Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61989CJ0227

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 7ης Φεβρουαρίου 1991.
    Ludwig Rönfeldt κατά Bundesversicherungsanstalt für Angestellte.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Sozialgericht Stuttgart - Γερμανία.
    Κοινωνική ασφάλιση - Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 - Ασφαλιστικά δικαιώματα που έχουν κτηθεί σε κράτος μέλος πριν την προσχώρησή του στις Κοινότητες.
    Υπόθεση C-227/89.

    Συλλογή της Νομολογίας 1991 I-00323

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1991:52

    ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

    στην υπόθεση C-227/89 ( *1 )

    Ι — Πραγματικά περιστατικά και κανονιστικό πλαίσιο

    1. Ιστορικό της διαφοράς

    Ο Rönfeldt, προσφεύγων της κύριας δίκης, είναι Γερμανός υπήκοος και κατοικεί στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, όπου κατέβαλε εισφορές, στο πλαίσιο του γερμανικού συνταξιοδοτικού συστήματος από το 1941 μέχρι τους πρώτους μήνες του έτους 1957. Εργαζόταν τότε ως υπάλληλος μιας θυγατρικής εταιρίας δανικής επιχειρήσεως στο Αμβούργο. Κατόπιν, και μέχρι το 1971, εργάστηκε στη μητρική εταιρία στην Κοπεγχάγη, κατά το διάστημα δε της εκεί εργασίας του κατέβαλε εισφορές στο δανικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως. Κατόπιν εργάστηκε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, στον δημόσιο τομέα, υποκείμενος στην υποχρεωτική ασφάλιση.

    Ήδη πριν επανακάμψει, αλλά και κατόπιν, από το έτος 1983, ο Rönfeldt επεχείρησε να τακτοποιήσει την ασφαλιστική του κατάσταση, και ιδίως να ρυθμίσει το πρόβλημα του συνυπολογισμού των περιόδων ασφαλίσεως που είχε συμπληρώσει στη Δανία. Σκοπός των ενεργειών του ήταν να επωφεληθεί από τη δυνατότητα που του έδιδε η εσωτερική γερμανική νομοθεσία να ζητήσει πρόωρη συνταξιοδότηση στην ηλικία των 63 ετών. Αυτό, ωστόσο, δεν μπόρεσε να το επιτύχει διότι κατά την άποψη του καθού της κύριας δίκης (του Bundesversicherungsanstalt für Angestellte ), ακόμα και μετά την έναρξη της ισχύος του κανονισμού 1408/71, σε ό,τι αφορά το Βασίλειο της Δανίας, οι καταβληθείσες στη Δανία εισφορές δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό των γερμανικών συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του αιτούντος παρά μόνο εφόσον ο τελευταίος έχει συμπληρώσει το γενικό και νόμιμο όριο ηλικίας που προβλέπει η δανική νομοθεσία, δηλαδή το 67ο έτος της ηλικίας του.

    Για τον λόγο αυτό ο Rönfeldt προσέφυγε ενώπιον του Sozialgericht Stuttgart ζητώντας να αναγνωριστεί ότι δικαιούται να χρησιμοποιήσει τη δυνατότητα που του παρέχει η γερμανική νομοθεσία για πρόωρη συνταξιοδότηση, καθόσον οι περίοδοι ασφαλίσεως που συμπλήρώσε στη Δανία πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό της πρόωρης γερμανικής συντάξεως του.

    Στο πλαίσιο της κύριας δίκης ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι έχουν στην περίπτωση του εφαρμογή οι ευεργετικές ρυθμίσεις της συμβάσεως περί κοινωνικής ασφαλίσεως που έχει συναφθεί μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και του Βασιλείου της Δανίας στις 14 Αυγούστου 1953. Κατά τη σύμβαση αυτή, οι περίοδοι ασφαλίσεως που συμπληρώθηκαν στη Δανία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνο για τη συμπλήρωση της περιόδου αναμονής, αλλά και για τον υπολογισμό του ύψους της συντάξεως. Δεν έχει σχετικώς σημασία το γεγονός ότι η γερ-μανοδανική σύμβαση του 1953 αντικαταστάθηκε με τον κανονισμό 1408/71 μετά την 1η Απριλίου 1973, ημερομηνία προσχωρήσεως της Δανίας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, καθόσον ο κανονισμός αυτός δεν έχει εφαρμογή ως προς την περίοδο ασφαλίσεως που συμπλήρωσε ο προσφεύγων πριν από την εν λόγω ημερομηνία.

    Το καθού υποστηρίζει ότι οι περίοδοι ασφαλίσεως που συμπληρώθηκαν στη Δανία μπορούν να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό της περιόδου αναμονής και των προϋποθέσεων για τη θεμελίωση δικαιώματος συνταξιοδοτήσεως, όχι όμως για τον υπολογισμό του ύψους της συντάξεως. Ο προσφεύγων δεν μπορεί να επικαλεστεί τη σύμβαση που είχε συναφθεί μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και του Βασιλείου της Δανίας διότι, κατά τα άρθρα 5 και 6 του κανονισμού 3 ή — σήμερα — κατά τα άρθρα 6 και 7 του κανονισμού 1408/71, οι κοινοτικοί κανονισμοί περί κοινωνικής ασφαλίσεως έχουν αντικαταστήσει τις συμβάσεις περί κοινωνικής ασφαλίσεως που είχαν συναφθεί μεταξύ κρατών μελών, χωρίς να προβλέπεται καμία εξαίρεση.

    Ως προς το νομικό μέρος της υποθέσεως, το Sozialgericht θεωρεί, καταρχάς, ότι το κοινοτικό δίκαιο έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση μολονότι ο προσφεύγων επανέκαμψε στη χώρα καταγωγής του πριν από την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας στην Κοινότητα. Διερωτάται, κατόπιν, κατά πόσο προστατεύονται τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που είχε αποκτήσει ο προσφεύγων πριν τεθεί σε ισχύ η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση. Για τον λόγο αυτό ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει το άρθρο 94 του κανονισμού 1408/71, ώστε να μπορέσει να κρίνει αν τα παλαιά συνταξιοδοτικά δικαιώματα, που έχουν κτηθεί πριν από την προσχώρηση ενός κράτους μέλους στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες υπόκεινται στο σύστημα του κράτους απασχολήσεως ή του κράτους καταγωγής, δεδομένου ότι τα κράτη μέλη έχουν καθορίσει διαφορετικά όρια ηλικίας για τη συνταξιοδότηση λόγω γήρατος.

