EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32009L0083

Οδηγία 2009/83/ΕΚ της Επιτροπής, της 27ης Ιουλίου 2009 , για την τροποποίηση ορισμένων παραρτημάτων της οδηγίας 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις τεχνικές διατάξεις σχετικά με τη διαχείριση κινδύνου (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ )

OJ L 196, 28.7.2009, p. 14–21 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
Special edition in Croatian: Chapter 06 Volume 014 P. 3 - 10

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 31/12/2013; καταργήθηκε από 32013L0036

ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/2009/83/oj

28.7.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 196/14


ΟΔΗΓΊΑ 2009/83/ΕΚ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 27ης Ιουλίου 2009

για την τροποποίηση ορισμένων παραρτημάτων της οδηγίας 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις τεχνικές διατάξεις σχετικά με τη διαχείριση κινδύνου

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

την οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (1), και ιδίως το άρθρο 150 παράγραφος 1 σημείο l,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το 2006, η Επιτροπή και η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας, προκειμένου να διασφαλίσουν την ομοιόμορφη μεταφορά και εφαρμογή της οδηγίας 2006/48/ΕΚ σε ολόκληρη την ΕΕ, συγκρότησαν ομάδα εργασίας (ομάδα μεταφοράς της οδηγίας για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις — CRDTG) επιφορτισμένη με το έργο της εξέτασης και επίλυσης ζητημάτων που αφορούν τη μεταφορά και εφαρμογή της συγκεκριμένης οδηγίας. Σύμφωνα με την CRDTG ορισμένες τεχνικές διατάξεις των παραρτημάτων V, VI, VII, VIII, IX, X και XII της οδηγίας 2006/48/ΕΚ πρέπει να αποσαφηνιστούν περαιτέρω προκειμένου να διασφαλιστεί η συγκλίνουσα εφαρμογή τους. Επιπλέον, ορισμένες διατάξεις δεν ανταποκρίνονται στις υγιείς πρακτικές διαχείρισης κινδύνου των πιστωτικών ιδρυμάτων και, ως εκ τούτου, χρήζουν προσαρμογής.

(2)

Για λόγους υλοποίησης της εσωτερικής αγοράς, πρέπει να διασαφηνιστούν οι τρόποι με τους οποίους ένα πιστωτικό ίδρυμα αποδεικνύει ότι υπάρχει σημαντική μεταφορά κινδύνου εκτός του ισολογισμού του. Χρειάζεται επίσης να αυξηθεί ο συντελεστής μετατροπής για ταμειακές διευκολύνσεις που παρέχονται από πιστωτικά ιδρύματα για στοιχεία εκτός ισολογισμού.

(3)

Η οδηγία 2006/48/ΕΚ πρέπει, επομένως, να τροποποιηθεί αναλόγως.

(4)

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών είναι σύμφωνη με τα μέτρα που προβλέπει η παρούσα οδηγία,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η οδηγία 2006/48/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1.

Στο παράρτημα V, το σημείο 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«8.

Οι κίνδυνοι από συναλλαγές τιτλοποίησης στις οποίες το πιστωτικό ίδρυμα είναι επενδυτής, μεταβιβάζων ή ανάδοχος αξιολογούνται και αντιμετωπίζονται με κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες, οι οποίες διασφαλίζουν ειδικότερα ότι η οικονομική σημασία της συναλλαγής λαμβάνεται δεόντως υπόψη κατά τη λήψη των αποφάσεων αξιολόγησης και διαχείρισης του κινδύνου.».

2.

Το παράρτημα VI μέρος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

Στο σημείο 29, η εισαγωγική πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«29.

Στα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων με εναπομένουσα διάρκεια άνω των τριών μηνών για τα οποία υπάρχει πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο ECAI, εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με τον πίνακα 4, με βάση την κατάταξη των πιστοληπτικών αξιολογήσεων των επιλέξιμων ECAI από τις αρμόδιες αρχές, σε έξι βαθμίδες μιας κλίμακας πιστωτικής ποιότητας.».

β)

Στο σημείο 31, η εισαγωγική πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«31.

Στα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων με εναπομένουσα διάρκεια έως τριών μηνών για τα οποία υπάρχει πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο ECAI, εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με τον πίνακα 5, με βάση την κατάταξη των πιστοληπτικών αξιολογήσεων των επιλέξιμων ECAI από τις αρμόδιες αρχές, σε έξι βαθμίδες μιας κλίμακας πιστωτικής ποιότητας:».

γ)

Το σημείο 14 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

δ)

Στο σημείο 73, η εισαγωγική πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«73.

Στα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων που υπόκεινται στα σημεία 29 και 32 και στα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων για τα οποία υπάρχει βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο ECAI εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης σύμφωνα με τον πίνακα 7, με βάση την κατανομή, από τις αρμόδιες αρχές, των πιστοληπτικών αξιολογήσεων των επιλέξιμων ECAI σε έξι βαθμίδες σε μια κλίμακα πιστωτικής ποιότητας:».

ε)

Προστίθεται το ακόλουθο σημείο 90:

«90.

