EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52008DC0776

Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβουλιο και την Ευρωπαϊκη Οικονομικη και Κοινωνικη Επιτροπη - Επικαιροποιηση του ενδεικτικου πυρηνικου προγραμματοσ, στο πλαισιο τησ δευτερησ ανασκοπησησ τησ ενεργειακησ στρατηγικησ

/* COM/2008/0776 τελικό */

52008DC0776

Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβουλιο και την Ευρωπαϊκη Οικονομικη και Κοινωνικη Επιτροπη - Επικαιροποιηση του ενδεικτικου πυρηνικου προγραμματοσ, στο πλαισιο τησ δευτερησ ανασκοπησησ τησ ενεργειακησ στρατηγικησ /* COM/2008/0776 τελικό */


[pic] | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ |

Βρυξέλλες, 13.11.2008

COM(2008) 776 τελικό

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΥ ΠΥΡΗΝΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ, ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΥ ΠΥΡΗΝΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ, ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ

Εισαγωγή

Το παρόν έγγραφο – ως μέρος της δεύτερης ανασκόπησης της ενεργειακής στρατηγικής – επικαιροποιεί τις πληροφορίες που περιέχονται στο Ενδεικτικό Πυρηνικό Πρόγραμμα του 2007[1]. Εστιάζει στις καίριες πτυχές της ασφάλειας εφοδιασμού, των επενδυτικών αναγκών, των συνθηκών για την πραγματοποίηση επενδύσεων, και διατυπώνει συστάσεις για τη συνεχιζόμενη ασφαλή χρήση πυρηνικής ενέργειας στην ΕΕ.

Τα τελευταία δύο έτη, υπήρξαν πολιτικές δηλώσεις ενδιαφέροντος σχετικά με την πυρηνική ενέργεια σε ορισμένα κράτη μέλη της ΕΕ και ανά τον κόσμο. Η πυρηνική ενέργεια αποτέλεσε εκ νέου αντικείμενο της πολιτικής συζήτησης[2], με την επακόλουθη σύσταση του ευρωπαϊκού φόρουμ για την πυρηνική ενέργεια, την ομάδα υψηλού επιπέδου για την πυρηνική ασφάλεια και τη διαχείριση αποβλήτων και το τεχνολογικό βάθρο για βιώσιμη πυρηνική ενέργεια. Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας[3] και ο Οργανισμός Πυρηνικής Ενέργειας του ΟΟΣΑ[4] τόνισαν επίσης τη σημαντική συμβολή της πυρηνικής ενέργειας στο εγγύς μέλλον. Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΕ μπορεί να διαδραματίσει έναν κεντρικό ρόλο για την περαιτέρω ανάπτυξη ενός ακόμα πιο προηγμένου πλαισίου το οποίο πληροί τα υψηλότερα πρότυπα προστασίας, ασφαλείας και μη διάδοσης πυρηνικών όπλων.

Το εαρινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του 2007 ενέκρινε την πρόταση της Επιτροπής για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 20% καθώς και την αύξηση της ενεργειακής απόδοσης στην ΕΕ κατά το ίδιο ποσοστό μέχρι το 2020. Η πυρηνική ενέργεια σήμερα παράγει τα δύο τρίτα της ηλεκτρικής ενέργειας με μηδενικές εκπομπές άνθρακα στην ΕΕ και συμβάλλει σημαντικά στο μετριασμό της παγκόσμιας κλιματικής αλλαγής. Το στρατηγικό σχέδιο ενεργειακών τεχνολογιών («σχέδιο SET») της Κοινότητας, το οποίο εξετάζει τις ανάγκες για Έρευνα και Ανάπτυξη σε όλες τις τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, συμπεριλαμβανομένης της πυρηνικής σχάσης, είναι σημαντικό για τις μελλοντικές μακροπρόθεσμες απαιτήσεις της πυρηνικής ενέργειας.

Η πυρηνική ενέργεια επίσης είναι μία από τις οικονομικότερες πηγές ενέργειας, λιγότερο ευπαθής στις μεταβολές της τιμής των καυσίμων, και ως εκ τούτου προστατεύει τις οικονομίες της ΕΕ από τη μεταβλητότητα της τιμής πρώτων υλών. Αυξάνει επίσης την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού στην Ευρώπη, καθώς οι πηγές ουρανίου διανέμονται ευρέως ανά τον κόσμο, σε γεωπολιτικώς σταθερές περιοχές.

Οι ανησυχίες του ευρύ κοινού σχετικά με την πυρηνική ασφάλεια και τη διαχείριση αποβλήτων εξακολουθούν να πρέπει να εξεταστούν πλήρως. Όπως φαίνεται από μία πρόσφατη μελέτη του Ευρωβαρόμετρου[5], μία μεγάλη πλειοψηφία των ευρωπαίων πολιτών θεωρεί ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η πιο αρμόδια για να διασφαλίσει την εγγύηση του ανώτατου επιπέδου πυρηνικής ασφάλειας στην Ευρώπη. Αφετέρου, ο κατακερματισμός του ρυθμιστικού πλαισίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδίως για την έκδοση αδειών και την πιστοποίηση σχεδιασμού, αποτελεί ένα εμπόδιο για επενδύσεις. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να προωθήσει ένα πιο συνεκτικό οικονομικό και ρυθμιστικό πλαίσιο. Το γεγονός αυτό θα διευκολύνει τις επενδύσεις στα κράτη μέλη τα οποία επιλέγουν να συμπεριλάβουν την πυρηνική ενέργεια στο συνδυασμό ενεργειών τους και θα εξασφαλίσει την στήριξη επενδυτικών αποφάσεων πάνω σε πιο διαφανείς και κατανοητούς κανόνες.

Επενδυτικές ανάγκεσ για δυναμικό παραγωγήσ πυρηνικήσ ενέργειασ

Προβλέψεις για ζήτηση ενέργειας και ηλεκτρισμού

Βάσει του σεναρίου PRIMES για νέα ενεργειακή πολιτική η συνολική τελική ζήτηση ενέργειας στην ΕΕ αναμένεται να αυξηθεί ελαφρώς έως το 2020 (+1,5%) σε περίπτωση συγκρατημένων τιμών πετρελαίου και να μειωθεί ελαφρώς (-2%) σε περίπτωση υψηλών τιμών πετρελαίου[6]. Η αύξηση της ζήτησης ηλεκτρισμού αναμένεται να ανέλθει σε 8-9% κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου. Ως εκ τούτου, το μερίδιο ηλεκτρισμού στην τελική ζήτηση ενέργειας θα αυξηθεί από 20% σε 23%. Προβλέπεται ότι η αύξηση της δυναμικότητας ηλεκτροπαραγωγής θα κυμανθεί μεταξύ 20% και 24% μέχρι το 2020, αλλά βάσει των παραδοχών του μοντέλου PRIMES για νέα ενεργειακή πολιτική και αναλόγως της τιμής του πετρελαίου, το μερίδιο της πυρηνικής ενέργειας θα μειωθεί από 30% σε επίπεδο μεταξύ 25% και 26% στην ηλεκτροπαραγωγή και από 14% σε επίπεδο μεταξύ 12% και 14% της συνολικής ζήτησης πρωτογενούς ενέργειας μέχρι το 2020[7]. Ωστόσο, τα εν λόγω στοιχεία αντανακλούν πολιτικές οι οποίες εφαρμόστηκαν στα κράτη μέρη και ως εκ τούτου αποκλείονται οι πιο πρόσφατες συζητήσεις σχετικά με τις πιθανές παρατάσεις διάρκειας ζωής και τις νέες κατασκευές οι οποίες θα μπορούσαν να τροποποιήσουν τη μελλοντική κατάσταση δυναμικού.

Τα μέτρα ενεργειακής απόδοσης θα πρέπει να αναστρέψουν την αύξηση της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας καθώς και τη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας. Άλλωστε, εάν οι τιμές ορυκτών καυσίμων παραμείνουν στα πρωτοφανή επίπεδα του 2008, η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας, ιδίως στον τομέα των μεταφορών, μπορεί να αναμένεται να αυξηθεί. Κατά συνέπεια, η σημασία της ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού θα αυξηθεί για τη συνολική οικονομία.

