Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62017CC0115

    Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott της 12ης Απριλίου 2018.
    Administration des douanes et droits indirects και Etablissement national des produits de l'agriculture et de la mer (FranceAgriMer) κατά Hubert Clergeau κ.λπ.
    Αίτηση του Cour de cassation (Γαλλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Κανονισμός (EOK) 1964/82 – Ψευδείς δηλώσεις ή τεχνάσματα με σκοπό την είσπραξη ειδικών επιστροφών κατά την εξαγωγή για ορισμένα αποστεωμένα βόεια κρέατα – Τροποποίηση του κανονισμού 1964/82 με την οποία επεκτείνεται το ευεργέτημα των ειδικών επιστροφών κατά την εξαγωγή – Αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ποινικού νόμου – Άρθρο 49, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
    Υπόθεση C-115/17.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2018:240

    ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

    JULIANE KOKOTT

    της 12ης Απριλίου 2018 ( 1 )

    Υπόθεση C-115/17

    Administration des douanes et droits indirects

    και

    Etablissement national des produits de l’agriculture et de la mer (FranceAgriMer)

    κατά

    Hubert Clergeau κ.λπ.

    [αίτηση του Cour de cassation (ακυρωτικό δικαστήριο, Γαλλία)
    για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Προδικαστική παραπομπή – Αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου – Άρθρο 49, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων – Επιστροφές κατά την εξαγωγή – Ειδικές επιστροφές κατά την εξαγωγή για ορισμένα αποστεωμένα βόεια κρέατα – Ειδικές επιστροφές κατά την εξαγωγή που έχουν εισπραχθεί μέσω δολίων ενεργειών ή ψευδών δηλώσεων ως προς τη φύση των εξαχθέντων εμπορευμάτων – Εμπορεύματα τα οποία κατά τον χρόνο των ψευδών δηλώσεων δεν ενέπιπταν στη νομοθεσία της Ένωσης σχετικά με τις ειδικές επιστροφές κατά την εξαγωγή αλλά, στη συνέχεια, λόγω τροποποιήσεως της νομοθεσίας συμπεριελήφθησαν στο πεδίο εφαρμογής της»

    I. Εισαγωγή

    1.

    Πρέπει να επιβληθεί κύρωση σε πρόσωπο που έλαβε με δόλιες ενέργειες ενισχύσεις από τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω ψευδούς δηλώσεως των εξαγόμενων από αυτό εμπορευμάτων, αν τα εμπορεύματα που πράγματι εξήχθησαν δεν ήταν επιλέξιμα κατά τον χρόνο τελέσεως της πράξεως αλλά κατέστησαν επιλέξιμα μέσω τροποποιήσεως των σχετικών διατάξεων, η οποία επήλθε μετά τον χρόνο τελέσεως της πράξεως;

    2.

    Το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει το εν λόγω ζήτημα υπό το πρίσμα του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο άρθρο 49, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, του Χάρτη κατοχυρώνεται η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior), ένα θεμελιώδες δικαίωμα μεγάλης πρακτικής σημασίας, η ερμηνεία και η εφαρμογή του οποίου έχει ήδη απασχολήσει επανειλημμένως το Δικαστήριο ( 2 ).

    3.

    Ένα μείζον σκάνδαλο σχετικά με το κρέας, που έτυχε μεγάλης προσοχής στη Γαλλία, αποτελεί το υπόβαθρο της υπό κρίση υποθέσεως ( 3 ). Οι κατηγορούμενοι της κύριας δίκης δήλωσαν ψευδώς στις αρμόδιες αρχές το βόειο κρέας που προοριζόταν για εξαγωγή σε τρίτες χώρες ή συνέργησαν στην ψευδή δήλωση. Με αυτό τον τρόπο η εταιρία για λογαριασμό της οποίας ενεργούσαν οι κατηγορούμενοι έλαβε χρηματοδοτική στήριξη υπό τη μορφή ειδικών επιστροφών από τον προϋπολογισμό της Ένωσης για την εξαγωγή βοείου κρέατος, παρόλο που για το είδος των εξαχθέντων τεμαχίων κρέατος δεν προβλέπονταν κατά τον χρόνο εκείνο εξαγωγικές επιδοτήσεις που χρηματοδοτούμενες από τον ευρωπαίο φορολογούμενο. Μόνο εκ των υστέρων αυτό το είδος κρέατος μπόρεσε να επωφεληθεί από την ευρωπαϊκή στήριξη λόγω τροποποιήσεως της νομοθεσίας σε ενωσιακό επίπεδο.

    4.

    Αυτήν ακριβώς τη μετέπειτα τροποποίηση της νομοθεσίας επικαλούνται τώρα οι κατηγορούμενοι και διεκδικούν να τύχουν απαλλαγής από την ποινική ευθύνη. Αντιθέτως, οι αρμόδιες εθνικές αρχές θεωρούν ότι η τότε ψευδής δήλωση σχετικά με τα εν λόγω τεμάχια κρέατος είναι και παραμένει ψευδής και ως τέτοια πρέπει να επισύρει κυρώσεις, ανεξαρτήτως του αν οι σχετικές με τη χρηματοδοτική στήριξη ρυθμίσεις του δικαίου της Ένωσης έχουν εν τω μεταξύ τροποποιηθεί ή όχι.

    5.

    Με την απόφασή του στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο μπορεί να συμβάλει σημαντικά στην πρακτική λειτουργία των μηχανισμών επιβολής κυρώσεων που έχουν ως στόχο την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης σε επίπεδο κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 325 ΣΛΕΕ.

    II. Το νομικό πλαίσιο

    1. Το δίκαιο της Ένωσης

    6.

    Το άρθρο 49, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης θέτει κατ’ ουσίαν, όσον αφορά το δίκαιο της Ένωσης, το νομικό πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως. Παράλληλα πρέπει να επισημανθούν το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ καθώς και οι κανονισμοί (ΕΕ, Ευρατόμ) 966/2012 ( 4 ), (ΕΟΚ) 1964/82 ( 5 ), (ΕΚ) 2469/97 ( 6 ) και (ΕΚ) 1359/2007 ( 7 ). Ωστόσο, ο κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 ( 8 ) στον οποίο αναφέρθηκαν ορισμένοι μετέχοντες στη διαδικασία είναι άνευ σημασίας δεδομένου ότι αφορά μόνο διοικητικές αλλά όχι ποινικές κυρώσεις για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

    1.   Το πρωτογενές δίκαιο

    7.

    Η αρχή «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο» κατοχυρώνεται στο άρθρο 49, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων ως εξής:

    «Κανείς δεν μπορεί να καταδικασθεί για πράξη ή παράλειψη, η οποία δεν αποτελούσε, κατά τη στιγμή της τέλεσής της, αδίκημα κατά το εθνικό ή το διεθνές δίκαιο. Ούτε επιβάλλεται βαρύτερη ποινή από εκείνη η οποία ίσχυε κατά τη στιγμή της τέλεσης του αδικήματος. Εάν, μετά την τέλεση του αδικήματος, προβλεφθεί με νόμο ελαφρύτερη ποινή, επιβάλλεται αυτή η ποινή.»