Η αξία ανοίγματος των χρηματοδοτικών μισθώσεων είναι η παρούσα αξία των ελάχιστων μισθωμάτων τους. Ελάχιστα μισθώματα είναι οι πληρωμές καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης που ο μισθωτής καλείται ή μπορεί να κληθεί να πραγματοποιήσει και κάθε δικαίωμα έκπτωσης (δηλαδή δικαίωμα του οποίου η άσκηση είναι ευλόγως βέβαιη). Κάθε εγγυημένη υπολειμματική αξία, πληρούσα τις προϋποθέσεις του παραρτήματος VIII μέρος 1 παράγραφος 26, 27 και 28 περί επιλεξιμότητας παρόχων προστασίας καθώς και τις ελάχιστες προϋποθέσεις αναγνώρισης άλλων τύπων εγγυήσεων που ορίζονται στο παράρτημα VIII μέρος 2 σημεία 14 έως 19, επίσης συμπεριλαμβάνεται στα ελάχιστα μισθώματα. Τα ανοίγματα αυτά ταξινομούνται στην οικεία κλάση σύμφωνα με το άρθρο 79. Όταν το άνοιγμα συνίσταται στην υπολειμματική αξία μισθωμένων περιουσιακών στοιχείων, τα σταθμισμένα για κίνδυνο ποσά ανοίγματος υπολογίζονται ως εξής: 1/t × 100 % × αξία ανοίγματος, όπου t είναι μεγαλύτερο του 1 και αντιπροσωπεύει τον πλησιέστερο ακέραιο αριθμό που αντιστοιχεί στα έτη της χρηματοδοτικής μίσθωσης που υπολείπονται.».

3.

Το παράρτημα VII μέρος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

Το σημείο 25 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«25.

Το σταθμισμένο ποσό ανοίγματος βάσει κινδύνου αντιστοιχεί στην ενδεχόμενη ζημία από τα ανοίγματα του πιστωτικού ιδρύματος σε μετοχές, όπως αυτή υπολογίζεται με εσωτερικά μοντέλα «δυνητικής ζημίας» με μονόπλευρο διάστημα εμπιστοσύνης 99 % για τη διαφορά μεταξύ τριμηνιαίας απόδοσης και ενός κατάλληλου τριμηνιαίου επιτοκίου χωρίς κίνδυνο υπολογιζόμενου σε μακροχρόνια δειγματική περίοδο, πολλαπλασιασμένη επί 12,5. Σε επίπεδο χαρτοφυλακίου μετοχών, το σταθμισμένο ποσό δεν είναι μικρότερο από το σύνολο των αθροισμάτων του ελάχιστου σταθμισμένου ποσού που απαιτείται βάσει της μεθόδου PD/LGD και του αντίστοιχου ποσού της αναμενόμενης ζημίας, πολλαπλασιασμένο επί 12,5 και υπολογισμένο βάσει των τιμών PD που παρατίθενται στο μέρος 2 σημείο 24 και των αντίστοιχων τιμών LGD που παρατίθενται στο μέρος 2 σημεία 25 και 26.».

β)

Το σημείο 27 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«27.

Τα σταθμισμένα ποσά υπολογίζονται σύμφωνα με τον εξής τύπο:

 

Σταθμισμένο ποσό = 100 % × αξία ανοίγματος,

 

πλην των περιπτώσεων όπου το άνοιγμα είναι υπολειμματική αξία μισθωμένων περιουσιακών στοιχείων, οπότε υπολογίζεται ως εξής:

 

1/t × 100 % × αξία ανοίγματος,

 

όπου t είναι μεγαλύτερο του 1 και αντιπροσωπεύει τον πλησιέστερο ακέραιο αριθμό που αντιστοιχεί στα έτη της χρηματοδοτικής μίσθωσης που υπολείπονται.».

4.

Το παράρτημα VII μέρος 2 τροποποιείται ως εξής:

α)

Το σημείο 13 στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

για ανοίγματα από πλήρως ή σχεδόν πλήρως εξασφαλισμένες συναλλαγές στα παράγωγα μέσα που αναφέρονται στο παράρτημα IV και από πλήρως ή σχεδόν πλήρως εξασφαλισμένες συναλλαγές δανεισμού περιθωρίου που υπάγονται σε σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού, το M είναι η σταθμισμένη μέση εναπομένουσα ληκτότητα των συναλλαγών και δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 10 ημερών. Για συναλλαγές επαναγοράς ή συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων που υπάγονται σε σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού, το M είναι η σταθμισμένη μέση εναπομένουσα ληκτότητα των συναλλαγών και δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 5 ημερών. Για τη στάθμιση της ληκτότητας χρησιμοποιείται το ονομαστικό ποσό κάθε συναλλαγής·».

β)

Στο σημείο 14, η εισαγωγική πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«14.

Κατά παρέκκλιση από το σημείο 13 στοιχείο α), β), γ), δ) και ε), το M είναι τουλάχιστον μία ημέρα για:».

5.

Στο παράρτημα VII μέρος 4, το σημείο 96 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«96.

Οι απαιτήσεις των σημείων 97 έως 104 δεν εφαρμόζονται για τις εγγυήσεις που παρέχονται από ιδρύματα, κεντρικές κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες καθώς και εταιρείες που πληρούν τις απαιτήσεις του παραρτήματος VIII μέρος 1 σημείο 26 στοιχείο η), εάν το πιστωτικό ίδρυμα έχει λάβει άδεια να εφαρμόζει τους κανόνες των άρθρων 78 έως 83 στα ανοίγματα έναντι των οντοτήτων αυτών. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι απαιτήσεις των άρθρων 90 έως 93.».

6.

