EUR-Lex Access to European Union law
This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 52008DC0383
Green paper - Future relations between the EU and the overseas countries and territories {SEC(2008) 2067}
Πρασινη Βιβλος - Οι μελλοντικές σχέσεις της ΕΕ και των Υπερπόντιων Χωρών και Εδαφών {SEC(2008) 2067}
Πρασινη Βιβλος - Οι μελλοντικές σχέσεις της ΕΕ και των Υπερπόντιων Χωρών και Εδαφών {SEC(2008) 2067}
/* COM/2008/0383 τελικό */
Πρασινη Βιβλος - Οι μελλοντικές σχέσεις της ΕΕ και των Υπερπόντιων Χωρών και Εδαφών {SEC(2008) 2067} /* COM/2008/0383 τελικό */
[pic] | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ | Βρυξέλλες, 25.6.2008 COM(2008) 383 τελικό ΠΡΑΣΙΝΗ ΒΙΒΛΟΣ Οι μελλοντικές σχέσεις της ΕΕ και των Υπερπόντιων Χωρών και Εδαφών {SEC(2008) 2067} ΠΡΑΣΙΝΗ ΒΙΒΛΟΣ Οι μελλοντικές σχέσεις της ΕΕ και των Υπερπόντιων Χωρών και Εδαφών 1. Εισαγωγή Το τέταρτο μέρος της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (εφεξής «η συνθήκη ΕΚ») προβλέπει ότι οι υπερπόντιες χώρες και εδάφη (εφεξής «οι ΥΧΕ») συνδέονται στενά με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Ανέκαθεν, ο κατάλογος των ΥΧΕ περιελάμβανε κυρίως τις Χώρες και τα Υπερπόντια Εδάφη που, με την πάροδο του χρόνου, έγιναν ανεξάρτητα και κυρίαρχα κράτη - κατά το μεγαλύτερο μέρος τους χώρες ΑΚΕ. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο η λογική που διέπει τη συνεργασία μεταξύ της ΕΕ και των χωρών ΑΚΕ είναι σε μεγάλο βαθμό η ίδια με τη λογική που διέπει τη συνεργασία μεταξύ της ΕΕ και των κρατών ΑΚΕ, παρά το γεγονός ότι η συνθήκη ΕΚ προβλέπει χωριστή νομική βάση για τις ΥΧΕ. Ωστόσο, ο παραλληλισμός αυτός δεν αντιστοιχεί στην επιτόπια πραγματικότητα, στις ιδιαίτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν σήμερα οι ΥΧΕ στον κοινωνικό, οικονομικό και περιβαλλοντικό τομέα και στους στενούς ιστορικούς, θεσμικούς και πολιτικούς δεσμούς μεταξύ των ΥΧΕ και της ΕΕ. Επιπλέον, δεν λαμβάνει υπόψη το δυναμικό που διαθέτουν οι ΥΧΕ ως «προκεχωρημένα φυλάκια» στρατηγικής σημασίας, διασκορπισμένα σε ολόκληρο τον κόσμο, για την υπεράσπιση των αξιών της ΕΕ. Επιπλέον, το ευρύτερο διεθνές πλαίσιο έχει εξελιχθεί, ιδίως λόγω της παγκοσμιοποίησης, της ελευθέρωσης του διεθνούς εμπορίου, καθώς και της αυξημένης περιφερειακής ολοκλήρωσης μεταξύ των κρατών ΑΚΕ. Όλοι οι παράγοντες αυτοί επιβάλλουν τον πλήρη εκσυγχρονισμό της εταιρικής σχέσης μεταξύ των ΥΧΕ και της ΕΕ. Σ' αυτό ακριβώς το πλαίσιο, οι ΥΧΕ και τα τέσσερα κράτη μέλη με τα οποία συνδέονται (Δανία, Γαλλία, Κάτω Χώρες και Ηνωμένο Βασίλειο) ζητούν από το 2003 καλύτερη αναγνώριση της ιδιαιτερότητας των ΥΧΕ. Συγχρόνως, η Επιτροπή καθώς και συνεχώς αυξανόμενος αριθμός κρατών μελών έχουν εκφράσει επιφυλάξεις όσον αφορά τη συγχώνευση της σύνδεσης ΥΧΕ-ΕΚ και της κοινοτικής πολιτικής αναπτυξιακής συνεργασίας, της οποίας η έμφαση δίνεται στην καταπολέμηση της φτώχιας και στους αναπτυξιακούς στόχους της Χιλιετίας. Από την πλευρά της, η Επιτροπή έχει προτείνει ήδη από το 2005 να εγκαθιδρυθούν νέες σχέσεις με βάση το σκεπτικό ότι οι ΥΧΕ και η ΕΕ ανήκουν στην ίδια οικογένεια, και όχι με βάση τις ανάγκες ανάπτυξης των ΥΧΕ αυτές καθαυτές. Επομένως, η Επιτροπή επιθυμεί να εξετάσει σφαιρικά τις σχέσεις της ΕΕ και των ΥΧΕ, καθώς και να αξιολογήσει κατά πόσο είναι δυνατό να αναθεωρηθεί ουσιωδώς η σύνδεση ΥΧΕ-ΕΚ. Η πρόθεσή της είναι να εξετάσει τον τρόπο με τον οποίο θα απομακρυνθεί από την κλασική προσέγγιση συνεργασίας για την ανάπτυξη, και συγχρόνως να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα των ΥΧΕ και τη σταδιακή τους ένταξη στο πλαίσιο της περιφερειακής και παγκόσμιας οικονομίας, λαμβανομένων υπόψη τόσο των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν όσο και του δυναμικού που διαθέτουν. Για να προετοιμάσει το έδαφος προς τον εκσυγχρονισμό, η Επιτροπή υιοθέτησε την παρούσα πράσινη βίβλο, της οποίας ο στόχος είναι να διευκολύνει τη διαφανή και σφαιρική συζήτηση σχετικά με τις μελλοντικές σχέσεις της ΕΕ και των ΥΧΕ, ιδίως όσον αφορά τη συνολική φιλοσοφία που πρέπει να διέπει τις σχέσεις αυτές μακροπρόθεσμα. Επομένως, ο στόχος της παρούσας πράσινης βίβλου δεν είναι να καθορίσει νέα πολιτική ή να θεσπίσει νέα χρηματοδοτικά μέσα ή λεπτομερείς διαδικασίες, αλλά να εξετάσει μια σειρά προκλήσεων και ευκαιριών και να λάβει τη γνώμη των ενδιαφερόμενων μερών πριν καθορίσει νέα μορφή εταιρικής σχέσης μεταξύ της ΕΕ και των ΥΧΕ, ιδίως ενόψει της λήξης της ισχύουσας απόφασης για τη σύνδεση των Υπερπόντιων Χωρών και Εδαφών, στο τέλος του 2013. 2. Προκαταρκτικές πληροφοριεσ για τις ΥΧΕ 2.1. Οι 21 ΥΧΕ: σύνδεση με την Κοινότητα, ποικιλομορφία και κοινά χαρακτηριστικά Σύμφωνα με τη συνθήκη ΕΚ, οι ΥΧΕ είναι μη ευρωπαϊκές χώρες και εδάφη που διατηρούν ιδιαίτερες σχέσεις με τη Δανία, τη Γαλλία, τις Κάτω Χώρες και το Ηνωμένο Βασίλειο. Σκοπός της σύνδεσής τους με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα είναι η προώθηση της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξής τους και η δημιουργία στενών οικονομικών σχέσεων μεταξύ αυτών και της Κοινότητας στο σύνολό της. Η συνθήκη ΕΚ ορίζει ότι η σύνδεση των ΥΧΕ με την Κοινότητα οφείλει κατά πρώτο λόγο «να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των κατοίκων των χωρών και εδαφών αυτών και να προάγει την ευημερία τους, ώστε να οδηγηθούν στην οικονομική, κοινωνική και μορφωτική ανάπτυξη που επιδιώκουν.» Οι εν λόγω χώρες και εδάφη απαριθμούνται λεπτομερώς στο παράρτημα ΙΙ της συνθήκης ΕΚ. Συνολικά, απαριθμούνται 21 ΥΧΕ: Γροιλανδία, Νέα Καληδονία και τα εξαρτημένα εδάφη, Γαλλική Πολυνησία, Γαλλικές περιοχές του νοτίου ημισφαιρίου και της Ανταρκτικής, Νήσοι Γουόλις και Φουτούνα, Μαγιότ, Σεν Πιερ και Μικελόν, Αρούμπα, Ολλανδικές Αντίλλες (Μπονέρ, Κουρασάο, Σάμπα, Άγιος Ευστάθιος, Άγιος Μαρτίνος), Ανγκουίλα, Νήσοι Κάιμαν, Νήσοι Φάλκλαντ, Νότια Γεωργία και Νότιοι Νήσοι Σάντουιτς, Μονσεράτ, Πίτκερν, Αγία Ελένη και εξαρτώμενα εδάφη, Βρετανικό έδαφος της Ανταρκτικής, Βρετανικά εδάφη του Ινδικού Ωκεανού, Νήσοι Τερκς και Κάικος, Βρετανικές Παρθένοι Νήσοι, Βερμούδες. Ωστόσο, το καθεστώς σύνδεσης ουδέποτε εφαρμόστηκε στις Βερμούδες σύμφωνα με την επιθυμία της κυβέρνησης των Βερμούδων. Οι ΥΧΕ συνδέονται συνταγματικά με ένα κράτος μέλος, χωρίς ωστόσο να αποτελούν μέρος της Κοινότητας. Πράγματι, με βάση το άρθρο 299 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ, οι διατάξεις της συνθήκης δεν εφαρμόζονται κατ'αρχήν στις ΥΧΕ, με εξαίρεση το τέταρτο μέρος της συνθήκης, που αφιερώνεται αποκλειστικά στη σύνδεση των ΥΧΕ με την ΕΚ. Επομένως, υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά μεταξύ των ΥΧΕ και των εξόχως απόκεντρων περιοχών που αναφέρονται στο άρθρο 299 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ. Αντίθετα με τις ΥΧΕ, οι εξόχως απόκεντρες περιοχές όχι μόνο συνδέονται συνταγματικά με ένα κράτος μέλος, αλλά αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της Κοινότητας και δεσμεύονται κατ'αρχήν με το κοινοτικό κεκτημένο στο σύνολό του. Επομένως, δεν είναι σκόπιμο να γίνει ποσοτική ή ποιοτική σύγκριση μεταξύ των ΥΧΕ και των εξόχως απόκεντρων περιοχών ως προς τα οφέλη που αποκομίζουν από την ΕΕ και τις υποχρεώσεις που έχουν