Επενδυτικές προοπτικές στον πυρηνικό τομέα

Ανεξάρτητα από την ακριβή εξέλιξη της κατανάλωσης ενέργειας, η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνεται ταχύτερα από τη ζήτηση συνολικής ενέργειας. Το ανεπαρκές δυναμικό βασικού φορτίου ενδέχεται να εκθέσει σε κίνδυνο τη σταθερότητα του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας εάν δεν εισαχθούν αντίμετρα σε μία μεγάλη κλίμακα. Το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ηλεκτρικής ενέργειας θα αυξηθεί αλλά θα χρειαστούν άλλες πηγές ενέργειας, καθώς οι δυνατότητες αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας είναι περιορισμένες και η ζήτηση πρέπει πάντα να ικανοποιείται. Θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στην αντικατάσταση και/ή στην παράταση διάρκειας ζωής των σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στους οποίους επέρχεται παλαίωση και θα φθάσουν στο τέλος της αρχικά προβλεπόμενης διάρκειας ζωής τους πριν το 2020. Σε περίπτωση διακοπής λειτουργίας των εν λόγω σταθμών, η συμβολή της πυρηνικής ενέργειας στο συνολικό εφοδιασμό ηλεκτρικής ενέργειας θα μειωθεί ουσιαστικά, εκτός εάν κατασκευαστούν νέοι σταθμοί ή οι παλαιότεροι σταθμοί αναβαθμιστούν με ασφάλεια προκειμένου να παραταθεί η περίοδος λειτουργίας τους.

Η γραφική παράσταση (Σχήμα 1, Παράρτημα 1) απεικονίζει τη φθίνουσα τάση του δυναμικού παραγωγής πυρηνικής ενέργειας στην ΕΕ παρά την ύπαρξη νέων υπό κατασκευή σταθμών ή την κοινοποίηση της Επιτροπής[8] (Φιλανδία, Γαλλία, Βουλγαρία και Σλοβακία), καθώς και τις ήδη συμφωνημένες (ή εκκρεμούσες) παρατάσεις λειτουργικού χρόνου ζωής σε 40, 50 ή 60 έτη.

Σύμφωνα με τις τρέχουσες προβλέψεις, το δυναμικό παραγωγής πυρηνικής ενέργειας στην ΕΕ θα σημειώσει πτώση της τάξεως των 33 GWe[9] έως το 2020. Εάν αυτό το δυναμικό βασικού φορτίου δεν αντικατασταθεί από νέο πυρηνικό σταθμό, τότε ένα σημαντικό μέρος του θα αντικατασταθεί από μονάδες που λειτουργούν με αέριο ή από μονάδες παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα. Η παράταση της διάρκειας ζωής υφιστάμενων ή νεόδμητων σταθμών θα απαιτούνταν μόνο για τη διατήρηση του μεριδίου παραγωγής πυρηνικής ενέργειας στο τρέχον επίπεδο, συμβάλλοντας στην επίτευξη των στόχων της ΕΕ όσον αφορά τη μείωση εκπομπών και την ασφάλεια εφοδιασμού. Με τις γενικευμένες παρατάσεις διάρκειας ζωής υφιστάμενων αντιδραστήρων σε 50 έτη, το δυναμικό θα παρέμενε σταθερό έως το 2020. Ωστόσο, οι γενικευμένες παρατάσεις διάρκειας ζωής έχουν ένα ανώτατο όριο καθώς ο πραγματικός αριθμός εγκαταστάσεων των οποίων η διάρκεια ζωής μπορεί να παραταθεί θα πρέπει να αξιολογηθεί κατά περίπτωση, με την επιφύλαξη της τήρησης των υψίστων διαθέσιμων προτύπων ασφαλείας. Το τεχνολογικό βάθρο για βιώσιμη πυρηνική ενέργεια θα διαδραματίσει ένα σημαντικό ρόλο στον προσδιορισμό των αναγκών στον τομέα έρευνας και ανάπτυξης όσον αφορά τις παρατάσεις διάρκειας ζωής.

Σε αυτές τις υποθετικές εξελίξεις, ο άμεσος παροπλισμός μετά από τη διακοπή λειτουργίας πεπαλαιωμένων σταθμών θα διευκόλυνε την κατασκευή δυναμικού αντικατάστασης υφιστάμενων πυρηνικών εγκαταστάσεων. Πρέπει να σχεδιαστούν εγκαίρως νέες επενδύσεις στον πυρηνικό τομέα καθώς πρέπει να αναπτυχθούν επίσης οι βιομηχανικές δυνατότητες προκειμένου να πραγματοποιηθούν οι εν λόγω επενδύσεις. Το γεγονός αυτό δεν ισχύει μόνο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας αλλά επίσης και για άλλες εφαρμογές και συγκεκριμένα της πυρηνικής ιατρικής.

Επισκόπηση νέων και προγραμματισμένων πυρηνικών σταθμών, προγραμματισμένες διακοπές λειτουργίας και παρατάσεις

Νέοι σταθμοί υπό κατασκευή, νέα επενδυτικά προγράμματα

Κατασκευάζονται δύο ευρωπαϊκοί αντιδραστήρες ύδατος υπό πίεση (EPR) 1600 MWe: ένας στη Φιλανδία (3η μονάδα του πυρηνικού σταθμού στο Olkiluoto) και ένας στη Flamanville, Γαλλία. Οι εν λόγω αντιδραστήρες αναμένεται να τεθούν σε λειτουργία έως το 2012. Η Φιλανδία προβαίνει επίσης στην έναρξη της διαδικασίας για την πιθανή κατασκευή ενός έκτου αντιδραστήρα, και η Γαλλία ανακοίνωσε ότι θα κατασκευάσει έναν δεύτερο αντιδραστήρα EPR και ότι σχεδιάζει την κατασκευή περισσότερων αντιδραστήρων έως το 2020-30.

Άλλες τρέχουσες, ή οριστικά προγραμματισμένες, νέες κατασκευές στην ΕΕ είναι οι δύο μονάδες του αντιδραστήρα AES-92 VVER στη Belene της Βουλγαρίας, οι μονάδες 3 και 4 του αντιδραστήρα VVER στη Mochovce της Σλοβακίας. Η Ρουμανία πρόκειται σύντομα να κοινοποιήσει τα σχέδια της για την ολοκλήρωση των μονάδων 3 και 4 του πυρηνικού σταθμού CANDU στη Cernavoda (η μονάδα 2 συνδέθηκε στο δίκτυο το 2007).

Οι Βαλτικές χώρες, η Πολωνία και οι Κάτω Χώρες εξετάζουν περιφερειακά έργα και εθνικές επιλογές για νέους πυρηνικούς σταθμούς.

Τον Ιανουάριο του 2008 η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου έδωσε την έγκριση της για νέα κατασκευή πυρηνικών υποδομών, δηλώνοντας ότι η πυρηνική ενέργεια θα πρέπει να διαδραματίσει ένα ρόλο στην παροχή καθαρής, ασφαλούς και οικονομικά προσιτής ενέργειας στο Ηνωμένο Βασίλειο. Δημοσίευσε το σχέδιο νόμου της σχετικά με την ενέργεια που ενθαρρύνει τις επενδύσεις στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας, με ρήτρες για τη διασφάλιση επαρκούς χρηματοδότησης από δυνητικούς κατασκευαστές νέων πυρηνικών σταθμών για πλήρες κόστος παροπλισμού και την πλήρη συμμετοχή τους στο κόστος διάθεσης αποβλήτων. Η κυβέρνηση κάλεσε τις εταιρείες να καταρτίσουν σχέδια κατασκευής και να θέσουν σε λειτουργία νέους σταθμούς αναφέροντας ότι το έδαφος γύρω από 18 εγκαταστάσεις των οποίων η λειτουργία έχει διακοπεί κατά κύριο λόγο θα διατίθεντο για πώληση και ανάπτυξη μέσω της Αρχής για τον παροπλισμό των πυρηνικών σταθμών (NDA). Αναμένεται ότι θα κατασκευαστούν τουλάχιστον 7 νέοι πυρηνικοί σταθμοί οι οποίοι κατατάσσονται στην κατηγορία 3ης γενιάς.

