Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62014TJ0661

    Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 14ης Ιουλίου 2016.
    Δημοκρατία της Λεττονίας κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
    ΕΓΤΠΕ, ΕΓΤΕ και ΕΓΤΑΑ – Δαπάνες που αποκλείονται από τη χρηματοδότηση – Δημοσιονομική διόρθωση κατ’ αποκοπήν – Πολλαπλή συμμόρφωση – Στοιχειώδεις απαιτήσεις για τις ορθές γεωργικές και περιβαλλοντικές συνθήκες – Πρότυπα – Άρθρο 5, παράγραφος 1, και παράρτημα IV του κανονισμού (EK) 1782/2003 – Άρθρο 6, παράγραφος 1, και παράρτημα III του κανονισμού (EK) 73/2009.
    Υπόθεση T-661/14.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:T:2016:412

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

    της 14ης Ιουλίου 2016 ( *1 )

    «ΕΓΤΠΕ, ΕΓΤΕ και ΕΓΤΑΑ — Δαπάνες που αποκλείονται από τη χρηματοδότηση — Δημοσιονομική διόρθωση κατ’ αποκοπήν — Πολλαπλή συμμόρφωση — Στοιχειώδεις απαιτήσεις για τις ορθές γεωργικές και περιβαλλοντικές συνθήκες — Πρότυπα — Άρθρο 5, παράγραφος 1, και παράρτημα IV του κανονισμού (EK) 1782/2003 — Άρθρο 6, παράγραφος 1, και παράρτημα III του κανονισμού (EK) 73/2009»

    Στην υπόθεση T‑661/14,

    Δημοκρατία της Λεττονίας, εκπροσωπούμενη από τους I. Kalniņš και D. Pelše,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους A. Sauka και Δ. Τριανταφύλλου,

    καθής,

    με αντικείμενο αίτημα στηριζόμενο στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ προς ακύρωση της εκτελεστικής αποφάσεως 2014/458/ΕΕ της Επιτροπής, της 9ης Ιουλίου 2014, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ 2014, L 205, σ. 62), καθόσον η απόφαση αυτή αποκλείει από τη χρηματοδότηση της Ένωσης ορισμένες δαπάνες της Δημοκρατίας της Λεττονίας, ύψους 739393,95 ευρώ, λόγω μη συμφωνίας τους προς τους κανόνες της Ένωσης,

    ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους M. Jaeger, Πρόεδρο, M. Prek και V. Kreuschitz (εισηγητή), δικαστές,

    γραμματέας: S. Bukšek Tomac, υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 27ης Ιανουαρίου 2016,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Ιστορικό της διαφοράς

    1

    Στο πλαίσιο ελέγχου «εκκαθαρίσεως ως προς τη συμμόρφωση» κατά το άρθρο 31 του κανονισμού (EK) 1290/2005 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 2005, για τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ 2005, L 209, σ. 1), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με έγγραφο της 26ης Νοεμβρίου 2010, ενημέρωσε τη Δημοκρατία της Λεττονίας ότι είχε διαπιστώσει πλημμέλειες έναντι της κανονιστικής ρυθμίσεως της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ειδικότερα, στο πλαίσιο της πολλαπλής συμμορφώσεως, της μη προβλέψεως ορισμένων προτύπων προβλεπομένων στο παράρτημα IV του κανονισμού (EK) 1782/2003 του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής και για τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΟΚ) 2019/93, (EK) 1452/2001, (EK) 1453/2001, (EK) 1454/2001, (EK) 1868/94, (EK) 1251/1999, (EK) 1254/1999, (EK) 1673/2000, (ΕΟΚ) 2358/71 και (EK) 2529/2001 (ΕΕ 2003, L 270, σ. 1), καθώς και στο παράρτημα III του κανονισμού (EK) 73/2009 του Συμβουλίου, της 19ης Ιανουαρίου 2009, σχετικά με τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης για τους γεωργούς στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής και τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) 1290/2005, (ΕΚ) 247/2006, (ΕΚ) 378/2007 και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 1782/2003 (ΕΕ 2009, L 30, σ. 16). Κατά την Επιτροπή, οι πλημμέλειες αυτές αφορούσαν τα ακόλουθα πρότυπα και έτη δηλώσεως: «Ελάχιστη εδαφοκάλυψη», το 2008 και 2009· «Πρότυπα για αμειψισπορές», το 2008· «Ελάχιστοι ρυθμοί ανανέωσης ζωικού πληθυσμού ή/και κατάλληλα καθεστώτα», το 2008· «Διατήρηση των χαρακτηριστικών του τοπίου», το 2008 και 2009.

    2

    Με έγγραφο της 27ης Ιανουαρίου 2011 απευθυνόμενο στην Επιτροπή, οι λεττονικές αρχές εξήγησαν μεταξύ άλλων ότι τα πρότυπα με τίτλο «Πρότυπα για αμειψισπορές» και «Ελάχιστοι ρυθμοί ανανέωσης ζωικού πληθυσμού ή/και κατάλληλα καθεστώτα» δεν είχαν καθοριστεί ως στοιχειώδεις απαιτήσεις στη Λεττονία. Κατά το παράρτημα III του κανονισμού 73/2009, με τίτλο «Καλή γεωργική και περιβαλλοντική κατάσταση που αναφέρεται στο άρθρο 6», τα πρότυπα αυτά παρέμειναν προαιρετικά μετά την 1η Ιανουαρίου 2009 και δεν προβλέφθηκαν. Προκειμένου περί του προτύπου με τίτλο «Ελάχιστη εδαφοκάλυψη», οι λεττονικές αρχές εξέθεσαν ότι, από το 2010, αυτό είχε προβλεφθεί, καθόσον ακολουθήθηκε η σύσταση που είχε διατυπώσει μια ομάδα εργασίας απαρτιζόμενη από εμπειρογνώμονες και διοργανωθείσα από την Επιτροπή, με τη μορφή της απαιτήσεως σύμφωνα με την οποία διατηρείτο ένα σύστημα βελτιώσεως υπό την ευθύνη του γεωργού στα αγροτεμάχια, προς εξασφάλιση της λειτουργίας του συστήματος ελέγχου της υγρασίας του εδάφους.

    3

    Με έγγραφο της 23ης Ιουλίου 2012, η Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού (EK) 885/2006 της Επιτροπής, της 21ης Ιουνίου 2006, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 1290/2005 του Συμβουλίου σχετικά με τη διαπίστευση των οργανισμών πληρωμών και άλλων οργανισμών και την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ (ΕΕ 2006, L 171, σ. 90), κάλεσε τις λεττονικές αρχές σε διμερή σύσκεψη. Με το έγγραφο αυτό η Επιτροπή εξέθεσε ότι ενέμενε στην άποψη ότι τα πρότυπα με τίτλο «Πρότυπα για αμειψισπορές» και «Ελάχιστοι ρυθμοί ανανέωσης ζωικού πληθυσμού ή/και κατάλληλα καθεστώτα» έπρεπε να προβλεφθούν στο πλαίσιο του έτους δηλώσεως 2008, πράγμα το οποίο δεν είχε γίνει. Όσον αφορά την πρόβλεψη του προτύπου με τίτλο «Ελάχιστη εδαφοκάλυψη», η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η εξήγηση που παρέσχαν οι λεττονικές αρχές αφορούσε μόνο τη ρύθμιση της υγρασίας του εδάφους. Έτσι, το πρότυπο αυτό προβλέφθηκε μόλις στο πλαίσιο του έτους δηλώσεως 2010. Η Επιτροπή σημείωσε, τέλος, την έλλειψη συμπληρωματικών διευκρινίσεων όσον αφορά το πρότυπο με τίτλο «Διατήρηση των χαρακτηριστικών του τοπίου» και συμπέρανε εξ αυτού ότι το ως άνω πρότυπο δεν είχε προβλεφθεί στο πλαίσιο των ετών δηλώσεως 2008 και 2009.

    4

    Η διμερής σύσκεψη πραγματοποιήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 2012.

    5

    Με έγγραφο της 6ης Νοεμβρίου 2012 οι λεττονικές αρχές εξήγησαν στην Επιτροπή ότι ορισμένα πρότυπα δεν ήταν ουσιώδη σε εθνικό επίπεδο και ότι η εφαρμογή τους δεν είχε νόημα. Επιπλέον, υπογράμμισαν ιδίως ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην ειδική έκθεση 8/2008 με τίτλο «Είναι αποτελεσματική ως πολιτική η πολλαπλή συμμόρφωση;», είχε εκθέσει ότι οι σκοποί της πολλαπλής συμμορφώσεως δεν ήταν ούτε συγκεκριμένοι, ούτε μετρήσιμοι, ούτε επιτεύξιμοι, ούτε κρίσιμοι, ούτε προσδιορίζονταν χρονικά.

    6

    Στις 30 Ιανουαρίου 2013 η Επιτροπή γνωστοποίησε στις λεττονικές αρχές τα πρακτικά της διμερούς συσκέψεως, περιλαμβανομένης περιλήψεως συμπληρωματικών πληροφοριών τις οποίες οι εν λόγω αρχές είχαν παράσχει με το έγγραφό τους της 6ης Νοεμβρίου 2012. Στις 25 Φεβρουαρίου 2013 η Επιτροπή απέστειλε το κείμενο των πρακτικών στη λεττονική γλώσσα, ζητώντας περαιτέρω πληροφορίες. Οι λεττονικές αρχές παρέσχαν τις πληροφορίες αυτές στις 25 Απριλίου 2013.

    7

    Στις 11 Νοεμβρίου 2013 η Επιτροπή γνωστοποίησε στις λεττονικές αρχές την πρότασή της περί αποκλεισμού από τη χρηματοδότηση της Ένωσης συνολικού ποσού 861763,19 ευρώ λόγω παραβάσεων κατά την πρόβλεψη των επίμαχων προτύπων, περιλαμβανομένου του λόγου της ελλείψεως ελέγχων και κυρώσεων όσον αφορά τις στοιχειώδεις διοικητικές προϋποθέσεις. Στο σχετικό έγγραφο η Επιτροπή εξέθεσε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα.

    «Εν ολίγοις, η [Επιτροπή] εμμένει στην άποψή της ότι τέσσερα πρότυπα ΟΓΠΣ/ΚΓΠΚ [σχετικά με τις ‟ορθές γεωργικές και περιβαλλοντικές συνθήκες” ή την “καλή γεωργική και περιβαλλοντική κατάσταση”] επί συνόλου δέκα δεν είχαν προσδιοριστεί κατά το έτος δηλώσεως 2008 και ότι δύο πρότυπα ΟΓΠΣ επί συνόλου οκτώ δεν είχαν προσδιοριστεί κατά το έτος δηλώσεως 2009. Οι λεττονικές αρχές προέβαλαν μια εκτίμηση του ενδεχόμενου κινδύνου για τα Ταμεία όσον αφορά ορισμένα έτη δηλώσεως. Η [Επιτροπή] δεν μπορεί ωστόσο να δεχθεί την εν λόγω εκτίμηση διότι δεν είναι βέβαιο ότι τα προσδιοριζόμενα με τον τρόπο αυτόν ποσά αντιστοιχούν προς το σύνολο του ενδεχόμενου για τα Ταμεία κινδύνου. Επιπλέον, η ως άνω εκτίμηση δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι με τον τρόπο αυτόν παύει πλέον να υφίσταται αποτρεπτικό αποτέλεσμα, εξαιτίας της μη διενέργειας ελέγχων και της μη επιβολής κυρώσεων.»

    8

    Στις 20 Δεκεμβρίου 2013 οι λεττονικές αρχές υπέβαλαν ενώπιον του οργάνου συμβιβασμού αίτημα, εκθέτοντας τους λόγους για τους οποίους εκτιμούσαν ότι η Επιτροπή παρέβη τις κρίσιμες διατάξεις των κανονισμών 1782/2003 και 73/2009.

    9

    Με έγγραφο της 27ης Ιανουαρίου 2014 το όργανο συμβιβασμού απέρριψε το αίτημα ως απαράδεκτο, με την αιτιολογία ότι το ποσό των επίμαχων δημοσιονομικών διορθώσεων ήταν μικρότερο από ένα εκατομμύριο ευρώ και ότι το εν λόγω αίτημα δεν ήγειρε ζήτημα αρχής που να αποτέλεσε αντικείμενο της διμερούς διαδικασίας.

    10

    Με έγγραφο της 3ης Μαρτίου 2014 η Επιτροπή γνωστοποίησε στη Δημοκρατία της Λεττονίας τα ποσά που πρότεινε να αποκλείσει από τη χρηματοδότηση της Ένωσης, τα οποία ανέρχονταν συνολικά σε 741624,23 ευρώ.

