EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52004DC0230

Έκθεση της Επιτροπής που εκπονήθηκε κατ' εφαρμογή του άρθρου 6 της απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2001, για το ξέπλυµα χρήµατος, τον προσδιορισµό, τον εντοπισµό, τη δέσµευση, την κατάσχεση και τη δήµευση των οργάνων και των προϊόντων του εγκλήµατος {SEC(2004)383}

/* COM/2004/0230 Τελικό */

52004DC0230

Έκθεση της Επιτροπής που εκπονήθηκε κατ' εφαρμογή του άρθρου 6 της απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2001, για το ξέπλυµα χρήµατος, τον προσδιορισµό, τον εντοπισµό, τη δέσµευση, την κατάσχεση και τη δήµευση των οργάνων και των προϊόντων του εγκλήµατος {SEC(2004)383} /* COM/2004/0230 Τελικό */


ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ που εκπονήθηκε κατ' εφαρμογή του άρθρου 6 της απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2001, για το ξέπλυϴα χρήϴατος, τον προσδιορισϴό, τον εντοπισϴό, τη δέσϴευση, την κατάσχεση και τη δήϴευση των οργάνων και των προϊόντων του εγκλήϴατος {SEC(2004)383}

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.1. Ιστορικό

Δυνάμει του άρθρου 6 της απόφασης-πλαισίου της 26ης Ιουνίου 2001 για το ξέπλυμα χρήματος, τον προσδιορισμό, τον εντοπισμό, τη δέσμευση, την κατάσχεση και τη δήμευση των οργάνων και των προϊόντων του εγκλήματος [1] (στο εξής 'απόφαση-πλαίσιο'), η Επιτροπή οφείλει να εκπονήσει γραπτή έκθεση σχετικά με τα μέτρα τα οποία λαμβάνουν τα κράτη μέλη για να συμμορφωθούν με την εν λόγω απόφαση-πλαίσιο.

[1] ΕΕ L182, 5.7.2001, σελ. 1.

Η παράγραφος 1 του εν λόγω άρθρου υποχρεώνει τα κράτη μέλη να θεσπίσουν τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να συμμορφωθούν με τις διατάξεις της απόφασης-πλαισίου το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2002. Σύμφωνα με την παράγραφο 2, κάθε κράτος μέλος διαβιβάζει, έως την 1η Μαρτίου 2003 το αργότερο, στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων με τις οποίες μεταφέρονται στην εθνική νομοθεσία οι υποχρεώσεις που απορρέουν από την απόφαση-πλαίσιο και, ενδεχομένως, τις κοινοποιήσεις που γίνονται σύμφωνα με το άρθρο 40 παράγραφος 2 της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1990 για το ξέπλυμα, την έρευνα, την κατάσχεση και τη δήμευση των προϊόντων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες (στο εξής 'Σύμβαση του 1990'). Με βάση τις πληροφορίες αυτές, καθώς και γραπτή έκθεση της Επιτροπής, το Συμβούλιο εξετάζει, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2003 το αργότερο, κατά πόσο τα κράτη μέλη έλαβαν τα απαραίτητα μέτρα για να συμμορφωθούν προς την απόφαση-πλαίσιο.

Η αξία της παρούσας έκθεσης, συνεπώς, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ποιότητα και την ακρίβεια των πληροφοριών εθνικής προέλευσης που διαβιβάζονται στην Επιτροπή. Η Επιτροπή υπενθύμισε στα κράτη μέλη τη σχετική υποχρέωσή τους μέσω δύο επιστολών που απέστειλε στις 9 Δεκεμβρίου 2002 και στις 21 Φεβρουαρίου 2003. Έως την 1η Μαρτίου 2003, εντούτοις, μόνον έξι κράτη μέλη (Γαλλία, Φινλανδία, Γερμανία, Κάτω Χώρες, Σουηδία και Ηνωμένο Βασίλειο) είχαν ανακοινώσει στην Επιτροπή τα μέτρα που έλαβαν για την εφαρμογή της απόφασης-πλαισίου. Έως τον Ιούνιο 2003, δώδεκα κράτη μέλη (τα προαναφερθέντα συν το Βέλγιο, η Δανία, η Ελλάδα, η Ισπανία, η Ιρλανδία και το Λουξεμβούργο) είχαν διαβιβάσει στην Επιτροπή πληροφορίες όσον αφορά την εφαρμογή. Τέλος, το δέκατο τρίτο κράτος μέλος που απάντησε, στις 31 Οκτωβρίου 2003, ήταν η Ιταλία.

Εντούτοις, οι πληροφορίες που έλαβε η Επιτροπή ποικίλλουν σημαντικά, ιδίως όσον αφορά την πτυχή της πληρότητας. Αυτό αντικατοπτρίζεται στον πίνακα που προσαρτάται στην παρούσα έκθεση {SEC(2004)383} και περιέχει τις πληροφορίες που διαβίβασαν τα κράτη μέλη, ορισμένα από τα οποία δεν προσδιόρισαν ούτε διαβίβασαν το κείμενο των διατάξεων εφαρμογής ή το κείμενο των κοινοποιήσεων όσον αφορά τη Σύμβαση του 1990, όπως απαιτεί η απόφαση-πλαίσιο, αλλά αναφέρθηκαν απλώς σε νέα νομοσχέδια. Οι ελλείπουσες πληροφορίες συμπληρώθηκαν, στο μέτρο του δυνατού, μέσω της αποτελεσματικής βοήθειας που προσέφεραν τα πρόσωπα τα οποία έχουν ορίσει τα περισσότερα κράτη μέλη για να ασκούν καθήκοντα συνδέσμων.

Θα πρέπει να επισημανθεί επίσης ότι ορισμένα κράτη μέλη, όπως η Δανία, αναγκάστηκαν να τροποποιήσουν ορισμένες εσωτερικές διατάξεις ούτως ώστε να συμμορφωθούν με την απόφαση-πλαίσιο, ενώ άλλα, όπως η Ισπανία, η Ιταλία και το Λουξεμβούργο, εκπονούν νομοθεσία που δεν έχει τεθεί ακόμα σε εφαρμογή. Η Ελλάδα ανακοίνωσε ότι εκπονούνται εθνικές διατάξεις μεταφοράς από ειδική νομοπαρασκευαστική επιτροπή, παρόλο που δεν διαβιβάστηκε κάποιο σχετικό κείμενο. Η Σουηδία μελετά κατά πόσον απαιτείται νέα νομοθεσία για τη συμμόρφωση με την απόφαση-πλαίσιο, σε σχέση με τις επιφυλάξεις όσον αφορά τη Σύμβαση του 1990. Η Γαλλία ανέφερε ρητώς ότι η ισχύουσα νομοθεσία ήδη πληροί την απόφαση-πλαίσιο. Το ίδιο μπορεί να ισχύει σιωπηρώς και για τα υπόλοιπα κράτη μέλη που δεν επέσυραν την προσοχή μας σε συγκεκριμένες διατάξεις εφαρμογής. Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει θεσπίσει νέα νομοθεσία για το θέμα, παρόλο που η προϊσχύσασα νομοθεσία, κατά τη γνώμη των αρμοδίων, ήδη πληρούσε την απόφαση-πλαίσιο.

Τέλος, έως την 1η Νοεμβρίου 2003, η Επιτροπή δεν είχε λάβει πληροφορίες από την Αυστρία και την Πορτογαλία. Συνεπώς, η ανάλυση των μέτρων εφαρμογής στην έκθεση δεν αφορά τα εν λόγω κράτη μέλη, εξαιρουμένης της εφαρμογής του άρθρου 1, όπως επεξηγείται στη συνέχεια.

1.2. Μέθοδοι και κριτήρια για την αξιολόγηση της παρούσας απόφασης-πλαισίου

1.2.1. Αποφάσεις-πλαίσια που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 34 παράγραφος 2 εδάφιο β) της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο θεμελιώνεται στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), και ιδίως στο άρθρο 31 εδάφια (α), (γ) και (ε) και στο άρθρο 34 παράγραφος 2 εδάφιο (β).

Η νομική πράξη που προσομοιάζει περισσότερο με την απόφαση-πλαίσιο είναι η οδηγία [2]. Και οι δύο πράξεις δεσμεύουν τα κράτη μέλη όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνουν την επιλογή του τύπου και των μεθόδων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Εντούτοις, οι αποφάσεις-πλαίσια δεν παράγουν άμεσο αποτέλεσμα. Η Επιτροπή δεν μπορεί - τουλάχιστον στο παρόν στάδιο εξέλιξης του ευρωπαϊκού δικαίου - να προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου για να αναγκάσει κράτος μέλος να θεσπίσει νομοθεσία για τη μεταφορά απόφασης-πλαισίου. Εντούτοις, το Δικαστήριο μπορεί να αποφαίνεται επί διαφοράς μεταξύ δύο κρατών μελών σχετικά με την ερμηνεία ή την εφαρμογή (συμπεριλαμβανομένης της μεταφοράς) της εν λόγω νομικής πράξης [3]. Η ενδεχόμενη άσκηση του εν λόγω δικαιώματος προσφυγής προϋποθέτει ισχυρή πραγματική βάση, για τη δημιουργία της οποίας μπορεί να αποδειχθεί πολύτιμη η έκθεση που εκπονεί η Επιτροπή επί τη βάσει των πληροφοριών που της διαβιβάζονται.

[2] Άρθρο 249 της συνθήκης ΕΚ.

[3] Άρθρο 35, παράγραφος 7, ΣΕΕ.

1.2.2. Κριτήρια αξιολόγησης

Για να καταστεί δυνατόν να προσδιοριστεί επί τη βάσει αντικειμενικών κριτηρίων αν μια απόφαση-πλαίσιο έχει εκτελεσθεί καθ' ολοκληρία από ένα κράτος μέλος, πρέπει να εφαρμόζονται mutatis mutandis στις αποφάσεις-πλαίσια ορισμένα γενικά κριτήρια που έχουν εκπονηθεί για τις οδηγίες, όπως:

1. ο τύπος και οι μέθοδοι εφαρμογής του επιδιωκομένου αποτελέσματος πρέπει να επιλέγονται κατά τρόπο που να εξασφαλίζει ότι η οδηγία λειτουργεί αποτελεσματικά, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της [4].

[4] Βλ. τη νομολογία που αφορά την εφαρμογή των οδηγιών: υπόθεση 48/75 Royer, Συλλογή 1976, σελίδες 497 έως 518.

2. κάθε κράτος μέλος υποχρεούται να εφαρμόζει τις οδηγίες κατά τρόπο που να πληροί τις προϋποθέσεις σαφήνειας και ασφάλειας δικαίου και, συνεπώς, οι διατάξεις των οδηγιών πρέπει να μεταφέρονται με εσωτερικές διατάξεις δεσμευτικής ισχύος [5].

[5] Βλ. τη νομολογία που αφορά την εφαρμογή των οδηγιών: υπόθεση 239/85 Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1986, σελίδες 3645 έως 3659. Βλ. και υπόθεση 300/81 Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1983, σελίδες 449 έως 456.

3. η μεταφορά μιας οδηγίας δεν προϋποθέτει αναγκαστικά την ακριβή αποτύπωσή της σε ρητή νομική διάταξη. Μπορεί να αρκεί η ύπαρξη γενικών νομικών αρχών (που απορρέουν, για παράδειγμα, από ήδη ισχύοντα κατάλληλα μέτρα), εφόσον εξασφαλίζεται πράγματι η πλήρης εφαρμογή της οδηγίας κατά επαρκώς ακριβή και σαφή τρόπο [6].

