Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61985CJ0266

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιανουαρίου 1987.
    H. Shenavai κατά K. Kreischer.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Landgericht Kaiserslautern - Γερμανία.
    Σύμβαση των Βρυξελλών: Τόπος εκπληρώσεως παροχής.
    Υπόθεση 266/85.

    Συλλογή της Νομολογίας 1987 -00239

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1987:11

    ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

    στην υπόθεση 266/85 ( *1 )

    Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

    1. Νομικό πλούσιο

    Η Σύμβαση ορίζει στα άρθρα 2 και 5 τα ακόλουθα:

    Άρθρο 2, παράγραφος 1 :

    « Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρούσας συμβάσεως, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους αυτού, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια τους. »

    'Αρθρο 5:

    « Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους μπορεί να εναχθεί σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος:

    1 —

    ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή ·

    ... »

    2. Ιστορικό της υποθέσεως

    Ο ενάγων στην κύρια δίκη, Η. Shenavai, είναι αρχιτέκτονας στο Rockenhausen (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας). Το 1983 άσκησε ενώπιον του Amtsgericht Rockenhausen αγωγή κατά του Κ. Kreischer, εναγομένου στην κύρια δίκη, για καταβολή αμοιβής ύψους 4984,51 γερμανικών μάρκων (προσαυξημένης κατά τους τόκους). Θεωρεί ότι η αμοιβή αυτή του οφείλεται, επειδή συνεπεία προφορικής εντολής που του δόθηκε τον Ιούνιο 1982 εξεπόνησε για τον εναγόμενο σχέδια κατασκευής τριών σπιτιών για διακοπές κοντά στο Rockenhausen (στο Bayerfeld). Ο εναγόμενος προέβαλε καταρχάς ένσταση κατά τόπο αναρμοδιότητας του Amtsgericht Rockenhausen προβάλλοντας ότι τόπος εκπληρώσεως της χρηματικής παροχής είναι η κατοικία του στις Κάτω Χώρες. Αμφισβήτησε εξάλλου τη σύναψη της επίδικης σύμβασης και συνεπώς και την ύπαρξη υποχρεώσεως προς καταβολή.

    Το Amtsgericht Rockenhausen με παρεμπίπτουσα απόφαση της 16ης Μαρτίου 1984 κηρύχθηκε κατά τόπο αναρμόδιο με την αιτιολογία ότι τόπος εκπληρώσεως της επίδικης παροχής ήταν η κατοικία του εντολέως, δηλαδή εν προκειμένω οι Κάτω Χώρες. Ο Η. Shenavai άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Landgericht Kaiserslautern.

    3. Προδικαστικό ερώτημα

    Με Διάταξη της 5ης Μαρτίου 1985 το Landgericht Kaiserslautern αποφάσισε να αναβάλει την έκδοση αποφάσεως και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο ερώτημα:

    « Έχει σημασία για τον καθορισμό του τόπου εκπληρώσεως της παροχής κατά την έννοια του άρθρου 5, περίπτωση 1, της Σύμβασης της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές αποφάσεις και στην περίπτωση επίσης αγωγής για καταβολή αμοιβής αρχιτέκτονα, στον οποίο είχε ανατεθεί μόνο η εκπόνηση σχεδίου, η συμβατική υποχρέωση, η οποία αποτελεί στη συγκεκριμένη περίπτωση το αντικείμενο της αγωγής ( εν προκειμένω, κατά το γερμανικό δίκαιο η οφειλή του ποσού που είναι καταβλητέο στην κατοικία του εναγομένου ), ή μήπως σημασία έχει η χαρακτηριστική παροχή που προσδιορίζει τη φύση της συμβατικής σχέσεως στο σύνολο της ( δηλαδή ο τόπος του γραφείου του αρχιτέκτονα ή ο τόπος ανεγέρσεως του σχεδιαζόμενου κτιρίου); »

    Το Landgericht στη Διάταξη του περί παραπομπής τόνισε ότι κλίνει, στα πλαίσια της έρευνας της κατά τόπο αρμοδιότητας, προς το να επιλύσει το αμφισβητούμενο στο γερμανικό δίκαιο ζήτημα του τόπου εκπληρώσεως των συμβάσεων με αρχιτέκτονα δεχόμενο την κατά τόπο αρμοδιότητα του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου ασκήθηκε η αγωγή, δηλαδή του Amtsgericht Rockenhausen. Κατά τον τρόπο αυτό λαμβάνεται υπόψη για τη εν λόγω αρμοδιότητα το « κέντρο βάρους » της συμβατικής σχέσης στο σύνολο της (τόπος του γραφείου, τόπος της προς ανέγερση οικοδομής ) και όχι μόνο η υποχρέωση ( καταβολής της αμοιβής) που αποτελεί τη βάση της αγωγής.

    Το Landgericht παρατήρησε ωστόσο ότι η διεθνής δικαιοδοσία πρέπει να εξετάζεται πριν από την κατά τόπο αρμοδιότητα. Το Δικαστήριο, όμως, έκρινε κυρίως με τις αποφάσεις του της 6ης Οκτωβρίου 1976 (Tessili, 12/76, Sig. σ. 1473· De Bloos, 14/76, Sig. σ. 1497) και της 4ης Μαρτίου 1982 (Effer, 38/81, Συλλογή σ. 825) ότι προκειμένου να προσδιοριστεί ο τόπος εκπληρώσεως κατά την έννοια του άρθρου 5, περίπτωση 1, της Συμβάσεως πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η συμβατική παροχή που αποτελεί στη συγκεκριμένη περίπτωση τη βάση της αγωγής. Το Landgericht θεωρεί ωστόσο αμφίβολο αν η ερμηνεία αυτή μπορεί να ακολουθηθεί και σε περιπτώσεις, όπως η προκειμένη, αυτό δε ακόμα περισσότερο επειδή κλίνει προς το να λάβει υπόψη για την κατά τόπο αρμοδιότητα η χαρακτηριστική συμβατική παροχή.