Η Ιταλία ανακοίνωσε στις 22 Μαΐου 2008 ότι μόνο οι πυρηνικοί σταθμοί μπορούν να παράγουν ενέργεια σε μεγάλη κλίμακα, με ασφάλεια, σε ανταγωνιστικά κόστη και με σεβασμό προς το περιβάλλον, και ως εκ τούτου σχεδιάζει να προβεί στην επανεκκίνηση του πυρηνικού τομέα, με σκοπό την κατασκευή 4 με 8 νέων πυρηνικών σταθμών έως το 2020.

Αύξηση δυναμικού και παρατάσεις διάρκειας ζωής

Η αύξηση δυναμικού εξακολουθεί να πραγματοποιείται σε περισσότερο από 25% όλων των πυρηνικών σταθμών· έχει σημειωθεί σταθερή αύξηση της μέσης διαθεσιμότητας μονάδων σε ευρωπαϊκή κλίμακα κατά τη διάρκεια των περασμένων 10 με 15 ετών (φτάνοντας στο 84% για την περίοδο 2004-2006). Κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, προγράμματα για την αύξηση δυναμικού αλλά και για την αύξηση διαθεσιμότητας σταθμών είχε ως αποτέλεσμα την επιπλέον παραγωγή καθαρής ενέργειας πάνω από 5000 MWe στην ΕΕ-27 (το οποίο ισοδυναμεί σε 3 με 5 αντιδραστήρες αναλόγως με τη στάθμη ισχύος τους).

Ωστόσο, όλοι οι σταθμοί οι οποίοι βρίσκονται σε λειτουργία σύντομα θα φτάσουν στα όρια της αρχικής διάρκειας ζωής του σχεδιασμού τους (30 με 40 έτη): η μέση διάρκεια ζωής του στόλου της ΕΕ-27 ανέρχεται σε 23 έτη, σε σύγκριση με τον παγκόσμιο μέσο όρο των 20 ετών (Σχήμα 2, Παράρτημα 1). Το 18% του τρέχοντος δυναμικού παραγωγής πυρηνικής ενέργειας στην ΕΕ προέρχεται από σταθμούς 30 ή και παραπάνω ετών, και μόνο το 8% προέρχεται από σταθμούς 15 ή και λιγότερο ετών.[10]

Βάσει της αρχικής διάρκειας ζωής σταθμών, η οποία ανέρχεται σε 30 με 40 έτη, περίπου 44 GWe ή 33% του εγκατεστημένου καθαρού δυναμικού πυρηνικής ενέργειας στην ΕΕ-27 θα πρέπει να αφαιρεθεί από το δίκτυο και να αντικατασταθεί κατά τη διάρκεια των επόμενων 10 ετών. Ωστόσο, οι επιχειρήσεις κοινής ωφελείας αντιμετωπίζουν αβεβαιότητα από πολιτικής και ρυθμιστικής απόψεως όταν κάνουν αιτήσεις για νέες κατασκευές, οι οποίες αποτελούν επενδύσεις με μεγάλες περιόδους νεκρού σημείου εκμετάλλευσης. Κατά συνέπεια, η υφιστάμενη διάρκεια ζωής λειτουργίας υπό ασφαλείς συνθήκες φαίνεται ότι είναι, βάσει της τρέχουσας κατάστασης, οικονομικά αποδοτικότερη από την επιλογή μίας νέας κατασκευής και γίνεται η συνήθης πρακτική σε πολλές χώρες.

Δεν υπάρχει καμία ένδειξη εγκεκριμένων προγραμμάτων παράτασης διάρκειας ζωής τα οποία διακυβεύουν τη συνεχή ασφάλεια της λειτουργίας πυρηνικών σταθμών. Οι σταθμοί οι οποίοι επελέγησαν για παράταση διάρκειας ζωής είναι υποκείμενοι σε σημαντικές επενδύσεις για αναβάθμιση και συγχρονισμό ισχύος, συμπεριλαμβανομένων βελτιωμένων χαρακτηριστικών ασφαλείας. Η παράταση διάρκειας ζωής ισχύει μόνο για τις περιπτώσεις εκείνες όπου υπάρχουν επαρκή περιθώρια ασφαλείας για την κάλυψη μηχανισμών γήρανσης βασικών συστατικών μερών. Μία συζήτηση σχετικά με παρατάσεις διάρκειας ζωής βρίσκεται σε εξέλιξη αυτήν την περίοδο στο Βέλγιο και στη Γερμανία παρά τις επίσημες πολιτικές σταδιακού τερματισμού οι οποίες παρουσιάζονται παρακάτω.

Ανακτημένο δυναμικό

Εκτός από την αναβάθμιση και τις παρατάσεις διάρκειας ζωής, με τη σταδιακή μετάβαση από τη χρήση αέριας διάχυσης σε εγκαταστάσεις εμπλουτισμού με φυγοκέντριση, θα ανακτηθούν περίπου 3000 MWe δυναμικού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.

Προγραμματισμένες διακοπές λειτουργίας

Το Βέλγιο και η Γερμανία σχεδιάζουν τη σταδιακή εξάλειψη πυρηνικής ενέργειας μετά τη διακοπή λειτουργίας των υφιστάμενων πυρηνικών σταθμών[11].

Εκτός από τις αποφάσεις για σταδιακή εξάλειψη της πυρηνικής ενέργειας τις οποίες έλαβαν αυτές οι 2 χώρες σε πολιτικό επίπεδο, αναμένεται να τερματιστεί έως το 2010 η λειτουργία τουλάχιστον 11 σταθμών που βρίσκονται σε λειτουργία στην ΕΕ και ανέρχονται περίπου στα 7,7 GWe ή 5,5% του συνολικού τρέχοντος δυναμικού της ΕΕ. Η Λιθουανία και η Σλοβακία θα πρέπει να διακόψουν τη λειτουργία ενός αντιδραστήρα η καθεμία ως μέρος των δεσμεύσεων τους για την ένταξη στην ΕΕ. Όλες αυτές οι διακοπές λειτουργίας συμβάλουν στην προβλεπόμενη μείωση του μεριδίου πυρηνικής ενέργειας έως το 2020, εκτός εάν ακυρωθούν οι πολιτικές σταδιακής εξάλειψης.

Όροι για την πραγματοποιηση των απαραιτητων επενδύσεων

Δημόσια αποδοχή

Η δημόσια αποδοχή είναι απαραίτητη για τη χρήση πυρηνικής ενέργειας στην Ευρώπη. Η ΕΕ έχει μία ώριμη πυρηνική βιομηχανία, καλύπτοντας ολόκληρο τον κύκλο πυρηνικών καυσίμων, με ένα καλό ιστορικό προστασίας και ασφαλείας. Ωστόσο, πρέπει να εξετασθούν ακόμα πολλές ανησυχίες.

Όλες οι δημόσιες αρχές έχουν να διαδραματίσουν ένα ρόλο σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Η ενίσχυση του τρέχοντος ευρωπαϊκού νομικού πλαισίου είναι απαραίτητη για τη βελτίωση της διαφάνειας και της διαχείρισης των δραστηριοτήτων στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας. Πρέπει να γίνουν προσπάθειες για την παροχή πραγματολογικών, έγκαιρων και εύκολα κατανοητών πληροφοριών προς το κοινό, εξασφαλίζοντας μία ανοιχτή συζήτηση, μεταξύ των βασικών παραγόντων, πάνω σε όλες τις πτυχές της πυρηνικής ενέργειας.

