθεσης του συνεισφέροντος να εξέλθει της ομάδας.»

Αιτιολογία

Ενδέχεται να προκύψει περίπτωση όπου, σε οποιοδήποτε δεδομένο έτος, ένας αριθμός ιδρυμάτων μελών ομάδας, ο οποίος ανέρχεται σε λιγότερο του 20 % του συνολικού αριθμού των συνεισφερόντων, παύουν να συνεισφέρουν εισερχόμενα δεδομένα και όπου αυτός ο αριθμός στη συνέχεια αυξάνεται σημαντικά, εντούτοις όμως, σε οποιοδήποτε δεδομένο έτος, ο αριθμός των παύσεων δεν ανέρχεται στο 20 % του συνόλου των συνεισφερόντων. Στην περίπτωση αυτή, δεν ενεργοποιούνται οι εξουσίες παρέμβασης της αρμόδιας αρχής του διαχειριστή δυνάμει του άρθρου 14 (υποχρεωτική συνεισφορά). Συνεπώς, το αριθμητικό όριο για την ενεργοποίηση των ανωτέρω εξουσιών, το οποίο ανέρχεται στο 20 % των συνεισφερόντων που παύουν να συνεισφέρουν, πρέπει να αντικατασταθεί με ορισμένους ποιοτικούς ελέγχους βάσει της αξιολόγησης από την αρμόδια αρχή του αντίκτυπου της κάθε μείωσης του μεγέθους της ομάδας στην αντιπροσωπευτικότητά της και στα εισερχόμενα δεδομένα. Τούτο συνεπάγεται ότι ο συνεισφέρων που προτίθεται να εξέλθει της ομάδας οφείλει να ενημερώνει τον διαχειριστή αμέσως. Επίσης, απαιτείται μια πρόσθετη εξουσία για λόγους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας προκειμένου να διασφαλίζεται ότι κάθε συνεισφέρων που προτίθεται να αποσυρθεί παραμένει στην ομάδα μέχρι να ολοκληρωθεί η ανωτέρω αξιολόγηση.

Τροποποίηση 7

Άρθρο 16

«1.   Ο διαχειριστής κοινοποιεί τα εισερχόμενα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό του δείκτη αναφοράς αμέσως μετά τη δημοσιοποίησή του, εκτός εάν αναμένεται ότι η δημοσίευση αυτή θα έχει σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις για τους συνεισφέροντες ή θα επηρεάσει αρνητικά την αξιοπιστία ή την ακεραιότητα του δείκτη αναφοράς. Στις περιπτώσεις αυτές, η δημοσίευση μπορεί να καθυστερήσει για μια χρονική περίοδο κατά την οποία περιορίζονται σε σημαντικό βαθμό οι επιπτώσεις αυτές. Τυχόν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιλαμβάνονται στα εισερχόμενα δεδομένα δεν δημοσιεύονται.

2.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 37 σχετικά με μέτρα για τον περαιτέρω προσδιορισμό των πληροφοριών που κοινοποιούνται βάσει της παραγράφου 1, των μέσων δημοσίευσης, καθώς επίσης και των περιπτώσεων ενδεχόμενης καθυστέρησης της δημοσίευσης και των μέσων διαβίβασής της.»

«1.   Ο διαχειριστής κοινοποιεί τα εισερχόμενα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό του δείκτη αναφοράς αμέσως μετά τη δημοσιοποίησή του, εκτός εάν αναμένεται ότι η δημοσίευση αυτή θα έχει σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις για τους συνεισφέροντες ή θα επηρεάσει αρνητικά την αξιοπιστία ή την ακεραιότητα του δείκτη αναφοράς. Στις περιπτώσεις αυτές, η δημοσίευση μπορεί να καθυστερήσει για μια χρονική περίοδο κατά την οποία περιορίζονται σε σημαντικό βαθμό οι επιπτώσεις αυτές. Τυχόν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιλαμβάνονται στα εισερχόμενα δεδομένα δεν δημοσιεύονται.

«1.   Ο διαχειριστής αποθηκεύει και τηρεί στη διάθεση της αρμοδιας αρχής του τα εισερχόμενα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό του δείκτη αναφοράς για μια χρονική περίοδο [5] ετών από την ημερομηνία δημοσίευσης του δείκτη αναφοράς.

Κατά την αποθήκευση των εισερχόμενων δεδομένων, ο διαχειριστής υποχρεούται να προστατεύει όσα δεδομένα είναι εμπορικώς ευαίσθητα, καλύπτονται από το επιχειρηματικό απόρρητο ή είναι δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

Ο διαχειριστής δύναται να κοινοποιεί τα εισερχόμενα δεδομένα από συνεισφέροντα, τα οποία χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό του δείκτη αναφοράς, μόνο μετά την έγγραφη συναίνεσή του.