    11

    Στη συνέχεια, η Δημοκρατία της Λεττονίας παρέλαβε την ανακοίνωση της συνοπτικής εκθέσεως, με ημερομηνία 5 Μαΐου 2014 και υπό τα στοιχεία D(2014)1819246-ANN2-EN/FR, σχετικά με τα αποτελέσματα των ελέγχων της Επιτροπής στο πλαίσιο της διαδικασίας «εκκαθαρίσεως ως προς τη συμμόρφωση» σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού (EK) 1258/1999 [του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ 1999, L 160, σ. 103),] και το άρθρο 31 του κανονισμού 1290/2005 (στο εξής: συνοπτική έκθεση).

    12

    Η κρίσιμη για τις επίμαχες δημοσιονομικές διορθώσεις αιτιολογία εκτίθεται στις σελίδες 98 και 105 της συνοπτικής εκθέσεως. Εκεί αναφέρεται ότι το κράτος μέλος υποχρεούται, δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 1782/2003 και του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 73/2009, να θεσπίσει κανόνες αφορώντες το σύνολο των προτύπων που απαριθμούνται αντιστοίχως στο παράρτημα IV και στο παράρτημα III των εν λόγω κανονισμών, εκτός αν υπάρχουν περιπτώσεις όπου δικαιολογείται εξαίρεση.

    13

    Όσον αφορά το έτος δηλώσεως 2008, η συνοπτική έκθεση αναφέρει ότι τέσσερα πρότυπα επί συνόλου δέκα δεν είχαν ούτε προσδιοριστεί ούτε ελεγχθεί, ήτοι τα πρότυπα με τίτλο «Πρότυπα για αμειψισπορές», «Ελάχιστοι ρυθμοί ανανέωσης ζωικού πληθυσμού», «Ελάχιστη εδαφοκάλυψη» και «Διατήρηση των χαρακτηριστικών του τοπίου». Η Επιτροπή παρέθεσε επίσης 106 περιπτώσεις εσφαλμένων υπολογισμών των κυρώσεων. Κατά το έγγραφο AGRI-2005-64043 της 9ης Ιουνίου 2006, με τίτλο «Ανακοίνωση της Επιτροπής όσον αφορά τη στάση της, στο πλαίσιο της εκκαθαρίσεως των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων, έναντι των ανεπαρκειών οι οποίες διαπιστώθηκαν στα συστήματα ελέγχου της πολλαπλής συμμορφώσεως που εφαρμόζονται από τα κράτη μέλη» (στο εξής: έγγραφο AGRI-2005-64043), όρισε κατ’ αποκοπήν ποσοστό διορθώσεως 5 % για τις ελλείψεις που διαπιστώθηκαν στο πλαίσιο των βασικών ελέγχων του έτους δηλώσεως 2008. Όσον αφορά τις πλημμέλειες που διαπιστώθηκαν εν προκειμένω σχετικά με τα πρότυπα που αφορούν τις ορθές γεωργικές και περιβαλλοντικές συνθήκες (στο εξής: πρότυπα ΟΓΠΣ), η Επιτροπή σημείωσε ότι και μόνον αυτές δικαιολογούσαν κατ’ αποκοπή διόρθωση 5 % σε σχέση με το σύνολο του γεωργικού πληθυσμού τον οποίο αφορούσε ο έλεγχος της πολλαπλής συμμορφώσεως. Ο υπολογισμός του ποσού που γνωστοποίησαν οι λεττονικές αρχές σχετικά με τις 106 περιπτώσεις εσφαλμένων υπολογισμών των κυρώσεων λογίζεται ότι καλύπτεται από την κατ’ αποκοπή διόρθωση 5 % για το έτος δηλώσεως 2008.

    14

    Όσον αφορά το έτος δηλώσεως 2009, η συνοπτική έκθεση επισημαίνει ότι δύο πρότυπα επί συνόλου οκτώ δεν είχαν ούτε προσδιοριστεί ούτε ελεγχθεί, ήτοι τα πρότυπα με τίτλο «Ελάχιστη εδαφοκάλυψη» και «Διατήρηση των χαρακτηριστικών του τοπίου». Επιπλέον, η ως άνω έκθεση διαπιστώνει και άλλες ελλείψεις σχετικά με τις κυρώσεις όσον αφορά τις κανονιστικές απαιτήσεις διαχείρισης (ΚΑΔ) 4 και 7. Η Επιτροπή έκρινε ότι, έστω και αν οι ελλείψεις των βασικών ελέγχων είχαν διαπιστωθεί για το έτος δηλώσεως 2009, λαμβανομένου υπόψη του ότι είχαν προβλεφθεί στη Λεττονία βελτιώσεις του συστήματος ελέγχου της πολλαπλής συμμορφώσεως, ο κίνδυνος για το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων, το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (στο εξής, από κοινού: Ταμεία) ήταν μικρότερος για το έτος αυτό έναντι του έτους δηλώσεως 2008, και συνεπώς οι ελλείψεις που διαπιστώθηκαν δικαιολογούσαν κατ’ αποκοπή διόρθωση 2 % για το έτος δηλώσεως 2009. Οι εκ μέρους των λεττονικών αρχών υπολογισμοί όσον αφορά τα ποσά που συνδέονται με τις ελλείψεις στις κυρώσεις σχετικά με τις ΚΑΔ 4 και 7 λογίζεται ότι καλύπτονται από το ποσοστό του 2 %.

    15

    Στις 9 Ιουλίου 2014 η Επιτροπή εξέδωσε, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1258/1999 και του άρθρου 31 του κανονισμού 1290/2005, την εκτελεστική απόφαση 2014/458/ΕΕ, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο των Ταμείων (ΕΕ 2014, L 205, σ. 62, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Με την απόφαση αυτή η Επιτροπή απέκλεισε από τη χρηματοδότηση, για τα οικονομικά έτη 2009 έως 2012, ορισμένες δαπάνες της Δημοκρατίας της Λεττονίας, συνολικού ποσού 739393,95 ευρώ, στις οποίες είχε προβεί ο εγκεκριμένος από τη Δημοκρατία της Λεττονίας οργανισμός πληρωμών, έναντι των απαιτήσεων στον τομέα της πολλαπλής συμμορφώσεως, λόγω μη συμφωνίας τους προς τους κανόνες της Ένωσης.

    16

    Η προσβαλλόμενη απόφαση κοινοποιήθηκε στη Δημοκρατία της Λεττονίας στις 11 Ιουλίου 2014 και δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 12 Ιουλίου 2014 (ΕΕ 2014, L 205, σ. 62).

    17

    Το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως προβλέπει ότι οι δαπάνες των εγκεκριμένων από τα κράτη μέλη οργανισμών πληρωμών οι οποίες δηλώθηκαν στο πλαίσιο των Ταμείων και αναφέρονται στο παράρτημα αποκλείονται από τη χρηματοδότηση της Ένωσης λόγω μη τήρησης των κανόνων της Ένωσης. Οι κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικές διορθώσεις για τη Δημοκρατία της Λεττονίας –με συντελεστή, κατά περίπτωση, 2 ή 5 %– περιλαμβάνονται στις σελίδες 69, 70, 73 και 74 του εν λόγω παραρτήματος.

    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

    18

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Σεπτεμβρίου 2014 η Δημοκρατία της Λεττονίας άσκησε την παρούσα προσφυγή.

    19

    Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

    20

    Στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 89, παράγραφος 3, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε την Επιτροπή να προσκομίσει το έγγραφο VI/5330/97 της 23ης Δεκεμβρίου 1997, με τίτλο «Κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τον υπολογισμό της μειώσεως κατά την προετοιμασία της εκκαθαρίσεως λογαριασμών ΕΓΤΕ[, τμήμα Εγγυήσεων]» (στο εξής: έγγραφο VI/5330/97). Η Επιτροπή συμμορφώθηκε προς το αίτημα αυτό εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

    21

    Λόγω κωλύματος ενός μέλους του τετάρτου τμήματος, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου αποφάσισε να μετάσχει ο ίδιος στο τμήμα προς συμπλήρωση της συνθέσεώς του.

    22

    Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 27ης Ιανουαρίου 2016.

    23

    Η Δημοκρατία της Λεττονίας ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

    να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση καθόσον αποκλείει από τη χρηματοδότηση της Ένωσης ορισμένες από τις δαπάνες της, ύψους 739393,95 ευρώ·

    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    24

    Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

    να απορρίψει την προσφυγή ως προδήλως αβάσιμη·

    να καταδικάσει τη Δημοκρατία της Λεττονίας στα δικαστικά έξοδα.

    Σκεπτικό

    Περίληψη των λόγων ακυρώσεως

    25

    Στο πλαίσιο της προσφυγής της, η Δημοκρατία της Λεττονίας προβάλλει δύο λόγους.

    26

    Με τον πρώτο λόγο, η Δημοκρατία της Λεττονίας αμφισβητεί το βάσιμο των επίμαχων δημοσιονομικών διορθώσεων που αιτιολογούνται με την προβαλλόμενη έλλειψη προβλέψεως των προτύπων ΟΓΠΣ. Συναφώς, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 1782/2003 και το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 73/2009.

    27

    Με τον δεύτερο λόγο, η Δημοκρατία της Λεττονίας υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι, κατά τον υπολογισμό των επίμαχων δημοσιονομικών διορθώσεων, η Επιτροπή παραβίασε, ιδίως, την αρχή της αναλογικότητας και προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή του κανονισμού 1290/2005, του εγγράφου AGRI-2005-64043 καθώς και του εγγράφου VI/5330/97.

    Επί του πρώτου λόγου, που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 1782/2003 και του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 73/2009

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    28

    Κατά τη Δημοκρατία της Λεττονίας, μολονότι τα κράτη μέλη, στο πλαίσιο του προσδιορισμού των στοιχειωδών απαιτήσεων που προβλέπει ο κανονισμός 1782/2003, είναι υποχρεωμένα να τηρούν τις διατάξεις του παραρτήματος IV του εν λόγω κανονισμού, το παράρτημα αυτό, χρησιμοποιώντας γενικούς όρους, τους παρέχει ένα περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τον συγκεκριμένο προσδιορισμό των εν λόγω απαιτήσεων. Ο ως άνω κανονισμός περιορίζεται στη θέσπιση ενός γενικού κανονιστικού πλαισίου, εντός του οποίου τα κράτη μέλη διαθέτουν, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, αυτού, διακριτική ευχέρεια για τον προσδιορισμό, ιδίως, των προτύπων ΟΓΠΣ που είναι ουσιώδη σε εθνικό επίπεδο, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών χαρακτηριστικών των οικείων περιοχών.

    29

    Η Δημοκρατία της Λεττονίας προέβλεψε τα πρότυπα ΟΓΠΣ το 2008 και 2009 σύμφωνα με τους κανονισμούς 1782/2003 και 73/2009, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες σε εθνικό επίπεδο συνθήκες. Ενεργώντας με τον τρόπο αυτό, έλαβε επίσης υπόψη το έγγραφο της Επιτροπής της 30ής Ιουλίου 2007 που διευκρίνιζε ότι τα πρότυπα αυτά έπρεπε να προσδιοριστούν μόνο στον βαθμό που ήταν σημαντικά σε εθνικό επίπεδο. Ομοίως, με το από 26 Νοεμβρίου 2010 έγγραφό της, η Επιτροπή εξέθεσε ότι τα κράτη μέλη όφειλαν να θεσπίσουν διατάξεις για όλα τα ζητήματα και τα πρότυπα που απαριθμούνται στο παράρτημα IV του κανονισμού 1782/2003 και στο παράρτημα III του κανονισμού 73/2009, πλην των περιπτώσεων όπου δικαιολογείται κάποια εξαίρεση. Η Επιτροπή έλαβε θέση υπέρ της απόψεως αυτής τόσο στην από 29 Μαρτίου 2007 έκθεσή της προς το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σχετικά με την εφαρμογή του συστήματος πολλαπλής συμμόρφωσης [COM(2007) 147], όσο και στην ανακοίνωση για τον «διαγνωστικό έλεγχο υγείας» της μεταρρυθμίσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής, της 20ής Μαΐου 2008. Η Δημοκρατία της Λεττονίας συνάγει εξ αυτού ότι εδικαιούτο να περιοριστεί στην πρόβλεψη μόνον των προτύπων που ήταν σημαντικά σε εθνικό επίπεδο.