    Το Sozialgericht παρατηρεί, επίσης, ότι καταβάλλοντος εισφορές ο προσφεύγων απέκτησε συνταξιοδοτικά δικαιώματα στο πλαίσιο του συνταξιοδοτικού συστήματος του κράτους υποδοχής. Παράλληλα απέκτησε δικαιώματα βάσει της νομοθεσίας του κράτους καταγωγής, δεδομένου ότι εργάστηκε στο κράτος αυτό πριν εργαστεί στο κράτος υποδοχής αλλά και μετά την παραμονή του στο κράτος υποδοχής. Τα δικαιώματα αυτά, υποστηρίζει, καλύπτονται από τη συνταγματική εγγύηση της προστασίας του δικαιώματος ιδιοκτησίας, κατά την έννοια του άρθρου 14 του γερμανικού Θεμελιώδους Νόμου. Για τους λόγους αυτούς το Sozialgericht ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί, λαμβάνοντας υπόψη τις κατά το κοινοτικό δίκαιο εγγυήσεις δικαιώματος ιδιοκτησίας, ως προς τη θεμελίωση και την έκταση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που έχουν κτηθεί στα δύο κράτη μέλη.

    Κατά συνέπεια, το Sozialgericht αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    « Είναι οι συνδυασμένες διατάξεις του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 και του άρθρου 25 του Angestelltenversicherungsgesetz ( νόμου περί ασφαλίσεως των υπαλλήλων) σύμφωνες προς το άρθρο 48, παράγραφος 2, και το άρθρο 51 της Συνθήκης ΕΟΚ; »

    2. Κανονιστικό πλαίοιο

    Κατά το άρθρο 25 του νόμου περί ασφαλίσεως των υπαλλήλων του « Angestelltenversicherungsgesetz » ( στο εξής: AVG ):

    « 1)

    Χορηγείται, κατόπιν αιτήσεως, σύνταξη γήρατος στον ασφαλισμένο ο οποίος έχει συμπληρώσει το 63ο έτος της ηλικίας του (... ) εφόσον έχει συμπληρωθεί η προβλεπόμενη στην παράγραφο 7, πρώτη φράση, περίοδος αναμονής.

    (...)

    7)

    (...) η περίοδος αναμονής ολοκληρώνεται εφόσον έχει συμπληρωθεί περίοδος ασφαλίσεως 35 ετών που περιλαμβάνει τουλάχιστον 180ημερολογιακούς μήνες (... ) »

    Η σύμβαση περί κοινωνικής ασφαλίσεως που έχει συναφθεί μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και του Βασιλείου της Δανίας, στις 14 Αυγούστου 1953, και η οποία ίσχυε κατά την περίοδο που ο προσφεύγων είχε εγκατασταθεί στη Δανία, προέβλεπε ότι οι Γερμανοί που κατοικούν στη Δανία και έχουν συμπληρώσει περιόδους ασφαλίσεως στη Γερμανία μπορούν να ζητήσουν να ληφθούν υπόψη, κατά τον υπολογισμό της γερμανικής συντάξεως, οι περίοδοι κατοικίας τους στη Δανία μέχρι του ανωτάτου ορίου των 15 ετών.

    Στο άρθρο 17, παράγραφος 1, εδάφιο 1, σημείο β, ορίζεται ότι:

    « 1)

    Οι συντάξεις που πρόκειται να χορηγηθούν βάσει του γερμανικού συστήματος συνταξιοδοτήσεως, κατά τις διατάξεις του άρθρου 16, υπολογίζονται ως εξής:

    1.

    (...)

    2.

    (...)

    β)

    για τις περιόδους κατοικίας στη Δανία, βάσει των μέσων αποδοχών που θα ελάμβανε ο ενδιαφερόμενος εάν ασκούσε ανάλογη δραστηριότητα στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ή, στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος δεν έχει ασκήσει στη Δανία δραστηριότητα υποκείμενη σε ασφάλιση δυνάμει της γερμανικής νομοθεσίας, βάσει ενός μέσου ετησίου εισοδήματος καθοριζομένου με κοινή συμφωνία των συμβαλλομένων κρατών. »

    Μετά την προσχώρηση της Δανίας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, από 1ης Απριλίου 1973, η προβλεπόμενη στον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 1408/71 κανονιστική ρύθμιση αντικατέστησε τη γερμανοδανική σύμβαση.

    Στο άρθρο 94, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού ορίζεται ότι:

    « Κάθε περίοδος ασφαλίσεως, καθώς και, κατά περίπτωση, κάθε περίοδος απασχολήσεως ή κατοικίας, η οποία πραγματοποιήθηκε υπό τη νομοθεσία κράτους μέλους προ της 1ης Οκτωβρίου 1972 ή προ της ημερομηνίας εφαρμογής του παρόντος κανονισμού στο έδαφος του κράτους μέλους αυτού λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό των δικαιωμάτων που γεννώνται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού. »

    Στο άρθρο 6 του ιδίου κανονισμού ορίζεται ότι:

    « Στο πλαίσιο του προσωπικού και του καθ' ύλη πεδίου εφαρμογής του ο παρών κανονισμός αντικαθιστά, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 7, 8 και 46, παράγραφος 4, οποιαδήποτε σύμβαση κοινωνικής ασφαλίσεως που συνδέει:

    α)

    είτε αποκλειστικά δύο ή περισσότερα κράτη μέλη (... ) »

    Στο παράρτημα III του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71, στο οποίο περιλαμβάνονται οι διατάξεις των συμβάσεων περί κοινωνικής ασφαλίσεως οι οποίες εξακολουθούν να εφαρμόζονται παρά το άρθρο 6 του κανονισμού δεν αναφέρονται, στο σημείο 10, σε ό,τι αφορά τη Δανία και τη Γερμανία, ούτε το άρθρο 16 ούτε το άρθρο 17 της προαναφερθείσας σύμβασης.

    3. άιαοικαοία

    Η Διάταξη του Sozialgericht Stuttgart πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 18 Ιουλίου 1989.

    Κατά το άρθρο 20 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου, κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις ο Rönfeldt, προσφεύγων της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενος από τον δικηγόρο Στουτγάρδης Α. Klinger, το Bundesversicherungsanstalt für Angestellte, καθού της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενο από τον Μ. Herrmann, το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενο από την Μ. Arpio, και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την Κ. Banks και τον Β. Schulte.

    Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων αποφάσισε, επίσης, να αναθέσει την εκδίκαση της υποθέσεως στο έκτο τμήμα.

    Το Δικαστήριο, με απόφαση της 4ης Ιουλίου 1990, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 95, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού διαδικασίας, αποφάσισε να αναθέσει την εκδίκαση της υποθέσεως στο έκτο τμήμα.

    II — Σύνοψη των γραπτών παρατηρήσεων που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο

    1.

    Ο Rönfeldt, προσφεύγων της κύριας δίκης, ισχυρίζεται, πρώτον, ότι τα δικαιώματα συνταξιοδοτήσεως που απέκτησε στη Δανία πρέπει να ληφθούν υπόψη, για προσαύξηση του ποσού της συντάξεως, βάσει της νομικής καταστάσεως του κατά την περίοδο κατά την οποία κατοικούσε στη Δανία. Τονίζει ότι εργάστηκε 15 περίπου έτη στη Δανία διότι, κοντά στα άλλα, είχε την ελπίδα ότι θα μπορέσει έτσι να αυξήσει το ποσό της γερμανικής του συντάξεως. Αυτή, όπως τονίζει, ήταν η εφαρμοστέα τότε νομοθετική ρύθμιση, μέχρι τον Ιανουάριο του 1971 που επέστρεψε, που επήγαζε από τη γερμανοδανική σύμβαση περί κοινωνικής ασφαλίσεως.