2.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 37 σχετικά με μέτρα για τον περαιτέρω προσδιορισμό των πληροφοριών που κοινοποιούνται αποθηκεύονται βάσει της παραγράφου 1 και των μέσων δημοσίευσης, καθώς επίσης και των περιπτώσεων ενδεχόμενης καθυστέρησης της δημοσίευσης και των μέσων διαβίβασής της με τα οποία, μετά από αίτηση, αυτές διαβιβάζονται ή τίθενται με άλλο τρόπο στη διάθεση της αρμόδιας αρχής

Αιτιολογία

Ο διαχειριστής δεν πρέπει να υποχρεούται να κοινοποιεί εισερχόμενα δεδομένα, ακόμα και με καθυστέρηση. Πρώτον, τα εν λόγω δεδομένα δεν έχουν προστιθέμενη αξία για τους χρήστες. Είναι προτιμότερο ο προτεινόμενος κανονισμός να διασφαλίζει, μέσω κατάλληλων ελεγκτικών μηχανισμών, ότι ο χρήστης μπορεί να εμπιστεύεται την ακρίβεια και την αξιοπιστία των δεδομένων. Δεύτερον, τα εισερχόμενα δεδομένα μπορούν να περιλαμβάνουν δεδομένα τα οποία είναι εμπορικώς ευαίσθητα ή υπόκεινται στο επιχειρηματικό απόρρητο, για παράδειγμα στην περίπτωση που στα εισερχόμενα δεδομένα περιλαμβάνονται δεδομένα για τον όγκο των συναλλαγών. Ωστόσο, είναι απαραίτητο ο διαχειριστής να τηρεί τα δεδομένα στη διάθεση της αρμόδιας εποπτικής αρχής για εύλογο χρονικό διάστημα, προκειμένου να επιτρέπει στην αρχή να ελέγχει αν τα δεδομένα που συνεισφέρονται είναι αξιόπιστα και ακριβή. Ο σχετικός συνεισφέρων δύναται, ωστόσο, να παρέχει την έγκρισή του πριν από τη δημοσίευση των δεδομένων.

Τροποποίηση 8

Άρθρο 17 παράγραφος 1

«1.   Ο διαχειριστής δημοσιεύει διαδικασία σχετικά με τις ενέργειες στις οποίες πρόκειται να προβεί σε περίπτωση τροποποίησης ή παύσης της παροχής ενός δείκτη αναφοράς.»

«1.   Ο διαχειριστής δημοσιεύει διαδικασία σχετικά με τις ενέργειες στις οποίες πρόκειται να προβεί σε περίπτωση τροποποίησης ή παύσης της παροχής ενός δείκτη αναφοράς. Επίσης, ο διαχειριστής καθορίζει στον κώδικα δεοντολογίας που προβλέπεται στο άρθρο 9 τις διαδικασίες έκτακτης ανάγκης που εφαρμόζονται στην περίπτωση αιφνίδιας διαταραχής του δείκτη αναφοράς.»

Αιτιολογία

Η πρόβλεψη διαδικασιών έκτακτης ανάγκης μεταξύ των υποχρεώσεων του διαχειριστή του δείκτη αναφοράς σύμφωνα με τον κώδικα δεοντολογίας θα υποστήριζε την αρτιότητα του δείκτη αναφοράς, θα προήγαγε τη διαφάνεια όσον αφορά τους συμμετέχοντες στην αγορά και θα διευκόλυνε τη μετάβαση προς ένα υποκατάστατο του δείκτη αναφοράς σε επείγουσες περιπτώσεις με άλλα λόγια, στην περίπτωση σοβαρής και αιφνίδιας διαταραχής της ικανότητας του διαχειριστή να παρέχει τον δείκτη αναφοράς. Βλ. επίσης την τροποποίηση 17.

Τροποποίηση 9

Άρθρο 20 παράγραφος 1

«1.   Οι δείκτες αναφοράς που παρέχονται από διαχειριστή με έδρα σε τρίτη χώρα μπορούν να χρησιμοποιηθούν από εποπτευόμενους φορείς εντός της Ένωσης, εφόσον πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:

α)

η Επιτροπή έχει εκδώσει απόφαση ισοδυναμίας σύμφωνα με την παράγραφο 2, αναγνωρίζοντας την ισοδυναμία του νομοθετικού πλαισίου και των εποπτικών πρακτικών της τρίτης χώρας με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού

β)

ο διαχειριστής διαθέτει άδεια ή έχει εγγραφεί σε μητρώο και υπόκειται σε εποπτεία στην εν λόγω τρίτη χώρα

γ)

ο διαχειριστής έχει ενημερώσει την ΕΑΚΑΑ ως προς τη συναίνεσή του σχετικά με τη χρήση των υφιστάμενων ή μελλοντικών δεικτών του αναφοράς από εποπτευόμενους φορείς στην Ένωση, τον κατάλογο των δεικτών αναφοράς που μπορούν να χρησιμοποιηθούν εντός της Ένωσης και την αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία τους στην τρίτη χώρα

δ)

ο διαχειριστής είναι δεόντως εγγεγραμμένος βάσει του άρθρου 21 και

ε)

οι ρυθμίσεις συνεργασίας που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου βρίσκονται σε λειτουργία.»