    8.

    H αρχή της καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών απορρέει από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ:

    «Σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, η Ένωση και τα κράτη μέλη εκπληρώνουν τα εκ των Συνθηκών καθήκοντα βάσει αμοιβαίου σεβασμού και αμοιβαίας συνεργασίας.

    Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο ικανό να διασφαλίσει την εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις Συνθήκες ή προκύπτουν από πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης.

    Τα κράτη μέλη διευκολύνουν την Ένωση στην εκπλήρωση της αποστολής της και απέχουν από τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου ικανού να θέσει σε κίνδυνο την πραγματοποίηση των στόχων της Ένωσης».

    9.

    Στο άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ περιλαμβάνεται εξάλλου η ακόλουθη ρύθμιση σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης:

    «Η Ένωση και τα κράτη μέλη καταπολεμούν την απάτη ή οιαδήποτε άλλη παράνομη δραστηριότητα κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, λαμβάνοντας σύμφωνα με το παρόν άρθρο μέτρα τα οποία θα έχουν αποτρεπτικό χαρακτήρα και θα προσφέρουν αποτελεσματική προστασία στα κράτη μέλη καθώς και στα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης.»

    2.   Το παράγωγο δίκαιο

    1)   Ο δημοσιονομικός κανονισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    10.

    Οι δημοσιονομικοί κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης ορίζονται στον κανονισμό 966/2012. Υπό τον τίτλο «Επιμερισμένη διαχείριση με τα κράτη μέλη», το άρθρο 59, παράγραφος 2, του ως άνω κανονισμού ορίζει τα εξής:

    «2.   Κατά την εκτέλεση καθηκόντων που συνδέονται με την εκτέλεση του προϋπολογισμού, τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα, συμπεριλαμβανομένων των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών μέτρων, για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, και συγκεκριμένα:

    […]

    β)

    προλαμβάνουν, εντοπίζουν και διορθώνουν και αντιμετωπίζουν τις περιπτώσεις παρατυπιών και απάτης.

    Προκειμένου να προστατεύονται τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, τα κράτη μέλη, σε πλαίσιο τήρησης της αρχής της [αναλογικότητας] και συμμόρφωσης προς τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και των σχετικών τομεακών κανόνων, διενεργούν εκ των προτέρων και εκ των υστέρων ελέγχους, καθώς και, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, επιτόπιους ελέγχους σε αντιπροσωπευτικά και/ή βάσει κινδύνου δείγματα πράξεων. Ακόμη, τα κράτη μέλη ανακτούν αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά και, εάν είναι απαραίτητο, κινούν νομικές διαδικασίες.

    Τα κράτη μέλη επιβάλλουν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις στους αποδέκτες όποτε αυτό προβλέπεται στους ειδικούς τομεακούς κανόνες και σε ειδικές διατάξεις στην εθνική νομοθεσία.

    […]»

    2)   Ειδικές επιστροφές για την εξαγωγή αποστεωμένων βοείων κρεάτων

    11.

    Οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση ειδικών επιστροφών κατά την εξαγωγή ορισμένων αποστεωμένων βοείων κρεάτων από την Ευρωπαϊκή Ένωση σε τρίτες χώρες έχουν τροποποιηθεί αρκετές φορές με την πάροδο των ετών. Θεσπίσθηκαν αρχικώς με τον κανονισμό 1964/82, τροποποιήθηκαν στη συνέχεια με τον κανονισμό 2469/97 και, τέλος, ενσωματώθηκαν στην κωδικοποιημένη έκδοση του κανονισμού 1359/2007.

    – Το αρχικό κείμενο του κανονισμού 1964/82

    12.

    Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 1964/82 προέβλεπε αρχικά την εξής ρύθμιση:

    «Τα αποστεωμένα τεμάχια που προέρχονται από νωπά ή διατηρημένα δι’ απλής ψύξεως οπίσθια τεταρτημόρια αρρένων χονδρών βοοειδών που είναι συσκευασμένα ξεχωριστά, σύμφωνα με τους όρους του παρόντος κανονισμού, είναι δυνατόν να τύχουν ειδικών επιστροφών κατά την εξαγωγή.»

    13.

    Το υπόβαθρο της ρυθμίσεως αυτής εκτίθεται στη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1964/82:

    «[Εκτιμώντας] ότι, λόγω της καταστάσεως της αγοράς, της οικονομικής καταστάσεως του τομέα του βοείου κρέατος και των δυνατοτήτων διαθέσεως ορισμένων από αυτά τα προϊόντα, πρέπει να προβλεφτούν οι όροι υπό τους οποίους μπορούν να χορηγηθούν σ’ αυτά τα προϊόντα ειδικές επιστροφές κατά την εξαγωγή· Ιδιαιτέρως τέτοιοι όροι πρέπει να καθοριστούν για ορισμένες ποιότητες κρεάτων που προέρχονται από την αποστέωση οπισθίων τεταρτημορίων αρρένων βοοειδών».

    – Η τροποποίηση με τον κανονισμό 1964/82

    14.

    Στα τέλη του 1997 θεσπίσθηκε νέο κείμενο του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 1964/82:

    «Τα αποστεωμένα τεμάχια που προέρχονται από νωπά ή διατηρημένα δι’ απλής ψύξεως εμπρόσθια και οπίσθια τεταρτημόρια αρρένων χονδρών βοοειδών που είναι συσκευασμένα ξεχωριστά και μέσης περιεκτικότητας σε άπαχο βόειο κρέας 55 % ή περισσότερο, είναι δυνατόν, σύμφωνα με τους όρους του παρόντος κανονισμού, να τύχουν ειδικών επιστροφών κατά την εξαγωγή.»

    15.

    Το ως άνω κείμενο του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 1964/82 θεσπίστηκε με τον κανονισμό 2469/97, η έναρξη ισχύος του οποίου ρυθμίζεται στο άρθρο του 4 ως εξής:

    «Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 19 Ιανουαρίου 1998.

    Εφαρμόζεται στις ενέργειες για τις οποίες η δήλωση που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 ή στο άρθρο 25 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3665/87 γίνεται αποδεκτή και συνοδεύεται από πιστοποιητικό εξαγωγής που έχει εκδοθεί από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του παρόντος κανονισμού.»

    16.