    30

    Τα πρότυπα ΟΓΠΣ είναι υποχρεωτικά μόνον όταν το κράτος μέλος διαπιστώνει ότι η πρόβλεψή τους είναι ουσιώδης σε εθνικό επίπεδο. Ελλείψει πιο συγκεκριμένων κριτηρίων στον κανονισμό 1782/2003, μόνον το κράτος μέλος, κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, είναι σε θέση να δώσει συγκεκριμένη μορφή στα εν λόγω πρότυπα στο πλαίσιο του νομικού του συστήματος και να προσδιορίσει αν αυτά είναι ουσιώδη και, επομένως, υποχρεωτικά. Προκειμένου να ενεργήσει σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, επομένως, το κράτος μέλος αρκεί να εκπληρώσει την υποχρέωσή του προς επίτευξη αποτελέσματος όσον αφορά την πρόβλεψη των ουσιωδών προτύπων. Εν προκειμένω, προς εκτίμηση των κρίσιμων σκοπών και των προς επίλυση προβλημάτων, η Δημοκρατία της Λεττονίας επέλεξε τα πρότυπα που ήταν τα πλέον πρόσφορα, τα πλέον σημαντικά και τα πλέον προσαρμοσμένα στις ιδιαιτερότητες του λεττονικού εδάφους.

    31

    Πρώτον, όσον αφορά την απαίτηση που συνίσταται σε «Προστασία του εδάφους μέσω κατάλληλων μέτρων», καθώς και τα πρότυπα που προβλέπονται προς τούτο, ήτοι εκείνων με τίτλο «Ελάχιστη εδαφοκάλυψη», «Ελάχιστη διαχείριση γαιών αντικατοπτρίζουσα ειδικές για το χώρο συνθήκες» και «Αναβαθμίδες», η Δημοκρατία της Λεττονίας εκτιμά ότι επέλεξε το αποτελεσματικότερο πρότυπο συνεκτιμώντας τα «χαρακτηριστικά των οικείων περιοχών». Λαμβανομένης υπόψη της ειδικής καταστάσεως των λεττονικών γεωργικών εκτάσεων, ειδικότερα της πολύ μικρής επιφάνειας και με μεγάλη κλίση εδάφους γαιών και της κύριας χρησιμοποιήσεως των εν λόγω εκτάσεων για μόνιμους βοσκότοπους, συνήγαγε ότι η διαχείρισή τους ήταν λιγότερο σημαντική στη Λεττονία και ότι δεν ήταν αναγκαία η πρόβλεψη του προτύπου με τίτλο «Ελάχιστη εδαφοκάλυψη».

    32

    Δεύτερον, όσον αφορά τη διατήρηση «των επιπέδων της οργανικής ύλης του εδάφους μέσω κατάλληλων μεθόδων» και τα προτεινόμενα προς τούτο πρότυπα, ήτοι τα πρότυπα με τίτλο «Διαχείριση υπολειμμάτων καλλιεργειών» και «Πρότυπα για αμειψισπορές, όπου συντρέχει περίπτωση», η Δημοκρατία της Λεττονίας διατείνεται ότι συνήγαγε ότι η αμειψισπορά δεν έπρεπε να προβλεφθεί ως χωριστή απαίτηση. Οι γεωργοί χρησιμοποιούσαν παραδοσιακά την αμειψισπορά ως μέθοδο διαχειρίσεως των γεωργικών εκτάσεων, οπότε η απαίτηση διαφοροποιήσεως των καλλιεργειών ικανοποιείτο ήδη για το 99,2 % των αρόσιμων γαιών και το πρότυπο αυτό είχε εφαρμογή μόνο σε ένα αμελητέο μέρος τους. Επιπλέον, το διοικητικό κόστος, ιδίως εκείνο που προκύπτει από τους επιτόπιους ελέγχους, για την ενδεχόμενη εφαρμογή του προτύπου αυτού, θα ήταν σχετικά μεγάλο και δυσανάλογα υψηλό σε σχέση με τα προκύπτοντα πλεονεκτήματα. Τέλος, ο προαιρετικός χαρακτήρας της εφαρμογής του επιβεβαιώνεται από τη χρησιμοποίηση του όρου «όπου συντρέχει περίπτωση».

    33

    Τρίτον, όσον αφορά την υποχρέωση για ένα «[ε]λάχιστο επίπεδο συντήρησης» και την υποχρέωση «αποφυγής της υποβάθμισης των οικοσυστημάτων», καθώς και τα προτεινόμενα προς τούτο πρότυπα, ήτοι τα πρότυπα με τίτλο «Ελάχιστοι ρυθμοί ανανέωσης ζωικού πληθυσμού ή/και κατάλληλα καθεστώτα», «Προστασία των μονίμων βοσκοτόπων», «Διατήρηση των χαρακτηριστικών του τοπίου», «Αποφυγή της επέκτασης ανεπιθύμητης βλάστησης σε γεωργική γη» και «Διατήρηση των ελαιώνων και των αμπελώνων σε καλή βλαστική κατάσταση», η Δημοκρατία της Λεττονίας προβάλλει ότι συνήγαγε ότι δεν ήταν ουσιώδης η χωριστή πρόβλεψη του προτύπου για τη διατήρηση των χαρακτηριστικών του τοπίου και εκείνου για τους ελάχιστους ρυθμούς ανανέωσης του ζωικού πληθυσμού. Φρονεί ότι το πρότυπο με τίτλο «Ελάχιστοι ρυθμοί ανανέωσης ζωικού πληθυσμού ή/και κατάλληλα καθεστώτα» δεν είναι σημαντικό στο πλαίσιο της πολλαπλής συμμορφώσεως, διότι δεν αφορά παρά μικρό μέρος των εκμεταλλεύσεων και των γεωργικών γαιών. Επιπλέον, ο σκοπός του, ήτοι η διατήρηση των μονίμων βοσκοτόπων, επιτυγχάνεται στη Λεττονία με την εφαρμογή της απαιτήσεως που απορρέει από ένα εθνικό πρότυπο, εν προκειμένω από το σημείο 24.4 της υπουργικής αποφάσεως 269. Πάντως, η πρόβλεψη του ως άνω προτύπου είναι αντίθετη προς τους σκοπούς της εν λόγω υπουργικής αποφάσεως και επηρεάζει αρνητικά την τήρηση της απαιτήσεως προστασίας των μονίμων βοσκοτόπων. Επομένως, η Δημοκρατία της Λεττονίας έκανε χρήση της εξουσιοδοτήσεως, δυνάμει του κανονισμού 1782/2003, που της παρέχει τη δυνατότητα να καθορίσει άλλο πρόσφορο σύστημα για τη διατήρηση των μονίμων βοσκοτόπων. Τέλος, τα πρότυπα με τίτλο «Αμειψισπορά», «Ελάχιστη εδαφοκάλυψη» και «Διατήρηση των χαρακτηριστικών του τοπίου» δεν είναι σημαντικά σε εθνικό επίπεδο, ενώ οι σκοποί του προτύπου με τίτλο «Ελάχιστοι ρυθμοί ανανέωσης ζωικού πληθυσμού ή/και κατάλληλα καθεστώτα» επετεύχθησαν εν πάση περιπτώσει με τον προσδιορισμό του κατάλληλου συστήματος, ήτοι με τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις θερισμού.

    34

    Tέταρτον, η Δημοκρατία της Λεττονίας υπενθυμίζει τη σημασία της πραγματικής επιλύσεως των προβλημάτων που περιγράφονται στο παράρτημα IV του κανονισμού 1782/2003, πράγμα το οποίο δεν διασφαλίζεται μόνο με την πρόβλεψη των επίμαχων προτύπων, καθόσον αυτά πρέπει όντως να εφαρμόζονται. Οι εθνικές αρχές, ωστόσο, που γνωρίζουν από κοντά την όλη εθνική κατάσταση, είναι αυτές οι οποίες μπορούν καλύτερα να επιτύχουν με τον αποτελεσματικότερο τρόπο τους σκοπούς του κανονισμού 1782/2003. Τούτο συνεπάγεται –σύμφωνα με τον λόγο υπάρξεως της παρεκκλίσεως που προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού– τη δυνατότητα των κρατών μελών να προβλέπουν ένα μέρος μόνον των αναφερόμενων σε αυτό προτύπων.

    35

    Η Δημοκρατία της Λεττονίας συνάγει εξ αυτού ότι επέλυσε τα προβλήματα που εκτίθενται στο παράρτημα IV του κανονισμού 1782/2003, επιτυγχάνοντας τους σκοπούς που καθορίζονται σε αυτόν και εκτιμώντας και προσδιορίζοντας, για καθένα από τα εν λόγω προβλήματα, σύμφωνα με την εθνική κατάσταση, τα πλέον πρόσφορα και αποτελεσματικά πρότυπα μεταξύ εκείνων που προτείνει ο ως άνω κανονισμός.

    36

    Η Δημοκρατία της Λεττονίας προσθέτει ότι μόλις στις 15 Σεπτεμβρίου 2009 η Επιτροπή ισχυρίστηκε ότι το σύνολο των προτύπων που απαριθμούνται στο παράρτημα IV του κανονισμού 1782/2003 ήταν υποχρεωτικό. Επιπλέον, από την αλληλογραφία μεταξύ Επιτροπής και λεττονικών αρχών προκύπτει ότι, όσον αφορά ορισμένα πρότυπα ΟΓΠΣ που ακολουθούνται στη Λεττονία, η Επιτροπή έκρινε ότι αυτά έπρεπε να εφαρμόζονται, ενώ για άλλα, μεταξύ των οποίων αυτά που αφορούν τις «αναβαθμίδες», είχε αποδεχθεί την αντίθετη θέση της Δημοκρατίας της Λεττονίας. Η τελευταία συνήγαγε εξ αυτού ότι, κατά μείζονα λόγο, δεν ήταν υποχρεωτική η πρόβλεψη όλων των προτύπων. Η ως άνω ασυνεπής στάση της Επιτροπής όσον αφορά την εφαρμογή του κανονισμού 1782/2003 είναι εξάλλου αντίθετη προς την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Η αδράνεια της Επιτροπής μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2009 σχετικά με τα λεττονικά πρότυπα που προβλέφθηκαν το 2008 και 2009 αποτελεί ένδειξη ότι η Δημοκρατία της Λεττονίας μπορούσε να έχει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στο ότι, μέχρι την ημερομηνία αυτή, ενεργούσε σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης.

    37

    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω παρατηρήσεων, η Δημοκρατία της Λεττονίας φρονεί ότι δεν παρέβη τις διατάξεις των κανονισμών 1782/2003 και 73/2009 και ότι η Επιτροπή δεν διέθετε νομική βάση για να της επιβάλει δημοσιονομική διόρθωση.

    38

    Η Επιτροπή αντιτείνει ότι ο κανονισμός 1782/2003 δεν παρέχει καμία διακριτική ευχέρεια στα κράτη μέλη σχετικά με την επιλογή των προτύπων που περιλαμβάνονται στο παράρτημα IV αυτού. Τα πρότυπα που αυτό περιλαμβάνει πρέπει να προβλέπονται στο σύνολό τους, με εξαίρεση εκείνα που είναι άνευ αντικειμένου σε εθνικό επίπεδο, πράγμα το οποίο η Επιτροπή είχε εξάλλου αναφέρει στην έκθεση της 29ης Μαρτίου 2007 σχετικά με την πολλαπλή συμμόρφωση. Αναθέτοντας στα κράτη μέλη το έργο του προσδιορισμού των εν λόγω «στοιχειωδών απαιτήσεων», ο νομοθέτης της Ένωσης τους παρέσχε τη δυνατότητα να λάβουν υπόψη τις υφιστάμενες στο έδαφός τους περιφερειακές διαφορές κατά την πρόβλεψη των προτύπων ΟΓΠΣ τα οποία εκτίθενται στο εν λόγω παράρτημα IV, χωρίς ωστόσο να τους παρέχει το δικαίωμα να αποφασίσουν να μην εφαρμόσουν καθόλου ορισμένα από τα πρότυπα αυτά. Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η αρχική της πρόταση, της 21ης Ιανουαρίου 2003, περί κανονισμού του Συμβουλίου σχετικά με τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης στα πλαίσια της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής και με τη θέσπιση καθεστώτων στήριξης για παραγωγούς ορισμένων καλλιεργειών [COM(2003) 23 τελικό], δεν προέβλεπε την υποχρέωση των κρατών μελών να φροντίζουν ώστε όλες οι γεωργικές γαίες να διατηρούνται υπό «ορθές γεωργικές και περιβαλλοντικές συνθήκες», καθόσον η εν λόγω υποχρέωση στηρίζεται σε επιλογή του νομοθέτη της Ένωσης κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας. Εκθέτει περαιτέρω ότι, σε άλλα κράτη μέλη, όπως η Εσθονία, η Μάλτα και οι Κάτω Χώρες, διάφορα πρότυπα ΟΓΠΣ προβλεφθέντα το 2009 αφορούν ένα σχετικά μικρό μέρος των γεωργικών γαιών. Επιπροσθέτως, η Επιτροπή εκτιμά ότι η θέση της σχετικά με το πρότυπο «Αναβαθμίδες» στηρίζεται σε λογικά συνεπή ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 1782/2003, «ήτοι ότι τα πρότυπα ΟΓΠΣ που δεν μπορούν να εφαρμοστούν σε εθνικό επίπεδο δεν πρέπει ούτε να προβλέπονται». Μία από τις γεωγραφικές ιδιαιτερότητες της Λεττονίας είναι η έλλειψη φυσικών αναβαθμίδων, οπότε δεν είναι αναγκαία η πρόβλεψη του προτύπου αυτού.

    Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

    – Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

    39

    Στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου, το Γενικό Δικαστήριο καλείται να κρίνει αν υφίσταται ή όχι απόλυτη υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέψουν το σύνολο των προτύπων περί των οποίων γίνεται λόγος στο παράρτημα IV του κανονισμού 1782/2003 και στο παράρτημα III του κανονισμού 73/2009. Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ζήτημα αυτό, κατά πάγια νομολογία, πρέπει να γίνει γραμματική, συστηματική, τελολογική και ιστορική ερμηνεία των επίμαχων διατάξεων. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι τα κείμενα του δικαίου της Ένωσης διατυπώνονται σε πολλές γλώσσες και ότι οι αποδόσεις τους στις διάφορες γλώσσες είναι όλες εξίσου αυθεντικές, οπότε μπορεί να απαιτείται σύγκριση των γλωσσικών αποδόσεων (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2015, Φινλανδία κατά Επιτροπής, T-124/14, EU:T:2015:955, σκέψεις 24 και 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    40

    Επ’ αυτού, πρέπει να διευκρινιστεί εισαγωγικώς ότι οι διατάξεις των κανονισμών 1782/2003 και 73/2009 είναι, από τη φύση τους, δυνάμει του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, δεσμευτικοί ως προς όλα τα μέρη τους και ισχύουν άμεσα στις εθνικές έννομες τάξεις και, επομένως, δεν απαιτούν καταρχήν μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη με κανονιστική πράξη υπό την αυστηρή έννοια σε εθνικό επίπεδο. Ειδικότερα, η δυνατότητα άμεσης εφαρμογής των κανονισμών επιβάλλει την έναρξη της ισχύος τους και την εφαρμογή τους προς όφελος ή σε βάρος των υποκειμένων δικαίου χωρίς κανένα μέτρο περί εισδοχής τους στο εθνικό δίκαιο. Εντούτοις, τούτο δεν ισχύει αν κανονισμός αναθέτει στα κράτη μέλη τη λήψη των αναγκαίων νομοθετικών, κανονιστικών, διοικητικών και οικονομικών μέτρων, προκειμένου οι διατάξεις του να μπορέσουν να εφαρμοστούν αποτελεσματικά (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 14ης Ιουνίου 2012, Association nationale d’assistance aux frontières pour les étrangers, C-606/10, EU:C:2012:348, σκέψη 72 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αυτό συμβαίνει εν προκειμένω (βλ. σκέψεις 41 επ. κατωτέρω), πράγμα το οποίο, επί της αρχής, δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους.

    – Επί της γραμματικής ερμηνείας

    41

    Πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 1782/2003 προβλέπει μεταξύ άλλων τα εξής:

    «[...] Τα κράτη μέλη [...] καθορίζουν, σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο, στοιχειώδεις απαιτήσεις για τις [ΟΓΠΣ] με βάση το πλαίσιο που καθορίζεται στο παράρτημα IV, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των περιοχών για τις οποίες πρόκειται, όπως το έδαφος και οι κλιματικές συνθήκες, τα υφιστάμενα συστήματα γεωργικής εκμετάλλευσης, η χρήση γης, η αμειψισπορά, οι γεωργικές πρακτικές και η δομή των εκμεταλλεύσεων. [...]»

    42

    Το εν προκειμένω κρίσιμο τμήμα του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 73/2009 έχει ανάλογη διατύπωση, εκτός του ότι αναφέρεται σε ένα «παράρτημα III» αντί στο «παράρτημα IV».

    43

    Η χρησιμοποίηση του ρήματος «καθορίζω» στην οριστική αποτελεί ένδειξη, ιδίως στην αγγλική («shall define») και την πορτογαλική απόδοση («devem definir»), περί της υπάρξεως υποχρεώσεως όσον αφορά την πρόβλεψη «στοιχειωδών απαιτήσεων για τις [ΟΓΠΣ] βάσει του πλαισίου που καθορίζεται στο παράρτημα IV» του κανονισμού 1782/2003. Όπως εκθέτει η Επιτροπή, η εν λόγω υποχρέωση καθορισμού έχει, επομένως, ως αντικείμενο τη θέσπιση από το κράτος μέλος κανόνων γενικής ισχύος που να προβλέπουν τέτοιες «στοιχειώδεις απαιτήσεις», λαμβανομένων υπόψη των προτύπων που προβλέπονται στο ως άνω παράρτημα. Πράγματι, το Δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτού ότι, καίτοι τα κράτη μέλη υποχρεούνται, κατά τον καθορισμό των απαιτήσεων αυτών, να ενεργούν σύμφωνα με το ως άνω παράρτημα, το παράρτημα αυτό, με τη χρησιμοποίηση γενικών εννοιών και γενικών όρων, τους παρέχει ασφαλώς κάποιο περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τον συγκεκριμένο καθορισμό των εν λόγω απαιτήσεων (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, Horvath, C-428/07, EU:C:2009:458, σκέψεις 25 και 26). Επομένως, η βαρύνουσα τα κράτη μέλη υποχρέωση να προβαίνουν στον σχετικό καθορισμό μέσω κανονιστικής πράξεως, αφενός, συνεπάγεται το καθήκον να «τηρούν» όλα τα πρότυπα περί των οποίων γίνεται λόγος στο παράρτημα IV του κανονισμού 1782/2003 και, αφετέρου, συνδέεται στενά με το περιθώριο που αυτά έχουν για να καθορίζουν συγκεκριμένα τις ως άνω απαιτήσεις βάσει των προτύπων αυτών, που στηρίζονται σε γενικές έννοιες και σε γενικούς όρους των οποίων η συγκεκριμένη εφαρμογή συνεπάγεται κατ’ ανάγκη την ύπαρξη εξουσίας εκτιμήσεως (βλ., κατ’ αναλογία, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση Horvath, C-428/07, EU:C:2009:47, σκέψεις 28 και 58).

    44

    Εντούτοις, δεν προκύπτει ούτε από το γράμμα του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 1782/2003 ούτε από τη νομολογία του Δικαστηρίου που μνημονεύεται ανωτέρω ότι τα κράτη μέλη μπορούν, ενδεχομένως, να μην προβλέπουν καθόλου ορισμένα από τα πρότυπα ΟΓΠΣ. Πράγματι, κρίνοντας ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να «τηρούν» το παράρτημα IV κατά τον καθορισμό των στοιχειωδών απαιτήσεων για τα πρότυπα ΟΓΠΣ, το Δικαστήριο περιορίστηκε να αναγνωρίσει τον υποχρεωτικό χαρακτήρα του παραρτήματος αυτού στο σύνολό του, δηλαδή όσον αφορά το σύνολο των προτύπων που τούτο προβλέπει, χωρίς ωστόσο να διακρίνει μεταξύ αυτών, ιδίως σε συνάρτηση με το γράμμα τους ή τον βαθμό ακριβείας τους. Λαμβανομένης όμως υπόψη της ασάφειας του άρθρου 5, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού επί του σημείου αυτού, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γράμμα καθενός από τα εν λόγω πρότυπα για να προσδιοριστεί ο υποχρεωτικός τους χαρακτήρας, καθώς και το περιεχόμενο της εξουσίας εκτιμήσεως που παρέχεται στα κράτη μέλη όσον αφορά τον συγκεκριμένο καθορισμό και τη συγκεκριμένη πρόβλεψή τους. Η ως άνω ανάγκη διαφοροποιήσεως επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού αναφέρεται στα «χαρακτηριστικά των οικείων περιοχών» σχετικά με τα οποία η διάταξη αυτή παραθέτει απλώς έναν μη εξαντλητικό κατάλογο παραδειγμάτων των κρίσιμων κριτηρίων («όπως το έδαφος και οι κλιματικές συνθήκες, τα υφιστάμενα συστήματα γεωργικής εκμετάλλευσης, η χρήση γης, η αμειψισπορά, οι γεωργικές πρακτικές και η δομή των εκμεταλλεύσεων») που προορίζονται προς καθορισμό των προτύπων ΟΓΠΣ («[καθορίζουν … τις ΟΓΠΣ] λαμβάνοντας υπόψη»), λόγος για τον οποίο τα εν λόγω κριτήρια, όπως η «αμειψισπορά» επαναλαμβάνονται, εν μέρει, αυτολεξεί στο πλαίσιο του λόγω παραρτήματος IV.

    45

    Επομένως, πρέπει να εξακριβωθεί για καθένα από τα επίμαχα πρότυπα ΟΓΠΣ αν αυτά συνεπάγονται εξουσία εκτιμήσεως του κράτους μέλους ως προς την ανάγκη προβλέψεώς τους στην εσωτερική έννομη τάξη.

    46

    Πρώτον, όσον αφορά το πρότυπο με τίτλο «Ελάχιστη εδαφοκάλυψη», επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από κανένα στοιχείο στο γράμμα του προτύπου αυτού δεν μπορεί να συναχθεί ότι η πρόβλεψή του από τα κράτη μέλη είναι προαιρετική. Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 43 ανωτέρω, επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ο καταρχήν υποχρεωτικός χαρακτήρας του προτύπου, χωρίς τούτο να προδικάζει το αν τα κράτη μέλη μπορούν να δικαιολογήσουν, ενδεχομένως, τη μη πρόβλεψή του (βλ. σκέψεις 64 έως 66 κατωτέρω). Το ως άνω συμπέρασμα επιβεβαιώνεται εμμέσως από το ότι το παράρτημα III του κανονισμού 73/2009, που αντικατέστησε το παράρτημα IV του κανονισμού 1782/2003, κατατάσσει την «Ελάχιστη εδαφοκάλυψη» ρητώς μεταξύ των «Υποχρεωτικών προτύπων».

    47

    Δεύτερον, όσον αφορά τα «Πρότυπα για αμειψισπορές, ενδεχομένως», η χρησιμοποίηση του όρου «ενδεχομένως» συνεπάγεται καθαυτή, σε όλες τις αυθεντικές γλωσσικές αποδόσεις, την αναγνώριση της υπάρξεως εξουσίας εκτιμήσεως του κράτους μέλους όσον αφορά την πρόβλεψή τους. Πράγματι, ο όρος αυτός σημαίνει ότι μόνο σε περίπτωση που το κράτος μέλος αναγνωρίζει την κρισιμότητα τέτοιων προτύπων για τις δικές του γεωργικές εκτάσεις, λαμβάνοντας υπόψη τα «χαρακτηριστικά των οικείων περιοχών», κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 1782/2003, υποχρεούται να τα προβλέψει. Το εν λόγω συμπέρασμα, αφενός, επιρρωννύεται εμμέσως από το ότι το παράρτημα III του κανονισμού 73/2009 κατατάσσει τα «Πρότυπα για αμειψισπορές» ρητώς μεταξύ των «Προαιρετικών προτύπων». Αφετέρου, δεν αντικρούεται από τη ρητή μνεία της «αμειψισποράς» στο άρθρο 5, παράγραφος 1, και στην αιτιολογική σκέψη 3 in fine του κανονισμού 1782/2003, καθόσον η μνεία αυτή απλώς αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα ενός μη εξαντλητικού («ιδίως») καταλόγου παραδειγμάτων κρίσιμων κριτηρίων για τον προσδιορισμό των προτύπων, υποχρεωτικών ή όχι, που διευκρινίζονται στο παράρτημα IV (βλ. σκέψη 44 ανωτέρω).

    48

    Τρίτον, όσον αφορά το πρότυπο με τίτλο «Ελάχιστοι ρυθμοί ανανέωσης ζωικού πληθυσμού ή/και κατάλληλα καθεστώτα», ήδη από το γράμμα του προκύπτει ότι δεν υπάρχει απόλυτη υποχρέωση του κράτους μέλους να προβλέψει κανονιστική ρύθμιση αφορώσα τον «ελάχιστο ρυθμό ανανέωσης ζωικού πληθυσμού», αλλά ότι το κράτος έχει εναλλακτικώς τη δυνατότητα («ή/και») να προβλέψει άλλο «πρόσφορο σύστημα», δυνατότητα την οποία η Δημοκρατία της Λεττονίας τονίζει εν προκειμένω. Όπως εξετέθη στη σκέψη 47 ανωτέρω σχετικά με τα «Πρότυπα για αμειψισπορές», η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται εμμέσως από το παράρτημα III του κανονισμού 73/2009, που κατατάσσει το πρότυπο «Ελάχιστοι ρυθμοί ανανέωσης ζωικού πληθυσμού ή/και κατάλληλα καθεστώτα» ρητώς μεταξύ των «Προαιρετικών προτύπων».