απέναντί της. Οι ΥΧΕ παρουσιάζουν επίσης σημαντικές ανισότητες μεταξύ τους όσον αφορά τον βαθμό αυτονομίας έναντι του κράτους μέλους με το οποίο συνδέονται, αλλά και όσον αφορά τον οικονομικό και κοινωνικό τομέα καθώς και τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά και το κλίμα τους. Ωστόσο, παρά την τεράστια ποικιλομορφία που τις χαρακτηρίζει, οι ΥΧΕ διαθέτουν και πολλά κοινά χαρακτηριστικά: καμία από αυτές δεν είναι κυρίαρχο κράτος, αποτελούν όλες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, είναι νησιά, έχουν αραιό πληθυσμό και διαθέτουν εξαιρετικό περιβαλλοντικό πλούτο σε σχέση με την ηπειρωτική Ευρώπη. Όλες οι ΥΧΕ είναι σχετικά ευάλωτες σε εξωτερικούς κλονισμούς και εξαρτώνται γενικά από ιδιαίτερα περιορισμένη οικονομική βάση, προσανατολισμένη ως επί το πλείστον στις υπηρεσίες. Επίσης, εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές εμπορευμάτων και ενέργειας. Σε γενικές γραμμές, οι εξαγωγές εμπορευμάτων από τις ΥΧΕ στην ΕΕ ή στο πλαίσιο των αντίστοιχων γεωγραφικών περιοχών τους παραμένουν περιορισμένες. Οι διαφορές και τα κοινά χαρακτηριστικά των ΥΧΕ περιγράφονται λεπτομερέστερα στο έγγραφο εργασίας της Επιτροπής στο παράρτημα Ι της παρούσας πράσινης βίβλου. Επιπλέον, το έγγραφο εργασίας της Επιτροπής στο παράρτημα ΙΙ της παρούσας πράσινης βίβλου παρουσιάζει τη γενική εικόνα κάθε υπερπόντιας χώρας και εδάφους και παρέχει στατιστικά στοιχεία. 2.2. Η τρέχουσα σύνδεση ΥΧΕ-ΕΚ: η απόφαση για τη σύνδεση των Υπερπόντιων Χωρών και Εδαφών της 27 ης Νοεμβρίου 2001 Ενώ το τέταρτο μέρος της συνθήκης ΕΚ (άρθρα 182 έως 188) περιλαμβάνει τις βασικές διατάξεις σχετικά με τη σύνδεση των ΥΧΕ με την Κοινότητα, οι λεπτομερείς κανόνες και διαδικασίες για τη σύνδεση ΥΧΕ-ΕΚ καθορίζονται από το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 187 της συνθήκης ΕΚ, μέσω διαδοχικών «αποφάσεων για τη σύνδεση των Υπερπόντιων Χωρών και Εδαφών» που έχουν εκδοθεί από το 1964 και μετά[1]. Οι λεπτομερείς αυτές διατάξεις, και συγκεκριμένα οι διατάξεις της «απόφασης για τη σύνδεση των Υπερπόντιων Χωρών και Εδαφών» της 27ης Νοεμβρίου 2001[2] μπορούν να υποδιαιρεθούν σε δύο κύριες κατηγορίες: τις διατάξεις σχετικά με τη συνεργασία για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης και τις διατάξεις για την οικονομική και εμπορική συνεργασία. Οι διατάξεις αυτές συνοψίζονται στο έγγραφο εργασίας της Επιτροπής που επισυνάπτεται στο παράρτημα ΙΙΙ της παρούσας πράσινης βίβλου. Οι διατάξεις της ισχύουσας απόφασης για τη σύνδεση των Υπερπόντιων Χωρών και Εδαφών όσον αφορά τη συνεργασία για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης αποβλέπουν στην προώθηση της αειφόρου ανάπτυξης των ΥΧΕ, με ιδιαίτερη προσοχή στη μείωση, στην πρόληψη και, σε τελική ανάλυση, στην εξάλειψη της φτώχιας. Ως εκ τούτου, η συνεργασία για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης με τις ΥΧΕ έχει χρηματοδοτηθεί μέχρι στιγμής από το ΕΤΑ, το χρηματοδοτικό μέσο που έχει επίσης χρησιμοποιηθεί για τη συνεργασία αυτού του τύπου με τα κράτη ΑΚΕ. Ενώ η ισχύουσα απόφαση για τη σύνδεση των Υπερπόντιων Χωρών και Εδαφών επρόκειτο να εφαρμοστεί αρχικά έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011, η διάρκειά της παρατάθηκε έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013 μετά από τεχνικές προσαρμογές που επήλθαν το 2007, ώστε να συμπέσει με τη διάρκεια του 10ου Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάπτυξης (ΕΤΑ) για την περίοδο 2008 έως 2013 και του πολυετούς χρηματοδοτικού πλαισίου για την περίοδο 2007-2013. Ωστόσο, οι τεχνικές αυτές προσαρμογές δεν θίγουν σε καμία περίπτωση μια ενδεχόμενη μεταγενέστερη αναθεώρηση της απόφασης πριν από τη λήξη της το 2013, ιδίως για την περαιτέρω εφαρμογή των αρχών που καθορίζονται στο τέταρτο μέρος της συνθήκης ΕΚ όσον αφορά τη σύνδεση ΥΧΕ-ΕΚ[3]. 3. Μελλοντικές προοπτικεσ για τις σχεσεισ ΥΧΕ-ΕΕ Λόγω των στενών δεσμών που υφίστανται μεταξύ των ΥΧΕ και της Κοινότητας, μέσω των κρατών μελών με τα οποία συνδέονται, το εμπορικό καθεστώς που εφαρμόζεται στις ΥΧΕ – όπως συνοψίζεται στο παράρτημα ΙΙΙ της παρούσας πράσινης βίβλου — αποτελεί ένα από τα πλέον ευνοϊκά καθεστώτα που έχει χορηγήσει ποτέ η Κοινότητα. Οι στενοί αυτοί δεσμοί εξηγούν επίσης το λόγο για τον οποίο το κατά κεφαλή επίπεδο της κοινοτικής χρηματοδοτικής βοήθειας στις ΥΧΕ είναι σημαντικά υψηλότερο από το μέσο όρο για τις ΑΚΕ[4]. Αυτές οι ιδιαίτερες, κατά κάποιο τρόπο, διαδικασίες που εφαρμόζονται στη συνεργασία για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης σε σχέση με τους κανόνες που εφαρμόζονται στη συνεργασία με τα κράτη ΑΚΕ, καθώς και η δυνατότητα συμμετοχής των ΥΧΕ στα κοινοτικά προγράμματα[5], απορρέουν άμεσα από την ιδιαίτερη αυτή σχέση που βασίζεται στην αλληλεγγύη μεταξύ της Ευρώπης και των ΥΧΕ και η οποία επιβεβαιώνεται στο προοίμιο της συνθήκης ΕΚ. Σύμφωνα με το προοίμιο της συνθήκης ΕΚ, στο οποίο αναφέρεται το άρθρο 182 της συνθήκης ΕΚ όσον αφορά τη σύνδεση των ΥΧΕ στην Κοινότητα, τα υψηλά συμβαλλόμενα μέρη που αποφάσισαν να δημιουργήσουν την Ευρωπαϊκή Κοινότητα είχαν την πρόθεση «να εδραιώσουν την αλληλεγγύη που συνδέει την Ευρώπη με τις υπερπόντιες χώρες» και επιθυμούσαν «να εξασφαλίσουν την ανάπτυξη της ευημερίας τους σύμφωνα με τις αρχές του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών». Ωστόσο, η αλληλεγγύη που διέπει τη σύνδεση ΥΧΕ-ΕΚ και, ιδίως, η βούληση της Κοινότητας να ενθαρρύνει τη βιώσιμη ανάπτυξη των ΥΧΕ με την παροχή σημαντικής χρηματοδοτικής βοήθειας έχουν τεθεί συστηματικά υπό αμφισβήτηση. Εν προκειμένω, γίνεται ιδίως μνεία του γεγονότος ότι η κατάσταση έχει πλέον μεταβληθεί σημαντικά, δεδομένου ότι η έννοια της αλληλεγγύης μεταξύ των Κοινότητας και των ΥΧΕ ανάγεται σε μια εποχή που η αλληλεγγύη αυτή αφορούσε τις αποικίες των κρατών μελών, ως επί το πλείστον αφρικανικών χωρών, και στην ευρωπαϊκή τελωνειακή ένωση που σκοπό είχε να αντικαταστήσει τις διμερείς εμπορικές συμφωνίες που ίσχυαν προηγουμένως με τις πρώην αυτές αποικίες. Με την υπογραφή της συνθήκης του Άμστερνταμ, στις 2 Οκτωβρίου του 1997, οι αντιπρόσωποι των κυβερνήσεων, των 15 τότε κρατών μελών, αναγνώρισαν ότι το αρχικό καθεστώς σύνδεσης των ΥΧΕ με την Κοινότητα δεν μπορεί πλέον να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στα ζητήματα που θέτει η ανάπτυξη των ΥΧΕ. Ωστόσο, υπενθύμισαν επισήμως ότι σκοπός της σύνδεσης είναι η προώθηση της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης των χωρών και εδαφών και η εγκαθίδρυση στενών οικονομικών σχέσεων μεταξύ αυτών και της Κοινότητας στο σύνολό της[6]. Οι συμφωνίες σύνδεσης ΥΧΕ-ΕΚ αναθεωρήθηκαν βέβαια στη συνέχεια και η απόφαση για τη σύνδεση των Υπερπόντιων Χωρών και Εδαφών του 2001 πρόσθεσε ορισμένες καινοτομίες, ιδίως όσον αφορά το χρηματοδοτικό μέσο, αλλά η συνολική προσέγγιση έναντι των ΥΧΕ εξακολούθησε να εμπνέεται σε μεγάλο βαθμό από τη συμφωνία εταιρικής σχέσης ΑΚΕ-ΕΚ και από την κλασική λογική της συνεργασίας για την ανάπτυξη που βασίζεται στην καταπολέμηση της φτώχιας, παρότι η προσέγγιση αυτή δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική κατάσταση που επικρατεί σήμερα στις ΥΧΕ. Σ’ αυτό ακριβώς το πλαίσιο τίθεται