Η Επιτροπή εξετάζει τα εν λόγω ζητήματα μέσω της ομάδας υψηλού επιπέδου για την πυρηνική ασφάλεια και τη διαχείριση αποβλήτων (HLG), η οποία απαρτίζεται από ανώτερα στελέχη εθνικών ρυθμιστικών αρχών, καθώς και μέσω του ευρωπαϊκού φόρουμ για την πυρηνική ενέργεια (ENEF), μία ευρύτερη εγκάρσια τομή της κοινωνίας.

Η ομάδα HLG συγκροτήθηκε από την Επιτροπή το 2007 με την εντολή να αναπτύξει μία κοινή αντίληψη και να προτείνει κοινές προσεγγίσεις για την περαιτέρω βελτίωση της πυρηνικής ασφάλειας και της διαχείρισης αναλωμένων καυσίμων και ραδιενεργών αποβλήτων. Στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας της HLG και συνεκτιμώντας συζητήσεις και εξελίξεις σε άλλα βήματα ανταλλαγής ιδεών, η Επιτροπή καταρτίζει αναθεωρημένη πρόταση οδηγίας με την οποία συγκροτείται κοινοτικό πλαίσιο για την πυρηνική ασφάλεια.

Το ENEF παρέχει μία πλατφόρμα για μία ευρεία συζήτηση των ενδιαφερόμενων μερών πάνω στις ευκαιρίες και στους κινδύνους της πυρηνικής ενέργειας, εστιάζοντας πάνω στον ανταγωνισμό της πυρηνικής ενέργειας, στις ιδιαιτερότητες της χρηματοδότησης νέων πυρηνικών κατασκευών, στην ανάγκη για ένα νομικό χάρτη πορείας ο οποίος συνοδεύει την υπεύθυνη χρήση πυρηνικής ενέργειας, σε τρόπους προόδου της διαχείρισης αποβλήτων και σε προσεγγίσεις για την ενίσχυση της αξιοπιστίας, της διαφάνειας και της εμπιστοσύνης μεταξύ του κοινού και των συντελεστών οι οποίοι εμπλέκονται στη διαδικασία.

Μια πρόσφατη έρευνα του Ευρωβαρόμετρου[12], η οποία διεξήχθη κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ Φεβρουαρίου και Μαρτίου του 2008, κατέληξε ότι οι ευρωπαίοι πολίτες υιοθετούν μια πιο θετική στάση απέναντι στην πυρηνική ενέργεια απ’ό,τι το 2005. Ωστόσο, επιβεβαίωσε επίσης ότι η δημόσια αποδοχή της πυρηνικής ενέργειας συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τη διαθεσιμότητα μόνιμων και ασφαλών λύσεων διαχείρισης ραδιενεργών αποβλήτων. Ενώ τα κράτη μέλη φέρουν πλήρη ευθύνη για τη διαχείριση των δικών τους ραδιενεργών αποβλήτων, οι ευρωπαίοι πολίτες επιθυμούν η ΕΕ να διαδραματίσει έναν ενεργό ρόλο προκειμένου να διασφαλιστεί η παρακολούθηση, η εναρμόνιση και η συνοχή των εθνικών πρακτικών και προγραμμάτων για ραδιενεργά απόβλητα με συγκεκριμένα σχέδια και καθορισμένες προθεσμίες. Οι επιστημονικοί και τεχνολογικοί τομείς οι οποίοι είναι σημαντικοί για τη γεωλογική διάθεση έχουν φτάσει σε ένα επίπεδο ωριμότητας και πλέον δεν είναι αποδεκτή μια πολιτική «αναμονής». Πρέπει να συντελεστεί πρόοδος προς εξακριβωμένες λύσεις, μεταξύ άλλων μέσω περαιτέρω εργασιών έρευνας και ανάπτυξης και να μην αφήνεται η λήψη των πολιτικών αποφάσεων για τις επόμενες γενεές. Χρειάζεται συλλογική προσπάθεια μεταξύ των καίριας σημασίας εμπλεκόμενων παραγόντων έρευνας και ανάπτυξης, ιδιαίτερα των εθνικών οργανισμών διαχείρισης των αποβλήτων, ώστε να συνταχθεί θεματολόγιο στρατηγικής έρευνας και στρατηγική εγκατάστασης για την υλοποίηση προσανατολισμένων ερευνητικών εργασιών.

Η συνεργεία για την εξέταση του ζητήματος πυρηνικών αποβλήτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο προάγεται μέσω της ομάδας υψηλού επιπέδου για την πυρηνική ασφάλεια και τη διαχείριση αποβλήτων, του ευρωπαϊκού φόρουμ για την πυρηνική ενέργεια καθώς και μέσω της τεχνολογικής πλατφόρμας για βιώσιμη πυρηνική ενέργεια και μίας νέας τεχνολογικής πλατφόρμας για γεωλογική διάθεση, με σκοπό τη διευκόλυνση επιπλέον προσπαθειών για τη βελτιστοποίηση της ευρωπαϊκής έρευνας και ανάπτυξης, τον καλύτερο συντονισμό, τον καθορισμό κοινών στόχων και τη μεγαλύτερη συμμετοχή και δέσμευση από τον κλάδο παραγωγής για την αντιμετώπιση ζητημάτων διαχείρισης αποβλήτων. Με την ευκαιρία της παρουσίασης της έκτης έκθεσης σχετικά με τα πυρηνικά απόβλητα[13], το Συμβούλιο έκανε απολογισμό της κατάστασης της διαχείρισης πυρηνικών αποβλήτων στην ΕΕ.

Η μη διάδοση πυρηνικών όπλων είναι ένα παγκόσμιο ζήτημα, το οποίο αποτελεί υπενθύμιση και ανησυχία για το κοινό σχετικά με τους δυνητικούς κινδύνους ασφαλείας οι οποίοι συνδέονται με τη χρήση και τη μελλοντική ανάπτυξη πυρηνικής ενέργειας. Καθώς αυξάνεται ο αριθμός των χωρών οι οποίες προβαίνουν στην έναρξη ή μελετάνε την έναρξη ενός προγράμματος πυρηνικής ενέργειας, υπάρχει μία σαφής ανάγκη για ενίσχυση της πυρηνικής προστασίας, ασφάλειας και των πυρηνικών διασφαλίσεων για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων. Στο πλαίσιο αυτό, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει να διαδραματίσει ένα σημαντικό ρόλο χρησιμοποιώντας τα διαθέσιμα μέσα εξωτερικής διάστασης: το μέσο συνεργασίας για την πυρηνική ασφάλεια (INSC) και το μέσο σταθερότητας[14]. Μία βασική προτεραιότητα της Κοινότητας είναι η διατήρηση της υποστήριξης της για τη Συνθήκη περί Μη Διάδοσης των Πυρηνικών Όπλων (ΣΜΔ) με την ανάπτυξη μίας κοινής προσέγγισης με το ΔΟΑΕ απέναντι στους κινδύνους διάδοσης. Η κοινή δήλωση της 7ης Μαΐου 2008 μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΔΟΑΕ τονίζει την εν λόγω σημασία[15].

Η Επιτροπή έχει την πρόθεση να απευθύνει ανακοίνωση προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με τη μη διάδοση πυρηνικών όπλων.

Στο πλαίσιο μίας έγκαιρης ανταλλαγής πληροφοριών και μίας προειδοποίησης σε περίπτωση πυρηνικών συμβάντων στην ΕΕ, η Επιτροπή συζητεί επίσης με τα κράτη μέλη τον τρόπο λειτουργίας του συστήματος ECURIE.

Ζητήματα αδειοδότησης

Αδειοδότηση

Υπάρχει ανάγκη για προγραμματισμό σταθερότητας και για μείωση επενδυτικών κινδύνων εξαιτίας της κανονιστικής αβεβαιότητας όσον αφορά τους επενδυτές και άλλους εμπλεκόμενους παράγοντες. Η αδειοδότηση συμπεριλαμβάνει πιστοποιήσεις πρότυπων σχεδιασμών, έγκαιρες άδειες λειτουργίας εγκαταστάσεων, οικοδομικές άδειες, άδειες λειτουργίας ή συνδυασμό αδειών. Οι δημόσιες αρχές στην ΕΕ θα πρέπει να ενθαρρύνουν την εναρμόνιση και την απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης προκειμένου να παρασχεθεί νομική βεβαιότητα.