    4. διαδικασία

    Η Διάταξη περί παραπομπής καταχωρίστηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 30 Αυγούστου 1985.

    Σύμφωνα με το άρθρο 20 του Πρωτοκόλλου περί του κανονισμού του Δικαστηρίου της ΕΟΚ κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις ο Κ. Kreischer, εναγόμενος στην κύρια δίκη, εκπροσωπούμενος από τους R. Langguth και συνεργάτες, δικηγόρους Kaiserslautern, η κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τον Christof Böhmer, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον Β. Ε. Mc Henry, του Treasury Solicitor's Department, η κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενη από τον L. F. Bravo, προϊστάμενο της υπηρεσίας διπλωματικών διαφορών, επικουρούμενο από τον Oscar Fiumara, avvocato dello Stato, και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Friedrich-Wilhelm Albrecht, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, επικουρούμενο από τον Silvio Pieri, ιταλό δημόσιο υπάλληλο αποσπασμένο στην Επιτροπή στα πλαίσια του καθεστώτος ανταλλαγών με εθνικούς δημόσιους υπαλλήλους.

    Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

    II — Γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου

    Ο Κ. Kreischer, εναγόμενος στην κύρια δίκη, παρατηρεί ότι, ενόψει της αποφάσεως της 6ης Οκτωβρίου 1976 (De Bloos, 14/76, Sig. σ. 1497 ), για τον καθορισμό του τόπου εκπληρώσεως κατά την έννοια του άρθρου 5, περίπτωση 1, της Σύμβασης, σημασία έχει, ακόμα και για αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, η παροχή επί της οποίας βασίζεται η αγωγή και όχι η συμβατική σχέση στο σύνολο της. Δεν αρκεί συνεπώς να βρίσκεται ο τόπος εκπληρώσεως οποιασδήποτε από τις παροχές που απορρέουν από τη συμβατική σχέση στην περιφέρεια του επιληφθέντος δικαστηρίου, για να είναι το δικαστήριο αυτό αρμόδιο.

    Η γερμανική κυβέρνηση συνοψίζει καταρχάς τις παρατηρήσεις της ως εξής:

    α)

    το γράμμα του άρθρου 5, περίπτωση 1, της Συμβάσεως επιτρέπει να θεωρηθεί σαν « παροχή » τόσο η ( κύρια ) παροχή που αποτελεί στη συγκεκριμένη περίπτωση τη βάση της αγωγής όσο και η χαρακτηριστική της συμβάσεως παροχή ·

    β)

    οι συντάκτες της Σύμβασης έλαβαν ως βάση την αρχή ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη η (κύρια) παροχή που αποτελεί στη συγκεκριμένη περίπτωση το αντικείμενο της διαφοράς·

    γ)

    ο σκοπός που επιδιώκεται από το άρθρο 5, περίπτωση 1, της Σύμβασης συνηγορεί υπέρ του να ερμηνευθεί στενά η διάταξη αυτή και να αναγνωριστεί ο τόπος της χαρακτηριστικής συμβατικής παροχής ως ο μόνος τόπος που θεμελιώνει τη δικαιοδοσία·

    δ)

    η άποψη όμως αυτή δεν έχει τόσο βαρύνουσα σημασία, ώστε να επιβάλλεται να αγνοηθεί η πρόδηλη βούληση των συντακτών της Σύμβασης.

    Η γερμανική κυβέρνηση παρατηρεί ότι από έρευνα του γράμματος του άρθρου 5, περίπτωση 1, της Σύμβασης στις διάφορες γλώσσες συνάγεται ότι μόνο στο ιταλικό κείμενο αναφέρεται με σαφή τρόπο η παροχή που αποτελεί στη συγκεκριμένη περίπτωση το αντικείμενο της διαφοράς ( « Luogo in cui ľobliga-zione dedotta in giudizio e stata o deve essere eseguita» — τόπος όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή που αποτελεί αντικείμενο της διαφοράς ). Αντίθετα στο γερμανικό, το γαλλικό και το ολλανδικό κείμενο αναφέρεται « η παροχή », χωρίς να συγκεκριμενοποιείται ως η υποχρέωση που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς. Κατά τη γερμανική κυβέρνηση, σε κανένα από τα τέσσερα αυθεντικά κείμενα δεν μπορεί να δοθεί τόση βαρύτητα, ώστε να θεωρηθεί εκ προοιμίου ότι υπερισχύουν τα συμπεράσματα, που συνάγονται από αυτά, έναντι άλλων αναγνωρισμένων ερμηνευτικών μεθόδων.

    Από την έκθεση ιδίως του Ρ. Jenard επί της Συμβάσεως (ABl. 1979, C 59, σ. 1) (εφεξής: έκθεση Jenard) συνάγεται ότι οι συντάκτες της Σύμβασης εκκίνησαν (ωστόσο) από τη σκέψη ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η παροχή που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς. Υπέρ αυτού συνηγορεί κατά πρώτο λόγο το γεγονός ότι η έκθεση Jenard τόνισε ιδιαιτέρως τη σημασία της δωσιδικίας του άρθρου 5, περίπτωση 1, για τις χρηματικές παροχές ( « αγωγή περί καταβολής αμοιβής » ). Κατά δεύτερο λόγο κατά τις διαπραγματεύσεις για την κατάρτιση της Σύμβασης, τέθηκε θέμα δημιουργίας αποκλειστικής δωσιδικίας επί διαφορών που προκύπτουν από συμβάσεις εργασίας. Συνεπώς, αν αντιμετωπίστηκε για τις συμβάσεις εργασίας η δημιουργία αποκλειστικής δωσιδικίας της συμβάσεως, συνδεόμενης με τη χαρακτηριστική συμβατική παροχή, αυτό προφανώς οφείλεται στο ότι μια τέτοια δωσιδικία δεν μπορούσε να συναχθεί, κατά γενικό τρόπο, από τη διάταξη μόνο του άρθρου 5, περίπτωση 1. Η έκθεση Jenard εξάλλου, αφού εκθέτει τους λόγους για τους οποίους εγκατελείφθηκε η δημιουργία δωσιδικίας της συμβάσεως για τις σχέσεις εργασίας, αναφέρει ρητά: « Συνεπώς, οι γενικοί κανόνες της Σύμβασης θα εφαρμόζονται και επί των συμβάσεων εργασίας». Η έκφραση όμως « γενικοί κανόνες » δεν μπορεί παρά να αναφέρεται στην ερμηνεία του άρθρου 5, περίπτωση 1, της Σύμβασης με την κατά περίπτωση μέθοδο ( Isolationsmethode ).

