Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62022CJ0466

    Απόφαση του Δικαστηρίου (δέκατο τμήμα) της 29ης Φεβρουαρίου 2024.
    V.B. Trade OOD κατά Direktor na Direktsia «Obzhalvane i danachno-osiguritelna praktika» – Veliko Tarnovo.
    Αίτηση του Administrativen sad Veliko Tarnovo για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Εσωτερική αγορά – Ηλεκτρονική ταυτοποίηση και υπηρεσίες εμπιστοσύνης για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές – Κανονισμός (ΕΕ) 910/2014 – Άρθρο 25 – Ηλεκτρονικές υπογραφές – Νομική ισχύς και αποδεικτική ισχύς στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας – Έννοια της “εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής”.
    Υπόθεση C-466/22.

    Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2024:185

    Προσωρινό κείμενο

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα)

    της 29ης Φεβρουαρίου 2024 (*)

    «Προδικαστική παραπομπή – Εσωτερική αγορά – Ηλεκτρονική ταυτοποίηση και υπηρεσίες εμπιστοσύνης για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές – Κανονισμός (ΕΕ) 910/2014 – Άρθρο 25 – Ηλεκτρονικές υπογραφές – Νομική ισχύς και αποδεικτική ισχύς στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας – Έννοια της “εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής”»

    Στην υπόθεση C‑466/22,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Administrativen sad Veliko Tarnovo (διοικητικό πρωτοδικείο του Veliko Tarnovo, Βουλγαρία) με απόφαση της 22ας Ιουνίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 12 Ιουλίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

    V.B. Trade OOD

    κατά

    Direktor na Direktsia «Obzhalvane i danachno-osiguritelna praktika» – Veliko Tarnovo,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),

    συγκείμενο από τους Z. Csehi (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, M. Ilešič και Δ. Γρατσία, δικαστές,

    γενική εισαγγελέας: T. Ćapeta

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    –        ο Direktor na Direktsia «Obzhalvane i danachno-osiguritelna praktika» – Veliko Tarnovo, εκπροσωπούμενος από τον B. Nikolov,

    –        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον G. Braun, την D. Drambozova και τον P.‑J. Loewenthal,

    κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 25, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 910/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με την ηλεκτρονική ταυτοποίηση και τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 1999/93/ΕΚ (ΕΕ 2014, L 257, σ. 73).

    2        Η υπό κρίση αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της V.B. Trade OOD, η οποία είναι εγκατεστημένη στη Βουλγαρία, και του Direktor na Direktsia «Obzhalvane i danachno-osiguritelna praktika» – Veliko Tarnovo (Διευθυντή της Διευθύνσεως «Προσφυγές και πρακτική στους τομείς της φορολογίας και της κοινωνικής ασφαλίσεως» του Veliko Tarnovo, Βουλγαρία, στο εξής: Διευθυντής) με αντικείμενο διορθωτική πράξη επιβολής φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων.

     Το νομικό πλαίσιο

     Το δίκαιο της Ένωσης

    3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 21, 22 και 49 του κανονισμού 910/2014 έχουν ως εξής:

    «(21)      […] Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει […] να καλύπτει θέματα που αφορούν τη σύναψη και την ισχύ συμβάσεων ή άλλων νομικών υποχρεώσεων, εφόσον υφίστανται απαιτήσεις ως προς τον τύπο, απορρέουσες από το εθνικό ή το ενωσιακό δίκαιο. Επίσης, δεν θα πρέπει να επηρεάζει τις εθνικές απαιτήσεις περί τύπου που αφορούν τα δημόσια μητρώα, ιδιαίτερα τα εμπορικά μητρώα και τα κτηματολόγια.

    (22)      Προκειμένου να συμβάλλουν στη γενική διασυνοριακή χρήση των υπηρεσιών εμπιστοσύνης, θα πρέπει να είναι δυνατή η χρήση τους ως αποδεικτικών στοιχείων σε νομικές διαδικασίες σε όλα τα κράτη μέλη. Εναπόκειται στην εθνική νομοθεσία να καθορίζει το νομικό αποτέλεσμα των υπηρεσιών εμπιστοσύνης, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στον παρόντα κανονισμό.