Πιστοποίηση σχεδιασμού

Παρόλο που έχουν σημειωθεί κινήσεις στην Ευρώπη προς τη θέσπιση εναρμονισμένων απαιτήσεων αδειοδότησης, η πιστοποίηση σχεδιασμού πραγματοποιείται σε εθνικό επίπεδο και βάσει κριτηρίων ασφαλείας.

Το έγγραφο EUR (ευρωπαϊκές απαιτήσεις για τις επιχειρήσεις κοινής ωφελείας) είναι μία προδιαγραφή για πυρηνικούς σταθμούς η οποία συντάχθηκε από μία ομάδα δυνητικών επενδυτών στον τομέα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη, κατά κύριο λόγο επιχειρήσεις κοινής ωφελείας και άλλα βιομηχανικά ιδρύματα, το οποίο αρχικά σχεδιάστηκε για τη διευκόλυνση της αδειοδότησης για αντιδραστήρες EPR. Παρόλο που το εν λόγω έγγραφο χρησιμοποιείται ως μία βάση για τη προδιαγραφή υποβολής προσφορών για τις νέες πυρηνικές κατασκευές στη Φιλανδία (αντιδραστήρας EPR στη μονάδα Olkiluoto 3) και στη Βουλγαρία (αντιδραστήρας AES-92 στη Belene), δεν αποτελεί ένα ρυθμιστικό τύπο προτύπου ασφαλείας σχεδιασμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Η WENRA (Ένωση Επιτροπών Εποπτείας της Πυρηνικής Ενέργειας της Δυτικής Ευρώπης) συγκεντρώνει τις ρυθμιστικές αρχές πυρηνικής ενέργειας των κρατών μελών της ΕΕ και της Ελβετίας. Οι βασικοί στόχοι της είναι η ανάπτυξη μιας κοινής προσέγγισης για την πυρηνική ασφάλεια, η παροχή ανεξάρτητης ικανότητας για εξέταση της πυρηνικής ασφάλειας στις υπό ένταξη και υποψήφιες χώρες για προσχώρηση στην ΕΕ και στις ρυθμιστικές αρχές δικτύου στην Ευρώπη μέσω ανταλλαγής εμπειριών και συζήτησης πάνω σε σημαντικά ζητήματα ασφαλείας. Η WENRA έχει θεσπίσει και αναθεωρεί τακτικά τα επίπεδα αναφοράς της τα οποία ισχύουν για την ασφάλεια αντιδραστήρων, λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτήσεις ασφαλείας τις οποίες εξέδωσε ο Διεθνής Οργανισμός Ατομικής Ενέργειας (ΔΟΑΕ).

Σύσταση: Θα πρέπει να υιοθετηθούν κοινά επίπεδα ασφαλείας αντιδραστήρων για υφιστάμενους πυρηνικούς σταθμούς και για νέες κατασκευές.

Σχεδιασμοί 3ης γενιάς

Οι αντιδραστήρες 1ης γενιάς αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια των δεκαετιών ’50-’60, και κανένας δεν εξακολουθεί να λειτουργεί σήμερα στην ΕΕ, εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι αντιδραστήρες 2ης γενιάς είναι εκείνοι οι οποίοι βρίσκονται σε λειτουργία κατά κύριο λόγο στην ΕΕ-27 και στον υπόλοιπο κόσμο. Οι αντιδραστήρες ελαφρού ύδατος προηγμένης τεχνολογίας 3ης γενιάς και οι εξελικτικοί σχεδιασμοί παρέχουν πλεονεκτήματα τόσο από πλευράς ασφαλείας όσο και από οικονομικής πλευράς σε σύγκριση με τις προηγούμενες γενιές και ως εκ τούτου προτείνονται για την κατασκευή νέων σταθμών στην ΕΕ. Ελλείψει επισήμων ορισμών, χαρακτηρίζονται από τα εξής χαρακτηριστικά:

- Βελτιωμένα συστήματα ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένων παθητικών ή εγγενών χαρακτηριστικών ασφαλείας και ενός προστατευτικού περιβλήματος που παρέχει προστασία από εσωτερικές επιπτώσεις εξαιτίας των συνεπειών ατυχημάτων καθώς και από εξωτερικές επιπτώσεις.

- Αύξηση του βαθμού θερμικής απόδοσης και κατά συνέπεια μείωση των απαιτήσεων για καύσιμα.

- Μεγαλύτερη διάρκεια ζωής σταθμού.

- Βελτιωμένη τεχνολογία καυσίμων και κατά συνέπεια μείωση του όγκου αποβλήτων υψηλού επιπέδου.

Οι πρόσφατες νέες κατασκευές στο Olkiluoto (Φιλανδία), στη Flamanville (Γαλλία) και στη Belene (Βουλγαρία) αποτελούν παραδείγματα αντιδραστήρων 3ης γενιάς.

Οι πυρηνικοί σταθμοί πρέπει επίσης να προστατεύονται προσεκτικά τόσο από απόπειρες δολιοφθοράς ή τρομοκρατικές ενέργειες όσο και από πιθανή κλοπή πυρηνικού υλικού. Πρόσφατοι σταθμοί στην ΕΕ έχουν συμπεριλάβει ελέγχους διασφαλίσεων και απαιτήσεις ασφαλείας στο σχεδιασμό τους, αποτελώντας ένα παράδειγμα από πλευράς πυρηνικής ασφάλειας και μη διάδοσης πυρηνικών όπλων.

Σύσταση: Μόνο σχέδια των οποίων τα επίπεδα ασφάλειας και προστασίας ισοδυναμούν στην κατηγορία 3ης γενεάς, ή μεταγενέστερων βελτιώσεων, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη στην ΕΕ για μελλοντικές νέες κατασκευές.

Ζητήματα χρηματοδότησης

Ένας πυρηνικός σταθμός έχει ένα σημαντικά υψηλότερο κόστος κατασκευής από μια αντίστοιχη μονάδα παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα ή μια μονάδα η οποία λειτουργεί με αέριο. Ωστόσο, το κόστος λειτουργίας ενός πυρηνικού σταθμού είναι χαμηλότερο κατά τη διάρκεια ζωής σχεδιασμού, λόγω του χαμηλότερου και πιο προβλέψιμου κόστους καυσίμων. Μολαταύτα, το μέγεθος της αρχικής επένδυσης και ο απαιτούμενος χρόνος απόσβεσης συνεπάγονται έναν υψηλό κίνδυνο για τις ιδιωτικές εταιρείες οι οποίες πουλάνε ηλεκτρική ενέργεια με βραχυπρόθεσμες συμβάσεις ή σε χρηματιστήρια. Μέχρι στιγμής, το γεγονός αυτό έχει ευνοήσει τους σταθμούς παραγωγής ενέργειας με χαμηλότερο κόστος κεφαλαίου και υψηλότερο, ενδεχομένως κυμαινόμενο, κόστος καυσίμων (όπως για παράδειγμα οι μονάδες που λειτουργούν με αέριο). Η αύξηση τιμής των ορυκτών καυσίμων κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών επηρεάζει σημαντικά μία επαναξιολόγηση της χρηματοδοτικής διάρθρωσης, οδηγώντας σε ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για επένδυση σε νέους πυρηνικούς σταθμούς.

Ωστόσο, η πρόσφατη μεταβλητότητα στις παγκόσμιες πιστωτικές αγορές ενδεχομένως να ασκήσει πίεση βραχυπρόθεσμα σε επενδυτικά έργα μεγάλης κλίμακας. Παράλληλα, το αυξημένο κόστος υλικών κατασκευής και του εργατικού δυναμικού έχουν οδηγήσει γενικά σε εκτιμήσεις αυξημένου κόστους για νέους σταθμούς παραγωγής ενέργειας.