Το παράρτημα VIII μέρος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

Στο σημείο 9 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«Εάν ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων δεν επενδύει αποκλειστικά σε μέσα που αναγνωρίζονται ως αποδεκτά σύμφωνα με τα σημεία 7 και 8, τα μερίδια μπορούν να αναγνωριστούν ως εξασφαλισμένα με την αξία των αποδεκτών στοιχείων ενεργητικού, με την παραδοχή ότι ο ΟΣΕ έχει επενδύσει, στον μεγαλύτερο βαθμό που επιτρέπεται από τον σκοπό του, σε μη αποδεκτά στοιχεία ενεργητικού. Σε περιπτώσεις που τα μη αποδεκτά στοιχεία ενεργητικού ενδέχεται να έχουν αρνητική τιμή λόγω υποχρεώσεων ή ενδεχόμενων υποχρεώσεων που απορρέουν από ιδιοκτησία, το πιστωτικό ίδρυμα υπολογίζει τη συνολική αξία των μη αποδεκτών στοιχείων ενεργητικού και την αφαιρεί από την αξία των αποδεκτών στοιχείων ενεργητικού, στην περίπτωση που η πρώτη είναι αρνητική στο σύνολο.».

β)

Στο σημείο 11 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«Εάν ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων δεν επενδύει αποκλειστικά σε μέσα που αναγνωρίζονται ως αποδεκτά σύμφωνα με τα σημεία 7 και 8 και τα στοιχεία που αναφέρονται στο σημείο α) αυτού του σημείου, τα μερίδια μπορούν να αναγνωριστούν ως εξασφαλισμένα με την αξία των αποδεκτών στοιχείων ενεργητικού, με την παραδοχή ότι ο ΟΣΕ έχει επενδύσει, στον μεγαλύτερο βαθμό που επιτρέπεται από τον σκοπό του, σε μη αποδεκτά στοιχεία ενεργητικού. Σε περιπτώσεις που τα μη αποδεκτά στοιχεία ενεργητικού ενδέχεται να έχουν αρνητική τιμή λόγω υποχρεώσεων ή ενδεχόμενων υποχρεώσεων που απορρέουν από ιδιοκτησία, το πιστωτικό ίδρυμα υπολογίζει τη συνολική αξία των μη αποδεκτών στοιχείων ενεργητικού και την αφαιρεί από την αξία των αποδεκτών στοιχείων ενεργητικού, στην περίπτωση που η πρώτη είναι αρνητική στο σύνολο.».

7.

Το παράρτημα VIII μέρος 2 τροποποιείται ως εξής:

α)

Το σημείο 13 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«13.

Για την αναγνώριση ασφαλιστήριων συμβολαίων ζωής που ενεχυριάζονται στο πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει την πιστοδότηση πρέπει να πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής ενεχυριάζεται ανοιχτά ή εκχωρείται στο πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει την πιστοδότηση·

β)

η ενεχυρίαση ή εκχώρηση κοινοποιείται στην επιχείρηση που παρέχει την ασφάλιση ζωής, η οποία δεν δύναται μετά την κοινοποίηση αυτή να καταβάλει ποσά που οφείλονται βάσει του ασφαλιστηρίου χωρίς τη συναίνεση του πιστωτικού ιδρύματος που παρέχει την πιστοδότηση·

γ)

το πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει την πιστοδότηση διατηρεί το δικαίωμα να ακυρώσει το συμβόλαιο και να λάβει την αξία εξαγοράς σε περίπτωση αθέτησης του πιστούχου·

δ)

το πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει την πιστοδότηση ενημερώνεται από τον κάτοχο του συμβολαίου για κάθε περίπτωση μη πληρωμής στο πλαίσιο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου ζωής·

ε)

η πιστωτική προστασία παρέχεται για όλη τη διάρκεια του δανείου. Σε περίπτωση που αυτό δεν είναι δυνατό, επειδή το ασφαλιστήριο συμβόλαιο λήγει πριν από τη λήξη της σύμβασης δανείου, το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να διασφαλίσει ότι οι χρηματορροές που προκύπτουν από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο θα χρησιμεύσουν στο πιστωτικό ίδρυμα ως εξασφάλιση μέχρι τη λήξη της σύμβασης δανείου·

στ)

το ενέχυρο ή η εκχώρηση είναι νομικώς αποτελεσματικά και εκτελεστά σε όλες τις χώρες που έχουν δικαιοδοσία τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης δανείου·

ζ)

η αξία εξαγοράς δηλώνεται από την επιχείρηση που παρέχει την ασφάλιση ζωής και δεν μπορεί να μειωθεί·

η)

η αξία εξαγοράς καταβάλλεται σε εύθετο χρόνο κατόπιν σχετικού αιτήματος·

θ)

η αξία εξαγοράς δεν μπορεί να ζητηθεί χωρίς τη συγκατάθεση του πιστωτικού ιδρύματος·

ι)

η επιχείρηση που παρέχει την ασφάλιση ζωής υπόκειται στις διατάξεις της οδηγίας 2002/83/ΕΚ και της οδηγίας 2001/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2) ή σε εποπτεία από αρμόδια αρχή τρίτης χώρας που εφαρμόζει εποπτικές και κανονιστικές ρυθμίσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες της Κοινότητας.

β)

Στο σημείο 16, η εισαγωγική πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«16.