    Όσον αφορά την τελολογική ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 1, η γερμανική κυβέρνηση παρατηρεί κατά πρώτο λόγο ότι ο σύνδεσμος της δωσιδικίας του τόπου εκπληρώσεως με τη χαρακτηριστική συμβατική παροχή μπορεί να εξασφαλίζει καλύτερη « ισορροπία » στην επιλογή της δωσιδικίας ως προς τις έννομες τάξεις, όπου τόπος εκπληρώσεως της χρηματικής παροχής είναι ο τόπος της κατοικίας του οφειλέτη (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, Γαλλία, Βέλγιο και Λουξεμβούργο ). Σε πολυάριθμες περιπτώσεις ο δανειστής χρηματικής παροχής, προκειμένου να εναγάγει τον οφειλέτη, θα έχει επομένως ευχέρεια επιλογής μεταξύ της δωσιδικίας του κοινού δικαίου κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, και της δωσιδικίας του τόπου εκπληρώσεως κατά το άρθρο 5, περίπτωση 1, της Σύμβασης. Κατά δεύτερο λόγο, από την έκθεση Jenard συνάγεται ότι ένας από τους αποφασιστικής σημασίας λόγους για τη θέσπιση του άρθρου 5, περίπτωση 1, της Σύμβασης έγκειται στο γεγονός « ότι υφίσταται άμεσος σύνδεσμος μεταξύ της διαφοράς και του δικαστηρίου που καλείται να αποφανθεί επ' αυτής ». Αυτός ο συλλογισμός όμως είναι πειστικός μόνο αν λαμβάνεται υπόψη η χαρακτηριστική συμβατική παροχή, κυρίως επειδή συχνά η άρνηση της καταβολής έχει ως αιτιολογία ότι η χαρακτηριστική συμβατική παροχή είναι ελαττωματική. Οι διαπιστώσεις κατά πόσο ένα τέτοιο επιχείρημα είναι βάσιμο δεν μπορούν να γίνουν στον τόπο της χρηματικής παροχής, αλλά αποκλειστικά, τουλάχιστον κατά γενικό κανόνα, στον τόπο εκπληρώσεως της χαρακτηριστικής συμβατικής παροχής. Μόνο για τις συμβάσεις που εκ φύσεως δεν περιέχουν χαρακτηριστικές παροχές (παραδείγματος χάριν οι συμβάσεις ανταλλαγής) εξακολουθούν να υφίστανται περισσότεροι τόποι εκπληρώσεως.

    Η γερμανική κυβέρνηση παρατηρεί ακολούθως ότι συχνά επισημαίνεται ο κίνδυνος εκδόσεως διαφορετικών αποφάσεων ως μειονέκτημα της κατά περίπτωση μεθόδου, αφενός, διότι διαφορετικά δικαστήρια καταλήγουν σε διαφορετικά συμπεράσματα ως προς τις διαπιστώσεις επί των πραγματικών περιστατικών, αφετέρου, καθόσον κάθε δικαστήριο εφαρμόζει το δικό του εθνικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο κατά την κρίση επί των προβαλλομένων συμβατικών δικαιωμάτων. Ο κίνδυνος αυτός αμβλύνεται ωστόσο από τη δυνατότητα ασκήσεως ανταγωγής ( άρθρο 6, περίπτωση 3, της Σύμβασης ) και από τις διατάξεις της Σύμβασης σχετικά με συναφείς αγωγές που ασκούνται ενώπιον δικαστηρίων διάφορων συμβαλλομένων κρατών (άρθρο 22 της Σύμβασης). Ο κίνδυνος, εξάλλου, εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων υφίσταται εξίσου όταν λαμβάνεται ως βάση η χαρακτηριστική συμβατική παροχή, λόγω του ότι η δωσιδικία του άρθρου 5, περίπτωση 1, της Σύμβασης δεν συνιστά αποκλειστική δωσιδικία.

    Συμπεραίνοντας, η γερμανική κυβέρνηση θεωρεί ότι τα στοιχεία που συνηγορούν υπέρ μιας και μόνο δωσιδικίας της Συμβάσεως δεν έχουν τόση σημασία, ώστε να επιβάλλεται απομάκρυνση από την προφανή βούληση των συντακτών της Σύμβασης και συνεπώς πρέπει, και εν προκειμένω, να ληφθεί ως βάση η ( κύρια ) συμβατική παροχή που αποτελεί συγκεκριμένα τη βάση της αγωγής.

    Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασ/Αείου τονίζει προκαταρκτικά ότι κρίνει σκόπιμο να ,δοθεί εν προκειμένω από το Δικαστήριο απάντηση γενικού χαρακτήρα, που να μπορεί να εφαρμοστεί σε όλες τις συμβάσεις που αφορούν παροχές επαγγελματικού χαρακτήρα. Παρατηρεί ακολούθως ότι ο πραγματικός στόχος του άρθρου 5, περίπτωση 1, της Σύμβασης είναι να κηρύσσονται αρμόδια τα δικαστήρια της χώρας που έχει τον αμεσότερο σύνδεσμο με τη σύμβαση. Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από την απόφαση της 26ης Μαΐου 1982 (Ivenel, 133/81, Συλλογή σ. 1891) και την έκθεση Jenard, η οποία, παρά το ότι δεν αναφέρεται ειδικά στο θέμα αυτό, αφήνει ωστόσο να εννοηθεί ότι συνιστά ιδιαίτερο πλεονέκτημα η άσκηση της αγωγής ενώπιον του δικαστηρίου του κράτους, στο έδαφος του οποίου εκπληρώνεται η παροχή.