Όλες οι μορφές παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας δημιουργούν μία μορφή αρνητικής εξωτερικής επίδρασης – κόστος που επιβάλλεται σε τρίτα μέρη και δεν καταβάλλεται άμεσα από τον παραγωγό - και το κόστος παραγωγής συχνά δεν αντικατοπτρίζει το εξωτερικό κόστος. Το σημαντικότερο εξωτερικό κόστος για την πυρηνική ενέργεια, δηλαδή το κόστος παροπλισμού και διαχείρισης αποβλήτων, θα πρέπει να ενσωματωθεί στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος[16]. Τα μέτρα για την αντιμετώπιση της υπερθέρμανσης του πλανήτη, όπως ένας αποτελεσματικός μηχανισμός εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών, αποτελούν τρόπους ενσωμάτωσης εξωτερικού κόστους ορυκτών καυσίμων και θα μπορούσαν να παρέχουν ίσους όρους ανταγωνισμού για τα οικονομικά της ηλεκτροπαραγωγής από πυρηνική ενέργεια.

Είναι σημαντικό να διασφαλιστεί στην ΕΕ ότι τα έργα πυρηνικής ενέργειας δεν επωφελούνται από καμία κρατική επιδότηση. Υπάρχει η δυνατότητα διαφορετικών τρόπων δράσης ως προς το θέμα αυτό.[17]

Διάρθρωση κόστους για πυρηνικούς σταθμούς

Η εξυπηρέτηση του κόστους κατασκευής ενός πυρηνικού σταθμού είναι ο σημαντικότερος παράγοντας ο οποίος καθορίζει την ανταγωνιστικότητα της πυρηνικής ενέργειας. Παρά το υψηλό επενδυτικό κόστος ((70% του συνολικού κόστους παραγωγής ηλεκτροπυρηνικών σταθμών σε αντίθεση με (40% στις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα και (30% στις μονάδες που λειτουργούν με φυσικό αέριο) και την ανάγκη ενσωμάτωσης όλων των δαπανών διάθεσης αποβλήτων και παροπλισμού, οι πυρηνικοί σταθμοί ανταγωνίζονται επιτυχώς τις μονάδες οι οποίες λειτουργούν με ορυκτά καύσιμα (€40–45/MWh και κανένα κόστος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών). Η βελτίωση επιδόσεων των πυρηνικών σταθμών κατά τη διάρκεια των τελευταίων 10 έως 15 ετών είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της διαθεσιμότητας και της παραγόμενη στους σταθμούς ενέργειας, γεγονός το οποίο μείωσε περαιτέρω το κόστος ηλεκτροπαραγωγής.

Επειδή ένας σταθμός ηλεκτροπαραγωγής δεν αποφέρει κέρδη κατά τη διάρκεια της κατασκευής, οι μεγαλύτερες διάρκειες κατασκευής και οι καθυστερήσεις στην κατασκευή μεταφράζονται άμεσα σε χρεώσεις υψηλότερων τόκων για κεφάλαια από δανεισμό. Οι τυποποιημένες ρυθμιστικές διαδικασίες επιλογής θέσης εγκατάστασης, αδειοδότησης και κατασκευής θα μείωναν το συνολικό απαιτούμενο χρονικό πλαίσιο και θα αύξαναν τη βεβαιότητα ότι, εάν ο σταθμός κατασκευαστεί όπως σχεδιάστηκε, τότε θα επιτραπεί η λειτουργία του.

Ίσοι όροι ανταγωνισμού για χρηματοδότηση

Προκειμένου να επιτευχθεί η μετάβαση σε μία οικονομία χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, η ΕΕ χρειάζεται μια ισορροπία μεταξύ των επενδυτικών αποφάσεων και κανονισμών της αγοράς. Αν και η αγορά θα επηρεάσει τελικά τις αποφάσεις σχετικά με τεχνολογίες και συγκεκριμένα επενδυτικά έργα, οι δημόσιες αρχές έχουν ένα κύριο ρόλο στην καθοδήγηση επενδύσεων στον τομέα της ενέργειας παρέχοντας σαφή και αξιόπιστα μακροπρόθεσμα πλαίσια πολιτικής.

Αν και η χρηματοδότηση της κατασκευής νέων πυρηνικών σταθμών ανήκει στους ιδιωτικούς φορείς εκμετάλλευσης και στις κεφαλαιαγορές, ορισμένα μέτρα ενδέχεται να δικαιολογηθούν για τη διευκόλυνση χρηματοδότησης , ιδίως εφόσον το γενικό επενδυτικό κλίμα για δανειολήπτες μεγάλης κλίμακας έχει γίνει δυσκολότερο κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους. Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων αναθεώρησε το 2007 την επενδυτική πολιτική της για να συμπεριλάβει έργα σχετικά με πυρηνικούς σταθμούς. Τα δάνεια Ευρατόμ έχουν χορηγηθεί στο παρελθόν για νέες πυρηνικές εγκαταστάσεις και για βελτιώσεις ασφαλείας αντιδραστήρων στις προσχωρούσες και σε άλλες χώρες. Η εν λόγω διευκόλυνση περιορίζεται από ένα γενικό ανώτατο όριο, το οποίο υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο. Το τρέχον διαθέσιμο ποσό θα μπορούσε να παράσχει μόνο ένα μικρό μέρος της χρηματοδότησης που απαιτείται για 2 ή 3 έργα. Η Επιτροπή πρότεινε την αύξηση των δανειοληπτικών και των δανειοδοτικών ανώτατων ορίων για τα δάνεια Ευρατόμ και διατηρεί τη δέσμευση της να πράξει αναλόγως σε μία κατάλληλη χρονική στιγμή[18]. Τα εν λόγω δάνεια χορηγούνται με επιτόκια της αγοράς με δανεισμούς στις παγκόσμιες κεφαλαιαγορές· δεν προέρχονται από τον κοινοτικό προϋπολογισμό και δεν συνιστούν επιδοτήσεις.

Αστική ευθύνη ως προς τις πυρηνικές ζημιές

Οι φορείς εκμετάλλευσης πυρηνικών σταθμών είναι υπεύθυνοι για ζημίες τις οποίες προκαλούν οι ίδιοι, και κατά συνέπεια απαιτείται να ασφαλιστούν. Οι εθνικές νομοθεσίες συμπληρώνονται από μία σειρά διεθνών συμβάσεων[19]. Η αποζημίωση πάνω από τα όρια τα οποία προβλέπονται στις συμβάσεις και στην εθνική νομοθεσία πρέπει να καλύπτεται από μία ατομική ασφάλιση, ή το εν λόγω κράτος πρέπει να αποδεχτεί την ευθύνη ως ασφαλιστής εσχάτης ανάγκης, όπως ισχύει για την ευθύνη σε άλλους κλάδους παραγωγής. Παρέχονται επιπρόσθετες λεπτομέρειες στο Παράρτημα ΙΙ.

Σύσταση: Θα πρέπει να αναπτυχθεί ένα πιο συνεκτικό και εναρμονισμένο καθεστώς ευθύνης προκειμένου να διασφαλιστεί ένα συγκρίσιμο επίπεδο προστασίας για τους πολίτες και να δημιουργηθούν ίσοι όροι ανταγωνισμού για την πυρηνική βιομηχανία της ΕΕ.

Ασφάλεια εφοδιασμού για πυρηνικά καύσιμα

Οι φορείς εκμετάλλευσης πυρηνικών αντιδραστήρων συνήθως αγοράζουν συμπυκνωμένα μεταλλεύματα ουρανίου και συνάπτουν συμβάσεις με παρόχους υπηρεσιών κύκλου καυσίμων για τη χημική μετατροπή των συμπυκνωμάτων σε εξαχλωριούχο ουράνιο, για τον εμπλουτισμό του και τη χημική μετατροπή σε οξείδιο του άνθρακα, και τέλος για την παρασκευή του σε καύσιμα στοιχεία για φόρτωση σε έναν αντιδραστήρα ισχύος. Οι βραχυπρόθεσμες συμβάσεις υπερισχύουν για όλες αυτές τις δραστηριότητες παραγωγής (τα συμβόλαια 5 ετών είναι τυπικά αλλά και τα συμβόλαια 10 ετών ή και παραπάνω δεν είναι σπάνια). Οι παραδόσεις σε αγορές άμεσης παράδοσης διαδραματίζουν ένα δευτερεύοντα ρόλο, παρόλο που οι τιμές μακροπρόθεσμων συμβάσεων συνδέονται συχνά με πρόσφατες τιμές άμεσης παράδοσης.

