Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61996CC0153

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Léger της 23ης Ιανουαρίου 1997.
    Jan Robert de Rijk κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Αίτηση αναιρέσεως - Υπάλληλος - Σύστημα συμπληρωματικής υγειονομικής ασφαλίσεως για τους υπαλλήλους που είναι τοποθετημένοι σε τρίτη χώρα - Προϋποθέσεις επιστροφής των ιατρικών εξόσων.
    Υπόθεση C-153/96 P.

    Συλλογή της Νομολογίας 1997 I-02901

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1997:39

    61996C0153

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Léger της 23ης Ιανουαρίου 1997. - Jan Robert de Rijk κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Αίτηση αναιρέσεως - Υπάλληλος - Σύστημα συμπληρωματικής υγειονομικής ασφαλίσεως για τους υπαλλήλους που είναι τοποθετημένοι σε τρίτη χώρα - Προϋποθέσεις επιστροφής των ιατρικών εξόσων. - Υπόθεση C-153/96 P.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1997 σελίδα I-02901


    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


    1 Ο J. R. de Rijk ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο, στις 7 Μαρτίου 1996, στα πλαίσια διαφοράς του με την Επιτροπή (Τ-362/94, Συλλογή Υπ.Υπ. σ. ΙΙ-365, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση).

    2 Οι λόγοι που προβάλλει προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως αφορούν την εκ μέρους του Πρωτοδικείου παράβαση του άρθρου 24 του παραρτήματος X του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ), του άρθρου 33 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, καθώς και την παραβίαση των αρχών της ασφαλείας δικαίου και της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

    3 Αφού συνοψίσω το πραγματικό, νομικό και διαδικαστικό πλαίσιο της διαφοράς (Ι), θα εξετάσω το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως (ΙΙ). Εν συνεχεία, θα μελετήσω τους διάφορους λόγους αναιρέσεως που προβάλλει ο αναιρεσείων και θα προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως (ΙΙΙ). Τέλος, θα εξετάσω το ζήτημα των δικαστικών εξόδων (IV).

    Ι - Πραγματικό, νομικό και διαδικαστικό πλαίσιο της διαφοράς

    Τα πραγματικά περιστατικά

    4 Ο J. R. de Rijk είναι υπάλληλος βαθμού Β 2, τοποθετημένος στην αντιπροσωπεία της Επιτροπής στη Φινλανδία.

    5 Κατά τη διάρκεια του θέρους του 1993, ήτοι πριν από την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Φινλανδίας, υποβλήθηκε σε έξοδα για ιατρική περίθαλψη παρασχεθείσα σε συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα, ιδίως στον γιο του που έχει τη συνήθη κατοικία του στο Βέλγιο. Στις 18 Αυγούστου 1993, ο αναιρεσείων υπέβαλε στην Επιτροπή αίτηση επιστροφής συνολικού ποσού 26 631 βελγικών φράγκων (BFR).

    6 Στις 6 Οκτωβρίου 1993, το ταμείο του κοινού συστήματος υγειονομικής ασφαλίσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων του απέστειλε ανάλυση λογαριασμού, από την οποία προέκυπτε ότι από το συνολικό ποσό το ταμείο αναλάμβανε 21 681 BFR, το δε υπόλοιπο των 4 950 BFR μπορούσε ενδεχομένως να επιστραφεί στον ασφαλισμένο βάσει του άρθρου 24 του παραρτήματος X του ΚΥΚ.

    Το εφαρμοστέο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως

    7 Το σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως που έχει εφαρμογή στον J. R. de Rijk, υπό την ιδιότητά του ως υπαλλήλου τοποθετημένου σε τρίτη χώρα, περιλαμβάνεται στο παράρτημα X του ΚΥΚ. Το παράρτημα X προστέθηκε στον ΚΥΚ με τον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚΑΞ, ΕΟΚ) 3019/87 του Συμβουλίου, της 5ης Οκτωβρίου 1987 (1). Το παράρτημα X τιτλοφορείται: «Ειδικές και κατά παρέκκλιση διατάξεις που ισχύουν για τους υπαλλήλους οι οποίοι είναι τοποθετημένοι σε τρίτη χώρα».

    Το άρθρο 24 ορίζει τα εξής:

    «Ο υπάλληλος, ο/η σύζυγός του, τα τέκνα του και τα άλλα συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα καλύπτονται από συμπληρωματική ασφάλιση ασθένειας, η οποία καλύπτει τη διαφορά μεταξύ των πράγματι καταβληθέντων εξόδων και των παροχών του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης που προβλέπεται στο αρθρο 72 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως, αποκλειομένης της εφαρμογής της παραγράφου 3 του εν λόγω άρθρου.

    Το ήμισυ του ασφάλιστρου που είναι αναγκαίο για την ασφάλιση αυτή βαρύνει τον ασφαλισμένο, χωρίς εντούτοις το ήμισυ αυτό να μπορεί να υπερβεί το 0,6 % του βασικού μισθού· το υπόλοιπο του ασφάλιστρου βαρύνει το θεσμικό όργανο.