Εάν το άνοιγμα καλύπτεται με εγγύηση, η οποία είναι αντεγγυημένη από κεντρική κυβέρνηση ή κεντρική τράπεζα, περιφερειακή κυβέρνηση ή τοπική αρχή, δημόσιο φορέα, οι απαιτήσεις έναντι των οποίων λογίζονται ως απαιτήσεις έναντι της κεντρικής κυβέρνησης στην επικράτεια στην οποία έχουν συσταθεί βάσει των άρθρων 78 έως 83, από πολυμερή τράπεζα ανάπτυξης ή διεθνή οργανισμό, έναντι των οποίων εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 0 % βάσει ή δυνάμει των άρθρων 78 έως 83, ή από δημόσιο φορέα, οι απαιτήσεις έναντι του οποίου λογίζονται ως απαιτήσεις έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων βάσει των άρθρων 78 έως 83, το άνοιγμα μπορεί να αντιμετωπιστεί ως καλυπτόμενο με εγγύηση που παρέχεται από την εν λόγω οντότητα, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:».

8.

Το παράρτημα VIII μέρος 3 τροποποιείται ως εξής:

α)

Το σημείο 24 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«24.

Η απλή μέθοδος χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων εφαρμόζεται μόνο εάν τα σταθμισμένα ποσά υπολογίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83. Το πιστωτικό ίδρυμα δεν μπορεί να χρησιμοποιεί ταυτόχρονα την απλή μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων και την αναλυτική μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων, παρά μόνο για τους σκοπούς των άρθρων 85 παράγραφος 1 και 89 παράγραφος 1. Τα πιστωτικά ιδρύματα αποδεικνύουν στις αρμόδιες αρχές ότι η κατ’ εξαίρεση εφαρμογή αμφότερων των μεθόδων δεν γίνεται επιλεκτικά προκειμένου να επιτευχθεί μείωση των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων και δεν έχει ως αποτέλεσμα εποπτικό αρμπιτράζ.».

β)

Το σημείο 26 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«26.

Ο συντελεστής κινδύνου που θα εφαρμοζόταν σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83, εάν το ίδρυμα που παρέχει την πιστοδότηση είχε άμεσο άνοιγμα στο μέσο της χρηματοοικονομικής εξασφάλισης, εφαρμόζεται στα τμήματα αξιών ανοίγματος τα οποία εξασφαλίζονται με την τρέχουσα αγοραία αξία των αναγνωρισμένων εξασφαλίσεων. Για τον σκοπό αυτό, η αξία ανοίγματος ενός στοιχείου εκτός ισολογισμού που παρατίθεται στο παράρτημα II είναι το 100 % της αξίας του και όχι η αξία ανοίγματος που υποδεικνύεται στο άρθρο 78 παράγραφος 1. Ο συντελεστής στάθμισης του τμήματος που καλύπτεται από την εξασφάλιση είναι τουλάχιστον 20 %, με την επιφύλαξη των σημείων 27 έως 29. Στο υπόλοιπο τμήμα της αξίας ανοίγματος εφαρμόζεται ο συντελεστής στάθμισης που θα εφαρμοζόταν σε ένα μη εξασφαλισμένο άνοιγμα έναντι του αντισυμβαλλομένου σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83.».

γ)

Στο σημείο 33, ο ορισμός της μεταβλητής «E» αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«E είναι η αξία ανοίγματος όπως θα υπολογιζόταν σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83 ή με τα άρθρα 84 έως 89, κατά περίπτωση, εάν το άνοιγμα δεν ήταν εξασφαλισμένο. Για τον σκοπό αυτό, εάν μεν το πιστωτικό ίδρυμα υπολογίζει σταθμισμένα βάσει κινδύνου τα ποσά ανοιγμάτων σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83, ως αξία ανοίγματος των εκτός ισολογισμού στοιχείων που απαριθμούνται στο παράρτημα II λαμβάνεται το 100 % της αξίας τους και όχι η αξία ανοίγματος που αναφέρεται στο άρθρο 78 παράγραφος 1, εάν δε το πιστωτικό ίδρυμα υπολογίζει σταθμισμένα βάσει κινδύνου τα ποσά ανοιγμάτων σύμφωνα με τα άρθρα 84 έως 89, η αξία ανοίγματος των στοιχείων που απαριθμούνται στο παράρτημα VII μέρος 3 σημεία 9 έως 11 υπολογίζεται με τη χρήση συντελεστή μετατροπής 100 % και όχι των συντελεστών μετατροπής ή των ποσοστών που υποδεικνύονται στα προαναφερόμενα σημεία.».

δ)

Στο σημείο 69, προστίθεται η ακόλουθη πρόταση:

«Για τον σκοπό αυτό, η αξία ανοίγματος των στοιχείων που απαριθμούνται στο παράρτημα VII μέρος 3 σημεία 9, 10 και 11 υπολογίζεται με τη χρήση συντελεστή μετατροπής ή ποσοστού της τάξης του 100 % και όχι των συντελεστών μετατροπής ή των ποσοστών που υποδεικνύονται στα προαναφερόμενα σημεία.».

ε)

Το σημείο 75 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«75.

Σε περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους κάνουν χρήση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται από το σημείο 73, οι αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους μπορούν να επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματα να εφαρμόζουν τους προβλεπόμενους στο προαναφερόμενο σημείο συντελεστές στάθμισης στα ανοίγματα που είναι εξασφαλισμένα με αστικά ή εμπορικά ακίνητα που βρίσκονται στην επικράτεια του πρώτου κράτους μέλους, με τις ίδιες προϋποθέσεις που ισχύουν στο πρώτο κράτος μέλος.».