    […]

    (49)      Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να θεσπίζει την αρχή ότι δεν θα πρέπει να απορρίπτεται η ισχύς της ηλεκτρονικής υπογραφής με την αιτιολογία ότι είναι σε ηλεκτρονική μορφή ή ότι δεν πληροί τις απαιτήσεις της εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής. Ωστόσο, εναπόκειται στην εθνική νομοθεσία να καθορίζει το νομικό αποτέλεσμα των ηλεκτρονικών υπογραφών, εκτός από την απαίτηση που περιέχεται στον παρόντα κανονισμό και προβλέπει ότι η εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή θα πρέπει να έχει νομική ισχύ ισοδύναμη με την ιδιόχειρη υπογραφή.»

    4        Το άρθρο 2 του κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει στην παράγραφο 3 τα εξής:

    «Ο παρών κανονισμός δεν θίγει το εθνικό ή ενωσιακό δίκαιο σε ό,τι αφορά τη σύναψη και την ισχύ συμβάσεων ή άλλων νομικών ή διαδικαστικών υποχρεώσεων ως προς τον τύπο.»

    5        Το άρθρο 3 του κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής:

    «Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

    […]

    10.      “ηλεκτρονική υπογραφή”: δεδομένα σε ηλεκτρονική μορφή τα οποία είναι συνημμένα σε άλλα ηλεκτρονικά δεδομένα ή συσχετίζονται λογικά με άλλα δεδομένα σε ηλεκτρονική μορφή και τα οποία χρησιμοποιούνται από τον υπογράφοντα για να υπογράφει·

    11.      “προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή”: ηλεκτρονική υπογραφή που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 26·

    12.      “εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή”: προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή που δημιουργείται από εγκεκριμένη διάταξη δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής και η οποία βασίζεται σε εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής υπογραφής·

    […]

    15.      “εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής υπογραφής”: πιστοποιητικό ηλεκτρονικών υπογραφών που εκδίδεται από εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης και πληροί τις οριζόμενες στο παράρτημα I απαιτήσεις·

    […]

    23.      “εγκεκριμένη διάταξη δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής”: διάταξη δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής που πληροί τις απαιτήσεις του παραρτήματος II·

    […]».

    6        Το άρθρο 21 του ίδιου κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Έναρξη εγκεκριμένης υπηρεσίας εμπιστοσύνης», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

    «Εάν πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης που δεν είναι εγκεκριμένοι σκοπεύουν να αρχίσουν να παρέχουν εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης, υποβάλλουν στον εποπτικό φορέα κοινοποίηση της πρόθεσής τους μαζί με έκθεση αξιολόγησης της συμμόρφωσης εκδοθείσα από οργανισμό αξιολόγησης της συμμόρφωσης.»

    7        Το άρθρο 25 του κανονισμού 910/2014, το οποίο φέρει τον τίτλο «Νομική ισχύς των ηλεκτρονικών υπογραφών», έχει ως εξής:

    «1.      Δεν απορρίπτονται η νομική ισχύς και το παραδεκτό της ηλεκτρονικής υπογραφής ως αποδεικτικού στοιχείου σε νομικές διαδικασίες μόνο λόγω του γεγονότος ότι είναι σε ηλεκτρονική μορφή ή ότι δεν πληροί όλες τις απαιτήσεις για τις εγκεκριμένες ηλεκτρονικές υπογραφές.

    2.      Η εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή έχει νομική ισχύ ισοδύναμη με την ιδιόχειρη υπογραφή.