[6] Βλ. τη νομολογία που αφορά την εφαρμογή των οδηγιών, για παράδειγμα: υπόθεση 29/84 Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1985, σελίδες 1661 έως 1673.

4. οι οδηγίες πρέπει να τίθενται σε εφαρμογή εντός της προθεσμίας την οποία τάσσουν προς το σκοπό αυτό [7].

[7] Βλ. τη νομολογία που αφορά ειδικότερα την εφαρμογή των οδηγιών, για παράδειγμα: υπόθεση 52/75 Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1976, σελίδες 277 έως 284, και, γενικά, ετήσιες εκθέσεις της Επιτροπής για τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, για παράδειγμα: COM(2001) 309 τελικό.

Και τα δύο είδη πράξεων δεσμεύουν τα κράτη μέλη "όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα", το οποίο μπορεί να οριστεί ως η νομική ή πραγματική κατάσταση που δικαιώνει τα συμφέροντα τα οποία εξυπηρετούν οι εν λόγω νομικές πράξεις δυνάμει της Συνθήκης [8].

[8] PJG Kapteyn και P. Verloren van Themaat "Introduction to the Law of the European Communities", τρίτη έκδοση, 1998, σελίδα 328.

Η προβλεπόμενη από το άρθρο 6 γενική αξιολόγηση του βαθμού στον οποίο τα κράτη μέλη συμμορφώθηκαν με την απόφαση-πλαίσιο πρέπει να βασίζεται, στο μέτρο του δυνατού, στα προαναφερόμενα κριτήρια.

1.2.3. Πλαίσιο της αξιολόγησης

Μια πρώτη προκαταρκτική παρατήρηση αφορά το (νομικό) πλαίσιο και τη συνέχεια που δίδεται στην έκθεση αξιολόγησης. Όπως προαναφέρθηκε, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα, στο πλαίσιο του πρώτου πυλώνα, να κινήσει διαδικασία παράβασης κατά κράτους μέλους. Δεδομένου ότι η δυνατότητα αυτή δεν υπάρχει στο πλαίσιο της ΣΕΕ, η φύση και ο σκοπός της παρούσας έκθεσης διαφέρουν, ασφαλώς, από τη φύση και το σκοπό μιας έκθεσης για την εφαρμογή οδηγίας του πρώτου πυλώνα από τα κράτη μέλη. Παρόλα ταύτα, εφόσον η Επιτροπή συμμετέχει πλήρως στα ζητήματα του τρίτου πυλώνα [9], η ανάθεση σε αυτήν του καθήκοντος της πραγματικής αξιολόγησης των μέτρων εφαρμογής, η οποία θα επιτρέψει στο Συμβούλιο να αξιολογήσει την έκταση στην οποία τα κράτη μέλη έχουν λάβει τα απαραίτητα μέτρα για τη συμμόρφωσή τους με την απόφαση-πλαίσιο συνάδει απολύτως με τις αρμοδιότητές της.

[9] Άρθρο 36 παράγραφος 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Μια δεύτερη προκαταρκτική παρατήρηση αφορά την ειδική φύση του ρυθμιζόμενου τομέα. Στόχος της απόφασης-πλαισίου είναι να ενισχυθεί η καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος και να θεσπιστεί μια ελάχιστη εναρμόνιση των κυρώσεων. Παρόλο που η πλειοψηφία των συστημάτων φαίνεται να συγκλίνει, συνεχίζουν να υπάρχουν αποκλίσεις μεταξύ των κρατών μελών, ιδίως όσον αφορά τη δήμευση των προϊόντων του εγκλήματος. Για να αξιολογηθεί η έκταση στην οποία τα κράτη μέλη έχουν λάβει μέτρα συμμόρφωσης στα θέματα αυτά είναι απαραίτητο να ληφθεί υπόψη, στο μέτρο του δυνατού, το γενικό πλαίσιο της ποινικής νομοθεσίας των κρατών μελών.

Ένα άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της παρούσας απόφασης-πλαισίου το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τον προσδιορισμό του πεδίου αξιολόγησης είναι η σύνδεση μεταξύ της παρούσας πράξης και της Σύμβασης του 1990, στην οποία αναφέρονται τα άρθρα 1, 2 και, σε μικρότερη έκταση, 3. Η Επιτροπή περιορίζει την εμβέλεια της παρούσας έκθεσης στην άρση επιφυλάξεων, χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία των υποχρεώσεων που απορρέουν από τα άρθρα 2 και 6 της Σύμβασης του 1990. Συνεπώς, ιδίως όσον αφορά το άρθρο 2, η έκθεση δεν θα προσπαθήσει να αξιολογήσει κατά πόσον τα αδικήματα τα οποία αναφέρει το άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχεία (α) και (β) της Σύμβασης αντικατοπτρίζονται στην εθνική νομοθεσία, αλλά μόνον κατά πόσον οι εθνικές διατάξεις οι οποίες υποτίθεται ότι συμμορφώνονται με τα εν λόγω άρθρα προβλέπουν τις ανώτατες ελάχιστες ποινές τις οποίες απαιτεί η απόφαση-πλαίσιο.

Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι, μετά τη θέση σε ισχύ της απόφασης-πλαισίου, μελετήθηκε περαιτέρω το ζήτημα της δήμευσης των προϊόντων του εγκλήματος και της εκτέλεσης των διαταγών δέσμευσης και δήμευσης, από τη νέα άποψη της αμοιβαίας αναγνώρισης. Συνεπώς, ορισμένες από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαισίου (και ιδίως το άρθρο 4 που αφορά την αντιμετώπιση των αιτήσεων αμοιβαίας συνδρομής) πρέπει να εξεταστούν υπό το φως των νέων και των μελλοντικών νομικών πράξεων.

1.3. Γενικός στόχος της απόφασης-πλαισίου

Στις 3 Δεκεμβρίου 1998, το Συμβούλιο ενέκρινε κοινή δράση για το ξέπλυμα χρήματος, τον προσδιορισμό, τον εντοπισμό, τη δέσμευση, την κατάσχεση και τη δήμευση των οργάνων και των προϊόντων του εγκλήματος [10]. Tο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε, τον Οκτώβριο 1999, ζήτησε να ληφθούν περαιτέρω μέτρα για να καταστεί αποτελεσματικότερη η δράση κατά της νομιμοποίησης προσόδων από παράνομες δραστηριότητες, όπως η προσέγγιση των ορισμών, των κανόνων αξιοποίνου και των κυρώσεων ή η παροχή πλήρους αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής για τις έρευνες και τις διώξεις που αφορούν εγκλήματα αυτού του είδους.

[10] ΕΕ L333, 9.12.1998, σελ.1.

Έτσι, ο γενικός στόχος της απόφασης-πλαισίου ήταν να ανταποκριθεί στα Συμπεράσματα του Συμβουλίου του Τάμπερε:

- Χρησιμοποιώντας την εν λόγω πράξη ώστε να δοθεί μια περισσότερο δεσμευτική μορφή σε ορισμένες από τις δεσμεύσεις που είχαν αναλάβει τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της Κοινής Δράσης (ιδίως όσον αφορά επιφυλάξεις ως προς τη Σύμβαση του 1990, τη δήμευση αντίστοιχης αξίας και την αντιμετώπιση αιτήσεων αμοιβαίας συνδρομής) και

- Σημειώνοντας περαιτέρω πρόοδο σε ορισμένους τομείς σε σύγκριση με την Κοινή Δράση του 1998 (για παράδειγμα, με τη θέσπιση ελάχιστης εναρμόνισης των κυρώσεων).

1.4. Γενικός στόχος της έκθεσης

Στόχος της έκθεσης είναι να επιτρέψει στο Συμβούλιο να αξιολογήσει σε ποιο βαθμό τα κράτη μέλη έχουν λάβει τα μέτρα που απαιτούνται για τη συμμόρφωση με την απόφαση-πλαίσιο.

2. anaλυση των εθνικων μετρων που εληφθησαν για τη συμμορφωση με την αποφαση-πλαισιο

2.1. Άρθρο 1: Επιφυλάξεις ως προς τη Σύμβαση του 1990

Έχοντας υπόψη τη δέσμευση των κρατών μελών στις αρχές της Σύμβασης του 1990, το άρθρο 1 παράγραφος 1 της Κοινής Δράσης του 1998 καλούσε ήδη τα κράτη μέλη να επικυρώσουν τη Σύμβαση κατά ομοιόμορφο τρόπο. Το άρθρο 1 της απόφασης-πλαισίου αντικατέστησε το εν λόγω άρθρο, ενώ παράλληλα εισήγαγε ορισμένες συντακτικές προσαρμογές ώστε η διατύπωση να είναι κατάλληλη για τη νέα δεσμευτική φύση της διάταξης. Και πάλι όμως, ο στόχος του άρθρου είναι να περιορίσει τις επιφυλάξεις των κρατών μελών όσον αφορά τη δήμευση των οργάνων και των προϊόντων του εγκλήματος (άρθρο 2 της Σύμβασης του 1990), καθώς και τους κανόνες αξιοποίνου για τα αδικήματα σχετικά με το ξέπλυμα χρήματος (άρθρο 6 της Σύμβασης του 1990).

Αυτό προϋποθέτει, αφενός, την υποχρέωση επέκτασης της δυνατότητας επιβολής μέτρων δήμευσης σε ευρύ φάσμα αδικημάτων, με περιορισμένη δυνατότητα εξαίρεσης από τη δήμευση των προϊόντων φορολογικών αδικημάτων. Από την άλλη πλευρά, σημαίνει ότι τα κράτη μέλη έχουν δεσμευτεί να καταστήσουν όλα τα σοβαρά εγκλήματα, όπως ορίζονται στην απόφαση-πλαίσιο, κύρια αδικήματα προς το σκοπό της ποινικοποίησης του ξεπλύματος χρήματος. Αυτή η τάση διεύρυνσης του ορισμού του ξεπλύματος χρήματος μέσω της διεύρυνσης του φάσματος των υποκειμένων αδικημάτων αντικατοπτρίζεται και στην οδηγία 2001/97/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Δεκεμβρίου 2001 για την τροποποίηση της οδηγίας 91/308/EΟΚ του Συμβουλίου για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες [11], η οποία καλύπτει το ξέπλυμα των προϊόντων ευρέως φάσματος "σοβαρών εγκλημάτων", το οποίο, εντούτοις, είναι πιο περιορισμένο από τα οριζόμενα στην απόφαση-πλαίσιο. Η οδηγία προβλέπει ευθυγράμμιση με τον ορισμό των "σοβαρών εγκλημάτων" που περιέχει η απόφαση-πλαίσιο έως τις 15 Δεκεμβρίου 2004, κατόπιν πρότασης της Επιτροπής [12].

[11] ΕΕ L344, 28.12.2001, σελ.76

[12] Βλ. οδηγία 2001/97/EΚ άρθρο 1 παράγραφος 1 περίπτωση E

Μόνον ορισμένα κράτη μέλη (Δανία, Ιρλανδία, Ισπανία, Κάτω Χώρες και Ηνωμένο Βασίλειο) διαβίβασαν όντως στην Επιτροπή τις πράξεις επικύρωσης ή το κείμενο των επιφυλάξεων. Στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο, η Επιτροπή μπόρεσε να συγκεντρώσει τις εν λόγω πληροφορίες από μια δημόσια και αξιόπιστη πηγή, την ηλεκτρονική διεύθυνση της υπηρεσίας του Συμβουλίου της Ευρώπης που παρακολουθεί τις Συνθήκες [13]. Συνεπώς, η ανάλυση των εθνικών μέτρων που έχουν ληφθεί για τη συμμόρφωση με το εν λόγω άρθρο θα καλύπτει, στο μέτρο του δυνατού, και τα κράτη μέλη από τα οποία η Επιτροπή δεν έλαβε πληροφορίες.