στ)

Το σημείο 80 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«80.

Εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του μέρους 2 σημείο 13, το τμήμα του ανοίγματος που εξασφαλίζεται από την τρέχουσα αξία εξαγοράς της πιστωτικής προστασίας που προβλέπεται στο μέρος 1 σημείο 24:

α)

υπόκειται στους συντελεστές στάθμισης κινδύνου που ορίζονται στο σημείο 80α, εάν το άνοιγμα υπόκειται στα άρθρα 78 έως 83, ή

β)

λαμβάνει LGD της τάξης του 40 %, εάν το άνοιγμα υπόκειται στα άρθρα 84 έως 89 αλλά όχι στις εκτιμήσεις του ίδιου του πιστωτικού ιδρύματος για LGD.

Σε περίπτωση αναντιστοιχίας νομισμάτων, η τρέχουσα αξία εξαγοράς μειώνεται σύμφωνα με το σημείο 84, ενώ αξία της πιστωτικής προστασίας είναι η τρέχουσα αξία εξαγοράς του ασφαλιστηρίου συμβολαίου ζωής.».

ζ)

Μετά το σημείο 80 παρεμβάλλεται νέο σημείο 80α ως εξής:

«80α.

Για τους σκοπούς του σημείου 80α, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι συντελεστές στάθμισης, με βάση τον συντελεστή στάθμισης που εφαρμόζεται στα μη εξασφαλισμένα ανοίγματα με εξοφλητική προτεραιότητα έναντι της επιχείρησης που παρέχει την ασφάλιση ζωής:

α)

συντελεστής στάθμισης 20 %, εάν στο μη εξασφαλισμένο άνοιγμα με εξοφλητική προτεραιότητα έναντι της επιχείρησης που παρέχει την ασφάλιση ζωής εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 20 %·

β)

συντελεστής στάθμισης 35 %, εάν στο μη εξασφαλισμένο άνοιγμα με εξοφλητική προτεραιότητα έναντι της επιχείρησης που παρέχει την ασφάλιση ζωής εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 50 %·

γ)

συντελεστής στάθμισης 70 %, εάν στο μη εξασφαλισμένο άνοιγμα με εξοφλητική προτεραιότητα έναντι της επιχείρησης που παρέχει την ασφάλιση ζωής εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 100 %;

δ)

συντελεστής στάθμισης 150 %, εάν στο μη εξασφαλισμένο άνοιγμα με εξοφλητική προτεραιότητα έναντι της επιχείρησης που παρέχει την ασφάλιση ζωής εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 150 %.».

η)

Το σημείο 87 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«87.

Για τους σκοπούς του άρθρου 80, g είναι ο συντελεστής στάθμισης που αποδίδεται σε άνοιγμα η αξία του οποίου (E) καλύπτεται πλήρως από τη μη χρηματοδοτούμενη προστασία (GA), όπου:

 

E είναι η αξία ανοίγματος σύμφωνα με το άρθρο 78. Για τον σκοπό αυτό, η αξία ανοίγματος ενός στοιχείου εκτός ισολογισμού που παρατίθεται στο παράρτημα II είναι το 100 % της αξίας του και όχι η αξία ανοίγματος που υποδεικνύεται στο άρθρο 78 παράγραφος 1·

 

g είναι ο συντελεστής στάθμισης που εφαρμόζεται στα ανοίγματα έναντι του παρόχου της προστασίας σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83, και

 

GA είναι η τιμή του G* όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το σημείο 84, προσαρμοσμένη για κάθε αναντιστοιχία ληκτότητας σύμφωνα με το μέρος 4.».

θ)

Στο σημείο 88, ο ορισμός της μεταβλητής «E» αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«E είναι η αξία ανοίγματος σύμφωνα με το άρθρο 78. Για τον σκοπό αυτό, η αξία ανοίγματος ενός στοιχείου εκτός ισολογισμού που παρατίθεται στο παράρτημα II είναι το 100 % της αξίας του και όχι η αξία ανοίγματος που υποδεικνύεται στο άρθρο 78 παράγραφος 1·».

ι)

Τα σημεία 90, 91 και 92 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«90.

Για το καλυμμένο τμήμα της αξίας ανοίγματος (E) (με βάση την προσαρμοσμένη αξία της πιστωτικής προστασίας GA), το PD για τους σκοπούς του παραρτήματος VII μέρος 2 μπορεί να είναι το PD του παρόχου της προστασίας ή ένα PD μεταξύ εκείνου του πιστούχου και εκείνου του εγγυητή, εφόσον θεωρείται ότι δεν δικαιολογείται πλήρης υποκατάσταση. Σε περίπτωση ανοιγμάτων μειωμένης εξασφάλισης και μη χρηματοδοτούμενης προστασίας μη μειωμένης εξασφάλισης, το LGD που εφαρμόζεται για τους σκοπούς του παραρτήματος VII μέρος 2 μπορεί να είναι εκείνο που αποδίδεται στις απαιτήσεις με εξοφλητική προτεραιότητα.».

«91.

Για κάθε μη καλυμμένο τμήμα της αξίας ανοίγματος (E), το PD είναι εκείνο του πιστούχου και το LGD εκείνο του υποκείμενου ανοίγματος.».

«92.