«1.   Οι δείκτες αναφοράς που παρέχονται από διαχειριστή με έδρα που βρίσκεται σε τρίτη χώρα μπορούν να χρησιμοποιηθούν από εποπτευόμενους φορείς εντός της Ένωσης για χρονική περίοδο 3 ετών από την ημερομηνία της έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού, εφόσον πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:

α)

η Επιτροπή έχει εκδώσει απόφαση ισοδυναμίας σύμφωνα με την παράγραφο 2, αναγνωρίζοντας την ισοδυναμία του νομοθετικού πλαισίου και των εποπτικών πρακτικών της τρίτης χώρας με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού απόφαση, αναγνωρίζοντας τη συμμόρφωση του διαχειριστή του δείκτη αναφοράς με το νομοθετικό πλαίσιο και τις εποπτικές πρακτικές της τρίτης χώρας στην οποία βρίσκεται ο διαχειριστής και ειδικότερα με τις αρχές της IOSCO σχετικά με τους χρηματοπιστωτικούς δείκτες αναφοράς

β)

ο διαχειριστής διαθέτει άδεια ή έχει εγγραφεί σε μητρώο και υπόκειται σε εποπτεία στην εν λόγω τρίτη χώρα

γ)

ο διαχειριστής έχει ενημερώσει την ΕΑΚΑΑ ως προς τη συναίνεσή του σχετικά με τη χρήση των υφιστάμενων ή μελλοντικών δεικτών αναφοράς του από εποπτευόμενους φορείς στην Ένωση και τον κατάλογο των δεικτών αναφοράς που μπορούν να χρησιμοποιηθούν εντός της Ένωσης και την αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία τους στην τρίτη χώρα και

δ)

ο διαχειριστής είναι δεόντως εγγεγραμμένος βάσει του άρθρου 21 και

ε)

οι ρυθμίσεις συνεργασίας που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου βρίσκονται σε λειτουργία

Ενόψει της διεθνούς πολυμορφίας των ρυθμιστικών προσεγγίσεων των χρηματοπιστωτικών δεικτών αναφοράς, η εισαγωγή ενός καθεστώτος ισοδυναμίας θα πρέπει να σταθμίζεται προσεκτικά επίσης από την οπτική των προβληματισμών για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Συνεπώς, πρέπει να εξετασθεί η εισαγωγή τριετούς εξαίρεσης από το καθεστώς ισοδυναμίας των διαχειριστών τρίτης χώρας για επιλεγμένους δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας που χρησιμοποιούνται ευρέως εντός της Ένωσης. Ωστόσο, οι διαχειριστές τρίτης χώρας πρέπει να υποχρεούνται σε συμμόρφωση με το εθνικό νομοθετικό πλαίσιό τους, τις εποπτικές πρακτικές και τις αρχές της IOSCO. Στις περιπτώσεις αυτές, ο δείκτης αναφοράς θα εξαιρείται προσωρινά από τις απαιτήσεις ισοδυναμίας που προβλέπονται στο άρθρο 20 παράγραφοι 2 και 3. Οι διαχειριστές που επωφελούνται από το ανωτέρω καθεστώς θα εγγράφονται από την ΕΑΚΑ χωριστά (βλ. κατωτέρω). Η τριετής αναβολή πρέπει να επανεξετάζεται σε ετήσια βάση, προκειμένου να επιτυγχάνεται ισορροπία μεταξύ των ενδεχόμενων συγκρουόμενων συμφερόντων της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και της ίσης μεταχείρισης των διαχειριστών δεικτών αναφοράς εντός και εκτός της Ένωσης. Ο ρόλος αυτός θα μπορούσε να ανατίθεται στην ΕΑΚΑ κατόπιν εντολής από την Επιτροπή (βλ. τροποποίηση 15).

Επίσης, ενόψει του ορισμού στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 22, ο οποίος ορίζει ως «βρίσκεται» τη χώρα όπου βρίσκεται η καταστατική έδρα ή άλλη επίσημη διεύθυνση του νομικού προσώπου, ο όρος «βρίσκεται» πρέπει να χρησιμοποιείται με συνέπεια σε ολόκληρο το κείμενο του προτεινόμενου κανονισμού.