[13] http:// conventions.coe.int

2.1.1. Άρθρο 1 παράγραφος (α): επιφυλάξεις ως προς το άρθρο 2 της Σύμβασης του 1990

Σύμφωνα με την εν λόγω παράγραφο, τα κράτη μέλη οφείλουν να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα ούτως ώστε να μην διατυπώσουν ούτε να διατηρήσουν επιφυλάξεις όσον αφορά το άρθρο 2 της Σύμβασης του 1990 [14], "εφόσον το έγκλημα τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή ή μέτρο ασφαλείας μεγίστης διάρκειας άνω του έτους". Η ίδια παράγραφος θεσπίζει εξαίρεση επιτρέποντας στα κράτη μέλη να διατηρήσουν επιφυλάξεις ως προς το εν λόγω άρθρο "όσον αφορά τη δήμευση προϊόντων φορολογικών αδικημάτων, με μόνον σκοπό να μπορούν να προβαίνουν στη δήμευση αυτών των προϊόντων, τόσο σε εθνικό, όσο και σε πλαίσιο διεθνούς συνεργασίας, βάσει νομοθετημάτων του εθνικού, κοινοτικού και διεθνούς δικαίου επί θεμάτων είσπραξης φορολογικών απαιτήσεων."

[14] Άρθρο 2 Mέτρα δήμευσης (1) Κάθε Μέρος υιοθετεί όσα νομοθετικά ή άλλα μέτρα είναι αναγκαία, ώστε να καταστεί δυνατή η δήμευση οργάνων και προϊόντων ή περιουσιακών στοιχείων η αξία των οποίων αντιστοιχεί στα προϊόντα αυτά. (2) Κάθε Μέρος μπορεί, κατά την υπογραφή ή την κατάθεση της πράξης του επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης, με δήλωση προς το Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης να δηλώσει ότι η παράγραφος 1 του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται μόνο στα αδικήματα ή στις κατηγορίες αδικημάτων που καθορίζονται στη δήλωση.

Από τις πληροφορίες που έλαβε ή που συγκέντρωσε η Επιτροπή, προκύπτει ότι εννέα κράτη μέλη (Βέλγιο, Δανία, Γερμανία, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Αυστρία, Πορτογαλία και Φινλανδία) ουδέποτε διατύπωσαν επιφύλαξη ως προς το εν λόγω άρθρο. Ένα κράτος μέλος (Ηνωμένο Βασίλειο) ήρε υπάρχουσα επιφύλαξη στις 16 Σεπτεμβρίου 1999. Τα υπόλοιπα πέντε (Ελλάδα, Ιρλανδία, Λουξεμβούργο, Κάτω Χώρες και Σουηδία) διατηρούν επιφυλάξεις και, επομένως, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατά πόσον οι επιφυλάξεις αυτές πληρούν τους όρους της απόφασης-πλαισίου.

Στις 22 Ιουνίου 1999, η Ελλάδα διατύπωσε επιφύλαξη που περιορίζει την εφαρμογή του άρθρου 2 σε μια σειρά 22 τύπων εγκλημάτων [15]. Εφόσον ο περιορισμός αυτός δεν συνδέεται με τις εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 1 παράγραφος (α), η Επιτροπή οδηγείται αναγκαστικά στο συμπέρασμα ότι η επιφύλαξη δεν συνάδει με την απόφαση-πλαίσιο και συνεπώς πρέπει να αρθεί ή να επαναδιατυπωθεί. Το ίδιο ισχύει και για το Λουξεμβούργο [16], το οποίο περιορίζει την εφαρμογή του άρθρου 2 της Σύμβασης του 1990 σε ορισμένα συγκεκριμένα εγκλήματα.

[15] Ελλάδα: Επιφύλαξη περιλαμβανόμενη σε ρηματική διακοίνωση που εγχειρίστηκε στο Γενικό Γραμματέα κατά την κατάθεση της πράξης επικύρωσης, στις 22 Ιουνίου 1999 - το πρωτότυπο είναι συντεταγμένο στα γαλλικά.

[16] Συμφώνως προς το άρθρο 2 παράγραφος 2 και το άρθρο 6, παράγραφος 4 της Σύμβασης, το άρθρο 2 παράγραφος 1 και το άρθρο 6 παράγραφος 1 της Σύμβασης εφαρμόζονται μόνον στα αδικήματα που αναφέρει το άρθρο 8-1, περίπτωση 1), του νόμου της 19ης Φεβρουαρίου 1973 περί της πώλησης φαρμακευτικών ουσιών και της καταπολέμησης της εξάρτησης από τα ναρκωτικά και στο άρθρο 506-1, στοιχείο 1), του Ποινικού Κώδικα.

Η επιφύλαξη της Σουηδίας όσον αφορά το άρθρο 2 [17] είναι πιο περιορισμένης εμβέλειας, δεδομένου ότι η δήμευση εφαρμόζεται σε εγκλήματα που διέπονται από τον Ποινικό Κώδικα, τον ποινικό νόμο περί ναρκωτικών ή το νόμο περί απαγόρευσης ορισμένων ναρκωτικών ουσιών. Επίσης, η σουηδική νομοθεσία περί λαθρεμπορίας αντικαταστάθηκε την 1η Ιανουαρίου 2001 και προβλέπει πλέον δήμευση των προϊόντων του εγκλήματος. [18] Παρόλα ταύτα, οι σουηδικές αρχές γνωρίζουν ότι ενδέχεται να απαιτηθεί περαιτέρω περιορισμός της εν λόγω δήλωσης και θέσπιση νέας νομοθεσίας. Το σουηδικό Υπουργείο Δικαιοσύνης αναλύει αυτό τον καιρό τις συστάσεις ειδικής επιτροπής δημεύσεων, οι οποίες δεν έχουν ακόμα μεταφραστεί σε νομοθεσία.

[17] Συμφώνως προς το άρθρο 2 παράγραφος 2, η Σουηδία δηλώνει ότι, όσον αφορά τη Σουηδία, η διάταξη του άρθρου 2 παράγραφος 1 είναι εφαρμοστέα στα προϊόντα του εγκλήματος και στα όργανα που χρησιμοποιήθηκαν κατά την τέλεση εγκλήματος τα οποία μπορούν να δημευθούν δυνάμει των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα, του ποινικού νόμου περί ναρκωτικών (1968:64) ή του νόμου περί απαγόρευσης ορισμένων ναρκωτικών ουσιών (1991:1969). Όσον αφορά άλλα αδικήματα, η Σουηδία επιφυλάσσεται να θεσπίσει δήμευση σε περισσότερο περιορισμένη έκταση, εφόσον αυτό δικαιολογείται ενόψει του είδους του αδικήματος.

[18] Νόμος περί κυρώσεων της λαθρεμπορίας (2000:1225)

Η ιρλανδική επιφύλαξη περιορίζει την εφαρμογή του άρθρου 2 [19], στα εγκλήματα διακίνησης ναρκωτικών και σε άλλα εγκλήματα τα οποία εισάγονται προς εκδίκαση με κλητήριο θέσπισμα (indictment). Στις πληροφορίες που παρέσχε, η Ιρλανδία επεσήμανε ότι τα αδικήματα αυτά τιμωρούνται με στερητική της ελευθερίας ποινή ή μέτρο ασφαλείας μεγίστης διάρκειας άνω του έτους. Αν αυτό αληθεύει, η επιφύλαξη συνάδει με την εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 1 παράγραφος (α) της απόφασης-πλαισίου.

[19] Συμφώνως προς το άρθρο 2 παράγραφος 2, η Iρλανδία δηλώνει ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1 εφαρμόζεται μόνον στα αδικήματα διακίνησης ναρκωτικών κατά την έννοια της εσωτερικής νομοθεσίας, καθώς και στα λοιπά αδικήματα που εισάγονται προς εκδίκαση με κλητήριο θέσπισμα (indictment).

Κατά την ίδια έννοια, η επιφύλαξη που διατηρούν οι Κάτω Χώρες [20] καλύπτεται από την εξαίρεση που προβλέπει η απόφαση-πλαίσιο όσον αφορά τη δήμευση των προϊόντων φορολογικών αδικημάτων. Το επεξηγηματικό υπόμνημα του νόμου της 10ης Μαρτίου 1993, με τον οποίο επετράπη η επικύρωση της Σύμβασης του 1990, εκθέτει τους λόγους γι' αυτή την επιφύλαξη, οι οποίοι επίσης ευθυγραμμίζονται με το σκοπό της εξαίρεσης, όπως περιγράφεται στην απόφαση-πλαίσιο.

[20] Συμφώνως προς το άρθρο 2 παράγραφος 2, της Σύμβασης, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών δηλώνει ότι επιφυλάσσεται να μην εφαρμόσει το άρθρο 2, παράγραφος 1, της Σύμβασης όσον αφορά τη δήμευση των προϊόντων αδικημάτων που τιμωρούνται δυνάμει της φορολογικής νομοθεσίας ή της νομοθεσίας περί τελωνειακών δασμών και ειδικών φόρων κατανάλωσης.

Συμπερασματικά, η μεγάλη πλειοψηφία των κρατών μελών (δώδεκα) έχουν συμμορφωθεί με το άρθρο 1 παράγραφος (α) της απόφασης-πλαισίου, ενώ τα υπόλοιπα τρία (Ελλάδα, Λουξεμβούργο και πιθανότατα Σουηδία) θα πρέπει να άρουν ή να επαναδιατυπώσουν τις επιφυλάξεις τους ως προς το άρθρο 2 της Σύμβασης του 1990, ούτως ώστε να συμμορφωθούν με την υποχρέωση που απορρέει από το άρθρο 1 παράγραφος (α) της απόφασης-πλαισίου.

2.1.2. Άρθρο 1 παράγραφος (β): Επιφυλάξεις ως προς το άρθρο 6 της Σύμβασης του 1990

Σύμφωνα με την εν λόγω παράγραφο, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα ούτως ώστε να μην διατυπώσουν ούτε να διατηρήσουν επιφυλάξεις όσον αφορά το άρθρο 6 της Σύμβασης του 1990 [21], "προκειμένου για σοβαρά εγκλήματα. Τα εγκλήματα αυτά πρέπει, οπωσδήποτε, να περιλαμβάνουν τα εγκλήματα που τιμωρούνται με στερητική της ελευθερίας ποινή ή μέτρο ασφαλείας μεγίστης διάρκειας άνω του έτους, ή, στα κράτη των οποίων το νομικό σύστημα προβλέπει ελάχιστες ποινές, τα εγκλήματα που τιμωρούνται με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με μέτρο ασφαλείας ελάχιστης διάρκειας άνω των έξι μηνών".

[21] Άρθρο 6 - Αδικήματα σχετικά με το "ξέπλυμα" χρήματος

Από τις πληροφορίες τις οποίες έλαβε ή συνέλεξε η Επιτροπή, προκύπτει ότι πέντε κράτη μέλη (Βέλγιο, Ισπανία, Γαλλία, Ιρλανδία και Φινλανδία) ουδέποτε διατύπωσαν επιφύλαξη ως προς το εν λόγω άρθρο. Εντούτοις, όπως επισημάνθηκε στις πληροφορίες που διαβίβασε η Ισπανία, ο ισχύων ορισμός του ξεπλύματος χρήματος στον ισπανικό Ποινικό Κώδικα απαιτεί το κύριο αδίκημα να είναι "σοβαρό έγκλημα", δηλαδή, σύμφωνα με την ισπανική νομοθεσία, έγκλημα που τιμωρείται με φυλάκιση άνω των τριών ετών. Η Ισπανία έχει ήδη κινήσει τη διαδικασία τροποποίησης του Ποινικού της Κώδικα ούτως ώστε να καταργήσει την εν λόγω απαίτηση και να συμμορφωθεί πλήρως με την απόφαση-πλαίσιο.