    Κατά τη βρετανική κυβέρνηση, η ερμηνεία του άρθρου 5, περίπτωση 1, της Σύμβασης, σχετικά με τις συμβάσεις που αφορούν παροχές επαγγελματικού χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι αφορά την παροχή που είναι χαρακτηριστική για την επίδικη σύμβαση εμφανίζει τέσσερα ουσιαστικά πλεονεκτήματα:

    α)

    Αποκλείει τη δυνατότητα υπάρξεως διαφορετικών δικαιοδοσιών για διαφορετικές αγωγές που όλες στηρίζονται στην ίδια συμβατική σχέση.

    β)

    Η ερμηνεία βάσει της οποίας υφίσταται δωσιδικία του συμβαλλόμενου κράτους, το δίκαιο του οποίου εφαρμόζεται στη σύμβαση, επιτρέπει στη Σύμβαση να συμβαδίζει περισσότερο με τους κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, οι οποίοι καθορίζουν στα περισσότερα νομικά συστήματα το δίκαιο που εφαρμόζεται στη σύμβαση. Εξάλλου, δυνάμει της Συμβάσεως περί του εφαρμοστέου δικαίου επί των συμβατικών παροχών ( που κατατέθηκε προς υπογραφή στη Ρώμη στις 19 Ιουνίου 1980, JO, L 266, σ. 1 ) ελλείψει επιλογής εφαρμοστέο δίκαιο είναι το δίκαιο της χώρας, με την οποία η σύμβαση παρουσιάζει τον αμεσότερο σύνδεσμο και τέτοιος σύνδεσμος τεκμαίρεται ότι υπάρχει με τη χώρα, στην οποία έχει τη συνήθη κατοικία του, κατά το χρόνο συνάψεως της συμβάσεως, το μέρος που πρέπει να εκπληρώσει τη χαρακτηριστική παροχή.

    γ)

    Προσδίδει στο άρθρο 5, περίπτωση 1, της Σύμβασης ιδιότητα αληθούς εναλλακτικής δυνατότητας σε σχέση με τη δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου που αποτελεί τη γενική δωσιδικία που προβλέπεται από τη Σύμβαση.

    δ)

    Αποφεύγεται με την ερμηνεία αυτή ο καθορισμός της δικαιοδοσίας αποκλειστικά βάσει των αιτημάτων της αγωγής του ενάγοντος. Διαφορετικά, σε περιστάσεις όπως η εν προκειμένω, το δικαστήριο μιας χώρας θα είναι αρμόδιο, αν ο ενάγων ζητεί καταβολή οφειλομένων ποσών, το δικαστήριο δε μιας άλλης χώρας, αν ζητεί καταβολή του ίδιου ποσού ως αποζημίωση λόγω παραβιάσεως της συμβάσεως.

    Η ιταλική κυβέρνηση παρατηρεί ότι το Δικαστήριο αποφάνθηκε με την απόφαση της 26ης Μαΐου 1982 (Ivenel, 133/81, Συλλογή σ. 1891 ) επί της περιπτώσεως κατά την οποία η ασκηθείσα αγωγή, στηρίζεται σε διαφορετικές παροχές που πηγάζουν από σύμβαση εργασίας. Υπό το φως πάντως της προγενέστερης νομολογίας, ιδίως των αποφάσεων της 6ης Οκτωβρίου 1976 (De Bloos, 14/76, Sig. σ. 1497), της 17ης Ιανουαρίου 1980 (Zeiger, 56/79, Sig. σ. 89 ) και της 22ας Μαρτίου 1983 ( Peters, 34/82, Συλλογή σ. 987 ) για να καθοριστεί εν προκειμένω ο τόπος εκπληρώσεως κατά την έννοια του άρθρου 5, περίπτωση 1, της Σύμβασης, πρέπει εν τούτοις να ληφθεί υπόψη η συμβατική παροχή που αποτελεί τη βάση της αγωγής. Κατά την ιταλική κυβέρνηση δεν υπάρχει αμφιβολία ότι δυνάμει της Συμβάσεως δεν έχει σημασία ο σύνδεσμος με τον τόπο εκτελέσεως της συμβάσεως (αφού η κοινοτική νομοθεσία αποκλείει ως βάση της δικαιοδοσίας το forum contractus), αλλά αποκλειστικά ο τόπος εκπληρώσεως της παροχής που αποτελεί αντικείμενο της διαφοράς. Εν προκειμένω, δεν φαίνεται να αμφισβητείται ότι η παροχή που αποτελεί αντικείμενο της διαφοράς είναι η παροχή που συνίσταται στην καταβολή ενός ποσού οφειλομένου δυνάμει συμβάσεως έργου (και όχι συμβάσεως εργασίας ) και ότι τέτοιας φύσεως παροχή αποτελεί τη βάση της αγωγής και του αντίστοιχου δικαιώματος, το οποίο προβάλλει ο ενάγων.

    Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αναλύει καταρχάς τη νομολογία του Δικαστηρίου. Με την απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1976 (Tessili, 12/76, Sig. σ. 1473) το Δικαστήριο δέχτηκε ότι η έννοια του «τόπου εκπληρώσεως» που περιέχεται στο άρθρο 5, περίπτωση 1, της Συμβάσεως δεν είναι αυτοτελής έννοια, αλλά παραπέμπει στην έννοια του τόπου εκπληρώσεως, ο οποίος καθορίζεται σύμφωνα με το ουσιαστικό δίκαιο του κράτους μέλους, το δίκαιο του οποίου εφαρμόζεται δυνάμει των κανόνων του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του επιληφθέντος δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στις διαφορές που υφίστανται μεταξύ των εννόμων τάξεων των διαφόρων κρατών μελών σε θέματα καθορισμού του τόπου εκπληρώσεως συμβατικών παροχών. Ότι ο τόπος εκπληρώσεως που καθορίζεται κατ' αυτό τον τρόπο δεν είναι κατ' ανάγκη ο ίδιος για όλες τις παροχές που απορρέουν από σύμβαση συνάγεται από την απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1976 ( De Bloos, 14/76, Sig. σ. 1497), με την οποία το Δικαστήριο δέχτηκε ότι ο τόπος εκπληρώσεως εξαρτάται από τη συμβατική παροχή που αποτελεί τη βάση της αγωγής. Το Δικαστήριο εξάλλου, προκειμένου να αποφευχθεί, σύμφωνα με το στόχο της Σύμβασης, η υποβολή της διαφοράς σε υπερβολικά μεγάλο αριθμό διαφορετικών δικαστηρίων, έκρινε με την απόφαση αυτή ότι είναι καθοριστικός ο τόπος εκπληρώσεως της πρώτης, πρωτογενούς, παροχής, όταν η διαφορά αφορά περισσότερες παροχές που αθετήθηκαν ή δεν εκπληρώθηκαν. Κατά την Επιτροπή, το Δικαστήριο δικαιολογημένα δεν καθόρισε έναν τόπο εκπληρώσεως για κάθε σύμβαση. Περιορίστηκε απλώς στο να αρνηθεί να λάβει υπόψη ορισμένους τόπους εκπληρώσεως που αναγνωρίζονται κατά το εθνικό δίκαιο, επειδή προέκυπταν σε συνάρτηση με δευτερεύουσες παροχές.

    Στην απόφαση της 26ης Μαΐου 1982 ( Ivenel, 133/81, Συλλογή σ. 1891) το Δικαστήριο προχώρησε περισσότερο θεωρώντας τον τόπο εκπληρώσεως της χαρακτηριστικής παροχής ως τον τόπο εκπληρώσεως όλων των συμβατικών παροχών, ακόμη και στην περίπτωση που το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο προβλέπει διαφορετικούς τόπους εκπληρώσεως για διαφορετικές επίδικες κύριες συμβατικές παροχές. Η Επιτροπή ωστόσο θεωρεί ότι ο κύριος λόγος που ώθησε το Δικαστήριο σ' αυτή την κρίση είναι το γεγονός ότι η επίμαχη σύμβαση χαρακτηρίστηκε ως σύμβαση εργασίας, δικαιολογώντας έτσι την προστασία του μέρους που είναι κοινωνικά πιο ασθενές.

    Στην περίπτωση ωστόσο συμβάσεως με αρχιτέκτονα, όπως και στην περίπτωση άλλων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών που συνάπτονται με ελεύθερους επαγγελματίες, λείπει το στοιχείο της κοινωνικής ανισότητας. Κατά συνέπεια, η « ratio decidendi » της απόφασης Ivenel δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην προκειμένη περίπτωση. Από την έκθεση Jenard, εξάλλου, συνάγεται ότι η Σύμβαση και στην περίπτωση συμβάσεως με αρχιτέκτονα αφήνει στα εθνικά δικαστήρια τη δυνατότητα διακρίσεως μεταξύ δύο τόπων εκπληρώσεως σε συνάρτηση με την παροχή και την αντιπαροχή· η έκθεση σημειώνει ιδίως: «Η δωσιδικία του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή πρέπει να εκπληρωθεί η παροχή έχει σημασία για αγωγές καταβολής αμοιβής: ο δανειστής έχει ευχέρεια επιλογής μεταξύ των δικαστηρίων του κράτους της κατοικίας του εναγομένου και του δικαστηρίου ενός άλλου κράτους, στο έδαφος του οποίου πραγματοποιήθηκε η παροχή ιδίως όταν, κατά το εφαρμοστέο δίκαιο, η χρηματική παροχή πρέπει να εκπληρωθεί στον τόπο της παροχής των υπηρεσιών ».

    Καταλήγοντας, η Επιτροπή προτείνει την ακόλουθη απάντηση:

    «Ακόμα κι όταν πρόκειται για αγωγή καταβολής αμοιβής που ασκείται από αρχιτέκτονα επιφορτισμένο μόνο με την εκπόνηση του σχεδίου, ο όρος « παροχή » που περιέχεται στο άρθρο 5, περίπτωση 1, της Σύμβασης της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και τη εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις αναφέρεται στη συμβατική παροχή που αποτελεί το αντικείμενο της αγωγής, δηλαδή στην παροχή που συνίσταται στην καταβολή αμοιβής και βαρύνει τον εντολέα. Ο τόπος που η παροχή αυτή εκπληρώθηκε ή πρέπει να εκπληρωθεί καθορίζεται σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο κατά τους κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του επιληφθέντος δικαστηρίου. »

    Τ. Koopmans

    εισηγητής δικαστής


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Top

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

    της 15ης Ιανουαρίου 1987 ( *1 )

    Στην υπόθεση 266/85,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Landgericht Kaiserslautern προς το Δικαστήριο κατ' εφαρμογή του Πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971 για την ερμηνεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της Σύμβασης της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με την οποία ζητείται στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    Hassan Shenavai, Rockenhausen ( Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ),

    και

    Klaus Kreischer, Geleen ( Κάτω Χώρες ),

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 5, περίπτωση 1, της Σύμβασης της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7) (εφεξής: η Σύμβαση),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    συγκείμενο από τους Mackenzie Stuart, πρόεδρο, Κ. Κακούρη, Τ. F. O'Higgins και F. Schockweiler, προέδρους τμήματος, G. Bosco, Τ. Koopmans, Κ. Bahlmann, R. Joliét και G. C. Rodríguez Iglesias, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: G. F. Mancini

    γραμματέας: Η. Α. Rühi, κύριος υπάλληλος διοικήσεως

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    κατά τη γραπτή διαδικασία ο Κ. Kreischer, εναγόμενος στην κύρια δίκη, εκπροσωπούμενος από τον Η. Ο. Merkel, δικηγόρο Kaiserslautern,

    κατά τη γραπτή διαδικασία η κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τον Christof Böhmer,

    κατά τη γραπτή διαδικασία η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον Β. Ε. McHenry του Treasury Sollicitor's Department,

    η Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον L. F. Bravo, προϊστάμενο της υπηρεσίας διπλωματικών διαφορών, επικουρούμενο από τον Oscar Fiumara, avvocato dello Stato,

    η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Friedrich-Wilhelm Albrecht, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, επικουρούμενο από τον Silvio Pieri,

    την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 10ης Ιουλίου 1986,

    αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 4ης Νοεμβρίου 1986,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με Διάταξη της 5ης Μαρτίου 1985, η οποία περιήλθε στη γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 30 Αυγούστου του ίδιου έτους, το Landgericht Kaiserslautern υπέβαλε βάσει του Πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971 για την ερμηνεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της Σύμβασης της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (εφεξής: η Σύμβαση) προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 5, περίπτωση 1, της Συμβάσεως.