    Ο υπάλληλος, ο/η σύζυγός του, τα τέκνα του και τα άλλα συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα είναι ασφαλισμένα κατά του κινδύνου επείγοντος ή κατεπείγοντος επαναπατρισμού για λόγους υγείας, και το ασφάλιστρο βαρύνει εξ ολοκλήρου το θεσμικό όργανο.»

    8 Η Επιτροπή θέσπισε τις γενικές εκτελεστικές διατάξεις (στο εξής: ΓΕΔ) του άρθρου 24, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος X του ΚΥΚ (2). Το άρθρο 2, σημεία 1 και 2, των ΓΕΔ ορίζει τα εξής: «Η συμπληρωματική ασφάλιση ασθένειας καλύπτει:

    1) τον υπάλληλο που είναι τοποθετημένος εκτός Κοινότητας,

    2) τα πρόσωπα που είναι ασφαλισμένα από τον αναφερόμενο στο παραπάνω σημείο 1 άμεσα ασφαλισμένο υπάλληλο, δυνάμει του άρθρου 72 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως όπως προσδιορίζεται από τις κανονιστικές διατάξεις σχετικά με την υγειονομική ασφάλιση των υπαλλήλων των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων (στο εξής αποκαλούμενες "κανονιστικές διατάξεις"), εφόσον κατοικούν μονίμως στον τόπο υπηρεσίας του υπαλλήλου ο οποίος καλύπτεται δυνάμει του σημείου 1.

    Σε περίπτωση που κατοικούν αλλού, τα εν λόγω πρόσωπα καλύπτονται κατά τη διάρκεια παραμονής τους στον τόπο όπου είναι τοποθετημένος ο υπάλληλος καθώς και, ύστερα από γνωμάτευση του ιατρού-συμβούλου, στις περιπτώσεις όπου τα ιατρικά έξοδα συνδέονται, ως προς την αιτία τους, με τον τόπο υπηρεσίας του ασφαλισμένου.»

    Η επίδικη διοικητική απόφαση

    9 Με επιστολή της 18ης Ιανουαρίου 1994, η Επιτροπή γνωστοποίησε στον J. R. de Rijk ότι θα του επέστρεφε, βάσει του άρθρου 24 του παραρτήματος X του ΚΥΚ, το ποσό των 4 412 BFR αντί του αιτηθέντος ποσού 4 950 BFR, το δε υπόλοιπο των 538 BFR θα βάρυνε τον ίδιο, για τον λόγο ότι τα έξοδα που πραγματοποίησε για τον γιο του που είχε τη συνήθη κατοικία του στο Βέλγιο δεν μπορούσαν να επιστραφούν παρά μόνο βάσει του άρθρου 72 του ΚΥΚ.

    10 Στις 18 Απριλίου 1994, ο J. R. de Rijk υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως αυτής, βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 3, του ΚΥΚ.

    11 Με απόφαση της 15ης Ιουλίου 1994, που κοινοποιήθηκε στον J. R. de Rijk στις 4 Αυγούστου 1994, η Επιτροπή απέρριψε την ένστασή του, θεωρώντας ότι ο γιος του κατοικούσε μονίμως στο Βέλγιο και ότι οι ιατρικές δαπάνες που είχαν πραγματοποιηθεί εκεί, αντίθετα προς εκείνες στις οποίες είχε υποβληθεί στο Ελσίνκι, δεν μπορούσαν να επιστραφούν βάσει του άρθρου 24 του παραρτήματος X του ΚΥΚ. Η Επιτροπή δικαιολόγησε την απόφασή της ισχυριζόμενη, αφενός, ότι ο λόγος υπάρξεως της προβλεπομένης στο άρθρο αυτό συμπληρωματικής ασφαλίσεως συνίσταται στην κάλυψη των κινδύνων που οφείλονται στις ιδιαίτερες συνθήκες διαβιώσεως των υπαλλήλων που είναι τοποθετημένοι σε τρίτη χώρα και, αφετέρου, ότι, ελλείψει σχέσεως μεταξύ των πραγματοποιηθέντων εξόδων και της διαμονής εκτός Κοινότητας, το άρθρο 24 του παραρτήματος Ξ του ΚΥΚ δεν είχε εφαρμογή. Η Επιτροπή προσέθεσε ότι κάθε άλλη ανάλυση θα συνεπαγόταν προφανή δυσμενή διάκριση σε βάρος των υπαλλήλων που είναι τοποθετημένοι εντός της Κοινότητας.

    12 Υπό τις συνθήκες αυτές, ο J. R. de Rijk άσκησε στις 3 Νοεμβρίου 1994 ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγή κατ' αυτής της απορριπτικής αποφάσεως.

    Η απόφαση του Πρωτοδικείου

    13 Ο J. R. de Rijk ζήτησε από το Πρωτοδικείο:

    - να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 18ης Ιανουαρίου 1984 και, εφόσον ήταν αναγκαίο, την απόφαση της 15ης Ιουλίου 1994·

    - να υποχρεώσει την Επιτροπή στην καταβολή στο ακέραιο της διαφοράς μεταξύ των πράγματι καταβληθέντων εξόδων και των παροχών του κοινού συστήματος υγειονομικής ασφαλίσεως, ήτοι του ποσού των 4 950 BFR·

    - να αναγνωρίσει ότι οι ΓΕΔ του άρθρου 24, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος Ξ του ΚΥΚ είναι παράνομες και, επομένως, να ακυρώσει τις ΓΕΔ αυτές·

    - να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    14 Προς στήριξη των αιτημάτων του, ο J. R. de Rijk προέβαλε λόγους αφορώντες την παραβίαση του κοινοτικού δικαίου, ειδικότερα δε του άρθρου 24 του παραρτήματος X του ΚΥΚ, και την έλλειψη νομιμότητας των ΓΕΔ της διατάξεως αυτής, βάσει των οποίων είχε ληφθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.

