Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52021PC0664

    Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά τις απαιτήσεις για τον πιστωτικό κίνδυνο, τον κίνδυνο προσαρμογής πιστωτικής αποτίμησης, τον λειτουργικό κίνδυνο, τον κίνδυνο αγοράς και το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων

    COM/2021/664 final

    Βρυξέλλες, 27.10.2021

    COM(2021) 664 final

    2021/0342(COD)

    Πρόταση

    ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

    για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά τις απαιτήσεις για τον πιστωτικό κίνδυνο, τον κίνδυνο προσαρμογής πιστωτικής αποτίμησης, τον λειτουργικό κίνδυνο, τον κίνδυνο αγοράς και το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων

    (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    {SWD(2021) 320}
    {SWD(2021) 321}
    {SEC(2021) 380}


    ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

    1.ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

    Αιτιολόγηση και στόχοι της πρότασης

    Η προτεινόμενη τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 (κανονισμός περί κεφαλαιακών απαιτήσεων ή ΚΚΑ) εντάσσεται σε δέσμη νομοθετικών πράξεων η οποία περιλαμβάνει επίσης τροποποιήσεις της οδηγίας 2013/36/ΕΕ (οδηγία περί κεφαλαιακών απαιτήσεων ή ΟΚΑ) 1 .

    Στον απόηχο της μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008-09 (ΜΧΚ), η Ένωση προχώρησε σε ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις του πλαισίου προληπτικής εποπτείας που εφαρμόζεται στις τράπεζες με στόχο την ενίσχυση της ανθεκτικότητάς τους και, συνεπώς, την αποτροπή μιας ανάλογης κρίσης. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό στα διεθνή πρότυπα που έχουν εγκριθεί από το 2010 έως σήμερα από την Επιτροπή της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία (BCBS) 2 . Τα πρότυπα είναι συλλογικά γνωστά ως πρότυπα Βασιλείας III, μεταρρυθμίσεις Βασιλείας III ή πλαίσιο Βασιλείας III 3 .

    Τα διεθνή πρότυπα που κατάρτισε η BCBS είναι σήμερα πιο σημαντικά λόγω του όλο και πιο παγκοσμιοποιημένου και διασυνδεδεμένου χαρακτήρα του τραπεζικού τομέα. Παρόλο που ένας παγκοσμιοποιημένος τραπεζικός τομέας διευκολύνει τις διεθνείς συναλλαγές και επενδύσεις, ενέχει επίσης πιο σύνθετους χρηματοπιστωτικούς κινδύνους. Χωρίς ομοιόμορφα διεθνή πρότυπα, οι τράπεζες μπορούν να επιλέξουν να ασκήσουν τις δραστηριότητές τους στη δικαιοδοσία με τα πιο επιεική κανονιστικά και εποπτικά καθεστώτα. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αγώνα δρόμου για την προσέλκυση τραπεζικών δραστηριοτήτων με χαλάρωση του κανονιστικού πλαισίου, γεγονός που αυξάνει τον κίνδυνο παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής αστάθειας. Ο διεθνής συντονισμός όσον αφορά τα διεθνή πρότυπα περιορίζει αυτό το είδος επικίνδυνου ανταγωνισμού σε μεγάλο βαθμό και είναι κρίσιμης σημασίας για τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας σε ένα παγκοσμιοποιημένο πλαίσιο. Τα διεθνή πρότυπα απλουστεύουν επίσης τη λειτουργία των διεθνώς δραστηριοποιούμενων τραπεζών —στις οποίες συγκαταλέγονται και αρκετές ενωσιακές τράπεζες— καθώς εγγυώνται την εν γένει σύγκλιση των εφαρμοζόμενων κανόνων στα σημαντικότερα κέντρα χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας παγκοσμίως.

    Η ΕΕ ήταν ανέκαθεν εκ των σημαντικότερων υποστηρικτών της διεθνούς συνεργασίας στον τομέα της τραπεζικής ρύθμισης. Η πρώτη δέσμη μεταρρυθμίσεων μετά την κρίση οι οποίες εντάσσονται στο πλαίσιο Βασιλείας III εφαρμόστηκε σε δύο στάδια:

    ·τον Ιούνιο 2013 με την έκδοση του ΚΚΑ 4 και της ΟΚΑ IV 5 ·

    ·τον Μάιο 2019 με την έκδοση του κανονισμού (ΕΕ) 2019/876 6 , γνωστού και ως ΚΚΑ II, και της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878, γνωστής και ως ΟΚΑ V 7 .

    Οι μεταρρυθμίσεις που έχουν εφαρμοστεί έως σήμερα εστίαζαν στη βελτίωση της ποιότητας και στην αύξηση του ύψους του ρυθμιστικού κεφαλαίου που απαιτείται να κατέχουν οι τράπεζες για την κάλυψη δυνητικών ζημιών. Επίσης, αποσκοπούσαν στον περιορισμό της υπερβολικής μόχλευσης στο τραπεζικό σύστημα, στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας των ιδρυμάτων 8 σε βραχυπρόθεσμους κλυδωνισμούς ρευστότητας, στη μείωση της εξάρτησής τους από βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση, στην άμβλυνση του κινδύνου συγκέντρωσης, και στην αντιμετώπιση προβλημάτων του τύπου «πολύ μεγάλο για να επιτραπεί η κατάρρευσή του» 9 .

    Ως αποτέλεσμα, οι νέοι κανόνες ενίσχυσαν τα κριτήρια για το αποδεκτό ρυθμιστικό κεφάλαιο, αύξησαν τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις, και θέσπισαν νέες απαιτήσεις για τον κίνδυνο προσαρμογής πιστωτικής αποτίμησης 10 (CVA εκ του credit valuation adjustment) και για τα ανοίγματα έναντι κεντρικών αντισυμβαλλομένων 11 . Επιπλέον, θεσπίστηκαν τα ακόλουθα νέα μέτρα προληπτικής εποπτείας: ελάχιστη απαίτηση για τον δείκτη μόχλευσης, βραχυπρόθεσμος δείκτης ρευστότητας [ο λεγόμενος δείκτης κάλυψης ρευστότητας (LCR)], πιο μακροπρόθεσμος δείκτης σταθερής χρηματοδότησης (ο λεγόμενος δείκτης καθαρής σταθερής χρηματοδότησης), όρια για τα μεγάλα ανοίγματα 12 και κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας στο πλαίσιο της μακροπροληπτικής εποπτείας 13 .

    Χάρη στην πρώτη αυτή δέσμη μεταρρυθμίσεων που εφαρμόστηκε στην Ένωση 14 , ο τραπεζικός τομέας της ΕΕ είναι σήμερα πολύ πιο ανθεκτικός στους οικονομικούς κλυδωνισμούς και είχε πιο σταθερή βάση όταν ενέσκηψε η κρίση λόγω της νόσου COVID-19 σε σύγκριση με την έναρξη της ΜΧΚ.

    Επιπλέον, οι εποπτικές αρχές και οι νομοθέτες έλαβαν προσωρινά μέτρα αρωγής αμέσως μόλις ενέσκηψε η κρίση λόγω της νόσου COVID-19. Στην ερμηνευτική ανακοίνωσή της σχετικά με την εφαρμογή του λογιστικού πλαισίου και του πλαισίου προληπτικής εποπτείας για τη διευκόλυνση της χορήγησης τραπεζικών δανείων στην ΕΕ για τη στήριξη επιχειρήσεων και νοικοκυριών εν μέσω της COVID-19, της 28ης Απριλίου 2020 15 , η Επιτροπή επαναβεβαίωσε την εγγενή ευελιξία των υφιστάμενων κανόνων προληπτικής εποπτείας και λογιστικών κανόνων όπως έχει αναδειχθεί από τις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές και διεθνείς φορείς. Σε αυτή τη βάση, τον Ιούνιο 2020, οι συννομοθέτες εξέδωσαν στοχευμένες προσωρινές τροποποιήσεις σε επιμέρους πτυχές του πλαισίου προληπτικής εποπτείας —τη λεγόμενη δέσμη προσωρινών έκτακτων αλλαγών (CRR «quick fix») του ΚΚΑ 16 . Σε συνδυασμό με αποφασιστικά μέτρα νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής 17 , η δέσμη αυτή βοήθησε τα ιδρύματα να συνεχίσουν τον δανεισμό σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις στη διάρκεια της πανδημίας. Αυτό συνέβαλε, με τη σειρά του, στον μετριασμό του οικονομικού κλυδωνισμού 18 που προκάλεσε η πανδημία.

    Αν και το συνολικό επίπεδο κεφαλαίων στο τραπεζικό σύστημα της ΕΕ θεωρείται πλέον ικανοποιητικό κατά μέσο όρο, ορισμένα από τα προβλήματα που διαπιστώθηκαν μετά τη ΜΧΚ δεν έχουν ακόμη αντιμετωπιστεί. Σε αναλύσεις που διενεργήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) διαπιστώθηκε ότι οι κεφαλαιακές απαιτήσεις που υπολογίζονταν από ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στην ΕΕ με χρήση εσωτερικών υποδειγμάτων παρουσίαζαν σημαντικές αποκλίσεις που δεν δικαιολογούνταν από διαφορές στους υποκείμενους κινδύνους και που, εν τέλει, υπονομεύουν την αξιοπιστία και τη συγκρισιμότητα των δεικτών κεφαλαίου τους. 19 Επιπροσθέτως, η έλλειψη ευαισθησίας έναντι των κινδύνων στις κεφαλαιακές απαιτήσεις που υπολογίζονται με χρήση τυποποιημένων προσεγγίσεων έχει ως αποτέλεσμα ανεπαρκείς ή αδικαιολόγητα υψηλές κεφαλαιακές απαιτήσεις για ορισμένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή δραστηριότητες (και, συνεπώς, για συγκεκριμένα επιχειρηματικά μοντέλα που βασίζονται κατά κύριο λόγο σε αυτά). Τον Δεκέμβριο 2017, η BCBS συμφώνησε σε μια τελική δέσμη μεταρρυθμίσεων 20 στα διεθνή πρότυπα για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων. Τον Μάρτιο 2018, οι Υπουργοί Οικονομικών της G20 και οι διοικητές των κεντρικών τραπεζών χαιρέτισαν τις μεταρρυθμίσεις αυτές και διακήρυξαν επανειλημμένα τη δέσμευση τους για πλήρη, έγκαιρη και συνεπή εφαρμογή τους. Το 2019, η Επιτροπή ανακοίνωσε την πρόθεσή της να καταθέσει νομοθετική πρόταση για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο προληπτικής εποπτείας της ΕΕ. 21

    Λόγω της πανδημίας της νόσου COVID-19, υπήρξε καθυστέρηση στις προπαρασκευαστικές εργασίες της πρότασης. Η καθυστέρηση αποτυπώνεται στην απόφαση της BCBS της 26ης Μαρτίου 2020 με την οποία μετατίθενται κατά ένα έτος οι συμφωνηθείσες προθεσμίες εφαρμογής για τα τελικά στοιχεία της μεταρρύθμισης Βασιλείας III.  22

    Με βάση τα ανωτέρω, η παρούσα νομοθετική πρωτοβουλία έχει δύο γενικούς στόχους: να συμβάλει στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και να συμβάλει στη σταθερή χρηματοδότηση της οικονομίας στο πλαίσιο της ανάκαμψης μετά την κρίση λόγω της νόσου COVID-19. Οι γενικοί αυτοί στόχοι μπορούν να εξειδικευθούν σε τέσσερεις επιμέρους στόχους:

    1)ενίσχυση του πλαισίου των βασισμένων στον κίνδυνο κεφαλαιακών απαιτήσεων, χωρίς σημαντικές αυξήσεις των κεφαλαιακών απαιτήσεων συνολικά·

    2)ενίσχυση της εστίασης στους κινδύνους ΠΚΔ στο πλαίσιο της προληπτικής εποπτείας·

    3)περαιτέρω εναρμόνιση εποπτικών εξουσιών και εργαλείων· και

    4)μείωση του διοικητικού κόστους των ιδρυμάτων που σχετίζεται με δημοσιοποιήσεις και βελτίωση της πρόσβασης στα δεδομένα προληπτικής εποπτείας των ιδρυμάτων.

    1)Ενίσχυση του πλαισίου των βασισμένων στον κίνδυνο κεφαλαιακών απαιτήσεων

    Οι προσωρινά πιεστικές οικονομικές συνθήκες δεν έχουν μεταβάλει την ανάγκη για επιτυχή εφαρμογή αυτής της διαρθρωτικής μεταρρύθμισης. Η ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης είναι αναγκαία για την αντιμετώπιση των εκκρεμών ζητημάτων και την περαιτέρω ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής ευρωστίας των ιδρυμάτων που είναι εγκατεστημένα στην ΕΕ, ώστε να μπορούν πιο ικανοποιητικά να υποστηρίξουν την οικονομική ανάπτυξη και να αντεπεξέλθουν σε δυνητικές μελλοντικές κρίσεις. Η εφαρμογή των εκκρεμών στοιχείων της μεταρρύθμισης Βασιλείας III είναι επίσης αναγκαία προκειμένου να παρασχεθεί στα ιδρύματα το αναγκαίο σταθερό πλαίσιο κανονιστικών ρυθμίσεων, ολοκληρώνοντας έτσι τη δεκαετή μεταρρύθμιση του πλαισίου προληπτικής εποπτείας. Τέλος, η ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης συνάδει με τη δέσμευση της ΕΕ για διεθνή συνεργασία σε κανονιστικό επίπεδο καθώς και με τα συγκεκριμένα μέτρα που έχουν ανακοινωθεί ή ληφθεί από ορισμένους εταίρους της για την έγκαιρη και πιστή εφαρμογή της μεταρρύθμισης.

    2)Ενίσχυση της εστίασης σε κινδύνους ΠΚΔ στο πλαίσιο της προληπτικής εποπτείας

    Μια άλλη εξίσου σημαντική ανάγκη για μεταρρύθμιση απορρέει από τη συνεχιζόμενη προσπάθεια της Επιτροπής για τη μετάβαση σε μια βιώσιμη οικονομία. Η ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία (ΕΠΣ) 23 και η ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την υλοποίηση του στόχου της ΕΕ για το κλίμα με ορίζοντα το 2030 στην πορεία προς την κλιματική ουδετερότητα («Fit for 55») 24 αποτυπώνουν σαφώς τη δέσμευση της Επιτροπής για μετασχηματισμό της οικονομίας της ΕΕ σε μια βιώσιμη οικονομία, αντιμετωπίζοντας ταυτόχρονα τις αναπόδραστες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Η Επιτροπή ανακοίνωσε επίσης τη στρατηγική χρηματοδότησης της μετάβασης προς τη βιώσιμη οικονομία 25 η οποία βασίζεται σε προγενέστερες πρωτοβουλίες και εκθέσεις, όπως το σχέδιο δράσης για τη χρηματοδότηση της αειφόρου ανάπτυξης 26 και οι εκθέσεις της ομάδας τεχνικών εμπειρογνωμόνων για τα βιώσιμα χρηματοοικονομικά 27 , αλλά ενισχύει τις προσπάθειες της Επιτροπής στον τομέα αυτό με στόχο την ευθυγράμμιση με τους φιλόδοξους στόχους της ΕΠΣ.

    Η διαμεσολάβηση μέσω του τραπεζικού συστήματος θα διαδραματίσει καίριο ρόλο στη χρηματοδότηση της μετάβασης σε μια πιο βιώσιμη οικονομία. Εντούτοις, η μετάβαση σε μια πιο βιώσιμη οικονομία είναι πιθανό να ενέχει κινδύνους για τα ιδρύματα οι οποίοι χρήζουν ορθής διαχείρισης προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Εδώ έγκειται η αναγκαιότητα της προληπτικής ρύθμισης και αυτός είναι ο τομέας στον οποίο μπορεί να διαδραματίσει καίριο ρόλο. Η στρατηγική χρηματοδότησης της μετάβασης προς τη βιώσιμη οικονομία αναγνώρισε το γεγονός αυτό και υπογράμμισε την ανάγκη για καλύτερη ένταξη των περιβαλλοντικών, κοινωνικών και σχετικών με τη διακυβέρνηση (ΠΚΔ) κινδύνων στο πλαίσιο προληπτικής εποπτείας της ΕΕ καθώς οι ισχύουσες νομικές απαιτήσεις και μόνον θεωρείται ότι δεν επαρκούν ως κίνητρο για τη συστηματική και συνεπή διαχείριση των κινδύνων ΠΚΔ από τα ιδρύματα. 

    3)Περαιτέρω εναρμόνιση εποπτικών εξουσιών και εργαλείων·

    Ένας άλλος τομέας εστίασης είναι η ορθή επιβολή των κανόνων προληπτικής εποπτείας. Οι εποπτικές αρχές πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους τα απαραίτητα εργαλεία και τις εξουσίες για τον σκοπό αυτό (π.χ. εξουσίες να χορηγούν άδειες στα ιδρύματα και στις δραστηριότητές τους, να αξιολογούν την καταλληλότητα της διοίκησής τους ή να τους επιβάλλουν κυρώσεις σε περίπτωση που παραβαίνουν τους κανόνες). Αν και η ενωσιακή νομοθεσία διασφαλίζει ένα ελάχιστο επίπεδο εναρμόνισης, η εποπτική εργαλειοθήκη και οι εποπτικές διαδικασίες διαφέρουν σημαντικά μεταξύ κρατών μελών. Αυτό το κατακερματισμένο κανονιστικό τοπίο όσον αφορά τον καθορισμό ορισμένων εξουσιών και εργαλείων που έχουν στη διάθεσή τους οι εποπτικές αρχές και την εφαρμογή τους σε όλα τα κράτη μέλη υπονομεύει τους ισότιμους όρους ανταγωνισμού στην ενιαία αγορά και εγείρει αμφιβολίες σχετικά με τη χρηστή και συνετή διοίκηση των ιδρυμάτων και την εποπτεία τους. Το πρόβλημα αυτό παρουσιάζεται ιδιαίτερα οξυμένο στο πλαίσιο της Τραπεζικής Ένωσης. Οι διαφορές μεταξύ 21 διαφορετικών νομικών συστημάτων εμποδίζουν τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (ΕΕΜ) να εκτελεί αποτελεσματικά και αποδοτικά τα εποπτικά του καθήκοντα. Επιπλέον, οι διασυνοριακοί τραπεζικοί όμιλοι υποχρεώνονται να ασχολούνται με διαφορετικές διαδικασίες για το ίδιο ζήτημα προληπτικής εποπτείας, γεγονός που αυξάνει αδικαιολόγητα το διοικητικό κόστος τους.

    Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα, συγκεκριμένα η απουσία ενός άρτιου ενωσιακού πλαισίου για τους ομίλους τρίτων χωρών που παρέχουν τραπεζικές υπηρεσίες στην ΕΕ, απέκτησε νέα διάσταση μετά την αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ. Η εγκατάσταση υποκαταστημάτων τρίτης χώρας (ΥΤΧ) υπάγεται κατά βάση στις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας και ο βαθμός εναρμόνισης του τομέα αυτού από την ΟΚΑ παραμένει πολύ περιορισμένος. Πρόσφατη έκθεση της ΕΑΤ 28 διαπιστώνει ότι αυτό το διασπασμένο τοπίο στον τομέα της προληπτικής εποπτείας παρέχει στα ΥΤΧ σημαντικές ευκαιρίες για καταχρηστική επιλογή του ευνοϊκότερου κανονιστικού και εποπτικού πλαισίου (ρυθμιστικό και εποπτικό αρμπιτράζ) για την άσκηση των τραπεζικών δραστηριοτήτων τους αφενός, ενώ προκαλεί εποπτικό έλλειμμα και αυξημένους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της ΕΕ αφετέρου.

    Οι εποπτικές αρχές δεν διαθέτουν πολλές φορές την πληροφόρηση και τις εξουσίες που απαιτούνται για την αντιμετώπιση αυτών των κινδύνων. Η απουσία λεπτομερών εποπτικών αναφορών και η πλημμελής ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρχών που είναι αρμόδιες για την εποπτεία των διαφόρων οντοτήτων/δραστηριοτήτων των ομίλων τρίτων χωρών δημιουργούν κενά. Η ΕΕ αποτελεί τη μοναδική μείζονα δικαιοδοσία για την οποία η αρχή ενοποιημένης εποπτείας δεν διαθέτει πλήρη εικόνα των δραστηριοτήτων των ομίλων τρίτων χωρών που λειτουργούν μέσω και θυγατρικών και υποκαταστημάτων. Οι ανεπάρκειες αυτές υπονομεύουν τους ισότιμους όρους ανταγωνισμού μεταξύ των ομίλων τρίτων χωρών που δραστηριοποιούνται στα διάφορα κράτη μέλη, καθώς και έναντι των ιδρυμάτων που εδρεύουν στην ΕΕ.

    4)Μείωση του διοικητικού κόστους των ιδρυμάτων που σχετίζεται με δημοσιοποιήσεις και βελτίωση της πρόσβασης στα δεδομένα προληπτικής εποπτείας των ιδρυμάτων

    Η παρούσα πρόταση είναι επίσης αναγκαία για την περαιτέρω ενίσχυση της πειθαρχίας της αγοράς. Η τελευταία αποτελεί ένα ακόμη σημαντικό εργαλείο για τη συνδρομή των επενδυτών προκειμένου να μπορούν να ασκούν τον ρόλο τους όσον αφορά την παρακολούθηση της συμπεριφοράς των ιδρυμάτων. Για τον σκοπό αυτό, είναι αναγκαίο να έχουν πρόσβαση στις απαραίτητες πληροφορίες. Οι τρέχουσες δυσκολίες που συνδέονται με την πρόσβαση σε πληροφορίες προληπτικής εποπτείας στερούν από τους συμμετέχοντες στην αγορά τις πληροφορίες που χρειάζονται σχετικά με τις καταστάσεις προληπτικής εποπτείας των ιδρυμάτων. Η κατάσταση αυτή μειώνει, εν τέλει, την αποτελεσματικότητα του πλαισίου προληπτικής εποπτείας των ιδρυμάτων και ενδεχομένως εγείρει αμφιβολίες σχετικά με την ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα, ιδίως σε περιόδους ακραίων καταστάσεων. Ως εκ τούτου, η πρόταση εισηγείται την κεντρική διαχείριση των δημοσιοποιήσεων πληροφοριών προληπτικής εποπτείας αποσκοπώντας στη βελτίωση της πρόσβασης στα δεδομένα προληπτικής εποπτείας και της συγκρισιμότητας στον τραπεζικό κλάδο. Η κεντρική δημοσίευση των δημοσιοποιήσεων σε ενιαίο σημείο πρόσβασης που θα οριστεί από την ΕΑΤ στοχεύει επίσης στη μείωση της διοικητικής επιβάρυνσης για τα ιδρύματα, ιδίως δε για τα μικρά και μη πολύπλοκα ιδρύματα.

    Συνέπεια με τις ισχύουσες διατάξεις στον τομέα πολιτικής

    Αρκετά στοιχεία των προτάσεων που τροποποιούν τον ΚΚΑ και την ΟΚΑ αποτελούν προϊόν εργασίας που πραγματοποιήθηκε σε διεθνές επίπεδο, ή από την ΕΑΤ, ενώ άλλες προσαρμογές στο πλαίσιο προληπτικής εποπτείας έχουν καταστεί αναγκαίες λόγω της πρακτικής εμπειρίας που αποκτήθηκε μετά τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο και την εφαρμογή της ΟΚΑ, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο του ΕΕΜ.

    Οι προτάσεις εισηγούνται τροποποιήσεις της υφιστάμενης νομοθεσίας που είναι απολύτως συνεπείς με τις υφιστάμενες διατάξεις πολιτικής στον τομέα της προληπτικής ρύθμισης και εποπτείας των ιδρυμάτων. Η αναθεώρηση του ΚΚΑ και της ΟΚΑ έχει ως στόχο την οριστικοποίηση της εφαρμογής της μεταρρύθμισης Βασιλείας ΙΙΙ στην ΕΕ καθώς και την ενίσχυση και εναρμόνιση των εποπτικών εργαλείων και εξουσιών. Τα μέτρα αυτά είναι αναγκαία για την περαιτέρω ενίσχυση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού τομέα.

    Συνέπεια με άλλες πολιτικές της Ένωσης

    Έχει συμπληρωθεί σχεδόν μια δεκαετία από τη συμφωνία των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων για τη δημιουργία Τραπεζικής Ένωσης. Δύο πυλώνες της Τραπεζικής Ένωσης —ενιαία εποπτεία και ενιαία εξυγίανση— λειτουργούν ήδη, έχοντας ως στέρεο θεμέλιο το ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων για όλα τα ιδρύματα της ΕΕ.

    Οι προτάσεις στοχεύουν στη σταθερή εφαρμογή του ενιαίου εγχειριδίου κανόνων για όλα τα ιδρύματα της ΕΕ, εντός και εκτός της Τραπεζικής Ένωσης. Οι συνολικοί στόχοι της πρότασης, όπως περιγράφονται ανωτέρω, είναι πλήρως συνεπείς και συνεκτικοί με τους θεμελιώδεις στόχους της ΕΕ όσον αφορά την προώθηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, τη μείωση της πιθανότητας και της έκτασης της στήριξης από τους φορολογούμενους σε περίπτωση εξυγίανσης ιδρύματος, καθώς και τη συμβολή στην αρμονική και βιώσιμη χρηματοδότηση της οικονομικής δραστηριότητας, που θα ευνοήσει υψηλό επίπεδο ανταγωνιστικότητας και προστασίας των καταναλωτών.

    Τέλος, με την αναγνώριση των κινδύνων ΠΚΔ και την ενσωμάτωση των στοιχείων ΠΚΔ στο πλαίσιο προληπτικής εποπτείας, η παρούσα πρόταση συμπληρώνει την ευρύτερη στρατηγική της ΕΕ για ένα πιο βιώσιμο και ανθεκτικό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Θα συμβάλει στην επίτευξη του στόχου της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας για τη διαχείριση των κλιματικών κινδύνων και την ενσωμάτωσή τους στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθώς και στους στρατηγικούς τομείς δράσης που καθορίζονται στην έκθεση στρατηγικών προβλέψεων 2021 29 .

    2.ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ, ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ

    Νομική βάση

    Η πρόταση εξετάζει ενέργειες που θα διαμορφώσουν ένα πλαίσιο για την ανάληψη, την άσκηση και την εποπτεία της δραστηριότητας των ιδρυμάτων στο εσωτερικό της Ένωσης, με στόχο τη διασφάλιση της σταθερότητας της ενιαίας αγοράς. Ο τραπεζικός τομέας παρέχει σήμερα το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης στους κόλπους της ενιαίας αγοράς, γεγονός που τον αναδεικνύει σε ένα από τα θεμελιώδη δομικά στοιχεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης. Η Ένωση έχει σαφή εντολή να ενεργεί στον τομέα της ενιαίας αγοράς και η σχετική νομική βάση περιλαμβάνει τα άρθρα της Συνθήκης 30 που θεμελιώνουν τις αρμοδιότητες της Ένωσης στον συγκεκριμένο τομέα.

    Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις θεμελιώνονται στην ίδια νομική βάση με τις τροποποιούμενες νομοθετικές πράξεις, δηλαδή στο άρθρο 114 της ΣΛΕΕ όσον αφορά την πρόταση κανονισμού για την τροποποίηση του ΚΚΑ και στο άρθρο 53 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ όσον αφορά την πρόταση οδηγίας για την τροποποίηση της ΟΚΑ.

    Επικουρικότητα (σε περίπτωση μη αποκλειστικής αρμοδιότητας)

    Η πλειονότητα των εξεταζόμενων ενεργειών αποτελούν επικαιροποιήσεις υφιστάμενης ενωσιακής νομοθεσίας, και συνεπώς, αφορούν τομείς στους οποίους η Ένωση έχει ήδη ασκήσει και δεν προτίθεται να παύσει να ασκεί την αρμοδιότητα. Ορισμένες ενέργειες (ιδίως για την τροποποίηση της ΟΚΑ) αποσκοπούν σε περαιτέρω εναρμόνιση με στόχο την επίτευξη, σε σταθερή βάση, των στόχων της εν λόγω οδηγίας.

    Δεδομένου ότι οι επιδιωκόμενοι στόχοι των προτεινόμενων μέτρων αποσκοπούν στη συμπλήρωση ήδη υφιστάμενης ενωσιακής νομοθεσίας, μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο ΕΕ από ό,τι στο πλαίσιο διαφόρων εθνικών πρωτοβουλιών. Εθνικά μέτρα που θα στόχευαν, λόγου χάρη, στην ενσωμάτωση κανόνων με εγγενώς διεθνές αποτύπωμα —όπως ένα διεθνές πρότυπο, π.χ. η «Βασιλεία III», ή μια πιο ικανοποιητική αντιμετώπιση των κινδύνων ΠΚΔ— στην εφαρμοζόμενη νομοθεσία δεν θα ήταν εξίσου αποτελεσματικά με τους ενωσιακούς κανόνες για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Όσον αφορά τα εποπτικά εργαλεία και εξουσίες, τις δημοσιοποιήσεις και τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών, εάν η πρωτοβουλία παρέμενε αποκλειστικά σε εθνικό επίπεδο, αυτό μπορεί να συνεπαγόταν μικρότερη διαφάνεια και αυξημένο κίνδυνο για εκδήλωση φαινομένων αρμπιτράζ, με αποτέλεσμα δυνητική στρέβλωση του ανταγωνισμού και επιπτώσεις στις κεφαλαιακές ροές. Επιπροσθέτως, η έκδοση εθνικών μέτρων θα ενείχε νομικές προκλήσεις, δεδομένου ότι ο ΚΚΑ ρυθμίζει ήδη τραπεζικά ζητήματα, όπως οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου, η υποβολή αναφορών και οι δημοσιοποιήσεις καθώς και άλλες σχετικές με τον ΚΚΑ απαιτήσεις.

    Ως εκ τούτου, η τροποποίηση του ΚΚΑ και της ΟΚΑ θεωρείται ως η καλύτερη δυνατή λύση. Επιτυγχάνει τη σωστή ισορροπία ανάμεσα στην εναρμόνιση των κανόνων και στη διατήρηση της εθνικής ευελιξίας όπου κρίνεται αναγκαίο, χωρίς να παρεμποδίζεται η εφαρμογή του ενιαίου εγχειριδίου κανόνων. Οι τροποποιήσεις θα προαγάγουν περαιτέρω την ομοιόμορφη εφαρμογή των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας και τη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών και θα εξασφαλίσουν ισότιμους όρους ανταγωνισμού στο σύνολο της ενιαίας αγοράς τραπεζικών υπηρεσιών. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό στον τραπεζικό τομέα όπου μεγάλος αριθμός ιδρυμάτων λειτουργεί στο πλαίσιο της ενιαίας αγοράς της ΕΕ. Η στενή συνεργασία και η εμπιστοσύνη στους κόλπους του ΕΕΜ και μεταξύ των σωμάτων εποπτών και των αρμόδιων αρχών εκτός του ΕΕΜ είναι ουσιαστικής σημασίας για την εξασφάλιση της αποτελεσματικής εποπτείας των ιδρυμάτων σε ενοποιημένη βάση. Η εφαρμογή εθνικών κανόνων δεν θα μπορούσε να επιτύχει αυτούς τους στόχους.

    Αναλογικότητα

    Η αναλογικότητα αποτέλεσε αναπόσπαστο μέρος της εκτίμησης επιπτώσεων που συνοδεύει την πρόταση. Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις στα διάφορα κανονιστικά πεδία αξιολογήθηκαν μεμονωμένα έναντι του κριτηρίου της αναλογικότητας. Επιπροσθέτως, περιγράφηκε η έλλειψη αναλογικότητας των υφιστάμενων κανόνων σε διάφορους τομείς και αναλύθηκαν συγκεκριμένες επιλογές με στόχο τη μείωση της διοικητικής επιβάρυνσης και του κόστους συμμόρφωσης για τα μικρότερα ιδρύματα. Αυτό ισχύει, ιδιαιτέρως, για τα μέτρα στον τομέα των δημοσιοποιήσεων, όπου η επιβάρυνση συμμόρφωσης για τα μικρά και μη πολύπλοκα ιδρύματα θα πρέπει να παύσει να υφίσταται, ή τουλάχιστον να περιοριστεί σημαντικά. Επιπλέον, οι απαιτήσεις δημοσιοποίησης σε σχέση με τη δημοσιοποίηση των κινδύνων ΠΚΔ που προτείνεται να εφαρμοστούν σε όλα τα ιδρύματα (δηλαδή πέραν των μεγάλων, εισηγμένων τραπεζών για τις οποίες η υφιστάμενη απαίτηση θα τεθεί σε εφαρμογή από το 2022) θα είναι προσαρμοσμένες όσον αφορά την περιοδικότητα και τον βαθμό λεπτομέρειας στο μέγεθος και στην πολυπλοκότητα των ιδρυμάτων, σε συμμόρφωση με την αρχή της αναλογικότητας.

    Επιλογή της νομικής πράξης

    Τα μέτρα προτείνεται να εφαρμοστούν με την τροποποίηση του ΚΚΑ και της ΟΚΑ μέσω της έκδοσης κανονισμού και οδηγίας, αντίστοιχα. Πράγματι, τα προτεινόμενα μέτρα παραπέμπουν ή αναπτύσσουν περαιτέρω ήδη υφιστάμενες διατάξεις που είναι ενταγμένες στα εν λόγω νομικά μέσα (συγκεκριμένα το πλαίσιο για τον υπολογισμό των βασισμένων στον κίνδυνο κεφαλαιακών απαιτήσεων, τις εξουσίες και τα εργαλεία που τίθενται στη διάθεση των εποπτικών αρχών ανά την Ένωση).

    Ορισμένες από τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της ΟΚΑ οι οποίες άπτονται των εξουσιών επιβολής κυρώσεων παρέχουν στα κράτη μέλη έναν βαθμό ευελιξίας για τη διατήρηση διαφορετικών κανόνων κατά το στάδιο της μεταφοράς τους στο εθνικό δίκαιο.

    3.ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΕΩΝ, ΤΩΝ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΩΝ ΜΕ ΤΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΚΤΙΜΗΣΕΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ

    Διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη

    Η Επιτροπή προέβη σε ενέργειες και ανέλαβε διάφορες πρωτοβουλίες προκειμένου να εκτιμήσει εάν το τρέχον πλαίσιο προληπτικής εποπτείας των τραπεζών στην ΕΕ και η εφαρμογή των εκκρεμών στοιχείων της μεταρρύθμισης Βασιλείας III αρκούν για να εξασφαλιστεί ότι το τραπεζικό σύστημα της ΕΕ θα παραμείνει σταθερό και ανθεκτικό στους οικονομικούς κλυδωνισμούς και θα εξακολουθήσει να αποτελεί βιώσιμη πηγή σταθερής χρηματοδότησης για την οικονομία της ΕΕ.

    Η Επιτροπή συγκέντρωσε τις απόψεις των ενδιαφερόμενων μερών για συγκεκριμένα θέματα στους τομείς του πιστωτικού κινδύνου, του λειτουργικού κινδύνου, του κινδύνου CVA, των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων, καθώς και σε σχέση με το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων. Επιπροσθέτως των εν λόγω στοιχείων που σχετίζονται με την εφαρμογή της «Βασιλείας III», η Επιτροπή πραγματοποίησε επίσης διαβούλευση επί ορισμένων άλλων θεμάτων με στόχο να επιτευχθεί σύγκλιση και συνοχή των εποπτικών πρακτικών στην Ένωση και να ελαφρυνθεί η διοικητική επιβάρυνση των ιδρυμάτων.

    Πριν από τη δημόσια διαβούλευση που διεξήχθη μεταξύ Οκτωβρίου 2019 και αρχών Ιανουαρίου 2020 31 είχε πραγματοποιηθεί μια πρώτη διερευνητική διαβούλευση την άνοιξη του 2018 32 , που συνέλεξε αρχικά τις απόψεις μιας στοχευμένης ομάδας ενδιαφερόμενων μερών σχετικά με τη διεθνή συμφωνία. Επίσης, τον Νοέμβριο 2019 οργανώθηκε δημόσια διάσκεψη προκειμένου να συζητηθούν οι επιπτώσεις και οι προκλήσεις από την εφαρμογή των οριστικοποιημένων προτύπων Βασιλείας III στην ΕΕ. Το παράρτημα 2 της εκτίμησης επιπτώσεων περιλαμβάνει τις περιλήψεις της διαβούλευσης και της δημόσιας διάσκεψης.

    Οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαβουλεύθηκαν επίσης επανειλημμένα με τα κράτη μέλη σχετικά με την εφαρμογή στην ΕΕ των τελικών στοιχείων της μεταρρύθμισης Βασιλείας III και άλλων πιθανών αναθεωρήσεων του ΚΚΑ και της ΟΚΑ στο πλαίσιο της Ομάδας Εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής για θέματα πληρωμών, τραπεζών και ασφαλίσεων (EGBPI).

    Τέλος, κατά την προπαρασκευαστική φάση της νομοθεσίας, οι υπηρεσίες της Επιτροπής πραγματοποίησαν επίσης εκατοντάδες συναντήσεις (δια ζώσης και διαδικτυακά) με εκπροσώπους του τραπεζικού κλάδου καθώς και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη.

    Τα αποτελέσματα όλων των προαναφερόμενων πρωτοβουλιών τροφοδότησαν την επεξεργασία της νομοθετικής πρωτοβουλίας συνοδεύοντας την εκτίμηση επιπτώσεων. Καταδεικνύεται σαφώς η ανάγκη για επικαιροποίηση και συμπλήρωση των υφιστάμενων κανόνων προκειμένου i) να μειωθούν περαιτέρω οι κίνδυνοι στον τραπεζικό τομέα και ii) να ενισχυθεί η ικανότητα των ιδρυμάτων να διοχετεύουν επαρκείς χρηματοδοτικούς πόρους στην οικονομία.

    Συλλογή και χρήση εμπειρογνωσίας

    Η Επιτροπή αξιοποίησε την εμπειρογνωσία της ΕΑΤ, η οποία εκπόνησε ανάλυση επιπτώσεων με αντικείμενο την εφαρμογή των εκκρεμών στοιχείων της μεταρρύθμισης Βασιλείας III 33 . Επίσης, οι υπηρεσίες της Επιτροπής αξιοποίησαν την εμπειρογνωσία της ΕΚΤ, η οποία εκπόνησε μακροοικονομική ανάλυση των επιπτώσεων από την εφαρμογή των εν λόγω στοιχείων. 34

    Εκτίμηση επιπτώσεων

    Για καθένα από τα προβλήματα που διαπιστώθηκαν, η εκτίμηση επιπτώσεων 35 εξέτασε μια σειρά επιλογών πολιτικής για τέσσερις βασικές διαστάσεις πολιτικής, επιπροσθέτως του βασικού σεναρίου που συνίσταται στη μη ανάληψη δράσης από την Ένωση.

    Όσον αφορά την εφαρμογή της «Βασιλείας III», η ανάλυση και η ανάπτυξη μακροοικονομικών υποδειγμάτων στο πλαίσιο της εκτίμησης επιπτώσεων δείχνουν ότι η εφαρμογή των προτιμώμενων επιλογών και η συνεκτίμηση όλων των μέτρων της πρότασης αναμένεται να οδηγήσουν σε σταθμισμένη μέση αύξηση των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων των ιδρυμάτων κατά 6,4 % έως 8,4 % μακροπρόθεσμα (έως το 2030), μετά την προβλεπόμενη μεταβατική περίοδο. Μεσοπρόθεσμα (το 2025), η αύξηση αναμένεται να κυμανθεί μεταξύ 0,7 % και 2,7 %.

    Σύμφωνα με εκτιμήσεις της ΕΑΤ, η επίπτωση αυτή θα μπορούσε να υποχρεώσει έναν μικρό αριθμό μεγάλων ιδρυμάτων (10 από τα 99 ιδρύματα στο δοκιμαστικό δείγμα) να συγκεντρώσουν συλλογικά πρόσθετα κεφάλαια κάτω των 27 δισ. EUR προκειμένου να ανταποκριθούν στις νέες ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις βάσει της προτιμώμενης επιλογής. Για να γίνει καλύτερα κατανοητό το μέγεθος αυτού του ποσού, τα 99 ιδρύματα του δείγματος (που αντιστοιχούν στο 75 % του τραπεζικού ενεργητικού της ΕΕ) κατείχαν συνολικό ποσό ρυθμιστικού κεφαλαίου αξίας 1 414 δισ. EUR στα τέλη του 2019 και είχαν συνδυασμένα κέρδη ύψους 99,8 δισ. EUR το 2019.

    Γενικότερα, παρόλο που τα ιδρύματα θα επιβαρυνθούν με εφάπαξ διοικητικό και λειτουργικό κόστος για την εφαρμογή των προτεινόμενων αλλαγών στους κανόνες, δεν αναμένονται σημαντικές αυξήσεις στο κόστος. Επιπλέον, οι απλουστεύσεις τις οποίες συνεπάγονται αρκετές από τις προτιμώμενες επιλογές (π.χ. κατάργηση των προσεγγίσεων εσωτερικών υποδειγμάτων, δημοσιοποιήσεις σε κεντρικό επίπεδο) αναμένεται να μειώσουν το κόστος σε σύγκριση με την τρέχουσα κατάσταση.

    Καταλληλότητα και απλούστευση του κανονιστικού πλαισίου

    Η παρούσα πρόταση στοχεύει στην ολοκλήρωση της εφαρμογής των διεθνών προτύπων προληπτικής εποπτείας για τις τράπεζες που συμφωνήθηκαν από την BCBS μεταξύ 2017 και 2020. Θα ολοκληρώσει την εφαρμογή στην ΕΕ της μεταρρύθμισης Βασιλείας III η οποία υπήρξε πρωτοβουλία της Επιτροπής της Βασιλείας στον απόηχο της ΜΧΚ. Η εν λόγω μεταρρύθμιση αποτέλεσε αυτή καθεαυτή πλήρη επανεξέταση του πλαισίου προληπτικής εποπτείας που ίσχυε πριν και κατά τη διάρκεια της ΜΧΚ, δηλαδή του πλαισίου Βασιλείας II (στην ΕΕ το εν λόγω πλαίσιο τέθηκε σε εφαρμογή με την οδηγία 2006/48/ΕΚ, δηλαδή την αρχική ΟΚΑ). Η Επιτροπή χρησιμοποίησε τα αποτελέσματα της πλήρους επανεξέτασης του πλαισίου προληπτικής εποπτείας από την BCBS, σε συνδυασμό με τα στοιχεία που υποβλήθηκαν από την ΕΑΤ, την ΕΚΤ και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, για την τεκμηρίωση της εργασίας της όσον αφορά την εφαρμογή. Εκκρεμούσης της εφαρμογής των τελικών μεταρρυθμίσεων Βασιλείας III στην ΕΕ, δεν έχει ακόμη διενεργηθεί έλεγχος καταλληλότητας ούτε έχει εφαρμοστεί η διαδικασία στο πλαίσιο του προγράμματος βελτίωσης της καταλληλότητας και της αποδοτικότητας του κανονιστικού πλαισίου (REFIT).

    Θεμελιώδη δικαιώματα

    Η ΕΕ είναι προσηλωμένη στην τήρηση υψηλών προτύπων προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και έχει υπογράψει μια ευρεία δέσμη συμβάσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Στο πλαίσιο αυτό, η πρόταση δεν είναι πιθανό να έχει άμεσο αντίκτυπο στα εν λόγω δικαιώματα, όπως απαριθμούνται στις κύριες συμβάσεις των ΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα, στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των Συνθηκών της ΕΕ, και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).

    4.ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ

    Η πρόταση δεν έχει επιπτώσεις στον προϋπολογισμό της Ένωσης.

    5.ΛΟΙΠΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

    Σχέδια εφαρμογής και ρυθμίσεις παρακολούθησης, αξιολόγησης και υποβολής εκθέσεων

    Αναμένεται ότι οι προτεινόμενες τροποποιήσεις θα αρχίσουν να εφαρμόζονται το ενωρίτερο εντός του 2023. Οι τροποποιήσεις είναι συνυφασμένες με άλλες διατάξεις του ΚΚΑ και της ΟΚΑ που ήταν ήδη σε ισχύ και παρακολουθούνται από το 2014 και, όσον αφορά τα μέτρα που θεσπίστηκαν με τη δέσμη μέτρων για τη μείωση του κινδύνου, από το 2019.

    Η BCBS και η ΕΑΤ θα εξακολουθήσουν να συλλέγουν τα απαιτούμενα δεδομένα για την παρακολούθηση των βασικών μεγεθών (δείκτες κεφαλαίου, δείκτης μόχλευσης, μέτρα για τη ρευστότητα). Τα στοιχεία αυτά θα καταστήσουν εφικτή τη μελλοντική αξιολόγηση των επιπτώσεων των νέων εργαλείων πολιτικής. Η τακτική διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (SREP) και οι προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων θα συμβάλουν επίσης στην παρακολούθηση των επιπτώσεων των νέων προτεινόμενων μέτρων στα ιδρύματα που επηρεάζονται, και στην αξιολόγηση της επάρκειας της παρεχόμενης ευελιξίας και αναλογικότητας στο πλαίσιο της μέριμνας για τις ιδιαιτερότητες των μικρότερων ιδρυμάτων. Επιπροσθέτως, η ΕΑΤ, μαζί με τον ΕΕΜ και τις εθνικές αρμόδιες αρχές, επεξεργάζονται ολοκληρωμένο εργαλείο υποβολής αναφορών (EUCLID) το οποίο προσδοκάται ότι θα φανεί χρήσιμο στην παρακολούθηση και αξιολόγηση των επιπτώσεων αυτών των μεταρρυθμίσεων. Τέλος, η Επιτροπή θα εξακολουθήσει να συμμετέχει στις ομάδες εργασίας της BCBS και στη μικτή ειδική ομάδα που συνέστησαν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και η ΕΑΤ, οι οποίες παρακολουθούν τη δυναμική των ιδίων κεφαλαίων και των θέσεων ρευστότητας των ιδρυμάτων, παγκοσμίως και στην ΕΕ, αντίστοιχα.

    Αναλυτική επεξήγηση των επιμέρους διατάξεων της πρότασης

    Βελτιωμένοι ορισμοί των οντοτήτων που πρέπει να εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής της εποπτικής ενοποίησης

    Τα πρόσφατα γεγονότα ανέδειξαν την ανάγκη διευκρίνισης των διατάξεων σχετικά με την εποπτική ενοποίηση προκειμένου να διασφαλιστεί ότι χρηματοπιστωτικοί όμιλοι με επικεφαλής εταιρείες χρηματοοικονομικής τεχνολογίας (FinTech) ή οι οποίοι περιλαμβάνουν, εκτός των ιδρυμάτων, άλλες οντότητες που ασκούν άμεσα ή έμμεσα χρηματοοικονομικές δραστηριότητες, υπόκεινται σε εποπτική ενοποίηση. Για τον σκοπό αυτό, το άρθρο 4 τροποποιείται προκειμένου να διευκρινιστούν και να βελτιωθούν οι ορισμοί των όρων «επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών», «χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών» και «χρηματοδοτικό ίδρυμα», που αποτελούν κεντρικές έννοιες σε αυτό το πλαίσιο. Οι επιχειρήσεις παροχής επικουρικών υπηρεσιών θα πρέπει να θεωρούνται χρηματοδοτικά ιδρύματα και, συνεπώς, να εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής της εποπτικής ενοποίησης.

    Επιπλέον, προτείνεται επίσης η επικαιροποίηση των ορισμών των όρων «μητρική επιχείρηση» και «θυγατρική» σύμφωνα με τα ισχύοντα λογιστικά πρότυπα, και η ευθυγράμμισή τους με την έννοια του «ελέγχου» που προβλέπεται ήδη στον ΚΚΑ προκειμένου να αποφευχθούν ασυνέπειες στην εφαρμογή των κανόνων και φαινόμενα ρυθμιστικού αρμπιτράζ.

    Ίδια κεφάλαια

    Ορισμοί της «έμμεσης συμμετοχής» και της «σύνθετης συμμετοχής»

    Σύμφωνα με το άρθρο 72ε παράγραφος 1 του ΚΚΑ, τα ιδρύματα που υπάγονται στο άρθρο 92α υποχρεούνται να αφαιρούν τις έμμεσες και σύνθετες συμμετοχές σε ορισμένα μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων. Ωστόσο, οι τρέχοντες ορισμοί των όρων «έμμεση συμμετοχή» και «σύνθετη συμμετοχή», αντίστοιχα, εμπεριέχουν μόνο τις τοποθετήσεις σε κεφαλαιακά μέσα. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω ορισμοί τροποποιούνται προκειμένου να συμπεριλάβουν τις συμμετοχές στις σχετικές υποχρεώσεις (άρθρο 4 παράγραφος 1 σημεία 114 και 126 του ΚΚΑ).

    Κεφαλαιακά μέσα αλληλασφαλιστικών ενώσεων, συνεταιριστικών εταιρειών, ταμιευτηρίων και παρόμοιων ιδρυμάτων

    Μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ βάσει του άρθρου 50 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, το άρθρο 27 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο v) του ΚΚΑ στερείται εφεξής νοήματος για τα ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στην Ένωση (η διάταξη είχε θεσπιστεί προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες των ιδρυμάτων που ήταν εγκατεστημένα στο ΗΒ). Ως εκ τούτου, η διάταξη απαλείφεται.

    Εξαιρέσεις λόγω ορίου από την αφαίρεση από στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1

    Για τους σκοπούς της εφαρμογής κάποιων από τις σχετιζόμενες με τα ίδια κεφάλαια αφαιρέσεις που θεσπίζονται στον ΚΚΑ, τα ιδρύματα πρέπει να υπολογίζουν ορισμένα όρια που βασίζονται στα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (CET1) αφού εφαρμόσουν εποπτικές προσαρμογές και τις περισσότερες αφαιρέσεις που σχετίζονται με τα στοιχεία κεφαλαίου CET1. Για να επιτευχθεί συνοχή στον υπολογισμό των σχετικών ορίων και να αποφευχθεί η ασυμμετρία στην αντιμετώπιση ορισμένων αφαιρέσεων για τα όρια, οι νέες σχετιζόμενες με τα στοιχεία κεφαλαίου CET1 αφαιρέσεις που προβλέπονται από τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/630 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 36 και από τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/876 πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των σχετικών στοιχείων κεφαλαίου CET1. Ως εκ τούτου, στα άρθρα 46 παράγραφος 1, 48 παράγραφος 1, 60 παράγραφος 1, 70 παράγραφος 1 και 72θ παράγραφος 1 του ΚΚΑ προστίθενται παραπομπές στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχεία ιγ) και ιδ) του ΚΚΑ. Ταυτόχρονα, για να αποτυπωθεί η κατάργηση των αφαιρέσεων ανοιγμάτων σε μετοχές στο πλαίσιο μιας προσέγγισης εσωτερικών υποδειγμάτων, απαλείφεται από τις διατάξεις αυτές η παραπομπή στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια) σημείο v).

    Δικαιώματα μειοψηφίας σε σχέση με θυγατρικές τρίτων χωρών

    Ο κανονισμός (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 37 (κανονισμός για τις επιχειρήσεις επενδύσεων) επέφερε αλλαγές στους όρους «ίδρυμα» και «επιχείρηση επενδύσεων» (άρθρο 4 παράγραφος 1 σημεία 2 και 3 του ΚΚΑ). Παρεμβάλλεται νέο άρθρο 88β το οποίο διασφαλίζει ότι οι θυγατρικές που είναι εγκατεστημένες σε τρίτη χώρα μπορούν παρά ταύτα να λαμβάνονται υπόψη για τους σκοπούς του δεύτερου μέρους τίτλος ΙΙ του ΚΚΑ (προσδιορισμός των δικαιωμάτων μειοψηφίας), υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω θυγατρικές θα ενέπιπταν στους αναθεωρημένους ορισμούς των εν λόγω όρων εάν ήταν εγκατεστημένες στην Ένωση.

    Εισάγονται περαιτέρω αλλαγές στα άρθρα 84 παράγραφος 1, 85 παράγραφος 1 και 87 παράγραφος 1 του ΚΚΑ σε σχέση με τις θυγατρικές τρίτων χωρών. Οι αλλαγές αυτές δεν μεταβάλλουν τον ισχύοντα υπολογισμό των δικαιωμάτων μειοψηφίας, αλλά αποσκοπούν στην αποσαφήνιση του νομικού κειμένου σε συνέχεια των πρόσφατων απαντήσεων που δόθηκαν από την Επιτροπή μέσω του εργαλείου Ε&Α του ενιαίου εγχειριδίου κανόνων της ΕΑΤ.

    Κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων

    Θεσπίζεται κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων για τις βασισμένες στον κίνδυνο κεφαλαιακές απαιτήσεις με τροποποιήσεις τόσο του ΚΚΑ όσο και της ΟΚΑ. Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα μέτρα των μεταρρυθμίσεων Βασιλείας III το οποίο αποσκοπεί στη μείωση των υπερβολικών αποκλίσεων στις υπολογιζόμενες με χρήση εσωτερικών υποδειγμάτων απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων των ιδρυμάτων, και κατ’ επέκταση στη βελτίωση της συγκρισιμότητας των δεικτών κεφαλαίου των ιδρυμάτων. Ορίζει χαμηλότερο όριο στις κεφαλαιακές απαιτήσεις που υπολογίζονται σύμφωνα με εσωτερικά υποδείγματα των ιδρυμάτων, στο 72,5 % των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που θα εφαρμόζονταν βάσει των τυποποιημένων προσεγγίσεων. Η απόφαση για τη θέσπιση του κατώτατου ορίου κεφαλαιακών απαιτήσεων βασίστηκε σε ανάλυση η οποία αποκάλυψε ότι η χρήση εσωτερικών υποδειγμάτων από τα ιδρύματα τα καθιστά επιρρεπή σε υποτίμηση των κινδύνων, και ως εκ τούτου των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων.

    Ο υπολογισμός των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων του ενεργητικού (RWA) με εφαρμογή του κατώτατου ορίου καθορίζεται στο άρθρο 92 του ΚΚΑ. Συγκεκριμένα, το άρθρο 92 παράγραφος 3 τροποποιείται προκειμένου να προσδιοριστεί ποιο συνολικό ποσό ανοίγματος σε κίνδυνο (TREA) —με ή χωρίς εφαρμογή του κατώτατου ορίου— πρέπει να χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων («πυλώνας 1»).

    Το TREA με εφαρμογή του κατώτατου ορίου, όπως ορίζεται στο άρθρο 92 παράγραφος 5, πρέπει να χρησιμοποιείται μόνον από το εγκατεστημένο στην Ένωση μητρικό ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ενός τραπεζικού ομίλου για τους σκοπούς του συντελεστή φερεγγυότητας του ιδρύματος που υπολογίζεται στο ανώτατο επίπεδο ενοποίησης στην ΕΕ.

    Αντίθετα, το TREA χωρίς εφαρμογή του κατώτατου ορίου εξακολουθεί να εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε οντότητα του ομίλου για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σε ατομικό επίπεδο, όπως διευκρινίζεται περαιτέρω στο άρθρο 92 παράγραφος 4.

    Κάθε μητρικό ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών σε κράτος μέλος (άλλο από την έδρα του μητρικού ιδρύματος στην ΕΕ) πρέπει να υπολογίζει το δικό του μερίδιο του TREA με εφαρμογή του κατώτατου ορίου που χρησιμοποιείται για την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων του ενοποιημένου ομίλου πολλαπλασιάζοντας την εν λόγω απαίτηση ιδίων κεφαλαίων του ενοποιημένου ομίλου επί την αναλογία 38 των υποενοποιημένων RWA που αποδίδονται στην εν λόγω οντότητα και στις θυγατρικές της στο ίδιο κράτος μέλος, κατά περίπτωση.

    Τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο στοιχεία του ενεργητικού (RWA) του ενοποιημένου ομίλου που αποδίδονται σε μια οντότητα/υποόμιλο πρέπει να υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 6 ως τα RWA της οντότητας/υποομίλου, όπως εάν το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων εφαρμοζόταν στο TREA της εν λόγω οντότητας/υποομίλου. Αυτό θα αναγνώριζε τα οφέλη της διαφοροποίησης κινδύνου στα επιχειρηματικά μοντέλα των διαφόρων οντοτήτων στους κόλπους του ίδιου τραπεζικού ομίλου. Την ίδια στιγμή, κάθε πιθανή αύξηση στα ίδια κεφάλαια που απαιτείται λόγω της εφαρμογής του κατώτατου ορίου κεφαλαιακών απαιτήσεων σε ενοποιημένο επίπεδο θα πρέπει να επιμερίζεται δίκαια στους υποομίλους που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη από το κράτος μέλος της μητρικής εταιρείας, ανάλογα με το προφίλ κινδύνου τους.

    Το άρθρο 92 παράγραφος 7 αναπαράγει τις διατάξεις του πρώην άρθρου 92 παράγραφος 4, διευκρινίζοντας τους συντελεστές υπολογισμού που πρέπει να εφαρμόζονται στους διάφορους τύπους κινδύνων που καλύπτονται από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων.

    Πλαίσιο πιστωτικού κινδύνου – τυποποιημένη προσέγγιση

    Η τυποποιημένη προσέγγιση για τον πιστωτικό κίνδυνο (ΤΠ-ΠΚ) χρησιμοποιείται από την πλειονότητα των ιδρυμάτων στην ΕΕ για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τα ανοίγματά τους σε πιστωτικό κίνδυνο. Επιπροσθέτως, η ΤΠ-ΠΚ πρέπει να λειτουργεί ως αξιόπιστη εναλλακτική λύση και ως αποτελεσματικό δίχτυ ασφαλείας έναντι των προσεγγίσεων εσωτερικών υποδειγμάτων. Η τρέχουσα ΤΠ-ΠΚ κρίθηκε ανεπαρκής όσον αφορά την ευαισθησία έναντι των κινδύνων σε διάφορους τομείς, γεγονός που ενίοτε έχει ως αποτέλεσμα ανακριβή ή ακατάλληλη μέτρηση του πιστωτικού κινδύνου (υπερβολικά υψηλή ή υπερβολικά χαμηλή) και, ως εκ τούτου, ανακριβή ή ακατάλληλο υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων.

    Η αναθεώρηση της ΤΠ-ΠΚ αυξάνει την ευαισθησία της συγκεκριμένης προσέγγισης έναντι των κινδύνων σε βασικές πτυχές.

    Αξία ανοίγματος των εκτός ισολογισμού στοιχείων

    Το αναθεωρημένο κείμενο κανόνων της Βασιλείας θέσπισε μια σειρά αλλαγών στον τρόπο με τον οποίο πρέπει να προσδιορίζεται η αξία ανοίγματος των εκτός ισολογισμού στοιχείων και οι πιστoδοτήσεις στα εκτός ισολογισμού στοιχεία.

    Το άρθρο 5 τροποποιείται προκειμένου να περιληφθεί ο ορισμός του όρου «πιστοδότηση» και η παρέκκλιση από τον χαρακτηρισμό ως πιστοδοτήσεων ορισμένων συμβατικών ρυθμίσεων που πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις.

    Το άρθρο 111 τροποποιείται προκειμένου να ευθυγραμμιστούν οι εφαρμοζόμενοι συντελεστές μετατροπής (CCF) για τα ανοίγματα των εκτός ισολογισμού στοιχείων με τα πρότυπα Βασιλείας III, με τη θέσπιση δύο νέων CCF 40 % και 10 % αντίστοιχα, και την κατάργηση του CCF 0 %. Αποσαφηνίζεται επίσης η αντιμετώπιση των πιστοδοτήσεων σε εκτός ισολογισμού στοιχεία όσον αφορά τους συντελεστές μετατροπής που εφαρμόζονται για τον προσδιορισμό της αξίας ανοίγματός τους.

    Η εξαίρεση που θεσπίζεται στο άρθρο 5, σύμφωνα με τα πρότυπα Βασιλείας III, θα επιτρέψει, ωστόσο, στα ιδρύματα να εξακολουθήσουν εφαρμόζουν συντελεστή μετατροπής 0 % σε συγκεκριμένες συμβατικές ρυθμίσεις για επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των ΜΜΕ, που δεν κατατάσσονται ως «πιστοδοτήσεις». Επιπλέον, το άρθρο 495δ ορίζει μεταβατική περίοδο κατά την οποία επιτρέπεται στα ιδρύματα να εφαρμόζουν συντελεστή μετατροπής 0 % στις άνευ όρων ακυρώσιμες πιστοδοτήσεις έως τις 31 Δεκεμβρίου 2029· μετά την ημερομηνία αυτή, θα εφαρμοστεί σταδιακά σε βάθος τριετίας αυξανόμενη τιμή συντελεστή μετατροπής, που στο τέλος της περιόδου σταδιακής εφαρμογής θα ανέρχεται στο 10 %. Η μεταβατική αυτή περίοδος θα επιτρέψει στην ΕΑΤ να αξιολογήσει εάν ο αντίκτυπος του συντελεστή μετατροπής 10 % για τις εν λόγω πιστοδοτήσεις δεν έχει μη επιδιωκόμενες επιπτώσεις για ορισμένα είδη πιστούχων που στηρίζονται στις εν λόγω πιστοδοτήσεις ως πηγή ευέλικτης χρηματοδότησης. Με βάση αυτή την αξιολόγηση, η Επιτροπή θα κληθεί να αποφασίσει εάν θα υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο νομοθετική πρόταση για τροποποίηση του συντελεστή μετατροπής που πρέπει να εφαρμόζεται στις άνευ όρων ακυρώσιμες πιστοδοτήσεις.

    Η κατάταξη των εκτός ισολογισμού στοιχείων στο παράρτημα I τροποποιείται σύμφωνα με τα αναθεωρημένα πρότυπα Βασιλείας III προκειμένου να αντικατοπτρίζει καλύτερα την ομαδοποίηση των εν λόγω στοιχείων σε κλιμάκια βάσει των εφαρμοζόμενων συντελεστών μετατροπής.

    Το άρθρο 111 τροποποιείται περαιτέρω προκειμένου να ανατεθεί στην ΕΑΤ ο καθορισμός των τεχνικών στοιχείων που θα επιτρέπουν στα ιδρύματα να κατατάσσουν ορθώς τα ανοίγματα των εκτός ισολογισμού στοιχείων τους στα κλιμάκια του παραρτήματος I, και, συνεπώς, να υπολογίζουν σωστά την αξία ανοίγματος των εν λόγω στοιχείων.

    Ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων

    Τα αναθεωρημένα πρότυπα Βασιλείας III τροποποίησαν την τρέχουσα αντιμετώπιση των ανοιγμάτων έναντι ιδρυμάτων, θεσπίζοντας την τυποποιημένη προσέγγιση εκτίμησης πιστωτικού κινδύνου (Standardised Credit Risk Assessment Approach - SCRA) παράλληλα με την ήδη υφιστάμενη προσέγγιση εξωτερικής εκτίμησης πιστωτικού κινδύνου (External Credit Risk Assessment Approach - ECRA). Ενώ η ECRA βασίζεται σε εξωτερικές εκτιμήσεις πιστωτικού κινδύνου (δηλ. σε πιστωτικές διαβαθμίσεις), που παρέχονται από επιλέξιμους εξωτερικούς οργανισμούς πιστοληπτικής αξιολόγησης (ΕΟΠΑ), για τον καθορισμό των εφαρμοστέων συντελεστών στάθμισης κινδύνου, στο πλαίσιο της SCRA τα ιδρύματα πρέπει να ταξινομούν τα ανοίγματά τους έναντι ιδρυμάτων σε ένα από τρία κλιμάκια («βαθμίδες»).

    Το άρθρο 120 τροποποιείται σύμφωνα με τα πρότυπα Βασιλείας III προκειμένου να μειωθεί ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου που εφαρμόζεται στα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων τα οποία διαθέτουν πιστοληπτική αξιολόγηση βαθμίδας πιστωτικής ποιότητας 2 από καθορισμένο για τον σκοπό αυτό ΕΟΠΑ, και να περιληφθούν στο πεδίο εφαρμογής των βραχυπρόθεσμων ανοιγμάτων τα ανοίγματα που προκύπτουν από τη διασυνοριακή κυκλοφορία εμπορευμάτων με αρχική ληκτότητα ίση ή μικρότερη των έξι μηνών.

    Το άρθρο 121 τροποποιείται με σκοπό τη θέσπιση της SCRA που προβλέπεται από τα πρότυπα Βασιλείας III για τα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων τα οποία δεν διαθέτουν πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο για τον σκοπό αυτό ΕΟΠΑ. Η προσέγγιση αυτή ορίζει ότι τα ιδρύματα οφείλουν να κατατάσσουν τα ανοίγματά τους έναντι των εν λόγω ιδρυμάτων σε μία από τρεις βαθμίδες με βάση ποσοτικά και ποιοτικά κριτήρια. Με στόχο να αποφευχθεί η μηχανιστική εφαρμογή των κριτηρίων, τα ιδρύματα υπόκεινται στις απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας που ορίζονται στο άρθρο 79 της ΟΚΑ όπως για τα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων που διαθέτουν πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο για τον σκοπό αυτό ΕΟΠΑ, κατά την απόδοση του εφαρμοζόμενου συντελεστή στάθμισης κινδύνου. Αυτό εξασφαλίζει ότι οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων αντικατοπτρίζουν με ενδεδειγμένο και συντηρητικό τρόπο την πιστοληπτική ικανότητα των αντισυμβαλλομένων των ιδρυμάτων ανεξάρτητα από το εάν τα ανοίγματα έχουν λάβει εξωτερική διαβάθμιση ή όχι. Σε συμμόρφωση με τα πρότυπα Βασιλείας III, καταργείται η τρέχουσα επιλογή της στάθμισης κινδύνου των ανοιγμάτων έναντι ιδρυμάτων με βάση τις διαβαθμίσεις του κράτους στη δικαιοδοσία του οποίου υπάγονται με στόχο να διαρραγεί η σύνδεση μεταξύ των ιδρυμάτων και των αντίστοιχων κρατών.

    Το άρθρο 138 τροποποιείται σύμφωνα με τα πρότυπα Βασιλείας III με σκοπό τη διάρρηξη της σύνδεσης μεταξύ ιδρυμάτων και κρατών όσον αφορά επίσης τα διαβαθμισμένα ιδρύματα, απαγορεύοντας τη συμπερίληψη παραδοχών περί έμμεσης κρατικής στήριξης στις πιστοληπτικές αξιολογήσεις από καθορισμένους ΕΟΠΑ, εκτός εάν οι διαβαθμίσεις αφορούν ιδρύματα του δημόσιου τομέα.

    Ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων

    Το άρθρο 122 τροποποιείται σύμφωνα με τα πρότυπα Βασιλείας III προκειμένου να μειωθεί ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου που εφαρμόζεται στα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων τα οποία διαθέτουν πιστοληπτική αξιολόγηση βαθμίδας πιστωτικής ποιότητας 3 από καθορισμένο για τον σκοπό αυτό ΕΟΠΑ.

    Με την εφαρμογή του κατώτατου ορίου κεφαλαιακών απαιτήσεων, τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικά υποδείγματα για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων θα πρέπει επίσης να εφαρμόσουν την ΤΠ-ΠΚ η οποία βασίζεται σε εξωτερικές διαβαθμίσεις για τον καθορισμό της πιστωτικής ποιότητας της δανειολήπτριας επιχείρησης. Ωστόσο, οι περισσότερες επιχειρήσεις της ΕΕ δεν επιδιώκουν συνήθως εξωτερικές πιστωτικές διαβαθμίσεις, λόγω του κόστους της διαδικασίας διαβάθμισης και άλλων παραγόντων. Δεδομένου ότι οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που υπολογίζονται βάσει της ΤΠ-ΠΚ είναι, κατά μέσο όρο, πιο συντηρητικές για τις μη διαβαθμισμένες επιχειρήσεις έναντι των επιχειρήσεων που έχουν λάβει διαβάθμιση, η εφαρμογή του κατώτατου ορίου κεφαλαιακών απαιτήσεων μπορεί να προκαλέσει σημαντικές αυξήσεις στις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικά υποδείγματα. Με στόχο να αποφευχθούν δυσμενείς επιπτώσεις στη δυνατότητα τραπεζικού δανεισμού των μη διαβαθμισμένων επιχειρήσεων και να δοθεί αρκετός χρόνος για την ανάληψη κρατικών και/ή ιδιωτικών πρωτοβουλιών με στόχο την αύξηση της κάλυψης των πιστωτικών διαβαθμίσεων, το άρθρο 465 τροποποιείται προκειμένου να προβλεφθεί ειδική μεταβατική ρύθμιση για τα ανοίγματα έναντι μη διαβαθμισμένων επιχειρήσεων κατά τον υπολογισμό του κατώτατου ορίου κεφαλαιακών απαιτήσεων. Στη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, τα ιδρύματα θα δύνανται να εφαρμόζουν προνομιακό συντελεστή στάθμισης κινδύνου 65 % στα ανοίγματά τους έναντι επιχειρήσεων που δεν διαθέτουν εξωτερική διαβάθμιση, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω ανοίγματα έχουν πιθανότητα αθέτησης (PD) μικρότερη ή ίση του 0,5 % (η οποία αντιστοιχεί σε διαβάθμιση «επενδυτικής βαθμίδας»). Η αντιμετώπιση αυτή εφαρμόζεται σε όλες τις μη διαβαθμισμένες επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από το εάν είναι εισηγμένες ή όχι. Η ΕΑΤ θα παρακολουθεί την εφαρμογή της μεταβατικής αντιμετώπισης και τη διαθεσιμότητα πιστοληπτικών αξιολογήσεων από καθορισμένους ΕΟΠΑ για τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων. Η ΕΑΤ υποχρεούται να παρακολουθεί την εφαρμογή της μεταβατικής αντιμετώπισης και να συντάξει έκθεση σχετικά με την καταλληλότητα της βαθμονόμησής της. Με βάση την έκθεση αυτή, η Επιτροπή θα κληθεί να αποφασίσει εάν θα υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο νομοθετική πρόταση για την αντιμετώπιση των ανοιγμάτων υψηλής πιστωτικής ποιότητας έναντι μη διαβαθμισμένων επιχειρήσεων. .

    Μέτρα που στοχεύουν στη βελτίωση της διαθεσιμότητας εξωτερικών διαβαθμίσεων για τις επιχειρήσεις προτείνονται μέσω των τροποποιήσεων του άρθρου 135.

    Αντιμετώπιση των ανοιγμάτων ειδικού δανεισμού

    Η προώθηση βιώσιμων έργων υποδομής και άλλων ειδικών έργων είναι ζωτικής σημασίας για την οικονομική ανάπτυξη της Ένωσης. Ο ειδικός δανεισμός από ιδρύματα αποτελεί επίσης καθοριστικό χαρακτηριστικό της ενωσιακής οικονομίας, σε σύγκριση με άλλες δικαιοδοσίες στις οποίες τα συγκεκριμένα έργα χρηματοδοτούνται κατά κύριο λόγο από τις κεφαλαιαγορές. Μεγάλα ιδρύματα εγκατεστημένα στην ΕΕ είναι σημαντικοί πάροχοι χρηματοδότησης για ειδικά έργα, χρηματοδότησης για αγορά περιουσιακού στοιχείου και χρηματοδότησης εμπορευμάτων, στην Ένωση και παγκοσμίως· ως εξ αυτού, έχουν αναπτύξει υψηλό επίπεδο εμπειρογνωσίας στους συγκεκριμένους τομείς. Ο δανεισμός πραγματοποιείται κυρίως με οντότητες ειδικού σκοπού που συνήθως λειτουργούν ως δανειολήπτες και για τις οποίες η απόδοση της επένδυσης αποτελεί την πρωταρχική πηγή εξόφλησης της ληφθείσας χρηματοδότησης.

    Σε συμφωνία με τα πρότυπα Βασιλείας III, θεσπίζεται, με το νέο άρθρο 122α στο πλαίσιο της ΤΠ-ΠΚ, κατηγορία ειδικών ανοιγμάτων καθώς και δύο γενικές προσεγγίσεις για τον καθορισμό των εφαρμοστέων συντελεστών στάθμισης κινδύνου για τα ειδικά ανοίγματα, μία για τα ανοίγματα με εξωτερική διαβάθμιση και μια δεύτερη για τα ανοίγματα χωρίς εξωτερική διαβάθμιση. Εισάγονται κατηγορίες ανοιγμάτων χρηματοδότησης έργων, χρηματοδότησης για αγορά περιουσιακού στοιχείου και χρηματοδότησης εμπορευμάτων στο πλαίσιο της ΤΠ-ΠΚ, σε συμφωνία με τις αντίστοιχες τρεις υποκατηγορίες στις προσεγγίσεις των εσωτερικών διαβαθμίσεων (IRB).

    Επειδή η νέα τυποποιημένη αντιμετώπιση βάσει του πλαισίου Βασιλείας III για τα μη διαβαθμισμένα ανοίγματα ειδικού δανεισμού δεν χαρακτηρίζεται από επαρκή ευαισθησία έναντι των κινδύνων ώστε να αποτυπώνει τα αποτελέσματα των ολοκληρωμένων πακέτων εγγυήσεων που συνήθως συνδέονται με ορισμένα ανοίγματα χρηματοδότησης για αγορά περιουσιακού στοιχείου στην Ένωση, θεσπίζεται πρόσθετο επίπεδο λεπτομέρειας στην ΤΠ-ΠΚ για τα εν λόγω ανοίγματα. Τα μη διαβαθμισμένα ανοίγματα χρηματοδότησης για αγορά περιουσιακού στοιχείου, που στο πλαίσιο μιας συνετής και συντηρητικής διαχείρισης των σχετιζόμενων χρηματοπιστωτικών κινδύνων συμμορφώνονται με δέσμη κριτηρίων η οποία μπορεί να βελτιώσει το προφίλ κινδύνου τους σε ένα επίπεδο «υψηλής ποιότητας», απολαμβάνουν ευνοϊκής κεφαλαιακής αντιμετώπισης σε σύγκριση με τη γενική αντιμετώπιση των μη διαβαθμισμένων ανοιγμάτων χρηματοδότησης για αγορά περιουσιακού στοιχείου στο πλαίσιο των προτύπων Βασιλείας III. Ο καθορισμός του τι συνιστά «υψηλή ποιότητα» όσον αφορά τη χρηματοδότηση για αγορά περιουσιακού στοιχείου υπόκειται σε περαιτέρω ειδικές προϋποθέσεις τις οποίες θα καθορίσει η ΕΑΤ μέσω σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων.

    Η προνομιακή αντιμετώπιση που θεσπίστηκε με τον ΚΚΑ II για την προώθηση της τραπεζικής χρηματοδότησης και των ιδιωτικών επενδύσεων σε έργα υποδομής υψηλής ποιότητας («συντελεστής υποστήριξης για έργα υποδομής») που προβλέπεται στο άρθρο 501α διατηρείται, τόσο στο πλαίσιο της ΤΠ-ΠΚ όσο και των προσεγγίσεων IRB για τον πιστωτικό κίνδυνο, με στοχευμένες διευκρινίσεις, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα χαμηλότερες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για έργα υποδομής έναντι της ειδικής αντιμετώπισης που προβλέπεται από τα πρότυπα Βασιλείας III. Ωστόσο, η προνομιακή αντιμετώπιση που προβλέπεται στο νέο άρθρο 122α για τα ανοίγματα χρηματοδότησης έργων «υψηλής ποιότητας» θα εφαρμόζεται μόνο σε ανοίγματα στα οποία τα ιδρύματα δεν εφαρμόζουν ήδη τον «συντελεστή υποστήριξης για έργα υποδομής» δυνάμει του άρθρου 501α προκειμένου να αποφεύγεται αδικαιολόγητη μείωση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων.

    Ανοίγματα λιανικής τραπεζικής

    Το άρθρο 123 τροποποιείται με σκοπό την περαιτέρω ευθυγράμμιση της κατάταξης των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής στο πλαίσιο της ΤΠ-ΠΚ με την κατάταξη στο πλαίσιο των προσεγγίσεων IRB προκειμένου να επιτευχθεί συνοχή στην εφαρμογή των αντίστοιχων συντελεστών στάθμισης κινδύνου στο ίδιο σύνολο ανοιγμάτων. Το άρθρο 123 τροποποιείται επίσης με σκοπό την εφαρμογή προνομιακής αντιμετώπισης με συντελεστή στάθμισης κινδύνου 45 % για τα ανακυκλούμενα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής που πληρούν ένα σύνολο προϋποθέσεων αποπληρωμής ή χρήσης που μπορεί να βελτιώσει το προφίλ κινδύνου τους, χαρακτηρίζοντας τα εν λόγω ανοίγματα ως ανοίγματα έναντι «συναλλασσομένων», σε συμφωνία με τα πρότυπα Βασιλείας III. Στα ανοίγματα έναντι ενός ή περισσότερων φυσικών προσώπων που δεν πληρούν όλες τις προϋποθέσεις για να θεωρηθούν ανοίγματα λιανικής τραπεζικής πρέπει να αποδίδεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 100 %.

    Ανοίγματα με αναντιστοιχία νομίσματος

    Παρεμβάλλεται νέο άρθρο 123α με σκοπό τη θέσπιση απαίτησης για πολλαπλασιαστή του συντελεστή στάθμισης κινδύνου για τα μη αντισταθμισμένα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής και ανοίγματα σχετιζόμενα με ακίνητα κατοικίας έναντι φυσικών προσώπων όταν υπάρχει αναντιστοιχία ανάμεσα στο νόμισμα στο οποίο συνάφθηκε το δάνειο και στο νόμισμα της πηγής εισοδήματος του οφειλέτη. Σε συμφωνία με τα τελικά πρότυπα Βασιλείας III, ο πολλαπλασιαστής ορίζεται στο 1,5, με την επιφύλαξη ανώτατου ορίου 150 % για τον τελικό συντελεστή στάθμισης κινδύνου που προκύπτει. Όταν το νόμισμα των ανοιγμάτων είναι άλλο από το εθνικό νόμισμα της χώρας κατοικίας του οφειλέτη, τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν όλα τα μη αντισταθμισμένα ανοίγματα ως προσεγγιστική τιμή.

    Ανοίγματα εξασφαλισμένα με ακίνητα

    Σε συμμόρφωση με τα τελικά πρότυπα της Βασιλείας III, η αντιμετώπιση της κατηγορίας ανοιγμάτων που σχετίζονται με ακίνητα τροποποιείται προκειμένου να αυξηθεί περαιτέρω το επίπεδο λεπτομέρειας όσον αφορά τον εγγενή κίνδυνο που ενέχουν τα διάφορα είδη πράξεων και δανείων σε σχέση με ακίνητα.

    Η νέα αντιμετώπιση της στάθμισης κινδύνου διατηρεί τη διάκριση μεταξύ υποθηκών επί ακινήτων κατοικίας και επί εμπορικών ακινήτων, αλλά προσθέτει υψηλότερο επίπεδο λεπτομέρειας ανάλογα με το είδος χρηματοδότησης του ανοίγματος (εάν εξαρτάται ή όχι από ροές εσόδων προερχόμενες από το ακίνητο που έχει δοθεί ως εξασφάλιση) και ανάλογα με το στάδιο στο οποίο βρίσκεται το ακίνητο (φάση κατασκευής έναντι περατωμένου ακινήτου).

    Ένα νέο στοιχείο είναι η εφαρμογή ειδικής αντιμετώπισης για τα ενυπόθηκα δάνεια επί προσοδοφόρων ακινήτων (IPRE), δηλαδή για τα ενυπόθηκα δάνεια η αποπληρωμή των οποίων εξαρτάται σε ουσιαστικό βαθμό από τις χρηματορροές που προέρχονται από το ακίνητο που εξασφαλίζει τα εν λόγω δάνεια. Τα στοιχεία που συνέλεξε η Επιτροπή της Βασιλείας καταδεικνύουν ότι τα εν λόγω δάνεια ενέχουν συνήθως σημαντικά μεγαλύτερο κίνδυνο από τα ενυπόθηκα δάνεια η αποπληρωμή των οποίων εξαρτάται σε ουσιαστικό βαθμό από την ικανότητα του δανειολήπτη να εξυπηρετήσει το δάνειο. Ωστόσο, η τρέχουσα ΤΠ-ΠΚ δεν προβλέπει ειδική αντιμετώπιση για αυτά τα ανοίγματα υψηλότερου κινδύνου, παρά το γεγονός ότι αυτή η εξάρτηση από τις χρηματορροές που προέρχονται από το ακίνητο με το οποίο εξασφαλίζεται το δάνειο αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου. Η απουσία ειδικής αντιμετώπισης μπορεί να οδηγήσει σε ανεπαρκή επίπεδα απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη μη αναμενόμενων ζημιών σε σχέση με το συγκεκριμένο είδος ανοιγμάτων που σχετίζονται με ακίνητα.

    Στο άρθρο 4, μια σειρά ορισμών τροποποιούνται, αντικαθίστανται ή εισάγονται για πρώτη φορά προκειμένου να αποσαφηνιστεί η σημασία των διαφόρων ειδών ανοιγμάτων που εξασφαλίζονται με υποθήκες επί ακίνητης περιουσίας σύμφωνα με τις αναθεωρημένες επιλογές αντιμετώπισης στο μέρος III [σημεία 75) έως 75ζ)].

    Το άρθρο 124 αντικαθίσταται προκειμένου να καθοριστούν στις παραγράφους 1 έως 5 οι γενικές και ορισμένες ειδικές απαιτήσεις σχετικά με την απόδοση των συντελεστών στάθμισης κινδύνου για ανοίγματα που εξασφαλίζονται με υποθήκες επί ακινήτων κατοικίας ή εμπορικών ακινήτων, συμπεριλαμβανομένων και των υποθηκών επί προσοδοφόρων ακινήτων (κατοικίας και εμπορικών). Οι παράγραφοι 6 έως 10 διατηρούν την ισχύουσα περιοδική εκτίμηση της καταλληλότητας των τυποποιημένων συντελεστών στάθμισης κινδύνου και τη διαδικασία για αύξησή τους κατά τη διακριτική ευχέρεια της εντεταλμένης αρχής.

    Το άρθρο 125 αντικαθίσταται προκειμένου να εφαρμοστεί η αναθεωρημένη αντιμετώπιση της Βασιλείας III για τα ανοίγματα που εξασφαλίζονται με υποθήκες επί ακινήτων κατοικίας. Παρόλο που διατηρείται η προσέγγιση διαχωρισμού των δανείων, η οποία χωρίζει τα ανοίγματα που σχετίζονται με υποθήκες σε εξασφαλισμένο και μη εξασφαλισμένο μέρος και αποδίδει τον αντίστοιχο συντελεστή στάθμισης κινδύνου στο καθένα από τα δύο μέρη, η βαθμονόμησή της προσαρμόζεται σύμφωνα με τα πρότυπα Βασιλείας III βάσει των οποίων για το εξασφαλισμένο μέρος του ανοίγματος σε ποσοστό έως 55 % της αξίας του ακινήτου εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 20 %. Αυτή η βαθμονόμηση του συντελεστή στάθμισης κινδύνου για το εξασφαλισμένο μέρος καλύπτει την περίπτωση κατά την οποία το ίδρυμα μπορεί να υποστεί πρόσθετες μη αναμενόμενες ζημίες ακόμη και πέραν της περικοπής που ήδη εφαρμόζεται στην αξία του ακινήτου κατά την πώλησή του σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης του πιστούχου. Επιπλέον, το άρθρο 125 προβλέπει εφεδρική αντιμετώπιση που χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη ευαισθησία έναντι των κινδύνων με βάση την αναλογία ανοίγματος προς αξία (exposure-to-value, ETV) για τις υποθήκες επί ακινήτων κατοικίας όταν το ακίνητο δεν είναι επιλέξιμο για διαχωρισμό δανείου (π.χ. επειδή δεν έχει περατωθεί).

    Το τροποποιημένο άρθρο 125 θεσπίζει επίσης ειδική αντιμετώπιση με υψηλότερο επίπεδο λεπτομέρειας όσον αφορά τους συντελεστές στάθμισης κινδύνου που εφαρμόζονται στα ανοίγματα που σχετίζονται με προσοδοφόρα ακίνητα (IPRE) κατοικίας, εκτός εάν πληρούται το λεγόμενο «σκληρό κριτήριο»: όταν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το ακίνητο που εξασφαλίζει το ενυπόθηκο δάνειο έχει δημοσιεύσει στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η αγορά ακινήτων είναι από μακρού καλά ανεπτυγμένη με ετήσια ποσοστά ζημίας που δεν υπερβαίνουν συγκεκριμένα όρια, οι ίδιοι προνομιακοί συντελεστές στάθμισης κινδύνου μπορούν να εφαρμόζονται στα ανοίγματα IPRE κατοικίας όπως και για τα λοιπά ανοίγματα που σχετίζονται με ακίνητα κατοικίας όπου ο κίνδυνος του πιστούχου δεν εξαρτάται σε ουσιαστικό βαθμό από την απόδοση του ακινήτου.

    Το άρθρο 126 αντικαθίσταται προκειμένου να εφαρμοστεί η αναθεωρημένη αντιμετώπιση της Βασιλείας III για τα ανοίγματα που εξασφαλίζονται με υποθήκες επί εμπορικών ακινήτων. Σε εννοιολογικό επίπεδο, είναι πανομοιότυπη με την αντιμετώπιση για τα ανοίγματα που σχετίζονται με ακίνητα κατοικίας: διατηρείται η αποδεδειγμένα αποτελεσματική προσέγγιση διαχωρισμού των δανείων και προσαρμόζεται η βαθμονόμησή της σύμφωνα με τα πρότυπα Βασιλείας III βάσει των οποίων για το εξασφαλισμένο μέρος του ανοίγματος σε ποσοστό έως 55 % της αξίας του ακινήτου εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 60 %. Επιπροσθέτως, το άρθρο 126 προβλέπει εφεδρική αντιμετώπιση που χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη ευαισθησία έναντι των κινδύνων με βάση την αναλογία ETV για τις υποθήκες επί εμπορικών ακινήτων όταν το ακίνητο δεν είναι επιλέξιμο για διαχωρισμό δανείου.

    Θεσπίζεται μέσω των τροποποιήσεων του άρθρου 126 ειδική αντιμετώπιση με υψηλότερο επίπεδο λεπτομέρειας όσον αφορά τους συντελεστές στάθμισης κινδύνου για τα ανοίγματα που σχετίζονται με εμπορικά προσοδοφόρα ακίνητα (IPRE), διατηρώντας παράλληλα το «σκληρό κριτήριο», το οποίο παρέχει στα ιδρύματα τη δυνατότητα να εφαρμόζουν τους ίδιους προνομιακούς συντελεστές στάθμισης κινδύνου στα ανοίγματα που σχετίζονται με προσοδοφόρα και άλλα εμπορικά ακίνητα που εξασφαλίζονται με ακίνητα σε αγορές στις οποίες τα ετήσια ποσοστά ζημίας δεν υπερβαίνουν συγκεκριμένα όρια.

    Τα δάνεια για τη χρηματοδότηση της αγοράς, ανάπτυξης ή κατασκευής (ADC) ακινήτων κατοικίας ή εμπορικών ακινήτων ενέχουν αυξημένο κίνδυνο. Αυτός ο αυξημένος κίνδυνος οφείλεται στο γεγονός ότι η πηγή αποπληρωμής του δανείου κατά τη χορήγησή του είναι είτε μια προγραμματισμένη, αλλά αβέβαιη, πώληση του ακινήτου, ή χρηματορροές που χαρακτηρίζονται από υψηλό βαθμό αβεβαιότητας. Η τρέχουσα αντιμετώπιση της κερδοσκοπικής χρηματοδότησης ακίνητης περιουσίας βασίζεται αποκλειστικά στην πρόθεση του πιστούχου να επαναπωλήσει με σκοπό το κέρδος, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη πόσο βέβαιη είναι στην πραγματικότητα η αποπληρωμή. Ως εκ τούτου, προστίθεται νέος ορισμός στο άρθρο 4 και παρεμβάλλεται νέο άρθρο 126α προκειμένου να θεσπιστεί η ειδική αντιμετώπιση που προβλέπει συντελεστή στάθμισης κινδύνου 150 %, σε συμμόρφωση με τα πρότυπα Βασιλείας III, για δάνεια σε εταιρείες ή φορείς ειδικού σκοπού με σκοπό τη χρηματοδότηση της αγοράς, ανάπτυξης ή κατασκευής (ADC) ακινήτων κατοικίας ή εμπορικών ακινήτων. Επίσης, καταργείται η τρέχουσα αντιμετώπιση της κερδοσκοπικής χρηματοδότησης ακίνητης περιουσίας με συντελεστή στάθμισης κινδύνου 150 % καθώς βασίζεται αποκλειστικά στην πρόθεση του πιστούχου να επαναπωλήσει με σκοπό το κέρδος, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη πόσο βέβαιη είναι στην πραγματικότητα η αποπληρωμή. Σε συμμόρφωση με τα πρότυπα Βασιλείας III, το άρθρο 126α προβλέπει την απόδοση συντελεστή στάθμισης κινδύνου 100 % στα ανοίγματα που χρηματοδοτούν την αγορά, ανάπτυξη ή κατασκευή (ADC) ακινήτων κατοικίας, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται ορισμένες συνθήκες μείωσης του κινδύνου (όσον αφορά τα πρότυπα αναδοχής, την αναλογία συμβάσεων προπώλησης ή προμίσθωσης και τα ίδια κεφάλαια σε κίνδυνο).

    Με σκοπό να περιοριστεί η επίδραση των προκυκλικών επιπτώσεων στην αποτίμηση αξίας των ακινήτων που εξασφαλίζουν δάνεια και να διατηρηθεί η σταθερότητα των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τις υποθήκες, τα τελικά πρότυπα Βασιλείας ΙΙΙ ορίζουν ότι το ανώτατο όριο αξίας του ακινήτου που αναγνωρίζεται για τους σκοπούς της προληπτικής εποπτείας ισούται με την αξία που υπολογίζεται κατά τη χορήγηση του δανείου, εκτός εάν υπάρξουν μετατροπές που αυξάνουν «αδιαμφισβήτητα» την αξία του ακινήτου. Παράλληλα, τα πρότυπα δεν υποχρεώνουν τις τράπεζες να παρακολουθούν την εξέλιξη των αξιών των ακινήτων. Ορίζουν απλώς ότι απαιτούνται προσαρμογές σε περίπτωση εξαιρετικών συμβάντων. Απεναντίας, η τρέχουσα ΤΠ-ΠΚ που εφαρμόζεται στην ΕΕ ορίζει ότι τα ιδρύματα οφείλουν να παρακολουθούν ανά τακτά διαστήματα την αξία των ακινήτων που δίδονται ως εξασφάλιση. Βάσει αυτής της παρακολούθησης, τα ιδρύματα υποχρεούνται να προσαρμόζουν προς τα πάνω ή προς τα κάτω την αξία των ακινήτων (ανεξαρτήτως της αξίας τους κατά τη χορήγηση του δανείου). Το άρθρο 208 τροποποιείται προκειμένου να περιοριστεί η επίδραση των προκυκλικών επιπτώσεων στην αποτίμηση ακινήτων που χρησιμοποιούνται ως εξασφαλίσεις δανείων και να διατηρηθεί η σταθερότητα των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τις υποθήκες. Συγκεκριμένα, διατηρείται η τρέχουσα απαίτηση για συχνή παρακολούθηση των αξιών των ακινήτων και επιτρέπεται αναπροσαρμογή προς τα πάνω και πέραν της καθορισθείσας αξίας κατά τη χορήγηση του δανείου (σε αντίθεση με τα πρότυπα Βασιλείας III), αλλά μόνον έως του ποσού της μέσης αξίας κατά την τελευταία τριετία για τα εμπορικά ακίνητα και κατά την τελευταία εξαετία για τα ακίνητα κατοικίας. Για τα ακίνητα που δίδονται ως εξασφάλιση καλυμμένων ομολόγων, το άρθρο 129 αποσαφηνίζει ότι οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιτρέπουν στα ιδρύματα να χρησιμοποιούν την αγοραία αξία ή την αξία του ενυπόθηκου ακινήτου χωρίς περιορισμό των αυξήσεων της αξίας του ακινήτου στον μέσο όρο της τελευταίας τριετίας ή εξαετίας, αντίστοιχα. Επιπροσθέτως, το άρθρο 208 αποσαφηνίζει ότι τυχόν μετατροπές στο ακίνητο οι οποίες βελτιώνουν την ενεργειακή απόδοση του κτιρίου ή της οικιακής μονάδας πρέπει να θεωρείται ότι αυξάνουν αδιαμφισβήτητα την αξία του. Τέλος, επιτρέπεται στα ιδρύματα να διενεργούν αποτίμηση και αναπροσαρμογή της αξίας των ακινήτων χρησιμοποιώντας εξελιγμένες στατιστικές ή άλλες μαθηματικές μεθόδους, που αναπτύχθηκαν ανεξάρτητα από τη διαδικασία πιστοδοτικών αποφάσεων, εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, που βασίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΤ σχετικά με τη χορήγηση και παρακολούθηση των δανείων (EBA/GL/2020/06), και υπό την προϋπόθεση εποπτικής έγκρισης.

    Το άρθρο 465 τροποποιείται προκειμένου να προβλεφθεί ειδική μεταβατική ρύθμιση για τα ανοίγματα χαμηλού κινδύνου που εξασφαλίζονται με υποθήκες επί ακινήτων κατοικίας κατά τον υπολογισμό του κατώτατου ορίου κεφαλαιακών απαιτήσεων. Στη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέπουν στα ιδρύματα να εφαρμόζουν προνομιακό συντελεστή στάθμισης κινδύνου 10 % στο εξασφαλισμένο τμήμα του ανοίγματος σε ποσοστό έως 55 % της αξίας του ακινήτου, και συντελεστή στάθμισης κινδύνου 45 % στο υπόλοιπο τμήμα του ανοίγματος σε ποσοστό έως 80 % της αξίας του ακινήτου, εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα ανοίγματα είναι χαμηλού κινδύνου, και κατόπιν ελέγχου από την αρμόδια αρχή. Η ΕΑΤ υποχρεούται να παρακολουθεί την εφαρμογή της μεταβατικής αντιμετώπισης και να συντάξει έκθεση σχετικά με την καταλληλότητα της βαθμονόμησής της. Με βάση την έκθεση αυτή, η Επιτροπή θα κληθεί να αποφασίσει εάν θα υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο νομοθετική πρόταση για τα ανοίγματα χαμηλού κινδύνου που εξασφαλίζονται με υποθήκες επί ακινήτων κατοικίας.

    Δανειακά ανοίγματα μειωμένης εξασφάλισης

    Το άρθρο 128 αντικαθίσταται προκειμένου να εφαρμοστεί η αναθεωρημένη αντιμετώπιση για τα δανειακά ανοίγματα μειωμένης εξασφάλισης που προβλέπεται στα τελικά πρότυπα Βασιλείας ΙΙΙ (δηλαδή ενός συντελεστή στάθμισης κινδύνου 150 %).

    Ανοίγματα σε μετοχές

    Το άρθρο 133 αντικαθίσταται προκειμένου να εφαρμοστεί η αναθεωρημένη αντιμετώπιση για τα ανοίγματα σε μετοχές βάσει των τελικών προτύπων Βασιλείας III. Αποσαφηνίζεται το εύρος της κατηγορίας των ανοιγμάτων σε μετοχές με τον ορισμό των ανοιγμάτων σε μετοχές και τον προσδιορισμό των άλλων μέσων που πρέπει να κατηγοριοποιούνται ως ανοίγματα σε μετοχές για τον σκοπό του υπολογισμού των σταθμισμένων ως προς τον πιστωτικό κίνδυνο στοιχείων του ενεργητικού.

    Με στόχο να αυξηθεί η ευαισθησία έναντι των κινδύνων της ΤΠ-ΠΚ, οι αναθεωρημένοι συντελεστές στάθμισης κινδύνου αντανακλούν τον αυξημένο κίνδυνο ζημίας των ανοιγμάτων σε μετοχές σε σύγκριση με τα ανοίγματα σε χρεωστικούς τίτλους ορίζοντας συντελεστή στάθμισης κινδύνου 250 % και κάνουν διάκριση μεταξύ των μακροπρόθεσμων και των κερδοσκοπικών επενδύσεων υψηλότερου κινδύνου στις οποίες αποδίδεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 400 %. Προκειμένου να αποφευχθεί αδικαιολόγητη πολυπλοκότητα, η κατάταξη των μακροπρόθεσμων ανοιγμάτων παραπέμπει στην περίοδο διακράτησης που εγκρίνεται από τα ανώτερα διοικητικά στελέχη του ιδρύματος ως κεντρικό κριτήριο.

    Στα ανοίγματα σε μετοχές στο πλαίσιο νομοθετικών προγραμμάτων προώθησης συγκεκριμένων κλάδων της οικονομίας τα οποία παρέχουν σημαντικές επιδοτήσεις στο ίδρυμα για επενδύσεις και συνεπάγονται κάποια μορφή κρατικής εποπτείας μπορεί να αποδοθεί συντελεστής στάθμισης κινδύνου 100 % ο οποίος υπόκειται σε όριο 10 % των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος και σε εποπτική έγκριση. Οι επιδοτήσεις αυτές μπορεί επίσης να έχουν τη μορφή γενικών εγγυήσεων από πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης, δημόσια αναπτυξιακά πιστωτικά ιδρύματα και διεθνείς οργανισμούς. Αυτό αποτελεί συνέπεια του γεγονότος ότι ο Όμιλος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, οι πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης, τα δημόσια αναπτυξιακά πιστωτικά ιδρύματα και τα κράτη μέλη καταρτίζουν τέτοιου είδους «νομοθετικά προγράμματα», που συχνά βασίζονται σε γενικές κρατικές εγγυήσεις και συνδέονται με σχέδια οικονομικής ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, για την κινητοποίηση ιδιωτικών κεφαλαίων, συμπεριλαμβανομένης της στήριξης στρατηγικών επιχειρήσεων.

    Τα ανοίγματα σε μετοχές παραμένουν υποκείμενα σε συντελεστή στάθμισης κινδύνου 100 %.

    Τέλος, το άρθρο 133 προβλέπει κατώτατο όριο για τα ανοίγματα σε μετοχές που εγγράφονται ως δάνειο αλλά προκύπτουν από μετοχοποίηση χρέους που πραγματοποιείται στο πλαίσιο της τακτικής αποπληρωμής ή αναδιάρθρωσης του χρέους: σύμφωνα με το πρότυπο Βασιλείας III, ο εφαρμοστέος συντελεστής στάθμισης κινδύνου δεν πρέπει να είναι χαμηλότερος από τον συντελεστή στάθμισης κινδύνου που θα εφαρμοζόταν εάν οι συμμετοχές παρέμεναν στο χαρτοφυλάκιο χρεωστικών τίτλων.

    Πολλές τράπεζες της ΕΕ κατέχουν παλαιόθεν στρατηγικές συμμετοχές στο μετοχικό κεφάλαιο χρηματοπιστωτικών και μη χρηματοπιστωτικών εταιρειών. Τα πρότυπα Βασιλείας III αυξάνουν τους συντελεστές στάθμισης κινδύνου για όλα τα είδη ανοιγμάτων σε μετοχές για 5ετή μεταβατική περίοδο χωρίς να προβλέπουν ειδική αντιμετώπιση για τις στρατηγικές μετοχικές επενδύσεις. Η εφαρμογή της πιο συντηρητικής προσέγγισης που διαποτίζει τα πρότυπα Βασιλείας ΙΙΙ στο σύνολο των υφιστάμενων κεφαλαιακών τοποθετήσεων μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα των υφιστάμενων στρατηγικών σχέσεων.

    Υπό το πρίσμα αυτό, το άρθρο 49 τροποποιείται προκειμένου να οριστεί ο εφαρμοζόμενος συντελεστής στάθμισης κινδύνου για τα ανοίγματα σε μετοχές έναντι οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα που εντάσσονται στο ίδιο πεδίο ενοποιημένης εποπτείας (όμιλο) ή —υπό την προϋπόθεση εποπτικής έγκρισης— έναντι ιδρυμάτων που εμπίπτουν στο ίδιο θεσμικό σύστημα προστασίας στο 100 %, διατηρώντας με τον τρόπο αυτό την τρέχουσα αντιμετώπιση για τις περισσότερες σχετικές οντότητες.

    Επιπροσθέτως, παρεμβάλλεται νέο άρθρο 495α για τον καθορισμό διαδικασίας σταδιακής εφαρμογής των νέων συντελεστών στάθμισης κινδύνου που θα ισχύουν για τα ανοίγματα σε μετοχές. Το νέο άρθρο προβλέπει επίσης αποδοχή του προϋφιστάμενου καθεστώτος, δηλαδή της τρέχουσας αντιμετώπισης των ιστορικών και στρατηγικών μετοχικών επενδύσεων τις οποίες κατέχει ένα ίδρυμα κατά την τελευταία δεκαετία σε οντότητες, συμπεριλαμβανομένων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, επί των οποίων ασκεί ουσιώδη επιρροή.

    Ανοίγματα σε αθέτηση

    Το άρθρο 127 τροποποιείται προκειμένου να αποσαφηνιστεί η αντιμετώπιση σε επίπεδο συντελεστών στάθμισης κινδύνου των εκπτώσεων επί των αγορών μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ), όπως είχε εξαγγελθεί στην ανακοίνωση «Αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων μετά την πανδημία COVID-19». Για τον σκοπό αυτό, η πρόταση διευκρινίζει ότι τα ιδρύματα μπορούν να λαμβάνουν υπόψη την έκπτωση επί των αποκτηθέντων στοιχείων ενεργητικού σε αθέτηση κατά τον καθορισμό του ενδεδειγμένου συντελεστή στάθμισης κινδύνου που θα εφαρμοστεί στο άνοιγμα σε αθέτηση. Έρχεται έτσι να συμπληρώσει τις συνεχιζόμενες εργασίες της ΕΑΤ εν όψει της τροποποίησης των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τις προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου.

    Περαιτέρω τροποποιήσεις του άρθρου 127 εναρμονίζουν τη γλώσσα με τη χρησιμοποιούμενη στα αναθεωρημένα πρότυπα Βασιλείας III.

    Χρήση πιστοληπτικών αξιολογήσεων από εξωτερικούς οργανισμούς πιστοληπτικών αξιολογήσεων και αποτύπωση

    Με στόχο την τεκμηρίωση μελλοντικών πρωτοβουλιών σχετικά με την καθιέρωση δημόσιων ή ιδιωτικών συστημάτων διαβάθμισης, το άρθρο 135 τροποποιείται προκειμένου να αναθέσει στις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές (ΕΕΑ) να συντάξουν έκθεση σχετικά με τα εμπόδια που δυσχεραίνουν τη διαθεσιμότητα εξωτερικών πιστωτικών διαβαθμίσεων από ΕΟΠΑ, ιδίως για τις επιχειρήσεις, και σχετικά με πιθανά μέτρα για την άρση αυτών των εμποδίων.

    Πλαίσιο πιστωτικού κινδύνου – προσεγγίσεις των εσωτερικών διαβαθμίσεων (IRB)

    Περιορισμός του πεδίου εφαρμογής των προσεγγίσεων των εσωτερικών διαβαθμίσεων

    Οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για πιστωτικό κίνδυνο που βασίζονται στα εσωτερικά υποδείγματα των ιδρυμάτων παρουσιάζουν σημαντικά πλεονεκτήματα όσον αφορά την ευαισθησία έναντι των κινδύνων, την αντίληψη των ιδρυμάτων για τους κινδύνους που τα απειλούν καθώς και τον επί ίσοις όροις ανταγωνισμό μεταξύ των ιδρυμάτων ανά την Ένωση. Ωστόσο, η χρηματοπιστωτική κρίση ανέδειξε τις σημαντικές ανεπάρκειες των προσεγγίσεων IRB. Σειρά μελετών που έχουν διεξαχθεί τόσο σε διεθνές όσο και σε ενωσιακό επίπεδο διαπίστωσαν ένα μη αποδεκτό εύρος απόκλισης στις κεφαλαιακές απαιτήσεις μεταξύ των ιδρυμάτων που δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο με βάση τις διαφορές στον βαθμό επικινδυνότητας των χαρτοφυλακίων των ιδρυμάτων. Το γεγονός αυτό περιορίζει τη συγκρισιμότητα των δεικτών κεφαλαίου και υπονομεύει τον επί ίσοις όροις ανταγωνισμό μεταξύ των ιδρυμάτων. Επίσης, η κρίση έφερε στο φως περιπτώσεις στις οποίες οι ζημίες που υπέστησαν ιδρύματα σε ορισμένα χαρτοφυλάκια ήταν σημαντικά μεγαλύτερες από τις προβλέψεις των υποδειγμάτων, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα ανεπαρκή επίπεδα κεφαλαίων για μεμονωμένα ιδρύματα.

    Τα συγκεκριμένα ιδρύματα βρέθηκαν σε αυτή τη θέση επειδή το εφαρμοστέο πλαίσιο προέβλεπε ανεπαρκή όρια σε σχέση με τη διαθεσιμότητα των προσεγγίσεων IRB σε κατηγορίες ανοιγμάτων που δεν προσφέρονται για χρήση υποδειγμάτων, και επειδή το πλαίσιο επέβαλλε κατ’ αρχήν στα ιδρύματα που είχαν πρόθεση να χρησιμοποιήσουν την προσέγγιση IRB για ορισμένα από τα ανοίγματά τους να επεκτείνουν σταδιακά την εφαρμογή της στο σύνολο των ανοιγμάτων.

    Τα άρθρα 150 και 151 παράγραφος 8 τροποποιούνται, κατ’ εφαρμογή των προτύπων Βασιλείας III, προκειμένου να περιοριστούν οι κατηγορίες ανοιγμάτων για τις οποίες μπορούν να χρησιμοποιούνται εσωτερικά υποδείγματα για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για πιστωτικό κίνδυνο. Συγκεκριμένα, η χρήση της εξελιγμένης προσέγγισης IRB (A-IRB), που επιτρέπει την ανάπτυξη υποδειγμάτων για όλες τις παραμέτρους κινδύνου, επιτρέπεται εφεξής μόνο για τις κατηγορίες ανοιγμάτων για τις οποίες είναι δυνατή η ανάπτυξη άρτιων υποδειγμάτων, ενώ οι λοιπές κατηγορίες ανοιγμάτων μετακινούνται σε λιγότερο εξελιγμένες προσεγγίσεις:

    ·για τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων με συνολικές ετήσιες ενοποιημένες πωλήσεις άνω των 500 εκατ. EUR ή που ανήκουν σε όμιλο με συνολικές ετήσιες πωλήσεις για τον ενοποιημένο όμιλο άνω των 500 εκατ. EUR («μεγάλες επιχειρήσεις»), για τα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων και άλλων οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα (συμπεριλαμβανομένων όσων αντιμετωπίζονται ως επιχειρήσεις), δεν είναι πλέον διαθέσιμη η εξελιγμένη προσέγγιση IRB —για τα εν λόγω ανοίγματα τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν τη θεμελιώδη προσέγγιση IRB (F-IRB) αναπτύσσοντας, συνεπώς, υπόδειγμα μόνο για την πιθανότητα αθέτησης (PD)·

    ·για τα ανοίγματα σε μετοχές, δεν διατίθεται πλέον η προσέγγιση IRB —για τα συγκεκριμένα ανοίγματα τα ιδρύματα πρέπει να χρησιμοποιούν την ΤΠ-ΠΚ.

    Ο περιορισμός της χρήσης των εξελιγμένων προσεγγίσεων ανάπτυξης υποδειγμάτων προσδοκάται ότι θα εξαλείψει μια σημαντική πηγή αδικαιολόγητων αποκλίσεων στα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο στοιχεία του ενεργητικού (RWA) και, ως εκ τούτου, θα βελτιώσει τη συγκρισιμότητα των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων. Επιπροσθέτως, θα απαλλάξει το πλαίσιο από μια πηγή περιττής πολυπλοκότητας.