Τρία κράτη μέλη ήραν τις διατυπωθείσες επιφυλάξεις τους. Η Δανία ήρε την επιφύλαξή της από τις 6 Ιουλίου 2001. Συγχρόνως, θεσπίστηκε στον δανικό Ποινικό Κώδικα γενική διάταξη που ποινικοποίησε την "αποδοχή" των προϊόντων όλων των εγκλημάτων. Η Σουηδία ήρε την επιφύλαξή της από την 1η Ιουλίου 1999, ενώ συγχρόνως τροποποίησε τη νομοθεσία για το ξέπλυμα χρήματος επεκτείνοντας το φάσμα των κυρίων εγκλημάτων και εισάγοντας ένα νέο έγκλημα της "αποδοχής κλοπιμαίου χρήματος". Τέλος, το Ηνωμένο Βασίλειο ήρε από την 1η Σεπτεμβρίου 1995 την επιφύλαξη που περιόριζε την εφαρμογή του άρθρου 6 παράγραφος 1 της Σύμβασης στα εγκλήματα της διακίνησης ναρκωτικών.

Τα υπόλοιπα επτά κράτη μέλη (Γερμανία, Ελλάδα, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Κάτω Χώρες, Αυστρία και Πορτογαλία) διατηρούν επιφυλάξεις και, επομένως, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατά πόσον οι επιφυλάξεις αυτές πληρούν τους όρους της απόφασης-πλαισίου.

Εντούτοις, από τα εν λόγω επτά κράτη μέλη, μόνον δύο (Κάτω Χώρες και Γερμανία) διαβίβασαν στην Επιτροπή συγκεκριμένες πληροφορίες για το θέμα. Η επιφύλαξη την οποία διατηρούν οι Κάτω Χώρες [22] συνάδει με την απόφαση-πλαίσιο. Απορρέει από την επιφύλαξη ότι το άρθρο 6 της Σύμβασης εφαρμόζεται σε "κακουργήματα", όρος ο οποίος, στην εσωτερική νομοθεσία, πληροί τον ορισμό των "σοβαρών εγκλημάτων" που προβλέπει η απόφαση-πλαίσιο. Το ίδιο ισχύει και για την επιφύλαξη που διατηρεί η Γερμανία [23], δεδομένου ότι η Σύμβαση εφαρμόζεται στα "κακουργήματα", τα οποία ορίζονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 του γερμανικού Ποινικού Κώδικα ως τα εγκλήματα που τιμωρούνται με φυλάκιση ελάχιστης διάρκειας ενός έτους.

[22] Συμφώνως προς το άρθρο 6, παράγραφος 4, της Σύμβασης, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών δηλώνει ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της Σύμβασης εφαρμόζεται μόνον στα κύρια αδικήματα που χαρακτηρίζονται "misdrijven" (κακουργήματα) από την εσωτερική νομοθεσία του Βασιλείου των Κάτω Χωρών (ευρωπαϊκά εδάφη).

[23] Το άρθρο 6, παράγραφος 1, εφαρμόζεται μόνον στα εξής κύρια αδικήματα ή κατηγορίες αδικημάτων:

Όσον αφορά τα υπόλοιπα από τα προαναφερθέντα κράτη μέλη, η Αυστρία έχει διατυπώσει επιφύλαξη [24] που περιορίζει την εφαρμογή του άρθρου 6 της Σύμβασης του 1990 στα κύρια αδικήματα τα οποία χαρακτηρίζονται "κακουργήματα" από την εσωτερική νομοθεσία, δηλαδή στα αδικήματα που τιμωρούνται με ισόβια κάθειρξη ή φυλάκιση διάρκειας άνω των τριών ετών [25]. Συνεπώς, δεν συνάδει με τη διατύπωση της απόφασης-πλαισίου, η οποία θεσπίζει ελάχιστη διάρκεια φυλάκισης ενός έτους για το χαρακτηρισμό του εγκλήματος ως "σοβαρού". Επίσης, η Ελλάδα έχει διατυπώσει επιφύλαξη σύμφωνα με την οποία το άρθρο 6 παράγραφος 1 της Σύμβασης του 1990 εφαρμόζεται μόνον σε έναν κατάλογο εγκλημάτων ταυτόσημων με αυτά που απαριθμήθηκαν στην προηγούμενη επιφύλαξη ως προς το άρθρο 2 [26]. Λόγω του περιορισμένου αριθμού των απαριθμουμένων εγκλημάτων και της έλλειψης γενικής ρήτρας που να εξασφαλίζει ότι η επιφύλαξη δεν ισχύει προκειμένου για "σοβαρά εγκλήματα", κρίνεται ότι η επιφύλαξη δεν πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις. Το ίδιο ισχύει και για το Λουξεμβούργο [27] και την Πορτογαλία [28], οι οποίες περιορίζουν την εμβέλεια των κύριων αδικημάτων. Τέλος, η Ιταλία έχει διατυπώσει επιφύλαξη, σύμφωνα με την οποία το άρθρο 6 εφαρμόζεται σε όλα τα "delitti" (αδικήματα) εξαιρουμένων όσων δεν τελέστηκαν εκ προθέσεως [29], πράγμα που φαίνεται να συνάδει με την απόφαση-πλαίσιο, παρόλο που η Ιταλία δεν παρέσχε συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά.

[24] Η Δημοκρατία της Αυστρίας δηλώνει συμφώνως προς το άρθρο 6, παράγραφος 4, ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, εφαρμόζεται μόνον επί κυρίων αδικημάτων που χαρακτηρίζονται κακουργήματα ("Verbrechen") δυνάμει της αυστριακής ποινικής νομοθεσίας (παράγραφος 17 του αυστριακού Ποινικού Κώδικα).

[25] Πρβλ. παράγραφο 17 (1) του Ποινικού Κώδικα

[26] Πρβλ. υποσημείωση 14

[27] Πρβλ. υποσημείωση 15 και άρθρο 506-1 του Ποινικού Κώδικα.

[28] Για τους σκοπούς του άρθρου 6 της Σύμβασης, η ποινική καταστολή του ξεπλύματος περιορίζεται σε περιπτώσεις διακίνησης ναρκωτικών, καθώς και σε παράνομη δραστηριότητα που συνδέεται με τρομοκρατία, λαθρεμπόριο όπλων, εκβίαση, αρπαγή, παρότρυνση σε πορνεία (Lenocνnio), δωροδοκία, υπεξαίρεση (Peculato) και οικονομική συμμετοχή σε επιχείρηση, ζημιογόνο διαχείριση επιχείρησης του δημόσιου τομέα, απατηλή λήψη ή μετατροπή επιδότησης, ενίσχυσης ή δανείου, οικονομικά και χρηματοπιστωτικά αδικήματα που διαπράττονται σε οργανωμένο τρόπο και με χρήση της πληροφορικής, καθώς και οικονομικά και χρηματοπιστωτικά αδικήματα που διαπράττονται σε διεθνή κλίμακα και αφορούν οποιοδήποτε είδος συναυτουργίας, κατά τους όρους της εσωτερικής νομοθεσίας.

[29] Συμφώνως προς τους όρους του άρθρου 6, παράγραφος 4, της Σύμβασης, η Ιταλική Δημοκρατία δηλώνει ότι η παράγραφος 1 του εν λόγω άρθρου εφαρμόζεται μόνον στα κύρια αδικήματα που χαρακτηρίζονται πλημμελήματα ("delitti") δυνάμει της ιταλικής νομοθεσίας, εξαιρουμένων όσων δεν τελούνται εκ προθέσεως.

Συμπερασματικά, οκτώ κράτη μέλη (Βέλγιο, Δανία, Ισπανία, Γαλλία, Ιρλανδία, Φινλανδία, Σουηδία και Ηνωμένο Βασίλειο) δεν έχουν διατυπώσει ή διατηρήσει επιφυλάξεις ως προς το άρθρο 6 της Σύμβασης. Ένα από αυτά εντούτοις, η Ισπανία, δεν έχει ακόμα ολοκληρώσει τη διαδικασία τροποποίησης των εθνικών της διατάξεων ώστε να συμμορφωθεί πλήρως κατ' ουσία με την απόφαση-πλαίσιο. Όσον αφορά τα κράτη μέλη που διατηρούν ακόμα επιφυλάξεις, οι επιφυλάξεις των Κάτω Χωρών και της Γερμανίας συνάδουν με την απόφαση-πλαίσιο. Τέλος, φαίνεται ότι η επιφύλαξη της Ιταλίας ενδέχεται να συνάδει με την απόφαση-πλαίσιο, ενώ οι επιφυλάξεις της Αυστρίας, της Ελλάδας, του Λουξεμβούργου και της Πορτογαλίας δεν φαίνεται να πληρούν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις. Η Επιτροπή δεν μπορεί να καταλήξει σε οριστικά συμπεράσματα ως προς το σημείο αυτό, λόγω της μη διαβίβασης πληροφοριών από τα εν λόγω κράτη μέλη.

2.2. Άρθρο 2: Κυρώσεις

Στόχος του άρθρου 2 της απόφασης-πλαισίου [30], το οποίο δεν βασίζεται σε αντίστοιχο προηγούμενο της Κοινής Δράσης του 1998, είναι να εξασφαλιστεί μια ελάχιστη εναρμόνιση των κυρώσεων για ορισμένα από τα εγκλήματα ξεπλύματος χρήματος που προβλέπει η Σύμβαση του 1990. Η παρούσα έκθεση δεν προτίθεται να αξιολογήσει τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη έχουν θέσει σε εφαρμογή τη Σύμβαση, αλλά να ελέγξει αν τηρείται η ελάχιστη ανώτατη ποινή που προβλέπει η απόφαση-πλαίσιο. Παρόλα ταύτα, δεν πρέπει να λησμονείται ότι το άρθρο 2 καλύπτει τα εγκλήματα που αναφέρει το άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχεία (α) και (β) της Σύμβασης του 1990 "όπως αυτά προκύπτουν από το άρθρο 1 στοιχείο (β) της παρούσας απόφασης-πλαίσιο". Συνεπώς, πρέπει να ληφθούν υπόψη και όσα αναφέρθηκαν στο προηγούμενο κεφάλαιο.

[30] Άρθρο 2 Κυρώσεις: "Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα, τα οποία συνάδουν με το ισχύον σε αυτό σύστημα καταστολής, ούτως ώστε τα εγκλήματα που αναφέρει το άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) της σύμβασης του 1990, όπως αυτά προκύπτουν από το άρθρο 1 στοιχείο β) της παρούσας απόφασης-πλαίσιο να τιμωρούνται με ποινές στερητικές της ελευθερίας και η μέγιστη διάρκεια της επιβληθείσας ποινής να μην μπορεί να είναι μικρότερη από τέσσερα έτη".

Υπό ευρεία έννοια, μπορεί να λεχθεί ότι τα περισσότερα κράτη μέλη έχουν εκπληρώσει την υποχρέωση που επιβάλλει το άρθρο 2: τα εγκλήματα ξεπλύματος χρήματος να τιμωρούνται με ποινές στερητικές της ελευθερίας μέγιστης διάρκειας όχι μικρότερης από τέσσερα έτη. Εντούτοις, η εφαρμογή της διάταξης είναι εντελώς ανομοιογενής και, υπ' αυτή την έννοια, μπορεί να γίνει διάκριση μεταξύ δύο συστημάτων: εκείνων που πληρούν απολύτως την εν λόγω απαίτηση και εκείνων που προβλέπουν την απαιτούμενη κύρωση μόνον σε διακεκριμένες ή σοβαρές περιπτώσεις ξεπλύματος χρήματος.