    15 Το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή, για τους λόγους που θα παραθέσω συνοπτικά κατωτέρω κατά την εξέταση των λόγων αναιρέσεως που προέβαλε ο αναιρεσείων.

    Η αίτηση αναιρέσεως

    16 Ο J. R. de Rijk ζητεί από το Δικαστήριο:

    «1. Να κηρύξει την αίτηση αναιρέσεως παραδεκτή και βάσιμη.

    2. Κατά συνέπεια:

    α) να αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου,

    β) να εκδικάσει την υπόθεση κατ' ουσίαν και, δεχόμενο την προσφυγή του αναιρεσείοντος:

    - να ακυρώσει την απόφαση [της Επιτροπής] της 18ης Ιανουαρίου 1994, με την οποία η αναιρεσίβλητη αποφάσισε να επιστρέψει στον αναιρεσείοντα το ποσό των 4 412 βελγικών φράγκων στο πλαίσιο της συμπληρωματικής υγειονομικής ασφαλίσεως,

    - εφόσον κριθεί αναγκαίο, να ακυρώσει την απόφαση της αναιρεσίβλητης της 15ης Ιουλίου 1994 με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική ένσταση του αναιρεσείοντος της 18ης Απριλίου 1994,

    - να υποχρεώσει την αναιρεσίβλητη να καταβάλει στο ακέραιο τη διαφορά μεταξύ των πράγματι καταβληθέντων εξόδων και των παροχών του κοινού συστήματος υγειονομικής ασφαλίσεως, ήτοι εν προκειμένω το ποσό των 4 950 BFR,

    - να κρίνει παράνομες και, κατά συνέπεια, να ακυρώσει τις γενικές εκτελεστικές διατάξεις του άρθρου 24, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος Ξ του ΚΥΚ,

    γ) να καταδικάσει την αναιρεσίβλητη στο σύνολο των δικαστικών εξόδων των δικών ενώπιον του Πρωτοδικείου και του Δικαστηρίου.»

    ΙΙ - Επί του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως

    17 Η Επιτροπή υποστηρίζει κυρίως ότι η αίτηση αναιρέσεως που υποβλήθηκε από τον J. R. de Rijk είναι απαράδεκτη. Αφενός μεν, ο J. R. de Rijk απλώς επαναλαμβάνει τα επιχειρήματα που ανέπτυξε ενώπιον του Πρωτοδικείου, αφετέρου δε, στο σημείο 11 της αιτήσεως αναιρέσεως, προβάλλει ένα νέο επιχείρημα, το οποίο δεν υποβλήθηκε στην εκτίμηση του Πρωτοδικείου. Το επιχείρημα αυτό αφορά την ερμηνεία των άρθρων 10 και 20 του παραρτήματος X του ΚΥΚ, τα οποία εξαρτούν ρητώς την εφαρμογή τους από μια προϋπόθεση περί κατοικίας. Ο αναιρεσείων κατέληξε, a contrario, ότι ο κοινοτικός νομοθέτης, εφόσον δεν προέβλεψε ρητώς την προϋπόθεση αυτή στο άρθρο 24 του παραρτήματος Ξ του ΚΥΚ, εκδήλωσε την πρόθεσή του να μην επιβάλει την εν λόγω περί κατοικίας προϋπόθεση για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής.

    18 Από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει πράγματι ότι η αίτηση αναιρέσεως, για να είναι παραδεκτή βάσει της διαδικασίας του άρθρου 168 Α της Συνθήκης ΕΚ και να πληροί την προϋπόθεση του άρθρου 51 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του άρθρου 112, παράγραφος 1, στοιχείο γγ, του Κανονισμού Διαδικασίας (3), πρέπει να αναφέρει επακριβώς τα επικρινόμενα στοιχεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν ειδικώς την αίτηση αυτή (4), και δεν πρέπει να περιορίζεται στην επανάληψη ή στην κατά λέξη παράθεση των λόγων και επιχειρημάτων που έχουν ήδη υποβληθεί ενώπιον του Πρωτοδικείου, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που στηρίζονται σε πραγματικούς ισχυρισμούς που έχουν ρητώς απορριφθεί από αυτό. Μια τέτοια αίτηση αναιρέσεως αποτελεί στην πραγματικότητα αίτηση περί απλής επανεξετάσεως της ασκηθείσας ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγής - ζητείται δηλαδή από το Δικαστήριο να ενεργήσει ως εφετείο και όχι ως αναιρετικό δικαστήριο - πράγμα το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 49 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητά του (5).