Τροποποίηση 10

Άρθρο 20 παράγραφος 2 (νέα)

 

«2.   Από την τρίτη επέτειο της έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού, οι δείκτες αναφοράς που παρέχονται από διαχειριστή με έδρα σε τρίτη χώρα μπορούν να χρησιμοποιούνται από τους εποπτευόμενους φορείς στην Ένωση εφόσον πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:

α)

η Επιτροπή έχει εκδώσει απόφαση ισοδυναμίας σύμφωνα με την παράγραφο 3, αναγνωρίζοντας την ισοδυναμία του νομοθετικού πλαισίου και των εποπτικών πρακτικών της τρίτης χώρας με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού

β)

ο διαχειριστής διαθέτει άδεια ή έχει εγγραφεί σε μητρώο και υπόκειται σε εποπτεία στην εν λόγω τρίτη χώρα

γ)

ο διαχειριστής έχει κοινοποιήσει στην ΕΑΚΑΑ τη συναίνεσή του σχετικά με τη χρήση των υφιστάμενων ή μελλοντικών δεικτών αναφοράς του από εποπτευόμενους φορείς στην Ένωση, τον κατάλογο των δεικτών αναφοράς που μπορούν να χρησιμοποιηθούν εντός της Ένωσης και την αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία τους στην τρίτη χώρα

δ)

ο διαχειριστής είναι δεόντως εγγεγραμμένος βάσει του άρθρου 21 και

ε)

οι ρυθμίσεις συνεργασίας που προβλέπονται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου βρίσκονται σε λειτουργία.»

Αιτιολογία

Tο πλήρες καθεστώς ισοδυναμίας σύμφωνα με τη νέα παράγραφο 2 του άρθρου 20 θα τεθεί σε ισχύ κατά την τρίτη επέτειο της έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Τροποποίηση 11

Άρθρο 20 παράγραφος 2

«2.   Η Επιτροπή δύναται να εκδώσει απόφαση αναγνωρίζοντας ότι το νομοθετικό πλαίσιο και οι εποπτικές πρακτικές μιας τρίτης χώρας εξασφαλίζουν ότι:

α)

οι διαχειριστές που διαθέτουν άδεια ή έχουν εγγραφεί σε μητρώο στην εν λόγω τρίτη χώρα συμμορφώνονται προς δεσμευτικές απαιτήσεις οι οποίες είναι ισοδύναμες με τις απορρέουσες από τον παρόντα κανονισμό, λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη εάν το νομικό πλαίσιο και οι εποπτικές πρακτικές της τρίτης χώρας διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τις αρχές της IOSCO σχετικά με τους χρηματοπιστωτικούς δείκτες αναφοράς που δημοσιεύθηκαν στις 17 Ιουλίου 2013 και

β)

οι δεσμευτικές απαιτήσεις υπόκεινται σε αποτελεσματική εποπτεία και επιβολή σε μόνιμη βάση στην εν λόγω τρίτη χώρα.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 38 παράγραφος 2.»

«3 2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, η Επιτροπή δύναται να εκδώσει απόφαση αναγνωρίζοντας ότι το νομοθετικό πλαίσιο και οι εποπτικές πρακτικές μιας τρίτης χώρας εξασφαλίζουν ότι:

α)

οι διαχειριστές που διαθέτουν άδεια ή έχουν εγγραφεί σε μητρώο στην εν λόγω τρίτη χώρα συμμορφώνονται προς δεσμευτικές απαιτήσεις οι οποίες είναι ισοδύναμες με τις απορρέουσες από τον παρόντα κανονισμό, λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη εάν το νομικό πλαίσιο και οι εποπτικές πρακτικές της τρίτης χώρας διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τις αρχές της IOSCO σχετικά με τους χρηματοπιστωτικούς δείκτες αναφοράς που δημοσιεύθηκαν στις 17 Ιουλίου 2013 και

β)

οι δεσμευτικές απαιτήσεις υπόκεινται σε αποτελεσματική εποπτεία και επιβολή σε μόνιμη βάση στην εν λόγω τρίτη χώρα.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 38 παράγραφος 2.»

Αιτιολογία

Λόγω της προτεινόμενης εισαγωγής προσωρινού ηπιότερου καθεστώτος σύμφωνα με τη νέα παράγραφο 1 του άρθρου 20 για χρονική περίοδο τριών ετών, η απόφαση της Επιτροπής σχετικά με την ισοδυναμία που προβλέπεται από τη νέα παράγραφο 2 του άρθρου 20 θα απαιτούνταν μόνο μετά την τρίτη επέτειο της έναρξης ισχύος του προτεινόμενου κανονισμού.

Τροποποίηση 12

Άρθρο 20 παράγραφος 3

«3.   Η ΕΑΚΑΑ προβαίνει σε ρυθμίσεις συνεργασίας με αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, η ισοδυναμία του νομοθετικού πλαισίου και των εποπτικών πρακτικών των οποίων έχει αναγνωριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 2. Οι σχετικές ρυθμίσεις προσδιορίζουν τουλάχιστον: …»

«3 4.   Η ΕΑΚΑΑ προβαίνει σε ρυθμίσεις συνεργασίας με αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, η ισοδυναμία του νομοθετικού πλαισίου και των εποπτικών πρακτικών των οποίων έχει αναγνωριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 2 3. Οι σχετικές ρυθμίσεις προσδιορίζουν τουλάχιστον: …»

Αιτιολογία

Η παρούσα τροποποίηση αποτελεί επακόλουθο της προσθήκης της νέας παραγράφου 2 του άρθρου 20.