υπό αμφισβήτηση η σημερινή κατάσταση από διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη – από την Επιτροπή, τις ΥΧΕ και τα κράτη μέλη με τα οποία είναι συνδεδεμένες οι ΥΧΕ έως τα κράτη μέλη που δεν έχουν κανένα τέτοιο δεσμό. Αφενός, πρέπει να εξεταστούν με προσοχή οι δυνατότητες προσαρμογής της σύνδεσης ΥΧΕ-ΕΚ ώστε να ληφθούν υπόψη η ιδιαίτερη κατάσταση των ΥΧΕ, οι ιδιαίτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν, η πραγματική ή δυνητική σημασία τους για την ΕΕ στο σύνολό της και η πραγματικότητα της παγκοσμιοποίησης. Αφετέρου, και ιδίως μετά τη διεύρυνση της ΕΕ την 1η Μαΐου 2004, τίθενται ερωτήματα όσον αφορά το συμφέρον της Κοινότητας να ενθαρρύνει τη βιώσιμη ανάπτυξη των ΥΧΕ, ιδίως όταν το κατά κεφαλή ΑΕΠ μιας ΥΧΕ πλησιάζει τον κοινοτικό μέσο όρο ή όταν ένα κράτος μέλος έχει πάψει να παρέχει άμεση διμερή βοήθεια για την ανάπτυξη σε ορισμένες από τις δικές του ΥΧΕ. Για το λόγο αυτό, η Επιτροπή επιθυμεί να εγκαινιάσει με την παρούσα πράσινη βίβλο, συνολική και διαφανή συζήτηση ως προς το μέλλον των σχέσεων μεταξύ της ΕΕ και των ΥΧΕ, ιδίως όσον αφορά τη συνολική φιλοσοφία που πρέπει να διέπει τις σχέσεις αυτές μακροπρόθεσμα. Τα ζητήματα που εγείρονται στο πλαίσιο αυτό αφορούν τους λόγους, τους στόχους και τη φύση της αλληλεγγύης μεταξύ της ΕΕ και των ΥΧΕ. Επιπλέον, ορισμένα πιο συγκεκριμένα ζητήματα αφορούν το εμπορικό καθεστώς που εφαρμόζεται στις ΥΧΕ και τα ειδικά χαρακτηριστικά τους εξετάζονται σε έγγραφα εργασίας της Επιτροπής που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα IV και V της παρούσας πράσινης βίβλου. Οι προκλήσεις που αναφέρονται παρακάτω δεν αφορούν τον όγκο, ούτε την προέλευση της μελλοντικής χρηματοδοτικής βοήθειας της Κοινότητας στις ΥΧΕ και, επομένως, δεν θίγουν κατ'ουδένα τρόπο την έκβαση των μελλοντικών διαπραγματεύσεων σχετικά με το πολυετές χρηματοδοτικό πλαίσιο για την περίοδο 2013-2020 και την εγγραφή στο προϋπολογισμό του ΕΤΑ. Δεν αφορούν ούτε τον τρόπο με τον οποίο θα προβεί η Επιτροπή στη διοικητική διαχείριση της χρηματοδοτικής βοήθειας στο μέλλον, θέμα που εμπίπτει στην εσωτερική οργάνωση της Επιτροπής. 3.1. Εταιρική σχέση μεταξύ της Κοινότητας και των ΥΧΕ 3.1.1. Οι επιπτώσεις των ιδιαίτερων σχέσεων μεταξύ των ΥΧΕ και των κρατών μελών με τα οποία συνδέονται Ακόμη και αν οι ΥΧΕ χαρακτηρίζονται ως μη ευρωπαϊκές από το άρθρο 182 της συνθήκης ΕΚ και το κοινοτικό κεκτημένο δεν εφαρμόζεται σ' αυτές, το να θεωρηθούν απλά τρίτες χώρες δεν θα ανταποκρινόταν στην επιτόπια πραγματικότητα. Πράγματι, μπορεί μεν οι ΥΧΕ να μην αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της ΕΕ, αποτελούν όμως μέρος ενός κράτους μέλους της ΕΕ ή διατηρούν στενές σχέσεις με αυτό, πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορούν να αποσυνδεθούν από την ΕΕ και, κατά κάποιο τρόπο, αποτελούν «μέρος των απώτερων συνόρων της». Κατά πρώτο λόγο, ένα ολόκληρο μέρος της συνθήκης ΕΚ είναι αφιερωμένο στη σύνδεση των ΥΧΕ με την Κοινότητα και καθορίζει τις βάσεις που επιτρέπουν να μην θεωρούνται οι ΥΧΕ απλά τρίτες χώρες. Σύμφωνα με τη δομή της συνθήκης ΕΚ, η σύνδεση ΥΧΕ-ΕΚ δεν αποτελεί στοιχείο της κοινοτικής συνεργασίας για την ανάπτυξη, ούτε της εξωτερικής δράσης της Κοινότητας εν γένει. Επιπλέον, λόγω της ιστορίας τους και των ιδιαίτερων σχέσεών τους με τα κράτη μέλη της ΕΕ, οι ΥΧΕ αποτελούν αναπόσπαστο μέρος μιας κοινωνίας που σέβεται τις αξίες στις οποίες θεμελιώνεται η ΕΕ, καθώς και τις αρχές που προκύπτουν από τις συνταγματικές παραδόσεις που είναι κοινές σε όλα τα κράτη μέλη, όπως ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η ελευθερία, η δημοκρατία, η ισότητα, το κράτος δικαίου και ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Οι εν λόγω αξίες και αρχές, τις οποίες προωθεί η ΕΕ και στις σχέσεις της με τις τρίτες χώρες, εφαρμόζονται στην πράξη στις ΥΧΕ. Επιπλέον, αντίθετα με τις τρίτες χώρες, όλοι οι υπήκοοι των ΥΧΕ είναι κατ'αρχήν ευρωπαίοι πολίτες κατά την έννοια του άρθρου 17 της συνθήκης ΕΚ, το οποίο ορίζει ότι κάθε πρόσωπο που έχει την υπηκοότητα ενός κράτους μέλους είναι πολίτης της Ένωσης. Ειδικότερα, όλοι οι πολίτες της Γροιλανδίας και των γαλλικών και ολλανδικών ΥΧΕ έχουν αυτεπαγγέλτως την υπηκοότητα του κράτους μέλους με το οποίο συνδέονται οι εν λόγω ΥΧΕ. Από την 21η Μαΐου 2002, οι πολίτες όλων των βρετανικών ΥΧΕ θεωρούνται επίσης βρετανοί πολίτες, αλλά μπορούν να αρνηθούν την υπηκοότητα αυτή για να παραμείνουν αποκλειστικά πολίτες βρετανικών υπερπόντιων εδαφών και δεν είναι υποχρεωμένοι να έχουν διαβατήριο που τους περιγράφει ως βρετανούς πολίτες. Ως ευρωπαίοι πολίτες, οι πολίτες των ΥΧΕ απολαύουν επίσης των δικαιωμάτων που παρέχει η ιθαγένεια της Ένωσης (όπως ορίζονται στα άρθρα 18 έως 22 της συνθήκης ΕΚ), και συγκεκριμένα του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής (όχι όμως εργασίας) στο έδαφος των κρατών μελών. Επιπλέον, οι πολίτες των ΥΧΕ μπορούν να αποκτήσουν το δικαίωμα του εκλέγειν και συμμετοχής στις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που καθορίζουν τα κράτη μέλη με τα οποία συνδέονται σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο. Αυτή είναι, για παράδειγμα, η περίπτωση των πολιτών των γαλλικών ΥΧΕ. Όσον αφορά τις Σεν Πιερ και Μικελόν και Μαγιότ, ο ιδιαίτερος δεσμός που τις συνδέει με την ΕΕ εκφράζεται και με τη χρησιμοποίηση του ευρώ, παρότι το νομισματικό καθεστώς των εν λόγω ΥΧΕ δεν διευκρινίζεται στη συνθήκη ΕΚ, αφού δεν αποτελούν μέρος της Κοινότητας[7]. Καμία άλλη ΥΧΕ δεν χρησιμοποιεί το ευρώ προς το παρόν, αλλά οι γαλλικές ΥΧΕ του Ειρηνικού εξετάζουν τη δυνατότητα αντικατάστασης του νομίσματός τους με το ευρώ[8]. Μπορεί επίσης να σημειωθεί ότι, ακόμη και αν οι γενικές διατάξεις της συνθήκης ΕΚ δεν εφαρμόζονται στις ΥΧΕ ελλείψει ρητής μνείας, η δικαιοδοσία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου καλύπτει τις αιτήσεις προδικαστικών αποφάσεων που υποβάλλονται δυνάμει της συνθήκης ΕΚ από δικαστήριο του οποίου η δικαιοδοσία καλύπτει μία ΥΧΕ, καθώς και διαδικασίες που κινούνται, υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζει η συνθήκη ΕΚ, από καταγγέλλοντες μιας ΥΧΕ κατά πράξεων που θεσπίζει η Κοινότητα. Ορισμένες ΥΧΕ έχουν αρχίσει να προχωρούν σε μεγαλύτερη ενσωμάτωση με τα κράτη μέλη με τα οποία είναι συνδεδεμένες, τα οποία εξετάζουν τη δυνατότητα να ζητήσουν από το Συμβούλιο να τροποποιήσει τις συνθήκες ώστε να εντάξει τα εδάφη αυτά στην Κοινότητα ως εξόχως απόκεντρες περιοχές. Ωστόσο, η Κοινότητα διατηρεί ουδέτερη θέση όσον αφορά την πιθανή εξέλιξη των εσωτερικών σχέσεων των ΥΧΕ και των κρατών μελών με τα οποία συνδέονται και όσον αφορά τις διαφορές μεταξύ των ΥΧΕ στον τομέα των συνταγματικών σχέσεων με τα κράτη μέλη με τα οποία συνδέονται, ιδίως όσον αφορά την τάση που επικρατεί σε πολλές ΥΧΕ προς μεγαλύτερη αυτονομία και ανεξαρτησία. Τα θέματα αυτά εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα των ενδιαφερόμενων κρατών μελών και των δικών τους ΥΧΕ. Μόνο αν μια ΥΧΕ αποκτήσει πλήρη ανεξαρτησία, θα πάψουν οι πολίτες της, κατ' αρχήν, να είναι ευρωπαίοι πολίτες και θα εξαλειφθεί ο στενός δεσμός της με την ΕΕ μέσω του κράτους μέλους με το οποίο συνδέεται. Με την επιφύλαξη μιας