    […]»

    8        Το άρθρο 26 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Απαιτήσεις για τις προηγμένες ηλεκτρονικές υπογραφές», ορίζει τα εξής:

    «Μία προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:

    α)      συνδέεται κατά τρόπο μοναδικό με τον υπογράφοντα·

    β)      είναι ικανή να ταυτοποιεί τον υπογράφοντα·

    γ)      δημιουργείται με δεδομένα δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής τα οποία ο υπογράφων μπορεί, με υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης, να χρησιμοποιεί υπό τον αποκλειστικό του έλεγχο, και

    δ)      συνδέεται με τα δεδομένα που έχουν υπογραφεί σε σχέση με αυτήν κατά τρόπο ώστε να μπορεί να ανιχνευθεί οποιαδήποτε επακόλουθη τροποποίηση των εν λόγω δεδομένων.»

    9        Το παράρτημα I του ίδιου κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Απαιτήσεις για τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά ηλεκτρονικής υπογραφής», απαριθμεί τα διάφορα στοιχεία που πρέπει να περιέχονται στα εγκεκριμένα πιστοποιητικά ηλεκτρονικής υπογραφής. Συγκεκριμένα, κατά τα στοιχεία βʹ έως δʹ του παραρτήματος I, τα πιστοποιητικά αυτά πρέπει να περιέχουν ένα σύνολο δεδομένων που αντιπροσωπεύουν αναμφίσημα τον εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης ο οποίος έχει εκδώσει τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά, τουλάχιστον το όνομα του υπογράφοντος ή ένα ψευδώνυμο το οποίο πρέπει να αναφέρεται σαφώς και δεδομένα επικύρωσης της ηλεκτρονικής υπογραφής που πρέπει να αντιστοιχούν στα δεδομένα δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής.

    10      Το παράρτημα II του κανονισμού 910/2014, το οποίο φέρει τον τίτλο «Απαιτήσεις για τις εγκεκριμένες διατάξεις δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής», προβλέπει στο σημείο 1 ότι οι διατάξεις αυτές πρέπει να διασφαλίζουν τουλάχιστον, με τα κατάλληλα τεχνικά και διαδικαστικά μέσα, μεταξύ άλλων, ότι διασφαλίζεται ευλόγως η εμπιστευτικότητα των δεδομένων δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία της ηλεκτρονικής υπογραφής, ότι τα δεδομένα αυτά μπορούν να προκύψουν στην πράξη μία μόνο φορά, ότι η ηλεκτρονική υπογραφή προστατεύεται με αξιόπιστο τρόπο από πλαστογραφία και ότι τα εν λόγω δεδομένα προστατεύονται κατά τρόπο αξιόπιστο από τον νόμιμο υπογράφοντα έναντι της χρησιμοποίησής τους από τρίτους. Επιπλέον, το σημείο 3 του παραρτήματος ΙΙ προβλέπει ότι η δημιουργία ή η διαχείριση δεδομένων δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής για λογαριασμό του υπογράφοντος μπορεί να πραγματοποιείται μόνον από εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης.

     Το βουλγαρικό δίκαιο

    11      Κατά το άρθρο 4 του zakon za elektronnia dokument i elektronnite udostoveritelni uslugi (νόμου για το ηλεκτρονικό έγγραφο και τις ηλεκτρονικές υπηρεσίες εμπιστοσύνης, DV αριθ. 34, της 6ης Απριλίου 2001), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος περί ηλεκτρονικών εγγράφων), δημιουργός της ηλεκτρονικής δήλωσης είναι το φυσικό πρόσωπο που φέρεται στη δήλωση ως συντάκτης της. Η διάταξη αυτή προβλέπει επίσης ότι η ηλεκτρονική δήλωση ανήκει στο πρόσωπο στο όνομα του οποίου συντάσσεται.

    12      Κατά το άρθρο 13 του νόμου περί ηλεκτρονικών εγγράφων:

    «(1)      Ηλεκτρονική υπογραφή είναι η ηλεκτρονική υπογραφή κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 10, του [κανονισμού 910/2014].