    Οι λόγοι θεσπίσεως νέας ρυθμίσεως με τον κανονισμό 2469/97 εκτίθενται στη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του ίδιου κανονισμού:

    «Μετά από την εφαρμογή της γεωργικής συμφωνίας του Γύρου της Ουρουγουάης, αποδεικνύεται σκόπιμο να συσταθεί καθεστώς που θα επιτρέψει να καθορίζονται καλύτερα τα προϊόντα του τομέα του βοείου κρέατος που πρέπει να εξαχθούν με μια σχετική προτίμηση για τις τρίτες χώρες. Η εισαγωγή ειδικής επιστροφής για τα αποστεωμένα τεμάχια των εμπροσθίων τεταρτημορίων των χονδρών αρρένων βοοειδών θα πρέπει να επιτρέψει την επίτευξη αυτού του στόχου. Πρέπει, κατά συνέπεια, να επεκταθεί το ισχύον καθεστώς του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1964/82 στα εν λόγω προϊόντα.»

    – Ο κανονισμός 1359/2007

    17.

    Σήμερα ισχύει το άρθρο 1 του κανονισμού 1359/2007 το οποίο έχει ως εξής:

    «Τα αποστεωμένα τεμάχια που προέρχονται από νωπά ή διατηρημένα δι’ απλής ψύξεως εμπρόσθια και οπίσθια τεταρτημόρια αρρένων χονδρών βοοειδών που είναι συσκευασμένα ξεχωριστά και μέσης περιεκτικότητας σε άπαχο βόειο κρέας 55 % ή περισσότερο, είναι δυνατόν, σύμφωνα με τους όρους του παρόντος κανονισμού, να τύχουν ειδικών επιστροφών κατά την εξαγωγή.»

    18.

    Ο κανονισμός 1359/2007, δυνάμει των άρθρων 11 και 12 αυτού, άρχισε να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2008 και από την ημερομηνία αυτή κατάργησε τον κανονισμό 1964/82. Όπως προκύπτει από την αιτιολογική του σκέψη 1, σκοπό έχει την κωδικοποίηση των πολυάριθμων τροποποιήσεων του κανονισμού 1964/82 για λόγους σαφήνειας και ορθολογισμού.

    19.

    Η αιτιολογική σκέψη 3 του κανονισμού 1359/2007 αναφέρει ότι:

    «Λόγω της καταστάσεως της αγοράς, της οικονομικής καταστάσεως του τομέα του βοείου κρέατος και των δυνατοτήτων διαθέσεως ορισμένων από αυτά τα προϊόντα, πρέπει να προβλεφτούν οι όροι υπό τους οποίους μπορούν να χορηγηθούν σε αυτά τα προϊόντα ειδικές επιστροφές κατά την εξαγωγή. Ιδιαιτέρως, τέτοιοι όροι πρέπει να καθοριστούν για ορισμένες ποιότητες κρεάτων που προέρχονται από την αποστέωση τεταρτημορίων αρρένων βοοειδών.»

    2. Εθνική νομοθεσία

    20.

    Το άρθρο 426 του γαλλικού τελωνειακού κώδικα ( 9 ), που ίσχυε κατά τον χρόνο τελέσεως των επίδικων πράξεων, ορίζει τα εξής:

    «Ως εισαγωγή ή εξαγωγή απαγορευμένων εμπορευμάτων χωρίς δήλωση θεωρούνται

    […]

    4.

    ψευδείς δηλώσεις ή τεχνάσματα με σκοπό ή αποτέλεσμα την εν όλω ή εν μέρει επιστροφή, απαλλαγή, μείωση των δασμών ή την αποκόμιση πλεονεκτήματος σε σχέση με την εισαγωγή ή την εξαγωγή, με εξαίρεση τις παραβάσεις των κανόνων που αφορούν την ποιότητα ή τη συσκευασία, όταν οι εν λόγω παραβάσεις δεν έχουν ως σκοπό ή αποτέλεσμα την επιστροφή, απαλλαγή, μείωση των δασμών ή την αποκόμιση οικονομικού πλεονεκτήματος·

    […]».

    21.

    Επιπλέον, όπως προκύπτει από το άρθρο 414 του γαλλικού τελωνειακού κώδικα η εισαγωγή ή η εξαγωγή απαγορευμένων εμπορευμάτων χωρίς δήλωση τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή μέχρι τρία έτη και διάφορες περιουσιακής φύσεως παρεπόμενες ποινές.

    22.

    Τέλος, στο άρθρο 112-1 του γαλλικού ποινικού κώδικα ( 10 ), η αρχή «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο» διατυπώνεται ως εξής:

    «Αξιόποινες είναι μόνο οι πράξεις που συνιστούσαν ποινικό αδίκημα κατά τον χρόνο τελέσεώς τους.

    Μπορούν να επιβάλλονται μόνο οι ποινές που προβλέπονταν από τον νόμο κατά τον χρόνο αυτό.

    Ωστόσο, οι νέες διατάξεις εφαρμόζονται σε ποινικά αδικήματα τα οποία τελέστηκαν πριν αυτές τεθούν σε ισχύ και για τα οποία δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη καταδικαστική απόφαση, εφόσον είναι λιγότερο αυστηρές από τις προηγούμενες διατάξεις.»

    III. Τα πραγματικά περιστατικά και η διαφορά της κύριας δίκης

    23.

    Στους συνολικά εννέα κατηγορουμένους της κύριας δίκης προσάπτεται στο πλαίσιο ποινικής δίκης ενώπιον των γαλλικών δικαστηρίων τελωνειακή παράβαση στην οποία συμμετείχαν ως αυτουργοί ή συνεργοί. Η ουσία της κατηγορίας είναι ότι οι κατηγορούμενοι, από το 1987 έως το 1992, προσπόρισαν στη γαλλική εταιρία Clergeau SA ( 11 ), μέσω ψευδών τελωνειακών δηλώσεων και δόλιων ενεργειών, υψηλότερες επιστροφές για το βόειο κρέας από αυτές που δικαιούνταν δυνάμει του δικαίου της Ένωσης κατά τον χρόνο τελέσεως της πράξεως.

    24.

    Στους κατηγορουμένους, συγκεκριμένα, προσάπτεται ότι με δόλιες ενέργειες δήλωσαν ψευδώς το βόειο κρέας από τα εμπρόσθια τεταρτημόρια χονδρών αρρένων βοών ως βόειο κρέας από τα οπίσθια τεταρτημόρια. Κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, ωστόσο, το βόειο κρέας από τα εμπρόσθια τεταρτημόρια –σε αντίθεση με το βόειο κρέας από τα οπίσθια τεταρτημόρια– δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής των συναφών κανόνων του δικαίου της Ένωσης που διέπουν τις ειδικές επιστροφές κατά την εξαγωγή αλλά περιελήφθη σε αυτό μόνο σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο –από τη 19η Ιανουαρίου 1998.

    25.

    Στην ποινική δίκη μετέχουν εκ μέρους του γαλλικού Δημοσίου η administration des douanes et droits indirects ( 12 ) (στο εξής: administration des douanes) και –ως πολιτικώς ενάγων– ο Établissement national des produits de l’Agriculture et de la Mer ( 13 ) (στο εξής: FranceAgriMer). Ο δεύτερος είναι αρμόδιος για την εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης περί γεωργικών επιδοτήσεων και για τους σχετικούς ελέγχους.