τέτοιας μελλοντικής εξέλιξης, οι πτυχές που τονίζονται παραπάνω φανερώνουν ότι το καθεστώς των ΥΧΕ σε σχέση με την Κοινότητα διαφέρει από το καθεστώς οποιασδήποτε άλλης τρίτης χώρας, συμπεριλαμβανομένων των τρίτων χωρών που συνδέονται με την Κοινότητα με ειδικές συμφωνίες, όπως τα κράτη ΑΚΕ ή οι χώρες που καλύπτονται από την ευρωπαϊκή πολιτική γειτονίας. Ωστόσο, οι ΥΧΕ δεν αποτελούν μέρος της Κοινότητας, ανεξάρτητα από το αν και κατά πόσο εφαρμόζεται το δίκαιο του κράτους μέλους με το οποίο συνδέονται σε μια δεδομένη ΥΧΕ. Επομένως, το ερώτημα είναι ποια είναι η θέση των ΥΧΈ σε σχέση με την Κοινότητα, λαμβανομένου υπόψη, αφενός, του γεγονότος ότι οι σχέσεις της Κοινότητας και των μελών της (συμπεριλαμβανομένων των εξόχως απόκεντρων περιοχών) δεν μπορούν να εφαρμοστούν αυτές καθαυτές στις ΥΧΕ και ότι, αφετέρου, η σύνδεση των ΥΧΕ και της Κοινότητας δεν πρέπει να έχει επιπτώσεις στις συνταγματικές σχέσεις των ΥΧΕ και των κρατών μελών με τα οποία συνδέονται. Ερώτημα 1 Κατά τη γνώμη σας, πώς πρέπει να ερμηνευθεί, σε πολιτικό επίπεδο, η αλληλεγγύη μεταξύ της Κοινότητας και των ΥΧΕ, λαμβανομένων υπόψη των σχέσεων των ΥΧΕ και της Κοινότητας; 3.1.2. Μια σύγχρονη ερμηνεία της σκοπιμότητας σύνδεσης ΥΧΕ-ΕΚ Σύμφωνα με το άρθρο 182 της συνθήκης ΕΚ, ο σκοπός της σύνδεσης ΥΧΕ-ΕΚ είναι η προώθηση της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης των ΥΧΕ και η καθιέρωση στενών οικονομικών σχέσεων μεταξύ αυτών και της Κοινότητας στο σύνολό της. Το άρθρο 1 της ισχύουσας απόφασης για τη σύνδεση των Υπερπόντιων Χωρών και Εδαφών διευκρινίζει ότι οι στόχοι της σύνδεσης ΥΧΕ-ΕΚ επιδιώκονται επικεντρώνοντας την προσοχή στη μείωση, πρόληψη και, τελικά, στην εξάλειψη της φτώχιας, στην αειφόρο ανάπτυξη (συμπεριλαμβανομένου του πυλώνα για το περιβάλλον) και στη σταδιακή ενσωμάτωση στην περιφερειακή και παγκόσμια οικονομία. Η προσοχή που δίδεται στην καταπολέμηση της φτώχιας και στην εφαρμογή λογικής αναπτυξιακής συνεργασίας όσον αφορά τη χρηματοδοτική συνεργασία της Κοινότητας με τις ΥΧΕ συνεπάγεται συχνά την εξομοίωση των ΥΧΕ με τα κράτη ΑΚΕ, ιδίως επειδή το χρηματοδοτικό μέσο - το ΕΤΑ - είναι το ίδιο. Ωστόσο, οι ΥΧΕ και τα κράτη μέλη με τα οποία είναι συνδεδεμένες θεωρούν σε συνεχώς αυξανόμενο βαθμό ότι η σημερινή εστίαση στην καταπολέμηση της φτώχιας αποτελεί εμπόδιο για την αποτελεσματική καταπολέμηση του ευάλωτου χαρακτήρα των ΥΧΕ, ως μικρονησιωτικών οικονομιών, κυρίως επειδή η συνεργασία για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης μεταξύ της Κοινότητας και των ΥΧΕ βασίζεται επί του παρόντος σε σειρά προτύπων παρόμοιων με τα πρότυπα που εφαρμόζονται για την αναπτυξιακή συνεργασία με τις χώρες ΑΚΕ, τα οποία δεν αντανακλούν πλήρως την ιδιαιτερότητα των ΥΧΕ όσον αφορά το εξαιρετικά μικρό μέγεθός τους, την κατάστασή τους όσον αφορά τους θεσμούς και το σύνταγμα, τη γεωγραφική και κλιματική ποικιλομορφία τους, τα ανομοιογενή επίπεδα ανάπτυξης και τη σημασία που αποδίδεται στην καινοτομία, το επιχειρηματικό πνεύμα και την ανταγωνιστικότητα. Η ένταξη των ΥΧΕ στο πλαίσιο της κοινοτικής αναπτυξιακής συνεργασίας αποτελεί επίσης αντικείμενο αυξανόμενων κριτικών από τα κράτη μέλη που δεν συνδέονται με ΥΧΕ και από τις χώρες ΑΚΕ, όπως έγινε φανερό κατά τις διαπραγματεύσεις σχετικά με την εσωτερική συμφωνία για το 10ο ΕΤΑ. Ο κύριος λόγος των κριτικών αυτών συνίσταται στο γεγονός ότι οι ΥΧΕ επωφελούνται από τη βοήθεια για την ανάπτυξη που χρηματοδοτείται μέσω του 10ου ΕΤΑ, αν και ορισμένες από αυτές με δυσκολία μπορούν να θεωρηθούν «αναπτυσσόμενες χώρες», στο γεγονός ότι καμία από τις ΥΧΕ δεν χαρακτηρίζεται ως έδαφος με χαμηλό εισόδημα[9] και, τέλος, στο ότι δεν αποτελούν συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας εταιρικής σχέσης ΑΚΕ-ΕΚ και δεν καλύπτονται από τις διατάξεις της συνθήκης ΕΚ σχετικά με την αναπτυξιακή συνεργασία. Επιπλέον, το επίπεδο της κατά κεφαλήν βοήθειας που παρέχεται στις ΥΧΕ και χρηματοδοτείται μέσω του ΕΤΑ είναι αισθητά υψηλότερο από το μέσο όρο για τις χώρες ΑΚΕ[10], πράγμα που οφείλεται στο γεγονός ότι οι ΥΧΕ έχουν στενότερους δεσμούς με την ΕΕ σε σχέση με τις χώρες ΑΚΕ και στις πραγματικές ανάγκες τους. Από τη μια πλευρά, φαίνεται πράγματι εύλογο ότι η αναπτυξιακή συνεργασία θα πρέπει να είναι προς όφελος κυρίως των χωρών που την έχουν μεγαλύτερη ανάγκη. Από την άλλη, είναι άδικο να θεωρείται αποκλειστικά το κατά κεφαλή εισόδημα ως δείκτης των αναγκών των ΥΧΕ, επειδή με τον τρόπο αυτό δεν θα λαμβανόταν υπόψη ο ευάλωτος χαρακτήρας τους ως μικρονησιωτικών οικονομιών και, ιδίως, το γεγονός ότι οι περιορισμένες διαστάσεις τους και η εξάρτησή τους από μια ιδιαίτερα περιορισμένη οικονομική βάση επηρεάζουν αισθητά τις θεσμικές ικανότητές τους και το αναπτυξιακό δυναμικό τους. Επιπλέον, δεν πρέπει να λησμονείται ότι διάφορες ΥΧΕ εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις χρηματικές μεταφορές που προέρχονται από το κράτος μέλος με το οποίο συνδέονται, γεγονός που διασφαλίζει σχετικά υψηλό επίπεδο κοινωνικών και δημόσιων υπηρεσιών, αλλά μπορεί επίσης να συνεπάγεται, για παράδειγμα, έναν τεράστιο και δεσπόζοντα δημόσιο τομέα και έναν ελάχιστα ανεπτυγμένο ιδιωτικό τομέα. Ωστόσο, για να αρθούν τα προβλήματα που προξενεί ο ευάλωτος χαρακτήρας των ΥΧΕ ως μικρονησιωτικών οικονομιών δεν απαιτείται κατ' ανάγκη κλασική προσέγγιση της αναπτυξιακής συνεργασίας. Αντιθέτως, η αύξηση της ανταγωνιστικότητας και της σταδιακής ένταξης των ΥΧΕ στις περιφερειακές και παγκόσμιες αγορές θα μπορούσε να αποτελεί τον καλύτερο τρόπο για τη διασφάλιση της αειφόρου ανάπτυξης στον σημερινό παγκοσμιοποιημένο κόσμο, λαμβανομένων δεόντως υπόψη τόσο των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι ΥΧΕ, για παράδειγμα το υψηλό κόστος παραγωγής και μεταφοράς, τις σημαντικές πρόσθετες δαπάνες κλίμακας και τη σχετική έλλειψη θεσμικής ικανότητας, αλλά και του δυναμικού τους, για παράδειγμα των αρμοδιοτήτων τους σε ορισμένους τομείς, του σχετικά υψηλού επιπέδου εκπαίδευσης του πληθυσμού τους σε σχέση με τις γειτονικές χώρες ή της διάθεσης ορισμένων φυσικών πόρων. Επιπλέον, πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στα περιβαλλοντικά προβλήματα, λαμβανομένων υπόψη τόσο του ευάλωτου χαρακτήρα των ΥΧΕ έναντι των κλιματικών αλλαγών όσο και του δυναμικού τους ως προς τη βιοποικιλότητα. Για να ληφθεί υπόψη ο ευάλωτος χαρακτήρας των ΥΧΕ, δεν αποτελεί λύση διαρκείας το να παρεκκλίνουμε από τους σημερινούς κανόνες και διαδικασίες, αντί να καθορίσουμε πραγματική στρατηγική έναντι των ΥΧΕ. Πράγματι, το να παρεκκλίνουμε απλώς από την αναπτυξιακή πολιτική της Κοινότητας θα αποδυναμώσει τη συνοχή της πολιτικής αυτής, όπως καθορίζεται στην «ευρωπαϊκή αντίληψη για την ανάπτυξη»[11]. Επιπλέον, μια τέτοια προσέγγιση θα ήταν διαμετρικά αντίθετη με τις θέσεις που εκφράζουν διάφορα κράτη μέλη που δεν συνδέονται με ΥΧΕ. Επομένως, είναι σημαντικό οι συζητήσεις να περιστρέφονται κυρίως γύρω από τις πολιτικές και όχι γύρω από τις διαδικασίες. Ερώτημα 2: Συμφωνείτε ότι πρέπει να υιοθετηθεί νέα στρατηγική έναντι των ΥΧΕ, διαφορετική από την κλασική προσέγγιση της αναπτυξιακής συνεργασίας (που βασίζεται στην καταπολέμηση της φτώχιας); Εάν ναι, ποιον