    Νέα κατηγορία ανοιγμάτων για περιφερειακές κυβερνήσεις και τοπικές αρχές καθώς και για οντότητες του δημόσιου τομέα

    Σήμερα, τα ανοίγματα έναντι οντοτήτων του δημόσιου τομέα (ΟΔΤ) και έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών (ΠΚΤΑ) μπορούν να αντιμετωπίζονται είτε ως ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων είτε ως ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων. Τα ανοίγματα που αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων θα πρέπει να μετακινηθούν στην προσέγγιση F-IRB βάσει των αναθεωρημένων προτύπων Βασιλείας III και, ως εκ τούτου, υπόκεινται στους περιορισμούς που αφορούν τη χρήση υποδειγμάτων, ενώ δεν ισχύει το ίδιο για τα ανοίγματα που αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων. Με στόχο τη μείωση της περιττής πολυπλοκότητας στο πλαίσιο, τη συνοχή στην αντιμετώπιση των ανοιγμάτων έναντι ΟΔΤ και ΠΚΤΑ και την αποφυγή μη ηθελημένων αποκλίσεων στις σχετικές απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, προτείνεται η δημιουργία νέας κατηγορίας ανοιγμάτων για τις «ΟΔΤ-ΠΚΤΑ» στο άρθρο 147 παράγραφος 2, στην οποία θα εμπίπτουν όλα τα ανοίγματα έναντι των εν λόγω οντοτήτων (ανεξαρτήτως της τρέχουσας αντιμετώπισής τους ως ανοιγμάτων έναντι κρατών ή ως ανοιγμάτων έναντι ιδρυμάτων), και η εφαρμογή στη νέα αυτή κατηγορία ανοιγμάτων των ίδιων κανόνων που εφαρμόζονται στην κατηγορία γενικών ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων, όπως προβλέπεται στο νέο άρθρο 151 παράγραφος 11. Ειδικότερα, οι κατώτατες τιμές παραμέτρων κινδύνου που εφαρμόζονται στα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων θα εφαρμόζονται κατά τον ίδιο τρόπο στα ανοίγματα που ανήκουν στην κατηγορία ανοιγμάτων ΟΔΤ-ΠΚΤΑ βάσει του πλαισίου Βασιλείας III.

    Κατώτατες τιμές παραμέτρων κινδύνου στο πλαίσιο της προσέγγισης A-IRB

    Τα άρθρα 160 παράγραφος 1, 161 παράγραφος 4, 164 παράγραφος 4 και 166 παράγραφος 8γ τροποποιούνται προκειμένου να καθοριστούν ελάχιστες τιμές για τις εσωτερικές εκτιμήσεις των ιδρυμάτων σχετικά με τις παραμέτρους IRB που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων του ενεργητικού («κατώτατες τιμές παραμέτρων κινδύνου»). Οι εν λόγω κατώτατες τιμές παραμέτρων κινδύνου λειτουργούν ως διασφάλιση ότι οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων δεν θα βρεθούν κάτω από επαρκώς συνετά επίπεδα, μειώνοντας τον κίνδυνο του υποδείγματος, τα σφάλματα μέτρησης, τους περιορισμούς των δεδομένων, και βελτιώνοντας τη συγκρισιμότητα των δεικτών κεφαλαίου μεταξύ ιδρυμάτων.

    Όσον αφορά την παράμετρο κινδύνου PD, οι υφιστάμενες κατώτατες τιμές αυξάνονται ελαφρώς (από 0,03 % σύμφωνα με τη Βασιλεία II σε 0,05 % σύμφωνα με τη Βασιλεία III). Αντίθετα, για τις παραμέτρους της ζημίας σε περίπτωση αθέτησης (LGD) και του κινδύνου μετατροπής (CCF), ο καθορισμός κατώτατων τιμών αποτελεί νέα απαίτηση και η βαθμονόμηση των εν λόγω κατώτατων τιμών πραγματοποιήθηκε με σύνεση. Η κατώτατη τιμή LGD για τα μη εξασφαλισμένα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων ορίζεται στο 25 % και για τα μη εξασφαλισμένα γενικά ανοίγματα λιανικής τραπεζικής στο 30 %. Παρέχεται τύπος που περιλαμβάνει συντηρητικές περικοπές αξίας ανά είδος εξασφάλισης για τα εξασφαλισμένα ανοίγματα, ενώ η κατώτατη τιμή CCF στο πλαίσιο της προσέγγισης IRB καθορίζεται με βάση το 50 % του εφαρμοζόμενου CCF για την τυποποιημένη προσέγγιση.

    Αντιμετώπιση των κρατικών ανοιγμάτων

    Προστίθεται νέο άρθρο 159α προκειμένου να διευκρινιστεί, σε συμφωνία με τα πρότυπα Βασιλείας ΙΙΙ, ότι οι νέες κατώτατες τιμές παραμέτρων κινδύνου (που περιγράφηκαν στην προηγούμενη ενότητα) που εφαρμόζονται στις εσωτερικές εκτιμήσεις των ιδρυμάτων για τις παραμέτρους PD, LGD και CCF δεν ισχύουν για τα κρατικά ανοίγματα.

    Απαλοιφή του «συντελεστή προσαύξησης 1,06» στον τύπο στάθμισης κινδύνου

    Σε συμφωνία με τα πρότυπα Βασιλείας III, τα άρθρα 153 παράγραφος 1 και 154 παράγραφος 1 τροποποιούνται προκειμένου να απαλειφθεί ο «συντελεστής προσαύξησης 1,06» που εφαρμόζεται στα ποσά των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων στο πλαίσιο των προσεγγίσεων IRB, με αποτέλεσμα απλούστευση του υπολογισμού και κατάργηση της αύξησης βαθμονόμησης 6 % στους συντελεστές στάθμισης κινδύνου IRB που ισχύουν βάσει του τρέχοντος πλαισίου.

    Κατάργηση της μεθόδου της «διπλής αθέτησης»

    Τα άρθρα 153 παράγραφος 3, 154 παράγραφος 2, 202 και 217 τροποποιούνται προκειμένου να καταργηθεί η μέθοδος της διπλής αθέτησης που εφαρμόζεται σε ορισμένα καλυπτόμενα από εγγύηση ανοίγματα, με αποτέλεσμα τη διατήρηση ενός μοναδικού γενικού τύπου για τον υπολογισμό των συντελεστών στάθμισης κινδύνου και την απλούστευση του πλαισίου, όπως προβλέπεται από τα πρότυπα Βασιλείας ΙΙΙ. Με λιγότερες προβλεπόμενες επιλογές, ο αναθεωρημένος υπολογισμός εξασφαλίζει μεγαλύτερη συγκρισιμότητα των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού μεταξύ των ιδρυμάτων και περιορισμό των αδικαιολόγητων αποκλίσεων.

    Σταδιακή επέκταση των προσεγγίσεων IRB και η μόνιμη μερική χρήση

    Δυνάμει των τελικών προτύπων Βασιλείας III, η χρήση των προσεγγίσεων IRB για μία κατηγορία ανοιγμάτων από ένα ίδρυμα δεν εξαρτάται πλέον από το γεγονός ότι όλες οι κατηγορίες ανοιγμάτων του τραπεζικού χαρτοφυλακίου του θα πρέπει τελικώς να αντιμετωπίζονται βάσει της προσέγγισης IRB («σταδιακή επέκταση των IRB») με εξαίρεση τα ανοίγματα για τα οποία οι κανόνες επιτρέπουν μόνιμη μερική χρήση (ΜΜΧ) της ΤΠ-ΠΚ την οποία έχει εγκρίνει και η αρμόδια αρχή. Η νέα αυτή αρχή εφαρμόζεται στα άρθρα 148 και 150, γεγονός που επιτρέπει στα ιδρύματα να εφαρμόζουν επιλεκτικά τις προσεγγίσεις IRB.

    Με στόχο την εξασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού μεταξύ των ιδρυμάτων που σήμερα χρησιμοποιούν για τα ανοίγματά τους μία από τις προσεγγίσεις IRB και εκείνων που δεν ακολουθούν αυτή την τακτική, θεσπίζονται μεταβατικές ρυθμίσεις σε νέο άρθρο 494δ οι οποίες επιτρέπουν στα ιδρύματα να επιστρέψουν σε εφαρμογή της ΤΠ-ΠΚ για μια περίοδο τριών ετών με την επιφύλαξη της έγκρισης των αρμόδιων αρχών βάσει απλουστευμένης διαδικασίας.

    Αναθεωρημένη παράμετρος κινδύνου στο πλαίσιο των θεμελιωδών προσεγγίσεων IRB

    Το άρθρο 161 παράγραφος 1 τροποποιείται προκειμένου να εφαρμοστεί η νέα βαθμονόμηση των τιμών LGD για τα μη εξασφαλισμένα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων με εξοφλητική προτεραιότητα (LGD 40 % αντί 45 %). Τροποποιείται επίσης η τιμή LGD για τον κίνδυνο απομείωσης της αξίας των αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων έναντι επιχειρήσεων προκειμένου να ευθυγραμμιστεί με την αντιμετώπιση δυνάμει του πλαισίου της Βασιλείας.

    Αναθεωρημένο πεδίο εφαρμογής και μέθοδοι υπολογισμού για τις εσωτερικές εκτιμήσεις των συντελεστών μετατροπής

    Το άρθρο 166 παράγραφοι 8, 8α, 8β και 8δ και το άρθρο 182 τροποποιούνται με σκοπό την αναθεώρηση του πεδίου εφαρμογής και των μεθόδων για τον υπολογισμό των εσωτερικών εκτιμήσεων των συντελεστών μετατροπής που χρησιμοποιούνται στον καθορισμό της αξίας ανοίγματος των εκτός ισολογισμού στοιχείων εξαιρουμένων των συμβάσεων παραγώγων. Συγκεκριμένα, οι νέες διατάξεις ορίζουν ότι πρέπει να χρησιμοποιείται καθορισμένη περίοδος 12 μηνών πριν από την αθέτηση για τον υπολογισμό των εσωτερικών εκτιμήσεων των συντελεστών μετατροπής, και επιτρέπουν τη χρήση εσωτερικών εκτιμήσεων μόνο για συγκεκριμένες πιστοδοτήσεις για τις οποίες ο αντίστοιχος τυποποιημένος CCF είναι χαμηλότερος του 100 %.

    Εγγυήσεις προερχόμενες από παρόχους πιστωτικής προστασίας που αντιμετωπίζονται βάσει λιγότερο εξελιγμένης προσέγγισης

    Τα πρότυπα Βασιλείας ΙΙΙ αναθεώρησαν σε μεγάλη έκταση τις μεθοδολογίες που επιτρέπεται να χρησιμοποιούν τα ιδρύματα προκειμένου να αναγνωρίζουν την επίδραση των αποδεκτών εγγυήσεων στη μείωση του κινδύνου στοχεύοντας, μεταξύ άλλων, στον περιορισμό των διαθέσιμων προσεγγίσεων και, ως εκ τούτου, των αποκλίσεων στις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων. Για τον σκοπό αυτό, τα πρότυπα Βασιλείας III ορίζουν γενικά ότι ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου που πρέπει να εφαρμόζεται στο εξασφαλισμένο μέρος του ανοίγματος είναι εκείνος που θα έπρεπε να υπολογιστεί βάσει της προσέγγισης που εφαρμόζεται σε συγκρίσιμα άμεσα ανοίγματα έναντι του παρόχου της προστασίας. Όταν ένα άνοιγμα που αντιμετωπίζεται βάσει της προσέγγισης A-IRB είναι εγγυημένο από εγγυητή που αντιμετωπίζεται βάσει της προσέγγισης F-IRB ή της ΤΠ-ΠΚ, η αναγνώριση αυτής της εγγύησης συνεπάγεται ότι το καλυπτόμενο από εγγύηση άνοιγμα πρέπει να αντιμετωπιστεί βάσει της F-IRB ή της ΤΠ-ΠΚ αντίστοιχα. Η αναγνώριση των εγγυήσεων στην προσέγγιση A-IRB θα πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με μία από τις ακόλουθες προσεγγίσεις:

    ·την προσέγγιση υποκατάστασης του συντελεστή στάθμισης κινδύνου, βάσει της οποίας ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου του πιστούχου αντικαθίσταται από τον συντελεστή στάθμισης κινδύνου του εγγυητή εάν συγκρίσιμα άμεσα ανοίγματα έναντι του εγγυητή αντιμετωπίζονται βάσει της ΤΠ-ΠΚ (άρθρο 235α)·

    ·την προσέγγιση υποκατάστασης των παραμέτρων κινδύνου, βάσει της οποίας οι παράμετροι κινδύνου του πιστούχου αντικαθίστανται από τις παραμέτρους κινδύνου που σχετίζονται με συγκρίσιμα άμεσα ανοίγματα έναντι του εγγυητή εάν συγκρίσιμα άμεσα ανοίγματα έναντι του εγγυητή αντιμετωπίζονται βάσει της προσέγγισης IRB (άρθρο 236α)· ή

    ·την προσαρμογή της εκτίμησης LGD ή αμφότερων των εκτιμήσεων PD και LGD (άρθρο 183)· στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης, η πρόταση διευκρινίζει ότι η αναγνώριση μιας εγγύησης δεν θα πρέπει ποτέ να καταλήγει σε εφαρμοζόμενο συντελεστή στάθμισης κινδύνου για το καλυπτόμενο από εγγύηση άνοιγμα, που είναι χαμηλότερος από τον συντελεστή που θα προέκυπτε εάν συγκρίσιμο άμεσο άνοιγμα έναντι του εγγυητή αντιμετωπιζόταν βάσει της συγκεκριμένης προσέγγισης. Στόχος είναι να διαφυλαχθεί η συνοχή του πλαισίου όσον αφορά την εκτίμηση κινδύνου, προκειμένου να αποφευχθούν καταστάσεις στις οποίες ένα έμμεσο άνοιγμα έναντι συγκεκριμένου παρόχου προστασίας θα επωφελούνταν από χαμηλότερο συντελεστή στάθμισης κινδύνου έναντι συγκρίσιμου άμεσου ανοίγματος όπου πιστούχος είναι ο ίδιος πάροχος προστασίας.

    Ανοίγματα ειδικού δανεισμού στο πλαίσιο της προσέγγισης A-IRB

    Οι νέοι περιορισμοί στη χρήση υποδειγμάτων βάσει των προτύπων Βασιλείας III είναι σχετικά συντηρητικοί όσον αφορά την αντιμετώπιση των ανοιγμάτων ειδικού δανεισμού στο πλαίσιο των προσεγγίσεων IRB. Ενώ εφαρμόζονται μεν οι κατώτατες τιμές παραμέτρων, η προσέγγιση A-IRB παραμένει διαθέσιμη ανεξαρτήτως του μεγέθους του πιστούχου, σε αντίθεση με την αντιμετώπιση που ισχύει για τα άλλα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων. Ωστόσο, οι νέες εφαρμοστέες κατώτατες τιμές παραμέτρων για τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων εφαρμόζονται επίσης στα ανοίγματα ειδικού δανεισμού χωρίς να αναγνωρίζουν τις πρακτικές ειδικού δανεισμού που συνεπάγονται ρυθμίσεις ασφάλειας για τη μείωση του πιστωτικού κινδύνου.

    Ως εκ τούτου, παρεμβάλλεται νέο άρθρο 495β προκειμένου να θεσπιστεί η σταδιακή εφαρμογή των νέων κατώτατων τιμών, ξεκινώντας από συντελεστή προεξόφλησης 50 % που ανέρχεται σταδιακά στο 100 % σε βάθος πενταετίας. Επιπλέον, το άρθρο αναθέτει στην ΕΑΤ να αξιολογήσει την καταλληλότητα των κατώτατων τιμών PD και LGD που εφαρμόζονται στα ανοίγματα ειδικού δανεισμού και εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να προχωρήσει σε αναθεώρηση των παραμέτρων με κατ’ εξουσιοδότηση πράξη βάσει της αξιολόγησης της ΕΑΤ.

    Ρήτρες εξουσιοδότησης για ανοίγματα που σχετίζονται με χρηματοδοτική μίσθωση και ασφάλιση πιστώσεων

    Τα ιδρύματα στην ΕΕ έχουν αναπτύξει υψηλό επίπεδο εμπειρογνωσίας και διαχείρισης κινδύνου στον τομέα της χρηματοδοτικής μίσθωσης, καθώς και στη χρήση της ασφάλισης πιστώσεων, ιδίως για σκοπούς χρηματοδότησης του εμπορίου. Ελλείψει επαρκών δεδομένων, παραμένει ασαφές εάν οι νέες παράμετροι κινδύνου είναι κατάλληλα βαθμονομημένες προκειμένου να αντικατοπτρίζουν την επίδραση των εξασφαλίσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης στη μείωση κινδύνου και, αντιστοίχως, ποια χαρακτηριστικά πρέπει να διαθέτουν τα συμβόλαια ασφάλισης πιστώσεων ώστε να αναγνωρίζονται ως αποδεκτή πιστωτική προστασία.

    Ως εκ τούτου, παρεμβάλλεται νέο άρθρο 495γ το οποίο αναθέτει στην ΕΑΤ να αξιολογήσει την καταλληλότητα της βαθμονόμησης κινδύνου του πλαισίου Βασιλείας III όσον αφορά τις παραμέτρους που εφαρμόζονται στα ανοίγματα που σχετίζονται με χρηματοδοτική μίσθωση, και ιδίως τις νέες περικοπές αξίας των εξασφαλίσεων («προσαρμογές μεταβλητότητας») και τις κανονιστικές τιμές για τις εξασφαλισμένες LGD. Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να προχωρήσει σε αναθεώρηση της βαθμονόμησης μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, κατά περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση της ΕΑΤ. Στο μεταξύ, εφαρμόζεται σταδιακή εφαρμογή σε βάθος 5ετίας για τις νέες παραμέτρους κινδύνου βάσει της προσέγγισης A-IRB.

    Επιπλέον, παρεμβάλλεται νέο άρθρο 495δ το οποίο αναθέτει στην ΕΑΤ να υποβάλει έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με την επιλεξιμότητα και τη χρήση της ασφάλισης πιστώσεων ως τεχνικής μείωσης του πιστωτικού κινδύνου και σχετικά με τις κατάλληλες παραμέτρους κινδύνου με τις οποίες θα πρέπει να συνδέονται βάσει της ΤΠ-ΠΚ και της θεμελιώδους προσέγγισης IRB. Με βάση την εν λόγω έκθεση, η Επιτροπή οφείλει να υποβάλει, κατά περίπτωση, νομοθετική πρόταση σχετικά με τη χρήση της ασφάλισης πιστώσεων ως τεχνικής μείωσης του πιστωτικού κινδύνου.

    Πλαίσιο πιστωτικού κινδύνου – τεχνικές μείωσης του πιστωτικού κινδύνου

    Τα άρθρα 224 έως 230 τροποποιούνται προκειμένου να εφαρμοστούν οι κανόνες και οι μέθοδοι Βασιλείας III για τη συνεκτίμηση των εξασφαλίσεων και των εγγυήσεων στο πλαίσιο τόσο της ΤΠ-ΠΚ όσο και της προσέγγισης F-IRB. Συγκεκριμένα, αναθεωρήθηκαν οι εποπτικές περικοπές αξίας που εφαρμόζονται στις χρηματοοικονομικές εξασφαλίσεις βάσει της αναλυτικής μεθόδου χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων , καθώς και οι τιμές των εξασφαλισμένων LGD και οι εφαρμοστέες περικοπές αξίας των εξασφαλίσεων για τα ανοίγματα που αντιμετωπίζονται βάσει της F-IRB.

    Το άρθρο 213 παράγραφος 1 στοιχείο γ) σημείο iii), και το άρθρο 215 παράγραφος 2 τροποποιούνται προκειμένου να αποσαφηνιστούν τα κριτήρια επιλεξιμότητας για τις εγγυήσεις και, αντίστοιχα, οι εγγυήσεις που παρέχονται στο πλαίσιο συστημάτων αμοιβαίων εγγυήσεων ή που παρέχονται ή καλύπτονται από την αντεγγύηση ορισμένων οντοτήτων. Αναμένεται ότι έτσι αποσαφηνίζεται περαιτέρω το ζήτημα της επιλεξιμότητας των συστημάτων δημοσίων εγγυήσεων που συστήθηκαν στο πλαίσιο της κρίσης της νόσου COVID-19, ως τεχνικών μείωσης του πιστωτικού κινδύνου.

    Πλαίσιο κινδύνου αγοράς

    Το 2016, η BCBS δημοσίευσε μια πρώτη δέσμη αναθεωρημένων προτύπων για τον κίνδυνο αγοράς, γνωστή και ως ριζική αναθεώρηση του χαρτοφυλακίου συναλλαγών (fundamental review of the trading book-FRTB) με στόχο την αντιμετώπιση των διαπιστωμένων ανεπαρκειών του πλαισίου κεφαλαιακών απαιτήσεων σε σχέση με τον κίνδυνο αγοράς για τις θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών. Παρακολουθώντας τα αποτελέσματα της εφαρμογής των προτύπων FRTB, η BCBS διαπίστωσε μια σειρά προβλημάτων στα εν λόγω πρότυπα και, ως αποτέλεσμα, δημοσίευσε αναθεωρημένα πρότυπα FRTB τον Ιανουάριο 2019.

    Τον Νοέμβριο 2016, η Επιτροπή εισηγήθηκε αρχικά την εισαγωγή δεσμευτικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων στο πλαίσιο του ΚΚΑ II βάσει των προτύπων FRTB με στόχο να αντιμετωπιστούν οι ανεπάρκειες του πλαισίου για τον κίνδυνο αγοράς. Ωστόσο, με δεδομένη την επακόλουθη απόφαση της BCBS για αναθεώρηση των εν λόγω προτύπων, με χρονοδιαγράμματα που δεν ήταν συμβατά με τα ορόσημα της διαδικασίας διαπραγμάτευσης του ΚΚΑ II, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο συμφώνησαν να εφαρμόσουν τα πρότυπα FRTB στον ΚΚΑ II αποκλειστικά για σκοπούς υποβολής στοιχείων. Η θέσπιση απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων με βάση τα πρότυπα FRTB μετατέθηκε χρονικά και θα υλοποιηθεί με την έκδοση χωριστής νομοθετικής πρότασης.

    Προκειμένου να εφαρμοστούν δεσμευτικές απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς σύμφωνα με τα αναθεωρημένα πρότυπα FRTB, εφαρμόζεται σειρά τροποποιήσεων στον ΚΚΑ.

    Αντικείμενο, πεδίο εφαρμογής και ορισμοί

    Το άρθρο 4 τροποποιείται προκειμένου να αποσαφηνιστεί ο ορισμός της μονάδας διαπραγμάτευσης.

    Στοιχεία ιδίων κεφαλαίων

    Το άρθρο 34 τροποποιείται προκειμένου να συμπεριλάβει παρέκκλιση η οποία επιτρέπει στα ιδρύματα να μειώνουν τις συνολικές πρόσθετες προσαρμογές αξίας σε έκτακτες περιστάσεις, με βάση γνωμοδότηση της ΕΑΤ, με σκοπό την αντιμετώπιση της προκυκλικότητας που αποτελεί εγγενές γνώρισμα των πρόσθετων προσαρμογών αξίας που αφαιρούνται από το κεφάλαιο CET1.

    Γενικές απαιτήσεις, αποτίμηση και υποβολή στοιχείων

    Το άρθρο 102 τροποποιείται προκειμένου να συμπεριληφθούν οι προσεγγίσεις FRTB για τον σκοπό του υπολογισμού των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων. Το άρθρο 104 αντικαθίσταται προκειμένου να αναθεωρηθούν τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για την απόδοση θέσεων στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών ή εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών (δηλαδή στο τραπεζικό χαρτοφυλάκιο)· προβλέπεται επίσης παρέκκλιση η οποία επιτρέπει στα ιδρύματα να αποδίδουν εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών συγκεκριμένα μέσα που διαφορετικά θα έπρεπε να αποδοθούν στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών· η παρέκκλιση υπόκειται σε πολύ αυστηρές προϋποθέσεις και στην έγκριση της αρμόδιας αρχής του ιδρύματος. Το άρθρο 104α τροποποιείται προκειμένου να εξειδικευθούν οι προϋποθέσεις που πρέπει να χρησιμοποιούνται για την ανακατάταξη ενός μέσου από το ένα χαρτοφυλάκιο στο άλλο. Το άρθρο 104β τροποποιείται προκειμένου να θεσπιστεί παρέκκλιση που επιτρέπει στα ιδρύματα να δημιουργούν ειδικές μονάδες διαπραγμάτευσης στις οποίες τα ιδρύματα μπορούν να αποδίδουν αποκλειστικά θέσεις εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών που υπόκεινται σε κίνδυνο συναλλάγματος και κίνδυνο βασικού εμπορεύματος. Προστίθεται άρθρο 104γ προκειμένου να διευκρινιστεί η αντιμετώπιση των αντισταθμίσεων του κινδύνου συναλλάγματος στους δείκτες κεφαλαίου, το οποίο επιτρέπει στα ιδρύματα να εξαιρούν, υπό προϋποθέσεις, ορισμένες θέσεις από τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο συναλλάγματος. Το άρθρο 106 τροποποιείται προκειμένου να αποσαφηνιστούν οι υφιστάμενες διατάξεις σχετικά με τις εσωτερικές μεταφορές κινδύνου.

    Γενικές διατάξεις

    Το άρθρο 325 τροποποιείται προκειμένου να θεσπιστούν δεσμευτικές απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς με βάση τις προσεγγίσεις FRTB που περιγράφονται στα κεφάλαια 1α (εναλλακτική τυποποιημένη προσέγγιση ή A-SA), 1β (προσέγγιση των εναλλακτικών εσωτερικών υποδειγμάτων ή A-IMA) και 2 έως 4 (απλουστευμένη τυποποιημένη προσέγγιση ή SSA), καθώς και προϋποθέσεις για τη χρήση τους και τη συχνότητα υπολογισμού των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων. Θεσπίζεται επίσης παρέκκλιση για τα ιδρύματα από τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για θέσεις υποκείμενες σε κίνδυνο συναλλάγματος που αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαιά τους.

    Το άρθρο 325α τροποποιείται προκειμένου να θεσπιστούν τα κριτήρια επιλεξιμότητας για τη χρήση της SSA.

    Το άρθρο 325β αποσαφηνίζει τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς σε ενοποιημένη βάση.

    Η εναλλακτική τυποποιημένη προσέγγιση

    Το άρθρο 325γ τροποποιείται προκειμένου να θεσπιστούν πρόσθετες ποιοτικές απαιτήσεις σχετικά με την επικύρωση, τεκμηρίωση και διακυβέρνηση της A-SA.

    Το άρθρο 325ι τροποποιείται προκειμένου να διευκρινιστούν ορισμένα στοιχεία των τελικών προτύπων FRTB σχετικά με την αντιμετώπιση των επενδύσεων σε κεφάλαια [δηλαδή σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων (ΟΣΕ)] και να εφαρμοστούν ορισμένες στοχευμένες προσαρμογές στον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τις εν λόγω θέσεις με στόχο να εξασφαλιστεί ότι η αντιμετώπιση των ΟΣΕ στο πλαίσιο της τυποποιημένης προσέγγισης δεν αυξάνει δυσανάλογα την πολυπλοκότητα του υπολογισμού και είναι λιγότερο αυστηρή, καθώς οι ΟΣΕ διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στη διευκόλυνση της συσσώρευσης ιδιωτικών αποταμιεύσεων, που διατίθενται είτε για μείζονες επενδύσεις είτε για σκοπούς συνταξιοδότησης. Για την επίτευξη αυτών των στόχων, ορίζεται ότι τα ιδρύματα θα πρέπει να εφαρμόζουν την προσέγγιση εξέτασης σε μηνιαία βάση για τις θέσεις σε ΟΣΕ που εντάσσονται στην εν λόγω προσέγγιση, και ότι τα ιδρύματα επιτρέπεται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να χρησιμοποιούν δεδομένα προερχόμενα από συναφείς τρίτους στον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων βάσει της προσέγγισης εξέτασης. Επιπλέον, στο πλαίσιο της προσέγγισης βάσει εντολής, το άρθρο 325ι αναθέτει στην ΕΑΤ να εξειδικεύσει τα τεχνικά στοιχεία που πρέπει να χρησιμοποιούν τα ιδρύματα για τη σύσταση του υποθετικού χαρτοφυλακίου που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων.

    Το άρθρο 325ιζ τροποποιείται προκειμένου να αποσαφηνιστεί η αντιμετώπιση των παραγόντων κινδύνου συναλλάγματος βέγκα.

    Το άρθρο 325ιθ τροποποιείται προκειμένου να προσαρμοστεί ο τύπος για τις ευαισθησίες έναντι του κινδύνου βέγκα.

    Το άρθρο 325κ τροποποιείται προκειμένου να ευθυγραμμιστούν περαιτέρω οι ευαισθησίες που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων με εκείνες που χρησιμοποιούνται για τη διαδικασία διαχείρισης κινδύνων του ιδρύματος.

    Η διάταξη σχετικά με τα πιστωτικά παράγωγα και τα παράγωγα επί μετοχών μη τιτλοποίησης που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης μετακινείται από το άρθρο 325κη στο πιο συναφές άρθρο 325κβ.

    Ομοίως, τα άρθρα 325κε, 325λθ, 325λδ και 325λζ τροποποιούνται προκειμένου να διευκρινιστεί η απόδοση των κατηγοριών πιστωτικής ποιότητας βάσει της A-SA.

    Το άρθρο 325λα τροποποιείται προκειμένου να διευκρινιστεί η αντιμετώπιση του παράγοντα κινδύνου πληθωρισμού και των παραγόντων κινδύνου βάσης διαφορετικών νομισμάτων.

    Τα άρθρα 325λδ και 325λζ τροποποιούνται προκειμένου να διευκρινιστούν οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου των καλυμμένων ομολόγων (εξωτερικά διαβαθμισμένων και μη διαβαθμισμένων).

    Τα άρθρα 325λε και 325λστ τροποποιούνται προκειμένου να διευκρινιστεί η τιμή των παραμέτρων συσχέτισης.

    Το άρθρο 325με τροποποιείται προκειμένου να θεσπιστεί χαμηλότερος συντελεστής στάθμισης κινδύνου για τον παράγοντα κινδύνου βασικών εμπορευμάτων δέλτα σε σχέση με την εμπορία εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Βάσει των τελικών προτύπων Βασιλείας III, τα δικαιώματα εκπομπής εξομοιώνονται με τις συμβάσεις προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί υπερβολικά συντηρητικό υπό το φως των ιστορικών δεδομένων που αφορούν την αγορά δικαιωμάτων εκπομπής της ΕΕ. Πράγματι, η δημιουργία του αποθεματικού για τη σταθερότητα της αγοράς από την Επιτροπή το 2015 σταθεροποίησε τις διακυμάνσεις της τιμής των δικαιωμάτων στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών (ΣΕΔΕ). Αυτό δικαιολογεί τη δημιουργία ειδικής κατηγορίας κινδύνου για τα δικαιώματα ΣΕΔΕ στο πλαίσιο της A-SA, που διακρίνεται από την ηλεκτρική ενέργεια, με χαμηλότερο συντελεστή στάθμισης κινδύνου 40 % ώστε να αντικατοπτρίζει καλύτερα την πραγματική μεταβλητότητα των τιμών αυτού του ειδικού για την ΕΕ εμπορεύματος.

    Το άρθρο 325ν τροποποιείται προκειμένου να διευκρινιστούν οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου για τις ευαισθησίες έναντι των παραγόντων κινδύνου βέγκα.

    Η προσέγγιση των εναλλακτικών εσωτερικών υποδειγμάτων

    Το άρθρο 325νβ τροποποιείται για να διευκρινιστούν οι προϋποθέσεις με τις οποίες πρέπει να συμμορφώνονται τα ιδρύματα προκειμένου να τους χορηγείται άδεια να χρησιμοποιούν την A-IMA για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς.

    Το άρθρο 325νγ τροποποιείται προκειμένου να συμπεριλάβει τον τύπο για την άθροιση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που υπολογίζεται βάσει της A-IMA.

    Το άρθρο 325νε τροποποιείται προκειμένου να ανατεθεί στην ΕΑΤ η κατάρτιση ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με σκοπό τον καθορισμό των κριτηρίων για τη χρήση των δεδομένων που εισάγονται στο υπόδειγμα μέτρησης κινδύνων.

    Το άρθρο 325νζ τροποποιείται προκειμένου να προβλεφθούν νέες εξουσίες για τις αρμόδιες αρχές όσον αφορά την εκτίμηση της δυνατότητας δημιουργίας υποδειγμάτων των παραγόντων κινδύνου η οποία διενεργείται από τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν την A-IMA.

    Το άρθρο 325νη τροποποιείται προκειμένου να προβλεφθούν νέες εξουσίες για τις αρμόδιες αρχές με σκοπό την αντιμετώπιση των ανεπαρκειών των υποδειγμάτων και σε σχέση με τις απαιτήσεις περί δοκιμαστικών εκ των υστέρων ελέγχων που διενεργούνται από τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν την A-IMA.

    Το άρθρο 325νθ τροποποιείται προκειμένου να θεσπιστούν δεσμευτικές απαιτήσεις σχετικά με τον καταλογισμό κερδών και ζημιών που πραγματοποιείται από τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν την A-IMA.

    Το άρθρο 325ξ τροποποιείται προκειμένου να θεσπιστούν προσαρμογές για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς για τις θέσεις σε ΟΣΕ στο πλαίσιο της A-IMA, και ειδικότερα για να εξασφαλιστεί μεγαλύτερος αριθμός επιλέξιμων ΟΣΕ στο πλαίσιο της συγκεκριμένης προσέγγισης. Όπως και με τις τροποποιήσεις που επέρχονται στην αντιμετώπιση των ΟΣΕ στο πλαίσιο της A-SA, τα ιδρύματα δύνανται υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να χρησιμοποιούν δεδομένα προερχόμενα από συναφείς τρίτους στον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων βάσει της προσέγγισης εξέτασης, και οφείλουν να εφαρμόζουν την προσέγγιση εξέτασης τουλάχιστον σε εβδομαδιαία βάση.

    Το άρθρο 325ξα τροποποιείται προκειμένου να αποσαφηνιστούν οι αρμοδιότητες της μονάδας ελέγχου κινδύνων και της μονάδας επικύρωσης στο πλαίσιο του συστήματος διαχείρισης κινδύνων.

    Το άρθρο 325ξη τροποποιείται προκειμένου να αποσαφηνιστούν περαιτέρω οι καταστάσεις στις οποίες τα ιδρύματα δύνανται να χρησιμοποιούν υπόδειγμα IRB για την εκτίμηση των πιθανοτήτων αθέτησης και της ζημίας λόγω αθέτησης εν όψει του υπολογισμού της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αθέτησης.

    Το άρθρο 337, το άρθρο 338, το άρθρο 352 και το άρθρο 361 τροποποιούνται για την αντικατάσταση, ή την κατάργηση, διατάξεων που είναι πλέον άνευ νοήματος για τη χρήση της SSA.

    Χρήση εσωτερικών υποδειγμάτων για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων

    Απαλείφεται το Κεφάλαιο 5 καθώς η τρέχουσα προσέγγιση των εσωτερικών υποδειγμάτων (IMA) που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς αντικαθίσταται από την A-IMA που θεσπίζεται στο Κεφάλαιο 1β.

    Κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις

    Με δεδομένη την αβεβαιότητα σχετικά με το εάν σημαντικές δικαιοδοσίες θα παρεκκλίνουν από τα τελικά πρότυπα Βασιλείας ΙΙΙ στην εφαρμογή της FRTB, και τη σπουδαιότητα της επίτευξης ισότιμων όρων ανταγωνισμού στην πράξη μεταξύ των ιδρυμάτων που είναι εγκατεστημένα στην Ένωση και των διεθνών ομολόγων τους, το άρθρο 461α εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να εκδώσει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις με σκοπό την τροποποίηση των προσεγγίσεων για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς, και την τροποποίηση της ημερομηνίας έναρξης εφαρμογής των εν λόγω προσεγγίσεων με στόχο την ευθυγράμμισή τους με τις διεθνείς εξελίξεις.

    Πλαίσιο κινδύνου προσαρμογής πιστωτικής αποτίμησης (CVA)

    Η προσαρμογή πιστωτικής αποτίμησης είναι μια λογιστική προσαρμογή εύλογης αξίας στην τιμή μιας συναλλαγής παραγώγων, η οποία έχει ως στόχο την πρόβλεψη έναντι πιθανών ζημιών λόγω υποβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας του αντισυμβαλλομένου της εν λόγω συναλλαγής. Στη διάρκεια της ΜΧΚ, ένας αριθμός συστημικώς σημαντικών τραπεζών υπέστησαν σημαντικές ζημίες CVA στα χαρτοφυλάκια παραγώγων τους λόγω της υποβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας πολλών εκ των αντισυμβαλλομένων τους εκείνη την εποχή. Ως αποτέλεσμα, η BCBS θέσπισε το 2011, στο πλαίσιο της πρώτης δέσμης μεταρρυθμίσεων Βασιλείας III, νέα πρότυπα για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον κίνδυνο CVA προκειμένου να διασφαλιστεί η επαρκής κεφαλαιακή κάλυψη του κινδύνου CVA των τραπεζών στο μέλλον. Τα πρότυπα αυτά ενσωματώθηκαν στο δίκαιο της Ένωσης το 2013 με τον ΚΚΑ.

    Ωστόσο, τράπεζες και εποπτικές αρχές εξέφρασαν την ανησυχία ότι τα πρότυπα του 2011 δεν αντικατόπτριζαν επαρκώς τον πραγματικό κίνδυνο CVA στον οποίο ήταν εκτεθειμένες οι τράπεζες. Ειδικότερα, διατυπώθηκαν τρεις συγκεκριμένοι προβληματισμοί σε σχέση με τα εν λόγω πρότυπα: i) ότι οι προσεγγίσεις που καθορίζονταν στα εν λόγω πρότυπα δεν διέθεταν επαρκή ευαισθησία έναντι των κινδύνων, ii) ότι δεν αναγνώριζαν τα υποδείγματα CVA που είχαν αναπτυχθεί από τις τράπεζες για λογιστικούς σκοπούς, και iii) ότι δεν αποτύπωναν τον κίνδυνο αγοράς που ενείχαν οι συναλλαγές παραγώγων με τον αντισυμβαλλόμενο. Ανταποκρινόμενη σε αυτές τις ανησυχίες, η BCBS δημοσίευσε αναθεωρημένα πρότυπα τον Δεκέμβριο 2017, στο πλαίσιο των τελικών μεταρρυθμίσεων Βασιλείας III, ενώ προσάρμοσε έτι περαιτέρω τη βαθμονόμηση σε αναθεωρημένη δημοσίευση τον Ιούλιο 2020. Με στόχο την ευθυγράμμισή του με τα πρότυπα BCBS του 2020, ο ΚΚΑ τροποποιείται σε διάφορα σημεία.

    Στο άρθρο 381, εισάγεται ορισμός της σημασίας του κινδύνου CVA προκειμένου να αποτυπωθεί τόσο ο κίνδυνος πιστωτικού περιθωρίου του αντισυμβαλλομένου ενός ιδρύματος όσο και ο κίνδυνος αγοράς του χαρτοφυλακίου συναλλαγών του εν λόγω ιδρύματος με τον εν λόγω αντισυμβαλλόμενο.

    Το άρθρο 382 τροποποιείται προκειμένου να διευκρινιστεί ποιες συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων υπόκεινται στις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA. Επιπροσθέτως, θεσπίζεται νέα διάταξη η οποία υποχρεώνει τα ιδρύματα να αναφέρουν τα αποτελέσματα του υπολογισμού των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA για τις συναλλαγές που εξαιρούνται σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο. Διευκρινίζεται επιπροσθέτως ότι τα ιδρύματα που αντισταθμίζουν τον κίνδυνο CVA των εξαιρούμενων συναλλαγών έχουν τη διακριτική ευχέρεια να υπολογίζουν την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA για τις εν λόγω συναλλαγές, λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές επιλέξιμες αντισταθμίσεις. Τέλος, προβλέπονται νέες εντολές για την ΕΑΤ, αφενός για την εκπόνηση κατευθυντήριων γραμμών που θα βοηθούν τις εποπτικές αρχές να εντοπίζουν τον υπερβολικό κίνδυνο CVA και αφετέρου για την κατάρτιση ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου που θα διευκρινίζει τις προϋποθέσεις για την εκτίμηση της σημαντικότητας των ανοιγμάτων που ενέχουν κίνδυνο CVA από συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων εύλογης αξίας.

    Παρεμβάλλεται το άρθρο 382α προκειμένου να καθοριστούν οι νέες προσεγγίσεις που θα πρέπει να χρησιμοποιούν τα ιδρύματα για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων τους για τον κίνδυνο CVA, καθώς και οι προϋποθέσεις για τη χρήση ενός συνδυασμού αυτών των προσεγγίσεων.

    Το άρθρο 383 αντικαθίσταται προκειμένου να καθοριστούν οι γενικές απαιτήσεις για τη χρήση της τυποποιημένης προσέγγισης για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA, και να δοθεί για τον σκοπό αυτό ο ορισμός του κανονιστικού υποδείγματος CVA. Παρεμβάλλονται τα άρθρα 383α έως 383κδ προκειμένου να εξειδικευθούν τα τεχνικά στοιχεία της τυποποιημένης προσέγγισης.

    Το άρθρο 384 αντικαθίσταται προκειμένου να θεσπιστεί η βασική προσέγγιση για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA, σύμφωνα με τα πρότυπα Βασιλείας III.

    Το άρθρο 385 αντικαθίσταται προκειμένου να θεσπιστεί η απλουστευμένη προσέγγιση για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA, καθώς και τα κριτήρια επιλεξιμότητας για τη χρήση της απλουστευμένης προσέγγισης.

    Τέλος, το άρθρο 386 τροποποιείται προκειμένου να αντικατοπτρίζει τις νέες απαιτήσεις που εφαρμόζονται στις επιλέξιμες αντισταθμίσεις για τους σκοπούς των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA.

    Πλαίσιο κατώτατων ορίων για τις ελάχιστες περικοπές αξίας σε σχέση με τις συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων (SFT)

    Οι συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων κατέχουν σημαντικό ρόλο στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης παρέχοντας στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα τη δυνατότητα να διαχειρίζονται τη θέση ρευστότητάς τους και να στηρίζουν τις δραστηριότητες ειδικής διαπραγμάτευσης τίτλων. Οι SFT είναι επίσης σημαντικές για τις κεντρικές τράπεζες καθώς οι εν λόγω συναλλαγές καθιστούν εφικτή τη διάχυση, μέσω των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, των σχεδίων νομισματικής πολιτικής τους στην πραγματική οικονομία. Οι SFT είναι, ωστόσο, δυνατό να παρέχουν στους παράγοντες της αγοράς δυνατότητα για αναδρομική μόχλευση των θέσεών τους μέσω επανεπένδυσης εξασφαλίσεων με χρηματικά διαθέσιμα και επαναχρησιμοποίησης εξασφαλίσεων εκτός χρηματικών διαθεσίμων, αντίστοιχα. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος της υπερβολικής μόχλευσης εκτός του τραπεζικού τομέα, το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (FSB) εξέδωσε το 2013 σύσταση 39 προς τις δικαιοδοσίες που μετέχουν σε αυτό για τη θέσπιση ελάχιστων περικοπών αξίας των εξασφαλίσεων για ορισμένες μη εκκαθαριζόμενες σε κεντρικό επίπεδο SFT που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ τραπεζών και μη τραπεζικών ιδρυμάτων. Σύμφωνα με τη σύσταση, θα πρέπει να θεσπιστούν ελάχιστες περικοπές αξίας των εξασφαλίσεων, κατά τη διακριτική ευχέρεια της κάθε δικαιοδοσίας, είτε άμεσα μέσω ρύθμισης αγοράς, είτε έμμεσα μέσω μιας αυστηρότερης απαίτησης κεφαλαίων· η δεύτερη λύση επελέγη από την BCBS το 2017 στο πλαίσιο των τελικών μεταρρυθμίσεων Βασιλείας III.

    Οι συστάσεις αφενός της ΕΑΤ στην ειδική έκθεσή της 40 σχετικά με την εφαρμογή του πλαισίου κατώτατων ορίων για τις ελάχιστες περικοπές αξίας στο δίκαιο της Ένωσης και αφετέρου της ΕΑΚΑΑ στη δική της έκθεση 41 σχετικά με τις SFT και τη μόχλευση στην ΕΕ, επισήμαιναν, ωστόσο, ότι δεν ήταν σαφές ποιες θα είναι οι συνέπειες της εφαρμογής του συγκεκριμένου πλαισίου στα ιδρύματα. Οι εν λόγω συστάσεις εξέφραζαν επίσης την ανησυχία ότι η εφαρμογή του εν λόγω πλαισίου σε ορισμένα είδη SFT θα έχει ανεπιθύμητες επιπτώσεις στις συγκεκριμένες χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες. Επιπροσθέτως, δεν είναι ακόμη σαφές εάν θα ήταν πιο ενδεδειγμένο να εφαρμοστεί το πλαίσιο στα ιδρύματα ως αυστηρότερη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων ή ως ρύθμιση αγοράς. Η εφαρμογή του πλαισίου στα ιδρύματα ως μια αυστηρότερη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων θα επέτρεπε στα ιδρύματα που δεν θα συμμορφώνονταν με τα εν λόγω κατώτατα όρια για τις ελάχιστες περικοπές αξίας να ασκούν τις εν λόγω χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες, και να υπόκεινται σε κυρώσεις. Εναλλακτικά, η εφαρμογή του πλαισίου στα ιδρύματα ως ρύθμιση αγοράς θα εξασφάλιζε ισότιμους όρους ανταγωνισμού για όλους τους συμμετέχοντες στην αγορά, εάν η Ένωση αποφασίσει να θεσπίσει ανάλογη ρύθμιση αγοράς για τις σχετικές SFT μεταξύ μη τραπεζικών ιδρυμάτων, όπως επίσης συνιστά το FSB στην προαναφερθείσα έκθεση 2013.

    Σε αυτό το πλαίσιο, το άρθρο 519γ αναθέτει στην ΕΑΤ την υποβολή έκθεσης, σε στενή συνεργασία με την ΕΑΚΑΑ, στην Επιτροπή σχετικά με την καταλληλότητα της εφαρμογής του πλαισίου για τα κατώτατα όρια για τις ελάχιστες περικοπές αξίας που εφαρμόζονται στις SFT. Στη βάση αυτής της έκθεσης, η Επιτροπή θα υποβάλει, κατά περίπτωση, νομοθετική πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

    Λειτουργικός κίνδυνος

    Νέα τυποποιημένη προσέγγιση για την αντικατάσταση όλων των υφιστάμενων προσεγγίσεων για τον λειτουργικό κίνδυνο

    Η BCBS αναθεώρησε τα διεθνή πρότυπα για τον λειτουργικό κίνδυνο προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι αδυναμίες που διαπιστώθηκαν στον απόηχο της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008-2009. Πέραν της έλλειψης ευαισθησίας έναντι των κινδύνων που παρατηρήθηκε στις τυποποιημένες προσεγγίσεις, διαπιστώθηκε επίσης έλλειψη συγκρισιμότητας που οφείλεται στο ευρύ φάσμα των πρακτικών ανάπτυξης εσωτερικών υποδειγμάτων στο πλαίσιο των εξελιγμένων προσεγγίσεων μέτρησης (AMA). Σε αυτή τη βάση, και με στόχο την περαιτέρω απλούστευση του πλαισίου, όλες οι υφιστάμενες προσεγγίσεις για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον λειτουργικό κίνδυνο αντικαταστάθηκαν από ενιαία προσέγγιση που δεν βασίζεται σε υποδείγματα και η οποία πρέπει να χρησιμοποιείται από όλα τα ιδρύματα. Παρόλο που η χρήση υποδειγμάτων, όπως αυτά που αναπτύσσονται στο πλαίσιο της AMA, δεν είναι πλέον εφικτή βάσει του νέου αυτού πλαισίου για τον καθορισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον λειτουργικό κίνδυνο, τα ιδρύματα διατηρούν τη διακριτική ευχέρεια να χρησιμοποιούν τα εν λόγω υποδείγματα για τον σκοπό της εσωτερικής διαδικασίας αξιολόγησης της κεφαλαιακής επάρκειας (ICAAP).

    Η νέα τυποποιημένη προσέγγιση εφαρμόζεται στην Ένωση με την αντικατάσταση του τρίτου μέρους τίτλος ΙΙI του ΚΚΑ. Επιπλέον, επέρχονται περαιτέρω προσαρμογές σε διάφορα άλλα άρθρα του ΚΚΑ, κυρίως i) προκειμένου να θεσπιστούν σαφείς και εναρμονισμένοι ορισμοί σε σχέση με τον λειτουργικό κίνδυνο [άρθρο 4 παράγραφος 1 σημεία 52α), 52β), και 52γ)], σύμφωνα με τις συστάσεις της ΕΑΤ στην απάντησή της 42 στην πρόσκληση υποβολής γνωμοδότησης της Επιτροπής το 2019, και ii) προκειμένου να αποτυπωθεί η αντικατάσταση του τίτλου ΙΙΙ σε ολόκληρο τον ΚΚΑ (π.χ. απαλείφονται οι παραπομπές του άρθρου 20 στον τίτλο ΙΙΙ). Τέλος, ανατίθεται στην ΕΑΤ η υποβολή έκθεσης στην Επιτροπή σχετικά με τη χρήση της ασφάλισης στο πλαίσιο του αναθεωρημένου πλαισίου για τον λειτουργικό κίνδυνο (άρθρο 519δ). Η εν λόγω έκθεση είναι αναγκαία καθώς εκφράστηκαν ανησυχίες μεταξύ των εποπτικών αρχών σχετικά με το εάν η νέα τυποποιημένη προσέγγιση για τον λειτουργικό κίνδυνο αφήνει περιθώρια για ρυθμιστικό αρμπιτράζ μέσω της χρήσης της ασφάλισης.

    Υπολογισμός απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον λειτουργικό κίνδυνο

    Σύμφωνα με τα τελικά πρότυπα Βασιλείας III, η νέα τυποποιημένη προσέγγιση συνδυάζει έναν δείκτη που βασίζεται στον όγκο των δραστηριοτήτων ενός ιδρύματος (συνιστώσα επιχειρηματικού δείκτη ή BIC) με δείκτη που λαμβάνει υπόψη το ιστορικό ζημιών του εν λόγω ιδρύματος. Το αναθεωρημένο πρότυπο της Βασιλείας προβλέπει δυνατότητες άσκησης διακριτικής ευχέρειας όσον αφορά τον τρόπο εφαρμογής του δεύτερου δείκτη. Οι δικαιοδοσίες δύνανται να παραβλέπουν το ιστορικό ζημιών για τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης για τον λειτουργικό κίνδυνο για όλα τα συναφή ιδρύματα, ή να λαμβάνουν υπόψη τα δεδομένα ιστορικού ζημιών για τα ιδρύματα με όγκο δραστηριοτήτων κάτω από ένα ορισμένο ύψος. Όσον αφορά τον υπολογισμό των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, για να επιτευχθούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού στο εσωτερικό της Ένωσης και να απλουστευθεί ο υπολογισμός της κεφαλαιακής απαίτησης για λειτουργικό κίνδυνο, οι εν λόγω δυνατότητες άσκησης διακριτικής ευχέρειας ασκούνται με εναρμονισμένο τρόπο χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα δεδομένα ιστορικού ζημιών εκμετάλλευσης για όλα τα ιδρύματα.

    Ο υπολογισμός της BIC καθορίζεται στο νέο κεφάλαιο 1 του τίτλου III (νέα άρθρα 312 έως 315). Στην Ένωση, οι ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον λειτουργικό κίνδυνο θα βασίζονται αποκλειστικά στην ΒIC (άρθρο 312). Ο υπολογισμός της BIC, που βασίζεται στον λεγόμενο δείκτη εργασιών, καθορίζεται στο άρθρο 313, ενώ ο καθορισμός του δείκτη εργασιών, συμπεριλαμβανομένων των συνιστωσών του και πιθανών προσαρμογών λόγω συγχωνεύσεων, εξαγορών ή εκποιήσεων, καθορίζεται στα άρθρα 314 και 315.

    Συλλογή δεδομένων και διακυβέρνηση

    Το νέο Κεφάλαιο 2 (νέα άρθρα 316 έως 323) θεσπίζει τους κανόνες σχετικά με τη συλλογή δεδομένων και τη διακυβέρνηση. Για λόγους αναλογικότητας, οι εν λόγω απαιτήσεις χωρίζονται στους κανόνες που εφαρμόζονται σε όλα τα ιδρύματα, όπως οι διατάξεις σχετικά με το πλαίσιο διαχείρισης του λειτουργικού κινδύνου (άρθρο 323), και στους κανόνες που αφορούν μόνο τα ιδρύματα που υποχρεούνται επίσης να δημοσιοποιούν δεδομένα ιστορικού ζημιών (άρθρο 446 παράγραφος 2) και, συνεπώς, πρέπει να τηρούν σύνολο δεδομένων ζημιών (άρθρο 317). Στην Ένωση, σε συμφωνία με την απάντηση της ΕΑΤ στην πρόσκληση υποβολής γνωμοδότησης της Επιτροπής το 2019, όλα τα ιδρύματα με δείκτη εργασιών ίσο ή μεγαλύτερο των 750 εκατομμυρίων EUR θα υποχρεούνται να τηρούν σύνολο δεδομένων ζημιών και να υπολογίζουν τις ετήσιες ζημίες τους από λειτουργικό κίνδυνο για τους σκοπούς της δημοσιοποίησης. Προκειμένου να διασφαλίζεται η αναλογικότητα του νέου πλαισίου, οι αρμόδιες αρχές θα μπορούν να χορηγούν απαλλαγή από την εν λόγω απαίτηση, εφόσον ο δείκτης εργασιών ενός ιδρύματος δεν υπερβαίνει το 1 δισ. EUR (άρθρο 316). Με στόχο να επιτευχθεί ένας βαθμός σταθερότητας σε βάθος χρόνου, και ιδίως να αποφευχθεί μια κατάσταση στην οποία οι προσωρινές μειώσεις στο ύψος του δείκτη εργασιών θα επηρεάζουν αδικαιολόγητα τη συγκεκριμένη εκτίμηση, ο χρησιμοποιούμενος δείκτης εργασιών θα είναι ο υψηλότερος δείκτης εργασιών που έχει καταγραφεί στη διάρκεια της τελευταίας διετίας.

    Τα στοιχεία που είναι συναφή για τον υπολογισμό των ετήσιων ζημιών από λειτουργικό κίνδυνο εξειδικεύονται στα άρθρα 318 έως 321. Το άρθρο 318 ορίζει την «ακαθάριστη ζημία» και την «καθαρή ζημία» και το άρθρο 319 περιέχει τα σχετικά όρια των 20 000 EUR και των 100 000 EUR για τα δεδομένα ζημιών. Ορισμένα εξαιρετικά συμβάντα λειτουργικού κινδύνου που δεν είναι πλέον σημαντικά για το προφίλ κινδύνου ενός ιδρύματος μπορούν να παραβλέπονται, εφόσον πληρούνται όλες οι σχετικές προϋποθέσεις και έχει εξασφαλιστεί η άδεια της εποπτικής αρχής του ιδρύματος (άρθρο 320). Στο ίδιο πνεύμα, ένα ίδρυμα μπορεί να πρέπει να συμπεριλάβει επιπρόσθετες ζημίες, π.χ., σε σχέση με εξαγορασθείσες ή συγχωνευθείσες οντότητες (άρθρο 321).

    Η ακρίβεια και η πληρότητα των δεδομένων ζημιών ενός ιδρύματος είναι καίριας σημασίας. Ως εκ τούτου, οι εποπτικές αρχές θα πρέπει περιοδικά να επανεξετάζουν την ποιότητα των δεδομένων ζημιών (άρθρο 322).

    Δείκτης μόχλευσης

    Υπολογισμός της αξίας ανοίγματος παραγώγων

    Μετά την έκδοση του κανονισμού (ΕΕ) 2019/876, η BCBS αναθεώρησε περαιτέρω μία συγκεκριμένη πτυχή του πλαισίου της για τον δείκτη μόχλευσης. Για να διευκολυνθεί η παροχή υπηρεσιών εκκαθάρισης πελατών, η αντιμετώπιση των παραγώγων που εκκαθαρίζονται για πελάτη για τους σκοπούς του δείκτη μόχλευσης τροποποιήθηκε τον Ιούνιο του 2019 43 . Σύμφωνα με τους αναθεωρημένους κανόνες, η αντιμετώπιση των εν λόγω παραγώγων ευθυγραμμίζεται, σε γενικές γραμμές, με την αντιμετώπιση που προβλέπεται στην τυποποιημένη προσέγγιση για τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου (SA-CCR) στο πλαίσιο με βάση τον κίνδυνο. Στην έκθεσή της σχετικά με τον δείκτη μόχλευσης που δημοσιεύθηκε τον Φεβρουάριο 2021 44 , η Επιτροπή κατέληγε στο συμπέρασμα ότι ήταν σκόπιμο να προσαρμοστεί ο υπολογισμός του μέτρου συνολικού ανοίγματος προκειμένου να ευθυγραμμιστεί η αντιμετώπιση των παραγώγων που εκκαθαρίζονται για πελάτη με τα διεθνώς συμφωνημένα πρότυπα. Ως εκ τούτου, τροποποιείται αναλόγως το άρθρο 429γ.

    Υπολογισμός της αξίας ανοίγματος στοιχείων εκτός ισολογισμού

    Υπό το φως των προτεινόμενων τροποποιήσεων των άρθρων 4 και 111 παράγραφος 1 του ΚΚΑ, δεν είναι πλέον αναγκαίο να ορίζεται ελάχιστος συντελεστής μετατροπής 10 % για ορισμένα στοιχεία εκτός ισολογισμού στο πλαίσιο για τον δείκτη μόχλευσης. Ως εκ τούτου, καταργείται η παρέκκλιση που θεσπίζεται στο άρθρο 429στ παράγραφος 3.

    Αγορές και πωλήσεις κανονικής παράδοσης για τις οποίες εκκρεμεί διακανονισμός

    Οι διατάξεις που σχετίζονται με αγορές και πωλήσεις κανονικής παράδοσης για τις οποίες εκκρεμεί διακανονισμός τροποποιούνται με σκοπό την καλύτερη ευθυγράμμιση των εν λόγω κανόνων με τα πρότυπα Βασιλείας III, κυρίως διευκρινίζοντας ότι οι εν λόγω διατάξεις έχουν εφαρμογή στα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, και όχι μόνο στους τίτλους. Τα άρθρα 429 παράγραφος 6 και 429ζ παράγραφος 1 του ΚΚΑ τροποποιούνται αναλόγως.

    Περιβαλλοντικοί, κοινωνικοί και σχετικοί με τη διακυβέρνηση κίνδυνοι (κίνδυνοι ΠΚΔ)

    Τα ιδρύματα κατέχουν καίριο ρόλο στον φιλόδοξο στόχο της Ένωσης για προώθηση της μακροπρόθεσμης μετάβασης στη βιώσιμη ανάπτυξη εν γένει και, ειδικότερα, για στήριξη της δίκαιης μετάβασης σε μηδενικές εκπομπές αερίων θερμοκηπίου στην οικονομία της Ένωσης έως το 2050. Η μετάβαση αυτή ενέχει νέους κινδύνους οι οποίοι πρέπει να κατανοηθούν και να αποτελέσουν αντικείμενο διαχείρισης σε όλα τα επίπεδα.

    Η επιταχυνόμενη μετάβαση σε μια πιο βιώσιμη οικονομία μπορεί να έχει σημαντικό αντίκτυπο στις επιχειρήσεις, αυξάνοντας τους κινδύνους για κάθε μεμονωμένο ίδρυμα και για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα συνολικά. Οι επιπτώσεις των ανθρώπινων συμπεριφορών στο κλίμα, π.χ. οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, ή η διαιώνιση μη βιώσιμων οικονομικών πρακτικών, αποτελούν αιτίες υλικών κινδύνων που ενδέχεται να αυξάνουν την πιθανότητα για περιβαλλοντικούς κινδύνους και για κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις των εν λόγω κινδύνων. Τα ιδρύματα είναι επίσης εκτεθειμένα σε αυτούς τους υλικούς κινδύνους, που κατά κάποιο τρόπο αντισταθμίζονται με τους κινδύνους μετάβασης, καθώς, υπό όμοιες κατά τα άλλα συνθήκες, οι υλικοί κίνδυνοι αναμένεται να μειωθούν με την εφαρμογή πολιτικών μετάβασης. Ωστόσο, μπορεί να συμβεί και το αντίθετο όταν δεν λαμβάνονται μέτρα, δηλαδή όσο ο κίνδυνος μετάβασης είναι χαμηλός και η εφαρμογή των πολιτικών μετάβασης καθυστερεί, τόσο αναμένεται αύξηση των υλικών κινδύνων.

    Για να επιτευχθεί ικανοποιητική κατανόηση και διαχείριση των κινδύνων βιωσιμότητας, που συνήθως αναφέρονται ως περιβαλλοντικοί, κοινωνικοί και σχετικοί με τη διακυβέρνηση (ΠΚΔ) κίνδυνοι, τα ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στην Ένωση πρέπει να εντοπίζουν συστηματικά, να δημοσιοποιούν και να διαχειρίζονται τους εν λόγω κινδύνους σε μεμονωμένο επίπεδο. Ο σχετικά καινοφανής χαρακτήρας των κινδύνων ΠΚΔ και οι ιδιαιτερότητές τους συνεπάγονται ότι η κατανόησή τους μπορεί να διαφέρει σημαντικά από ίδρυμα σε ίδρυμα.

    Ως εκ τούτου, το άρθρο 4 τροποποιείται προκειμένου να συμπεριληφθούν νέοι εναρμονισμένοι ορισμοί των διαφόρων τύπων κινδύνων στο στερέωμα των κινδύνων ΠΚΔ (άρθρο 4 παράγραφος 1, σημεία 52δ έως 52θ). Οι ορισμοί ευθυγραμμίζονται με τους προτεινόμενους από την ΕΑΤ ορισμούς στην έκθεσή της σχετικά με τους κινδύνους ΠΚΔ.

    Αποσκοπώντας στην καλύτερη επίβλεψη των κινδύνων ΠΚΔ, το άρθρο 430 τροποποιείται προκειμένου να θεσπίσει την υποχρέωση των ιδρυμάτων να αναφέρουν την έκθεσή τους σε κινδύνους ΠΚΔ στις οικείες αρμόδιες αρχές.

    Τέλος, με στόχο την καλύτερη ευθυγράμμιση των χρονοδιαγραμμάτων για τις τυχόν απαιτούμενες αλλαγές στους κανόνες προληπτικής εποπτείας, τροποποιείται το άρθρο 501γ προκειμένου να συντμηθεί από το 2025 στο 2023 η καταληκτική ημερομηνία υποβολής από την ΕΑΤ της έκθεσης σχετικά με την προληπτική αντιμετώπιση των ανοιγμάτων αυτών. Στο πλαίσιο της εντολής του άρθρου 501γ, η ΕΑΤ θα πρέπει να εκτιμήσει τα ανοίγματα που σχετίζονται με περιουσιακά στοιχεία και δραστηριότητες στον τομέα της ενέργειας και της αποδοτικής χρήσης των πόρων, καθώς και στους τομείς των υποδομών και των μεταφορικών στόλων. Η εκτίμηση θα πρέπει επίσης να καλύπτει τη δυνατότητα στοχευμένης βαθμονόμησης συντελεστή στάθμισης κινδύνου για στοιχεία που συνδέονται με ιδιαίτερα υψηλή έκθεση στον κλιματικό κίνδυνο, συμπεριλαμβανομένων των περιουσιακών στοιχείων ή δραστηριοτήτων στον τομέα των ορυκτών καυσίμων και στους τομείς που έχουν σοβαρές κλιματικές επιπτώσεις. Εάν συντρέχουν λόγοι, η έκθεση της ΕΑΤ θα πρέπει να περιγράφει ένα φάσμα επιλογών για την εφαρμογή ειδικής προληπτικής αντιμετώπισης των ανοιγμάτων που υπόκεινται στις επιπτώσεις περιβαλλοντικών και κοινωνικών παραγόντων.

    Ολοκληρωμένο σύστημα υποβολής εποπτικών αναφορών και κοινοχρησία δεδομένων

    Από το 2018, η ΕΑΤ, σε συνεργασία με την ΕΚΤ και τις εθνικές αρμόδιες αρχές, εργάζεται για τη δημιουργία της ευρωπαϊκής κεντρικής υποδομής εποπτικών δεδομένων (EUCLID) για τη συγκέντρωση σε ένα κεντρικό ολοκληρωμένο σύστημα των πληροφοριών από τις αναφορές που γνωστοποιούν οι εποπτικές αρχές σχετικά με τα μεγαλύτερα ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στην Ένωση. Το σύστημα αυτό θα είναι ιδιαίτερα χρήσιμο για την τροφοδότηση των δημόσιων αναφορών και αναλύσεων με συγκεντρωτικά δεδομένα και δείκτες κινδύνου σχετικά με τον τραπεζικό τομέα της ΕΕ συνολικά. Το τρέχον άρθρο 430γ αναθέτει στην ΕΑΤ την εκπόνηση μελέτης σκοπιμότητας για την ανάπτυξη ενός συνεπούς και ολοκληρωμένου συστήματος για τη συλλογή στατιστικών δεδομένων, δεδομένων εξυγίανσης και δεδομένων προληπτικής εποπτείας, καθώς και τη συμμετοχή των σχετικών αρχών στην εκπόνηση της μελέτης. Τον Μάρτιο 2021, η ΕΑΤ δημοσίευσε έγγραφο διαβούλευσης σχετικά με την εν λόγω μελέτη σκοπιμότητας, ζητώντας τις παρατηρήσεις των ενδιαφερόμενων μερών έως τις 11 Ιουνίου 2021. Σύμφωνα με το άρθρο 430γ παράγραφος 3, αμέσως μετά την οριστικοποίηση της μελέτης σκοπιμότητας από την ΕΑΤ, η Επιτροπή θα εκτιμήσει εάν θα θεσπίσει, σε επόμενο στάδιο, πιθανές τροποποιήσεις στις απαιτήσεις υποβολής αναφορών που ορίζονται στο έβδομο Α μέρος του ΚΚΑ.

    Δημοσιοποιήσεις

    Ενισχυμένη διαφάνεια και αναλογικότητα στις απαιτήσεις δημοσιοποίησης

    Με δεδομένες τις τροποποιήσεις του ΚΚΑ εν όψει της εφαρμογής των τελικών προτύπων Βασιλείας III, καθώς και την ανάγκη για περαιτέρω μείωση του διοικητικού κόστους που σχετίζεται με τις δημοσιοποιήσεις και για διευκόλυνση της πρόσβασης στις πληροφορίες που δημοσιοποιούνται από τα ιδρύματα, τροποποιείται το όγδοο μέρος του ΚΚΑ σε αρκετά σημεία του.

    Το άρθρο 433 τροποποιείται προκειμένου να εξουσιοδοτηθεί η ΕΑΤ για κεντρική δημοσίευση των ετήσιων, εξαμηνιαίων και τριμηνιαίων δημοσιοποιήσεων προληπτικής εποπτείας των ιδρυμάτων. Η παρούσα πρόταση επιδιώκει τη διευκόλυνση της πρόσβασης στις πληροφορίες προληπτικής εποπτείας μέσω ενιαίου ηλεκτρονικού σημείου πρόσβασης, προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο κατακερματισμός που παρατηρείται σήμερα με στόχο την ενίσχυση της διαφάνειας και της συγκρισιμότητας των δημοσιοποιήσεων προς όφελος όλων των συμμετεχόντων στην αγορά. Η κεντρική δημοσίευση από την ΕΑΤ θα πραγματοποιείται ταυτόχρονα με τη δημοσίευση των οικονομικών καταστάσεων ή εκθέσεων των ιδρυμάτων, ή έστω το ταχύτερο δυνατό μετά την ημερομηνία δημοσίευσής τους. Η παρούσα πρόταση συνάδει πλήρως με το σχέδιο δράσης για την Ένωση Κεφαλαιαγορών και αποτελεί ένα βήμα στην κατεύθυνση της μελλοντικής ανάπτυξης ενιαίου σημείου πρόσβασης στην ΕΕ για τα χρηματοοικονομικά στοιχεία και τα στοιχεία που αφορούν τις βιώσιμες επενδύσεις των επιχειρήσεων.

    Το άρθρο 434 τροποποιείται προκειμένου να μειωθεί η διοικητική επιβάρυνση που σχετίζεται με τις δημοσιοποιήσεις, ιδίως για τα μικρά και μη πολύπλοκα ιδρύματα. Το σκεπτικό αυτής της διάταξης αξιοποιεί την πρόοδο που έχει σημειωθεί από την ΕΑΤ και τις αρμόδιες αρχές για τη δημιουργία υποδομής που θα συγκεντρώνει όλες τις εποπτικές αναφορές (EUCLID). Η πρόταση βελτιώνει την αναλογικότητα αναθέτοντας στην ΕΑΤ να δημοσιεύει τις δημοσιοποιήσεις των μικρών και μη πολύπλοκων ιδρυμάτων με βάση τις πληροφορίες από τις εποπτικές αναφορές. Ως εξ αυτού, τα μικρά και μη πολύπλοκα ιδρύματα υποχρεούνται να υποβάλλουν αναφορές μόνο στις οικείες εποπτικές αρχές, και όχι να δημοσιεύουν τις σχετικές δημοσιοποιήσεις.

    Τα άρθρα 438 και 447 τροποποιούνται προκειμένου να συμπεριλάβουν υποχρεώσεις δημοσιοποιήσεων για τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικό υπόδειγμα και, επομένως, πρέπει να δημοσιοποιούν τα συνολικά ποσά ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζονται σύμφωνα με την πλήρως τυποποιημένη προσέγγιση σε παραβολή με τα πραγματικά σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο στοιχεία ενεργητικού σε επίπεδο κινδύνων, και για τον πιστωτικό κίνδυνο σε επίπεδο κατηγοριών περιουσιακών στοιχείων και υποκατηγοριών περιουσιακών στοιχείων. Με τον τρόπο αυτό εφαρμόζεται το σχετικό πρότυπο Βασιλείας III που ορίζει ότι οι τράπεζες πρέπει να παραβάλλουν τα RWA που προκύπτουν βάσει υποδείγματος με τα τυποποιημένα RWA σε επίπεδο κινδύνων. Τα άρθρα 433α, 433β και 433γ που αφορούν τη συχνότητα των δημοσιοποιήσεων τροποποιούνται αναλόγως.

    Τα άρθρα 433β και 433γ τροποποιούνται προκειμένου να συμπεριλάβουν την υποχρέωση για τα μικρά και μη πολύπλοκα ιδρύματα, καθώς και για τα λοιπά μη εισηγμένα ιδρύματα, να δημοσιοποιούν σε ετήσια βάση πληροφορίες σχετικά με το ποσό και την ποιότητα των εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και των ανοιγμάτων με ανοχή για δάνεια, χρεωστικούς τίτλους και εκτός ισολογισμού ανοίγματα, καθώς και πληροφορίες σχετικά με ανοίγματα σε καθυστέρηση. Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις συνάδουν με το σχέδιο δράσης του Συμβουλίου για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) του 2017 45 , το οποίο καλούσε την ΕΑΤ να εφαρμόσει έως το τέλος του 2018 ενισχυμένες απαιτήσεις δημοσιοποίησης σχετικά με την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια για όλα τα ιδρύματα. Επιπροσθέτως, οι αλλαγές θα εξασφαλίσουν πλήρως τη συνέπεια με την ανακοίνωση για την «Αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων μετά την πανδημία COVID-19» 46 . Η επέκταση των απαιτήσεων δημοσιοποίησης του άρθρου 442, στοιχεία γ) και δ), στα μικρά και μη πολύπλοκα ιδρύματα και στα άλλα μη εισηγμένα ιδρύματα δεν δημιουργεί πρόσθετη επιβάρυνση στα εν λόγω ιδρύματα για δύο λόγους. Πρώτον, τα ιδρύματα αυτά δημοσιοποιούν ήδη πληροφορίες σχετικά με τα ΜΕΔ βάσει των κατευθυντήριων γραμμών της ΕΑΤ σχετικά με τη δημοσιοποίηση των ΜΕΔ 47 , οι οποίες εκδόθηκαν μετά το σχέδιο δράσης του Συμβουλίου το 2017 και σήμερα αποτυπώνονται στον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2021/637 της Επιτροπής της 15ης Μαρτίου 2021 48 . Δεύτερον, μόλις εφαρμοστεί η κεντρική δημοσίευση των δημοσιοποιήσεων μέσω της διαδικτυακής πλατφόρμας της ΕΑΤ, οι πληροφορίες σχετικά με τα ΜΕΔ θα μπορούν να εξάγονται από τις εποπτικές αναφορές, γεγονός που θα μειώσει την επιβάρυνση για το σύνολο των ιδρυμάτων και θα εξαλείψει τελείως την επιβάρυνση για τα μικρά και μη πολύπλοκα ιδρύματα.

    Τα άρθρα 445 και 455 θεσπίζουν νέες απαιτήσεις δημοσιοποίησης με τις οποίες πρέπει να συμμορφώνονται τα ιδρύματα που υπολογίζουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων τους για τον κίνδυνο αγοράς χρησιμοποιώντας μία από τις τυποποιημένες προσεγγίσεις, ή, αντίστοιχα, την A-IMA.

    Παρεμβάλλεται το άρθρο 445α προκειμένου να θεσπιστούν οι νέες απαιτήσεις δημοσιοποίησης για τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA.

    Το άρθρο 446 τροποποιείται προκειμένου να θεσπιστούν οι αναθεωρημένες απαιτήσεις δημοσιοποίησης για τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον λειτουργικό κίνδυνο.

    Στον τομέα των δημοσιοποιήσεων, ο ΚΚΑ II έχει ήδη θεσπίσει διατάξεις με στόχο την καλύτερη αποτύπωση των κινδύνων ΠΚΔ. Για τον σκοπό αυτό, τα μεγάλα ιδρύματα με εισηγμένες στο χρηματιστήριο εκδόσεις θα αρχίσουν να δημοσιοποιούν πληροφορίες σχετικά με τους κινδύνους ΠΚΔ ξεκινώντας από τον Ιούνιο 2022. Ωστόσο, η άμεση αποτελεσματικότητα αυτών των διατάξεων είναι περιορισμένη, καθώς μεγάλος αριθμός ιδρυμάτων παραμένει εκτός του πεδίου εφαρμογής των κανόνων δημοσιοποίησης του ΚΚΑ. Ως εκ τούτου, τροποποιείται το άρθρο 449α προκειμένου να επεκταθούν οι απαιτήσεις που σχετίζονται με τη δημοσιοποίηση των κινδύνων ΠΚΔ σε όλα τα ιδρύματα, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας.

    Εξουσίες της ΕΑΤ

    Η πρόταση διευρύνει το πεδίο της τρέχουσας εντολής της ΕΑΤ δυνάμει του άρθρου 434α. Επιπροσθέτως της κατάρτισης και ανάπτυξης ενιαίων μορφότυπων δημοσιοποίησης, οι προτεινόμενες τροποποιήσεις στο άρθρο 434α ορίζουν ότι η ΕΑΤ πρέπει να χαράξει πολιτική σχετικά με τις επανυποβολές δημοσιοποιήσεων και σχετικά με τις αναγκαίες λύσεις ΤΠ για την κεντρική δημοσίευση των δημοσιοποιήσεων.

    Ορισμός του «μικρού και μη πολύπλοκου ιδρύματος»

    Η πρόταση τροποποιεί τον ορισμό του όρου «μικρό και μη πολύπλοκο ίδρυμα», που περιλαμβάνεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1, σημείο 145, προβλέποντας ότι τα ιδρύματα δύνανται να εξαιρούν τις συναλλαγές παραγώγων που έχουν συναφθεί με πελάτες οι οποίοι δεν είναι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και τις συναλλαγές παραγώγων που χρησιμοποιούνται για την αντιστάθμιση των πρώτων, έως ενός ορίου.

    ΟΣΕ με υποκείμενο χαρτοφυλάκιο κρατικών ομολόγων της ζώνης του ευρώ

    Το άρθρο 506α του κανονισμού (ΕΕ) 2021/558 ανέθεσε στην Επιτροπή να δημοσιεύσει έκθεση έως τις 31 Δεκεμβρίου 2021 στην οποία θα αξιολογεί κατά πόσον απαιτούνται αλλαγές στο κανονιστικό πλαίσιο «για την προώθηση της αγοράς και των αγορών από τράπεζες ανοιγμάτων υπό μορφή μεριδίων ή μετοχών σε ΟΣΕ με υποκείμενο χαρτοφυλάκιο που αποτελείται αποκλειστικά από κρατικά ομόλογα κρατών μελών που το νόμισμά τους είναι το ευρώ, όπου η σχετική στάθμιση των κρατικών ομολόγων κάθε κράτους μέλους στο συνολικό χαρτοφυλάκιο του ΟΣΕ ισούται με τη σχετική στάθμιση της εισφοράς κεφαλαίου κάθε κράτους μέλους στην ΕΚΤ».

    Το άρθρο 132 παράγραφος 4 του ΚΚΑ προβλέπει τη λεγόμενη «προσέγγιση εξέτασης», βάσει της οποίας το επενδυτικό ίδρυμα δύναται να «εξετάζει τα υποκείμενα ανοίγματα [ενός ΟΣΕ] προκειμένου να υπολογίσει τον μέσο συντελεστή στάθμισης κινδύνου για τα ανοίγματά του υπό μορφή μεριδίων ή μετοχών στους ΟΣΕ» σύμφωνα με τις μεθόδους που ορίζονται στον ΚΚΑ. Αυτό προϋποθέτει ότι το επενδυτικό ίδρυμα πρέπει να «έχει γνώση» των υποκείμενων ανοιγμάτων του ΟΣΕ.

    Ως εκ τούτου, το τρέχον κανονιστικό καθεστώς επιτρέπει στα επενδυτικά ιδρύματα να εφαρμόζουν στα μερίδια ή τις μετοχές του ΟΣΕ τους ίδιους συντελεστές στάθμισης κινδύνου που θα εφαρμοζόταν σε άμεση επένδυση σε κρατικά ομόλογα κρατών μελών. Δεδομένου ότι τα εν λόγω κρατικά ανοίγματα απολαμβάνουν ήδη προνομιακής κανονιστικής κεφαλαιακής αντιμετώπισης, θεωρείται ότι δεν απαιτούνται αλλαγές στο πλαίσιο προληπτικής εποπτείας με σκοπό την προώθηση της αγοράς για ΟΣΕ με αυτό το είδος υποκείμενων ανοιγμάτων ή, ειδικότερα, για τη διευκόλυνση της ειδικής δομής που αναφέρεται στο άρθρο 506α του κανονισμού (ΕΕ) 2021/558.

    Επιπλέον, με την πρόσφατη και προγραμματιζόμενη έκδοση ομολόγων στο πλαίσιο του προγράμματος NextGenerationEU, φαίνεται ότι δεν υφίσταται πλέον άμεση ανάγκη για τη δημιουργία της προαναφερόμενης δομής.

    Πρόσθετες εποπτικές εξουσίες για επιβολή περιορισμών στις διανομές από τα ιδρύματα

    Βάσει του άρθρου 518β, η Επιτροπή οφείλει να υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2021 σχετικά με το εάν εξαιρετικές περιστάσεις που προκαλούν σοβαρή οικονομική διαταραχή στην ομαλή λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών δικαιολογούν, κατά τη διάρκεια τέτοιων περιόδων, την εκχώρηση πρόσθετων δεσμευτικών εξουσιών στις αρμόδιες αρχές για την επιβολή περιορισμών στις διανομές από τα ιδρύματα.

    Απαντώντας στις οικονομικές και χρηματοπιστωτικές δυσχέρειες που προκάλεσε η πανδημία της COVID-19, η Επιτροπή, η ΕΑΤ, η ΕΚΤ, το ΕΣΣΚ και οι περισσότερες εθνικές αρμόδιες αρχές προέτρεψαν τα ιδρύματα να μην πραγματοποιούν διανομές μερισμάτων ή επαναγορές ιδίων μετοχών και να υιοθετήσουν μια συντηρητική προσέγγιση όσον αφορά τις μεταβλητές αποδοχές. Η διακράτηση κεφαλαίων για τη στήριξη της πραγματικής οικονομίας και την απορρόφηση των ζημιών τέθηκε ως κοινός στόχος στη διάρκεια των εξαιρετικών περιστάσεων του 2020 και του 2021.

    Οι συστάσεις που εκδόθηκαν από τις αρχές των κρατών μελών σε συμμόρφωση με τις συμφωνημένες γραμμές δράσης της ΕΕ πέτυχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα και είχαν ως αποτέλεσμα τη διοχέτευση κεφαλαιακών πόρων με τρόπους που βοηθούν το τραπεζικό σύστημα να στηρίξει την πραγματική οικονομία, όπως διαπιστώθηκε από πρόσφατη ανάλυση της ΕΚΤ και απολογισμό που διενήργησε η ΕΑΤ. Ως εκ τούτου, όταν ερωτήθηκαν αν θεωρούσαν ότι χρειάζονταν πρόσθετες εξουσίες όσον αφορά τους περιορισμούς στις διανομές, οι αρμόδιες αρχές εξέφρασαν την άποψη ότι οι εξουσίες που έχουν ήδη στη διάθεσή τους είναι επαρκείς.

    Στην παρούσα συγκυρία, η Επιτροπή δεν διαβλέπει συνεπώς ανάγκη για εκχώρηση πρόσθετων εποπτικών εξουσιών στις αρμόδιες αρχές για επιβολή περιορισμών στις διανομές από ιδρύματα σε εξαιρετικές περιστάσεις. Το ζήτημα της μακροπροληπτικής εποπτείας και του συντονισμού αυτών των περιορισμών σε εξαιρετικές περιστάσεις στο μέλλον θα πρέπει να εξεταστεί στην επικείμενη επανεξέταση του μακροπροληπτικού πλαισίου.

    Προληπτική αντιμετώπιση των κρυπτοστοιχείων (crypto-assets)

    Τα τελευταία χρόνια, καταγράφεται στις χρηματοπιστωτικές αγορές ταχεία αύξηση των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τα λεγόμενα κρυπτοστοιχεία και προοδευτικά αυξημένη συμμετοχή των ιδρυμάτων στην εν λόγω δραστηριότητα. Αν και τα κρυπτοστοιχεία παρουσιάζουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά με πιο συμβατικά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, σε ορισμένα άλλα γνωρίσματά τους διαφέρουν σημαντικά από αυτά. Ως αποτέλεσμα, δεν είναι σαφές εάν οι υφιστάμενοι κανόνες προληπτικής εποπτείας μπορούν να αποτυπώσουν επαρκώς τους κινδύνους που ενέχουν τα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού. Δεδομένου ότι η BCBS μόλις πρόσφατα άρχισε να διερευνά το ζήτημα του κατά πόσο θα πρέπει να προβλεφθεί ειδική αντιμετώπιση για τα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού, και αν ναι, ποια θα πρέπει να είναι αυτή η αντιμετώπιση, δεν κατέστη δυνατή η συμπερίληψη συγκεκριμένων σχετικών μέτρων στην παρούσα πρόταση. Αντί αυτού, ζητείται από την Επιτροπή να επανεξετάσει εάν απαιτείται ειδική προληπτική αντιμετώπιση για τα κρυπτοστοιχεία και να υποβάλει, κατά περίπτωση, σχετική νομοθετική πρόταση, λαμβάνοντας υπόψη την προεργασία της BCBS.

    2021/0342 (COD)

    Πρόταση

    ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

    για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά τις απαιτήσεις για τον πιστωτικό κίνδυνο, τον κίνδυνο προσαρμογής πιστωτικής αποτίμησης, τον λειτουργικό κίνδυνο, τον κίνδυνο αγοράς και το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων

    (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

    Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

    Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

    Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

    Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής 49 ,

    Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία,

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    (1)Για την αντιμετώπιση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, η Ένωση δρομολόγησε ευρεία μεταρρύθμιση του πλαισίου προληπτικής εποπτείας των ιδρυμάτων με στόχο την αύξηση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού τομέα της ΕΕ. Ένα από τα κύρια στοιχεία της μεταρρύθμισης ήταν η εφαρμογή διεθνών προτύπων που συμφωνήθηκαν από την Επιτροπή της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία (BCBS), και συγκεκριμένα της λεγόμενης «μεταρρύθμισης Βασιλείας III». Χάρη στη μεταρρύθμιση αυτή, ο τραπεζικός τομέας της ΕΕ είχε ανθεκτική βάση όταν ενέσκηψε η κρίση λόγω της νόσου COVID-19. Ωστόσο, αν και το συνολικό επίπεδο κεφαλαίων στα ιδρύματα της ΕΕ είναι πλέον ικανοποιητικό κατά μέσο όρο, ορισμένα από τα προβλήματα που διαπιστώθηκαν μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση δεν έχουν ακόμη αντιμετωπιστεί.

    (2)Για να αντιμετωπιστούν αυτά τα προβλήματα, να επιτευχθεί ασφάλεια δικαίου και να σηματοδοτηθεί η δέσμευσή μας έναντι των διεθνών εταίρων μας στη G20, είναι ύψιστης σημασίας να εφαρμοστούν πιστά τα εκκρεμή στοιχεία της μεταρρύθμισης Βασιλείας III. Την ίδια στιγμή, η εφαρμογή δεν θα πρέπει να προκαλέσει σημαντική αύξηση στις γενικές κεφαλαιακές απαιτήσεις για το τραπεζικό σύστημα της ΕΕ συνολικά, ενώ θα πρέπει να λάβει υπόψη τις ιδιαιτερότητες της οικονομίας της ΕΕ. Όπου είναι εφικτό, θα πρέπει να εφαρμοστούν προσαρμογές των διεθνών προτύπων σε μεταβατική βάση. Θα πρέπει να ληφθεί μέριμνα ώστε να μη περιέλθουν τα ιδρύματα της ΕΕ σε μειονεκτική θέση όσον αφορά τον ανταγωνισμό, ιδίως στον τομέα των δραστηριοτήτων διαπραγμάτευσης, όπου τα ιδρύματα της ΕΕ ανταγωνίζονται απευθείας τους διεθνείς ομολόγους τους. Επιπλέον, η προτεινόμενη προσέγγιση θα πρέπει να είναι συνεπής με τη λογική της Τραπεζικής Ένωσης και να αποφεύγει τον περαιτέρω κατακερματισμό της ενιαίας αγοράς τραπεζικών υπηρεσιών. Τέλος, θα πρέπει να διασφαλιστεί η αναλογικότητα των κανόνων και να επιδιωχθεί περαιτέρω μείωση του κόστους συμμόρφωσης, ιδίως για τα μικρότερα ιδρύματα, χωρίς χαλάρωση των προτύπων προληπτικής εποπτείας.

    (3)Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 προβλέπει δυνατότητα των ιδρυμάτων να υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις τους χρησιμοποιώντας είτε τυποποιημένες προσεγγίσεις είτε προσεγγίσεις εσωτερικών υποδειγμάτων. Οι προσεγγίσεις εσωτερικών υποδειγμάτων παρέχουν στα ιδρύματα τη δυνατότητα να εκτιμούν τις περισσότερες ή όλες τις απαιτούμενες παραμέτρους για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων, ενώ στην περίπτωση των τυποποιημένων προσεγγίσεων τα ιδρύματα υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις χρησιμοποιώντας σταθερές παραμέτρους, που βασίζονται σε σχετικά συντηρητικές παραδοχές και καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Η Επιτροπή της Βασιλείας αποφάσισε τον Δεκέμβριο 2017 να εφαρμόσει αθροιστικό κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων. Η απόφαση αυτή βασίστηκε σε ανάλυση που πραγματοποιήθηκε στον απόηχο της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008-2009, η οποία αποκάλυψε ότι τα εσωτερικά υποδείγματα τείνουν να υποτιμούν τους κινδύνους στους οποίους είναι εκτεθειμένα τα ιδρύματα, ιδίως για ορισμένα είδη ανοιγμάτων και κινδύνων και, ως εξ αυτού, να δίνουν ως αποτέλεσμα ανεπαρκείς κεφαλαιακές απαιτήσεις. Σε σύγκριση με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που υπολογίζονται στο πλαίσιο των τυποποιημένων προσεγγίσεων, τα εσωτερικά υποδείγματα δίνουν, κατά μέσο όρο, χαμηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις για τα ίδια ανοίγματα.

    (4)Το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων αποτελεί ένα από τα βασικά μέτρα των μεταρρυθμίσεων Βασιλείας III. Αποσκοπεί στον περιορισμό των αδικαιολόγητων αποκλίσεων στις απαιτήσεις ρυθμιστικού κεφαλαίου που υπολογίζονται βάσει των εσωτερικών υποδειγμάτων, και της υπερβολικής μείωσης κεφαλαίων που μπορεί να προκύψει για ένα ίδρυμα το οποίο χρησιμοποιεί εσωτερικά υποδείγματα έναντι ιδρύματος που χρησιμοποιεί τις αναθεωρημένες τυποποιημένες προσεγγίσεις. Τα ιδρύματα αυτά μπορούν να επωφεληθούν ορίζοντας χαμηλότερο όριο στις κεφαλαιακές απαιτήσεις που προκύπτουν από τα εσωτερικά υποδείγματα των ιδρυμάτων ίσο με το 72,5 % των κεφαλαιακών απαιτήσεων που θα εφαρμόζονταν εάν τα εν λόγω ιδρύματα χρησιμοποιούσαν τις τυποποιημένες προσεγγίσεις. Η συνεπής εφαρμογή του κατώτατου ορίου κεφαλαιακών απαιτήσεων αναμένεται να αυξήσει τη συγκρισιμότητα των δεικτών κεφαλαίου των ιδρυμάτων, να αποκαταστήσει την αξιοπιστία των εσωτερικών υποδειγμάτων και να εξασφαλίσει ισότιμους όρους ανταγωνισμού μεταξύ των ιδρυμάτων που χρησιμοποιούν διαφορετικές προσεγγίσεις για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων.

    (5)Προκειμένου να αποφευχθεί ο κατακερματισμός της εσωτερικής αγοράς τραπεζικών υπηρεσιών, η προσέγγιση για το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων θα πρέπει να συνάδει με την αρχή του συνυπολογισμού κινδύνου στις διάφορες οντότητες του ίδιου τραπεζικού ομίλου και με τη λογική της εποπτείας επί ενοποιημένης βάσης. Ταυτόχρονα, το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων θα πρέπει να αντιμετωπίσει τους κινδύνους που απορρέουν από τα εσωτερικά υποδείγματα τόσο στο κράτος μέλος καταγωγής όσο και στα κράτη μέλη υποδοχής. Το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων θα πρέπει συνεπώς να υπολογίζεται στο ανώτατο επίπεδο ενοποίησης στην Ένωση, ενώ οι θυγατρικές που βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη μέλη από το μητρικό ίδρυμα της ΕΕ θα πρέπει να υπολογίζουν, σε υποενοποιημένη βάση, τη συνεισφορά τους στην απαίτηση για το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων του τραπεζικού ομίλου συνολικά. Προσδοκάται ότι με την προσέγγιση αυτή θα αποφευχθούν μη ηθελημένες επιπτώσεις και θα εξασφαλιστεί δίκαιη κατανομή των πρόσθετων κεφαλαίων που συνεπάγεται η εφαρμογή του κατώτατου ορίου κεφαλαιακών απαιτήσεων μεταξύ των οντοτήτων ενός ομίλου στα κράτη μέλη καταγωγής και υποδοχής με βάση το προφίλ κινδύνου τους.

    (6)Η Επιτροπή της Βασιλείας διαπίστωσε ότι η τρέχουσα τυποποιημένη προσέγγιση για τον πιστωτικό κίνδυνο (ΤΠ-ΠΚ) είναι ανεπαρκής όσον αφορά την ευαισθησία έναντι των κινδύνων σε διάφορους τομείς, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα ανακριβή ή ακατάλληλη—πολύ υψηλή ή πολύ χαμηλή— μέτρηση του πιστωτικού κινδύνου και, ως εκ τούτου, των κεφαλαιακών απαιτήσεων. Οι διατάξεις που αφορούν την ΤΠ-ΠΚ θα πρέπει, ως εκ τούτου, να αναθεωρηθούν προκειμένου να αυξηθεί η ευαισθησία της εν λόγω προσέγγισης έναντι των κινδύνων σε βασικές πτυχές.

    (7)Για τα διαβαθμισμένα ανοίγματα έναντι άλλων ιδρυμάτων, ορισμένοι από τους συντελεστές στάθμισης κινδύνου θα πρέπει να βαθμονομηθούν εκ νέου σύμφωνα με τα πρότυπα Βασιλείας III. Επιπροσθέτως, η αντιμετώπιση όσον αφορά τους συντελεστές στάθμισης κινδύνου για τα μη διαβαθμισμένα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από υψηλότερο επίπεδο λεπτομέρειας και να αποσυνδεθεί από τον συντελεστή στάθμισης κινδύνου που εφαρμόζεται στην κεντρική κυβέρνηση του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η τράπεζα, καθώς δεν υφίστανται παραδοχές περί έμμεσης κρατικής στήριξης των ιδρυμάτων.

    (8)Για τα δανειακά ανοίγματα μειωμένης εξασφάλισης και τα ανοίγματα σε μετοχές, απαιτείται πιο αυστηρή αντιμετώπιση των συντελεστών στάθμισης κινδύνου, με υψηλότερο επίπεδο λεπτομέρειας, προκειμένου να αποτυπώνεται ο υψηλότερος κίνδυνος ζημιών των δανειακών ανοιγμάτων μειωμένης εξασφάλισης και των ανοιγμάτων σε μετοχές έναντι των ανοιγμάτων σε χρεωστικούς τίτλους και να αποτρέπονται φαινόμενα ρυθμιστικού αρμπιτράζ μεταξύ του τραπεζικού χαρτοφυλακίου και του χαρτοφυλακίου συναλλαγών. Ιδρύματα της Ένωσης κατέχουν παλαιόθεν στρατηγικές επενδύσεις στο μετοχικό κεφάλαιο χρηματοπιστωτικών και μη χρηματοπιστωτικών εταιρειών. Δεδομένου ότι ο συνήθης συντελεστής στάθμισης κινδύνου για τα ανοίγματα σε μετοχές αυξάνει στη διάρκεια μεταβατικής περιόδου 5 ετών, για τις υπάρχουσες στρατηγικές κεφαλαιακές τοποθετήσεις σε επιχειρήσεις και ασφαλιστικές επιχειρήσεις επί των οποίων το ίδρυμα ασκεί ουσιώδη επιρροή θα πρέπει να υπάρξει αποδοχή του προϋφιστάμενου καθεστώτος προκειμένου να αποφευχθούν φαινόμενα ασυνέχειας και να διαφυλαχθεί ο ρόλος των ιδρυμάτων της Ένωσης ως μακρόπνοων, στρατηγικών επενδυτών σε μετοχικούς τίτλους. Με δεδομένες τις προληπτικές εποπτικές δικλείδες ασφαλείας και την εποπτεία για την προώθηση της ολοκλήρωσης του χρηματοπιστωτικού τομέα, ωστόσο, όσον αφορά τις κεφαλαιακές τοποθετήσεις σε άλλα ιδρύματα εντός του ίδιου ομίλου ή που καλύπτονται από το ίδιο θεσμικό σύστημα προστασίας, θα πρέπει να διατηρηθεί το ισχύον καθεστώς. Επιπροσθέτως, για να ενισχυθούν οι ιδιωτικές και δημόσιες πρωτοβουλίες για την παροχή μακροπρόθεσμου μετοχικού κεφαλαίου στις επιχειρήσεις της ΕΕ, εισηγμένες και μη, οι επενδύσεις δεν θα πρέπει να θεωρούνται κερδοσκοπικές όταν πραγματοποιούνται με τη σαφή πρόθεση της ανώτερης διοίκησης του ιδρύματος να τις κρατήσουν για τρία ή περισσότερα έτη.

    (9)Με στόχο την προώθηση ορισμένων κλάδων της οικονομίας, τα πρότυπα Βασιλείας III παρέχουν εποπτική διακριτική ευχέρεια προκειμένου να μπορούν τα ιδρύματα, εντός ορισμένων ορίων, να εφαρμόζουν προνομιακή αντιμετώπιση για τις κεφαλαιακές τοποθετήσεις που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο «νομοθετικών προγραμμάτων» τα οποία παρέχουν σημαντικές επιδοτήσεις για επενδύσεις και συνεπάγονται κρατική εποπτεία και περιορισμούς στις μετοχικές επενδύσεις. Η εφαρμογή αυτής της διακριτικής ευχέρειας στην Ένωση θα πρέπει επίσης να συμβάλλει στην προώθηση των μακροπρόθεσμων μετοχικών επενδύσεων.

    (10)Η δανειοδότηση επιχειρήσεων στην Ένωση πραγματοποιείται κατά κύριο λόγο από ιδρύματα που χρησιμοποιούν τις προσεγγίσεις εσωτερικών διαβαθμίσεων (IRΒ) για τον πιστωτικό κίνδυνο προκειμένου να υπολογίσουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις τους. Με την εφαρμογή του κατώτατου ορίου κεφαλαιακών απαιτήσεων, τα εν λόγω ιδρύματα θα πρέπει να εφαρμόζουν επίσης την ΤΠ-ΠΚ, που βασίζεται σε πιστοληπτικές αξιολογήσεις εξωτερικών οργανισμών πιστοληπτικών αξιολογήσεων (ΕΟΠΑ) για τον καθορισμό της πιστωτικής ποιότητας της δανειολήπτριας επιχείρησης. Η αντιστοίχιση μεταξύ των εξωτερικών διαβαθμίσεων και των συντελεστών στάθμισης κινδύνου θα πρέπει να έχει υψηλότερο επίπεδο λεπτομέρειας, προκειμένου να ευθυγραμμίζεται με τα διεθνή πρότυπα.

    (11)Οι περισσότερες επιχειρήσεις της ΕΕ, ωστόσο, δεν επιδιώκουν εξωτερικές πιστωτικές διαβαθμίσεις, κυρίως για λόγους κόστους. Για να αποφευχθούν δυσμενείς επιπτώσεις στη δυνατότητα τραπεζικού δανεισμού των μη διαβαθμισμένων επιχειρήσεων και να δοθεί αρκετός χρόνος για την ανάληψη δημόσιων ή ιδιωτικών πρωτοβουλιών με στόχο την αύξηση της κάλυψης των εξωτερικών πιστωτικών διαβαθμίσεων, είναι αναγκαίο να προβλεφθεί μεταβατική περίοδος για την επίτευξη της επιδιωκόμενης αύξησης στην κάλυψη. Κατά τη μεταβατική αυτή περίοδο, τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν προσεγγίσεις IRB θα πρέπει να μπορούν να εφαρμόζουν προνομιακή αντιμετώπιση κατά τον υπολογισμό του κατώτατου ορίου κεφαλαιακών απαιτήσεων για τα ανοίγματα επενδυτικής βαθμίδας έναντι μη διαβαθμισμένων επιχειρήσεων, ενώ θα πρέπει να αναληφθούν πρωτοβουλίες για την προώθηση εκτεταμένης χρήσης των πιστωτικών διαβαθμίσεων. Η εν λόγω μεταβατική ρύθμιση θα πρέπει να συνδυαστεί με έκθεση που θα εκπονηθεί από την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ). Μετά τη μεταβατική περίοδο, τα ιδρύματα θα μπορούν να ανατρέχουν σε πιστοληπτικές αξιολογήσεις από ΕΟΠΑ για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τα περισσότερα από τα ανοίγματά τους έναντι επιχειρήσεων. Με στόχο την τεκμηρίωση μελλοντικών πρωτοβουλιών σχετικά με την καθιέρωση δημόσιων ή ιδιωτικών συστημάτων διαβάθμισης, θα πρέπει να ανατεθεί στις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές (ΕΕΑ) να συντάξουν έκθεση σχετικά με τα εμπόδια που δυσχεραίνουν τη διαθεσιμότητα εξωτερικών πιστωτικών διαβαθμίσεων, ιδίως για τις επιχειρήσεις, και σχετικά με πιθανά μέτρα για την άρση αυτών των εμποδίων. Στο μεταξύ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι έτοιμη να παράσχει τεχνική υποστήριξη στα κράτη μέλη μέσω του μηχανισμού τεχνικής υποστήριξης που διαθέτει στον τομέα αυτό, π.χ. για τη διαμόρφωση στρατηγικών με στόχο την αύξηση της διείσδυσης των πιστωτικών διαβαθμίσεων στις μη εισηγμένες επιχειρήσεις τους ή τη διερεύνηση βέλτιστων πρακτικών σχετικά με τη σύσταση οντοτήτων που θα μπορούν να διενεργούν διαβαθμίσεις ή να παρέχουν σχετική καθοδήγηση στις επιχειρήσεις.

    (12)Για τα ανοίγματα που σχετίζονται με ακίνητα κατοικίας και εμπορικά ακίνητα, η Επιτροπή της Βασιλείας ανέπτυξε προσεγγίσεις που χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη ευαισθησία έναντι των κινδύνων προκειμένου να αποτυπώνονται πιο ικανοποιητικά τα διάφορα χρηματοδοτικά μοντέλα και στάδια κατασκευής.

    (13)Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009 ανέδειξε μια σειρά ανεπαρκειών της τρέχουσας τυποποιημένης αντιμετώπισης των ανοιγμάτων που σχετίζονται με ακίνητα. Τα πρότυπα Βασιλείας ΙΙΙ αντιμετωπίζουν αυτές τις ανεπάρκειες. Πράγματι, τα πρότυπα Βασιλείας III θεσπίζουν νέα υποκατηγορία στην κατηγορία των ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων για τα ανοίγματα που σχετίζονται με προσοδοφόρα ακίνητα («IPRE»), η οποία υπάγεται σε ειδική αντιμετώπιση στάθμισης κινδύνου προκειμένου να αποτυπωθεί με μεγαλύτερη ακρίβεια ο κίνδυνος που συνδέεται με τα εν λόγω ανοίγματα, αλλά και να βελτιωθεί η συνοχή με την αντιμετώπιση των IPRE στο πλαίσιο της προσέγγισης των εσωτερικών διαβαθμίσεων (IRBA) που αναφέρεται στο μέρος III τίτλος II κεφάλαιο 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

    (14)Για τα γενικά ανοίγματα που σχετίζονται με ακίνητα κατοικίας και εμπορικά ακίνητα, θα πρέπει να διατηρηθεί η προσέγγιση διαχωρισμού των δανείων στα άρθρα 124-126 του κανονισμού, καθώς η προσέγγιση αυτή είναι ευαίσθητη έναντι του είδους του πιστούχου και αποτυπώνει την επίδραση της εξασφάλισης μέσω ακινήτων στη μείωση του κινδύνου για τους εφαρμοζόμενους συντελεστές στάθμισης κινδύνου, ακόμη και στην περίπτωση υψηλών λόγων «δανείου προς αξία» (LTV). Ωστόσο, θα πρέπει να προσαρμοστεί η βαθμονόμησή της σύμφωνα με τα πρότυπα Βασιλείας ΙΙΙ καθώς διαπιστώθηκε ότι είναι υπέρ το δέον συντηρητική για τα ενυπόθηκα δάνεια με πολύ χαμηλούς λόγους LTV.

    (15)Για να διατηρηθεί για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα η επίδραση του κατώτατου ορίου κεφαλαιακών απαιτήσεων στον ενυπόθηκο δανεισμό επί ακινήτων κατοικίας χαμηλού κινδύνου από ιδρύματα που χρησιμοποιούν προσεγγίσεις IRB και, συνεπώς, να αποφευχθεί ενδεχόμενη διατάραξη της συγκεκριμένης κατηγορίας δανεισμού λόγω απότομων αυξήσεων στις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, είναι αναγκαίο να προβλεφθεί ειδική μεταβατική ρύθμιση. Για τη διάρκεια ισχύος της ρύθμισης, κατά τον υπολογισμό του κατώτατου ορίου κεφαλαιακών απαιτήσεων, τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν IRB θα πρέπει να μπορούν να εφαρμόζουν χαμηλότερο συντελεστή στάθμισης κινδύνου στο μέρος των σχετιζόμενων με υποθήκες επί ακινήτων κατοικίας ανοιγμάτων τους που θεωρείται εξασφαλισμένο με ακίνητο κατοικίας βάσει της αναθεωρημένης ΤΠ-ΠΚ. Για να διασφαλιστεί ότι η μεταβατική ρύθμιση είναι διαθέσιμη μόνο στα χαμηλού κινδύνου ανοίγματα που σχετίζονται με υποθήκες, θα πρέπει να θεσπιστούν κατάλληλα κριτήρια επιλεξιμότητας, με βάση τις καθιερωμένες έννοιες που χρησιμοποιούνται βάσει της ΤΠ-ΠΚ. Η συμμόρφωση με τα κριτήρια αυτά θα πρέπει να ελέγχεται από τις αρμόδιες αρχές. Επειδή οι αγορές ακινήτων κατοικίας μπορεί να παρουσιάζουν διαφορές μεταξύ των κρατών μελών, η απόφαση σχετικά με την ενεργοποίηση της μεταβατικής ρύθμισης θα πρέπει να επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του εκάστοτε κράτους μέλους. Η χρήση της μεταβατικής ρύθμισης θα πρέπει να παρακολουθείται από την ΕΑΤ.

    (16)Ως αποτέλεσμα της έλλειψης σαφήνειας και ευαισθησίας έναντι των κινδύνων της τρέχουσας αντιμετώπισης της κερδοσκοπικής χρηματοδότησης ακίνητης περιουσίας, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για τα εν λόγω ανοίγματα συχνά θεωρούνται σήμερα είτε υπερβολικά υψηλές είτε υπερβολικά χαμηλές. Αυτή η αντιμετώπιση θα πρέπει συνεπώς να αντικατασταθεί από ειδική αντιμετώπιση για τα ανοίγματα ADC, στα οποία περιλαμβάνονται δάνεια έναντι επιχειρήσεων ή φορέων ειδικού σκοπού που χρηματοδοτούν την αγορά γης για σκοπούς ανάπτυξης και κατασκευής, ή την ανάπτυξη και κατασκευή ακινήτων κατοικίας ή εμπορικών ακινήτων.

    (17)Είναι σημαντικό να περιοριστεί η επίδραση των προκυκλικών επιπτώσεων στην αποτίμηση αξίας ακινήτων που χρησιμοποιούνται ως εξασφαλίσεις δανείου και να διατηρηθεί η σταθερότητα των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τις υποθήκες. Συνεπώς, η αξία ακινήτου που αναγνωρίζεται για τους σκοπούς της προληπτικής εποπτείας δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τη μέση αξία συγκρίσιμου ακινήτου εκτιμώμενη επί μια επαρκώς μακρά περίοδο παρακολούθησης, εκτός εάν μετατροπές στο εν λόγω ακίνητο αυξάνουν αδιαμφισβήτητα την αξία του. Για να αποφευχθούν μη ηθελημένες επιπτώσεις στη λειτουργία των αγορών καλυμμένων ομολόγων, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιτρέπουν στα ιδρύματα να διενεργούν νέες αποτιμήσεις των ακινήτων σε τακτική βάση χωρίς να εφαρμόζουν τα όρια αυτά στις αυξήσεις τιμών. Οι μετατροπές που βελτιώνουν την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων και των οικιακών μονάδων θα πρέπει να θεωρείται ότι αυξάνουν την αξία τους.

    (18)Οι δραστηριότητες ειδικού δανεισμού ασκούνται με φορείς ειδικού σκοπού που συνήθως λειτουργούν ως δανειολήπτες, για τους οποίους η απόδοση της επένδυσης αποτελεί την πρωταρχική πηγή εξόφλησης της ληφθείσας χρηματοδότησης. Οι συμβατικές ρυθμίσεις του μοντέλου ειδικού δανεισμού παρέχουν στον δανειστή σημαντικό βαθμό ελέγχου επί των περιουσιακών στοιχείων και η πρωταρχική πηγή εξόφλησης της υποχρέωσης είναι τα έσοδα που παράγονται από τα χρηματοδοτούμενα περιουσιακά στοιχεία. Για να αντικατοπτρίζουν με μεγαλύτερη ακρίβεια τον συναφή κίνδυνο, οι εν λόγω συμβατικές ρυθμίσεις θα πρέπει, συνεπώς, να υπόκεινται σε ειδικές κεφαλαιακές απαιτήσεις για τον πιστωτικό κίνδυνο. Σε συμμόρφωση με τα διεθνώς συμφωνημένα πρότυπα Βασιλείας III για την απόδοση συντελεστών στάθμισης κινδύνου στα ανοίγματα ειδικού δανεισμού, θα πρέπει να θεσπιστεί αποκλειστική κατηγορία ειδικών ανοιγμάτων στο πλαίσιο της ΤΠ-ΠΚ, ώστε να ενισχυθεί η συνοχή με την ήδη υφιστάμενη ειδική αντιμετώπιση του ειδικού δανεισμού στο πλαίσιο των προσεγγίσεων IRB. Θα πρέπει να θεσπιστεί ειδική αντιμετώπιση για τα ανοίγματα ειδικού δανεισμού, που θα προβλέπει διάκριση μεταξύ της «χρηματοδότησης έργων», της «χρηματοδότησης για αγορά περιουσιακού στοιχείου» και της «χρηματοδότησης εμπορευμάτων» προκειμένου να αποτυπώνονται καλύτερα οι εγγενείς κίνδυνοι των συγκεκριμένων υποκατηγοριών της κατηγορίας ειδικών ανοιγμάτων. Όπως και με τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, θα πρέπει να εφαρμοστούν δύο προσεγγίσεις για την απόδοση συντελεστών στάθμισης κινδύνου, μία για τις δικαιοδοσίες που επιτρέπουν τη χρήση εξωτερικών διαβαθμίσεων για ρυθμιστικούς σκοπούς και μία για τις δικαιοδοσίες που δεν την επιτρέπουν.