Κατάσταση εφοδιασμού και ζήτησης, επενδυτικές ανάγκες (Σχήμα 4 Παράρτημα 1)

Με περίπου το ένα τρίτο των αντιδραστήρων παγκοσμίως, οι ανάγκες καυσίμων της ΕΕ αποτελεί επίσης περίπου το ένα τρίτο της παγκόσμιας αγοράς πυρηνικών καυσίμων. Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής έχει το απαιτούμενο δυναμικό για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ΕΕ για εμπλουτισμό ουρανίου και παρασκευή καυσίμων (εκτός από τους αντιδραστήρες VVER ρωσικού σχεδιασμού), αλλά δεν έχει δυναμικό για μετατροπή ουρανίου και εξαρτάται από το εισαγόμενο ουράνιο.

Στο Παράρτημα ΙΙ περιγράφεται ο κύκλος πυρηνικών καυσίμων.

Συμπεράσματα

Η πυρηνική ενέργεια διαδραματίζει ένα σημαντικό ρόλο στη μετάβαση σε μία οικονομία χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και μειώνει την εξάρτηση της ΕΕ από εξωτερικό εφοδιασμό.

Η επιλογή να συμπεριληφθεί η πυρηνική ενέργεια στο συνδυασμό ενεργειών εμπίπτει στα κράτη μέλη. Ωστόσο, επισημαίνεται ότι εάν ληφθούν ταχέως οι στρατηγικές επενδυτικές αποφάσεις για δυναμικότητες ηλεκτροπαραγωγής από πυρηνική ενέργεια, καθώς και σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, στις αρχές της δεκαετίας του 20020 σχεδόν τα δύο τρίτα της ηλεκτροπαραγωγής της ΕΕ θα μπορούσαν να μην προκαλούν παρά χαμηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα.

Ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι να διασφαλίσει ότι η εν λόγω πηγή ενέργειας αναπτύσσεται ενώ παράλληλα πληροί τα ανώτατα επίπεδα ασφαλείας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει επίσης να προάγει πιο συνεκτικούς κανόνες σχετικά με την αδειοδότηση και την ασφάλεια κατασκευής νέων πυρηνικών σταθμών. Το γεγονός αυτό θα διευκολύνει τις επενδύσεις και θα διασφαλίσει στους πολίτες ότι οι εν λόγω αποφάσεις υλοποιούνται βάσει σαφών και διάφανων κανόνων. Ένα κατάλληλο ρυθμιστικό πλαίσιο για νέες επενδύσεις στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας θα διευκόλυνε μελλοντικές επενδύσεις στον εν λόγω τομέα και κατά συνέπεια θα συνέβαλε στην ασφάλεια εφοδιασμού.

Οι επιλογές στρατηγικών επενδύσεων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας θα έχει για δεκαετίες έναν αντίκτυπο πάνω στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, στην ανταγωνιστικότητα και στην ασφάλεια εφοδιασμού στην ΕΕ.

Οι δημόσιες αρχές έχουν να διαδραματίσουν ένα ρόλο θεσπίζοντας προβλέψιμες και αποτελεσματικές διαδικασίες αδειοδότησης και βελτιώνοντας τη δημόσια αποδοχή εξετάζοντας ανησυχίες σχετικά με την πυρηνική ασφάλειας, τη διαχείριση αποβλήτων και τον παροπλισμό. Επίσης, θα πρέπει να ληφθεί δεόντως υπόψη το ζήτημα διευκόλυνσης της πρόσβασης σε χρηματοδοτήσεις.

Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής κατέχει μία ηγετική θέση σε παγκόσμια κλίμακα στην πυρηνική τεχνολογία και έχει το δυναμικό να εφοδιάζει τόσο τον εξοπλισμό αντιδραστήρων όσο και τις περισσότερες υπηρεσίες κύκλου καυσίμων, παρόλο που το φυσικό ουράνιο κατά κύριο λόγο εισάγεται. Για να διατηρηθεί ο ηγετικός αυτός ρόλος και να αναπτυχθεί η επόμενη γενεά πυρηνικών αντιδραστήρων που απαιτούνται για την υλοποίηση του φιλόδοξου οράματος χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στην ΕΕ το έτος 2050, χρειάζεται σταδιακά να ενταθεί η προσπάθεια έρευνας και ανάπτυξης στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής βιομηχανικής πρωτοβουλίας «Ευρωπαϊκό στρατηγικό σχέδιο ενεργειακών τεχνολογιών (SET Plan)».

Ο ρόλος της ΕΕ είναι να αναπτύξει περαιτέρω και να υποστηρίξει τρίτες χώρες μέσω των εξωτερικών της μέσων στην πρόσβαση του πιο προηγμένου πλαισίου για πυρηνική ενέργεια, στην ανταπόκριση στα υψηλά πρότυπα προστασίας, ασφάλειας και μη διάδοσης όπως απαιτείται από τη Συνθήκη Ευρατόμ. Η Επιτροπή συντάσσει αναθεωρημένη πρόταση οδηγίας με την οποία συγκροτείται κοινοτικό πλαίσιο για την πυρηνική ασφάλεια. Η Επιτροπή υποστηρίζει την υλοποίηση ήδη υφιστάμενων τεχνικών λύσεων για τη διαχείριση πυρηνικών αποβλήτων.

Ενώ διατηρείται το υψηλό επίπεδο πυρηνικών διασφαλίσεων σε ολόκληρη την ΕΕ, ως ένα μοντέλο για ασφάλεια εντός και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ΕΕ θα πρέπει να συνεχίσει τις προσπάθειες της για προώθηση υψηλών προτύπων προστασίας και ασφάλειας σε διεθνές επίπεδο μέσω των εξωτερικών μέσων συνεργασίας της.

Η ασφάλεια εφοδιασμού πυρηνικών καυσίμων δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη, ιδίως σε περίπτωση όπου υπάρχει ταχεία αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης λόγω μίας επέκτασης προγραμμάτων πυρηνικής ενέργειας. Ωστόσο, η κατάσταση είναι καλύτερη από αυτή των ορυκτών καυσίμων λόγω της διαθεσιμότητας ευρέος φάσματος ουράνιου και της δυνατότητας ανακύκλωσης πυρηνικών υλικών πολλές φορές. Ο κλάδος παραγωγής πρέπει να αυξήσει το δυναμικό του σύμφωνα με τη ζήτηση, άλλα με την εξαίρεση νέων ορυχείων, αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί εντός του χρονικού πλαισίου της κατασκευής ενός νέου σταθμού παραγωγής ενέργειας. Όταν θα υπάρξουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για επιπλέον ζήτηση, τότε θα δημιουργηθούν οι δυνατότητες επεξεργασίας.

Παρόλο που οι απαιτήσεις κεφαλαίου συχνά είναι σημαντικές, οι χρηματαγορές έχουν αναγνωρίσει το δυνητικό κέρδος επενδύσεων στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας και το κεφάλαιο είναι διαθέσιμο για οικονομικά αξιόπιστα έργα. Σημαντικές νέες επενδύσεις έχουν πραγματοποιηθεί ήδη στην ΕΕ και αλλού. Απαιτείται περισσότερος χρόνος για την αύξηση παραγωγής φυσικού ουρανίου, αλλά κατά τη διάρκεια των επόμενων 5 με 10 ετών, η παραγωγή ανά τον κόσμο αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά. Οι παγκόσμιοι πόροι ουρανίου επαρκούν στον τρέχοντα ρυθμό κατανάλωσης[20]. Ωστόσο, μακροπρόθεσμα, χρειάζονται νέες τεχνολογίες αντιδραστήρων για τη μείωση της εξάντλησης πόρων ουρανίου.