τύπο δράσεων προτείνετε για να προαχθεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο η αειφόρος ανάπτυξη των ΥΧΕ και η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της ευελιξίας τους; 3.1.3. Αμοιβαία συμφέροντα Οι ΥΧΕ βρίσκονται σε απομακρυσμένες, κατά το μάλλον ή ήττον, περιοχές σε κάθε γωνιά του κόσμου. Παρά τη θέση τους εκτός των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ, οι ΥΧΕ και τα κράτη μέλη με τα οποία είναι συνδεδεμένες υπογραμμίζουν συχνά τη στρατηγική σημασία των ΥΧΕ ως «απώτερων συνόρων της Ευρώπης» ή ως «προκεχωρημένων φυλακίων της ΕΕ», ακριβώς επειδή αποτελούν μέρος ενός κράτους μέλους της ΕΕ ή είναι στενά συνδεδεμένες μ' αυτό. Το θέμα αυτό εγείρει ένα διττό ερώτημα: Ποια είναι η πραγματική στρατηγική σημασία των ΥΧΕ για ολόκληρη την ΕΕ; Ποιον τύπο ευθυνών θα πρέπει να συνεπάγεται αυτό για τις ΥΧΕ όσον αφορά το ρόλο που θα μπορούσαν να διαδραματίσουν εντός των περιοχών τους; Στις περιοχές της Καραϊβικής, του Ειρηνικού και του Ινδικού Ωκεανού, οι ΥΧΕ γειτνιάζουν με τα κράτη ΑΚΕ. Όπως οι εξόχως απόκεντρες γαλλικές περιοχές στην Καραϊβική και τον Ινδικό ωκεανό, ορισμένες από τις ΥΧΕ αυτές διαθέτουν τεχνογνωσία που δεν είναι πάντα διαθέσιμη στις γειτονικές χώρες και που θα έπρεπε να χρησιμοποιείται από κοινού με τις χώρες αυτές. Παρομοίως, οι ΥΧΕ θα μπορούσαν να προωθήσουν ενεργά στις αντίστοιχες περιοχές τους τις «ευρωπαϊκές αξίες» που μοιράζονται, σε όσο το δυνατό ευρύτερη γεωγραφικά βάση. H ιδέα να δημιουργηθούν «κέντρα πείρας και τεχνογνωσίας» στις ΥΧΕ διατυπώθηκε με σκοπό να διευκολυνθεί ο ρόλος των ΥΧΕ ως σημείων επαφής μεταξύ της ΕΕ και των αντίστοιχων περιοχών. Για παράδειγμα, τούτο θα μπορούσε να αφορά την εφαρμογή και προώθηση υψηλών προτύπων στον τομέα του περιβάλλοντος, του κράτους δικαίου, της χρηστής διαχείρισης, του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων, καθώς και των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, της προαγωγής των σχέσεων καλής γειτονίας, ή των αρχών της οικονομίας της αγοράς, της καινοτομίας και της αειφόρου ανάπτυξης. Ο οικολογικός πλούτος και οι διαφορετικές κλιματικές συνθήκες των ΥΧΕ, που θα μπορούσαν να προσφέρουν μεγάλο ερευνητικό δυναμικό, έχουν επίσης κάποια σημασία. Τούτο συμβαίνει ήδη σε ορισμένες ΥΧΕ, όπως στη Γαλλική Πολυνησία, όπου διεξάγονται επιστημονικά έργα σχετικά με την βιοποικιλότητα, με τη συμμετοχή ερευνητικών ιδρυμάτων της Γαλλίας και των ΗΠΑ. Όσον αφορά τη Γροιλανδία, η εκμετάλλευση υδρογονανθράκων και διαφόρων άλλων ορυκτών, καθώς και η δυνατότητα νέων πλωτών οδών, μέσω του Βόρειου Πόλου, θα μπορούσαν να προσφέρουν νέες δυνατότητες. Ωστόσο, η σημερινή εταιρική σχέση μεταξύ της Κοινότητας και των ΥΧΕ με δυσκολία θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι βασίζεται σε αμοιβαία συμφέροντα. Πράγματι, οι σημερινές ευθύνες των ΥΧΕ περιορίζονται στις σχέσεις εταίρων παροχής βοήθειας και δικαιούχων ενός όχι αμοιβαίου εμπορικού προτιμησιακού καθεστώτος. Η εταιρική σχέση μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Γροιλανδίας[12] θα μπορούσε να θεωρηθεί εξαίρεση κατά κάποιο τρόπο, παρότι οι πραγματικές ευθύνες της Γροιλανδίας στους διάφορους τομείς εκτός της αλιείας είναι σχετικά αμελητέες (εξαιρουμένου του πολιτικού διαλόγου σχετικά με το πρόγραμμα βιώσιμης ανάπτυξης της Γροιλανδίας). Οι πραγματικές ευθύνες των ΥΧΕ στο πλαίσιο της σημερινής εταιρικής σχέσης παραμένουν πράγματι πολύ περιορισμένες. Για παράδειγμα, η απόφαση για τη σύνδεση των Υπερπόντιων Χωρών και Εδαφών διευκρινίζει τους στόχους της σύνδεσης ΥΧΕ-ΕΚ ενώ επικεντρώνεται, μεταξύ άλλων, στη σταδιακή ένταξη των ΥΧΕ στο πλαίσιο της περιφερειακής και παγκόσμιας οικονομίας. Εν προκειμένω, η απόφαση ενθαρρύνει επίσης την περιφερειακή συνεργασία, την αλληλεγγύη και την ολοκλήρωση μεταξύ των ΥΧΕ και μεταξύ των ΥΧΕ και των κρατών ΑΚΕ, καθώς και την καθιέρωση πιο ισόρροπων οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων μεταξύ των ΥΧΕ, των κρατών ΑΚΕ, των κρατών μελών και του υπόλοιπου κόσμου. Συγχρόνως, οι ΥΧΕ έχουν υπογραμμίσει κατ' επανάληψη το ρόλο που θα μπορούσαν να διαδραματίσουν ως ανταγωνιστικά σημεία επαφής μεταξύ της ΕΕ και των αντίστοιχων περιοχών τους, μια πρόταση που έχει γίνει ευνοϊκά δεκτή από την Επιτροπή. Ωστόσο, τούτο συνεπάγεται μεγαλύτερη συνεργασία στο πλαίσιο των αντίστοιχων περιοχών τους και με την ΕΕ, την αποτελεσματική μεταφορά τεχνογνωσίας και την εφαρμογή προτύπων υψηλής ποιότητας. Όμως, ακόμη και αν η απόφαση περιέχει διατάξεις που επιτρέπουν την περιφερειακή συνεργασία μεταξύ των ΥΧΕ και των γειτόνων τους (είτε πρόκειται για εξόχως απόκεντρες περιοχές, είτε για κράτη ΑΚΕ ή άλλες τρίτες χώρες) και εμμένουν στη συνεργασία αυτή, δεν προβλέπει στην πράξη κίνητρα, ούτε καθορίζει τις ευθύνες για την επίτευξη της συνεργασίας αυτής και, μέχρι στιγμής, τα αποτελέσματα ήταν σχετικά περιορισμένα παρόλα τα μέσα που διατέθηκαν στους διάφορους ενδιαφερόμενους εταίρους. Ένα άλλο παράδειγμα των περιορισμένων ευθυνών που έχουν ανατεθεί στο πλαίσιο της σημερινής σύνδεσης ΑΚΕ-ΕΚ αφορά την κατάσταση του περιβάλλοντος. Πέραν της σημασίας που ενέχει η αειφόρος διαχείρισης του περιβάλλοντος των ΥΧΕ, για τη δική τους ευημερία, η διατήρηση της βιοποικιλότητας των ΥΧΕ είναι θεμελιώδης για την Κοινότητα και ολόκληρο τον κόσμο, λόγω της διεθνούς διάστασης που έχουν ως προς την έρευνα, την αειφόρο εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και την καταπολέμηση των κλιματικών αλλαγών. Ωστόσο, η ισχύουσα απόφαση για τη σύνδεση των Υπερπόντιων Χωρών και Εδαφών δεν επιβάλλει καμία ευθύνη στις ΥΧΕ, ούτως ώστε να αναλάβουν αποτελεσματικά δραστηριότητες προστασίας και διαφύλαξης του περιβάλλοντος σύμφωνα με τα κοινοτικά πρότυπα, να παρακολουθούν την κανονικότητα των αλιευτικών δραστηριοτήτων, να εφαρμόζουν αποτελεσματικά μέτρα για τον έλεγχο της ρύπανσης και να διαθέτουν ικανοποιητικές ικανότητες αντίδρασης σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης κατά τη δημιουργία νέων εμπορικών δυνατοτήτων, ή να συμμετέχουν στην επιστημονική συνεργασία με τα ευρωπαϊκά ερευνητικά ιδρύματα και τις ομάδες που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη πέραν εκείνων με τα οποία συνδέονται. Πολλές ΥΧΕ εφαρμόζουν υποδειγματικά περιβαλλοντικά πρότυπα, ισοδύναμα με τα κοινοτικά, αλλά δεν μπορεί να ειπωθεί ότι αυτό ισχύει για όλες τις ΥΧΕ που, συχνά, παρουσιάζουν κάθε άλλο παρά βιώσιμα μοντέλα χρησιμοποίησης του οικοσυστήματος. Όλες οι ΥΧΕ χαρακτηρίζονται από βιοποικιλότητα πολύ πιο πλούσια από εκείνη της ηπειρωτικής Ευρώπης στο σύνολό της. Οι νησιωτικές και απομονωμένες αυτές χώρες αντιπροσωπεύουν προνομιούχες τοποθεσίες για την ανάπτυξη ενδημικών ειδών, ζωικών ή φυτικών, του χερσαίου ή του θαλάσσιου περιβάλλοντος: για παράδειγμα, η Νέα Καληδονία διαθέτει πάνω από 2 000 ενδημικά φυτά και πάνω από 1 600 είδη ψαριών. Στη Μαγιότ, έχουν προσδιοριστεί 200 είδη κοραλλιών. Οι ΥΧΕ είναι επίσης σημαντικές για τα μεταναστευτικά είδη: μεγάλο μέρος των άλμπατρος του τύπου «μελανοφρύδης» αναπαράγονται στις νήσους Φάλκλαντ, στη Νότια Γεωργία και στο αρχιπέλαγος των Κροζέ και Κέργελεν (που αποτελούν μέρος των Γαλλικών περιοχών του νοτίου