    (19)Παρά το γεγονός ότι η νέα τυποποιημένη αντιμετώπιση για τα μη διαβαθμισμένα ανοίγματα ειδικού δανεισμού που ορίζεται στα πρότυπα Βασιλείας III χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερο βαθμό λεπτομέρειας έναντι της τρέχουσας τυποποιημένης προσέγγισης των ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων βάσει του παρόντος κανονισμού, η πρώτη από τις δύο δεν είναι επαρκώς ευαίσθητη έναντι των κινδύνων ώστε να αποτυπώνει τα αποτελέσματα των ολοκληρωμένων πακέτων εγγυήσεων και των ενεχύρων που συνήθως συνδέονται με τα συγκεκριμένα ανοίγματα στην Ένωση, επιτρέποντας στους δανειστές να ελέγχουν τις μελλοντικές χρηματορροές που αναμένεται να παραχθούν στη διάρκεια του κύκλου ζωής του έργου ή του στοιχείου ενεργητικού. Λόγω της ανεπαρκούς κάλυψης των ανοιγμάτων ειδικού δανεισμού από εξωτερικές διαβαθμίσεις στην Ένωση, η αντιμετώπιση που θεσπίζεται στα πρότυπα Βασιλείας III για τα μη διαβαθμισμένα ανοίγματα ειδικού δανεισμού μπορεί επίσης να ωθήσει τα ιδρύματα να διακόψουν τη χρηματοδότηση ορισμένων έργων ή να αναλάβουν μεγαλύτερους κινδύνους σε ανοίγματα που αντιμετωπίζονται κατά τα άλλα με παρόμοιο τρόπο αλλά έχουν διαφορετικά προφίλ κινδύνου. Ενώ τα ανοίγματα ειδικού δανεισμού χρηματοδοτούνται κυρίως από ιδρύματα που χρησιμοποιούν την προσέγγιση IRB και διαθέτουν εσωτερικά υποδείγματα για τα εν λόγω ανοίγματα, οι επιπτώσεις μπορεί να είναι ιδιαίτερα σημαντικές στην περίπτωση των ανοιγμάτων «χρηματοδότησης για αγορά περιουσιακού στοιχείου», που ενδέχεται να κινδυνεύουν με διακοπή των δραστηριοτήτων, στο ιδιαίτερο πλαίσιο της εφαρμογής του κατώτατου ορίου κεφαλαιακών απαιτήσεων. Για να αποφευχθούν μη ηθελημένες επιπτώσεις της έλλειψης ευαισθησίας έναντι των κινδύνων που χαρακτηρίζει την αντιμετώπιση, στο πλαίσιο της Βασιλείας, των μη διαβαθμισμένων ανοιγμάτων χρηματοδότησης για αγορά περιουσιακού στοιχείου, τα ανοίγματα χρηματοδότησης για αγορά περιουσιακού στοιχείου που συμμορφώνονται με δέσμη κριτηρίων η οποία μπορεί να βελτιώσει το προφίλ κινδύνου τους σε επίπεδα «υψηλής ποιότητας» στο πλαίσιο μιας συνετής και συντηρητικής διαχείρισης των σχετιζόμενων χρηματοπιστωτικών κινδύνων, θα πρέπει να επωφελούνται από μειωμένο συντελεστή στάθμισης κινδύνου. Η ΕΑΤ θα επιφορτιστεί με την εκπόνηση σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που θα καθορίζουν τις προϋποθέσεις για την απόδοση σε άνοιγμα χρηματοδότησης για αγορά περιουσιακού στοιχείου στην κατηγορία «υψηλής ποιότητας» ενός συντελεστή στάθμισης κινδύνου ανάλογου με τα ανοίγματα χρηματοδότησης έργων «υψηλής ποιότητας» στο πλαίσιο της ΤΠ-ΠΚ. Τα ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα σε δικαιοδοσίες που επιτρέπουν τη χρήση εξωτερικών διαβαθμίσεων θα πρέπει να αποδίδουν στα ανοίγματα ειδικού δανεισμού τους τούς συντελεστές στάθμισης κινδύνου που καθορίζονται μόνον από τις ειδικές επί του θέματος εξωτερικές διαβαθμίσεις, όπως προβλέπεται στο πλαίσιο Βασιλείας III.

    (20)Η ταξινόμηση των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής στο πλαίσιο της ΤΠ-ΠΚ και των προσεγγίσεων IRB θα πρέπει να ευθυγραμμιστεί έτι περαιτέρω προκειμένου να εξασφαλιστεί συνεπής εφαρμογή των αντίστοιχων συντελεστών στάθμισης κινδύνου στην ίδια δέσμη ανοιγμάτων. Σε συμμόρφωση με τα πρότυπα Βασιλείας III, θα πρέπει να θεσπιστούν κανόνες για διαφοροποιημένη αντιμετώπιση των ανακυκλούμενων ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής που πληρούν μια δέσμη προϋποθέσεων αποπληρωμής ή χρήσης που μπορεί να βελτιώσει το προφίλ κινδύνου τους. Τα ανοίγματα αυτά θα χαρακτηρίζονται ως ανοίγματα έναντι «συναλλασσομένων». Στα ανοίγματα έναντι ενός ή περισσότερων φυσικών προσώπων που δεν πληρούν όλες τις προϋποθέσεις για να θεωρηθούν ανοίγματα λιανικής τραπεζικής θα πρέπει να αποδίδεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 100 % στο πλαίσιο της ΤΠ-ΠΚ.

    (21)Τα πρότυπα Βασιλείας III θεσπίζουν συντελεστή μετατροπής 10 % για τις άνευ όρων ακυρώσιμες πιστοδοτήσεις (UCC) στην ΤΠ-ΠΚ. Αυτό είναι πιθανό να έχει σημαντικές επιπτώσεις στους πιστούχους που στηρίζονται στον ευέλικτο χαρακτήρα των UCC για τη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων τους όταν καλούνται να αντιμετωπίσουν εποχιακές διακυμάνσεις στις δραστηριότητές τους ή όταν διαχειρίζονται απρόβλεπτες βραχυπρόθεσμες αλλαγές στις ανάγκες κεφαλαίου κίνησης, ιδίως κατά την περίοδο ανάκαμψης από την πανδημία της COVID-19. Κρίνεται, ως εκ τούτου, σκόπιμο να προβλεφθεί μεταβατική περίοδος στη διάρκεια της οποίας τα ιδρύματα θα εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν μηδενικό συντελεστή μετατροπής στις UCC τους, και, ακολούθως, να αξιολογηθεί εάν δικαιολογείται ενδεχόμενη σταδιακή αύξηση των εφαρμοζόμενων συντελεστών μετατροπής προκειμένου να μπορέσουν τα ιδρύματα να προσαρμόσουν τις επιχειρησιακές πρακτικές και τα προϊόντα τους χωρίς να δημιουργηθούν προβλήματα στην πιστωτική διαθεσιμότητα προς τους πιστούχους των ιδρυμάτων. Η εν λόγω μεταβατική ρύθμιση θα πρέπει να συνδυαστεί με έκθεση που θα εκπονηθεί από την ΕΑΤ.

    (22)Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009 αποκάλυψε ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν χρησιμοποιήσει τις προσεγγίσεις IRB και σε χαρτοφυλάκια που δεν προσφέρονται για χρήση υποδειγμάτων λόγω ελλιπών δεδομένων, γεγονός που είχε δυσμενή επίδραση στην αξιοπιστία των αποτελεσμάτων και, συνεπώς, στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Είναι, επομένως, σκόπιμο να μην υποχρεώνονται τα ιδρύματα να χρησιμοποιούν τις προσεγγίσεις IRB για όλα τα ανοίγματά τους και να εφαρμόζουν την απαίτηση για σταδιακή επέκταση στο επίπεδο των κατηγοριών ανοιγμάτων. Είναι επίσης σκόπιμο να περιοριστεί η χρήση των προσεγγίσεων IRB για τις κατηγορίες ανοιγμάτων στις οποίες η άρτια ανάπτυξη υποδειγμάτων ενέχει μεγαλύτερες δυσκολίες προκειμένου να αυξηθεί η συγκρισιμότητα και η αρτιότητα των κεφαλαιακών απαιτήσεων για πιστωτικό κίνδυνο στο πλαίσιο των προσεγγίσεων IRB.

    (23)Τα ανοίγματα των ιδρυμάτων έναντι άλλων ιδρυμάτων, άλλων οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα και μεγάλων επιχειρήσεων καταγράφουν συνήθως χαμηλά επίπεδα αθέτησης. Για τα εν λόγω χαρτοφυλάκια χαμηλού κινδύνου αθέτησης, έχει διαπιστωθεί ότι είναι δύσκολο για τα ιδρύματα να επιτύχουν αξιόπιστες εκτιμήσεις μιας βασικής παραμέτρου κινδύνου της προσέγγισης IRB, της ζημίας σε περίπτωση αθέτησης (LGD), λόγω του ανεπαρκούς αριθμού αθετήσεων που παρατηρούνται στα εν λόγω χαρτοφυλάκια. Η δυσκολία αυτή είχε ως αποτέλεσμα ανεπιθύμητο επίπεδο διασποράς μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων στο επίπεδο του εκτιμώμενου κινδύνου. Τα ιδρύματα θα πρέπει συνεπώς να χρησιμοποιούν τις κανονιστικές τιμές LGD αντί των εσωτερικών εκτιμήσεων LGD για τα εν λόγω χαρτοφυλάκια χαμηλής αθέτησης.

    (24)Τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικά υποδείγματα για την εκτίμηση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για πιστωτικό κίνδυνο όσον αφορά τα ανοίγματα σε μετοχές βασίζουν συνήθως την εκτίμηση κινδύνου τους στα δημόσια διαθέσιμα δεδομένα, στα οποία υποτίθεται ότι όλα τα ιδρύματα έχουν την ίδια πρόσβαση. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν δικαιολογούνται διαφορές στις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων. Επιπροσθέτως, τα ανοίγματα σε μετοχές στο τραπεζικό χαρτοφυλάκιο αποτελούν ένα πολύ μικρό μέρος του ισολογισμού των ιδρυμάτων. Ως εκ τούτου, προκειμένου να βελτιωθεί η συγκρισιμότητα των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων των ιδρυμάτων και να απλουστευθεί το κανονιστικό πλαίσιο, τα ιδρύματα θα πρέπει να υπολογίζουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων τους για πιστωτικό κίνδυνο ανοιγμάτων σε μετοχές χρησιμοποιώντας την ΤΠ-ΠΚ, ενώ δεν θα πρέπει να επιτρέπεται η χρήση της προσέγγισης IRB για τον σκοπό αυτό.

    (25)Θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι οι εκτιμήσεις της πιθανότητας αθέτησης (PD), της ζημίας σε περίπτωση αθέτησης (LGD) και των συντελεστών μετατροπής (CCF) των μεμονωμένων ανοιγμάτων των ιδρυμάτων που επιτρέπεται να χρησιμοποιούν εσωτερικά υποδείγματα για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για πιστωτικό κίνδυνο δεν θα καταλήγουν σε μη ενδεδειγμένα χαμηλά επίπεδα. Είναι συνεπώς σκόπιμο να θεσπιστούν ελάχιστες τιμές για τις εσωτερικές εκτιμήσεις και να υποχρεωθούν τα ιδρύματα να χρησιμοποιούν την υψηλότερη από τις εσωτερικές εκτιμήσεις των παραμέτρων κινδύνου και τις ελάχιστες αυτές τιμές. Αυτές οι «κατώτατες τιμές» παραμέτρων κινδύνου θα πρέπει να λειτουργούν ως διασφάλιση ότι οι κεφαλαιακές απαιτήσεις δεν θα βρεθούν κάτω από συνετά επίπεδα. Επιπροσθέτως, θα πρέπει να περιορίζουν τον κίνδυνο του υποδείγματος που εξαρτάται από παράγοντες όπως οι εσφαλμένες προδιαγραφές του υποδείγματος, τα σφάλματα μέτρησης και οι περιορισμοί των δεδομένων. Θα βελτιώσουν επίσης τη συγκρισιμότητα των δεικτών κεφαλαίου μεταξύ των ιδρυμάτων. Για να επιτευχθούν τα ανωτέρω αποτελέσματα, η βαθμονόμηση των κατώτατων τιμών παραμέτρων κινδύνου θα πρέπει να είναι αρκούντως συντηρητική.

    (26)Η υπερβολικά συντηρητική βαθμονόμηση των κατώτατων τιμών παραμέτρων κινδύνου μπορεί πράγματι να αποθαρρύνει τα ιδρύματα από την υιοθέτηση των προσεγγίσεων IRB και των σχετικών προτύπων διαχείρισης κινδύνου. Τα ιδρύματα μπορεί επίσης να παρακινηθούν σε μετακίνηση των χαρτοφυλακίων τους σε ανοίγματα υψηλότερου κινδύνου με στόχο την αποφυγή του περιορισμού που επιβάλλουν οι κατώτατες τιμές παραμέτρων κινδύνου. Για να αποφευχθούν αυτές οι μη ηθελημένες επιπτώσεις, οι κατώτατες τιμές παραμέτρων κινδύνου θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν ορθά ορισμένα χαρακτηριστικά κινδύνου των υποκείμενων ανοιγμάτων, συγκεκριμένα χρησιμοποιώντας διαφορετικές τιμές για διαφορετικά είδη ανοιγμάτων, κατά περίπτωση.

    (27)Τα ανοίγματα ειδικού δανεισμού έχουν χαρακτηριστικά κινδύνου που διαφέρουν από τα γενικά ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων. Κρίνεται συνεπώς σκόπιμο να προβλεφθεί μεταβατική περίοδος στη διάρκεια της οποίας εφαρμόζεται μειωμένη κατώτατη τιμή LGD στα ανοίγματα ειδικού δανεισμού.

    (28)Σε συμφωνία με τα πρότυπα Βασιλείας III, η αντιμετώπιση IRB για την κατηγορία των κρατικών ανοιγμάτων θα πρέπει να παραμείνει εν πολλοίς ως έχει, λόγω του ειδικού χαρακτήρα και των κινδύνων που συνδέονται με τους υποκείμενους πιστούχους. Ειδικότερα, τα κρατικά ανοίγματα δεν θα πρέπει να υπόκεινται σε κατώτατες τιμές παραμέτρων κινδύνου.

    (29)Για να διασφαλιστεί μια συνεκτική προσέγγιση για όλα τα ανοίγματα έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών (ΠΚΤΑ) και έναντι οντοτήτων του δημόσιου τομέα (ΟΔΤ), θα πρέπει να δημιουργηθεί νέα κατηγορία ανοιγμάτων, διακριτή από τις κατηγορίες τόσο των κρατικών ανοιγμάτων όσο και των ανοιγμάτων έναντι ιδρυμάτων, τα οποία θα πρέπει να υπόκεινται όλα στις κατώτατες τιμές παραμέτρων κινδύνου που ορίζονται από τους νέους κανόνες.

    (30)Θα πρέπει να αποσαφηνιστεί πώς μπορεί να αναγνωριστεί η επίδραση μιας εγγύησης για ένα καλυπτόμενο από εγγύηση άνοιγμα όταν το υποκείμενο άνοιγμα αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο της προσέγγισης IRB βάσει της οποίας επιτρέπεται η ανάπτυξη υποδείγματος για την PD και την LGD, αλλά ο εγγυητής εμπίπτει σε είδος ανοιγμάτων για το οποίο δεν επιτρέπεται η ανάπτυξη υποδείγματος για την LGD, ή η προσέγγιση IRB. Συγκεκριμένα, η χρήση της προσέγγισης υποκατάστασης, βάσει της οποίας οι παράμετροι κινδύνου των υποκείμενων ανοιγμάτων υποκαθίστανται από τις παραμέτρους κινδύνου του εγγυητή, ή μιας μεθόδου βάσει της οποίας η PD ή η LGD του υποκείμενου πιστούχου προσαρμόζονται χρησιμοποιώντας ειδική προσέγγιση ανάπτυξης υποδειγμάτων προκειμένου να ληφθεί υπόψη η επίδραση της εγγύησης, δεν θα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα προσαρμοσμένο συντελεστή στάθμισης κινδύνου που είναι χαμηλότερος από τον συντελεστή στάθμισης κινδύνου ο οποίος εφαρμόζεται σε συγκρίσιμο άμεσο άνοιγμα έναντι του εγγυητή. Συνεπώς, όταν ο εγγυητής αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο της ΤΠ-ΠΚ, η αναγνώριση της εγγύησης βάσει της προσέγγισης IRB θα πρέπει να καταλήγει στην απόδοση του συντελεστή στάθμισης κινδύνου του εγγυητή βάσει της ΤΠ-ΠΚ στο άνοιγμα που καλύπτεται από την εγγύηση.

    (31)Ο κανονισμός (ΕΕ) 2019/876 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 50 τροποποίησε τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ 575/2013 προκειμένου να εφαρμοστούν τα τελικά πρότυπα FRTB αποκλειστικά για σκοπούς υποβολής στοιχείων. Η θέσπιση υποχρεωτικών κεφαλαιακών απαιτήσεων με βάση τα εν λόγω πρότυπα θα αποτελέσει αντικείμενο χωριστής συνήθους νομοθετικής πρωτοβουλίας, μετά από εκτίμηση των επιπτώσεών τους για τις τράπεζες της Ένωσης.

    (32)Για να ολοκληρωθεί το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που τέθηκε σε εφαρμογή μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009 και να αντιμετωπιστούν οι ανεπάρκειες του τρέχοντος πλαισίου για τον κίνδυνο αγοράς, θα πρέπει να εφαρμοστούν στο ενωσιακό δίκαιο δεσμευτικές κεφαλαιακές απαιτήσεις για κίνδυνο αγοράς βάσει των τελικών προτύπων FRTB. Πρόσφατες εκτιμήσεις των επιπτώσεων των τελικών προτύπων FRTB στις τράπεζες της Ένωσης έδειξαν ότι η εφαρμογή των εν λόγω προτύπων στην Ένωση θα προκαλέσει μεγάλη αύξηση στις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς για ορισμένες δραστηριότητες διαπραγμάτευσης και ειδικής διαπραγμάτευσης που είναι σημαντικές για την οικονομία της ΕΕ. Για να αμβλυνθούν οι επιπτώσεις και να διαφυλαχθεί η ομαλή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών στην Ένωση, θα πρέπει να προβλεφθούν στοχευμένες προσαρμογές στη μεταφορά των τελικών προτύπων FRTB στο ενωσιακό δίκαιο.

    (33)Όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) 2019/876, η Επιτροπή θα πρέπει να λάβει υπόψη την αρχή της αναλογικότητας στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον κίνδυνο αγοράς για τα ιδρύματα με χαρτοφυλάκιο συναλλαγών μεσαίου μεγέθους, και να προχωρήσει αναλόγως σε βαθμονόμηση των εν λόγω απαιτήσεων. Συνεπώς, τα ιδρύματα με χαρτοφυλάκια συναλλαγών μεσαίου μεγέθους θα πρέπει να μπορούν να χρησιμοποιούν μια απλουστευμένη τυποποιημένη προσέγγιση για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς, σε συμφωνία με τα διεθνώς συμφωνηθέντα πρότυπα. Επιπλέον, τα κριτήρια επιλεξιμότητας για τον καθορισμό των ιδρυμάτων με χαρτοφυλάκια συναλλαγών μεσαίου μεγέθους θα πρέπει να παραμείνουν συνεπή με τα κριτήρια που θεσπίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2019/876 για εξαίρεση αυτών των ιδρυμάτων από τις υποχρεώσεις υποβολής αναφορών στο πλαίσιο της FRTB που θεσπίζονται στον ίδιο κανονισμό.

    (34)Οι δραστηριότητες διαπραγμάτευσης των ιδρυμάτων στις αγορές χονδρικής μπορούν εύκολα να ασκούνται σε διασυνοριακό επίπεδο, μεταξύ άλλων ανάμεσα σε κράτη μέλη και τρίτες χώρες. Η εφαρμογή των τελικών προτύπων FRTB θα πρέπει συνεπώς να συγκλίνει κατά το δυνατόν μεταξύ των διαφόρων δικαιοδοσιών, τόσο ως προς την ουσία όσο και ως προς τους χρόνους. Αν δεν συνέβαινε αυτό, θα ήταν αδύνατο να επιτευχθούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού σε διεθνές επίπεδο για τις εν λόγω δραστηριότητες. Η Επιτροπή θα πρέπει συνεπώς να παρακολουθεί την εφαρμογή αυτών των προτύπων στις άλλες δικαιοδοσίες που είναι μέλη της BCBS και, όπου είναι αναγκαίο, να λαμβάνει μέτρα για την αντιμετώπιση πιθανών στρεβλώσεων των εν λόγω κανόνων.

    (35)Η BCBS αναθεώρησε το διεθνές πρότυπο για τον λειτουργικό κίνδυνο προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι αδυναμίες που διαπιστώθηκαν στο απόηχο της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008-2009. Πέραν της έλλειψης ευαισθησίας έναντι των κινδύνων που παρατηρήθηκε στις τυποποιημένες προσεγγίσεις, διαπιστώθηκε έλλειψη συγκρισιμότητας που οφείλεται στο ευρύ φάσμα των πρακτικών ανάπτυξης εσωτερικών υποδειγμάτων στο πλαίσιο της εξελιγμένης προσέγγισης μέτρησης. Ως εκ τούτου, και με στόχο την απλούστευση του πλαισίου για τον λειτουργικό κίνδυνο, όλες οι υφιστάμενες προσεγγίσεις για την εκτίμηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον λειτουργικό κίνδυνο αντικαταστάθηκαν με ενιαία μέθοδο που δεν βασίζεται σε υποδείγματα. Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 θα πρέπει να ευθυγραμμιστεί με τα αναθεωρημένα πρότυπα Βασιλείας προκειμένου να επιτευχθούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού για τα ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στην Ένωση αλλά δραστηριοποιούνται και εκτός της Ένωσης, και να διασφαλιστεί ότι το πλαίσιο για τον λειτουργικό κίνδυνο σε ενωσιακό επίπεδο παραμένει αποτελεσματικό.

    (36)Η νέα τυποποιημένη προσέγγιση για τον λειτουργικό κίνδυνο που θεσπίστηκε από την BCBS συνδυάζει έναν δείκτη που βασίζεται στον όγκο των δραστηριοτήτων ενός ιδρύματος με δείκτη που λαμβάνει υπόψη το ιστορικό ζημιών του εν λόγω ιδρύματος. Τα αναθεωρημένα πρότυπα Βασιλείας προβλέπουν δυνατότητες άσκησης διακριτικής ευχέρειας όσον αφορά τον τρόπο εφαρμογής του δείκτη που λαμβάνει υπόψη το ιστορικό ζημιών ενός ιδρύματος. Οι δικαιοδοσίες δύνανται να παραβλέπουν το ιστορικό ζημιών για τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης για τον λειτουργικό κίνδυνο για όλα τα συναφή ιδρύματα, ή να λαμβάνουν υπόψη τα δεδομένα ιστορικού ζημιών ακόμη και για ιδρύματα με όγκο δραστηριοτήτων κάτω από ένα ορισμένο ύψος. Για να επιτευχθούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού στο εσωτερικό της Ένωσης και να απλουστευθεί ο υπολογισμός της κεφαλαιακής απαίτησης για τον λειτουργικό κίνδυνο, οι εν λόγω δυνατότητες άσκησης διακριτικής ευχέρειας ασκούνται με εναρμονισμένο τρόπο για τις ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα δεδομένα ιστορικού ζημιών εκμετάλλευσης για όλα τα ιδρύματα.

    (37)Πληροφορίες σχετικά με το ποσό και την ποιότητα των εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και των ανοιγμάτων με ανοχή, καθώς και ανάλυση χρονολογικής ωρίμανσης των ανοιγμάτων σε λογιστική υπερημερία θα πρέπει επίσης να δημοσιοποιούνται από τα μικρά και μη πολύπλοκα ιδρύματα και τα λοιπά μη εισηγμένα πιστωτικά ιδρύματα. Αυτή η υποχρέωση δημοσιοποίησης δεν δημιουργεί πρόσθετη επιβάρυνση στα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα, καθώς η δημοσιοποίηση αυτού του περιορισμένου συνόλου πληροφοριών έχει ήδη εφαρμοστεί από την ΕΑΤ βάσει του σχεδίου δράσης για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) 51 του 2017, το οποίο καλούσε την ΕΑΤ να εφαρμόσει ενισχυμένες απαιτήσεις δημοσιοποίησης σχετικά με την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια για όλα τα πιστωτικά ιδρύματα. Αυτό συνάδει επίσης απολύτως με την ανακοίνωση για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων μετά την πανδημία COVID-19 52 .

    (38)Είναι αναγκαίο να μειωθεί η επιβάρυνση συμμόρφωσης για τους σκοπούς της δημοσιοποίησης και να βελτιωθεί η συγκρισιμότητα των δημοσιοποιήσεων. Η ΕΑΤ θα πρέπει, συνεπώς, να δημιουργήσει κεντρική πλατφόρμα μέσω διαδικτύου για τη δημοσιοποίηση των πληροφοριών και των δεδομένων που υποβάλλονται από τα ιδρύματα. Αυτή η κεντρική διαδικτυακή πλατφόρμα θα πρέπει να λειτουργεί ως ενιαίο σημείο πρόσβασης για τις δημοσιοποιήσεις των ιδρυμάτων, ενώ η κυριότητα των πληροφοριών και των δεδομένων και η ευθύνη για την ορθότητά τους θα πρέπει να παραμένουν στα ιδρύματα που τις υποβάλλουν. Η κεντρική δημοσίευση των δημοσιοποιούμενων πληροφοριών θα πρέπει να συνάδει πλήρως με το σχέδιο δράσης για την Ένωση Κεφαλαιαγορών και αποτελεί ένα ακόμη βήμα στην κατεύθυνση της ανάπτυξης ενιαίου σημείου πρόσβασης στην ΕΕ για τα χρηματοοικονομικά στοιχεία και τα στοιχεία που αφορούν τις βιώσιμες επενδύσεις των επιχειρήσεων.

    (39)Για να επιτευχθεί μεγαλύτερος βαθμός ολοκλήρωσης των υποβαλλόμενων εποπτικών αναφορών και δημοσιοποιήσεων, η ΕΑΤ θα πρέπει να δημοσιεύει σε κεντρικό επίπεδο τις δημοσιοποιήσεις των ιδρυμάτων, σεβόμενη παράλληλα το δικαίωμα όλων των ιδρυμάτων να δημοσιεύουν και εκείνα δεδομένα και πληροφορίες. Η εν λόγω κεντρική διαχείριση των δημοσιοποιήσεων θα παράσχει στην ΕΑΤ τη δυνατότητα να δημοσιεύει τις δημοσιοποιήσεις των μικρών και μη πολύπλοκων ιδρυμάτων, με βάση τις πληροφορίες που υποβάλλουν τα εν λόγω ιδρύματα στις αρμόδιες αρχές και αναμένεται, ως εκ τούτου, να περιορίσει δραστικά τη διοικητική επιβάρυνση των εν λόγω μικρών και μη πολύπλοκων ιδρυμάτων. Εξάλλου, η κεντρική διαχείριση των δημοσιοποιήσεων δεν αναμένεται να έχει κόστος για τα άλλα ιδρύματα, ενώ προσδοκάται ότι θα αυξήσει τη διαφάνεια και θα μειώσει το κόστος πρόσβασης των συμμετεχόντων στην αγορά στις πληροφορίες προληπτικής εποπτείας. Η αυξημένη αυτή διαφάνεια προσδοκάται ότι θα διευκολύνει τη συγκρισιμότητα των δεδομένων για τα ιδρύματα και θα προαγάγει την πειθαρχία της αγοράς.

    (40)Για να επιτευχθεί σύγκλιση σε επίπεδο Ένωσης και ενιαία αντίληψη για τους περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς και σχετικούς με τη διακυβέρνηση (ΠΚΔ) παράγοντες και κινδύνους, θα πρέπει να θεσπιστούν γενικοί ορισμοί. Η έκθεση στους κινδύνους ΠΚΔ δεν είναι κατ’ ανάγκη αναλογική προς το μέγεθος και την πολυπλοκότητα ενός ιδρύματος. Το επίπεδο των ανοιγμάτων ανά την Ένωση είναι επίσης αρκετά ανομοιογενές, καθώς σε ορισμένες χώρες παρατηρούνται δυνητικά ήπιες επιπτώσεις από τη μετάβαση ενώ άλλες καταγράφουν δυνητικά σοβαρές επιπτώσεις από τη μετάβαση όσον αφορά τα ανοίγματα που σχετίζονται με δραστηριότητες οι οποίες έχουν σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στο περιβάλλον. Οι προϋποθέσεις διαφάνειας στις οποίες υπόκεινται τα ιδρύματα και οι απαιτήσεις υποβολής αναφορών που θεσπίζονται σε άλλες ισχύουσες νομοθετικές πράξεις της Ένωσης θα συμβάλουν στη διαθεσιμότητα λεπτομερέστερων δεδομένων σε λίγα χρόνια. Ωστόσο, για να αξιολογηθούν ορθώς οι κίνδυνοι ΠΚΔ που ενδέχεται να αντιμετωπίζουν τα ιδρύματα, είναι επιτακτική ανάγκη να υποβάλλονται στις αγορές και τις εποπτικές αρχές επαρκή δεδομένα από όλες τις οντότητες που είναι εκτεθειμένες στους εν λόγω κινδύνους, ανεξαρτήτως του μεγέθους τους. Για να διασφαλιστεί ότι οι αρμόδιες αρχές θα έχουν στη διάθεσή τους λεπτομερή, ολοκληρωμένα και συγκρίσιμα δεδομένα για την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας, οι πληροφορίες σχετικά με την έκθεση στους κινδύνους ΠΚΔ θα πρέπει να περιλαμβάνονται στις εποπτικές αναφορές που υποβάλλουν τα ιδρύματα. Το εύρος και το επίπεδο λεπτομέρειας των πληροφοριών θα πρέπει να συνάδουν με την αρχή της αναλογικότητας, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των ιδρυμάτων.

    (41)Καθώς η μετάβαση της οικονομίας της Ένωσης προς ένα βιώσιμο οικονομικό μοντέλο αποκτά δυναμική, οι κίνδυνοι βιωσιμότητας γίνονται όλο και πιο εμφανείς και θα απαιτηθεί πιθανώς να μελετηθούν περισσότερο. Είναι, συνεπώς, αναγκαίο να επισπευσθεί κατά 2 έτη η εντολή της ΕΑΤ για αξιολόγηση και υποβολή έκθεσης σχετικά με το κατά πόσο θα ήταν δικαιολογημένη μια ειδική προληπτική αντιμετώπιση των ανοιγμάτων που σχετίζονται με περιουσιακά στοιχεία ή δραστηριότητες που συνδέονται ουσιαστικά με περιβαλλοντικούς ή κοινωνικούς στόχους.

    (42)Είναι ουσιαστικής σημασίας για τις εποπτικές αρχές να διαθέτουν τις αναγκαίες εξουσίες για την εκτίμηση και μέτρηση με ολοκληρωμένο τρόπο των κινδύνων στους οποίους είναι εκτεθειμένος ένας τραπεζικός όμιλος σε ενοποιημένο επίπεδο και να έχουν την ευελιξία να προσαρμόζουν την εποπτική προσέγγισή τους σε νέες πηγές κινδύνων. Είναι σημαντικό να αποφευχθούν τα κενά μεταξύ της εποπτικής και της λογιστικής ενοποίησης ώστε να αποτρέπονται συναλλαγές με στόχο τη μετακίνηση περιουσιακών στοιχείων εκτός του πεδίου της εποπτικής ενοποίησης, παρά το γεγονός ότι εξακολουθούν να υπάρχουν κίνδυνοι στον τραπεζικό όμιλο. Η έλλειψη συνέπειας στον ορισμό των εννοιών «μητρική επιχείρηση», «θυγατρική» και «έλεγχος», και η έλλειψη σαφήνειας στον ορισμό της «επιχείρησης παροχής επικουρικών υπηρεσιών», της «χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών» και του «χρηματοδοτικού ιδρύματος» δυσχεραίνει τη συνεκτική εφαρμογή των υφιστάμενων κανόνων στην Ένωση καθώς και τον εντοπισμό και την ενδεδειγμένη αντιμετώπιση των κινδύνων σε ενοποιημένο επίπεδο από τις εποπτικές αρχές. Οι ορισμοί αυτοί θα πρέπει συνεπώς να τροποποιηθούν και να αποσαφηνιστούν. Επιπροσθέτως, κρίνεται ενδεδειγμένο να διερευνηθεί περαιτέρω από την ΕΑΤ εάν οι εν λόγω εξουσίες των εποπτικών αρχών μπορεί να υπόκεινται σε αθέλητους περιορισμούς λόγω ανακολουθιών ή κενών που εξακολουθούν να υφίστανται στις κανονιστικές διατάξεις ή στην αλληλεπίδρασή τους με το εφαρμοστέο λογιστικό πλαίσιο.

    (43)Η έλλειψη σαφήνειας σε ορισμένες πτυχές του πλαισίου κατώτατων ορίων για τις ελάχιστες περικοπές αξίας για τις συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων (SFT), που εκπονήθηκε από την BCBS το 2017 στο πλαίσιο των τελικών μεταρρυθμίσεων Βασιλείας III, καθώς και οι επιφυλάξεις σχετικά με την οικονομική ευστάθεια της εφαρμογής του πλαισίου σε ορισμένα είδη SFT εγείρουν το ερώτημα εάν οι στόχοι προληπτικής εποπτείας του εν λόγω πλαισίου μπορούν να επιτευχθούν χωρίς ανεπιθύμητες συνέπειες. Η Επιτροπή θα πρέπει συνεπώς να επανεκτιμήσει την εφαρμογή του πλαισίου κατώτατων ορίων για τις ελάχιστες περικοπές αξίας για τις SFT στο ενωσιακό δίκαιο έως τις [Υπηρεσία Εκδόσεων: να προστεθεί η ημερομηνία = 24 μήνες μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού]. Για να διατεθούν στην Επιτροπή επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, η ΕΑΤ, σε στενή συνεργασία με την ΕΑΚΑΑ, θα πρέπει να υποβάλει έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με τις επιπτώσεις του εν λόγω πλαισίου, και σχετικά με την καταλληλότερη προσέγγιση για την εφαρμογή του στο ενωσιακό δίκαιο.

    (44)Η Επιτροπή θα πρέπει να μεταφέρει στο ενωσιακό δίκαιο τα αναθεωρημένα πρότυπα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για τους κινδύνους CVA, που δημοσιεύθηκαν από την BCBS τον Ιούλιο 2020, καθώς τα εν λόγω πρότυπα βελτιώνουν συνολικά τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA αντιμετωπίζοντας αρκετά προβλήματα που είχαν παρατηρηθεί στο παρελθόν, και κυρίως το γεγονός ότι το υφιστάμενο πλαίσιο κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον κίνδυνο CVA δεν αποτυπώνει ορθά τον κίνδυνο CVA.

    (45)Κατά την εφαρμογή των αρχικών μεταρρυθμίσεων Βασιλείας III στο ενωσιακό δίκαιο μέσω του ΚΚΑ, ορισμένες συναλλαγές εξαιρέθηκαν από τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον κίνδυνο CVA. Οι εξαιρέσεις αυτές συμφωνήθηκαν με στόχο την αποφυγή μιας δυνητικά υπερβολικής αύξησης του κόστους ορισμένων συναλλαγών παραγώγων ως αποτέλεσμα της θέσπισης της κεφαλαιακής απαίτησης για τον κίνδυνο CVA, ιδίως όταν οι τράπεζες δεν ήταν σε θέση να μειώσουν τον κίνδυνο CVA ορισμένων πελατών που δεν μπορούσαν να προχωρήσουν σε ανταλλαγή εξασφαλίσεων. Σύμφωνα με τις εκτιμώμενες επιπτώσεις που υπολογίστηκαν από την ΕΑΤ, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για τον κίνδυνο CVA βάσει των αναθεωρημένων προτύπων της Βασιλείας θα παρέμεναν αδικαιολόγητα υψηλές για τις εξαιρούμενες συναλλαγές με τους εν λόγω πελάτες. Για να εξασφαλιστεί ότι οι πελάτες των τραπεζών θα εξακολουθήσουν να αντισταθμίζουν τους χρηματοπιστωτικούς κινδύνους τους μέσω συναλλαγών παραγώγων, οι εξαιρέσεις θα πρέπει να διατηρηθούν κατά την εφαρμογή των αναθεωρημένων προτύπων Βασιλείας.

    (46)Ωστόσο, ο πραγματικός κίνδυνος CVA των εξαιρούμενων συναλλαγών μπορεί να αποτελέσει πηγή σημαντικού κινδύνου για τις τράπεζες που εφαρμόζουν τις εν λόγω εξαιρέσεις· αν οι κίνδυνοι αυτοί όντως προκύψουν, οι τράπεζες αυτές ενδέχεται να υποστούν σημαντικές ζημίες. Όπως υπογράμμισε η ΕΑΤ στην έκθεσή της σχετικά με τον κίνδυνο CVA τον Φεβρουάριο 2015, οι κίνδυνοι CVA από τις εξαιρούμενες συναλλαγές εγείρουν ανησυχίες όσον αφορά την προληπτική εποπτεία οι οποίες δεν αντιμετωπίζονται από τον ΚΚΑ. Για να βοηθηθούν οι εποπτικές αρχές στην παρακολούθηση του κινδύνου CVA που προκύπτει από τις εξαιρούμενες συναλλαγές, τα ιδρύματα θα πρέπει να αναφέρουν τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τους κινδύνους CVA των εξαιρούμενων συναλλαγών όπως θα όφειλαν εάν οι εν λόγω συναλλαγές δεν είχαν εξαιρεθεί. Επιπλέον, η ΕΑΤ θα πρέπει να εκπονήσει κατευθυντήριες γραμμές για να βοηθηθούν οι εποπτικές αρχές στον εντοπισμό περιπτώσεων υπερβολικού κινδύνου CVA και στην περαιτέρω εναρμόνιση των εποπτικών ενεργειών στον τομέα αυτό σε ολόκληρη την ΕΕ.

    (47)Επομένως, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

    ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

    Άρθρο 1

    Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

    Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 τροποποιείται ως εξής:

    1)στο άρθρο 4, η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

    α)τα σημεία 15 και 16 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «15) ως “μητρική επιχείρηση” νοείται η επιχείρηση η οποία ελέγχει, κατά την έννοια του σημείου 37, μία ή περισσότερες επιχειρήσεις·

    16) ως “θυγατρική” νοείται η επιχείρηση η οποία ελέγχεται, κατά την έννοια του σημείου 37, από άλλη επιχείρηση·»·

    β)το σημείο 18 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «18) ως “επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών” νοείται η επιχείρηση της οποίας η κύρια δραστηριότητα, είτε παρέχεται σε επιχειρήσεις εντός του ομίλου είτε σε πελάτες εκτός του ομίλου, συνίσταται, κατά την αρμόδια αρχή, σε ένα από τα κατωτέρω:

    α)δευτερεύουσες υπηρεσίες του τραπεζικού τομέα,

    β)λειτουργική μίσθωση, πρακτόρευση, διαχείριση αμοιβαίων κεφαλαίων, κατοχή ή διαχείριση περιουσίας, παροχή υπηρεσιών επεξεργασίας δεδομένων ή άλλη επικουρική δραστηριότητα του τραπεζικού τομέα,

    γ)άλλη δραστηριότητα η οποία θεωρείται από την ΕΑΤ παρεμφερής με τις αναφερόμενες στα στοιχεία α) και β)·»·

    γ)το σημείο 20 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «20) ως “χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών” νοείται η επιχείρηση η οποία πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)η επιχείρηση είναι χρηματοδοτικό ίδρυμα·

    β)η επιχείρηση δεν είναι μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών·

    γ)τουλάχιστον μια θυγατρική της εν λόγω επιχείρησης είναι ίδρυμα·

    δ)πάνω από το 50 % οποιουδήποτε από τους κάτωθι δείκτες συνδέεται, σε σταθερή βάση, με θυγατρικές που είναι ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, και με δραστηριότητες που ασκούνται από την ίδια την εταιρεία και δεν σχετίζονται με την απόκτηση ή την κατοχή συμμετοχών σε θυγατρικές όταν οι εν λόγω δραστηριότητες είναι της ίδιας φύσεως με τις δραστηριότητες που ασκούνται από ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα:

    i)το μετοχικό κεφάλαιο της επιχείρησης βάσει της ενοποιημένης κατάστασής της·

    ii)τα στοιχεία του ενεργητικού της επιχείρησης βάσει της ενοποιημένης κατάστασής της·

    iii)τα έσοδα της επιχείρησης βάσει της ενοποιημένης κατάστασής της·

    iv)το προσωπικό της επιχείρησης βάσει της ενοποιημένης κατάστασής της·

    v)άλλος δείκτης που θεωρείται συναφής από την αρμόδια αρχή·»·

    δ)παρεμβάλλεται το ακόλουθο σημείο 20α):

    «20α) ως “επενδυτική εταιρεία συμμετοχών” νοείται η επενδυτική εταιρεία συμμετοχών όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 23) του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 53 ·

    ε)το σημείο 26 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «26) ως “χρηματοδοτικό ίδρυμα” νοείται η επιχείρηση η οποία πληροί αμφότερες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)η επιχείρηση δεν είναι ίδρυμα, αμιγώς βιομηχανική εταιρεία χαρτοφυλακίου, ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μικτής δραστηριότητας όπως ορίζεται στο άρθρο 212 παράγραφος 1 στοιχεία στ) και ζ) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ·

    β)η επιχείρηση πληροί οποιαδήποτε από τις εξής προϋποθέσεις:

    i)η κύρια δραστηριότητα της επιχείρησης συνίσταται στην απόκτηση ή κατοχή συμμετοχών ή στην άσκηση μίας ή περισσότερων από τις δραστηριότητες που παρατίθενται στα σημεία 2 έως 12 και στο σημείο 15 του παραρτήματος I της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, ή στην παροχή ή άσκηση μίας ή περισσότερων από τις υπηρεσίες ή δραστηριότητες που παρατίθενται στο παράρτημα Ι τμήμα Α ή Β της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 54 σχετικά με τα χρηματοπιστωτικά μέσα που απαριθμούνται στο τμήμα Γ του ίδιου παραρτήματος της εν λόγω οδηγίας·

    ii)η επιχείρηση είναι επιχείρηση επενδύσεων, μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, επενδυτική εταιρεία συμμετοχών, πάροχος υπηρεσιών πληρωμών κατά την έννοια της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 55 , εταιρεία διαχείρισης ή επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών·»·

    στ)παρεμβάλλεται το ακόλουθο σημείο 26α:

    «26α) ως “αμιγώς βιομηχανική εταιρεία χαρτοφυλακίου” νοείται η επιχείρηση η οποία πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)η κύρια δραστηριότητα της επιχείρησης συνίσταται στην απόκτηση ή κατοχή συμμετοχών·

    β)ούτε η επιχείρηση ούτε οποιαδήποτε από τις επιχειρήσεις στις οποίες κατέχει συμμετοχές δεν αναφέρονται στο σημείο 27, στοιχεία α), δ), ε), στ), ζ), η), ια) και ιβ)·

    γ)ούτε η επιχείρηση ούτε οποιαδήποτε από τις επιχειρήσεις στις οποίες κατέχει συμμετοχές δεν ασκούν ως κύρια δραστηριότητα οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες που απαριθμούνται στο παράρτημα I της οδηγίας 2013/36/ΕΚ, τις δραστηριότητες που παρατίθενται στο παράρτημα Ι τμήμα Α ή Β της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τα χρηματοπιστωτικά μέσα που απαριθμούνται στο τμήμα Γ του ίδιου παραρτήματος της εν λόγω οδηγίας, ούτε είναι επενδυτικές επιχειρήσεις, πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών κατά την έννοια της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, εταιρείες διαχείρισης ή επιχειρήσεις παροχής επικουρικών υπηρεσιών·»·

    ζ)στο σημείο 27, το στοιχείο γ) απαλείφεται·

    η)το σημείο 28 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «28) ως “μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος” νοείται το ίδρυμα εντός κράτους μέλους το οποίο διαθέτει ίδρυμα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα ως θυγατρική, ή το οποίο κατέχει συμμετοχή σε ίδρυμα, χρηματοδοτικό ίδρυμα ή επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών, και το οποίο δεν αποτελεί το ίδιο θυγατρική άλλου ιδρύματος με άδεια λειτουργίας στο ίδιο κράτος μέλος ή χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που έχει ιδρυθεί στο ίδιο κράτος μέλος·»·

    θ)παρεμβάλλονται τα ακόλουθα σημεία 33α και 33β:

    «33α) ως “αυτόνομο ίδρυμα εντός της ΕΕ” νοείται το ίδρυμα το οποίο δεν υπόκειται σε εποπτική ενοποίηση εντός της ΕΕ σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2, και δεν έχει μητρική επιχείρηση που υπόκειται σε εποπτική ενοποίηση εντός της ΕΕ·

    33β) ως “αυτόνομο θυγατρικό ίδρυμα σε κράτος μέλος” νοείται το ίδρυμα που πληροί όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

    α)το ίδρυμα είναι θυγατρική εγκατεστημένου στην ΕΕ μητρικού ιδρύματος, εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών·

    β)το ίδρυμα βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος από το μητρικό ίδρυμα, τη μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή τη μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών·

    γ)το ίδρυμα δεν διαθέτει δικές του θυγατρικές ούτε κατέχει συμμετοχές σε ίδρυμα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα·»·

    ι)στο σημείο 37, η αναφορά στο «άρθρο 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ» αντικαθίσταται από την αναφορά στο «άρθρο 22 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ»·

    ια)το σημείο 52 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «52) ως “λειτουργικός κίνδυνος” νοείται ο κίνδυνος εμφάνισης ζημιών οφειλόμενων στην ανεπάρκεια ή την αποτυχία εσωτερικών διαδικασιών, ατόμων και συστημάτων ή σε εξωτερικά γεγονότα που περιλαμβάνει τον νομικό κίνδυνο, τον κίνδυνο του υποδείγματος και τον κίνδυνο ΤΠΕ, αλλά όχι τον στρατηγικό κίνδυνο και τον κίνδυνο φήμης·»·

    ιβ)παρεμβάλλονται τα ακόλουθα σημεία 52α έως 52θ:

    «52α)    ως “νομικός κίνδυνος” νοούνται ζημίες όπως δαπάνες, χρηματικά πρόστιμα, ποινικές ρήτρες ή αποζημιώσεις, προκαλούμενες από συμβάντα που καταλήγουν σε νομικές διαδικασίες, όπως τα εξής:

    α)εποπτικές ενέργειες και ιδιωτικοί διακανονισμοί·

    β)μη ανάληψη ενέργειας, όταν η τελευταία είναι αναγκαία για τη συμμόρφωση με νομική υποχρέωση·

    γ)ανάληψη ενέργειας προς αποφυγή συμμόρφωσης με νομική υποχρέωση·

    δ)περιστατικά παραπτωμάτων, δηλαδή συμβάντα που προκαλούνται από δόλο ή αμέλεια, όπως η μη προσήκουσα παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών·

    ε)μη συμμόρφωση με απαίτηση που απορρέει από εθνικές ή διεθνείς κανονιστικές ή νομοθετικές διατάξεις·

    στ)μη συμμόρφωση με απαίτηση που απορρέει από συμβατικές ρυθμίσεις, ή με εσωτερικούς κανόνες και κώδικες δεοντολογίας που έχουν θεσπιστεί σύμφωνα με εθνικούς ή διεθνείς κανόνες και πρακτικές·

    ζ)μη συμμόρφωση με κανόνες δεοντολογίας.

    Ο νομικός κίνδυνος δεν περιλαμβάνει επιστροφές χρημάτων σε τρίτα μέρη ή εργαζομένους και πληρωμές υπεραξίας λόγω επιχειρηματικών ευκαιριών, όταν δεν έχουν παραβιαστεί ηθικοί κανόνες ή κανόνες δεοντολογίας και όταν το ίδρυμα έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του σε εύθετο χρόνο· επίσης δεν περιλαμβάνει εξωτερικά νομικά έξοδα όταν το συμβάν που επισύρει τα εν λόγω εξωτερικά έξοδα δεν συνιστά περιστατικό λειτουργικού κινδύνου·

    52β)    ως “κίνδυνος του υποδείγματος” νοείται η ζημία την οποία κινδυνεύει να υποστεί ένα ίδρυμα συνεπεία αποφάσεων που βασίζονται κυρίως στα αποτελέσματα εσωτερικών υποδειγμάτων, λόγω σφαλμάτων στην ανάπτυξη, την εφαρμογή ή τη χρήση αυτών των υποδειγμάτων, όπως τα εξής:

    α)η εσφαλμένη διαμόρφωση επιλεγμένου εσωτερικού υποδείγματος και των χαρακτηριστικών του·

    β)ο πλημμελής έλεγχος της καταλληλότητας επιλεγμένου εσωτερικού υποδείγματος για το προς αξιολόγηση χρηματοπιστωτικό μέσο ή για το προς τιμολόγηση προϊόν, ή της καταλληλότητας επιλεγμένου εσωτερικού υποδείγματος για τις υφιστάμενες συνθήκες αγοράς·

    γ)σφάλματα στην εφαρμογή επιλεγμένου εσωτερικού υποδείγματος·

    δ)εσφαλμένες αποτιμήσεις στις τρέχουσες τιμές αγοράς και μετρήσεις κινδύνου ως αποτέλεσμα σφάλματος κατά την εγγραφή μιας συναλλαγής στο σύστημα συναλλαγών·

    ε)η χρήση επιλεγμένου εσωτερικού μοντέλου ή των αποτελεσμάτων του για σκοπό για τον οποίο το μοντέλο δεν ήταν προορισμένο ή σχεδιασμένο, συμπεριλαμβανομένης της παραποίησης των παραμέτρων ανάπτυξης του υποδείγματος·

    στ)η άκαιρη και αναποτελεσματική παρακολούθηση των επιδόσεων του υποδείγματος προκειμένου να αξιολογηθεί εάν το επιλεγμένο εσωτερικό υπόδειγμα παραμένει κατάλληλο για τον επιδιωκόμενο σκοπό·

    52γ)    ως “κίνδυνος ΤΠΕ” νοείται ο κίνδυνος εμφάνισης ζημιών ή δυνητικών ζημιών σχετιζόμενων με τη χρήση πληροφοριακών συστημάτων δικτύου ή τεχνολογίας επικοινωνιών, όπως η παραβίαση του απορρήτου, οι αστοχίες των συστημάτων, η μη διαθεσιμότητα ή η ελλιπής ακεραιότητα δεδομένων και συστημάτων και οι κίνδυνοι στον κυβερνοχώρο·

    52δ)    ως “περιβαλλοντικός, κοινωνικός και σχετικός με τη διακυβέρνηση (ΠΚΔ) κίνδυνος” νοείται ο κίνδυνος εμφάνισης ζημιών που προκύπτουν από αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις στο ίδρυμα ως αποτέλεσμα των υφιστάμενων ή προβλεπόμενων συνεπειών περιβαλλοντικών, κοινωνικών και σχετικών με τη διακυβέρνηση (ΠΚΔ) παραγόντων για τα αντισυμβαλλόμενα μέρη ή τα επενδυθέντα στοιχεία ενεργητικού του ιδρύματος·

    52ε)    ως “περιβαλλοντικός κίνδυνος” νοείται ο κίνδυνος εμφάνισης ζημιών που προκύπτουν από αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις στο ίδρυμα ως αποτέλεσμα των υφιστάμενων ή προβλεπόμενων συνεπειών περιβαλλοντικών παραγόντων για τα αντισυμβαλλόμενα μέρη ή τα επενδυθέντα στοιχεία ενεργητικού του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων των παραγόντων που σχετίζονται με τη μετάβαση στους ακόλουθους περιβαλλοντικούς στόχους:

    α)μετριασμό της κλιματικής αλλαγής,

    β)προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή,

    γ)βιώσιμη χρήση και προστασία των υδάτινων και των θαλάσσιων πόρων,

    δ)μετάβαση σε μια κυκλική οικονομία,

    ε)πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης,

    στ)προστασία και αποκατάσταση της βιοποικιλότητας και των οικοσυστημάτων.

    Ο περιβαλλοντικός κίνδυνος εμπεριέχει αφενός τον υλικό κίνδυνο και αφετέρου τον κίνδυνο μετάβασης·

    52στ)    ως “υλικός κίνδυνος”, στο πλαίσιο του γενικού περιβαλλοντικού κινδύνου, νοείται ο κίνδυνος εμφάνισης ζημιών που προκύπτουν από αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις στο ίδρυμα ως αποτέλεσμα των υφιστάμενων ή προβλεπόμενων συνεπειών του υλικού αντίκτυπου περιβαλλοντικών παραγόντων για τα αντισυμβαλλόμενα μέρη ή τα επενδυθέντα στοιχεία ενεργητικού του ιδρύματος·

    52ζ)    ως “κίνδυνος μετάβασης”, στο πλαίσιο του γενικού περιβαλλοντικού κινδύνου, νοείται ο κίνδυνος εμφάνισης ζημιών που προκύπτουν από αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις στο ίδρυμα ως αποτέλεσμα των υφιστάμενων ή προβλεπόμενων συνεπειών της μετάβασης των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και τομέων σε μια περιβαλλοντικά βιώσιμη οικονομία για τα αντισυμβαλλόμενα μέρη ή τα επενδυθέντα στοιχεία ενεργητικού του ιδρύματος·

    52η)    ως “κοινωνικός κίνδυνος” νοείται ο κίνδυνος εμφάνισης ζημιών που προκύπτουν από αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις στο ίδρυμα ως αποτέλεσμα των υφιστάμενων ή προβλεπόμενων συνεπειών κοινωνικών παραγόντων για τα αντισυμβαλλόμενα μέρη ή τα επενδυθέντα στοιχεία ενεργητικού του·

    52θ)    ως “κίνδυνος διακυβέρνησης” νοείται ο κίνδυνος εμφάνισης ζημιών που προκύπτουν από αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις στο ίδρυμα ως αποτέλεσμα των υφιστάμενων ή προβλεπόμενων συνεπειών σχετικών με τη διακυβέρνηση (ΠΚΔ) παραγόντων για τα αντισυμβαλλόμενα μέρη ή τα επενδυθέντα στοιχεία ενεργητικού του ιδρύματος·

    ιγ)τα σημεία 54, 55 και 56 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «54) ως “πιθανότητα αθέτησης υποχρέωσης” ή “PD” (εκ του probability of default) νοείται η πιθανότητα αθέτησης ενός πιστούχου σε περίοδο ενός έτους, και, στο πλαίσιο του κινδύνου απομείωσης αξίας, η πιθανότητα απομείωσης αξίας κατά το ίδιο αυτό έτος·

    55) ως “ζημία λόγω αθέτησης” ή “LGD” (εκ του loss given default) νοείται ο αναμενόμενος λόγος της ζημίας από άνοιγμα που σχετίζεται με μία και μόνη πιστοδοτική διευκόλυνση εξαιτίας της αθέτησης υποχρεώσεων εκ μέρους πιστούχου ή πιστοδοτικής διευκόλυνσης προς το ποσό που είναι ανεξόφλητο κατά τον χρόνο της αθέτησης, και, στο πλαίσιο του κινδύνου απομείωσης αξίας, η ζημία λόγω απομείωσης αξίας δηλαδή ο αναμενόμενος λόγος της ζημίας από άνοιγμα εξαιτίας απομείωσης αξίας, προς το ποσό που είναι ανεξόφλητο σύμφωνα με τις ενεχυριασμένες ή αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις·

    56) ως “συντελεστής μετατροπής” ή “CCF” (εκ του credit conversion factor) νοείται ο αναμενόμενος λόγος του μη αναληφθέντος μέρους πιστοδότησης από μία και μόνη πιστοδοτική διευκόλυνση, το οποίο θα μπορούσε να αναληφθεί από μία και μόνη πιστοδοτική διευκόλυνση προ της αθέτησης και το οποίο, ως εκ τούτου, θα ήταν ανεξόφλητο σε περίπτωση αθέτησης, προς το επί του παρόντος μη αναληφθέν μέρος της πιστοδότησης από την εν λόγω πιστοδοτική διευκόλυνση, όπου η έκταση της πιστοδότησης καθορίζεται από το εγκεκριμένο όριο, εκτός αν το μη εγκεκριμένο όριο είναι υψηλότερο·»·

    ιδ)παρεμβάλλεται το ακόλουθο σημείο 56α:

    «56α) ως “πραγματική τιμή CCF” νοείται ο λόγος του αναληφθέντος μέρους πιστοδότησης από μία και μόνη πιστοδοτική διευκόλυνση, το οποίο δεν έχει αναληφθεί σε δεδομένη ημερομηνία αναφοράς προ της αθέτησης, και είναι, ως εκ τούτου, ανεξόφλητο σε περίπτωση αθέτησης, προς το μη αναληφθέν μέρος της πιστοδότησης από την εν λόγω πιστοδοτική διευκόλυνση κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία αναφοράς·»·

    ιε)τα σημεία 58, 59 και 60 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «58) ως “χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία” ή “FCP” (εκ του funded credit protection) νοείται η τεχνική μείωσης του πιστωτικού κινδύνου όταν η μείωση του πιστωτικού κινδύνου ενός χρηματοδοτικού ανοίγματος ενός ιδρύματος απορρέει από το δικαίωμα του εν λόγω ιδρύματος —σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης του πιστούχου ή επέλευσης άλλων συγκεκριμένων πιστωτικών συμβάντων που έχουν σχέση με τον πιστούχο— να προβεί στη ρευστοποίηση ή να επιτύχει τη μεταβίβαση ή την κατάσχεση ή την παρακράτηση ορισμένων περιουσιακών στοιχείων ή ποσών, ή να μειώσει το ποσό του ανοίγματος ή να το αντικαταστήσει με το ποσό της διαφοράς μεταξύ του ύψους του ανοίγματος και του ύψους μιας υποχρέωσης του ιδρύματος·

    59) ως “μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία” ή “UFCP” (εκ του unfunded credit protection) νοείται η τεχνική μείωσης του πιστωτικού κινδύνου όπου η μείωση του πιστωτικού κινδύνου ενός χρηματοδοτικού ανοίγματος ενός ιδρύματος απορρέει από την υποχρέωση τρίτου να καταβάλει ένα ποσό σε περίπτωση αθέτησης των υποχρεώσεων του πιστούχου ή από την επέλευση άλλων συγκεκριμένων πιστωτικών συμβάντων·

    60) ως “μέσο εξομοιούμενο με μετρητά” νοείται πιστοποιητικό καταθέσεων, ομόλογο, συμπεριλαμβανομένων των καλυμμένων ομολόγων, ή άλλο μέσο μη μειωμένης εξασφάλισης, το οποίο έχει εκδοθεί από το δανειοδοτικό ίδρυμα, έχει ήδη καταβληθεί στο σύνολό του στο δανειοδοτικό ίδρυμα και επιστρέφεται άνευ όρων από το δανειοδοτικό ίδρυμα στην ονομαστική του αξία·»·

    ιστ)παρεμβάλλεται το ακόλουθο σημείο 60α:

    «60α) ως “χρυσός σε ράβδους” νοείται χρυσός σε μορφή φυσικού αντικειμένου, όπως οι ράβδοι, οι πλάκες και τα κέρματα, που γίνονται συνήθως δεκτά στην αγορά πολύτιμων μετάλλων, όπου υπάρχουν ρευστές αγορές για πολύτιμα μέταλλα, και η αξία των οποίων αποτιμάται με βάση την αξία του χρυσού που περιέχουν, όπως καθορίζεται από την καθαρότητα και τη μάζα, και όχι από το ενδιαφέρον τους για τους νομισματοσυλλέκτες·

    ιζ)παρεμβάλλεται το ακόλουθο σημείο 74α):

    «74α) ως “αξία ακινήτου” νοείται η αξία ακίνητης περιουσίας όπως αποτιμάται σύμφωνα με το άρθρο 229 παράγραφος 1·»·

    ιη)το σημείο 75 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «75) ως “ακίνητο κατοικίας” νοείται ένα από τα κατωτέρω:

    α)ακίνητο που έχει χαρακτήρα κατοικίας και συμμορφώνεται με όλους τους ισχύοντες νόμους και κανονισμούς βάσει των οποίων το ακίνητο μπορεί να χρησιμοποιείται με σκοπό τη στέγαση·

    β)ακίνητο που έχει χαρακτήρα κατοικίας και βρίσκεται ακόμη υπό κατασκευή, εφόσον προσδοκάται ότι το ακίνητο θα συμμορφώνεται με όλους τους ισχύοντες νόμους και κανονισμούς βάσει των οποίων το ακίνητο μπορεί να χρησιμοποιείται με σκοπό τη στέγαση·

    γ)το δικαίωμα διαμονής σε διαμέρισμα σε οικιστικούς συνεταιρισμούς που βρίσκονται στη Σουηδία·

    δ)γη που συνοδεύει ακίνητο το οποίο αναφέρεται στα στοιχεία α), β) ή γ)·

    ιθ)παρεμβάλλονται τα ακόλουθα σημεία 75α έως 75ζ:

    «75α) ως “εμπορικό ακίνητο” νοείται το ακίνητο που δεν αποτελεί ακίνητο κατοικίας, συμπεριλαμβανομένων γαιών εκτός των αναφερόμενων στο σημείο 75 στοιχείο δ) και στο σημείο 79·

    75β) ως “άνοιγμα που σχετίζεται με προσοδοφόρο ακίνητο” ή “άνοιγμα IPRE” (εκ του income producing real estate exposure) νοείται άνοιγμα εξασφαλισμένο με ένα ή περισσότερα ακίνητα κατοικίας ή εμπορικά ακίνητα όταν η εκπλήρωση των πιστωτικών υποχρεώσεων που σχετίζονται με το άνοιγμα εξαρτάται σε ουσιαστικό βαθμό από τις ταμειακές ροές που παράγονται από τα συγκεκριμένα ακίνητα τα οποία εξασφαλίζουν το εν λόγω άνοιγμα, και όχι από την ικανότητα του πιστούχου να εκπληρώνει τις πιστωτικές υποχρεώσεις από άλλες πηγές·

    75γ) ως “άνοιγμα που σχετίζεται με μη προσοδοφόρο ακίνητο” ή “άνοιγμα εκτός IPRE” νοείται άνοιγμα εξασφαλισμένο με ένα ή περισσότερα ακίνητα κατοικίας ή εμπορικά ακίνητα το οποίο δεν αποτελεί άνοιγμα IPRE·

    75δ) ως “άνοιγμα εκτός ADC” νοείται άνοιγμα εξασφαλισμένο με ένα ή περισσότερα ακίνητα κατοικίας ή εμπορικά ακίνητα το οποίο δεν αποτελεί άνοιγμα ADC·

    75ε) ως “άνοιγμα εξασφαλισμένο με ακίνητο κατοικίας” ή “άνοιγμα εξασφαλισμένο με υποθήκη επί ακινήτου κατοικίας” ή “άνοιγμα εξασφαλισμένο με εξασφάλιση ακινήτου κατοικίας” νοείται άνοιγμα εξασφαλισμένο με υποθήκη επί ακινήτου κατοικίας ή εξασφαλισμένο με άλλους μηχανισμούς εκτός της υποθήκης, οι οποίοι όμως είναι οικονομικά ισοδύναμοι με τις υποθήκες και αναγνωρίζονται ως εξασφάλιση επί ακινήτου κατοικίας σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική νομοθεσία σχετικά με τον καθορισμό των όρων για τη θέσπιση των εν λόγω μηχανισμών·

    75στ) ως “άνοιγμα εξασφαλισμένο με εμπορικό ακίνητο” ή “άνοιγμα εξασφαλισμένο με υποθήκη επί εμπορικού ακινήτου” ή “άνοιγμα εξασφαλισμένο με εξασφάλιση εμπορικού ακινήτου” νοείται άνοιγμα εξασφαλισμένο με υποθήκη επί εμπορικού ακινήτου ή εξασφαλισμένο με άλλους μηχανισμούς εκτός της υποθήκης, οι οποίοι όμως είναι οικονομικά ισοδύναμοι με τις υποθήκες και αναγνωρίζονται ως εξασφάλιση επί εμπορικού ακινήτου σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική νομοθεσία σχετικά με τον καθορισμό των όρων για τη θέσπιση των εν λόγω μηχανισμών·

    75ζ) ως “άνοιγμα εξασφαλισμένο με ακίνητο” ή “άνοιγμα εξασφαλισμένο με υποθήκη επί ακινήτου” ή “άνοιγμα εξασφαλισμένο με εξασφάλιση ακινήτου” νοείται άνοιγμα εξασφαλισμένο με υποθήκη επί ακινήτου κατοικίας ή εμπορικού ακινήτου ή εξασφαλισμένο με άλλους μηχανισμούς εκτός της υποθήκης, οι οποίοι όμως είναι οικονομικά ισοδύναμοι με τις υποθήκες και αναγνωρίζονται ως εξασφάλιση επί ακινήτου σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική νομοθεσία σχετικά με τον καθορισμό των όρων για τη θέσπιση των εν λόγω μηχανισμών·»·

    κ)τα σημεία 78 και 79 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «78) ως “ποσοστό αθέτησης ενός έτους” νοείται η αναλογία μεταξύ του αριθμού των αθετήσεων υποχρέωσης που επήλθαν κατά τη διάρκεια μιας περιόδου που αρχίζει ένα έτος πριν από μια ημερομηνία παρατήρησης Τ, και του αριθμού των οφειλετών, ή του αριθμού πιστοδοτήσεων στις οποίες εφαρμόζεται, σε επίπεδο πιστοδοτικών διευκολύνσεων, η ταξινόμηση σε αθέτηση σύμφωνα με το άρθρο 178, που εμπίπτουν στην εν λόγω βαθμίδα ή ομάδα ένα έτος πριν από την ως άνω ημερομηνία παρατήρησης T·

    79) ως “ανοίγματα ADC” (εκ του acquisition, development and construction) ή “ανοίγματα σε αγορά, ανάπτυξη και κατασκευή” νοούνται ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων ή φορέων ειδικού σκοπού που χρηματοδοτούν την αγορά γης για σκοπούς ανάπτυξης και κατασκευής, ή την ανάπτυξη και κατασκευή ακινήτων κατοικίας ή εμπορικών ακινήτων·»·

    κα)το σημείο 114 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «114) ως “έμμεση συμμετοχή” νοείται κάθε άνοιγμα σε ενδιάμεση οντότητα η οποία έχει άνοιγμα σε κεφαλαιακά μέσα εκδοθέντα από οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα ή σε υποχρεώσεις εκδοθείσες από ίδρυμα όπου, σε περίπτωση μόνιμης διαγραφής των κεφαλαιακών μέσων που έχει εκδώσει η οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα ή των υποχρεώσεων που έχει εκδώσει το ίδρυμα, η επακόλουθη ζημία του ιδρύματος δεν θα διέφερε ουσιαστικά από τη ζημία που θα συνεπαγόταν για το ίδρυμα άμεση συμμετοχή στα εν λόγω κεφαλαιακά μέσα που έχει εκδώσει η οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα ή στις εν λόγω υποχρεώσεις που έχει εκδώσει το ίδρυμα·»·

    κβ)το σημείο 126 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «126) ως “σύνθετη συμμετοχή” νοείται η επένδυση ιδρύματος σε χρηματοοικονομικό μέσο η αξία του οποίου συνδέεται άμεσα με την αξία των κεφαλαιακών μέσων που έχει εκδώσει οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα ή με την αξία των υποχρεώσεων που έχει εκδώσει ίδρυμα·»·

    κγ)το σημείο 144 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «144) ως “μονάδα διαπραγμάτευσης” νοείται σαφώς προσδιορισμένη ομάδα διαπραγματευτών η οποία συγκροτείται από το ίδρυμα, προκειμένου να διαχειρίζονται από κοινού ένα χαρτοφυλάκιο θέσεων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών, ή των θέσεων εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών που αναφέρονται στο άρθρο 104β παράγραφοι 5 και 6, σύμφωνα με μια σαφώς καθορισμένη και συνεκτική επιχειρηματική στρατηγική και η οποία λειτουργεί στο πλαίσιο της ίδιας δομής διαχείρισης των κινδύνων·»·

    κδ)στο σημείο 145 παρεμβάλλεται το ακόλουθο εδάφιο:

    «Για τους σκοπούς του στοιχείου ε), ένα ίδρυμα μπορεί να εξαιρεί θέσεις παραγώγων τις οποίες έχει συνάψει με πελάτες του που δεν είναι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και τις θέσεις παραγώγων που χρησιμοποιεί για την αντιστάθμιση αυτών των θέσεων, υπό την προϋπόθεση ότι η συνδυασμένη αξία των εξαιρούμενων θέσεων υπολογιζόμενη σύμφωνα με το άρθρο 273α παράγραφος 3 δεν υπερβαίνει το 10 % των συνολικών στοιχείων ενεργητικού του ιδρύματος εντός και εκτός ισολογισμού·»·

    κε)προστίθενται τα ακόλουθα σημεία 151 και 152:

    «151) ως “ανακυκλούμενο άνοιγμα” νοείται άνοιγμα στο οποίο το ανεξόφλητο υπόλοιπο του δανειολήπτη είναι δυνατόν να κυμαίνεται, με βάση την απόφαση του πελάτη για το ποσό που θα δανειστεί και θα εξοφλήσει, μέχρις ενός συμφωνημένου ορίου·

    152) ως “άνοιγμα έναντι συναλλασσομένων” νοείται ανακυκλούμενο άνοιγμα με ιστορικό αποπληρωμής τουλάχιστον 12 μηνών που ανήκει σε μία από τις ακόλουθες κατηγορίες:

    α)άνοιγμα για το οποίο, σε τακτική βάση τουλάχιστον 12 μηνών, το υπόλοιπο που πρέπει να αποπληρωθεί κατά την επόμενη προγραμματισμένη ημερομηνία αποπληρωμής καθορίζεται ως το αναληφθέν ποσό σε προκαθορισμένη ημερομηνία αναφοράς, με προγραμματισμένη ημερομηνία αποπληρωμής όχι πέραν των 12 επόμενων μηνών, υπό την προϋπόθεση ότι το υπόλοιπο έχει αποπληρωθεί εξ ολοκλήρου στην κάθε προγραμματισμένη ημερομηνία αποπληρωμής για τους 12 προηγούμενους μήνες·

    β)διευκόλυνση υπερανάληψης στην οποία δεν υπήρξαν αναλήψεις κατά τους 12 προηγούμενους μήνες.»·

    2)το άρθρο 5 τροποποιείται ως εξής:

    α)το σημείο 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «3) ως “αναμενόμενη ζημία” ή “EL” (εκ του expected loss) νοείται ο λόγος, σε σχέση με μία και μόνη πιστοδοτική διευκόλυνση, της αναμενόμενης ζημίας από άνοιγμα:

    i)λόγω δυνητικής αθέτησης πιστούχου σε περίοδο ενός έτους προς το ποσό που είναι ανεξόφλητο κατά τον χρόνο της αθέτησης· ή

    ii)λόγω δυνητικού συμβάντος απομείωσης της αξίας εισπρακτέων σε περίοδο ενός έτους προς το ποσό που είναι ανεξόφλητο κατά την ημερομηνία του συμβάντος απομείωσης·»·

    β)προστίθενται τα ακόλουθα σημεία 4 έως 10:

    «4) ως “πιστωτική υποχρέωση” νοείται κάθε υποχρέωση που απορρέει από σύμβαση πίστωσης, συμπεριλαμβανομένων του κεφαλαίου, των δεδουλευμένων τόκων και των προμηθειών, οφειλόμενη από πιστούχο σε ίδρυμα ή, στην περίπτωση που το ίδρυμα ενεργεί ως εγγυητής, από πιστούχο σε τρίτο·

    5) ως “πιστωτικό άνοιγμα” νοείται κάθε στοιχείο εντός ισολογισμού, συμπεριλαμβανομένων ποσών κεφαλαίου, δεδουλευμένων τόκων και προμηθειών, το οποίο οφείλεται από τον πιστούχο στο ίδρυμα, και κάθε στοιχείο εκτός ισολογισμού που δημιουργεί, ή ενδέχεται να δημιουργήσει, πιστωτική υποχρέωση·

    6) ως “πιστοδοτική διευκόλυνση” νοείται το πιστωτικό άνοιγμα που απορρέει από σύμβαση ή σύνολο συμβάσεων μεταξύ ενός πιστούχου και ενός ιδρύματος·

    7) ως “περιθώριο συντηρητικότητας” νοείται η προσθετική ή πολλαπλασιαστική προσαύξηση που ενσωματώνεται σε εκτιμήσεις κινδύνου, η οποία είναι επαρκώς συνετή ώστε να αντιπροσωπεύει το αναμενόμενο εύρος των σφαλμάτων εκτίμησης που απορρέουν από διαπιστωμένες ανεπάρκειες σε δεδομένα, μεθόδους, μοντέλα και αλλαγές σε πρότυπα αναδοχής, στη διάθεση για ανάληψη κινδύνων, στις πολιτικές είσπραξης και ανάκτησης και κάθε άλλη πηγή πρόσθετης αβεβαιότητας, καθώς και από γενικό σφάλμα εκτίμησης·

    8) ως “μικρή και μεσαία επιχείρηση” ή “ΜΜΕ” νοείται η εταιρεία ή επιχείρηση η οποία, σύμφωνα με τους τελευταίους ενοποιημένους λογαριασμούς, έχει ετήσιο κύκλο εργασιών που δεν υπερβαίνει τα 50 000 000 EUR·

    9) ως “πιστοδότηση” νοείται κάθε συμβατική ρύθμιση που προσφέρεται από ίδρυμα σε πελάτη ο οποίος και την αποδέχεται, για χορήγηση πίστωσης, αγορά στοιχείων ενεργητικού ή έκδοση υποκατάστατων πιστώσεων. Κάθε ρύθμιση που μπορεί να ακυρωθεί άνευ όρων από το ίδρυμα ανά πάσα στιγμή χωρίς προειδοποίηση του πιστούχου, ή κάθε ρύθμιση που μπορεί να ακυρωθεί από το ίδρυμα όταν ο πιστούχος δεν εκπληρώνει τους όρους που ορίζονται στα έγγραφα της πιστοδοτικής διευκόλυνσης, συμπεριλαμβανομένων των όρων που πρέπει να πληρούνται από τον πιστούχο πριν από αρχική ή επόμενη ανάληψη στο πλαίσιο της ρύθμισης, συνιστά πιστοδότηση.

    Οι συμβατικές ρυθμίσεις που πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις δεν συνιστούν πιστοδοτήσεις:

    α)συμβατικές ρυθμίσεις βάσει των οποίων το ίδρυμα δεν εισπράττει αμοιβές ή προμήθειες για τη σύναψη ή διατήρηση αυτών των συμβατικών ρυθμίσεων·

    β)συμβατικές ρυθμίσεις βάσει των οποίων ο πελάτης υποχρεούται να υποβάλει αίτηση στο ίδρυμα για την αρχική και για κάθε επόμενη ανάληψη στο πλαίσιο των εν λόγω συμβατικών ρυθμίσεων·

    γ)συμβατικές ρυθμίσεις βάσει των οποίων το ίδρυμα διαθέτει πλήρη εξουσία, ανεξαρτήτως της εκπλήρωσης από τον πελάτη των όρων που ορίζονται στα έγγραφα των συμβατικών ρυθμίσεων, όσον αφορά την πραγματοποίηση της κάθε ανάληψης·

    δ)συμβατικές ρυθμίσεις βάσει των οποίων το ίδρυμα υποχρεούται να αξιολογεί την πιστοληπτική ικανότητα του πελάτη ακριβώς πριν από τη λήψη απόφασης σχετικά με την πραγματοποίηση της κάθε ανάληψης·

    ε)συμβατικές ρυθμίσεις που προσφέρονται σε επιχείρηση, συμπεριλαμβανομένης ΜΜΕ, η οποία υπόκειται σε συνεχή εκ του σύνεγγυς παρακολούθηση·

    10) ως “άνευ όρων ακυρώσιμη πιστοδότηση” νοείται κάθε πιστοδότηση της οποίας οι ρήτρες παρέχουν στο ίδρυμα τη δυνατότητα να ακυρώσει την εν λόγω πιστοδότηση έως το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο βάσει της νομοθεσίας για την προστασία του καταναλωτή και της συναφούς νομοθεσίας ανά πάσα στιγμή και χωρίς προειδοποίηση του πιστούχου, ή η οποία παρέχει πραγματική δυνατότητα αυτόματης ακύρωσης, λόγω επιδείνωσης της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη.»·

    3)στο άρθρο 6, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «3. Κανένα ίδρυμα που αποτελεί είτε μητρική είτε θυγατρική επιχείρηση, καθώς και κανένα ίδρυμα που περιλαμβάνεται στην ενοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 18, δεν απαιτείται να συμμορφώνεται σε ατομική βάση με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο άρθρο 92 παράγραφοι 5 και 6 και στο όγδοο μέρος.»·

    4)στο άρθρο 10α, το μόνο εδάφιο τροποποιείται ως εξής:

    «Για τους σκοπούς της εφαρμογής του παρόντος κεφαλαίου, οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι επενδυτικές εταιρείες συμμετοχών θεωρούνται μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες σε κράτος μέλος ή μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην Ένωση όταν οι εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων ή επενδυτικές εταιρείες συμμετοχών είναι μητρικές επιχειρήσεις ενός ιδρύματος ή μιας επιχείρησης επενδύσεων που υπόκειται στον παρόντα κανονισμό και αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 ή 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033.»·

    5)στο άρθρο 11 παράγραφος 1, η πρώτη περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Τα εγκατεστημένα σε κράτος μέλος μητρικά ιδρύματα συμμορφώνονται, στον βαθμό και με τον τρόπο που ορίζει το άρθρο 18, με τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται στο δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, έβδομο και έβδομο Α μέρος, βάσει της ενοποιημένης τους κατάστασης, με εξαίρεση το άρθρο 92 παράγραφος 3 στοιχείο α) και το άρθρο 430 παράγραφος 1 στοιχείο δ).»·

    6)το άρθρο 18 τροποποιείται ως εξής:

    α)η παράγραφος 2 απαλείφεται·

    β)στην παράγραφο 7 πρώτο εδάφιο, η πρώτη περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Όταν ένα ίδρυμα διαθέτει θυγατρική που είναι επιχείρηση χωρίς να είναι ίδρυμα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, ή κατέχει συμμετοχή σε τέτοια επιχείρηση, εφαρμόζεται στην εν λόγω θυγατρική ή συμμετοχή η μέθοδος της καθαρής θέσης.»·

    γ)παρεμβάλλεται νέα παράγραφος 10:

    «10. Η ΕΑΤ υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή έως τις [Υπηρεσία Εκδόσεων: να προστεθεί η ημερομηνία = 1 έτος μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού] σχετικά με την πληρότητα και την καταλληλότητα του συνόλου ορισμών και διατάξεων του παρόντος κανονισμού σε σχέση με την εποπτεία όλων των τύπων κινδύνων στους οποίους εκτίθενται τα ιδρύματα σε ενοποιημένο επίπεδο. Η ΕΑΤ αξιολογεί ειδικότερα τυχόν εναπομένουσες ανακολουθίες στους εν λόγω ορισμούς και διατάξεις, καθώς και την αλληλεπίδρασή τους με το εφαρμοζόμενο λογιστικό πλαίσιο, και κάθε άλλη εναπομένουσα πτυχή η οποία θα μπορούσε να δημιουργήσει μη ηθελημένους περιορισμούς σε μια ενοποιημένη εποπτεία που είναι ολοκληρωμένη και προσαρμόσιμη σε νέες πηγές ή τύπους κινδύνων ή δομών που μπορεί να οδηγήσουν σε ρυθμιστικό αρμπιτράζ. Η ΕΑΤ επικαιροποιεί περιοδικά την έκθεσή της σε εξαμηνιαία βάση.

    Με βάση τις διαπιστώσεις της ΕΑΤ, η Επιτροπή δύναται, κατά περίπτωση, να εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 462 για την προσαρμογή των σχετικών ορισμών ή του πεδίου εφαρμογής της εποπτικής ενοποίησης.»·

    7)το άρθρο 20 τροποποιείται ως εξής:

    α)η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

    i)το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «α) όσον αφορά τις αιτήσεις χορήγησης των αδειών που μνημονεύονται στο άρθρο 143 παράγραφος 1, το άρθρο 151 παράγραφοι 4 και 9, το άρθρο 283 και το άρθρο 363, που υποβάλλονται από μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και τις θυγατρικές του ή από κοινού από τις θυγατρικές επιχειρήσεις μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μιας μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ, προκειμένου να αποφασισθεί αν πρέπει να χορηγηθεί ή όχι η αιτούμενη άδεια και να προσδιοριστούν τυχόν όροι και προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για τη χορήγησή της·»·

    ii)το τρίτο εδάφιο απαλείφεται·

    β)η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «6. Στις περιπτώσεις όπου μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και οι θυγατρικές του, οι θυγατρικές μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ χρησιμοποιούν την προσέγγιση IRB που αναφέρεται στο άρθρο 143 σε ενοποιημένη βάση, οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν στη μητρική και στις θυγατρικές της να ικανοποιήσουν από κοινού τα κριτήρια επιλεξιμότητας που καθορίζονται στο τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 3 τμήμα 6, με τρόπο σύμφωνο με τη δομή του ομίλου και τα συστήματα διαχείρισης κινδύνου, τις διαδικασίες και τις μεθόδους του ομίλου.»·

    8)στο άρθρο 27 παράγραφος 1 στοιχείο α), το σημείο v) απαλείφεται·

    9)στο άρθρο 34 προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

    «Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου, σε έκτακτες περιστάσεις η ύπαρξη των οποίων καθορίζεται με γνωμοδότηση της ΕΑΤ, τα ιδρύματα δύνανται να μειώσουν τις συνολικές πρόσθετες προσαρμογές αξίας στον υπολογισμό του συνολικού ποσού που πρέπει να αφαιρεθεί από το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

    Για τους σκοπούς της γνωμοδότησης που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο, η ΕΑΤ παρακολουθεί τις συνθήκες της αγοράς προκειμένου να εκτιμήσει εάν συντρέχουν έκτακτες περιστάσεις και, αναλόγως, ενημερώνει άμεσα την Επιτροπή.

    Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία προσδιορίζονται οι δείκτες και οι προϋποθέσεις που θα χρησιμοποιεί η ΕΑΤ για τον καθορισμό των έκτακτων περιστάσεων που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο, καθώς και η μείωση των συνολικών αθροιστικών πρόσθετων προσαρμογών αξίας που αναφέρονται στο ίδιο εδάφιο.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί η ημερομηνία = 2 έτη μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού].

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό με την έγκριση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο τρίτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»·

    10)το άρθρο 36 τροποποιείται ως εξής:

    α)στην παράγραφο 1, το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «δ)    για τα ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά ανοίγματος χρησιμοποιώντας την προσέγγιση των εσωτερικών διαβαθμίσεων (προσέγγιση IRB), το έλλειμμα IRB κατά περίπτωση, υπολογιζόμενο σύμφωνα με το άρθρο 159,»·

    β)στην παράγραφο 1 στοιχείο ια), το σημείο v) απαλείφεται·

    11)στο άρθρο 46 παράγραφος 1 στοιχείο α), το σημείο ii) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «ii)    των αφαιρέσεων που αναφέρονται στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ζ), στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια) σημεία ii), iii) και iv) και στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχεία ιβ), ιγ) και ιδ), με την εξαίρεση του ποσού που αφαιρείται για αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία και προκύπτουν από προσωρινές διαφορές,»·

    12)στο άρθρο 48, η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

    α)στο στοιχείο α), το σημείο ii) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «ii) του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως η), του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια) σημεία ii), iii) και iv) και του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχεία ιβ), ιγ) και ιδ), εξαιρουμένων των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία και προκύπτουν από προσωρινές διαφορές,»·

    β)στο στοιχείο β), το σημείο ii) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «ii) του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως η), του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια) σημεία ii), iii) και iv) και του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχεία ιβ), ιγ) και ιδ), εξαιρουμένων των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία και προκύπτουν από προσωρινές διαφορές,»·

    13)στο άρθρο 49, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «4. Οι τοποθετήσεις για τις οποίες δεν γίνεται αφαίρεση σύμφωνα με την παράγραφο 1 γίνονται αποδεκτές ως ανοίγματα και πρέπει να σταθμίζονται ως προς τον κίνδυνο σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2.

    Οι τοποθετήσεις για τις οποίες δεν γίνεται αφαίρεση σύμφωνα με τις παραγράφους 2 ή 3 γίνονται αποδεκτές ως ανοίγματα και πρέπει να σταθμίζονται ως προς τον κίνδυνο στο 100 %.»·

    14)στο άρθρο 60 παράγραφος 1 στοιχείο α), το σημείο ii) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «ii) του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ζ), του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια) σημεία ii), iii) και iv) και του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχεία ιβ), ιγ) και ιδ), εξαιρουμένων των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία και προκύπτουν από προσωρινές διαφορές,»·

    15)στο άρθρο 62 πρώτο εδάφιο, το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «δ) για τα ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ανοίγματα δυνάμει του τρίτου μέρους τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 3, το πλεόνασμα IRB κατά περίπτωση, με τις επιπτώσεις του φόρου, που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 159, έως και 0,6 % των σταθμισμένων ανοιγμάτων υπολογισμένων σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 3.»·

    16)στο άρθρο 70 παράγραφος 1 στοιχείο α), το σημείο ii) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «ii) του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ζ), του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια) σημεία ii), iii) και iv) και του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχεία ιβ), ιγ) και ιδ), εξαιρουμένου του ποσού που αφαιρείται για τις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία και προκύπτουν από προσωρινές διαφορές,»·

    17)στο άρθρο 72β παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο, η εισαγωγική περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Επιπλέον των υποχρεώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να επιτρέπει να είναι αποδεκτές υποχρεώσεις ως μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων ως ένα συνολικό ποσό που δεν υπερβαίνει το 3,5 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο, το οποίο υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3, υπό τον όρο ότι:»·

    18)στο άρθρο 72θ παράγραφος 1 στοιχείο α), το σημείο ii) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «ii) του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ζ), του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια) σημεία ii), iii) και iv) και του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχεία ιβ), ιγ) και ιδ), εξαιρουμένου του ποσού που αφαιρείται για τις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία και προκύπτουν από προσωρινές διαφορές,»·

    19)στο άρθρο 84 παράγραφος 1, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «α)το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 της θυγατρικής μείον το χαμηλότερο από τα ακόλουθα ποσά:

    i)το ποσό του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 της εν λόγω θυγατρικής που απαιτείται για να επιτευχθούν τα ακόλουθα:

    αν η θυγατρική είναι ίδρυμα, το άθροισμα της απαίτησης που καθορίζεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο α), των απαιτήσεων που αναφέρονται στα άρθρα 458 και 459, των ειδικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 104 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας που ορίζεται στο άρθρο 128 σημείο 6) της εν λόγω οδηγίας, ή οποιωνδήποτε απαιτήσεων τοπικών εποπτικών κανονισμών σε τρίτες χώρες, εφόσον οι εν λόγω απαιτήσεις καλύπτονται από το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, κατά περίπτωση,

    αν η θυγατρική είναι επιχείρηση επενδύσεων, το άθροισμα της απαίτησης του άρθρου 11 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, των ειδικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 39 παράγραφος 2 στοιχείο α) της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034, ή οποιωνδήποτε απαιτήσεων τοπικών εποπτικών κανονισμών σε τρίτες χώρες, εφόσον οι εν λόγω απαιτήσεις καλύπτονται από το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, κατά περίπτωση,

    ii)το ποσό του ενοποιημένου κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που αφορά την εν λόγω θυγατρική και που απαιτείται σε ενοποιημένη βάση για να επιτευχθεί το άθροισμα της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο α), των απαιτήσεων που αναφέρονται στα άρθρα 458 και 459, των ειδικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 104 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας που ορίζεται στο άρθρο 128 σημείο 6 της εν λόγω οδηγίας,»·

    20)στο άρθρο 85 παράγραφος 1, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «α)το κεφάλαιο της κατηγορίας 1 της θυγατρικής μείον το χαμηλότερο από τα ακόλουθα:

    i)το ποσό του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 της θυγατρικής που απαιτείται για να επιτευχθούν τα ακόλουθα:

    αν η θυγατρική είναι ίδρυμα, το άθροισμα της απαίτησης που καθορίζεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο β), των απαιτήσεων που αναφέρονται στα άρθρα 458 και 459, των ειδικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 104 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας που ορίζεται στο άρθρο 128 σημείο 6 της εν λόγω οδηγίας, ή οποιωνδήποτε απαιτήσεων τοπικών εποπτικών κανονισμών σε τρίτες χώρες, εφόσον οι εν λόγω απαιτήσεις καλύπτονται από το κεφάλαιο της κατηγορίας 1, κατά περίπτωση,

    αν η θυγατρική είναι επιχείρηση επενδύσεων, το άθροισμα της απαίτησης του άρθρου 11 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, των ειδικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 39 παράγραφος 2 στοιχείο α) της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034, ή οποιωνδήποτε απαιτήσεων τοπικών εποπτικών κανονισμών σε τρίτες χώρες, εφόσον οι εν λόγω απαιτήσεις καλύπτονται από το κεφάλαιο της κατηγορίας 1, κατά περίπτωση,

    ii)το ποσό του ενοποιημένου κεφαλαίου της κατηγορίας 1 που αφορά τη θυγατρική και που απαιτείται σε ενοποιημένη βάση για να επιτευχθεί το άθροισμα της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο β), των απαιτήσεων που αναφέρονται στα άρθρα 458 και 459, των ειδικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 104 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας που ορίζεται στο άρθρο 128 σημείο 6 της εν λόγω οδηγίας,»·

    21)παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 88β:

    «Άρθρο 88β
    Επιχειρήσεις σε τρίτες χώρες

    Για τους σκοπούς του παρόντος τίτλου II, οι όροι «επιχείρηση επενδύσεων» και «ίδρυμα» θεωρείται ότι περιλαμβάνουν επίσης επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σε τρίτες χώρες, οι οποίες αν ήταν εγκατεστημένες στην Ένωση θα υπάγονταν στους ορισμούς του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημεία 2 και 3.»·

    22)το άρθρο 89 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1. Μια ειδική συμμετοχή, το ποσό της οποίας υπερβαίνει το 15 % του αποδεκτού κεφαλαίου του ιδρύματος, σε επιχείρηση που δεν είναι οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα, υπόκειται στις διατάξεις που ορίζονται στην παράγραφο 3.»·

    23)το άρθρο 92 τροποποιείται ως εξής:

    α)οι παράγραφοι 3 και 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «3. Το συνολικό ποσό του ανοίγματος σε κίνδυνο υπολογίζεται ως εξής:

    α)αυτόνομα ιδρύματα εγκατεστημένα στην ΕΕ και, για τους σκοπούς της συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις του παρόντος κανονισμού με βάση την ενοποιημένη κατάστασή τους σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλο ΙΙ κεφάλαιο 2, εγκατεστημένα στην ΕΕ μητρικά ιδρύματα, εγκατεστημένες στην ΕΕ μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή εγκατεστημένες στην ΕΕ μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών υπολογίζουν το συνολικό ποσό του ανοίγματος σε κίνδυνο ως εξής:

    όπου:

    TREA    = το συνολικό ποσό ανοίγματος σε κίνδυνο της οντότητας,

    U-TREA    = το συνολικό ποσό ανοίγματος σε κίνδυνο της οντότητας χωρίς εφαρμογή του κατώτατου ορίου κεφαλαιακών απαιτήσεων που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 4,

    S-TREA    = το τυποποιημένο συνολικό ποσό ανοίγματος σε κίνδυνο της οντότητας που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 5,

    x    = 72,5 %·

    β)για τους σκοπούς που ορίζονται στα σημεία i) και ii), το συνολικό ποσό ανοίγματος σε κίνδυνο υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 6:

    i)στην περίπτωση αυτόνομου θυγατρικού ιδρύματος εγκατεστημένου σε κράτος μέλος, για τους σκοπούς της συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις του παρόντος κανονισμού σε ατομική βάση·

    ii)στην περίπτωση μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου σε κράτος μέλος, μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης σε κράτος μέλος ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης σε κράτος μέλος, για τους σκοπούς της συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις του παρόντος κανονισμού με βάση την ενοποιημένη τους κατάσταση·

    γ)για τους σκοπούς της συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις του παρόντος κανονισμού σε ατομική βάση, το συνολικό ποσό του ανοίγματος σε κίνδυνο ενός ιδρύματος που δεν είναι ούτε αυτόνομο ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ ούτε αυτόνομο θυγατρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος ισούται με το συνολικό ποσό του ανοίγματος σε κίνδυνο χωρίς εφαρμογή του κατώτατου ορίου κεφαλαιακών απαιτήσεων υπολογισμένο σύμφωνα με την παράγραφο 4.

    4. Το συνολικό ποσό του ανοίγματος σε κίνδυνο χωρίς εφαρμογή του κατώτατου ορίου κεφαλαιακών απαιτήσεων υπολογίζεται ως το άθροισμα των στοιχείων α) έως στ) της παρούσας παραγράφου, αφού ληφθούν υπόψη οι διατάξεις της παραγράφου 7:

    α)ποσά των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων όσον αφορά τον πιστωτικό κίνδυνο, συμπεριλαμβανομένου του κινδύνου αντισυμβαλλομένου, και τον κίνδυνο απομείωσης της αξίας εισπρακτέων απαιτήσεων υπολογισμένα σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙ και το άρθρο 379, για όλες τις επιχειρηματικές δραστηριότητες ενός ιδρύματος, εξαιρουμένων των ποσών των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων για τον κίνδυνο αντισυμβαλλομένου από τις δραστηριότητες του χαρτοφυλακίου συναλλαγών του ιδρύματος,

    β)απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τις δραστηριότητες του χαρτοφυλακίου συναλλαγών ενός ιδρύματος, για τα εξής:

    i)κίνδυνο αγοράς, υπολογισμένο σύμφωνα με τον τίτλο IV του παρόντος μέρους,

    ii)μεγάλα ανοίγματα τα οποία υπερβαίνουν τα όρια που προβλέπονται στα άρθρα 395 έως 401, στον βαθμό που επιτρέπεται σε ένα ίδρυμα να υπερβεί τα εν λόγω όρια, όπως προσδιορίζονται σύμφωνα με το τέταρτο μέρος,

    γ)απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για κίνδυνο αγοράς, υπολογισμένες σύμφωνα με τον τίτλο IV του παρόντος μέρους, για όλες τις επιχειρηματικές δραστηριότητες που υπόκεινται σε κίνδυνο συναλλάγματος ή κίνδυνο βασικού εμπορεύματος,

    γα)απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο διακανονισμού, όπως υπολογίζονται σύμφωνα με τον τίτλο V του παρόντος μέρους, με εξαίρεση το άρθρο 379,

    δ)απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο προσαρμογής πιστωτικής αποτίμησης, υπολογισμένες σύμφωνα με τον τίτλο VI του παρόντος μέρους,

    ε)απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον λειτουργικό κίνδυνο, υπολογισμένες σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙΙ του παρόντος μέρους,

    στ)ποσά των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων για τον κίνδυνο αντισυμβαλλομένου που προκύπτει από τις δραστηριότητες του χαρτοφυλακίου συναλλαγών του ιδρύματος για τα ακόλουθα είδη συναλλαγών και συμφωνιών, υπολογισμένα σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙ του παρόντος μέρους:

    i)συμβόλαια που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ και πιστωτικά παράγωγα,

    ii)πράξεις πώλησης και επαναγοράς, πράξεις δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων με βάση τίτλους ή βασικά εμπορεύματα,

    iii)πράξεις δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης βασιζόμενες σε τίτλους ή σε βασικά εμπορεύματα,

    iv)συναλλαγές με μακρά προθεσμία διακανονισμού.»·

    β)προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι 5, 6 και 7:

    «5. Το τυποποιημένο συνολικό ποσό ανοίγματος σε κίνδυνο υπολογίζεται ως το άθροισμα των στοιχείων α) έως στ) της παραγράφου 4, αφού ληφθούν υπόψη η παράγραφος 7 και οι ακόλουθες απαιτήσεις:

    α)τα ποσά των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων για τον πιστωτικό κίνδυνο και τον κίνδυνο απομείωσης της αξίας εισπρακτέων απαιτήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 4 στοιχείο α), και για τον κίνδυνο αντισυμβαλλομένου που προκύπτει από τις δραστηριότητες του χαρτοφυλακίου συναλλαγών όπως αναφέρονται στο στοιχείο στ) της ίδιας παραγράφου υπολογίζονται χωρίς χρήση των ακόλουθων προσεγγίσεων:

    i)της προσέγγισης των εσωτερικών υποδειγμάτων για τις συμβάσεις-πλαίσια συμψηφισμού που περιγράφεται στο άρθρο 221·

    ii)της προσέγγισης των εσωτερικών διαβαθμίσεων που προβλέπεται στο κεφάλαιο 3·

    iii)της προσέγγισης τιτλοποίησης εσωτερικών διαβαθμίσεων (SEC-IRBA) που περιγράφεται στα άρθρα 258 έως 260 και της προσέγγισης της εσωτερικής αξιολόγησης (IAA) που περιγράφεται στο άρθρο 265·

    iv)της προσέγγισης που ορίζεται στο παρόν μέρος τίτλος II κεφάλαιο 6 τμήμα 6·

    β)οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς για τις δραστηριότητες του χαρτοφυλακίου συναλλαγών που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο β) σημείο i), και για όλες τις επιχειρηματικές δραστηριότητες που υπόκεινται σε κίνδυνο συναλλάγματος ή κίνδυνο βασικού εμπορεύματος που αναφέρονται στο στοιχείο γ) της ίδιας παραγράφου υπολογίζονται χωρίς χρήση της προσέγγισης των εναλλακτικών εσωτερικών υποδειγμάτων όπως περιγράφεται στο τρίτο μέρος τίτλος IV κεφάλαιο 1β.

    6. Το συνολικό ποσό ανοίγματος σε κίνδυνο μιας οντότητας «i» για τους σκοπούς της παραγράφου 3 στοιχείο β) υπολογίζεται ως εξής:

    όπου:

    i    = ο δείκτης που υποδηλώνει την οντότητα·

    TREAi    = το συνολικό ποσό ανοίγματος σε κίνδυνο της οντότητας i·

    U-TREAi = το συνολικό ποσό ανοίγματος σε κίνδυνο χωρίς εφαρμογή του κατώτατου ορίου της οντότητας i που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 4·

    DIconso    = κάθε θετική διαφορά μεταξύ του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο και του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο χωρίς εφαρμογή του κατώτατου ορίου για την ενοποιημένη κατάσταση του εγκατεστημένου στην ΕΕ μητρικού ιδρύματος, της εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών του ομίλου στον οποίο ανήκει η οντότητα i, υπολογιζόμενη ως εξής:

    όπου:

    U-TREA    = το συνολικό ποσό ανοίγματος σε κίνδυνο χωρίς εφαρμογή του κατώτατου ορίου που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 4, για το εν λόγω εγκατεστημένο στην ΕΕ μητρικό ίδρυμα, την εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή την εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών με βάση την ενοποιημένη τους κατάσταση·

    TREA    = το συνολικό ποσό ανοίγματος σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 στοιχείο α), για το εν λόγω εγκατεστημένο στην ΕΕ μητρικό ίδρυμα, την εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή την εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών με βάση την ενοποιημένη τους κατάσταση·

    Contribconsoi    = η συνεισφορά της οντότητας i, που υπολογίζεται ως εξής:



    όπου:

    j    = ο δείκτης που υποδηλώνει όλες τις οντότητες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο με την οντότητα i για την ενοποιημένη κατάσταση του εγκατεστημένου στην ΕΕ μητρικού ιδρύματος, της εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών·

    U-TREAj    = το συνολικό ποσό ανοίγματος σε κίνδυνο χωρίς εφαρμογή του κατώτατου ορίου που υπολογίζεται από την οντότητα j σύμφωνα με την παράγραφο 4 με βάση την ενοποιημένη της κατάσταση ή, εάν η οντότητα j είναι αυτόνομο θυγατρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος, στην ατομική της βάση·

    F-TREAj    = το συνολικό ποσό ανοίγματος σε κίνδυνο με εφαρμογή του κατώτατου ορίου της οντότητας j που υπολογίζεται με βάση την ενοποιημένη της κατάσταση ως εξής:

    όπου:

       = το συνολικό ποσό ανοίγματος σε κίνδυνο με εφαρμογή του κατώτατου ορίου που υπολογίζεται από την οντότητα j με βάση την ενοποιημένη της κατάσταση ή, εάν η οντότητα j είναι αυτόνομο θυγατρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος, για την ατομική της βάση·

       = το τυποποιημένο συνολικό ποσό του ανοίγματος σε κίνδυνο που υπολογίζεται από την οντότητα j σύμφωνα με την παράγραφο 5 με βάση την ενοποιημένη της κατάσταση ή, εάν η οντότητα j είναι αυτόνομο θυγατρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος, για την ατομική της βάση·

    x    = 72,5 %.

    7. Οι ακόλουθες διατάξεις εφαρμόζονται στους υπολογισμούς του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο χωρίς εφαρμογή του κατώτατου ορίου που αναφέρεται στην παράγραφο 4, και του τυποποιημένου συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο που αναφέρεται στην παράγραφο 5:

    α)οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στην παράγραφο 4 στοιχεία γ), γα), δ) και ε) περιλαμβάνουν τις απαιτήσεις που προκύπτουν από όλες τις επιχειρηματικές δραστηριότητες ενός ιδρύματος,

    β)τα ιδρύματα πολλαπλασιάζουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στην παράγραφο 4 στοιχεία β) έως ε) επί 12,5.»·

    24)στο άρθρο 92α παράγραφος 1, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «α) δείκτη βάσει επικινδυνότητας 18 %, που αντιστοιχεί στα ίδια κεφάλαια και τις επιλέξιμες υποχρεώσεις του ιδρύματος, εκφρασμένα ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3,»·

    25)στο άρθρο 102, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «4. Για τους σκοπούς του υπολογισμού των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αφοράς σύμφωνα με την προσέγγιση που αναφέρεται στο άρθρο 325 παράγραφος 1 στοιχείο β), οι θέσεις χαρτοφυλακίου συναλλαγών αποδίδονται σε μονάδες διαπραγμάτευσης που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 104β.»·

    26)το άρθρο 104 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 104
    Συμπερίληψη στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών

    1. Τα ιδρύματα διαθέτουν σαφώς καθορισμένες πολιτικές και διαδικασίες για τον προσδιορισμό των θέσεων που πρέπει να περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών με σκοπό τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων τους, σύμφωνα με το άρθρο 102 και το παρόν άρθρο, λαμβανομένων υπόψη των δυνατοτήτων και πρακτικών του ιδρύματος για τη διαχείριση των κινδύνων. Τα ιδρύματα τεκμηριώνουν πλήρως τη συμμόρφωσή τους με τις εν λόγω πολιτικές και διαδικασίες, τις υποβάλλουν σε εσωτερικό έλεγχο σε ετήσια τουλάχιστον βάση και θέτουν στη διάθεση των αρμόδιων αρχών τα αποτελέσματα του εν λόγω ελέγχου.

    2. Τα ιδρύματα αποδίδουν στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών τις θέσεις που κατέχουν στα ακόλουθα μέσα:

    α)μέσα τα οποία πληρούν τα κριτήρια, που καθορίζονται στο άρθρο 325 παράγραφοι 6, 7 και 8, για τη συμπερίληψη στο χαρτοφυλάκιο διαπραγμάτευσης εναλλακτικών συσχετίσεων (ACTP),

    β)μέσα τα οποία μπορεί να δημιουργήσουν καθαρή αρνητική πιστωτική θέση ή θέση σε μετοχές εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών, με εξαίρεση τις ίδιες υποχρεώσεις του ιδρύματος, εκτός εάν οι εν λόγω θέσεις πληρούν τα κριτήρια που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο ε),

    γ)μέσα που προκύπτουν από δεσμεύσεις αναδοχής τίτλων, όταν οι εν λόγω δεσμεύσεις αναδοχής σχετίζονται μόνο με τους τίτλους που αναμένεται να αγοράσει πράγματι το ίδρυμα κατά την ημερομηνία διακανονισμού,

    δ)χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις που κατατάσσονται σαφώς ως προοριζόμενα για διαπραγμάτευση βάσει του λογιστικού πλαισίου που εφαρμόζεται στο ίδρυμα,

    ε)μέσα που προκύπτουν από δραστηριότητες ειδικής διαπραγμάτευσης,

    στ)οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων τους οποίους κατέχουν με σκοπό τη διαπραγμάτευση, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων πληρούν τουλάχιστον μία από τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 7,

    ζ)εισηγμένες μετοχές,

    η)συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων σχετιζόμενες με διαπραγμάτευση,

    θ)δικαιώματα προαίρεσης ή άλλα παράγωγα, που ενσωματώνονται στις ίδιες υποχρεώσεις του ιδρύματος ή από άλλα μέσα εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών που σχετίζονται με τον πιστωτικό κίνδυνο ή τον κίνδυνο μετοχών.

    Για τους σκοπούς του στοιχείου β), ένα ίδρυμα έχει καθαρή αρνητική θέση σε μετοχές όταν η μείωση της τιμής της μετοχής συνεπάγεται κέρδος για το ίδρυμα. Ένα ίδρυμα έχει καθαρή αρνητική πιστωτική θέση όταν η αύξηση του πιστωτικού περιθωρίου ή η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του εκδότη ή της ομάδας εκδοτών συνεπάγεται κέρδος για το ίδρυμα. Τα ιδρύματα παρακολουθούν σε διαρκή βάση εάν τα μέσα δημιουργούν καθαρή αρνητική πιστωτική θέση ή θέση σε μετοχές εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών.

    Για τους σκοπούς του στοιχείου θ), τα ιδρύματα διαχωρίζουν το ενσωματωμένο δικαίωμα προαίρεσης από την ίδια υποχρέωσή τους ή από το άλλο μέσο εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών που σχετίζεται με τον πιστωτικό κίνδυνο ή τον κίνδυνο μετοχών, και αποδίδουν την ίδια υποχρέωση ή το άλλο μέσο στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών ή εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών, κατά περίπτωση, σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

    3. Τα ιδρύματα δεν αποδίδουν θέσεις στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών στα εξής μέσα:

    α)μέσα που έχουν αποθηκευτεί προς τιτλοποίηση,

    β)μέσα που σχετίζονται με την κατοχή ακινήτων/εταιρείες χαρτοφυλακίου ακινήτων,

    γ)μη εισηγμένες μετοχές,

    δ)μέσα που σχετίζονται με πιστώσεις λιανικής τραπεζικής και ΜΜΕ,

    ε)οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων άλλους από εκείνους που προσδιορίζονται στην παράγραφο 2 στοιχείο στ),

    στ)συμβάσεις παραγώγων και οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων με ένα ή περισσότερα από τα υποκείμενα μέσα που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως δ),

    ζ)μέσα προοριζόμενα για την αντιστάθμιση συγκεκριμένου κινδύνου μίας ή περισσότερων θέσεων σε μέσο που αναφέρεται στα στοιχεία α) έως στ),

    η)ίδιες υποχρεώσεις του ιδρύματος, εκτός εάν τα μέσα αυτά πληρούν τα κριτήρια που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο ε).

    4. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, ένα ίδρυμα μπορεί να αποδώσει θέση σε μέσο που αναφέρεται στα στοιχεία δ) έως θ) της εν λόγω παραγράφου εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών, υπό την προϋπόθεση της έγκρισης από την οικεία αρμόδια αρχή. Η αρμόδια αρχή δίνει την έγκρισή της εάν το ίδρυμα έχει αποδείξει επαρκώς στην αρχή ότι δεν κατέχει τη θέση με σκοπό τη διαπραγμάτευση ούτε με σκοπό την αντιστάθμιση θέσεων που κατέχονται με σκοπό τη διαπραγμάτευση.