    26.

    Με απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2013, το tribunal correctionnel de La Rochelle ( 14 ) απάλλαξε όλους τους κατηγορουμένους με βάση την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου, καθότι σήμερα επιλέξιμο για τη χορήγηση ειδικής επιστροφής κατά την εξαγωγή δυνάμει του δικαίου της Ένωσης είναι όχι μόνο το βόειο κρέας από τα οπίσθια τεταρτημόρια αλλά και αυτό από τα εμπρόσθια τεταρτημόρια. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε σε δεύτερο βαθμό από το cour d’appel de Poitiers ( 15 ), με απόφαση της 13ης Μαρτίου 2015. Κατόπιν αιτήσεως αναιρέσεως που άσκησε η administration des douanes ( 16 ) και ο FranceAgriMer, η ποινική διαδικασία εκκρεμεί πλέον ενώπιον του ποινικού τμήματος του γαλλικού Cour de cassation ( 17 ) για τον έλεγχο της νομικής ορθότητας της αποφάσεως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου.

    IV. Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

    27.

    Με την απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 6 Μαρτίου 2017, το Cour de cassation (ακυρωτικό δικαστήριο) υπέβαλε στο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    Έχει το άρθρο 49 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων την έννοια ότι αντιτίθεται στο να καταδικαστεί ένα πρόσωπο επειδή εισέπραξε αχρεωστήτως επιστροφή κατά την εξαγωγή μέσω τεχνασμάτων ή ψευδών δηλώσεων ως προς τη φύση των εμπορευμάτων για τα οποία ζητήθηκαν οι επιστροφές, ενώ, κατόπιν τροποποιήσεως της εφαρμοστέας κανονιστικής ρυθμίσεως, η οποία επήλθε σε χρόνο μεταγενέστερο των πραγματικών περιστατικών, τα εμπορεύματα τα οποία είχε ήδη εξαγάγει κατέστησαν επιλέξιμα για τη χορήγηση των εν λόγω επιστροφών;

    28.

    Απαντώντας σε αίτηση του Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 101 του Κανονισμού Διαδικασίας, το αιτούν δικαστήριο πρόσθεσε ότι οι κατηγορούμενοι της κύριας δίκης διώκονται λόγω ψευδών δηλώσεων ή τεχνασμάτων με αποτέλεσμα την εν όλω ή εν μέρει επιστροφή, απαλλαγή, μείωση των δασμών ή την αποκόμιση πλεονεκτήματος σε σχέση με την εξαγωγή.

    29.

    Κατά τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, τέσσερις από τους κατηγορουμένους της κύριας δίκης κατέθεσαν κοινό υπόμνημα ( 18 ) ενώ η Γαλλική, η Ελληνική και η Αυστριακή Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις. Πλην της Αυστριακής Κυβερνήσεως, οι ίδιοι μετέχοντες στη διαδικασία παρέστησαν και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 28ης Φεβρουαρίου 2018.

    V. Ανάλυση

    30.

    Με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως του Cour de cassation (ακυρωτικό δικαστήριο) ζητείται από το Δικαστήριο η ερμηνεία του άρθρου 49, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο οποίο κατοχυρώνεται σε ενωσιακό επίπεδο η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου.

    31.

    Οι κατηγορούμενοι της κύριας δίκης εκφράζουν την ανησυχία ότι τα δικαιώματά τους που απορρέουν από το άρθρο 49, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, του Χάρτη ενδέχεται να θυσιαστούν στον βωμό μιας όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερης καταπολέμησης της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Ωστόσο, η ανησυχία αυτή είναι αδικαιολόγητη. Είναι αυτονόητο ότι η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης μπορεί να επιτυγχάνεται μόνο με μέσα του κράτους δικαίου ( 19 ). Συνεπώς, από τη στοιχειώδη δικονομική εγγύηση που κατοχυρώνεται στο άρθρο 49, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, του Χάρτη επωφελούνται όλοι όσοι διώκονται ποινικά για υπόθεση που διέπεται από το δίκαιο της Ένωσης και κανείς δεν μπορεί να στερήσει από τους κατηγορουμένους την απόλαυση των δικαιωμάτων που απορρέουν από την εγγύηση αυτή. Εντούτοις, πρέπει να διευκρινιστεί εν προκειμένω το ακριβές περιεχόμενο της αρχής της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου.

    Δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 49, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων

    32.

    Σύμφωνα με το άρθρο του 51, παράγραφος 1, ο Χάρτης έχει εφαρμογή ratione materiae στην υπό κρίση υπόθεση δεδομένου ότι το ζήτημα της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου εγείρεται κατά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης από τις εθνικές αρχές. Αυτές είναι επιφορτισμένες με την εκταμίευση και την παρακολούθηση των ειδικών επιστροφών κατά την εξαγωγή που χορηγεί η Ευρωπαϊκή Ένωση για το βόειο κρέας, ενώ παράλληλα οφείλουν να διασφαλίζουν την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, μεταξύ άλλων μέσω της επιβολής αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών κυρώσεων (άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και άρθρο 59, παράγραφος 2, του κανονισμού 966/2012) ( 20 ).

    33.

    Η εφαρμογή του άρθρου 49, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων δεν προσκρούει, εξάλλου, στο γεγονός ότι οι πράξεις για τις οποίες ασκήθηκε δίωξη από τη γαλλική δικαιοσύνη στην υπό κρίση υπόθεση, έλαβαν χώρα πριν από την 1η Δεκεμβρίου 2009, δηλαδή πριν από την ημερομηνία κατά την οποία ο Χάρτης, με την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, απέκτησε νομικά δεσμευτικό χαρακτήρα και συνταγματική ισχύ (βλ., ιδίως, άρθρο 6, παράγραφος 1, ΣΕΕ). Πράγματι, στην ερμηνευτέα διάταξη του Χάρτη κατοχυρώνεται μια γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία ήδη πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του απέρρεε τόσο από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών ( 21 ) όσο και από τις διεθνείς συμφωνίες που είχαν συνάψει τα κράτη μέλη ( 22 ) και είχε αναγνωριστεί επανειλημμένως από το Δικαστήριο ( 23 ).

    Η αλληλεπίδραση μεταξύ ποινικών και εξωποινικών κανόνων

    34.

    Οι ιδιαίτερες δυσκολίες ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή της προμνησθείσας αρχής τις οποίες αντιμετωπίζει το γαλλικό Ακυρωτικό Δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση ( 24 ) οφείλονται, σε τελική ανάλυση, στην αλληλεπίδραση μεταξύ μιας ποινικής και μιας εξωποινικής διατάξεως.

    35.