ημισφαιρίου και της Ανταρκτικής), η Γροιλανδία φιλοξενεί 25 είδη θαλάσσιων θηλαστικών και οι μεγαλοπτεροφάλαινες αποδημούν στη Γαλλική Πολυνησία για να αναπαραχθούν. Οι ΥΧΕ έχουν επομένως κεφαλαιώδη σημασία για την παγκόσμια βιοποικιλότητα. Η βιώσιμη χρήση και προστασία της βιοποικιλότητας αυτής θα μπορούσε να επωφεληθεί αν βελτιωνόταν η επιστημονική τεκμηρίωση και η πρόσβαση στα ερευνητικά αποτελέσματα. Η Επιτροπή πιστεύει ότι η βιοποικιλότητα και οι διάφοροι άλλοι φυσικοί πόροι των ΥΧΕ θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα της έρευνας και της διαφύλαξης. Το δυναμικό των ΥΧΕ όσον αφορά τη βιοποικιλότητα έχει ήδη αναγνωριστεί σε διεθνές επίπεδο, χάρη στην ανάπτυξη επιστημονικών έργων που επιτρέπουν να γίνουν καλύτερα κατανοητά τα οικοσυστήματα, ο τρόπος αλληλεπίδρασής τους και η σημασία τους για την παγκόσμια περιβαλλοντική ισορροπία. Τα εν λόγω ερευνητικά έργα αποβλέπουν επίσης στην εξεύρεση λύσεων για τη διαφύλαξη αυτού του άκρως επαπειλούμενου δυναμικού, για παράδειγμα, από την εισαγωγή μη ενδημικών ειδών που καταστρέφουν τα υπάρχοντα οικοσυστήματα ή αντικαθιστούν την ενδημική βλάστηση (όπως οι αίγες στις νήσους Μπονέρ και Κουρασάο, το φυτό miconia στη Γαλλική Πολυνησία και τη Νέα Καληδονία, κ.λπ.), ή από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στα κοράλλια. Η απώλεια της βιοποικιλότητας είναι ένα θέμα που ανησυχεί σε συνεχώς αυξανόμενο βαθμό τη διεθνή κοινότητα. Στην ανακοίνωση της 22ας Μαΐου 2006 με τίτλο «Η ανάσχεση της απώλειας της βιοποικιλότητας έως το 2010 και μετέπειτα – Η υποστήριξη των υπηρεσιών οικοσυστήματος με στόχο την ευημερία του ανθρώπου», η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπογραμμίζει από την πλευρά της ότι «η ανάληψη αποτελεσματικής δράσης στα υπερπόντια διαμερίσματα και εδάφη των κρατών μελών που είναι ιδιαίτερα πλούσια σε βιοποικιλότητα, είναι μεγάλης σημασίας για την διεθνή αξιοπιστία της ΕΕ». Η Επιτροπή επιθυμεί επίσης να αναπτύξει μια πιο ενεργό εταιρική σχέση με τις ΥΧΕ όσον αφορά τη συνεργασία σε άλλους τομείς, όπως η οικονομική πολιτική, οι επιχειρήσεις, η πολιτική της απασχόλησης και η κοινωνική πολιτική, το εμπόριο και οι επενδύσεις, οι υποδομές (συμπεριλαμβανομένου του συστήματος GALILEO, δεδομένου ότι οι ΥΧΕ είναι δυνητικοί ή πραγματικοί υποψήφιοι για την ανάπτυξη των χερσαίων υποδομών), η έρευνα, οι θαλάσσιες υποθέσεις και η διαχείριση των θαλασσών, ο ενεργειακός εφοδιασμός, η ενεργειακή αποδοτικότητα και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η χρηστή διακυβέρνηση (στο φορολογικό, δημοσιονομικό και δικαστικό πλαίσιο επίσης), η ανάπτυξη της κοινωνίας των πολιτών, οι πολιτιστικές ανταλλαγές, τα μέσα ενημέρωσης, η εκπαίδευση και η κατάρτιση, η μετανάστευση, και η καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, η εμπορία ανθρώπων, η τρομοκρατία, η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, η φοροδιαφυγή, η φοροαποφυγή, τα ναρκωτικά και η παράνομη, λαθραία και άναρχη αλιεία, καθώς και η συνεργασία μεταξύ των διοικητικών υπηρεσιών, των αστυνομικών και των δικαστικών αρχών. Επιπλέον, η συνεργασία στον τομέα των θαλάσσιων και αεροπορικών μεταφορών — συμπεριλαμβανομένου επίσης του Κοινού Αεροπορικού Χώρου — μπορεί να συμβάλει σημαντικά στην ενσωμάτωση των ΥΧΕ στην ίδια την περιοχή τους και στη σύσφιγξη των σχέσεων μεταξύ των ΥΧΕ και της Κοινότητας. Εν πάση περιπτώσει, οι δυνατότητες δράσης προς το αμοιβαίο συμφέρον μιας συγκεκριμένης ΥΧΕ και της ΕΕ (και των γειτονικών αναπτυσσόμενων χωρών) εξαρτάται από το δυναμικό και τη βούληση της συγκεκριμένης ΥΧΕ να αναπτύξει και να μοιραστεί ορισμένους πόρους, καθώς και από την έλξη που ασκούν οι πόροι αυτοί στην ΕΕ, στις γειτονικές χώρες και σε άλλους δυνητικούς εταίρους, αλλά και από τη βούληση της ΕΕ να συνεργαστεί πιο δραστήρια με τη συγκεκριμένη ΥΧΕ στον εν λόγω τομέα. Στο πλαίσιο αυτό, είναι επιτακτικά αναγκαίο να ληφθούν υπόψη οι τεράστιες διαφορές των ΥΧΕ και, ιδιαίτερα, η κατάσταση των εξαιρετικά απομονωμένων ΥΧΕ λόγω γεωγραφικών, πολιτικών και άλλων παραγόντων. Μια σημαντική πρόκληση αφορά επίσης το ρόλο και την επιρροή ορισμένων χωρών στις διάφορες περιοχές στις οποίες βρίσκονται οι ΥΧΕ, όπως για παράδειγμα των ΗΠΑ, της Βραζιλίας και της Βενεζουέλας στην Καραϊβική, ή των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας, της Κίνας, της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας στον Ειρηνικό. Το 2003, οι ΥΧΕ και τα κράτη μέλη με τα οποία συνδέονται δήλωσαν ότι η πορεία προς μια πραγματική εταιρική σχέση θα έπρεπε να συνοδεύεται από τη σύναψη συμφωνίας (που θα συμπληρωθεί ενδεχομένως από επιμέρους πρωτόκολλα), καθώς και από την έκδοση απόφασης του Συμβουλίου. Ωστόσο, η παρούσα πράσινη βίβλος δεν εξετάζει τις σκέψεις αυτές, δεδομένου ότι το άρθρο 187 της συνθήκης ΕΚ προβλέπει ρητά ότι οι λεπτομερείς διατάξεις και η διαδικασία για τη σύνδεση ΥΧΕ-ΕΚ καθορίζονται από το Συμβούλιο. Ερώτημα 3: Με ποιο τρόπο θα ήταν δυνατό να καταστεί η εταιρική σχέση μεταξύ των ΥΧΕ και της ΕΕ πιο δραστήρια και αμοιβαία, προς το αμοιβαίο όφελος αμφοτέρων των εταίρων; Ποιες πραγματικές ευθύνες συνεπάγεται αυτό για τις ΥΧΕ ή τα κράτη μέλη με τα οποία συνδέονται (εντός των ορίων των συνταγματικών αρμοδιοτήτων τους); Ερώτημα 4: Κατά την άποψή σας, ποιοι είναι οι κυριότεροι τομείς αμοιβαίου συμφέροντος για τη συνεργασία μεταξύ των ΥΧΕ και της ΕΕ; Ερώτημα 5: Ποια θα ήταν τα πλεονεκτήματα μιας μεγαλύτερης περιφερειακής συνεργασίας και ολοκλήρωσης για τις ΥΧΕ; Με ποιο τρόπο θα μπορούσε να ενθαρρυνθεί η μεταφορά γνώσεων και τεχνογνωσίας μεταξύ των ΥΧΕ και των γειτόνων τους; Ερώτημα 6: Ποια είναι η άποψή σας για την ενδεχόμενη ενίσχυση του πολιτικού διαλόγου μεταξύ της ΕΕ, μιας δεδομένης ΥΧΕ και του κράτους μέλους με το οποίο συνδέεται, ιδίως στην περίπτωση που τα συμφέροντα της ΕΕ και της ενδιαφερόμενης ΥΧΕ αποκλίνουν; 3.2. Τα εμπορικά καθεστώτα μεταξύ της Κοινότητας και των ΥΧΕ Δεν είναι δυνατό να επανεξεταστούν τα ισχύοντα εμπορικά καθεστώτα μεταξύ της Κοινότητας και των ΥΧΕ χωρίς να ληφθούν υπόψη οι αλλαγές που σημειώνονται σε παγκόσμιο επίπεδο και οι οποίες έχουν επιπτώσεις στην Κοινότητα και στις ίδιες τις ΥΧΕ, καθώς και στους κυριότερους εμπορικούς εταίρους των ΥΧΕ και κυρίως στις γειτονικές τους ΑΚΕ. Η Κοινότητα υποστήριξε με αποφασιστικότητα, επί σειρά ετών, την περιφερειακή οικονομική ολοκλήρωση ως πρωτεύοντα στόχο για τις χώρες ΑΚΕ, δεδομένου ότι η ολοκλήρωση σε περιφερειακό επίπεδο καθώς και στο εσωτερικό πολυμερών εμπορικών καθεστώτων προσφέρει νέες εμπορικές δυνατότητες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην οικονομική μεγέθυνση και, με τον τρόπο αυτό, να επιτρέψει στις χώρες αυτές να βρουν διέξοδο από τη φτώχια. Αυτό είναι επίσης το σκεπτικό που διέπει τις συμφωνίες οικονομικής εταιρικής σχέσης που έχουν αποτελέσει αντικείμενο διαπραγματεύσεων με τα κράτη ΑΚΕ. Είναι επίσης αναμφισβήτητο ότι τα θεωρητικά οφέλη που προσφέρει στις ΥΧΕ το ισχύον εμπορικό καθεστώς ΥΧΕ-ΕΚ ως προς την προτιμησιακή πρόσβαση στην κοινοτική αγορά αποδυναμώνονται με τη σταδιακή ελευθέρωση του εμπορίου σε παγκόσμιο και περιφερειακό επίπεδο. Πρόκειται για μια αναπόφευκτη διαδικασία στην οποία πρέπει