    […]

    (3)      Εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή είναι η ηλεκτρονική υπογραφή κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 12, του [κανονισμού 910/2014].

    […]»

    13      Το άρθρο 184 παράγραφος 2, του Grazhdanski protsesualen kodeks (κώδικα πολιτικής δικονομίας), το οποίο εφαρμόζεται και στις διαδικασίες φορολογικών διαφορών και διαφορών κοινωνικής ασφάλισης, προβλέπει τη δυνατότητα προσβολής ηλεκτρονικού εγγράφου ως πλαστού.

     Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    14      Στις 13 Ιανουαρίου 2021 εκδόθηκε εις βάρος της V.B. Trade, προσφεύγουσας της κύριας δίκης, διορθωτική πράξη επιβολής φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων, για ποσό ύψους 682 863,40 βουλγαρικών λεβ (BGN) (περίπου 349 000 ευρώ), πλέον των αναλογούντων τόκων ύψους 192 770,62 BGN (περίπου 98 500 ευρώ).

    15      Η διορθωτική πράξη επιβολής φόρου εκδόθηκε από την αρμόδια φορολογική αρχή, αφού διενεργήθηκε διαδικασία φορολογικού ελέγχου την οποία είχε διατάξει η ίδια με απόφαση της 24ης Ιουνίου 2020, όπως τροποποιήθηκε με αποφάσεις της 30ής Σεπτεμβρίου και της 29ης Οκτωβρίου 2020, και κατόπιν της οποίας συντάχθηκε σχετική έκθεση με ημερομηνία 15 Δεκεμβρίου 2020.

    16      Όλα τα έγγραφα της φορολογικής αρχής στο πλαίσιο της ως άνω διαδικασίας φορολογικού ελέγχου είχαν εκδοθεί σε ηλεκτρονική μορφή και έφεραν εγκεκριμένες ηλεκτρονικές υπογραφές.

    17      Με απόφαση της 17ης Μαΐου 2021, ο Διευθυντής επικύρωσε τη διορθωτική πράξη επιβολής φόρου της 13ης Ιανουαρίου 2021.

    18      Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης άσκησε προσφυγή κατά της ως άνω αποφάσεως ενώπιον του Administrativen sad Veliko Tarnovo (διοικητικού πρωτοδικείου του Veliko Tarnovo, Βουλγαρία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο.

    19      Στο πλαίσιο της προσφυγής της, η προσφεύγουσα αμφισβητεί το κύρος των εκδοθέντων ηλεκτρονικών εγγράφων, ισχυριζόμενη ότι αυτά δεν ήταν δεόντως υπογεγραμμένα με εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή. Προς στήριξη του επιχειρήματός της, ζήτησε από το αιτούν δικαστήριο να διατάξει τον διορισμό ειδικού στον τομέα της πληροφορικής δικαστικού πραγματογνώμονα και την ακρόασή του επί ορισμένων ζητημάτων που αφορούσαν το κύρος των επίμαχων υπογραφών.

    20      Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης θεωρεί ότι η γνησιότητα των εν λόγω εγγράφων εξαρτάται από διάφορες τεχνικές πτυχές οι οποίες είναι καθοριστικής σημασίας για τον χαρακτηρισμό μιας ηλεκτρονικής υπογραφής ως «εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής». Ισχυρίζεται συναφώς, μεταξύ άλλων, ότι το άρθρο 25, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 910/2014 δεν αποτελεί κώλυμα για την εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας η οποία επιτρέπει την προσβολή αποδεικτικών στοιχείων ως μη αξιόπιστων ή πλαστών ή την αμφισβήτησή τους για οποιονδήποτε άλλο λόγο.

    21      Ο Διευθυντής αντικρούει την εν λόγω αμφισβήτηση, ισχυριζόμενος ότι από τον κανονισμό 910/2014 προκύπτει, αντιθέτως, ότι είναι απαράδεκτη οποιαδήποτε αμφισβήτηση των εγκεκριμένων ηλεκτρονικών υπογραφών.