    Υποστηρίζει, επίσης, ότι για την περίοδο μεταξύ του 63ου και του 67ου έτους της ηλικίας του, και σύμφωνα με την άποψη που υποστηρίζει το καθού, θα έχανε κάθε δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως για τα τέσσερα αυτά έτη, σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα που απέκτησε στη Δανία, δεδομένου ότι η δανική σύνταξη καταβάλλεται μόνο εφόσον ο μισθωτός έχει συμπληρώσει το 67ο έτος της ηλικίας του, οι δε περίοδοι ασφαλίσεως που συμπλήρωσε στη Δανία δεν αναγνωρίζονται από το γερμανικό σύστημα ασφαλίσεως γήρατος, ώστε να αυξηθεί το ποσό της συντάξεως. Η λύση αυτή τον περιάγει, κατά τρόπο απαράδεκτο, σε πολύ δυσμενέστερη θέση από άλλους δικαιούχους συντάξεως, οι οποίοι συνταξιοδοτήθηκαν πριν την 1η Απριλίου 1973 και οι οποίοι είχαν επίσης συμπληρώσει περιόδους εισφοράς στη Δανία.

    Ο Rönfeldt διατυπώνει, εξάλλου, αμφιβολίες ως προς το αν ο κανονισμός 1408/71 έχει εφαρμογή στην περίπτωση του, καθόσον κατά τον εν λόγω κανονισμό, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ από 1ης Απριλίου 1973, δεν λαμβάνονται υπόψη παρά μόνο περίοδοι ασφαλίσεως που συμπληρώθηκαν μετά την ημερομηνία αυτή.

    2.

    Το Bundesversicherungsanstallt får Angestellte, καθού της κύριας δίκης, τονίζει, καταρχάς, ότι οι περίοδοι εισφοράς στη Δανία που επικαλείται ο προσφεύγων δεν συνιστούν περιόδους ασφαλίσεως δυνάμενες να συνυπολογιστούν κατά την έννοια του άρθρου 27 του AVG. Δεν μπορούν, επίσης, κατά το καθού ταμείο, να ληφθούν υπόψη βάσει του κανονισμού 1408/71, καθόσον ο εν λόγω κανονισμός δεν προβλέπει συνυπολογισμό περιόδων εισφοράς που έχουν συμπληρωθεί στην αλλοδαπή, με περιόδους εισφοράς που έχουν συμπληρωθεί στην ημεδαπή, για την προσαύξηση του ποσού της συντάξεως, στο πλαίσιο του υπολογισμού μιας συντάξεως κατά την εσωτερική νομοθεσία. Διευκρινίζει ακόμη ότι οι περίοδοι ασφαλίσεως που έχουν συμπληρωθεί σε διάφορα κράτη μέλη συνυπολογίζονται μόνο ως προς τη θεμελίωση δικαιώματος παροχής.

    Αμφισβητεί, επίσης, τους ισχυρισμούς που στηρίζει ο προσφεύγων στο άρθρο 17 της γερμα-νοδανικής συμφωνίας περί κοινωνικής ασφαλίσεως, το οποίο προβλέπει ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι περίοδοι ασφαλίσεως που έχουν συμπληρωθεί στη Δανία, για τον υπολογισμό της γερμανικής συντάξεως ή για την προσαύξηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του ενδιαφερομένου. Ισχυρίζεται, σχετικώς, ότι η προαναφερθείσα γερμανοδανική συμφωνία δεν έχει πλέον εφαρμογή, λόγω του κανόνα του άρθρου 6 του κανονισμού 1408/71, και τούτο παρά το γεγονός ότι κατά την εν λόγω συμφωνία ο προσφεύγων θα μπορούσε να λάβει παροχή μεγαλύτερη από εκείνη που δικαιούται να ζητήσει κατά τον κανονισμό.

    Ο καθού οργανισμός θεωρεί, εξάλλου, ότι η αίτηση που υπέβαλε το Sozialgericht για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως δεν περιέχει ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου που να μπορεί να υποβληθεί στο Δικαστήριο. Αντιθέτως, η πρόθεση που υποκρύπτει η αίτηση αυτή — δηλαδή η συμπλήρωση του κανονισμού 1408/71 με έναν κανόνα που να απλουστεύει το ζήτημα των συντάξεων γήρατος — δεν μπορεί να επιδιωχθεί με τη διαδικασία της προδικαστικής παραπομπής της στηριζόμενης στο άρθρο 177 της Συνθήκης.

    3.

    Κατά την άποψη του Συμβουλίου, τα ζητήματα που θέτει το εθνικό δικαστήριο αφορούν είτε την ερμηνεία ορισμένων διατάξεων του κανονισμού 1408/71 είτε τον έλεγχο της συμφωνίας μιας εθνικής νομοθετικής ρυθμίσεως με το κοινοτικό δίκαιο και, ιδίως, με τα άρθρα 48 έως 51 της Συνθήκης και με τον προαναφερθέντα κανονισμό.

    Το Συμβούλιο τονίζει, καταρχάς, ότι το εθνικό δικαστήριο διατυπώνει αμφιβολίες ως προς τη συμφωνία με το κονοτικό δίκαιο των διατάξεων εκείνων της εθνικής νομοθεσίας οι οποίες καθορίζουν διαφορετικά όρια ηλικίας για τη χορήγηση των παροχών που απορρέουν από το σύστημα ασφαλίσεως γήρατος ενός κράτους μέλους. Το εθνικό δικαστήριο, παρατηρεί το Συμβούλιο, δεν κάνει καμία μνεία για παρόμοιες αμφιβολίες ως προς τη συμφωνία του κανονισμού 1408/71 με τις διατάξεις της Συνθήκης.

    Το Συμβούλιο τονίζει ότι δεν αντιλαμβάνεται πώς οι αμφιβολίες αυτές που εκφράζει το εθνικό δικαστήριο ως προς τη συμφωνία των συγκεκριμένων διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας με το κοινοτικό δίκαιο θα μπορούσαν να οδηγήσουν το δικαστήριο αυτό να αμφισβητήσει το κύρος του κανονισμού 1408/71. Παρατηρεί, σχετικώς, ότι ο εν λόγω κανονισμός, ο οποίος θεσπίστηκε βάσει του άρθρου 51, αποβλέπει στον συντονισμό και όχι στην εναρμόνιση των εθνικών νομοθετικών διατάξεων περί κοινωνικής ασφαλίσεως. Στηριζόμενο στη νομολογία του Δικαστηρίου, το Συμβούλιο τονίζει ότι το άρθρο 51 δέχεται την ύπαρξη διαφορών μεταξύ των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών.