να προετοιμαστούν οι ΥΧΕ, ιδίως επειδή οι ΥΧΕ επωφελούνται ήδη από ένα από τα πλέον ευνοϊκά εμπορικά καθεστώτα που έχει χορηγήσει ποτέ η Κοινότητα, το οποίο δεν αφήνει μεγάλο περιθώριο για τη βελτίωση της προτιμησιακής τους πρόσβασης στην αγορά της ΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό, ήδη από το 2003, η Επιτροπή έχει καλέσει τις ΥΧΕ που βρίσκονται σε περιοχή των ΑΚΕ, και τα κράτη μέλη με τα οποία συνδέονται, να εξετάσουν τη θέση τους όσον αφορά την περιφερειακή οικονομική ολοκλήρωση των εν λόγω ΥΧΕ με τα γειτονικά κράτη ΑΚΕ, και τα πλεονεκτήματα ή τα μειονεκτήματα που θα μπορούσαν να προκύψουν γι' αυτές από τη συμμετοχή τους σε μια διαδικασία περιφερειακής οικονομικής ολοκλήρωσης. Το θέμα αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό όσον αφορά τους κανόνες καταγωγής και, πιο συγκεκριμένα, τη σώρευση καταγωγής μεταξύ των ΥΧΕ και των ΑΚΕ. Εξάλλου, ένας εκσυγχρονισμός των κανόνων καταγωγής (ιδίως όσον αφορά τα προϊόντα της αλιείας), προσαρμοσμένος στην ιδιαίτερη κατάσταση των ΥΧΕ, ή η ενίσχυση των ικανοτήτων των ΥΧΕ, ούτως ώστε να συμμορφώνονται προς τις υποχρεώσεις που αφορούν τις εισαγωγές εμπορευμάτων στην Κοινότητα, για παράδειγμα, στον υγειονομικό και φυτοϋγειονομικό τομέα (που αποτελεί επίσης βασικό στοιχείο των συμφωνιών οικονομικής εταιρικής σχέσης), θα μπορούσαν να επιτρέψουν στις χώρες αυτές να μεγιστοποιήσουν τα οφέλη που αντλούν από το εμπορικό καθεστώς ΥΧΕ-ΕΚ, παρά τη φθίνουσα θεωρητική αξία των δασμολογικών προτιμήσεών τους. Με το ίδιο πνεύμα, η ισχύουσα διαδικασία μεταφόρτωσης θα μπορούσε να υποβληθεί σε κριτική αξιολόγηση. Όσον αφορά το έγγραφο εργασίας της Επιτροπής που επισυνάπτεται στο παράρτημα IV της παρούσας πράσινης βίβλου, η Επιτροπή θα ήθελε να μάθει την άποψή σας σχετικά με τα ακόλουθα ερωτήματα: Ερώτημα 7.1: Ποια είναι, κατά την άποψή σας, τα οφέλη μιας μεγαλύτερης περιφερειακής οικονομικής ολοκλήρωσης για ορισμένες ΥΧΕ σε απάντηση στην παγκοσμιοποίηση και στη διάβρωση των δασμολογικών προτιμήσεών τους έναντι της Κοινότητας; Ερώτημα 7.2: Με ποιο τρόπο θα μπορούσαν οι ΥΧΕ να συμμετάσχουν σε ευρύτερες περιφερειακές εμπορικές ανταλλαγές και με ποιο τρόπο θα μπορούσε η Κοινότητα να διευκολύνει τη διαδικασία αυτή; Ερώτημα 8.1: Ποια είναι, κατά την άποψή σας, η προστιθέμενη αξία της σώρευσης καταγωγής ΥΧΕ-ΑΚΕ για τις ΥΧΕ; Ερώτημα 8.2: Ποιες είναι οι ΥΧΕ που καταφεύγουν στη σώρευση ΥΧΕ-ΑΚΕ και με ποια συχνότητα; Συνεπάγεται αυτό τον εφοδιασμό με πρώτες ύλες από τα κράτη ΑΚΕ και την επιτόπια μεταποίησή τους στις ΥΧΕ; Ερώτημα 8.3: Με ποιο τρόπο θα μπορούσε να προσαρμοστεί ο εκσυγχρονισμός των κανόνων καταγωγής στην ιδιαιτερότητα των διαφόρων ΥΧΕ; Ερώτημα 9.1: Ποια είναι, κατά την άποψή σας, η προστιθέμενη αξία που αντιπροσωπεύει η συνεργασία με τις ΥΧΕ στους σχετικούς με το εμπόριο τομείς σε απάντηση στην παγκοσμιοποίηση και τη διάβρωση των εμπορικών προτιμήσεών τους έναντι της Κοινότητας; Ερώτημα 9.2: Με ποιο τρόπο θα μπορούσε, εν προκειμένω, η σύνδεση ΥΧΕ-ΕΚ να συμβάλει πιο δραστικά στη βελτίωση της κατάστασης των ΥΧΕ; Ερώτημα 10.1: Ποια είναι, κατά την άποψή σας, η πραγματική προστιθέμενη αξία της σημερινής διαδικασίας μεταφόρτωσης που προβλέπει η απόφαση για τη σύνδεση των Υπερπόντιων Χωρών και Εδαφών; Ερώτημα 10.2: Με ποιο τρόπο θα μπορούσε να προσαρμοστεί η σύνδεση ΥΧΕ-ΕΚ ώστε να προωθήσει καλύτερα την ανάπτυξη των υποδομών μεταφορών (αεροπορικών, οδικών και λιμενικών); Ερώτημα 10.3: Έχετε προτάσεις όσον αφορά άλλους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαν να καταστούν πιο ανταγωνιστικές οι καλώς ανεπτυγμένες αλλά υποχρησιμοποιούμενες, λιμενικές υποδομές των ΥΧΕ; 3.3. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ΥΧΕ Στις 2 Οκτωβρίου του 1997, η Διάσκεψη των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών που θέσπισαν τη συνθήκη του Άμστερνταμ υιοθέτησε δήλωση σχετικά με τις ΥΧΕ στην οποία ζήτησε να επανεξεταστεί το καθεστώς σύνδεσης ΥΧΕ-ΕΚ με σκοπό ιδίως την καλύτερη συνεκτίμηση της ποικιλομορφίας και ιδιαιτερότητας κάθε ΥΧΕ[13]. Στη συνέχεια, η απόφαση του 2001 για τη σύνδεση των Υπερπόντιων Χωρών και Εδαφών εισήγαγε ορισμένες καινοτομίες προς την κατεύθυνση αυτή. Ενώ, στο πλαίσιο του 8ου ΕΤΑ, η προγραμματιζόμενη βοήθεια ήταν κατανεμημένη μεταξύ των γαλλικών, ολλανδικών και βρετανικών ΥΧΕ στο σύνολό τους, και άφηνε στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη την απόφαση να κατανείμουν τους πόρους αυτούς μεταξύ των δικών τους ΥΧΕ, η απόφαση του 2001 για τη σύνδεση των Υπερπόντιων Χωρών και Εδαφών καθιέρωσε την απευθείας χορήγηση της κοινοτικής χρηματοδοτικής βοήθειας στις επιμέρους ΥΧΕ, αφήνοντας μεγαλύτερο περιθώριο στην επικουρικότητα για τη διαχείριση του χρηματοδοτικού μηχανισμού. Επίσης, προέβλεπε διατάξεις σχετικές με τις ανάγκες των πιο απομονωμένων και λιγότερο ανεπτυγμένων ΥΧΕ. Ωστόσο, με βάση την κτηθείσα εν συνεχεία πείρα, είναι σκόπιμο να εξεταστούν με πιο κριτικό πνεύμα ορισμένες προκλήσεις όσον αφορά τον ευάλωτο χαρακτήρα των ΥΧΕ και τις διαφορές τους, με την επιφύλαξη των θεμάτων που θίγονται ανωτέρω. Ειδικότερα, όσον αφορά το έγγραφο εργασίας της Επιτροπής που επισυνάπτεται στο παράρτημα V της παρούσας πράσινης βίβλου, η Επιτροπή θα ήθελε να μάθει την άποψή σας σχετικά με τα ακόλουθα ερωτήματα: Ερώτημα 11: Με ποιο τρόπο θα μπορούσε να συνδεθεί η προαγωγή της αειφόρου ανάπτυξης των ΥΧΕ από την Κοινότητα με τον ευάλωτο χαρακτήρα τους ως μικρονησιωτικών οικονομιών; Ερώτημα 12: Θεωρείτε σκόπιμη τη δημιουργία δείκτη που θα επιτρέπει να μετρηθεί ο σχετικός βαθμός τρωτότητας των ΥΧΕ, ούτως ώστε να γίνει σύγκριση όχι μόνο μεταξύ των ΥΧΕ, αλλά και με διάφορες άλλες χώρες και εδάφη; Αν πρέπει να καθοριστεί ένας τέτοιος δείκτης, ποια κριτήρια πρέπει να χρησιμοποιηθούν; Ερώτημα 13: Λαμβανομένης υπόψη της έκθεσης πολλών ΥΧΕ σε φυσικές καταστροφές, με ποιο τρόπο θα μπορούσε να συμπεριληφθεί η μείωση των κινδύνων καταστροφής στις μελλοντικές σχέσεις μεταξύ των ΥΧΕ και της ΕΕ; Ερώτημα 14: Με ποιο τρόπο θα μπορούσε να προσαρμοστεί η σύνδεση ΥΧΕ-ΕΚ, ώστε να λαμβάνονται περισσότερο υπόψη οι διαφορές των ΥΧΕ, χωρίς όμως να επιβαρυνθεί ο διοικητικός φόρτος για τις ΥΧΕ και την Επιτροπή; 4. Συμπεράσματα Σύμφωνα με τη συνθήκη ΕΚ, σκοπός της σύνδεσης των ΥΧΕ με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα είναι η προώθηση της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξής τους και η δημιουργία στενών οικονομικών σχέσεων μεταξύ αυτών και της Κοινότητας στο σύνολό της. Επιπλέον, η συνθήκη καθορίζει τους εμπορικούς στόχους και τις θεμελιώδεις αρχές της σύνδεσης αυτής. Ωστόσο, σύμφωνα με τις διατάξεις της συνθήκης ΕΚ, υπάρχει τεράστιο περιθώριο ελιγμού για να εκσυγχρονιστούν οι σχέσεις μεταξύ της ΕΕ και των ΥΧΕ, ούτως ώστε να προσαρμοστούν στις επιτόπιες πραγματικότητες, στην ιδιαίτερη κατάσταση των ΥΧΕ ως μικρονησιωτικών οικονομιών διασκορπισμένων σε ολόκληρο τον κόσμο και στο δυναμικό που προσφέρουν, καθώς και στο ευρύτερο διεθνές πλαίσιο και στις περιφερειακές πραγματικότητες, λαμβανομένου δεόντως υπόψη του μοναδικού καθεστώτος των ΥΧΕ σε σχέση με την Κοινότητα. Για να προετοιμαστεί το έδαφος για το μέλλον, η παρούσα πράσινη βίβλος έχει ως σκοπό να προκαλέσει ευρύ δημόσιο διάλογο για διάφορα θεμελιώδη ζητήματα που αφορούν έναν ουσιώδη εκσυγχρονισμό της σύνδεσης ΥΧΕ-ΕΚ, ούτως ώστε να μπορέσει η Επιτροπή να καθορίσει, σε τελική ανάλυση, μια κατάλληλη πολιτική απάντηση με βάση τις πλέον τεκμηριωμένες πληροφορίες, με σκοπό να χαραχθεί νέα μακροπρόθεσμη στρατηγική για τη σύνδεση των ΥΧΕ με την Κοινότητα. Η στρατηγική αυτή θα αντικαταστήσει εν όλω ή εν μέρει τη σημερινή στρατηγική μόλις λήξει η ισχύουσα απόφαση για τη σύνδεση των Υπερπόντιων Χωρών και Εδαφών, στις 31 Δεκεμβρίου 2013. Τούτο δεν θίγει σε καμία περίπτωση μια ενδεχόμενη αναθεώρηση της απόφασης πριν από το τέλος του 2011, σύμφωνα με το άρθρο 62 της ίδιας απόφασης. Η περίοδος δημόσιας διαβούλευσης θα αρχίσει την 1η Ιουλίου 2008 και θα περατωθεί την 17η Οκτωβρίου 2008. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σας καλεί να υποβάλετε τις δικές σας συνεισφορές μέσω του ηλεκτρονικού εντύπου που περιλαμβάνεται στον ακόλουθο δικτυακό τόπο: http://europa.eu/yourvoice/consultations/index_en.htm Η Επιτροπή θα εξετάσει με προσοχή τις συνεισφορές που θα λάβει ώστε να δημιουργήσει τις βάσεις για τον καθορισμό νέας πολιτικής έναντι των ΥΧΕ. Ειδικότερα, οι συνεισφορές θα εξεταστούν ώστε να καθοριστεί αν, και κατά πόσο, οι απόψεις που θα διατυπωθούν μπορούν να ληφθούν υπόψη κατά τον καθορισμό των μελλοντικών προτεινόμενων στρατηγικών που αφορούν τις ΥΧΕ. Οι συνεισφορές που θα παραληφθούν θα δημοσιευθούν στο Διαδίκτυο, μαζί με την ταυτότητα του συγγραφέα της συνεισφοράς, εκτός αν αυτός είναι αντίθετος στη δημοσίευση των προσωπικών του στοιχείων, με την αιτιολογία ότι μια τέτοια δημοσίευση μπορεί να θίξει τα νόμιμα συμφέροντά του. Στην περίπτωση αυτή, η συνεισφορά μπορεί να δημοσιευθεί ανωνύμως. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, η συνεισφορά δεν θα δημοσιευθεί και το περιεχόμενό της δεν θα ληφθεί, κατ'αρχήν, υπόψη. Οι οργανώσεις καλούνται να παράσχουν τα στοιχεία τους. Η Επιτροπή θα βεβαιώσει την παραλαβή των συνεισφορών που θα της διαβιβαστούν, αλλά χωρίς να στείλει, κατ'ανάγκη, ατομική απάντηση ως προς το περιεχόμενό τους. Για να υπάρξει κατάλληλη επιστροφή πληροφοριών στα μέρη που θα απαντήσουν στη διαβούλευση και στο κοινό, εν γένει, οι αιτιολογικές εκθέσεις που θα συνοδεύουν τις νομοθετικές προτάσεις ή ανακοίνωση της Επιτροπής για τις σχέσεις μεταξύ της ΕΕ και των ΥΧΕ θα περιέχουν τα αποτελέσματα της παρούσας διαβούλευσης, καθώς και εξηγήσεις σχετικά με τον τρόπο κατά τον οποίο θα ληφθούν υπόψη τα αποτελέσματα αυτά. Παρακαλείστε να χρησιμοποιήσετε το ηλεκτρονικό έντυπο απάντησης, το οποίο θα επιτρέψει να εξεταστούν ευκολότερα οι απόψεις σας κατά τη διαβούλευση αυτή. Ωστόσο, μπορείτε να στείλετε επίσης γραπτή συνεισφορά στην ακόλουθη διεύθυνση: Green Paper on the future relations between the EU and the OCTs European Commission Directorate-General Development and Relations with African, Caribbean and Pacific States DG DEV/D/1 SC-15 07/130 B-1049 Brussels Τυχόν ερωτήσεις μπορούν να αποσταλούν με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στην ακόλουθη διεύθυνση: DEV-DIR-D@ec.europa.eu [1] Μια σύμβαση εφαρμογής που προσαρτάται στη συνθήκη της Ρώμης της 25ης Μαρτίου 1957 καθόριζε τους όρους και τη διαδικασία που διέπουν τη σύνδεση των ΥΧΕ με την Κοινότητα κατά την πρώτη πενταετία από τη θέση σε ισχύ της συνθήκης, έως την 31η Δεκεμβρίου 1962. Εν συνεχεία, οι λεπτομερείς διατάξεις και διαδικασία σχετικά με τη σύνδεση ΕΚ-ΥΧΕ καθορίστηκαν σε αποφάσεις διάρκειας πέντε ετών, τις οποίες εξέδωσε το Συμβούλιο στις 25 Φεβρουαρίου 1964, στις 29 Σεπτεμβρίου 1970, στις 29 Ιουνίου 1976, στις 16 Δεκεμβρίου 1980 και στις 30 Ιουνίου 1986. Στις 25 Ιουλίου 1991 και στις 27 Νοεμβρίου 2001, το Συμβούλιο εξέδωσε επιπλέον αποφάσεις σχετικά με τη σύνδεση των ΥΧΕ με την Κοινότητα, καθεμία από τις οποίες ισχύει για δέκα έτη. Ωστόσο, η διάρκεια της απόφασης για τη σύνδεση των Υπερπόντιων Χωρών και Εδαφών της 27ης Νοεμβρίου 2001 παρατάθηκε το 2007 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013, ώστε να συμπέσει με τη διάρκεια του 10ου Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάπτυξης και του πολυετούς χρηματοδοτικού πλαισίου για την περίοδο 2007-2013. [2] Απόφαση 2001/822/ΕΚ του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2001 για τη σύνδεση των Υπερπόντιων Χωρών και Εδαφών με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα (ΕΕ L 314 της 30.11.2001, σ. 1). Απόφαση όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2007/249/ΕΚ (ΕΕ L 109 της 26.4.2007, σ. 33). [3] Βλ. άρθρο 62 της αναθεωρημένης απόφασης για τη σύνδεση των Υπερπόντιων Χωρών και Εδαφών, καθώς και την αιτιολογική σκέψη 14 της απόφασης 2007/249/EΚ του Συμβουλίου. [4] Στο πλαίσιο του 10ου ΕΤΑ (2008-2013), το μέσο κατά κεφαλή επίπεδο της κοινοτικής χρηματοδοτικής βοήθειας για τις ΥΧΕ είναι περίπου εξαπλάσιο από το μέσο κατά κεφαλή επίπεδο της κοινοτικής χρηματοδοτικής βοήθειας για τα κράτη ΑΚΕ. [5] Σύμφωνα με το άρθρο 58 της απόφασης για τη σύνδεση των Υπερπόντιων Χωρών και Εδαφών. Βλ. επίσης παράρτημα ΙΙΙ της παρούσας πράσινης βίβλου. [6] Δήλωση αριθ. 36 για τις Υπερπόντιες Χώρες και Εδάφη που έχει προσαρτηθεί στην τελική πράξη της Διάσκεψης των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών που θέσπισαν τη συνθήκη του Άμστερνταμ (ΕΕ C 340 της 10.11.1997). [7] Βλ. απόφαση 1999/95/ΕΚ του Συμβουλίου της 31ης Δεκεμβρίου 1998 για τις νομισματικές ρυθμίσεις στις γαλλικές εδαφικές ενότητες Σεν Πιερ και Μικελόν και Μαγιότ (ΕΕ L 30 της 4.2.1999, σ. 29). [8] Η Γαλλία ανακοίνωσε το 2003 ότι μια αίτηση καθιέρωσης του ευρώ στις γαλλικές ΥΧΕ του Ειρηνικού θα υποβαλλόταν στα ευρωπαϊκά όργανα μόνο αν καθεμία από τις τρεις ενδιαφερόμενες ΥΧΕ δεχόταν την καθιέρωση του ευρώ. Στο πλαίσιο αυτό, οι νήσοι Βαλίς και Φουτούνα δήλωσαν ότι θα ευθυγραμμίζονταν με την απόφαση που θα ελάμβαναν η Γαλλική Πολυνησία και η Νέα Καληδονία. Το 2006, η Συνέλευση της Εθνικής Πολυνησίας εξέδωσε ψήφισμα υπέρ της καθιέρωσης του ευρώ, ενώ η Νέα Καληδονία δεν έχει λάβει ακόμη καμία σχετική απόφαση. [9] Σύμφωνα με την Επιτροπή Αναπτυξιακής Βοήθειας του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ/DAC). Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. παραρτήματα Ι και ΙΙ της παρούσας πράσινης βίβλου. [10] Βλ. υποσημείωση 4 παραπάνω. [11] Κοινή δήλωση του Συμβουλίου και των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών συνερχομένων στα πλαίσια του Συμβουλίου, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με την αναπτυξιακή πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης: «Η ευρωπαϊκή κοινή αντίληψη» (ΕΕ C 46 της 24.2.2006, σ. 1). [12] Βλ. απόφαση 2006/526/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 2006, για τις σχέσεις μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, αφενός, και της Γροιλανδίας και του Βασιλείου της Δανίας, αφετέρου (ΕΕ L 208 της 29.7.2006, σ. 28). [13] Δήλωση αριθ. 36 για τις Υπερπόντιες Χώρες και Εδάφη που έχει προσαρτηθεί στην τελική πράξη της Διάσκεψης των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών που θέσπισαν τη συνθήκη του Άμστερνταμ (ΕΕ C 340 της 10.11.1997).