Το ζήτημα της προσέγγισης των κυρώσεων είναι πράγματι δυσχερές και το άρθρο 2 επιτρέπει κάποια διακριτική ευχέρεια στα κράτη μέλη αναφέροντας ρητώς ότι τα απαραίτητα μέτρα πρέπει να συνάδουν με το σύστημα καταστολής και προσδιορίζοντας την απαιτούμενη κύρωση ως ελάχιστη ανώτατη. Εντούτοις, αποδεικνύεται σαφώς ότι, το δεύτερο σύστημα επιτρέπει ευρύτερο περιθώριο διακριτικής ευχέρειας στο δικαστή για την αξιολόγηση της σοβαρότητας του αδικήματος και τη λήψη της απόφασης για την επιβολή ή όχι στερητικής της ελευθερίας ποινής. Η πρακτική της επιμέτρησης των ποινών από τη δικαστική αρχή στα εν λόγω κράτη μέλη θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στην πρακτική επιβολή των ελάχιστων ανώτατων κυρώσεων που απαιτεί το άρθρο 2.

Όσον αφορά τα κράτη μέλη που έχουν συμμορφωθεί πλήρως με την παρούσα διάταξη, στο Βέλγιο, το άρθρο 505 του Ποινικού Κώδικα τιμωρεί το ξέπλυμα χρήματος με φυλάκιση μέγιστης διάρκειας 5 ετών (η ελάχιστη διάρκεια είναι 15 ημέρες) και χρηματική ποινή, ή με μία μόνον από τις δύο κυρώσεις. Στη Γαλλία, η απλή τέλεση ξεπλύματος χρήματος τιμωρείται με φυλάκιση 5 ετών και χρηματική ποινή. Και οι δύο κυρώσεις μπορούν να αυξηθούν σε διακεκριμένες περιπτώσεις ξεπλύματος. Η Γερμανία προβλέπει ποινή φυλάκισης από 3 μήνες έως 5 έτη. Η μέγιστη ποινή μπορεί να αυξηθεί σε 10 έτη σε ιδιαίτερα σοβαρές περιπτώσεις, στις οποίες περιλαμβάνεται κατά γενικό κανόνα η περίπτωση δράστη που ενεργεί επαγγελματικά ή ως μέλος οργάνωσης που έχει συσταθεί για τη διαρκή τέλεση ξεπλύματος χρήματος. Ο ισπανικός Ποινικός Κώδικας τιμωρεί το ξέπλυμα χρήματος με ποινή στερητική της ελευθερίας διάρκειας από 6 μήνες έως 6 έτη και χρηματική ποινή (ανάλογη προς την αξία του προϊόντος του εγκλήματος). Όπως προαναφέρθηκε, βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία θέσπισης εθνικής νομοθεσίας για την επέκταση της εμβέλειας των κύριων αδικημάτων, όπως απαιτεί η απόφαση-πλαίσιο. Στην Ιρλανδία, ο δράστης ξεπλύματος χρήματος τιμωρείται, εφόσον παραπεμφθεί σε δίκη δυνάμει κλητηρίου θεσπίσματος, με χρηματική ποινή ή φυλάκιση μέγιστης διάρκειας 14 ετών, ή και με τις δύο κυρώσεις. Το Λουξεμβούργο τιμωρεί το ξέπλυμα χρήματος με φυλάκιση από 1 έως 5 έτη και χρηματική ποινή ή με τη μία μόνον από τις εν λόγω κυρώσεις. Η μέγιστη ποινή μπορεί να διπλασιαστεί σε περίπτωση υποτροπής, ενώ αυξάνεται σε 20 έτη αν ο τρόπος τέλεσής της μαρτυρεί συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση. Οι Κάτω Χώρες τιμωρούν το απλό ξέπλυμα χρήματος με φυλάκιση μέγιστης διάρκειας 4 ετών ή, εναλλακτικά, με χρηματική ποινή. Στο Ηνωμένο Βασίλειο ο δράστης αδικήματος σχετικού με το ξέπλυμα χρήματος τιμωρείται, εφόσον παραπέμφθηκε σε δίκη βάσει κλητηρίου θεσπίσματος, με φυλάκιση διάρκειας έως 14 ετών ή με χρηματική ποινή ή και με τις δύο κυρώσεις.

Η Δανία, η Φινλανδία και η Σουηδία πληρούν επίσης τους όρους του άρθρου 2, εφόσον τιμωρούν το "σοβαρό" ξέπλυμα χρήματος με στερητική της ελευθερίας ποινή μέγιστης διάρκειας τουλάχιστον 4 ετών. Στη Δανία (όπου το ξέπλυμα χρήματος δεν προβλέπεται αυτοτελώς, αλλά τιμωρείται ως αποδοχή προϊόντων εγκλήματος) προβλέπεται χρηματική ποινή ή φυλάκιση μέγιστης διάρκειας 6 ετών μόνον αν η πράξη αποδοχής είναι ιδιαιτέρως σοβαρής φύσεως ή αν η αποδοχή τελέστηκε για λόγους εμπορικού κέρδους. Το απλό αδίκημα τιμωρείται με χρηματική ποινή ή φυλάκιση μέγιστης διάρκειας 18 μηνών. Με το νόμο αριθ. 61/2003 περί μεταρρύθμισης των αδικημάτων ξεπλύματος χρήματος, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 31 Απριλίου 2003, η Φινλανδία θέσπισε ένα νέο ειδικό αδίκημα ξεπλύματος χρήματος (το οποίο τιμωρείτο προηγουμένως ως αδίκημα απόκρυψης). Επίσης, αύξησε τη μέγιστη ποινή φυλάκισης από 4 σε 6 έτη για περιπτώσεις "διακεκριμένου" ξεπλύματος χρήματος. Το απλό αδίκημα, εντούτοις, τιμωρείται με χρηματική ποινή ή φυλάκιση μέγιστης διάρκειας 2 ετών. Σύμφωνα με τον σουηδικό Ποινικό Κώδικα, οι πράξεις ξεπλύματος χρήματος τιμωρούνται ως εγκλήματα "αποδοχής προϊόντων εγκλήματος" ή "αποδοχής κλοπιμαίων χρημάτων". Και στις δύο περιπτώσεις, η μέγιστη ποινή είναι φυλάκιση 2 ετών, αλλά αν το έγκλημα χαρακτηριστεί "βαρύ" ή "σοβαρό", η ποινή είναι φυλάκιση τουλάχιστον 6 μηνών έως 6 ετών κατ' ανώτατο όριο. Εντούτοις, δεν εξηγήθηκε γιατί η πρόβλεψη για όλες τις περιπτώσεις μέγιστης διάρκειας ποινής τουλάχιστον τεσσάρων ετών δεν συνάδει με το σύστημα καταστολής που ισχύει στη Δανία, στη Φινλανδία και στη Σουηδία.

Συμπερασματικά, τα ένδεκα κράτη μέλη που διαβίβασαν στην Επιτροπή πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου (Βέλγιο, Δανία, Γερμανία, Ισπανία, Γαλλία, Ιρλανδία, Λουξεμβούργο, Κάτω Χώρες, Φινλανδία, Σουηδία και Ηνωμένο Βασίλειο) πληρούν τους όρους της απόφασης-πλαισίου. Η Ελλάδα και η Ιταλία δεν ανακοίνωσαν διατάξεις σχετικές με το εν λόγω άρθρο.

2.3. Άρθρο 3: Δήμευση αντίστοιχης αξίας

Μπορεί να γίνει μια προκαταρκτική παρατήρηση όσον αφορά τα δύο βασικά συστήματα δήμευσης των προϊόντων του εγκλήματος: τη δήμευση περιουσιακών στοιχείων, δηλαδή αντικειμένων που αποτελούν το προϊόν εγκλήματος και τη δήμευση αντίστοιχης αξίας, η οποία έγκειται στην απαίτηση καταβολής χρηματικού ποσού επί τη βάσει της εκτιμώμενης αξίας του προϊόντος.

Στόχος του άρθρου 3 της απόφασης-πλαισίου [31], το οποίο βασίζεται στο προηγούμενο άρθρο 1 παράγραφος 2 της Κοινής Δράσης, είναι να θεσπίσει τη δήμευση αντίστοιχης αξίας, τουλάχιστον ως εναλλακτικό μέτρο, και στα κράτη μέλη που ακολουθούν σύστημα βασιζόμενο στη δήμευση περιουσιακών στοιχείων. Τα κράτη μέλη που ακολουθούν σύστημα βασιζόμενο στην αντίστοιχη αξία πληρούν πολλώ μάλλον την απαίτηση αυτή. Η ίδια δυνατότητα πρέπει να προβλέπεται και για διαδικασίες που κινούνται κατόπιν αίτησης άλλου κράτους μέλους.

[31] Άρθρο 3 Δήμευση αντίστοιχης αξίας

Κανένα κράτος μέλος δεν αναφέρθηκε ρητώς σε διατάξεις που θα μπορούσαν να μεταφέρουν τη δυνατότητα αποκλεισμού της δήμευσης περιουσιακών στοιχείων αξίας αντίστοιχης προς τα προϊόντα του εγκλήματος, αν η αξία αυτή είναι μικρότερη των 4000 ευρώ, όπως προβλέπει η απόφαση-πλαίσιο. Συνεπώς, δεν είναι βέβαιο αν η εξαίρεση αυτή εφαρμόζεται ή αν οι σιωπηροί περιορισμοί που φαίνεται να υπάρχουν σε ορισμένα από τα νομικά κείμενα που διαβιβάστηκαν [32] υπερβαίνουν ή όχι το όριο που επιτρέπει η απόφαση-πλαίσιο.

[32] Για παράδειγμα, το τμήμα 10 κεφάλαιο 10 του φινλανδικού Ποινικού Κώδικα ("Δεν απαιτείται να διαταχθεί δήμευση εφόσον: (1) το προϊόν του εγκλήματος ή η αξία του περιουσιακού στοιχείου είναι αμελητέα.") ή άρθρο 10 του γαλλικού νόμου 96-392 που επιτρέπει την απόρριψη αίτησης άλλου κράτους, "εφόσον η σημασία της υπόθεσης δεν δικαιολογεί τη λήψη του αιτουμένου μέτρου")

2.3.1. Εθνικές διαδικασίες:

Από τις πληροφορίες που διαβιβάστηκαν προκύπτει ότι η δήμευση αξίας αντίστοιχης προς εκείνη των προϊόντων του εγκλήματος προβλέπεται, σε διαφορετική έκταση, στις εθνικές διαδικασίες εννέα κρατών μελών (Βέλγιο, Δανία, Γερμανία, Γαλλία, Ιρλανδία, Κάτω Χώρες, Φινλανδία, Σουηδία και Ηνωμένο Βασίλειο). Η Ελλάδα δεν διαβίβασε διατάξεις μεταφοράς. Η Ισπανία πρόκειται να θεσπίσει αυτή τη δυνατότητα με νομοσχέδιο που δεν έχει τεθεί ακόμα σε ισχύ. Στο Λουξεμβούργο, η δήμευση αντίστοιχης αξίας περιορίζεται σήμερα στο προϊόν ορισμένων αδικημάτων και πρόκειται να επεκταθεί μέσω νέας νομοθεσίας που δεν έχει εγκριθεί ακόμα. Το ίδιο φαίνεται να ισχύει και την περίπτωση της Ιταλίας, η οποία διαβίβασε ισχύουσες διατάξεις και σχέδια διατάξεων που προβλέπουν τη δήμευση αντίστοιχης αξίας για ορισμένα είδη αδικημάτων.