Τροποποίηση 13

Άρθρο 20 παράγραφος 4

«4.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό του ελάχιστου περιεχομένου των ρυθμίσεων συνεργασίας που αναφέρονται στην παράγραφο 3 ούτως ώστε να διασφαλίζεται ότι οι αρμόδιες αρχές και η ΕΑΚΑΑ είναι σε θέση να ασκούν όλες τις εξουσίες εποπτείας δυνάμει του παρόντος κανονισμού:

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις [XXX].

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.»

«4 5.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό του ελάχιστου περιεχομένου των ρυθμίσεων συνεργασίας που αναφέρονται στην παράγραφο 3 4 ούτως ώστε να διασφαλίζεται ότι οι αρμόδιες αρχές και η ΕΑΚΑΑ είναι σε θέση να ασκούν όλες τις εξουσίες εποπτείας δυνάμει του παρόντος κανονισμού:

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις [XXX].

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.»

Αιτιολογία

Η παρούσα τροποποίηση αποτελεί επακόλουθο της προσθήκης της νέας παραγράφου 2 του άρθρου 20.

Τροποποίηση 14

Άρθρο 21 παράγραφοι 1 και 2

«1.   Η ΕΑΚΑΑ εγγράφει σε μητρώο τους διαχειριστές που της έχουν κοινοποιήσει τη συναίνεσή τους, όπως αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχείο γ). Το κοινό έχει πρόσβαση μέσω του δικτυακού τόπου της ΕΑΚΑΑ στο μητρώο αυτό, το οποίο περιέχει πληροφορίες σχετικά με τους δείκτες αναφοράς που επιτρέπεται να παρέχουν οι σχετικοί διαχειριστές και την αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία τους στην τρίτη χώρα.

2.   Η ΕΑΚΑΑ ανακαλεί την εγγραφή ενός διαχειριστή που αναφέρεται στην παράγραφο 1 από το μητρώο που αναφέρεται στην παράγραφο 1, όταν:

α)

η ΕΑΚΑΑ έχει βάσιμους λόγους στηριζόμενους σε έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία να θεωρεί ότι ο διαχειριστής ενεργεί με τρόπο σαφώς επιζήμιο για τα συμφέροντα των χρηστών των δεικτών αναφοράς του ή για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών ή

β)

η ΕΑΚΑΑ έχει βάσιμους λόγους στηριζόμενους σε έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία να θεωρεί ότι ο διαχειριστής έχει υποπέσει σε σοβαρές παραβάσεις της εθνικής νομοθεσίας ή άλλων διατάξεων που ισχύουν για αυτόν στην τρίτη χώρα και βάσει των οποίων η Επιτροπή έχει εκδώσει την απόφαση που προβλέπεται στο άρθρο 20 παράγραφος 2. »

«1.   Η ΕΑΚΑΑ εγγράφει σε μητρώο τους διαχειριστές που της έχουν κοινοποιήσει τη συναίνεσή τους, όπως αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και στο άρθρο 20 παράγραφος 2 στοιχείο γ). Το κοινό έχει πρόσβαση μέσω του δικτυακού τόπου της ΕΑΚΑΑ στα μητρώα αυτά, τα οποία περιέχουν πληροφορίες σχετικά με τους δείκτες αναφοράς που επιτρέπεται να παρέχουν οι σχετικοί διαχειριστές και την αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία τους στην τρίτη χώρα.

2.   Η ΕΑΚΑΑ ανακαλεί την εγγραφή ενός διαχειριστή που αναφέρεται στην παράγραφο 1 από το σχετικό μητρώο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 όταν:

α)

η ΕΑΚΑΑ έχει βάσιμους λόγους στηριζόμενους σε έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία να θεωρεί ότι ο διαχειριστής ενεργεί με τρόπο σαφώς επιζήμιο για τα συμφέροντα των δεικτών αναφοράς του ή για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών ή

β)

η ΕΑΚΑΑ έχει βάσιμους λόγους στηριζόμενους σε έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία να θεωρεί ότι ο διαχειριστής έχει υποπέσει σε σοβαρές παραβάσεις της εθνικής νομοθεσίας ή άλλων διατάξεων που ισχύουν για αυτόν στην τρίτη χώρα και βάσει των οποίων η Επιτροπή έχει εκδώσει την απόφαση που προβλέπεται στο άρθρο 20 παράγραφος 2 1 στοιχείο α) ή στο άρθρο 20 παράγραφος 3.»