    5. Εάν ένα ίδρυμα αποδώσει στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών θέση σε μέσο άλλο από τα μέσα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχεία α), β) ή γ), η οικεία αρμόδια αρχή δύναται να ζητήσει από το ίδρυμα να προσκομίσει στοιχεία που αιτιολογούν αυτή την απόδοση. Εάν το ίδρυμα δεν προσκομίσει ικανοποιητικά στοιχεία, η οικεία αρμόδια αρχή δύναται να ζητήσει από το ίδρυμα να μεταφέρει την εν λόγω θέση εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών.

    6. Εάν ένα ίδρυμα αποδώσει εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών θέση σε μέσο άλλο από τα μέσα που αναφέρονται στην παράγραφο 3, η οικεία αρμόδια αρχή δύναται να ζητήσει από το ίδρυμα να προσκομίσει στοιχεία που αιτιολογούν αυτή την απόδοση. Εάν το ίδρυμα δεν προσκομίσει ικανοποιητικά στοιχεία, η οικεία αρμόδια αρχή δύναται να ζητήσει από το ίδρυμα να μεταφέρει την εν λόγω θέση στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών.

    7. Ένα ίδρυμα αποδίδει στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών θέση σε οργανισμό συλλογικών επενδύσεων την οποία κατέχει με σκοπό τη διαπραγμάτευση εάν το ίδρυμα πληροί μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)το ίδρυμα μπορεί να εξασφαλίσει επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τα επιμέρους υποκείμενα ανοίγματα του ΟΣΕ,

    β)το ίδρυμα δεν μπορεί να εξασφαλίσει επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τα επιμέρους υποκείμενα ανοίγματα του ΟΣΕ, αλλά το ίδρυμα έχει γνώση του περιεχομένου της εντολής του ΟΣΕ και μπορεί να πληροφορείται καθημερινά τις τιμές των μεριδίων ή μετοχών για τον ΟΣΕ.

    8. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει περαιτέρω τη διαδικασία που πρέπει να χρησιμοποιούν τα ιδρύματα για τον υπολογισμό και την παρακολούθηση των καθαρών αρνητικών πιστωτικών θέσεων ή θέσεων σε μετοχές εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο β).

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί η ημερομηνία = 24 μήνες μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού].

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»·

    27)το άρθρο 104α τροποποιείται ως εξής:

    α)στην παράγραφο 1, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Η ΕΑΤ παρακολουθεί το φάσμα των εποπτικών πρακτικών και δημοσιεύει έως τις 28 Ιουνίου 2024 κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την έννοια των εξαιρετικών περιστάσεων για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου και της παραγράφου 5. Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές υιοθετούνται σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Έως ότου δημοσιεύσει η ΕΑΤ αυτές τις κατευθυντήριες γραμμές, οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην ΕΑΤ και αιτιολογούν τις αποφάσεις τους σχετικά με το αν επιτρέπουν σε ένα ίδρυμα να ανακατατάξει μια θέση ή όχι όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.»·

    β)η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «5. Η ανακατάταξη μιας θέσης σύμφωνα με το παρόν άρθρο είναι αμετάκλητη, εξαιρουμένων των εξαιρετικών περιστάσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.»·

    γ)προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 6:

    «6. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, ένα ίδρυμα δύναται να προχωρήσει σε ανακατάταξη μιας θέσης εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών σε θέση του χαρτοφυλακίου συναλλαγών σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 2 στοιχείο δ), χωρίς να ζητήσει άδεια από την οικεία αρμόδια αρχή. Σε αυτή την περίπτωση, οι απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 3 και 4 εξακολουθούν να ισχύουν για το ίδρυμα. Το ίδρυμα ενημερώνει πάραυτα την οικεία αρμόδια αρχή εάν προχωρήσει σε τέτοια ανακατάταξη.»·

    28)το άρθρο 104β τροποποιείται ως εξής:

    α)η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1. Για τους σκοπούς του υπολογισμού των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς σύμφωνα με την προσέγγιση που αναφέρεται στο άρθρο 325 παράγραφος 1 στοιχείο β), τα ιδρύματα συγκροτούν μονάδες διαπραγμάτευσης και αποδίδουν καθεμία από τις θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους και τις θέσεις εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους που αναφέρονται στις παραγράφους 5 και 6 σε μία από τις εν λόγω μονάδες διαπραγμάτευσης. Οι θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών αποδίδονται στην ίδια μονάδα διαπραγμάτευσης μόνον όταν οι εν λόγω θέσεις συμμορφώνονται με τη συμφωνηθείσα επιχειρηματική στρατηγική για την εν λόγω μονάδα διαπραγμάτευσης και αποτελούν αντικείμενο συνεπούς διαχείρισης και παρακολούθησης σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.»·

    β)προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι 5 και 6:

    «5. Για να υπολογίσουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς, τα ιδρύματα αποδίδουν καθεμία από τις θέσεις εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους που υπόκεινται σε κίνδυνο συναλλάγματος ή κίνδυνο βασικού εμπορεύματος σε μονάδες διαπραγμάτευσης συγκροτούμενες σύμφωνα με την παράγραφο 1 οι οποίες διαχειρίζονται κινδύνους που είναι παρεμφερείς με των εν λόγω θέσεων.

    6. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 5, τα ιδρύματα δύνανται, κατά τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς, να συγκροτούν μία ή περισσότερες μονάδες διαπραγμάτευσης στις οποίες αποδίδουν αποκλειστικά θέσεις εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών που υπόκεινται σε κίνδυνο συναλλάγματος ή κίνδυνο βασικού εμπορεύματος. Οι εν λόγω μονάδες διαπραγμάτευσης δεν υπόκεινται στις απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 1, 2 και 3.»·

    29)παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 104γ:

    «Άρθρο 104γ
    Αντιμετώπιση των αντισταθμίσεων κινδύνου συναλλάγματος των δεικτών κεφαλαίου

    1. Ένα ίδρυμα που έχει λάβει σκοπίμως θέση κινδύνου με σκοπό την αντιστάθμιση, τουλάχιστον εν μέρει, των δυσμενών μεταβολών των συναλλαγματικών ισοτιμιών στους δείκτες κεφαλαίου του όπως αναφέρονται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ) δύναται, εφόσον έχει δοθεί άδεια από τις αρμόδιες αρχές, να εξαιρέσει την εν λόγω θέση κινδύνου από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο συναλλάγματος που ορίζονται στο άρθρο 325 παράγραφος 1, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)το μέγιστο ποσό της θέσης κινδύνου που εξαιρείται από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς περιορίζεται στο ποσό της θέσης κινδύνου που εξουδετερώνει την ευαισθησία οποιουδήποτε από τους δείκτες κεφαλαίων στις δυσμενείς μεταβολές των συναλλαγματικών ισοτιμιών,

    β)η θέση κινδύνου εξαιρείται από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς για διάστημα τουλάχιστον 6 μηνών,

    γ)το ίδρυμα έχει εφαρμόσει κατάλληλο πλαίσιο διαχείρισης κινδύνων για την αντιστάθμιση των δυσμενών μεταβολών των συναλλαγματικών ισοτιμιών στους δείκτες κεφαλαίων του, συμπεριλαμβανομένης σαφούς στρατηγικής και δομής διακυβέρνησης για την αντιστάθμιση,

    δ)το ίδρυμα έχει υποβάλει στις αρμόδιες αρχές αιτιολόγηση για την εξαίρεση μιας θέσης κινδύνου από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς, τα λεπτομερή στοιχεία της εν λόγω θέσης κινδύνου και το ποσό που εξαιρείται από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς.

    2. Κάθε εξαίρεση θέσεων κινδύνου από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς σύμφωνα με την παράγραφο 1 εφαρμόζεται με συνέπεια.

    3. Οι αρμόδιες αρχές εγκρίνουν τυχόν αλλαγές που επιφέρει το ίδρυμα στο πλαίσιο διαχείρισης κινδύνων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ), και στα λεπτομερή στοιχεία των θέσεων κινδύνου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο δ).

    4. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

    α)τις θέσεις κινδύνου που μπορεί σκοπίμως να λάβει ένα ίδρυμα με σκοπό την αντιστάθμιση, τουλάχιστον εν μέρει, των δυσμενών μεταβολών των συναλλαγματικών ισοτιμιών στους δείκτες κεφαλαίου του ιδρύματος που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο·

    β)πώς προσδιορίζεται το μέγιστο ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) και τον τρόπο με τον οποίο ένα ίδρυμα εξαιρεί αυτό το ποσό για κάθε μία από τις προσεγγίσεις που περιγράφονται στο άρθρο 325 παράγραφος 1·

    γ)τα κριτήρια που πρέπει να πληροί το πλαίσιο διαχείρισης κινδύνων του ιδρύματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ), προκειμένου να θεωρείται κατάλληλο για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί η ημερομηνία = 2 έτη μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού].

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»·

    30)το άρθρο 106 τροποποιείται ως εξής:

    α)το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Τόσο η εσωτερική αντιστάθμιση κινδύνου που αναγνωρίζεται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο όσο και το πιστωτικό παράγωγο που έχει συνομολογηθεί με τον τρίτο περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς. Για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς με χρήση της προσέγγισης που ορίζεται στο άρθρο 325 παράγραφος 1 στοιχείο β), αμφότερες οι θέσεις αποδίδονται στην ίδια μονάδα διαπραγμάτευσης που έχει συγκροτηθεί σύμφωνα με το άρθρο 104β παράγραφος 1 και διαχειρίζεται παρεμφερείς κινδύνους.»·

    β)το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Τόσο η εσωτερική αντιστάθμιση κινδύνου που αναγνωρίζεται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο όσο και το παράγωγο επί μετοχών που έχει συνομολογηθεί με τον επιλέξιμο τρίτο πάροχο προστασίας περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών για τους σκοπούς του υπολογισμού των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς. Για τους σκοπούς του υπολογισμού των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς με χρήση της προσέγγισης που ορίζεται στο άρθρο 325 παράγραφος 1 στοιχείο β), αμφότερες οι θέσεις αποδίδονται στην ίδια μονάδα διαπραγμάτευσης που έχει συγκροτηθεί σύμφωνα με το άρθρο 104β παράγραφος 1 και διαχειρίζεται παρεμφερείς κινδύνους.»·

    γ)η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «5. Εάν το ίδρυμα αντισταθμίζει τα ανοίγματα στον κίνδυνο επιτοκίου εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών με μια θέση κινδύνου επιτοκίου που περιλαμβάνεται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών του, η εν λόγω θέση κινδύνου επιτοκίου θεωρείται εσωτερική αντιστάθμιση κινδύνου για την εκτίμηση του κινδύνου επιτοκίου που προκύπτει από θέσεις εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών σύμφωνα με τα άρθρα 84 και 98 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς με χρήση της προσέγγισης που αναφέρεται στο άρθρο 325 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ), η θέση κινδύνου επιτοκίου έχει αποδοθεί σε χαρτοφυλάκιο χωριστό από τις άλλες θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών, η επιχειρηματική στρατηγική του οποίου είναι αφιερωμένη αποκλειστικά στη διαχείριση και την άμβλυνση του κινδύνου αγοράς στις εσωτερικές αντισταθμίσεις κινδύνου των ανοιγμάτων σε κίνδυνο επιτοκίου· για τον σκοπό αυτό·

    β)για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς με χρήση της προσέγγισης που ορίζεται στο άρθρο 325 παράγραφος 1 στοιχείο β), η θέση έχει αποδοθεί σε μονάδα διαπραγμάτευσης που έχει συγκροτηθεί σύμφωνα με το άρθρο 104β, η επιχειρηματική στρατηγική της οποίας είναι αφιερωμένη αποκλειστικά στη διαχείριση και την άμβλυνση του κινδύνου αγοράς στις εσωτερικές αντισταθμίσεις κινδύνου των ανοιγμάτων σε κίνδυνο επιτοκίου·

    γ)το ίδρυμα έχει πλήρως τεκμηριώσει πώς η θέση μετριάζει τον κίνδυνο επιτοκίου που απορρέει από θέσεις εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών για τους σκοπούς των απαιτήσεων που προβλέπονται στα άρθρα 84 και 98 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.»·

    δ)παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι 5α και 5β:

    «5α. Για τους σκοπούς της παραγράφου 5 στοιχείο α), το ίδρυμα μπορεί να αποδώσει στο εν λόγω χαρτοφυλάκιο άλλες θέσεις κινδύνου επιτοκίου που έχουν συνομολογηθεί με τρίτους, ή με το δικό του χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, εφόσον το ίδρυμα αντισταθμίζει απολύτως τον κίνδυνο αγοράς αυτών των θέσεων κινδύνου επιτοκίου που έχει συνομολογήσει με το δικό του χαρτοφυλάκιο συναλλαγών συνομολογώντας αντίθετες θέσεις κινδύνου επιτοκίου με τρίτους.

    5β. Ισχύουν οι ακόλουθες απαιτήσεις για τη μονάδα διαπραγμάτευσης που αναφέρεται στην παράγραφο 5 στοιχείο β):

    α)η συγκεκριμένη μονάδα διαπραγμάτευσης μπορεί να περιλαμβάνει άλλες θέσεις κινδύνου επιτοκίου που έχουν συνομολογηθεί με τρίτους ή με άλλες μονάδες διαπραγμάτευσης του ιδρύματος, εφόσον οι εν λόγω θέσεις πληρούν τις απαιτήσεις για συμπερίληψη στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών που αναφέρεται στο άρθρο 104 και οι εν λόγω άλλες μονάδες διαπραγμάτευσης αντισταθμίζουν απολύτως τον κίνδυνο αγοράς αυτών των άλλων θέσεων κινδύνου επιτοκίου συνομολογώντας αντίθετες θέσεις κινδύνου επιτοκίου με τρίτους·

    β)δεν αποδίδονται στη συγκεκριμένη μονάδα διαπραγμάτευσης θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών άλλες από τις αναφερόμενες στο στοιχείο α)·

    γ)κατά παρέκκλιση από το άρθρο 104β, η συγκεκριμένη μονάδα διαπραγμάτευσης δεν υπόκειται στις απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 1, 2 και 3 του εν λόγω άρθρου.»·

    ε)οι παράγραφοι 6 και 7 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «6. Οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς όλων των θέσεων που έχουν αποδοθεί στο χωριστό χαρτοφυλάκιο που αναφέρεται στην παράγραφο 5 στοιχείο α), ή στη μονάδα διαπραγμάτευσης που αναφέρεται στο στοιχείο β) της ίδιας παραγράφου, υπολογίζονται σε αυτόνομη βάση, συμπληρωματικά προς τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τις άλλες θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών.

    7. Όταν ένα ίδρυμα αντισταθμίζει άνοιγμα που ενέχει κίνδυνο CVA χρησιμοποιώντας παράγωγο μέσο που έχει συνομολογηθεί με το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών του, η θέση στο εν λόγω παράγωγο μέσο αναγνωρίζεται ως εσωτερική αντιστάθμιση για το άνοιγμα που ενέχει κίνδυνο CVA για τον σκοπό του υπολογισμού των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τους κινδύνους CVA σύμφωνα με τις προσεγγίσεις που ορίζονται στα άρθρα 383 και 384, όταν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)η θέση παραγώγων αναγνωρίζεται ως αποδεκτή αντιστάθμιση σύμφωνα με το άρθρο 386·

    β)εάν η θέση παραγώγων υπόκειται σε κάποια από τις απαιτήσεις που θεσπίζονται στο άρθρο 325γ παράγραφος 2 στοιχεία β) ή γ), ή στο άρθρο 325ε παράγραφος 1 στοιχείο γ), το ίδρυμα αντισταθμίζει απολύτως τον κίνδυνο αγοράς αυτής της θέσης παραγώγων συνομολογώντας αντίθετες θέσεις με τρίτους.

    Η αντίθετη θέση στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών της εσωτερικής αντιστάθμισης που αναγνωρίζεται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, περιλαμβάνεται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών του ιδρύματος για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς.»·

    31)στο άρθρο 107, οι παράγραφοι 1, 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1. Τα ιδρύματα εφαρμόζουν είτε την τυποποιημένη προσέγγιση που προβλέπεται στο κεφάλαιο 2 είτε, εφόσον το επιτρέπουν οι αρμόδιες αρχές βάσει του άρθρου 143, την προσέγγιση εσωτερικών διαβαθμίσεων (IRΒ) που προβλέπεται στο κεφάλαιο 3 προκειμένου να υπολογίσουν τα ποσά των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων τους για τους σκοπούς του άρθρου 92 παράγραφος 4 στοιχεία α) και στ).

    2. Για τα ανοίγματα διαπραγμάτευσης και για τις εισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης έναντι κεντρικού αντισυμβαλλομένου, τα ιδρύματα εφαρμόζουν την αντιμετώπιση που ορίζεται στο κεφάλαιο 6 τμήμα 9 προκειμένου να υπολογίσουν τα ποσά των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων τους για τους σκοπούς του άρθρου 92 παράγραφος 4 στοιχεία α) και στ). Για όλα τα άλλα είδη ανοίγματος έναντι κεντρικού αντισυμβαλλομένου, τα ιδρύματα αντιμετωπίζουν τα εν λόγω ανοίγματα ως εξής:

    α)ως ανοίγματα έναντι ιδρύματος για άλλα είδη ανοίγματος έναντι επιλέξιμου κεντρικού αντισυμβαλλομένου,

    β)ως ανοίγματα έναντι επιχείρησης για άλλα είδη ανοίγματος έναντι μη επιλέξιμου κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

    3. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων επενδύσεων τρίτης χώρας και τα ανοίγματα έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων τρίτης χώρας και τα ανοίγματα έναντι γραφείων συμψηφισμού και χρηματιστηρίων τρίτης χώρας, καθώς και τα ανοίγματα έναντι χρηματοδοτικών ιδρυμάτων τρίτης χώρας που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύονται από τις αρχές τρίτης χώρας και τα οποία υπόκεινται σε απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας συγκρίσιμες με εκείνες που εφαρμόζονται στα ιδρύματα όσον αφορά την ευρωστία, αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι ιδρύματος μόνον εάν η τρίτη χώρα εφαρμόζει προληπτικές και εποπτικές απαιτήσεις στην εν λόγω οντότητα, οι οποίες είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με τις ισχύουσες στην Ένωση.»·

    32)το άρθρο 108 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 108
    Χρήση των τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου δυνάμει της τυποποιημένης προσέγγισης και της προσέγγισης εσωτερικών διαβαθμίσεων (IRB) για τον πιστωτικό κίνδυνο και τον κίνδυνο απομείωσης αξίας

    1. Για ανοίγματα στα οποία ένα ίδρυμα εφαρμόζει την τυποποιημένη προσέγγιση δυνάμει του Κεφαλαίου 2 ή την προσέγγιση εσωτερικών διαβαθμίσεων (IRB) δυνάμει του Κεφαλαίου 3 αλλά δεν χρησιμοποιεί εσωτερικές εκτιμήσεις για τον υπολογισμό της ποσοστιαίας ζημίας σε περίπτωση αθέτησης (LGD) δυνάμει του άρθρου 143, το ίδρυμα μπορεί να λαμβάνει υπόψη την επίδραση της χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας (FCP) σύμφωνα με το κεφάλαιο 4 στον υπολογισμό των ποσών των σταθμισμένων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 92 παράγραφος 4 στοιχεία α) και στ) ή, κατά περίπτωση, των αναμενόμενων ζημιών (ΑΖ) για τους σκοπούς του υπολογισμού που αναφέρεται στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο δ) και στο άρθρο 62 στοιχείο γ).

    2. Για ανοίγματα στα οποία ένα ίδρυμα εφαρμόζει την προσέγγιση IRB χρησιμοποιώντας εσωτερικές εκτιμήσεις της LGD δυνάμει του άρθρου 143, το ίδρυμα μπορεί να λαμβάνει υπόψη την επίδραση της FCP στα ποσά των σταθμισμένων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων και των αναμενόμενων ζημιών σύμφωνα με το κεφάλαιο 3.

    2α. Όταν ένα ίδρυμα εφαρμόζει την προσέγγιση IRB χρησιμοποιώντας εσωτερικές εκτιμήσεις της LGD δυνάμει του άρθρου 143 τόσο για το αρχικό άνοιγμα όσο και για συγκρίσιμα άμεσα ανοίγματα έναντι του παρόχου προστασίας, το ίδρυμα μπορεί να λαμβάνει υπόψη την επίδραση της μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας (UFCP) στα ποσά των σταθμισμένων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων και στις αναμενόμενες ζημίες σύμφωνα με το κεφάλαιο 3. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, το ίδρυμα μπορεί να λαμβάνει υπόψη την επίδραση της μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας (UFCP) στα ποσά των σταθμισμένων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων και στις αναμενόμενες ζημίες σύμφωνα με το κεφάλαιο 4.

    3. Με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που ορίζονται στην παράγραφο 4, τα δάνεια λιανικής μπορούν να θεωρούνται ανοίγματα εξασφαλισμένα με υποθήκη επί ακινήτου κατοικίας αντί να αντιμετωπίζονται ως καλυπτόμενα από εγγύηση ανοίγματα για τους σκοπούς του τρίτου μέρους τίτλος II κεφάλαια 2, 3 και 4 κατά περίπτωση, όταν σε ένα κράτος μέλος πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις για τα εν λόγω δάνεια λιανικής:

    α)η πλειονότητα των δανείων σε φυσικά πρόσωπα για την αγορά ακινήτων κατοικίας στο συγκεκριμένο κράτος μέλος δεν χορηγούνται υπό τη νομική μορφή των ενυπόθηκων δανείων·

    β)η πλειονότητα των δανείων σε ιδιώτες για την αγορά ακινήτων κατοικίας στο συγκεκριμένο κράτος μέλος είναι εγγυημένα από εγγυητή με πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο για τον σκοπό αυτό ΕΟΠΑ που αντιστοιχεί στην πρώτη ή δεύτερη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας, ο οποίος υποχρεούται να αποπληρώσει εξ ολοκλήρου το ίδρυμα σε περίπτωση αθέτησης του αρχικού δανειολήπτη·

    γ)το ίδρυμα έχει το νόμιμο δικαίωμα να υποθηκεύσει το ακίνητο κατοικίας σε περίπτωση αδυναμίας του εγγυητή που αναφέρεται στο στοιχείο β).

    Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ΕΑΤ όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) στις εθνικές επικράτειες των δικαιοδοσιών τους, και παρέχουν τα ονόματα των επιλέξιμων εγγυητών για την εν λόγω αντιμετώπιση που πληρούν τις προϋποθέσεις της παρούσας παραγράφου και της παραγράφου 4.

    Η ΕΑΤ δημοσιεύει τον κατάλογο όλων των επιλέξιμων εγγυητών στον δικτυακό τόπο της και επικαιροποιεί τον εν λόγω κατάλογο ετησίως.

    4. Για τους σκοπούς της παραγράφου 3, τα δάνεια που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο μπορούν να αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα εξασφαλισμένα με υποθήκη επί ακινήτου κατοικίας αντί να αντιμετωπίζονται ως καλυπτόμενα από εγγύηση ανοίγματα, όταν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)για άνοιγμα που αντιμετωπίζεται βάσει της τυποποιημένης προσέγγισης, το άνοιγμα πληροί όλες τις προϋποθέσεις για να υπαχθεί στην κατηγορία ανοιγμάτων «ανοίγματα εξασφαλισμένα με υποθήκες επί ακίνητης περιουσίας» στο πλαίσιο της τυποποιημένης προσέγγισης σύμφωνα με τα άρθρα 124 και 125, με εξαίρεση την προϋπόθεση ότι το ίδρυμα που χορηγεί το δάνειο δεν έχει υποθηκεύσει το ακίνητο κατοικίας·

    β)για άνοιγμα που αντιμετωπίζεται βάσει της προσέγγισης IRB, το άνοιγμα πληροί όλες τις προϋποθέσεις για να υπαχθεί στην κατηγορία ανοιγμάτων «ανοίγματα λιανικής τραπεζικής που είναι εξασφαλισμένα με ακίνητα κατοικίας» στο πλαίσιο της IRB σύμφωνα με το άρθρο 147 παράγραφος 2 στοιχείο δ) σημείο ii), με εξαίρεση την προϋπόθεση ότι το ίδρυμα που χορηγεί το δάνειο δεν έχει υποθηκεύσει το ακίνητο·

    γ)δεν υφίσταται ενυπόθηκη απαίτηση επί του ακινήτου κατοικίας όταν χορηγείται το δάνειο και ο πιστούχος δεσμεύεται συμβατικά να μη χορηγήσει ενυπόθηκες απαιτήσεις χωρίς τη συγκατάθεση του ιδρύματος που χορήγησε αρχικώς το δάνειο·

    δ)ο εγγυητής είναι επιλέξιμος πάροχος πιστωτικής προστασίας όπως αναφέρεται στο άρθρο 201, και ο εγγυητής διαθέτει πιστοληπτική αξιολόγηση από ΕΟΠΑ που αντιστοιχεί στην πρώτη ή δεύτερη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας·

    ε)ο εγγυητής είναι ίδρυμα ή οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα που υπόκειται σε κεφαλαιακές απαιτήσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με τις εφαρμοζόμενες σε ιδρύματα ή ασφαλιστικές επιχειρήσεις·

    στ)ο εγγυητής έχει συστήσει πλήρως χρηματοδοτούμενο αμοιβαίο κεφάλαιο εγγύησης ή άλλο ισοδύναμο προστατευτικό μέσο για τις ασφαλιστικές εταιρείες προς απορρόφηση των ζημιών πιστωτικού κινδύνου, των οποίων η βαθμονόμηση επανεξετάζεται περιοδικώς από τις αρμόδιες αρχές και υποβάλλεται σε ετήσια άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων·

    ζ)το ίδρυμα έχει το νόμιμο και συμβατικό δικαίωμα να υποθηκεύσει το ακίνητο κατοικίας σε περίπτωση αδυναμίας του εγγυητή·

    η)το ίδρυμα που αποφασίζει να ασκήσει την επιλογή που προβλέπεται στην παράγραφο 3 για δεδομένο επιλέξιμο εγγυητή βάσει του μηχανισμού που αναφέρεται στην παράγραφο 3, την ασκεί για το σύνολο των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής τα οποία καλύπτονται από τον εν λόγω εγγυητή στο πλαίσιο του εν λόγω μηχανισμού.»·

    33)παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 110α:

    «Άρθρο 110α
    Παρακολούθηση των συμβατικών ρυθμίσεων που δεν συνιστούν πιστοδοτήσεις

    Τα ιδρύματα παρακολουθούν τις συμβατικές ρυθμίσεις που πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 5 σημείο 9 δεύτερο εδάφιο στοιχεία α) έως ε), και τεκμηριώνουν επαρκώς στις αρμόδιες αρχές τη συμμόρφωσή τους με όλες τις εν λόγω προϋποθέσεις.»·

    34)το άρθρο 111 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 111
    Αξία ανοίγματος

    «1. Η αξία ανοίγματος ενός στοιχείου ενεργητικού ισούται με τη λογιστική αξία που απομένει μετά την εφαρμογή ειδικών προσαρμογών πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 110, πρόσθετων προσαρμογών αξίας σύμφωνα με το άρθρο 34 που σχετίζονται με τις δραστηριότητες εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών του ιδρύματος, ποσών που αφαιρούνται σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ) και άλλων μειώσεων των ιδίων κεφαλαίων που σχετίζονται με το στοιχείο ενεργητικού στο οποίο έχουν εφαρμοστεί.

    2. Η αξία ανοίγματος ενός στοιχείου εκτός ισολογισμού που περιλαμβάνεται στο παράρτημα I ισούται με το ακόλουθο ποσοστό της ονομαστικής αξίας του στοιχείου, κατόπιν αφαιρέσεως ειδικών προσαρμογών πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 110 και ποσών που αφαιρούνται σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ):

    α)100 % για τα στοιχεία του κλιμακίου 1·

    β)50 % για τα στοιχεία του κλιμακίου 2·

    γ)40 % για τα στοιχεία του κλιμακίου 3·

    δ)20 % για τα στοιχεία του κλιμακίου 4·

    ε)10 % για τα στοιχεία του κλιμακίου 5.

    3. Η αξία ανοίγματος μιας πιστοδότησης σε στοιχείο εκτός ισολογισμού όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2 ισούται με το μικρότερο από τα ακόλουθα ποσοστά της ονομαστικής αξίας της πιστοδότησης, κατόπιν αφαιρέσεως ειδικών προσαρμογών πιστωτικού κινδύνου και ποσών που αφαιρούνται σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ):

    α)το αναφερόμενο στην παράγραφο 2 ποσοστό που εφαρμόζεται στο στοιχείο επί του οποίου πραγματοποιείται η πιστοδότηση·

    β)το αναφερόμενο στην παράγραφο 2 ποσοστό που εφαρμόζεται στο είδος της πιστοδότησης.

    4. Για τις προσφερόμενες από ίδρυμα συμβατικές ρυθμίσεις, που δεν έχουν γίνει ακόμη δεκτές από τον πελάτη, και οι οποίες αποκτούν χαρακτήρα πιστοδότησης εάν γίνουν δεκτές από τον πελάτη, και για τις συμβατικές ρυθμίσεις που κανονικά θα χαρακτηρίζονταν ως πιστοδοτήσεις αλλά πληρούν τις προϋποθέσεις ώστε να μην αντιμετωπίζονται ως πιστοδοτήσεις, το ποσοστό που εφαρμόζεται στο εν λόγω είδος συμβατικής ρύθμισης είναι αυτό που προβλέπεται σύμφωνα με την παράγραφο 2.

    5. Όταν ένα ίδρυμα χρησιμοποιεί την αναλυτική μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων που αναφέρεται στο άρθρο 223, η αξία ανοίγματος των τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων που πωλούνται, παρέχονται ως εξασφάλιση ή ως δάνειο στο πλαίσιο μιας πράξης επαναγοράς ή μιας πράξης δανειοδοσίας/δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων και πράξεων δανεισμού περιθωρίου προσαυξάνεται κατά το ποσό της προσαρμογής μεταβλητότητας που αναλογεί σε τέτοιου είδους τίτλους ή βασικά εμπορεύματα, σύμφωνα με τα άρθρα 223 και 224.

    6. Η αξία ανοίγματος ενός παράγωγου μέσου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα ΙΙ προσδιορίζεται σύμφωνα με το κεφάλαιο 6 λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα συμβάσεων ανανέωσης και άλλων συμψηφιστικών συμφωνιών όπως ορίζεται στο κεφάλαιο 6. Η αξία ανοίγματος των πράξεων επαναγοράς, των συναλλαγών δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων, των πράξεων με μακρά προθεσμία διακανονισμού και των πράξεων δανεισμού περιθωρίου μπορεί να προσδιορίζεται σύμφωνα είτε με το κεφάλαιο 4 είτε με το κεφάλαιο 6.

    7. Όταν το άνοιγμα καλύπτεται από χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία, η αξία ανοίγματος μπορεί να τροποποιηθεί σύμφωνα με το κεφάλαιο 4.

    8. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

    α)τα κριτήρια που χρησιμοποιούν τα ιδρύματα για την κατάταξη των στοιχείων εκτός ισολογισμού, εξαιρουμένων των στοιχείων που περιλαμβάνονται ήδη στο παράρτημα Ι, στα κλιμάκια 1 έως 5 που αναφέρονται στο παράρτημα I·

    β)τους παράγοντες που ενδέχεται να περιορίζουν την ικανότητα των ιδρυμάτων να ακυρώνουν τις άνευ όρων ακυρώσιμες πιστοδοτήσεις που αναφέρονται στο παράρτημα I·

    γ)τη διαδικασία ενημέρωσης της ΕΑΤ σχετικά με την κατάταξη από τα ιδρύματα άλλων στοιχείων εκτός ισολογισμού που ενέχουν παρεμφερείς κινδύνους με εκείνους που αναφέρονται στο παράρτημα Ι.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί η ημερομηνία = 1 έτος μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού].

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»·

    35)στο άρθρο 112, το στοιχείο ια) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «ια) δανειακά ανοίγματα μειωμένης εξασφάλισης,»·

    36)το άρθρο 113 τροποποιείται ως εξής:

    α)η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1. Για τον υπολογισμό των ποσών των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων, εφαρμόζονται συντελεστές στάθμισης κινδύνου σε όλα τα ανοίγματα, εκτός εάν τα εν λόγω ανοίγματα έχουν αφαιρεθεί από τα ίδια κεφάλαια, σύμφωνα με το τμήμα 2, βάσει της κατηγορίας στην οποία υπάγονται τα εν λόγω ανοίγματα και, στον βαθμό που ορίζεται στο τμήμα 2, βάσει της πιστωτικής ποιότητας των εν λόγω ανοιγμάτων. Η πιστωτική ποιότητα είναι δυνατόν να προσδιορίζεται με βάση τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις που πραγματοποιούνται από ΕΟΠΑ ή τη διαβάθμιση από οργανισμούς εξαγωγικών πιστώσεων σύμφωνα με το τμήμα 3. Με εξαίρεση τα ανοίγματα που ταξινομούνται στις κατηγορίες ανοιγμάτων που ορίζονται στο άρθρο 112 στοιχεία α), β), γ) και ε), εάν η εκτίμηση βάσει του άρθρου 79 στοιχείο β) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ αποτυπώνει χαρακτηριστικά υψηλότερου κινδύνου από εκείνα που αντιστοιχούν στην πιστοληπτική αξιολόγηση του καθορισμένου για τον σκοπό αυτό ΕΟΠΑ ή του οργανισμού εξαγωγικών πιστώσεων, το ίδρυμα αποδίδει συντελεστή στάθμισης κινδύνου υψηλότερης, κατά μία τουλάχιστον βαθμίδα, πιστωτικής ποιότητας έναντι του συντελεστή στάθμισης κινδύνου που συνεπάγεται η πιστοληπτική αξιολόγηση του καθορισμένου για το σκοπό αυτό ΕΟΠΑ ή του οργανισμού εξαγωγικών πιστώσεων.»·

    β)η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «3. Όταν ένα άνοιγμα υπόκειται σε πιστωτική προστασία, η αξία ανοίγματος ή ο εφαρμοζόμενος συντελεστής στάθμισης κινδύνου που αποδίδεται στο εν λόγω άνοιγμα, κατά περίπτωση, μπορεί να τροποποιηθεί σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο και το κεφάλαιο 4.»·

    37)στο άρθρο 119, οι παράγραφοι 2 και 3 απαλείφονται·

    38)στο άρθρο 120, οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1. Στα ανοίγματα που έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο για τον σκοπό αυτό ΕΟΠΑ εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με τον πίνακα 3 που αντιστοιχεί στην πιστοληπτική αξιολόγηση του ΕΟΠΑ σύμφωνα με το άρθρο 136.

    Πίνακας 3

    Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας

    1

    2

    3

    4

    5

    6

    Συντελεστής στάθμισης κινδύνου

    20 %

    30 %

    50 %

    100 %

    100 %

    150 %

    2. Στα ανοίγματα με αρχική ληκτότητα ίση ή μικρότερη των τριών μηνών που έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο για τον σκοπό αυτό ΕΟΠΑ και στα ανοίγματα που προκύπτουν από τη διασυνοριακή κυκλοφορία εμπορευμάτων με αρχική ληκτότητα ίση ή μικρότερη των έξι μηνών που έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο για το σκοπό αυτό ΕΟΠΑ, εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με τον πίνακα 4 που αντιστοιχεί στην πιστοληπτική αξιολόγηση του ΕΟΠΑ σύμφωνα με το άρθρο 136.

    Πίνακας 4

    Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας

    1

    2

    3

    4

    5

    6

    Συντελεστής στάθμισης κινδύνου

    20 %

    20 %

    20 %

    50 %

    50 %

    150 %

    39)το άρθρο 121 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 121
    Ανοίγματα έναντι μη διαβαθμισμένων ιδρυμάτων

    1. Ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων για τα οποία δεν διατίθεται πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο για τον σκοπό αυτό ΕΟΠΑ κατατάσσονται σε μία από τις ακόλουθες βαθμίδες:

    α)εάν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις, τα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων κατατάσσονται στη βαθμίδα Α:

    i)το ίδρυμα έχει επαρκή ικανότητα να ανταποκριθεί στις οικονομικές του υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων των αποπληρωμών κεφαλαίου και τόκων, εγκαίρως, για την προβλεπόμενη διάρκεια ζωής των στοιχείων ενεργητικού ή ανοιγμάτων και ανεξάρτητα από τους οικονομικούς κύκλους και τις επιχειρηματικές συνθήκες,

    ii)το ίδρυμα πληροί ή υπερβαίνει την απαίτηση που ορίζεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1, τις ειδικές απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 104α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας που ορίζεται στο άρθρο 128 σημείο 6 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και οποιεσδήποτε ισοδύναμες ή πρόσθετες τοπικές εποπτικές ή κανονιστικές απαιτήσεις σε τρίτες χώρες, εφόσον οι εν λόγω απαιτήσεις δημοσιεύονται και καλύπτονται από κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, κεφάλαιο της κατηγορίας 1 ή ίδια κεφάλαια,

    iii)οι πληροφορίες σχετικά με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο σημείο ii) δημοσιοποιούνται ή διατίθενται με άλλο τρόπο,

    iv)από την αξιολόγηση που διενεργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 79 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ δεν προέκυψε ότι το ίδρυμα δεν πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στα σημεία i) και ii)·

    β)εάν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις και τουλάχιστον μία από τις προϋποθέσεις του στοιχείου α) δεν πληρούται, τα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων κατατάσσονται στη βαθμίδα Β:

    i)το ίδρυμα υπόκειται σε σημαντικό πιστωτικό κίνδυνο, συμπεριλαμβανομένης της εξάρτησης των ικανοτήτων αποπληρωμής από σταθερούς ή ευνοϊκούς οικονομικούς ή επιχειρηματικούς όρους,

    ii)το ίδρυμα πληροί ή υπερβαίνει την απαίτηση που ορίζεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1, τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 458 και 459, τις ειδικές απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 104α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και οποιεσδήποτε ισοδύναμες ή πρόσθετες τοπικές εποπτικές ή κανονιστικές απαιτήσεις, εφόσον οι εν λόγω απαιτήσεις δημοσιεύονται και καλύπτονται από κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, κεφάλαιο της κατηγορίας 1 και ίδια κεφάλαια,

    iii)οι πληροφορίες σχετικά με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο σημείο ii) δημοσιοποιούνται ή διατίθενται με άλλο τρόπο,

    iv)από την αξιολόγηση που διενεργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 79 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ δεν προέκυψε ότι το ίδρυμα δεν πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στα σημεία i) και ii).

    Για τους σκοπούς του σημείου ii), οι ισοδύναμες ή πρόσθετες τοπικές εποπτικές ή κανονιστικές απαιτήσεις δεν περιλαμβάνουν κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας ισοδύναμα με εκείνα που ορίζονται στο άρθρο 128 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

    γ)εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για κατάταξη στη βαθμίδα Α ή Β ή εάν πληρούται οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις, τα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων κατατάσσονται στη βαθμίδα Γ:

    i)το ίδρυμα παρουσιάζει σημαντικούς κινδύνους αθέτησης και περιορισμένα περιθώρια ασφαλείας,

    ii)δυσμενείς επιχειρηματικές, χρηματοπιστωτικές ή οικονομικές συνθήκες είναι πολύ πιθανό να οδηγήσουν ή έχουν οδηγήσει σε αδυναμία του ιδρύματος να ανταποκριθεί στις οικονομικές του υποχρεώσεις,

    iii)όταν εκ του νόμου απαιτούνται ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις για το ίδρυμα, ο εξωτερικός ελεγκτής έχει εκδώσει αρνητική ελεγκτική γνώμη ή έχει εκφράσει ουσιαστικές αμφιβολίες στις οικονομικές καταστάσεις ή στις ελεγμένες εκθέσεις του εντός των προηγούμενων 12 μηνών σχετικά με την ικανότητα του ιδρύματος να εξακολουθήσει να αποτελεί ίδρυμα που διατηρείται σε λειτουργία.

    2. Στα ανοίγματα που κατατάσσονται στις βαθμίδες Α, Β ή Γ σύμφωνα με την παράγραφο 1 εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου ως εξής:

    α)στα ανοίγματα των βαθμίδων Α, Β ή Γ που πληρούν οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου για τα βραχυπρόθεσμα ανοίγματα σύμφωνα με τον πίνακα 5:

    i)το άνοιγμα έχει αρχική ληκτότητα ίση ή μικρότερη των τριών μηνών,

    ii)το άνοιγμα έχει αρχική ληκτότητα ίση ή μικρότερη των έξι μηνών και προκύπτει από τη διακίνηση αγαθών πέραν των εθνικών συνόρων·

    β)στα ανοίγματα της βαθμίδας Α που δεν είναι βραχυπρόθεσμα εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 30 % εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    i)το άνοιγμα δεν πληροί καμία από τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο στοιχείο α),

    ii)ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος είναι ίσος με ή μεγαλύτερος από 14 %,

    iii)ο δείκτης μόχλευσης του ιδρύματος είναι μεγαλύτερος από 5 %·

    γ)στα ανοίγματα των βαθμίδων Α, Β ή Γ που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του στοιχείου α) ή β) εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με τον πίνακα 5.

    Όταν ένα άνοιγμα έναντι ιδρύματος δεν είναι εκφρασμένο στο εγχώριο νόμισμα της δικαιοδοσίας σύστασης του συγκεκριμένου ιδρύματος, ή όταν το εν λόγω ίδρυμα έχει καταχωρίσει την πιστωτική υποχρέωση σε υποκατάστημα σε διαφορετική δικαιοδοσία και το άνοιγμα δεν είναι εκφρασμένο στο εγχώριο νόμισμα της δικαιοδοσίας στην οποία λειτουργεί το υποκατάστημα, ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου που εφαρμόζεται σύμφωνα με τα στοιχεία α), β) ή γ), κατά περίπτωση, σε ανοίγματα εκτός από ανοίγματα με ληκτότητα ίση ή μικρότερη του ενός έτους τα οποία προέρχονται από αυτοεξοφλούμενα, σχετιζόμενα με συναλλαγές ενδεχόμενα στοιχεία τα οποία προκύπτουν από τη διακίνηση αγαθών πέραν των εθνικών συνόρων δεν είναι μικρότερος από τον συντελεστή στάθμισης κινδύνου ενός ανοίγματος έναντι της κεντρικής κυβέρνησης της χώρας στην οποία έχει συσταθεί το ίδρυμα.

    Πίνακας 5

    Εκτίμηση των πιστωτικών κινδύνων

    Βαθμίδα Α

    Βαθμίδα B

    Βαθμίδα Γ

    Συντελεστής στάθμισης κινδύνου για βραχυπρόθεσμα ανοίγματα

    20 %

    50 %

    75 %

    Συντελεστής στάθμισης κινδύνου

    40 %

    75 %

    150 %

    »·

    40)το άρθρο 122 τροποποιείται ως εξής:

    α)στην παράγραφο 1 ο πίνακας 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Πίνακας 6

    Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας

    1

    2

    3

    4

    5

    6

    Συντελεστής στάθμισης κινδύνου

    20 %

    50 %

    75 %

    100 %

    150 %

    150 %

    »·

    β)η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Στα ανοίγματα για τα οποία δεν υπάρχει διαθέσιμη πιστοληπτική αξιολόγηση εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 100 %.»·

    41)παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 122α:

    «Άρθρο 122α
    Ανοίγματα ειδικού δανεισμού

    1. Στην κατηγορία των ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων που ορίζονται στο άρθρο 112 στοιχείο ζ), τα ιδρύματα πρέπει να προσδιορίζουν χωριστά ως ανοίγματα ειδικού δανεισμού τα ανοίγματα που φέρουν όλα τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

    α)το άνοιγμα αφορά οντότητα που συστάθηκε ειδικά για τη χρηματοδότηση ή λειτουργία ενσώματων περιουσιακών στοιχείων ή αποτελεί άνοιγμα που είναι οικονομικά συγκρίσιμο με τέτοιου είδους άνοιγμα·

    β)το άνοιγμα δεν είναι εξασφαλισμένο με ακίνητο ούτε συνδέεται άλλως με τη χρηματοδότηση ακίνητης περιουσίας·

    γ)οι συμβατικές ρυθμίσεις που διέπουν την υποχρέωση που σχετίζεται με το άνοιγμα παρέχουν στο ίδρυμα σημαντικό βαθμό ελέγχου επί των περιουσιακών στοιχείων και των εσόδων που αυτά παράγουν·

    δ)την πρωταρχική πηγή εξόφλησης της υποχρέωσης που σχετίζεται με το άνοιγμα αποτελούν τα έσοδα που παράγουν τα χρηματοδοτούμενα περιουσιακά στοιχεία και όχι η ανεξάρτητη ικανότητα μιας ευρύτερης εμπορικής επιχείρησης.

    2. Στα ανοίγματα ειδικού δανεισμού για τα οποία υπάρχει άμεσα εφαρμοστέα πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο για τον σκοπό αυτό ΕΟΠΑ εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με τον πίνακα 6αα:

    Πίνακας 6αα

    Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας

    1

    2

    3

    4

    5

    Συντελεστής στάθμισης κινδύνου

    20 %

    50 %

    75 %

    100 %

    150 %

    3. Τα ανοίγματα ειδικού δανεισμού για τα οποία δεν υπάρχει άμεσα εφαρμοστέα πιστοληπτική αξιολόγηση σταθμίζονται ως προς τον κίνδυνο ως εξής:

    α)όταν ο σκοπός του ανοίγματος ειδικού δανεισμού είναι η χρηματοδότηση της απόκτησης υλικών περιουσιακών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων πλοίων, αεροσκαφών, δορυφόρων, οχημάτων σιδηροδρόμων και στόλων οχημάτων, και τα έσοδα που θα παραχθούν από τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία λαμβάνουν τη μορφή ταμειακών ροών που παράγονται από τα συγκεκριμένα υλικά περιουσιακά στοιχεία που έχουν χρηματοδοτηθεί και ενεχυριαστεί ή εκχωρηθεί στον δανειστή από έναν ή περισσότερους τρίτους (“ανοίγματα χρηματοδότησης για αγορά υλικών περιουσιακών στοιχείων”), τα ιδρύματα εφαρμόζουν τους ακόλουθους συντελεστές στάθμισης κινδύνου:

    i)80 % όταν το άνοιγμα θεωρείται υψηλής ποιότητας, λαμβανομένων υπόψη όλων των ακόλουθων κριτηρίων:

    ο οφειλέτης μπορεί να ανταποκριθεί στις χρηματοοικονομικές του υποχρεώσεις, ακόμη και υπό πολύ ακραίες συνθήκες που οφείλονται στην παρουσία όλων των ακόλουθων χαρακτηριστικών:

    ·επαρκής λόγος ανοίγματος προς αξία του ανοίγματος·

    ·συντηρητικό προφίλ αποπληρωμής του ανοίγματος·

    ·ανάλογη εναπομένουσα διάρκεια ζωής των περιουσιακών στοιχείων κατά την πλήρη εξόφληση του ανοίγματος ή, εναλλακτικά, προσφυγή σε πάροχο προστασίας με υψηλή πιστοληπτική ικανότητα·

    ·χαμηλός κίνδυνος αναχρηματοδότησης του ανοίγματος από τον οφειλέτη ή ο εν λόγω κίνδυνος μετριάζεται επαρκώς από ανάλογη υπολειμματική αξία των περιουσιακών στοιχείων ή προσφυγή σε πάροχο προστασίας με υψηλή πιστοληπτική ικανότητα·

    ·ο οφειλέτης υπόκειται σε συμβατικούς περιορισμούς όσον αφορά τη δραστηριότητά του και τη δομή χρηματοδότησής του·

    ·ο οφειλέτης χρησιμοποιεί παράγωγα μόνο για σκοπούς μείωσης του κινδύνου·

    ·ορθή διαχείριση των σημαντικών λειτουργικών κινδύνων·

    οι συμβατικές ρυθμίσεις επί των περιουσιακών στοιχείων παρέχουν στους δανειστές υψηλό βαθμό προστασίας, συμπεριλαμβανομένων των εξής χαρακτηριστικών:

    ·οι δανειστές έχουν εκτελεστό δικαίωμα πρώτης τάξης επί των χρηματοδοτούμενων περιουσιακών στοιχείων και, κατά περίπτωση, επί των εσόδων που αυτά παράγουν·

    ·επιβάλλονται συμβατικοί περιορισμοί στην ικανότητα του οφειλέτη να προβεί σε οποιαδήποτε μεταβολή του περιουσιακού στοιχείου η οποία θα είχε αρνητικό αντίκτυπο στην αξία του·

    ·όταν το περιουσιακό στοιχείο βρίσκεται υπό κατασκευή, οι δανειστές έχουν εκτελεστό δικαίωμα πρώτης τάξης επί των περιουσιακών στοιχείων και των υποκείμενων συμβάσεων κατασκευής·

    τα χρηματοδοτούμενα περιουσιακά στοιχεία πληρούν όλα τα ακόλουθα πρότυπα ώστε να λειτουργούν με ορθό και αποτελεσματικό τρόπο:

    ·η τεχνολογία και ο σχεδιασμός του περιουσιακού στοιχείου υποβάλλονται σε δοκιμή·

    ·έχουν ληφθεί όλες οι απαραίτητες άδειες και εγκρίσεις για τη λειτουργία των περιουσιακών στοιχείων·

    ·όταν το περιουσιακό στοιχείο βρίσκεται υπό κατασκευή, ο οφειλέτης έχει επαρκείς διασφαλίσεις σχετικά με τις συμφωνηθείσες προδιαγραφές, τον προϋπολογισμό και την ημερομηνία ολοκλήρωσης του περιουσιακού στοιχείου, συμπεριλαμβανομένων ισχυρών εγγυήσεων ολοκλήρωσης ή της συμμετοχής πεπειραμένου κατασκευαστή και κατάλληλων συμβατικών ρητρών για προκαθορισμένη αποζημίωση·

    ii)100 % όταν το άνοιγμα δεν θεωρείται υψηλής ποιότητας όπως αναφέρεται στο σημείο i)·

    β)όταν ο σκοπός του ανοίγματος ειδικού δανεισμού είναι η βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση αποθεμάτων ή εισπρακτέων απαιτήσεων εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε χρηματιστήρια, συμπεριλαμβανομένων αργού πετρελαίου, μετάλλων ή εσοδειών, και τα έσοδα που θα παραχθούν από τα εν λόγω αποθέματα ή τις εισπρακτέες απαιτήσεις προκύπτουν από το προϊόν της πώλησης του εμπορεύματος (στο εξής: ανοίγματα χρηματοδότησης εμπορευμάτων), τα ιδρύματα εφαρμόζουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου 100 %·

    γ)όταν ο σκοπός του ανοίγματος ειδικού δανεισμού είναι η χρηματοδότηση έργου για την ανάπτυξη ή απόκτηση μεγάλων, σύνθετων και ακριβών εγκαταστάσεων, συμπεριλαμβανομένων εγκαταστάσεων παραγωγής ενέργειας, εγκαταστάσεων χημικής επεξεργασίας, ορυχείων, υποδομών μεταφορών, περιβαλλοντικών και τηλεπικοινωνιακών υποδομών, και τα έσοδα που θα παραχθούν από το έργο είναι τα χρήματα τα οποία προκύπτουν από τις συμβάσεις για την παραγωγή της εγκατάστασης και τα οποία καταβάλλονται από ένα ή περισσότερα μέρη που δεν βρίσκονται υπό τον διαχειριστικό έλεγχο του αναδόχου (στο εξής: ανοίγματα χρηματοδότησης έργων), τα ιδρύματα εφαρμόζουν τους ακόλουθους συντελεστές στάθμισης κινδύνου:

    i)130 % όταν το έργο με το οποίο σχετίζεται το άνοιγμα βρίσκεται στο στάδιο προ της λειτουργίας·

    ii)υπό την προϋπόθεση ότι δεν εφαρμόζεται η προσαρμογή στις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για πιστωτικό κίνδυνο που αναφέρεται στο άρθρο 501α, 80 % όταν το έργο με το οποίο σχετίζεται το άνοιγμα βρίσκεται σε στάδιο λειτουργίας και το άνοιγμα πληροί όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

    υπάρχουν συμβατικοί περιορισμοί στην ικανότητα του οφειλέτη να ασκεί δραστηριότητες που είναι δυνατόν να είναι επιβλαβείς για τους δανειστές, συμπεριλαμβανομένου του περιορισμού ότι δεν μπορεί να εκδοθεί νέο χρέος χωρίς τη συγκατάθεση των υφιστάμενων παρόχων χρέους·

    ο οφειλέτης διαθέτει επαρκή αποθεματικά κεφάλαια χρηματοδοτούμενα εξ ολοκλήρου με μετρητά ή άλλες χρηματοοικονομικές ρυθμίσεις με εγγυητές υψηλής διαβάθμισης για την κάλυψη της χρηματοδότησης έκτακτης ανάγκης καθώς και των απαιτήσεων κεφαλαίου κίνησης καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής του χρηματοδοτούμενου έργου·

    ο οφειλέτης παράγει ταμειακές ροές που είναι προβλέψιμες και καλύπτουν όλες τις μελλοντικές πληρωμές για την εξυπηρέτηση του δανείου·

    η πηγή εξόφλησης της υποχρέωσης εξαρτάται από έναν κύριο αντισυμβαλλόμενο και ο εν λόγω κύριος αντισυμβαλλόμενος είναι ένα από τα ακόλουθα:

    ·κεντρική τράπεζα, κεντρική κυβέρνηση, περιφερειακή κυβέρνηση ή τοπική αρχή, υπό την προϋπόθεση ότι της έχει αποδοθεί συντελεστής στάθμισης κινδύνου 0 % σύμφωνα με τα άρθρα 114 και 115 ή της έχει αποδοθεί διαβάθμιση ΕΟΠΑ με βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας τουλάχιστον 3·

    ·οντότητα του δημόσιου τομέα, υπό την προϋπόθεση ότι της έχει αποδοθεί συντελεστής στάθμισης κινδύνου 20 % ή χαμηλότερος σύμφωνα με το άρθρο 116 ή της έχει αποδοθεί διαβάθμιση ΕΟΠΑ με βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας τουλάχιστον 3·

    ·εταιρική οντότητα στην οποία έχει αποδοθεί διαβάθμιση ΕΟΠΑ με βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας τουλάχιστον 3·

    οι συμβατικές διατάξεις που διέπουν το άνοιγμα έναντι του οφειλέτη προβλέπουν υψηλό βαθμό προστασίας για το δανειοδοτικό ίδρυμα σε περίπτωση αθέτησης του οφειλέτη·

    οι συμβατικές ρυθμίσεις προστατεύουν αποτελεσματικά το δανειοδοτικό ίδρυμα από ζημίες που προκύπτουν από την καταγγελία του έργου·

    όλα τα περιουσιακά στοιχεία και οι συμβάσεις που απαιτούνται για τη λειτουργία του έργου έχουν ενεχυριαστεί στο δανειοδοτικό ίδρυμα στον βαθμό που το επιτρέπει η εφαρμοστέα νομοθεσία·

    τα μετοχικά κεφάλαια είναι ενεχυριασμένα στο δανειοδοτικό ίδρυμα, ώστε να είναι σε θέση να αναλάβει τον έλεγχο της οφειλέτριας οντότητας σε περίπτωση αθέτησης·

    iii)100 % όταν το έργο με το οποίο σχετίζεται το άνοιγμα βρίσκεται σε στάδιο λειτουργίας και το άνοιγμα δεν πληροί τις προϋποθέσεις του σημείου ii) του παρόντος εδαφίου·

    δ)για τους σκοπούς του στοιχείου γ) σημείο ii) τρίτη περίπτωση, οι ταμειακές ροές που προκύπτουν δεν θεωρούνται προβλέψιμες, εκτός εάν σημαντικό μέρος των εσόδων πληροί μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    i)τα έσοδα βασίζονται στη διαθεσιμότητα,

    ii)τα έσοδα υπόκεινται σε ρύθμιση συντελεστή απόδοσης,

    iii)τα έσοδα υπόκεινται σε σύμβαση υποχρεωτικής αγοράς ανεξαρτήτως παραλαβής·

    ε)για τους σκοπούς του στοιχείου γ), ως στάδιο λειτουργίας νοείται το στάδιο κατά το οποίο η οντότητα που δημιουργήθηκε ειδικά για τη χρηματοδότηση του έργου πληροί και τις δύο ακόλουθες προϋποθέσεις:

    i)η οντότητα έχει θετική καθαρή ταμειακή ροή που επαρκεί για να καλύψει κάθε εναπομένουσα συμβατική υποχρέωση,

    ii)η οντότητα έχει μειούμενο μακροπρόθεσμο χρέος.

    4. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που προσδιορίζουν λεπτομερέστερα τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες πληρούνται τα κριτήρια της παραγράφου 3 στοιχείο α) σημείο i) και στοιχείο γ) σημείο ii).

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί η ημερομηνία = 1 έτος μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού].

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»·

    42)το άρθρο 123 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 123
    Ανοίγματα λιανικής τραπεζικής

    1. Ανοίγματα που πληρούν όλα τα ακόλουθα κριτήρια θεωρούνται ανοίγματα λιανικής τραπεζικής:

    α)το άνοιγμα είναι ένα από τα ακόλουθα:

    i)άνοιγμα έναντι ενός ή περισσότερων φυσικών προσώπων,

    ii)άνοιγμα έναντι ΜΜΕ κατά την έννοια του άρθρου 5 σημείο 8, όταν το συνολικό ποσό που οφείλεται στο ίδρυμα, στις μητρικές επιχειρήσεις και στις θυγατρικές του από τον πιστούχο ή την ομάδα συνδεδεμένων πελατών, συμπεριλαμβανομένου κάθε ανοίγματος σε αθέτηση αλλά εξαιρουμένων των ανοιγμάτων που εξασφαλίζονται με ακίνητα κατοικίας μέχρι την αξία του ακινήτου, δεν υπερβαίνει, εξ όσων γνωρίζει το ίδρυμα, το οποίο λαμβάνει εύλογα μέτρα για την επιβεβαίωση της κατάστασης, το 1 εκατομμύριο EUR·

    β)το άνοιγμα εντάσσεται σε έναν σημαντικό αριθμό ανοιγμάτων με παρόμοια χαρακτηριστικά, ώστε να είναι πολύ μειωμένοι οι κίνδυνοι που απορρέουν από τέτοιου είδους άνοιγμα·

    γ)το οικείο ίδρυμα αντιμετωπίζει το άνοιγμα στο πλαίσιό του για τη διαχείριση κινδύνων και διαχειρίζεται εσωτερικά με διαχρονική συνέπεια το άνοιγμα ως άνοιγμα λιανικής τραπεζικής και με τρόπο παρόμοιο με την αντιμετώπιση άλλων ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής από το ίδρυμα.

    Η παρούσα αξία των ελάχιστων καταβλητέων πληρωμών λιανικής χρηματοδοτικής μίσθωσης είναι επιλέξιμη για την κατηγορία ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής.

    Η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, για τον προσδιορισμό αναλογικών μεθόδων διαφοροποίησης βάσει των οποίων ένα άνοιγμα πρέπει να θεωρείται ότι εντάσσεται σε έναν σημαντικό αριθμό παρόμοιων ανοιγμάτων, όπως ορίζεται στο στοιχείο β), έως τις [Υπηρεσία Εκδόσεων: να προστεθεί η ημερομηνία = 1 έτος μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού].

    2. Τα παρακάτω ανοίγματα δεν θεωρούνται ανοίγματα λιανικής τραπεζικής:

    α)ανοίγματα σε μη χρεωστικούς τίτλους που συνεπάγονται υπολειμματική απαίτηση ελάσσονος εξοφλητικής προτεραιότητας επί των στοιχείων ενεργητικού ή του εισοδήματος του εκδότη,

    β)δανειακά ανοίγματα και άλλοι τίτλοι, εταιρικές σχέσεις, παράγωγα ή άλλα μέσα, των οποίων η οικονομική ουσία είναι παρόμοια εκείνης των ανοιγμάτων που περιγράφονται στο στοιχείο α),

    γ)όλα τα άλλα ανοίγματα με τη μορφή τίτλων.

    3. Στα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής που αναφέρονται στην παράγραφο 1 εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 75 %, με εξαίρεση τα ανοίγματα έναντι συναλλασσομένων, στα οποία εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 45 %.

    4. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3, για τα ανοίγματα που οφείλονται σε δάνεια χορηγούμενα από ίδρυμα σε συνταξιούχους ή εργαζομένους με σύμβαση αορίστου χρόνου με αντάλλαγμα την άνευ αιρέσεων μεταβίβαση μέρους της σύνταξης ή των αποδοχών του δανειολήπτη στο συγκεκριμένο ίδρυμα εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 35 %, υπό τον όρο ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)προκειμένου να εξοφλήσει το δάνειο, ο δανειολήπτης επιτρέπει ανεπιφύλακτα στο συνταξιοδοτικό ταμείο ή στον εργοδότη να προβεί σε άμεσες πληρωμές στο ίδρυμα αφαιρώντας τις μηνιαίες δόσεις του δανείου από τη μηνιαία σύνταξη ή τις μηνιαίες αποδοχές του δανειολήπτη,

    β)οι κίνδυνοι θανάτου, ανικανότητας προς εργασία ή ανεργίας ή μείωσης της καθαρής μηνιαίας σύνταξης ή των μηνιαίων αποδοχών του δανειολήπτη καλύπτονται καταλλήλως μέσω ασφάλισης προς όφελος του ιδρύματος,

    γ)οι μηνιαίες πληρωμές που πρέπει να καταβάλει ο δανειολήπτης για όλα τα δάνεια που πληρούν τις προϋποθέσεις των στοιχείων α) και β) δεν υπερβαίνουν συνολικά το 20 % της καθαρής μηνιαίας σύνταξης ή των μηνιαίων αποδοχών του δανειολήπτη,

    δ)η μέγιστη αρχική διάρκεια του δανείου είναι ίση ή μικρότερη των δέκα ετών.»·

    43)παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 123α:

    «Άρθρο 123α
    Ανοίγματα με αναντιστοιχία νομισμάτων

    1. Για ανοίγματα έναντι φυσικών προσώπων που κατατάσσονται σε οποιαδήποτε από τις κατηγορίες ανοιγμάτων που ορίζονται στο άρθρο 112 στοιχείο η) ή θ), ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου που εφαρμόζεται σύμφωνα με το κεφάλαιο 2 πολλαπλασιάζεται με συντελεστή 1,5, ενώ ο προκύπτων συντελεστής στάθμισης κινδύνου δεν υπερβαίνει το 150 %, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)το άνοιγμα οφείλεται σε δάνειο εκφρασμένο σε νόμισμα διαφορετικό από το νόμισμα της πηγής εσόδων του πιστούχου·

    β)ο πιστούχος δεν διαθέτει αντιστάθμιση για τον κίνδυνο πληρωμής του λόγω της αναντιστοιχίας νομισμάτων, είτε μέσω χρηματοπιστωτικού μέσου είτε μέσω εισοδήματος σε ξένο νόμισμα που αντιστοιχεί στο νόμισμα του ανοίγματος, ή το σύνολο των εν λόγω αντισταθμίσεων που έχει στη διάθεσή του ο δανειολήπτης καλύπτει λιγότερο από το 90 % οποιασδήποτε δόσης για το άνοιγμα αυτό.

    Εάν ένα ίδρυμα δεν είναι σε θέση να διαχωρίσει τα εν λόγω ανοίγματα με αναντιστοιχία νομισμάτων, ο πολλαπλασιαστής στάθμισης κινδύνου 1,5 εφαρμόζεται σε όλα τα μη αντισταθμισμένα ανοίγματα όταν το νόμισμα των ανοιγμάτων είναι διαφορετικό από το εγχώριο νόμισμα της χώρας κατοικίας του πιστούχου.

    2. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως πηγή εσόδων νοείται κάθε πηγή που παράγει χρηματορροές για τον πιστούχο, μεταξύ άλλων από εμβάσματα, μισθώματα ή μισθούς, εξαιρουμένων των εσόδων από την πώληση περιουσιακών στοιχείων ή παρόμοιων ενεργειών αναγωγής από το ίδρυμα.»·

    44)το άρθρο 124 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 124
    Ανοίγματα που εξασφαλίζονται με υποθήκες επί ακίνητης περιουσίας

    1. Άνοιγμα εκτός ADC που δεν πληροί όλες τις προϋποθέσεις της παραγράφου 3 αντιμετωπίζεται ως εξής:

    α)άνοιγμα εκτός IPRE αντιμετωπίζεται ως άνοιγμα που δεν εξασφαλίζεται από το σχετικό ακίνητο·

    β)σε άνοιγμα IPRE εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 150 %.

    2. Άνοιγμα εκτός ADC που εξασφαλίζεται με ακίνητο, εφόσον πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις της παραγράφου 3, αντιμετωπίζεται ως εξής:

    α)εάν το άνοιγμα είναι εξασφαλισμένο με ακίνητο κατοικίας, το άνοιγμα δεν θεωρείται άνοιγμα IPRE και αντιμετωπίζεται σύμφωνα με το άρθρο 125 παράγραφος 1 όταν το άνοιγμα πληροί οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    i)το ακίνητο που εξασφαλίζει το άνοιγμα είναι η κύρια κατοικία του πιστούχου, είτε όταν το ακίνητο αποτελεί στο σύνολό του μία μόνο οικιακή μονάδα είτε όταν το ακίνητο που εξασφαλίζει το άνοιγμα είναι οικιακή μονάδα που αποτελεί χωριστό τμήμα εντός ακινήτου,

    ii)το άνοιγμα αφορά φυσικό πρόσωπο και εξασφαλίζεται με προσοδοφόρα οικιακή μονάδα, είτε όταν το ακίνητο αποτελεί στο σύνολό του ενιαία οικιακή μονάδα είτε όταν η οικιακή μονάδα αποτελεί χωριστό τμήμα εντός του ακινήτου, και τα συνολικά ανοίγματα του ιδρύματος έναντι του εν λόγω φυσικού προσώπου δεν εξασφαλίζονται με περισσότερα από τέσσερα ακίνητα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που δεν είναι ακίνητα κατοικίας ή που δεν πληρούν κανένα από τα κριτήρια του παρόντος στοιχείου, ή χωριστές οικιακές μονάδες εντός ακινήτων,

    iii)το άνοιγμα εξασφαλίζεται με ακίνητα κατοικίας που σχετίζονται με ενώσεις ή συνεταιρισμούς φυσικών προσώπων που ρυθμίζονται από τον νόμο και υφίστανται με μόνο σκοπό να παρέχουν στα μέλη τους τη χρήση πρώτης κατοικίας στο ακίνητο που εξασφαλίζει τα δάνεια,

    iv)το άνοιγμα εξασφαλίζεται με ακίνητα κατοικίας που σχετίζονται με δημόσιες στεγαστικές εταιρείες ή μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς που ρυθμίζονται από τον νόμο και υφίστανται για να εξυπηρετούν κοινωνικούς σκοπούς και για να παρέχουν μακροχρόνια στέγαση στους ενοικιαστές·

    β)εάν το άνοιγμα είναι εξασφαλισμένο με ακίνητα κατοικίας και το άνοιγμα δεν πληροί καμία από τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο στοιχείο α) σημεία i) έως iv), το άνοιγμα αντιμετωπίζεται σύμφωνα με το άρθρο 125 παράγραφος 2·

    γ)εάν το άνοιγμα είναι εξασφαλισμένο με εμπορικό ακίνητο, το άνοιγμα αντιμετωπίζεται ως εξής:

    i)άνοιγμα εκτός IPRE αντιμετωπίζεται σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 1,

    ii)άνοιγμα IPRE αντιμετωπίζεται σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 2.

    3. Για να μπορεί να τύχει της αντιμετώπισης που προβλέπεται στην παράγραφο 2, ένα άνοιγμα που εξασφαλίζεται με ακίνητο πρέπει να πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)το ακίνητο που εξασφαλίζει το άνοιγμα πληροί οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    i)το ακίνητο έχει ολοκληρωθεί πλήρως,

    ii)το ακίνητο είναι δασική ή γεωργική έκταση·

    iii)το ακίνητο είναι ακίνητο κατοικίας υπό κατασκευή ή είναι γήπεδο επί του οποίου σχεδιάζεται να κατασκευαστεί ακίνητο κατοικίας, εφόσον το εν λόγω σχέδιο έχει εγκριθεί από όλες τις οικείες αρχές και εφόσον πληρούται οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    το ακίνητο δεν έχει περισσότερες από τέσσερις οικιακές μονάδες και θα είναι η κύρια κατοικία του πιστούχου και το δάνειο που χορηγείται στο φυσικό πρόσωπο δεν χρηματοδοτεί εμμέσως ανοίγματα ADC,

    μια κεντρική κυβέρνηση, περιφερειακή κυβέρνηση ή τοπική αρχή ή οντότητα του δημόσιου τομέα, έναντι της οποίας τα ανοίγματα αντιμετωπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 115 παράγραφος 2 και το άρθρο 116 παράγραφος 4, αντίστοιχα, έχει τη νομική εξουσία και την ικανότητα να διασφαλίσει ότι το υπό κατασκευή ακίνητο θα ολοκληρωθεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος και υποχρεούται ή έχει δεσμευθεί με νομικά δεσμευτικό τρόπο να το πράξει εφόσον σε διαφορετική περίπτωση η κατασκευή δεν θα ολοκληρωνόταν εντός εύλογου χρονικού διαστήματος·

    β)το άνοιγμα εξασφαλίζεται με εμπράγματη ασφάλεια πρώτης τάξης την οποία κατέχει το ίδρυμα επί του ακινήτου, ή το ίδρυμα κατέχει την εμπράγματη ασφάλεια πρώτης τάξης και κάθε εμπράγματη ασφάλεια χαμηλότερης διαδοχικά τάξης επί του εν λόγω ακινήτου·

    γ)η αξία του ακινήτου δεν εξαρτάται σε ουσιαστικό βαθμό από την πιστωτική ποιότητα του πιστούχου·

    δ)όλες οι πληροφορίες που απαιτούνται κατά τη δημιουργία του ανοίγματος και για σκοπούς παρακολούθησης είναι δεόντως τεκμηριωμένες, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με την ικανότητα εξόφλησης του πιστούχου και την αποτίμηση του ακινήτου·

    ε)πληρούνται οι απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 208 και οι κανόνες αποτίμησης του άρθρου 229 παράγραφος 1.

    Για τους σκοπούς του στοιχείου γ), τα ιδρύματα μπορούν να εξαιρούν καταστάσεις στις οποίες καθαρά μακροοικονομικοί παράγοντες επηρεάζουν τόσο την αξία του ακινήτου όσο και την οικονομική κατάσταση του πιστούχου.

    4. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3 στοιχείο β), σε δικαιοδοσίες στις οποίες εμπράγματες ασφάλειες μειωμένης προτεραιότητας παρέχουν στον κάτοχο απαίτηση επί εξασφαλίσεων η οποία είναι εκτελεστή και συνιστά αποτελεσματικό παράγοντα μείωσης του πιστωτικού κινδύνου, οι εμπράγματες ασφάλειες μειωμένης προτεραιότητας που κατέχονται από ίδρυμα διαφορετικό από εκείνο που κατέχει την εμπράγματη ασφάλεια υψηλότερης προτεραιότητας μπορούν επίσης να αναγνωριστούν, μεταξύ άλλων, όταν το ίδρυμα δεν κατέχει την εμπράγματη ασφάλεια υψηλότερης προτεραιότητας ή δεν κατέχει εμπράγματη ασφάλεια που κατατάσσεται μεταξύ μιας εμπράγματης ασφάλειας υψηλότερης προτεραιότητας και μιας εμπράγματης ασφάλειας μειωμένης προτεραιότητας τις οποίες κατέχει αμφότερες το ίδρυμα.

    Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, οι κανόνες που διέπουν τις εμπράγματες ασφάλειες εξασφαλίζουν όλα τα ακόλουθα:

    α)κάθε ίδρυμα που κατέχει εμπράγματη ασφάλεια επί ακινήτου μπορεί να επισπεύσει την πώληση του ακινήτου ανεξάρτητα από άλλες οντότητες που κατέχουν εμπράγματη ασφάλεια επί του ακινήτου,

    β)όταν η πώληση του ακινήτου δεν πραγματοποιείται μέσω δημόσιου πλειστηριασμού, οι οντότητες που κατέχουν εμπράγματη ασφάλεια υψηλότερης προτεραιότητας προβαίνουν σε εύλογες ενέργειες για να επιτύχουν εύλογη αγοραία αξία ή την καλύτερη τιμή που μπορεί να επιτευχθεί υπό τις περιστάσεις όταν ασκούν οποιαδήποτε εξουσία πώλησης μόνες τους·

    5. Για τους σκοπούς του άρθρου 125 παράγραφος 2 και του άρθρου 126 παράγραφος 2, ο λόγος ανοίγματος προς αξία («ETV») υπολογίζεται διαιρώντας το ακαθάριστο ποσό του ανοίγματος με την αξία του ακινήτου υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)το ακαθάριστο ποσό του ανοίγματος υπολογίζεται ως το ανεξόφλητο ποσό της πιστωτικής υποχρέωσης που σχετίζεται με το άνοιγμα που εξασφαλίζεται με το ακίνητο και οποιοδήποτε μη αναληφθέν αλλά δεσμευμένο ποσό το οποίο, αφού αναληφθεί, θα αύξανε την αξία ανοίγματος του ανοίγματος που εξασφαλίζεται με το ακίνητο,

    β)το ακαθάριστο ποσό του ανοίγματος υπολογίζεται χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου και άλλες μειώσεις ιδίων κεφαλαίων που σχετίζονται με το άνοιγμα ή οποιαδήποτε μορφή χρηματοδοτούμενης ή μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας, εξαιρουμένων των λογαριασμών ενεχυριασμένων καταθέσεων στο δανειοδοτικό ίδρυμα που πληρούν όλες τις απαιτήσεις συμψηφισμού εντός ισολογισμού, είτε βάσει συμβάσεων-πλαισίων συμψηφισμού σύμφωνα με τα άρθρα 196 και 206 είτε βάσει άλλων συμφωνιών συμψηφισμού εντός ισολογισμού σύμφωνα με τα άρθρα 195 και 205, και έχουν ενεχυριαστεί άνευ όρων και αμετάκλητα με μοναδικό σκοπό την εκπλήρωση της πιστωτικής υποχρέωσης που σχετίζεται με το άνοιγμα που εξασφαλίζεται με το ακίνητο,

    γ)στην περίπτωση ανοιγμάτων που πρέπει να αντιμετωπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 125 παράγραφος 2 ή το άρθρο 126 παράγραφος 2 στο πλαίσιο των οποίων ένα μέρος που δεν είναι το ίδρυμα κατέχει εμπράγματη ασφάλεια υψηλότερης προτεραιότητας και μια εμπράγματη ασφάλεια μειωμένης προτεραιότητας την οποία κατέχει το ίδρυμα αναγνωρίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 4, το ακαθάριστο ποσό του ανοίγματος υπολογίζεται ως το άθροισμα του ακαθάριστου ποσού ανοίγματος της εμπράγματης ασφάλειας του ιδρύματος και των ακαθάριστων ποσών ανοιγμάτων για όλες τις άλλες εμπράγματες ασφάλειες ίσης ή υψηλότερης τάξης από την εμπράγματη ασφάλεια του ιδρύματος. Όταν δεν υπάρχουν διαθέσιμα επαρκή στοιχεία για την εξακρίβωση της διαβάθμισης των υπόλοιπων εμπράγματων ασφαλειών, το ίδρυμα θα πρέπει να θεωρεί ότι οι εν λόγω εμπράγματες ασφάλειες έχουν την ίδια διαβάθμιση με την εμπράγματη ασφάλεια μειωμένης προτεραιότητας την οποία κατέχει το ίδρυμα. Το ίδρυμα προσδιορίζει πρώτα τον συντελεστή στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 125 παράγραφος 2 ή το άρθρο 126 παράγραφος 2 («βασικός συντελεστής στάθμισης κινδύνου»), κατά περίπτωση. Στη συνέχεια προσαρμόζει αυτόν τον συντελεστή στάθμισης κινδύνου με πολλαπλασιαστή 1,25, για τους σκοπούς του υπολογισμού των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών των εμπράγματων ασφαλειών μειωμένης προτεραιότητας. Όταν ο βασικός συντελεστής στάθμισης κινδύνου αντιστοιχεί στο χαμηλότερο κλιμάκιο ETV, δεν εφαρμόζεται ο πολλαπλασιαστής. Ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του βασικού συντελεστή στάθμισης κινδύνου με 1,25 έχει ως ανώτατο όριο τον συντελεστή στάθμισης κινδύνου που θα εφαρμοζόταν στο άνοιγμα εάν δεν πληρούνταν οι απαιτήσεις της παραγράφου 3.

    Για τους σκοπούς του στοιχείου α), όταν ένα ίδρυμα έχει περισσότερα του ενός ανοίγματα που εξασφαλίζονται με το ίδιο ακίνητο και τα ανοίγματα αυτά εξασφαλίζονται με εμπράγματες ασφάλειες επί του εν λόγω ακινήτου με διαδοχική σειρά κατάταξης χωρίς να υπάρχει μεταξύ αυτών εμπράγματη ασφάλεια που κατέχεται από τρίτο, τα ανοίγματα αντιμετωπίζονται ως ενιαίο συνδυασμένο άνοιγμα και τα ακαθάριστα ποσά ανοίγματος των επιμέρους ανοιγμάτων αθροίζονται για τον υπολογισμό του ακαθάριστου ποσού ανοίγματος του ενιαίου συνδυασμένου ανοίγματος.

    6. Τα κράτη μέλη ορίζουν αρχή που είναι υπεύθυνη για την εφαρμογή της παραγράφου 7. Η εν λόγω αρχή είναι η αρμόδια αρχή ή η εντεταλμένη αρχή.

    Σε περίπτωση που η αρχή η οποία ορίζεται από το κράτος μέλος για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου είναι η αρμόδια αρχή, η εν λόγω αρχή θα πρέπει να διασφαλίζει ότι οι σχετικοί εθνικοί φορείς και αρχές που έχουν μακροπροληπτική εντολή είναι δεόντως ενημερωμένοι σχετικά με την πρόθεση της αρμόδιας αρχής να κάνει χρήση του παρόντος άρθρου, και συμμετέχουν καταλλήλως στην εκτίμηση των ανησυχιών σχετικά με τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στο κράτος μέλος τους σύμφωνα με την παράγραφο 6.

    Όταν η αρχή που ορίζεται από το κράτος μέλος για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου είναι διαφορετική από την αρμόδια αρχή, τα κράτη μέλη εγκρίνουν τις διατάξεις που είναι αναγκαίες προκειμένου να διασφαλίζονται κατάλληλος συντονισμός και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της αρμόδιας και της εντεταλμένης αρχής για την ορθή εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Ειδικότερα, απαιτείται από τις αρχές να συνεργάζονται στενά και να ανταλλάσσουν κάθε πληροφορία που μπορεί να είναι αναγκαία για την επαρκή εκτέλεση των καθηκόντων που επιβάλλονται στην εντεταλμένη αρχή δυνάμει του παρόντος άρθρου. Αυτή η συνεργασία αποσκοπεί στην αποφυγή αλληλοεπικαλυπτόμενης ή ασυνεπούς δράσης κάθε μορφής μεταξύ της αρμόδιας αρχής και της εντεταλμένης αρχής, καθώς και στη διασφάλιση ότι η αλληλεπίδραση με άλλα μέτρα, ιδίως μέτρα που λαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 458 του παρόντος κανονισμού και του άρθρου 133 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, λαμβάνεται δεόντως υπόψη.

    7. Με βάση τα δεδομένα που συλλέγονται δυνάμει του άρθρου 430α για τυχόν άλλους σχετικούς δείκτες, η εντεταλμένη αρχή που ορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου εκτιμά περιοδικά, και τουλάχιστον ετησίως, αν οι συντελεστές στάθμισης που καθορίζονται στο άρθρο 125 και στο άρθρο 126 για ανοίγματα που εξασφαλίζονται με ακίνητα στην επικράτειά της είναι κατάλληλοι με βάση τα εξής:

    α)ιστορικότητα ζημιών των ανοιγμάτων που εξασφαλίζονται με ακίνητα,

    β)μελλοντικές εξελίξεις της αγοράς ακινήτων.

    Όταν, βάσει της εκτίμησης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, η εντεταλμένη αρχή που ορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου που προβλέπονται στο άρθρο 125 ή 126 δεν αντανακλούν επαρκώς τους πραγματικούς κινδύνους που συνδέονται με ένα ή περισσότερα ανοίγματα σε μία ή περισσότερες κατηγορίες ακινήτων που εξασφαλίζονται με υποθήκες σε ακίνητα που προορίζονται για κατοικία ή σε εμπορικά ακίνητα που βρίσκονται σε ένα ή περισσότερα τμήματα του εδάφους του κράτους μέλους της σχετικής αρχής, και αν κρίνει ότι η ανεπάρκεια των συντελεστών στάθμισης κινδύνου θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά την υπάρχουσα ή μελλοντική χρηματοπιστωτική σταθερότητα του κράτους μέλους της, μπορεί να αυξάνει τους συντελεστές στάθμισης κινδύνου που εφαρμόζονται σε αυτά τα ανοίγματα εντός των ορίων που καθορίζονται στο τέταρτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου ή να επιβάλλει κριτήρια αυστηρότερα από εκείνα που καθορίζονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

    Η εντεταλμένη αρχή που ορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου γνωστοποιεί στην ΕΑΤ και το ΕΣΣΚ οποιεσδήποτε προσαρμογές των συντελεστών στάθμισης κινδύνου και των κριτηρίων που εφαρμόζονται δυνάμει της παρούσας παραγράφου. Εντός ενός μηνός από την παραλαβή της γνωστοποίησης αυτής, η ΕΑΤ και το ΕΣΣΚ παρέχουν τη γνώμη τους στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος. Η ΕΑΤ και το ΕΣΣΚ δημοσιεύουν τους συντελεστές στάθμισης κινδύνου και τα κριτήρια για τα ανοίγματα που αναφέρονται στα άρθρα 125 και 126 και στο άρθρο 199 παράγραφος 1 στοιχείο α) όπως εφαρμόζονται από τη σχετική αρχή.

    Για τους σκοπούς του δεύτερου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, η εντεταλμένη αρχή που ορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 6 μπορεί να αυξάνει τους συντελεστές στάθμισης κινδύνου που προβλέπονται στο άρθρο 125 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή στο άρθρο 126 παράγραφος 1 στοιχείο α). Η αρχή δεν αυξάνει τους εν λόγω συντελεστές σε ποσοστό άνω του 150 %.

    8. Όταν η εντεταλμένη αρχή που ορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 6 καθορίζει υψηλότερους συντελεστές στάθμισης κινδύνου ή αυστηρότερα κριτήρια σύμφωνα με την παράγραφο 2 δεύτερο εδάφιο, τα ιδρύματα έχουν στη διάθεσή τους εξάμηνη μεταβατική περίοδο για την εφαρμογή τους.

    9. Η ΕΑΤ, σε στενή συνεργασία με το ΕΣΣΚ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει τα είδη των παραγόντων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την αξιολόγηση της καταλληλότητας των συντελεστών στάθμισης κινδύνου που αναφέρονται στην παράγραφο 7.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2024.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    10. Το ΕΣΣΚ μπορεί, μέσω συστάσεων σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, και σε στενή συνεργασία με την ΕΑΤ, να παρέχει καθοδήγηση στις αρχές που ορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου σχετικά και με τα δύο ακόλουθα:

    α)τους παράγοντες που θα μπορούσαν να «επηρεάσουν αρνητικά την υπάρχουσα ή μελλοντική χρηματοπιστωτική σταθερότητα» όπως αναφέρεται στην παράγραφο 7 δεύτερο εδάφιο,

    β)ενδεικτικούς δείκτες αναφοράς τους οποίους η εντεταλμένη αρχή που ορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 6 οφείλει να λαμβάνει υπόψη κατά τον προσδιορισμό υψηλότερων συντελεστών στάθμισης κινδύνου.

    11. Τα ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα σε κράτος μέλος εφαρμόζουν τους συντελεστές στάθμισης κινδύνου και τα κριτήρια που έχουν καθοριστεί από τις αρχές άλλου κράτους μέλους σύμφωνα με την παράγραφο 7 σε όλα τα αντίστοιχα ανοίγματά τους που εξασφαλίζονται με υποθήκες επί ακινήτων τα οποία προορίζονται για κατοικία ή για εμπορική χρήση που βρίσκονται σε ένα ή περισσότερα τμήματα του άλλου κράτους μέλους.»·

    45)το άρθρο 125 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 125
    Ανοίγματα που εξασφαλίζονται με υποθήκες επί ακινήτων κατοικίας

    1. Άνοιγμα που εξασφαλίζεται με ακίνητο κατοικίας το οποίο πληροί οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 124 παράγραφος 2 στοιχείο α) σημεία i) έως iv) αντιμετωπίζεται ως εξής:

    α)στο τμήμα του ανοίγματος που ανέρχεται σε έως και το 55 % της αξίας του ακινήτου που απομένει μετά την αφαίρεση τυχόν εμπράγματων ασφαλειών υψηλότερης ή ίσης προτεραιότητας που δεν κατέχονται από το ίδρυμα εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 20 %.

    Για τους σκοπούς του παρόντος στοιχείου, εάν, σύμφωνα με το άρθρο 124 παράγραφος 7, η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, έχει ορίσει υψηλότερο συντελεστή στάθμισης κινδύνου ή χαμηλότερο ποσοστό της αξίας του ακινήτου από εκείνα που αναφέρονται στο παρόν στοιχείο, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν τον συντελεστή στάθμισης κινδύνου και το ποσοστό που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 124 παράγραφος 7·

    β)το υπόλοιπο μέρος του ανοίγματος, εάν υπάρχει, αντιμετωπίζεται ως άνοιγμα που δεν εξασφαλίζεται με ακίνητο κατοικίας.

    2. Σε άνοιγμα που εξασφαλίζεται με ακίνητο κατοικίας το οποίο δεν πληροί καμία από τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 124 παράγραφος 2 στοιχείο α) σημεία i) έως iv), εφαρμόζεται ο υψηλότερος συντελεστής μεταξύ του συντελεστή στάθμισης κινδύνου που καθορίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα 6ααα και του συντελεστή στάθμισης κινδύνου που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 124 παράγραφος 7:

    Πίνακας 6ααα

    ETV

    ETV ≤ 50 %

    50 % < ETV

    ≤ 60 %

    60 % < ETV

    ≤ 80 %

    80 % < ETV

    ≤ 90 %

    90 % < ETV

    ≤ 100 %

    ETV > 100 %

    Συντελεστής στάθμισης κινδύνου

    30 %

    35 %

    45 %

    60 %

    75 %

    105 %

    »

    Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, τα ιδρύματα μπορούν να εφαρμόζουν την αντιμετώπιση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 σε ανοίγματα εξασφαλισμένα με ακίνητο κατοικίας που βρίσκεται στο έδαφος κράτους μέλους, εφόσον τα ποσοστά ζημίας για ανοίγματα αυτού του είδους, τα οποία δημοσιεύονται από τις αρμόδιες αρχές του συγκεκριμένου κράτους μέλους σύμφωνα με το άρθρο 430α παράγραφος 3, δεν υπερβαίνουν οποιοδήποτε από τα ακόλουθα όρια για τις σωρευτικές ζημίες σε όλα τα ιδρύματα με ανοίγματα αυτού του είδους που υπήρχαν κατά το προηγούμενο έτος:

    α)οι ζημίες από το τμήμα των ανοιγμάτων έως και το 55 % της αξίας του ακινήτου δεν υπερβαίνουν το 0,3 % του συνολικού ποσού, σε όλα αυτά τα ανοίγματα, των πιστωτικών υποχρεώσεων που εκκρεμούν κατά το εν λόγω έτος.

    Για τους σκοπούς του παρόντος στοιχείου, εάν, σύμφωνα με το άρθρο 124 παράγραφος 7, η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, έχει ορίσει χαμηλότερο ποσοστό της αξίας του ακινήτου από εκείνο που αναφέρεται στο παρόν στοιχείο, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν το ποσοστό που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 124 παράγραφος 7·

    β)οι ζημίες από το τμήμα των ανοιγμάτων έως και το 100 % της αξίας του ακινήτου δεν υπερβαίνουν το 0,5 % του συνολικού ποσού, σε όλα αυτά τα ανοίγματα, των πιστωτικών υποχρεώσεων που εκκρεμούν κατά το εν λόγω έτος.

    46)το άρθρο 126 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 126
    Ανοίγματα που εξασφαλίζονται με υποθήκες επί εμπορικών ακινήτων

    1. Άνοιγμα που αναφέρεται στο άρθρο 124 παράγραφος 2 στοιχείο γ) σημείο i) αντιμετωπίζεται ως εξής:

    α)στο τμήμα του ανοίγματος που ανέρχεται σε έως και το 55 % της αξίας του ακινήτου, μείον οποιεσδήποτε εμπράγματες ασφάλειες με υψηλότερη ή την ίδια προτεραιότητα που δεν κατέχονται από το ίδρυμα, εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 60 %, εκτός εάν το εν λόγω τμήμα του ανοίγματος υπόκειται σε υψηλότερο συντελεστή στάθμισης ή χαμηλότερο ποσοστό της αξίας του ακινήτου, βάσει απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 124 παράγραφος 7·

    β)το υπόλοιπο μέρος του ανοίγματος, εάν υπάρχει, αντιμετωπίζεται ως άνοιγμα που δεν εξασφαλίζεται με το συγκεκριμένο ακίνητο.

    2. Σε άνοιγμα που αναφέρεται στο άρθρο 124 παράγραφος 2 στοιχείο γ) σημείο ii) εφαρμόζεται ο υψηλότερος συντελεστής μεταξύ του συντελεστή στάθμισης κινδύνου που καθορίζεται σύμφωνα με τον πίνακα 6γ και του συντελεστή στάθμισης κινδύνου που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 124 παράγραφος 7:

    Πίνακας 6γ

    ETV ≤ 60 %

    60 % < ETV ≤ 80 %

    ETV > 80 %

    Συντελεστής στάθμισης κινδύνου

    70 %

    90 %

    110 %

    Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, τα ιδρύματα μπορούν να εφαρμόζουν την αντιμετώπιση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 σε άνοιγμα εξασφαλισμένο με εμπορικό ακίνητο που βρίσκεται στο έδαφος κράτους μέλους, εφόσον τα ποσοστά ζημίας για ανοίγματα αυτού του είδους, τα οποία δημοσιεύονται από τις αρμόδιες αρχές του συγκεκριμένου κράτους μέλους σύμφωνα με το άρθρο 430α παράγραφος 3, δεν υπερβαίνουν οποιοδήποτε από τα ακόλουθα όρια για τις σωρευτικές ζημίες όλων των ανοιγμάτων αυτού του είδους που υπήρχαν κατά το προηγούμενο έτος:

    α)οι ζημίες από το τμήμα των ανοιγμάτων έως και το 55 % της αξίας του ακινήτου δεν υπερβαίνουν το 0,3 % του συνολικού ποσού των πιστωτικών υποχρεώσεων που εκκρεμούν κατά το εν λόγω έτος.

    Για τους σκοπούς του παρόντος στοιχείου, εάν, σύμφωνα με το άρθρο 124 παράγραφος 7, η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, έχει ορίσει χαμηλότερο ποσοστό της αξίας του ακινήτου από εκείνο που αναφέρεται στο παρόν στοιχείο, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν το ποσοστό που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 124 παράγραφος 7·

    β)οι ζημίες από το τμήμα των ανοιγμάτων έως και το 100 % της αξίας του ακινήτου δεν υπερβαίνουν το 0,5 % του συνολικού ποσού των πιστωτικών υποχρεώσεων που εκκρεμούν κατά το εν λόγω έτος.

    47)παρεμβάλλεται νέο άρθρο 126α:

    «Άρθρο 126α
    Ανοίγματα σε αγορά γης, ανάπτυξη και κατασκευή

    1. Σε ένα άνοιγμα ADC εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 150 %.

    2. Ωστόσο, σε ανοίγματα ADC σε ακίνητα κατοικίας μπορεί να εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 100 %, υπό την προϋπόθεση ότι, κατά περίπτωση, το ίδρυμα εφαρμόζει ορθά πρότυπα δημιουργίας και παρακολούθησης που πληρούν τις απαιτήσεις των άρθρων 74 και 79 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και εφόσον πληρούται τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)οι νομικά δεσμευτικές συμβάσεις προπώλησης ή προμίσθωσης, για τις οποίες ο αγοραστής ή ο μισθωτής έχει προβεί σε σημαντική κατάθεση μετρητών η οποία υπόκειται σε κατάπτωση σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης, ανέρχονται σε σημαντικό μέρος των συνολικών συμβάσεων·

    β)ο οφειλέτης έχει σημαντικά ίδια κεφάλαια σε κίνδυνο, τα οποία εμφανίζονται ως κατάλληλο ποσό ιδίων κεφαλαίων εισφερόμενο από τον οφειλέτη στην εκτιμώμενη αξία του ακινήτου κατοικίας κατά την ολοκλήρωσή του.

    3. Έως τις [Υπηρεσία Εκδόσεων: να προστεθεί η ημερομηνία = 1 έτος μετά την έναρξη ισχύος], η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές που διευκρινίζουν τους όρους “σημαντικές καταθέσεις μετρητών”, “κατάλληλο ποσό ιδίων κεφαλαίων εισφερόμενο από τον οφειλέτη”, “σημαντικό μέρος των συνολικών συμβάσεων” και “σημαντικά ίδια κεφάλαια σε κίνδυνο”.

    Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές εγκρίνονται σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»·

    48)το άρθρο 127 τροποποιείται ως εξής:

    α)στην παράγραφο 1 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

    «Για τους σκοπούς του υπολογισμού του αθροίσματος των ειδικών προσαρμογών πιστωτικού κινδύνου που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, τα ιδρύματα περιλαμβάνουν στον υπολογισμό τυχόν θετική διαφορά μεταξύ, αφενός, του ποσού που οφείλεται από τον οφειλέτη για το άνοιγμα και, αφετέρου, του αθροίσματος:

    i) της πρόσθετης μείωσης ιδίων κεφαλαίων εάν το άνοιγμα διαγράφηκε πλήρως· και

    ii) τυχόν ήδη υφιστάμενων μειώσεων ιδίων κεφαλαίων που σχετίζονται με το εν λόγω άνοιγμα.»

    β)η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «2. Για τους σκοπούς του προσδιορισμού του εξασφαλισμένου μέρους ενός ανοίγματος σε αθέτηση, εξασφαλίσεις και εγγυήσεις είναι επιλέξιμες για σκοπούς μείωσης του πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με το κεφάλαιο 4.»·

    γ)η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «3. Στην αξία ανοίγματος που απομένει μετά την εφαρμογή ειδικών προσαρμογών πιστωτικού κινδύνου για ανοίγματα εκτός IRPE που εξασφαλίζονται με ακίνητα κατοικίας ή εμπορικά ακίνητα σύμφωνα με το άρθρο 125 και το άρθρο 126, αντίστοιχα, εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 100 % εάν έχει επέλθει αθέτηση σύμφωνα με το άρθρο 178.»·

    δ)η παράγραφος 4 απαλείφεται·

    49)το άρθρο 128 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 128
    Δανειακά ανοίγματα μειωμένης εξασφάλισης

    1. Τα ακόλουθα ανοίγματα αντιμετωπίζονται ως δανειακά ανοίγματα μειωμένης εξασφάλισης:

    α)δανειακά ανοίγματα τα οποία έπονται των απαιτήσεων άλλου πιστωτή·

    β)μέσα ιδίων κεφαλαίων στον βαθμό που τα εν λόγω μέσα δεν θεωρούνται ανοίγματα σε μετοχές σύμφωνα με το άρθρο 133 παράγραφος 1· και

    γ)μέσα υποχρεώσεων που πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 72β.

    2. Στα δανειακά ανοίγματα μειωμένης εξασφάλισης εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 150 %, εκτός εάν τα εν λόγω δανειακά ανοίγματα μειωμένης εξασφάλισης πρέπει να αφαιρεθούν σύμφωνα με το δεύτερο μέρος του παρόντος κανονισμού.»·

    50)στο άρθρο 129 παράγραφος 3, παρεμβάλλεται το ακόλουθο εδάφιο:

    «Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, για τους σκοπούς της αποτίμησης ακινήτου, οι αρμόδιες αρχές που έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162 μπορούν να επιτρέπουν την αποτίμηση του ακινήτου στην αγοραία αξία ή σε χαμηλότερη αξία, ή στα κράτη μέλη που έχουν ορίσει στις νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις τους αυστηρά κριτήρια για την εκτίμηση της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου, στην αξία του ενυπόθηκου ακινήτου χωρίς να εφαρμόζονται τα όρια που καθορίζονται στο άρθρο 208 παράγραφος 3 στοιχείο β).»·

    51)στο άρθρο 131 ο πίνακας 7 αντικαθίσταται από τον ακόλουθο πίνακα:

    «Πίνακας 7

    Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας

    1

    2

    3

    4

    5

    6

    Συντελεστής στάθμισης κινδύνου

    20 %

    20 %

    20 %

    50 %

    50 %

    150 %

    »·

    52)το άρθρο 133 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 133
    Ανοίγματα σε μετοχές

    1. Όλα τα ακόλουθα ταξινομούνται ως ανοίγματα σε μετοχές:

    α)κάθε άνοιγμα που πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    i)το άνοιγμα είναι μη εξαγοράσιμο υπό την έννοια ότι η απόδοση των επενδεδυμένων κεφαλαίων μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την πώληση της επένδυσης ή την πώληση των δικαιωμάτων επί της επένδυσης ή με την εκκαθάριση του εκδότη,

    ii)το άνοιγμα δεν ενσωματώνει υποχρέωση του εκδότη, και

    iii)το άνοιγμα συνεπάγεται υπολειμματική απαίτηση επί των στοιχείων ενεργητικού ή του εισοδήματος του εκδότη·

    β)μέσα που θα ήταν αποδεκτά ως στοιχεία της κατηγορίας 1 εάν είχαν εκδοθεί από ίδρυμα·

    γ)μέσα που ενσωματώνουν υποχρέωση του εκδότη και πληρούν οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    i)ο εκδότης μπορεί να αναβάλει επ’ αόριστον τον διακανονισμό της υποχρέωσης,

    ii)η υποχρέωση απαιτεί, ή επιτρέπει κατά τη διακριτική ευχέρεια του εκδότη, τον διακανονισμό με την έκδοση σταθερού αριθμού μετοχών του εκδότη,

    iii)η υποχρέωση απαιτεί, ή επιτρέπει κατά τη διακριτική ευχέρεια του εκδότη, τον διακανονισμό με την έκδοση μεταβλητού αριθμού μετοχών του εκδότη και, ceteris paribus, οποιαδήποτε μεταβολή στην αξία της υποχρέωσης μπορεί να αποδοθεί, είναι συγκρίσιμη και προς την ίδια κατεύθυνση με τη μεταβολή της αξίας ενός σταθερού αριθμού μετοχών του εκδότη,

    iv)ο κάτοχος του μέσου έχει τη δυνατότητα να απαιτήσει τον διακανονισμό της υποχρέωσης σε μετοχές, εκτός εάν πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    στην περίπτωση διαπραγματεύσιμου μέσου, το ίδρυμα έχει αποδείξει με ικανοποιητικά στοιχεία στην αρμόδια αρχή ότι το μέσο αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης στην αγορά περισσότερο ως χρέος του εκδότη παρά ως μετοχικό κεφάλαιό του·

    στην περίπτωση μη διαπραγματεύσιμων μέσων, το ίδρυμα έχει αποδείξει με ικανοποιητικά στοιχεία στην αρμόδια αρχή ότι το μέσο θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως χρεωστικός τίτλος.

    Για τους σκοπούς του στοιχείου γ) σημείο iii), περιλαμβάνονται υποχρεώσεις που απαιτούν ή επιτρέπουν τον διακανονισμό με την έκδοση μεταβλητού αριθμού μετοχών του εκδότη, για τις οποίες η μεταβολή της νομισματικής αξίας της υποχρέωσης ισούται με τη μεταβολή της εύλογης αξίας ενός σταθερού αριθμού μετοχών επί έναν συγκεκριμένο συντελεστή, όπου τόσο ο συντελεστής όσο και ο αναφερόμενος αριθμός μετοχών είναι καθορισμένοι.

    Για τους σκοπούς του σημείου iv), εάν πληρούται μία από τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο εν λόγω σημείο, το ίδρυμα μπορεί να επιμερίσει τους κινδύνους για ρυθμιστικούς σκοπούς, αφού λάβει προηγουμένως την άδεια της αρμόδιας αρχής.

    δ)δανειακές υποχρεώσεις και άλλοι τίτλοι, εταιρικές σχέσεις, παράγωγα ή άλλα μέσα διαρθρωμένα κατά τρόπο ώστε η οικονομική ουσία να είναι παρόμοια εκείνης των ανοιγμάτων που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ), συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων των οποίων η απόδοση συνδέεται με εκείνη των μετοχών·

    ε)ανοίγματα σε μετοχές που καταχωρίζονται ως δάνειο αλλά προκύπτουν από μετοχοποίηση χρέους η οποία πραγματοποιείται στο πλαίσιο της ομαλής ρευστοποίησης ή αναδιάρθρωσης του χρέους.

    2. Οι επενδύσεις σε μετοχές δεν αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα σε μετοχές σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

    α)οι επενδύσεις σε μετοχές είναι διαρθρωμένες κατά τρόπο ώστε η οικονομική τους ουσία να είναι παρόμοια με την οικονομική ουσία των συμμετοχών σε χρεωστικούς τίτλους που δεν πληρούν τα κριτήρια κανενός από τα σημεία της παραγράφου 1·

    β)οι επενδύσεις σε μετοχές συνιστούν ανοίγματα τιτλοποίησης.

    3. Στα ανοίγματα σε μετοχές, εκτός εκείνων που αναφέρονται στις παραγράφους 4 έως 7, εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 250 %, εκτός εάν τα ανοίγματα αυτά απαιτείται να αφαιρεθούν ή να σταθμιστούν ως προς τον κίνδυνο σύμφωνα με το δεύτερο μέρος.

    4. Στα κατωτέρω ανοίγματα σε μετοχές έναντι μη εισηγμένων εταιρειών εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 400 %, εκτός εάν τα ανοίγματα αυτά απαιτείται να αφαιρεθούν ή να σταθμιστούν ως προς τον κίνδυνο σύμφωνα με το δεύτερο μέρος:

    α)επενδύσεις για σκοπούς βραχυπρόθεσμης μεταπώλησης·

    β)επενδύσεις σε εταιρείες επιχειρηματικών συμμετοχών ή παρόμοιες επενδύσεις που αποκτώνται εν αναμονή σημαντικών βραχυπρόθεσμων κεφαλαιακών κερδών.

    Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, στις μακροπρόθεσμες επενδύσεις σε μετοχές, συμπεριλαμβανομένων των επενδύσεων σε μετοχές εταιρικών πελατών με τους οποίους το ίδρυμα έχει ή προτίθεται να συνάψει μακροχρόνια επιχειρηματική σχέση, καθώς και στις εταιρείες επιχειρηματικών συμμετοχών και στις μετοχοποιήσεις χρέους για σκοπούς εταιρικής αναδιάρθρωσης, εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με την παράγραφο 3 ή 5, κατά περίπτωση. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως μακροπρόθεσμη επένδυση σε μετοχές νοείται μια επένδυση σε μετοχές που διακρατείται για τρία έτη ή περισσότερο ή πραγματοποιείται με πρόθεση διακράτησης για τρία ή περισσότερα έτη, όπως εγκρίνεται από τα ανώτερα διοικητικά στελέχη του ιδρύματος.

    5. Τα ιδρύματα που έχουν λάβει την προηγούμενη άδεια των αρμόδιων αρχών μπορούν να εφαρμόζουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου 100 % στα ανοίγματα σε μετοχές που προκύπτουν στο πλαίσιο νομοθετικών προγραμμάτων για την προώθηση συγκεκριμένων τομέων της οικονομίας, τα οποία πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)τα νομοθετικά προγράμματα παρέχουν σημαντικές επιδοτήσεις, μεταξύ άλλων με τη μορφή εγγυήσεων από πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης, δημόσια αναπτυξιακά πιστωτικά ιδρύματα όπως ορίζονται στο άρθρο 429α παράγραφος 2 ή διεθνείς οργανισμούς, για την επένδυση στο ίδρυμα·

    β)τα νομοθετικά προγράμματα περιλαμβάνουν κάποια μορφή κυβερνητικής εποπτείας·

    γ)τα εν λόγω ανοίγματα σε μετοχές δεν υπερβαίνουν συνολικά το 10 % των ιδίων κεφαλαίων των ιδρυμάτων.

    6. Στα ανοίγματα σε μετοχές έναντι κεντρικών τραπεζών εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 100 %.

    7. Στα ανοίγματα σε μετοχές που καταχωρίζονται ως δάνειο αλλά προκύπτουν από μετοχοποίηση χρέους η οποία πραγματοποιείται στο πλαίσιο της ομαλής ρευστοποίησης ή αναδιάρθρωσης του χρέους δεν εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου χαμηλότερος από τον συντελεστή στάθμισης κινδύνου που θα εφαρμοζόταν εάν οι κεφαλαιακές τοποθετήσεις παρέμεναν στο χαρτοφυλάκιο χρέους.»·

    53)το άρθρο 134 τροποποιείται ως εξής:

    α)η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «3. Στα υπό είσπραξη μετρητά εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 20 %. Στα μετρητά που ανήκουν και βρίσκονται στην κατοχή του ιδρύματος ή τελούν υπό μεταφορά, καθώς και στα εξομοιούμενα με αυτά στοιχεία, εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 0 %.»·

    β)προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 8:

    «8. Στην αξία ανοίγματος οποιουδήποτε άλλου στοιχείου για το οποίο δεν προβλέπεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου βάσει του κεφαλαίου 2 εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 100 %.»·

    54)στο άρθρο 135, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 3:

    «3. Έως τις [Υπηρεσία Εκδόσεων: να προστεθεί η ημερομηνία = 1 έτος μετά την έναρξη ισχύος], η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ και η ΕΑΚΑΑ καταρτίζουν έκθεση σχετικά με τα εμπόδια στη διαθεσιμότητα πιστοληπτικών αξιολογήσεων από ΕΟΠΑ, ιδίως για επιχειρήσεις, και σχετικά με πιθανά μέτρα για την αντιμετώπισή τους, λαμβανομένων υπόψη των διαφορών μεταξύ οικονομικών τομέων και γεωγραφικών περιοχών.»·

    55)το άρθρο 138 τροποποιείται ως εξής:

    α)προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο ζ):

    «ζ) ένα ίδρυμα δεν χρησιμοποιεί πιστοληπτική αξιολόγηση από ΕΟΠΑ σχετικά με ίδρυμα η οποία ενσωματώνει παραδοχές περί έμμεσης κρατικής στήριξης, εκτός εάν η σχετική πιστοληπτική αξιολόγηση από ΕΟΠΑ αναφέρεται σε ίδρυμα που ανήκει σε κεντρικές κυβερνήσεις, περιφερειακές κυβερνήσεις ή τοπικές αρχές, ή έχει συσταθεί και χρηματοδοτείται από αυτές.»·

    β)προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

    «Για τους σκοπούς του στοιχείου ζ), στην περίπτωση ιδρυμάτων, εκτός ιδρυμάτων που ανήκουν σε κεντρικές κυβερνήσεις, περιφερειακές κυβερνήσεις ή τοπικές αρχές, ή έχουν συσταθεί και χρηματοδοτούνται από αυτές, για τα οποία υπάρχουν μόνο πιστοληπτικές αξιολογήσεις από ΕΟΠΑ οι οποίες περιέχουν παραδοχές περί έμμεσης κρατικής στήριξης, τα ανοίγματα έναντι των ιδρυμάτων αυτών αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι μη διαβαθμισμένων ιδρυμάτων σύμφωνα με το άρθρο 121.