Το Βέλγιο προβλέπει τη δήμευση αντίστοιχης αξίας εφόσον το προϊόν του εγκλήματος δεν σώζεται στην περιουσία του καταδικασθέντος. Στην περίπτωση αυτή, ο δικαστής εκτιμά τη χρηματική αξία του προϊόντος και διατάσσει τη δήμευση αντίστοιχου χρηματικού ποσού.

Στη Δανία, το προϊόν του εγκλήματος ή αντίστοιχο χρηματικό ποσό μπορεί να δημευθεί εν όλω ή εν μέρει. Αν ελλείπουν οι πληροφορίες που είναι απαραίτητες για τον προσδιορισμό του ύψους του ποσού, μπορεί να δημευθεί ποσό που τεκμαίρεται ότι αντιστοιχεί προς το αποκομισθέν προϊόν. Επιπλέον, μπορούν να δημευθούν εν όλω ή εν μέρει περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν σε πρόσωπο το οποίο κρίνεται ένοχο εγκλήματος, αν το αδίκημα είναι τέτοιας φύσεως ώστε να μπορεί να αποφέρει σημαντικά έσοδα και τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον 6 ετών. Στην περίπτωση αυτή, αντιστρέφεται το βάρος αποδείξεως όσον αφορά τη νόμιμη προέλευση των περιουσιακών στοιχείων, ενώ επιτρέπεται και η δήμευση αντίστοιχης αξίας.

Στη Γερμανία, το προϊόν εγκλήματος δημεύεται υποχρεωτικώς. Η δήμευση αντίστοιχης αξίας εφαρμόζεται μόνον όταν είναι αδύνατη η δήμευση συγκεκριμένου αντικειμένου, το οποίο αποκτήθηκε κατόπιν του εγκλήματος. στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο διατάσσει τη δήμευση χρηματικού ποσού που αντιστοιχεί στην αξία του αποκτηθέντος αντικειμένου.

Η Ισπανία ακολουθεί σύστημα δήμευσης περιουσιακών στοιχείων που δεν προβλέπει δήμευση αντίστοιχης αξίας. Εντούτοις, έχει κινήσει τη διαδικασία θέσπισης νέας νομοθεσίας για τη μεταφορά του παρόντος άρθρου και διαβίβασε κείμενο νέας διάταξης το οποίο θα επιτρέπει τη δήμευση οποιουδήποτε άλλου περιουσιακού στοιχείου που ανήκει στον καταδικασθέντα, η αξία του οποίου αντιστοιχεί στο προϊόν του εγκλήματος, αν δεν είναι δυνατή για οποιονδήποτε λόγο η δήμευση των προϊόντων του εγκλήματος.

Η γαλλική νομοθεσία προβλέπει, κατά γενικό κανόνα, τη δήμευση των προϊόντων εγκλήματος και τη δήμευση αντίστοιχης αξίας. Βάσει του Ποινικού Κώδικα, εφόσον τα προς δήμευση αντικείμενα δεν μπορούν να κατασχεθούν ή δεν είναι πλέον διαθέσιμα, διατάσσεται δήμευση αντίστοιχης αξίας. Η γαλλική νομοθεσία προβλέπει επίσης τη δήμευση των προϊόντων εγκλημάτων σχετικών με το ξέπλυμα χρήματος για τα οποία κρίθηκαν ένοχα φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Στην πρώτη περίπτωση, εκτός από τη δήμευση των προϊόντων του εγκλήματος, μπορεί να επιβληθεί ως παρεπόμενη ποινή η ολική ή μερική δήμευση της περιουσίας του δράστη.

Η Ιρλανδία επιτρέπει τη δήμευση τόσο των προϊόντων διακίνησης ναρκωτικών όσο και των προϊόντων άλλων αδικημάτων. Στην πρώτη περίπτωση, το ποσό που πρέπει να ανακτηθεί βάσει της διαταγής δήμευσης είναι ίσο με το κέρδος που προσπορίστηκε ο κατηγορούμενος από τη διακίνηση ναρκωτικών, όπως εκτιμάται από το δικαστήριο. Στην περίπτωση άλλων αδικημάτων, η διαταγή δήμευσης επιβάλλει στον ενδιαφερόμενο να καταβάλει το ποσό που κρίνει σκόπιμο το δικαστήριο. Για την έκδοση διαταγής δήμευσης, απαιτείται το πρόσωπο να έχει καταδικαστεί και να έχει προσποριστεί όφελος από το αδίκημα.

Η Ιταλία προβλέπει την υποχρεωτική δήμευση των προϊόντων ορισμένων εγκλημάτων, και ιδίως της δωροδοκίας, τα οποία διαπράττονται από δημόσιους λειτουργούς εις βάρος της διοίκησης. Ο Ποινικός Κώδικας προβλέπεται να τροποποιηθεί από νομοσχέδιο που δεν έχει τεθεί ακόμα σε ισχύ, ούτως ώστε να θεσπιστούν άλλες ειδικές περιπτώσεις αναγκαστικής δήμευσης και δήμευσης αντίστοιχης αξίας. Εντούτοις, η Επιτροπή δεν έλαβε επαρκείς πληροφορίες που να επιβεβαιώνουν ότι η δήμευση αντίστοιχης αξίας επιτρέπεται κατά γενικό κανόνα, παρόλο που αυτό φαίνεται να ισχύει όσον αφορά την ευθύνη των νομικών προσώπων [33].

[33] πρβλ. άρθρο 19 κανονιστική απόφαση (Decreto Legislativo) αριθ.231, 8.6.2001.

Στο Λουξεμβούργο, η ισχύουσα νομοθεσία προβλέπει την ποσού αντίστοιχου προς το προϊόν της διακίνησης ναρκωτικών και των εγκλημάτων που αφορούν ξέπλυμα χρήματος. Εντούτοις, το Λουξεμβούργο διαβίβασε ένα νομοσχέδιο για τη δήμευση, το οποίο θα γενικεύσει τη δυνατότητα δήμευσης αντίστοιχης αξίας. Βάσει της νέας πρότασης που δεν έχει τεθεί ακόμα σε ισχύ, εφόσον τα αγαθά ή τα περιουσιακά στοιχεία που αποτελούν το προϊόν του εγκλήματος δεν μπορούν να ανευρεθούν, η δήμευση επιβάλλεται σε άλλα αγαθά αντίστοιχης αξίας που ανήκουν στον καταδικασθέντα.

Στις Κάτω Χώρες, εκτός από τη δήμευση αντικειμένων, μπορεί να επιβληθεί δήμευση ως αυτοτελής κύρωση. Ο Ποινικός Κώδικας επιτρέπει την επιβολή της υποχρέωσης καταβολής χρηματικού ποσού στο Δημόσιο με χωριστή δικαστική απόφαση εις βάρος του καταδικασθέντος, ούτως ώστε ο τελευταίος να αποστερηθεί το παρανόμως προσπορισθέν κέρδος. Στην περίπτωση αυτή, το ποσό που δημεύεται υπολογίζεται από το δικαστή.

Στη Φινλανδία, κατά γενικό κανόνα, διατάσσεται η δήμευση των προϊόντων εγκλήματος υπέρ του Δημοσίου. Αν η αξία του προϊόντος εγκλήματος δεν μπορεί ή είναι δύσκολο να αποδειχθεί, το προϊόν εκτιμάται λαμβανομένης υπόψη της φύσεως του εγκλήματος, της έκτασης της εγκληματικής δραστηριότητας και των λοιπών περιστάσεων. Μπορούν επίσης να δημευθούν τα όργανα του εγκλήματος και, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, αντικείμενα ή περιουσιακά στοιχεία που έχουν παραχθεί, κατασκευαστεί ή αποκτηθεί μέσω τέλεσης εγκλήματος, ή έχουν αποτελέσει αντικείμενο εγκλήματος. Στην περίπτωση αυτή, είναι δυνατή εναλλακτικά η δήμευση αντίστοιχης αξίας, εφόσον δεν μπορεί να διαταχθεί η δήμευση του αντικειμένου ή του περιουσιακού στοιχείου ή έχουν αποκρυβεί ή η πρόσβαση σε αυτά είναι αδύνατη για άλλους λόγους.

Στη Σουηδία, τα προϊόντα εγκλήματος, όπως ορίζονται στον Ποινικό Κώδικα, δημεύονται, εκτός αν αυτό είναι προδήλως παράλογο. Το ίδιο ισχύει για ο,τιδήποτε έχει ληφθεί από πρόσωπο ως πληρωμή για κόστος στο οποίο υποβλήθηκε σε σχέση με έγκλημα, υπό την προϋπόθεση ότι η αποδοχή του αποτελεί αδίκημα δυνάμει του Ποινικού Κώδικα. Αντί για το ληφθέν αντικείμενο, μπορεί να δημευθεί η αξία του. Η δήμευση αντίστοιχης αξίας προβλέπεται επίσης για αδικήματα που προβλέπονται από ειδικούς ποινικούς νόμους περί ναρκωτικών ουσιών και λαθρεμπορίας.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, εφαρμόζονται οι διατάξεις του νόμου περί προϊόντων εγκλήματος του 2002, ο οποίος καταργεί την προϊσχύσασα διάκριση μεταξύ των εγκλημάτων διακίνησης ναρκωτικών και των λοιπών εγκλημάτων. Το νέο καθεστώς δήμευσης βασίζεται στην έννοια του "εγκληματικού τρόπου διαβίωσης", ο οποίος τεκμαίρεται αν ο κατηγορούμενος καταδικαστεί για ένα από τα αδικήματα που απαριθμούνται στον Πίνακα 2 του νόμου, δηλαδή περιουσιακής φύσεως αδικήματα, όπως η διακίνηση ναρκωτικών, το ξέπλυμα χρήματος ή η παραχάραξη. Ο εγκληματικός τρόπος διαβίωσης τεκμαίρεται επίσης αν ο κατηγορούμενος έχει καταδικαστεί για οποιοδήποτε άλλο αδίκημα που εντάσσεται σε πλαίσιο εγκληματικής δραστηριότητας ή που διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια περιόδου τουλάχιστον 6 μηνών και έχει προσπορίσει όφελος τουλάχιστον 5 000 αγγλικών λιρών. Το δικαστήριο πρέπει να αποφασίσει κατά πόσον ο κατηγορούμενος διαβιοί κατά εγκληματικό τρόπο και έχει επωφεληθεί από τη γενική εγκληματική συμπεριφορά του ή δεν διαβιοί κατά εγκληματικό τρόπο, αλλά έχει επωφεληθεί από τη συγκεκριμένη εγκληματική συμπεριφορά του. Και στις δύο περιπτώσεις, το δικαστήριο, εφόσον κρίνει ότι ο κατηγορούμενος έχει επωφεληθεί από την κρινόμενη συμπεριφορά, πρέπει να ορίσει το ποσό που πρέπει να ανακτηθεί και να εκδώσει διαταγή δήμευσης με την οποία να τον εξαναγκάζει να καταβάλει το ποσό αυτό. Το ποσό που ανακτάται είναι ίσο με το όφελος που προσπορίστηκε ο κατηγορούμενος από τη συγκεκριμένη δραστηριότητα, εκτός αν ο κατηγορούμενος αποδείξει ότι το διαθέσιμο ποσό είναι μικρότερο από το όφελος. Αλλά εφόσον τεκμαίρεται ότι ο κατηγορούμενος διαβιοί εγκληματικά, ολόκληρη η περιουσία του (και η περιουσία που αποκτήθηκε την προηγούμενη εξαετία) θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει το όφελος που προσπορίστηκε από το έγκλημα και υπόκειται σε δήμευση, εκτός αν ο κατηγορούμενος αποδείξει ότι την απέκτησε νομίμως.