    22      Το αιτούν δικαστήριο θεωρεί αναγκαία τη διευκρίνιση της φράσης «νομική ισχύς […] της ηλεκτρονικής υπογραφής ως αποδεικτικού στοιχείου σε νομικές διαδικασίες», η οποία μνημονεύεται στο άρθρο 25, παράγραφος 1, του κανονισμού 910/2014. Ειδικότερα, κατά το δικαστήριο αυτό, από την προμνημονευθείσα φράση προκύπτει ότι απαγορεύεται η αμφισβήτηση της νομικής ισχύος και του παραδεκτού της ηλεκτρονικής υπογραφής ως αποδεικτικού στοιχείου. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, επομένως, αν η απαγόρευση αυτή υπερισχύει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας, κατά την οποία επιτρέπεται στα κράτη μέλη να μην αναγνωρίσουν την αποδεικτική ισχύ μιας υπογραφής μέσω ειδικής διαδικασίας η οποία διέπεται από την εθνική νομοθεσία τους.

    23      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, αφενός, ότι από το άρθρο 21, παράγραφος 1, του κανονισμού 910/2014, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής του σκέψης 22, προκύπτει ότι έγγραφο το οποίο φέρει είτε εγκεκριμένη είτε μη εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή αποτελεί έγγραφο παραδεκτό στο πλαίσιο ένδικων διαδικασιών κάθε είδους, το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από τα δικαστήρια των κρατών μελών, καθόσον το άρθρο 25, παράγραφος 1, του κανονισμού υπερισχύει της γενικής αρχής της δικονομικής αυτονομίας και των δικονομικών κανόνων που θεσπίζουν τα κράτη μέλη όσον αφορά το παραδεκτό των αποδεικτικών μέσων.

    24      Αφετέρου, κατά το αιτούν δικαστήριο, από τη δεύτερη περίοδο της αιτιολογικής σκέψης 49 του κανονισμού 910/2014 προκύπτει ότι η φράση «νομική ισχύς […] της ηλεκτρονικής υπογραφής» του άρθρου 25, παράγραφος 1, του κανονισμού μπορεί να ερμηνευθεί ως αναφερόμενη στην αποδεικτική ισχύ της υπογραφής, όπως η αποδεικτική αυτή ισχύς αναγνωρίζεται από το εθνικό νομικό σύστημα κάθε κράτους μέλους. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, επιπλέον, ότι το άρθρο 25, παράγραφος 2, του κανονισμού εξομοιώνει τη νομική ισχύ της ηλεκτρονικής υπογραφής με εκείνη της ιδιόχειρης υπογραφής μόνον όταν πρόκειται για εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή.

    25      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Administrativen sad Veliko Tarnovo (διοικητικό πρωτοδικείο του Veliko Tarnovo) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)      Έχει η έκφραση “νομική ισχύς […] της ηλεκτρονικής υπογραφής ως αποδεικτικού στοιχείου” που περιλαμβάνεται στη διάταξη του άρθρου 25, παράγραφος 1, του κανονισμού [910/2014] την έννοια ότι η διάταξη αυτή επιβάλλει στα δικαστήρια των κρατών μελών την υποχρέωση να δέχονται ότι, εφόσον πληρούνται ή δεν αμφισβητούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3, [σημεία] 10, 11 και 12 του κανονισμού [910/2014], πρέπει εξαρχής να τεκμαίρεται ότι έχει διαπιστωθεί πέραν πάσης αμφιβολίας και ότι δεν αμφισβητείται η ύπαρξη τέτοιας υπογραφής και η προβαλλόμενη ιδιότητα του δημιουργού της [ή μήπως] η έκφραση αυτή έχει την έννοια ότι, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές, τα δικαστήρια των κρατών μελών υποχρεούνται να αναγνωρίζουν ότι η εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή έχει αποδεικτική αξία/αποδεικτική ισχύ ισοδύναμη με εκείνη της ιδιόχειρης υπογραφής μόνον εντός των ορίων που η σχετική εθνική νομοθεσία προβλέπει για την εν λόγω ιδιόχειρη υπογραφή;