    Η συγκεκριμένη ποινική διάταξη περιλαμβάνεται στο εθνικό δίκαιο και περιορίζεται στην ποινικοποίηση ψευδών δηλώσεων και δόλιων ενεργειών με τις οποίες επιδιώκεται ή αποκομίζεται αδικαιολόγητο οικονομικό πλεονέκτημα κατά την εισαγωγή ή την εξαγωγή (άρθρο 426, σημείο 4, του γαλλικού τελωνειακού κώδικα). Ωστόσο, το τι αποτελεί αδικαιολόγητο οικονομικό πλεονέκτημα προκύπτει μόνο από μια εξωποινική διάταξη του δικαίου της Ένωσης στον τομέα της γεωργικής νομοθεσίας/εξωτερικού εμπορίου –εν προκειμένω από τη ρύθμιση που διέπει τις ειδικές επιστροφές κατά την εξαγωγή για το βόειο κρέας.

    36.

    Ενώ η ποινική διάταξη του άρθρου 426, σημείο 4, του γαλλικού τελωνειακού κώδικα έχει παραμείνει αμετάβλητη, η εξωποινική διάταξη του δικαίου της Ένωσης άλλαξε με την πάροδο του χρόνου: Πράγματι, ενώ αρχικά κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 1964/82 επιλέξιμο για ειδική επιστροφή κατά την εξαγωγή ήταν αποκλειστικά το βόειο κρέας από τα οπίσθια τεταρτημόρια, από τις 19 Ιανουαρίου 1998, ως αποτέλεσμα των τροποποιήσεων που επέφερε ο κανονισμός 2469/97, κατέστη επιλέξιμο και το βόειο κρέας από τα εμπρόσθια τεταρτημόρια· το τελευταίο νομικό καθεστώς κωδικοποιήθηκε στη συνέχεια με το άρθρο 1 του κανονισμού 1359/2007 και εξακολουθεί να ισχύει μέχρι σήμερα.

    37.

    Μπορεί να γίνει δεκτό ότι τέθηκε σε ισχύ ένας επιεικέστερος ποινικός νόμος στην περίπτωση που τροποποιήθηκε μόνο η εξωποινική διάταξη –εν προκειμένω: η διάταξη σχετικά με την επιλεξιμότητα ορισμένων προϊόντων στο πλαίσιο των ειδικών επιστροφών κατά την εξαγωγή που χορηγεί η Ευρωπαϊκή Ένωση– ενώ η ίδια η ποινική διάταξη –εν προκειμένω: η διάταξη σχετικά με το αξιόποινο ψευδών δηλώσεων και τεχνασμάτων– παραμένει αμετάβλητη; Αυτό είναι, κατ’ ουσίαν, το ερώτημα επί του οποίου καλείται να απαντήσει το Δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση.

    38.

    Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα πρέπει να ανατρέξουμε στο πνεύμα και τον σκοπό της αρχής της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου.

    Το πνεύμα και ο σκοπός της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου

    39.

    Η εφαρμογή μεταγενέστερων, επιεικέστερων ποινικών νόμων αποτελεί εξαίρεση από τη θεμελιώδη αρχή «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο» (nullum crimen, nulla poena sine lege), δεδομένου ότι εφαρμόζεται αναδρομικώς ένας άλλος νόμος από εκείνον που ίσχυε κατά τον χρόνο τελέσεως της πράξεως ( 25 ).

    40.

    Η εξαίρεση αυτή στηρίζεται, σε τελική ανάλυση, σε λόγους επιείκειας ( 26 ). Η αναδρομική εφαρμογή του επιεικέστερου ποινικού νόμου στηρίζεται στην εκτίμηση ότι ο κατηγορούμενος δεν πρέπει να καταδικαστεί για συμπεριφορά η οποία σύμφωνα με την (μεταβληθείσα) άποψη του νομοθέτη δεν είναι πλέον αξιόποινη κατά τον χρόνο της ποινικής δίκης. Επομένως, ο κατηγορούμενος πρέπει να επωφελείται από τη μεταβολή των εκτιμήσεων του νομοθέτη ( 27 ).

    41.

    Εν προκειμένω, δεν επήλθε όμως καμία τροποποίηση της εκτιμήσεως του νομοθέτη ως προς το αξιόποινο της συμπεριφοράς των κατηγορουμένων της κύριας δίκης, ούτε σε ενωσιακό ούτε σε εθνικό επίπεδο. Αυτό επισημάνθηκε ορθώς κυρίως από τη Γαλλία και την Αυστρία.

    42.

    Οι ψευδείς δηλώσεις ή τα τεχνάσματα, μέσω των οποίων επιδιώκεται ή επιτυγχάνεται η εξασφάλιση αδικαιολόγητων οικονομικών πλεονεκτημάτων σε σχέση με την εισαγωγή ή την εξαγωγή, ήταν αξιόποινες κατά τον χρόνο τελέσεως της πράξεως και παραμένουν χωρίς τροποποίηση αξιόποινες μέχρι σήμερα κυρίως για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ουδέποτε υπήρξε πρόθεση του νομοθέτη, τόσο σε ενωσιακό όσο και σε εθνικό επίπεδο, να καταργήσει το αξιόποινο αυτού του είδους των ενεργειών ή να καταστήσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο ελαστικότερη την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

    43.

    Αντιθέτως, αποκλειστικός σκοπός των νομοθετικών αλλαγών που επήλθαν σε ενωσιακό επίπεδο οι οποίες συνδέονται με τη χορήγηση ειδικών επιστροφών κατά την εξαγωγή για το βόειο κρέας ήταν η προσαρμογή της συναφούς γεωργικής νομοθεσίας στις μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς, ιδίως στη νέα κατάσταση της διεθνούς αγοράς ως αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων του ΠΟΕ στον Γύρο της Ουρουγουάης ( 28 ). Επρόκειτο, συνεπώς, για μια αμιγώς οικονομική επαναξιολόγηση και όχι για επαναξιολόγηση από τις αρμόδιες πολιτικές αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης του αξιοποίνου συγκεκριμένων πρακτικών.

    44.

    Από το γεγονός και μόνο ότι, επί του παρόντος, ισχύει ένα πιο ευνοϊκό καθεστώς για τη χορήγηση ειδικών επιστροφών κατά την εξαγωγή, το οποίο περιλαμβάνει βόειο κρέας από εμπρόσθια και οπίσθια τεταρτημόρια, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το προηγούμενο καθεστώς, που εφαρμοζόταν μόνο στο βόειο κρέας από οπίσθια τεταρτημόρια, αποδείχθηκε εκ των υστέρων, κατά τον νομοθέτη, υπερβολικά αυστηρό ή περιοριστικό. Όπως ορθώς επισημαίνουν το αιτούν δικαστήριο και η Επιτροπή, οι διαφορετικές συνθήκες της αγοράς σε διαφορετικό χρόνο μπορούν να επιβάλλουν διαφορετικές ρυθμίσεις ως προς την επιλεξιμότητα των εξαγωγών γεωργικών προϊόντων από την Ένωση σε τρίτες χώρες. Δικαίωμα να λαμβάνει τέτοια στήριξη έχει μόνο όποιος με τα προϊόντα του πληροί τις προϋποθέσεις που ισχύουν κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα.