    49

    Τέταρτον, όσον αφορά το πρότυπο με τίτλο «Διατήρηση των χαρακτηριστικών του τοπίου», αρκεί η παραπομπή στις παρατηρήσεις που εξετέθησαν στη σκέψη 46 ανωτέρω για να συναχθεί ότι το εν λόγω πρότυπο είναι υποχρεωτικό υπό την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 43 ανωτέρω, πράγμα το οποίο επιρρωννύεται εμμέσως από τη ρητή κατάταξή του ως «Υποχρεωτικού προτύπου» στο παράρτημα III του κανονισμού 73/2009, υπό την επιφύλαξη εξετάσεως του αν το κράτος μέλος μπορεί να δικαιολογήσει, ενδεχομένως, τη μη πρόβλεψή του (βλ. σκέψεις 64 έως 66 κατωτέρω).

    50

    Οι ανωτέρω εκτιμήσεις ισχύουν mutatis mutandis για τη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτη και δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 73/2009, καθώς και των αντίστοιχων προτύπων περί των οποίων γίνεται λόγος στο παράρτημα III του ίδιου κανονισμού. Πράγματι, η πρώτη και η δεύτερη περίοδος της διατάξεως αυτής έχουν κατ’ ουσίαν ανάλογη διατύπωση. Εξάλλου, όπως διευκρινίζεται στις σκέψεις 46 έως 49 ανωτέρω, το παράρτημα III του ίδιου κανονισμού προβλέπει ρητώς είτε τον υποχρεωτικό είτε τον προαιρετικό χαρακτήρα των εν λόγω προτύπων.

    51

    Επομένως, από τη γραμματική ερμηνεία των επίμαχων διατάξεων προκύπτει ότι, αφενός, η Δημοκρατία της Λεττονίας μπορούσε καταρχήν να μην προβλέψει τα πρότυπα με τίτλο «Πρότυπα για αμειψισπορές» και «Ελάχιστος ρυθμός ανανέωσης ζωικού πληθυσμού» και, αφετέρου, ήταν υποχρεωμένη να προβλέψει τα πρότυπα με τίτλο «Ελάχιστη εδαφοκάλυψη» και «Διατήρηση των χαρακτηριστικών του τοπίου».

    – Επί της συστηματικής και τελολογικής ερμηνείας

    52

    Από συστηματικής και τελολογικής απόψεως, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι σκοποί τους οποίους επιδιώκει το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 1782/2003, που μνημονεύονται ιδίως στην αιτιολογική σκέψη 3 του ίδιου κανονισμού, σε σχέση με την οποία πρέπει να ερμηνευθεί η πρώτη αυτή διάταξη (βλ., επ’ αυτού και κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 12ης Ιουνίου 2014, Ascendi Beiras Litoral e Alta, Auto Estradas das Beiras Litoral e Alta, C-377/13, EU:C:2014:1754, σκέψεις 48 και 49, και της 26ης Νοεμβρίου 2015, Total Waste Recycling, C-487/14, EU:C:2015:780, σκέψεις 38 και 39). Η εν λόγω αιτιολογική σκέψη αναφέρεται μεταξύ άλλων στον σκοπό των προτύπων ΟΓΠΣ, που είναι «να αποφευχθεί η εγκατάλειψη της γεωργικής γης και να εξασφαλισθεί ότι θα διατηρηθεί η γη σε καλή γεωργική και περιβαλλοντική κατάσταση». Ο ως άνω σκοπός προκύπτει επίσης από το γράμμα του άρθρου 5, παράγραφος 1, καθόσον αυτό αναφέρεται στην υποχρέωση των κρατών μελών να καθορίζουν «στοιχειώδεις απαιτήσεις για τις [ΟΓΠΣ] με βάση το πλαίσιο που καθορίζεται στο παράρτημα IV, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των περιοχών για τις οποίες πρόκειται, όπως το έδαφος και οι κλιματικές συνθήκες, τα υφιστάμενα συστήματα γεωργικής εκμετάλλευσης, η χρήση γης, η αμειψισπορά, οι γεωργικές πρακτικές και η δομή των εκμεταλλεύσεων».

    53

    Ωστόσο, αυτός καθαυτός ο καθορισμός των επιδιωκόμενων με τα πρότυπα ΟΓΠΣ σκοπών δεν παρέχει σαφή και συγκεκριμένη ένδειξη όσον αφορά την ανάγκη ή όχι προβλέψεως του συνόλου των εν λόγω προτύπων, ιδίως σε περίπτωση που το κράτος μέλος εκτιμά ότι, λαμβανομένων υπόψη των «χαρακτηριστικών των οικείων περιοχών», δεν συνεισφέρουν στην επίτευξη του σκοπού της διατήρησης των γεωργικών γαιών «σε καλή γεωργική και περιβαλλοντική κατάσταση».

    54

    Εντούτοις, επίσης από την αιτιολογική σκέψη 3 του κανονισμού 1782/2003 προκύπτει ότι πρέπει «να καθορισθεί κοινοτικό πλαίσιο με βάση το οποίο τα κράτη μέλη θα είναι σε θέση να θεσπίσουν πρότυπα που θα συνεκτιμούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των σχετικών περιοχών». Η χρησιμοποίηση της εκφράσεως «είναι σε θέση» ή ανάλογων όρων σε όλες τις γλωσσικές αποδόσεις της εν λόγω αιτιολογικής σκέψεως μπορεί να εκληφθεί ως ένδειξη της αναγνωρίσεως εξουσίας εκτιμήσεως του κράτους μέλους όσον αφορά τη επιλογή των προτύπων που προσδιορίζονται στο ως άνω πλαίσιο της Ένωσης. Επιπροσθέτως, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 1782/2003, που είναι ασαφές επί του ζητήματος αυτού, πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα την αιτιολογική σκέψη 3 του ίδιου κανονισμού (βλ. σκέψη 52 ανωτέρω).

    55

    Έτσι, μπορεί μεν να συναχθεί από την αιτιολογική σκέψη 3 του κανονισμού 1782/2003 ότι κάθε κράτος μέλος έχει εξουσία εκτιμήσεως βάσει της οποίας μπορεί να αποφασίσει να μην προβλέψει ορισμένα πρότυπα περί των οποίων γίνεται λόγος στο παράρτημα IV του ίδιου κανονισμού όταν εκτιμά ότι αυτά είναι άνευ σημασίας σε εθνικό επίπεδο, ή ακόμα αν φρονεί ότι αυτά δεν μπορούν καν να εφαρμοστούν λόγω «των χαρακτηριστικών των οικείων περιοχών», οπότε είναι ακατάλληλα προς επίτευξη των σκοπών του εν λόγω κανονισμού. Ωστόσο, η συλλογιστική αυτή μπορεί να θεωρηθεί ότι προσκρούει στο σαφές γράμμα των προτύπων ΟΓΠΣ περί των οποίων γίνεται λόγος στις σκέψεις 46 και 49 ανωτέρω, τα οποία, σύμφωνα με τη σαφή βούληση του νομοθέτη της Ένωσης, πρέπει να γίνονται σεβαστά και να εφαρμόζονται εν πάση περιπτώσει. Επιπλέον, η εν λόγω ερμηνεία είναι η μόνη που συνάδει με την εκ μέρους του Δικαστηρίου ερμηνεία, που υπενθυμίστηκε στη σκέψη 43 ανωτέρω, κατά την οποία τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να συμμορφώνονται προς το παράρτημα IV του κανονισμού 1782/2003 και, επομένως, καταρχήν, προς το σύνολο των απαριθμούμενων σε αυτό προτύπων.

    56

    Κατά συνέπεια, η συστηματική και τελολογική ερμηνεία επιρρωννύει την άποψη ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 1782/2003 παρέχει στα κράτη μέλη εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά την επιλογή ορισμένων προτύπων ΟΓΠΣ, όχι όμως για το σύνολο των εν λόγω προτύπων (βλ. τη νομολογία περί της οποίας γίνεται λόγος σκέψη 43 ανωτέρω). Πράγματι, ο υποχρεωτικός ή μη υποχρεωτικός χαρακτήρας των εν λόγω προτύπων εξαρτάται, σε τελική ανάλυση, από το γράμμα τους (βλ. σκέψεις 46 έως 4 ανωτέρω).

    57

    Η εν λόγω εκτίμηση ισχύει mutatis mutandis για το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 73/2009, σε συνδυασμό με το παράρτημα III του ίδιου κανονισμού, που διακρίνει ρητώς μεταξύ υποχρεωτικών και προαιρετικών προτύπων (αιτιολογική σκέψη 4 του κανονισμού 73/2009).

    – Επί της ιστορικής ερμηνείας

    58

    Όπως εκθέτει η Επιτροπή στην αρχική της πρόταση της 21ης Ιανουαρίου 2003 κανονισμού του Συμβουλίου για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής και για τη θέσπιση καθεστώτων στήριξης των παραγωγών ορισμένων καλλιεργειών [COM(2003) 23 τελικό], το άρθρο 5 περιοριζόταν στο να προβλέψει ότι «[τ]α κράτη μέλη οφείλουν να καθορίσουν τις ορθές γεωργικές πρακτικές λαμβάνοντας υπόψη το πλαίσιο που καθορίζεται στο Παράρτημα IV».

    59

    Συναφώς, η αιτιολογική σκέψη 3 εν λόγω προτάσεως είχε ως εξής:

    «Προκειμένου να διατηρηθεί η γη σε καλή γεωργική κατάσταση, απαιτείται να θεσπισθούν πρότυπα για ορισμένους τομείς για τους οποίους δεν υφίστανται προς το παρόν. Τα πρότυπα αυτά απαιτείται να στηρίζονται σε ορθές καλλιεργητικές πρακτικές με βάση ισχύουσες […] διατάξεις των κρατών μελών [ή μη]. Κατά συνέπεια είναι σωστό να καθοριστεί κοινοτικό πλαίσιο με βάση το οποίο τα κράτη μέλη θα είναι σε θέση να θεσπίσουν πρότυπα που θα συνεκτιμούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των σχετικών περιοχών, στα οποία θα συμπεριλαμβάνονται οι εδαφικές και κλιματικές συνθήκες και τα ισχύοντα συστήματα καλλιέργειας (χρήση γης, αμειψισπορά, καλλιεργητικές πρακτικές) και γεωργικών διαρθρώσεων».

    60

    Κατά συνέπεια, ορθώς η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η πρόταση αυτή δεν προέβλεπε την υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέψουν το σύνολο των προτύπων ΟΓΠΣ. Πράγματι, αφενός, το άρθρο 5 της εν λόγω προτάσεως δεν μνημόνευε τις «στοιχειώδεις απαιτήσεις», αλλά μόνον τον καθορισμό από τα εν λόγω κράτη «ορθών γεωργικών πρακτικών»· αφετέρου, η αιτιολογική σκέψη 3, υπό το πρίσμα της οποίας έπρεπε να ερμηνευθεί το ως άνω άρθρο, έκανε λόγο για εξουσία εκτιμήσεως των κρατών μελών όσον αφορά την επιλογή «προτ[ύπων] που θα συνεκτιμούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των σχετικών περιοχών», τούτο δε μόνο «με βάση» ένα κοινοτικό πλαίσιο προτύπων. Εξάλλου, η εν λόγω αιτιολογική σκέψη προέβλεπε ήδη τη μέθοδο κατά την οποία «τα κράτη μέλη θα είναι σε θέση να θεσπίσουν πρότυπα», μέθοδος η οποία διατηρήθηκε, ανεξαρτήτως του λόγου για τον οποίο συνέβη αυτό, στην τελική μορφή της αιτιολογικής σκέψεως 3 του κανονισμού 1782/2003. Το γεγονός óμως αυτό αποτελεί ένδειξη ότι, στο πλαίσιο της τελικής μορφής του εν λόγω κανονισμού, στο κείμενο του οποίου επήλθαν ουσιώδεις τροποποιήσεις, με τη διατύπωση αυτή δεν γίνεται κατ’ ανάγκη αναφορά στην ύπαρξη μιας εξουσίας εκτιμήσεως του κράτους μέλους σχετικά με την επιλογή των προτύπων που προβλέπει το παράρτημα IV (βλ. σκέψη 55 ανωτέρω).

    61

    Από τις παρατηρήσεις αυτές προκύπτει ότι η ιστορική ερμηνεία τείνει επίσης να επιβεβαιώσει ότι το κράτος μέλος είναι, καταρχήν, υποχρεωμένο να προβλέψει το σύνολο των προτύπων ΟΓΠΣ, με εξαίρεση εκείνα για τα οποία ορίζεται διαφορετικά.