2.3.2. Αιτήσεις άλλων κρατών:

Όλα τα κράτη μέλη έχουν επικυρώσει τη Σύμβαση του 1990, η οποία υποχρεώνει τα μέρη να υιοθετούν όσα μέτρα αποδεικνύονται αναγκαία ώστε να μπορούν να ανταποκρίνονται στις αλλοδαπές αιτήσεις δήμευσης χρηματικού ποσού που αντιστοιχεί στην αξία του προϊόντος εγκλήματος. Οι πληροφορίες που δόθηκαν στην Επιτροπή όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 3 σε σχέση με τις αιτήσεις άλλων κρατών είναι γενικά μάλλον αόριστες. Τα περισσότερα κράτη μέλη απλώς αναφέρθηκαν γενικά στην εσωτερική νομοθεσία περί διεθνούς συνεργασίας, χωρίς να επισημαίνουν συγκεκριμένες διατάξεις. Η Ελλάδα και η Ισπανία δεν διαβίβασαν συγκεκριμένες πληροφορίες. Εντούτοις, φαίνεται ότι εννέα τουλάχιστον κράτη μέλη (Βέλγιο, Δανία, Γαλλία, Ιρλανδία, Ιταλία, Κάτω Χώρες, Φινλανδία, Σουηδία και Ηνωμένο Βασίλειο) είναι σε θέση να εκτελέσουν, σε διαφορετική έκταση, αλλοδαπές αιτήσεις δήμευσης αντίστοιχης αξίας. Η Γερμανία ισχυρίστηκε επίσης ότι πληροί την εν λόγω απαίτηση, αλλά δεν ανακοίνωσε πλήρη νομική βάση. Το Λουξεμβούργο διαβίβασε στην Επιτροπή νομοσχέδιο που δεν έχει τεθεί ακόμα σε ισχύ.

Το Βέλγιο διαβίβασε το νόμο της 20ης Μαΐου 1997, ο οποίος προβλέπει τη δήμευση χρηματικού ποσού αντίστοιχου προς την αξία των προϊόντων του εγκλήματος, όταν αυτό ζητείται από αλλοδαπό κράτος. Εντούτοις, το αιτούμενο ποσό δεν πρέπει να υπερβαίνει την εκτιμώμενη αξία των προϊόντων του εγκλήματος και το αιτούν κράτος πρέπει να δηλώσει ότι δεν υπάρχουν στην επικράτειά του ανάλογα προϊόντα εγκλήματος ή άλλα αγαθά μέσω των οποίων θα μπορούσε να εξοφλήσει την απαίτησή του.

Στη Δανία, οι αποφάσεις δήμευσης που καλύπτονται από τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών φαρμάκων και ψυχοτρόπων ουσιών και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για το ξέπλυμα, την έρευνα, την κατάσχεση και τη δήμευση των προϊόντων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες μπορούν να εκτελεστούν σύμφωνα με το Κεφάλαιο 3 του νόμου περί διεθνούς επιβολής του ποινικού δικαίου του 1986, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που τάσσει η Σύμβαση.

Η Γερμανία διαβεβαίωσε ότι εφαρμόζονται οι ίδιες διατάξεις τόσο για αλλοδαπές όσο και για εσωτερικές αιτήσεις και ότι η έννοια της δήμευσης στις διατάξεις οι οποίες διέπουν τη διεθνή δικαστική συνδρομή, όπως το τμήμα 48 του νόμου περί διεθνούς δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις, ερμηνεύεται ευρέως ούτως ώστε να περιλαμβάνει την έννοια της αντικατάστασης αντίστοιχης αξίας. Η εν λόγω διάταξη έχει ως εξής "Η δικαστική συνδρομή σε ποινικές διαδικασίες μπορεί να λάβει τη μορφή εκτέλεσης κύρωσης που έχει επιβληθεί συννόμως στην αλλοδαπή".

Η γαλλική νομοθεσία, η οποία θεσπίστηκε ειδικά για τη συμμόρφωση με τη Σύμβαση του 1990, προβλέπει δήμευση αντίστοιχης αξίας. Η εκτελούμενη αλλοδαπή διαταγή δήμευσης μπορεί να αφορά περιουσιακό στοιχείο (ειδικά προσδιοριζόμενο ή όχι) που βρίσκεται στη γαλλική επικράτεια ή υποχρέωση καταβολής χρηματικού ποσού αντίστοιχου προς την αξία του εν λόγω περιουσιακού στοιχείου. Αν η αλλοδαπή διαταγή προβλέπει δήμευση αντίστοιχης αξίας, αφής στιγμής επιτραπεί η εκτέλεσή της, το γαλλικό δημόσιο επέχει θέση οφειλέτη της υποχρέωσης καταβολής του αντίστοιχου ποσού και μπορεί να ανακτήσει την οφειλή του μέσω οποιουδήποτε διαθέσιμου περιουσιακού στοιχείου.

Η Ιρλανδία ανέφερε απλώς ότι το σύστημα αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής περιέχεται στο νόμο περί ποινικής δικαιοσύνης, ο οποίος φαίνεται να προβλέπει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, την εκτέλεση αλλοδαπών διαταγών, οι οποίες αφορούν τόσο τη δήμευση συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων, όσο και την ανάκτηση χρηματικού ποσού.

Ο ιταλικός Κώδικας Ποινικής Δικονομίας προβλέπει ότι οι κανόνες περί εκτέλεσης των χρηματικών κυρώσεων εφαρμόζονται κατά την εκτέλεση αλλοδαπής διαταγής δήμευσης η οποία αφορά την υποχρέωση καταβολής χρηματικού ποσού που αντιστοιχεί στην αξία των προϊόντων εγκλήματος.

Το νομοσχέδιο που διαβίβασε το Λουξεμβούργο περιέχει ειδική διάταξη σύμφωνα με την οποία αλλοδαπή διαταγή που αφορά αγαθά ανήκοντα στον καταδικασθέντα, των οποίων η αξία αντιστοιχεί στα προϊόντα του εγκλήματος, εκτελείται μόνον αν το αιτούν κράτος δηλώσει ότι είναι αδύνατη η δήμευση αγαθών που βρίσκονται στη δική του επικράτεια.

Στις Κάτω Χώρες, ο νόμος περί εκτέλεσης ποινικών δικαστικών αποφάσεων προβλέπει γενικά ότι, αφής στιγμής το δικαστήριο επιτρέψει την εκτέλεση αλλοδαπής απόφασης, επιβάλλει, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των διατάξεων της εφαρμοστέας Σύμβασης, την κύρωση ή το μέτρο που θα επεβάλλετο για ανάλογη πράξη δυνάμει του δικαίου των Κάτω Χωρών. Επίσης, επιτρέπει την εκτέλεση αλλοδαπής απόφασης που επιβάλλει υποχρέωση καταβολής χρηματικού ποσού στο Δημόσιο για να αποστερήσει πρόσωπο από παράνομα προσπορισθέν κέρδος.

Η Φινλανδία διαβεβαίωσε γενικά ότι είναι δυνατόν να εκτελεστούν αλλοδαπές διαταγές δήμευσης σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου περί διεθνούς συνεργασίας ή, εφόσον είναι εφαρμοστέος, του νόμου περί συνεργασίας των σκανδιναβικών χωρών σε ποινικές υποθέσεις. Ο πρώτος νόμος προβλέπει ότι το δικαστήριο μετατρέπει τη διαταγή δήμευσης που έχει εκδοθεί από αλλοδαπό κράτος σε διαταγή δήμευσης προβλεπόμενη από το φινλανδικό δίκαιο. Αφορά τόσο τη δήμευση περιουσίας όσο και τη δήμευση αντίστοιχης αξίας, υπό την προϋπόθεση ότι η τελευταία θα επιτρεπόταν και δυνάμει του φινλανδικού δικαίου και ότι το αλλοδαπό κράτος έχει ζητήσει ή συμφωνεί στην έκδοση ανάλογης διαταγής. Ο νόμος περί συνεργασίας των σκανδιναβικών χωρών επιτρέπει την εκτέλεση απόφασης δικαστηρίου της Ισλανδίας, της Νορβηγίας, της Σουηδίας ή της Δανίας που καταδικάζει πρόσωπο στη δήμευση συγκεκριμένου αντικειμένου, άλλου περιουσιακού στοιχείου ή χρηματικού ποσού.

Η Σουηδία διαβίβασε το κείμενο του νόμου περί διεθνούς συνεργασίας για την εκτέλεση ποινικών δικαστικών αποφάσεων, σύμφωνα με τον οποίο είναι δυνατή η εκτέλεση δήμευσης που έχει επιβάλει αλλοδαπό κράτος, ανεξαρτήτως του αν αφορά αντικείμενο, χρηματικό ποσό ή την αξία περιουσιακού στοιχείου. Το περιουσιακό στοιχείο ή το χρηματικό ποσό που δημεύεται κατ' αυτόν τον τρόπο περιέρχεται στο Δημόσιο και μπορεί να μεταβιβαστεί εν όλω ή εν μέρει στο αλλοδαπό κράτος, εφόσον ζητηθεί.

Tο Ηνωμένο Βασίλειο διαβεβαίωσε ότι είναι δυνατόν να εκτελεστούν αλλοδαπές διαταγές δήμευσης αντίστοιχης αξίας ή περιουσιακού στοιχείου και έχει κινήσει τη διαδικασία έκδοσης των εντολών που απαιτούνται ώστε να αποκτήσουν ισχύ οι αλλοδαπές αποφάσεις δυνάμει του τμήματος 444 του νέου νόμου περί προϊόντων εγκλήματος. Στο μεταξύ, συνεχίζει να ισχύει η παλαιότερη νομοθεσία.

Τέλος, θα πρέπει να επισημανθεί ως γενικό σχόλιο ότι μερικοί από τους προαναφερθέντες νόμους τάσσουν προϋποθέσεις για την εκτέλεση των αλλοδαπών διαταγών, όπως επικουρικότητα ή διαδικασίες "μετατροπής" ή "έγκρισης" της εκτέλεσης αλλοδαπής απόφασης, οι οποίες ενδέχεται να αμφισβητηθούν από μελλοντικές πράξεις περί δήμευσης που θα βασίζονται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης.

2.4. Άρθρο 4: Αντιμετώπιση των αιτήσεων αμοιβαίας συνδρομής

Συμφώνως προς το εν λόγω άρθρο, οι αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής που υποβάλλουν τα άλλα κράτη μέλη όσον αφορά τον προσδιορισμό, τον εντοπισμό, τη δέσμευση ή την κατάσχεση και τη δήμευση των προϊόντων του εγκλήματος πρέπει να αντιμετωπίζονται με τον αυτό βαθμό προτεραιότητας που ισχύει για τα μέτρα αυτά στις εσωτερικές διαδικασίες. Συνεπώς, επιβάλλει υποχρέωση εξομοίωσης των εσωτερικών και των εξωτερικών μέτρων όσον αφορά την προτεραιότητα που τους δίδεται.

Γενικά, τα κράτη μέλη δεν ανακοίνωσαν συγκεκριμένες διατάξεις μεταφοράς του εν λόγω άρθρου. Τα περισσότερα από αυτά ανέφεραν γενικά, όπως φαίνεται στον πίνακα, εσωτερική νομοθεσία που διέπει τη διεθνή συνεργασία ή την αμοιβαία συνδρομή για το θέμα και διαβίβασαν αντίγραφο των νομικών κειμένων. Η Ελλάδα, η Ιταλία και οι Κάτω Χώρες δεν διαβίβασαν πληροφορίες για το θέμα. Το Λουξεμβούργο διαβίβασε νομοσχέδιο που περιέχει διατάξεις για το "exequatur" αλλοδαπών αποφάσεων δήμευσης. Ορισμένα κράτη μέλη συμπεριέλαβαν πρόσθετες πληροφορίες.