    Έμμεση κρατική στήριξη σημαίνει ότι η κεντρική κυβέρνηση, η περιφερειακή κυβέρνηση ή η τοπική αρχή ενεργούν κατά τρόπο ώστε οι πιστωτές του ιδρύματος να μην υποστούν ζημίες σε περίπτωση αθέτησης ή δυσχερειών του ιδρύματος.»·

    56)στο άρθρο 139 παράγραφος 2, τα στοιχεία α) και β) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «α) από την πιστοληπτική αξιολόγηση προκύπτει υψηλότερος συντελεστής στάθμισης κινδύνου απ’ ό,τι όταν το άνοιγμα αντιμετωπίζεται ως μη διαβαθμισμένο και το σχετικό άνοιγμα:

    i)δεν είναι άνοιγμα ειδικού δανεισμού·

    ii)έχει, από κάθε άποψη, την ίδια ή χαμηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα από εκείνη του δεδομένου προγράμματος έκδοσης χρεογράφων ή πιστοδοτικής διευκόλυνσης ή, κατά περίπτωση, από εκείνη των μη εξασφαλισμένων ανοιγμάτων με εξοφλητική προτεραιότητα του ίδιου εκδότη·

    β) από την πιστοληπτική αξιολόγηση προκύπτει χαμηλότερος συντελεστής στάθμισης κινδύνου και το σχετικό άνοιγμα:

    i)δεν είναι άνοιγμα ειδικού δανεισμού·

    ii)έχει, από κάθε άποψη, την ίδια ή υψηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα από εκείνη του δεδομένου προγράμματος έκδοσης χρεογράφων ή πιστοδοτικής διευκόλυνσης ή, κατά περίπτωση, από εκείνη των μη εξασφαλισμένων ανοιγμάτων με εξοφλητική προτεραιότητα του ίδιου εκδότη.»·

    57)το άρθρο 141 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 141
    Στοιχεία που εκφράζονται σε εθνικό και σε ξένο νόμισμα

    1. Μια πιστοληπτική αξιολόγηση που αναφέρεται σε στοιχείο εκπεφρασμένο στο εθνικό νόμισμα του οφειλέτη δεν χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό συντελεστή στάθμισης κινδύνου για άνοιγμα έναντι του ίδιου οφειλέτη που είναι εκπεφρασμένο σε ξένο νόμισμα.

    2. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, όταν προκύπτει άνοιγμα από τη συμμετοχή ιδρύματος σε δάνειο το οποίο έχει χορηγηθεί, ή καλύπτεται από εγγύηση έναντι κινδύνου μετατρεψιμότητας και μεταβίβασης, από πολυμερή τράπεζα ανάπτυξης που αναφέρεται στο άρθρο 117 παράγραφος 2 της οποίας το προνομιακό καθεστώς αναγνωρίζεται στην αγορά, η πιστοληπτική αξιολόγηση του στοιχείου που είναι εκπεφρασμένο στο εθνικό νόμισμα του οφειλέτη μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον προσδιορισμό συντελεστή στάθμισης κινδύνου για άνοιγμα έναντι του ίδιου οφειλέτη που είναι εκπεφρασμένο σε ξένο νόμισμα.

    Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, όταν το άνοιγμα που είναι εκπεφρασμένο σε ξένο νόμισμα καλύπτεται από εγγύηση έναντι κινδύνου μετατρεψιμότητας και μεταφοράς, η πιστοληπτική αξιολόγηση του στοιχείου που είναι εκπεφρασμένο στο εθνικό νόμισμα του οφειλέτη μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο για σκοπούς στάθμισης κινδύνου για το εγγυημένο τμήμα του ανοίγματος. Το μέρος του ανοίγματος που δεν καλύπτεται από εγγύηση σταθμίζεται ως προς τον κίνδυνο βάσει πιστοληπτικής αξιολόγησης του οφειλέτη που αναφέρεται σε στοιχείο εκπεφρασμένο στο συγκεκριμένο ξένο νόμισμα.»·

    58)το άρθρο 142 παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

    α)παρεμβάλλονται τα ακόλουθα σημεία 1α) έως 1ε):

    «1α) ως “κατηγορία ανοιγμάτων” νοείται οποιαδήποτε από τις κατηγορίες ανοιγμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 147 παράγραφος 2 στοιχείο α), στοιχείο α1) σημεία i) και ii), στοιχείο β), στοιχείο γ) σημεία i), ii) και iii), στοιχείο δ) σημεία i), ii), iii) και iv), στοιχείο ε), στοιχείο ε1), στοιχείο στ) και στοιχείο ζ)·

    1β) ως “κατηγορία ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων” νοείται οποιαδήποτε από τις κατηγορίες ανοιγμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 147 παράγραφος 2 στοιχείο γ) σημεία i), ii) και iii)·

    1γ) ως “άνοιγμα έναντι επιχειρήσεων” νοείται κάθε άνοιγμα που κατατάσσεται στις κατηγορίες ανοιγμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 147 παράγραφος 2 στοιχείο γ) σημεία i), ii) και iii)·

    1δ) ως “κατηγορία ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής” νοείται οποιαδήποτε από τις κατηγορίες ανοιγμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 147 παράγραφος 2 στοιχείο δ) σημεία i), ii), iii) και iv)·

    1ε) ως “άνοιγμα λιανικής τραπεζικής” νοείται κάθε άνοιγμα που κατατάσσεται στις κατηγορίες που αναφέρονται στο άρθρο 147 παράγραφος 2 στοιχείο δ) σημεία i), ii), iii) και iv)·»·

    β)το σημείο 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «2) ως “είδος ανοίγματος” νοείται μια ομάδα ανοιγμάτων που υπόκεινται σε ομοιογενή διαχείριση εντός μιας κατηγορίας ανοιγμάτων, τα οποία μπορεί να περιορίζονται σε μία μόνο οντότητα ή σε ένα μόνο υποσύνολο οντοτήτων μιας ομάδας εφόσον το ίδιο είδος ανοίγματος υπόκειται σε διαφορετική διαχείριση σε άλλες οντότητες της ομάδας,»·

    γ)τα σημεία 4 και 5 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «4)    ως “μεγάλη ρυθμιζόμενη οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα” νοείται οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα η οποία πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων της οντότητας, ή το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων της μητρικής της εταιρείας όταν η οντότητα έχει μητρική εταιρεία, υπολογιζόμενο σε μεμονωμένη ή ενοποιημένη βάση, είναι μεγαλύτερο ή ίσο με 70 δισ. EUR, με χρήση της πλέον πρόσφατα ελεγμένης οικονομικής κατάστασης ή ενοποιημένου δημοσιονομικού δελτίου για τον προσδιορισμό του μεγέθους των περιουσιακών στοιχείων·

    β)η οντότητα υπόκειται σε απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας, άμεσα σε μεμονωμένη ή ενοποιημένη βάση, ή έμμεσα από την εποπτική ενοποίηση της μητρικής της επιχείρησης, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033, την οδηγία 2009/138/ΕΚ, ή νομικές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας τρίτης χώρας τουλάχιστον ισοδύναμες με τις εν λόγω πράξεις της Ένωσης,

    5) ως “μη ρυθμιζόμενη οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα” νοείται οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα που δεν πληροί την προϋπόθεση που ορίζεται στο σημείο 4 στοιχείο β),»·

    δ)παρεμβάλλεται το ακόλουθο σημείο 5α:

    «5α)    ως “μεγάλη επιχείρηση” νοείται οποιαδήποτε επιχείρηση που έχει ενοποιημένες ετήσιες πωλήσεις άνω των 500 εκατ. EUR ή που ανήκει σε όμιλο όταν οι συνολικές ετήσιες πωλήσεις για τον ενοποιημένο όμιλο υπερβαίνουν τα 500 εκατ. EUR,»·

    ε)προστίθενται τα ακόλουθα σημεία 8 έως 12:

    «8) ως “προσέγγιση μοντελοποίησης προσαρμογής PD/LGD” νοείται η μοντελοποίηση μιας προσαρμογής της LGD ή η μοντελοποίηση μιας προσαρμογής τόσο της PD όσο και της LGD του υποκείμενου ανοίγματος σύμφωνα με το άρθρο 183 παράγραφος 1α,

    9) ως “κατώτατος συντελεστής στάθμισης κινδύνου παρόχου προστασίας” νοείται ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου που εφαρμόζεται σε συγκρίσιμο, άμεσο άνοιγμα έναντι του παρόχου της προστασίας,

    10) για άνοιγμα για το οποίο ένα ίδρυμα εφαρμόζει την προσέγγιση IRB χρησιμοποιώντας εσωτερικές εκτιμήσεις της LGD σύμφωνα με το άρθρο 143, ως “αναγνωρισμένη” μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία νοείται μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία της οποίας η επίδραση στον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοιγμάτων ή των ποσών αναμενόμενης ζημίας του υποκείμενου ανοίγματος λαμβάνεται υπόψη με μία από τις ακόλουθες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 2α:

    α)προσέγγιση μοντελοποίησης προσαρμογής PD/LGD·

    β)προσέγγιση υποκατάστασης των παραμέτρων κινδύνου βάσει της εξελιγμένης IRB (A-IRB), σύμφωνα με το άρθρο 192 σημείο 8,

    11) ως “SA-CCF” νοείται το εφαρμοστέο ποσοστό βάσει του κεφαλαίου 2, με το οποίο πολλαπλασιάζεται η ονομαστική αξία ενός στοιχείου εκτός ισολογισμού για τον υπολογισμό της αξίας ανοίγματος σύμφωνα με το άρθρο 111 παράγραφος 2,

    12) ως “IRB-CCF” νοούνται οι εσωτερικές εκτιμήσεις του CCF.»·

    59)το άρθρο 143 τροποποιείται ως εξής:

    α)η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «2. Απαιτείται προηγούμενη άδεια χρήσης της προσέγγισης IRB, συμπεριλαμβανομένων των εσωτερικών εκτιμήσεων της LGD και του CCF, για κάθε κατηγορία ανοίγματος και για κάθε σύστημα διαβάθμισης, καθώς και για κάθε προσέγγιση που χρησιμοποιείται για την εκτίμηση της LGD και του CCF.»·

    β)στην παράγραφο 3, στο πρώτο εδάφιο, τα στοιχεία α) και β) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «α) ουσιώδεις αλλαγές στο εύρος εφαρμογής συστήματος διαβάθμισης το οποίο το ίδρυμα έχει λάβει άδεια να χρησιμοποιεί,

    β) ουσιώδεις αλλαγές σε σύστημα διαβάθμισης το οποίο το ίδρυμα έχει λάβει άδεια να χρησιμοποιεί.»·

    γ)οι παράγραφοι 4 και 5 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «4. Τα ιδρύματα κοινοποιούν στις αρμόδιες αρχές όλες τις αλλαγές των συστημάτων διαβάθμισης.

    5. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τους όρους για την αξιολόγηση της σημασίας της χρησιμοποίησης υπάρχοντος συστήματος διαβάθμισης για άλλα πρόσθετα ανοίγματα που δεν καλύπτονται ήδη από το εν λόγω σύστημα, και των αλλαγών συστημάτων διαβάθμισης δυνάμει της προσέγγισης IRB.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί η ημερομηνία = 18 μήνες μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος τροποποιητικού κανονισμού].

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία έγκρισης των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»·

    60)στο άρθρο 144 παράγραφος 1, το πρώτο εδάφιο τροποποιείται ως εξής:

    α)το στοιχείο στ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «στ)    το ίδρυμα έχει επικυρώσει κάθε σύστημα διαβάθμισης κατά τη διάρκεια κατάλληλης χρονικής περιόδου πριν από τη λήψη άδειας χρήσης του εν λόγω συστήματος διαβάθμισης, έχει αξιολογήσει κατά τη διάρκεια της σχετικής περιόδου εάν το σύστημα διαβάθμισης είναι κατάλληλο για το εύρος εφαρμογής του συστήματος διαβάθμισης και έχει προβεί στις αναγκαίες αλλαγές στα εν λόγω συστήματα διαβάθμισης που προέκυψαν βάσει της αξιολόγησής του,»·

    β)το στοιχείο η) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «η)    το ίδρυμα έχει ταξινομήσει και εξακολουθεί να ταξινομεί κάθε άνοιγμα που περιλαμβάνεται στο εύρος εφαρμογής συστήματος διαβάθμισης σε βαθμίδα ή ομάδα αυτού του συστήματος διαβάθμισης.»·

    γ)η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «2. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει την προσέγγιση αξιολόγησης που πρέπει να ακολουθούν οι αρμόδιες αρχές κατά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης ενός ιδρύματος με τις απαιτήσεις χρήσης της προσέγγισης IRB.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2025.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»·

    61)το άρθρο 147 τροποποιείται ως εξής:

    α)η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «2. Κάθε άνοιγμα κατατάσσεται σε μια από τις ακόλουθες κατηγορίες ανοιγμάτων:

    α)ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών,

    α1)ανοίγματα έναντι περιφερειακών και τοπικών αρχών και οντοτήτων του δημόσιου τομέα (“RGLA-PSE”), τα οποία υποδιαιρούνται στις ακόλουθες κατηγορίες ανοιγμάτων:

    i)ανοίγματα έναντι περιφερειακών και τοπικών αρχών (“RGLA”)·

    ii)ανοίγματα έναντι οντοτήτων του δημόσιου τομέα (“PSE”),

    β)ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων,

    γ)ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, τα οποία υποδιαιρούνται στις ακόλουθες κατηγορίες ανοιγμάτων:

    i)γενικές επιχειρήσεις·

    ii)ανοίγματα ειδικού δανεισμού·

    iii)αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων,

    δ)ανοίγματα λιανικής τραπεζικής, τα οποία υποδιαιρούνται στις ακόλουθες κατηγορίες ανοιγμάτων:

    i)αποδεκτά ανακυκλούμενα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής (“QRRE”)·

    ii)ανοίγματα λιανικής τραπεζικής που εξασφαλίζονται με ακίνητα κατοικίας·

    iii)αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις λιανικής τραπεζικής·

    iv)άλλα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής,

    ε)ανοίγματα σε μετοχές,

    ε1)ανοίγματα υπό μορφή μεριδίων ή μετοχών σε ΟΣΕ,

    στ)στοιχεία που αντιστοιχούν σε θέσεις τιτλοποίησης,

    ζ)άλλα στοιχεία ενεργητικού που δεν συνιστούν πιστωτικές υποχρεώσεις.

    β)στην παράγραφο 3, το στοιχείο α) απαλείφεται·

    γ)παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος 3α:

    «3α.    Τα ανοίγματα έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων, τοπικών αρχών ή οντοτήτων του δημόσιου τομέα κατατάσσονται στο σύνολό τους στην κατηγορία ανοιγμάτων που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο α1), ανεξάρτητα από την αντιμετώπιση των ανοιγμάτων αυτών βάσει του άρθρου 115 ή 116.»·

    δ)στην παράγραφο 4 τα στοιχεία α) και β) απαλείφονται·

    ε)η παράγραφος 5 τροποποιείται ως εξής:

    i)στο στοιχείο α), το σημείο ii) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «ii) ανοίγματα έναντι ΜΜΕ κατά την έννοια του άρθρου 5 σημείο 8, υπό τον όρο ότι, στην περίπτωση αυτή, το συνολικό ποσό που οφείλεται στο ίδρυμα και σε μητρική επιχείρηση και τις θυγατρικές του από τον πιστούχο πελάτη ή την οφειλέτρια ομάδα συνδεδεμένων πελατών, περιλαμβανομένων τυχόν ανοιγμάτων σε αθέτηση, εξαιρουμένων όμως ανοιγμάτων εξασφαλισμένων με ακίνητη περιουσία που χρησιμοποιείται ως κατοικία έως την αξία του ακινήτου, δεν υπερβαίνει —καθ’ όσον γνωρίζει το ίδρυμα, το οποίο οφείλει να προβεί σε εύλογες ενέργειες προκειμένου να επαληθεύσει το ποσό του ανοίγματος— το 1 εκατομμύριο EUR,

    iii) ανοίγματα εξασφαλισμένα με ακίνητα κατοικίας, συμπεριλαμβανομένων εμπράγματων ασφαλειών πρώτης και επόμενης τάξης, προθεσμιακών δανείων, ανακυκλούμενων πιστώσεων εξασφαλισμένων με την αγοραία αξία ακίνητης περιουσίας, και τα ανοίγματα που αναφέρονται στο άρθρο 108 παράγραφοι 3 και 4, ανεξάρτητα από το μέγεθος του ανοίγματος, υπό την προϋπόθεση ότι το άνοιγμα είναι ένα από τα ακόλουθα:

    άνοιγμα σε φυσικό πρόσωπο·

    άνοιγμα σε ενώσεις ή συνεταιρισμούς φυσικών προσώπων που ρυθμίζονται από το εθνικό δίκαιο και υφίστανται με μοναδικό σκοπό να χορηγούν στα μέλη τους τη χρήση πρώτης κατοικίας στο ακίνητο που εξασφαλίζει το δάνειο·»·

    ii)προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

    «Τα ανοίγματα που πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο στοιχείο α) σημείο iii) και στα στοιχεία β), γ) και δ) κατατάσσονται στην κατηγορία ανοιγμάτων «ανοίγματα λιανικής τραπεζικής που εξασφαλίζονται με ακίνητα κατοικίας» η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο δ) σημείο ii).

    Κατά παρέκκλιση από το τρίτο εδάφιο, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να εξαιρούν από την κατηγορία ανοιγμάτων «ανοίγματα λιανικής τραπεζικής που εξασφαλίζονται με ακίνητα κατοικίας», η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο δ) σημείο ii), δάνεια σε φυσικά πρόσωπα που έχουν υποθηκεύσει περισσότερα από τέσσερα ακίνητα ή οικιακές μονάδες και να κατατάσσουν τα δάνεια αυτά στην κατηγορία ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων.»·

    iii)παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος 5α:

    «5α.    Τα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής που ανήκουν σε ένα είδος ανοιγμάτων που πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις μπορούν να κατατάσσονται στην κατηγορία ανοιγμάτων QRRE:

    α)τα ανοίγματα αυτού του είδους είναι έναντι φυσικών προσώπων·

    β)τα ανοίγματα αυτού του είδους είναι ανακυκλούμενα, μη εξασφαλισμένα και, στον βαθμό που δεν έχουν εκταμιευθεί, άμεσα και άνευ όρων ακυρώσιμα από το ίδρυμα·

    γ)το μέγιστο άνοιγμα αυτού του είδους έναντι ενός μόνο φυσικού προσώπου είναι ίσο ή μικρότερο από 100 000 EUR·

    δ)αυτό το είδος ανοιγμάτων παρουσιάζει χαμηλή μεταβλητότητα ποσοστών ζημίας σε σχέση με το μέσο επίπεδο των ποσοστών ζημίας, ιδίως εντός των ζωνών χαμηλής πιθανότητας αθέτησης (PD)·

    ε)η αντιμετώπιση ως αποδεκτών ανακυκλούμενων ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής είναι συνεπής με τα υποκείμενα χαρακτηριστικά κινδύνου του είδους ανοιγμάτων στο οποίο ανήκει.

    Κατά παρέκκλιση από το στοιχείο β), η απαίτηση να είναι μη εξασφαλισμένα τα ανοίγματα δεν ισχύει για εξασφαλισμένες πιστωτικές διευκολύνσεις συνδεδεμένες με λογαριασμό μισθοδοσίας. Στην περίπτωση αυτή, τα ανακτώμενα από την παρεχόμενη ασφάλεια ποσά δεν συνυπολογίζονται στην εκτίμηση της LGD.

    Τα ιδρύματα προσδιορίζουν, εντός της κατηγορίας ανοιγμάτων QRRE, τα ανοίγματα σε συναλλασσόμενο [“ανοίγματα QRRE σε συναλλασσόμενο” (QPRE transactors)], όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 152, και τα ανοίγματα που δεν είναι ανοίγματα σε συναλλασσόμενο [“ανακυκλούμενα ανοίγματα QRRE” (QPRE revolvers)]. Ειδικότερα, τα QRRE με ιστορικό αποπληρωμής κάτω των 12 μηνών προσδιορίζονται ως QRRE revolvers.»·

    στ)οι παράγραφοι 6 και 7 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «6.    Εάν δεν υπάγονται στην κατηγορία ανοιγμάτων της παραγράφου 2, στοιχείο ε1), τα ανοίγματα που αναφέρονται στο άρθρο 133 παράγραφος 1 κατατάσσονται στην κατηγορία ανοιγμάτων σε μετοχές που ορίζεται στην παράγραφο 2 στοιχείο ε).

    7. Οι πιστωτικές υποχρεώσεις που δεν υπάγονται στις κατηγορίες ανοιγμάτων που ορίζονται στην παράγραφο 2 στοιχεία α), α1), β), δ), ε) και στ) υπάγονται σε μία από τις κατηγορίες ανοιγμάτων που αναφέρονται στο στοιχείο γ) της ίδιας παραγράφου.»·

    ζ)στην παράγραφο 8 προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

    «Τα ανοίγματα αυτά υπάγονται στην κατηγορία ανοιγμάτων που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο γ) σημείο ii) και κατατάσσονται στις ακόλουθες κατηγορίες: “χρηματοδότηση έργων» (PF), “χρηματοδότηση για αγορά υλικών περιουσιακών στοιχείων” (OF), “χρηματοδότηση εμπορευμάτων” (CF) και “προσοδοφόρο ακίνητο” (IPRE).

    Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

    α)την κατάταξη στις κατηγορίες PF, OF και CF, σύμφωνα με τους ορισμούς του κεφαλαίου 2·

    β)τον προσδιορισμό της κατηγορίας IPRE, προβλέποντας ιδίως ποια ανοίγματα ADC και ανοίγματα που εξασφαλίζονται με ακίνητη περιουσία μπορούν να κατηγοριοποιηθούν ή κατηγοριοποιούνται ως IPRE, όταν τα εν λόγω ανοίγματα δεν εξαρτώνται ουσιωδώς από τις ταμειακές ροές που παράγονται από το ακίνητο για την αποπληρωμή τους.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2025.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»·

    η)προστίθεται νέα παράγραφος 11:

    «11. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που διευκρινίζουν περαιτέρω τις κατηγορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2, όπου απαιτείται, και τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια για την υπαγωγή ανοιγμάτων στις εν λόγω κατηγορίες.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις Πέμπτη, 31 Δεκεμβρίου 2026.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό με την έγκριση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»·

    62)το άρθρο 148 τροποποιείται ως εξής:

    α)οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1. Ίδρυμα στο οποίο επιτρέπεται να εφαρμόζει την προσέγγιση ΠΕΔ, σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 1, εφαρμόζει, από κοινού με οποιαδήποτε μητρική επιχείρηση και τις θυγατρικές της, την προσέγγιση ΠΕΔ για τουλάχιστον μία από τις κατηγορίες ανοιγμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 147 παράγραφος 2 στοιχείο α), στοιχείο α1) σημεία i) και ii), στοιχείο β), στοιχείο γ) σημεία i), ii) και iii), στοιχείο δ) σημεία i), ii), iii) και iv) και στοιχεία ε1), στ) και ζ). Αφού ένα ίδρυμα εφαρμόσει την προσέγγιση ΠΕΔ για μία από αυτές τις κατηγορίες ανοιγμάτων, την εφαρμόζει για όλα τα ανοίγματα εντός της συγκεκριμένης κατηγορίας ανοιγμάτων, εκτός εάν έχει λάβει την άδεια των αρμόδιων αρχών να χρησιμοποιεί μόνιμα την τυποποιημένη προσέγγιση σύμφωνα με το άρθρο 150.

    Με την επιφύλαξη της προηγούμενης άδειας των αρμόδιων αρχών, η εφαρμογή της προσέγγισης ΠΕΔ μπορεί να γίνει διαδοχικά στα διάφορα είδη ανοιγμάτων εντός της ίδιας κατηγορίας ανοιγμάτων και εντός της ίδιας επιχειρηματικής μονάδας, καθώς και μεταξύ διαφορετικών επιχειρηματικών μονάδων του ίδιου ομίλου, ή για τη χρήση εσωτερικών εκτιμήσεων LGD ή IRB-CCF.

    2.    Οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν τη χρονική περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας ένα ίδρυμα και οποιαδήποτε μητρική επιχείρηση και οι θυγατρικές της υποχρεούνται να εφαρμόζουν την προσέγγιση ΠΕΔ για όλα τα ανοίγματα εντός μίας κατηγορίας ανοιγμάτων σε διαφορετικές επιχειρηματικές μονάδες του ίδιου ομίλου ή για τη χρήση εσωτερικών εκτιμήσεων LGD ή IRB-CCF. Η εν λόγω χρονική περίοδος θα είναι κατάλληλη κατά την κρίση των αρμόδιων αρχών βάσει της φύσης και της κλίμακας των δραστηριοτήτων του σχετικού ιδρύματος ή των μητρικών επιχειρήσεων και των θυγατρικών τους, καθώς και βάσει του αριθμού και της φύσης των συστημάτων διαβάθμισης που πρόκειται να εφαρμοστούν.»·

    β)οι παράγραφοι 4, 5 και 6 απαλείφονται·

    63)το άρθρο 150 τροποποιείται ως εξής:

    α)η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1. Τα ιδρύματα εφαρμόζουν την τυποποιημένη προσέγγιση για όλα τα ακόλουθα ανοίγματα:

    α)ανοίγματα που κατατάσσονται στην κατηγορία ανοιγμάτων σε μετοχές που αναφέρεται στο άρθρο 147 παράγραφος 2 στοιχείο ε)·

    β)ανοίγματα που κατατάσσονται σε κατηγορίες ανοιγμάτων για τις οποίες τα ιδρύματα έχουν αποφασίσει να μην εφαρμόσουν την προσέγγιση IRB για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοιγμάτων και των ποσών αναμενόμενης ζημίας·

    γ)ανοίγματα για τα οποία τα ιδρύματα δεν έχουν λάβει την προηγούμενη άδεια των αρμόδιων αρχών να χρησιμοποιούν την προσέγγιση IRB για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοιγμάτων και των ποσών αναμενόμενης ζημίας.

    Ένα ίδρυμα στο οποίο επιτρέπεται να χρησιμοποιεί την προσέγγιση IRB για τον υπολογισμό των ποσών των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων και των ποσών αναμενόμενης ζημίας για μια δεδομένη κατηγορία ανοιγμάτων μπορεί, με την επιφύλαξη προηγούμενης άδειας της αρμόδιας αρχής, να εφαρμόζει την τυποποιημένη προσέγγιση για ορισμένα είδη ανοιγμάτων εντός της εν λόγω κατηγορίας ανοιγμάτων όταν αυτά τα είδη ανοιγμάτων είναι επουσιώδη από άποψη μεγέθους και αντιληπτού προφίλ κινδύνου.

    Ένα ίδρυμα στο οποίο επιτρέπεται να χρησιμοποιεί την προσέγγιση IRB για τον υπολογισμό των ποσών των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων μόνο για ορισμένα είδη ανοιγμάτων εντός μιας κατηγορίας ανοιγμάτων, εφαρμόζει την τυποποιημένη προσέγγιση για τα υπόλοιπα είδη ανοιγμάτων εντός της συγκεκριμένης κατηγορίας ανοιγμάτων.»·

    β)οι παράγραφοι 2, 3 και 4 απαλείφονται·

    64)το άρθρο 151 τροποποιείται ως εξής:

    α)η παράγραφος 4 απαλείφεται·

    β)οι παράγραφοι 7, 8 και 9 αντικαθίστανται από τις ακόλουθες:

    «7. Για ανοίγματα λιανικής τραπεζικής, τα ιδρύματα παρέχουν εσωτερικές εκτιμήσεις LGD και IRB-CCF, κατά περίπτωση, δυνάμει του άρθρου 166 παράγραφοι 8 και 8β, σύμφωνα με το άρθρο 143 και το τμήμα 6. Τα ιδρύματα χρησιμοποιούν τον SA-CCF εάν το άρθρο 166 παράγραφοι 8 και 8β δεν επιτρέπει τη χρήση IRB-CCF.

    8. Για τα κατωτέρω ανοίγματα, τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις τιμές LGD που προβλέπονται στο άρθρο 161 παράγραφος 1 και τον SA-CCF σύμφωνα με το άρθρο 166 παράγραφοι 8, 8α και 8β:

    α)ανοίγματα που κατατάσσονται στην κατηγορία ανοιγμάτων «ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων» που αναφέρεται στο άρθρο 147 παράγραφος 2 στοιχείο β)·

    β)ανοίγματα έναντι οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα·

    γ)ανοίγματα έναντι μεγάλων επιχειρήσεων.

    Για ανοίγματα των κατηγοριών του άρθρου 147 παράγραφος 2 στοιχεία α), α1) και γ), εκτός από τα ανοίγματα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις τιμές LGD που προβλέπονται στο άρθρο 161 παράγραφος 1 και τον SA-CCF σύμφωνα με το άρθρο 166 παράγραφοι 8, 8α και 8β, εκτός εάν τους έχει επιτραπεί η χρήση εσωτερικών εκτιμήσεων LGD και CCF για τα εν λόγω ανοίγματα σύμφωνα με την παράγραφο 9 του παρόντος άρθρου.

    9. Για τα ανοίγματα που αναφέρονται στην παράγραφο 8 δεύτερο εδάφιο, η αρμόδια αρχή επιτρέπει στα ιδρύματα να χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις LGD και IRB-CCF, κατά περίπτωση, δυνάμει του άρθρου 166 παράγραφοι 8 και 8β, σύμφωνα με το άρθρο 143 και το τμήμα 6.»·

    γ)προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι 11, 12 και 13:

    «11. Τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις απαιτήσεις που προβλέπονται για ανοίγματα που ανήκουν στην κατηγορία ανοιγμάτων «γενικές επιχειρήσεις» του άρθρου 147 παράγραφος 2 στοιχείο γ) σημείο i) στα ανοίγματα που ανήκουν στην κατηγορία ανοιγμάτων «RGLA-PSE» του άρθρου 147 παράγραφος 2 στοιχείο α1). Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, το κατώτατο όριο που προβλέπεται στον ορισμό των μεγάλων επιχειρήσεων και οι διατάξεις που ισχύουν για τις μεγάλες επιχειρήσεις, όπως ορίζονται στην παράγραφο 8 πρώτο εδάφιο στοιχείο γ) δεν εφαρμόζονται, ενώ παράλληλα δεν εφαρμόζεται η αντιμετώπιση που προβλέπεται στο άρθρο 501.

    12. Για ανοίγματα υπό μορφή μετοχών ή μεριδίων σε ΟΣΕ που ανήκουν στην κατηγορία ανοιγμάτων του άρθρου 147 παράγραφος 2 στοιχείο ε1), τα ιδρύματα εφαρμόζουν την αντιμετώπιση που προβλέπεται στο άρθρο 152.

    13. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει την αντιμετώπιση που εφαρμόζεται σε ανοίγματα που ανήκουν στην κατηγορία ανοιγμάτων “αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων”, η οποία αναφέρεται στο άρθρο 147 παράγραφος 2 στοιχείο γ) σημείο iii), και στην κατηγορία ανοιγμάτων “αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις λιανικής τραπεζικής”, η οποία αναφέρεται στο άρθρο 147 παράγραφος 2 στοιχείο δ) σημείο iii), για τους σκοπούς του υπολογισμού των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοιγμάτων για τον κίνδυνο αθέτησης και για τον κίνδυνο απομείωσης αξίας των εν λόγω ανοιγμάτων, μεταξύ άλλων για την αναγνώριση τεχνικών μείωσης του πιστωτικού κινδύνου.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2025.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»·

    65)στο άρθρο 152, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «4. Τα ιδρύματα που εφαρμόζουν την προσέγγιση εξέτασης σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου και δεν χρησιμοποιούν τις μεθόδους που ορίζονται στο παρόν κεφάλαιο ή στο κεφάλαιο 5, κατά περίπτωση, για το σύνολο ή μέρος των υποκείμενων ανοιγμάτων του ΟΣΕ, υπολογίζουν τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά ανοίγματος και τα ποσά αναμενόμενης ζημίας σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές:

    α)για υποκείμενα ανοίγματα που θα κατατάσσονταν στην κατηγορία ανοιγμάτων σε μετοχές που αναφέρεται στο άρθρο 147 παράγραφος 2 στοιχείο ε), τα ιδρύματα εφαρμόζουν την τυποποιημένη προσέγγιση που προβλέπεται στο κεφάλαιο 2·

    β)για τα ανοίγματα των στοιχείων που αντιστοιχούν στην κατηγορία των θέσεων τιτλοποίησης που αναφέρονται στο άρθρο 147 παράγραφος 2 στοιχείο στ), τα ιδρύματα εφαρμόζουν την αντιμετώπιση που ορίζεται στο άρθρο 254 ως εάν τα εν λόγω ανοίγματα κατέχονταν άμεσα από τα εν λόγω ιδρύματα·

    γ)για όλα τα άλλα υποκείμενα ανοίγματα, τα ιδρύματα εφαρμόζουν την τυποποιημένη προσέγγιση που ορίζεται στο κεφάλαιο 2.»·

    66)το άρθρο 153 τροποποιείται ως εξής:

    α)στην παράγραφο 1, το σημείο iii) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «iii) εάν 0 < PD < 1:

    όπου:

    N = η αθροιστική συνάρτηση κατανομής μιας τυποποιημένης κανονικής τυχαίας μεταβλητής, δηλαδή N(x) είναι η πιθανότητα να είναι μια κανονική τυχαία μεταβλητή με μέσο όρο 0 και διακύμανση 1 μικρότερη ή ίση με x),

    G (= η αντίστροφη αθροιστική συνάρτηση κατανομής μιας τυποποιημένης κανονικής τυχαίας μεταβλητής, δηλαδή εάν x = G(z), x είναι η τιμή ώστε N(x) = z,

    R = ο συντελεστής συσχέτισης, που ορίζεται ως:

    b = ο συντελεστής προσαρμογής ληκτότητας, που ορίζεται ως:

    M = η ληκτότητα, η οποία εκφράζεται σε έτη και υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 162.»·

    β)η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «2. Για ανοίγματα έναντι μεγάλων ρυθμιζόμενων οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα και μη ρυθμιζόμενων οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, ο συντελεστής συσχέτισης R που προβλέπεται στην παράγραφο 1 σημείο iii) ή στην παράγραφο 4, κατά περίπτωση, πολλαπλασιάζεται επί 1,25 κατά τον υπολογισμό των συντελεστών στάθμισης κινδύνου των εν λόγω ανοιγμάτων.»·

    γ)η παράγραφος 3 απαλείφεται·

    δ)η παράγραφος 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «9. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τον τρόπο με τον οποίο τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τους παράγοντες που αναφέρονται στην παράγραφο 5 δεύτερο εδάφιο κατά την εφαρμογή συντελεστών στάθμισης κινδύνου σε ανοίγματα ειδικού δανεισμού.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2025.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»·

    67)το άρθρο 154 τροποποιείται ως εξής:

    α)στην παράγραφο 1, το σημείο ii) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «ii)    εάν PD < 1:

    όπου:

    N = η αθροιστική συνάρτηση κατανομής μιας τυποποιημένης κανονικής τυχαίας μεταβλητής, δηλαδή N(x) είναι η πιθανότητα να είναι μια κανονική τυχαία μεταβλητή με μέσο όρο 0 και διακύμανση 1 μικρότερη ή ίση με x),

    G (= η αντίστροφη αθροιστική συνάρτηση κατανομής μιας τυποποιημένης κανονικής τυχαίας μεταβλητής, δηλαδή εάν x = G(z), x είναι η τιμή ώστε N(x) = z,

    R = ο συντελεστής συσχέτισης, που ορίζεται ως:

    »·

    β)η παράγραφος 2 απαλείφεται·

    γ)η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «3. Για τα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής που δεν είναι σε αθέτηση και εξασφαλίζονται ή εξασφαλίζονται εν μέρει με ακίνητα κατοικίας, ο συντελεστής συσχέτισης που προκύπτει από τον τύπο υπολογισμού της παραγράφου 1 αντικαθίσταται από συντελεστή συσχέτισης R ίσο με 0,15.

    Ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου που εφαρμόζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 σημείο ii) σε άνοιγμα που εξασφαλίζεται εν μέρει με ακίνητα κατοικίας εφαρμόζεται επίσης στο μη εξασφαλισμένο τμήμα του υποκείμενου ανοίγματος.»·

    δ)η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «4. Για τα QRRE που δεν είναι σε αθέτηση, ο συντελεστής συσχέτισης που προκύπτει από τον τύπο υπολογισμού της παραγράφου 1 αντικαθίσταται από συντελεστή συσχέτισης R ίσο με 0,04.

    Οι αρμόδιες αρχές ελέγχουν τη σχετική μεταβλητότητα των ποσοστών ζημίας των QRRE που ανήκουν στο ίδιο είδος ανοιγμάτων, καθώς και της συνολικής κατηγορίας ανοιγμάτων QRRE, και διαβιβάζουν στα άλλα κράτη μέλη και στην ΕΑΤ πληροφορίες σχετικά με τα τυπικά χαρακτηριστικά των ποσοστών ζημίας αποδεκτών ανακυκλούμενων ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής.»·

    68)το άρθρο 155 απαλείφεται·

    69)στο άρθρο 157, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 6:

    «6. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει περαιτέρω τα εξής:

    α)τη μεθοδολογία για τον υπολογισμό του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ποσού ανοίγματος για κίνδυνο απομείωσης της αξίας αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων, συμπεριλαμβανομένης της αναγνώρισης τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 160 παράγραφος 4, και τις προϋποθέσεις για τη χρήση εσωτερικών εκτιμήσεων και εφεδρικών παραμέτρων·

    β)την αξιολόγηση του κριτηρίου της επουσιώδους σημασίας για το είδος των ανοιγμάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 5·

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2026.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»·

    70)το άρθρο 158 τροποποιείται ως εξής:

    α)στην παράγραφο 5, απαλείφεται το τελευταίο εδάφιο·

    β)οι παράγραφοι 7, 8 και 9 απαλείφονται·

    71)το άρθρο 159 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 159
    Αντιμετώπιση των ποσών αναμενόμενης ζημίας, έλλειμμα IRB και πλεόνασμα IRB

    Τα ιδρύματα αφαιρούν τα ποσά αναμενόμενης ζημίας των ανοιγμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 158 παράγραφοι 5, 6 και 10 από το άθροισμα όλων των κατωτέρω στοιχείων:

    α)γενικές και ειδικές προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου που σχετίζονται με τα εν λόγω ανοίγματα, υπολογιζόμενες σύμφωνα με το άρθρο 110·

    β)πρόσθετες προσαρμογές αξίας που σχετίζονται με τις δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών του ιδρύματος που προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 34, σε σχέση με τα εν λόγω ανοίγματα·

    γ)λοιπές μειώσεις ιδίων κεφαλαίων που σχετίζονται με τα εν λόγω ανοίγματα, εκτός από τα ποσά που αφαιρούνται σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ).

    Όταν από τον υπολογισμό που πραγματοποιείται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο προκύπτει θετικό ποσό, το ποσό που προκύπτει καλείται «πλεόνασμα IRB». Όταν από τον υπολογισμό που πραγματοποιείται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο προκύπτει αρνητικό ποσό, το ποσό που προκύπτει καλείται «έλλειμμα IRB».

    Για τους σκοπούς του υπολογισμού που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, τα ιδρύματα αντιμετωπίζουν τις μειώσεις ή τις αυξήσεις αξίας που προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 166 παράγραφος 1 για ανοίγματα εντός ισολογισμού αποκτηθέντα αφού είχαν ήδη αθετηθεί με τον ίδιο τρόπο όπως τις ειδικές προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου. Οι μειώσεις ή οι αυξήσεις αξίας ανοιγμάτων εντός ισολογισμού αποκτηθέντων χωρίς να έχουν ήδη αθετηθεί δεν επιτρέπεται να περιλαμβάνονται στον υπολογισμό του ελλείμματος IRB ή του πλεονάσματος IRB. Οι ειδικές προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου για αθετημένα ανοίγματα δεν χρησιμοποιούνται για την κάλυψη ποσών αναμενόμενης ζημίας από άλλα ανοίγματα. Τα ποσά αναμενόμενης ζημίας για τιτλοποιημένα ανοίγματα και οι γενικές και ειδικές προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου που σχετίζονται με τα εν λόγω ανοίγματα δεν περιλαμβάνονται στον υπολογισμό του ελλείμματος IRB ή του πλεονάσματος IRB.»·

    72)στο τμήμα 4, παρεμβάλλεται η ακόλουθη ενότητα 0:

    «Ενότητα 0
    Ανοίγματα που καλύπτονται από εγγυήσεις που παρέχονται από κεντρικές κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών ή από την ΕΚΤ

    Άρθρο 159α
    Μη εφαρμογή κατώτατων τιμών PD και LGD

    Για τους σκοπούς του κεφαλαίου 3, και ιδίως όσον αφορά το άρθρο 160 παράγραφος 1, το άρθρο 161 παράγραφος 4, το άρθρο 164 παράγραφος 4 και το άρθρο 166 παράγραφος 8γ, όταν ένα άνοιγμα καλύπτεται από αποδεκτή εγγύηση που παρέχεται από την κεντρική κυβέρνηση ή την κεντρική τράπεζα ενός κράτους μέλους ή από την ΕΚΤ, οι κατώτατες τιμές PD, LGD και CCF δεν εφαρμόζονται στο τμήμα του ανοίγματος που καλύπτεται από την εν λόγω εγγύηση. Ωστόσο, το μέρος του ανοίγματος που δεν καλύπτεται από την εν λόγω εγγύηση υπόκειται στις σχετικές κατώτατες τιμές PD, LGD και CCF.»·

    73)το άρθρο 160 τροποποιείται ως εξής:

    α)η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1. Για ανοίγματα της κατηγορίας ανοιγμάτων «ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων» που αναφέρεται στο άρθρο 147 παράγραφος 2 στοιχείο β) ή «ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων» που αναφέρεται στο άρθρο 147 παράγραφος 2 στοιχείο γ), με αποκλειστικό σκοπό τον υπολογισμό των ποσών των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων και των ποσών αναμενόμενης ζημίας των εν λόγω ανοιγμάτων, ιδίως για τους σκοπούς του άρθρου 153, του άρθρου 157, του άρθρου 158 παράγραφος 1, του άρθρου 158 παράγραφος 5 και του άρθρου 158 παράγραφος 10, οι τιμές PD που χρησιμοποιούνται στους τύπους στάθμισης κινδύνου και αναμενόμενης ζημίας δεν είναι μικρότερες από την ακόλουθη τιμή: 0,05 % («κατώτατη τιμή PD»).»·

    β)η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «4. Για ανοίγματα που καλύπτονται από UFCP, ένα ίδρυμα που χρησιμοποιεί εσωτερικές εκτιμήσεις της LGD βάσει του άρθρου 143 τόσο για το αρχικό άνοιγμα όσο και για άμεσα συγκρίσιμα ανοίγματα έναντι του παρόχου της προστασίας μπορεί να αναγνωρίζει τη μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία στην PD σύμφωνα με το άρθρο 183.»·

    γ)η παράγραφος 5 απαλείφεται·

    δ)η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «6. Για τον κίνδυνο απομείωσης της αξίας αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων έναντι επιχειρήσεων, η PD ορίζεται ίση με την εκτίμηση EL του ιδρύματος για κίνδυνο απομείωσης. Ένα ίδρυμα που έχει λάβει την άδεια της αρμόδιας αρχής να χρησιμοποιεί εσωτερικές εκτιμήσεις της LGD για τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 143 και που μπορεί να επιμερίσει σε PD και LGD τις εσωτερικές εκτιμήσεις της EL για κίνδυνο απομείωσης της αξίας των αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων έναντι επιχειρήσεων με τρόπο αξιόπιστο κατά την κρίση των αρμόδιων αρχών, μπορεί να χρησιμοποιήσει την εκτίμηση PD που προκύπτει από τον εν λόγω επιμερισμό. Τα ιδρύματα μπορούν να αναγνωρίζουν μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία στην PD σύμφωνα με το κεφάλαιο 4.»·

    ε)η παράγραφος 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «7. Ένα ίδρυμα που έχει λάβει την άδεια της αρμόδιας αρχής να χρησιμοποιεί εσωτερικές εκτιμήσεις της LGD για τον κίνδυνο απομείωσης της αξίας των αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων έναντι επιχειρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 143, μπορεί να αναγνωρίζει μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία με κατάλληλη προσαρμογή της PD, με την επιφύλαξη του άρθρου 161 παράγραφος 3.»·

    74)το άρθρο 161 τροποποιείται ως εξής:

    α)η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

    i)το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «α) ανοίγματα με εξοφλητική προτεραιότητα χωρίς FCP έναντι κεντρικών κυβερνήσεων, κεντρικών τραπεζών και οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα: 45 %,»·

    ii)παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο αα):

    «αα) ανοίγματα με εξοφλητική προτεραιότητα χωρίς FCP έναντι επιχειρήσεων που δεν είναι οντότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα: 40 %,»·

    iii)το στοιχείο γ) απαλείφεται·

    iv)το στοιχείο ε) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «ε) για τα ανοίγματα σε αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων με εξοφλητική προτεραιότητα σε περίπτωση που ένα ίδρυμα δεν μπορεί να εκτιμήσει την PD ή οι εσωτερικές εκτιμήσεις της PD δεν πληρούν τις απαιτήσεις του τμήματος 6: 40 %,»·

    v)το στοιχείο ζ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «ζ) για κίνδυνο απομείωσης της αξίας αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων: 100 %.»·

    β)οι παράγραφοι 3 και 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «3. Για ανοίγματα που καλύπτονται από μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία, ένα ίδρυμα που χρησιμοποιεί εσωτερικές εκτιμήσεις της LGD βάσει του άρθρου 143 τόσο για το αρχικό άνοιγμα όσο και για άμεσα συγκρίσιμα ανοίγματα έναντι του παρόχου προστασίας μπορεί να αναγνωρίζει τη μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία στην LGD σύμφωνα με το άρθρο 183.

    4. Για ανοίγματα της κατηγορίας ανοιγμάτων «κατηγορία ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων» που αναφέρεται στο άρθρο 147 παράγραφος 2 στοιχείο γ), με αποκλειστικό σκοπό τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων και των ποσών αναμενόμενης ζημίας των εν λόγω ανοιγμάτων, και ιδίως για τους σκοπούς του άρθρου 153 παράγραφος 1 σημείο iii), του άρθρου 157, του άρθρου 158 παράγραφοι 1, 5 και 10, όταν χρησιμοποιούνται εσωτερικές εκτιμήσεις της LGD, οι τιμές LGD που χρησιμοποιούνται στους τύπους στάθμισης κινδύνου και αναμενόμενης ζημίας δεν είναι μικρότερες από τις ακόλουθες κατώτατες τιμές LGD και υπολογίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 5:

    Πίνακας 2α

    Κατώτατες τιμές παραμέτρων LGD (LGDfloor) για ανοίγματα της

    κατηγορίας ανοιγμάτων «ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων»

    άνοιγμα χωρίς FCP (LGDU-floor)

    άνοιγμα πλήρως εξασφαλισμένο με FCP (LGDS-floor)

    25 %

    χρηματοοικονομικές εξασφαλίσεις

    0 %

    απαιτήσεις

    10 %

    ακίνητα κατοικίας ή εμπορικά ακίνητα

    10 %

    άλλες εμπράγματες εξασφαλίσεις

    15 %

    ·»·

    γ)προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι 5 και 6:

    «5. Για τους σκοπούς της παραγράφου 4, οι κατώτατες τιμές παραμέτρων της LGD στον πίνακα 2α της εν λόγω παραγράφου για ανοίγματα πλήρως εξασφαλισμένα με FCP εφαρμόζονται όταν η αξία της FCP, μετά την εφαρμογή των σχετικών προσαρμογών μεταβλητότητας Hc και Hfx σύμφωνα με το άρθρο 230, ισούται με ή υπερβαίνει την αξία του υποκείμενου ανοίγματος. Επιπλέον, οι εν λόγω τιμές ισχύουν για την αποδεκτή FCP σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο.

    Η εφαρμοστέα κατώτατη τιμή LGD (LGDfloor) για άνοιγμα μερικώς εξασφαλισμένο με FCP υπολογίζεται ως ο σταθμισμένος μέσος όρος της LGDU-floor για το τμήμα του ανοίγματος χωρίς FCP και της LGDS-floor για το πλήρως εξασφαλισμένο τμήμα, ως εξής:

    όπου:

    LGDU-floor και LGDS-floor είναι οι σχετικές κατώτατες τιμές του πίνακα 1·

    οι τιμές E , ES , EU και HE καθορίζονται όπως αναφέρεται στο άρθρο 230.

    6. Εάν ένα ίδρυμα που χρησιμοποιεί εσωτερικές εκτιμήσεις LGD για ένα δεδομένο είδος μη εξασφαλισμένων ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων δεν είναι σε θέση να λάβει υπόψη την επίδραση της FCP που εξασφαλίζει ένα από τα ανοίγματα αυτού του είδους ανοιγμάτων στις εσωτερικές εκτιμήσεις LGD, επιτρέπεται στο ίδρυμα να εφαρμόσει τον τύπο που προβλέπεται στο άρθρο 230, με την εξαίρεση ότι η τιμή LGDU στον εν λόγω τύπο είναι η εσωτερική εκτίμηση LGD του ιδρύματος. Στην περίπτωση αυτή, η FCP είναι αποδεκτή σύμφωνα με το κεφάλαιο 4 και η εσωτερική εκτίμηση LGD του ιδρύματος που χρησιμοποιείται ως τιμή LGDU υπολογίζεται με βάση τα υποκείμενα δεδομένα ζημιών, εξαιρουμένων τυχόν εισπράξεων που προκύπτουν από την εν λόγω FCP.»·

    75)το άρθρο 162 τροποποιείται ως εξής:

    α)η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1. Για ανοίγματα για τα οποία ένα ίδρυμα δεν έχει λάβει άδεια από την αρμόδια αρχή να χρησιμοποιεί εσωτερικές εκτιμήσεις LGD, η ληκτότητα («M») είναι 2,5 έτη, εκτός από τα ανοίγματα που προκύπτουν από συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων, για τα οποία η M είναι 0,5 έτη.

    Εναλλακτικά, στο πλαίσιο της άδειας που αναφέρεται στο άρθρο 143, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αποφασίσουν αν το ίδρυμα θα χρησιμοποιεί τη ληκτότητα M όπως ορίζεται στην παράγραφο 2 για όλα αυτά τα ανοίγματα ή για ένα υποσύνολο αυτών των ανοιγμάτων.»·

    β)η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

    i)στην παράγραφο 2, η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Για ανοίγματα για τα οποία ένα ίδρυμα εφαρμόζει εσωτερικές εκτιμήσεις LGD, η ληκτότητα («M») υπολογίζεται με τη χρήση χρονικών περιόδων που εκφράζονται σε έτη, όπως ορίζεται στην παρούσα παράγραφο και με την επιφύλαξη των παραγράφων 3 έως 5 του παρόντος άρθρου. Η Μ δεν υπερβαίνει την πενταετία πλην των περιπτώσεων του άρθρου 384 παράγραφος 1, στις οποίες η Μ θα χρησιμοποιείται σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις. Η M υπολογίζεται ως εξής σε καθεμία από τις ακόλουθες περιπτώσεις:»·

    ii)παρεμβάλλονται τα ακόλουθα στοιχεία δα) και δβ):

    «δα) για εξασφαλισμένες συναλλαγές δανεισμού που υπάγονται σε σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού, η M είναι η σταθμισμένη μέση εναπομένουσα ληκτότητα των συναλλαγών και δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 20 ημερών. Για τη στάθμιση της ληκτότητας χρησιμοποιείται το ονομαστικό ποσό κάθε συναλλαγής,

    δβ) για σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού που περιλαμβάνει περισσότερα του ενός είδη συναλλαγών που αντιστοιχούν στα στοιχεία γ), δ) ή δα), η Μ είναι η σταθμισμένη μέση εναπομένουσα ληκτότητα των συναλλαγών και δεν μπορεί να είναι μικρότερη της μεγαλύτερης περιόδου διακράτησης (εκφρασμένης σε έτη) σε τέτοιες συναλλαγές, όπως προβλέπεται στο άρθρο 224 παράγραφος 2 (είτε 10 ημέρες είτε 20 ημέρες, ανάλογα με τις περιπτώσεις). Για τη στάθμιση της ληκτότητας χρησιμοποιείται το ονομαστικό ποσό κάθε συναλλαγής,»·

    iii)το στοιχείο στ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «στ) για κάθε άλλο μέσο εκτός των μνημονευομένων στην παρούσα παράγραφο ή εάν το ίδρυμα δεν είναι σε θέση να υπολογίσει τη M σύμφωνα με το στοιχείο α), η τιμή της M είναι το ανώτατο χρονικό διάστημα (σε έτη) που έχει ακόμη στη διάθεσή του ο πιστούχος για να εκπληρώσει πλήρως τις συμβατικές του υποχρεώσεις (κεφάλαιο, τόκοι και προμήθειες) και δεν μπορεί να είναι μικρότερη του έτους,»·

    iv)το στοιχείο θ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «θ) για τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν τις προσεγγίσεις που αναφέρονται στο άρθρο 382α παράγραφος 1 στοιχείο α) ή β) για τον υπολογισμό της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων για κινδύνους CVA των συναλλαγών με έναν συγκεκριμένο αντισυμβαλλόμενο, η M δεν είναι μεγαλύτερη από 1 στον τύπο του άρθρου 153 παράγραφος 1 για τους σκοπούς του υπολογισμού των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοιγμάτων για τον κίνδυνο αντισυμβαλλομένου για τις ίδιες συναλλαγές, όπως αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 4 στοιχείο α) ή στ), κατά περίπτωση,»·

    v)το στοιχείο ι) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «ι) για τα ανακυκλούμενα ανοίγματα, η Μ προσδιορίζεται με χρήση της μέγιστης συμβατικής ημερομηνίας λήξης της πιστοδοτικής διευκόλυνσης. Τα ιδρύματα δεν χρησιμοποιούν την ημερομηνία αποπληρωμής της τρέχουσας ανάληψης εάν η ημερομηνία αυτή δεν είναι η μέγιστη ημερομηνία λήξης της πιστοδοτικής διευκόλυνσης.»·

    γ)η παράγραφος 3 τροποποιείται ως εξής:

    i)στο πρώτο εδάφιο, η εισαγωγική πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Εάν η τεκμηρίωση των συμβάσεων απαιτεί καθημερινή προσαρμογή περιθωρίου και καθημερινή αποτίμηση αξίας και περιλαμβάνει ρήτρες που επιτρέπουν την άμεση ρευστοποίηση ή τον συμψηφισμό των εξασφαλίσεων σε περίπτωση αθέτησης ή μη κατάθεσης του απαιτούμενου περιθωρίου, η Μ είναι η σταθμισμένη μέση εναπομένουσα ληκτότητα των συναλλαγών και είναι τουλάχιστον μία ημέρα για:»·

    ii)το δεύτερο εδάφιο τροποποιείται ως εξής:

    το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «β) αυτοεξοφλούμενες βραχυπρόθεσμες συναλλαγές χρηματοδότησης του εμπορίου, που συνδέονται με την ανταλλαγή αγαθών ή υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων έναντι επιχειρήσεων, με εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη ή ίση με 1 έτος όπως αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 80,»·

    προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο ε):

    «ε) εκδοθείσες καθώς και επιβεβαιωμένες ενέγγυες πιστώσεις που είναι βραχυπρόθεσμες, δηλαδή με ληκτότητα μικρότερη του 1 έτους, και είναι αυτοεξοφλούμενες.»·

    δ)η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «4. Για τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες στην Ένωση και δεν είναι μεγάλες επιχειρήσεις, τα ιδρύματα μπορούν να επιλέξουν να καθορίσουν για όλα αυτά τα ανοίγματα τη Μ όπως ορίζεται στην παράγραφο 1 αντί να εφαρμόζουν την παράγραφο 2.»·

    ε)προστίθεται η ακόλουθη νέα παράγραφος 6:

    «6. Προκειμένου να εκφραστεί σε έτη ο ελάχιστος αριθμός ημερών που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχεία γ) έως δβ) και στην παράγραφο 3, οι ελάχιστοι αριθμοί ημερών διαιρούνται διά του 365,25.»·

    76)το άρθρο 163 τροποποιείται ως εξής:

    α)η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1. Με αποκλειστικό σκοπό τον υπολογισμό των ποσών των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων και των ποσών αναμενόμενης ζημίας των εν λόγω ανοιγμάτων, και ιδίως για τους σκοπούς του άρθρου 154, του άρθρου 157 και του άρθρου 158 παράγραφοι 1, 5 και 10, οι τιμές PD που χρησιμοποιούνται στους τύπους στάθμισης κινδύνου και αναμενόμενης ζημίας δεν είναι μικρότερες από τις ακόλουθες:

    α)0,1 % για τα QRRE revolvers·

    β)0,05 % για ανοίγματα λιανικής τραπεζικής που δεν είναι QRRE revolvers.»·

    β)η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «4. Για ανοίγματα που καλύπτονται από μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία, ένα ίδρυμα που χρησιμοποιεί εσωτερικές εκτιμήσεις της LGD βάσει του άρθρου 143 για άμεσα συγκρίσιμα ανοίγματα έναντι του παρόχου της προστασίας μπορεί να αναγνωρίζει τη μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία στην PD σύμφωνα με το άρθρο 183.»·

    77)το άρθρο 164 τροποποιείται ως εξής:

    α)οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1. Τα ιδρύματα παρέχουν εσωτερικές εκτιμήσεις της LGD με την επιφύλαξη των απαιτήσεων του τμήματος 6 του παρόντος κεφαλαίου και της άδειας των αρμόδιων αρχών σύμφωνα με το άρθρο 143. Για τον κίνδυνο απομείωσης αξίας αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων εφαρμόζεται LGD 100 %. Σε περίπτωση που το ίδρυμα μπορεί να επιμερίσει αξιόπιστα σε PD και LGD τις εκτιμήσεις της αναμενόμενης ζημίας για τον κίνδυνο απομείωσης της αξίας αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων, το ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιεί εσωτερική εκτίμηση για την LGD.

    2. Τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις της LGD βάσει του άρθρου 143 για άμεσα συγκρίσιμα ανοίγματα έναντι του παρόχου της προστασίας μπορούν να αναγνωρίζουν τη μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία στην LGD σύμφωνα με το άρθρο 183.»·

    β)η παράγραφος 3 απαλείφεται·

    γ)η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «4. Με αποκλειστικό σκοπό τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων και των ποσών αναμενόμενης ζημίας για ανοίγματα λιανικής τραπεζικής, και ιδίως σύμφωνα με το άρθρο 154 παράγραφος 1, το άρθρο 157, το άρθρο 158 παράγραφοι 1 και 10, η τιμή της LGD που χρησιμοποιείται στους τύπους στάθμισης κινδύνου και αναμενόμενης ζημίας δεν είναι μικρότερη από τις κατώτατες τιμές LGD που καθορίζονται στον πίνακα 2αα και σύμφωνα με τις παραγράφους 4α και 4β:

    Πίνακας 2αα

    Κατώτατες τιμές LGD (LGDfloor) για ανοίγματα λιανικής τραπεζικής

    άνοιγμα χωρίς FCP (LGDU-floor)

    άνοιγμα εξασφαλισμένο με FCP (LGDS-floor)

    Άνοιγμα λιανικής τραπεζικής που εξασφαλίζεται με ακίνητα κατοικίας·

    Α/Α

    Άνοιγμα λιανικής τραπεζικής που εξασφαλίζεται με ακίνητα κατοικίας·

    5 %

    Αποδεκτά ανακυκλούμενα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής (QRRE)

    50 %

    Αποδεκτά ανακυκλούμενα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής (QRRE)

    Α/Α

    Άλλο άνοιγμα λιανικής τραπεζικής

    30 %

    Άλλο άνοιγμα λιανικής τραπεζικής εξασφαλισμένο με χρηματοοικονομικές εξασφαλίσεις

    0 %

    Άλλο άνοιγμα λιανικής τραπεζικής εξασφαλισμένο με απαιτήσεις

    10 %

    Άλλο άνοιγμα λιανικής τραπεζικής εξασφαλισμένο με ακίνητα κατοικίας ή εμπορικά ακίνητα

    10 %

    Άλλο άνοιγμα λιανικής τραπεζικής εξασφαλισμένο με άλλες εμπράγματες εξασφαλίσεις

    15 %

    »·

    δ)προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι 4α και 4β:

    «4α. Για τους σκοπούς της παραγράφου 4, ισχύουν τα ακόλουθα:

    α)οι κατώτατες τιμές LGD της παραγράφου 4 πίνακας 2αα εφαρμόζονται σε ανοίγματα που εξασφαλίζονται με FCP όταν η FCP είναι αποδεκτή σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο·

    β)εξαιρουμένων των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής που εξασφαλίζονται με ακίνητα κατοικίας, οι κατώτατες τιμές LGD της παραγράφου 4 πίνακας 2αα εφαρμόζονται σε ανοίγματα πλήρως εξασφαλισμένα με FCP όταν η τιμή της FCP, μετά την εφαρμογή των σχετικών προσαρμογών μεταβλητότητας σύμφωνα με το άρθρο 230, ισούται με ή υπερβαίνει την αξία του υποκείμενου ανοίγματος·

    γ)εξαιρουμένων των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής που εξασφαλίζονται με ακίνητα κατοικίας, η εφαρμοστέα κατώτατη τιμή LGD για ένα άνοιγμα που είναι μερικώς εξασφαλισμένο με FCP υπολογίζεται σύμφωνα με τον τύπο του άρθρου 161 παράγραφος 5·

    δ)για ανοίγματα λιανικής τραπεζικής εξασφαλισμένα με ακίνητα κατοικίας, η εφαρμοστέα κατώτατη τιμή LGD ορίζεται στο 5 % ανεξάρτητα από το επίπεδο της εξασφάλισης που παρέχεται από το ακίνητο κατοικίας.

    4β. Εάν ένα ίδρυμα δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσει την επίδραση της FCP που εξασφαλίζει ένα από τα ανοίγματα αυτού του είδους ανοιγμάτων στις εσωτερικές εκτιμήσεις LGD, επιτρέπεται στο ίδρυμα να εφαρμόσει τον τύπο που προβλέπεται στο άρθρο 230, με την εξαίρεση ότι η τιμή LGDU στον εν λόγω τύπο είναι η εσωτερική εκτίμηση LGD του ιδρύματος. Στην περίπτωση αυτή, η FCP είναι αποδεκτή σύμφωνα με το κεφάλαιο 4 και η εσωτερική εκτίμηση LGD του ιδρύματος που χρησιμοποιείται ως τιμή LGD υπολογίζεται με βάση τα υποκείμενα δεδομένα ζημιών, εξαιρουμένων τυχόν εισπράξεων που προκύπτουν από την εν λόγω FCP.»·

    78)το τρίτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 3 τμήμα 4 ενότητα 3 απαλείφεται·

    79)το άρθρο 166 τροποποιείται ως εξής:

    α)η παράγραφος 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «8. Η αξία ανοίγματος των εκτός ισολογισμού στοιχείων που δεν είναι συμβάσεις όπως παρατίθενται στο παράρτημα II υπολογίζεται με τη χρήση είτε του IRB-CCF είτε του SA-CCF, σύμφωνα με τις παραγράφους 8α και 8β και το άρθρο 151 παράγραφος 8.

    Εάν τα αναληφθέντα υπόλοιπα των ανακυκλούμενων διευκολύνσεων έχουν τιτλοποιηθεί, τα ιδρύματα διασφαλίζουν ότι εξακολουθούν να διατηρούν το απαιτούμενο ποσό ιδίων κεφαλαίων έναντι των μη αναληφθέντων υπολοίπων που συνδέονται με την τιτλοποίηση.

    Ένα ίδρυμα που δεν χρησιμοποιεί IRB-CCF υπολογίζει την αξία ανοίγματος ως το ποσό δέσμευσης που δεν έχει αναληφθεί πολλαπλασιασμένο με τον σχετικό SA-CCF.

    Ένα ίδρυμα που δεν χρησιμοποιεί IRB-CCF υπολογίζει την αξία ανοίγματος για μη αναληφθείσες πιστοδοτήσεις ως το μη αναληφθέν ποσό πολλαπλασιασμένο με IRB-CCF.»·

    β)παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι 8α, 8β και 8γ:

    «8α. Για άνοιγμα για το οποίο δεν χρησιμοποιείται ο IRB-CCF, ο εφαρμοστέος CCF είναι ο SA-CCF όπως προβλέπεται στο κεφάλαιο 2 για τους ίδιους τύπους στοιχείων που ορίζονται στο άρθρο 111. Το ποσό στο οποίο εφαρμόζεται ο SA-CCF είναι το χαμηλότερο μεταξύ της αξίας της αχρησιμοποίητης δεσμευμένης πιστωτικής γραμμής και της αξίας που αντικατοπτρίζει κάθε πιθανό περιορισμό της διαθεσιμότητας της πιστοδοτικής διευκόλυνσης, συμπεριλαμβανομένης της ύπαρξης ανώτατου ορίου στο δυνητικό ποσό δανεισμού που σχετίζεται με τις αναφερθείσες ταμειακές ροές του οφειλέτη. Όταν μια πιστοδοτική διευκόλυνση περιορίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο, το ίδρυμα διαθέτει επαρκείς διαδικασίες παρακολούθησης και διαχείρισης για την υποστήριξη της ύπαρξης αυτών των περιορισμών.

    8β. Με την επιφύλαξη της άδειας των αρμόδιων αρχών, τα ιδρύματα που πληρούν τις απαιτήσεις για τη χρήση IRB-CCF, όπως ορίζονται στο τμήμα 6, χρησιμοποιούν IRB-CCF για ανοίγματα που προκύπτουν από μη αναληφθείσες ανακυκλούμενες πιστοδοτήσεις που αντιμετωπίζονται βάσει της προσέγγισης IRB, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω ανοίγματα δεν υπόκεινται σε SA-CCF 100 % βάσει της τυποποιημένης προσέγγισης. Ο SA-CCF χρησιμοποιείται για:

    α)όλα τα άλλα στοιχεία εκτός ισολογισμού, ιδίως μη αναληφθείσες μη ανακυκλούμενες πιστοδοτήσεις·

    β)ανοίγματα για τα οποία το ίδρυμα δεν πληροί τις ελάχιστες απαιτήσεις για τον υπολογισμό του IRB-CCF, όπως ορίζονται στο τμήμα 6, ή για τα οποία η αρμόδια αρχή δεν έχει επιτρέψει τη χρήση IRB-CCF.

    Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, μια πιστοδότηση θεωρείται «ανακυκλούμενη» όταν παρέχει στον οφειλέτη τη δυνατότητα να λάβει δάνειο στο πλαίσιο του οποίου έχει την ευελιξία να αποφασίσει πόσο συχνά θα πραγματοποιεί αναλήψεις από το δάνειο και ανά ποια χρονικά διαστήματα, με αποτέλεσμα ο οφειλέτης να έχει δυνατότητα ανάληψης, αποπληρωμής και εκ νέου ανάληψης δανείων που του έχουν χορηγηθεί. Οι συμβατικές ρυθμίσεις που επιτρέπουν προπληρωμές και επακόλουθες εκ νέου αναλήψεις αυτών των προπληρωμών θεωρούνται ανακυκλούμενες.

    8γ. Με αποκλειστικό σκοπό τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων και των ποσών αναμενόμενης ζημίας των ανοιγμάτων που προκύπτουν από ανακυκλούμενες πιστοδοτήσεις όταν χρησιμοποιούνται IRB-CCF, ειδικότερα σύμφωνα με το άρθρο 153 παράγραφος 1, το άρθρο 157, το άρθρο 158 παράγραφοι 1, 5 και 10, η αξία ανοίγματος που χρησιμοποιείται στους τύπους υπολογισμού του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ποσού και της αναμενόμενης ζημίας δεν είναι μικρότερη από το άθροισμα:

    α)του αναληφθέντος ποσού της ανακυκλούμενης πιστοδότησης·

    β)του 50 % του ποσού ανοίγματος εκτός ισολογισμού του εναπομένοντος μη αναληφθέντος μέρους της ανακυκλούμενης πιστοδότησης που υπολογίζεται με χρήση του εφαρμοστέου SA-CCF που προβλέπεται στο άρθρο 111.

    Το άθροισμα των στοιχείων α) και β) αναφέρεται ως «κατώτατη τιμή CCF».»·

    γ)η παράγραφος 10 απαλείφεται·

    80)το άρθρο 167 απαλείφεται·

    81)στο άρθρο 169 παράγραφος 3, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

    «Η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής στην πράξη των απαιτήσεων σχετικά με τον σχεδιασμό των υποδειγμάτων, τον ποσοτικό προσδιορισμό του κινδύνου, την επικύρωση και την εφαρμογή των παραμέτρων κινδύνου με τη χρήση συνεχών ή πολύ λεπτομερών κλιμάκων διαβάθμισης για κάθε παράμετρο κινδύνου. Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές υιοθετούνται σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»·

    82)στο άρθρο 170 παράγραφος 4, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «β) τα χαρακτηριστικά κινδύνου της συναλλαγής, συμπεριλαμβανομένου του προϊόντος και της χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας, της αναγνωρισμένης μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας, των μετρήσεων του λόγου του δανείου προς την αξία, των εποχικών διακυμάνσεων και της εξοφλητικής προτεραιότητας. Τα ιδρύματα αντιμετωπίζουν χωριστά τις περιπτώσεις στις οποίες περισσότερα ανοίγματα καλύπτονται από την ίδια εξασφάλιση. Για κάθε ομάδα για την οποία το ίδρυμα εκτιμά τις PD και LGD, το ίδρυμα αναλύει την αντιπροσωπευτικότητα της ηλικίας των πιστοδοτικών διευκολύνσεων από την άποψη του χρόνου που έχει παρέλθει από τη χορήγηση για την PD και του χρόνου που έχει παρέλθει από την ημερομηνία αθέτησης για τη LGD, στα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των εκτιμήσεων των πραγματικών διευκολύνσεων του ιδρύματος·»·

    83)στο άρθρο 171, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 3:

    «3. Τα συστήματα διαβάθμισης σχεδιάζονται κατά τρόπο ώστε οι ιδιοσυγκρατικές αλλαγές ή οι αλλαγές που αφορούν τον κλάδο να αποτελούν κινητήριο μοχλό μετάβασης από τη μια βαθμίδα στην άλλη. Επιπλέον, τα αποτελέσματα των επιχειρηματικών κύκλων λαμβάνονται υπόψη ως παράγοντας για τη μετάβαση των οφειλετών και των πιστοδοτικών διευκολύνσεων από μια βαθμίδα ή ομάδα σε άλλη.»·

    84)στο άρθρο 172, η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

    α)η εισαγωγική περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Για ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων και κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών, η ταξινόμηση των ανοιγμάτων πραγματοποιείται σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια:»·

    β)το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «δ) κάθε χωριστή οντότητα έναντι της οποίας έχει άνοιγμα το ίδρυμα διαβαθμίζεται χωριστά,»·

    γ)    προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

    «Για τους σκοπούς του στοιχείου δ), κάθε ίδρυμα διαθέτει κατάλληλες πολιτικές για την αντιμετώπιση των μεμονωμένων πιστούχων-πελατών και των ομάδων συνδεδεμένων πελατών. Οι εν λόγω πολιτικές περιλαμβάνουν διαδικασία για τον εντοπισμό συγκεκριμένου κινδύνου δυσμενούς συσχέτισης για κάθε νομική οντότητα στην οποία είναι εκτεθειμένο το ίδρυμα. Οι συναλλαγές με αντισυμβαλλόμενους για τους οποίους έχει εντοπιστεί συγκεκριμένος κίνδυνος δυσμενούς συσχέτισης αντιμετωπίζονται διαφορετικά κατά τον υπολογισμό της αξίας ανοίγματός τους,»·

    85)το άρθρο 173 τροποποιείται ως εξής:

    α)στην παράγραφο 1 η εισαγωγική περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Για ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων και κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών, η διαδικασία ταξινόμησης πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:»·

    β)η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «3. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που καθορίζουν τις μεθοδολογίες με τις οποίες οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν την αρτιότητα της διαδικασίας ταξινόμησης καθώς και την τακτική και ανεξάρτητη αξιολόγηση των κινδύνων.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2025.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»·

    86)το άρθρο 174 τροποποιείται ως εξής:

    α)η εισαγωγική περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Τα ιδρύματα χρησιμοποιούν στατιστικές και άλλες μαθηματικές μεθόδους (“υποδείγματα”) για την ταξινόμηση των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες πιστούχων ή πιστοδοτήσεων, για τις οποίες πρέπει να πληρούνται οι κατωτέρω απαιτήσεις:»·

    β)το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «α) το υπόδειγμα πρέπει να έχει καλή προβλεπτική ικανότητα και η χρήση του να μην οδηγεί σε στρεβλώσεις των κεφαλαιακών απαιτήσεων,»·

    γ)προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

    «Για τους σκοπούς του στοιχείου α), οι μεταβλητές που εισάγονται στο υπόδειγμα πρέπει να αποτελούν εύλογη και αποτελεσματική βάση για τις προβλέψεις του. Το υπόδειγμα δεν πρέπει να έχει σημαντικές μεροληψίες. Πρέπει να υπάρχει λειτουργική σύνδεση μεταξύ των στοιχείων που εισάγονται και παράγονται από το υπόδειγμα, η οποία μπορεί να καθορίζεται με την κρίση εμπειρογνωμόνων, κατά περίπτωση.»·

    87)το άρθρο 176 τροποποιείται ως εξής:

    α)στην παράγραφο 2 η εισαγωγική περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Για ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων και κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών, τα ιδρύματα συλλέγουν και αποθηκεύουν:»·

    β)η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «3. Για ανοίγματα για τα οποία το παρόν κεφάλαιο επιτρέπει τον υπολογισμό εσωτερικών εκτιμήσεων LGD ή IRB-CCF, αλλά για τα οποία τα ιδρύματα δεν χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις LGD ή IRB-CCF, τα ιδρύματα συλλέγουν και αποθηκεύουν δεδομένα σχετικά με τις συγκρίσεις μεταξύ των πραγματικών τιμών της LGD και των τιμών που ορίζονται στο άρθρο 161 παράγραφος 1, καθώς και μεταξύ των πραγματικών τιμών των CCF και SA-CCF που ορίζονται στο άρθρο 166 παράγραφος 8α.»·

    88)στο άρθρο 177, η παράγραφος 3 απαλείφεται·

    89)το άρθρο 178 τροποποιείται ως εξής:

    α)ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Αθέτηση πιστούχου ή πιστοδοτικής διευκόλυνσης»

    β)στην παράγραφο 1, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «β) ο πιστούχος είναι σε καθυστέρηση πληρωμών άνω των 90 ημερών σε οποιαδήποτε σημαντική πιστωτική υποχρέωση έναντι του ιδρύματος, της μητρικής του επιχείρησης ή των θυγατρικών του.»·

    γ)στην παράγραφο 3, το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «δ) το ίδρυμα συναινεί στην επείγουσα αναδιάρθρωση της πιστωτικής υποχρέωσης, η οποία είναι πιθανό ότι θα οδηγήσει στη μείωσή της λόγω διαγραφής ή αναδιάταξης σημαντικού τμήματος του κεφαλαίου, των τόκων ή, κατά περίπτωση, των προμηθειών. Θεωρείται ότι έχει επέλθει επείγουσα αναδιάρθρωση όταν τα μέτρα ρύθμισης που αναφέρονται στο άρθρο 47β έχουν επεκταθεί στον πιστούχο·»·

    90)το άρθρο 180 τροποποιείται ως εξής:

    α)η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

    i)η εισαγωγική περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Κατά την ποσοτικοποίηση των παραμέτρων κινδύνου για τις βαθμίδες ή ομάδες διαβάθμισης, τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις ακόλουθες ειδικές απαιτήσεις για την εκτίμηση της PD όσον αφορά ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων και κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών:»·

    ii)το στοιχείο η) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «η) ανεξάρτητα από το εάν το ίδρυμα χρησιμοποιεί εξωτερικές, εσωτερικές ή κοινές πηγές δεδομένων, ή συνδυασμό των τριών, για την εκτίμηση της PD, η υποκείμενη περίοδος ιστορικής παρατήρησης που χρησιμοποιείται είναι τουλάχιστον πέντε έτη για μία τουλάχιστον από τις πηγές αυτές.»·

    iii)προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο θ):

    «θ) ανεξάρτητα από τη μέθοδο που χρησιμοποιείται για την εκτίμηση της PD, τα ιδρύματα εκτιμούν την PD για κάθε βαθμίδα διαβάθμισης με βάση το παρατηρούμενο ιστορικό μέσο ποσοστό αθέτησης ενός έτους που είναι ένας απλός μέσος όρος βάσει του αριθμού των πιστούχων (σταθμισμένος ως προς τον αριθμό) και δεν επιτρέπονται άλλες προσεγγίσεις, συμπεριλαμβανομένων των σταθμισμένων ως προς το άνοιγμα μέσων όρων.»·

    iv)προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

    «Για τους σκοπούς του στοιχείου η), εάν η διαθέσιμη περίοδος παρατήρησης είναι μεγαλύτερη για οποιαδήποτε πηγή και τα αντίστοιχα δεδομένα είναι κατάλληλα, χρησιμοποιείται αυτή η μεγαλύτερη περίοδος. Τα δεδομένα περιλαμβάνουν αντιπροσωπευτικό μείγμα καλών και κακών ετών που έχουν σημασία για το είδος των ανοιγμάτων. Με την επιφύλαξη της άδειας των αρμόδιων αρχών, τα ιδρύματα που δεν έχουν λάβει άδεια της αρμόδιας αρχής σύμφωνα με το άρθρο 143 να χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις LGD ή συντελεστών μετατροπής, μπορούν να χρησιμοποιούν, όταν εφαρμόζουν την IRB, αντίστοιχα στοιχεία που καλύπτουν περίοδο δύο ετών. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά ένα έτος ετησίως, μέχρις ότου υπάρχουν στοιχεία αναφοράς για πενταετή περίοδο.»·

    β)η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

    i)το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    τα ιδρύματα εκτιμούν την PD ανά βαθμίδα ή ομάδα πιστούχων ή πιστοδοτήσεων βάσει μακροπρόθεσμων μέσων όρων των ετήσιων ποσοστών αθέτησης και τα ποσοστά αθέτησης υπολογίζονται σε επίπεδο πιστοδοτήσεων μόνο όταν ο ορισμός της αθέτησης εφαρμόζεται σε επίπεδο μεμονωμένης πιστωτικής διευκόλυνσης σύμφωνα με το άρθρο 178 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο,»·

    ii)το στοιχείο ε) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «ε) ανεξάρτητα από το εάν το ίδρυμα χρησιμοποιεί εξωτερικές, εσωτερικές ή κοινές πηγές δεδομένων, ή συνδυασμό των τριών, για την εκτίμηση της PD, η υποκείμενη περίοδος ιστορικής παρατήρησης που χρησιμοποιείται είναι τουλάχιστον πέντε έτη για μία τουλάχιστον από τις πηγές αυτές.»·

    iii)προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

    «Για τους σκοπούς του στοιχείου η), εάν η διαθέσιμη περίοδος παρατήρησης είναι μεγαλύτερη για οποιαδήποτε πηγή και τα αντίστοιχα δεδομένα είναι κατάλληλα, χρησιμοποιείται αυτή η μεγαλύτερη περίοδος. Τα δεδομένα περιλαμβάνουν αντιπροσωπευτικό μείγμα καλών και κακών ετών του οικονομικού κύκλου που έχει σημασία για το είδος των ανοιγμάτων. Η PD βασίζεται στο παρατηρούμενο ιστορικό μέσο ποσοστό αθέτησης ενός έτους. Με την επιφύλαξη της άδειας των αρμόδιων αρχών, τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν, όταν εφαρμόζουν την προσέγγιση IRB, αντίστοιχα στοιχεία που καλύπτουν περίοδο δύο ετών. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά ένα έτος ετησίως, μέχρις ότου υπάρχουν στοιχεία αναφοράς για πενταετή περίοδο.»·

    γ)η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τις μεθοδολογίες σύμφωνα με τις οποίες οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν τη μεθοδολογία ενός ιδρύματος για την εκτίμηση της PD σύμφωνα με το άρθρο 143.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2025.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»·

    91)το άρθρο 181 τροποποιείται ως εξής:

    α)η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

    i)τα στοιχεία γ) έως ζ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «γ) το ίδρυμα λαμβάνει υπόψη τον βαθμό ενδεχόμενης εξάρτησης μεταξύ, αφενός, του κινδύνου του πιστούχου και, αφετέρου, του κινδύνου της χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας, εκτός των συμβάσεων-πλαισίων συμψηφισμού και του συμψηφισμού δανείων και καταθέσεων εντός ισολογισμού, ή του παρόχου της,

    δ) οι αναντιστοιχίες νομισμάτων μεταξύ της υποκείμενης πιστωτικής υποχρέωσης και της χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας, εκτός των συμβάσεων-πλαισίων συμψηφισμού και του συμψηφισμού δανείων και καταθέσεων εντός ισολογισμού, αντιμετωπίζονται συντηρητικά στην εκτίμηση της LGD από το ίδρυμα,

    ε) στον βαθμό που λαμβάνουν υπόψη την ύπαρξη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας, εκτός των συμβάσεων-πλαισίων συμψηφισμού και του συμψηφισμού δανείων και καταθέσεων εντός ισολογισμού, οι εκτιμήσεις της LGD δεν βασίζονται αποκλειστικά στην εκτιμώμενη αγοραία αξία της χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας,

    στ) στον βαθμό που οι εκτιμήσεις της LGD λαμβάνουν υπόψη την ύπαρξη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας, εκτός των συμβάσεων-πλαισίων συμψηφισμού και του συμψηφισμού δανείων και καταθέσεων εντός ισολογισμού, τα ιδρύματα καθορίζουν εσωτερικές απαιτήσεις για τη διαχείριση, την ασφάλεια δικαίου και τη διαχείριση κινδύνου της εν λόγω χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας, και οι απαιτήσεις αυτές αντιστοιχούν εν γένει προς εκείνες του κεφαλαίου 4 τμήμα 3,

    ζ) στον βαθμό που ένα ίδρυμα αναγνωρίζει τη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία, εκτός των συμβάσεων-πλαισίων συμψηφισμού και του συμψηφισμού δανείων και καταθέσεων εντός ισολογισμού, κατά τον υπολογισμό της αξίας ανοίγματος για τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου σύμφωνα με το κεφάλαιο 6 τμήμα 5 ή 6, δεν λαμβάνει υπόψη στις εκτιμήσεις της LGD κανένα ποσό που αναμένεται να εισπραχθεί από την εν λόγω χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία,»·

    ii)το στοιχείο θ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    στον βαθμό που κεφαλαιοποιούνται στον λογαριασμό αποτελεσμάτων του ιδρύματος, οι τόκοι υπερημερίας, που έχουν επιβληθεί στον πιστούχο πριν από τον χρόνο αθέτησης, προστίθενται στη μέτρηση των ανοιγμάτων και των ζημιών του ιδρύματος,»·

    iii) προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο ια):

    «ια)    οι πρόσθετες αναλήψεις μετά από αθέτηση συνυπολογίζονται στη LGD.»·

    iv)προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

    «Για τους σκοπούς του στοιχείου α), τα ιδρύματα λαμβάνουν δεόντως υπόψη τις εισπράξεις που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια των σχετικών διαδικασιών είσπραξης από οποιασδήποτε μορφής FCP καθώς και από UFCP που δεν εμπίπτει στον ορισμό του άρθρου 142 σημείο 10).

    Για τους σκοπούς του στοιχείου γ), οι περιπτώσεις υψηλού βαθμού εξάρτησης αντιμετωπίζονται συντηρητικά.

    Για τους σκοπούς του στοιχείου ε), οι εκτιμήσεις της LGD λαμβάνουν υπόψη την επίπτωση ενδεχόμενης αδυναμίας του ιδρύματος να αποκτήσει ταχέως τον έλεγχο της εξασφάλισης και να την ρευστοποιήσει.»·

    β)η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

    i)στο πρώτο εδάφιο, το στοιχείο β) απαλείφεται·

    ii)το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Για τα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής, οι εκτιμήσεις της LGD βασίζονται σε δεδομένα που καλύπτουν ελάχιστη περίοδο πέντε ετών. Με την επιφύλαξη της άδειας των αρμόδιων αρχών, τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν, όταν εφαρμόζουν την προσέγγιση IRB, αντίστοιχα στοιχεία που καλύπτουν περίοδο δύο ετών. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά ένα έτος ετησίως, μέχρις ότου τα σχετικά στοιχεία καλύψουν πενταετή περίοδο.»·

    γ)προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 4:

    «4. Η ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές για την αποσαφήνιση της αντιμετώπισης οποιασδήποτε μορφής χρηματοδοτούμενης και μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο α) και για τους σκοπούς της εφαρμογής των παραμέτρων LGD.»·

    92)το άρθρο 182 τροποποιείται ως εξής:

    α)η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

    i)το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «γ) οι IRB-CCF των ιδρυμάτων λαμβάνουν υπόψη τη δυνατότητα πρόσθετων αναλήψεων από τον πιστούχο μέχρι την ημερομηνία ενεργοποίησης της αθέτησης. Ο IRB-CCF ενσωματώνει μεγαλύτερο περιθώριο συντηρητικότητας εάν μπορεί εύλογα να αναμένεται σημαντικότερη θετική συσχέτιση μεταξύ της συχνότητας των αθετήσεων και της τιμής του συντελεστή μετατροπής,»·

    ii)προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία ζ) και η):

    «ζ) ο IRB-CCF των ιδρυμάτων αναπτύσσεται με προσέγγιση σταθερού ορίζοντα 12 μηνών. Για τον σκοπό αυτό, για κάθε παρατήρηση στο σύνολο δεδομένων αναφοράς, τα αποτελέσματα της αθέτησης συνδέονται με τα χαρακτηριστικά του σχετικού πιστούχου και της σχετικής πιστοδοτικής διευκόλυνσης σε καθορισμένη ημερομηνία αναφοράς που ορίζεται ως 12 μήνες πριν από την ημέρα αθέτησης,

    η) ο IRB-CCF των ιδρυμάτων βασίζεται σε δεδομένα αναφοράς που αντικατοπτρίζουν τα χαρακτηριστικά του πιστούχου, της πιστοδοτικής διευκόλυνσης και της πρακτικής τραπεζικής διαχείρισης των ανοιγμάτων στα οποία εφαρμόζονται οι εκτιμήσεις.»·

    iii)προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

    «Για τους σκοπούς του στοιχείου γ), ο IRB-CCF ενσωματώνει μεγαλύτερο περιθώριο συντηρητικότητας εάν μπορεί εύλογα να αναμένεται σημαντικότερη θετική συσχέτιση μεταξύ της συχνότητας των αθετήσεων και της τιμής του συντελεστή μετατροπής.

    Για τους σκοπούς του στοιχείου ζ), για κάθε παρατήρηση στο σύνολο δεδομένων αναφοράς, τα αποτελέσματα της αθέτησης συνδέονται με τα χαρακτηριστικά του σχετικού πιστούχου και της σχετικής πιστοδοτικής διευκόλυνσης σε καθορισμένη ημερομηνία αναφοράς που ορίζεται ως 12 μήνες πριν από την ημέρα αθέτησης.

    Για τους σκοπούς του στοιχείου η), ο IRB-CCF που εφαρμόζεται σε συγκεκριμένα ανοίγματα δεν βασίζεται σε στοιχεία που συσχετίζουν τις επιπτώσεις ανομοιογενών χαρακτηριστικών ή σε στοιχεία από ανοίγματα που παρουσιάζουν διαφορετικά χαρακτηριστικά κινδύνου. Ο IRB-CCF βασίζεται σε κατάλληλα ομοιογενή τμήματα. Για τον σκοπό αυτό, δεν επιτρέπονται οι ακόλουθες πρακτικές:

    α)η εφαρμογή υποκείμενων στοιχείων για ΜΜΕ/μεσαίες επιχειρήσεις σε μεγαλύτερες επιχειρήσεις-πιστούχους·

    β)η εφαρμογή στοιχείων για πιστοδοτήσεις με «μικρό» αχρησιμοποίητο όριο διαθεσιμότητας σε πιστοδοτικές διευκολύνσεις με «μεγάλο» αχρησιμοποίητο όριο διαθεσιμότητας·

    γ)η εφαρμογή στοιχείων για πιστούχους που σημειώνουν καθυστερήσεις ή στους οποίους έχουν απαγορευθεί οι περαιτέρω αναλήψεις κατά την ημερομηνία αναφοράς σε πιστούχους χωρίς γνωστές καθυστερήσεις ή σχετικούς περιορισμούς·

    δ)στοιχεία που έχουν επηρεαστεί από μεταβολές στο μείγμα δανεισμού των πιστούχων με άλλα πιστωτικά προϊόντα κατά τη διάρκεια της περιόδου παρατήρησης, εκτός εάν από τα εν λόγω στοιχεία έχουν εξαλειφθεί αποτελεσματικά οι επιπτώσεις των μεταβολών στο μείγμα προϊόντων.

    Για τους σκοπούς του τέταρτου εδαφίου στοιχείο δ), τα ιδρύματα αποδεικνύουν στις αρμόδιες αρχές ότι κατανοούν λεπτομερώς την επίπτωση την οποία έχουν οι μεταβολές στο μείγμα προϊόντων των πελατών στα σύνολα στοιχείων αναφοράς ανοιγμάτων και στις σχετικές εκτιμήσεις του CCF και ότι η επίπτωση είναι επουσιώδης ή έχει μετριαστεί αποτελεσματικά στο πλαίσιο της διαδικασίας εκτίμησής τους. Στο πλαίσιο αυτό, δεν θεωρούνται κατάλληλα:

    α)ο καθορισμός κατώτατων ορίων στον CCF ή στις παρατηρήσεις αξιών ανοιγμάτων,

    β)η χρήση εκτιμήσεων σε επίπεδο πιστούχου που δεν καλύπτουν πλήρως τις σχετικές επιλογές μετατροπής προϊόντος ή συνδυάζουν εσφαλμένως προϊόντα με πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά,

    γ)η προσαρμογή μόνο των σημαντικών παρατηρήσεων που επηρεάζονται από μετατροπή του προϊόντος,

    δ)η εξαίρεση των παρατηρήσεων που επηρεάζονται από μετατροπή του προφίλ προϊόντος.»·

    β)στην παράγραφο 3, το πρώτο εδάφιο απαλείφεται·

    γ)προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 5:

    «5. Η ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές προκειμένου να διευκρινίσει τη μεθοδολογία που πρέπει να εφαρμόζουν τα ιδρύματα στην εκτίμηση του IRB-CCF.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις Πέμπτη, 31 Δεκεμβρίου 2026.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»·

    93)το άρθρο 183 τροποποιείται ως εξής:

    α)ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Απαιτήσεις για την αξιολόγηση της επίπτωσης της μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας για ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών για τα οποία χρησιμοποιούνται εσωτερικές εκτιμήσεις της LGD και για ανοίγματα λιανικής τραπεζικής»·

    β)η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

    i)το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «γ) η εγγύηση υποβάλλεται σε έγγραφο τύπο, δεν μπορεί να ακυρωθεί ούτε να μεταβληθεί από τον εγγυητή, ισχύει έως την πλήρη εκπλήρωση της οφειλής, μέχρι του ποσού και για τη διάρκεια ισχύος της εγγύησης, και είναι εκτελεστή έναντι του εγγυητή σε κάθε χώρα στην οποία αυτός έχει στοιχεία ενεργητικού που μπορούν να κατασχεθούν με δικαστική απόφαση,»·

    ii)προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία δ) και ε):

    «δ) η εγγύηση είναι άνευ όρων,

    ε) τα πιστωτικά παράγωγα πρώτης αθέτησης μπορούν να αναγνωρίζονται ως αποδεκτή μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία, αλλά τα πιστωτικά παράγωγα δεύτερης αθέτησης ή, γενικότερα, τα πιστωτικά παράγωγα νιοστής αθέτησης δεν αναγνωρίζονται ως αποδεκτή μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία.»·

    iii)προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

    «Για τους σκοπούς του στοιχείου δ), ως «άνευ όρων εγγύηση» νοείται εγγύηση στο πλαίσιο της οποίας η σύμβαση πιστωτικής προστασίας δεν περιλαμβάνει ρήτρα της οποίας η εκπλήρωση εκφεύγει του άμεσου ελέγχου του δανειοδοτικού ιδρύματος και η οποία θα μπορούσε να απαλλάξει τον εγγυητή από την υποχρέωση να πραγματοποιήσει σε εύθετο χρόνο τις πληρωμές εάν ο αρχικός οφειλέτης δεν καταβάλει τις οφειλόμενες πληρωμές. Ρήτρα στη σύμβαση πιστωτικής προστασίας η οποία προβλέπει ότι η πλημμελής δέουσα επιμέλεια ή η απάτη από το δανειοδοτικό ίδρυμα ακυρώνει ή μειώνει την έκταση της εγγύησης που προσφέρει ο εγγυητής, δεν αποκλείει τον χαρακτηρισμό της εν λόγω εγγύησης ως άνευ όρων. Κάθε σύμβαση πιστωτικής προστασίας η οποία μπορεί, σε περίπτωση απάτης του οφειλέτη, να ακυρωθεί ή της οποίας η έκταση της πιστωτικής προστασίας μπορεί να μειωθεί, δεν θεωρείται άνευ όρων.

    Εγγυήσεις στις οποίες η καταβολή από τον εγγυητή υπόκειται σε ένσταση κατά του δανειοδοτικού ιδρύματος προκειμένου να στραφεί πρώτα κατά του οφειλέτη και οι οποίες καλύπτουν μόνο ζημίες που απομένουν μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας διευθέτησης από το ίδρυμα, θεωρούνται άνευ όρων.»·

    γ)προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 1α:

    «1α. Τα ιδρύματα μπορούν να αναγνωρίζουν τη μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία χρησιμοποιώντας είτε την προσέγγιση ανάπτυξης υποδειγμάτων PD/LGD, σύμφωνα με το παρόν άρθρο και με την επιφύλαξη της απαίτησης της παραγράφου 4, είτε την προσέγγιση υποκατάστασης των παραμέτρων κινδύνου βάσει της Α-IRB που αναφέρεται στο άρθρο 236α και με την επιφύλαξη των απαιτήσεων επιλεξιμότητας του κεφαλαίου 4. Τα ιδρύματα θα πρέπει να διαθέτουν σαφείς πολιτικές για την αξιολόγηση των επιπτώσεων της μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας στις παραμέτρους κινδύνου. Οι πολιτικές των ιδρυμάτων συνάδουν με τις εσωτερικές τους πρακτικές διαχείρισης κινδύνων και αντικατοπτρίζουν τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου. Οι εν λόγω πολιτικές προσδιορίζουν σαφώς ποιες από τις συγκεκριμένες μεθόδους που περιγράφονται στο παρόν εδάφιο χρησιμοποιούνται για κάθε σύστημα διαβάθμισης, και τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις εν λόγω πολιτικές με διαχρονική συνέπεια.»·

    δ)η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «4. Εάν τα ιδρύματα αναγνωρίζουν τη μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία με την προσέγγιση ανάπτυξης υποδειγμάτων PD/LGD, στο καλυμμένο τμήμα του υποκείμενου ανοίγματος δεν εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης χαμηλότερος από τον κατώτατο συντελεστή στάθμισης κινδύνου του παρόχου προστασίας. Για τον σκοπό αυτό, ο κατώτατος συντελεστής στάθμισης κινδύνου του παρόχου προστασίας υπολογίζεται με τη χρήση της ίδιας PD, της ίδιας LGD και της ίδιας προσέγγισης στάθμισης κινδύνου με εκείνες που χρησιμοποιούνται για συγκρίσιμο άμεσο άνοιγμα έναντι του παρόχου της προστασίας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 236α.»·

    ε)η παράγραφος 6 απαλείφεται·

    94)στο τρίτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 3 τμήμα 6, η ενότητα 4 απαλείφεται·

    95)στο άρθρο 192 προστίθενται τα ακόλουθα σημεία 5 έως 8:

    «5) ως “προσέγγιση υποκατάστασης του συντελεστή στάθμισης κινδύνου βάσει της SA” νοείται η υποκατάσταση, σύμφωνα με το άρθρο 235, του συντελεστή στάθμισης του υποκείμενου ανοίγματος με τον συντελεστή στάθμισης κινδύνου που εφαρμόζεται δυνάμει της τυποποιημένης προσέγγισης σε συγκρίσιμο άμεσο άνοιγμα έναντι του παρόχου της πιστωτικής προστασίας,

    6) ως “προσέγγιση υποκατάστασης του συντελεστή στάθμισης κινδύνου βάσει της IRB” νοείται η υποκατάσταση, σύμφωνα με το άρθρο 235α, του συντελεστή στάθμισης του υποκείμενου ανοίγματος με τον συντελεστή στάθμισης κινδύνου που εφαρμόζεται δυνάμει της τυποποιημένης προσέγγισης σε συγκρίσιμο άμεσο άνοιγμα έναντι του παρόχου της πιστωτικής προστασίας,

    7) ως “προσέγγιση υποκατάστασης των παραμέτρων κινδύνου βάσει της F-IRB” νοείται η υποκατάσταση, σύμφωνα με το άρθρο 236, αμφότερων των παραμέτρων κινδύνου PD και LGD του υποκείμενου ανοίγματος με τις αντίστοιχες PD και LGD που θα εφαρμόζονταν βάσει της προσέγγισης IRB χωρίς τη χρήση εσωτερικών εκτιμήσεων της LGD σε συγκρίσιμα άμεσα ανοίγματα έναντι του παρόχου της πιστωτικής προστασίας,

    8) ως “προσέγγιση υποκατάστασης των παραμέτρων κινδύνου βάσει της A-IRB” νοείται η υποκατάσταση, σύμφωνα με το άρθρο 236α, αμφότερων των παραμέτρων κινδύνου PD και LGD του υποκείμενου ανοίγματος με τις αντίστοιχες PD και LGD που θα εφαρμόζονταν βάσει της προσέγγισης IRB με τη χρήση εσωτερικών εκτιμήσεων της LGD σε συγκρίσιμο άμεσο άνοιγμα έναντι του παρόχου πιστωτικής προστασίας.»·

    96)στο άρθρο 193, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 7:

    «7. Οι εξασφαλίσεις που πληρούν όλες τις απαιτήσεις επιλεξιμότητας που ορίζονται στο παρόν κεφάλαιο μπορούν να αναγνωριστούν ως τέτοιες ακόμη και για ανοίγματα που συνδέονται με μη αναληφθείσες πιστοδοτικές διευκολύνσεις. Όταν η ανάληψη στο πλαίσιο της πιστοδοτικής διευκόλυνσης εξαρτάται από την προηγούμενη ή ταυτόχρονη αγορά ή λήψη εξασφαλίσεων στον βαθμό που το ίδρυμα έχει συμφέρον στην εξασφάλιση μετά την ανάληψη της πιστοδοτικής διευκόλυνσης, ώστε το ίδρυμα να μην έχει κανένα συμφέρον στην εξασφάλιση εφόσον η πιστοδοτική διευκόλυνση δεν έχει αναληφθεί, η εν λόγω εξασφάλιση μπορεί να αναγνωριστεί για το άνοιγμα που προκύπτει από τη μη αναληφθείσα πιστοδοτική διευκόλυνση.»·

    97)στο άρθρο 194, η παράγραφος 10 απαλείφεται·

    98)στο άρθρο 197, η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

    α)τα στοιχεία β) ως ε) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «β) χρεωστικοί τίτλοι που πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    i)οι χρεωστικοί τίτλοι εκδίδονται από κεντρικές κυβερνήσεις ή κεντρικές τράπεζες·

    ii)οι χρεωστικοί τίτλοι έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από ΕΟΠΑ ή οργανισμό εξαγωγικών πιστώσεων ο οποίος:

    έχει αναγνωριστεί ως επιλέξιμος για τους σκοπούς του κεφαλαίου 2·

    έχει αντιστοιχιστεί από την ΕΑΤ με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 1, 2, 3 ή 4 σύμφωνα με τους κανόνες του κεφαλαίου 2 για τη στάθμιση κινδύνου των ανοιγμάτων έναντι κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών,

    γ) χρεωστικοί τίτλοι που πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    i)αυτοί οι χρεωστικοί τίτλοι εκδίδονται από ιδρύματα·

    ii)αυτοί οι χρεωστικοί τίτλοι έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από ΕΟΠΑ ο οποίος:

    έχει αναγνωριστεί ως επιλέξιμος για τους σκοπούς του κεφαλαίου 2·

    έχει αντιστοιχιστεί από την ΕΑΤ με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 1, 2 ή 3 σύμφωνα με τους κανόνες στάθμισης κινδύνου των ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων δυνάμει του κεφαλαίου 2,

    δ) χρεωστικοί τίτλοι που πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    i)αυτοί οι χρεωστικοί τίτλοι εκδίδονται από άλλες οντότητες·

    ii)αυτοί οι χρεωστικοί τίτλοι έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από ΕΟΠΑ ο οποίος πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    ο ΕΟΠΑ έχει αναγνωριστεί ως επιλέξιμος για τους σκοπούς του κεφαλαίου 2·

    ο ΕΟΠΑ έχει αντιστοιχιστεί από την ΕΑΤ με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 1, 2 ή 3 σύμφωνα με τους κανόνες στάθμισης κινδύνου των ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων δυνάμει του κεφαλαίου 2,

    ε)    χρεωστικοί τίτλοι με βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση από ΕΟΠΑ ο οποίος πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    i)ο ΕΟΠΑ έχει αναγνωριστεί ως επιλέξιμος για τους σκοπούς του κεφαλαίου 2· και

    ii)ο ΕΟΠΑ έχει αντιστοιχιστεί από την ΕΑΤ με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 1, 2 ή 3 σύμφωνα με τους κανόνες στάθμισης κινδύνου βραχυπρόθεσμων ανοιγμάτων δυνάμει του κεφαλαίου 2,»·

    β)το στοιχείο ζ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «ζ)    χρυσός σε ράβδους,»·

    99)το άρθρο 199 τροποποιείται ως εξής:

    α)η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «2. Εάν δεν ορίζεται κάτι διαφορετικό δυνάμει του άρθρου 124 παράγραφος 7, τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν ως αποδεκτή εξασφάλιση τα ακίνητα που χρησιμοποιούνται ως κατοικίες και τα οποία κατοικούνται ή εκμισθώνονται ή θα κατοικηθούν ή εκμισθωθούν από τον ιδιοκτήτη ή από τον επικαρπωτή στην περίπτωση προσωπικής επιχείρησης επενδύσεων και τα εμπορικά ακίνητα, δηλαδή τα γραφεία και οι άλλοι εμπορικοί χώροι, εάν πληρούνται και οι δύο ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)η αξία του ακινήτου δεν εξαρτάται σε ουσιαστικό βαθμό από την πιστωτική ποιότητα του πιστούχου,

    β)ο κίνδυνος του πιστούχου δεν εξαρτάται σε ουσιαστικό βαθμό από την απόδοση του υποκείμενου ακινήτου ή έργου, αλλά από την ικανότητα του πιστούχου να εξοφλήσει την οφειλή με έσοδα από άλλες πηγές, και κατά συνέπεια, η εξόφληση του δανείου δεν εξαρτάται ουσιωδώς από ενδεχόμενες χρηματορροές που σχετίζονται με το υποκείμενο ακίνητο που χρησιμοποιείται ως εξασφάλιση.

    Για τους σκοπούς του στοιχείου α), τα ιδρύματα μπορούν να εξαιρούν καταστάσεις στις οποίες καθαρά μακροοικονομικοί παράγοντες επηρεάζουν τόσο την αξία του ακινήτου όσο και την οικονομική κατάσταση του πιστούχου. »·

    β)στην παράγραφο 3, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «α) οι ζημίες που προέρχονται από τα δάνεια που εξασφαλίζονται με κατοικίες αποτελούν έως και το 55 % της αξίας που καθορίζεται σύμφωνα με τα άρθρο 229, εκτός εάν προβλέπεται κάτι διαφορετικό δυνάμει του άρθρου 124 παράγραφος 7, και δεν υπερβαίνουν το 0,3 % του ανεξόφλητου υπολοίπου των δανείων που εξασφαλίζονται με την κατοικία σε δεδομένο έτος,»·

    γ)στην παράγραφο 4, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «α) οι ζημίες που προέρχονται από τα δάνεια που εξασφαλίζονται με εμπορικά ακίνητα αποτελούν έως και το 55 % της αξίας που καθορίζεται σύμφωνα με τα άρθρο 229, εκτός εάν προβλέπεται κάτι διαφορετικό δυνάμει του άρθρου 124 παράγραφος 7, και δεν υπερβαίνουν το 0,3 % του ανεξόφλητου υπολοίπου των δανείων που εξασφαλίζονται με εμπορικά ακίνητα σε δεδομένο έτος,»·

    δ)στην παράγραφο 5, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

    «Όταν ένα δημόσιο αναπτυξιακό πιστωτικό ίδρυμα, όπως ορίζεται στο άρθρο 429α παράγραφος 2, χορηγεί προνομιακό δάνειο, όπως ορίζεται στο άρθρο 429α παράγραφος 3, σε άλλο ίδρυμα, ή σε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια άσκησης των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο σημείο 2 ή 3 του παραρτήματος I της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και το οποίο πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 119 παράγραφος 5 του παρόντος κανονισμού, και όταν το εν λόγω άλλο ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό ίδρυμα μεταβιβάζει άμεσα ή έμμεσα το προνομιακό δάνειο σε τελικό πιστούχο και εκχωρεί την απαίτηση από το προνομιακό δάνειο ως εξασφάλιση προς το δημόσιο αναπτυξιακό πιστωτικό ίδρυμα, το δημόσιο αναπτυξιακό πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιήσει την εκχωρηθείσα απαίτηση ως αποδεκτή εξασφάλιση, ανεξάρτητα από την αρχική ληκτότητα της εκχωρηθείσας απαίτησης.»·

    ε)στην παράγραφο 6, στο πρώτο εδάφιο, το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    δ) το ίδρυμα αποδεικνύει ότι τουλάχιστον στο 90 % όλων των ρευστοποιήσεων για ένα δεδομένο είδος εξασφάλισης το προϊόν της ρευστοποίησης της εξασφάλισης δεν είναι χαμηλότερο από το 70 % της αξίας της εξασφάλισης. Εάν υπάρχει σημαντική μεταβλητότητα στις αγοραίες τιμές, το ίδρυμα αποδεικνύει στις αρμόδιες αρχές ότι η αποτίμηση της εξασφάλισης που πραγματοποιεί είναι επαρκώς συντηρητική.»·

    100)το άρθρο 201 τροποποιείται ως εξής:

    α)η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

    i)το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «    δ) διεθνείς οργανισμούς στους οποίους εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 0 % σύμφωνα με το άρθρο 118,»·

    ii)παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο στα):

    «στα) ρυθμιζόμενες οντότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα,»·

    iii)το στοιχείο ζ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «ζ) όταν η πιστωτική προστασία δεν παρέχεται σε άνοιγμα τιτλοποίησης, άλλες επιχειρήσεις που έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από ΕΟΠΑ, συμπεριλαμβανομένων μητρικών επιχειρήσεων, θυγατρικών ή συνδεδεμένων οντοτήτων του πιστούχου, εφόσον οι εν λόγω μητρικές επιχειρήσεις, θυγατρικές ή συνδεδεμένες οντότητες έχουν χαμηλότερο συντελεστή στάθμισης κινδύνου από εκείνον του πιστούχου,»·

    iv)παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο ζα):

    «ζα) όταν η πιστωτική προστασία παρέχεται σε άνοιγμα τιτλοποίησης, άλλες επιχειρήσεις που έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από ΕΟΠΑ βαθμίδας πιστωτικής ποιότητας 1, 2 ή 3 και οι οποίες είχαν πιστοληπτική αξιολόγηση βαθμίδας πιστωτικής ποιότητας 1 ή 2 κατά τον χρόνο παροχής της πιστωτικής προστασίας, συμπεριλαμβανομένων των μητρικών επιχειρήσεων, των θυγατρικών και των συνδεδεμένων οντοτήτων του πιστούχου, εφόσον οι εν λόγω μητρικές επιχειρήσεις, θυγατρικές ή συνδεδεμένες οντότητες έχουν χαμηλότερο συντελεστή στάθμισης κινδύνου από εκείνον του πιστούχου,»·

    v)προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

    «Για τους σκοπούς του στοιχείου στα), ως «ρυθμιζόμενη οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα» νοείται οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα που πληροί την προϋπόθεση του άρθρου 142 παράγραφος 1 σημείο 4 στοιχείο β).»·

    β)η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «2. Εκτός από τους παρόχους προστασίας που παρατίθενται στην παράγραφο 1, οι εταιρικές οντότητες που αποτελούν αντικείμενο εσωτερικής διαβάθμισης από το ίδρυμα σύμφωνα με το κεφάλαιο 3 τμήμα 6 είναι αποδεκτοί πάροχοι μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας όταν το ίδρυμα αντιμετωπίζει τις εν λόγω εταιρικές οντότητες βάσει της προσέγγισης IRB.»·

    101)το άρθρο 202 απαλείφεται·

    102)στο άρθρο 204, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 3:

    «3. Τα πιστωτικά παράγωγα πρώτης αθέτησης και όλα τα άλλα πιστωτικά παράγωγα νιοστής αθέτησης δεν είναι αποδεκτές μορφές μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας βάσει του παρόντος κεφαλαίου.

    Τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά ανοιγμάτων υπολογίζονται για πιστωτικά παράγωγα πρώτης αθέτησης. Για τον σκοπό αυτό, οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου των υποκείμενων στοιχείων ενεργητικού που περιλαμβάνονται στο καλάθι αθροίζονται μέχρι ποσοστού 1250 % κατ’ ανώτατο όριο και πολλαπλασιάζονται με το ονομαστικό ποσό της προστασίας που παρέχει το πιστωτικό παράγωγο ώστε να προκύψει το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό ανοίγματος για το άνοιγμα που σχετίζεται με το συγκεκριμένο παράγωγο.

    Για τα πιστωτικά παράγωγα δεύτερης αθέτησης, η αντιμετώπιση είναι η ίδια, με τη διαφορά ότι, κατά την άθροιση των συντελεστών στάθμισης κινδύνου, το υποκείμενο στοιχείο ενεργητικού με το χαμηλότερο σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό ανοίγματος εξαιρείται από τον υπολογισμό. Η αντιμετώπιση αυτή εφαρμόζεται επίσης στα πιστωτικά παράγωγα νιοστής αθέτησης, για τα οποία τα στοιχεία ενεργητικού ν-1 με τα χαμηλότερα σταθμισμένα ποσά ανοίγματος εξαιρούνται από τον υπολογισμό.»·

    103)το άρθρο 208 τροποποιείται ως εξής:

    α)η παράγραφος 3 τροποποιείται ως εξής:

    i)στο στοιχείο β) προστίθενται οι ακόλουθες περίοδοι:

    «Η αξία του ακινήτου δεν υπερβαίνει τη μέση τιμή που μετρήθηκε για το συγκεκριμένο ακίνητο ή για συγκρίσιμο ακίνητο κατά τα τελευταία τρία έτη στην περίπτωση εμπορικών ακινήτων, και κατά τα τελευταία έξι έτη στην περίπτωση ακινήτων κατοικίας. Οι μετατροπές που επέρχονται στο ακίνητο και βελτιώνουν την ενεργειακή απόδοση του κτιρίου ή της οικιακής μονάδας θεωρείται ότι αυξάνουν αδιαμφισβήτητα την αξία του.»·

    ii)το δεύτερο εδάφιο απαλείφεται·

    β)παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος 3α:

    «3α. Σύμφωνα με την παράγραφο 3 και με την επιφύλαξη της έγκρισης των αρμόδιων αρχών, τα ιδρύματα μπορούν να διενεργούν την αποτίμηση και την αναπροσαρμογή της αξίας του ακινήτου με τη χρήση προηγμένων στατιστικών ή άλλων μαθηματικών μεθόδων (“υποδειγμάτων”), οι οποίες αναπτύσσονται ανεξάρτητα από τη διαδικασία λήψης πιστοδοτικών αποφάσεων, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)τα ιδρύματα καθορίζουν, στις πολιτικές και τις διαδικασίες τους, τα κριτήρια για τη χρήση υποδειγμάτων για την αποτίμηση, την αναπροσαρμογή αξίας και την παρακολούθηση των αξιών των εξασφαλίσεων. Οι εν λόγω πολιτικές και διαδικασίες λαμβάνουν υπόψη το αποδεδειγμένο ιστορικό των εν λόγω υποδειγμάτων, τις μεταβλητές που λαμβάνονται υπόψη ειδικά για κάθε ακίνητο, τη χρήση ελάχιστων διαθέσιμων και ακριβών πληροφοριών και την αβεβαιότητα των υποδειγμάτων,

    β)τα ιδρύματα διασφαλίζουν ότι τα υποδείγματα που χρησιμοποιούνται:

    i)αφορούν συγκεκριμένα ακίνητα και τοποθεσίες σε επαρκές επίπεδο λεπτομέρειας,

    ii)είναι έγκυρα και ακριβή και υπόκεινται σε αυστηρούς και τακτικούς εκ των υστέρων δοκιμαστικούς ελέγχους με βάση τις πραγματικές παρατηρούμενες τιμές συναλλαγών,

    iii)βασίζονται σε επαρκώς μεγάλο και αντιπροσωπευτικό δείγμα, με βάση τις παρατηρούμενες τιμές συναλλαγών,

    iv)βασίζονται σε επικαιροποιημένα στοιχεία υψηλής ποιότητας,

    γ)τα ιδρύματα φέρουν την τελική ευθύνη για την καταλληλότητα και τις επιδόσεις των υποδειγμάτων, ο εκτιμητής που αναφέρεται στην παράγραφο 3 στοιχείο β) είναι υπεύθυνος για την αποτίμηση που πραγματοποιείται με τη χρήση των υποδειγμάτων και τα ιδρύματα κατανοούν τη μεθοδολογία, τα εισαγόμενα δεδομένα και τις παραδοχές των χρησιμοποιούμενων υποδειγμάτων,

    δ)τα ιδρύματα διασφαλίζουν ότι η τεκμηρίωση των υποδειγμάτων είναι επικαιροποιημένη,

    ε)τα ιδρύματα διαθέτουν επαρκείς διαδικασίες, συστήματα και ικανότητες ΤΠ και διαθέτουν επαρκή και ακριβή δεδομένα για οποιαδήποτε αποτίμηση ή αναπροσαρμογή της αξίας των εξασφαλίσεων βάσει υποδειγμάτων,

    στ)οι εκτιμήσεις των υποδειγμάτων επικυρώνονται ανεξάρτητα και η διαδικασία επικύρωσης συνάδει γενικά με τις αρχές που ορίζονται στο άρθρο 185, και ο ανεξάρτητος εκτιμητής που αναφέρεται στην παράγραφο 3 στοιχείο β) είναι υπεύθυνος για τις τελικές αξίες που χρησιμοποιεί το ίδρυμα για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου.»·

    γ)η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «5. Το ακίνητο που λαμβάνεται ως πιστωτική προστασία καλύπτεται επαρκώς από ασφάλιση ζημιών και τα ιδρύματα διαθέτουν διαδικασίες για την παρακολούθηση της επάρκειας της ασφάλισης.»·

    104)στο άρθρο 210 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

    «Όταν συμβάσεις συνολικής εγγυοδοσίας ή άλλες μορφές κυμαινόμενων επιβαρύνσεων παρέχουν στο δανειοδοτικό ίδρυμα καταχωρισμένη απαίτηση επί των στοιχείων ενεργητικού μιας εταιρείας και όταν η απαίτηση αυτή περιλαμβάνει τόσο στοιχεία ενεργητικού που δεν είναι αποδεκτά ως εξασφάλιση βάσει της προσέγγισης IRB όσο και στοιχεία ενεργητικού που είναι αποδεκτά ως εξασφάλιση βάσει της προσέγγισης IRB, το ίδρυμα μπορεί να αναγνωρίσει τα τελευταία στοιχεία ενεργητικού ως αποδεκτή χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία. Στην περίπτωση αυτή, η εν λόγω αναγνώριση εξαρτάται από το αν αυτά τα στοιχεία ενεργητικού πληρούν τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας εξασφαλίσεων δυνάμει της προσέγγισης IRB, όπως ορίζονται στο παρόν κεφάλαιο.»·

    105)στο άρθρο 213, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 214 παράγραφος 1, η πιστωτική προστασία που απορρέει από εγγύηση ή πιστωτικό παράγωγο αναγνωρίζεται ως αποδεκτή μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)η πιστωτική προστασία είναι άμεση,

    β)η έκταση της πιστωτικής προστασίας είναι σαφώς και αμετάκλητα καθορισμένη,

    γ)η σύμβαση πιστωτικής προστασίας δεν περιέχει καμία ρήτρα της οποίας η τήρηση είναι εκτός του άμεσου ελέγχου του δανειοδοτικού ιδρύματος και η οποία:

    i)θα επέτρεπε στον πάροχο της προστασίας να καταγγείλει ή να μεταβάλει την πιστωτική προστασία μονομερώς,

    ii)θα αύξανε το πραγματικό κόστος της πιστωτικής προστασίας σε περίπτωση επιδείνωσης της πιστωτικής ποιότητας του καλυπτόμενου ανοίγματος,

    iii)θα μπορούσε να απαλλάξει τον πάροχο της προστασίας από την υποχρέωση να πραγματοποιήσει σε εύθετο χρόνο τις πληρωμές εάν ο αρχικός οφειλέτης δεν καταβάλει τις οφειλόμενες πληρωμές ή εάν η σύμβαση μίσθωσης έχει λήξει για τους σκοπούς αναγνώρισης της εγγυημένης υπολειμματικής αξίας δυνάμει του άρθρου 134 παράγραφος 7 και του άρθρου 166 παράγραφος 4,

    iv)θα επέτρεπε στον πάροχο της πιστωτικής προστασίας να μειώσει τη ληκτότητά της,

    δ)η σύμβαση πιστωτικής προστασίας είναι νομικώς αποτελεσματική και εκτελεστή σε όλες τις χώρες που έχουν δικαιοδοσία την στιγμή της σύναψης της σύμβασης δανείου.

    Για τους σκοπούς του στοιχείου γ), ρήτρα στη σύμβαση πιστωτικής προστασίας η οποία προβλέπει ότι η πλημμελής δέουσα επιμέλεια ή η απάτη από το δανειοδοτικό ίδρυμα ακυρώνει ή μειώνει την έκταση της πιστωτικής προστασίας που προσφέρει ο εγγυητής, δεν αποκλείει τον χαρακτηρισμό της εν λόγω πιστωτικής προστασίας ως αποδεκτής. Κάθε σύμβαση πιστωτικής προστασίας η οποία μπορεί, σε περίπτωση απάτης του οφειλέτη, να ακυρωθεί ή της οποίας η έκταση της πιστωτικής προστασίας μπορεί να μειωθεί, θεωρείται ότι δεν πληροί αυτές τις προϋποθέσεις.

    Για τους σκοπούς του στοιχείου γ), ο πάροχος προστασίας μπορεί να καταβάλει εφάπαξ όλα τα ποσά που οφείλονται βάσει της απαίτησης ή μπορεί να αναλάβει τις μελλοντικές υποχρεώσεις πληρωμής του οφειλέτη που καλύπτονται από τη σύμβαση πιστωτικής προστασίας.»·

    106)το άρθρο 215 τροποποιείται ως εξής:

    α)η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

    i)το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «α) αμέσως μετά την αθέτηση ή τη μη πληρωμή από τον πιστούχο που ενεργοποιεί την εγγύηση, το δανειοδοτικό ίδρυμα έχει το δικαίωμα να εναγάγει τον εγγυητή εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας και να ζητήσει την καταβολή κάθε ποσού που οφείλεται βάσει της απαίτησης για την οποία παρέχεται η προστασία.»·

    ii)προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

    «Η καταβολή από τον εγγυητή δεν υπόκειται σε ένσταση κατά του δανειοδοτικού ιδρύματος προκειμένου να στραφεί πρώτα κατά του οφειλέτη.

    Σε περίπτωση μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας που καλύπτει ενυπόθηκα δάνεια κατοικίας, οι απαιτήσεις του άρθρου 213 παράγραφος 1 στοιχείο γ) σημείο iii), και του πρώτου εδαφίου του παρόντος στοιχείου, πρέπει να πληρούνται μόνο εντός 24 μηνών,»·

    β)η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «2. Στην περίπτωση των εγγυήσεων που παρέχονται στο πλαίσιο συστημάτων αμοιβαίων εγγυήσεων ή των εγγυήσεων που παρέχονται ή καλύπτονται από την αντεγγύηση των οντοτήτων που απαριθμούνται στο άρθρο 214 παράγραφος 2, θεωρείται ότι οι απαιτήσεις της παραγράφου 1 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου και του άρθρου 213 παράγραφος 1 στοιχείο γ) σημείο iii) ικανοποιούνται εάν πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)σε περίπτωση αθέτησης των υποχρεώσεων του πιστούχου ή σε περίπτωση που ο αρχικός οφειλέτης δεν καταβάλει τις οφειλόμενες πληρωμές, το δανειοδοτικό ίδρυμα έχει το δικαίωμα να λάβει σε εύθετο χρόνο από τον εγγυητή προσωρινή πληρωμή που πληροί αμφότερες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    i)η προσωρινή πληρωμή αντιπροσωπεύει αξιόπιστη εκτίμηση του ποσού της ζημίας που είναι πιθανό να υποστεί το δανειοδοτικό ίδρυμα, συμπεριλαμβανομένης της ζημίας από τη μη καταβολή τόκων και άλλων πληρωμών που υποχρεούται να πραγματοποιήσει ο πιστούχος,

    ii)η προσωρινή πληρωμή είναι αναλογική προς την κάλυψη που παρέχει η εγγύηση,

    β)το δανειοδοτικό ίδρυμα μπορεί να αποδείξει επαρκώς στις αρμόδιες αρχές ότι τα αποτελέσματα της εγγύησης, που θα καλύπτουν επίσης τη ζημία από τη μη πληρωμή τόκων και άλλων πληρωμών που υποχρεούται να πραγματοποιήσει ο πιστούχος, δικαιολογούν τέτοια αντιμετώπιση.»·

    107)στο άρθρο 216, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 3:

    «3. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, για άνοιγμα έναντι επιχειρήσεων που καλύπτεται από πιστωτικό παράγωγο, το πιστωτικό γεγονός που αναφέρεται στο στοιχείο α) σημείο iii) της εν λόγω παραγράφου δεν χρειάζεται να προσδιορίζεται στη σύμβαση παραγώγου, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)απαιτείται ομόφωνη ψήφος για την τροποποίηση της ληκτότητας, του κεφαλαίου, του τοκομεριδίου, του νομίσματος ή της εξοφλητικής προτεραιότητας του υποκείμενου ανοίγματος έναντι επιχειρήσεων,

    β)η δικαιοδοσία στην οποία υπάγεται το άνοιγμα έναντι επιχειρήσεων διαθέτει παγιωμένο πτωχευτικό κώδικα που επιτρέπει την αναδιοργάνωση και αναδιάρθρωση μιας εταιρείας και προβλέπει την ομαλή διευθέτηση των απαιτήσεων των πιστωτών.

    Εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των στοιχείων α) και β), η πιστωτική προστασία μπορεί ωστόσο να είναι αποδεκτή με την επιφύλαξη μείωσης της αξίας όπως ορίζεται στο άρθρο 233 παράγραφος 2.»·

    108)το άρθρο 217 απαλείφεται·

    109)το άρθρο 219 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 219
    Συμψηφισμός εντός ισολογισμού

    Τα δάνεια και οι καταθέσεις που τηρούνται στο δανειοδοτικό ίδρυμα και υπόκεινται σε συμψηφισμό εντός ισολογισμού αντιμετωπίζονται από το ίδρυμα αυτό ως εξασφαλίσεις με χρηματικά διαθέσιμα για τους σκοπούς του υπολογισμού των αποτελεσμάτων της χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας για τα εν λόγω δάνεια και τις καταθέσεις του δανειοδοτικού ιδρύματος που υπόκεινται σε συμψηφισμό εντός ισολογισμού.»·

    110)το άρθρο 220 τροποποιείται ως εξής:

    α)ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Εφαρμογή της μεθόδου των εποπτικών συντελεστών προσαρμογής μεταβλητότητας για συμβάσεις-πλαίσια συμψηφισμού»·

    β)η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1. Κατά τον υπολογισμό της “πλήρως προσαρμοσμένης αξίας ανοίγματος” (E*) για τα ανοίγματα που υπάγονται σε αποδεκτή σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού που καλύπτει συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων ή άλλες συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς, τα ιδρύματα υπολογίζουν τις εφαρμοζόμενες προσαρμογές μεταβλητότητας με τη μέθοδο των εποπτικών συντελεστών προσαρμογής μεταβλητότητας που παρουσιάζεται στα άρθρα 223 έως 227 για την αναλυτική μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων.»·

    γ)στην παράγραφο 2, το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «γ) εφαρμόζουν την τιμή της προσαρμογής μεταβλητότητας ή, κατά περίπτωση, την απόλυτη τιμή της προσαρμογής μεταβλητότητας που είναι κατάλληλη για συγκεκριμένη ομάδα τίτλων ή για συγκεκριμένο είδος βασικών εμπορευμάτων, στην απόλυτη τιμή της θετικής ή αρνητικής καθαρής θέσης στους τίτλους της εν λόγω ομάδας τίτλων ή στα βασικά εμπορεύματα αυτού του είδους εμπορευμάτων·»·

    δ)η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «3. Τα ιδρύματα υπολογίζουν το E* σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

    όπου:

    i    = ο δείκτης που υποδηλώνει όλες τις χωριστές θέσεις σε τίτλους, βασικά εμπορεύματα ή μετρητά βάσει της σύμβασης, που είτε παρέχονται ως δάνειο, είτε πωλούνται με συμφωνία επαναγοράς, είτε παρέχονται από το ίδρυμα στον αντισυμβαλλόμενο ως εξασφάλιση·

    j    = ο δείκτης που υποδηλώνει όλες τις χωριστές θέσεις σε τίτλους, βασικά εμπορεύματα ή μετρητά βάσει της σύμβασης, που είτε λαμβάνονται ως δάνειο, είτε αγοράζονται με συμφωνία επαναπώλησης, είτε τηρούνται από το ίδρυμα·

    k    = ο δείκτης που υποδηλώνει όλα τα χωριστά νομίσματα στα οποία εκφράζονται οποιεσδήποτε θέσεις σε τίτλους, βασικά εμπορεύματα ή μετρητά βάσει της σύμβασης·

       = η αξία ανοίγματος μιας συγκεκριμένης θέσης σε τίτλους, βασικά εμπορεύματα ή μετρητά i, που είτε παρέχεται ως δάνειο, είτε πωλείται με συμφωνία επαναγοράς, είτε παρέχεται στον αντισυμβαλλόμενο δυνάμει της συμφωνίας που θα εφαρμοζόταν ελλείψει πιστωτικής προστασίας, εφόσον τα ιδρύματα υπολογίζουν τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά ανοιγμάτων σύμφωνα με το κεφάλαιο 2 ή το κεφάλαιο 3, κατά περίπτωση·

       = η αξία μιας συγκεκριμένης θέσης σε τίτλους, βασικά εμπορεύματα ή μετρητά j που είτε λαμβάνεται ως δάνειο, είτε αγοράζεται με συμφωνία επαναπώλησης, είτε τηρείται από το ίδρυμα βάσει της σύμβασης·

       = η καθαρή θέση (θετική ή αρνητική) σε δεδομένο νόμισμα k εκτός του νομίσματος διακανονισμού της σύμβασης όπως αυτή υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο β)·

       = η προσαρμογή μεταβλητότητας λόγω κινδύνου συναλλάγματος για το νόμισμα k·

       = το καθαρό άνοιγμα της σύμβασης, υπολογιζόμενο ως εξής:

    όπου:

    l    = ο δείκτης που υποδηλώνει όλες τις διακριτές ομάδες των ίδιων τίτλων και όλα τα διακριτά είδη των ίδιων βασικών εμπορευμάτων βάσει της σύμβασης·

    = η καθαρή θέση (θετική ή αρνητική) σε μια συγκεκριμένη ομάδα τίτλων l, ή συγκεκριμένο είδος βασικών εμπορευμάτων l, βάσει της σύμβασης, υπολογιζόμενη σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο α)·

    = η κατάλληλη προσαρμογή μεταβλητότητας για ένα συγκεκριμένο είδος τίτλων l, ή συγκεκριμένο είδος βασικών εμπορευμάτων l, καθοριζόμενη σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο γ). Το πρόσημο του προσδιορίζεται ως εξής:

    α)έχει θετικό πρόσημο όταν η ομάδα τίτλων l παρέχεται με δανεισμό, πωλείται με συμφωνία επαναγοράς ή αποτελεί αντικείμενο συναλλαγής παρόμοιας είτε με δανεισμό τίτλων είτε με συμφωνία επαναγοράς·

    β)έχει αρνητικό πρόσημο όταν η ομάδα τίτλων l λαμβάνεται με δανεισμό, αγοράζεται με συμφωνία επαναπώλησης ή αποτελεί αντικείμενο συναλλαγής παρόμοιας είτε με δανεισμό τίτλων είτε με συμφωνία αγοράς και επαναπώλησης·

    N    = ο συνολικός αριθμός διακριτών ομάδων των ίδιων τίτλων και διακριτών ειδών των ίδιων εμπορευμάτων στο πλαίσιο της σύμβασης· για τους σκοπούς του υπολογισμού αυτού, δεν υπολογίζονται οι ομάδες και τα είδη για τα οποία το είναι μικρότερο από ·

       = το ακαθάριστο άνοιγμα της σύμβασης, υπολογιζόμενο ως εξής:

    .»·

    111)το άρθρο 221 τροποποιείται ως εξής:

    α)οι παράγραφοι 1, 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1. Για τους σκοπούς του υπολογισμού των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοιγμάτων και των ποσών αναμενόμενης ζημίας για συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων ή άλλες συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς εκτός των συναλλαγών σε παράγωγα που καλύπτονται από αποδεκτή σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού που πληροί τις απαιτήσεις του κεφαλαίου 6 τμήμα 7, ένα ίδρυμα μπορεί να υπολογίζει την πλήρως προσαρμοσμένη αξία ανοίγματος (E*) της συμφωνίας χρησιμοποιώντας την προσέγγιση εσωτερικών υποδειγμάτων, υπό την προϋπόθεση ότι το ίδρυμα πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2.

    2. Ένα ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιεί την προσέγγιση εσωτερικών υποδειγμάτων, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)το ίδρυμα χρησιμοποιεί την προσέγγιση αυτή μόνο για ανοίγματα για τα οποία τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά ανοιγμάτων υπολογίζονται σύμφωνα με την προσέγγιση IRB που προβλέπεται στο κεφάλαιο 3·

    β)το ίδρυμα έχει λάβει άδεια να χρησιμοποιεί την προσέγγιση αυτή από τις οικείες αρμόδιες αρχές.

    3. Ένα ίδρυμα που χρησιμοποιεί την προσέγγιση εσωτερικών υποδειγμάτων την εφαρμόζει σε όλους τους αντισυμβαλλομένους και σε όλους τους τίτλους, με εξαίρεση τα μη σημαντικά χαρτοφυλάκια για τα οποία μπορεί να χρησιμοποιεί τη μέθοδο των εποπτικών συντελεστών προσαρμογής μεταβλητότητας που προβλέπεται στο άρθρο 220»·

    β)η παράγραφος 8 απαλείφεται·

    112)το άρθρο 223 τροποποιείται ως εξής:

    α)στην παράγραφο 4, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «β) για τα εκτός ισολογισμού στοιχεία εκτός από τα παράγωγα που αντιμετωπίζονται βάσει της προσέγγισης IRB, τα ιδρύματα υπολογίζουν τις αξίες των ανοιγμάτων τους χρησιμοποιώντας CCF 100 % αντί των SA-CCF ή IRB-CCF που προβλέπονται στο άρθρο 166 παράγραφοι 8, 8α και 8β.»·

    β)η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «6. Τα ιδρύματα υπολογίζουν τις προσαρμογές μεταβλητότητας με τη μέθοδο των εποπτικών συντελεστών προσαρμογής μεταβλητότητας που αναφέρεται στα άρθρα 224 έως 227.»·

    113)στο άρθρο 224, στην παράγραφο 1, οι πίνακες 1 έως 4 αντικαθίστανται από τους ακόλουθους πίνακες:

    «Πίνακας 1

    Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας με την οποία αντιστοιχίζεται η πιστοληπτική αξιολόγηση του χρεωστικού τίτλου

    Εναπομένουσα ληκτότητα (m), εκφρασμένη σε έτη

    Προσαρμογές μεταβλητότητας για χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από τις οντότητες του άρθρου 197 παράγραφος 1 στοιχείο β)

    Προσαρμογές μεταβλητότητας για χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από τις οντότητες του άρθρου 197 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ)

    Προσαρμογές μεταβλητότητας για θέσεις τιτλοποίησης και που πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 197 παράγραφος 1 στοιχείο η)

    Περίοδος ρευστοποίησης 20 ημερών (%)

    Περίοδος ρευστοποίησης 10 ημερών (%)

    Περίοδος ρευστοποίησης 5 ημερών (%)

    Περίοδος ρευστοποίησης 20 ημερών (%)

    Περίοδος ρευστοποίησης 10 ημερών (%)

    Περίοδος ρευστοποίησης 5 ημερών (%)

    Περίοδος ρευστοποίησης 20 ημερών (%)

    Περίοδος ρευστοποίησης 10 ημερών (%)

    Περίοδος ρευστοποίησης 5 ημερών (%)

    1

    m ≤ 1

    0,707

    0,5

    0,354

    1,414

    1

    0,707

    2,828

    2

    1,414

    1 < m ≤ 3

    2,828

    2

    1,414

    4,243

    3

    2,121

    11,314

    8

    5,657

    3 < m ≤ 5

    2,828

    2

    1,414

    5,657

    4

    2,828

    11,314

    8

    5,657

    5 < m ≤ 10

    5,657

    4

    2,828

    8,485

    6

    4,243

    22,627

    16

    11,314

    m > 10

    5,657

    4

    2,828

    16,971

    12

    8,485

    22,627

    16

    11,314

    2-3

    m ≤ 1

    1,414

    1

    0,707

    2,828

    2

    1,414

    5,657

    4

    2,828

    1 < m ≤ 3

    4,243

    3

    2,121

    5,657

    4

    2,828

    16,971

    12

    8,485

    3 < m ≤ 5

    4,243

    3

    2,121

    8,485

    6

    4,243

    16,971

    12

    8,485

    5 < m ≤ 10

    8,485

    6

    4,243

    16,971

    12

    8,485

    33,941

    24

    16,971

    m > 10

    8,485

    6

    4,243

    28,284

    20

    14,142

    33,941

    24

    16,971

    4

    όλοι

    21,213

    15

    10,607

    Α/Α

    Α/Α

    Α/Α

    Α/Α

    Α/Α

    Α/Α

    Πίνακας 2

    Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας με την οποία αντιστοιχίζεται η πιστοληπτική αξιολόγηση του βραχυπρόθεσμου χρεωστικού τίτλου

    Εναπομένουσα ληκτότητα (m), εκφρασμένη σε έτη

    Προσαρμογές μεταβλητότητας για χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από τις οντότητες του άρθρου 197 παράγραφος 1 στοιχείο β) και έχουν βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση

    Προσαρμογές μεταβλητότητας για χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από τις οντότητες του άρθρου 197 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ) και έχουν βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση

    Προσαρμογές μεταβλητότητας για θέσεις τιτλοποίησης που πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 197 παράγραφος 1 στοιχείο η) και έχουν βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση

    Περίοδος ρευστοποίησης 20 ημερών (%)

    Περίοδος ρευστοποίησης 10 ημερών (%)

    Περίοδος ρευστοποίησης 5 ημερών (%)

    Περίοδος ρευστοποίησης 20 ημερών (%)

    Περίοδος ρευστοποίησης 10 ημερών (%)

    Περίοδος ρευστοποίησης 5 ημερών (%)

    Περίοδος ρευστοποίησης 20 ημερών (%)

    Περίοδος ρευστοποίησης 10 ημερών (%)

    Περίοδος ρευστοποίησης 5 ημερών (%)

    1

    0,707

    0,5

    0,354

    1,414

    1

    0,707

    2,828

    2

    1,414

    2-3

    1,414

    1

    0,707

    2,828

    2

    1,414

    5,657

    4

    2,828

    Πίνακας 3

    Άλλα είδη εξασφαλίσεων ή ανοιγμάτων

    Περίοδος ρευστοποίησης 20 ημερών (%)

    Περίοδος ρευστοποίησης 10 ημερών (%)

    Περίοδος ρευστοποίησης 5 ημερών (%)

    Μετοχές που περιλαμβάνονται σε βασικό δείκτη, μετατρέψιμα ομόλογα που περιλαμβάνονται σε βασικό δείκτη

    28,284

    20

    14,142

    Άλλες μετοχές ή μετατρέψιμα ομόλογα εισηγμένα σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο

    42,426

    30

    21,213

    Μετρητά

    0

    0

    0

    Χρυσός σε ράβδους

    28,284

    20

    14,142

    Πίνακας 4

    Προσαρμογές μεταβλητότητας σε περίπτωση αναντιστοιχίας νομίσματος (Hfx)

    Περίοδος ρευστοποίησης 20 ημερών (%)

    Περίοδος ρευστοποίησης 10 ημερών (%)

    Περίοδος ρευστοποίησης 5 ημερών (%)

    11,314

    8

    5,657

    »·

    114)το άρθρο 225 απαλείφεται·

    115)το άρθρο 226 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 226
    Κλιμάκωση των προσαρμογών μεταβλητότητας δυνάμει της αναλυτικής μεθόδου χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων

    Οι προσαρμογές μεταβλητότητας που προβλέπονται στο άρθρο 224 είναι εκείνες που εφαρμόζει το ίδρυμα σε περίπτωση καθημερινής αναπροσαρμογής αξίας. Εάν οι αναπροσαρμογές αξίας πραγματοποιούνται με συχνότητα μικρότερη της καθημερινής, τα ιδρύματα εφαρμόζουν μεγαλύτερες προσαρμογές μεταβλητότητας. Τα ιδρύματα τις υπολογίζουν με την κλιμάκωση των καθημερινών προσαρμογών μεταβλητότητας, χρησιμοποιώντας τον ακόλουθο τύπο τετραγωνικής ρίζας του χρόνου:

    όπου:

    H = η εφαρμοστέα προσαρμογή μεταβλητότητας,

    = η προσαρμογή μεταβλητότητας σε περίπτωση καθημερινής αναπροσαρμογής αξίας,

    = ο πραγματικός αριθμός εργάσιμων ημερών μεταξύ αναπροσαρμογών αξίας,

    = η περίοδος ρευστοποίησης για το σχετικό είδος συναλλαγής.»·

    116)στο άρθρο 227, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1. Τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν τη μέθοδο των εποπτικών συντελεστών προσαρμογής μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 224 μπορούν, για τις συναλλαγές επαναγοράς και τις συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων, να εφαρμόζουν προσαρμογή μεταβλητότητας 0 % αντί των προσαρμογών μεταβλητότητας που υπολογίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 224 έως 226, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 2 στοιχεία α) έως η). Τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν τη μέθοδο των εσωτερικών υποδειγμάτων που προβλέπεται στο άρθρο 221 δεν χρησιμοποιούν την αντιμετώπιση που ορίζεται στο παρόν άρθρο.»·

    117)το άρθρο 228 τροποποιείται ως εξής:

    α)ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Υπολογισμός των σταθμισμένων ποσών ανοιγμάτων δυνάμει της αναλυτικής μεθόδου χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων για ανοίγματα στην τυποποιημένη προσέγγιση»·

    β)η παράγραφος 2 απαλείφεται·

    118)το άρθρο 229 τροποποιείται ως εξής:

    α)ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Αρχές αποτίμησης για αποδεκτές εξασφαλίσεις εκτός των χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων»·

    β)η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1. Η αποτίμηση των ακινήτων πρέπει να πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)η αξία εκτιμάται ανεξάρτητα από την αγορά ενυπόθηκων δανείων, την επεξεργασία δανείων και τη διαδικασία λήψης αποφάσεων χορήγησης δανείων ενός ιδρύματος από ανεξάρτητο εκτιμητή, ο οποίος διαθέτει τα απαιτούμενα προσόντα, την ικανότητα και την πείρα για τη διενέργεια αποτίμησης·

    β)η αξία εκτιμάται βάσει συντηρητικών κριτηρίων αποτίμησης που πληρούν όλες τις ακόλουθες απαιτήσεις:

    i)η αξία δεν περιλαμβάνει προσδοκίες για αυξήσεις τιμών·

    ii)η αξία προσαρμόζεται ώστε να ληφθεί υπόψη το ενδεχόμενο η τρέχουσα αγοραία τιμή να είναι σημαντικά υψηλότερη από την αξία που θα ήταν διατηρήσιμη καθ’ όλη τη διάρκεια του δανείου·

    γ)η αξία δεν υπερβαίνει την αγοραία αξία του ακινήτου, εφόσον η εν λόγω αγοραία αξία μπορεί να προσδιοριστεί.

    Η αξία της εξασφάλισης αντικατοπτρίζει τα αποτελέσματα του ελέγχου που προβλέπεται στο άρθρο 208 παράγραφος 3 καθώς και κάθε άλλη παλαιότερη απαίτηση επί του ακινήτου.»·

    119)το άρθρο 230 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 230
    Υπολογισμός των σταθμισμένων ποσών ανοιγμάτων και των ποσών αναμενόμενης ζημίας για άνοιγμα με αποδεκτή FCP δυνάμει της IRB

    1. Σύμφωνα με την IRB, εκτός από τα ανοίγματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 220, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν την πραγματική LGD (LGD*) ως LGD για τους σκοπούς του κεφαλαίου 3 για την αναγνώριση της χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας που είναι αποδεκτή σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο. Τα ιδρύματα υπολογίζουν την LGD* ως εξής:

    όπου:

    Ε    = η αξία ανοίγματος προτού ληφθεί υπόψη η επίδραση της χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας. Για άνοιγμα εξασφαλισμένο με χρηματοοικονομική εξασφάλιση που είναι αποδεκτή σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο, το ποσό αυτό υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 223 παράγραφος 3. Στην περίπτωση τίτλων που παρέχονται ως δάνειο ή ως εξασφάλιση, το ποσό αυτό ισούται με τα μετρητά που δόθηκαν ως δάνειο ή τους τίτλους που δόθηκαν ως δάνειο ή ως εξασφάλιση. Για τους τίτλους που παρέχονται ως δάνειο ή ως εξασφάλιση, η αξία ανοίγματος προσαυξάνεται με την εφαρμογή της προσαρμογής μεταβλητότητας (HE) σύμφωνα με τα άρθρα 223 έως 227·

    ES    = η τρέχουσα αξία της χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας που ελήφθη μετά την εφαρμογή της προσαρμογής μεταβλητότητας που εφαρμόζεται στο συγκεκριμένο είδος χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας (HC) και την εφαρμογή της προσαρμογής μεταβλητότητας για αναντιστοιχίες νομίσματος (Hfx) μεταξύ του ανοίγματος και της χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας, σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 2α. Το ES δεν υπερβαίνει την ακόλουθη τιμή: E·(1+HE

    EU    = E·(1+HE) - ES·

    LGDU = η εφαρμοστέα LGD για μη εξασφαλισμένο άνοιγμα όπως ορίζεται στο άρθρο 161 παράγραφος 1·

    LGDS = η εφαρμοστέα LGD σε ανοίγματα εξασφαλισμένα με το είδος της αποδεκτής FCP που χρησιμοποιείται στη συναλλαγή, όπως ορίζεται στην παράγραφο 2 πίνακας 2ααα.

    2. Στον πίνακα 2ααα προσδιορίζονται οι τιμές των LGDS και Hc που εφαρμόζονται στον τύπο της παραγράφου 1.

    Πίνακας 2ααα

    Είδος FCP

    LGDS

    Προσαρμογή μεταβλητότητας (Hc)

    χρηματοοικονομικές εξασφαλίσεις

    0 %

    Προσαρμογή μεταβλητότητας Hc όπως προβλέπεται στα άρθρα 224 έως 227.

    απαιτήσεις

    20 %

    40 %

    ακίνητα κατοικίας και εμπορικά ακίνητα

    20 %

    40 %

    Άλλες εμπράγματες εξασφαλίσεις

    25 %

    40 %

    Μη αποδεκτή FCP

    Άνευ αντικειμένου

    100 %

    2α. Εάν μια αποδεκτή χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία εκφράζεται σε νόμισμα διαφορετικό από εκείνο του ανοίγματος, η προσαρμογή μεταβλητότητας για την αναντιστοιχία νομισμάτων (Hfx) είναι η ίδια με εκείνη που εφαρμόζεται σύμφωνα με τα άρθρα 224 έως 227.

    3. Ως εναλλακτική δυνατότητα στην αντιμετώπιση που καθορίζεται στις παραγράφους 1 και 2 και με την επιφύλαξη του άρθρου 124 παράγραφος 7, τα ιδρύματα μπορούν να εφαρμόσουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου 50 % στο τμήμα του ανοίγματος που είναι, εντός των ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 125 παράγραφος 1 στοιχείο α) και στο άρθρο 126 παράγραφος 1 στοιχείο α) αντίστοιχα, πλήρως εξασφαλισμένο με ακίνητα που χρησιμοποιούνται ως κατοικίες ή εμπορικά ακίνητα που βρίσκονται στην επικράτεια του κράτους μέλους, εφόσον πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 199 παράγραφος 3 ή 4.

    4. Για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών ανοιγμάτων και των ποσών αναμενόμενης ζημίας για ανοίγματα IRB που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 220, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν την E* σύμφωνα με το άρθρο 220 παράγραφος 4 και χρησιμοποιούν την LGD για μη εξασφαλισμένα ανοίγματα, όπως ορίζεται στο άρθρο 161 παράγραφος 1 στοιχεία α), αα) και β).»·

    120)το άρθρο 231 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 231
    Υπολογισμός των σταθμισμένων ποσών ανοιγμάτων και των ποσών αναμενόμενης ζημίας στην περίπτωση ομάδων αποδεκτής χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας για ένα άνοιγμα βάσει της IRB

    Τα ιδρύματα που έχουν λάβει πολλαπλά είδη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας μπορούν, για ανοίγματα που αντιμετωπίζονται βάσει της IRB, να εφαρμόζουν τον τύπο που ορίζεται στο άρθρο 230, διαδοχικά για κάθε μεμονωμένο είδος εξασφάλισης. Για τον σκοπό αυτό, έπειτα από κάθε στάδιο αναγνώρισης ενός μεμονωμένου είδους FCP, αυτά τα ιδρύματα μειώνουν την εναπομένουσα αξία του μη εξασφαλισμένου ανοίγματος (EU) κατά την προσαρμοσμένη αξία της εξασφάλισης (ES) που αναγνωρίστηκε στο εκάστοτε στάδιο. Σύμφωνα με το άρθρο 230 παράγραφος 1, η συνολική ES σε όλα τα είδη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει την τιμή της E·(1+HE), με αποτέλεσμα τον παρακάτω τύπο:

    όπου:

    LGDS,i =    η LGD που εφαρμόζεται στην FCP i, όπως ορίζεται στο άρθρο 230 παράγραφος 2·

    ES,i =    η τρέχουσα τιμή της FCP i που ελήφθη μετά την εφαρμογή της προσαρμογής μεταβλητότητας που εφαρμόζεται για το είδος της FCP (Hc) σύμφωνα με το άρθρο 230 παράγραφος 2.»·

    121)στο άρθρο 232, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1. Εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 212 παράγραφος 1, καταθέσεις μετρητών ή μέσα εξομοιούμενα με μετρητά που τηρούνται σε τρίτο ίδρυμα χωρίς σύμβαση θεματοφυλακής και είναι ενεχυριασμένα στο δανειοδοτικό ίδρυμα μπορούν να αντιμετωπίζονται ως εγγύηση παρεχόμενη από το τρίτο ίδρυμα.»·

    122)στο άρθρο 233, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «4. Τα ιδρύματα βασίζουν τις προσαρμογές μεταβλητότητας για οποιαδήποτε αναντιστοιχία νομισμάτων σε περίοδο ρευστοποίησης 10 εργάσιμων ημερών, με την παραδοχή της καθημερινής αναπροσαρμογής αξίας, και υπολογίζουν αυτές τις προσαρμογές βάσει της μεθόδου των εποπτικών συντελεστών προσαρμογής μεταβλητότητας που προβλέπεται στο άρθρο 224. Τα ιδρύματα κλιμακώνουν τις προσαρμογές μεταβλητότητας σύμφωνα με το άρθρο 226.»·

    123)το άρθρο 235 τροποποιείται ως εξής:

    α)Ο τίτλος τροποποιείται ως εξής:

       «Υπολογισμός των σταθμισμένων ποσών ανοιγμάτων δυνάμει της προσέγγισης υποκατάστασης όταν το εγγυημένο άνοιγμα διέπεται από την τυποποιημένη προσέγγιση»·

    β)η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1. Για τους σκοπούς του άρθρου 113 παράγραφος 3, τα ιδρύματα υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά ανοιγμάτων για ανοίγματα με μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία στα οποία τα εν λόγω ιδρύματα εφαρμόζουν την τυποποιημένη προσέγγιση, ανεξάρτητα από την αντιμετώπιση συγκρίσιμου άμεσου ανοίγματος έναντι του παρόχου προστασίας, σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

    max{0, E - GA} · r + GA · g

    όπου:

    Ε    = η αξία ανοίγματος υπολογισμένη σύμφωνα με το άρθρο 111. Για τον σκοπό αυτό, η αξία ανοίγματος ενός εκτός ισολογισμού στοιχείου που παρατίθεται στο παράρτημα Ι ισούται με το 100 % της αξίας του στοιχείου αντί για την αξία του ανοίγματος που αναφέρεται στο άρθρο 111 παράγραφος 1,

    GA =    το ποσό της προστασίας πιστωτικού κινδύνου όπως υπολογίζεται δυνάμει του άρθρου 233 παράγραφος 3 (G*) προσαρμοσμένο για τυχόν αναντιστοιχία ληκτότητας όπως προβλέπεται στο τμήμα 5,

    r =    ο συντελεστής στάθμισης που εφαρμόζεται στα ανοίγματα έναντι του οφειλέτη σύμφωνα με το κεφάλαιο 2,

    g =    ο συντελεστής στάθμισης που εφαρμόζεται στα ανοίγματα έναντι του παρόχου προστασίας σύμφωνα με το κεφάλαιο 2.»

    γ)η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «3. Τα ιδρύματα μπορούν να επεκτείνουν την προνομιακή αντιμετώπιση που καθορίζεται στο άρθρο 114 παράγραφοι 4 και 7 σε ανοίγματα ή τμήματα ανοιγμάτων που καλύπτονται από την εγγύηση κεντρικής κυβέρνησης ή κεντρικής τράπεζας ως εάν τα ανοίγματα αυτά ήταν άμεσα ανοίγματα έναντι της κεντρικής κυβέρνησης ή της κεντρικής τράπεζας, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 114 παράγραφος 4 ή 7, κατά περίπτωση, για τα εν λόγω άμεσα ανοίγματα.»·

    124)παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 235α:

    «Άρθρο 235α
    Υπολογισμός των σταθμισμένων ποσών ανοιγμάτων και των ποσών αναμενόμενης ζημίας σύμφωνα με την προσέγγιση υποκατάστασης, όταν το εγγυημένο άνοιγμα αντιμετωπίζεται δυνάμει της προσέγγισης IRB και τα συγκρίσιμα άμεσα ανοίγματα έναντι του παρόχου προστασίας αντιμετωπίζονται δυνάμει της τυποποιημένης προσέγγισης

    1. Για ανοίγματα με μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία στα οποία ένα ίδρυμα εφαρμόζει την προσέγγιση IRB που αναφέρεται στο κεφάλαιο 3 και εφόσον συγκρίσιμα άμεσα ανοίγματα έναντι του παρόχου προστασίας αντιμετωπίζονται δυνάμει της τυποποιημένης προσέγγισης, τα ιδρύματα υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά ανοιγμάτων σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

    max{0, E - GA} · r + GA · g

    όπου:

    Ε    = η αξία του ανοίγματος που προσδιορίζεται σύμφωνα με το τμήμα 5 του κεφαλαίου 3. Για τον σκοπό αυτό, τα ιδρύματα υπολογίζουν την αξία ανοίγματος για τα εκτός ισολογισμού στοιχεία εκτός των παραγώγων που αντιμετωπίζονται βάσει της προσέγγισης IRB με τη χρήση CCF 100 % αντί των SA-CCF ή IRB-CCF που προβλέπονται στο άρθρο 166 παράγραφοι 8, 8α και 8β,

    GA    = το ποσό της προστασίας πιστωτικού κινδύνου όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 233 παράγραφος 3 (G*) προσαρμοσμένο για τυχόν αναντιστοιχία ληκτότητας όπως προβλέπεται στο τμήμα 5 του κεφαλαίου 3,

    r    = ο συντελεστής στάθμισης που εφαρμόζεται στα ανοίγματα έναντι του οφειλέτη σύμφωνα με το κεφάλαιο 3,

    g    = ο συντελεστής στάθμισης που εφαρμόζεται στα ανοίγματα έναντι του παρόχου προστασίας σύμφωνα με το κεφάλαιο 2.

    2. Εάν το προστατευόμενο ποσό (GA) είναι μικρότερο από την αξία ανοίγματος (E), τα ιδρύματα μπορούν να εφαρμόζουν τον τύπο της παραγράφου 1 μόνο εάν τα προστατευόμενα και μη προστατευόμενα τμήματα έχουν ισοδύναμη εξοφλητική προτεραιότητα.

    3. Τα ιδρύματα μπορούν να επεκτείνουν την προνομιακή αντιμετώπιση που καθορίζεται στο άρθρο 114 παράγραφοι 4 και 7 σε ανοίγματα ή τμήματα ανοιγμάτων που καλύπτονται από την εγγύηση κεντρικής κυβέρνησης ή κεντρικής τράπεζας ως εάν τα ανοίγματα αυτά ήταν άμεσα ανοίγματα έναντι της κεντρικής κυβέρνησης ή της κεντρικής τράπεζας, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 114 παράγραφος 4 ή 7, κατά περίπτωση, για τα εν λόγω άμεσα ανοίγματα.

    4. Το ποσό αναμενόμενης ζημίας για το καλυμμένο τμήμα της αξίας ανοίγματος είναι μηδέν.

    5. Για κάθε μη καλυμμένο τμήμα της αξίας ανοίγματος (E), το ίδρυμα χρησιμοποιεί τον συντελεστή στάθμισης κινδύνου και την αναμενόμενη ζημία που αντιστοιχούν στο υποκείμενο άνοιγμα. Για τον υπολογισμό που προβλέπεται στο άρθρο 159, τα ιδρύματα αποδίδουν τυχόν γενικές ή ειδικές προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου ή πρόσθετες προσαρμογές αξίας σύμφωνα με το άρθρο 34 που σχετίζονται με τις δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών του ιδρύματος ή άλλες μειώσεις ιδίων κεφαλαίων που σχετίζονται με το άνοιγμα, στο μη καλυμμένο τμήμα της αξίας ανοίγματος.»·

    125)το άρθρο 236 τροποποιείται ως εξής:

    α)ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Υπολογισμός των σταθμισμένων ποσών ανοιγμάτων και των ποσών αναμενόμενης ζημίας σύμφωνα με την προσέγγιση υποκατάστασης, όταν το εγγυημένο άνοιγμα αντιμετωπίζεται δυνάμει της προσέγγισης IRB και ένα συγκρίσιμο άμεσο άνοιγμα έναντι του παρόχου προστασίας αντιμετωπίζεται δυνάμει της προσέγγισης IRB»·

    β)η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1. Για ανοίγματα με μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία στα οποία ένα ίδρυμα εφαρμόζει την προσέγγιση IRB που αναφέρεται στο κεφάλαιο 3, αλλά δεν χρησιμοποιεί εσωτερικές εκτιμήσεις για τον υπολογισμό της ζημίας λόγω αθέτησης (LGD), και όταν συγκρίσιμα άμεσα ανοίγματα έναντι του παρόχου πιστωτικής προστασίας αντιμετωπίζονται βάσει της προσέγγισης IRB που καθορίζεται στο κεφάλαιο 3, τα ιδρύματα προσδιορίζουν το καλυμμένο τμήμα του ανοίγματος ως τη χαμηλότερη αξία μεταξύ της αξίας ανοίγματος E και της προσαρμοσμένης αξίας της μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας GA.»·

    γ)παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι 1α έως 1δ:

    «1α. Ένα ίδρυμα που εφαρμόζει σε συγκρίσιμα άμεσα ανοίγματα έναντι του παρόχου πιστωτικής προστασίας την προσέγγιση IRB χρησιμοποιώντας εσωτερικές εκτιμήσεις της PD υπολογίζει το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό ανοίγματος και το ποσό αναμενόμενης ζημίας για το καλυμμένο τμήμα της αξίας ανοίγματος χρησιμοποιώντας την PD του παρόχου της προστασίας και τη LGD που εφαρμόζεται για συγκρίσιμο άμεσο άνοιγμα έναντι του παρόχου προστασίας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 161 παράγραφος 1, σύμφωνα με την παράγραφο 1β. Για ανοίγματα μειωμένης εξασφάλισης και μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία μη μειωμένης εξασφάλισης, η LGD που εφαρμόζεται από τα ιδρύματα στο καλυμμένο τμήμα της αξίας ανοίγματος είναι η LGD που σχετίζεται με απαιτήσεις με εξοφλητική προτεραιότητα και η οποία μπορεί να αντιστοιχεί σε κάθε εξασφάλιση του υποκείμενου ανοίγματος σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο.

    1β. Τα ιδρύματα υπολογίζουν τον συντελεστή στάθμισης κινδύνου και την αναμενόμενη ζημία που εφαρμόζεται στο καλυμμένο τμήμα του υποκείμενου ανοίγματος χρησιμοποιώντας την PD, τη LGD που ορίζεται στην παράγραφο 1α και την ίδια συνάρτηση στάθμισης κινδύνου με εκείνες που χρησιμοποιούνται για συγκρίσιμο άμεσο άνοιγμα έναντι του παρόχου πιστωτικής προστασίας, και, κατά περίπτωση, χρησιμοποιούν τη ληκτότητα M που σχετίζεται με το υποκείμενο άνοιγμα, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 162.

    1γ. Τα ιδρύματα που εφαρμόζουν σε συγκρίσιμα άμεσα ανοίγματα έναντι του παρόχου προστασίας την προσέγγιση IRB, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο που προβλέπεται στο άρθρο 153 παράγραφος 5, χρησιμοποιούν τον συντελεστή στάθμισης κινδύνου και την αναμενόμενη ζημία που εφαρμόζονται στο καλυμμένο τμήμα του ανοίγματος, τα οποία αντιστοιχούν σε εκείνα που προβλέπονται στο άρθρο 153 παράγραφος 5 και στο άρθρο 158 παράγραφος 6.

    1δ. Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1γ, τα ιδρύματα που εφαρμόζουν στα εγγυημένα ανοίγματα την προσέγγιση IRB χρησιμοποιώντας τη μέθοδο που προβλέπεται στο άρθρο 153 παράγραφος 5 υπολογίζουν τον συντελεστή στάθμισης κινδύνου και την αναμενόμενη ζημία που εφαρμόζονται στο καλυμμένο τμήμα του ανοίγματος χρησιμοποιώντας την PD, τη LGD που εφαρμόζεται σε συγκρίσιμο άμεσο άνοιγμα έναντι του παρόχου προστασίας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 161 παράγραφος 1, σύμφωνα με την παράγραφο 1β, και την ίδια συνάρτηση στάθμισης κινδύνου με εκείνες που χρησιμοποιούνται για συγκρίσιμο άμεσο άνοιγμα έναντι του παρόχου προστασίας, και χρησιμοποιούν, κατά περίπτωση, τη ληκτότητα M που σχετίζεται με το υποκείμενο άνοιγμα, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 162. Για ανοίγματα μειωμένης εξασφάλισης και μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία μη μειωμένης εξασφάλισης, η LGD που εφαρμόζεται από τα ιδρύματα στο καλυμμένο τμήμα της αξίας ανοίγματος είναι η LGD που σχετίζεται με απαιτήσεις με εξοφλητική προτεραιότητα και η οποία μπορεί να αντιστοιχεί σε κάθε εξασφάλιση του υποκείμενου ανοίγματος σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο.»·

    δ)η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «2. Για κάθε μη καλυμμένο τμήμα της αξίας ανοίγματος (E), τα ιδρύματα χρησιμοποιούν τον συντελεστή στάθμισης κινδύνου και την αναμενόμενη ζημία που αντιστοιχούν στο υποκείμενο άνοιγμα. Για τον υπολογισμό που προβλέπεται στο άρθρο 159, τα ιδρύματα αποδίδουν τυχόν γενικές και ειδικές προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου, πρόσθετες προσαρμογές αξίας που σχετίζονται με τις δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών του ιδρύματος όπως αναφέρεται στο άρθρο 34 και άλλες μειώσεις ιδίων κεφαλαίων που σχετίζονται με το άνοιγμα εκτός των αφαιρέσεων που πραγματοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ), στο μη καλυμμένο τμήμα της αξίας ανοίγματος.»·

    126)παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 236α:

    «Άρθρο 236α
    Υπολογισμός των σταθμισμένων ποσών ανοιγμάτων και των ποσών αναμενόμενης ζημίας σύμφωνα με την προσέγγιση υποκατάστασης, όταν το εγγυημένο άνοιγμα αντιμετωπίζεται δυνάμει της προσέγγισης IRB με χρήση εσωτερικών εκτιμήσεων για τον υπολογισμό της ζημίας λόγω αθέτησης (LGD) και ένα συγκρίσιμο άμεσο άνοιγμα έναντι του παρόχου προστασίας αντιμετωπίζεται δυνάμει της προσέγγισης IRB

    1. Για άνοιγμα με μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία στο οποίο ένα ίδρυμα εφαρμόζει την προσέγγιση IRB που αναφέρεται στο κεφάλαιο 3 και χρησιμοποιεί εσωτερικές εκτιμήσεις για τον υπολογισμό της ζημίας λόγω αθέτησης (LGD), και όταν συγκρίσιμα άμεσα ανοίγματα έναντι του παρόχου πιστωτικής προστασίας αντιμετωπίζονται βάσει της προσέγγισης IRB που αναφέρεται στο κεφάλαιο 3, τα ιδρύματα προσδιορίζουν το καλυμμένο τμήμα του ανοίγματος ως τη χαμηλότερη αξία μεταξύ της αξίας ανοίγματος E και της προσαρμοσμένης αξίας της μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας GA. Το σταθμισμένο ποσό ανοίγματος και το ποσό αναμενόμενης ζημίας για το καλυμμένο τμήμα της αξίας του ανοίγματος υπολογίζονται με χρήση της PD, της LGD και της ίδιας συνάρτησης στάθμισης κινδύνου με εκείνες που χρησιμοποιούνται για συγκρίσιμο άμεσο άνοιγμα έναντι του παρόχου προστασίας και, κατά περίπτωση, χρησιμοποιείται η ληκτότητα Μ που σχετίζεται με το υποκείμενο άνοιγμα, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 162.

    2. Τα ιδρύματα που εφαρμόζουν την προσέγγιση IRB που αναφέρεται στο κεφάλαιο 3, αλλά δεν χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις ζημίας λόγω αθέτησης (LGD) σε συγκρίσιμα άμεσα ανοίγματα έναντι του παρόχου προστασίας προσδιορίζουν τη LGD σύμφωνα με το άρθρο 161. Για ανοίγματα μειωμένης εξασφάλισης και μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία μη μειωμένης εξασφάλισης, η LGD που εφαρμόζεται από τα ιδρύματα στο καλυμμένο τμήμα της αξίας ανοίγματος είναι η LGD που σχετίζεται με απαιτήσεις με εξοφλητική προτεραιότητα και η οποία μπορεί να αντιστοιχεί σε κάθε εξασφάλιση του υποκείμενου ανοίγματος σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο.

    3. Τα ιδρύματα που εφαρμόζουν την προσέγγιση IRB που αναφέρεται στο κεφάλαιο 3, χρησιμοποιώντας εσωτερικές εκτιμήσεις της LGD σε συγκρίσιμα άμεσα ανοίγματα έναντι του παρόχου προστασίας, υπολογίζουν τον συντελεστή στάθμισης κινδύνου και την αναμενόμενη ζημία που εφαρμόζονται στο καλυμμένο τμήμα του υποκείμενου ανοίγματος χρησιμοποιώντας την PD, τη LGD και την ίδια συνάρτηση στάθμισης κινδύνου με εκείνες που χρησιμοποιούνται για ένα τέτοιο συγκρίσιμο άμεσο άνοιγμα έναντι του παρόχου προστασίας, και χρησιμοποιούν τη ληκτότητα M που σχετίζεται με το υποκείμενο άνοιγμα, η οποία υπολογίζεται, κατά περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 162.

    4. Ιδρύματα που εφαρμόζουν σε συγκρίσιμα άμεσα ανοίγματα έναντι του παρόχου πιστωτικής προστασίας την προσέγγιση IRB, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο που προβλέπεται στο άρθρο 153 παράγραφος 5, εφαρμόζουν τον συντελεστή στάθμισης κινδύνου και την αναμενόμενη ζημία που εφαρμόζονται στο καλυμμένο τμήμα του ανοίγματος, τα οποία αντιστοιχούν σε εκείνα που προβλέπονται στο άρθρο 153 παράγραφος 5 και στο άρθρο 158 παράγραφος 6.

    5. Για κάθε μη καλυμμένο τμήμα της αξίας ανοίγματος (E), τα ιδρύματα χρησιμοποιούν τον συντελεστή στάθμισης κινδύνου και την αναμενόμενη ζημία που αντιστοιχούν στο υποκείμενο άνοιγμα. Για τον υπολογισμό που προβλέπεται στο άρθρο 159, τα ιδρύματα αποδίδουν τυχόν γενικές και ειδικές προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου, πρόσθετες προσαρμογές αξίας που σχετίζονται με τις δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών του ιδρύματος όπως αναφέρεται στο άρθρο 34 και άλλες μειώσεις ιδίων κεφαλαίων που σχετίζονται με το άνοιγμα εκτός των αφαιρέσεων που πραγματοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ), στο μη καλυμμένο τμήμα της αξίας ανοίγματος.»·

    127)στο τρίτο μέρος, τίτλος II κεφάλαιο 4, το τμήμα 6 απαλείφεται·

    128)στο άρθρο 273 παράγραφος 3, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «β)    το άρθρο 183, εφόσον έχει χορηγηθεί άδεια δυνάμει του άρθρου 143.»·

    129)το άρθρο 273β τροποποιείται ως εξής:

    α)ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 273β
    Μη συμμόρφωση με τους όρους για τη χρησιμοποίηση απλουστευμένων μεθόδων για τον υπολογισμό της αξίας ανοίγματος των παραγώγων και της απλουστευμένης προσέγγισης για τον υπολογισμό της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA»·

    β)στην παράγραφο 2, η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Τα ιδρύματα παύουν να υπολογίζουν τις αξίες ανοίγματος των θέσεων παραγώγων τους σύμφωνα με το τμήμα 4 ή 5 και να υπολογίζουν την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA σύμφωνα με το άρθρο 385, κατά περίπτωση, εντός τριών μηνών αφότου συμβεί ένα από τα εξής:»·

    γ)η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «3.    Τα ιδρύματα που έχουν παύσει να υπολογίζουν τις αξίες ανοίγματος των θέσεων παραγώγων τους σύμφωνα με το τμήμα 4 ή 5 και να υπολογίζουν την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA σύμφωνα με το άρθρο 385, κατά περίπτωση, επιτρέπεται να ξαναρχίσουν να υπολογίζουν την αξία ανοίγματος των θέσεων παραγώγων τους, όπως ορίζεται στο τμήμα 4 ή 5, και την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA σύμφωνα με το άρθρο 385 εφόσον αποδείξουν στην αρμόδια αρχή ότι εκπλήρωσαν όλες τις προϋποθέσεις του άρθρου 273α παράγραφος 1 ή 2 για αδιάλειπτη περίοδο ενός έτους.»·

    130)το άρθρο 274 τροποποιείται ως εξής:

    α)η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «4. Εάν πολλαπλές συμφωνίες περιθωρίου εφαρμόζονται στο ίδιο συμψηφιστικό σύνολο, ή το ίδιο συμψηφιστικό σύνολο περιλαμβάνει τόσο συναλλαγές που υπόκεινται σε συμφωνία περιθωρίου όσο και συναλλαγές που δεν υπόκεινται σε συμφωνία περιθωρίου, το ίδρυμα υπολογίζει την αξία ανοίγματος του ως εξής:

    α)το ίδρυμα καταρτίζει τα σχετικά υποθετικά υποσυμψηφιστικά σύνολα, τα οποία αποτελούνται από συναλλαγές που περιλαμβάνονται στο συμψηφιστικό σύνολο, ως εξής:

    i)όλες οι συναλλαγές που υπόκεινται σε συμφωνία περιθωρίου και στην ίδια περίοδο κινδύνου περιθωρίου, όπως προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 285 παράγραφοι 2 έως 5, κατανέμονται στο ίδιο υποσυμψηφιστικό σύνολο,

    ii)όλες οι συναλλαγές που δεν υπόκεινται σε συμφωνία περιθωρίου κατανέμονται στο ίδιο υποσυμψηφιστικό σύνολο, το οποίο είναι διακριτό από τα υποσυμψηφιστικά σύνολα που καθορίζονται σύμφωνα με το σημείο i)·

    β)το ίδρυμα υπολογίζει το κόστος αντικατάστασης του συμψηφιστικού συνόλου που αναφέρεται στην εισαγωγική περίοδο της παρούσας παραγράφου σύμφωνα με το άρθρο 275 παράγραφος 2, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις συναλλαγές εντός του συμψηφιστικού συνόλου που υπόκεινται ή δεν υπόκεινται σε συμφωνία περιθωρίου, και εφαρμόζει όλα τα ακόλουθα:

    i)η CMV υπολογίζεται για όλες τις συναλλαγές που περιλαμβάνονται στο συμψηφιστικό σύνολο, μη λαμβανομένων υπόψη των τυχόν εξασφαλίσεων που τηρούνται ή παρέχονται σε περίπτωση που οι θετικές και αρνητικές αγοραίες αξίες συμψηφίζονται κατά τον υπολογισμό της CMV,

    ii)η NICA, η VM, το TH και το MTA, κατά περίπτωση, υπολογίζονται χωριστά ως το άθροισμα των ίδιων παραμέτρων που ισχύουν για κάθε μεμονωμένη συμφωνία περιθωρίου του συμψηφιστικού συνόλου·

    γ)το ίδρυμα υπολογίζει το δυνητικό μελλοντικό άνοιγμα του συμψηφιστικού συνόλου που αναφέρεται στο άρθρο 278 εφαρμόζοντας όλα τα ακόλουθα:

    i)ο πολλαπλασιαστής που αναφέρεται στο άρθρο 278 παράγραφος 1 βασίζεται στις παραμέτρους CMV, NICA και VM, κατά περίπτωση, σύμφωνα με το στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου,

    ii) υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 278, χωριστά για κάθε υποθετικό υποσυμψηφιστικό σύνολο που αναφέρεται στο στοιχείο α).»·

    β)στην παράγραφο 6, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

    «Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, τα ιδρύματα αντικαθιστούν ένα απλό ψηφιακό δικαίωμα προαίρεσης του οποίου η τιμή άσκησης ισούται με K με τον σχετικό συνδυασμό ορίων διακύμανσης επιτοκίων δύο πωληθέντων και αγορασθέντων απλών δικαιωμάτων αγοράς ή πώλησης που πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις:

    α)τα δύο δικαιώματα προαίρεσης του συνδυασμού ορίων διακύμανσης επιτοκίων έχουν:

    i)την ίδια ημερομηνία λήξης και την ίδια τρέχουσα ή προθεσμιακή τιμή του υποκείμενου μέσου με το απλό ψηφιακό δικαίωμα προαίρεσης,

    ii)οι τιμές άσκησης ισούνται με K 0,95 και 1,05 αντίστοιχα·

    β)ο συνδυασμός ορίων διακύμανσης επιτοκίων αναπαράγει ακριβώς την αποπληρωμή του απλού ψηφιακού δικαιώματος προαίρεσης εκτός του εύρους μεταξύ των δύο τιμών άσκησης που αναφέρονται στο στοιχείο α).

    Η θέση κινδύνου των δύο δικαιωμάτων προαίρεσης του συνδυασμού ορίων διακύμανσης επιτοκίων υπολογίζεται χωριστά σύμφωνα με το άρθρο 279.»·

    131)Στο τρίτο μέρος, ο τίτλος ΙΙΙ αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ
    ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΙΔΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ ΓΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟ ΚΙΝΔΥΝΟ

    Άρθρο 311α
    Ορισμοί

    Για τους σκοπούς του παρόντος τίτλου ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

    α)ως «γεγονός λειτουργικού κινδύνου» νοείται κάθε γεγονός που συνδέεται με λειτουργικό κίνδυνο και προκαλεί ζημία ή πολλαπλές ζημίες, εντός ενός ή περισσότερων οικονομικών ετών·

    β)ως «συνολική ακαθάριστη ζημία» νοείται το άθροισμα όλων των ακαθάριστων ζημιών που συνδέονται με το ίδιο γεγονός λειτουργικού κινδύνου κατά τη διάρκεια ενός ή περισσότερων οικονομικών ετών·

    γ)ως «συνολική καθαρή ζημία» νοείται το άθροισμα όλων των καθαρών ζημιών που συνδέονται με το ίδιο γεγονός λειτουργικού κινδύνου κατά τη διάρκεια ενός ή περισσότερων οικονομικών ετών.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
    Υπολογισμός απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον λειτουργικό κίνδυνο

    Άρθρο 312
    Απαίτηση ιδίων κεφαλαίων

    Η απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για τον λειτουργικό κίνδυνο είναι η συνιστώσα του επιχειρηματικού δείκτη που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 313.

    Άρθρο 313
    Συνιστώσα επιχειρηματικού δείκτη

    Τα ιδρύματα υπολογίζουν τη συνιστώσα επιχειρηματικού δείκτη σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

    όπου:

    BIC    =    η συνιστώσα επιχειρηματικού δείκτη·

    ΒΙ    =    ο επιχειρηματικός δείκτης, εκφρασμένος σε δισεκατομμύρια ευρώ, υπολογιζόμενος σύμφωνα με το άρθρο 314.

    Άρθρο 314
    Επιχειρηματικός δείκτης

    1. Τα ιδρύματα υπολογίζουν τον επιχειρηματικό δείκτη τους σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

    όπου:

    ΒΙ    =    ο επιχειρηματικός δείκτης, εκφρασμένος σε δισεκατομμύρια ευρώ·

    ILDC    =    η συνιστώσα τόκων, μισθώσεων και μερισμάτων, εκφρασμένη σε δισεκατομμύρια ευρώ και υπολογιζόμενη σύμφωνα με την παράγραφο 2·

    SC    =    η συνιστώσα υπηρεσιών, εκφρασμένη σε δισεκατομμύρια ευρώ και υπολογιζόμενη σύμφωνα με την παράγραφο 3·

    FC    =    η χρηματοπιστωτική συνιστώσα, εκφρασμένη σε δισεκατομμύρια ευρώ και υπολογιζόμενη σύμφωνα με την παράγραφο 4.

    2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, η συνιστώσα των τόκων, των μισθώσεων και των μερισμάτων υπολογίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

    όπου:

    ILDC    =    η συνιστώσα των τόκων, των μισθώσεων και των μερισμάτων·

    IC    =    η συνιστώσα των τόκων, η οποία συνίσταται στα έσοδα του ιδρύματος από τόκους από όλα τα χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού και άλλα έσοδα από τόκους, συμπεριλαμβανομένων των εσόδων από χρηματοδοτικές και λειτουργικές μισθώσεις και των κερδών από μισθωμένα στοιχεία ενεργητικού, μείον τα έξοδα του ιδρύματος από τόκους από όλες τις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις και άλλα έξοδα από τόκους, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων από χρηματοδοτικές και λειτουργικές μισθώσεις, της απόσβεσης, της απομείωσης και των ζημιών για μισθωμένα λειτουργικά στοιχεία ενεργητικού, υπολογιζόμενη ως ο ετήσιος μέσος όρος των απόλυτων τιμών της διαφοράς κατά τα τρία προηγούμενα οικονομικά έτη·

    AC    =    η συνιστώσα των στοιχείων ενεργητικού, η οποία συνίσταται στο άθροισμα των συνολικών ακαθάριστων ανεξόφλητων δανείων, προκαταβολών, τοκοφόρων τίτλων, συμπεριλαμβανομένων κρατικών ομολόγων, και στοιχείων ενεργητικού του ιδρύματος υπό μίσθωση, υπολογιζόμενη ως ο ετήσιος μέσος όρος των τριών τελευταίων οικονομικών ετών με βάση τα ποσά στο τέλος κάθε αντίστοιχου οικονομικού έτους·

    DC    =    η συνιστώσα των μερισμάτων, η οποία συνίσταται στα έσοδα του ιδρύματος από μερίσματα που προκύπτουν από επενδύσεις σε μετοχές και κεφάλαια που δεν έχουν ενοποιηθεί στις οικονομικές καταστάσεις του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων των εσόδων από μερίσματα που προκύπτουν από μη ενοποιημένες θυγατρικές, συγγενείς εταιρείες και κοινοπραξίες, υπολογιζόμενη ως ο ετήσιος μέσος όρος των τριών τελευταίων οικονομικών ετών.

    3. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, η συνιστώσα των υπηρεσιών υπολογίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

    όπου:

    SC    =    η συνιστώσα των υπηρεσιών·

    ΟΙ    =    τα λοιπά έσοδα εκμετάλλευσης, τα οποία συνίστανται στον ετήσιο μέσο όρο κατά τα τρία προηγούμενα οικονομικά έτη των εσόδων του ιδρύματος από συνήθεις τραπεζικές πράξεις που δεν περιλαμβάνονται σε άλλα στοιχεία του επιχειρηματικού δείκτη αλλά είναι παρόμοιου χαρακτήρα·

    ΟΕ    =    οι λοιπές λειτουργικές δαπάνες, οι οποίες συνίστανται στον ετήσιο μέσο όρο κατά τα τρία προηγούμενα οικονομικά έτη των δαπανών και ζημιών του ιδρύματος από συνήθεις τραπεζικές πράξεις που δεν περιλαμβάνονται σε άλλα στοιχεία του επιχειρηματικού δείκτη αλλά είναι παρόμοιου χαρακτήρα, καθώς και από γεγονότα λειτουργικού κινδύνου·

    FI    =    η συνιστώσα των εσόδων από αμοιβές και προμήθειες, η οποία συνίσταται στον ετήσιο μέσο όρο κατά τα τρία προηγούμενα οικονομικά έτη των εσόδων που εισέπραξε το ίδρυμα από την παροχή συμβουλών και υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των εσόδων που εισέπραξε το ίδρυμα ως εργολήπτης χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών·

    FE    =    η συνιστώσα των εξόδων από αμοιβές και προμήθειες, η οποία συνίσταται στον ετήσιο μέσο όρο κατά τα τρία προηγούμενα οικονομικά έτη των δαπανών του ιδρύματος για τη λήψη συμβουλών και υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των αμοιβών εξωτερικής ανάθεσης που καταβάλλονται από το ίδρυμα για την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, αλλά εξαιρουμένων των τελών εξωτερικής ανάθεσης που καταβάλλονται για την παροχή μη χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

    4. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, η χρηματοπιστωτική συνιστώσα υπολογίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

    όπου:

    FC    =    η χρηματοπιστωτική συνιστώσα·

    TC    =    η συνιστώσα του χαρτοφυλακίου συναλλαγών, η οποία συνίσταται στον ετήσιο μέσο όρο των απόλυτων τιμών, κατά τα τρία προηγούμενα οικονομικά έτη, του καθαρού κέρδους ή ζημίας, κατά περίπτωση, επί του χαρτοφυλακίου συναλλαγών του ιδρύματος, μεταξύ άλλων επί των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού προς διαπραγμάτευση, που προκύπτει από λογιστική αντιστάθμισης και από συναλλαγματικές διαφορές·

    BC    =    η συνιστώσα του τραπεζικού χαρτοφυλακίου, η οποία συνίσταται στον ετήσιο μέσο όρο των απόλυτων τιμών, κατά τα τρία προηγούμενα οικονομικά έτη, του καθαρού κέρδους ή ζημίας, κατά περίπτωση, επί του τραπεζικού χαρτοφυλακίου του ιδρύματος, μεταξύ άλλων επί των χρηματοοικονομικών στοιχείων ενεργητικού και υποχρεώσεων που επιμετρώνται στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων, από λογιστική αντιστάθμισης, από συναλλαγματικές διαφορές, και πραγματοποιηθέντα κέρδη και ζημίες επί χρηματοοικονομικών στοιχείων ενεργητικού και υποχρεώσεων που δεν επιμετρώνται στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων.

    5. Τα ιδρύματα δεν χρησιμοποιούν οποιοδήποτε από τα ακόλουθα στοιχεία στον υπολογισμό του επιχειρηματικού τους δείκτη:

    α)έσοδα και έξοδα από ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές δραστηριότητες·

    β)καταβληθέντα ασφάλιστρα και πληρωμές που εισπράχθηκαν από ασφαλιστήρια ή αντασφαλιστήρια συμβόλαια που αγοράστηκαν·

    γ)διοικητικές δαπάνες, συμπεριλαμβανομένων των δαπανών προσωπικού, των τελών εξωτερικής ανάθεσης που καταβάλλονται για την παροχή μη χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, και άλλων διοικητικών δαπανών·

    δ)ανάκτηση διοικητικών δαπανών, συμπεριλαμβανομένης της ανάκτησης πληρωμών για λογαριασμό πελατών·

    ε)δαπάνες εγκαταστάσεων και πάγιων στοιχείων ενεργητικού, εκτός εάν οι δαπάνες αυτές προκύπτουν από γεγονότα λειτουργικών ζημιών·

    στ)απόσβεση ενσώματων στοιχείων ενεργητικού και απόσβεση άυλων στοιχείων ενεργητικού, εκτός από την απόσβεση που σχετίζεται με μισθωμένα λειτουργικά στοιχεία ενεργητικού, τα οποία περιλαμβάνονται στα έξοδα χρηματοδοτικής και λειτουργικής μίσθωσης·

    ζ)προβλέψεις και αντιλογισμός προβλέψεων, εκτός εάν αυτές οι προβλέψεις αφορούν γεγονότα λειτουργικών ζημιών·

    η)έξοδα εταιρικού κεφαλαίου πληρωτέου σε πρώτη ζήτηση·

    θ)απομείωση αξίας και αντιλογισμός απομείωσης αξίας·

    ι)μεταβολές στην υπεραξία που αναγνωρίζονται στα αποτελέσματα·

    ια)φόρος εισοδήματος εταιρειών.

    6. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

    α)τις συνιστώσες του επιχειρηματικού δείκτη με την κατάρτιση καταλόγου τυπικών επιμέρους στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των διεθνών κανονιστικών προτύπων·

    β)τα στοιχεία που παρατίθενται στην παράγραφο 5.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί η ημερομηνία = 18 μήνες μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού].

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    7. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό των στοιχείων του επιχειρηματικού δείκτη αντιστοιχίζοντας τα στοιχεία αυτά με τα σχετικά κελιά αναφοράς που καθορίζονται στον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2021/451 της Επιτροπής*5.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί η ημερομηνία = 24 μήνες μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού].

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 315
    Προσαρμογές στον επιχειρηματικό δείκτη

    1. Τα ιδρύματα περιλαμβάνουν στοιχεία επιχειρηματικών δεικτών συγχωνευμένων ή εξαγορασμένων οντοτήτων ή δραστηριοτήτων στον υπολογισμό του επιχειρηματικού δείκτη τους από τη στιγμή της συγχώνευσης ή της εξαγοράς, ανάλογα με την περίπτωση, και καλύπτουν τα τρία προηγούμενα οικονομικά έτη.

    2. Τα ιδρύματα μπορούν να ζητήσουν άδεια από την αρμόδια αρχή για να εξαιρέσουν στοιχεία επιχειρηματικών δεικτών που σχετίζονται με εκχωρηθείσες οντότητες ή δραστηριότητες από τον υπολογισμό του επιχειρηματικού δείκτη τους.

    3. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

    α)τον τρόπο με τον οποίο τα ιδρύματα καθορίζουν τις προσαρμογές στον επιχειρηματικό δείκτη που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2·

    β)τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι αρμόδιες αρχές μπορούν να χορηγήσουν την άδεια που αναφέρεται στην παράγραφο 2·

    γ)το χρονοδιάγραμμα των προσαρμογών που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί η ημερομηνία = 18 μήνες μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού].

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
    Συλλογή δεδομένων και διακυβέρνηση

    Άρθρο 316
    Υπολογισμός της ετήσιας ζημίας λειτουργικού κινδύνου

    1. Τα ιδρύματα με επιχειρηματικό δείκτη ίσο με ή μεγαλύτερο από 750 εκατ. EUR υπολογίζουν τις ετήσιες ζημίες λειτουργικού κινδύνου ως το άθροισμα όλων των καθαρών ζημιών σε ένα δεδομένο οικονομικό έτος, υπολογιζόμενων σύμφωνα με το άρθρο 318 παράγραφος 1, οι οποίες ισούνται με ή υπερβαίνουν τα όρια δεδομένων ζημίας που καθορίζονται στο άρθρο 319 παράγραφος 1 ή 2, αντίστοιχα.

    Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να χορηγούν απαλλαγή από την απαίτηση υπολογισμού ετήσιας ζημίας λειτουργικού κινδύνου σε ιδρύματα με επιχειρηματικό δείκτη που δεν υπερβαίνει το 1 δισ. EUR, υπό την προϋπόθεση ότι το ίδρυμα έχει αποδείξει με ικανοποιητικά στοιχεία στην αρμόδια αρχή ότι θα ήταν αδικαιολόγητα επαχθές για το ίδρυμα να εφαρμόσει το πρώτο εδάφιο.

    2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ο σχετικός επιχειρηματικός δείκτης είναι η υψηλότερη τιμή του επιχειρηματικού δείκτη που έχει υποβάλει το ίδρυμα κατά τις τελευταίες οκτώ ημερομηνίες αναφοράς για την υποβολή στοιχείων. Ένα ίδρυμα που δεν έχει υποβάλει ακόμη τον επιχειρηματικό του δείκτη χρησιμοποιεί τον πλέον πρόσφατο επιχειρηματικό δείκτη του.

    3. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει την προϋπόθεση του «αδικαιολόγητα επαχθούς» για τους σκοπούς της πρώτης παραγράφου.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί η ημερομηνία = 18 μήνες μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού].

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 317
    Σύνολο δεδομένων ζημίας

    1. Τα ιδρύματα που υπολογίζουν τις ετήσιες ζημίες λειτουργικού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 316 παράγραφος 1 διαθέτουν ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμούς για την ενημέρωση και την επικαιροποίηση σε συνεχή βάση ενός συνόλου δεδομένων ζημίας στο οποίο συγκεντρώνονται για κάθε καταγεγραμμένο γεγονός λειτουργικού κινδύνου τα ποσά ακαθάριστης ζημίας, εισπράξεις από μη ασφαλίσεις, εισπράξεις από ασφαλίσεις, η ημερομηνία αναφοράς και οι ομαδοποιημένες ζημίες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προκύπτουν από γεγονότα παραπτωμάτων.

    2. Το σύνολο δεδομένων ζημίας του ιδρύματος αποτυπώνει όλα τα γεγονότα λειτουργικού κινδύνου που απορρέουν από όλες τις οντότητες που εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής των ενοποιήσεων σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2.

    3. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, τα ιδρύματα:

    α)περιλαμβάνουν στο σύνολο δεδομένων ζημίας κάθε γεγονός λειτουργικού κινδύνου που καταγράφεται κατά τη διάρκεια ενός ή περισσότερων οικονομικών ετών·

    β)χρησιμοποιούν ημερομηνία όχι μεταγενέστερη της ημερομηνίας λογιστικής εγγραφής για τη συμπερίληψη των ζημιών που σχετίζονται με γεγονότα λειτουργικού κινδύνου στο σύνολο δεδομένων ζημίας·

    γ)κατανέμουν τις ζημίες και τις σχετικές εισπράξεις που καταχωρίζονται στους λογαριασμούς επί σειρά ετών στα αντίστοιχα οικονομικά έτη του συνόλου δεδομένων ζημίας, σύμφωνα με τη λογιστική τους μεταχείριση.

    4. Τα ιδρύματα συλλέγουν επίσης:

    α)πληροφορίες σχετικά με τις ημερομηνίες αναφοράς των γεγονότων λειτουργικού κινδύνου, συμπεριλαμβανομένων των εξής:

    i)ημερομηνία κατά την οποία συνέβη ή άρχισε για πρώτη φορά το γεγονός λειτουργικού κινδύνου (“ημερομηνία επέλευσης”), εφόσον είναι διαθέσιμη·

    ii)ημερομηνία κατά την οποία το ίδρυμα έλαβε γνώση του γεγονότος λειτουργικού κινδύνου (“ημερομηνία διαπίστωσης”)·

    iii)ημερομηνία ή ημερομηνίες κατά τις οποίες ένα γεγονός λειτουργικού κινδύνου καταλήγει σε ζημία, ή αποθεματικό ή πρόβλεψη έναντι ζημίας, που αναγνωρίζεται στους λογαριασμούς κερδών και ζημιών του ιδρύματος (“ημερομηνία λογιστικής εγγραφής”)·

    β)πληροφορίες σχετικά με τυχόν ανακτήσεις ποσών ακαθάριστης ζημίας, καθώς και περιγραφικές πληροφορίες σχετικά με τους παράγοντες ή τις αιτίες των ζημιογόνων γεγονότων.

    Το επίπεδο λεπτομέρειας κάθε περιγραφικής πληροφορίας είναι ανάλογο με το μέγεθος του ποσού της ακαθάριστης ζημίας.

    5. Το ίδρυμα δεν περιλαμβάνει στο σύνολο δεδομένων ζημίας γεγονότα λειτουργικού κινδύνου που σχετίζονται με πιστωτικό κίνδυνο τα οποία συνυπολογίζονται στο σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό ανοίγματος για πιστωτικό κίνδυνο. Τα γεγονότα λειτουργικού κινδύνου που σχετίζονται με πιστωτικό κίνδυνο αλλά δεν συνυπολογίζονται στο σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό ανοίγματος για πιστωτικό κίνδυνο περιλαμβάνονται στο σύνολο δεδομένων ζημίας.

    6. Τα γεγονότα λειτουργικού κινδύνου που σχετίζονται με τον κίνδυνο αγοράς αντιμετωπίζονται ως λειτουργικός κίνδυνος και περιλαμβάνονται στο σύνολο δεδομένων ζημίας.

    7. Ένα ίδρυμα μπορεί, κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας αρχής, να αντιστοιχίσει τα ιστορικά εσωτερικά δεδομένα ζημίας με το είδος των γεγονότων.

    8. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, τα ιδρύματα διασφαλίζουν την αρτιότητα, την αξιοπιστία και τις επιδόσεις της υποδομής ΤΠ που είναι αναγκαία για την τήρηση και την επικαιροποίηση του συνόλου δεδομένων ζημίας, επιβεβαιώνοντας όλα τα ακόλουθα:

    α)ότι τα συστήματα και η υποδομή ΤΠ του ιδρύματος για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου είναι άρτια και ανθεκτικά, και ότι είναι δυνατή η διατήρηση της αρτιότητας και της ανθεκτικότητας σε μόνιμη βάση·

    β)ότι η υποδομή ΤΠ του ιδρύματος που χρησιμοποιείται για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου υπόκειται σε διαδικασίες διαχείρισης διαμόρφωσης, διαχείρισης μεταβολών και διαχείρισης εκδόσεων·

    γ)όταν το ίδρυμα αναθέτει σε τρίτους τμήματα της συντήρησης της υποδομής ΤΠ που χρησιμοποιείται για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ότι η αρτιότητα, η αξιοπιστία και οι επιδόσεις της υποδομής ΤΠ εξασφαλίζονται με την επιβεβαίωση τουλάχιστον των εξής:

    i)ότι τα συστήματα και η υποδομή ΤΠ του ιδρύματος για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου είναι άρτια και ανθεκτικά, και ότι είναι δυνατή η διατήρηση των εν λόγω χαρακτηριστικών σε μόνιμη βάση·

    ii)ότι η διαδικασία σχεδιασμού, δημιουργίας, δοκιμής και εγκατάστασης της υποδομής ΤΠ για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου είναι άρτια και κατάλληλη όσον αφορά τη διαχείριση έργων, τη διαχείριση κινδύνων και τη διακυβέρνηση, τη μηχανική, τη διασφάλιση της ποιότητας και τον σχεδιασμό δοκιμών, τη μοντελοποίηση και ανάπτυξη συστημάτων, τη διασφάλιση της ποιότητας σε όλες τις δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένων των αναθεωρήσεων κώδικα και, κατά περίπτωση, της επαλήθευσης κώδικα, και τις δοκιμές, συμπεριλαμβανομένης της αποδοχής από τους χρήστες·

    iii)ότι η υποδομή ΤΠ του ιδρύματος που χρησιμοποιείται για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου υπόκειται σε διαδικασίες διαχείρισης διαμόρφωσης, διαχείρισης μεταβολών και διαχείρισης εκδόσεων·

    iv)ότι η διαδικασία σχεδιασμού, δημιουργίας, δοκιμής και εγκατάστασης της υποδομής ΤΠ και των σχεδίων έκτακτης ανάγκης για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου εγκρίνεται από το διοικητικό όργανο ή τα ανώτερα διοικητικά στελέχη του ιδρύματος και ότι το διοικητικό όργανο και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη ενημερώνονται περιοδικά σχετικά με τις επιδόσεις της υποδομής ΤΠ για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου.

    9. Για τους σκοπούς της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου, η ΕΑΤ εξουσιοδοτείται να καταρτίσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό ταξινομίας κινδύνου σχετικά με τον λειτουργικό κίνδυνο και μεθοδολογίας για την ταξινόμηση, με βάση την εν λόγω ταξινομία κινδύνου για τον λειτουργικό κίνδυνο, των ζημιογόνων γεγονότων που περιλαμβάνονται στο σύνολο δεδομένων ζημίας.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί η ημερομηνία = 18 μήνες μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού].

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    10. Για τους σκοπούς της παραγράφου 7, η ΕΑΤ καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές στις οποίες επεξηγούνται τα τεχνικά στοιχεία που απαιτούνται για τη διασφάλιση της αρτιότητας, της ευρωστίας και της απόδοσης των ρυθμίσεων διακυβέρνησης για τη διατήρηση του συνόλου δεδομένων ζημίας, με ιδιαίτερη έμφαση στα συστήματα και τις υποδομές ΤΠ.

    Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 318
    Υπολογισμός της καθαρής ζημίας και της ακαθάριστης ζημίας

    1. Για τους σκοπούς του άρθρου 316 παράγραφος 1, τα ιδρύματα υπολογίζουν για κάθε γεγονός λειτουργικού κινδύνου καθαρή ζημία ως εξής:

    Καθαρή ζημία = ακαθάριστη ζημία — ανάκτηση

    όπου:

    ακαθάριστη ζημία = ζημία που συνδέεται με γεγονός λειτουργικού κινδύνου πριν από ανακτήσεις οποιουδήποτε είδους·

    ανάκτηση = ένα ή περισσότερα ανεξάρτητα συμβάντα, που σχετίζονται με το αρχικό γεγονός λειτουργικού κινδύνου, διαχωρισμένα χρονικά, κατά τα οποία λαμβάνονται κεφάλαια ή εισροές οικονομικών οφελών από τρίτο.

    Τα ιδρύματα τηρούν σε συνεχή βάση επικαιροποιημένο υπολογισμό της καθαρής ζημίας για κάθε συγκεκριμένο γεγονός λειτουργικού κινδύνου. Για τον σκοπό αυτό, τα ιδρύματα επικαιροποιούν τον υπολογισμό της καθαρής ζημίας με βάση τις παρατηρούμενες ή εκτιμώμενες διακυμάνσεις της ακαθάριστης ζημίας και της ανάκτησης για καθένα από τα δέκα τελευταία οικονομικά έτη. Εάν παρατηρηθούν ζημίες που συνδέονται με το ίδιο γεγονός λειτουργικού κινδύνου κατά τη διάρκεια περισσότερων οικονομικών ετών εντός της εν λόγω δεκαετούς περιόδου, το ίδρυμα υπολογίζει και επικαιροποιεί:

    α)την καθαρή ζημία, την ακαθάριστη ζημία και την ανάκτηση για καθένα από τα οικονομικά έτη της δεκαετούς περιόδου στο οποίο καταγράφηκε η συγκεκριμένη καθαρή ζημία, ακαθάριστη ζημία και ανάκτηση·

    β)τη συνολική καθαρή ζημία, τη συνολική ακαθάριστη ζημία και τη συνολική ανάκτηση όλων των σχετικών οικονομικών ετών της δεκαετούς περιόδου.

    2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, στον υπολογισμό της ακαθάριστης ζημίας περιλαμβάνονται τα ακόλουθα στοιχεία:

    α)άμεσες χρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων απομειώσεων, διακανονισμών, ποσών που καταβλήθηκαν για την αποκατάσταση της ζημίας, ποινών, τόκων υπερημερίας και νομικών αμοιβών στους λογαριασμούς κερδών και ζημιών του ιδρύματος και απομειώσεων λόγω του γεγονότος λειτουργικού κινδύνου, όπου συμπεριλαμβάνονται τα εξής:

    i)όταν το γεγονός λειτουργικού κινδύνου σχετίζεται με κίνδυνο αγοράς, το κόστος ρευστοποίησης των θέσεων στην αγορά στο ανακτηθέν ποσό ζημίας των στοιχείων λειτουργικού κινδύνου,

    ii)όταν οι πληρωμές αφορούν αστοχίες ή ακατάλληλες διαδικασίες του ιδρύματος, ποινές, τόκοι, χρεώσεις υπερημερίας και νομικά έξοδα, και, εξαιρουμένου του αρχικώς οφειλόμενου ποσού φόρου, φόρος·

    β)δαπάνες που προκύπτουν ως συνέπεια του γεγονότος λειτουργικού κινδύνου, συμπεριλαμβανομένων εξωτερικών δαπανών που συνδέονται άμεσα με το γεγονός λειτουργικού κινδύνου και δαπανών επιδιόρθωσης ή αντικατάστασης, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν για την αποκατάσταση της θέσης που επικρατούσε πριν από την επέλευση του γεγονότος λειτουργικού κινδύνου·

    γ)προβλέψεις ή αποθεματικά που εμφανίζονται στον λογαριασμό κερδών και ζημιών έναντι πιθανών επιπτώσεων από λειτουργικές ζημίες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων από περιστατικά παραπτωμάτων·

    δ)ζημίες που προέρχονται από γεγονότα λειτουργικού κινδύνου με οριστικό οικονομικό αντίκτυπο, οι οποίες καταλογίζονται προσωρινά σε μεταβατικούς ή εκκρεμείς λογαριασμούς και δεν αποτυπώνονται ακόμη στους λογαριασμούς αποτελεσμάτων (“εκκρεμείς ζημίες”)·

    ε)αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις που καταλογίζονται σε ένα οικονομικό έτος και οφείλονται σε γεγονότα λειτουργικού κινδύνου που επηρεάζουν τις ταμειακές ροές ή τις οικονομικές καταστάσεις προηγούμενων οικονομικών ετών (“ζημίες χρονικής αιτιολογίας”).

    Για τους σκοπούς του στοιχείου δ), οι σημαντικές εκκρεμείς ζημίες περιλαμβάνονται στο σύνολο δεδομένων ζημίας εντός χρονικής περιόδου ανάλογης με το μέγεθος και την ηλικία του εκκρεμούς στοιχείου.

    Για τους σκοπούς του στοιχείου ε), το ίδρυμα περιλαμβάνει στο σύνολο δεδομένων ζημίας σημαντικές ζημίες χρονικής αιτιολογίας, όταν οι εν λόγω ζημίες οφείλονται σε γεγονότα λειτουργικού κινδύνου που εκτείνονται σε περισσότερα του ενός οικονομικά έτη και προκαλούν νομικό κίνδυνο. Τα ιδρύματα περιλαμβάνουν στο καταγραφέν ποσό ζημίας του στοιχείου λειτουργικού κινδύνου ενός οικονομικού έτους ζημίες που οφείλονται στη διόρθωση σφαλμάτων λογιστικής καταχώρισης που σημειώθηκαν σε προηγούμενο οικονομικό έτος, ακόμη και αν οι εν λόγω ζημίες δεν επηρεάζουν άμεσα τρίτους. Όταν υπάρχουν σημαντικές ζημίες χρονικής αιτιολογίας και το γεγονός λειτουργικού κινδύνου επηρεάζει άμεσα τρίτους, συμπεριλαμβανομένων πελατών, παρόχων και υπαλλήλων του ιδρύματος, το ίδρυμα περιλαμβάνει επίσης την επίσημη επαναδιατύπωση οικονομικών εκθέσεων που έχουν εκδοθεί προηγουμένως.

    3. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, από τον υπολογισμό της ακαθάριστης ζημίας εξαιρούνται τα ακόλουθα στοιχεία:

    α)κόστος συμβάσεων γενικής συντήρησης ακινήτων, εγκαταστάσεων ή εξοπλισμού·

    β)εσωτερικές ή εξωτερικές δαπάνες για την ενίσχυση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων μετά τις ζημίες λειτουργικού κινδύνου όπως, μεταξύ άλλων, αναβαθμίσεις, βελτιώσεις, πρωτοβουλίες εκτίμησης κινδύνου και διαδικασίες ενίσχυσης·

    γ)ασφάλιστρα.

    4. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, οι ανακτήσεις χρησιμοποιούνται για τη μείωση των ακαθάριστων ζημιών μόνο όταν το ίδρυμα έχει λάβει πληρωμή. Οι εισπρακτέες απαιτήσεις δεν θεωρούνται ανακτήσεις.

    Κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας αρχής, το ίδρυμα παρέχει όλα τα έγγραφα που απαιτούνται για την επαλήθευση των πληρωμών που έχουν ληφθεί και συνυπολογιστεί στην καθαρή ζημία ενός γεγονότος λειτουργικού κινδύνου.

    Άρθρο 319
    Όρια δεδομένων ζημίας

    1. Για τον υπολογισμό ετήσιας ζημίας λειτουργικού κινδύνου, όπως απαιτείται από το άρθρο 316 παράγραφος 1, τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη από το σύνολο δεδομένων ζημίας γεγονότα λειτουργικού κινδύνου με καθαρή ζημία, υπολογιζόμενη σύμφωνα με το άρθρο 318, η οποία ισούται με ή υπερβαίνει τα 20 000 EUR.

    2. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, και για τους σκοπούς του άρθρου 446, τα ιδρύματα υπολογίζουν επίσης την ετήσια ζημία λειτουργικού κινδύνου που αναφέρεται στο άρθρο 316 παράγραφος 1, λαμβάνοντας υπόψη από το σύνολο δεδομένων ζημίας γεγονότα λειτουργικού κινδύνου με καθαρή ζημία, υπολογιζόμενη σύμφωνα με το άρθρο 318, η οποία ισούται με ή υπερβαίνει τα 100 000 EUR.

    3. Σε περίπτωση γεγονότος λειτουργικού κινδύνου που οδηγεί σε ζημίες κατά τη διάρκεια περισσότερων του ενός οικονομικών ετών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 318 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, η καθαρή ζημία που λαμβάνεται υπόψη για τα όρια που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 είναι η συνολική καθαρή ζημία.

    Άρθρο 320
    Εξαίρεση ζημιών

    1. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν σε ένα ίδρυμα να εξαιρεί από τον υπολογισμό των ετήσιων ζημιών λειτουργικού κινδύνου του ιδρύματος έκτακτα γεγονότα λειτουργικού κινδύνου που δεν σχετίζονται πλέον με το προφίλ κινδύνου του ιδρύματος, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)το ίδρυμα μπορεί να αποδείξει με ικανοποιητικά στοιχεία στην αρμόδια αρχή ότι το γεγονός λειτουργικού κινδύνου που προκάλεσε τις εν λόγω ζημίες λειτουργικού κινδύνου δεν θα επαναληφθεί·

    β)η ζημία λειτουργικού κινδύνου είναι ένα από τα ακόλουθα:

    i)ίση με ή μεγαλύτερη από το 15 % της μέσης ετήσιας ζημίας λειτουργικού κινδύνου του ιδρύματος, υπολογιζόμενη βάσει του ορίου που αναφέρεται στο άρθρο 319 παράγραφος 1, όταν το ζημιογόνο γεγονός λειτουργικού κινδύνου αφορά δραστηριότητες που εξακολουθούν να αποτελούν μέρος του επιχειρηματικού δείκτη,

    ii)μεγαλύτερη από το 0 % της μέσης ετήσιας ζημίας λειτουργικού κινδύνου του ιδρύματος, υπολογιζόμενη βάσει του ορίου που αναφέρεται στο άρθρο 319 παράγραφος 1, όταν το ζημιογόνο γεγονός λειτουργικού κινδύνου αφορά δραστηριότητες που έχουν εξαιρεθεί από τον επιχειρηματικό δείκτη σύμφωνα με το άρθρο 315 παράγραφος 2·

    γ)η ζημία λειτουργικού κινδύνου περιλαμβανόταν στη βάση δεδομένων ζημίας για ελάχιστη περίοδο 1 έτους, εκτός εάν η ζημία λειτουργικού κινδύνου σχετίζεται με δραστηριότητες που έχουν εξαιρεθεί από τον επιχειρηματικό δείκτη σύμφωνα με το άρθρο 315 παράγραφος 2.

    Για τους σκοπούς του στοιχείου γ), η ελάχιστη περίοδος του 1 έτους αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία το γεγονός λειτουργικού κινδύνου, που περιλαμβάνεται στο σύνολο δεδομένων ζημίας, υπερέβη για πρώτη φορά το όριο σημαντικότητας που αναφέρεται στο άρθρο 319 παράγραφος 1.

    2. Το ίδρυμα που ζητεί την άδεια που αναφέρεται στην παράγραφο 1 παρέχει στην αρμόδια αρχή τεκμηριωμένη αιτιολόγηση για την εξαίρεση έκτακτης ζημίας, μεταξύ άλλων:

    α)περιγραφή του γεγονότος λειτουργικού κινδύνου για το οποίο ζητείται εξαίρεση·

    β)στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η ζημία από το γεγονός λειτουργικού κινδύνου υπερβαίνει το όριο σημαντικότητας για την εξαίρεση ζημίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), συμπεριλαμβανομένης της ημερομηνίας κατά την οποία το εν λόγω γεγονός λειτουργικού κινδύνου υπερέβη το όριο σημαντικότητας·

    γ)την ημερομηνία κατά την οποία θα εξαιρείτο το σχετικό γεγονός λειτουργικού κινδύνου, λαμβανομένης υπόψη της ελάχιστης περιόδου διατήρησης που ορίζεται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ)·

    δ)τον λόγο για τον οποίο το γεγονός λειτουργικού κινδύνου δεν θεωρείται πλέον συναφές με το προφίλ κινδύνου του ιδρύματος·

    ε)απόδειξη ότι δεν υπάρχουν παρόμοια ή εναπομένοντα νομικά ανοίγματα και ότι το γεγονός λειτουργικού κινδύνου προς εξαίρεση δεν σχετίζεται με άλλες δραστηριότητες ή προϊόντα·

    στ)εκθέσεις της ανεξάρτητης εξέτασης ή επικύρωσης του ιδρύματος, οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι το γεγονός λειτουργικού κινδύνου δεν είναι πλέον συναφές και ότι δεν υπάρχουν παρόμοια ή εναπομένοντα νομικά ανοίγματα·

    ζ)απόδειξη ότι οι αρμόδιοι φορείς του ιδρύματος, μέσω των διαδικασιών έγκρισης του ιδρύματος, έχουν εγκρίνει το αίτημα εξαίρεσης του γεγονότος λειτουργικού κινδύνου και την ημερομηνία αυτής της έγκρισης·

    η)τον αντίκτυπο της εξαίρεσης του γεγονότος λειτουργικού κινδύνου στην ετήσια ζημία λειτουργικού κινδύνου.

    3. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τις προϋποθέσεις που πρέπει να αξιολογεί η αρμόδια αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 1, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου υπολογισμού της μέσης ετήσιας ζημίας λειτουργικού κινδύνου και των προδιαγραφών σχετικά με τις πληροφορίες που πρέπει να συλλέγονται σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή τυχόν περαιτέρω πληροφοριών που κρίνονται αναγκαίες για τη διενέργεια της αξιολόγησης.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί η ημερομηνία = 18 μήνες μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού].

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 321
    Συμπερίληψη ζημιών από συγχωνευμένες ή εξαγορασμένες οντότητες ή δραστηριότητες

    1. Οι ζημίες που προέρχονται από συγχωνευμένες ή εξαγορασμένες οντότητες ή δραστηριότητες περιλαμβάνονται στο σύνολο δεδομένων ζημίας μόλις τα στοιχεία του επιχειρηματικού δείκτη που σχετίζονται με τις εν λόγω οντότητες ή δραστηριότητες συμπεριληφθούν στον υπολογισμό του επιχειρηματικού δείκτη του ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 315 παράγραφος 1. Για τον σκοπό αυτό, τα ιδρύματα περιλαμβάνουν ζημίες που παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια δεκαετούς περιόδου πριν από την εξαγορά ή τη συγχώνευση.

    2. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τον τρόπο με τον οποίο τα ιδρύματα καθορίζουν τις προσαρμογές στο σύνολο δεδομένων ζημίας τους μετά τη συμπερίληψη των ζημιών από συγχωνευμένες ή εξαγορασμένες οντότητες ή δραστηριότητες, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί η ημερομηνία = 18 μήνες μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού].

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 322
    Επανεξέταση της πληρότητας, της ακρίβειας και της ποιότητας των δεδομένων ζημίας

    1. Τα ιδρύματα διαθέτουν την οργάνωση και τις διαδικασίες για την ανεξάρτητη επανεξέταση της πληρότητας, της ακρίβειας και της ποιότητας των δεδομένων ζημίας.

    2. Οι αρμόδιες αρχές επανεξετάζουν περιοδικά την ποιότητα των δεδομένων ζημίας ενός ιδρύματος που υπολογίζει τις ετήσιες ζημίες λειτουργικού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 316 παράγραφος 1. Οι αρμόδιες αρχές διενεργούν την εν λόγω επανεξέταση τουλάχιστον ανά τριετία για ίδρυμα με επιχειρηματικό δείκτη άνω του 1 δισ. EUR.

    Άρθρο 323
    Πλαίσιο διαχείρισης λειτουργικού κινδύνου

    1. Τα ιδρύματα διαθέτουν:

    α)καλά τεκμηριωμένο σύστημα αξιολόγησης και διαχείρισης του λειτουργικού κινδύνου, το οποίο είναι στενά ενταγμένο στις καθημερινές διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της διαδικασίας παρακολούθησης και ελέγχου του προφίλ λειτουργικού κινδύνου του ιδρύματος και για το οποίο έχουν ανατεθεί σαφείς αρμοδιότητες. Στο σύστημα αξιολόγησης και διαχείρισης λειτουργικού κινδύνου προσδιορίζονται τα ανοίγματα του ιδρύματος σε λειτουργικό κίνδυνο και παρακολουθούνται τα σχετικά δεδομένα λειτουργικού κινδύνου, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων που αφορούν τις σημαντικές ζημίες·

    β)τμήμα διαχείρισης λειτουργικού κινδύνου το οποίο είναι ανεξάρτητο από τις επιχειρηματικές και λειτουργικές μονάδες του ιδρύματος·

    γ)σύστημα υποβολής εκθέσεων προς τα ανώτερα διοικητικά στελέχη που παρέχουν στα αρμόδια τμήματα του ιδρύματος πληροφορίες σχετικά με τον λειτουργικό κίνδυνο·

    δ)σύστημα τακτικής παρακολούθησης και υποβολής εκθέσεων σχετικά με τα ανοίγματα σε λειτουργικό κίνδυνο και τις ζημίες από τον κίνδυνο αυτό, καθώς και διαδικασίες για τη λήψη κατάλληλων διορθωτικών μέτρων·

    ε)τακτικές διαδικασίες για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης, καθώς και πολιτικές για την αντιμετώπιση των περιπτώσεων μη συμμόρφωσης·

    στ)τακτικές επανεξετάσεις των διαδικασιών και των συστημάτων αξιολόγησης και διαχείρισης λειτουργικού κινδύνου του ιδρύματος, οι οποίες διενεργούνται από εσωτερικούς ή εξωτερικούς ελεγκτές που διαθέτουν τις απαραίτητες γνώσεις για τη διενέργεια των εν λόγω επανεξετάσεων·

    ζ)εσωτερικές διαδικασίες επικύρωσης που λειτουργούν με ορθό και αποτελεσματικό τρόπο·

    η)διαφανείς και προσβάσιμες ροές δεδομένων και διαδικασίες που συνδέονται με το σύστημα αξιολόγησης λειτουργικού κινδύνου.

    2. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την παράγραφο 1 στοιχεία α) έως η), λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των ιδρυμάτων.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί η ημερομηνία = 18 μήνες μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού].

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    _________________________________________________

    *5    Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2021/451 της Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 2020, για τη θέσπιση εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά την υποβολή εποπτικών αναφορών από τα ιδρύματα και για την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 680/2014 (ΕΕ L 97 της 19.3.2021, σ. 1).»·

    132)το άρθρο 325 τροποποιείται ως εξής:

    α)οι παράγραφοι 1 έως 5 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1. Ένα ίδρυμα υπολογίζει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς για όλες τις θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών του και όλες τις θέσεις εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών του που υπόκεινται σε κίνδυνο συναλλάγματος ή κίνδυνο βασικού εμπορεύματος σύμφωνα με τις ακόλουθες μεθόδους:

    α)την εναλλακτική τυποποιημένη προσέγγιση που ορίζεται στο κεφάλαιο 1α,

    β)την προσέγγιση εναλλακτικών εσωτερικών υποδειγμάτων που ορίζεται στο κεφάλαιο 1β για τις θέσεις που αποδίδονται σε μονάδες διαπραγμάτευσης για τις οποίες έχει χορηγηθεί στο ίδρυμα άδεια από τις αρμόδιες αρχές να χρησιμοποιεί την εν λόγω εναλλακτική προσέγγιση, όπως ορίζεται στο άρθρο 325νβ παράγραφος 1·

    γ)την απλουστευμένη τυποποιημένη προσέγγιση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, υπό την προϋπόθεση ότι το ίδρυμα πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 325α παράγραφος 1.

    Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, ένα ίδρυμα δεν υπολογίζει απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για κίνδυνο συναλλάγματος για θέσεις εντός και εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών που υπόκεινται σε κίνδυνο συναλλάγματος, όταν οι θέσεις αυτές αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος.

    2. Οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για κίνδυνο αγοράς που υπολογίζονται σύμφωνα με την απλουστευμένη τυποποιημένη προσέγγιση είναι το άθροισμα των ακόλουθων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, ανάλογα με την περίπτωση:

    α)των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο θέσης που αναφέρονται στο κεφάλαιο 2, πολλαπλασιαζόμενων επί:

    i)1,3, για τους γενικούς και ειδικούς κινδύνους των θέσεων σε χρεωστικούς τίτλους, εξαιρουμένων των μέσων τιτλοποίησης που αναφέρονται στο άρθρο 337·

    ii)3,5, για τους γενικούς και ειδικούς κινδύνους των θέσεων σε μετοχικά προϊόντα·

    β)των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο συναλλάγματος που αναφέρονται στο κεφάλαιο 3, πολλαπλασιαζόμενων επί 1,2·

    γ)των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο βασικού εμπορεύματος. που αναφέρονται στο κεφάλαιο 4, πολλαπλασιαζόμενων επί 1,9·

    δ)των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τα μέσα τιτλοποίησης που αναφέρονται στο άρθρο 337.

    3. Ένα ίδρυμα που χρησιμοποιεί την προσέγγιση εναλλακτικών εσωτερικών υποδειγμάτων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς θέσεων χαρτοφυλακίου συναλλαγών και θέσεων εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών που υπόκεινται σε κίνδυνο συναλλάγματος ή κίνδυνο βασικού εμπορεύματος αναφέρει στις αρμόδιες αρχές τον μηνιαίο υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς χρησιμοποιώντας την εναλλακτική τυποποιημένη προσέγγιση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α), για κάθε μονάδα διαπραγμάτευσης στην οποία έχουν αποδοθεί οι εν λόγω θέσεις σύμφωνα με το άρθρο 104β.