    – Συμπέρασμα

    62

    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 1782/2003, σε συνδυασμό με το παράρτημα IV του ίδιου κανονισμού, έχει την έννοια ότι θεσπίζει καταρχήν υποχρέωση του κράτους μέλους να προβλέψει, μέσω κατάλληλων κανόνων γενικής ισχύος, το σύνολο των προτύπων που περιλαμβάνονται στο ως άνω παράρτημα, με εξαίρεση, ιδίως, τα πρότυπα με τίτλο «Πρότυπα για αμειψισπορές[, όπου συντρέχει περίπτωση]» και «Ελάχιστοι ρυθμοί ανανέωσης ζωικού πληθυσμού ή/και κατάλληλα καθεστώτα». Η εν λόγω εκτίμηση ισχύει mutatis mutandis και κατά μείζονα λόγο για το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 73/2009, σε συνδυασμό με το παράρτημα III του ίδιου κανονισμού, το οποίο, σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή, προβαίνει σε ρητή διάκριση μεταξύ υποχρεωτικών και προαιρετικών προτύπων.

    63

    Αφενός, συνάγεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο προσάπτοντας στη Δημοκρατία της Λεττονίας ότι δεν προέβλεψε το 2008 τα πρότυπα με τίτλο «Πρότυπα για αμειψισπορές[, όπου συντρέχει περίπτωση]» και «Ελάχιστοι ρυθμοί ανανέωσης ζωικού πληθυσμού ή/και κατάλληλα καθεστώτα», χωρίς να απαιτείται να εξακριβωθεί το βάσιμο των επιχειρημάτων των λεττονικών αρχών προς δικαιολόγηση της παραλείψεώς τους. Όσον αφορά ειδικότερα το πρότυπο με τίτλο «Ελάχιστοι ρυθμοί ανανέωσης ζωικού πληθυσμού ή/και κατάλληλα καθεστώτα», αρκεί να σημειωθεί ότι οι εν λόγω αρχές εξήγησαν, συναφώς, τόσο κατά τη διάρκεια της διμερούς διαδικασίας εκκαθαρίσεως όσο και κατά την ένδικη διαδικασία, τους λόγους για τους οποίους είχαν επιλέξει άλλο «πρόσφορο σύστημα» (βλ. σκέψη 33 ανωτέρω). Κατά τα λοιπά, δεν προκύπτει ούτε από τη δικογραφία, ούτε από την προσβαλλόμενη απόφαση, περιλαμβανομένης της συνοπτικής εκθέσεως, ούτε από τα υπομνήματα της Επιτροπής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, αν αυτή, και, σε περίπτωση που όντως συμβαίνει κάτι τέτοιο, με ποιο τρόπο αξιολόγησε τα χαρακτηριστικά του άλλου αυτού συστήματος και το αν τούτο είναι ή όχι κατάλληλο για να προβλεφθεί αντί του προτύπου σχετικά με τον «ελάχιστο ρυθμό ανανέωσης ζωικού πληθυσμού», αλλά περιορίστηκε στο να προβάλει ότι η Δημοκρατία της Λεττονίας ήταν εν πάση περιπτώσει υποχρεωμένη να προβλέψει το ως άνω πρότυπο σε εθνικό επίπεδο.

    64

    Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η Επιτροπή καταρχήν εδικαιούτο να απαιτήσει από τις λεττονικές αρχές την πρόβλεψη των προτύπων με τίτλο «Ελάχιστη εδαφοκάλυψη» και «Διατήρηση των χαρακτηριστικών του τοπίου» το 2008 και το 2009, οπότε οι αιτιάσεις που προέβαλε η Δημοκρατία της Λεττονίας κατά της εν λόγω υποχρεώσεως προβλέψεως δεν μπορούν να γίνουν δεκτές. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή δεν ήταν εν πάση περιπτώσει υποχρεωμένη να δεχθεί τη δικαιολογία που προέβαλε η Δημοκρατία της Λεττονίας για να παρεκκλίνει από την υποχρέωση προβλέψεως των εν λόγω προτύπων, καθόσον μια τέτοια δικαιολογία δεν θα μπορούσε να στηριχθεί ούτε στο γράμμα του κανονισμού 1782/2003, ούτε στη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 43 ανωτέρω, ούτε στους σκοπούς του ίδιου κανονισμού στο πλαίσιο των οποίων επιδιώχθηκε η αποφυγή της εγκαταλείψεως των γεωργικών εντάσεων και η εξασφάλιση της διατηρήσεώς τους σε καλή γεωργική και περιβαλλοντική κατάσταση (αιτιολογική σκέψη 3 του κανονισμού 1782/2003).

    65

    Πράγματι, ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι, κατά το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, οι γεωργικές γαίες ή οι σχετικές περιοχές είχαν ήδη καθαυτές χαρακτηριστικά κατά το μάλλον ή ήττον σύμφωνα προς τους σκοπούς αυτούς, έτσι ώστε τα πρότυπα ΟΓΠΣ να είναι αλυσιτελή ή ώστε η πρόβλεψή τους να συνιστά δυσανάλογα μεγάλη επιβάρυνση, μόνη η εν λόγω περίσταση δεν απαλλάσσει το κράτος μέλος, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της ασφαλείας δικαίου και της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 40 ανωτέρω, από την υποχρέωση να θεσπίσει κατάλληλη εθνική ρύθμιση σύμφωνα με τις κρίσιμες διατάξεις του εν λόγω κανονισμού. Εντούτοις, στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει λόγω της χαρακτηρίζουσας τα πρότυπα ΟΓΠΣ χρησιμοποιήσεως γενικών και ασαφών όρων, το κράτος μέλος είναι σε θέση να προβλέψει τις λεπτομέρειες εφαρμογής τους και να θεσπίσει συγκεκριμένες διατάξεις έτσι ώστε τα πρότυπα αυτά να είναι προσαρμοσμένα στο «εθνικό επίπεδο». Αντιθέτως, δεν μπορεί να παραιτηθεί εντελώς από την πρόβλεψή τους.

    66

    Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, ιδίως στη συνοπτική έκθεση, η Επιτροπή επέμεινε επί της προβλέψεως με κατάλληλη εθνική ρύθμιση των επίμαχων προτύπων ΟΓΠΣ, τούτο δε επίσης με την αιτιολογία ότι οι εθνικοί κανόνες έπρεπε να καταστήσουν δυνατή τη διενέργεια ελέγχων, αλλά και την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση μη τηρήσεώς τους. Επιπλέον, όσον αφορά τα πρότυπα με τίτλο «Ελάχιστη εδαφοκάλυψη» και «Διατήρηση των χαρακτηριστικών του τοπίου», η Δημοκρατία της Λεττονίας παραδέχθηκε ότι τα εν λόγω πρότυπα αφορούσαν, τουλάχιστον, ένα μικρό μέρος των γεωργικών γαιών της, αλλά ότι η πρόβλεψή τους θα αποτελούσε για τον λόγο αυτό δυσανάλογη επιβάρυνση. Ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της θεμελιώδους απαιτήσεως ελέγχου και επιβολής κυρώσεων, η Δημοκρατία της Λεττονίας δεν μπορεί να επικαλείται την προβαλλόμενη εξουσία εκτιμήσεως ή την αρχή της αναλογικότητας για να δικαιολογήσει την παντελή έλλειψη προβλέψεως των εν λόγω προτύπων. Ειδικότερα, σε σχέση με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 40 ανωτέρω, η Επιτροπή δικαίως επέμεινε σε μια τέτοια πρόβλεψη των προτύπων αυτών, έστω και μόνο στο πλαίσιο της θεσπίσεως ενός πλήρους και αποτελεσματικού συστήματος ελέγχου και επιβολής κυρώσεων.

    67

    Τέλος, η Δημοκρατία της Λεττονίας δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση την ως άνω εκτίμηση ή να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης διατεινόμενη ότι η Επιτροπή είχε ιδίως δεχθεί τη μη πρόβλεψη του προτύπου σχετικά με τις «Αναβαθμίδες». Πράγματι, υπό την επιφύλαξη των παρατηρήσεων που εκτίθενται στις σκέψεις 65 και 66 ανωτέρω, λαμβανομένης υπόψη της πλήρους ανυπαρξίας τέτοιων αναβαθμίδων στη Λεττονία, δεν ήταν αναγκαίος ο έλεγχος όσον αφορά την πρόβλεψη του προτύπου αυτού. Εν πάση περιπτώσει, λαμβανομένης υπόψη της αλληλογραφίας κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκκαθαρίσεως και βάσει της σαφούς αντίθετης στάσεως των υπηρεσιών της Επιτροπής, οι λεττονικές αρχές δεν μπορούν να ισχυρίζονται ότι έλαβαν συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 18ης Ιουνίου 2010, Λουξεμβούργο κατά Επιτροπής, T‑549/08, EU:T:2010:244, σκέψη 71, και της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Applied Microengineering κατά Επιτροπής, T-387/09, EU:T:2012:501, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) υπό την έννοια ότι η Επιτροπή αποδεχόταν τη μη πρόβλεψη των προτύπων με τίτλο «Ελάχιστη εδαφοκάλυψη» και «Διατήρηση των χαρακτηριστικών του τοπίου». Αντιθέτως, υπό το πρίσμα της προαναφερθείσας νομολογίας, μια τέτοια αποδοχή θα ήταν ικανή να συνιστά διοικητική πρακτική στερούμενη νομικού ερείσματος, η οποία ουδέποτε θα μπορούσε να δημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στους ενδιαφερόμενους, περιλαμβανομένων των κρατών μελών. Εξ αυτού προκύπτει ότι, όσον αφορά τα εν λόγω δύο πρότυπα ΟΓΠΣ, η Δημοκρατία της Λεττονίας ματαίως επιχείρησε να ζητήσει και να δικαιολογήσει παρέκκλιση από την υποχρέωσή της να τα προβλέψει, δεδομένου ότι η Επιτροπή ήταν κατά νόμον υποχρεωμένη να απορρίψει τέτοιου είδους αιτήματα. Επομένως, στον βαθμό αυτό, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν πάσχει λόγω ελλείψεως νομιμότητας.

    68

    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, ο πρώτος λόγος πρέπει να γίνει δεκτός καθόσον αφορά τα πρότυπα με τίτλο «Πρότυπα για αμειψισπορές[, όπου συντρέχει περίπτωση]» και «Ελάχιστοι ρυθμοί ανανέωσης ζωικού πληθυσμού ή/και κατάλληλα καθεστώτα», αλλά να απορριφθεί καθόσον αφορά τα πρότυπα με τίτλο «Ελάχιστη εδαφοκάλυψη» και «Διατήρηση των χαρακτηριστικών του τοπίου».

    Επί του δευτέρου λόγου, που στηρίζεται σε εσφαλμένο υπολογισμό των επίμαχων δημοσιονομικών διορθώσεων

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    69

    Στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου, η Δημοκρατία της Λεττονίας προσάπτει στην Επιτροπή ότι επέβαλε εσφαλμένη δημοσιονομική διόρθωση, το ύψος της οποίας δεν είναι σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας. Από το έγγραφο AGRI-2005-64043 προκύπτει ότι οι δημοσιονομικές διορθώσεις πρέπει να τελούν σε σχέση αναλογικότητας με τον οικονομικό κίνδυνο για τα Ταμεία και ότι ο εν λόγω κίνδυνος εκτιμάται βάσει του ενδεχομένου προκλήσεως οικονομικής ζημίας λόγω της μη επιβολής κυρώσεων. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν διευκρίνισε, ούτε στο πλαίσιο των πολλών επαφών της με τις λεττονικές αρχές, ιδίως στα από 26 Νοεμβρίου 2010 (σημείο 1.3) και από 25 Φεβρουαρίου 2013 (σημείο 4) έγγραφά της, ούτε στη συνοπτική έκθεση, ποιον κίνδυνο διέτρεξαν τα Ταμεία. Το Γενικό Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει, όμως, με την απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2008, Γαλλία κατά Επιτροπής (T-370/05, EU:T:2008:328, σκέψη 81), ότι έπρεπε να εκτιμηθεί ο πραγματικός κίνδυνος υπερβάσεως του ορίου κοινοτικής χρηματοδοτήσεως σε βάρος του ΕΓΤΠΕ και ότι στην ως άνω υπόθεση ο κίνδυνος υπερβάσεως του εν λόγω του ορίου ήταν υπερβολικά μικρός, οπότε στην πραγματικότητα δεν υφίστατο καν. Τούτο συμβαίνει επίσης εν προκειμένω. Επομένως, οι επίμαχες δημοσιονομικές διορθώσεις δεν είναι εύλογες και δεν συνάδουν με την αρχή της αναλογικότητας.