    2

    Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Shenavai, αρχιτέκτονα στο Rockenhausen ( Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ) και του Kreischer, κατοίκου Geleen, Κάτω Χώρες, σχετικά με την καταβολή αμοιβής αρχιτέκτονα για την εκπόνηση σχεδίων κατασκευής τριών σπιτιών για διακοπές κοντά στο Rockenhausen.

    3

    Το Amtsgericht ( ειρηνοδικείο ) του Rockenhausen, ενώπιον του οποίου ασκήθηκε αγωγή, δέχτηκε την ένσταση αναρμοδιότητας που πρόβαλε ο Kreischer με την αιτιολογία ότι τόπος εκπληρώσεως της παροχής για τις αμοιβές αρχιτεκτόνων είναι η κατοικία του εντολέα η οποία εν προκειμένω βρίσκεται στις Κάτω Χώρες και, κατά συνέπεια, δεν συντρέχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις για να εναχθεί ο εναγόμενος ενώπιον των γερμανικών δικαστηρίων.

    4

    Το Landgericht Kaiserslautern, ενώπιον του οποίου άσκησε έφεση ο Shenavai, θεώρησε καταρχάς ότι, κατά το γερμανικό δίκαιο, τόπος εκτελέσεως συμβάσεως με αρχιτέκτονα είναι ο τόπος, όπου βρίσκεται το γραφείο του αρχιτέκτονα και όπου είναι ο χώρος του σχεδιαζόμενου κτίσματος. Έτσι ο τόπος εκπληρώσεως όλων των παροχών που απορρέουν από τη σύμβαση βρίσκεται στο « κέντρο βάρους » της συμβατικής σχέσης στο σύνολο της.

    5

    Το Landgericht πρόσθεσε ότι δεν είναι βέβαιο ότι πρέπει να ερμηνευθεί κατά την ίδια έννοια το άρθρο 5, περίπτωση 1, της Συμβάσεως, δεδομένου ότι ορισμένες αποφάσεις του Δικαστηρίου εξαρτούν τη διεθνή δικαιοδοσία από τον τόπο εκπληρώσεως της συμβατικής παροχής που χρησιμεύει ως βάση της αγωγής, εν προκειμένω δηλαδή της αγωγής για καταβολή των αμοιβών. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Landgericht έκρινε αναγκαίο να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    « Έχει σημασία για τον καθορισμό του τόπου εκπληρώσεως της παροχής κατά την έννοια του άρθρου 5, περίπτωση 1, της Σύμβασης της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές αποφάσεις και στην περίπτωση επίσης αγωγής για καταβολή αμοιβής αρχιτέκτονα, στον οποίο είχε ανατεθεί μόνο η εκπόνηση σχεδίου, η συμβατική υποχρέωση, η οποία αποτελεί στη συγκεκριμένη περίπτωση το αντικείμενο της αγωγής (εν προκειμένω, κατά το γερμανικό δίκαιο η οφειλή του ποσού που είναι καταβλητέο στην κατοικία του εναγομένου ), ή μήπως σημασία έχει η χαρακτηριστική παροχή που προσδιορίζει τη φύση της συμβατικής σχέσεως στο σύνολο της ( δηλαδή ο τόπος του γραφείου του αρχιτέκτονα ή ο τόπος ανεγέρσεως του σχεδιαζόμενου κτιρίου ); »

    6

    Πρέπει να υπομνηστεί ότι η Σύμβαση θέτει στο άρθρο 2 το γενικό κανόνα, ότι η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστή καθορίζεται βάσει του τόπου κατοικίας του εναγομένου, προσθέτει όμως στο άρθρο 5, περίπτωση 1, ότι ο εναγόμενος μπορεί, ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, να εναχθεί και ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου « όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή ». Όπως δέχτηκε το Δικαστήριο στην απόφαση του της 6ης Οκτωβρίου 1976 (Tessili κατά Dunlop, 12/76, Sig. σ. 1473), αυτή η ελευθερία επιλογής θεσπίστηκε με τη σκέψη ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, ενόψει της αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης, υφίσταται ιδιαίτερα στενός σύνδεσμος μεταξύ μιας ένδικης διαφοράς και του δικαστηρίου που μπορεί να κληθεί να αποφανθεί επ' αυτής.

    7

    Στην ίδια απόφαση το Δικαστήριο διευκρίνησε ότι ο « τόπος εκπληρώσεως » της παροχής καθορίζεται κατά το δίκαιο που διέπει την επίδικη παροχή σύμφωνα με τους κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του επιληφθέντος δικαστηρίου.

    8

    Με μια άλλη απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1976 ( De Bloos κατά Bouyer, 14/76, Sig. σ. 1497 ) το Δικαστήριο, αφού υπενθύμισε ότι σκοπός της Σύμβασης είναι να προσδιορίσει τη διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων των συμβαλλομένων κρατών, να διευκολύνει την αναγνώριση των αντίστοιχων δικαστικών αποφάσεων και να θεσπίσει ταχεία διαδικασία που θα εξασφαλίζει την εκτέλεση των αποφάσεων αυτών, έκρινε ότι επιβάλλεται από τους στόχους αυτούς να αποφευχθεί, στο μέτρο του δυνατού, η ύπαρξη πολλαπλών δικαιοδοσιών ως προς την ίδια σύμβαση και ότι επομένως το άρθρο 5, περίπτωση 1, της Σύμβασης δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αφορά οποιαδήποτε από τις παροχές που απορρέουν από την επίδικη σύμβαση.