GA είναι η τιμή του G* που υπολογίζεται σύμφωνα με το σημείο 84, προσαρμοσμένη για κάθε αναντιστοιχία ληκτότητας σύμφωνα με το μέρος 4. E είναι η αξία ανοίγματος σύμφωνα με το παράρτημα VII μέρος 3. Για τον σκοπό αυτό, η αξία ανοίγματος των στοιχείων που απαριθμούνται στο παράρτημα VII μέρος 3 σημεία 9 έως 11 υπολογίζεται με τη χρήση συντελεστή μετατροπής ή ποσοστού 100 % και όχι των συντελεστών μετατροπής ή των ποσοστών που υποδεικνύονται στα προαναφερόμενα σημεία.».

9.

Το παράρτημα IX μέρος 2 τροποποιείται ως εξής:

α)

Το σημείο 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

Η εισαγωγική πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.

Το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα μιας παραδοσιακής τιτλοποίησης μπορεί να εξαιρέσει τα τιτλοποιημένα ανοίγματα από τον υπολογισμό των σταθμισμένων ανοιγμάτων και των αναμενόμενων ζημιών, εφόσον ικανοποιείται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

όταν θεωρείται ότι σημαντικός πιστωτικός κίνδυνος που συνδέεται με τα τιτλοποιημένα ανοίγματα έχει μεταφερθεί σε τρίτα μέρη·

β)

το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζει συντελεστή στάθμισης 1 250 % σε όλες τις θέσεις τιτλοποίησης που κατέχει στη συγκεκριμένη τιτλοποίηση ή αφαιρεί τις εν λόγω θέσεις τιτλοποίησης από ίδια κεφάλαια σύμφωνα με το άρθρο 57 στοιχείο ιη).».

ii)

Μετά την εισαγωγική πρόταση παρεμβάλλονται τα σημεία 1α έως 1δ ως εξής:

«1α.

Εξαιρουμένης της περίπτωσης που η αρμόδια αρχή αποφασίζει σε ειδική περίσταση ότι πιθανή μείωση των σταθμισμένων ποσών ανοίγματος, την οποία το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα θα επιτύγχανε με την εν λόγω τιτλοποίηση, δεν δικαιολογείται από ανάλογη μεταφορά πιστωτικού κινδύνου σε τρίτα μέρη, μεταφορά σημαντικού κινδύνου θεωρείται ότι έχει πραγματοποιηθεί στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

τα σταθμισμένα ποσά ανοίγματος των ενδιάμεσων θέσεων τιτλοποίησης που διατηρεί το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα στη συγκεκριμένη τιτλοποίηση δεν υπερβαίνουν το 50 % των σταθμισμένων ποσών ανοίγματος όλων των ενδιάμεσων θέσεων τιτλοποίησης, όσον αφορά τη συγκεκριμένη τιτλοποίηση·

β)

στις περιπτώσεις που δεν υπάρχουν ενδιάμεσες θέσεις τιτλοποίησης σε δεδομένη τιτλοποίηση και ο μεταβιβάζων μπορεί να αποδείξει ότι η αξία ανοίγματος των θέσεων τιτλοποίησης που θα αφαιρούνταν από ίδια κεφάλαια ή θα υπόκειντο σε στάθμιση κινδύνου 1 250 % υπερβαίνει, κατά ένα επαρκές περιθώριο, αιτιολογημένη εκτίμηση για την αναμενόμενη ζημία στα τιτλοποιημένα ανοίγματα, το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα δεν κατέχει περισσότερο από το 20 % των αξιών ανοίγματος των θέσεων τιτλοποίησης που θα αφαιρούνταν από ίδια κεφάλαια ή θα υπόκειντο σε στάθμιση κινδύνου 1 250 %.

1β.

Για τους σκοπούς του σημείου 1α, ενδιάμεσες θέσεις τιτλοποίησης είναι οι θέσεις τιτλοποίησης στις οποίες εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης μικρότερος του 1 250 % και οι οποίες είναι χαμηλότερης εξοφλητικής προτεραιότητας από τη θέση με την υψηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα στη συγκεκριμένη τιτλοποίηση, καθώς και χαμηλότερης εξοφλητικής προτεραιότητας από οποιαδήποτε θέση τιτλοποίησης στη συγκεκριμένη τιτλοποίηση για την οποία εφαρμόζεται, βάσει του μέρους 3:

α)

πρώτη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας, στην περίπτωση θέσης τιτλοποίησης που υπόκειται στα σημεία 6 έως 36 του μέρους 4, ή

β)

πρώτη ή δεύτερη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας, στην περίπτωση θέσης τιτλοποίησης που υπόκειται στα σημεία 37 έως 76 του μέρους 4.

1γ.

Εναλλακτικά προς τα σημεία 1α και 1β, μεταφορά σημαντικού πιστωτικού κινδύνου μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει γίνει εάν η αρμόδια αρχή πείθεται ότι το πιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζει πολιτικές και μεθοδολογίες που διασφαλίζουν ότι η πιθανή μείωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων που ο μεταβιβάζων επιτυγχάνει μέσω της τιτλοποίησης δικαιολογείται από αντίστοιχη μεταφορά πιστωτικού κινδύνου σε τρίτα μέρη. Οι αρμόδιες αρχές πείθονται μόνο εάν το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να αποδείξει ότι τέτοιου είδους μεταφορά πιστωτικού κινδύνου σε τρίτα μέρη είναι επίσης αποδεκτή για σκοπούς εσωτερικής διαχείρισης κινδύνων και κατανομής των εσωτερικών κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος.