    Το Συμβούλιο αναφέρεται, κατόπιν, στο αίτημα που διατυπώνει το εθνικό δικαστήριο προς το Δικαστήριο να ερμηνεύσει το άρθρο 94 του κανονισμού 1408/71 και να αποφανθεί, σε σχέση με την κατά το κοινοτικό δίκαιο διασφάλιση του ιδιοκτησίας, ως προς τη βάση και την έκταση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που έχουν κτηθεί σε δύο διαφορετικά κράτη μέλη. Κατά το Συμβούλιο, κανένα από τα δύο αυτά ερωτήματα δεν αφορά το κύρος του κανονισμού 1408/71 σε σχέση με τη Συνθήκη.

    Τέλος, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι δεν αντιλαμβάνεται κατά πόσον η συμφωνία του κανονισμού 1408/71 με τη Συνθήκη, όπως αυτή εκτίθεται στη Διάταξη παραπομπής, θα μπορούσε να αμφισβητηθεί, καθόσον δεν εναπόκειται σ' αυτό να αποφανθεί ως προς τη συμφωνία διατάξεως της εθνικής νομοθεσίας με το κοινοτικό δίκαιο.

    4.

    Κατά την άποψη της Επιτροπής, το ζήτημα που τίθεται στην παρούσα υπόθεση είναι αν το κοινοτικό δίκαιο προβλέπει συνυπολογισμό περιόδων ασφαλίσεως που έχουν συμπληρωθεί στη Δανία και εισφορών που έχουν καταβληθεί στη χώρα αυτή, για την πρόωρη χορήγηση γερμανικής συντάξεως γήρατος.

    Η Επιτροπή διατυπώνει, καταρχάς, την παρατήρηση ότι, μολονότι οι διάδικοι συμφωνούν ότι οι περίοδοι που συμπληρώθηκαν στη Δανία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όταν εξετάζεται η κτήση και η διατήρηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του προσφεύγοντος, ωστόσο διαφωνούν ως προς το αν οι περίοδοι που συμπληρώθηκαν στη Δανία πρέπει, επίσης, να λαμβάνονται υπόψη στη Γερμανία για την προσαύξηση της συντάξεως γήρατος, δηλαδή κατά τον υπολογισμό του ποσού της εν λόγω συντάξεως.

    Η Επιτροπή τονίζει, κατόπιν, ότι τα άρθρα 16 και 17 της γερμανοδανικής συμβάσεως περί κοινωνικής ασφαλίσεως προέβλεπαν ότι οι Γερμανοί που έχουν συμπληρώσει περιόδους κατοικίας στη Δανία και περιόδους ασφαλίσεως στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δικαιούνται να ζητήσουν τον συνυπολογισμό των περιόδων που συμπλήρωσαν στη Δανία κατά τον υπολογισμό της γερμανικής συντάξεως γήρατος.

    Η Επιτροπή επικαλείται, εξάλλου, τους κανόνες του άρθρου 45 του κανονισμού 1408/71 περί συνυπολογισμού των περιόδων ασφαλίσεως ή κατοικίας που συμπλήρωσαν οι εργαζόμενοι σε άλλα κράτη μέλη. Οι διατάξεις αυτές, διευκρινίζει η Επιτροπή, διασφαλίζουν υπέρ των εργαζομένων οι οποίοι διακινούνται εντός της Κοινότητας, κατά τις επιταγές του άρθρου 51 της Συνθήκης, τον συνυπολογισμό των περιόδων ασφαλίσεως που συμπλήρωσαν στα διάφορα κράτη μέλη, όσον αφορά την κτήση και τη διατήρηση συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. Οι περίοδοι αναμονής — όπως αυτές που προβλέπει το άρθρο 25 της AVG — μπορούν, κατά την άποψη της Επιτροπής, να συμπληρωθούν υπό μορφή περιόδων ασφαλίσεως που ο εργαζόμενος συμπλήρωσε εκτός της χώρας καταγωγής του. Αντιθέτως, οι περίοδοι ασφαλίσεως ή κατοικίας δεν έχουν, κατά την άποψη της, επιπτώσεις επί των συστατικών στοιχείων της συντάξεως που δεν αποτελούν προϋποθέσεις για την κτήση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, όπως, ιδίως, το ποσό της συντάξεως.

    Προς επίλυση του τελευταίου αυτού ζητήματος πρέπει, κατά την άποψη της Επιτροπής, να ληφθεί υπόψη το άρθρο 6, στοιχείο α, του κανονισμού 1408/71, κατά το οποίο η ρύθμιση που προβλέπει αντικαθιστά, εντός του πεδίου της προσωπικής και καθ' ύλην εφαρμογής του, τις συμβάσεις περί κοινωνικής ασφαλίσεως που είχαν συναφθεί μεταξύ κρατών μελών. Κατά την Επιτροπή, οι διατάξεις του άρθρου αυτού είναι σαφείς και δεσμευτικές, καθόσον δεν περιέχουν επιφυλάξεις· στην προκειμένη περίπτωση αυτό δεν συμβαίνει σχετικά με το άρθρο 17 της γερμανοδανικής συμβάσεως περί κοινωνικής ασφαλίσεως. Τη διάταξη αυτή αντικατέστησαν, όπως διευκρινίζει η Επιτροπή, κοινοτικοί κανόνες, ακόμα και για τις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες, βάσει αυτής, ο προσφεύγων θα μπορούσε να διεκδικήσει οφέλη μεγαλύτερα από εκείνα που του παρέχει ο κανονισμός 1408/71.

    Η Επιτροπή τονίζει ότι υπ' αυτό το πρίσμα το Sozialgericht ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί αν ο κανονισμός 1408/71 είναι σύμφωνος προς το πρωτογενές και ιεραρχικώς υπέρτερο κοινοτικό δίκαιο. Η Επιτροπή τονίζει, σχετικώς, ότι κατά το άρθρο 51 της Συνθήκης οι κοινοτικές διατάξεις περί κοινωνικής ασφαλίσεως — οι κανονισμοί 1408/71 και 574/72 — έχουν ακριβώς ως σκοπό να « διασφαλίσουν » την υπεροχή του κοινοτικού δικαίου κατά τον συντονισμό των εθνικών νομοθετικών διατάξεων των κρατών μελών στον κοινωνικό τομέα, σε σχέση με τα ίδια αυτά κράτη μέλη και να αντικαταστήσουν με μια κοινοτική κανονιστική ρύθμιση τις διάφορες συμβάσεις που είχαν συνάψει μεταξύ τους τα κράτη μέλη. Κατά συνέπεια, προσθέτει η Επιτροπή, η μη εφαρμογή των συμβάσεων που είχαν συναφθεί μεταξύ κρατών μελών, λόγω της εφαρμογής των κανονισμών της Κοινότητας, είναι σύμφωνη με το γράμμα και το πνεύμα των άρθρων 48 έως 51 της Συνθήκης ΕΟΚ.

    Η Επιτροπή τονίζει, κατόπιν, ότι στην απόφαση του της 13ης Οκτωβρίου 1976, Saieva (32/76, Sig. 1976, σ. 1523), το Δικαστήριο τόνισε ότι οι μεταβατικές διατάξεις του κανονισμού 1408/71, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται το άρθρο 94, παράγραφος 5, στηρίζονται στην αρχή « ότι οι χορηγούμενες κατά τον κανονισμό 3 παροχές, που είναι υψηλότερες από τις χορηγούμενες βάσει του νέου κανονισμού παροχές, δεν θα μειωθούν (...) σκοπός της διατάξεως είναι να παράσχει στον ενδιαφερόμενο το δικαίωμα να ζητήσει, υπέρ αυτού, την αναθεώρηση των παροχών που είχαν εκκαθαριστεί κατά τον προηγούμενο κανονισμό ».