    19 Δεν θεωρώ ότι η αίτηση αναιρέσεως του J. R. de Rijk έχει τέτοια χαρακτηριστικά. Συγκεκριμένα, ο J. R. de Rijk προσάπτει κατ' ουσίαν στο Πρωτοδικείο ότι ερμήνευσε και εφάρμοσε κατά τρόπο μη ορθό τις διατάξεις του άρθρου 24 του παραρτήματος X του ΚΥΚ. Το αίτημα αυτό ανταποκρίνεται αναμφισβήτητα στον ορισμό της εννοίας «νομικό ζήτημα» που διαλαμβάνεται στο άρθρο 168 Α της Συνθήκης και το Δικαστήριο είναι πράγματι αρμόδιο να ελέγξει αν το σκεπτικό της αποφάσεως του Πρωτοδικείου είναι σύμφωνο τόσο προς το γράμμα όσο και προς τον σκοπό μιας διατάξεως ενός κοινοτικού νομοθετήματος όπως είναι, εν προκειμένω, το άρθρο 24 του παραρτήματος X του ΚΥΚ (6).

    20 Επιπλέον, ναι μεν προκύπτει επίσης από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου ότι τα άρθρα 113, παράγραφος 2, και 116, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας απαγορεύουν την προβολή νέων ισχυρισμών κατά την αναίρεση (7), πλην όμως δεν πιστεύω ότι τα επιχειρήματα που αναπτύσσει ο αναιρεσείων στο σημείο 11 της αιτήσεως αναιρέσεως εμπίπτουν στον ορισμό αυτό.

    21 Το επιχείρημα και ο ισχυρισμός είναι δύο διακριτές νομικές έννοιες (8). Εν προκειμένω, ο αναιρεσείων δεν προβάλλει νέο ισχυρισμό, αλλά χρησιμοποιεί ένα νέο επιχείρημα προς στήριξη ενός λόγου που έχει ήδη εξεταστεί από το Πρωτοδικείο, ήτοι την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 24 του παραρτήματος X του ΚΥΚ (βλ., σκέψεις 15 έως 21 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Θεωρώ ότι ένα επιχείρημα που έχει τέτοια χαρακτηριστικά όχι μόνο είναι απολύτως παραδεκτό, αλλά πληροί ακριβώς τις προϋποθέσεις του άρθρου 168 Α της Συνθήκης. Το επιχείρημα αυτό δεν μεταβάλλει το αντικείμενο της διαφοράς - πράγμα το οποίο απαγορεύεται από το άρθρο 113 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου -, αλλά συνίσταται αποκλειστικά στην ανάπτυξη ενός από τους νομικούς ισχυρισμούς που προέβαλε ο αναιρεσείων ήδη κατά την έναρξη της δίκης ενώπιον του Πρωτοδικείου και είναι, επομένως, απολύτως παραδεκτό (9).

    22 Εν κατακλείδι, θεωρώ ότι η αίτηση αναιρέσεως που υπέβαλε ο J. R. de Rijk είναι παραδεκτή.

    ΙΙΙ - Εξέταση των λόγων αναιρέσεως

    23 Η ανάλυση των τριών ισχυρισμών που αναπτύσσει ο αναιρεσείων μας επιτρέπει να διαπιστώσουμε ότι, στην πραγματικότητα, ο J. R. de Rijk προβάλλει δύο ουσιαστικούς λόγους προς στήριξη της αναιρέσεως της αποφάσεως του Πρωτοδικείου. Με τον πρώτο και δεύτερο ισχυρισμό, προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι πλανήθηκε περί το δίκαιο και την αιτιολογία, καθόσον δεν έκρινε ότι οι ΓΕΔ του άρθρου 24 του παραρτήματος X του ΚΥΚ πάσχουν από έλλειψη νομιμότητας και ότι ερμήνευσε εσφαλμένα το άρθρο αυτό. Με τον τρίτο ισχυρισμό του (στην πραγματικότητα, πρόκειται για τον δεύτερο λόγο), υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο παραβίασε τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της ασφαλείας δικαίου.

    24 Όσον αφορά τον λόγο που αφορά την παραβίαση της αρχής της ασφαλείας δικαίου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο αναιρεσείων δεν ανέπτυξε κανένα επιχείρημα προς στήριξη του λόγου αυτού. Επομένως, ο λόγος αυτός πρέπει να κριθεί απαράδεκτος.

    Επί του πρώτου λόγου: προβαλλόμενη παράβαση του άρθρου 24 του παραρτήματος X του ΚΥΚ

    25 Ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο πλανήθηκε περί το δίκαιο και την αιτιολογία όσον αφορά την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στο άρθρο 24 του παραρτήματος Ξ του ΚΥΚ.

    26 Το Πρωτοδικείο έκρινε, στις σκέψεις 33 και 34 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το άρθρο 24 του παραρτήματος Ξ του ΚΥΚ δεν έχει πλήρη εφαρμογή παρά μόνον εάν υφίστανται οι ειδικές δυσμενείς περιστάσεις που αιτιολόγησαν την καθιέρωση ενός κατά παρέκκλιση συστήματος επιστροφής των ιατρικών εξόδων, ήτοι οι ιδιαίτερες συνθήκες διαβιώσεως των υπαλλήλων που υπηρετούν σε τρίτη χώρα και, ιδίως, το γενικώς υψηλό κόστος της περιθάλψεως στις χώρες αυτές.