    2)      Έχει η έκφραση “[δ]εν απορρίπτονται […] σε νομικές διαδικασίες” που περιέχεται στη διάταξη του άρθρου 25, παράγραφος 1, του [κανονισμού 910/2014] την έννοια ότι επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια των κρατών μελών την απόλυτη απαγόρευση να κάνουν χρήση των δικονομικών δυνατοτήτων που προβλέπονται στην έννομη τάξη τους όσον αφορά την αμφισβήτηση της αποδεικτικής αξίας της νομικής ισχύος της ηλεκτρονικής υπογραφής που προβλέπεται στον κανονισμό, ή μήπως η έκφραση αυτή έχει την έννοια ότι η διάταξη αυτή δεν απαγορεύει τη δυνατότητα αμφισβητήσεως των προϋποθέσεων που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 3, [σημεία] 10, 11 και 12, του κανονισμού με τη χρήση, από τα εθνικά δικαστήρια των κρατών μελών, των μέσων που ισχύουν βάσει του δικονομικού δικαίου τους, παρεχομένης, κατ’ αυτόν τον τρόπο, στους διαδίκους διαφοράς που έχει αχθεί ενώπιον δικαστηρίου της δυνατότητας να αμφισβητήσουν την προβλεπόμενη αποδεικτική ισχύ και την προβλεπόμενη αποδεικτική αξία της ηλεκτρονικής υπογραφής;»

     Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

    26      Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Σεπτεμβρίου 2022, η διαδικασία επί της υπό κρίση υποθέσεως ανεστάλη μέχρι την έκδοση αποφάσεως στην υπόθεση C‑362/21.

    27      Κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως της 20ής Οκτωβρίου 2022, Ekofrukt (C‑362/21, EU:C:2022:815), το αιτούν δικαστήριο ενημέρωσε το Δικαστήριο, με έγγραφο της 18ης Νοεμβρίου 2022, ότι επιθυμεί να αποσύρει το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα και ότι εμμένει στο πρώτο.

     Επί του προδικαστικού ερωτήματος

     Επί του παραδεκτού

    28      Ο Διευθυντής υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το προδικαστικό ερώτημα είναι απαράδεκτο καθόσον δεν απαιτεί ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, δεδομένου ότι το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 910/2014 ρητώς ορίζει ότι ο εν λόγω κανονισμός δεν θίγει το εθνικό ή ενωσιακό δίκαιο σε ό,τι αφορά τη σύναψη και την ισχύ συμβάσεων ή άλλων νομικών ή διαδικαστικών υποχρεώσεων ως προς τον τύπο. Συγκεκριμένα, το εθνικό δίκαιο είναι εκείνο βάσει του οποίου πρέπει να καθοριστεί αν –και υπό ποιες προϋποθέσεις– είναι δυνατή η αμφισβήτηση εγγράφων τα οποία φέρουν ιδιόχειρη υπογραφή και, συνεπώς, η αμφισβήτηση εγγράφων τα οποία φέρουν εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή, περιλαμβανομένης και της αμφισβήτησης της ιδιότητας του δημιουργού αυτών, καθώς και να καθοριστεί ποιες είναι οι δικονομικές συνέπειες μιας τέτοιας αμφισβήτησης ή μη αμφισβήτησης από κάποιον διάδικο.

    29      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 22 έως 24 της παρούσας αποφάσεως, στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν –και κατά πόσον– το άρθρο 25 του κανονισμού 910/2014 υπερισχύει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, επιβάλλοντας στα εθνικά δικαστήρια απόλυτη απαγόρευση να κάνουν χρήση των δικονομικών μέσων που προβλέπονται στην έννομη τάξη τους όσον αφορά την αμφισβήτηση της απορρέουσας από τον εν λόγω κανονισμό αποδεικτικής ισχύος της ηλεκτρονικής υπογραφής. Το ζήτημα όμως αυτό εμπίπτει στην επί της ουσίας εξέταση του υποβληθέντος προδικαστικού ερωτήματος και όχι στην εξέταση του παραδεκτού του.