    Έχοντας υπόψη αυτή την απόφαση και σε σχέση με τη νομολογία, του Δικαστηρίου τη σχετική με τη μείωση των παροχών που χορηγούνται βάσει της εθνικής και μόνο νομοθεσίας, η Επιτροπή διερωτάται αν επιτυγχάνεται πράγματι ο σκοπός των άρθρων 48 έως 51 της Συνθήκης όταν, λόγω της θέσεως σε ισχύ του κανονισμού 1408/71, ο αιτών στερείται πλεονεκτήματα που θα ελάμβανε βάσει των διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας. Η Επιτροπή επικαλείται, σχετικώς, την απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 1975, Petroni (24/75, Sig. 1975, σ. 1149 ), στην οποία το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί ο σκοπός των άρθρων 48 έως 51 εάν, λόγω της ασκήσεως του δικαιώματος τους για ελεύθερη κυκλοφορία, οι εργαζόμενοι εστερούντο κοινωνικής φύσεως πλεονεκτήματα που αρύονται, εν πάση περιπτώσει, από μόνη τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους.

    Η Επιτροπή ισχυρίζεται, σχετικώς, ότι ακόμα και αν υποτεθεί ότι το άρθρο 51 της Συνθήκης πρέπει να διασφαλίζει τον συντονισμό των εθνικών συστημάτων σε περιορισμένη μόνο έκταση, ώστε να αποφεύγεται κάθε δυσμενής από πλευράς κοινωνικού δικαίου συνέπεια για τα πρόσωπα που διακινούνται στο εσωτερικό της Κοινότητας προκειμένου να ασκήσουν επαγγελματική δραστηριότητα και, παράλληλα, χωρίς να περιορίζονται τα οφέλη που απορρέουν από την ελεύθερη κυκλοφορία, ωστόσο, η αρχή αυτή δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί στην προκειμένη περίπτωση, καθόσον ο προσφεύγων δεν στερείται από κανένα δικαίωμα που είχε αποκτήσει βάσει μιας εθνικής νομοθετικής ρυθμίσεως.

    Κατά την Επιτροπή, η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση δεν θίγει, ως προς το ύψος τους, ούτε τα δικαιώματα που απέκτησε ο προσφεύγων στη Δανία, βάσει της δανικής νομοθεσίας, ούτε τα δικαιώματα που απέκτησε ο προσφεύγων στη Γερμανία, βάσει της γερμανικής νομοθεσίας. Ο συνυπολογισμός των περιόδων που συμπλήρωσε στη Δανία, τον οποίο ζητεί ο προσφεύγων, αποτελεί, κατά τη γνώμη του, πλεονέκτημα που δεν απορρέει ούτε από τη δανική μόνο νομοθεσία ούτε από τη γερμανική μόνο νομοθεσία, δηλαδή αποκλειστικά από τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους, αλλά απορρέει από μία έννομη προσδοκία η οποία δεν στηρίζεται στο κοινοτικό δίκαιο αλλά εξαρτάται αποκλειστικά από την εφαρμογή της γερμανοδανικής συμβάσεως περί κοινωνικής ασφαλίσεως.

    Η Επιτροπή τονίζει, εξάλλου, ότι δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως προς το αν η έννομη αυτή προσδοκία καλύπτεται από την προστασία του δικαιώματος ιδιοκτησίας στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας. Θεωρεί ότι εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να αποφαίνονται ως προς τη σχέση με το κοινοτικό δίκαιο νομικών καταστάσεων της εθνικής εννόμου τάξεως που απολαύουν της εγγυήσεως του συνταγματικού δικαίου, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου.

    Κατά συνέπεια, υπογραμμίζει η Επιτροπή, το κοινοτικό δίκαιο δεν διασφαλίζει καμία έννομη κατάσταση απορρέουσα από τις συμβάσεις περί κοινωνικής ασφαλίσεως που έχουν συναφθεί μεταξύ κρατών μελών και είχαν εφαρμογή πριν τεθεί σε ισχύ η σχετική με το θέμα αυτό κοινοτική κανονιστική ρύθμιση.

    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή προτείνει στο Δικαστήριο να δώσει την ακόλουθη απάντηση στο παραπέμπον δικαστήριο:

    « Κατά τα άρθρα 6 και 7 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71, ο εν λόγω κανονισμός αντικατέστησε τις συμβάσεις περί κοινωνικής ασφαλίσεως που είχαν συναφθεί μεταξύ κρατών μελών. Η αρχή αυτή είναι επιτακτική και δεν επιδέχεται καμία εξαίρεση, ακόμα και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η εφαρμογή μιας συμβάσεως συνεπάγεται για πρόσωπο που εμπίπτει στις διατάξεις του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 πλεονεκτήματα μεγαλύτερα από εκείνα που απορρέουν από τον εν λόγω κανονισμό. »

    Μ. Diez de Velasco

    εισηγητής δικαστής


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Top

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (έκτο τμήμα)

    της 7ης Φεβρουαρίου 1991 ( *1 )

    Στην υπόθεση C-227/89,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Sozialgericht Stuttgart προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    Ludwig Rönfeldt, κατοίκου Στουτγάρδης,

    και

    Bundesversicheningsanstalt für Angestellte, με έδρα το Βερολίνο,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73 ),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους G. F. Mancini, Πρόεδρο του έκτου τμήματος, Τ. F. O'Higgins, Μ. Diez de Velasco, Κ. Ν. Κακούρη, F. Α. Schockweiler, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: Μ. Darmon

    γραμματέας: Μ. V. Di Bucci, υπάλληλος διοικήσεως,

    λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    ο Rönfeldt, προσφεύγων της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενος από τον δικηγόρο Στουτγάρδης Α. Klinger,

    το Bundesversicherungsanstalt für Angestellte, καθού της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενο από τον Τ. Herrmann, Leitender Verwaltungsdirektor,

    το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενο από τη Μ. Arpio, υπάλληλο διοικήσεως στη νομική υπηρεσία,

    η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την Κ. Banks, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, επικουρούμενη από τον Β. Schulte, του Max-Planck-Institut für ausländisches und internationales Sozialrecht,

    έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

    αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις του Bundesversicherungsanstalt, εκπροσωπουμένου από τον Holger Möbius, Verwaltungsoberrat, του Συμβουλίου, εκπροσωπουμένου από τον R. Frohn, μέλος της νομικής του υπηρεσίας, και τη Μ. Arpio, και της Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον Β. Schulte, κατά τη συνεδρίαση της 25ης Οκτωβρίου 1990,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 12ης Δεκεμβρίου 1990,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με Διάταξη της 9ης Φεβρουαρίου 1989, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 18 Ιουλίου 1989, το Sozialgericht Stuttgart υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία των διατάξεων του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73 ), και των άρθρων 48, παράγραφος 2, και 51 της Συνθήκης ΕΟΚ.