    27 Ο αναιρεσείων βάλλει κατά της ερμηνείας αυτής, ισχυριζόμενος ότι αυτή συνεπάγεται την επιβολή μιας πρόσθετης προϋποθέσεως, η οποία περιορίζει το πεδίο εφαρμογής του ΚΥΚ και η οποία, επομένως, αντιβαίνει προς τη νομολογία του Δικαστηρίου (10). Ο αναιρεσείων δεν θεωρεί πειστική ούτε τη μέριμνα για χρηστή διαχείριση, της οποίας γίνεται επίκληση στη σκέψη 35 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως για να δικαιολογηθεί η περιοριστική ερμηνεία της διατάξεως αυτής.

    28 Ο J. R. de Rijk φρονεί ότι οι διατάξεις του άρθρου 24 του παραρτήματος Ξ του ΚΥΚ ουδεμίας χρήζουν ερμηνείας. Προσθέτει, ωστόσο, ότι, αν έπρεπε να δοθεί μια ερμηνεία, θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη όχι μόνο το γράμμα του άρθρου αυτού, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκει η επίμαχη ρύθμιση, αλλ' επίσης οι διαπραγματεύσεις που προηγήθηκαν της καταρτίσεως του νομοθετήματος αυτού, από τη μελέτη των οποίων προκύπτει ότι η προϋπόθεση περί κατοικίας για την εφαρμογή του άρθρου 24 του παραρτήματος Ξ του ΚΥΚ, η οποία προτάθηκε από την Επιτροπή, δεν έγινε δεκτή. Κατ' αυτόν, η a contrario ερμηνεία της επίδικης διατάξεως ενισχύει την άποψή του. Ο αναιρεσείων δικαιολογεί την ερμηνεία αυτή επικαλούμενος τα άρθρα 10 και 20 του παραρτήματος Ξ του ΚΥΚ (11).

    29 Το σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως που εφαρμόζεται σε όλους τους κοινοτικούς υπαλλήλους που είναι τοποθετημένοι σε χώρα της Ενώσεως περιλαμβάνεται στον τίτλο V του ΚΥΚ, ο οποίος τιτλοφορείται: «Καθεστώς χρηματικών απολαβών και κοινωνικά πλεονεκτήματα του υπαλλήλου». Το άρθρο 72, παράγραφος 1, του ΚΥΚ ορίζει ότι ο υπάλληλος, ο/η σύζυγός του, τα τέκνα του και τα λοιπά συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα καλύπτονται κατά των κινδύνων ασθενείας μέχρι του ορίου του 80 % των πραγματοποιηθέντων εξόδων και, βάσει ρυθμίσεως θεσπισθείσας κατόπιν κοινής συμφωνίας των οργάνων των Κοινοτήτων, αυτό το ανώτατο όριο ανέρχεται στο 85 % για ορισμένες παροχές.

    30 Το Δικαστήριο έκρινε, με απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 1993, C-244/91 P, Pincherle κατά Επιτροπής (12), ότι, ελλείψει ανωτάτων ορίων επιστροφής προβλεπομένων στον ΚΥΚ, στα θεσμικά όργανα ανατίθεται ο καθορισμός, με τις εκτελεστικές διατάξεις, των προσηκόντων ανωτάτων ορίων επιστροφής στα πλαίσια κοινής ρυθμίσεως περί ασφαλιστικής καλύψεως, χωρίς να τους επιβάλλονται κατώτατα όρια (13). Το Δικαστήριο συνήγαγε από αυτό ότι δεν μπορεί να προσαφθεί στα θεσμικά όργανα ότι παρέβησαν το άρθρο 72 του ΚΥΚ θεσπίζοντας ανώτατα όρια (τα οποία, εν προκειμένω, είχαν ως συνέπεια επιστροφές εξόδων κατά ποσοστό από 29 έως 66 %), για τον λόγο και μόνον ότι τα ποσοστά αυτά απείχαν υπερβολικά από τα ανώτατα ποσοστά επιστροφής εξόδων 80 και 85 %, τα οποία προβλέπει το εν λόγω άρθρο 72 (14).

    31 Κρίνοντας έτσι, το Δικαστήριο ακολούθησε τον γενικό εισαγγελέα, ο οποίος τόνισε με τις προτάσεις του ότι οι πόροι του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως περιορίζονται αυστηρώς και μόνον στις εισφορές των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού, καθώς και στις εισφορές των οργάνων, οπότε η οικονομική ισορροπία του συστήματος αυτού είναι αναγκαστικά πολύπλοκη και εύθραυστη, δεδομένου ότι εξαρτάται από τον τέλειο συσχετισμό μεταξύ δαπανών υγείας και καταβαλλομένων εισφορών. Ο γενικός εισαγγελέας συμπέρανε από αυτό ότι, εφόσον ο ΚΥΚ δεν έχει προβλέψει κανένα κατώτατο ποσοστό, εναπόκειται στα κοινοτικά όργανα να ρυθμίζουν τα διαθέσιμα ποσοστά επιστροφής, μεριμνώντας για τη διατήρηση της συνοχής του θεσπισθέντος συστήματος, και ότι η εξουσία των κοινοτικών οργάνων όσον αφορά τον καθορισμό των ανωτάτων ορίων και των ποσοστών επιστροφής ασκείται υπό την επιφύλαξη προδήλου σφάλματος εκτιμήσεως, χωρίς να είναι δυνατόν, εντούτοις, να συναχθεί από το άρθρο 72 κάποια αρχή καθορίζουσα κατώτατο όριο του ποσοστού ασφαλιστικής καλύψεως (15).