Αιτιολογία

Ο ρόλος του υπεύθυνου του μητρώου διαχειριστών τρίτης χώρας των δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας που χρησιμοποιούνται ευρέως στην Ένωση και υπόκεινται στο ηπιότερο προσωρινό καθεστώς δυνάμει του άθρου 20 παράγραφος 1 πρέπει επίσης να εκτελείται από την ΕΑΚΑΑ για λογαριασμό της Επιτροπής.

Τροποποίηση 15

Άρθρο 29 παράγραφος 1

«1.   Για τους διαχειριστές και τους εποπτευόμενους συνεισφέροντες, κάθε κράτος μέλος ορίζει τη σχετική αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εκπλήρωση των καθηκόντων που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό και ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ.»

«1.   Για τους διαχειριστές και τους εποπτευόμενους συνεισφέροντες, κάθε κράτος μέλος ορίζει τη σχετική εθνική αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εκπλήρωση των καθηκόντων που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό και ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ.»

Για την άρση κάθε ενδεχόμενης αμφιβολίας σχετικά με το ότι η αρμοδιότητα εποπτείας της χρηματοπιστωτικής συμπεριφοράς των ιδρυμάτων που υπάγονται στον ΕΕΜ παραμένει στις εθνικές αρμόδιες αρχές, πρέπει να προσδιορισθεί ότι η ορισθείσα αρμόδια αρχή είναι η εθνική αρμόδια αρχή.

Αν και τα μέλη του ΕΣΚΤ εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του προτεινόμενου κανονισμού δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 2 στοιχείο α), η ΕΚΤ κατανοεί ότι η αρμοδιότητα των κρατών μελών να ορίζουν τη κεντρική τράπεζά τους ως εθνική αρμόδια αρχή δεν θίγεται από την εν λόγω εξαίρεση, δεδομένου ότι η εξαίρεση αναφέρεται στις δραστηριότητες που προσδιορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 και ορίζονται περαιτέρω στον προτεινόμενο κανονισμό.

Τροποποίηση 16

Άρθρο 40

«Μέχρι την 1η Ιουλίου 2018, η Επιτροπή προβαίνει σε επανεξέταση και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με τον παρόντα κανονισμό και ειδικότερα για τα εξής:

α)

τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα του καθεστώτος των δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας και της υποχρεωτικής συμμετοχής σύμφωνα με τα άρθρα 13 και 14, καθώς και τον καθορισμό δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας σύμφωνα με το άρθρο 3·

β)

την αποτελεσματικότητα του καθεστώτος εποπτείας του τίτλου VI και των συλλογικών οργάνων βάσει του άρθρου 34, καθώς επίσης και την σκοπιμότητα της εποπτείας ορισμένων δεικτών αναφοράς από οργανισμό της Ένωσης· και

γ)

την τιμή της απαίτησης καταλληλότητας βάσει του άρθρου 18.»

«1   Μέχρι την 1η Ιουλίου 2018, η Επιτροπή προβαίνει σε επανεξέταση και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με τον παρόντα κανονισμό και ειδικότερα για τα εξής:

α)

τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα του καθεστώτος των δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας και της υποχρεωτικής συμμετοχής σύμφωνα με τα άρθρα 13 και 14, καθώς και τον καθορισμό δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας σύμφωνα με το άρθρο 3·

β)

την αποτελεσματικότητα του καθεστώτος εποπτείας του τίτλου VI και των συλλογικών οργάνων βάσει του άρθρου 34, καθώς επίσης και την σκοπιμότητα της εποπτείας ορισμένων δεικτών αναφοράς από οργανισμό της Ένωσης· και

γ)

την τιμή της απαίτησης καταλληλότητας βάσει του άρθρου 18.

2.   Επιπλέον, η Επιτροπή προβαίνει σε ετήσια βάση σε επανεξέταση και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με τη λειτουργία και την αποδοτικότητα του προσωρινού καθεστώτος ισοδυναμίας βάσει του άρθρου 20 παράγραφος 1. Για τον σκοπό αυτόν, η Επιτροπή δύναται να αναθέτει τη διενέργεια της εν λόγω έκθεσης στην ΕΑΚΑΑ. Η πρώτη έκθεση οφείλεται την [πρώτη επέτειο της έναρξης ισχύος του κανονισμού – ηη/μμ/2015].»

Αιτιολογία

Ενόψει του προτεινόμενου «ηπιότερου» καθεστώτος ισοδυναμίας για τους διαχειριστές τρίτης χώρας των δεικτών αναφοράς που χρησιμοποιούνται ευρέως στην Ένωση για προσωρινή χρονική περίοδο τριών ετών (βλ. νέα παράγραφο 1 του άρθρου 20), η Επιτροπή πρέπει σε τακτά χρονικά διαστήματα να προβαίνει σε επανεξέταση και να υποβάλει έκθεση σχετικά με τη λειτουργία του ανωτέρω καθεστώτος και την ανάπτυξη νομικού και εποπτικού πλαισίου στις τρίτες χώρες στις οποίες βρίσκονται οι διαχειριστές των εν λόγω δεικτών αναφοράς. Η Επιτροπή θα πρέπει να αναθέτει στην ΕΑΚΑΑ την ανωτέρω επανεξέταση για λογαριασμό της.