Υπ' αυτή την έννοια, η Δανία εξήγησε ότι αποτελεί "αποδεκτή νομική πρακτική" να λαμβάνονται τα αιτούμενα μέτρα ερευνών "ανεξαρτήτως του αν η πρόταση ή η αντιμετώπιση των υπολοίπων πτυχών της αίτησης καλύπτεται από συμφωνία μεταξύ της Δανίας και του αιτούντος κράτους". Η Φινλανδία δήλωσε ότι αποφάσεις που εκδίδονται σε άλλα κράτη μέλη εκτελούνται συμφώνως προς το φινλανδικό δίκαιο χωρίς να τυγχάνουν καλύτερης ή χειρότερης μεταχείρισης. Η Ιρλανδία αναγνώρισε ότι υπάρχουν ορισμένες δικονομικές διαφορές όσον αφορά τις αλλοδαπές διαταγές δήμευσης στο πλαίσιο του συστήματος αμοιβαίας συνδρομής που διέπεται από τον διαβιβασθέντα νόμο περί ποινικής δικαιοσύνης σε σύγκριση με τις εθνικές διαταγές, αλλά θεωρεί ότι οι εν λόγω δικονομικές διαφορές δεν θέτουν τις αλλοδαπές διαταγές σε δυσμενέστερη μοίρα. Tο Ηνωμένο Βασίλειο επιβεβαίωσε ότι οι εθνικές αρχές αντιμετωπίζουν όλες τις αιτήσεις για τη δέσμευση και δήμευση περιουσιακών στοιχείων με τον αυτό βαθμό προτεραιότητας, ανεξαρτήτως του αν αφορούν εσωτερικές ή αλλοδαπές υποθέσεις. Η Γαλλία υποστήριξε ότι η διάταξη δεν προϋποθέτει εσωτερική μεταφορά και ότι οι αιτήσεις άλλων κρατών μελών εκτελούνται αμελλητί, ενώ η Ισπανία εξήγησε ότι αποφάσισε να αναβάλει τη μεταφορά της διάταξης μέχρις ότου τεθούν σε ισχύ οι νέες νομικές πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το θέμα.

Μόνον δύο χώρες επεσήμαναν συγκεκριμένες διατάξεις. Η Γερμανία, αφού δήλωσε ότι οι αιτήσεις δικαστικής συνδρομής αντιμετωπίζονται πάντα ως επείγουσες υποθέσεις προτεραιότητας, ανέφερε ότι η εν λόγω αρχή θεσπίζεται στα τμήματα 19(1) και 22(1) των οδηγιών για τη διεθνή συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, οι οποίες προβλέπουν ότι οι αιτήσεις δικαστικής συνδρομής που λαμβάνονται απευθείας από αρχή εκτέλεσης διαβιβάζονται αμέσως στην αρχή που είναι αρμόδια για την έγκρισή τους και, αφού εγκριθούν, εκτελούνται από την αρχή εκτέλεσης συμφώνως προς τις ίδιες διατάξεις που θα εφαρμόζοντο αν η αίτηση είχε υποβληθεί από γερμανική αρχή, εκτός αν προβλέπεται άλλως εκ του νόμου ή συμβατικώς. Εντούτοις, οι εν λόγω οδηγίες δεν έχουν ισχύ νόμου. Όσον αφορά τα μέτρα ερευνών, η Σουηδία παρέπεμψε στο τμήμα 10 του νόμου περί διεθνούς δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, σύμφωνα με τον οποίο οι αιτήσεις δικαστικής συνδρομής εκτελούνται αμελλητί, ενώ εφαρμόζεται η ίδια διαδικασία που εφαρμόζεται όταν λαμβάνεται αντίστοιχο μέτρο σε σχέση με σουηδική προανάκριση ή δίκη, εκτός αν ο εν λόγω νόμος ορίζει άλλως.

Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι εξωτερικές αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής υπόκεινται σε προηγούμενη εξέταση και εγκρίνονται, εφόσον δεν υπάρχει κανένας από τους εσωτερικούς λόγους απόρριψης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η εν λόγω εξέταση ή η εκτέλεση της αίτησης πραγματοποιείται από διαφορετικό όργανο από ό,τι στις εσωτερικές διαδικασίες. Εντούτοις, δεν είναι δυνατόν να αξιολογηθεί η εξομοίωση όσον αφορά την προτεραιότητα που δίδεται στην ίδια την αίτηση, εκτός αν υπάρχει ειδικός κανόνας γι' αυτό με διατύπωση παρόμοια με εκείνη της απόφασης-πλαισίου. Υπ' αυτή την έννοια, οι διατάξεις τις οποίες επεσήμανε η Γερμανία δεν έχουν ισχύ νόμου, ενώ η διάταξη την οποία επεσήμανε η Σουηδία καλύπτει μόνον εν μέρει την εμβέλεια του άρθρου 4. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν διαθέτει επαρκείς πληροφορίες ώστε να θεωρήσει ότι η εν λόγω διάταξη έχει μεταφερθεί συγκεκριμένα. Εν πάση περιπτώσει, το θέμα έχει χάσει μέρος της σημασίας του υπό το φως των νέων ευρωπαϊκών πράξεων που έχουν εγκριθεί πρόσφατα ή βρίσκονται υπό συζήτηση στον τομέα της δέσμευσης και της κατάσχεσης [34], οι οποίες υπερβαίνουν τα όρια της αμοιβαίας συνδρομής και βασίζονται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης.

[34] Απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου της 22ας Ιουλίου 2003 σχετικά με την εκτέλεση των αποφάσεων δέσμευσης περιουσιακών ή αποδεικτικών στοιχείων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ L 196, 2.8.2003, σελ. 45), και δύο πρωτοβουλίες της Δανίας για την έκδοση απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου σχετικά με την εκτέλεση των αποφάσεων δήμευσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και για τη δήμευση των οργάνων και των προϊόντων εγκλήματος (ΕΕ C184, 2.8.2002, σελ. 3 και 8). Για τη δεύτερη πρωτοβουλία επήλθε πολιτική συμφωνία στις 19 Δεκεμβρίου 2002.

2.5. Άρθρο 7: Εδαφική εφαρμογή

Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι η απόφαση-πλαίσιο εφαρμόζεται στο Γιβραλτάρ, μόλις επεκταθεί στο Γιβραλτάρ η εφαρμογή της Σύμβασης του 1990. Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν διαβίβασε πληροφορίες από τις οποίες να προκύπτει ότι η εν λόγω διάταξη έχει μεταφερθεί στο Γιβραλτάρ

3. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Συμπερασματικά, ορισμένα κράτη μέλη δεν διαβίβασαν εγκαίρως στην Επιτροπή όλα τα συναφή κείμενα των διατάξεων εφαρμογής. Η πραγματική αξιολόγηση και τα επακόλουθα συμπεράσματα βασίζονται συνεπώς συχνά σε αποσπασματικές πληροφορίες. Η Επιτροπή δεν έλαβε καμία πληροφορία από την Αυστρία και την Πορτογαλία. Έχοντας υπόψη αυτή την παρατήρηση, η κατάσταση όσον αφορά τη μεταφορά των συγκεκριμένων διατάξεων από τα κράτη μέλη έχει ως εξής:

Άρθρο 1: Η μεγάλη πλειοψηφία των κρατών μελών (δώδεκα) φαίνεται να έχει συμμορφωθεί με το άρθρο 1 παράγραφος (α), ενώ η Ελλάδα, το Λουξεμβούργο και πιθανόν η Σουηδία θα πρέπει να άρουν ή να επαναδιατυπώσουν τις επιφυλάξεις τους ως προς το άρθρο 2 της Σύμβασης του 1990. Κατά την ίδια έννοια, η πλειοψηφία των κρατών μελών (10) φαίνεται να έχει συμμορφωθεί με το άρθρο 1 παράγραφος (β), ενώ η Αυστρία, η Ελλάδα, το Λουξεμβούργο και η Πορτογαλία δεν φαίνεται να πληρούν τους απαιτούμενους όρους και η Ισπανία έχει κινήσει διαδικασία τροποποίησης της εθνικής της νομοθεσίας ούτως ώστε να συμμορφωθεί πλήρως επί της ουσίας με την απόφαση-πλαίσιο.

Άρθρο 2: Ένδεκα κράτη μέλη (Βέλγιο, Δανία, Γερμανία, Ισπανία, Γαλλία, Ιρλανδία, Λουξεμβούργο, Κάτω Χώρες, Φινλανδία, Σουηδία και Ηνωμένο Βασίλειο) διαβίβασαν στην Επιτροπή πληροφορίες από τις οποίες αποδεικνύεται ότι έχουν συμμορφωθεί σε γενικές γραμμές με το εν λόγω άρθρο. Εντούτοις, σε ορισμένες περιπτώσεις, η ελάχιστη ανώτατη ποινή προβλέπεται μόνον αν το έγκλημα κρίνεται σοβαρό.

Άρθρο 3: Η δήμευση αντίστοιχης αξίας φαίνεται να επιτρέπεται σε διάφορους βαθμούς, αλλά τουλάχιστον ως εναλλακτικό μέτρο (έστω και περιορισμένο συχνά σε ειδικές περιπτώσεις ή σε ορισμένο τύπο εγκλημάτων ή περιουσιακών στοιχείων), στις εσωτερικές διαδικασίες ένδεκα κρατών μελών (Βέλγιο, Δανία, Γερμανία, Γαλλία, Ιρλανδία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Κάτω Χώρες, Φινλανδία, Σουηδία και Ηνωμένο Βασίλειο), καθώς και σε εννέα τουλάχιστον κράτη μέλη (Βέλγιο, Δανία, Γαλλία, Ιρλανδία, Ιταλία, Κάτω Χώρες, Φινλανδία, Σουηδία και Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και, πιθανότατα, Γερμανία) όσον αφορά τις αλλοδαπές αιτήσεις. Η Ισπανία και το Λουξεμβούργο έχουν εκπονήσει νομοθεσία που να συμμορφώνεται καλύτερα με το εν λόγω άρθρο. Μερικές από τις προϋποθέσεις που ισχύουν όσον αφορά την εκτέλεση διαταγών άλλων κρατών πιθανότατα θα τεθούν υπό αμφισβήτηση από τις μελλοντικές πράξεις για τη δήμευση.

Άρθρο 4: Η Επιτροπή δεν έχει λάβει επαρκείς πληροφορίες ώστε να θεωρήσει ότι η εν λόγω διάταξη έχει μεταφερθεί συγκεκριμένα.

Άρθρο 7: Η Επιτροπή δεν διαθέτει στοιχεία που θα της επέτρεπαν να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω διάταξη έχει μεταφερθεί από το κράτος μέλος το οποίο αφορά.

Ενόψει όσων προαναφέρθηκαν, η Επιτροπή καλεί τα κράτη μέλη να φροντίσουν για τη σύντομη και πλήρη μεταφορά της απόφασης-πλαισίου και να την ενημερώσουν σχετικά αμέσως, και το αργότερο έως την 1η Σεπτεμβρίου 2004, διαβιβάζοντας περιγραφή των ληφθέντων μέτρων, συνοδευόμενη από το κείμενο των ισχυουσών νομικών ή κανονιστικών διατάξεων προς τεκμηρίωση της σχετικής παρουσίασης.

Top