    32 Οι «ειδικές και κατά παρέκκλιση» διατάξεις του προπαρατεθέντος παραρτήματος Ξ εισάγουν παρέκκλιση από το άρθρο 72 του ΚΥΚ όσον αφορά τους υπαλλήλους οι οποίοι είναι τοποθετημένοι σε τρίτη χώρα. Το άρθρο 24 του παραρτήματος Ξ του ΚΥΚ, σε συνδυασμό με τις ειδικές ΓΕΔ, συνεπάγεται ότι η διαφορά μεταξύ των εξόδων που πράγματι κατέβαλε ο υπάλληλος ή οι έλκοντες από αυτόν δικαιώματα και των παροχών του συστήματος ασφαλιστικής καλύψεως που προβλέπεται στο άρθρο 72 του ΚΥΚ αναλαμβάνεται από τη συμπληρωματική ασφάλιση, εφόσον ο τόπος υπηρεσίας ή μόνιμης κατοικίας του ενδιαφερομένου κείται εκτός της Κοινότητας. Αυτή η διαφορετική μεταχείριση του υπαλλήλου που ασκεί τη δραστηριότητά του επί του κοινοτικού εδάφους και του υπαλλήλου που είναι τοποθετημένος σε τρίτη χώρα δικαιολογείται από την ύπαρξη ιδιαίτερων ή ειδικών συνθηκών διαβιώσεως οφειλομένων στην τοποθέτηση του υπαλλήλου σε τρίτη χώρα (16). Αφ' ης στιγμής δεν υφίσταται η ιδιαίτερη αυτή κατάσταση, η ως άνω διαφορετική μεταχείριση δεν δικαιολογείται πλέον και πρέπει να εφαρμοστεί το γενικώς ισχύον σύστημα. Δεν έχουμε δηλαδή εδώ παρά την εφαρμογή της γενικής αρχής ότι κάθε εισάγων παρέκκλιση κανόνας πρέπει να ερμηνεύεται στενά.

    33 Επιπλέον, στο ίδιο το κείμενο του άρθρου 24 του παραρτήματος Ξ του ΚΥΚ, στο τρίτο εδάφιο, περιλαμβάνεται εμμέσως αναφορά στην προϋπόθεση περί κατοικίας που είναι αναγκαία για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής. Συγκεκριμένα, η μνεία του όρου «επαναπατρισμός» νοείται αναμφίβολα σε σχέση με εγκατάσταση εκτός των συνόρων της Ενώσεως. Ως εκ τούτου, ουδόλως είναι αναγκαία η a contrario ερμηνεία του άρθρου 24 του παραρτήματος Ξ του ΚΥΚ.

    34 Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε με την προπαρατεθείσα απόφαση Scaramuzza κατά Επιτροπής ότι η ratio legis του κατά παρέκκλιση συστήματος που εισάγει το παράρτημα Ξ του ΚΥΚ συνίσταται στο ότι ο κοινοτικός νομοθέτης έλαβε υπόψη τις ιδιαίτερες και ειδικές συνθήκες διαβιώσεως των υπαλλήλων που είναι τοποθετημένοι σε τρίτη χώρα (17). Στην υπόθεση αυτή, η P. Scaramuzza, υπάλληλος τοποθετημένος σε τρίτη χώρα, είχε ασκήσει προσφυγή διότι δεν μπορούσε να επιτύχει να της καταβάλλεται το σύνολο των αποδοχών της στο νόμισμα του τόπου υπηρεσίας της, λόγω της εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 11 και 12 του παραρτήματος Ξ του ΚΥΚ, ενώ αυτό ήταν δυνατό για τους υπαλλήλους που είναι τοποθετημένοι σε χώρα της Κοινότητας, σύμφωνα με τα άρθρα 63 και 64 του ΚΥΚ. Το Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση του Πρωτοδικείου, στο μέτρο που αυτό είχε αποδείξει ότι υφίστατο πραγματική διαφορά μεταξύ της καταστάσεως των υπαλλήλων που ήσαν τοποθετημένοι εντός της Κοινότητας και εκείνων που ήσαν τοποθετημένοι σε τρίτη χώρα (18).

    35 Το Πρωτοδικείο, στις σκέψεις 31 έως 35 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ανέλυσε διεξοδικά τη ratio legis του συστήματος που θέσπισε ο κοινοτικός νομοθέτης και κατέληξε ότι, στο μέτρο που δεν υφίσταντο οι ιδιαίτερες περιστάσεις που δικαιολογούν διαφορετική μεταχείριση για τον υπάλληλο που είναι τοποθετημένος σε τρίτη χώρα ή για την οικογένειά του, έπρεπε να εφαρμοστεί το γενικώς ισχύον σύστημα.

    36 Κατόπιν των προεκτεθέντων, δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο δεν πλανήθηκε ούτε περί το δίκαιο ούτε περί την αιτιολογία, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Επί του δευτέρου λόγου

    37 Κατά τον αναιρεσείοντα, το Πρωτοδικείο πλανήθηκε περί το δίκαιο και την αιτιολογία κρίνοντας ότι η πρόσθετη προϋπόθεση που επιβάλλουν οι ΓΕΔ του άρθρου 24 του παραρτήματος Ξ του ΚΥΚ δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ των κοινοτικών υπαλλήλων.