    4. Ένα ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιεί συνδυασμό των εναλλακτικών τυποποιημένων προσεγγίσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) και της προσέγγισης εναλλακτικών εσωτερικών υποδειγμάτων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), σε μόνιμη βάση εντός ενός ομίλου. Το ίδρυμα δεν χρησιμοποιεί καμία από αυτές τις προσεγγίσεις σε συνδυασμό με την απλουστευμένη τυποποιημένη προσέγγιση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ).

    5. Ένα ίδρυμα δεν χρησιμοποιεί την προσέγγιση των εναλλακτικών εσωτερικών υποδειγμάτων που περιγράφεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) για τα μέσα του χαρτοφυλακίου συναλλαγών του που είναι θέσεις τιτλοποίησης ή θέσεις που περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο διαπραγμάτευσης εναλλακτικών συσχετίσεων (ACTP), όπως ορίζεται στις παραγράφους 6, 7 και 8.»·

    β)η παράγραφος 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «9. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τον τρόπο με τον οποίο τα ιδρύματα πρέπει να υπολογίζουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων ως προς τον κίνδυνο αγοράς για θέσεις εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών που υπόκεινται σε κίνδυνο συναλλάγματος ή κίνδυνο βασικού εμπορεύματος σύμφωνα με τις μεθόδους που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β) του παρόντος άρθρου, λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων που καθορίζονται στο άρθρο 104β παράγραφοι 5 και 6, κατά περίπτωση.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί η ημερομηνία = 9 μήνες μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού].

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»·

    133)το άρθρο 325α τροποποιείται ως εξής:

    α)ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Προϋποθέσεις για τη χρήση της απλουστευμένης τυποποιημένης προσέγγισης»·

    β)στην παράγραφο 1, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1. Το ίδρυμα μπορεί να υπολογίζει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς χρησιμοποιώντας την απλουστευμένη τυποποιημένη προσέγγιση που αναφέρεται στο άρθρο 325 παράγραφος 1 στοιχείο γ), υπό τον όρο ότι ο όγκος των εντός και εκτός ισολογισμού δραστηριοτήτων του ιδρύματος που υπόκεινται σε κίνδυνο αγοράς είναι ίσος προς ή μικρότερος από κάθε ένα από τα ακόλουθα όρια με βάση αξιολόγηση που διενεργείται σε μηνιαία βάση χρησιμοποιώντας τα δεδομένα της τελευταίας ημέρας του μήνα:»·

    γ)στην παράγραφο 2, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    συμπεριλαμβάνονται όλες οι θέσεις εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών που υπόκεινται σε κίνδυνο συναλλάγματος ή κίνδυνο βασικού εμπορεύματος, εκτός από τις θέσεις που εξαιρούνται από τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για κίνδυνο συναλλάγματος σύμφωνα με το άρθρο 104γ ή αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος,»·

    δ)στην παράγραφο 5, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «5. Τα ιδρύματα παύουν να υπολογίζουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς σύμφωνα με την προσέγγιση που καθορίζεται στο άρθρο 325 παράγραφος 1 στοιχείο γ), εντός τριών μηνών σε κάθε μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις:»·

    ε)η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «6. Ένα ίδρυμα που έχει παύσει να υπολογίζει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς χρησιμοποιώντας την προσέγγιση που καθορίζεται στο άρθρο 325 παράγραφος 1 στοιχείο γ) επιτρέπεται να αρχίσει να υπολογίζει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς χρησιμοποιώντας την εν λόγω προσέγγιση μόνον εφόσον αποδείξει στην αρμόδια αρχή ότι όλες οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 έχουν τηρηθεί αδιάλειπτα κατά τη διάρκεια ενός ολόκληρου έτους.»·

    134)στο άρθρο 325β προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 4:

    «4. Εάν η αρμόδια αρχή δεν έχει χορηγήσει σε ίδρυμα την άδεια που αναφέρεται στην παράγραφο 2 τουλάχιστον για τουλάχιστον ένα ίδρυμα ή επιχείρηση του ομίλου, ισχύουν οι ακόλουθες απαιτήσεις για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με τον παρόντα τίτλο:

    α)το ίδρυμα υπολογίζει τις καθαρές θέσεις και τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με τον παρόντα τίτλο για όλες τις θέσεις σε ιδρύματα ή επιχειρήσεις του ομίλου για τις οποίες έχει χορηγηθεί στο ίδρυμα η άδεια που αναφέρεται στην παράγραφο 2, εφαρμόζοντας την αντιμετώπιση που προβλέπεται στην παράγραφο 1·

    β)το ίδρυμα υπολογίζει τις καθαρές θέσεις και τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με τον παρόντα τίτλο χωριστά για όλες τις θέσεις σε κάθε ίδρυμα ή επιχείρηση του ομίλου για τις οποίες δεν έχει χορηγηθεί στο ίδρυμα η άδεια που αναφέρεται στην παράγραφο 2·

    γ)το ίδρυμα υπολογίζει τις συνολικές απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με τον παρόντα τίτλο σε ενοποιημένη βάση προσθέτοντας τα υπολογιζόμενα ποσά στα στοιχεία α) και β) της παρούσας παραγράφου.

    Για τους σκοπούς του υπολογισμού που αναφέρεται στα στοιχεία α) και β), τα ιδρύματα και οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) χρησιμοποιούν το ίδιο νόμισμα υποβολής αναφορών με το νόμισμα υποβολής αναφορών που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς σύμφωνα με τον παρόντα τίτλο σε ενοποιημένη βάση για τον όμιλο.»·

    135)το άρθρο 325γ τροποποιείται ως εξής:

    α)ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Πεδίο εφαρμογής, διάρθρωση και ποιοτικές απαιτήσεις της εναλλακτικής τυποποιημένης προσέγγισης»

    β)η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1. Τα ιδρύματα διαθέτουν και θέτουν στη διάθεση των αρμόδιων αρχών ένα τεκμηριωμένο σύνολο εσωτερικών πολιτικών, διαδικασιών και ελέγχων για την παρακολούθηση και τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις του παρόντος κεφαλαίου. Τυχόν αλλαγές στις εν λόγω πολιτικές, διαδικασίες και ελέγχους κοινοποιούνται στις αρμόδιες αρχές σε εύθετο χρόνο.»·

    γ)προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι 3 έως 6:

    «3. Τα ιδρύματα διαθέτουν τμήμα ελέγχου κινδύνων, το οποίο είναι ανεξάρτητο από τα τμήματα διαπραγμάτευσης και αναφέρεται απευθείας στα ανώτερα διοικητικά στελέχη. Το εν λόγω τμήμα ελέγχου κινδύνων είναι υπεύθυνο για τον σχεδιασμό και την εφαρμογή της εναλλακτικής τυποποιημένης προσέγγισης. Εκπονεί και αναλύει μηνιαίες εκθέσεις σχετικά με τα αποτελέσματα της εναλλακτικής τυποποιημένης προσέγγισης, καθώς και την καταλληλότητα των ορίων διαπραγμάτευσης του ιδρύματος.

    4. Τα ιδρύματα επανεξετάζουν ανεξάρτητα την εναλλακτική τυποποιημένη προσέγγιση που χρησιμοποιούν για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου κατά τρόπο ικανοποιητικό για τις αρμόδιες αρχές, είτε στο πλαίσιο της τακτικής διαδικασίας εσωτερικού ελέγχου τους, είτε αναθέτοντας σε τρίτη επιχείρηση τη διενέργεια της εν λόγω επανεξέτασης.

    Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, ως τρίτη επιχείρηση νοείται η επιχείρηση που παρέχει υπηρεσίες λογιστικού ελέγχου ή συμβουλευτικές υπηρεσίες σε ιδρύματα και που διαθέτει προσωπικό επαρκώς ειδικευμένο στον τομέα του κινδύνου αγοράς.

    5. Η επανεξέταση της εναλλακτικής τυποποιημένης προσέγγισης που αναφέρεται στην παράγραφο 4 καλύπτει τόσο τις δραστηριότητες των τμημάτων διαπραγμάτευσης όσο και τις δραστηριότητες της ανεξάρτητης μονάδας ελέγχου κινδύνων και στο πλαίσιο της εν λόγω επανεξέτασης αξιολογούνται όλα τα ακόλουθα:

    α)οι εσωτερικές πολιτικές, διαδικασίες και έλεγχοι για την παρακολούθηση και τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1·

    β)η πληρότητα της τεκμηρίωσης όσον αφορά το σύστημα και τις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνων, καθώς και η οργάνωση της μονάδας ελέγχου κινδύνων που αναφέρεται στην παράγραφο 2·

    γ)η ακρίβεια των υπολογισμών των ευαισθησιών και της διαδικασίας που χρησιμοποιείται για τη λήψη των υπολογισμών αυτών από τα υποδείγματα τιμολόγησης του ιδρύματος που χρησιμεύουν ως βάση για την αναφορά των αποτελεσμάτων στα ανώτερα διοικητικά στελέχη, όπως αναφέρεται στο άρθρο 325κ·

    δ)η διαδικασία επαλήθευσης που εφαρμόζει το ίδρυμα για την αξιολόγηση της συνέπειας, του επίκαιρου χαρακτήρα και της αξιοπιστίας των πηγών δεδομένων που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς με χρησιμοποίηση της εναλλακτικής τυποποιημένης προσέγγισης, συμπεριλαμβανομένης της ανεξαρτησίας των εν λόγω πηγών δεδομένων.

    Ένα ίδρυμα διενεργεί την επανεξέταση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο τουλάχιστον μία φορά ετησίως ή σε λιγότερο συχνή βάση κατόπιν έγκρισης των αρμόδιων αρχών.»·

    136)το άρθρο 325ι τροποποιείται ως εξής:

    α)η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1. Τα ιδρύματα υπολογίζουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς μιας θέσης σε οργανισμό συλλογικών επενδύσεων (“ΟΣΕ”) χρησιμοποιώντας μία από τις ακόλουθες προσεγγίσεις:

    α)ένα ίδρυμα που πληροί την προϋπόθεση του άρθρου 104 παράγραφος 7 στοιχείο α) υπολογίζει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς της εν λόγω θέσης λαμβάνοντας υπόψη τις υποκείμενες θέσεις του ΟΣΕ, σε μηνιαία βάση, ως εάν οι λόγω θέσεις κατέχονταν άμεσα από το ίδρυμα·

    β)ένα ίδρυμα που πληροί την προϋπόθεση του άρθρου 104 παράγραφος 7 στοιχείο β) υπολογίζει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς της εν λόγω θέσης χρησιμοποιώντας οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προσεγγίσεις:

    i)υπολογίζει την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς του ΟΣΕ θεωρώντας τη θέση στον ΟΣΕ ως ενιαία θέση σε μετοχές που κατανέμεται στο κλιμάκιο «Άλλος κλάδος» στο άρθρο 325μβ παράγραφος 1 πίνακας 8,

    ii)υπολογίζει την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς του ΟΣΕ σύμφωνα με τα όρια που καθορίζονται στην εντολή του ΟΣΕ και στη σχετική νομοθεσία.

    Για τους σκοπούς του υπολογισμού που αναφέρεται στο σημείο i), το ίδρυμα θεωρεί τη θέση στον ΟΣΕ ως ενιαία μη διαβαθμισμένη θέση σε μετοχές που κατανέμεται στο κλιμάκιο «Χωρίς διαβάθμιση» του άρθρου 325κε παράγραφος 1 πίνακας 2.

    Για τους σκοπούς του υπολογισμού που αναφέρεται στο σημείο ii), το ίδρυμα μπορεί να υπολογίζει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου και τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο προσαρμογής πιστωτικής αποτίμησης των θέσεων παραγώγων που περιλαμβάνονται στον ΟΣΕ χρησιμοποιώντας την απλουστευμένη προσέγγιση που περιγράφεται στο άρθρο 132α παράγραφος 3.»·

    β)παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος 1α:

    «1α. Για τους σκοπούς των προσεγγίσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) σημεία i) και ii), το ίδρυμα:

    α)εφαρμόζει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αθέτησης που καθορίζονται στο τμήμα 5 και για την προσαύξηση υπολειπόμενου κινδύνου που καθορίζονται στο τμήμα 4 σε μια θέση σε ΟΣΕ, όταν η εντολή αυτού του ΟΣΕ του επιτρέπει να επενδύει σε ανοίγματα που υπόκεινται στις εν λόγω απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων·

    β)για όλες τις θέσεις στον ίδιο ΟΣΕ, χρησιμοποιεί την ίδια προσέγγιση μεταξύ των προσεγγίσεων που ορίζονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σε μεμονωμένη βάση ως χωριστό χαρτοφυλάκιο.»·

    γ)η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «4. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο β) σημείο ii), ένα ίδρυμα καθορίζει τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς προσδιορίζοντας το υποθετικό χαρτοφυλάκιο που θα προσέλκυε τις υψηλότερες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με το άρθρο 325γ παράγραφος 2 στοιχείο α), με βάση την εντολή του ΟΣΕ ή τη σχετική νομοθεσία, λαμβάνοντας υπόψη τη μόχλευση στον μέγιστο δυνατό βαθμό, κατά περίπτωση.

    Το ίδρυμα χρησιμοποιεί το ίδιο υποθετικό χαρτοφυλάκιο με εκείνο που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο για τον υπολογισμό, κατά περίπτωση, των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αθέτησης που καθορίζονται στο τμήμα 5 και για την προσαύξηση υπολειπόμενου κινδύνου που καθορίζονται στο τμήμα 4 σε μια θέση σε ΟΣΕ.

    Η μεθοδολογία που αναπτύσσεται από το ίδρυμα για τον προσδιορισμό των υποθετικών χαρτοφυλακίων όλων των θέσεων σε ΟΣΕ για τις οποίες χρησιμοποιούνται οι υπολογισμοί που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο εγκρίνεται από την αρμόδια αρχή του.»·

    δ)προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι 6 και 7:

    «6. Τα ιδρύματα που δεν έχουν επαρκή δεδομένα ή πληροφορίες για να υπολογίσουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς μιας θέσης σε ΟΣΕ σύμφωνα με την προσέγγιση της παραγράφου 1 στοιχείο α) μπορούν να βασίζονται σε τρίτο για την εκτέλεση αυτού του υπολογισμού, υπό τον όρο ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)ο τρίτος είναι ένα από τα ακόλουθα:

    i)οργανισμός ή χρηματοδοτικό ίδρυμα θεματοφυλακής του ΟΣΕ, εφόσον ο εν λόγω ΟΣΕ επενδύει αποκλειστικά σε τίτλους και καταθέτει όλους τους τίτλους στον εν λόγω οργανισμό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα θεματοφυλακής,

    ii)για τους ΟΣΕ που δεν καλύπτονται από το σημείο i), η εταιρεία διαχείρισης του ΟΣΕ, εφόσον η εν λόγω εταιρεία διαχείρισης πληροί τα κριτήρια του άρθρου 132 παράγραφος 3 στοιχείο α),

    β)ο τρίτος παρέχει στο ίδρυμα τα επαρκή δεδομένα ή πληροφορίες που λείπουν για τον υπολογισμό της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς της θέσης σε ΟΣΕ σύμφωνα με την προσέγγιση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α),

    γ)εξωτερικός ελεγκτής του ιδρύματος έχει επιβεβαιώσει την επάρκεια των δεδομένων ή πληροφοριών του τρίτου που αναφέρονται στο στοιχείο β) και η αρμόδια αρχή του ιδρύματος έχει απεριόριστη πρόσβαση στα εν λόγω δεδομένα και πληροφορίες κατόπιν αιτήματος.

    7. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον περαιτέρω προσδιορισμό των τεχνικών στοιχείων της μεθοδολογίας για τον καθορισμό υποθετικών χαρτοφυλακίων για τους σκοπούς της προσέγγισης που ορίζεται στην παράγραφο 4, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη στη μεθοδολογία, κατά περίπτωση, τη μόχλευση στον μέγιστο δυνατό βαθμό.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί η ημερομηνία = 12 μήνες μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού].

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»·

    137)στο άρθρο 325ιζ, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «2. Οι παράγοντες κινδύνου συναλλάγματος βέγκα που πρέπει να εφαρμόζονται από τα ιδρύματα για δικαιώματα προαίρεσης με υποκείμενα στοιχεία που είναι ευαίσθητα σε συνάλλαγμα είναι οι τεκμαρτές μεταβλητότητες των συναλλαγματικών ισοτιμιών μεταξύ ζευγών νομισμάτων. Οι εν λόγω τεκμαρτές μεταβλητότητες κατατάσσονται στις ακόλουθες ληκτότητες, σύμφωνα με τις ληκτότητες των αντίστοιχων δικαιωμάτων προαίρεσης που υπόκεινται σε απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων: 0,5 έτος, 1 έτος, 3 έτη, 5 έτη και 10 έτη.»·

    138)στο άρθρο 325ιθ παράγραφος 1, ο τύπος για τη αντικαθίσταται από τον ακόλουθο τύπο:

    « »·

    139)το άρθρο 325κ τροποποιείται ως εξής:

    α)στην παράγραφο 1, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, οι αρμόδιες αρχές έχουν τη δυνατότητα να απαιτούν από ίδρυμα στο οποίο έχει χορηγηθεί η άδεια να χρησιμοποιεί την προσέγγιση των εναλλακτικών εσωτερικών υποδειγμάτων του κεφαλαίου 1β να χρησιμοποιεί τις συναρτήσεις τιμολόγησης του συστήματος μέτρησης κινδύνου της δικής του προσέγγισης εσωτερικών υποδειγμάτων κατά τον υπολογισμό των ευαισθησιών δυνάμει του παρόντος κεφαλαίου για τους σκοπούς των απαιτήσεων υπολογισμού και αναφοράς που καθορίζονται στο άρθρο 325 παράγραφος 3.»·

    β)στην παράγραφο 5, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «α) οι εν λόγω εναλλακτικοί ορισμοί χρησιμοποιούνται για λόγους εσωτερικής διαχείρισης κινδύνου ή για την κατάρτιση καταστάσεων αποτελεσμάτων χρήσης που υποβάλλονται στα ανώτερα διοικητικά στελέχη από ανεξάρτητη μονάδα ελέγχου κινδύνων εντός του ιδρύματος,»·

    γ)στην παράγραφο 6, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «α) οι εν λόγω εναλλακτικοί ορισμοί χρησιμοποιούνται για λόγους εσωτερικής διαχείρισης κινδύνου ή για την κατάρτιση καταστάσεων αποτελεσμάτων χρήσης που υποβάλλονται στα ανώτερα διοικητικά στελέχη από ανεξάρτητη μονάδα ελέγχου κινδύνων εντός του ιδρύματος,»·

    140)στο άρθρο 325κβ προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 3:

    «3. Για τα πιστωτικά παράγωγα και παράγωγα επί μετοχών μη τιτλοποίησης που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, τα ποσά JTD ανά επιμέρους συνιστώσα προσδιορίζονται με την εφαρμογή της προσέγγισης εξέτασης.»·

    141)στο άρθρο 325κε προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 6:

    «6. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ένα άνοιγμα κατατάσσεται στην κατηγορία πιστωτικής ποιότητας που αντιστοιχεί στην κατηγορία πιστωτικής ποιότητας στην οποία θα κατατασσόταν βάσει της τυποποιημένης προσέγγισης για τον πιστωτικό κίνδυνο που ορίζεται στον τίτλο II κεφάλαιο 2.»·

    142)στο άρθρο 325κη, η παράγραφος 2 απαλείφεται.

    143)στο άρθρο 325λα, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «3. Οι συντελεστές στάθμισης των παραγόντων κινδύνου με βάση τα νομίσματα που περιλαμβάνονται στην υποκατηγορία των πλέον ρευστών νομισμάτων που αναφέρεται στο άρθρο 325νστ παράγραφος 7 στοιχείο β) και το εγχώριο νόμισμα του ιδρύματος είναι οι εξής:

    α)για τους παράγοντες κινδύνου επιτοκίου μηδενικού κινδύνου, οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πίνακας 3 διαιρούμενοι διά ·

    β)για τον παράγοντα κινδύνου πληθωρισμού και τους παράγοντες κινδύνου βάσης διαφορετικών νομισμάτων, οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου που αναφέρονται στην παράγραφο 2 διαιρούμενοι διά .»·

    144)το άρθρο 325λδ τροποποιείται ως εξής:

    α)η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

    i)στον πίνακα 4, ο κλάδος του κλιμακίου 13 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Οντότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα, συμπεριλαμβανομένων πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν συσταθεί ή ιδρυθεί από κεντρική κυβέρνηση, περιφερειακή κυβέρνηση ή τοπική αρχή, προνομιακοί δανειστές και καλυμμένα ομόλογα.»·

    ii)προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

    «Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ένα άνοιγμα κατατάσσεται στην κατηγορία πιστωτικής ποιότητας που αντιστοιχεί στην κατηγορία πιστωτικής ποιότητας στην οποία θα κατατασσόταν βάσει της τυποποιημένης προσέγγισης για τον πιστωτικό κίνδυνο που ορίζεται στον τίτλο II κεφάλαιο 2.»·

    β)προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 3:

    «3. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, τα ιδρύματα μπορούν να κατατάσσουν άνοιγμα σε κίνδυνο μη διαβαθμισμένου καλυμμένου ομολόγου στο κλιμάκιο 4, εάν το ίδρυμα που εξέδωσε το καλυμμένο ομόλογο έχει βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 1 έως 3.»·

    145)στο άρθρο 325λε παράγραφος 1, ο ορισμός του όρου ρkl (name) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «ρkl (name) ισούται με 1 όταν τα δύο ονόματα των ευαισθησιών k και l είναι ταυτόσημα· ισούται με 35 % όταν τα δύο ονόματα των ευαισθησιών k και l εντάσσονται στα κλιμάκια 1 έως 18 στο άρθρο 325λδ παράγραφος 1 πίνακας 4, διαφορετικά ισούται με 80 %»·

    146)στο άρθρο 325λστ ο ορισμός του όρου γbc (rating) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «γbc (rating) ισούται με:

    α)1, όταν τα κλιμάκια b και c είναι κλιμάκια 1 έως 17 και αμφότερα τα κλιμάκια διαθέτουν την ίδια κατηγορία πιστωτικής ποιότητας (είτε “βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 1 έως 3” είτε “βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 4 έως 6”)· σε διαφορετική περίπτωση ισούται με 50 %· για τους σκοπούς του εν λόγω υπολογισμού, το κλιμάκιο 1 θεωρείται ότι ανήκει στην ίδια κατηγορία πιστωτικής ποιότητας με τα κλιμάκια με βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 1 έως 3·

    β)1, όταν είτε το κλιμάκιο b είτε το κλιμάκιο c είναι το κλιμάκιο 18·

    γ)1, όταν το κλιμάκιο b ή c είναι το κλιμάκιο 19 και το άλλο κλιμάκιο διαθέτει βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 1 έως 3· σε διαφορετική περίπτωση ισούται με 50 %·

    δ)1, όταν το κλιμάκιο b ή c είναι το κλιμάκιο 20 και το άλλο κλιμάκιο διαθέτει βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 4 έως 6· σε διαφορετική περίπτωση ισούται με 50 %·»·

    147)το άρθρο 325λζ τροποποιείται ως εξής:

    στην πρώτη παράγραφο στοιχείο α)στον πίνακα 6, ο κλάδος του κλιμακίου 13 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Οντότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα, συμπεριλαμβανομένων πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν συσταθεί ή ιδρυθεί από κεντρική κυβέρνηση, περιφερειακή κυβέρνηση ή τοπική αρχή, προνομιακοί δανειστές και καλυμμένα ομόλογα»·

    β)προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

    «Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ένα άνοιγμα κατατάσσεται στην κατηγορία πιστωτικής ποιότητας που αντιστοιχεί στην κατηγορία πιστωτικής ποιότητας στην οποία θα κατατασσόταν βάσει της τυποποιημένης προσέγγισης για τον πιστωτικό κίνδυνο που ορίζεται στον τίτλο II κεφάλαιο 2.

    Κατά παρέκκλιση από το δεύτερο εδάφιο, τα ιδρύματα μπορούν να κατατάσσουν άνοιγμα σε κίνδυνο μη διαβαθμισμένου καλυμμένου ομολόγου στο κλιμάκιο 4, εάν το ίδρυμα που εξέδωσε το καλυμμένο ομόλογο έχει βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 1 έως 3.»·

    148)στο άρθρο 325λθ προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 3:

    «3. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ένα άνοιγμα κατατάσσεται στην κατηγορία πιστωτικής ποιότητας που αντιστοιχεί στην κατηγορία πιστωτικής ποιότητας στην οποία θα κατατασσόταν βάσει της τυποποιημένης προσέγγισης για τον πιστωτικό κίνδυνο που ορίζεται στον τίτλο II κεφάλαιο 2.»·

    149)στο άρθρο 325με, ο πίνακας 9 τροποποιείται ως εξής:

    α)η ονομασία του κλιμακίου 3 αντικαθίσταται από την ακόλουθη ονομασία:

    «Ενέργεια – ηλεκτρική ενέργεια»·

    β)παρεμβάλλεται το ακόλουθο πεδίο:

    «3α

    Ενέργεια – εμπορία άνθρακα

    40 %

    »·

    150)το άρθρο 325ν τροποποιείται ως εξής:

    α)οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1. Τα κλιμάκια για τους παράγοντες κινδύνου βέγκα είναι παρόμοια με τα κλιμάκια που καθορίζονται για τους παράγοντες κινδύνου δέλτα σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο τμήμα 3 ενότητα 1.

    2. Οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου για ευαισθησίες σε παράγοντες κινδύνου βέγκα κατατάσσονται σύμφωνα με την κατηγορία κινδύνου των παραγόντων κινδύνου, ως εξής:

    Πίνακας 11

    Κατηγορία κινδύνου

    Συντελεστές στάθμισης κινδύνου

    GIRR

    100 %

    CSR εκτός τιτλοποιήσεων

    100 %

    Τιτλοποιήσεις CSR (ACTP)

    100 %

    Τιτλοποιήσεις CSR (εκτός ACTP)

    100 %

    Μετοχικό κεφάλαιο (υψηλή κεφαλαιοποίηση και δείκτες)

    77,78 %

    Μετοχικό κεφάλαιο (χαμηλή κεφαλαιοποίηση και άλλος κλάδος)

    100 %

    Βασικό εμπόρευμα

    100 %

    Συνάλλαγμα

    100 %

    β)η παράγραφος 3 απαλείφεται.»·

    151)το άρθρο 325νβ τροποποιείται ως εξής:

    α)η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1. Η προσέγγιση εναλλακτικών εσωτερικών υποδειγμάτων μπορεί να χρησιμοποιηθεί από ένα ίδρυμα για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων του για τον κίνδυνο αγοράς, υπό την προϋπόθεση ότι το ίδρυμα πληροί όλες τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παρόν κεφάλαιο.»·

    γ)η παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο τροποποιείται ως εξής:

    i)τα στοιχεία γ) και δ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «γ) οι μονάδες διαπραγμάτευσης έχουν τηρήσει τις απαιτήσεις του δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου που αναφέρεται στο άρθρο 325νη παράγραφος 3,

    δ) οι μονάδες διαπραγμάτευσης έχουν τηρήσει τις απαιτήσεις καταλογισμού κερδών και ζημιών που αναφέρονται στο άρθρο 325νθ,»·

    ii)προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο ζ):

    «ζ) καμία θέση σε ΟΣΕ που πληροί την προϋπόθεση του άρθρου 104 παράγραφος 7 στοιχείο β) δεν έχει αποδοθεί στις μονάδες διαπραγμάτευσης.»·

    γ)η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «3. Τα ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια να χρησιμοποιούν την προσέγγιση εναλλακτικών εσωτερικών υποδειγμάτων πληρούν επίσης την απαίτηση υποβολής αναφορών που ορίζεται στο άρθρο 325 παράγραφος 3.»·

    δ)η παράγραφος 9 πρώτο εδάφιο τροποποιείται ως εξής:

    i)το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    β) να περιορίζει τον υπολογισμό της προσαύξησης σε αυτήν που προκύπτει από υπερβάσεις στο πλαίσιο του δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου υποθετικών μεταβολών που αναφέρεται στο άρθρο 325νη παράγραφος 6,»·

    ii)προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο γ):

    «γ) να εξαιρεί τις υπερβάσεις που προκύπτουν από τον εκ των υστέρων δοκιμαστικό έλεγχο υποθετικών ή πραγματικών μεταβολών από τον υπολογισμό της προσαύξησης που αναφέρεται στο άρθρο 325νη παράγραφος 6.»·

    152)στο άρθρο 325νγ προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 3:

    «3. Ένα ίδρυμα που χρησιμοποιεί εναλλακτικό εσωτερικό υπόδειγμα υπολογίζει τις συνολικές απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς για όλες τις θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών και όλες τις θέσεις εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών που δημιουργούν κίνδυνο συναλλάγματος ή κίνδυνο βασικού εμπορεύματος, σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

    όπου:

    ΑΙΜΑ    = το άθροισμα των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2·

       = η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 325νθ παράγραφος 2·

       = οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς, όπως υπολογίζονται σύμφωνα με την εναλλακτική τυποποιημένη προσέγγιση που αναφέρεται στο άρθρο 325 παράγραφος 1 στοιχείο α), για το χαρτοφυλάκιο όλων των θέσεων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών και όλων των θέσεων εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών που δημιουργούν κίνδυνο συναλλάγματος ή κίνδυνο βασικού εμπορεύματος·

       = οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς, όπως υπολογίζονται σύμφωνα με την εναλλακτική τυποποιημένη προσέγγιση που αναφέρεται στο άρθρο 325 παράγραφος 1 στοιχείο α), για το χαρτοφυλάκιο θέσεων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών και θέσεων εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών που δημιουργούν κίνδυνο συναλλάγματος ή κίνδυνο βασικού εμπορεύματος, για τις οποίες το ίδρυμα χρησιμοποίησε την ίδια προσέγγιση για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς·

       = οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς, όπως υπολογίζονται σύμφωνα με την εναλλακτική τυποποιημένη προσέγγιση που αναφέρεται στο άρθρο 325 παράγραφος 1 στοιχείο α), για το χαρτοφυλάκιο θέσεων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών και θέσεων εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών που δημιουργούν κίνδυνο συναλλάγματος ή κίνδυνο βασικού εμπορεύματος, για τις οποίες το ίδρυμα χρησιμοποίησε την προσέγγιση που αναφέρεται στο άρθρο 325 παράγραφος 1 στοιχείο β) για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς·»·

    153)στο άρθρο 325νε προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 6:

    «6. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει τα κριτήρια για τη χρήση των εισαγόμενων δεδομένων στο υπόδειγμα μέτρησης κινδύνων που αναφέρεται στο παρόν άρθρο, συμπεριλαμβανομένων κριτηρίων για την ακρίβεια των δεδομένων και κριτηρίων για τη βαθμονόμηση των εισερχόμενων δεδομένων όταν τα δεδομένα της αγοράς είναι ανεπαρκή.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την [9 μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού].

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»·

    154)το άρθρο 325νζ τροποποιείται ως εξής:

    α)στην παράγραφο 1, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

    «Για τους σκοπούς της αξιολόγησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα ιδρύματα να χρησιμοποιούν δεδομένα της αγοράς που παρέχονται από τρίτους πωλητές.»·

    β)παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος 1α:

    «1α. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαιτούν από ένα ίδρυμα να θεωρεί μη υποδειγματοποιήσιμο έναν παράγοντα κινδύνου που έχει αξιολογηθεί ως υποδειγματοποιήσιμος από το ίδρυμα σύμφωνα με την παράγραφο 1, όταν τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό των σεναρίων μελλοντικών κλυδωνισμών που εφαρμόζονται στον παράγοντα κινδύνου δεν πληρούν, κατά την κρίση των αρμόδιων αρχών, τις απαιτήσεις του άρθρου 325νε παράγραφος 6.»·

    γ)παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος 2α:

    «2α. Σε έκτακτες περιστάσεις, που προκύπτουν κατά τη διάρκεια περιόδων σημαντικής μείωσης ορισμένων δραστηριοτήτων διαπραγμάτευσης σε όλες τις χρηματοπιστωτικές αγορές, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν σε όλα τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν την προσέγγιση που ορίζεται στο παρόν κεφάλαιο να θεωρούν υποδειγματοποιήσιμους ορισμένους παράγοντες κινδύνου που έχουν αξιολογηθεί ως μη υποδειγματοποιήσιμοι από τα εν λόγω ιδρύματα σύμφωνα με την παράγραφο 1, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)οι παράγοντες κινδύνου που υπόκεινται στην αντιμετώπιση αντιστοιχούν στις δραστηριότητες διαπραγμάτευσης που μειώνονται σημαντικά σε όλες τις χρηματοπιστωτικές αγορές·

    β)η αντιμετώπιση εφαρμόζεται προσωρινά, και όχι για περισσότερους από έξι μήνες εντός ενός οικονομικού έτους·

    γ)η αντιμετώπιση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο δεν μειώνει σημαντικά τις συνολικές απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς των ιδρυμάτων που την εφαρμόζουν·

    δ)οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν αμέσως στην ΕΑΤ κάθε απόφαση που επιτρέπει στα ιδρύματα να εφαρμόζουν την προσέγγιση που ορίζεται στο παρόν κεφάλαιο, ώστε να θεωρούν υποδειγματοποιήσιμους ορισμένους παράγοντες κινδύνου που έχουν αξιολογηθεί ως μη υποδειγματοποιήσιμοι, καθώς και τις σχετικές δραστηριότητες διαπραγμάτευσης, και τεκμηριώνουν την εν λόγω απόφαση.»·

    δ)η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «3. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να διευκρινίσει τα κριτήρια για την εκτίμηση της υποδειγματοποιησιμότητας των παραγόντων κινδύνου σύμφωνα με την παράγραφο 1, μεταξύ άλλων όταν χρησιμοποιούνται τα δεδομένα της αγοράς που αναφέρονται στην παράγραφο 2β, και να προσδιορίσει τη συχνότητα της εν λόγω εκτίμησης.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί η ημερομηνία = 9 μήνες μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού].

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»·

    155)το άρθρο 325νη τροποποιείται ως εξής:

    α)η παράγραφος 6 τροποποιείται ως εξής:

    i)στο πρώτο εδάφιο, η εισαγωγική πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Ο πολλαπλασιαστικός συντελεστής (mc) ισούται τουλάχιστον με το άθροισμα του 1,5 και μιας προσαύξησης που καθορίζεται σύμφωνα με τον πίνακα 3. Για το χαρτοφυλάκιο που αναφέρεται στην παράγραφο 5, η προσαύξηση υπολογίζεται λαμβάνοντας ως βάση τον αριθμό των υπερβάσεων που σημειώθηκαν κατά τις αμέσως προηγούμενες 250 εργάσιμες ημέρες, όπως προκύπτει από τον εκ των υστέρων δοκιμαστικό έλεγχο της δυνητικής ζημίας του ιδρύματος που υπολογίζεται σύμφωνα με το στοιχείο α) του παρόντος εδαφίου. Ο υπολογισμός της προσαύξησης υπόκειται στις ακόλουθες απαιτήσεις:»·

    ii)το τελευταίο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Σε έκτακτες περιστάσεις, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν σε ένα ίδρυμα:

    α)να περιορίσει τον υπολογισμό της προσαύξησης σε αυτήν που προκύπτει από υπερβάσεις δυνάμει δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου υποθετικών μεταβολών εφόσον ο αριθμός των υπερβάσεων δυνάμει δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου των πραγματικών μεταβολών δεν προκύπτει από ελλείψεις στο εναλλακτικό εσωτερικό υπόδειγμα του ιδρύματος·

    β)να εξαιρεί τις υπερβάσεις που προκύπτουν από τον εκ των υστέρων δοκιμαστικό έλεγχο υποθετικών ή πραγματικών μεταβολών από τον υπολογισμό της προσαύξησης, όταν οι εν λόγω υπερβάσεις δεν οφείλονται σε ελλείψεις του εναλλακτικού εσωτερικού υποδείγματος του ιδρύματος.»·

    iii)προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

    «Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αυξήσουν την τιμή του mc πάνω από το άθροισμα που αναφέρεται στο εν λόγω εδάφιο, όταν το εναλλακτικό εσωτερικό υπόδειγμα ενός ιδρύματος παρουσιάζει ελλείψεις όσον αφορά την κατάλληλη μέτρηση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς.»·

    β)η παράγραφος 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «8. Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 2 και 6 του παρόντος άρθρου, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν σε ένα ίδρυμα να μην καταμετρήσει μια υπέρβαση όταν η εντός μιας ημέρας μεταβολή της αξίας του χαρτοφυλακίου που υπερβαίνει τη σχετιζόμενη τιμή της δυνητικής ζημίας όπως υπολογίζεται με το εσωτερικό υπόδειγμα του εν λόγω ιδρύματος μπορεί να αποδοθεί σε μη υποδειγματοποιήσιμο παράγοντα κινδύνου.»·

    γ)προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 10:

    «10. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία μπορεί να επιτραπεί σε ένα ίδρυμα να μην καταμετρήσει μια υπέρβαση όταν η εντός μιας ημέρας μεταβολή της αξίας του χαρτοφυλακίου που υπερβαίνει τη σχετιζόμενη τιμή της δυνητικής ζημίας όπως υπολογίζεται με το εσωτερικό υπόδειγμα του εν λόγω ιδρύματος μπορεί να αποδοθεί σε μη υποδειγματοποιήσιμο παράγοντα κινδύνου.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί η ημερομηνία = 18 μήνες μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού].

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    156)το άρθρο 325νθ τροποποιείται ως εξής:

    α)οι παράγραφοι 1 έως 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1. Η μονάδα διαπραγμάτευσης ενός ιδρύματος πληροί τις απαιτήσεις καταλογισμού κερδών και ζημιών όταν οι θεωρητικές μεταβολές της αξίας του χαρτοφυλακίου της εν λόγω μονάδας διαπραγμάτευσης, με βάση το υπόδειγμα μέτρησης κινδύνων του ιδρύματος, προσεγγίζουν ή προσεγγίζουν επαρκώς τις υποθετικές μεταβολές στην αξία του χαρτοφυλακίου της εν λόγω μονάδας διαπραγμάτευσης, με βάση το υπόδειγμα τιμολόγησης του ιδρύματος.

    2. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, όταν οι θεωρητικές μεταβολές της αξίας του χαρτοφυλακίου μιας μονάδας διαπραγμάτευσης, με βάση το υπόδειγμα μέτρησης κινδύνων του ιδρύματος, προσεγγίζουν επαρκώς τις υποθετικές μεταβολές στην αξία του χαρτοφυλακίου της εν λόγω μονάδας διαπραγμάτευσης, με βάση το υπόδειγμα τιμολόγησης του ιδρύματος, το ίδρυμα υπολογίζει, για όλες τις θέσεις που αποδίδονται στην εν λόγω μονάδα διαπραγμάτευσης, πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων επιπλέον των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 325νγ παράγραφοι 1 και 2.

    3. Για κάθε θέση συγκεκριμένης μονάδας διαπραγμάτευσης, η συμμόρφωση του ιδρύματος με την απαίτηση καταλογισμού κερδών και ζημιών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 καταλήγει στον προσδιορισμό ακριβούς καταλόγου των παραγόντων κινδύνου που θεωρούνται ενδεδειγμένοι για την επαλήθευση της συμμόρφωσης του ιδρύματος με την απαίτηση δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου που προβλέπεται στο άρθρο 325νη.»·

    β)η παράγραφος 4 τροποποιείται ως εξής:

    i)τα στοιχεία α) και β) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «α) τα κριτήρια που προσδιορίζουν αν οι θεωρητικές μεταβολές στην αξία ενός χαρτοφυλακίου μονάδας διαπραγμάτευσης προσεγγίζουν ή προσεγγίζουν επαρκώς τις υποθετικές μεταβολές στην αξία του χαρτοφυλακίου της μονάδας διαπραγμάτευσης για τους σκοπούς της παραγράφου 1, λαμβάνοντας υπόψη τις διεθνείς κανονιστικές εξελίξεις,

    β) την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στην παράγραφο 2,»·

    ii)το στοιχείο ε) απαλείφεται·

    iii)τα τελευταία δύο εδάφια αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την [9 μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού].

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»·

    157)το άρθρο 325ξ τροποποιείται ως εξής:

    α)στην παράγραφο 1, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο θ):

    «θ) για θέσεις σε ΟΣΕ, τα ιδρύματα εξετάζουν τις υποκείμενες θέσεις των ΟΣΕ τουλάχιστον σε εβδομαδιαία βάση για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων τους σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο· τα ιδρύματα που δεν διαθέτουν επαρκή εισαγόμενα δεδομένα ή πληροφορίες για τον υπολογισμό της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς μιας θέσης σε ΟΣΕ σύμφωνα με την προσέγγιση εξέτασης μπορούν να βασίζονται σε τρίτο για τη λήψη των εν λόγω δεδομένων ή πληροφοριών, υπό τον όρο ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    i)ο τρίτος είναι ένα από τα ακόλουθα:

    οργανισμός ή χρηματοδοτικό ίδρυμα θεματοφυλακής του ΟΣΕ, εφόσον ο εν λόγω ΟΣΕ επενδύει αποκλειστικά σε τίτλους και καταθέτει όλους τους τίτλους στον εν λόγω οργανισμό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα θεματοφυλακής,

    για τους ΟΣΕ που δεν καλύπτονται από την πρώτη περίπτωση του παρόντος σημείου i), η εταιρεία διαχείρισης του ΟΣΕ, εφόσον η εν λόγω εταιρεία διαχείρισης πληροί τα κριτήρια του άρθρου 132 παράγραφος 3 στοιχείο α),

    ii)ο τρίτος παρέχει στο ίδρυμα τα επαρκή εισαγόμενα δεδομένα ή πληροφορίες για τον υπολογισμό της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς της θέσης σε ΟΣΕ σύμφωνα με την προσέγγιση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο,

    iii)εξωτερικός ελεγκτής του ιδρύματος έχει επιβεβαιώσει την επάρκεια των δεδομένων ή πληροφοριών του τρίτου που αναφέρονται στο σημείο ii) και η αρμόδια αρχή του ιδρύματος έχει απεριόριστη πρόσβαση στα εν λόγω δεδομένα και πληροφορίες κατόπιν αιτήματος.»·

    β)η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «2. Ένα ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιεί εμπειρικές συσχετίσεις στο εσωτερικό ευρειών κατηγοριών παραγόντων κινδύνου και, για τον υπολογισμό του χωρίς περιορισμούς μέτρου αναμενόμενης ζημίας UESt, όπως αναφέρεται στο άρθρο 325νδ παράγραφος 1, σε όλες τις ευρείες κατηγορίες παραγόντων κινδύνου, μόνο όταν η προσέγγιση που χρησιμοποιεί το ίδρυμα για τη μέτρηση αυτών των συσχετίσεων είναι αξιόπιστη, συνεπής είτε με τους ισχύοντες ορίζοντες ρευστότητας είτε, κατά τρόπο ικανοποιητικό για την αρμόδια αρχή του ιδρύματος, με τον βασικό χρονικό ορίζοντα των 10 ημερών που ορίζεται στο άρθρο 325νε παράγραφος 1, και εφαρμόζεται με ακεραιότητα.»·

    γ)η παράγραφος 3 απαλείφεται·

    158)στο άρθρο 325ξα παράγραφος 1, το στοιχείο β) τροποποιείται ως εξής:

    «β) το ίδρυμα διαθέτει τμήμα ελέγχου κινδύνων που είναι ανεξάρτητο από τα τμήματα διαπραγμάτευσης και αναφέρεται απευθείας στα ανώτερα διοικητικά στελέχη. Το εν λόγω τμήμα:

    i)είναι υπεύθυνο για τον σχεδιασμό και την εφαρμογή κάθε εσωτερικού υποδείγματος μέτρησης των κινδύνων που χρησιμοποιείται στην προσέγγιση εναλλακτικών εσωτερικών υποδειγμάτων για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου·

    ii)είναι υπεύθυνο για το συνολικό σύστημα διαχείρισης κινδύνου·

    iii)συντάσσει και αναλύει τις καθημερινές εκθέσεις σχετικά με τα αποτελέσματα κάθε εσωτερικού υποδείγματος που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για κινδύνους αγοράς, καθώς και σχετικά με την καταλληλότητα των μέτρων που πρέπει να ληφθούν για την τήρηση των ορίων διαπραγμάτευσης.

    Τμήμα επικύρωσης, το οποίο είναι χωριστό από το τμήμα ελέγχου κινδύνων, πραγματοποιεί την αρχική και την περιοδική επικύρωση κάθε εσωτερικού υποδείγματος μέτρησης κινδύνων που χρησιμοποιείται στην προσέγγιση εναλλακτικών εσωτερικών υποδειγμάτων για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου.»·

    159)το άρθρο 325ξη τροποποιείται ως εξής:

    α)η παράγραφος 5 τροποποιείται ως εξής:

    i)τα στοιχεία δ) και ε) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «δ) ίδρυμα που έχει λάβει την άδεια να εκτιμά τις πιθανότητες αθέτησης υποχρεώσεων σύμφωνα με τον τίτλο II κεφάλαιο 3 τμήμα 1 για την κατηγορία ανοιγμάτων και το σύστημα διαβάθμισης που αντιστοιχούν σε δεδομένο εκδότη χρησιμοποιεί τη μεθοδολογία που προβλέπεται εκεί για τον υπολογισμό των πιθανοτήτων αθέτησης του εν λόγω εκδότη, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα για την εκτίμηση αυτή·

    ε) ίδρυμα που δεν έχει λάβει άδεια να εκτιμά τις πιθανότητες αθέτησης υποχρεώσεων που αναφέρονται στο στοιχείο δ) αναπτύσσει εσωτερική μεθοδολογία ή χρησιμοποιεί εξωτερικές πηγές για την εκτίμηση αυτών των πιθανοτήτων αθέτησης σύμφωνα με τις απαιτήσεις που ισχύουν για τις εκτιμήσεις της πιθανότητας αθέτησης βάσει του παρόντος άρθρου.»·

    ii)προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

    «Για τους σκοπούς του στοιχείου δ), τα δεδομένα για την εκτίμηση των πιθανοτήτων αθέτησης ενός συγκεκριμένου εκδότη θέσης χαρτοφυλακίου συναλλαγών είναι διαθέσιμα εάν, κατά την ημερομηνία υπολογισμού, το ίδρυμα έχει θέση εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών στον ίδιο οφειλέτη για τον οποίο εκτιμά τις πιθανότητες αθέτησης σύμφωνα με τον τίτλο II κεφάλαιο 3 τμήμα 1 για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο εν λόγω κεφάλαιο.»·

    β)η παράγραφος 6 τροποποιείται ως εξής:

    i)τα στοιχεία γ) και δ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «γ) ίδρυμα που έχει λάβει άδεια για την εκτίμηση της ζημίας λόγω αθέτησης σύμφωνα με τον τίτλο II κεφάλαιο 3 τμήμα 1 για την κατηγορία ανοιγμάτων και το σύστημα διαβάθμισης που αντιστοιχούν σε δεδομένο άνοιγμα χρησιμοποιεί τη μεθοδολογία που προβλέπεται εκεί για τον υπολογισμό των εκτιμήσεων της ζημίας λόγω αθέτησης του εν λόγω εκδότη, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα για την εκτίμηση αυτή·

    δ) ίδρυμα που δεν έχει λάβει άδεια για την εκτίμηση της ζημίας λόγω αθέτησης που αναφέρεται στο στοιχείο γ) αναπτύσσει εσωτερική μεθοδολογία ή χρησιμοποιεί εξωτερικές πηγές για την εκτίμηση της ζημίας λόγω αθέτησης σύμφωνα με τις απαιτήσεις που ισχύουν για τις εκτιμήσεις της ζημίας λόγω αθέτησης βάσει του παρόντος άρθρου.»·

    ii)προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

    «Για τους σκοπούς του στοιχείου γ), τα δεδομένα για την εκτίμηση της ζημίας λόγω αθέτησης ενός συγκεκριμένου εκδότη θέσης χαρτοφυλακίου συναλλαγών είναι διαθέσιμα εάν, κατά την ημερομηνία υπολογισμού, το ίδρυμα έχει θέση εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών στο ίδιο άνοιγμα για το οποίο εκτιμά τη ζημία λόγω αθέτησης σύμφωνα με τον τίτλο II κεφάλαιο 3 τμήμα 1 για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο εν λόγω κεφάλαιο.»·

    160)στο άρθρο 337, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «2. Κατά τον προσδιορισμό των συντελεστών στάθμισης κινδύνου για τους σκοπούς της παραγράφου 1, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν αποκλειστικά την προσέγγιση που προβλέπεται στον τίτλο II κεφάλαιο 5 τμήμα 3.»·

    161)στο άρθρο 338, οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ένα ίδρυμα καθορίζει το χαρτοφυλάκιο διαπραγμάτευσης συσχετίσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 325 παράγραφοι 6, 7 και 8.

    2. Ένα ίδρυμα ορίζει το μεγαλύτερο από τα κατωτέρω ποσά ως κεφαλαιακή απαίτηση για τον ειδικό κίνδυνο του χαρτοφυλακίου διαπραγμάτευσης συσχετίσεων:

    α)τη συνολική κεφαλαιακή απαίτηση για τον ειδικό κίνδυνο που θα προκύπτει μόνο από τις καθαρές θετικές θέσεις του χαρτοφυλακίου διαπραγμάτευσης συσχετίσεων,

    β)τη συνολική κεφαλαιακή απαίτηση για τον ειδικό κίνδυνο που θα ισχύει μόνο για τις καθαρές αρνητικές θέσεις του χαρτοφυλακίου διαπραγμάτευσης συσχετίσεων.»·

    162)στο άρθρο 352, η παράγραφος 2 απαλείφεται·

    163)στο άρθρο 361, το στοιχείο γ) και η τελευταία παράγραφος απαλείφονται·

    164)στο τρίτο μέρος, ο τίτλος IV κεφάλαιο 5 απαλείφεται·

    165)στο άρθρο 381, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

    «Για τους σκοπούς του παρόντος τίτλου, ως “κίνδυνος CVA” νοείται ο κίνδυνος εμφάνισης ζημιών που προκύπτουν από μεταβολές της αξίας του CVA, υπολογιζόμενος για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών με έναν αντισυμβαλλόμενο, όπως ορίζεται στο πρώτο εδάφιο, λόγω μεταβολών στους παράγοντες κινδύνου πιστωτικών περιθωρίων ενός αντισυμβαλλομένου και σε άλλους παράγοντες κινδύνου που είναι ενσωματωμένοι στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών.»·

    166)το άρθρο 382 τροποποιείται ως εξής:

    α)η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «2. Ένα ίδρυμα περιλαμβάνει στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων που απαιτούνται δυνάμει της παραγράφου 1 συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων που αποτιμώνται στην εύλογη αξία σύμφωνα με το λογιστικό πλαίσιο που εφαρμόζεται στο ίδρυμα, όταν τα ανοίγματα κινδύνου CVA του ιδρύματος που προκύπτουν από τις εν λόγω συναλλαγές είναι σημαντικά.»·

    β)προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι 4α και 4β:

    «4α. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 4, ένα ίδρυμα μπορεί να επιλέξει να υπολογίσει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA, χρησιμοποιώντας οποιαδήποτε από τις εφαρμοστέες προσεγγίσεις που αναφέρονται στο άρθρο 382α, για τις συναλλαγές που εξαιρούνται σύμφωνα με την παράγραφο 4, όταν το ίδρυμα χρησιμοποιεί επιλέξιμες αντισταθμίσεις που προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 386 για να μετριάσει τον κίνδυνο CVA των εν λόγω συναλλαγών. Τα ιδρύματα θεσπίζουν πολιτικές για τον προσδιορισμό των περιπτώσεων στις οποίες επιλέγουν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων τους για τον κίνδυνο CVA για τις εν λόγω συναλλαγές.

    4β. Τα ιδρύματα αναφέρουν στις αρμόδιες αρχές τους τα αποτελέσματα των υπολογισμών των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA για όλες τις συναλλαγές που αναφέρονται στην παράγραφο 4. Για τους σκοπούς της εν λόγω απαίτησης υποβολής αναφορών, τα ιδρύματα υπολογίζουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA χρησιμοποιώντας τις σχετικές προσεγγίσεις που ορίζονται στο άρθρο 382α παράγραφος 1, τις οποίες θα είχαν χρησιμοποιήσει για την εκπλήρωση απαίτησης ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA εάν οι εν λόγω συναλλαγές δεν εξαιρούνταν από το πεδίο εφαρμογής σύμφωνα με την παράγραφο 4.»·

    γ)προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 6:

    «6. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια που χρησιμοποιούν οι αρμόδιες αρχές για να εκτιμήσουν κατά πόσον τα ανοίγματα σε κίνδυνο CVA που προκύπτουν από συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων εύλογης αξίας είναι σημαντικά, καθώς και τη συχνότητα της εν λόγω αξιολόγησης.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί η ημερομηνία = 2 έτη μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού].

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»·

    167)παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 382α:

    «Άρθρο 382α
    Προσεγγίσεις για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA

    1. Ένα ίδρυμα υπολογίζει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA για όλες τις συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 382 σύμφωνα με τις ακόλουθες προσεγγίσεις:

    α)την τυποποιημένη προσέγγιση που προβλέπεται στο άρθρο 383, όταν έχει χορηγηθεί στο ίδρυμα άδεια χρήσης της εν λόγω προσέγγισης από τις αρμόδιες αρχές·

    β)τη βασική προσέγγιση που προβλέπεται στο άρθρο 384·

    γ)την απλουστευμένη προσέγγιση που προβλέπεται στο άρθρο 385, υπό τον όρο ότι το ίδρυμα πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου.

    2. Ένα ίδρυμα δεν χρησιμοποιεί την προσέγγιση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ), σε συνδυασμό με τις προσεγγίσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) ή β).

    3. Ένα ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιεί συνδυασμό των προσεγγίσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β) για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA σε μόνιμη βάση στις ακόλουθες περιπτώσεις:

    α)για διαφορετικούς αντισυμβαλλομένους·

    β)για διαφορετικά επιλέξιμα συμψηφιστικά σύνολα με τον ίδιο αντισυμβαλλόμενο·

    γ)για διαφορετικές συναλλαγές του ίδιου επιλέξιμου συμψηφιστικού συνόλου, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    i)το ίδρυμα διαχωρίζει το συμψηφιστικό σύνολο σε δύο υποθετικά συμψηφιστικά σύνολα και κατανέμει όλες τις συναλλαγές που υπόκεινται στην προσέγγιση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) στο ίδιο υποθετικό συμψηφιστικό σύνολο και όλες τις συναλλαγές που υπόκεινται στην προσέγγιση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) στο άλλο υποθετικό συμψηφιστικό σύνολο, προκειμένου να υπολογιστούν οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA,

    ii)ο διαχωρισμός που αναφέρεται στο στοιχείο α) συνάδει με τον τρόπο με τον οποίο το ίδρυμα καθορίζει τον νόμιμο συμψηφισμό του CVA που υπολογίζεται για λογιστικούς σκοπούς,

    iii)η άδεια που χορηγείται από τις αρμόδιες αρχές για χρήση της προσέγγισης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) περιορίζεται στο υποθετικό συμψηφιστικό σύνολο για το οποίο το ίδρυμα χρησιμοποιεί την προσέγγιση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α), για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA.

    Τα ιδρύματα θεσπίζουν πολιτικές για να εξηγούν τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούν έναν συνδυασμό των προσεγγίσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β), και όπως ορίζεται στην παρούσα παράγραφο, για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA σε μόνιμη βάση.»·

    168)το άρθρο 383 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 383
    Τυποποιημένη προσέγγιση

    1. Οι αρμόδιες αρχές χορηγούν σε ένα ίδρυμα την άδεια να υπολογίζει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων του για τον κίνδυνο CVA για ένα χαρτοφυλάκιο συναλλαγών με έναν ή περισσότερους αντισυμβαλλομένους, χρησιμοποιώντας την τυποποιημένη προσέγγιση σύμφωνα με την παράγραφο 3, αφού αξιολογήσουν κατά πόσον το ίδρυμα συμμορφώνεται με τις ακόλουθες απαιτήσεις:

    α)το ίδρυμα έχει συγκροτήσει διακριτό τμήμα το οποίο είναι υπεύθυνο για τη συνολική διαχείριση κινδύνου του ιδρύματος και την αντιστάθμιση του κινδύνου CVA·

    β)για κάθε σχετικό αντισυμβαλλόμενο, το ίδρυμα έχει αναπτύξει κανονιστικό υπόδειγμα CVA για τον υπολογισμό του CVA του εν λόγω αντισυμβαλλομένου σύμφωνα με το άρθρο 383α·

    γ)για κάθε σχετικό αντισυμβαλλόμενο, το ίδρυμα είναι σε θέση να υπολογίζει, τουλάχιστον σε μηνιαία βάση, τις ευαισθησίες του CVA του στους σχετικούς παράγοντες κινδύνου, όπως προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 383β·

    δ)για όλες τις θέσεις σε επιλέξιμες αντισταθμίσεις που αναγνωρίζονται σύμφωνα με το άρθρο 386 για τους σκοπούς του υπολογισμού των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος για τον κίνδυνο CVA με χρήση της τυποποιημένης προσέγγισης, το ίδρυμα είναι σε θέση να υπολογίζει, και τουλάχιστον σε μηνιαία βάση, τις ευαισθησίες των εν λόγω θέσεων στους σχετικούς παράγοντες κινδύνου που προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 383β.

    Για τους σκοπούς του στοιχείου γ), η ευαισθησία του CVA ενός αντισυμβαλλομένου σε έναν παράγοντα κινδύνου σημαίνει τη σχετική μεταβολή της αξίας του εν λόγω CVA, ως αποτέλεσμα μεταβολής της αξίας ενός από τους σχετικούς παράγοντες κινδύνου του εν λόγω CVA, η οποία υπολογίζεται με χρήση του κανονιστικού υποδείγματος CVA του ιδρύματος σύμφωνα με τα άρθρα 383θ έως 383ι.

    Για τους σκοπούς του στοιχείου δ), η ευαισθησία μιας θέσης σε επιλέξιμη αντιστάθμιση σε παράγοντα κινδύνου σημαίνει τη σχετική μεταβολή στην αξία της εν λόγω θέσης, ως αποτέλεσμα μεταβολής της αξίας ενός από τους σχετικούς παράγοντες κινδύνου της εν λόγω θέσης, η οποία υπολογίζεται με χρήση του υποδείγματος τιμολόγησης του ιδρύματος σύμφωνα με τα άρθρα 383θ έως 383ι.

    2. Για τους σκοπούς του υπολογισμού των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

    α)ως “κατηγορία κινδύνου” νοείται οποιαδήποτε από τις ακόλουθες κατηγορίες:

    i)κίνδυνος επιτοκίου,

    ii)κίνδυνος πιστωτικών περιθωρίων αντισυμβαλλομένου,

    iii)κίνδυνος πιστωτικών περιθωρίων αναφοράς,

    iv)κίνδυνος μετοχών,

    v)κίνδυνος βασικών εμπορευμάτων,

    vi)κίνδυνος συναλλάγματος·

    β)ως “χαρτοφυλάκιο CVA” νοείται το χαρτοφυλάκιο που αποτελείται από το συνολικό CVA και όλες τις επιλέξιμες αντισταθμίσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο δ)·

    γ)ως “συνολικό CVA” νοείται το άθροισμα των CVA που υπολογίζεται με χρήση του κανονιστικού υποδείγματος CVA για όλους τους αντισυμβαλλομένους που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο.

    3. Τα ιδρύματα προσδιορίζουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA χρησιμοποιώντας την τυποποιημένη προσέγγιση ως το άθροισμα των ακόλουθων δύο απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 383β:

    α)απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο δέλτα που καλύπτουν τον κίνδυνο μεταβολών στο χαρτοφυλάκιο CVA του ιδρύματος λόγω μεταβολών στους σημαντικούς σχετιζόμενους με τη μη μεταβλητότητα παράγοντες κινδύνου,

    β)απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο βέγκα που καλύπτουν τον κίνδυνο μεταβολών στο χαρτοφυλάκιο CVA του ιδρύματος λόγω μεταβολών στους σημαντικούς σχετιζόμενους με τη μεταβλητότητα παράγοντες κινδύνου.»·

    169)παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα 383α έως 383κγ:

    «Άρθρο 383α
    Κανονιστικό υπόδειγμα CVA

    1. Κανονιστικό υπόδειγμα CVA που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA σύμφωνα με το άρθρο 384 πρέπει να είναι εννοιολογικά άρτιο, να εφαρμόζεται με ακεραιότητα και να πληροί όλες τις ακόλουθες απαιτήσεις:

    α)το κανονιστικό υπόδειγμα CVA μπορεί να υποδειγματοποιεί το CVA ενός δεδομένου αντισυμβαλλομένου, αναγνωρίζοντας τη συμφωνία συμψηφισμού και περιθωρίου σε επίπεδο συμψηφιστικού συνόλου, κατά περίπτωση, σύμφωνα με το παρόν άρθρο·

    β)το ίδρυμα εκτιμά τις πιθανότητες αθέτησης του αντισυμβαλλομένου κατά το στοιχείο α) από τα πιστωτικά περιθώρια του αντισυμβαλλομένου και τη ζημία λόγω αθέτησης βάσει συμβατικών όρων της αγοράς για τον εν λόγω αντισυμβαλλόμενο·

    γ)η αναμενόμενη ζημία λόγω αθέτησης που αναφέρεται στο στοιχείο α) είναι η ίδια με τη ζημία λόγω αθέτησης βάσει συμβατικών όρων της αγοράς που αναφέρεται στο στοιχείο β), εκτός εάν το ίδρυμα μπορεί να αιτιολογήσει ότι η εξοφλητική προτεραιότητα του χαρτοφυλακίου συναλλαγών με τον συγκεκριμένο αντισυμβαλλόμενο διαφέρει από την εξοφλητική προτεραιότητα των μη εξασφαλισμένων ομολόγων εξοφλητικής προτεραιότητας που έχουν εκδοθεί από τον εν λόγω αντισυμβαλλόμενο·

    δ)σε κάθε μελλοντική χρονική στιγμή, το προσομοιωμένο προεξοφλημένο μελλοντικό άνοιγμα του χαρτοφυλακίου συναλλαγών με έναν αντισυμβαλλόμενο υπολογίζεται με ένα υπόδειγμα ανοίγματος με ανατιμολόγηση όλων των συναλλαγών στο εν λόγω χαρτοφυλακίου, με βάση τις προσομοιωμένες κοινές μεταβολές των παραγόντων κινδύνου της αγοράς που είναι ουσιώδεις για τις εν λόγω συναλλαγές, με τη χρήση κατάλληλου αριθμού σεναρίων, και με την προεξόφληση των τιμών έως την ημερομηνία υπολογισμού με τη χρήση επιτοκίων μηδενικού κινδύνου·

    δ)το κανονιστικό υπόδειγμα CVA μπορεί να υποδειγματοποιεί σημαντική εξάρτηση μεταξύ του προσομοιωμένου προεξοφλημένου μελλοντικού ανοίγματος του χαρτοφυλακίου συναλλαγών με τα πιστωτικά περιθώρια του αντισυμβαλλομένου·

    ε)όταν οι συναλλαγές του χαρτοφυλακίου περιλαμβάνονται σε συμψηφιστικό σύνολο που υπόκειται σε συμφωνία περιθωρίου και καθημερινή αποτίμηση στις τρέχουσες τιμές αγοράς, η εξασφάλιση που παρέχεται και λαμβάνεται στο πλαίσιο της εν λόγω συμφωνίας αναγνωρίζεται ως παράγοντας μείωσης του κινδύνου στο προσομοιωμένο προεξοφλημένο μελλοντικό άνοιγμα, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    i)το ίδρυμα προσδιορίζει τη σχετική περίοδο κινδύνου περιθωρίου για το εν λόγω συμψηφιστικό σύνολο σύμφωνα με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 285 παράγραφοι 2 και 5, και αποτυπώνει την εν λόγω περίοδο περιθωρίου στον υπολογισμό του προσομοιωμένου προεξοφλημένου μελλοντικού ανοίγματος,

    ii)όλα τα εφαρμοστέα χαρακτηριστικά της συμφωνίας περιθωρίου, συμπεριλαμβανομένης της συχνότητας των απαιτήσεων περιθωρίου, του είδους των συμβατικά αποδεκτών εξασφαλίσεων, των κατώτατων ποσών, των ελάχιστων ποσών μεταφοράς, των ανεξάρτητων ποσών και των αρχικών περιθωρίων τόσο για το ίδρυμα όσο και για τον αντισυμβαλλόμενο, αντικατοπτρίζονται δεόντως στον υπολογισμό του προσομοιωμένου προεξοφλημένου μελλοντικού ανοίγματος,

    iii)το ίδρυμα έχει συστήσει μονάδα διαχείρισης των εξασφαλίσεων που συμμορφώνεται με το άρθρο 287 για όλες τις εξασφαλίσεις που αναγνωρίζονται για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA με χρήση της τυποποιημένης προσέγγισης.

    Για τους σκοπούς του στοιχείου α), το CVA έχει θετικό πρόσημο και υπολογίζεται ως συνάρτηση της αναμενόμενης ζημίας του αντισυμβαλλομένου λόγω αθέτησης, ενός κατάλληλου συνόλου πιθανοτήτων αθέτησης του αντισυμβαλλομένου σε μελλοντικές χρονικές στιγμές και ενός κατάλληλου συνόλου προσομοιωμένων προεξοφλημένων μελλοντικών ανοιγμάτων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών με τον εν λόγω αντισυμβαλλόμενο σε μελλοντικές χρονικές στιγμές έως τη ληκτότητα της συναλλαγής με τη μεγαλύτερη ημερομηνία λήξης στο εν λόγω χαρτοφυλάκιο.

    Για τους σκοπούς του στοιχείου β), όταν τα πιστωτικά περιθώρια των συμφωνιών ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης του αντισυμβαλλομένου είναι παρατηρήσιμα στην αγορά, το ίδρυμα χρησιμοποιεί αυτά τα περιθώρια. Εάν τα εν λόγω πιστωτικά περιθώρια των συμφωνιών ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης δεν είναι διαθέσιμα, το ίδρυμα χρησιμοποιεί μία από τις ακόλουθες προσεγγίσεις:

    i)πιστωτικά περιθώρια από άλλα μέσα που εκδίδει ο αντισυμβαλλόμενος, τα οποία αντανακλούν τις τρέχουσες συνθήκες της αγοράς·

    ii)προσεγγιστικά περιθώρια που είναι κατάλληλα λαμβανομένης υπόψη της πιστοληπτικής διαβάθμισης, του κλάδου και της περιοχής του αντισυμβαλλομένου.

    Για τους σκοπούς της αιτιολόγησης που αναφέρεται στο στοιχείο δ), οι εξασφαλίσεις που λαμβάνονται από τον αντισυμβαλλόμενο δεν μεταβάλλουν την εξοφλητική προτεραιότητα του ανοίγματος.

    Για τους σκοπούς του στοιχείου στ) σημείο iii), όταν το ίδρυμα έχει ήδη συγκροτήσει την εν λόγω μονάδα για τη χρήση της μεθόδου εσωτερικού υποδείγματος που αναφέρεται στο άρθρο 283, το ίδρυμα δεν υποχρεούται να συστήσει πρόσθετη μονάδα διαχείρισης εξασφαλίσεων εάν το ίδρυμα αποδείξει στις αρμόδιες αρχές του ότι το εν λόγω τμήμα πληροί τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 287 για όλες τις εξασφαλίσεις που αναγνωρίζονται για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τους κινδύνους CVA με χρήση της τυποποιημένης προσέγγισης.

    2. Ένα ίδρυμα που χρησιμοποιεί κανονιστικό υπόδειγμα CVA πληροί όλες τις ακόλουθες ποιοτικές απαιτήσεις:

    α)το υπόδειγμα ανοίγματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο δ) αποτελεί μέρος του εσωτερικού συστήματος διαχείρισης κινδύνου CVA του ιδρύματος, το οποίο περιλαμβάνει τον εντοπισμό, τη μέτρηση, τη διαχείριση, την έγκριση και την εσωτερική αναφορά του CVA και του κινδύνου CVA για λογιστικούς σκοπούς·

    β)το ίδρυμα εφαρμόζει διαδικασία για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με ένα τεκμηριωμένο σύνολο εσωτερικών πολιτικών, ελέγχων, αξιολόγησης των επιδόσεων του υποδείγματος και διαδικασιών σχετικά με το υπόδειγμα ανοίγματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο δ)·

    γ)το ίδρυμα διαθέτει ανεξάρτητη μονάδα ελέγχου η οποία είναι υπεύθυνη για την αποτελεσματική αρχική και περιοδική επικύρωση του υποδείγματος ανοίγματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο δ). Η εν λόγω μονάδα είναι ανεξάρτητη από μονάδες επιχειρηματικών πιστώσεων και διαπραγμάτευσης, συμπεριλαμβανομένης της μονάδας που αναφέρεται στο άρθρο 383 παράγραφος 1 στοιχείο α), και αναφέρεται απευθείας στα ανώτερα διοικητικά στελέχη· διαθέτει επαρκές προσωπικό με επίπεδο δεξιοτήτων κατάλληλο για την εκπλήρωση του σκοπού αυτού·

    δ)τα ανώτερα διοικητικά στελέχη του ιδρύματος συμμετέχουν ενεργά στη διαδικασία ελέγχου κινδύνων και θεωρούν τον έλεγχο κινδύνου CVA κεφαλαιώδη πτυχή της επιχειρηματικής δραστηριότητας, στην οποία πρέπει να αφιερώνονται κατάλληλοι πόροι·

    ε)το ίδρυμα τεκμηριώνει τη διαδικασία αρχικής και περιοδικής επικύρωσης του υποδείγματος ανοίγματός του που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο δ), με επαρκείς λεπτομέρειες ώστε ένας τρίτος να μπορεί να κατανοήσει τον τρόπο λειτουργίας των υποδειγμάτων, τους περιορισμούς τους και τις βασικές παραδοχές τους, και να αναπαραγάγει την ανάλυση. Η εν λόγω τεκμηρίωση αναφέρει την ελάχιστη συχνότητα με την οποία πραγματοποιούνται οι περιοδικές επικυρώσεις, καθώς και άλλες περιστάσεις (όπως αιφνίδια αλλαγή στη συμπεριφορά της αγοράς) βάσει των οποίων πραγματοποιείται πρόσθετη επικύρωση· περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιείται η επικύρωση όσον αφορά τις ροές δεδομένων και τα χαρτοφυλάκια, τις αναλύσεις που χρησιμοποιούνται και τον τρόπο με τον οποίο σχηματίζονται τα αντιπροσωπευτικά χαρτοφυλάκια αντισυμβαλλομένου·

    στ)τα υποδείγματα τιμολόγησης που χρησιμοποιούνται στο υπόδειγμα ανοίγματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α), για δεδομένο σενάριο προσομοιωμένων παραγόντων κινδύνου αγοράς, υποβάλλονται σε έλεγχο με βάση κατάλληλα ανεξάρτητα συγκριτικά κριτήρια για ευρύ φάσμα καταστάσεων της αγοράς στο πλαίσιο της αρχικής και της περιοδικής διαδικασίας επικύρωσης υποδειγμάτων. Τα υποδείγματα τιμολόγησης που εφαρμόζονται στα δικαιώματα προαίρεσης λαμβάνουν υπόψη τη μη γραμμικότητα της αξίας των δικαιωμάτων προαίρεσης ως προς τους παράγοντες κινδύνου αγοράς·

    ζ)στο πλαίσιο της διαδικασίας εσωτερικού ελέγχου του ιδρύματος διενεργείται σε τακτική βάση ανεξάρτητη επανεξέταση του εσωτερικού συστήματος διαχείρισης κινδύνου CVA του ιδρύματος που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου. Η εν λόγω επανεξέταση θα πρέπει να περιλαμβάνει τόσο τις δραστηριότητες της μονάδας που αναφέρεται στο άρθρο 383 παράγραφος 1 στοιχείο α) όσο και της ανεξάρτητης μονάδας ελέγχου κινδύνων που αναφέρεται στο στοιχείο γ) της παρούσας παραγράφου·

    η)το υπόδειγμα που χρησιμοποιεί το ίδρυμα για τον υπολογισμό του προσομοιωμένου προεξοφλημένου μελλοντικού ανοίγματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) αντικατοπτρίζει τους όρους και τα χαρακτηριστικά των συναλλαγών και τις ρυθμίσεις περιθωρίου με επίκαιρο, ολοκληρωμένο και συντηρητικό τρόπο. Οι όροι και τα χαρακτηριστικά διατηρούνται σε ασφαλή βάση δεδομένων που υπόκειται σε τακτικό επίσημο έλεγχο. Η διαβίβαση δεδομένων σχετικά με τους όρους και τα χαρακτηριστικά των συναλλαγών και τις ρυθμίσεις περιθωρίου υπόκειται επίσης σε εσωτερικό έλεγχο και εφαρμόζονται επίσημες διαδικασίες ελέγχου της συμφωνίας μεταξύ εσωτερικού υποδείγματος και συστημάτων πηγών δεδομένων ώστε να επαληθεύεται σε συνεχή βάση ότι οι όροι και τα χαρακτηριστικά των συναλλαγών και οι ρυθμίσεις περιθωρίου αντικατοπτρίζονται ορθά ή, τουλάχιστον, συντηρητικά στο σύστημα ανοιγμάτων·

    i)τα τρέχοντα και τα ιστορικά δεδομένα της αγοράς που χρησιμοποιούνται στο υπόδειγμα που χρησιμοποιείται από το ίδρυμα για τον υπολογισμό του προσομοιωμένου προεξοφλημένου μελλοντικού ανοίγματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) αποκτώνται ανεξάρτητα από τις επιχειρηματικές δραστηριότητες. Τροφοδοτούν το υπόδειγμα που χρησιμοποιεί το ίδρυμα για τον υπολογισμό του προσομοιωμένου προεξοφλημένου μελλοντικού ανοίγματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α), εγκαίρως και πλήρως, και διατηρούνται σε ασφαλή βάση δεδομένων που υπόκειται σε τακτικό επίσημο έλεγχο. Ένα ίδρυμα διαθέτει καλά ανεπτυγμένη διαδικασία ακεραιότητας των δεδομένων για τον χειρισμό ακατάλληλων παρατηρήσεων δεδομένων. Στην περίπτωση που το υπόδειγμα βασίζεται σε προσεγγιστικά δεδομένα της αγοράς, το ίδρυμα σχεδιάζει εσωτερικές πολιτικές για τον προσδιορισμό κατάλληλων προσεγγιστικών τιμών και αποδεικνύει εμπειρικά σε συνεχή βάση ότι οι προσεγγιστικές τιμές παρέχουν συντηρητική αναπαράσταση του υποκείμενου κινδύνου·

    ι)το υπόδειγμα υπολογισμού του ανοίγματος περιλαμβάνει τις ειδικές για κάθε συναλλαγή πληροφορίες και συμβατικές πληροφορίες που απαιτούνται για την ομαδοποίηση των ανοιγμάτων στο επίπεδο του συμψηφιστικού συνόλου. Το ίδρυμα επαληθεύει ότι οι συναλλαγές έχουν ενταχθεί στο κατάλληλο συμψηφιστικό σύνολο στο πλαίσιο του υποδείγματος.

    Για τους σκοπούς του υπολογισμού της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων για τους κινδύνους CVA που αναφέρονται στο στοιχείο α), το υπόδειγμα ανοίγματος μπορεί να έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά και παραδοχές προκειμένου να πληροί όλες τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 383α, με τη διαφορά ότι τα εισαγόμενα δεδομένα της αγοράς και η αναγνώριση συμψηφισμού παραμένουν τα ίδια με εκείνα που χρησιμοποιούνται για λογιστικούς σκοπούς.

    3. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τον τρόπο με τον οποίο τα προσεγγιστικά περιθώρια που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) σημείο ii) πρέπει να καθορίζονται από το ίδρυμα για τους σκοπούς του υπολογισμού των πιθανοτήτων αθέτησης.

    4. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

    α)περαιτέρω τεχνικά στοιχεία τα οποία το ίδρυμα λαμβάνει υπόψη κατά τον υπολογισμό της αναμενόμενης ζημίας του αντισυμβαλλομένου λόγω αθέτησης, των πιθανοτήτων αθέτησης του αντισυμβαλλομένου και του προσομοιωμένου προεξοφλημένου μελλοντικού ανοίγματος του χαρτοφυλακίου συναλλαγών με τον εν λόγω αντισυμβαλλόμενο και το CVA, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α)·

    β)ποια άλλα μέσα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) σημείο i) είναι κατάλληλα για την εκτίμηση των πιθανοτήτων αθέτησης του αντισυμβαλλομένου και του τρόπου με τον οποίο τα ιδρύματα διενεργούν την εκτίμηση αυτή.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 στην Επιτροπή έως τις [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί η ημερομηνία = 24 μήνες μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού].

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    4. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

    α)τους όρους για την αξιολόγηση του ουσιώδους χαρακτήρα των επεκτάσεων και των μεταβολών στη χρήση της τυποποιημένης προσέγγισης που αναφέρεται στο άρθρο 383 παράγραφος 3·

    β)τη μέθοδο αξιολόγησης βάσει της οποίας οι αρμόδιες αρχές ελέγχουν τη συμμόρφωση του ιδρύματος προς τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 383 και 383α.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή εντός 36 μηνών [από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού].

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

    Άρθρο 383β
    Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για κινδύνους δέλτα και βέγκα

    1. Τα ιδρύματα εφαρμόζουν τους παράγοντες κινδύνου δέλτα και βέγκα που περιγράφονται στα άρθρα 383γ έως 383η, και τη διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 2 έως 8, για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τους κινδύνους δέλτα και βέγκα.

    2. Για κάθε κατηγορία κινδύνου που αναφέρεται στο άρθρο 383 παράγραφος 2, η ευαισθησία των συνολικών CVA και η ευαισθησία όλων των θέσεων σε επιλέξιμες αντισταθμίσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για κινδύνους δέλτα ή βέγκα σε καθέναν από τους εφαρμοστέους παράγοντες κινδύνου δέλτα ή βέγκα που περιλαμβάνονται στην εν λόγω κατηγορία κινδύνου υπολογίζονται με τη χρήση των αντίστοιχων τύπων που προβλέπονται στα άρθρα 383θ και 383ι. Εάν η αξία ενός μέσου εξαρτάται από διάφορους παράγοντες κινδύνου, η ευαισθησία προσδιορίζεται ξεχωριστά για κάθε παράγοντα κινδύνου.

    Για τον υπολογισμό των ευαισθησιών κινδύνου βέγκα των συνολικών CVA, περιλαμβάνονται οι ευαισθησίες τόσο στις μεταβλητότητες που χρησιμοποιούνται στο υπόδειγμα ανοίγματος για την προσομοίωση παραγόντων κινδύνου όσο και στις μεταβλητότητες που χρησιμοποιούνται για την ανατιμολόγηση των συναλλαγών δικαιωμάτων προαίρεσης στο χαρτοφυλάκιο με τον αντισυμβαλλόμενο.

    Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, κατόπιν άδειας από τις αρμόδιες αρχές, το ίδρυμα δύναται να χρησιμοποιεί εναλλακτικούς ορισμούς των ευαισθησιών κινδύνου δέλτα και βέγκα κατά τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων μιας θέσης χαρτοφυλακίου συναλλαγών δυνάμει του παρόντος κεφαλαίου, εφόσον το ίδρυμα πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)οι εν λόγω εναλλακτικοί ορισμοί χρησιμοποιούνται για λόγους εσωτερικής διαχείρισης κινδύνου και για την κατάρτιση καταστάσεων αποτελεσμάτων χρήσης που υποβάλλονται στα ανώτερα διοικητικά στελέχη από ανεξάρτητη μονάδα ελέγχου κινδύνου εντός του ιδρύματος,

    β)το ίδρυμα αποδεικνύει ότι οι εν λόγω εναλλακτικοί ορισμοί είναι καταλληλότεροι για την αποτύπωση των ευαισθησιών της θέσης σε σύγκριση με τους τύπους που περιλαμβάνονται στα άρθρα 383θ και 383ι, και ότι οι ευαισθησίες που προκύπτουν δεν διαφέρουν ουσιωδώς από τους εν λόγω τύπους.

    3. Όταν μια αποδεκτή αντιστάθμιση είναι μέσο επί δείκτη, τα ιδρύματα υπολογίζουν τις ευαισθησίες της εν λόγω επιλέξιμης αντιστάθμισης σε όλους τους σχετικούς παράγοντες κινδύνου εφαρμόζοντας τη μετατόπιση ενός από τους σχετικούς παράγοντες κινδύνου σε καθεμία από τις συνιστώσες του δείκτη.

    4. Ένα ίδρυμα μπορεί να εισαγάγει πρόσθετες κατηγορίες κινδύνου πέραν εκείνων που αναφέρονται στο άρθρο 383 παράγραφος 2, οι οποίες αντιστοιχούν σε αποδεκτά μέσα επί δεικτών. Για τους σκοπούς των κινδύνων δέλτα, ένα μέσο επί δείκτη θεωρείται αποδεκτό εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 325θ παράγραφος 3. Για τους κινδύνους βέγκα, όλα τα μέσα επί δεικτών θεωρούνται αποδεκτά.

    Ένα ίδρυμα υπολογίζει τις ευαισθησίες δέλτα και βέγκα σε παράγοντα κινδύνου αποδεκτού δείκτη ως ενιαία ευαισθησία στον υποκείμενο αποδεκτό δείκτη. Όταν το 75 % των συνιστωσών ενός αποδεκτού δείκτη κατατάσσεται στον ίδιο κλάδο όπως ορίζεται στα άρθρα 383ιε, 383ιη και 383κ, το ίδρυμα κατατάσσει τον αποδεκτό δείκτη στον ίδιο κλάδο. Σε αντίθετη περίπτωση, το ίδρυμα κατατάσσει την ευαισθησία στο εφαρμοστέο κλιμάκιο αποδεκτού δείκτη.

    5. Οι σταθμισμένες ευαισθησίες του συνολικού CVA και της αγοραίας αξίας όλων των επιλέξιμων αντισταθμίσεων σε κάθε παράγοντα κινδύνου υπολογίζονται πολλαπλασιάζοντας τις αντίστοιχες καθαρές ευαισθησίες επί τον αντίστοιχο συντελεστή στάθμισης κινδύνου, σύμφωνα με τους ακόλουθους τύπους:

    όπου:

       = ο δείκτης που υποδηλώνει τον παράγοντα κινδύνου k·

       = ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου που εφαρμόζεται στον παράγοντα κινδύνου k·

       = η σταθμισμένη ευαισθησία του συνολικού CVA στον παράγοντα κινδύνου k·

       = η καθαρή ευαισθησία του συνολικού CVA στον παράγοντα κινδύνου k·

       = η σταθμισμένη ευαισθησία της αγοραίας αξίας όλων των επιλέξιμων αντισταθμίσεων του χαρτοφυλακίου CVA στον παράγοντα κινδύνου k·

       = η καθαρή ευαισθησία της αγοραίας αξίας όλων των επιλέξιμων αντισταθμίσεων του χαρτοφυλακίου CVA στον παράγοντα κινδύνου k.

    6. Τα ιδρύματα υπολογίζουν την καθαρή σταθμισμένη ευαισθησία του χαρτοφυλακίου CVA στον παράγοντα κινδύνου k σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

    7. Οι καθαρές σταθμισμένες ευαισθησίες εντός του ίδιου κλιμακίου αθροίζονται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο, με χρήση των αντίστοιχων συσχετίσεων για σταθμισμένες ευαισθησίες εντός του ίδιου κλιμακίου κατά τα άρθρα 383ιβ, 383ιθ και 383ιστ που οδηγούν στη σχετιζόμενη με το κλιμάκιο ευαισθησία :

    όπου:

       = η σχετιζόμενη με το κλιμάκιο ευαισθησία του κλιμακίου b·

       = οι αντίστοιχες παράμετροι συσχέτισης εντός κλιμακίου·

       = η παράμετρος μείωσης της αντιστάθμισης, η οποία ισούται με 0,01·

       = οι καθαρές σταθμισμένες ευαισθησίες.

    8. Η σχετιζόμενη με το κλιμάκιο ευαισθησία υπολογίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 5, 6 και 7 για κάθε κλιμάκιο εντός μιας κατηγορίας κινδύνου. Μόλις υπολογιστεί η σχετιζόμενη με το κλιμάκιο ευαισθησία για όλα τα κλιμάκια, οι σταθμισμένες ευαισθησίες σε όλους τους παράγοντες κινδύνου στα κλιμάκια συναθροίζονται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο, μέσω της χρήσης των αντίστοιχων συσχετίσεων για σταθμισμένες ευαισθησίες σε διαφορετικά κλιμάκια όπως καθορίζονται στα άρθρα 383ιβ, 383 και 383ιζ με αποτέλεσμα να προκύπτουν οι σχετιζόμενες με την κατηγορία κινδύνου απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για κίνδυνο δέλτα ή βέγκα:

    όπου:

    = πολλαπλασιαστικός συντελεστής που ισούται με 1· οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αυξήσουν την τιμή του στις περιπτώσεις που το κανονιστικό υπόδειγμα CVA του ιδρύματος παρουσιάζει ελλείψεις όσον αφορά την κατάλληλη μέτρηση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA·

    = η σχετιζόμενη με το κλιμάκιο ευαισθησία του κλιμακίου b·

    = η παράμετρος συσχέτισης μεταξύ των κλιμακίων b και c·

    για όλους τους παράγοντες κινδύνου στο κλιμάκιο b·

    για όλους τους παράγοντες κινδύνου στο κλιμάκιο c.

    Άρθρο 383γ
    Παράγοντες κινδύνου επιτοκίου

    1. Για τους παράγοντες κινδύνου επιτοκίου δέλτα, συμπεριλαμβανομένου του κινδύνου ποσοστού πληθωρισμού, υπάρχει ένα κλιμάκιο ανά νόμισμα και κάθε κλιμάκιο περιλαμβάνει διαφορετικά είδη παραγόντων κινδύνου.

    Οι παράγοντες κινδύνου επιτοκίου δέλτα που εφαρμόζονται σε μέσα ευαίσθητα στις μεταβολές επιτοκίου στο χαρτοφυλάκιο CVA είναι τα επιτόκια μηδενικού κινδύνου ανά σχετικό νόμισμα και για καθεμία από τις ακόλουθες ληκτότητες: 1 έτος, 2 έτη, 5 έτη, 10 έτη και 30 έτη.

    Οι παράγοντες κινδύνου επιτοκίου δέλτα που εφαρμόζονται σε μέσα ευαίσθητα στο ποσοστού πληθωρισμού στο χαρτοφυλάκιο CVA είναι τα ποσοστά πληθωρισμού ανά σχετικό νόμισμα και για καθεμία από τις ακόλουθες ληκτότητες: 1 έτος, 2 έτη, 5 έτη, 10 έτη και 30 έτη.

    2. Τα νομίσματα για τα οποία ένα ίδρυμα εφαρμόζει τους παράγοντες κινδύνου επιτοκίου δέλτα σύμφωνα με την παράγραφο 1 είναι τα USD, EUR, GBP, AUD, CAD, SEK, JPY και το νόμισμα υποβολής αναφορών του ιδρύματος.

    3. Για νομίσματα που δεν προσδιορίζονται στην παράγραφο 2, οι παράγοντες κινδύνου επιτοκίου δέλτα είναι η απόλυτη μεταβολή του ποσοστού πληθωρισμού και η παράλληλη μετατόπιση ολόκληρης της καμπύλης μηδενικού κινδύνου για ένα δεδομένο νόμισμα.

    4. Τα ιδρύματα λαμβάνουν τα επιτόκια μηδενικού κινδύνου ανά νόμισμα από τα μέσα της χρηματαγοράς που τηρούνται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών τους και έχουν τον χαμηλότερο πιστωτικό κίνδυνο, συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων ανταλλαγής δείκτη διάρκειας μίας ημέρας (“overnight index swaps”).

    5. Σε περίπτωση που τα ιδρύματα δεν μπορούν να εφαρμόζουν την προσέγγιση που αναφέρεται στην παράγραφο 4, τα επιτόκια μηδενικού κινδύνου βασίζονται σε μία ή περισσότερες τεκμαιρόμενες από την αγορά καμπύλες συμβάσεων ανταλλαγών που χρησιμοποιούν τα ιδρύματα για να αποτιμήσουν τις θέσεις τους σε τρέχουσες τιμές της αγοράς, όπως οι καμπύλες διατραπεζικού προσφερόμενου επιτοκίου ανταλλαγής.

    Εάν τα δεδομένα για τις τεκμαιρόμενες από την αγορά καμπύλες συμβάσεων ανταλλαγών που περιγράφονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν επαρκούν, τα επιτόκια μηδενικού κινδύνου μπορούν να ληφθούν από την πλέον κατάλληλη καμπύλη κρατικών ομολόγων για ένα συγκεκριμένο νόμισμα.

    Άρθρο 383δ
    Παράγοντες κινδύνου συναλλάγματος

    1. Οι παράγοντες κινδύνου συναλλάγματος δέλτα που πρέπει να εφαρμόζονται από τα ιδρύματα για τα μέσα στο χαρτοφυλάκιο CVA που είναι ευαίσθητα στις τρέχουσες συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι οι τρέχουσες συναλλαγματικές ισοτιμίες μεταξύ του νομίσματος στο οποίο είναι εκπεφρασμένο ένα μέσο και του νομίσματος υποβολής αναφορών του ιδρύματος. Υπάρχει ένα κλιμάκιο ανά ζεύγος νομισμάτων, με έναν ενιαίο παράγοντα κινδύνου και μια ενιαία καθαρή ευαισθησία.

    2. Οι παράγοντες κινδύνου συναλλάγματος βέγκα που πρέπει να εφαρμόζονται από τα ιδρύματα για μέσα στο χαρτοφυλάκιο CVA που είναι ευαίσθητα στη συναλλαγματική μεταβλητότητα είναι οι τεκμαρτές μεταβλητότητες των συναλλαγματικών ισοτιμιών μεταξύ των ζευγών νομισμάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Υπάρχει ένα κλιμάκιο για όλα τα νομίσματα και τις ληκτότητες, το οποίο περιλαμβάνει όλους τους παράγοντες κινδύνου συναλλάγματος βέγκα και ενιαία καθαρή ευαισθησία.

    3. Τα ιδρύματα δεν υποχρεούνται να διακρίνουν μεταξύ των εσωχώριων και των εξωχώριων παραλλαγών ενός νομίσματος για τους παράγοντες κινδύνου συναλλάγματος δέλτα και βέγκα.

    Άρθρο 383ε
    Παράγοντες κινδύνου πιστωτικών περιθωρίων αντισυμβαλλομένου

    1. Ο παράγοντας κινδύνου πιστωτικών περιθωρίων αντισυμβαλλομένου δέλτα που εφαρμόζεται σε μέσα ευαίσθητα στα πιστωτικά περιθώρια αντισυμβαλλομένου στο χαρτοφυλάκιο CVA είναι τα πιστωτικά περιθώρια των επιμέρους αντισυμβαλλομένων και τα ονόματα αναφοράς και οι αποδεκτοί δείκτες για τις ακόλουθες ληκτότητες: 0,5 έτος, 1 έτος, 3 έτη, 5 έτη και 10 έτη.

    2. Ο παράγοντας κινδύνου επιτοκίου δέλτα που εφαρμόζεται σε μέσα ευαίσθητα στο ποσοστού πληθωρισμού στο χαρτοφυλάκιο CVA είναι τα σχετικά ποσοστά πληθωρισμού ανά νόμισμα και για καθεμία από τις ακόλουθες ληκτότητες: 1 έτος, 2 έτη, 5 έτη, 10 έτη και 30 έτη.

    Άρθρο 383στ
    Παράγοντες κινδύνου πιστωτικών περιθωρίων αναφοράς

    1. Ο παράγοντας κινδύνου πιστωτικών περιθωρίων αναφοράς δέλτα που εφαρμόζεται σε μέσα ευαίσθητα στα πιστωτικά περιθώρια αναφοράς στο χαρτοφυλάκιο CVA είναι τα πιστωτικά περιθώρια όλων των ληκτοτήτων για όλα τα ονόματα αναφοράς εντός ενός κλιμακίου. Για κάθε κλιμάκιο υπολογίζεται μία καθαρή ευαισθησία.

    2. Ο παράγοντας κινδύνου πιστωτικών περιθωρίων αναφοράς βέγκα που εφαρμόζεται σε μέσα στο χαρτοφυλάκιο CVA που είναι ευαίσθητα στη μεταβλητότητα των πιστωτικών περιθωρίων αναφοράς είναι οι μεταβλητότητες των πιστωτικών περιθωρίων όλων των διαρκειών για όλα τα ονόματα αναφοράς εντός ενός κλιμακίου. Για κάθε κλιμάκιο υπολογίζεται μία καθαρή ευαισθησία.

    Άρθρο 383ζ
    Παράγοντες κινδύνου μετοχών

    1. Τα κλιμάκια για όλους τους παράγοντες κινδύνου μετοχών είναι τα κλιμάκια που αναφέρονται στο άρθρο 383ιθ.

    2. Οι παράγοντες κινδύνου μετοχών δέλτα που πρέπει να εφαρμόζονται από τα ιδρύματα σε μέσα του χαρτοφυλακίου CVA που είναι ευαίσθητα στις τρέχουσες τιμές μετοχών είναι οι τρέχουσες τιμές όλων των μετοχών που κατατάσσονται στο ίδιο κλιμάκιο που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Για κάθε κλιμάκιο υπολογίζεται μία καθαρή ευαισθησία.

    3. Οι παράγοντες κινδύνου μετοχών βέγκα που πρέπει να εφαρμόζονται από τα ιδρύματα σε μέσα του χαρτοφυλακίου CVA που είναι ευαίσθητα στη μεταβλητότητα των μετοχών είναι οι τεκμαρτές μεταβλητότητες όλων των μετοχών που κατατάσσονται στο ίδιο κλιμάκιο που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Για κάθε κλιμάκιο υπολογίζεται μία καθαρή ευαισθησία.

    Άρθρο 383η
    Παράγοντες κινδύνου βασικών εμπορευμάτων

    1. Τα κλιμάκια για όλους τους παράγοντες κινδύνου βασικών εμπορευμάτων, είναι τα τομεακά κλιμάκια που αναφέρονται στο άρθρο 383κβ.

    2. Οι παράγοντες κινδύνου βασικών εμπορευμάτων δέλτα που πρέπει να εφαρμόζονται από τα ιδρύματα σε μέσα του χαρτοφυλακίου CVA που είναι ευαίσθητα στις τρέχουσες τιμές βασικών εμπορευμάτων είναι οι τρέχουσες τιμές όλων των βασικών εμπορευμάτων που κατατάσσονται στο ίδιο τομεακό κλιμάκιο που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Για κάθε τομεακό κλιμάκιο υπολογίζεται μία καθαρή ευαισθησία.

    3. Οι παράγοντες κινδύνου βασικών εμπορευμάτων βέγκα που πρέπει να εφαρμόζονται από τα ιδρύματα σε μέσα του χαρτοφυλακίου CVA που είναι ευαίσθητα στη μεταβλητότητα των τιμών των βασικών εμπορευμάτων είναι οι τεκμαρτές μεταβλητότητες όλων των βασικών εμπορευμάτων που κατατάσσονται στο ίδιο τομεακό κλιμάκιο που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Για κάθε τομεακό κλιμάκιο υπολογίζεται μία καθαρή ευαισθησία.

    Άρθρο 383θ
    Ευαισθησίες κινδύνου δέλτα

    1. Τα ιδρύματα υπολογίζουν τις ευαισθησίες δέλτα που αποτελούνται από παράγοντες κινδύνου επιτοκίου ως εξής:

    α)οι ευαισθησίες δέλτα του συνολικού CVA σε παράγοντες κινδύνου που αποτελούνται από επιτόκια μηδενικού κινδύνου, καθώς και από μια αποδεκτή αντιστάθμιση στους εν λόγω παράγοντες κινδύνου, υπολογίζονται ως εξής:

    όπου:

       = οι ευαισθησίες του συνολικού CVA σε παράγοντα κινδύνου επιτοκίου μηδενικού κινδύνου·

       =    η τιμή του παράγοντα κινδύνου επιτοκίου μηδενικού κινδύνου k με ληκτότητα t·

       =    το συνολικό CVA που υπολογίζεται με το κανονιστικό υπόδειγμα CVA·

       = παράγοντες κινδύνου εκτός στο ·

       = οι ευαισθησίες της αποδεκτής αντιστάθμισης i σε παράγοντα κινδύνου επιτοκίου μηδενικού κινδύνου·

       = η συνάρτηση τιμολόγησης της αποδεκτής αντιστάθμισης i·

       =άλλοι παράγοντες κινδύνου εκτός στη συνάρτηση τιμολόγησης .

    β)οι ευαισθησίες δέλτα σε παράγοντες κινδύνου που αποτελούνται από ποσοστά πληθωρισμού, καθώς και από μια αποδεκτή αντιστάθμιση στους εν λόγω παράγοντες κινδύνου, υπολογίζονται ως εξής:

    όπου:

       = οι ευαισθησίες του συνολικού CVA σε παράγοντα κινδύνου ποσοστού πληθωρισμού·

       = η τιμή παράγοντα κινδύνου ποσοστού πληθωρισμού k με ληκτότητα t·

       = το συνολικό CVA που υπολογίζεται με το κανονιστικό υπόδειγμα CVA·

       = παράγοντες κινδύνου εκτός στο ·

       = οι ευαισθησίες της αποδεκτής αντιστάθμισης i σε παράγοντα κινδύνου ποσοστών πληθωρισμού·

       = η συνάρτηση τιμολόγησης της αποδεκτής αντιστάθμισης i·

       =άλλοι παράγοντες κινδύνου εκτός στη συνάρτηση τιμολόγησης .

    2. Τα ιδρύματα υπολογίζουν τις ευαισθησίες δέλτα του συνολικού CVA σε παράγοντες κινδύνου που αποτελούνται από τρέχουσες συναλλαγματικές ισοτιμίες, καθώς και από ένα αποδεκτό μέσο αντιστάθμισης στους εν λόγω παράγοντες κινδύνου, ως εξής:

    όπου:

       = οι ευαισθησίες του συνολικού CVA σε παράγοντα κινδύνου τρεχουσών συναλλαγματικών ισοτιμιών·

       = η τιμή του παράγοντα κινδύνου άμεσης τρεχουσών συναλλαγματικών ισοτιμιών k·

       = το συνολικό CVA που υπολογίζεται με το κανονιστικό υπόδειγμα CVA·

       = παράγοντες κινδύνου εκτός στο ·

       = οι ευαισθησίες της αποδεκτής αντιστάθμισης i σε παράγοντα κινδύνου τρεχουσών συναλλαγματικών ισοτιμιών·

       = η συνάρτηση τιμολόγησης της αποδεκτής αντιστάθμισης i·

       =άλλοι παράγοντες κινδύνου εκτός στη συνάρτηση τιμολόγησης .

    3. Τα ιδρύματα υπολογίζουν τις ευαισθησίες δέλτα του συνολικού CVA σε παράγοντες κινδύνου που αποτελούνται από ποσοστά πιστωτικών περιθωρίων αντισυμβαλλομένου, καθώς και από ένα αποδεκτό μέσο αντιστάθμισης στους εν λόγω παράγοντες κινδύνου, ως εξής:

    όπου:

       = οι ευαισθησίες του συνολικού CVA σε παράγοντα κινδύνου ποσοστών πιστωτικών περιθωρίων αντισυμβαλλομένου·

       = η τιμή του παράγοντα κινδύνου ποσοστών πιστωτικών περιθωρίων αντισυμβαλλομένου k με ληκτότητα t·

       = το συνολικό CVA που υπολογίζεται με το κανονιστικό υπόδειγμα CVA·

       = παράγοντες κινδύνου εκτός στο ·

       = οι ευαισθησίες της αποδεκτής αντιστάθμισης i σε παράγοντα κινδύνου ποσοστών πιστωτικών περιθωρίων αντισυμβαλλομένου·

       = η συνάρτηση τιμολόγησης της αποδεκτής αντιστάθμισης i·

       =άλλοι παράγοντες κινδύνου εκτός στη συνάρτηση τιμολόγησης .

    4. Τα ιδρύματα υπολογίζουν τις ευαισθησίες δέλτα του συνολικού CVA σε παράγοντες κινδύνου που αποτελούνται από ποσοστά πιστωτικών περιθωρίων αναφοράς, καθώς και από ένα αποδεκτό μέσο αντιστάθμισης στους εν λόγω παράγοντες κινδύνου, ως εξής:

    όπου:

       = οι ευαισθησίες του συνολικού CVA σε παράγοντα κινδύνου ποσοστών πιστωτικών περιθωρίων αναφοράς·

       = η τιμή του παράγοντα κινδύνου ποσοστών πιστωτικών περιθωρίων αναφοράς k με ληκτότητα t·

       = το συνολικό CVA που υπολογίζεται με το κανονιστικό υπόδειγμα CVA·

       = παράγοντες κινδύνου εκτός στο ·

       = οι ευαισθησίες της αποδεκτής αντιστάθμισης i σε παράγοντα κινδύνου ποσοστών πιστωτικών περιθωρίων αναφοράς·

       = η συνάρτηση τιμολόγησης της αποδεκτής αντιστάθμισης i·

       =άλλοι παράγοντες κινδύνου εκτός στη συνάρτηση τιμολόγησης .

    5. Τα ιδρύματα υπολογίζουν τις ευαισθησίες δέλτα του συνολικού CVA σε παράγοντες κινδύνου που αποτελούνται από τρέχουσες τιμές μετοχών, καθώς και από ένα αποδεκτό μέσο αντιστάθμισης στους εν λόγω παράγοντες κινδύνου, ως εξής:

    όπου:

       = οι ευαισθησίες του συνολικού CVA σε παράγοντα κινδύνου τρεχουσών τιμών μετοχών·

       = η τρέχουσα τιμή των μετοχών·

       = το συνολικό CVA που υπολογίζεται με το κανονιστικό υπόδειγμα CVA·

       = παράγοντες κινδύνου εκτός στο ·

       = οι ευαισθησίες της αποδεκτής αντιστάθμισης i σε παράγοντα κινδύνου τρεχουσών τιμών μετοχών·

       = η συνάρτηση τιμολόγησης της αποδεκτής αντιστάθμισης i·

       =άλλοι παράγοντες κινδύνου εκτός στη συνάρτηση τιμολόγησης .

    6. Τα ιδρύματα υπολογίζουν τις ευαισθησίες δέλτα του συνολικού CVA σε παράγοντες κινδύνου που αποτελούνται από τρέχουσες τιμές βασικών εμπορευμάτων, καθώς και από ένα αποδεκτό μέσο αντιστάθμισης στους εν λόγω παράγοντες κινδύνου, ως εξής:

    όπου:

       = οι ευαισθησίες του συνολικού CVA σε παράγοντα κινδύνου τρεχουσών τιμών βασικών εμπορευμάτων·

       = η τρέχουσα τιμή των βασικών εμπορευμάτων·

       = το συνολικό CVA που υπολογίζεται με το κανονιστικό υπόδειγμα CVA·

       = παράγοντες κινδύνου εκτός στο ·

       = οι ευαισθησίες της αποδεκτής αντιστάθμισης i σε παράγοντα κινδύνου τρεχουσών τιμών βασικών εμπορευμάτων·

       = η συνάρτηση τιμολόγησης της αποδεκτής αντιστάθμισης i·

       =άλλοι παράγοντες κινδύνου εκτός στη συνάρτηση τιμολόγησης .

    Άρθρο 383ι
    Ευαισθησίες κινδύνου βέγκα

    Τα ιδρύματα υπολογίζουν τις ευαισθησίες κινδύνου βέγκα του συνολικού CVA σε παράγοντες κινδύνου που αποτελούνται από μια τεκμαρτή μεταβλητότητα, καθώς και από ένα αποδεκτό μέσο αντιστάθμισης στους εν λόγω παράγοντες κινδύνου, ως εξής:

    όπου:

       = οι ευαισθησίες του συνολικού CVA σε παράγοντα κινδύνου τεκμαρτής μεταβλητότητας·

       = η τιμή του παράγοντα κινδύνου τεκμαρτής μεταβλητότητας, εκφρασμένη ως ποσοστό·

       = το συνολικό CVA που υπολογίζεται με το κανονιστικό υπόδειγμα CVA·

       =άλλοι παράγοντες κινδύνου εκτός στη συνάρτηση τιμολόγησης ·

       = οι ευαισθησίες του αποδεκτού μέσου αντιστάθμισης i σε παράγοντα κινδύνου τεκμαρτής μεταβλητότητας·

       = η συνάρτηση τιμολόγησης της αποδεκτής αντιστάθμισης i·

       =άλλοι παράγοντες κινδύνου εκτός στη συνάρτηση τιμολόγησης .

    Άρθρο 383ια
    Συντελεστές στάθμισης κινδύνου για κίνδυνο επιτοκίου

    1. Για τα νομίσματα που αναφέρονται στο άρθρο 383γ παράγραφος 2, οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου των ευαισθησιών δέλτα μηδενικού κινδύνου επιτοκίου για κάθε κλιμάκιο του πίνακα 1 είναι οι ακόλουθοι:

    Πίνακας 1

    Κλιμάκιο

    Ληκτότητα

    Συντελεστής στάθμισης κινδύνου

    1

    1 έτος

    1,11 %

    2

    2 έτη

    0,93 %

    3

    5 έτη

    0,74 %

    4

    10 έτη

    0,74 %

    5

    30 έτη

    0,74 %

    2. Για νομίσματα άλλα από τα νομίσματα που αναφέρονται στο άρθρο 383γ παράγραφος 2, ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου των ευαισθησιών δέλτα μηδενικού κινδύνου επιτοκίου είναι 1,58 %.

    3. Για τον κίνδυνο ποσοστού πληθωρισμού που εκφράζεται σε ένα από τα νομίσματα που αναφέρονται στο άρθρο 383γ παράγραφος 2, ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου της ευαισθησίας στον κίνδυνο ποσοστού πληθωρισμού είναι 1,11 %.

    4. Για τον κίνδυνο ποσοστού πληθωρισμού που εκφράζεται σε νόμισμα άλλο από τα νομίσματα που αναφέρονται στο άρθρο 383γ παράγραφος 2, ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου της ευαισθησίας στον κίνδυνο ποσοστού πληθωρισμού είναι 1,58 %.

    5. Οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου που πρέπει να εφαρμόζονται σε ευαισθησίες σε παράγοντες κινδύνου επιτοκίου βέγκα και σε παράγοντες κινδύνου ποσοστού πληθωρισμού για όλα τα νομίσματα είναι 100 %.

    Άρθρο 383ιβ
    Συσχετίσεις εντός του ίδιου κλιμακίου για κίνδυνο επιτοκίου

    1. Για τα νομίσματα που αναφέρονται στο άρθρο 383γ παράγραφος 2, οι παράμετροι συσχέτισης που εφαρμόζουν τα ιδρύματα για τη συνάθροιση των ευαισθησιών δέλτα μηδενικού κινδύνου επιτοκίου μεταξύ των διαφόρων κλιμακίων του πίνακα 2 είναι οι ακόλουθες:

    Πίνακας 2

    Κλιμάκιο

    1

    2

    3

    4

    5

    1

    100 %

    91 %

    72 %

    55 %

    31 %

    2

    100 %

    87 %

    72 %

    45 %

    3

    100 %

    91 %

    68 %

    4

    100 %

    83 %

    5

    100 %

    2. Η παράμετρος συσχέτισης που εφαρμόζουν τα ιδρύματα για τη συνάθροιση της ευαισθησίας του παράγοντα κινδύνου ποσοστού πληθωρισμού δέλτα και της ευαισθησίας δέλτα μηδενικού κινδύνου επιτοκίου που εκφράζονται στο ίδιο νόμισμα είναι 40 %.

    3. Η παράμετρος συσχέτισης που εφαρμόζουν τα ιδρύματα για τη συνάθροιση της ευαισθησίας του παράγοντα κινδύνου ποσοστού πληθωρισμού βέγκα και του παράγοντα κινδύνου επιτοκίου βέγκα που εκφράζονται στο ίδιο νόμισμα είναι 40 %.