    2

    Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Rönfeldt και του Bundesversicherungsanstalt für Angestellte (Ομοσπονδιακού Ταμείου Ασφαλίσεως Υπαλλήλων ) σχετικής με τον υπολογισμό της συντάξεως γήρατος.

    3

    Ο Rönfeldt, γερμανός υπήκοος, κάτοικος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, κατέβαλε εισφορές, στο πλαίσιο του γερμανικού συστήματος ασφαλίσεως για συντάξεις γήρατος, από το 1941 έως το 1957. Εργάστηκε κατόπιν στη Δανία μέχρι το 1971, περίοδο κατά την οποία κατέβαλε εισφορές στο δανικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως. Από του έτους αυτού εργάστηκε στη Γερμανία και υπήχθη στο σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως.

    4

    Όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η ηλικία συνταξιοδοτήσεως δεν είναι ίδια στη Δανία και στη Γερμανία. Στο πρώτο από τα κράτη αυτά, η ηλικία συνταξιοδοτήσεως είναι το 67ο έτος, ενώ στο δεύτερο, το 65ο έτος με δυνατότητα πρόωρης συνταξιοδοτήσεως στο 63ο έτος. Πράγματι, κατά το άρθρο 25 του Angestelltenversicherungsgesetz ( νόμου περί συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως των υπαλλήλων ):

    « 1)

    Χορηγείται, κατόπιν αιτήσεως, σύνταξη γήρατος στον ασφαλισμένο ο οποίος έχει συμπληρώσει το 63ο έτος της ηλικίας του (... ) εφόσον έχει συμπληρωθεί η προβλεπόμενη στην παράγραφο 7, πρώτη φράση, περίοδος αναμονής.

    (...)

    7)

    (...) η περίοδος αναμονής ολοκληρώνεται εφόσον έχει συμπληρωθεί περίοδος ασφαλίσεως 35 ετών που περιλαμβάνει τουλάχιστον 180ημερολογιακούς μήνες

    (...)»

    5

    Λίγο πριν συμπληρώσει την ηλικία των 63 ετών ο Rönfeldt προέβη στις απαιτούμενες ενέργειες προκειμένου να του επιτραπεί η πρόωρη συνταξιοδότηση, όπως προβλέπει η γερμανική νομοθεσία. Ωστόσο, οι ενέργειες του αυτές δεν τελεσφόρησαν διότι, κατά το Ομοσπονδιακό Ταμείο Ασφαλίσεως Υπαλλήλων, οι εισφορές που είχε καταβάλει στη Δανία δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό της συντάξεως που δικαιούται στη Γερμανία πριν ο αιτών συμπληρώσει το γενικό και νόμιμο όριο ηλικίας που προβλέπει η δανική νομοθεσία, δηλαδή το 67ο έτος της ηλικίας του.

    6

    Ο Rönfeldt προσέβαλε την απόφαση αυτή ενώπιον του Sozialgericht Stuttgart ισχυριζόμενος ότι, ανεξαρτήτως της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως που προβλέπει η δανική νομοθεσία, οι περίοδοι εισφορών που είχε συμπληρώσει στη Δανία πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό της γερμανικής συντάξεως. Προς στήριξη του επιχειρήματος του αυτού επικαλέστηκε τη σύμβαση περί κοινωνικής ασφαλίσεως που συνάφθηκε μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και του Βασιλείου της Δανίας στις 14 Αυγούστου 1953 και προέβλεπε ότι οι συμπληρούμενες στη Δανία περίοδοι ασφαλίσεως λαμβάνονται υπόψη όχι μόνο για τη συμπλήρωση της περιόδου αναμονής, αλλά και για τον υπολογισμό της γερμανικής συντάξεως γήρατος.

    7

    Ο καθού οργανισμός υποστήριξε ότι οι περίοδοι ασφαλίσεως που έχουν συμπληρωθεί στη Δανία δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη παρά μόνο για τον καθορισμό της περιόδου αναμονής και των προϋποθέσεων από τις οποίες εξαρτάται η θεμελίωση του δικαιώματος συντάξεως. Προσέθεσε ότι ο προσφεύγων δεν μπορεί να επικαλείται την προαναφερθείσα γερμανοδανική σύμβαση, καθόσον οι κοινοτικοί κανονισμοί περί κοινωνικής ασφαλίσεως έχουν αντικαταστήσει τις συμβάσεις που είχαν συναφθεί μεταξύ κρατών μελών.

    8

    Στη Διάταξη παραπομπής το Sozialgericht διατυπώνει, καταρχάς, αμφιβολίες ως προς το κύρος, έναντι του κοινοτικού δικαίου, εκείνων των διατάξεων της νομοθεσίας των κρατών μελών που καθορίζουν διαφορετικά όρια ηλικίας για τη χορήγηση των αντιστοίχων παροχών γήρατος.

    9

    Ενόψει αυτών των αμφιβολιών το εθνικό δικαστήριο ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    « Είναι οι συνδυασμένες διατάξεις του κανονισμού ( ΕΟΚ) 1408/71 και του άρθρου 25 του Angestelltenversicherungsgesetz ( νόμου περί ασφαλίσεως των υπαλλήλων ) σύμφωνες προς το άρθρο 48, παράγραφος 2, και το άρθρο 51 της Συνθήκης ΕΟΚ; »

    10

    Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται λεπτομερώς τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, η εξέλιξη της διαδικασίας και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

    11

    Πρέπει, καταρχάς, να τονιστεί ότι, στο πλαίσιο του άρθρου 177 της Συνθήκης, δεν απόκειται στο Δικαστήριο να αποφαίνεται ως προς το ασυμβίβαστο διατάξεων ενός εθνικού νόμου με τη Συνθήκη. Αντιθέτως, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να παρέχει στο εθνικό δικαστήριο όλα εκείνα τα στοιχεία ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου που του παρέχουν τη δυνατότητα να αποφανθεί επί του εν λόγω ασυμβιβάστου στο πλαίσιο της εκδικάσεως της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί.

    12

    Σχετικά με τις αμφιβολίες που διατύπωσε το εθνικό δικαστήριο ως προς το ασυμβίβαστο με το κοινοτικό δίκαιο διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας οι οποίες καθορίζουν διαφορετικά όρια ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, επιβάλλεται να τονιστεί ότι, κατά πάγια νομολογία (βλ., ιδίως, απόφαση της 15ης Ιουλίου 1988, Borowitz, 21/87, Συλλογή 1988, σ. 3715, σκέψη 23 ), ο κανονισμός 1408/71 δεν έχει διαμορφώσει ένα κοινό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, αλλά αφήνει άθικτα τα διάφορα εθνικά συστήματα. Όπως έχει επανειλημμένα υπογραμμίσει το Δικαστήριο ( βλ., ιδίως, απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 1986, Pinna, 41/84, Συλλογή 1986, σ. 1, σκέψη 20), το άρθρο 51 επιτρέπει τη διατήρηση των διαφορών μεταξύ των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών και, κατά συνέπεια, μεταξύ των δικαιωμάτων των προσώπων που εργάζονται σ' αυτά. Επομένως, οι ουσιαστικές και διαδικαστικές διαφορές μεταξύ των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως κάθε κράτους μέλους δεν επηρεάζονται από το άρθρο 51 της Συνθήκης.