    70

    Εξάλλου, η Δημοκρατία της Λεττονίας υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι η Επιτροπή παρανόμως επέβαλε κατ’ αποκοπή διόρθωση, παρά το γεγονός ότι ήταν δυνατό να εκτιμήσει τους πραγματικούς κινδύνους που δημιουργούνταν λόγω της μη προβλέψεως των προτύπων ΟΓΠΣ. Το έγγραφο VI/5330/97 εκθέτει ότι οι κατ’ αποκοπήν διορθώσεις μπορούν να επιβάλλονται μόνον όταν οι πληροφορίες που προκύπτουν από τη σχετική έρευνα δεν παρέχουν τη δυνατότητα στον ελεγκτή να εκτιμήσει την όλη ζημία με τη μέθοδο του κατά προβολήν υπολογισμού με βάση τις διαπιστωθείσες ζημίες. Η Δημοκρατία της Λεττονίας επανειλημμένως, ιδίως με το έγγραφο της 6ης Νοεμβρίου 2012, παρέσχε όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, ιδίως σχετικά με τον αριθμό των γεωργικών εκμεταλλεύσεων τις οποίες αφορούσαν ενδεχομένως οι μη ικανοποιηθείσες απαιτήσεις το 2008 και 2009, σχετικά με την έκταση των γεωργικών γαιών των εμπλεκομένων εκμεταλλεύσεων και σχετικά με το εκτιμώμενο ποσό των ενισχύσεων, πληροφορίες οι οποίες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τον υπολογισμό του κινδύνου για τα Ταμεία. Εντούτοις, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τις εν λόγω πληροφορίες ούτε εξέθεσε τον συγκεκριμένο λόγο για τον οποίο τις αγνόησε, ενεργώντας με τον τρόπο αυτόν κατά παράβαση του εγγράφου VI/5330/97. Επιπλέον, παραλείποντας να εκτιμήσει ορθώς, χωρίς να δώσει σαφή δικαιολογία συναφώς, τα επιχειρήματα των λεττονικών αρχών σχετικά με τον υπολογισμό του οικονομικού κινδύνου τον οποίο διέτρεχαν συγκεκριμένα τα Ταμεία, η Επιτροπή παραβίασε την «αρχή της χρηστής διοικήσεως» η οποία επιβάλλει στο αρμόδιο θεσμικό όργανο την υποχρέωση να εξετάζει με προσοχή και αμεροληψία όλα τα ασκούντα επιρροή στοιχεία της κάθε υποθέσεως. Εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν μπορούσε να μην υπολογίσει συγκεκριμένα τον κίνδυνο, σχετικά με τον οποίο παραθέτει ειδική πρόβλεψη στο παράρτημα A.17 του δικογράφου της προσφυγής.

    71

    Η Επιτροπή αντιτείνει κατ’ ουσίαν ότι, λόγω της μη προβλέψεως των επίμαχων προτύπων ΟΓΠΣ και ελλείψει άλλων κρίσιμων κριτηρίων, δεν ήταν δυνατός ο υπολογισμός των συγκεκριμένων ζημιών για τα Ταμεία. Κατά συνέπεια, ο υποθετικός υπολογισμός που παραθέτει η Δημοκρατία της Λεττονίας δεν μπορεί να ελεγχθεί. Κατά το έγγραφο AGRI-2005-64043, η Επιτροπή επέβαλε με τον τρόπο αυτόν κατ’ αποκοπή διορθώσεις ύψους 5 % για το έτος δηλώσεως 2008 και 2 % για το έτος δηλώσεως 2009.

    Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

    72

    Με τον δεύτερο λόγο η Δημοκρατία της Λεττονίας προσάπτει κατ’ ουσίαν στην Επιτροπή ότι, αφενός, στο πλαίσιο του υπολογισμού των επίμαχων κατ’ αποκοπή διορθώσεων προσέβαλε την αρχή της αναλογικότητας και παρέβη τις κρίσιμες διατάξεις του εγγράφου AGRI-2005-64043 (πρώτο σκέλος) και ότι, αφετέρου, δεν τήρησε τους όρους του εγγράφου VI/5330/97 και παραβίασε την αρχή της «χρηστής διοικήσεως» (δεύτερο σκέλος).

    73

    Όσον αφορά το πρώτο σκέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι το έγγραφο AGRI-2005-64043 όχι μόνον προβλέπει πιο συγκεκριμένες διατάξεις από εκείνες του εγγράφου VI/5330/97, καθόσον αφορά ειδικώς τις δημοσιονομικές διορθώσεις που μπορούν να επιβληθούν στο πλαίσιο της κρίσιμης εν προκειμένω πολλαπλής συμμορφώσεως, αλλά και μπορεί να θεωρηθεί σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας στο ειδικό αυτό πλαίσιο. Η Δημοκρατία της Λεττονίας δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα του εγγράφου AGRI-2005-64043 υπό το πρίσμα, ιδίως, της αρχής της αναλογικότητας, οπότε αρκεί το Γενικό Δικαστήριο να εξακριβώσει αν η Επιτροπή τήρησε τους κανόνες που η ίδια δεσμεύτηκε ότι θα ακολουθήσει με το εν λόγω έγγραφο. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, θεσπίζοντας κανόνες διοικητικής συμπεριφοράς με σκοπό τη δημιουργία εξωτερικών αποτελεσμάτων, όπως συμβαίνει με το έγγραφο AGRI-2005-64043, και αναγγέλλοντας με σχετική δημοσίευση ή ανακοίνωση, όπως εν προκειμένω, στα κράτη μέλη ότι θα ακολουθεί πλέον τους ως άνω κανόνες στις σχετικές περιπτώσεις, η Επιτροπή αυτοπεριορίστηκε κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει και δεν μπορεί να παρεκκλίνει από τους κανόνες αυτούς, διότι ειδάλλως θα υποστεί τις αναγκαίες έννομες συνέπειες, ενδεχομένως, στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παραβιάσεως των γενικών αρχών του δικαίου, όπως είναι οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως, της ασφαλείας δικαίου ή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 9ης Σεπτεμβρίου 2011, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T-344/05, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:440, σκέψη 192· της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, Ισπανία κατά Επιτροπής, T-3/07, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:473, σκέψη 84 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 10ης Ιουλίου 2014, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑376/12, EU:T:2014:623, σκέψη 106).

    74

    Έτσι, στο έγγραφο AGRI-2005-64043, υπό τον τίτλο «Γενικές αρχές», εκτίθεται σε σχέση με την αρχή της αναλογικότητας, κατά βάση, ότι οι δημοσιονομικές διορθώσεις πρέπει να είναι ανάλογες προς τον κίνδυνο για τα Ταμεία, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι τα πρότυπα πολλαπλής συμμορφώσεως δεν αποτελούν κανόνες σχετικούς με τη δυνατότητα χορηγήσεως παροχών, αλλά τη βάση για τη δυνατότητα επιβολής κυρώσεων. Επομένως, ο κίνδυνος για τα Ταμεία, καταρχήν, δεν θα εκτιμηθεί βάσει του κινδύνου υπάρξεως μη επιλέξιμων δαπανών, αλλά βάσει του κινδύνου οικονομικής ζημίας προκύπτουσας από τη μη επιβολή κυρώσεων. Υπό τον ίδιο τίτλο, η Επιτροπή εκθέτει την πρόθεσή της να επιβάλει κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικές διορθώσεις και στο πλαίσιο ελλείψεων του συστήματος πολλαπλής συμμορφώσεως.

    75

    Όσον αφορά τις δημοσιονομικές διορθώσεις, το σημείο 3.1 του εγγράφου AGRI‑2005-64043 προβλέπει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα ποσοστά διορθώσεως:

    «Όταν διαπιστώνονται ελλείψεις στην εφαρμογή ενός ή περισσοτέρων δευτερευόντων ελέγχων στο πλαίσιο του συστήματος πολλαπλής συμμορφώσεως, πρέπει να επιβάλλεται διόρθωση ύψους 2 % [...]

    Όταν διεξάγονται έλεγχοι των προς τήρηση υποχρεώσεων στο πλαίσιο της πολλαπλής συμμορφώσεως προβλεπόμενοι με σχετική πράξη [...] ή πρότυπο (βλ. παράρτημα IV [...] του κανονισμού [1782/2003]), χωρίς όμως να τηρούνται οι όροι ως προς τον αριθμό, τη συχνότητα ή την αυστηρότητα τους οποίους επιβάλλει η εφαρμοστέα ρύθμιση ή η νομοθεσία (σε περίπτωση [...] ορθών γεωργικών και περιβαλλοντικών συνθηκών) ή όταν οι έλεγχοι αυτοί δεν οδηγούν στην επιβολή των προβλεπόμενων από τον νόμο κυρώσεων, πρέπει να επιβάλλεται διόρθωση ύψους 5 %.

    [...]»

    76

    Η Δημοκρατία της Λεττονίας δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή, εν προκειμένω, κατά τον προσδιορισμό των επίδικων κατ’ αποκοπή διορθώσεων, δεν τήρησε τις προαναφερθείσες διατάξεις και, επομένως, την αρχή της αναλογικότητας.

    77

    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου, η Δημοκρατία της Λεττονίας περιορίζεται στην αμφισβήτηση του κύρους των επίμαχων κατ’ αποκοπή διορθώσεων κυρίως με την αιτιολογία ότι η Επιτροπή τής προσήψε εσφαλμένως ότι δεν προέβλεψε τα πρότυπα περί των οποίων γίνεται λόγος στο παράρτημα IV του κανονισμού 1782/2003. Επιπλέον, από τις διατάξεις που περιλαμβάνονται στη δεύτερη περίπτωση του σημείου 3.1 του εγγράφου AGRI-2005-64043 προκύπτει σαφώς ότι η Επιτροπή εκτιμά ότι δικαιούται να επιβάλλει κατ’ αποκοπήν διόρθωση ύψους 5 % όταν οι υποχρεώσεις τηρήσεως στο πλαίσιο της πολλαπλής συμμορφώσεως, που προβλέπονται όσον αφορά ένα πρότυπο υπό την έννοια του παραρτήματος IV του κανονισμού 1782/2003, «ελέγχονται[,] χωρίς όμως να τηρούνται οι όροι ως προς τον αριθμό, τη συχνότητα ή την αυστηρότητα τους οποίους επιβάλλει η εφαρμοστέα ρύθμιση ή η νομοθεσία [...] ή όταν οι έλεγχοι αυτοί δεν οδηγούν στην επιβολή των προβλεπόμενων από τον νόμο κυρώσεων».

    78

    Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, δεδομένου ότι οι λεττονικές αρχές ουδόλως προέβλεψαν, ιδίως, τα πρότυπα με τίτλο «Ελάχιστη εδαφοκάλυψη» και «Διατήρηση των χαρακτηριστικών του τοπίου» (βλ. σκέψη 68 ανωτέρω) και, επομένως, ελέγχους και κυρώσεις για την περίπτωση μη τηρήσεως των προτύπων αυτών, πληρούνται κατ’ ανάγκη οι προϋποθέσεις της προαναφερθείσας διατάξεως στο πλαίσιο του έτους δηλώσεως 2008. Πράγματι, σύμφωνα με τις ανωτέρω σκέψεις, για να δικαιολογήσει την επιβολή κατ’ αποκοπήν ποσοστού διορθώσεως ύψους 5 %, η Επιτροπή διευκρίνισε στη συνοπτική έκθεση ότι, το 2008, τέσσερα πρότυπα ΟΓΠΣ επί συνόλου δέκα, εκ των οποίων τα δύο που απαριθμούνται ανωτέρω, δεν είχαν ούτε προσδιοριστεί ούτε ελεγχθεί, πράγμα το οποίο δικαιολογούσε αυτό καθαυτό την ως άνω κατ’ αποκοπή διόρθωση (βλ. σκέψη 13 ανωτέρω). Εν πάση περιπτώσει, η Δημοκρατία της Λεττονίας δεν αμφισβήτησε το γεγονός ότι οι έλεγχοι τους οποίους απαιτούσε η Επιτροπή δεν είχαν πραγματοποιηθεί και ότι καμία κύρωση δεν είχε προβλεφθεί ούτε επιβληθεί.