    30      Κατά τα λοιπά, από το εν λόγω ερώτημα προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο ζητεί την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, και ειδικότερα του άρθρου 25 του κανονισμού 910/2014, και όχι ερμηνεία του βουλγαρικού δικαίου.

    31      Ως εκ τούτου, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.

     Επί της ουσίας

    32      Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 25 του κανονισμού 910/2014 έχει την έννοια ότι επιβάλλει στα δικαστήρια των κρατών μελών να δέχονται ότι η ύπαρξη εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής και η προβαλλόμενη ιδιότητα του δημιουργού της εν λόγω υπογραφής πρέπει να θεωρούνται ως αποδεδειγμένες κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3, σημείο 12, του κανονισμού ή αν τα εν λόγω δικαστήρια υποχρεούνται να αναγνωρίζουν την αποδεικτική ισχύ της εν λόγω υπογραφής αποκλειστικά και μόνον εντός των ορίων που προβλέπει το σχετικό εθνικό νομικό καθεστώς για την ιδιόχειρη υπογραφή.

    33      Επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι το άρθρο 3, σημείο 12, του κανονισμού 910/2014 θέτει τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις προκειμένου μια ηλεκτρονική υπογραφή να μπορεί να θεωρηθεί ως «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή». Πρώτον, η υπογραφή πρέπει να είναι «προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή», η οποία πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 3, σημείο 11, του κανονισμού, να πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 26 του κανονισμού αυτού. Δεύτερον, η υπογραφή πρέπει να δημιουργείται από «εγκεκριμένη διάταξη δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής», η οποία πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 3, σημείο 23, να πληροί τις απαιτήσεις του παραρτήματος II του εν λόγω κανονισμού. Τρίτον, η υπογραφή πρέπει να βασίζεται σε «εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής υπογραφής», κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 15, του κανονισμού 910/2014, ήτοι σε πιστοποιητικό που έχει εκδοθεί από «εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης» και πληροί τις οριζόμενες στο παράρτημα I του εν λόγω κανονισμού απαιτήσεις (απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2022, Ekofrukt, C‑362/21, EU:C:2022:815, σκέψη 43).

    34      Εν συνεχεία, όπως έκρινε το Δικαστήριο στη σκέψη 35 της αποφάσεως της 20ής Οκτωβρίου 2022, Ekofrukt (C‑362/21, EU:C:2022:815), το άρθρο 25, παράγραφος 1, του κανονισμού 910/2014 δεν απαγορεύει στα εθνικά δικαστήρια να κηρύσσουν ανίσχυρες τις ηλεκτρονικές υπογραφές, αλλά καθιερώνει γενική αρχή η οποία απαγορεύει στα εθνικά δικαστήρια να μην αναγνωρίζουν τη νομική ισχύ και την αποδεικτική ισχύ των ηλεκτρονικών υπογραφών σε νομικές διαδικασίες λόγω του γεγονότος και μόνον ότι οι υπογραφές αυτές είναι σε ηλεκτρονική μορφή.

    35      Τέλος, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 36 και 37 της αποφάσεως της 20ής Οκτωβρίου 2022, Ekofrukt (C‑362/21, EU:C:2022:815), η μνημονευόμενη στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως ερμηνεία επιρρωννύεται από το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 910/2014, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των αιτιολογικών σκέψεων 21 και 49 αυτού, από το οποίο προκύπτει ότι εναπόκειται στην εθνική νομοθεσία να καθορίζει το νομικό αποτέλεσμα των ηλεκτρονικών υπογραφών. Η μοναδική σχετική εξαίρεση έγκειται στην απαίτηση που προβλέπει το άρθρο 25, παράγραφος 2, του κανονισμού, κατά την οποία η νομική ισχύς της εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής πρέπει να είναι ισοδύναμη με εκείνη της ιδιόχειρης υπογραφής, οπότε η διάταξη αυτή δημιουργεί μόνον υπέρ της εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής ένα τεκμήριο «εξομοίωσης» με την ιδιόχειρη υπογραφή.