    38 Συγκεκριμένα, κατ' αυτόν, η πρόσθετη και ειδική εισφορά, την οποία επιβάλλουν οι ΓΕΔ του άρθρου 24 του παραρτήματος Ξ του ΚΥΚ και η οποία βαρύνει τους κοινοτικούς υπαλλήλους που είναι τοποθετημένοι σε τρίτες χώρες προκειμένου να εξασφαλιστεί η χρηματοδότηση της συμπληρωματικής ασφαλίσεως, δικαιολογεί από μόνη της την επιστροφή του συνόλου των εξόδων που πραγματοποιούν οι υπάλληλοι, ανεξάρτητα από τον τόπο στον οποίο καταβλήθηκαν τα ιατρικά έξοδα. Δεδομένου ότι είναι συνεπώς δικαιολογημένη η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ τέκνων των υπαλλήλων οι οποίοι είναι τοποθετημένοι σε τρίτες χώρες και εκείνων που είναι τοποθετημένοι εντός της Κοινότητας, η εφαρμογή διαφορετικού συστήματος υγειονομικής ασφαλίσεως δεν ενέχει διακρίσεις.

    39 Ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο, στις σκέψεις 36 και 37 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, μη λαμβάνοντας υπόψη αυτό το ουσιώδες στοιχείο, αιτιολόγησε εσφαλμένα την απόφασή του και παραβίασε εντεύθεν την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

    40 Το Πρωτοδικείο, στις σκέψεις 36 και 37 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αφού υπενθύμισε τον ορισμό της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων και τη ratio legis του άρθρου 24 του παραρτήματος X του ΚΥΚ, έκρινε ότι η ειδική εισφορά αποσκοπεί στη χρηματοδότηση, εν μέρει, της καλύψεως των κινδύνων που αντιμετωπίζουν ειδικώς οι υπάλληλοι που είναι τοποθετημένοι σε τρίτες χώρες. Αφ' ης στιγμής οι ειδικοί αυτοί κίνδυνοι δεν υφίστανται, όπως αυτό συμβαίνει στην περίπτωση του υπαλλήλου που έχει τη συνήθη κατοικία του εντός της Κοινότητας, η εφαρμογή ενός κατά παρέκκλιση συστήματος δεν δικαιολογείται. Κάθε υπάλληλος που τελεί στην ίδια κατάσταση πρέπει να τυγχάνει πανομοιότυπης μεταχειρίσεως, διότι άλλως παύει να υφίσταται η ισότητα μεταξύ τους.

    41 Συμφωνώ με την ανάλυση του Πρωτοδικείου.

    42 Στο μέτρο που, κατά την εξέταση του πρώτου λόγου, διαπιστώθηκε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 24 του παραρτήματος Ξ του ΚΥΚ, μόνον η ύπαρξη ιδιαιτέρων συνθηκών διαβιώσεως των υπαλλήλων που είναι τοποθετημένοι σε τρίτες χώρες δικαιολογεί την εφαρμογή συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως παρεκκλίνοντος από τους κανόνες του άρθρου 72 του ΚΥΚ, αφ' ης στιγμής οι συνθήκες αυτές δεν υφίστανται, πρέπει να εφαρμόζεται το γενικώς ισχύον σύστημα. Διαφορετική άποψη θα ισοδυναμούσε με παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Επιπλέον, τα τέκνα του υπαλλήλου που είναι τοποθετημένος σε τρίτη χώρα έλκουν το δικαίωμά τους επί της εφαρμογής αυτού του κατά παρέκκλιση συστήματος από τον άμεσα ασφαλισμένο. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να τους χορηγηθούν πλείονα δικαιώματα απ' όσα αυτός διαθέτει. Αυτό όμως θα συνέβαινε αν σε τέκνο που κατοικεί εντός της Κοινότητας εφαρμοζόταν το κατά παρέκκλιση σύστημα του άρθρου 24 του παραρτήματος Ξ του ΚΥΚ, ενώ ο τελών σε πανομοιότυπη κατάσταση άμεσα ασφαλισμένος δεν θα μπορούσε να τύχει του συστήματος αυτού.

    43 Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι τα θεσμικά όργανα πρέπει να μεριμνούν για την οικονομική ισορροπία του συστήματος υγειονομικής ασφαλίσεως (19). Η μέριμνα αυτή διέπνευσε επίσης τον κοινοτική νομοθέτη στα πλαίσια της διαχειρίσεως του ταμείου συμπληρωματικής ασφαλίσεως που προβλέπεται στο άρθρο 24 του παραρτήματος Ξ του ΚΥΚ. Συγκεκριμένα, το κοινοτικός νομοθέτης φρόντισε να διευκρινίσει στο άρθρο 5 των ΓΕΔ ότι, καταρχήν, «τα έξοδα τα οποία όντως κατέβαλε ο ίδιος ο υπάλληλος που είναι τοποθετημένος εκτός Κοινότητας ή οι καλυπτόμενοι από αυτόν επιστρέφονται εντός των ορίων που προσδιορίζονται στο άρθρο 2. Ωστόσο, εάν τα καταβληθέντα έξοδα θεωρηθούν υπερβολικά, ο ενδιαφερόμενος δεν μπορεί να απαιτήσει την επιστροφή τους».