    13

    Ως προς το αν λαμβάνονται υπόψη περίοδοι ασφαλίσεως που οι εργαζόμενοι έχουν συμπληρώσει σε άλλα κράτη μέλη, είναι αληθές ότι κατά τα άρθρα 16 και 17 της συμβάσεως περί κοινωνικής ασφαλίσεως που συνάφθηκε μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και του Βασιλείου της Δανίας στις 14 Αυγούστου 1953, οι Γερμανοί που έχουν συμπληρώσει περιόδους παραμονής στη Δανία και περιόδους ασφαλίσεως στη Γερμανία μπορούν να ζητήσουν να ληφθούν υπόψη, για τον υπολογισμό της γερμανικής συντάξεως γήρατος, οι περίοδοι παραμονής που έχουν συμπληρώσει στη Δανία μέχρι του ορίου των 15 ετών.

    14

    Ωστόσο, όπως προκύπτει από το άρθρο 6 του προαναφερθέντος κανονισμού 1408/71, ο εν λόγω κανονισμός αντικαθιστά, στο πλαίσιο του πεδίου προσωπικής και καθ' ύλην εφαρμογής του και υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 7, 8 και 46, παράγραφος 4, κάθε σύμβαση κοινωνικής ασφαλίσεως που δεσμεύει δύο ή περισσότερα κράτη μέλη. Δεδομένου ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις της γερμανοδανικής συμβάσεως δεν περιλαμβάνονται στις ανωτέρω ρητές επιφυλάξεις, δεν έχουν πλέον εφαρμογή επί των παροχών που χορηγούνται μετά την εφαρμογή στη Δανία του κανονισμού 1408/71. Συνεπώς, οι διατάξεις αυτές της γερμανοδανικής συμβάσεως έχουν αντικατασταθεί, από 1ης Απριλίου 1973, από τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου που περιέχονται στον προαναφερθέντα κανονισμό.

    15

    Συνεπώς, επιβάλλεται να εξεταστεί εάν και πώς το κοινοτικό δίκαιο ορίζει το πώς να λαμβάνονται υπόψη περίοδοι ασφαλίσεως που έχουν συμπληρωθεί στη Δανία και εισφορές που έχουν καταβληθεί στην εν λόγω χώρα, προτού ο κανονισμός 1408/71 αρχίσει να ισχύει στη χώρα αυτή, από της προσχωρήσεως της στις Κοινότητες, προκειμένου για χορήγηση συντάξεως γήρατος σε άλλο κράτος μέλος.

    16

    Επιβάλλεται, σχετικώς, να τονιστεί ότι, πρώτον, κατά το άρθρο 94, παράγραφος 2, του προαναφερθέντος κανονισμού 1408/71, « κάθε περίοδος ασφαλίσεως, καθώς και, κατά περίπτωση, κάθε περίοδος απασχολήσεως ή κατοικίας η οποία πραγματοποιήθηκε υπό τη νομοθεσία κράτους μέλους προ της 1ης Οκτωβρίου 1972 ή προ της ημερομηνίας εφαρμογής του παρόντος κανονισμού στο έδαφος του κράτους μέλους αυτού λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό των δικαιωμάτων που γεννώνται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού ». Κατά συνέπεια, στην υπόθεση της κύριας δίκης, για τον καθορισμό των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων στη Γερμανία, πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη οι περίοδοι ασφαλίσεως που συμπληρώθηκαν δυνάμει της δανικής νομοθεσίας πριν ο προαναφερόμενος κανονισμός τεθεί σε ισχύ στη Δανία.

    17

    Επιβάλλεται, επίσης, να τονιστεί ότι το άρθρο 45 του κανονισμού 1408/71 επιβάλλει στους οικείους φορείς των κρατών μελών, κατά τη νομοθεσία των οποίων η κτήση, διατήρηση ή ανάκτηση του δικαιώματος παροχών εξαρτάται από τη συμπλήρωση περιόδων ασφαλίσεως, να λαμβάνουν υπόψη τις περιόδους ασφαλίσεως που έχουν συμπληρωθεί υπό τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους, ως εάν επρόκειτο για περιόδους που συμπληρώθηκαν υπό τη νομοθεσία που εφαρμόζουν οι αντίστοιχοι φορείς.

    18

    Πρέπει, ωστόσο, να προστεθεί, σχετικά με τον υπολογισμό του ποσού της συντάξεως, ότι, αντιθέτως, κατά το άρθρο 46 του ιδίου κανονισμού, κάθε αρμόδιος φορέας καθορίζει, κατά τις διατάξεις της νομοθεσίας που εφαρμόζει, το ύψος της παροχής που αντιστοιχεί στη συνολική διάρκεια των περιόδων ασφαλίσεως που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη δυνάμει της εν λόγω νομοθεσίας.

    19

    Συνεπώς, κατά τον προαναφερόμενο κανονισμό 1408/71, και όσον αφορά την αύξηση του ποσού της συντάξεως, δεν επιβάλλεται ο συνυπολογισμός των περιόδων που συμπληρώθηκαν σε ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη με τις περιόδους εισφορών που συμπληρώθηκαν στο κράτος μέλος στο οποίο ζητείται η χορήγηση της συντάξεως. Συνεπώς, οι περίοδοι ασφαλίσεως που συμπληρώθηκαν σε διάφορα κράτη μέλη συνυπολογίζονται μόνο προκειμένου να θεμελιώσουν δικαίωμα συντάξεως.

    20

    Κατά συνέπεια, αντιθέτως προς τη ρύθμιση που προβλέπει η προαναφερθείσα γερμα-νοδανική σύμβαση, οι περίοδοι ασφαλίσεως που συμπληρώθηκαν στη Δανία δεν μπορούν να λαμβάνονται υπόψη βάσει του προαναφερθέντος κανονισμού 1408/71 για τον υπολογισμό του ποσού της συντάξεως, δεδομένου ότι το εν λόγω ποσό καθορίζεται κατ' αναλογία των περιόδων που συμπληρώθηκαν υπό τη γερμανική νομοθεσία. Κατά συνέπεια, ο προσφεύγων χάνει πλεονεκτήματα κοινωνικής ασφαλίσεως που του παρείχε η διμερής σύμβαση την οποία είχαν συνάψει τα εν λόγω δύο κράτη.

    21

    Υπό το πρίσμα αυτό, το ερώτημα του Sozialgericht Stuttgart πρέπει να νοηθεί υπό την έννοια ότι θέτει το ζήτημα του συμβιβαστού με τα άρθρα 48, παράγραφος 2, και 51 της Συνθήκης της απώλειας πλεονεκτημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως που υφίστανται οι ενδιαφερόμενοι εργαζόμενοι από τη μη δυνατότητα εφαρμογής συμβάσεων που έχουν συναφθεί μεταξύ κρατών μελών λόγω της θέσεως σε ισχύ του κανονισμού 1408/71.