    45.

    Από αυτή την άποψη, η υπό κρίση υπόθεση ομοιάζει με το φορολογικό δίκαιο: και σε αυτό οι κανόνες του ουσιαστικού φορολογικού δικαίου που πρέπει να τηρούν οι φορολογούμενοι είναι δυνατόν να μεταβάλλονται από έτος σε έτος. Όποιος για το έτος 2017 απέφυγε να καταβάλει ορισμένο φόρο και με τον τρόπο αυτό αποκόμισε οικονομικό πλεονέκτημα, δεν μπορεί να διαφύγει της ποινικής διώξεως επικαλούμενος την κατάργηση του εν λόγω φόρου, τη μείωση του εφαρμοστέου συντελεστή φόρου ή τις ευνοϊκότερες φοροαπαλλαγές με έτος έναρξης το 2018. Η πράξη της φοροδιαφυγής είναι και παραμένει αξιόποινη για το χρονικό διάστημα για το οποίο οφειλόταν ο φόρος.

    Ομοιότητες με την υπόθεση Paoletti κ.λπ.

    46.

    Όπως ορθώς επισήμαναν ορισμένοι μετέχοντες στη διαδικασία, η υπό κρίση υπόθεση παρουσιάζει ορισμένες ομοιότητες με την υπόθεση Paoletti κ.λπ. ( 29 ). Η υπόθεση εκείνη αφορούσε το ποινικό αδίκημα της διευκολύνσεως της παράνομης μεταναστεύσεως υπηκόων τρίτων χωρών. Το εν λόγω ποινικό αδίκημα μπορεί, κατά το Δικαστήριο, να διωχθεί ακόμη και εάν οι εν λόγω υπήκοοι της τρίτης χώρας απέκτησαν μετέπειτα την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης μέσω της προσχωρήσεως της χώρας καταγωγής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ειδικότερα, η απόκτηση της ιθαγένειας της Ένωσης συνιστά πραγματική κατάσταση η οποία δεν μπορεί να μεταβάλει τα στοιχεία που συνιστούν το ποινικό αδίκημα της διευκολύνσεως της παράνομης μεταναστεύσεως ( 30 ).

    47.

    Είναι αλήθεια ότι μεταξύ της υπό κρίση υποθέσεως και της υποθέσεως Paoletti κ.λπ. υπάρχει μια διαφορά στο μέτρο που στη δεύτερη μεταβλήθηκε μία πραγματική περίσταση (η απόκτηση της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης από τα συγκεκριμένα πρόσωπα) ενώ, εν προκειμένω, μια νομική περίσταση (η επιλεξιμότητα του βοείου κρέατος από τα εμπρόσθια τεταρτημόρια). Αποφασιστικής σημασίας, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι και στις δύο περιπτώσεις μεταβλήθηκαν μόνον εξωποινικές περιστάσεις, ενώ το αξιόποινο της επίμαχης συμπεριφοράς (εκεί: διευκόλυνση της παράνομης μεταναστεύσεως, εδώ: ψευδείς δηλώσεις ή τεχνάσματα κατά τις εξαγωγές προϊόντων με δόλο) παραμένει ίδιο και δεν έχει υποβληθεί σε νέα αξιολόγηση.

    48.

    Εάν η τροποποίηση τέτοιων εξωποινικών περιστάσεων αρκούσε για την ενεργοποίηση της αναδρομικής εφαρμογής της επιεικέστερης ποινικής διατάξεως, αυτό θα παρείχε –όπως ορθώς επισημαίνουν η Γαλλία και η Αυστρία– ένα κίνητρο για δόλιες ενέργειες ( 31 ).

    49.

    Εάν, για παράδειγμα, καταστεί εμφανές ότι στο εγγύς μέλλον η χορήγηση ειδικών επιστροφών κατά την εξαγωγή για το βόειο κρέας θα εφαρμοστεί όχι μόνο στα κρέατα από τα οπίσθια τεταρτημόρια αλλά και στα κρέατα από τα εμπρόσθια τεταρτημόρια, αυτό ενδέχεται να αποτελέσει κίνητρο για τους επιχειρηματίες να δηλώσουν ψευδώς για εξαγωγή τα κρέατα από τα εμπρόσθια τεταρτημόρια ήδη εκ των προτέρων και, στη συνέχεια, να επικαλεστούν την αναδρομική εφαρμογή του επιεικέστερου ποινικού νόμου.

    50.

    Στην περίπτωση αυτή, η ευγενής ιδέα στην οποία στηρίζεται η αρχή που κατοχυρώνεται στο άρθρο 49, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων θα οδηγούσε στο αντίθετο αποτέλεσμα.

    Ενδιάμεσο συμπέρασμα

    51.

    Συνοψίζοντας, η αναδρομική εφαρμογή του επιεικέστερου ποινικού νόμου (άρθρο 49, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων) δεν αποκλείει την τιμωρία προσώπου που επεδίωξε ή αποκόμισε ένα αδικαιολόγητο πλεονέκτημα μέσω τεχνασμάτων ή ψευδών δηλώσεων ως προς τη φύση των εμπορευμάτων για τα οποία ζητήθηκε ειδική επιστροφή κατά την εξαγωγή δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, αν τα εμπορεύματα τα οποία είχε εξαγάγει δεν ήταν επιλέξιμα κατά τον χρόνο των εν λόγω τεχνασμάτων ή δηλώσεων και κατέστησαν επιλέξιμα για τη χορήγηση της εν λόγω επιστροφής μόνο κατόπιν τροποποιήσεως της εφαρμοστέας κανονιστικής ρυθμίσεως, η οποία επήλθε σε χρόνο μεταγενέστερο των πραγματικών περιστατικών.

    VI. Συμπληρωματικές παρατηρήσεις

    52.

    Μόνο για λόγους πληρότητας, θα ήθελα να αναφερθώ ολοκληρώνοντας σε δύο πτυχές που συζητήθηκαν εν παρόδω με τους μετέχοντες στη διαδικασία.

    Ως προς το επιδιωκόμενο οικονομικό πλεονέκτημα

    53.

    Η πρώτη από τις δύο πτυχές αφορά το οικονομικό πλεονέκτημα (δηλαδή τις ειδικές επιστροφές κατά την εξαγωγή) το οποίο οι κατηγορούμενοι προσπόρισαν αχρεωστήτως στην εταιρία για λογαριασμό της οποίας ενεργούσαν μέσω ψευδών δηλώσεων ή τεχνασμάτων σε σχέση την εξαγωγή προϊόντων βοείου κρέατος.

    54.