Η εφαρμογή μίας διαφοροποιημένης πολιτικής εφοδιασμού εξακολουθεί να είναι ζωτικής σημασίας για την πυρηνική βιομηχανία της ΕΕ. Ο μικρός αριθμός βασικών συντελεστών στις διάφορες κλίμακες του κύκλου καυσίμων ενδέχεται να δημιουργήσει απρόβλεπτους περιορισμούς εφοδιασμού. Εξαιτίας της ανάγκης για εισαγωγές ουρανίου και λαμβάνοντας υπόψη την ηγετική θέση της ΕΕ για την ανάπτυξη πυρηνικής τεχνολογίας, είναι σημαντικό η ΕΕ να διατηρήσει και να αναπτύξει περαιτέρω συνεργασία με τρίτες χώρες, ιδίως μέσω συμφωνιών Ευρατόμ για ειρηνική χρήση πυρηνικής ενέργειας καθώς και για συνεργασία στον τομέα της έρευνας.

[1] Ενδεικτικό Πυρηνικό Πρόγραμμα - COM/2007/565-1, της 4.10.2007.

[2] Γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ σχετικά με το ενδεικτικό πυρηνικό πρόγραμμα της Επιτροπής (TEN/283, της 12.07.2007), την έκθεση Maldeikis του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Αξιολόγηση της Ευρατόμ - 50 έτη ευρωπαϊκής πολιτικής στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας (A6-0128/2007, της 02.04.2007), την έκθεση Reul του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Συμβατικές πηγές ενέργειες και ενεργειακή τεχνολογία (A6-0348/2007, της 24.10.2007).

[3] Παγκόσμια επισκόπηση ενέργειας 2006, Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας.

[4] Επισκόπηση πυρηνικής ενέργειας, ΟΟΣΑ/ΟΠΑ, δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο 2008.

[5] http://ec.europa.eu/public_opinion/archives/ebs/ebs_297_en.pdf

[6] Δεδομένης της αβεβαιότητας όσον αφορά τις τιμές του αργού πετρελαίου, η εξέλιξη βάσει των τρεχόντων τάσεων περιγράφεται από το εύρος για το 2020 το οποίο εξαρτάται από ένα περιβάλλον με συγκρατημένες ή υψηλές τιμές πετρελαίου. Το περιβάλλον με συγκρατημένες τιμές σημαίνει τιμή πετρελαίου η οποία ανέρχεται σε 61 δολάρια (2005)/βαρέλι το 2020. Η τιμή πετρελαίου σε ένα περιβάλλον με υψηλές τιμές, βάσει των τιμών το έτος 2005, θα ανερχόταν σε 100 δολάρια/βαρέλι το 2020.

[7] Στην ανασκόπηση της ενεργειακής πολιτικής της ΕΕ, ο ΔΟΕ σημειώνει επίσης ότι «[...] το δυναμικό παραγωγής πυρηνικής ενέργειας της ΕΕ θα μειωθεί από τώρα και εφεξής εάν δεν πραγματοποιηθούν σημαντικές επενδύσεις στο εγγύς μέλλον για παρατάσεις της διάρκειας ζωής σταθμών και την αντικατάσταση των εγκαταστάσεων οι οποίες φτάνουν στο τέλος του λειτουργικού τους βίου. Χωρίς τις εν λόγω επενδύσεις, η εν λόγω πηγή ηλεκτροπαραγωγής βασικού φορτίου, χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, θα μπορούσε να μειωθεί από 31% σε 21% της συνολικής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ το 2020.»

[8] Σύμφωνα με το άρθρο 41 της Συνθήκης Ευρατόμ, τα σχέδια επενδύσεων που αφορούν τον κύκλο του πυρηνικού καυσίμου στην ΕΕ πρέπει να ανακοινώνονται στην Επιτροπή πριν τη σύναψη των συμβάσεων με τους προμηθευτές ή τρεις μήνες πριν την έναρξη των εργασιών, εφόσον αυτές πραγματοποιούνται με ίδια μέσα της επιχείρησης.

[9] Στις εν λόγω αριθμητικές τιμές λαμβάνονται υπόψη οριστικές αποφάσεις σχετικά με νέους πυρηνικούς σταθμούς, ήδη συμφωνημένες παρατάσεις διάρκειας ζωής και οι τρέχοντες ανακοινωμένοι σταδιακοί τερματισμοί, αλλά δεν περιλαμβάνονται παραδοχές για δυνητικούς νέους πυρηνικούς σταθμούς.

[10] 45% των πυρηνικών σταθμών είναι άνω των 25 ετών, 25% των πυρηνικών σταθμών είναι κάτω των 20 ετών (Εικ. 3, Παράρτημα 1).

[11] Σύμφωνα με την τρέχουσα πολιτική, η παραγόμενη ισχύς των γερμανικών αντιδραστήρων είναι περιορισμένη, και κατά συνέπεια οι αντιδραστήρες θα έπρεπε να παύσουν να λειτουργούν μετά από περίπου 32 έτη λειτουργίας, το οποίο σημαίνει ότι οι αντιδραστήρες οι οποίοι βρίσκονται σήμερα σε λειτουργία θα έκλειναν έως το 2022. Στο Βέλγιο, η διάρκεια ζωής λειτουργίας περιορίζεται σε 40 έτη και η διακοπή λειτουργίας όλων των υφιστάμενων αντιδραστήρων σήμερα προβλέπεται ότι θα πραγματοποιηθεί έως το 2025. Η Ελβετία έλαβε επίσης την πολιτική απόφαση σταδιακής εξάλειψης της πυρηνικής ενέργειας, αλλά δεν έχουν υλοποιηθεί ακόμα συγκεκριμένες ενέργειες προς το σκοπό αυτό.

[12] Ειδικό Ευρωβαρόμετρο, αριθ. 297 «Στάσεις απέναντι σε ραδιενεργά απόβλητα», δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο του 2008.

[13] COM (2008) 542 τελικό, της 8ης Σεπτεμβρίου 2008.

[14] COM (2008) 312 τελικό: «Εξέταση της εθνικής πρόκλησης πυρηνικής προστασίας και ασφάλειας».

[15] www.iaea.org/NewsCenter/News/PDF/iaea_euratom070508.pdf

[16] Σύσταση της Επιτροπής για επαρκείς χρηματοδοτικούς πόρους για κεφάλαια παροπλισμού, ΕΕ L330, της 28.11.2006.

[17] Το ΗΒ στο πρόσφατο σχέδιο νόμου της σχετικά με την ενέργεια, όρισε σαφώς ότι η ανάπτυξη νέων πυρηνικών σταθμών θα πρέπει να ξεκινάει, να χρηματοδοτείται, να κατασκευάζεται και να λειτουργεί μέσω του ιδιωτικούς τομέα για την αποφυγή αντίληψης κρατικής ενίσχυσης.

[18] COM (2002) 457 τελικό, της 6.11.2002.

[19] Σύμβαση των Παρισίων (ΟΟΣΑ) σχετικά με την αστική ευθύνη στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας του 1960 η οποία ενισχύθηκε από τη Συμπληρωματική Σύμβαση των Βρυξελλών το 1963 και τέθηκε σε ισχύ το 1968. Σύμβαση της Βιέννης (ΔΟΑΕ) σχετικά με την αστική ευθύνη ως προς τις πυρηνικές ζημίες του 1963, η οποία τέθηκε σε ισχύ το 1997.

[20] Χωρίς να ληφθεί υπόψη η αποδοτικότερη χρησιμοποίηση πόρων που απορρέουν από τη ενδεχόμενη εγκατάσταση αντιδραστήρων 3ης γενιάς στο μέλλον.

Top