1δ.

Εκτός από τα σημεία 1 έως 1γ, πρέπει να πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:».

β)

Το σημείο 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

Η εισαγωγική πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.

Το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα σύνθετης τιτλοποίησης μπορεί να υπολογίζει τα σταθμισμένα ποσά ανοίγματος και, κατά περίπτωση, την αναμενόμενη ζημία για τα τιτλοποιημένα ανοίγματα σύμφωνα με τα σημεία 3 και 4, εφόσον:

α)

θεωρείται ότι έχει γίνει μεταφορά σημαντικού πιστωτικού κινδύνου σε τρίτα μέρη μέσω είτε χρηματοδοτούμενης είτε μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας, ή

β)

το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζει συντελεστή στάθμισης 1 250 % σε όλες τις θέσεις τιτλοποίησης που κατέχει στη συγκεκριμένη τιτλοποίηση ή αφαιρεί αυτές τις θέσεις τιτλοποίησης από ίδια κεφάλαια σύμφωνα με το άρθρο 57 στοιχείο ιη).».

ii)

Μετά την εισαγωγική πρόταση παρεμβάλλονται τα σημεία 2α έως 2δ ως εξής:

«2α.

Εξαιρουμένων των περιπτώσεων για τις οποίες η αρμόδια αρχή αποφασίζει ότι πιθανή μείωση των σταθμισμένων ποσών ανοίγματος, την οποία το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα θα επιτύγχανε με την εν λόγω τιτλοποίηση, δεν δικαιολογείται από ανάλογη μεταφορά πιστωτικού κινδύνου σε τρίτα μέρη, μεταφορά σημαντικού κινδύνου θεωρείται ότι έχει πραγματοποιηθεί εάν ικανοποιείται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

τα σταθμισμένα ποσά ανοίγματος των ενδιάμεσων θέσεων τιτλοποίησης που διατηρεί το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα στη συγκεκριμένη τιτλοποίηση δεν υπερβαίνουν το 50 % των σταθμισμένων ποσών ανοίγματος όλων των ενδιάμεσων θέσεων τιτλοποίησης, όσον αφορά τη συγκεκριμένη τιτλοποίηση·

β)

στις περιπτώσεις που δεν υπάρχουν ενδιάμεσες θέσεις τιτλοποίησης σε δεδομένη τιτλοποίηση και ο μεταβιβάζων μπορεί να αποδείξει ότι η αξία ανοίγματος των θέσεων τιτλοποίησης που θα αφαιρούνταν από ίδια κεφάλαια ή θα υπόκειντο σε στάθμιση κινδύνου 1 250 % υπερβαίνει, κατά ένα επαρκές περιθώριο, αιτιολογημένη εκτίμηση για την αναμενόμενη ζημία στα τιτλοποιημένα ανοίγματα, το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα δεν κατέχει περισσότερο από το 20 % των αξιών ανοίγματος των θέσεων τιτλοποίησης που θα αφαιρούνταν από ίδια κεφάλαια ή θα υπόκειντο σε στάθμιση κινδύνου 1 250 %.

2β.

Για τους σκοπούς του σημείου 2α, ενδιάμεσες θέσεις τιτλοποίησης είναι οι θέσεις τιτλοποίησης στις οποίες εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης μικρότερος του 1 250 % και οι οποίες είναι χαμηλότερης εξοφλητικής προτεραιότητας από τη θέση με την υψηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα στη συγκεκριμένη τιτλοποίηση, καθώς και χαμηλότερης εξοφλητικής προτεραιότητας από οποιαδήποτε θέση τιτλοποίησης στη συγκεκριμένη τιτλοποίηση για την οποία εφαρμόζεται, βάσει του μέρους 3:

α)

πρώτη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας, στην περίπτωση θέσης τιτλοποίησης που υπόκειται στα σημεία 6 έως 36 του μέρους 4, ή

β)

πρώτη ή δεύτερη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας, στην περίπτωση θέσης τιτλοποίησης που υπόκειται στα σημεία 37 έως 76 του μέρους 4.

2γ.

Εναλλακτικά προς τα σημεία 2α και 2β, μεταφορά σημαντικού πιστωτικού κινδύνου μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει γίνει εάν η αρμόδια αρχή πείθεται ότι το πιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζει πολιτικές και μεθοδολογίες που διασφαλίζουν ότι η πιθανή μείωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων που ο μεταβιβάζων επιτυγχάνει μέσω της τιτλοποίησης δικαιολογείται από αντίστοιχη μεταφορά πιστωτικού κινδύνου σε τρίτα μέρη. Οι αρμόδιες αρχές πείθονται μόνο εάν το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να αποδείξει ότι τέτοιου είδους μεταφορά πιστωτικού κινδύνου σε τρίτα μέρη είναι επίσης αποδεκτή για σκοπούς εσωτερικής διαχείρισης κινδύνων και κατανομής των εσωτερικών κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος.

2δ.

Επιπλέον, η μεταφορά πρέπει να πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:».

10.

Το παράρτημα IX μέρος 4 τροποποιείται ως εξής:

α)

Στο σημείο 13, η εισαγωγική πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Για να προσδιοριστεί η αξία ανοίγματος μιας ταμειακής διευκόλυνσης, μπορεί να εφαρμοστεί συντελεστής μετατροπής 50 % στην ονομαστική αξία της ταμειακής διευκόλυνσης, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:».