    36      Από τη νομολογία που μνημονεύεται στις σκέψεις 32 έως 35 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι εναπόκειται στο εθνικό δίκαιο να καθορίζει το νομικό αποτέλεσμα των ηλεκτρονικών υπογραφών, περιλαμβανομένων και των εγκεκριμένων ηλεκτρονικών υπογραφών, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θίγεται η προβλεπόμενη στο άρθρο 25, παράγραφος 2, του κανονισμού 910/2014 εξομοίωση της εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής με την ιδιόχειρη υπογραφή.

    37      Πράγματι, μολονότι από το άρθρο 25 του κανονισμού 910/2014 προκύπτει ότι η ύπαρξη εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής και η προβαλλόμενη ιδιότητα του δημιουργού της είναι αποδεδειγμένες όταν αποδεικνύεται ότι η επίμαχη υπογραφή πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 3, σημείο 12, του εν λόγω κανονισμού, δεν υφίσταται, εντούτοις, κανένας λόγος ευνοϊκότερης μεταχείρισης της εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής σε σχέση με εκείνη που επιφυλάσσεται στην ιδιόχειρη υπογραφή, υπό την έννοια της επιβολής, από το άρθρο 25 του κανονισμού, στα δικαστήρια των κρατών μελών απόλυτης απαγόρευσης να κάνουν χρήση των διαδικαστικών μέσων που προβλέπονται στην έννομη τάξη τους όσον αφορά τη μη αναγνώριση της αποδεικτικής ισχύος της εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής, κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού.

    38      Κατά συνέπεια, αν –και στο μέτρο που– το εθνικό δίκαιο προβλέπει τη δυνατότητα αμφισβήτησης της αποδεικτικής ισχύος της ιδιόχειρης υπογραφής, η δυνατότητα αυτή πρέπει να παρέχεται και όσον αφορά την εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή.

    39      Ειδικότερα, όπως εξέθεσε ο Διευθυντής στις γραπτές παρατηρήσεις του, είναι δυνατόν να μην αναγνωριστεί η αποδεικτική ισχύς της εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από την εθνική νομοθεσία διαδικασίας για την προσβολή εγγράφου ως πλαστού, πλην όμως υπό την προϋπόθεση ότι η νομοθεσία αυτή προβλέπει πανομοιότυπη διαδικασία για την αμφισβήτηση τόσο της ιδιόχειρης όσο και της εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής.

    40      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 25 του κανονισμού 910/2014 έχει την έννοια ότι τα δικαστήρια των κρατών μελών υποχρεούνται, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3, σημείο 12, του εν λόγω κανονισμού, να αναγνωρίζουν στην εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή αποδεικτική ισχύ ισοδύναμη με εκείνη της ιδιόχειρης υπογραφής, εντός των ορίων που προβλέπει το σχετικό εθνικό νομικό καθεστώς για την ιδιόχειρη υπογραφή.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    41      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) αποφαίνεται:

    Το άρθρο 25 του κανονισμού (ΕΕ) 910/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με την ηλεκτρονική ταυτοποίηση και τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 1999/93/ΕΚ

    έχει την έννοια ότι:

    τα δικαστήρια των κρατών μελών υποχρεούνται, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3, σημείο 12, του εν λόγω κανονισμού, να αναγνωρίζουν στην εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή αποδεικτική ισχύ ισοδύναμη με εκείνη της ιδιόχειρης υπογραφής, εντός των ορίων που προβλέπει το σχετικό εθνικό νομικό καθεστώς για την ιδιόχειρη υπογραφή.

    (υπογραφές)


    *      Γλώσσα διαδικασίας: η βουλγαρική.

    Top