Τροποποίηση 17

Άρθρο 41

«Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την [12 μήνες μετά την έναρξη ισχύος του].

Ωστόσο, το άρθρο 13 παράγραφος 1 και το άρθρο 34 εφαρμόζονται από την [6 μήνες μετά την έναρξη ισχύος].»

«Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την [12 μήνες μετά την έναρξη ισχύος του], με εξαίρεση τις παρακάτω διατάξεις:

Ωστόσο, Το άρθρο 13 παράγραφος 1 και το άρθρο 34 εφαρμόζονται από την [6 μήνες μετά την έναρξη ισχύος].

Το άρθρο 20 παράγραφοι 3 και 4 εφαρμόζεται από την [36 μήνες μετά την έναρξη ισχύος].»

Αιτιολογία

Προτείνεται η αναβολή της εφαρμογής του πλήρους καθεστώτος ισοδυναμίας στους διαχειριστές τρίτης χώρας των δεικτών αναφοράς που χρησιμοποιούνται ευρέως στην Ένωση για χρονικό διάστημα τριών ετών για λόγους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, παρέχοντας στις χώρες εκτός Ένωσης χρόνο να εισάγουν ένα εποπτικό πλαίσιο ισοδύναμο με εκείνο του προτεινόμενου κανονισμού.

Τροποποίηση 18

Σημείο 1 του τμήματος Δ του παραρτήματος Ι

«1.   Ο κώδικας δεοντολογίας που καταρτίζεται σύμφωνα με το άρθρο 9 περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

απαιτήσεις διασφάλισης της παροχής των εισερχόμενων δεδομένων σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 8· ποια πρόσωπα μπορούν να υποβάλουν εισερχόμενα δεδομένα στον διαχειριστή και τις διαδικασίες αξιολόγησης της ταυτότητας ενός συνεισφέροντα ή των υποβαλλόντων στοιχεία και την αδειοδότηση των τελευταίων·

β)

πολιτικές για να διασφαλιστεί ότι οι συνεισφέροντες παρέχουν όλα τα σχετικά εισερχόμενα δεδομένα· και

γ)

τα συστήματα και τους ελέγχους που υποχρεούται να καθιερώσει ο συνεισφέρων, συμπεριλαμβανομένων των εξής:

διαδικασίες για την υποβολή εισερχόμενων δεδομένων, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης του συνεισφέροντα να διευκρινίσει εάν πρόκειται για δεδομένα συναλλαγών και εάν τα εισερχόμενα δεδομένα ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του διαχειριστή·

πολιτικές για τη χρήση της διακριτικής ευχέρειας σε ό,τι αφορά την παροχή εισερχόμενων δεδομένων·

τυχόν απαιτήσεις για την επικύρωση των εισερχόμενων δεδομένων πριν την παροχή τους στον διαχειριστή·

τις πολιτικές τήρησης αρχείων·

απαιτήσεις αναφοράς ύποπτων εισερχόμενων δεδομένων·

τις απαιτήσεις για τη διαχείριση των συγκρούσεων.»

«1.   Ο κώδικας δεοντολογίας που καταρτίζεται σύμφωνα με το άρθρο 9 περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

[....]

και

δ)

τις διαδικασίες έκτακτες ανάγκης που ακολουθεί ο διαχειριστής του δείκτη αναφοράς στην περίπτωση αιφνίδιας διαταραχής στον δείκτη αναφοράς, με σκοπό την προαγωγή της αρτιότητας του δείκτη αναφοράς και τη βελτίωση της διαφάνειας προς τους τελικούς χρήστες.»

Αιτιολογία

Ο ορισμός των διαδικασιών έκτακτης ανάγκης σε επίπεδο διαχειριστή του δείκτη αναφοράς θα υποστήριζε την αρτιότητα του δείκτη αναφοράς, θα προήγαγε τη διαφάνεια προς τους συμμετέχοντες στην αγορά και θα διευκόλυνε τη μετάβαση προς το υποκατάστατο του δείκτη αναφοράς στις επείγουσες περιπτώσεις.

Τροποποίηση 19

Σημείο 4 στοιχείο α) τρίτη περίπτωση του παραρτήματος II

«4.   Για τους σκοπούς του άρθρου 7 παράγραφος 1 στοιχείο α) τα δεδομένα συναλλαγών περιλαμβάνουν:

α)

συναλλαγές του συνεισφέροντα που συνάδουν με τις απαιτήσεις για τα εισερχόμενα δεδομένα του κώδικα δεοντολογίας:

στην διατραπεζική αγορά καταθέσεων άνευ εγγυήσεων,

άλλες αγορές καταθέσεων άνευ εγγυήσεων, συμπεριλαμβανομένων των πιστοποιητικών καταθέσεων προθεσμίας και των εμπορικών χρεογράφων και

άλλες συναφείς αγορές σχετικά με συμφωνίες ανταλλαγών σε επιτόκια δεικτών για καταθέσεις μιας νύχτας, συμφωνίες πώλησης και επαναγοράς, προθεσμιακές συμφωνίες συναλλάγματος, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης επιτοκίου και δικαιώματα προαίρεσης και πράξεις των κεντρικών τραπεζών.»