    44 Επομένως, το Πρωτοδικείο, κρίνοντας ότι η ειδική εισφορά αποσκοπεί στη χρηματοδότηση των κινδύνων τους οποίους αντιμετωπίζουν ειδικώς οι υπάλληλοι που είναι τοποθετημένοι σε τρίτη χώρα, δεν εφάρμοσε εσφαλμένως την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων ούτε πλανήθηκε περί την αιτιολογία. Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    IV - Τα δικαστικά έξοδα

    45 Σύμφωνα με το άρθρο 70 του Κανονισμού Διαδικασίας, ο γενικός κανόνας στις διαφορές μεταξύ των κοινοτικών οργάνων και των υπαλλήλων τους είναι ότι τα όργανα φέρουν τα έξοδά τους. Ωστόσο, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 122 του εν λόγω κανονισμού, ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται επί των αναιρέσεων, εκτός αν ασκούνται από τα θεσμικά όργανα. Επομένως, πρέπει να γίνει εφαρμογή του γενικού κανόνα του άρθρου 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα έξοδα της αναιρέσεως.

    Πρόταση

    46 Κατόπιν των ανωτέρω παρατηρήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο:

    1) να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως,

    2) να καταδικάσει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα.

    (1) - ΕΕ L 286, σ. 3.

    (2) - Απόφαση της Επιτροπής δημοσιευθείσα στις Διοικητικές Πληροφορίες, αριθ. 642, της 17ης Σεπτεμβρίου 1990.

    (3) - Τα οποία διευκρινίζουν ότι η αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου περιορίζεται σε νομικά ζητήματα και πρέπει να αναφέρει επακριβώς τα επικρινόμενα στοιχεία της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν ειδικώς την αίτηση αυτή.

    (4) - Βλ., για παράδειγμα, τη διάταξη της 26ης Σεπτεμβρίου 1994, C-26/94 P, X κατά Επιτροπής (Συλλογή 1994, σ. Ι-4379, σκέψεις 11 και 12).

    (5) - Βλ., για παράδειγμα, τη διάταξη της 26ης Απριλίου 1993, C-244/92 P, Kupka-Floridi κατά ΟΚΕ (Συλλογή 1993, σ. Ι-2041, σκέψεις 9 έως 11).

    (6) - Βλ., σ' αυτό το πνεύμα, το άρθρο των Jολl Rideau και Fabrice Picod: «Le pourvoi sur les questions de droit», Revue du marchι commun et de l'Union europιenne, αριθ. 392, Νοέμβριος 1995, σ. 594· επίσης το σημείο 3 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Van Gerven στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 1991, C-145/90 P, Costacurta κατά Επιτροπής (Συλλογή 1991, σ. Ι-5449).

    (7) - Βλ. μεταξύ άλλων, την απόφαση της 19ης Ιουνίου 1992, C-18/91 P, V. κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή 1992, σ. Ι-3997, σκέψη 21).

    (8) - Βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 12ης Ιουνίου 1958, 2/57, Compagnie des Hauts fourneaux de Chasse κατά Ανωτάτης Αρχής (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 231): «(...) η άποψη του Δικαστηρίου είναι ότι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της προβολής νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης και, αφετέρου, της προβολής ορισμένων νέων επιχειρημάτων. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο θεωρεί ότι η προσφεύγουσα δεν προέβαλε νέους ισχυρισμούς και ότι απλώς ανέπτυξε εκείνους που περιείχε η προσφυγή της χρησιμοποιώντας ορισμένα επιχειρήματα, μερικά από τα οποία υποβλήθηκαν το πρώτον με το υπόμνημα απαντήσεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, τίποτα δεν εμποδίζει την εκ μέρους του Δικαστηρίου εξέταση των επιχειρημάτων αυτών».

    (9) - Βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 1994, C-76/93 P, Scaramuzza κατά Επιτροπής (Συλλογή 1994, σ. Ι-5173, σκέψη 18).

    (10) - Βλ., για παράδειγμα, την απόφαση της 7ης Μαου 1992, C-70/91 P, Συμβούλιο κατά Brems, όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι τα άρθρα των ΓΕΔ δεν μπορούσαν ούτε να περιορίζουν το πεδίο εφαρμογής μιας διατάξεως του ΚΥΚ ούτε να στερούν την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή από τη δυνατότητα να ασκεί την εξουσία εκτιμήσεως (Συλλογή 1992, σ. Ι-2973, σκέψη 16).

    (11) - Βλ. σημείο 17 των προτάσεών μου.

    (12) - Συλλογή 1993, σ. Ι-6965.

    (13) - Σκέψη 23.

    (14) - Σκέψη 24.

    (15) - Σημεία 59 έως 63 των προτάσεών του.

    (16) - Πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 3019/87.

    (17) - Σκέψη 23.

    (18) - Ibidem, σκέψη 22.

    (19) - Προπαρατεθείσα απόφαση Pincherle κατά Επιτροπής, σκέψη 26.

    Top