    79

    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή μπορούσε να περιοριστεί σε αναφορά στα κριτήρια των προαναφερθεισών διατάξεων του εγγράφου AGRI-2005-64043 και να διαπιστώσει την πλήρη έλλειψη προβλέψεως και ελέγχου των επίμαχων προτύπων, χωρίς να υποχρεούται να εκτιμήσει και να εξηγήσει το επίπεδο του κινδύνου για τα Ταμεία. Η εν λόγω διαπίστωση επιβεβαιώνεται εμμέσως από το σημείο 3.2 του εγγράφου AGRI-2005-64043, με τον τίτλο «Εκτίμηση του επιπέδου του κινδύνου», που ορίζει ότι, όταν το σύστημα ελέγχου που θεσπίζει το κράτος μέλος είναι ελλιπές, είναι αδύνατο να διαπιστωθεί σαφώς η σημασία των διαφόρων ποσοστών σχετικά με τις μη επιβληθείσες κυρώσεις και ότι οι κατ’ αποκοπή διορθώσεις αποσκοπούν στην αντιμετώπιση της δυσχέρειας αυτής, με εφαρμογή ενός προκαθορισμένου ποσοστού διορθώσεως. Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με τον σκοπό της ως άνω διατάξεως, η Επιτροπή ορθώς εκθέτει ότι, σε περίπτωση παντελούς μη προβλέψεως ορισμένων προτύπων ΟΓΠΣ, βρίσκεται σε αδυναμία να υπολογίσει τις συγκεκριμένες ζημίες για τα Ταμεία.

    80

    Την ως άνω εκτίμηση δεν αναιρεί το γεγονός ότι, όσον αφορά το έτος δηλώσεως 2009, η Επιτροπή περιορίστηκε στην επιβολή κατ’ αποκοπή διόρθωση διορθώσεως μόνον 2 % για την έλλειψη προβλέψεως και ελέγχου αναλόγων προτύπων ΟΓΠΣ δυνάμει του παραρτήματος III του κανονισμού 73/2009, επίσης με τίτλο «Ελάχιστη εδαφοκάλυψη» και «Διατήρηση των χαρακτηριστικών του τοπίου» (βλ. σκέψη 14 ανωτέρω). Πράγματι, όπως τούτο προκύπτει από τη συνοπτική έκθεση, η Επιτροπή δικαιολόγησε την επιβολή του μικρότερου ποσοστού διορθώσεως ύψους 2 % εκθέτοντας ότι, στο μεταξύ, οι λεττονικές αρχές είχαν βελτιώσει το σύστημα ελέγχου της πολλαπλής συμμορφώσεως, οπότε ο κίνδυνος για τα Ταμεία ήταν μικρότερος για το έτος αυτό σε σχέση με το έτος δηλώσεως 2008. Εν πάση περιπτώσει, η Δημοκρατία της Λεττονίας επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι δεν αμφισβητεί την ύπαρξη ελλείψεων στο εν λόγω σύστημα ελέγχου. Επιπλέον, δεν ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή όφειλε να επιβάλει το ίδιο ποσοστό διορθώσεως και για το έτος δηλώσεως 2008, αλλά περιορίστηκε στο να τονίσει την προβαλλόμενη ανάγκη συγκεκριμένου υπολογισμού του κινδύνου.

    81

    Στο πλαίσιο αυτό, η Δημοκρατία της Λεττονίας δεν μπορεί να επικαλεσθεί βασίμως την απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2008, Γαλλία κατά Επιτροπής (T‑370/05, EU:T:2008:328, σκέψη 81). Συναφώς, αρκεί να σημειωθεί, αφενός, ότι στην απόφαση αυτή δεν εκφράζεται σαφής θέση υπέρ της απόψεως της Δημοκρατίας της Λεττονίας και, αφετέρου, ότι αυτή αφορά ένα διαφορετικό σύστημα ελέγχου δαπανών και δημοσιονομικών διορθώσεων στο πλαίσιο του ΕΓΤΠΕ, το οποίο δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω.

    82

    Έτσι, καθόσον η Επιτροπή εδικαιούτο να στηρίξει την προσβαλλόμενη απόφαση και, ειδικότερα, τις επίμαχες κατ’ αποκοπήν διορθώσεις στη μη τήρηση από τις λεττονικές αρχές της υποχρεώσεως προβλέψεως των προτύπων με τίτλο «Ελάχιστη εδαφοκάλυψη» και «Διατήρηση των χαρακτηριστικών του τοπίου» και στην έλλειψη ελέγχου αυτών κατά τη διάρκεια των ετών δηλώσεως 2008 και 2009, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

    83

    Επομένως, το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου είναι απορριπτέο ως αβάσιμο.

    84

    Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος, πρέπει να υπομνησθεί ότι το έγγραφο AGRI‑2005-64043 περιλαμβάνει ειδικούς κανόνες σχετικά με τις κατ’ αποκοπή δημοσιονομικές διορθώσεις όσον αφορά το σύστημα πολλαπλής συμμορφώσεως, οπότε οι γενικοί κανόνες που περιλαμβάνονταν στο έγγραφο VI/5330/97 κατ’ ανάγκη τροποποιήθηκαν και εξειδικεύτηκαν περαιτέρω. Συνεπώς, η Δημοκρατία της Λεττονίας δεν μπορεί βασίμως να επικαλεσθεί γενικά το ως άνω έγγραφο, η δε σχετική αιτίασή της πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

    85

    Επιπλέον, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, πρέπει να σημειωθεί ότι η ίδια όντως έλαβε υπόψη τα επιχειρήματα και τις πληροφορίες των λεττονικών αρχών που περιήλθαν σε γνώση της κατά τη διμερή διαδικασία εκκαθαρίσεως και που αποσκοπούσαν να αποδείξουν ότι οι προτεινόμενες κατ’ αποκοπή διορθώσεις δεν ήταν κατάλληλες σε συνάρτηση με τον κίνδυνο για τα Ταμεία. Εντούτοις, η Επιτροπή, με το από 11 Νοεμβρίου 2013 έγγραφό της, όπως εκτίθεται με τις παρατηρήσεις που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 77 και 82 ανωτέρω, απέρριψε τα εν λόγω επιχειρήματα και τις ως άνω πληροφορίες, μεταξύ άλλων για τον λόγο ότι, κατ’ ουσίαν, το 2008 δεν είχαν προβλεφθεί τέσσερα πρότυπα ΟΓΠΣ επί συνόλου δέκα και ότι το 2009 δεν είχαν προβλεφθεί δύο πρότυπα ΟΓΠΣ επί συνόλου οκτώ, ενώ η εκ μέρους των λεττονικών αρχών εκτίμηση του ενδεχόμενου κινδύνου για τα Ταμεία δεν ήταν αξιόπιστη (βλ. σκέψη 6 ανωτέρω).

    86

    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Δημοκρατία της Λεττονίας δεν μπορεί βασίμως να προσάπτει στην Επιτροπή παράβαση του εγγράφου VI/5330/97 και προσβολή της αρχής της «χρηστής διοικήσεως», οπότε το δεύτερο σκέλος δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

    87

    Επομένως, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

    Επί των αιτημάτων ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

    88

    Δεδομένου ότι ο πρώτος λόγος πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός, δηλαδή στον βαθμό που η Επιτροπή παρανόμως στήριξε τις επίμαχες κατ’ αποκοπή διορθώσεις στην παράλειψη που προσάπτεται στις λεττονικές αρχές, ήτοι στο ότι δεν προέβλεψαν το 2008 τα πρότυπα με τίτλο «Πρότυπα για αμειψισπορές[, όπου συντρέχει περίπτωση]» και «Ελάχιστοι ρυθμοί ανανέωσης ζωικού πληθυσμού ή/και κατάλληλα καθεστώτα», η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί στο σύνολό της.

    89

    Πράγματι, σε αντίθεση με τις εξηγήσεις που παρέσχε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αρκεί να υπογραμμιστεί, εν πάση περιπτώσει, ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι, αν δεν είχε ληφθεί υπόψη η παράλειψη αυτή ή αν είχε ληφθεί ως βάση μόνον η διαπίστωση περί μη προβλέψεως των προτύπων με τίτλο «Ελάχιστη εδαφοκάλυψη» και «Διατήρηση των χαρακτηριστικών του τοπίου» για τα έτη δηλώσεως 2008 και 2009, τούτο θα μπορούσε να έχει αντίκτυπο στον υπολογισμό του συνολικού ποσού της διορθώσεως, ήτοι 739393,95 ευρώ, που αμφισβητείται στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής. Το ως άνω συμπέρασμα δικαιολογείται ιδίως λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, όσον αφορά το έτος δηλώσεως 2009, λόγω της μη προβλέψεως των δύο αυτών προτύπων ΟΓΠΣ και μόνον, η Επιτροπή έκρινε σκόπιμο να επιβάλει κατ’ αποκοπή διορθώσεις ύψους μόνο 2 %, αντί για 5 %. Έστω και αν η Επιτροπή αιτιολόγησε τη στάση της αυτή με την ύπαρξη κάποιας βελτιώσεως εκ μέρους των λεττονικών αρχών του συστήματος ελέγχου της πολλαπλής συμμορφώσεως σε σχέση με το έτος δηλώσεως 2008 (βλ. σκέψεις 14 και 80 ανωτέρω), το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει, υπό το πρίσμα των στοιχείων της δικογραφίας, αν η μη πρόβλεψη μόνον των δύο αυτών προτύπων ΟΓΠΣ το 2008 θα μπορούσε να οδηγήσει την Επιτροπή σε ανάλογο συμπέρασμα. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στον τομέα της γεωργικής πολιτικής, η νομολογία αναγνωρίζει στα όργανα της Ένωσης, λαμβανομένων υπόψη των ευθυνών που τους αναθέτει η Συνθήκη, ευρεία εξουσία εκτιμήσεως (απόφαση της 3ης Μαΐου 2007, Ισπανία κατά Επιτροπής, T-219/04, EU:T:2007:121, σκέψη 105). Ομοίως, εν προκειμένω, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 31, παράγραφος 2, του κανονισμού 1290/2005 και των κρίσιμων διατάξεων του εγγράφου AGRI-2005-64043, η Επιτροπή έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την εκτίμηση του κινδύνου για τα Ταμεία λόγω της υπάρξεως πλημμελειών στα συστήματα ελέγχου της πολλαπλής συμμορφώσεως, καθώς και λόγω της περιπλοκότητας των –μη γνωστοποιηθεισών στο Γενικό Δικαστήριο– πράξεων υπολογισμού που αποτελούν τη βάση για τον υπολογισμό του ποσού των επίμαχων κατ’ αποκοπή διορθώσεων οι οποίες εκτίθενται στις σελίδες 69, 70, 73 και 74 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επί του σημείου αυτού, όμως, στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαταστήσει με τη δική του οικονομική εκτίμηση εκείνη της Επιτροπής (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, Επιτροπή κατά Scott, C-290/07 P, EU:C:2010:480, σκέψη 66, και της 24ης Ιανουαρίου 2013, Frucona Košice κατά Επιτροπής, C-73/11 P, EU:C:2013:32, σκέψη 89).

    90

    Κατά συνέπεια, δυνάμει του άρθρου 266, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, εναπόκειται στην Επιτροπή να συναγάγει τις αναγκαίες συνέπειες της ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνον το διατακτικό της παρούσας αποφάσεως, αλλά και τις αιτιολογίες που συνιστούν το αναγκαίο έρεισμά της, καθόσον είναι απαραίτητες προς προσδιορισμό της ακριβούς εννοίας του διατακτικού (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2007, Ιταλία κατά Επιτροπής, C-417/06 P, EU:C:2007:733, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    Επί των δικαστικών εξόδων

    91

    Το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

    92

    Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα της Δημοκρατίας της Λεττονίας.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

    αποφασίζει:

     

    1)

    Ακυρώνει την εκτελεστική απόφαση 2014/458/ΕΕ της Επιτροπής, της 9ης Ιουλίου 2014, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ), καθόσον η απόφαση αυτή αποκλείει από τη χρηματοδότηση της Ένωσης ορισμένες δαπάνες της Δημοκρατίας της Λεττονίας, ύψους 739393,95 ευρώ, λόγω μη συμφωνίας τους προς τους κανόνες της Ένωσης.

     

    2)

    Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

     

    Jaeger

    Prek

    Kreuschitz

    (υπογραφές)

    Περιεχόμενα

     

    Ιστορικό της διαφοράς

     

    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

     

    Σκεπτικό

     

    Περίληψη των λόγων ακυρώσεως

     

    Επί του πρώτου λόγου, που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 1782/2003 και του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 73/2009

     

    Επιχειρήματα των διαδίκων

     

    Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

     

    – Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

     

    – Επί της γραμματικής ερμηνείας

     

    – Επί της συστηματικής και τελολογικής ερμηνείας

     

    – Επί της ιστορικής ερμηνείας

     

    – Συμπέρασμα

     

    Επί του δευτέρου λόγου, που στηρίζεται σε εσφαλμένο υπολογισμό των επίμαχων δημοσιονομικών διορθώσεων

     

    Επιχειρήματα των διαδίκων

     

    Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

     

    Επί των αιτημάτων ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

     

    Επί των δικαστικών εξόδων


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η λεττονική.

    Top