«4.   Για τους σκοπούς του άρθρου 7 παράγραφος 1 στοιχείο α) τα δεδομένα συναλλαγών περιλαμβάνουν:

α)

συναλλαγές του συνεισφέροντα που συνάδουν με τις απαιτήσεις για τα εισερχόμενα δεδομένα του κώδικα δεοντολογίας:

στην διατραπεζική αγορά καταθέσεων άνευ εγγυήσεων,

άλλες αγορές καταθέσεων άνευ εγγυήσεων, συμπεριλαμβανομένων των πιστοποιητικών καταθέσεων προθεσμίας και των εμπορικών χρεογράφων και

άλλες συναφείς αγορές όπως οι συμφωνίες ανταλλαγών σε επιτόκια δεικτών για καταθέσεις μιας νύχτας, συμφωνίες πώλησης και επαναγοράς προθεσμιακές συμφωνίες συναλλάγματος, και συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης επιτοκίου και δικαιώματα προαίρεσης και πράξεις των κεντρικών τραπεζών

Αιτιολογία

Ο όρος «πράξεις των κεντρικών τραπεζών» δεν προσδιορίζεται, επομένως το πεδίο εφαρμογής του δεν είναι σαφές. Ωστόσο, τα δεδομένα συναλλαγών μεταξύ κεντρικών τραπεζών και μελών της ομάδας εντός του πλαισίου νομισματικής πολιτικής δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται από τους συνεισφέροντες για τον σκοπό της συνεισφοράς στον καθορισμό του δείκτη αναφοράς, καθώς η αποκάλυψη των εν λόγω δεδομένων ενδέχεται να διακυβεύει την ικανότητα των κεντρικών τραπεζών να επικοινωνούν αποτελεσματικά τη νομισματική πολιτική». Επιπλέον, η χρήση δεδομένων που αφορούν τις εν λόγω πράξεις ενδέχεται να παρέχει ανεπαρκή κίνητρα στους αντισυμβαλλόμενους ως προς τη συμμετοχή τους στις πράξεις νομισματικής πολιτικής και συνεπώς να παρεμποδίζει την ορθή εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής. Όσον αφορά τις πράξεις ιδίων επενδυτικών κεφαλαίων των κεντρικών τραπεζών, ο όγκος τους είναι συγκριτικά μικρός και συνεπώς αυτές οι πράξεις αποτελούν λιγότερο σημαντική πηγή δεδομένων στην αγορά χονδρικής χρηματοδότησης.

Τροποποίηση 20

Σημείο 6 του παραρτήματος II

«Διαφάνεια των εισερχόμενων δεδομένων

6.   Εάν τα εισερχόμενα δεδομένα αποτελούν εκτιμήσεις, ο διαχειριστής τα δημοσιεύει τρεις μήνες μετά την παροχή τους. Σε διαφορετική περίπτωση, τα εισερχόμενα δεδομένα δημοσιεύονται σύμφωνα με το άρθρο 16.»

Διαφάνεια των εισερχόμενων δεδομένων

6.   Εάν τα εισερχόμενα δεδομένα αποτελούν εκτιμήσεις, ο διαχειριστής τα δημοσιεύει τρεις μήνες μετά την παροχή τους. Σε διαφορετική περίπτωση, τα εισερχόμενα δεδομένα δημοσιεύονται σύμφωνα με το άρθρο 16.

Αιτιολογία

Λόγω της προτεινόμενης διαγραφής της υποχρέωσης των διαχειριστών να δημοσιεύουν εισερχόμενα δεδομένα —βλ. τροποποίηση 7— η παράγραφος αυτή καθίσταται περιττή. Επιπλέον, δεν υπάρχει σαφής λόγος για τη μεταχείριση των εισερχόμενων δεδομένων που αποτελούν εκτιμήσεις με τρόπο διαφορετικό από εκείνη των εισερχόμενων δεδομένων που αποτελούν δεδομένα συναλλαγών σε ό,τι αφορά την καθυστέρηση στην ημερομηνία δημοσίευσης.


(1)  Οι έντονοι χαρακτήρες στο κυρίως κείμενο αφορούν τα σημεία των οποίων την προσθήκη προτείνει η ΕΚΤ. Η χρήση διαγράμμισης στο κυρίως κείμενο αφορά τα σημεία των οποίων τη διαγραφή προτείνει η ΕΚΤ.


Top