    Έχει σημασία για την αξιολόγηση της υπό κρίση υποθέσεως υπό το πρίσμα του άρθρου 49, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, εάν οι κατηγορούμενοι της κύριας δίκης διώκονται επειδή προσπόρισαν πράγματι ένα τέτοιο αδικαιολόγητο οικονομικό πλεονέκτημα στην εταιρία τους ή απλώς για δόλιες ενέργειες που απέβλεπαν σε ένα τέτοιο πλεονέκτημα;

    55.

    Φρονώ ότι δεν υπάρχει λόγος να γίνει τέτοια διάκριση. Το κατά πόσον δηλαδή μια εταιρία δικαιούται ειδικές επιστροφές κατά την εξαγωγή ορισμένων προϊόντων από την Ευρωπαϊκή Ένωση σε τρίτη χώρα δεν επηρεάζει αφ’ εαυτού τον αξιόποινο χαρακτήρα της συμπεριφοράς του προσωπικού της.

    56.

    Οι κατηγορούμενοι της κύριας δίκης διώκονται ποινικά, όπως επιβεβαίωσε ρητώς το αιτούν δικαστήριο κατόπιν ερωτήσεως του Δικαστηρίου, διότι προσβλέποντας σε τέτοιες ειδικές επιστροφές κατά την εξαγωγή προέβησαν με δόλο σε ψευδείς δηλώσεις και τεχνάσματα.

    Ως προς την εσφαλμένη δήλωση κατεψυγμένου κρέατος ως νωπού ή διατηρημένου με απλή ψύξη

    57.

    Η δεύτερη πτυχή έχει σχέση με την αναφορά που περιλαμβάνεται στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ότι οι κατηγορούμενοι της κύριας δίκης δήλωσαν ψευδώς το βόειο κρέας με σκοπό την χορήγηση ειδικής επιστροφής κατά την εξαγωγή όχι μόνο όσον αφορά την προέλευσή του από εμπρόσθια ή οπίσθια τεταρτημόρια, αλλά περαιτέρω με δόλιες ενέργειες δήλωσαν το κατεψυγμένο βόειο κρέας ως νωπό ή διατηρημένο με απλή ψύξη ( 32 ).

    58.

    Το γεγονός αυτό, στο οποίο δεν εμβάθυνε σε κανένα σημείο το αιτούν δικαστήριο, φαίνεται ότι δεν διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο για το προδικαστικό του ερώτημα. Ως εκ τούτου, δεν αποτέλεσε αντικείμενο εμπεριστατωμένης νομικής αναλύσεως στις παρούσες προτάσεις μου.

    59.

    Θα περιοριστώ στο να υπογραμμίσω ότι το εφαρμοστέο δίκαιο της Ένωσης παρέμεινε αμετάβλητο καθόσον μόνο το νωπό ή διατηρημένο με απλή ψύξη βόειο κρέας ήταν επιλέξιμο για ειδικές επιστροφές κατά την εξαγωγή, ουδέποτε όμως το κατεψυγμένο. Ως εκ τούτου, οι κατηγορούμενοι της κύριας δίκης, όσον αφορά την ποινική ευθύνη τους για τυχόν ψευδή στοιχεία που υπέβαλαν σχετικά με τη νωπότητα του κρέατος, δεν μπορούν a priori να επικαλεστούν την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου κατά την έννοια του άρθρου 49, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

    VII. Πρόταση

    60.

    Κατόπιν των προεκτεθέντων προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως του γαλλικού Cour de cassation (ακυρωτικού δικαστηρίου, Γαλλία) ως εξής:

    Το άρθρο 49, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής έχει την έννοια ότι δεν αποκλείει την τιμωρία προσώπου που επεδίωξε ή αποκόμισε ένα αδικαιολόγητο πλεονέκτημα μέσω τεχνασμάτων ή ψευδών δηλώσεων ως προς τη φύση των εμπορευμάτων για τα οποία ζητήθηκε ειδική επιστροφή κατά την εξαγωγή δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, αν τα εμπορεύματα τα οποία είχε εξαγάγει δεν ήταν επιλέξιμα κατά τον χρόνο των εν λόγω τεχνασμάτων ή δηλώσεων και κατέστησαν επιλέξιμα για τη χορήγηση της εν λόγω επιστροφής μόνο κατόπιν τροποποιήσεως της εφαρμοστέας κανονιστικής ρυθμίσεως, η οποία επήλθε σε χρόνο μεταγενέστερο των πραγματικών περιστατικών.


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.

    ( 2 ) Αξιοσημείωτο σχετικό παράδειγμα είναι η απόφαση της 3ης Μαΐου 2005, Berlusconi κ.λπ. (C‑387/02, C-391/02 και C-403/02, EU:C:2005:270). Βλ. επίσης, ειδικώς ως προς τη γεωργική νομοθεσία, αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2004, Gerken (C-295/02, EU:C:2004:400, σκέψη 61), της 8ης Μαρτίου 2007, Campina (C-45/06, EU:C:2007:154, σκέψεις 32 και 40), και της 4ης Οκτωβρίου 2012, Société ED και F Man Alcohols (C-669/11, EU:C:2012:618, σκέψη 52).

    ( 3 ) Για παράδειγμα ο Pierre-Marie Lemaire, υπό τον τίτλο «Clergeau: tambouille et carambouille», στη γαλλική εφημερίδα Sud Ouest, στις 2 Οκτωβρίου 2013, κάνει λόγο για «vaste escroquerie présumée aux fonds agricoles européens».

    ( 4 ) Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ 2012, L 298, σ. 1).

    ( 5 ) Κανονισμός (ΕΟΚ) 1964/82 της Επιτροπής, της 20ής Ιουλίου 1982, για τη θέσπιση των όρων χορήγησης ειδικών επιστροφών κατά την εξαγωγή για ορισμένα αποστεωμένα βόεια κρέατα (ΕΕ 1982, L 212, σ. 48).

    ( 6 ) Κανονισμός (ΕΚ) 2469/97 της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 1997, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 1964/82 για τη θέσπιση των όρων χορήγησης ειδικών επιστροφών κατά την εξαγωγή για ορισμένα αποστεωμένα βόεια κρέατα, (ΕΟΚ) αριθ. 3846/87 που καθορίζει την ονοματολογία των γεωργικών προϊόντων για τις επιστροφές κατά την εξαγωγή και (ΕΟΚ) αριθ. 1445/95 για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των πιστοποιητικών εισαγωγής και εξαγωγής στον τομέα του βοείου κρέατος (ΕΕ 1997, L 341, σ. 8).

    ( 7 ) Κανονισμός (ΕΚ) 1359/2007 της Επιτροπής, της 21ης Νοεμβρίου 2007, περί θεσπίσεως των όρων χορηγήσεως ειδικών επιστροφών κατά την εξαγωγή για ορισμένα αποστεωμένα βόεια κρέατα (ΕΕ 2007, L 304, σ. 21).

    ( 8 ) Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 1995, L 312, σ. 1).

    ( 9 ) Code des douanes.

    ( 10 ) Code pénal.