    22

    Πρέπει να τονιστεί ότι στην απόφαση της 7ης Ιουνίου 1973, Walder, σκέψεις 6 και 7 ( 32/72, Sig. 1973, σ. 599 ), που αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 6 και 7 του κανονισμού 1408/71, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι από τις διατάξεις αυτές προκύπτει σαφώς ότι η αντικατάσταση των διατάξεων των συμβάσεων περί κοινωνικής ασφαλίσεως που είχαν συναφθεί μεταξύ κρατών μελών από τις διατάξεις του κανονισμού έχει επιτακτικό χαρακτήρα και δεν επιδέχεται καμία εξαίρεση, εκτός από τις περιπτώσεις που ρητώς μνημονεύονται στον κανονισμό.

    23

    Ωστόσο, πρέπει να εξεταστεί αν η αντικατάσταση αυτή, όταν έχει ως συνέπεια να θέτει τους εργαζομένους, ως προς ορισμένα δικαιώματα τους, σε θέση λιγότερο ευνοϊκή συγκριτικά με το προηγούμενο σύστημα, συμβιβάζεται με την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων που θεσπίζουν τα άρθρα 48 έως 51 της Συνθήκης.

    24

    Επιβάλλεται, σχετικώς, να υπογραμμιστεί ότι οι διατάξεις του κανονισμού 1408/71, που θεσπίστηκαν κατ' εφαρμογήν του άρθρου 51 της Συνθήκης, πρέπει να ερμηνεύονται λαμβανομένου υπόψη του σκοπού του άρθρου αυτού, το οποίο επιδιώκει τη διασφάλιση της όσο το δυνατόν πληρέστερης ελεύθερης κυκλοφορίας των διακινουμένων εργαζομένων, αρχή που συνιστά ένα από τα θεμέλια της Κοινότητας.

    25

    Πράγματι, το άρθρο 51 επιβάλλει στο Συμβούλιο την υποχρέωση να λάβει, στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, όλα τα απαιτούμενα μέτρα για την επίτευξη της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων διασφαλίζοντας, για τη θεμελίωση και διατήρηση δικαιώματος παροχών και για τον υπολογισμό του ποσού των παροχών, τον συνυπολογισμό όλων των περιόδων που λαμβάνονται υπόψη δυνάμει των διαφόρων εθνικών νομοθεσιών.

    26

    Πρέπει, σχετικώς, να τονιστεί ότι κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου (βλ., ιδίως, αποφάσεις της 24ης Οκτωβρίου 1975, Petroni, 24/75, Sig. 1975, σ. 1149, σκέψη 13· της 23ης Φεβρουαρίου 1986, De Jong, 254/84, Συλλογή 1986, σ. 671, σκέψη 15· και της 14ης Δεκεμβρίου 1989, Dammer, 168/88, Συλλογή 1989, σ. 4553, σκέψη 21 ), ο σκοπός των άρθρων 48 έως 51 της Συνθήκης δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί εάν, λόγω της ασκήσεως του δικαιώματος τους να κυκλοφορούν ελεύθερα, οι εργαζόμενοι στερούνταν πλεονεκτήματα στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως που τους παρέχει, εν πάση περιπτώσει, και μόνη η νομοθεσία κράτους μέλους. Στην απόφαση της 9ης Ιουλίου 1980, Gravina, σκέψη 7 ( 807/79, Sig. 1980, σ. 2205 ), το Δικαστήριο έκρινε ότι η εφαρμογή της κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια τη μείωση των χορηγουμένων δυνάμει της νομοθεσίας ενός και μόνον κράτους μέλους παροχών.

    27

    Η έννοια της νομολογίας αυτής είναι ότι ως παροχές χορηγούμενες δυνάμει της νομοθεσίας ενός κράτους μέλους πρέπει να νοηθούν τόσο οι παροχές που προβλέπονται από μόνη την εθνική νομοθεσία, που θεσπίζουν τα εθνικά νομοθετικά όργανα, όσο και οι παροχές που απορρέουν από διατάξεις διεθνών συμβάσεων περί κοινωνικής ασφαλίσεως που ισχύουν μεταξύ δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών και έχουν ενσωματωθεί στην εθνική τους νομοθεσία οι οποίες συνεπάγονται τη διαμόρφωση μιας περισσότερο ευνοϊκής καταστάσεως, για τον ενδιαφερόμενο εργαζόμενο, σε σύγκριση με εκείνη που απορρέει από την κοινοτική κανονιστική ρύθμιση.

    28

    Διαφορετική ερμηνεία της προαναφερθείσας νομολογίας, που θα έτεινε στο να μη λαμβάνονται υπόψη οι διατάξεις συμβάσεων που έχουν συναφθεί μεταξύ κρατών μελών και συνεπάγονται για τους εργαζομένους πλεονεκτήματα μεγαλύτερα εκείνων που απορρέουν από την κοινοτική κανονιστική ρύθμιση, θα συνεπαγόταν σημαντικό περιορισμό των σκοπών του άρθρου 51, καθόσον η κατάσταση του εργαζομένου που ασκεί το δικαίωμα του να κυκλοφορεί ελεύθερα θα ήταν λιγότερο ευνοϊκή από την κατάσταση του ιδίου εργαζομένου εάν αυτός δεν είχε ασκήσει το δικαίωμα του περί ελεύθερης κυκλοφορίας.

    29

    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο προδικαστικό ερώτημα είναι ότι τα άρθρα 48, παράγραφος 2, και 51 της Συνθήκης έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπουν την απώλεια κοινωνικοασφαλιστικών πλεονεκτημάτων την οποία θα προκαλούσε για τους ενδιαφερόμενους μισθωτούς η μη δυνατότητα εφαρμογής, κατόπιν της ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού 1408/71 του Συμβουλίου, των συμβάσεων που ίσχυαν μεταξύ δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών και είχαν ενσωματωθεί στην εθνική τους νομοθεσία.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    30

    Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

    κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε το Sozialgericht Stuttgart με Διάταξη της 9ης Φεβρουαρίου 1989 αποφαίνεται:

     

    Τα άρθρα 48, παράγραφος 2, και 51 της Συνθήκης έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπουν την απώλεια κοινωνικοασφαλιστικών πλεονεκτημάτων την οποία θα προκαλούσε για τους ενδιαφερόμενους μισθωτούς η μη δυνατότητα εφαρμογής, κατόπιν της ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και στις οικογένειες τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, των συμβάσεων που ίσχυαν μεταξύ δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών και είχαν ενσωματωθεί στην εθνική τους νομοθεσία.

     

    Mancini

    O'Higgins

    Diez de Velasco

    Κακούρης

    Schockweiler

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 7 Φεβρουαρίου 1991.

    Ο Γραμματέας

    J.-G. Giraud

    Ο Πρόεδρος του έκτου τμήματος

    G. F. Mancini


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Top