    9

    Το Δικαστήριο συνεπέρανε ότι προκειμένου να προσδιοριστεί ο τόπος εκπληρώσεως κατά την έννοια του προαναφερθέντος άρθρου 5, η παροχή που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι η παροχή που αντιστοιχεί στο συμβατικό δικαίωμα που αποτελεί τη νομική βάση της αγωγής. Διευκρίνησε δε ότι στις περιπτώσεις που ο ενάγων προβάλλει δικαίωμα αποζημιώσεως ή επικαλείται τη λύση της συμβάσεως λόγω υπαιτιότητας του αντισυμβαλλομένου, η παροχή αυτή είναι πάντοτε η συμβατική παροχή, η μη εκπλήρωση της οποίας προβάλλεται ως βάση αυτών των αιτημάτων.

    10

    Ο κατ' αυτό τον τρόπο συναχθείς κανόνας υπόκειται ωστόσο σε ορισμένες εξαιρέσεις λόγω του γεγονότος ότι η φράση « ως προς διαφορές εκ συμβάσεως » καλύπτει σχέσεις πολύ διαφορετικής φύσεως, τόσο από άποψη κοινωνικής σημασίας όσο και από άποψη συμφωνηθεισών παροχών. Η Σύμβαση λαμβάνει υπόψη της την ποικιλία αυτή θεσπίζοντας ορισμένους ειδικούς κανόνες εφαρμοστέους σε συγκεκριμένες συμβατικές σχέσεις. 'Ετσι θεσπίζει, παραδείγματος χάριν, στο άρθρο 16, αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία επί θεμάτων μισθώσεως ακινήτων.

    11

    Καθοδηγούμενο από τις ίδιες σκέψεις το Δικαστήριο αποφάνθηκε στην απόφαση του της 26ης Μαΐου 1982 (Ivenel κατά Schwab, 133/81, Συλλογή σ. 1891 ) ότι σε περίπτωση αγωγής που στηρίζεται σε διαφορετικές παροχές που απορρέουν από την ίδια σύμβαση αντιπροσωπείας, που είχε χαρακτηριστεί από το εθνικό δικαστήριο ως σύμβαση εργασίας, η παροχή που πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά την έννοια του άρθρου 5, περίπτωση 1, της Σύμβασης είναι η παροχή που χαρακτηρίζει τη σύμβαση και συνίσταται συνήθως στην εκτέλεση της εργασίας.

    12

    Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, το ερώτημα που υποβλήθηκε στην παρούσα υπόθεση από το εθνικό δικαστήριο πρέπει να θεωρηθεί ότι αφορά ιδίως το αν σε περίπτωση διαφοράς που αφορά καταβολή αμοιβής αρχιτέκτονα, πρέπει να τηρηθεί ο γενικός κανόνας που απορρέει από την προαναφερθείσα απόφαση De Bloos, κατά τον οποίο η παροχή που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι η παροχή που αποτελεί τη βάση της αγωγής, ή αν, αντίθετα, η περίπτωση αυτή εμφανίζει ιδιομορφίες ανάλογες με της υποθέσεως Ivenel.

    13

    Κατά τη συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου εθίγη όχι μόνο το πρόβλημα αν πρέπει να ληφθεί υπόψη η φύση της επίδικης σύμβασης κατά τον προσδιορισμό της καθοριστικής παροχής, αλλά και το πρόβλημα που τίθεται από την ύπαρξη περισσότερων παροχών, στο πλαίσιο της ίδιας υπόθεσης, που χρησιμεύουν ως βάση της αγωγής.

    14

    Επί του πρώτου σημείου, η βρετανική κυβέρνηση προτείνει γενίκευση του κριτηρίου που έγινε δεκτό από το Δικαστήριο για την περίπτωση της εξαρτημένης εργασίας με την προαναφερθείσα απόφαση Ivenel, ισχυριζόμενη ότι το κριτήριο αυτό θα εμφάνιζε ορισμένα πλεονεκτήματα, αν εφαρμοζόταν σε όλες τις συμβάσεις που αφορούν παροχές επαγγελματικού χαρακτήρα. Η κατ' αυτή την έννοια προτεινόμενη ερμηνεία του άρθρου 5, περίπτωση 1, της Σύμβασης θα είχε κυρίως ως αποτέλεσμα να αποφευχθεί η ύπαρξη σε διάφορα συμβαλλόμενα κράτη δικαστηρίων αρμοδίων να εκδικάσουν διάφορες αγωγές που στηρίζονται σε μία και την αυτή σύμβαση και να θεμελιωθεί η ύπαρξη δικαιοδοσίας στο συμβαλλόμενο κράτος, το δίκαιο του οποίου είναι κανονικά εφαρμοστέο στη σύμβαση. Σε περιπτώσεις δε όπως η προκειμένη θα είχε επιπλέον το πλεονέκτημα να καθιερώσει αληθή εναλλακτική δυνατότητα σε σχέση με τη δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου που είναι η νόμιμη δωσιδικία κατά το σύστημα της Σύμβασης.

    15

    Οι κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Ιταλίας και η Επιτροπή δεν συμμερίζονται την άποψη αυτή. Η γερμανική κυβέρνηση παραδέχεται ότι ορισμένα επιχειρήματα συνηγορούν υπέρ της αποκλειστικής δωσιδικίας, αλλά υπογραμμίζει, αφενός μεν, ότι ορισμένες συμβάσεις δεν περιέχουν καμία χαρακτηριστική παροχή, παραδείγματος χάριν, όταν οι παροχές των αντισυμβαλλομένων είναι ισοδύναμες, όπως στην περίπτωση συμβάσεως ανταλλαγής, αφετέρου δε, ότι η βούληση των συντακτών της Σύμβασης, όπως εξωτερικεύεται στη διατύπωση της επίμαχης διατάξεως σε ορισμένες άλλες γλώσσες, είναι να λαμβάνεται υπόψη η συμβατική παροχή που αποτελεί στη συγκεκριμένη περίπτωση τη βάση της αγωγής, προκειμένου να καθοριστεί το δικαστήριο του τόπου της εκπληρώσεως.