β)

Τα σημεία 2.4.2 και 14 διαγράφονται.

γ)

Το σημείο 48 διαγράφεται.

δ)

Τα σημεία 3.5.1 και 56 διαγράφονται.

11.

Στο παράρτημα X μέρος 2, το σημείο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.

Η κεφαλαιακή απαίτηση για λειτουργικό κίνδυνο υπολογίζεται ως ο τριετής μέσος όρος των ετήσιων αθροίσεων των κεφαλαιακών απαιτήσεων για όλους τους επιχειρηματικούς τομείς του πίνακα 2. Σε οποιοδήποτε δεδομένο έτος, αρνητικές κεφαλαιακές απαιτήσεις (που προκύπτουν από αρνητικό ακαθάριστο εισόδημα) σε οποιονδήποτε επιχειρηματικό τομέα μπορούν να αντισταθμίσουν, χωρίς περιορισμό, θετικές κεφαλαιακές απαιτήσεις σε άλλους επιχειρηματικούς τομείς. Πάντως, εάν οι αθροισμένες κεφαλαιακές απαιτήσεις όλων των επιχειρηματικών τομέων εντός ενός δεδομένου έτους είναι αρνητικές, τότε ο αριθμητής για το εν λόγω έτος είναι μηδέν.»

12.

Το παράρτημα X μέρος 3 τροποποιείται ως εξής:

α)

Το σημείο 14 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«14.

Τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να είναι σε θέση να αντιστοιχίζουν τα εσωτερικά τους ιστορικά δεδομένα ζημίας με τους επιχειρηματικούς τομείς που ορίζονται στο μέρος 2 και τις κατηγορίες γεγονότων που ορίζονται στο μέρος 5 και να παρέχουν τα δεδομένα αυτά στις αρμόδιες αρχές, όταν αυτές τα ζητούν. Ζημίες που επηρεάζουν ολόκληρο το ίδρυμα μπορούν, λόγω εκτάκτων περιστάσεων, να καταλογιστούν σε πρόσθετο επιχειρηματικό τομέα με τίτλο “εταιρικά στοιχεία”. Ο καταλογισμός των ζημιών στους διάφορους επιχειρηματικούς τομείς και κατηγορίες γεγονότων πρέπει να γίνεται με τεκμηριωμένα, αντικειμενικά κριτήρια. Οι ζημίες από λειτουργικό κίνδυνο που συνδέονται με τον πιστωτικό κίνδυνο και έχουν ιστορικά συμπεριληφθεί στις εσωτερικές βάσεις δεδομένων για τον πιστωτικό κίνδυνο πρέπει να καταχωρούνται στις βάσεις δεδομένων για το λειτουργικό κίνδυνο και να εντοπίζονται χωριστά. Οι ζημίες αυτές δεν υπόκεινται σε κεφαλαιακή απαίτηση για λειτουργικό κίνδυνο ενόσω εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται ως πιστωτικός κίνδυνος για τους σκοπούς του υπολογισμού των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων. Οι ζημίες από λειτουργικό κίνδυνο που σχετίζονται με τον κίνδυνο αγοράς συμπεριλαμβάνονται στην κεφαλαιακή απαίτηση για λειτουργικό κίνδυνο.».

β)

Το σημείο 29 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«29.

Η μείωση της κεφαλαιακής απαίτησης από την αναγνώριση των ασφαλίσεων και άλλων μηχανισμών μεταφοράς κινδύνου δεν υπερβαίνει το 20 % της κεφαλαιακής απαίτησης για λειτουργικό κίνδυνο πριν την αναγνώριση των τεχνικών μείωσης κινδύνου.».

13.

Στο παράρτημα XII μέρος 2 σημείο 10 προστίθενται τα ακόλουθα σημεία δ) και ε):

«δ)

τις μεγαλύτερες, τις μικρότερες και τις μέσες ημερήσιες μετρήσεις της “δυνητικής ζημίας” κατά τη διάρκεια της περιόδου που καλύπτει η έκθεση και τη μέτρηση της “δυνητικής ζημίας” στο τέλος της περιόδου·

ε)

σύγκριση των ημερήσιων μετρήσεων της δυνητικής ζημίας στο τέλος της ημέρας με τις ημερήσιες μεταβολές της αξίας του χαρτοφυλακίου στο τέλος της επόμενης εργάσιμης ημέρας, συνοδευόμενη από ανάλυση τυχόν σημαντικών υπερβάσεων κατά την περίοδο που καλύπτει η έκθεση.».

14.

Στο παράρτημα XII μέρος 3, το σημείο 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.

Τα πιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν τη μέθοδο του άρθρου 105 για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για λειτουργικό κίνδυνο δημοσιοποιούν περιγραφή του τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιούν ασφαλίσεις και άλλους μηχανισμούς μεταφοράς κινδύνου με σκοπό τη μείωση του συγκεκριμένου κινδύνου.».

Άρθρο 2

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, το αργότερο έως τις 31 Οκτωβρίου 2010, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων, καθώς και πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ αυτών των διατάξεων και της παρούσας οδηγίας.

Εφαρμόζουν τις εν λόγω διατάξεις από τις 31 Δεκεμβρίου 2010.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από σχετική παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Τα κράτη μέλη αποφασίζουν για τον τρόπο της παραπομπής.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 3

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 4

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 27 Ιουλίου 2009.

Για την Επιτροπή

Charlie McCREEVY

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 110 της 20.4.2001, σ. 28


Top