    ( 11 ) Σύμφωνα με τη Γαλλική Κυβέρνηση, πρόκειται για εταιρία που δραστηριοποιείται στην αγορά, την πώληση, τη μεταφορά καθώς και την εισαγωγή και εξαγωγή κρέατος και τη λειτουργία σφαγείων.

    ( 12 ) Τελωνειακή διοίκηση (Γαλλία).

    ( 13 ) Δημόσιος οργανισμός για τα γεωργικά και αλιευτικά προϊόντα (Γαλλία).

    ( 14 ) Πλημμελειοδικείο της La Rochelle (Γαλλία).

    ( 15 ) Εφετείο του Poitiers (Γαλλία).

    ( 16 ) Πιο συγκεκριμένα, η Direction nationale du renseignement et des enquètes douanières είναι υπηρεσία ερευνών με αρμοδιότητα σε θέματα τελωνειακής απάτης.

    ( 17 ) Ακυρωτικό δικαστήριο (Γαλλία).

    ( 18 ) Είναι οι κατηγορούμενοι H. Clergeau, J.‑L. Labrousse, A. Bouchet και J.‑P. Matrat.

    ( 19 ) Βλ., συναφώς, πρόσφατη απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2017, M.A.S. και M.B. (C-42/17, EU:C:2017:936, σκέψεις 48, 51 και 52).

    ( 20 ) Στο ίδιο πνεύμα, σε σχέση με τις ποινικές κυρώσεις για παρατυπίες στον τομέα του φόρου προστιθέμενης αξίας, βλ. αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Åkerberg Fransson (C‑617/10, EU:C:2013:105, ιδίως σκέψεις 27 και 28), και της 5ης Δεκεμβρίου 2017, M.A.S. και M.B. (C-42/17, EU:C:2017:936, σκέψη 52).

    ( 21 ) Αποφάσεις της 3ης Μαΐου 2005, Berlusconi κ.λπ. (C-387/02, C-391/02 και C‑403/02, EU:C:2005:270, σκέψεις 68 και 69), της 28ης Απριλίου 2011, El Dridi (C-61/11 PPU, EU:C:2011:268, σκέψη 61), της 14ης Φεβρουαρίου 2012, Toshiba Corporation κ.λπ. (C-17/10, EU:C:2012:72, σκέψη 64), και της 6ης Οκτωβρίου 2016, Paoletti κ.λπ. (C-218/15, EU:C:2016:748, σκέψη 25).

    ( 22 ) Βλ., ιδίως, άρθρο 15, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (που ετέθη προς υπογραφή στις 19 Δεκεμβρίου 1966, UN Treaty Series, τόμος 999, σ. 171). Εξάλλου, η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου απορρέει, κατά τη νομολογία, από το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ· βλ., συναφώς, απόφαση του ΕΔΔΑ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, Scoppola κατά Ιταλίας (αριθ. 2) (προσφυγή υπ’ αριθ. 10249/03, CE:ECHR:2009:0917JUD001024903, § 108 και 109).

    ( 23 ) Βλ., συναφώς, νομολογία που παρατίθεται στην υποσημείωση 2 των παρουσών προτάσεων.

    ( 24 ) Ειρήσθω εν παρόδω ότι η ολομέλεια του Cour de cassation (ακυρωτικού δικαστηρίου), στις 18 Νοεμβρίου 2016, ήτοι μερικές μόνο ημέρες πριν από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στην υπό κρίση υπόθεση, εξέτασε ένα παρόμοιο ζήτημα σχετικά με την κατοχυρωμένη στο δίκαιο της Ένωσης αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου, χωρίς, ωστόσο, να υποβάλει ερώτημα στο Δικαστήριο κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ (απόφαση αριθ. 15‑21.438, ECLI:FR:CCASS:2016:AP00630).

    ( 25 ) Βλ., συναφώς, προτάσεις μου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Berlusconi κ.λπ. (C-387/02, C‑391/02 και C-403/02, EU:C:2004:624, σημείο 159) και στην υπόθεση Toshiba Corporation κ.λπ. (C-17/10, EU:C:2011:552, σημείο 60).

    ( 26 ) Βλ., συναφώς, προτάσεις μου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Berlusconi κ.λπ. (C-387/02, C‑391/02 και C-403/02, EU:C:2004:624, σημείο 160) και στην υπόθεση Toshiba Corporation κ.λπ. (C-17/10, EU:C:2011:552, σημείο 60).

    ( 27 ) Βλ., συναφώς, προτάσεις μου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Berlusconi κ.λπ. (C-387/02, C‑391/02 και C-403/02, EU:C:2004:624, σημείο 161) και στην υπόθεση Toshiba Corporation κ.λπ. (C-17/10, EU:C:2011:552, σημείο 60)· βλ., επίσης, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2016, Paoletti κ.λπ. (C-218/15, EU:C:2016:748, σκέψη 27).

    ( 28 ) Βλ., συναφώς, δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2469/97 και την αιτιολογική σκέψη 3 του κανονισμού 1359/2007, καθώς και, συμπληρωματικά –επί του αρχικού καθεστώτος–, τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1964/82. Από αυτές καθίσταται εμφανές ότι για τον ακριβή προσδιορισμό των εφαρμοστέων όρων για τη χορήγηση των ειδικών επιστροφών κατά την εξαγωγή για το βόειο κρέας ελήφθησαν υπόψη η κατάσταση της αγοράς, η οικονομική κατάσταση του τομέα του βοείου κρέατος και η δυνατότητα διαθέσεως.

    ( 29 ) Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2016, Paoletti κ.λπ. (C-218/15, EU:C:2016:748)

    ( 30 ) Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2016, Paoletti κ.λπ. (C-218/15, EU:C:2016:748, σκέψεις 33 και 42).

    ( 31 ) Βλ., επίσης, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2016, Paoletti κ.λπ. (C-218/15, EU:C:2016:748, σκέψη 36).

    ( 32 ) Η διάκριση μεταξύ αφενός του νωπού ή διατηρημένου με απλή ψύξη και αφετέρου του κατεψυγμένου βοείου κρέατος έχει ιδιαίτερη σημασία όσον αφορά την εισαγωγή και την εξαγωγή αγαθών μέσω των τελωνειακών συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως προκύπτει κυρίως από τη συνδυασμένη ονοματολογία: Ο κωδικός ΣΟ 0201 αφορά τα «Κρέατα βοοειδών, νωπά ή διατηρημένα με απλή ψύξη», αντιθέτως ο κωδικός ΣΟ 0202 τα «Κρέατα βοοειδών, κατεψυγμένα». Ο εν λόγω κωδικός ΣΟ αναφέρεται ρητώς επίσης στον κανονισμό (ΕΟΚ) 3846/87 της Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 1987, που καθορίζει την ονοματολογία των γεωργικών προϊόντων για τις επιστροφές κατά την εξαγωγή (ΕΕ 1987, L 366, σ. 1).

    Top