    16

    Επ' αυτού πρέπει καταρχάς να παρατηρηθεί ότι οι συμβάσεις εργασίας, καθώς και άλλες συμβάσεις που αφορούν εξαρτημένη εργασία, εμφανίζουν σε σχέση με τις άλλες συμβάσεις, ακόμα κι αν αυτές οι τελευταίες αφορούν παροχή υπηρεσιών, ορισμένες ιδιομορφίες, καθόσον δημιουργούν μια διαρκή σχέση που εντάσσει τον εργαζόμενο σε ένα συγκεκριμένο οργανικό πλαίσιο της επιχείρησης ή του εργοδότη και καθόσον περιορίζονται τοπικώς στο χώρο ασκήσεως των επαγγελματικών δραστηριοτήτων, ο οποίος προσδιορίζει την εφαρμογή διατάξεων αναγκαστικού δικαίου και συλλογικών συμβάσεων. Εξαιτίας ακριβώς των ιδιομορφιών αυτών το δικαστήριο του τόπου εκπληρώσεως της παροχής, η οποία χαρακτηρίζει τέτοιες συμβάσεις, φαίνεται ως το πλέον κατάλληλο να επιλύει τις τυχόν διαφορές που μπορεί να προκύψουν από μία ή περισσότερες παροχές που απορρέουν από αυτές τις συμβάσεις.

    17

    Όταν δεν υπάρχουν οι ιδιομορφίες αυτές, δεν είναι αναγκαίο ούτε και ενδείκνυται να προσδιοριστεί η παροχή που χαρακτηρίζει τη σύμβαση και να περιοριστεί η δικαιοδοσία στον τόπο εκπληρώσεως της παροχής, βάσει ακριβώς του τόπου εκπληρώσεως, για τις διαφορές που έχουν σχέση με όλες τις συμβατικές παροχές. Πράγματι, η ποικιλία και το πλήθος των συμβάσεων, στο σύνολο τους, είναι τέτοιας εκτάσεως, ώστε το κριτήριο αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει σ' αυτές τις άλλες περιπτώσεις αβεβαιότητες ως προς τη δικαιοδοσία, αβεβαιότητες τις οποίες ακριβώς επιδιώκει να περιορίσει η Σύμβαση.

    18

    Δεν υφίσταται αντίθετα τέτοια αβεβαιότητα για το σύνολο των συμβάσεων, αν ληφθεί αποκλειστικά υπόψη η παροχή που συνομολογήθηκε στη σύμβαση και της οποίας η εκπλήρωση επιδιώκεται με την αγωγή. Πράγματι, ο τόπος που η παροχή πρέπει να εκπληρωθεί συνιστά κανονικά το πιο στενό συνδετικό στοιχείο μεταξύ της διαφοράς και του αρμόδιου δικαστηρίου, συνδετικό στοιχείο που υπαγόρευσε τη δωσιδικία του τόπου εκπληρώσεως της παροχής για διαφορές εκ συμβάσεως.

    19

    Είναι αληθές ότι ο κανόνας αυτός δεν επιλύει την ιδιαίτερη περίπτωση, όπου μία διαφορά προκύπτει από περισσότερες παροχές που απορρέουν από την ίδια σύμβαση και αποτελούν τη βάση της αγωγής που ασκεί ο ενάγων. Σε μια τέτοια περίπτωση, όμως, ο επιλαμβανόμενος δικαστής, για να προσδιορίσει τη δικαιοδοσία του, θα στηριχτεί στην αρχή ότι το παρεπόμενο απολουθεί την τύχη του κυρίου* με άλλα λόγια, μεταξύ περισσοτέρων επιδίκων παροχών η κύρια παροχή θα προσδιορίσει τη δικαιοδοσία του. Το θέμα όμως δεν εμφανίζεται τόσο περίπλοκο στην περίπτωση που αντιμετωπίζει το εθνικό δικαστήριο με το ερώτημα του.

    20

    Η απάντηση επομένως που πρέπει να δοθεί στο υποβληθέν ερώτημα είναι ότι, προκειμένου να προσδιοριστεί ο τόπος εκπληρώσεως κατά την έννοια του άρθρου 5, περίπτωση 1, της Σύμβασης, η παροχή που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε δίκες περί αγωγής καταβολής αμοιβής που ασκεί αρχιτέκτονας επιφορτισμένος με την εκπόνηση σχεδίου για την κατασκευή σπιτιών, είναι η συμβατική παροχή που αποτελεί στη συγκεκριμένη περίπτωση τη βάση της αγωγής.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    21

    Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης, το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

     

    Για τους λόγους αυτούς

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε το Landgericht Kaiserslautern με Διάταξη της 5ης Μαρτίου 1985, αποφαίνεται:

     

    Προκειμένου να προσδιοριστεί ο τόπος εκπληρώσεως κατά την έννοια του άρθρου 5, περίπτωση 1, της Σύμβασης, η παροχή που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε δίκες περί αγωγής καταβολής αμοιβής που ασκεί αρχιτέκτονας επιφορτισμένος με την εκπόνηση σχεδίου για την κατασκευή σπιτιών, είναι η συμβατική παροχή που αποτελεί στη συγκεκριμένη περίπτωση τη βάση της αγωγής.

     

    Mackenzie Stuart

    Κακούρης

    O'Higgins

    Schockweiler

    Bosco

    Koopmans

    Bahlmann

    Joliét

    Rodriguez Iglesias

    Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Ιανουαρίου 1987.

    Ο γραμματέας

    Ρ. Heim

    Ο πρόεδρος

    Α. J. Mackenzie Stuart


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Top