    Άρθρο 383ιγ
    Συντελεστές στάθμισης κινδύνου για κίνδυνο συναλλάγματος

    1. Οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου για όλες τις ευαισθησίες δέλτα σε παράγοντα κινδύνου συναλλάγματος μεταξύ του νομίσματος αναφοράς ενός ιδρύματος και άλλου νομίσματος είναι 11 %.

    2. Οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου για όλες τις ευαισθησίες βέγκα σε παράγοντα κινδύνου συναλλάγματος είναι 100 %.

    Άρθρο 383ιδ
    Συσχετίσεις για κίνδυνο συναλλάγματος

    Μια ενιαία παράμετρος συσχέτισης ίση με 60 % εφαρμόζεται στη συνάθροιση των ευαισθησιών σε παράγοντες κινδύνου συναλλάγματος δέλτα και βέγκα.

    Άρθρο 383ιε
    Συντελεστές στάθμισης κινδύνου για κίνδυνο πιστωτικού περιθωρίου αντισυμβαλλομένου

    1. Οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου για τις ευαισθησίες δέλτα σε παράγοντες κινδύνου πιστωτικού περιθωρίου είναι οι ίδιοι για όλες τις ληκτότητες (0,5 έτος, 1 έτος, 3 έτη, 5 έτη, 10 έτη) εντός κάθε κλιμακίου στον πίνακα 3 και είναι οι ακόλουθοι:

    Πίνακας 3

    Κλιμάκιο

    αριθμός

    Πιστωτική

    ποιότητα

    Κλάδος

    Συντελεστής στάθμισης κινδύνου
    (εκατοστιαίες μονάδες)

    1

    Όλα

    Κεντρική κυβέρνηση κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένων των κεντρικών τραπεζών

    0,5 %

    2

    Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 1 έως 3

    Κεντρική κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένων των κεντρικών τραπεζών, τρίτης χώρας, πολυμερών τραπεζών ανάπτυξης και διεθνών οργανισμών που αναφέρονται στο άρθρο 117 παράγραφος 2 και στο άρθρο 118

    0,5 %

    3

    Περιφερειακή ή τοπική αρχή και οντότητες του δημοσίου τομέα

    1,0 %

    4

    Οντότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα, συμπεριλαμβανομένων πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν συσταθεί ή ιδρυθεί από κεντρική κυβέρνηση, περιφερειακή κυβέρνηση ή τοπική αρχή και προνομιακοί δανειστές

    5,0 %

    5

    Βασικά υλικά, ενέργεια, βιομηχανικά προϊόντα, γεωργία, μεταποιητική βιομηχανία, ορυχεία και λατομεία

    3,0 %

    6

    Καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες, μεταφορές και αποθήκευση, δραστηριότητες διοικητικών και υποστηρικτικών υπηρεσιών

    30 %

    7

    Τεχνολογία, τηλεπικοινωνίες

    2,0 %

    8

    Υγειονομική περίθαλψη, υπηρεσίες κοινής ωφελείας, επαγγελματικές και τεχνικές δραστηριότητες

    1,5 %

    9

    Άλλος κλάδος

    5,0 %

    10

    Αποδεκτοί δείκτες

    1,5 %

    11

    Βαθμίδες πιστωτικής ποιότητας 4 έως 6 και χωρίς διαβάθμιση

    Κεντρική κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένων των κεντρικών τραπεζών, τρίτης χώρας, πολυμερών τραπεζών ανάπτυξης και διεθνών οργανισμών που αναφέρονται στο άρθρο 117 παράγραφος 2 και στο άρθρο 118

    2,0 %

    12

    Περιφερειακή ή τοπική αρχή και οντότητες του δημοσίου τομέα

    4,0 %

    13

    Οντότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα, συμπεριλαμβανομένων πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν συσταθεί ή ιδρυθεί από κεντρική κυβέρνηση, περιφερειακή κυβέρνηση ή τοπική αρχή και προνομιακοί δανειστές

    12,0 %

    14

    Βασικά υλικά, ενέργεια, βιομηχανικά προϊόντα, γεωργία, μεταποιητική βιομηχανία, ορυχεία και λατομεία

    7,0 %

    15

    Καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες, μεταφορές και αποθήκευση, δραστηριότητες διοικητικών και υποστηρικτικών υπηρεσιών

    8,5 %

    16

    Τεχνολογία, τηλεπικοινωνίες

    5,5 %

    17

    Υγειονομική περίθαλψη, υπηρεσίες κοινής ωφελείας, επαγγελματικές και τεχνικές δραστηριότητες

    5,0 %

    18

    Άλλος κλάδος

    12,0 %

    19

    Αποδεκτοί δείκτες

    5,0 %

    2. Για την κατάταξη ενός ανοίγματος κινδύνου σε έναν τομέα, τα ιδρύματα βασίζονται σε ταξινόμηση που χρησιμοποιείται ευρέως στην αγορά για την ομαδοποίηση εκδοτών ανά τομέα. Τα ιδρύματα κατατάσσουν κάθε εκδότη σε ένα μόνο από τα κλιμάκια των τομέων του πίνακα 3. Τα ανοίγματα κινδύνου από οιονδήποτε εκδότη τα οποία ένα ίδρυμα δεν μπορεί να κατατάξει σε τομέα με αυτόν τον τρόπο κατατάσσονται είτε στο κλιμάκιο 9 είτε στο κλιμάκιο 18 στον πίνακα 3, ανάλογα με την πιστωτική ποιότητα του εκδότη.

    3. Τα ιδρύματα κατατάσσουν στα κλιμάκια 10 και 19 του πίνακα 3 μόνο ανοίγματα που αναφέρονται σε αποδεκτούς δείκτες όπως αναφέρεται στο άρθρο 383β παράγραφος 4.

    4. Τα ιδρύματα χρησιμοποιούν μια προσέγγιση εξέτασης για τον προσδιορισμό των ευαισθησιών ενός ανοίγματος με αναφορά σε μη αποδεκτό δείκτη.

    Άρθρο 383ιστ
    Συσχετίσεις εντός κλιμακίου για κίνδυνο πιστωτικού περιθωρίου αντισυμβαλλομένου

    1. Μεταξύ δύο ευαισθησιών και , που προκύπτουν από ανοίγματα κινδύνου που κατατάσσονται στα τομεακά κλιμάκια 1 έως 9 και 11 έως 18, όπως προβλέπονται στο άρθρο 383ιε παράγραφος 1 πίνακας 3, η παράμετρος συσχέτισης ορίζεται ως εξής:

    όπου:

    ισούται με 1, όταν οι δύο κορυφές των ευαισθησιών k και l είναι ταυτόσημες, και με 9 % σε διαφορετική περίπτωση,

    ισούται με 1 όταν τα δύο ονόματα των ευαισθησιών k και l είναι ταυτόσημα, και με 50 % σε διαφορετική περίπτωση,

    ισούται με 1 όταν τα δύο ονόματα των ευαισθησιών περιλαμβάνονται αμφότερα στα κλιμάκια 1 έως 9 ή στα κλιμάκια 11 έως 18, διαφορετικά ισούται με 80 %.

    2. Μεταξύ δύο ευαισθησιών και , που προκύπτουν από ανοίγματα κινδύνου που κατατάσσονται στα τομεακά κλιμάκια 10 και 19, η παράμετρος συσχέτισης καθορίζεται ως εξής:

    όπου:

    ισούται με 1, όταν οι δύο κορυφές των ευαισθησιών k και l είναι ταυτόσημες, και με 90 % σε διαφορετική περίπτωση,

    ισούται με 1 όταν τα δύο ονόματα των ευαισθησιών k και l είναι ταυτόσημα, και οι δύο δείκτες ανήκουν στην ίδια σειρά, και με 80 % σε διαφορετική περίπτωση,

    ισούται με 1 όταν τα δύο ονόματα των ευαισθησιών περιλαμβάνονται αμφότερα στο κλιμάκιο 10 ή στο κλιμάκιο 19, διαφορετικά ισούται με 80 %.

    Άρθρο 383ιζ
    Συσχετίσεις μεταξύ κλιμακίων για τον κίνδυνο πιστωτικού περιθωρίου αντισυμβαλλομένου

    Οι συσχετίσεις μεταξύ κλιμακίων για τον κίνδυνο πιστωτικού περιθωρίου δέλτα είναι οι ακόλουθες:

    Πίνακας 4

    Κλιμάκιο

    1, 2, 3, 11 και 12

    4 και 13

    5 και 14

    6 και 15

    7 και 16

    8 και 17

    9 και 18

    10 και 19

    1, 2, 3, 11 και 12

    100 %

    10 %

    20 %

    25 %

    20 %

    15 %

    0 %

    45 %

    4 και 13

    100 %

    5 %

    15 %

    20 %

    5 %

    0 %

    45 %

    5 και 14

    100 %

    25 %

    25 %

    5 %

    0 %

    45 %

    6 και 15

    100 %

    83 %

    5 %

    0 %

    45 %

    7 και 16

    100 %

    5 %

    0 %

    45 %

    8 και 17

    100 %

    0 %

    45 %

    9 και 18

    100 %

    0 %

    10 και 19

    100 %

    Άρθρο 383ιη
    Συντελεστές στάθμισης κινδύνου για κίνδυνο πιστωτικού περιθωρίου αναφοράς

    1. Οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου για τις ευαισθησίες δέλτα σε παράγοντες κινδύνου πιστωτικού περιθωρίου αναφοράς είναι οι ίδιοι για όλες τις ληκτότητες (0,5 έτος, 1 έτος, 3 έτη, 5 έτη, 10 έτη) και όλα τα ανοίγματα σε κίνδυνο πιστωτικού περιθωρίου αναφοράς εντός κάθε κλιμακίου στον πίνακα 5 και είναι οι ακόλουθοι:

    Πίνακας 5

    Αριθμός κλιμακίου

    Πιστωτική ποιότητα

    Κλάδος

    Συντελεστής στάθμισης κινδύνου
    (εκατοστιαίες μονάδες)

    1

    Όλα

    Κεντρική κυβέρνηση κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένων των κεντρικών τραπεζών

    0,5 %

    2

    Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 1 έως 3

    Κεντρική κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένων των κεντρικών τραπεζών, τρίτης χώρας, πολυμερών τραπεζών ανάπτυξης και διεθνών οργανισμών που αναφέρονται στο άρθρο 117 παράγραφος 2 και στο άρθρο 118

    0,5 %

    3

    Περιφερειακή ή τοπική αρχή και οντότητες του δημοσίου τομέα

    1,0 %

    4

    Οντότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα, συμπεριλαμβανομένων πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν συσταθεί ή ιδρυθεί από κεντρική κυβέρνηση, περιφερειακή κυβέρνηση ή τοπική αρχή και προνομιακοί δανειστές

    5,0 %

    5

    Βασικά υλικά, ενέργεια, βιομηχανικά προϊόντα, γεωργία, μεταποιητική βιομηχανία, ορυχεία και λατομεία

    3,0 %

    6

    Καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες, μεταφορές και αποθήκευση, δραστηριότητες διοικητικών και υποστηρικτικών υπηρεσιών

    3,0 %

    7

    Τεχνολογία, τηλεπικοινωνίες

    2,0 %

    8

    Υγειονομική περίθαλψη, υπηρεσίες κοινής ωφελείας, επαγγελματικές και τεχνικές δραστηριότητες

    1,5 %

    10

    Αποδεκτοί δείκτες

    1,5 %

    11

    Βαθμίδες πιστωτικής ποιότητας 4 έως 6 και χωρίς διαβάθμιση

    Κεντρική κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένων των κεντρικών τραπεζών, τρίτης χώρας, πολυμερών τραπεζών ανάπτυξης και διεθνών οργανισμών που αναφέρονται στο άρθρο 117 παράγραφος 2 και στο άρθρο 118

    2,0 %

    12

    Περιφερειακή ή τοπική αρχή και οντότητες του δημοσίου τομέα

    4,0 %

    13

    Οντότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα, συμπεριλαμβανομένων πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν συσταθεί ή ιδρυθεί από κεντρική κυβέρνηση, περιφερειακή κυβέρνηση ή τοπική αρχή και προνομιακοί δανειστές

    12,0 %

    14

    Βασικά υλικά, ενέργεια, βιομηχανικά προϊόντα, γεωργία, μεταποιητική βιομηχανία, ορυχεία και λατομεία

    7,0 %

    15

    Καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες, μεταφορές και αποθήκευση, δραστηριότητες διοικητικών και υποστηρικτικών υπηρεσιών

    8,5 %

    16

    Τεχνολογία, τηλεπικοινωνίες

    5,5 %

    17

    Υγειονομική περίθαλψη, υπηρεσίες κοινής ωφελείας, επαγγελματικές και τεχνικές δραστηριότητες

    5,0 %

    18

    Αποδεκτοί δείκτες

    5,0 %

    19

    Άλλος κλάδος

    12,0 %

    2. Για την κατάταξη ενός ανοίγματος κινδύνου σε έναν τομέα, τα ιδρύματα βασίζονται σε ταξινόμηση που χρησιμοποιείται ευρέως στην αγορά για την ομαδοποίηση εκδοτών ανά τομέα. Τα ιδρύματα κατατάσσουν κάθε εκδότη σε ένα μόνο από τα κλιμάκια των τομέων του πίνακα 5. Τα ανοίγματα κινδύνου από οιονδήποτε εκδότη τα οποία ένα ίδρυμα δεν μπορεί να κατατάξει σε τομέα με αυτόν τον τρόπο κατατάσσονται στο κλιμάκιο 19 στον πίνακα 5, ανάλογα με την πιστωτική ποιότητα του εκδότη.

    3. Τα ιδρύματα κατατάσσουν στα κλιμάκια 10 και 18 μόνο ανοίγματα που αναφέρονται σε αποδεκτούς δείκτες όπως αναφέρεται στο άρθρο 383β παράγραφος 4.

    4. Τα ιδρύματα χρησιμοποιούν μια προσέγγιση εξέτασης για τον προσδιορισμό των ευαισθησιών ενός ανοίγματος με αναφορά σε μη αποδεκτό δείκτη.

    Άρθρο 383ιθ
    Συσχετίσεις εντός κλιμακίου για κίνδυνο πιστωτικού περιθωρίου αναφοράς

    1. Μεταξύ δύο ευαισθησιών και , που προκύπτουν από ανοίγματα κινδύνου που κατατάσσονται στα τομεακά κλιμάκια 1 έως 9 και 11 έως 18 του άρθρου 383ιη παράγραφος 1 πίνακας 5, η παράμετρος συσχέτισης καθορίζεται ως εξής:

    όπου:

    ισούται με 1, όταν οι δύο κορυφές των ευαισθησιών k και l είναι ταυτόσημες, και με 9 % σε διαφορετική περίπτωση,

    ισούται με 1 όταν τα δύο ονόματα των ευαισθησιών k και l είναι ταυτόσημα, και με 50 % σε διαφορετική περίπτωση,

    ισούται με 1 όταν τα δύο ονόματα των ευαισθησιών περιλαμβάνονται αμφότερα στα κλιμάκια 1 έως 9 ή στα κλιμάκια 11 έως 18, διαφορετικά ισούται με 80 %.

    2. Μεταξύ δύο ευαισθησιών και , που προκύπτουν από ανοίγματα κινδύνου που κατατάσσονται στα τομεακά κλιμάκια 10 και 19, η παράμετρος συσχέτισης καθορίζεται ως εξής:

    όπου:

    ισούται με 1, όταν οι δύο κορυφές των ευαισθησιών k και l είναι ταυτόσημες, και με 9 % σε διαφορετική περίπτωση,

    ισούται με 1 όταν τα δύο ονόματα των ευαισθησιών k και l είναι ταυτόσημα, και οι δύο δείκτες ανήκουν στην ίδια σειρά, και με 80 % σε διαφορετική περίπτωση,

    ισούται με 1 όταν τα δύο ονόματα των ευαισθησιών περιλαμβάνονται αμφότερα στο κλιμάκιο 10 ή στο κλιμάκιο 19, διαφορετικά ισούται με 80 %.

    Άρθρο 383κ
    Κλιμάκια συντελεστών στάθμισης κινδύνου για τον κίνδυνο μετοχών

    1. Οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου για τις ευαισθησίες δέλτα σε παράγοντες κινδύνου τρεχουσών τιμών μετοχών είναι οι ίδιοι για όλα τα ανοίγματα σε κίνδυνο μετοχών εντός κάθε κλιμακίου του πίνακα 6 και είναι οι ακόλουθοι:

    Πίνακας 6

    Αριθμός κλιμακίου

    Κεφαλαιοποίηση αγοράς

    Οικονομία

    Κλάδος

    Συντελεστής στάθμισης κινδύνου για τρέχουσα τιμή μετοχών(εκατοστιαίες μονάδες)

    1

    Μεγάλη

    Αναδυόμενη οικονομία αγοράς

    Καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες, μεταφορές και αποθήκευση, δραστηριότητες διοικητικών και υποστηρικτικών υπηρεσιών, υγειονομική περίθαλψη, υπηρεσίες κοινής ωφελείας

    55 %

    2

    Τηλεπικοινωνίες, βιομηχανία

    60 %

    3

    Βασικά υλικά, ενέργεια, γεωργία, μεταποιητική βιομηχανία, ορυχεία και λατομεία

    45 %

    4

    Οικονομικές υπηρεσίες συμπεριλαμβανομένων των βασιζόμενων στον δημόσιο τομέα οικονομικών υπηρεσιών, διαχείριση ακίνητης περιουσίας, τεχνολογία

    55 %

    5

    Προηγμένη οικονομία

    Καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες, μεταφορές και αποθήκευση, δραστηριότητες διοικητικών και υποστηρικτικών υπηρεσιών, υγειονομική περίθαλψη, υπηρεσίες κοινής ωφελείας

    30 %

    6

    Τηλεπικοινωνίες, βιομηχανία

    35 %

    7

    Βασικά υλικά, ενέργεια, γεωργία, μεταποιητική βιομηχανία, ορυχεία και λατομεία

    40 %

    8

    Οικονομικές υπηρεσίες συμπεριλαμβανομένων των βασιζόμενων στον δημόσιο τομέα οικονομικών υπηρεσιών, διαχείριση ακίνητης περιουσίας, τεχνολογία

    50 %

    9

    Μικρή

    Αναδυόμενη οικονομία αγοράς

    Όλοι οι κλάδοι που περιγράφονται στα κλιμάκια υπ’ αριθ. 1, 2, 3 και 4

    70

    10

    Προηγμένη οικονομία

    Όλοι οι κλάδοι που περιγράφονται στα κλιμάκια υπ’ αριθ. 5, 6, 7 και 8

    50 %

    11

    Άλλος κλάδος

    70 %

    12

    Μεγάλη

    Προηγμένη οικονομία

    Αποδεκτοί δείκτες

    15 %

    13

    Άλλο

    Αποδεκτοί δείκτες

    25 %

    2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ο προσδιορισμός της μικρής και της μεγάλης κεφαλαιοποίησης περιέχεται στα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο άρθρο 325νστ παράγραφος 7.

    3. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ο προσδιορισμός της αναδυόμενης αγοράς και της προηγμένης οικονομίας περιέχεται στα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο άρθρο 325μβ παράγραφος 3.

    4. Κατά την απόδοση ανοίγματος κινδύνου σε έναν τομέα, τα ιδρύματα βασίζονται σε ταξινόμηση που χρησιμοποιείται ευρέως στην αγορά για την ομαδοποίηση εκδοτών ανά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας. Τα ιδρύματα κατατάσσουν κάθε εκδότη σε ένα από τα κλιμάκια τομέων της παραγράφου 1 πίνακας 6 και κατατάσσουν όλους τους εκδότες της ίδιου κλάδου οικονομικής δραστηριότητας στον ίδιο τομέα. Τα ανοίγματα κινδύνου από οποιονδήποτε εκδότη που ένα ίδρυμα δεν μπορεί να κατατάξει σε τομέα με αυτόν τον τρόπο κατατάσσονται στο κλιμάκιο 11. Οι εκδότες μετοχών πολυεθνικών ή πολυτομεακών μετοχών κατατάσσονται σε συγκεκριμένο κλιμάκιο με βάση την πλέον σημαντική περιφέρεια και τον πλέον σημαντικό τομέα όπου δραστηριοποιείται ο εκδότης μετοχών.

    5. Οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου για κίνδυνο μετοχών βέγκα ορίζονται σε 78 % για τα κλιμάκια 1 έως 8 και το κλιμάκιο 12, και σε 100 % για όλα τα άλλα κλιμάκια.

    Άρθρο 383κα
    Συσχετίσεις μεταξύ κλιμακίων για τον κίνδυνο μετοχών

    Η παράμετρος συσχέτισης μεταξύ κλιμακίων για κίνδυνο μετοχών δέλτα και βέγκα ορίζεται σε:

    α)15 %, όταν τα δύο κλιμάκια εμπίπτουν στα κλιμάκια 1 έως 10 του άρθρου 383κ παράγραφος 1 πίνακας 6·

    β)75 %, όταν τα δύο κλιμάκια είναι τα κλιμάκια 12 και 13 του άρθρου 383κ παράγραφος 1 πίνακας 6·

    γ)45 %, όταν ένα από τα κλιμάκια είναι το κλιμάκιο 12 και 13 του άρθρου 383κ παράγραφος 1 πίνακας 6 και το άλλο κλιμάκιο εμπίπτει στα κλιμάκια 1 έως 10 του άρθρου 383κ παράγραφος 1 πίνακας 6·

    δ)0 %, όταν ένα από τα δύο κλιμάκια είναι το κλιμάκιο 11 του άρθρου 383κ παράγραφος 1 πίνακας 6.

    Άρθρο 383κβ
    Κλιμάκια συντελεστών στάθμισης κινδύνου για τον κίνδυνο βασικών εμπορευμάτων

    1. Οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου για τις ευαισθησίες δέλτα σε παράγοντες κινδύνου τρεχουσών τιμών βασικών εμπορευμάτων είναι οι ίδιοι για όλα τα ανοίγματα σε κίνδυνο βασικού εμπορεύματος εντός κάθε κλιμακίου του πίνακα 7 και είναι οι ακόλουθοι:

    Πίνακας 7

    Αριθμός κλιμακίου

    Ονομασία κλιμακίου

    Συντελεστής στάθμισης κινδύνου για τρέχουσα τιμή βασικού εμπορεύματος(εκατοστιαίες μονάδες)

    1

    Ενέργεια – Στερεά καύσιμα

    30 %

    2

    Ενέργεια – Υγρά καύσιμα

    35 %

    3

    Ενέργεια – Ηλεκτρική

    60 %

    4

    Ενέργεια – Εμπορία άνθρακα

    40 %

    5

    Εμπορεύματα

    80 %

    6

    Μέταλλα — Μη πολύτιμα

    40 %

    7

    Αέρια καύσιμα

    45 %

    8

    Πολύτιμα μέταλλα (συμπεριλαμβανομένου του χρυσού)

    20 %

    9

    Σπόροι και ελαιοκράμβη

    35 %

    10

    Ζωικό κεφάλαιο και γαλακτοκομικά

    25 %

    11

    Γεωργικά προϊόντα («softs») και άλλα γεωργικά προϊόντα

    35 %

    12

    Άλλα βασικά εμπορεύματα

    50 %

    2. Οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου για τον κίνδυνο βασικών εμπορευμάτων βέγκα ορίζονται σε 100 %.

    Άρθρο 383κγ
    Κλιμάκια συντελεστών στάθμισης κινδύνου για τον κίνδυνο βασικών εμπορευμάτων

    1. Η παράμετρος συσχέτισης μεταξύ κλιμακίων για τον κίνδυνο βασικών εμπορευμάτων δέλτα ορίζεται σε:

    α)20 %, όταν τα δύο κλιμάκια εμπίπτουν στα κλιμάκια 1 έως 11 του άρθρου 383κ παράγραφος 1 πίνακας 7·

    β)0 %, όταν ένα από τα δύο κλιμάκια είναι το κλιμάκιο 12 του άρθρου 383κ παράγραφος 1 πίνακας 7.

    2. Η παράμετρος συσχέτισης μεταξύ κλιμακίων για τον κίνδυνο βασικών εμπορευμάτων βέγκα ορίζεται σε:

    α)20 %, όταν τα δύο κλιμάκια εμπίπτουν στα κλιμάκια 1 έως 11 του άρθρου 383κ παράγραφος 1 πίνακας 7·

    β)0 %, όταν ένα από τα δύο κλιμάκια είναι το κλιμάκιο 12 του άρθρου 383κ παράγραφος 1 πίνακας 7.»·

    170)Τα άρθρα 384, 385 και 386 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 384
    Βασική προσέγγιση

    1. Ένα ίδρυμα υπολογίζει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή 3, κατά περίπτωση, για χαρτοφυλάκιο συναλλαγών με έναν ή περισσότερους αντισυμβαλλομένους χρησιμοποιώντας έναν από τους ακόλουθους τύπους, κατά περίπτωση:

    α)τον τύπο που ορίζεται στην παράγραφο 2, όπου το ίδρυμα περιλαμβάνει στον υπολογισμό μία ή περισσότερες αποδεκτές αντισταθμίσεις που αναγνωρίζονται σύμφωνα με το άρθρο 386·

    β)τον τύπο που ορίζεται στην παράγραφο 3, όπου το ίδρυμα δεν περιλαμβάνει στον υπολογισμό αποδεκτές αντισταθμίσεις που αναγνωρίζονται σύμφωνα με το άρθρο 386.

    Οι προσεγγίσεις που ορίζονται στα στοιχεία α) και β) δεν χρησιμοποιούνται συνδυαστικά.

    2. Ένα ίδρυμα που πληροί την προϋπόθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) υπολογίζει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τους κινδύνους CVA ως εξής:

    όπου:

       = οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA βάσει της βασικής προσέγγισης·

       = οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA βάσει της βασικής προσέγγισης, όπως υπολογίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 3 για ίδρυμα που πληροί την προϋπόθεση της παραγράφου 1 στοιχείο β)·

       = 0,65·

       = 0,25·

    όπου:

       =    1,4·

       =    0,5·

    c    =    ο δείκτης που υποδηλώνει όλους τους αντισυμβαλλομένους για τους οποίους το ίδρυμα υπολογίζει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA χρησιμοποιώντας την προσέγγιση που προβλέπεται στο παρόν άρθρο·

    NS    =    ο δείκτης που υποδηλώνει όλα τα συμψηφιστικά σύνολα με έναν συγκεκριμένο αντισυμβαλλόμενο για τον οποίο το ίδρυμα υπολογίζει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA χρησιμοποιώντας την προσέγγιση που προβλέπεται στο παρόν άρθρο·

    h    =    ο δείκτης που υποδηλώνει όλα τα μέσα μεμονωμένου πιστούχου που αναγνωρίζονται ως αποδεκτές αντισταθμίσεις σύμφωνα με το άρθρο 386 για έναν συγκεκριμένο αντισυμβαλλόμενο για τον οποίο το ίδρυμα υπολογίζει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA χρησιμοποιώντας την προσέγγιση που προβλέπεται στο παρόν άρθρο·

    i    =    ο δείκτης που υποδηλώνει όλα τα μέσα επί δεικτών που αναγνωρίζονται ως αποδεκτές αντισταθμίσεις σύμφωνα με το άρθρο 386 για όλους τους αντισυμβαλλομένους για τους οποίους το ίδρυμα υπολογίζει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA χρησιμοποιώντας την προσέγγιση που προβλέπεται στο παρόν άρθρο·

       =    ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου που εφαρμόζεται στον αντισυμβαλλόμενο «c». Ο αντισυμβαλλόμενος «c» κατατάσσεται σε έναν από τους συντελεστές στάθμισης κινδύνου που βασίζονται σε συνδυασμό τομέα και πιστωτικής ποιότητας και προσδιορίζονται σύμφωνα με τον πίνακα 1.

       =    η πραγματική ληκτότητα για το αντισταθμιστικό σύνολο NS με τον αντισυμβαλλόμενο c·

    Για ένα ίδρυμα που χρησιμοποιεί τις μεθόδους που προβλέπονται στον τίτλο ΙΙ κεφάλαιο 6 τμήμα 6, το υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 162 παράγραφος 2 στοιχείο ζ). Ωστόσο, για τον υπολογισμό αυτό, δεν ισχύει για το ανώτατο όριο πέντε ετών, αλλά η μεγαλύτερη εναπομένουσα συμβατική λήξη στο συμψηφιστικό σύνολο.

    Για ένα ίδρυμα που δεν χρησιμοποιεί τις μεθόδους που προβλέπονται στον τίτλο ΙΙ κεφάλαιο 6 τμήμα 6, το είναι η μέση ονομαστική σταθμισμένη ληκτότητα που αναφέρεται στο άρθρο 162 παράγραφος 2 στοιχείο β). Ωστόσο, για τον υπολογισμό αυτό, δεν ισχύει για το ανώτατο όριο πέντε ετών, αλλά η μεγαλύτερη εναπομένουσα συμβατική λήξη στο συμψηφιστικό σύνολο.

       =    η αξία ανοίγματος σε πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου του συμψηφιστικού συνόλου NS με τον αντισυμβαλλόμενο c, συμπεριλαμβανομένης της επίπτωσης της εξασφάλισης σύμφωνα με τις μεθόδους που προβλέπονται στον τίτλο II κεφάλαιο 6 τμήματα 3 έως 6, όπως εφαρμόζονται στον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 4 στοιχεία α) και στ)·

       =    ο εποπτικός συντελεστής προεξόφλησης για το συμψηφιστικό σύνολο NS με τον αντισυμβαλλόμενο c.

    Για ένα ίδρυμα που χρησιμοποιεί τις μεθόδους που προβλέπονται στον τίτλο ΙΙ κεφάλαιο 6 τμήμα 6, ο εποπτικός συντελεστής προεξόφλησης ορίζεται σε 1. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, ο εποπτικός συντελεστής προεξόφλησης υπολογίζεται ως εξής:

       = η εποπτική συσχέτιση μεταξύ του κινδύνου πιστωτικού περιθωρίου αντισυμβαλλομένου c και του κινδύνου πιστωτικού περιθωρίου ενός μέσου μεμονωμένου πιστούχου που αναγνωρίζεται ως αποδεκτή αντιστάθμιση h για τον αντισυμβαλλόμενο c, καθοριζόμενη σύμφωνα με τον πίνακα 2·

       = η ληκτότητα ενός μέσου μεμονωμένου πιστούχου που αναγνωρίζεται ως αποδεκτή αντιστάθμιση·

       = το ονομαστικό ποσό ενός μέσου μεμονωμένου πιστούχου που αναγνωρίζεται ως επιλέξιμη αντιστάθμιση·

       = ο εποπτικός συντελεστής προεξόφλησης για ένα μέσο μεμονωμένου πιστούχου που αναγνωρίζεται ως αποδεκτή αντιστάθμιση, υπολογιζόμενος ως εξής:

       =    ο εποπτικός συντελεστής στάθμισης κινδύνου ενός μέσου μεμονωμένου πιστούχου που αναγνωρίζεται ως αποδεκτή αντιστάθμιση. Αυτοί οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου βασίζονται στον συνδυασμό τομέα και πιστωτικής ποιότητας του πιστωτικού περιθωρίου αναφοράς του μέσου αντιστάθμισης και καθορίζονται σύμφωνα με τον πίνακα 1·

       =    η ληκτότητα μιας ή περισσότερων θέσεων στο ίδιο μέσο επί δείκτη που αναγνωρίζεται ως αποδεκτή αντιστάθμιση. Στην περίπτωση περισσότερων της μίας θέσεων στο ίδιο μέσο επί δείκτη, το είναι η ονομαστική σταθμισμένη ληκτότητα όλων αυτών των θέσεων·

       =    το πλήρες ονομαστικό ποσό μίας ή περισσότερων θέσεων στο ίδιο μέσο επί δείκτη που αναγνωρίζεται ως αποδεκτή αντιστάθμιση. Στην περίπτωση περισσότερων της μίας θέσεων στο ίδιο μέσο επί δείκτη, το είναι η ονομαστική σταθμισμένη ληκτότητα όλων αυτών των θέσεων·

    =    ο εποπτικός συντελεστής προεξόφλησης για μία ή περισσότερες θέσεις στο ίδιο μέσο επί δείκτη που αναγνωρίζεται ως αποδεκτή αντιστάθμιση, υπολογιζόμενος ως εξής:

    =    ο εποπτικός συντελεστής στάθμισης κινδύνου ενός μέσου επί δείκτη που αναγνωρίζεται ως αποδεκτή αντιστάθμιση. Το  βασίζεται στον συνδυασμό τομέα και πιστωτικής ποιότητας όλων των συνιστωσών του δείκτη, που υπολογίζεται ως εξής:

    α)όταν όλες οι συνιστώσες του δείκτη ανήκουν στον ίδιο τομέα και έχουν την ίδια πιστωτική ποιότητα, όπως προσδιορίζεται σύμφωνα με τον πίνακα 1, το υπολογίζεται ως ο σχετικός συντελεστής στάθμισης κινδύνου του πίνακα 1 για τον εν λόγω τομέα και την πιστωτική ποιότητα πολλαπλασιασμένος επί 0,7·

    β)όταν όλες οι συνιστώσες του δείκτη δεν ανήκουν στον ίδιο τομέα ή δεν έχουν την ίδια πιστωτική ποιότητα, το υπολογίζεται ως σταθμισμένος μέσος όρος των συντελεστών στάθμισης κινδύνου όλων των συνιστωσών του δείκτη, όπως προσδιορίζονται σύμφωνα με τον πίνακα 1, πολλαπλασιασμένος επί 0,7·

    Πίνακας 1

    Τομέας του αντισυμβαλλομένου

    Πιστωτική ποιότητα

    Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 1 έως 3

    Βαθμίδες πιστωτικής ποιότητας 4 έως 6 και χωρίς διαβάθμιση

    Κεντρική κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένων των κεντρικών τραπεζών, τρίτης χώρας, πολυμερών τραπεζών ανάπτυξης και διεθνών οργανισμών που αναφέρονται στο άρθρο 117 παράγραφος 2 ή στο άρθρο 118

    0,5 %

    3,0 %

    Περιφερειακή ή τοπική αρχή και οντότητες του δημοσίου τομέα

    1,0 %

    4,0 %

    Οντότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα, συμπεριλαμβανομένων πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν συσταθεί ή ιδρυθεί από κεντρική κυβέρνηση, περιφερειακή κυβέρνηση ή τοπική αρχή και προνομιακοί δανειστές

    5,0 %

    12,0 %

    Βασικά υλικά, ενέργεια, βιομηχανικά προϊόντα, γεωργία, μεταποιητική βιομηχανία, ορυχεία και λατομεία

    3,0 %

    7,0 %

    Καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες, μεταφορές και αποθήκευση, δραστηριότητες διοικητικών και υποστηρικτικών υπηρεσιών

    3,0 %

    8,5 %

    Τεχνολογία, τηλεπικοινωνίες

    2,0 %

    5,5 %

    Υγειονομική περίθαλψη, υπηρεσίες κοινής ωφελείας, επαγγελματικές και τεχνικές δραστηριότητες

    1,5 %

    5,0 %

    Άλλος κλάδος

    5,0 %

    12,0 %

    Πίνακας 2

    Συσχετίσεις μεταξύ πιστωτικού περιθωρίου αντισυμβαλλομένου και αντιστάθμισης μεμονωμένου πιστούχου

    Αντιστάθμιση μεμονωμένου πιστούχου h του αντισυμβαλλομένου i

    Τιμή του rhc

    Αντισυμβαλλόμενοι που αναφέρονται στο άρθρο 386 παράγραφος 3 στοιχείο α) σημείο i)

    100 %

    Αντισυμβαλλόμενοι που αναφέρονται στο άρθρο 386 παράγραφος 3 στοιχείο α) σημείο ii)

    80 %

    Αντισυμβαλλόμενοι που αναφέρονται στο άρθρο 386 παράγραφος 3 στοιχείο α) σημείο iii)

    50 %

    2. Ένα ίδρυμα που πληροί την προϋπόθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) υπολογίζει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA ως εξής:

    όπου όλοι οι όροι είναι εκείνοι που ορίζονται στην παράγραφο 2.

    Άρθρο 385
    Απλουστευμένη προσέγγιση

    1. Ένα ίδρυμα που πληροί όλες τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 273α παράγραφος 2 μπορεί να υπολογίζει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA ως τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά ανοιγμάτων για τον κίνδυνο αντισυμβαλλομένου για θέσεις εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών και θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών αντίστοιχα, που αναφέρονται στο άρθρο 92 παράγραφος 3 στοιχεία α) και στ), διαιρούμενα διά του 12,5.

    2. Για τους σκοπούς του υπολογισμού που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ισχύουν οι ακόλουθες απαιτήσεις:

    α)μόνο οι συναλλαγές που υπόκεινται στις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA που ορίζονται στο άρθρο 382 εμπίπτουν σε αυτόν τον υπολογισμό·

    β)τα πιστωτικά παράγωγα που αναγνωρίζονται ως εσωτερικές αντισταθμίσεις κινδύνου έναντι των ανοιγμάτων σε κίνδυνο αντισυμβαλλομένου δεν περιλαμβάνονται στον εν λόγω υπολογισμό.

    3. Ένα ίδρυμα που δεν πληροί πλέον μία ή περισσότερες από τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 273α παράγραφος 2 συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 273β.

    Άρθρο 386
    Επιλέξιμες αντισταθμίσεις

    1. Οι θέσεις σε μέσα αντιστάθμισης αναγνωρίζονται ως «αποδεκτές αντισταθμίσεις» για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA σύμφωνα με τα άρθρα 383 και 384, εφόσον οι εν λόγω θέσεις πληρούν όλες τις ακόλουθες απαιτήσεις:

    α)οι θέσεις αυτές χρησιμοποιούνται για τον σκοπό του μετριασμού του κινδύνου CVA και υπόκεινται σε ανάλογη διαχείριση·

    β)οι θέσεις αυτές μπορούν να συνομολογούνται με τρίτους ή με το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών του ιδρύματος ως εσωτερική αντιστάθμιση κινδύνου, περίπτωση στην οποία πρέπει να πληρούν την απαίτηση του άρθρου 106 παράγραφος 7·

    γ)μόνο οι θέσεις σε μέσα αντιστάθμισης που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 μπορούν να αναγνωριστούν ως αποδεκτές αντισταθμίσεις για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για κινδύνους CVA σύμφωνα με τα άρθρα 383 και 384 αντίστοιχα·

    δ)ένα δεδομένο μέσο αντιστάθμισης αποτελεί ενιαία θέση σε μια αποδεκτή αντιστάθμιση και δεν μπορεί να χωριστεί σε περισσότερες από μία θέσεις σε περισσότερες από μία αποδεκτές αντισταθμίσεις.

    2. Για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA σύμφωνα με το άρθρο 383, μόνο οι θέσεις στα ακόλουθα μέσα αντιστάθμισης αναγνωρίζονται ως αποδεκτές αντισταθμίσεις:

    α)μέσα που αντισταθμίζουν τη μεταβλητότητα του πιστωτικού περιθωρίου αντισυμβαλλομένου, με εξαίρεση τα μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 325 παράγραφος 5·

    β)μέσα που αντισταθμίζουν τη μεταβλητότητα της συνιστώσας ανοίγματος του κινδύνου CVA, με εξαίρεση τα μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 325 παράγραφος 5.

    3. Για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA σύμφωνα με το άρθρο 384, μόνο οι θέσεις στα ακόλουθα μέσα αντιστάθμισης αναγνωρίζονται ως αποδεκτές αντισταθμίσεις:

    α)συμφωνίες ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης μεμονωμένου οφειλέτη και συμφωνίες ανταλλαγής ενδεχόμενου κινδύνου αθέτησης μεμονωμένου οφειλέτη, που αναφέρονται:

    i)στον αντισυμβαλλόμενο άμεσα,

    ii)σε οντότητα νομικά συνδεδεμένη με τον αντισυμβαλλόμενο, όπου ο χαρακτηρισμός «νομικά συνδεδεμένη» αφορά περιπτώσεις στις οποίες το όνομα αναφοράς και ο αντισυμβαλλόμενος είναι είτε μητρική και η θυγατρική της είτε δύο θυγατρικές μιας κοινής μητρικής εταιρείας,

    iii)σε οντότητα που ανήκει στον ίδιο τομέα και περιοχή με τον αντισυμβαλλόμενο·

    β)συμβόλαια ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης δείκτη.

    4. Οι θέσεις σε μέσα αντιστάθμισης που συνομολογούνται με τρίτους και αναγνωρίζονται ως αποδεκτές αντισταθμίσεις σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2 και 3, οι οποίες περιλαμβάνονται στον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA, δεν υπόκεινται στις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς που ορίζονται στον τίτλο IV.

    5. Οι θέσεις σε μέσα αντιστάθμισης που δεν αναγνωρίζονται ως αποδεκτές αντισταθμίσεις σύμφωνα με το παρόν άρθρο υπόκεινται στις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς που ορίζονται στον τίτλο IV.»·

    171)το άρθρο 402 τροποποιείται ως εξής:

    α)η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

    i)το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Για τον υπολογισμό της αξίας ανοιγμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 395, τα ιδρύματα μπορούν, αν δεν το απαγορεύει το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, να μειώσουν την αξία ενός ανοίγματος ή τμήματος ανοίγματος που εξασφαλίζεται από ακίνητα κατοικίας σύμφωνα με το άρθρο 125 παράγραφος 1 κατά το ενυπόθηκο ποσό της αξίας του ακινήτου, αλλά σε ποσοστό που δεν υπερβαίνει το 55 % της αξίας του ακινήτου, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:»·

    ii)το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «α) οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών δεν έχουν ορίσει συντελεστή στάθμισης κινδύνου υψηλότερο από 20 % για ανοίγματα ή τμήματα ανοιγμάτων που εξασφαλίζονται με ακίνητα κατοικίας σύμφωνα με το άρθρο 124 παράγραφος 7,»·

    β)η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

    i)το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Για τον υπολογισμό της αξίας ανοιγμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 395, τα ιδρύματα μπορούν, αν δεν το απαγορεύει το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, να μειώσουν την αξία ενός ανοίγματος ή τμήματος ανοίγματος που εξασφαλίζεται από εμπορικά ακίνητα σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 1 κατά το ενυπόθηκο ποσό της αξίας του ακινήτου, αλλά σε ποσοστό που δεν υπερβαίνει το 55 % της αξίας του ακινήτου, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:»·

    ii)το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «α) οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών δεν έχουν ορίσει συντελεστή στάθμισης κινδύνου υψηλότερο από 60 % για ανοίγματα ή τμήματα ανοιγμάτων που εξασφαλίζονται με ακίνητα κατοικίας σύμφωνα με το άρθρο 124 παράγραφος 7,»·

    172)στο άρθρο 429, η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «6.    Για τους σκοπούς της παραγράφου 4 στοιχείο ε) του παρόντος άρθρου και του άρθρου 429ζ, ως “αγορά ή πώληση κανονικής παράδοσης” νοείται η αγορά ή η πώληση χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου στο πλαίσιο συμβάσεων των οποίων οι όροι απαιτούν παράδοση του χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου εντός της περιόδου που καθορίζεται γενικά εκ του νόμου ή κατά συνθήκη στην οικεία αγορά.»·

    173)το άρθρο 429γ τροποποιείται ως εξής:

    α)στην παράγραφο 3, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «α) για τις συναλλαγές που δεν εκκαθαρίζονται μέσω αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου, τα μετρητά που εισπράττονται από τον αποδέκτη αντισυμβαλλόμενο δεν είναι διαχωρισμένα από τα στοιχεία ενεργητικού του ιδρύματος,»·

    β)η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «4. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, τα ιδρύματα δεν περιλαμβάνουν τις ληφθείσες εξασφαλίσεις στον υπολογισμό του NICA, όπως ορίζεται στο άρθρο 272 παράγραφος 12α.»·

    γ)παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος 4α:

    «4α. Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 3 και 4, ένα ίδρυμα μπορεί να αναγνωρίζει τυχόν ληφθείσες εξασφαλίσεις σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 6 τμήμα 3, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)η εξασφάλιση λαμβάνεται από πελάτη για σύμβαση παραγώγων που εκκαθαρίζεται από το ίδρυμα για λογαριασμό του συγκεκριμένου πελάτη·

    β)η σύμβαση που αναφέρεται στο στοιχείο α) εκκαθαρίζεται μέσω αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

    γ)εάν η εξασφάλιση έχει ληφθεί με τη μορφή αρχικού περιθωρίου, η συγκεκριμένη εξασφάλιση διαχωρίζεται από τα στοιχεία ενεργητικού του ιδρύματος.»·

    δ)στην παράγραφο 6, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν τη μέθοδο που προβλέπεται στο τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 6 τμήμα 4 ή 5 για να προσδιορίζουν την αξία ανοίγματος των συμβάσεων παραγώγων που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ σημεία 1 και 2, αλλά μόνο εάν χρησιμοποιούν την εν λόγω μέθοδο και για τον προσδιορισμό της αξίας ανοίγματος των εν λόγω συμβάσεων για τον σκοπό της τήρησης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ).»·

    174)το άρθρο 429στ τροποποιείται ως εξής:

    α)η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1. Τα ιδρύματα υπολογίζουν, σύμφωνα με το άρθρο 111 παράγραφος 2, την αξία ανοίγματος των στοιχείων εκτός ισολογισμού, εξαιρουμένων των συμβάσεων παραγώγων που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ, των πιστωτικών παραγώγων, των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων και των θέσεων που αναφέρονται στο άρθρο 429δ.

    Όταν μια πιστωτική διευκόλυνση αφορά την επέκταση άλλης πιστωτικής διευκόλυνσης, εφαρμόζεται το άρθρο 166 παράγραφος 9.»·

    β)η παράγραφος 3 απαλείφεται·

    175)Στο άρθρο 429ζ, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1. Τα ιδρύματα μεταχειρίζονται τα μετρητά που σχετίζονται με τις αγορές κανονικής παράδοσης και τα χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού που αφορούν πωλήσεις κανονικής παράδοσης οι οποίες παραμένουν στον ισολογισμό έως την ημερομηνία διακανονισμού, ως στοιχεία ενεργητικού σύμφωνα με το άρθρο 429 παράγραφος 4 στοιχείο α).»·

    176)Στο άρθρο 430 παράγραφος 1, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο η):

    «η)    τα ανοίγματά τους σε κινδύνους ΠΚΔ.»·

    177)στο άρθρο 430α, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1. Τα ιδρύματα υποβάλλουν αναφορές κατ' έτος στις αρμόδιες αρχές τους για τα ακόλουθα συγκεντρωτικά στοιχεία για κάθε εθνική αγορά ακινήτων στην οποία διαθέτουν ανοίγματα:

    α)τις ζημίες που προέρχονται από ανοίγματα για τα οποία ένα ίδρυμα έχει αναγνωρίσει ακίνητο κατοικίας ως εξασφάλιση, έως το χαμηλότερο μεταξύ του ενυπόθηκου ποσού και του 55 % της αξίας του ακινήτου εκτός εάν αποφασιστεί διαφορετικά δυνάμει του άρθρου 124 παράγραφος 7,

    β)τις συνολικές ζημίες από ανοίγματα για τα οποία ένα ίδρυμα έχει αναγνωρίσει ακίνητο κατοικίας ως εξασφάλιση, έως το τμήμα του ανοίγματος που είναι εξασφαλισμένο με ακίνητο κατοικίας σύμφωνα με το άρθρο 124 παράγραφος 2 στοιχείο α),

    γ)την αξία ανοίγματος όλων των εκκρεμών ανοιγμάτων για τα οποία ένα ίδρυμα έχει αναγνωρίσει ακίνητο κατοικίας ως εξασφάλιση, μόνον έως το τμήμα που είναι εξασφαλισμένο με ακίνητο κατοικίας σύμφωνα με το άρθρο 124 παράγραφος 2 στοιχείο α),

    δ)τις ζημίες που προέρχονται από ανοίγματα για τα οποία ένα ίδρυμα έχει αναγνωρίσει εμπορικό ακίνητο ως εξασφάλιση, έως το χαμηλότερο μεταξύ του ενυπόθηκου ποσού και του 55 % της αξίας του ακινήτου εκτός εάν αποφασιστεί διαφορετικά δυνάμει του άρθρου 124 παράγραφος 7,

    ε)τις συνολικές ζημίες από ανοίγματα για τα οποία ένα ίδρυμα έχει αναγνωρίσει εμπορικό ακίνητο ως εξασφάλιση, έως το τμήμα του ανοίγματος που είναι εξασφαλισμένο με εμπορικό ακίνητο σύμφωνα με το άρθρο 124 παράγραφος 2 στοιχείο γ),

    στ)την αξία ανοίγματος όλων των εκκρεμών ανοιγμάτων για τα οποία ένα ίδρυμα έχει αναγνωρίσει εμπορικό ακίνητο ως εξασφάλιση, μόνον έως το τμήμα που είναι εξασφαλισμένο με εμπορικό ακίνητο σύμφωνα με το άρθρο 124 παράγραφος 2 στοιχείο γ).»·

    178)το άρθρο 433 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 433
    Συχνότητα και πεδίο εφαρμογής δημοσιοποιήσεων

    Τα ιδρύματα δημοσιοποιούν τις απαιτούμενες βάσει των τίτλων II και III πληροφορίες με τον τρόπο που ορίζεται στο παρόν άρθρο και στα άρθρα 433α, 433β, 433γ και 434.

    Η ΕΑΤ αναρτά ετήσιες δημοσιοποιήσεις στον ιστότοπό της την ίδια ημερομηνία με την ημερομηνία κατά την οποία τα ιδρύματα δημοσιεύουν τις οικονομικές τους καταστάσεις ή το συντομότερο δυνατόν μετά την ημερομηνία αυτή.

    Η ΕΑΤ αναρτά εξαμηνιαίες και τριμηνιαίες δημοσιοποιήσεις στον ιστότοπό της την ίδια ημερομηνία με την ημερομηνία κατά την οποία τα ιδρύματα δημοσιεύουν τις οικονομικές εκθέσεις τους για την αντίστοιχη περίοδο, ανάλογα με την περίπτωση, ή το συντομότερο δυνατόν μετά την ημερομηνία αυτή.

    Κάθε καθυστέρηση που μεσολαβεί μεταξύ της ημερομηνίας των δημοσιοποιήσεων που απαιτούνται σύμφωνα με το παρόν μέρος και των σχετικών οικονομικών καταστάσεων είναι εύλογη και, σε κάθε περίπτωση, δεν υπερβαίνει το χρονικό όριο που καθορίζεται από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 106 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.»·

    179)στο άρθρο 433α παράγραφος 1 στοιχείο γ), το σημείο i) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «i) στο άρθρο 438 στοιχεία δ), δα) και η),»·

    180)στο άρθρο 433β παράγραφος 1, το στοιχείο α) τροποποιείται ως εξής:

    α)το σημείο ii) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «ii) στο άρθρο 438 στοιχεία γ), δ) και δα),»·

    β)προστίθεται το ακόλουθο σημείο iv):

    «iv) στο άρθρο 442 στοιχεία γ) και δ),»·

    181)στο άρθρο 433γ, η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

    α)το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «δ) άρθρο 438 στοιχεία γ), δ) και δα),»·

    β)προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο ζ):

    «ζ) άρθρο 442 στοιχεία γ) και δ),»·

    182)το άρθρο 434 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 434
    Τρόποι δημοσιοποίησης

    1. Τα ιδρύματα πλην των μικρών και μη πολύπλοκων ιδρυμάτων υποβάλλουν στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται βάσει των τίτλων ΙΙ και ΙΙΙ σε ηλεκτρονική μορφή, το αργότερο έως την ημερομηνία κατά την οποία τα ιδρύματα δημοσιεύουν τις οικονομικές καταστάσεις ή τις οικονομικές εκθέσεις τους για την αντίστοιχη περίοδο, κατά περίπτωση, ή το συντομότερο δυνατόν μετά την ημερομηνία αυτή. Η ΕΑΤ δημοσιεύει επίσης την ημερομηνία υποβολής των εν λόγω πληροφοριών.

    Η ΕΑΤ διασφαλίζει ότι οι δημοσιοποιήσεις που πραγματοποιούνται στον ιστότοπό της ΕΑΤ περιέχουν πληροφορίες που είναι ίδιες με αυτές που υπέβαλαν τα ιδρύματα στην ΕΑΤ. Τα ιδρύματα έχουν το δικαίωμα να υποβάλουν εκ νέου στην ΕΑΤ τις πληροφορίες σύμφωνα με τα τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο άρθρο 434α. Η ΕΑΤ δημοσιοποιεί στον ιστότοπό της την ημερομηνία κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η εκ νέου υποβολή.

    Η ΕΑΤ καταρτίζει και επικαιροποιεί το εργαλείο που προσδιορίζει την αντιστοίχιση των υποδειγμάτων και των πινάκων για τις δημοσιοποιήσεις με εκείνα που αφορούν την υποβολή εποπτικών αναφορών. Το εργαλείο αντιστοίχισης είναι προσβάσιμο στο κοινό μέσω του ιστοτόπου της ΕΑΤ.

    Τα ιδρύματα μπορούν να συνεχίσουν να δημοσιεύουν αυτοτελές έγγραφο που παρέχει άμεσα προσβάσιμη πηγή πληροφοριών προληπτικής εποπτείας για τους χρήστες των εν λόγω πληροφοριών ή διακριτό τμήμα περιλαμβανόμενο ή επισυναπτόμενο στις οικονομικές καταστάσεις ή τις οικονομικές εκθέσεις των ιδρυμάτων το οποίο περιέχει τις απαιτούμενες δημοσιοποιήσεις και είναι εύκολα αναγνωρίσιμο από τους εν λόγω χρήστες. Τα ιδρύματα μπορούν να περιλαμβάνουν στον ιστότοπό τους σύνδεσμο προς τον ιστότοπο της ΕΑΤ, όπου οι πληροφορίες προληπτικής εποπτείας δημοσιεύονται με συγκεντρωτικό τρόπο.

    2. Μεγάλα ιδρύματα και άλλα ιδρύματα που δεν είναι μεγάλα ιδρύματα ή μικρά και μη πολύπλοκα ιδρύματα υποβάλλουν στην ΕΑΤ τις δημοσιοποιήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 433α και στο άρθρο 433γ αντίστοιχα, αλλά όχι αργότερα από την ημερομηνία δημοσίευσης των οικονομικών καταστάσεων ή των οικονομικών εκθέσεων για την αντίστοιχη περίοδο ή το συντομότερο δυνατόν μετά την ημερομηνία αυτή. Εάν απαιτείται δημοσιοποίηση για περίοδο κατά την οποία ένα ίδρυμα δεν καταρτίζει οικονομική έκθεση, το ίδρυμα υποβάλλει στην ΕΑΤ τις πληροφορίες σχετικά με τις δημοσιοποιήσεις το συντομότερο δυνατόν.

    3. Η ΕΑΤ δημοσιεύει στον ιστότοπό της τις δημοσιοποιήσεις μικρών και μη πολύπλοκων ιδρυμάτων βάσει των πληροφοριών που υποβάλλουν τα εν λόγω ιδρύματα στις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 430.

    4. Ενώ η ιδιοκτησία των δεδομένων και η ευθύνη για την ακρίβειά τους παραμένουν στα ιδρύματα που τα παράγουν, η ΕΑΤ καθιστά διαθέσιμες στον ιστότοπό της τις πληροφορίες που απαιτείται να δημοσιοποιούνται σύμφωνα με το παρόν μέρος. Το εν λόγω αρχείο παραμένει προσιτό για χρονική περίοδο όχι μικρότερη από τη διάρκεια αποθήκευσης που ορίζεται από την εθνική νομοθεσία για τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στις οικονομικές εκθέσεις των ιδρυμάτων.

    5. Η ΕΑΤ παρακολουθεί τον αριθμό των επισκέψεων στο ενιαίο σημείο πρόσβασης για τις δημοσιοποιήσεις των ιδρυμάτων και συμπεριλαμβάνει τα σχετικά στατιστικά στοιχεία στις ετήσιες εκθέσεις της.»·

    183)το άρθρο 434α τροποποιείται ως εξής:

    α)η πρώτη περίοδος της πρώτης παραγράφου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει ενιαίους μορφότυπους δημοσιοποίησης, σχετικές οδηγίες, πληροφορίες σχετικά με την πολιτική εκ νέου υποβολής και λύσεις ΤΠ για τις δημοσιοποιήσεις που απαιτούνται βάσει των τίτλων ΙΙ και ΙΙΙ.»·

    β)η τέταρτη περίοδος της πρώτης παραγράφου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί η ημερομηνία = ένα έτος μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού].»·

    184)το άρθρο 438 τροποποιείται ως εξής:

    α)το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «β) το ποσό των πρόσθετων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων βάσει της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου που αναφέρεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ για την αντιμετώπιση κινδύνων πέραν του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης και της σύνθεσής της·»·

    α)το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «δ) τα συνολικά ποσά ανοιγμάτων σε κίνδυνο όπως υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 και τις αντίστοιχες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων όπως προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 2, αναλυμένα σύμφωνα με τις διάφορες κατηγορίες και υποκατηγορίες, κατά περίπτωση, κινδύνων ή ανοιγμάτων οι οποίες καθορίζονται στο τρίτο μέρος και, κατά περίπτωση, επεξήγηση της επίδρασης στον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων και των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοίγματος που προκύπτει από την εφαρμογή των κατώτατων ορίων κεφαλαίου και τη μη αφαίρεση στοιχείων από τα ίδια κεφάλαια,»·

    γ)προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο δα):

    «δα) όπου απαιτείται να υπολογιστούν τα ακόλουθα ποσά, το συνολικό ποσό ανοιγμάτων σε κίνδυνο χωρίς εφαρμογή του κατώτατου ορίου ιδίων κεφαλαίων, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 4, και το τυποποιημένο συνολικό ποσό ανοιγμάτων σε κίνδυνο, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 5, αναλυμένα σύμφωνα με τις διάφορες κατηγορίες και υποκατηγορίες, κατά περίπτωση, κινδύνων ή ανοιγμάτων οι οποίες καθορίζονται στο τρίτο μέρος και, κατά περίπτωση, επεξήγηση της επίδρασης στον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων και των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοίγματος που προκύπτει από την εφαρμογή των κατώτατων ορίων κεφαλαίου και τη μη αφαίρεση στοιχείων από τα ίδια κεφάλαια.»·

    185)το άρθρο 445 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 445
    Δημοσιοποίηση ανοιγμάτων σε κίνδυνο αγοράς βάσει της τυποποιημένης προσέγγισης

    1. Τα ιδρύματα που δεν έχουν λάβει άδεια από τις αρμόδιες αρχές να χρησιμοποιούν την προσέγγιση εναλλακτικών εσωτερικών υποδειγμάτων για τον κίνδυνο αγοράς, όπως ορίζεται στο άρθρο 325νβ, και τα οποία χρησιμοποιούν την απλουστευμένη τυποποιημένη προσέγγιση σύμφωνα με το άρθρο 325α ή το τρίτο μέρος τίτλος IV κεφάλαιο 1α, δημοσιοποιούν γενική επισκόπηση των θέσεων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους.

    2. Τα ιδρύματα που υπολογίζουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων τους σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος IV κεφάλαιο 1α δημοσιοποιούν τις συνολικές απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων τους, τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων τους για τις μεθόδους βάσει ευαισθησιών, την επιβάρυνση κινδύνου αθέτησης και τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων τους για τους υπολειπόμενους κινδύνους. Η δημοσιοποίηση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τα μέτρα των μεθόδων βάσει ευαισθησιών και για τον κίνδυνο αθέτησης αναλύεται για τα ακόλουθα μέσα:

    α)χρηματοοικονομικά μέσα πλην μέσων τιτλοποίησης που τηρούνται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, με κατανομή ανά κατηγορία κινδύνου και χωριστό προσδιορισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αθέτησης·

    β)μέσα τιτλοποίησης που δεν τηρούνται στο ACTP, με χωριστό προσδιορισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο πιστωτικού περιθωρίου και των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αθέτησης·

    γ)μέσα τιτλοποίησης που τηρούνται στο ACTP, με χωριστό προσδιορισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο πιστωτικού περιθωρίου και των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αθέτησης.»·

    186)παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 445α:

    «Άρθρο 445α
    Δημοσιοποίηση του κινδύνου CVA

    1. Τα ιδρύματα που υπόκεινται στις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες:

    α)γενική επισκόπηση των διαδικασιών τους για τον προσδιορισμό, τη μέτρηση, την αντιστάθμιση και την παρακολούθηση του κινδύνου CVA·

    β)κατά πόσον τα ιδρύματα πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 273α παράγραφος 2· εάν πληρούνται οι εν λόγω προϋποθέσεις, κατά πόσον τα ιδρύματα έχουν επιλέξει να υπολογίζουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA χρησιμοποιώντας την απλουστευμένη προσέγγιση που ορίζεται στο άρθρο 385· εάν τα ιδρύματα έχουν επιλέξει να υπολογίζουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA χρησιμοποιώντας την απλουστευμένη προσέγγιση, τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA σύμφωνα με την εν λόγω προσέγγιση·

    γ)τον συνολικό αριθμό αντισυμβαλλομένων για τους οποίους χρησιμοποιείται η τυποποιημένη προσέγγιση, με κατανομή ανά είδος αντισυμβαλλομένου.

    2. Τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν την τυποποιημένη προσέγγιση όπως ορίζεται στο άρθρο 383 για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA δημοσιοποιούν, επιπλέον των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τις ακόλουθες πληροφορίες:

    α)τη δομή και την οργάνωση του τμήματος και της διακυβέρνησης εσωτερικής διαχείρισης κινδύνου CVA·

    β)τις συνολικές απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων τους για τον κίνδυνο CVA σύμφωνα με την τυποποιημένη προσέγγιση με κατανομή ανά κατηγορία κινδύνου·

    γ)επισκόπηση των αποδεκτών αντισταθμίσεων που χρησιμοποιούνται στον εν λόγω υπολογισμό, με κατανομή ανά είδος όπως ορίζεται στο άρθρο 386 παράγραφος 2.

    3. Τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν τη βασική προσέγγιση όπως ορίζεται στο άρθρο 384 για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο CVA δημοσιοποιούν επίσης, επιπλέον των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τις ακόλουθες πληροφορίες:

    α)τις συνολικές απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων τους για τον κίνδυνο CVA σύμφωνα με τη βασική προσέγγιση, και τις συνιστώσες και

    β)επισκόπηση των αποδεκτών αντισταθμίσεων που χρησιμοποιούνται στον εν λόγω υπολογισμό, με κατανομή ανά είδος όπως ορίζεται στο άρθρο 386 παράγραφος 3.»·

    187)το άρθρο 446 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 446
    Δημοσιοποίηση του λειτουργικού κινδύνου

    1. Τα ιδρύματα δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες:

    α)τα κύρια χαρακτηριστικά και στοιχεία του πλαισίου τους για τη διαχείριση λειτουργικού κινδύνου·

    β)την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων τους για λειτουργικό κίνδυνο·

    γ)τη συνιστώσα επιχειρηματικού δείκτη υπολογισμένη σύμφωνα με το άρθρο 313·

    δ)τον επιχειρηματικό δείκτη, υπολογισμένο σύμφωνα με το άρθρο 314 παράγραφος 1, και τα ποσά κάθε επιμέρους στοιχείου του επιχειρηματικού δείκτη για καθένα από τα τρία έτη που είναι συναφή για τον υπολογισμό του επιχειρηματικού δείκτη·

    ε)τον αριθμό και τα ποσά των στοιχείων του επιχειρηματικού δείκτη που εξαιρέθηκαν από τον υπολογισμό του επιχειρηματικού δείκτη σύμφωνα με το άρθρο 315 παράγραφος 2, καθώς και τις αντίστοιχες αιτιολογήσεις της εξαίρεσης.

    2. Τα ιδρύματα που υπολογίζουν τις ετήσιες ζημίες τους λειτουργικού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 316 παράγραφος 1 δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες επιπλέον των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1:

    α)τις ετήσιες ζημίες τους λειτουργικού κινδύνου για καθένα από τα τελευταία δέκα έτη, υπολογιζόμενες σύμφωνα με το άρθρο 316 παράγραφος 1·

    β)τον αριθμό και τα ποσά των ζημιών λειτουργικό κινδύνου που εξαιρέθηκαν από τον υπολογισμό της ετήσιας ζημίας λειτουργικού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 320 παράγραφος 1, και τις αντίστοιχες αιτιολογήσεις της εν λόγω εξαίρεσης.»·

    188)το άρθρο 447 τροποποιείται ως εξής:

    α)το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «α)    τη σύνθεση όσον αφορά τα ίδια κεφάλαιά τους και τους δείκτες κεφαλαίου τους βάσει κινδύνου όπως υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 2,»·

    β)προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο αα):

    «αα) κατά περίπτωση, τους δείκτες κεφαλαίου βάσει κινδύνου, όπως υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 2, με τη χρήση των συνολικών ποσών ανοιγμάτων σε κίνδυνο χωρίς εφαρμογή του κατώτατου ορίου ιδίων κεφαλαίων αντί των συνολικών ποσών ανοιγμάτων σε κίνδυνο,»·

    γ)το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «β)    τα συνολικά ποσά ανοιγμάτων σε κίνδυνο όπως υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, τα συνολικά ποσά ανοιγμάτων σε κίνδυνο χωρίς εφαρμογή του κατώτατου ορίου ιδίων κεφαλαίων, όπως υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 4,»·

    δ)το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «δ)    τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας που τα ιδρύματα υποχρεούνται να κατέχουν σύμφωνα με τον τίτλο VII κεφάλαιο 4 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ,»·

    189)το άρθρο 449α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 449α
    Δημοσιοποίηση περιβαλλοντικών, κοινωνικών και σχετικών με τη διακυβέρνηση κινδύνων (κίνδυνοι ΠΚΔ)

    Τα ιδρύματα δημοσιοποιούν πληροφορίες σχετικά με τους κινδύνους ΠΚΔ, συμπεριλαμβανομένων των υλικών κινδύνων και των κινδύνων μετάβασης.

    Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο δημοσιοποιούνται σε ετήσια βάση από μικρά και μη πολύπλοκα ιδρύματα και σε εξαμηνιαία βάση από άλλα ιδρύματα.

    Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που καθορίζουν ενιαίους μορφότυπους δημοσιοποίησης για τους κινδύνους ΠΚΔ, όπως προβλέπεται στο άρθρο 434α, διασφαλίζοντας ότι αυτοί οι μορφότυποι συνάδουν με την αρχή της αναλογικότητας και την τηρούν. Για τα μικρά και μη πολύπλοκα ιδρύματα, οι μορφότυποι δεν απαιτούν τη δημοσιοποίηση πληροφοριών πέραν εκείνων που πρέπει να υποβάλλονται στις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 430 παράγραφος 1 στοιχείο η).»·

    190)στο άρθρο 451 παράγραφος 1, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο στ):

    «στ)    το ποσό των πρόσθετων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων βάσει της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου που αναφέρεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης και της σύνθεσής της.»·

    191)το άρθρο 455 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 455
    Χρήση εσωτερικών υποδειγμάτων για τον κίνδυνο αγοράς

    1. Ένα ίδρυμα που χρησιμοποιεί τα εσωτερικά υποδείγματα που αναφέρονται στο άρθρο 325νβ για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς δημοσιοποιεί:

    α)τους στόχους του ιδρύματος κατά την ανάληψη δραστηριοτήτων διαπραγμάτευσης και τις διαδικασίες που εφαρμόζονται για τον προσδιορισμό, τη μέτρηση, την παρακολούθηση και τον έλεγχο των κινδύνων αγοράς του ιδρύματος·

    β)τις πολιτικές που αναφέρονται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 για τον προσδιορισμό της θέσης που πρέπει να περιλαμβάνεται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών·

    γ)γενική περιγραφή της δομής των μονάδων διαπραγμάτευσης που καλύπτονται από τα εσωτερικά υποδείγματα που αναφέρονται στο άρθρο 325νβ, συμπεριλαμβανομένης, για κάθε μονάδα, γενικής περιγραφής της επιχειρηματικής στρατηγικής της μονάδας, των μέσων που επιτρέπονται στο πλαίσιο αυτής και των κύριων ειδών κινδύνου σε σχέση με την εν λόγω μονάδα·

    δ)γενική επισκόπηση των θέσεων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών που δεν καλύπτονται από τα εσωτερικά υποδείγματα που αναφέρονται στο άρθρο 325λθ, συμπεριλαμβανομένης γενικής περιγραφής της δομής των μονάδων και του είδους των μέσων που περιλαμβάνονται στις μονάδες ή στις κατηγορίες μονάδων σύμφωνα με το άρθρο 104β·

    ε)τη δομή και την οργάνωση του τμήματος και της διακυβέρνησης διαχείρισης κινδύνου αγοράς·

    στ)το πεδίο εφαρμογής, τα κύρια χαρακτηριστικά και τις βασικές επιλογές υποδειγματοποίησης των διαφόρων εσωτερικών υποδειγμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 325νβ και χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των ποσών ανοιγμάτων σε κίνδυνο για τα κύρια υποδείγματα που χρησιμοποιούνται σε ενοποιημένο επίπεδο, και περιγραφή του βαθμού στον οποίο τα εν λόγω εσωτερικά υποδείγματα αντιπροσωπεύουν όλα τα υποδείγματα που χρησιμοποιούνται σε ενοποιημένο επίπεδο, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, των εξής:

    i)γενική περιγραφή της προσέγγισης ανάπτυξης υποδειγμάτων που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της αναμενόμενης ζημίας που αναφέρεται στο άρθρο 325νγ παράγραφος 1 στοιχείο α), συμπεριλαμβανομένης της συχνότητας επικαιροποίησης των δεδομένων,

    ii)γενική περιγραφή της μεθοδολογίας που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του μέτρου του κινδύνου σεναρίου ακραίων καταστάσεων που αναφέρεται στο άρθρο 325νγ παράγραφος 1 στοιχείο β), εκτός από τις προδιαγραφές που προβλέπονται στο άρθρο 325ξγ παράγραφος 3·

    iii)γενική περιγραφή της προσέγγισης ανάπτυξης υποδειγμάτων που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της επιβάρυνσης κινδύνου αθέτησης που αναφέρεται στο άρθρο 325νγ παράγραφος 2 συμπεριλαμβανομένης της συχνότητας επικαιροποίησης των δεδομένων.

    2. Τα ιδρύματα δημοσιοποιούν σε συγκεντρωτική βάση για όλες τις μονάδες διαπραγμάτευσης που καλύπτονται από τα εσωτερικά υποδείγματα που αναφέρονται στο άρθρο 325νβ τις ακόλουθες συνιστώσες, κατά περίπτωση:

    α)την πιο πρόσφατη τιμή καθώς και την υψηλότερη, τη χαμηλότερη και τη μέση τιμή των προηγούμενων 60 εργάσιμων ημερών όσον αφορά:

    i)το χωρίς περιορισμούς μέτρο αναμενόμενης ζημίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 325νδ παράγραφος 1,

    ii)το χωρίς περιορισμούς μέτρο αναμενόμενης ζημίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 325νδ παράγραφος 1 για κάθε κανονιστική ευρεία κατηγορία παράγοντα κινδύνου·

    β)την πιο πρόσφατη τιμή καθώς και τη μέση τιμή των προηγούμενων 60 εργάσιμων ημερών όσον αφορά:

    i)το μέτρο κινδύνου αναμενόμενης ζημίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 325νδ παράγραφος 1,

    ii)το μέτρο κινδύνου σεναρίου ακραίων καταστάσεων, όπως ορίζεται στο άρθρο 325νγ παράγραφος 1 στοιχείο β),

    iii)την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αθέτησης, όπως ορίζεται στο άρθρο 325νγ παράγραφος 2·

    iv)το άθροισμα των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, όπως ορίζονται στο άρθρο 325νγ παράγραφοι 1 και 2, συμπεριλαμβανομένου του εφαρμοστέου πολλαπλασιαστικού συντελεστή·

    γ)τον αριθμό των υπερβάσεων του δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου κατά τις τελευταίες 250 εργάσιμες ημέρες στο 99ο εκατοστημόριο, όπως αναφέρεται στο άρθρο 325νη παράγραφος 1 στοιχεία α) και β), χωριστά.

    4. Τα ιδρύματα δημοσιοποιούν σε συγκεντρωτική βάση για όλες τις μονάδες διαπραγμάτευσης τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για κινδύνους αγοράς που θα υπολογίζονταν σύμφωνα με τον παρόντα τίτλο κεφάλαιο 1α εάν δεν είχε χορηγηθεί στα ιδρύματα άδεια να χρησιμοποιούν τα εσωτερικά τους υποδείγματα για αυτές τις μονάδες διαπραγμάτευσης.»·

    192)το άρθρο 458 τροποποιείται ως εξής:

    α)η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «6. Τα κράτη μέλη, όταν αναγνωρίζουν τα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο, ειδοποιούν το ΕΣΣΚ. Το ΕΣΣΚ διαβιβάζει τις εν λόγω γνωστοποιήσεις χωρίς καθυστέρηση στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στην ΕΑΤ, στο ΕΣΣΚ και στο κράτος μέλος στο οποίο ανατίθεται εφαρμογή των μέτρων.»·

    β)η παράγραφος 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «9. Πριν από τη λήξη της άδειας που έχει δοθεί σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 4, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, σε διαβούλευση με το ΕΣΣΚ, την ΕΑΤ και την Επιτροπή, επανεξετάζει την κατάσταση και μπορεί να εκδώσει, σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στις παραγράφους 2 και 4, νέα απόφαση για την παράταση της περιόδου εφαρμογής των εθνικών μέτρων για έως και δύο επιπλέον έτη κάθε φορά.»·

    193)το άρθρο 461α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 461α
    Απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για τους κινδύνους αγοράς

    «Η Επιτροπή παρακολουθεί την εφαρμογή των διεθνών προτύπων σχετικά με τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς σε τρίτες χώρες. Όταν παρατηρούνται σημαντικές διαφορές μεταξύ της εφαρμογής των εν λόγω διεθνών προτύπων από την Ένωση και από τρίτες χώρες, μεταξύ άλλων όσον αφορά τον αντίκτυπο των κανόνων στις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και τη θέση τους σε εφαρμογή, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με το άρθρο 462 για την τροποποίηση του παρόντος κανονισμού:

    α)εφαρμόζοντας, όπου είναι αναγκαίο για την εξασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού, πολλαπλασιαστή ίσο ή μεγαλύτερο του 0 και μικρότερο του 1 στις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων των ιδρυμάτων για τον κίνδυνο αγοράς, που υπολογίζονται για συγκεκριμένες κατηγορίες κινδύνου και ειδικούς παράγοντες κινδύνου με τη χρήση μιας από τις προσεγγίσεις που αναφέρονται στο άρθρο 325 παράγραφος 1, και ορίζονται:

    i)στα άρθρα 325γ έως 325να, προσδιορίζοντας την εναλλακτική τυποποιημένη προσέγγιση,

    ii)στα άρθρα 325νβ έως 325βξη, προσδιορίζοντας την εναλλακτική προσέγγιση εσωτερικών υποδειγμάτων,

    iii)στα άρθρα 326 έως 361, προσδιορίζοντας την απλουστευμένη τυποποιημένη προσέγγιση, για την αντιστάθμιση των διαφορών που παρατηρούνται μεταξύ των κανόνων τρίτων χωρών και των κανόνων του δικαίου της Ένωσης·

    β)αναβάλλοντας κατά δύο έτη την ημερομηνία από την οποία τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς που ορίζονται στο τρίτο μέρος τίτλος IV ή οποιαδήποτε από τις προσεγγίσεις υπολογισμού των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αγοράς που αναφέρονται στο άρθρο 325 παράγραφος 1.»·

    194)παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 461β:

    «Άρθρο 461β
    Προληπτική αντιμετώπιση των κρυπτοστοιχείων

    Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2025, η Επιτροπή επανεξετάζει κατά πόσον θα πρέπει να αναπτυχθεί ειδική προληπτική αντιμετώπιση για ανοίγματα σε κρυπτοστοιχεία και, αφού ζητήσει τη γνώμη της ΕΑΤ και λαμβανομένων υπόψη των διεθνών εξελίξεων, υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, συνοδευόμενη, κατά περίπτωση, από νομοθετική πρόταση.»·

    195)το άρθρο 462 τροποποιείται ως εξής:

    α)οι παράγραφοι 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «2. Η εξουσία έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση πράξεων που προβλέπεται στο άρθρο 244 παράγραφος 6, στο άρθρο 245 παράγραφος 6, στα άρθρα 456 έως 460 και στα άρθρα 461α και 461β ανατίθεται στην Επιτροπή για αόριστο χρονικό διάστημα από την 28η Ιουνίου 2013.

    3. Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 244 παράγραφος 6, στο άρθρο 245 παράγραφος 6, στα άρθρα 456 έως 460 και στα άρθρο 461α και 461β μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.»·

    β)η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «6. «Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 244 παράγραφος 6, του άρθρου 245 παράγραφος 6, των άρθρων 456 έως 460 και των άρθρου 461α και 461β τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός τριών μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά τρεις μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.»·

    196)το άρθρο 465 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 465
    Μεταβατικές ρυθμίσεις για το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων

    1. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 92 παράγραφοι 3 και 6, τα μητρικά ιδρύματα, οι μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, οι μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, τα αυτόνομα ιδρύματα εντός της ΕΕ ή τα αυτόνομα θυγατρικά ιδρύματα σε κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν τον ακόλουθο συντελεστή «x» κατά τον υπολογισμό του TREA:

    α)50 % κατά την περίοδο από 1 Ιανουαρίου 2025 έως 31 Δεκεμβρίου 2025·

    β)55 % κατά την περίοδο από 1 Ιανουαρίου 2026 έως 31 Δεκεμβρίου 2026·

    γ)60 % κατά την περίοδο από 1 Ιανουαρίου 2027 έως 31 Δεκεμβρίου 2027·

    δ)65 % κατά την περίοδο από 1 Ιανουαρίου 2028 έως 31 Δεκεμβρίου 2028·

    ε)70 % κατά την περίοδο από 1 Ιανουαρίου 2029 έως 31 Δεκεμβρίου 2029·

    2. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 92 παράγραφος 3 στοιχείο α), τα μητρικά ιδρύματα εντός της ΕΕ, οι μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εντός της ΕΕ ή οι μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εντός της ΕΕ, τα αυτόνομα ιδρύματα εντός της ΕΕ ή τα αυτόνομα θυγατρικά ιδρύματα σε κράτη μέλη μπορούν, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2029, να εφαρμόζουν τον ακόλουθο τύπο κατά τον υπολογισμό του TREA:

    Για τους σκοπούς του υπολογισμού αυτού, τα μητρικά ιδρύματα εντός της ΕΕ, οι μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εντός της ΕΕ ή οι μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εντός της ΕΕ λαμβάνουν υπόψη τους σχετικούς συντελεστές «x» που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

    3. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 92 παράγραφος 5 στοιχείο α) σημείο i), τα μητρικά ιδρύματα, οι μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή οι μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, τα αυτόνομα ιδρύματα εντός της ΕΕ ή τα αυτόνομα θυγατρικά ιδρύματα σε κράτη μέλη μπορούν, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2032, να εφαρμόζουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου 65 % σε ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων για τα οποία δεν υπάρχει πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο για τον σκοπό αυτό ΕΟΠΑ, υπό την προϋπόθεση ότι η εκτίμηση της PD αυτών των ανοιγμάτων από την εν λόγω οντότητα, υπολογιζόμενη σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 3, δεν υπερβαίνει το 0,5 %.

    Η ΕΑΤ παρακολουθεί τη χρήση της μεταβατικής αντιμετώπισης που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο και τη διαθεσιμότητα πιστοληπτικών αξιολογήσεων από καθορισμένους για τον σκοπό αυτό ΕΟΠΑ για ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων. Η ΕΑΤ υποβάλλει τα συμπεράσματά της στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2028.

    Με βάση την έκθεση αυτή και λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τα σχετικά διεθνώς συμφωνημένα πρότυπα που έχει αναπτύξει η BCBS, η Επιτροπή υποβάλλει, κατά περίπτωση, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο νομοθετική πρόταση έως τις 31 Δεκεμβρίου 2031.

    4. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 92 παράγραφος 5 στοιχείο α) σημείο iv), τα μητρικά ιδρύματα, οι μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή οι μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, τα αυτόνομα ιδρύματα εντός της ΕΕ ή τα αυτόνομα θυγατρικά ιδρύματα σε κράτη μέλη αντικαθιστούν, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2029, το άλφα με 1 στον υπολογισμό της αξίας ανοίγματος για τις συμβάσεις που απαριθμούνται στο παράρτημα II σύμφωνα με τις προσεγγίσεις που προβλέπονται στο τρίτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 6 τμήματα 3 και 4, όταν οι ίδιες αξίες ανοίγματος υπολογίζονται σύμφωνα με την προσέγγιση που ορίζεται στο τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 3 τμήμα 6 για τους σκοπούς του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο χωρίς εφαρμογή του κατώτατου ορίου ιδίων κεφαλαίων.

    Η Επιτροπή μπορεί, λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση της ΕΑΤ που αναφέρεται στο άρθρο 514, να εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με το άρθρο 462 για τη μόνιμη τροποποίηση της τιμής του άλφα, κατά περίπτωση.

    5. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 92 παράγραφος 5 στοιχείο α) σημείο i), τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στα μητρικά ιδρύματα, στις μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή στις μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, στα αυτόνομα ιδρύματα εντός της ΕΕ ή στα αυτόνομα θυγατρικά ιδρύματα σε κράτη μέλη να εφαρμόζουν τους ακόλουθους συντελεστές στάθμισης, υπό τον όρο ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του δεύτερου εδαφίου:

    α)έως τις 31 Δεκεμβρίου 2032, συντελεστή στάθμισης κινδύνου 10 % στο τμήμα των ανοιγμάτων που εξασφαλίζονται με υποθήκες επί ακινήτων κατοικίας έως και το 55 % της αξίας του ακινήτου που απομένει μετά την αφαίρεση τυχόν εμπράγματων ασφαλειών υψηλότερης ή ίσης εξοφλητική προτεραιότητας που δεν κατέχονται από το ίδρυμα·

    β)έως τις 31 Δεκεμβρίου 2029, συντελεστή στάθμισης κινδύνου 45 % σε οποιοδήποτε υπόλοιπο μέρος των ανοιγμάτων που εξασφαλίζονται με υποθήκες επί ακινήτων κατοικίας έως και το 80 % της αξίας του ακινήτου που απομένει μετά την αφαίρεση τυχόν εμπράγματων ασφαλειών υψηλότερης ή ίσης εξοφλητικής προτεραιότητας που δεν κατέχει το ίδρυμα, υπό την προϋπόθεση ότι δεν εφαρμόζεται η προσαρμογή στις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για πιστωτικό κίνδυνο που αναφέρεται στο άρθρο 501.

    Για τους σκοπούς της εφαρμογής των συντελεστών στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)τα αποδεκτά ανοίγματα βρίσκονται στο κράτος μέλος που έκανε χρήση της ευχέρειας·

    β)την τελευταία εξαετία οι ζημίες του ιδρύματος από το τμήμα αυτών των ανοιγμάτων έως και το 55 % της αξίας του ακινήτου δεν υπερβαίνουν κατά μέσο όρο το 0,25 % του συνολικού ποσού, σε όλα αυτά τα ανοίγματα, των πιστωτικών υποχρεώσεων που εκκρεμούν σε ένα δεδομένο έτος·

    γ)για τα αποδεκτά ανοίγματα, το ίδρυμα έχει αμφότερες τις ακόλουθες απαιτήσεις σε περίπτωση αθέτησης ή μη πληρωμής από τον πιστούχο:

    i)απαίτηση επί του ακινήτου κατοικίας που εξασφαλίζει το άνοιγμα·

    ii)απαίτηση επί των λοιπών περιουσιακών στοιχείων και εσόδων του πιστούχου·

    δ)η αρμόδια αρχή έχει επαληθεύσει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις των στοιχείων α), β) και γ).

    Εάν έχει γίνει χρήση της ευχέρειας που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο και πληρούνται όλες οι σχετικές προϋποθέσεις του δεύτερου εδαφίου, τα ιδρύματα μπορούν να εφαρμόζουν τους ακόλουθους συντελεστές στάθμισης στο υπόλοιπο μέρος των ανοιγμάτων που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο στοιχείο β) έως τις 31 Δεκεμβρίου 2032:

    α)52,5 % κατά την περίοδο από 1 Ιανουαρίου 2030 έως 31 Δεκεμβρίου 2030·

    β)60 % κατά την περίοδο από 1 Ιανουαρίου 2031 έως 31 Δεκεμβρίου 2031·

    γ)67,5 % κατά την περίοδο από 1 Ιανουαρίου 2032 έως 31 Δεκεμβρίου 2032.

    Όταν τα κράτη μέλη κάνουν χρήση της ευχέρειας αυτής, ενημερώνουν την ΕΑΤ και τεκμηριώνουν την απόφασή τους. Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην ΕΑΤ τις λεπτομέρειες όλων των επαληθεύσεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο γ).

    Η ΕΑΤ παρακολουθεί τη χρήση της μεταβατικής αντιμετώπισης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο και υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2028 σχετικά με την καταλληλότητα των σχετικών συντελεστών στάθμισης κινδύνου.

    Με βάση την έκθεση αυτή και λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τα σχετικά διεθνώς συμφωνημένα πρότυπα που έχει αναπτύξει η BCBS, η Επιτροπή υποβάλλει, κατά περίπτωση, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο νομοθετική πρόταση έως τις 31 Δεκεμβρίου 2031.»·

    197)παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 494δ:

    «Άρθρο 494δ
    Επαναφορά από την προσέγγιση IRB στην τυποποιημένη προσέγγιση

    Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 149 παράγραφοι 1, 2 και 3, ένα ίδρυμα μπορεί, από την 1 Ιανουαρίου 2025 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2027, να επανέλθει στην τυποποιημένη προσέγγιση για μία ή περισσότερες από τις κατηγορίες ανοιγμάτων που προβλέπονται στο άρθρο 147 παράγραφος 2, εφόσον πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α)το ίδρυμα υπήρχε ήδη στις [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί η ημερομηνία = μία ημέρα πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος τροποποιητικού κανονισμού] και είχε λάβει άδεια από την αρμόδια αρχή του να αντιμετωπίζει τις εν λόγω κατηγορίες ανοιγμάτων βάσει της προσέγγισης IRB·

    β)το ίδρυμα ζητεί επαναφορά στην τυποποιημένη προσέγγιση μόνο μία φορά κατά τη διάρκεια της εν λόγω τριετούς περιόδου·

    γ)το αίτημα για επαναφορά στην τυποποιημένη προσέγγιση δεν υποβάλλεται με σκοπό την επιλογή ευνοϊκότερου εποπτικού πλαισίου·

    δ)το ίδρυμα έχει γνωστοποιήσει επισήμως στην αρμόδια αρχή ότι επιθυμεί να επανέλθει στην τυποποιημένη προσέγγιση για τις εν λόγω κατηγορίες ανοιγμάτων τουλάχιστον έξι μήνες πριν να επανέλθει στην εν λόγω προσέγγιση·

    ε)η αρμόδια αρχή δεν έχει αντιταχθεί στο αίτημα του ιδρύματος για την εν λόγω επαναφορά εντός τριών μηνών από την παραλαβή της γνωστοποίησης που αναφέρεται στο στοιχείο δ).»·

    198)το άρθρο 495 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 495
    Αντιμετώπιση των ανοιγμάτων σε μετοχές δυνάμει της προσέγγισης ΠΕΔ

    1. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 107 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, τα ιδρύματα που έχουν λάβει την άδεια να εφαρμόζουν την προσέγγιση εσωτερικών διαβαθμίσεων για τον υπολογισμό του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ποσού ανοίγματος για ανοίγματα σε μετοχές υπολογίζουν, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2029, το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό ανοίγματος για κάθε άνοιγμα σε μετοχές για το οποίο έχουν λάβει την άδεια να εφαρμόζουν την προσέγγιση εσωτερικών διαβαθμίσεων ως το υψηλότερο από τα ακόλουθα:

    α)το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό ανοίγματος υπολογιζόμενο σύμφωνα με το άρθρο 495α παράγραφοι 1 και 2·

    β)το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό ανοίγματος υπολογιζόμενο δυνάμει του παρόντος κανονισμού ως είχε πριν από την [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί η ημερομηνία = ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος τροποποιητικού κανονισμού].

    2. Αντί να εφαρμόζουν την αντιμετώπιση που προβλέπεται στην παράγραφο 1, τα ιδρύματα που έχουν λάβει την άδεια να εφαρμόζουν την προσέγγιση εσωτερικών διαβαθμίσεων για τον υπολογισμό του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ποσού ανοίγματος για ανοίγματα σε μετοχές μπορούν να επιλέξουν να εφαρμόζουν την αντιμετώπιση που προβλέπεται στο άρθρο 133 και τις μεταβατικές ρυθμίσεις του άρθρου 495α σε όλα τα ανοίγματά τους σε μετοχές ανά πάσα στιγμή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2029.

    Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, δεν ισχύουν οι προϋποθέσεις για επαναφορά στη χρήση λιγότερο εξελιγμένων προσεγγίσεων που καθορίζονται στο άρθρο 149.

    3. Τα ιδρύματα που εφαρμόζουν την αντιμετώπιση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 υπολογίζουν την EL σύμφωνα με το άρθρο 158 παράγραφοι 7, 8 ή 9, κατά περίπτωση, όπως οι παράγραφοι αυτοί ίσχυαν την 1η Ιανουαρίου 2021.

    4. Εάν τα ιδρύματα ζητήσουν την άδεια να εφαρμόζουν την προσέγγιση ΠΕΔ για τον υπολογισμό του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ποσού ανοίγματος για ανοίγματα σε μετοχές, οι αρμόδιες αρχές δεν χορηγούν την εν λόγω άδεια μετά την [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί η ημερομηνία = ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού].»·

    199)παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα 495α, 495β και 495δ:

    «Άρθρο 495α
    Μεταβατικές ρυθμίσεις για τα ανοίγματα σε μετοχές

    1. Κατά παρέκκλιση από την αντιμετώπιση που προβλέπεται στο άρθρο 133 παράγραφος 3, στα ανοίγματα σε μετοχές εφαρμόζονται οι ακόλουθοι συντελεστές στάθμισης κινδύνου:

    α)100 % κατά την περίοδο από 1 Ιανουαρίου 2025 έως 31 Δεκεμβρίου 2025·

    β)130 % κατά την περίοδο από 1 Ιανουαρίου 2026 έως 31 Δεκεμβρίου 2026·

    γ)160 % κατά την περίοδο από 1 Ιανουαρίου 2027 έως 31 Δεκεμβρίου 2027·

    δ)190 % κατά την περίοδο από 1 Ιανουαρίου 2028 έως 31 Δεκεμβρίου 2028·

    ε)220 % κατά την περίοδο από 1 Ιανουαρίου 2029 έως 31 Δεκεμβρίου 2029.

    2. Κατά παρέκκλιση από την αντιμετώπιση που προβλέπεται στο άρθρο 133 παράγραφος 4, στα ανοίγματα σε μετοχές εφαρμόζονται οι ακόλουθοι συντελεστές στάθμισης κινδύνου:

    α)100 % κατά την περίοδο από 1 Ιανουαρίου 2025 έως 31 Δεκεμβρίου 2025·

    β)160 % κατά την περίοδο από 1 Ιανουαρίου 2026 έως 31 Δεκεμβρίου 2026·

    γ)220 % κατά την περίοδο από 1 Ιανουαρίου 2027 έως 31 Δεκεμβρίου 2027·

    δ)280 % κατά την περίοδο από 1 Ιανουαρίου 2028 έως 31 Δεκεμβρίου 2028·

    ε)340 % κατά την περίοδο από 1 Ιανουαρίου 2029 έως 31 Δεκεμβρίου 2029.

    3. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 133, τα ιδρύματα μπορούν να συνεχίσουν να εφαρμόζουν τον ίδιο συντελεστή στάθμισης κινδύνου που εφαρμοζόταν στις [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί η ημερομηνία = μία ημέρα πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος τροποποιητικού κανονισμού] στα ανοίγματα σε μετοχές για οντότητες των οποίων ήταν μέτοχοι στις [ημερομηνία έκδοσης] επί έξι συναπτά έτη και επί των οποίων ασκούν σημαντική επιρροή κατά την έννοια της οδηγίας 2013/34/ΕΕ, ή των λογιστικών προτύπων στα οποία υπόκειται ένα ίδρυμα δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002, ή παρεμφερούς σχέσης μεταξύ οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και επιχείρησης.

    Άρθρο 495β
    Μεταβατικές ρυθμίσεις για τα ανοίγματα ειδικού δανεισμού

    1.    Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 161 παράγραφος 4, οι κατώτατες τιμές LGD που εφαρμόζονται σε ανοίγματα ειδικού δανεισμού που αντιμετωπίζονται βάσει της προσέγγισης ΠΕΔ, όταν χρησιμοποιούνται εσωτερικές εκτιμήσεις της LGD, είναι οι ισχύουσες κατώτατες τιμές LGD που προβλέπονται στο άρθρο 161 παράγραφος 4, πολλαπλασιαζόμενα επί τους ακόλουθους συντελεστές:

    α)50 % κατά την περίοδο από 1 Ιανουαρίου 2025 έως 31 Δεκεμβρίου 2027·

    β)80 % κατά την περίοδο από 1 Ιανουαρίου 2028 έως 31 Δεκεμβρίου 2028·

    γ)100 % κατά την περίοδο από 1 Ιανουαρίου 2029 έως 31 Δεκεμβρίου 2029.

    2. Η ΕΑΤ καταρτίζει έκθεση σχετικά με την κατάλληλη βαθμονόμηση των παραμέτρων κινδύνου που εφαρμόζονται στα ανοίγματα ειδικού δανεισμού βάσει της προσέγγισης ΠΕΔ, και ιδίως σχετικά με τις εσωτερικές εκτιμήσεις της LGD και των κατώτατων τιμών LGD. Ειδικότερα, η ΕΑΤ περιλαμβάνει στην έκθεσή της δεδομένα σχετικά με τον μέσο αριθμό αθετήσεων και πραγματοποιηθεισών ζημιών που παρατηρήθηκαν στην Ένωση για διάφορα δείγματα ιδρυμάτων με διαφορετικά επιχειρηματικά προφίλ και προφίλ κινδύνου.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει την έκθεση με τα πορίσματά της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2025.

    Βάσει της εν λόγω έκθεσης, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να τροποποιήσει τον παρόντα κανονισμό με την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, κατά περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 462, για την τροποποίηση της αντιμετώπισης που εφαρμόζεται στα ανοίγματα ειδικού δανεισμού βάσει του τρίτου μέρους τίτλος ΙΙ.»·

    Άρθρο 495γ
    Μεταβατικές ρυθμίσεις για τα ανοίγματα σε μίσθωση ως τεχνική μείωσης του πιστωτικού κινδύνου συνόλου ανοιγμάτων

    1. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 230, η εφαρμοστέα τιμή του Hc  που αντιστοιχεί σε «άλλες εμπράγματες εξασφαλίσεις» για τα ανοίγματα που αναφέρονται στο άρθρο 199 παράγραφος 7, όταν το μισθωμένο ακίνητο αντιστοιχεί στο είδος «άλλη εμπράγματη εξασφάλιση» της χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας, είναι η τιμή του Hc  για «άλλες εμπράγματες εξασφαλίσεις» που προβλέπεται στο άρθρο 230 παράγραφος 2 πίνακας 1, πολλαπλασιαζόμενη επί τους ακόλουθους συντελεστές:

    α)50 % κατά την περίοδο από 1 Ιανουαρίου 2025 έως 31 Δεκεμβρίου 2027·

    β)80 % κατά την περίοδο από 1 Ιανουαρίου 2028 έως 31 Δεκεμβρίου 2028·

    γ)100 % κατά την περίοδο από 1 Ιανουαρίου 2029 έως 31 Δεκεμβρίου 2029.

    2. Η ΕΑΤ καταρτίζει έκθεση σχετικά με τις κατάλληλες βαθμονομήσεις των παραμέτρων κινδύνου που συνδέονται με τα ανοίγματα μίσθωσης βάσει της προσέγγισης ΠΕΔ, και ιδίως σχετικά με τα LGDs και Hc που προβλέπονται στο άρθρο 230. Ειδικότερα, η ΕΑΤ περιλαμβάνει στην έκθεσή της δεδομένα σχετικά με τον μέσο αριθμό αθετήσεων και πραγματοποιηθεισών ζημιών που παρατηρήθηκαν στην Ένωση για ανοίγματα που συνδέονται με διάφορα είδη μισθωμένων ακινήτων και διάφορα είδη ιδρυμάτων που ασκούν δραστηριότητες μίσθωσης.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει την έκθεση με τα πορίσματά της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή έως τις 30 Ιουνίου 2026.

    Βάσει της εν λόγω έκθεσης, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να τροποποιήσει τον παρόντα κανονισμό με την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, κατά περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 462, για την τροποποίηση της αντιμετώπισης που εφαρμόζεται στα ανοίγματα που προκύπτουν από μίσθωση βάσει του τρίτου μέρους τίτλος ΙΙ.»·

    Άρθρο 495δ
    Μεταβατικές ρυθμίσεις για τις άνευ όρων ακυρώσιμες πιστοδοτήσεις

    1. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 111 παράγραφος 2, τα ιδρύματα υπολογίζουν την αξία ανοίγματος ενός στοιχείου εκτός ισολογισμού υπό τη μορφή άνευ όρων ακυρώσιμων πιστοδοτήσεων πολλαπλασιάζοντας το ποσοστό που προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο επί τους ακόλουθους συντελεστές:

    α)0 % κατά την περίοδο από 1 Ιανουαρίου 2025 έως 31 Δεκεμβρίου 2029·

    β)25 % κατά την περίοδο από 1 Ιανουαρίου 2030 έως 31 Δεκεμβρίου 2030·

    γ)50 % κατά την περίοδο από 1 Ιανουαρίου 2031 έως 31 Δεκεμβρίου 2031·

    δ)75 % κατά την περίοδο από 1 Ιανουαρίου 2032 έως 31 Δεκεμβρίου 2032.

    2. Η ΕΑΤ καταρτίζει έκθεση για να αξιολογήσει αν η παρέκκλιση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) θα πρέπει να παραταθεί πέραν της 31ης Δεκεμβρίου 2032 και, εφόσον απαιτείται, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα πρέπει να διατηρηθεί η εν λόγω παρέκκλιση.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει την έκθεση με τα πορίσματά της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2028.

    Με βάση την έκθεση αυτή και λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τα σχετικά διεθνώς συμφωνημένα πρότυπα που έχει αναπτύξει η BCBS, η Επιτροπή υποβάλλει, κατά περίπτωση, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο νομοθετική πρόταση έως τις 31 Δεκεμβρίου 2031.»·

    200)στο άρθρο 501 παράγραφος 2, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «β) η ΜΜΕ έχει την έννοια που ορίζεται στο άρθρο 5 σημείο 8),»·

    201)το άρθρο 501α παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

    α)το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «α) το άνοιγμα κατατάσσεται στην κατηγορία ανοίγματος έναντι επιχειρήσεων που αναφέρεται είτε στο άρθρο 112 στοιχείο ζ) είτε στο άρθρο 147 παράγραφος 2 στοιχείο γ), με εξαίρεση τα ανοίγματα σε αθέτηση,»·

    β)το στοιχείο στ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «στ) ο κίνδυνος αναχρηματοδότησης του ανοίγματος από τον οφειλέτη είναι χαμηλός ή επαρκώς μειωμένος, λαμβανομένων υπόψη τυχόν επιδοτήσεων, επιχορηγήσεων ή χρηματοδοτήσεων παρεχόμενων από μία ή περισσότερες από τις οντότητες που παρατίθενται στην παράγραφο 2 στοιχείο β) σημεία i) και ii),»·

    202)το άρθρο 501γ αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 501γ
    Προληπτική αντιμετώπιση ανοιγμάτων σε περιβαλλοντικούς και/ή κοινωνικούς παράγοντες

    Κατόπιν διαβούλευσης με το ΕΣΣΚ, η ΕΑΤ εκτιμά, με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα και τα πορίσματα της ομάδας εμπειρογνωμόνων υψηλού επιπέδου της Επιτροπής για την αειφόρο χρηματοδότηση, κατά πόσον θα ήταν δικαιολογημένη ειδική προληπτική αντιμετώπιση ανοιγμάτων σχετιζόμενων με στοιχεία ενεργητικού, συμπεριλαμβανομένων τιτλοποιήσεων, ή δραστηριότητες που υφίστανται επιπτώσεις από περιβαλλοντικούς και/ή κοινωνικούς παράγοντες. Ειδικότερα, η ΕΑΤ εκτιμά:

    α)μεθοδολογίες για την εκτίμηση της πραγματικής επικινδυνότητας ανοιγμάτων σχετιζόμενων με στοιχεία ενεργητικού και δραστηριότητες που υφίστανται επιπτώσεις από περιβαλλοντικούς και/ή κοινωνικούς παράγοντες σε σύγκριση με την επικινδυνότητα άλλων ανοιγμάτων,

    β)την ανάπτυξη κατάλληλων κριτηρίων για την εκτίμηση των υλικών κινδύνων και των κινδύνων μετάβασης, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων που σχετίζονται με την απόσβεση στοιχείων ενεργητικού λόγω ρυθμιστικών αλλαγών,

    γ)τις πιθανές βραχυπρόθεσμες, μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις ειδικής προληπτικής αντιμετώπισης ανοιγμάτων σχετιζόμενων με στοιχεία ενεργητικού και δραστηριότητες που υφίστανται επιπτώσεις από περιβαλλοντικούς και/ή κοινωνικούς στόχους στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τον τραπεζικό δανεισμό στην Ένωση.

    Η ΕΑΤ υποβάλλει έκθεση με τα πορίσματά της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή έως τις 28 Ιουνίου 2023.»·

    203)τα άρθρα 505 και 506 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 505
    Επανεξέταση της χρηματοδότησης της γεωργίας

    Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2030, η ΕΑΤ υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με τις επιπτώσεις των απαιτήσεων του παρόντος κανονισμού στη χρηματοδότηση της γεωργίας.

    Άρθρο 506
    Πιστωτικός κίνδυνος – ασφάλιση πιστώσεων

    Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2026, η ΕΑΤ υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με την επιλεξιμότητα και τη χρήση ασφαλιστηρίων συμβολαίων ως τεχνικών μείωσης του πιστωτικού κινδύνου και σχετικά με την καταλληλότητα των συναφών παραμέτρων κινδύνου που αναφέρονται στο τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαια 3 και 4.

    Βάσει της έκθεσης της ΕΑΤ, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να τροποποιήσει τον παρόντα κανονισμό με την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, κατά περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 462, για την τροποποίηση της αντιμετώπισης που εφαρμόζεται στην ασφάλιση πιστώσεων που αναφέρεται στο τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ.»·

    204)παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 506γ:

    «Άρθρο 506γ
    Πιστωτικός κίνδυνος – αλληλεπίδραση μεταξύ των μειώσεων του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 και των παραμέτρων πιστωτικού κινδύνου

    Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2026, η ΕΑΤ υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με τη συνέπεια μεταξύ της τρέχουσας μέτρησης του πιστωτικού κινδύνου και των επιμέρους παραμέτρων πιστωτικού κινδύνου και σχετικά με την αντιμετώπιση τυχόν προσαρμογών για τον σκοπό του υπολογισμού του ελλείμματος ή του πλεονάσματος ΠΕΔ, όπως αναφέρεται στο άρθρο 159, καθώς και σχετικά με τη συνέπειά της με τον προσδιορισμό της αξίας ανοίγματος σύμφωνα με το άρθρο 166 του παρόντος κανονισμού και με την εκτίμηση της LGD. Η έκθεση εξετάζει τη μέγιστη δυνατή οικονομική ζημία που προκύπτει από ένα γεγονός αθέτησης, καθώς και την επιτευχθείσα κάλυψη όσον αφορά μειώσεις κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, λαμβάνοντας υπόψη τυχόν μειώσεις κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που βασίζονται σε λογιστικοποίηση, μεταξύ άλλων από αναμενόμενες πιστωτικές ζημίες ή προσαρμογές εύλογης αξίας, και τυχόν μειώσεων αξίας επί των ληφθέντων ανοιγμάτων, καθώς και τις επιπτώσεις τους στις κανονιστικές αφαιρέσεις.»·

    205)παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα 519γ και 519δ:

    «Άρθρο 519γ
    Πλαίσιο ελάχιστων κατώτατων ορίων περικοπής για ΣΧΤ

    Η ΕΑΤ, σε στενή συνεργασία με την ΕΑΚΑΑ, υποβάλλει, έως τις [Υπηρεσία Εκδόσεων: να προστεθεί η ημερομηνία = 12 μήνες μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού], έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με την καταλληλότητα της εφαρμογής στην ενωσιακή νομοθεσία του πλαισίου ελάχιστων κατώτατων ορίων περικοπής που εφαρμόζεται στις ΣΧΤ για την αντιμετώπιση της πιθανής συσσώρευσης μόχλευσης εκτός του τραπεζικού τομέα.

    Η έκθεση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο εξετάζει όλα τα ακόλουθα:

    α)τον βαθμό μόχλευσης εκτός του τραπεζικού συστήματος της Ένωσης και τον βαθμό στον οποίο το πλαίσιο κατώτατων ορίων περικοπής θα μπορούσε να μειώσει την εν λόγω μόχλευση εάν η μόχλευση αυτή καταστεί υπερβολική·

    β)τη σημαντικότητα των ΣΧΤ που κατέχουν τα ιδρύματα της ΕΕ και υπόκεινται στο πλαίσιο ελάχιστων κατώτατων ορίων περικοπής, συμπεριλαμβανομένης της ανάλυσης των ΣΧΤ που δεν συμμορφώνονται με τα ελάχιστα κατώτατα όρια περικοπής·

    γ)τον εκτιμώμενο αντίκτυπο του πλαισίου ελάχιστων κατώτατων ορίων περικοπής για τα ιδρύματα της ΕΕ βάσει των δύο προσεγγίσεων εφαρμογής που συνιστά το ΣΧΣ, δηλαδή ρύθμιση της αγοράς ή πιο κατασταλτική απαίτηση ιδίων κεφαλαίων δυνάμει του παρόντος κανονισμού, βάσει σεναρίου σύμφωνα με το οποίο τα ιδρύματα της ΕΕ δεν προσαρμόζουν τις περικοπές των ΣΧΤ τους ώστε να συμμορφώνονται με τα ελάχιστα κατώτατα όρια περικοπής και βάσει εναλλακτικού σεναρίου σύμφωνα με το οποίο προσαρμόζουν τις εν λόγω περικοπές ώστε να συμμορφώνονται με τα ελάχιστα κατώτατα όρια περικοπής·

    δ)τους κύριους παράγοντες για τις εν λόγω εκτιμώμενες επιπτώσεις, καθώς και τις δυνητικές ακούσιες συνέπειες της εισαγωγής του πλαισίου ελάχιστων κατώτατων ορίων περικοπής στη λειτουργία των αγορών ΣΧΤ της ΕΕ·

    ε)την προσέγγιση εφαρμογής που θα ήταν η πλέον αποτελεσματική για την επίτευξη των κανονιστικών στόχων του πλαισίου ελάχιστων κατώτατων ορίων περικοπής, υπό το πρίσμα των παραμέτρων που ορίζονται στα στοιχεία α) έως δ) και λαμβάνοντας υπόψη τους ίσους όρους ανταγωνισμού σε ολόκληρο τον χρηματοπιστωτικό τομέα στην Ένωση.

    Με βάση την εν λόγω έκθεση και λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τη σύσταση του ΣΧΣ για την εφαρμογή του πλαισίου ελάχιστων κατώτατων ορίων περικοπής που εφαρμόζεται στις ΣΧΤ, καθώς και τα σχετικά διεθνώς συμφωνημένα πρότυπα που έχουν αναπτυχθεί από την BCBS, η Επιτροπή υποβάλλει, κατά περίπτωση, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο νομοθετική πρόταση έως τις [Υπηρεσία Εκδόσεων: να εισαχθεί η ημερομηνία = 24 μήνες μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού].

    Άρθρο 519δ
    Λειτουργικός κίνδυνος

    Έως τις [Υπηρεσία Εκδόσεων: να προστεθεί η ημερομηνία = 60 μήνες μετά την ημερομηνία εφαρμογής του τρίτου μέρους τίτλος III], η ΕΑΤ υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με όλα τα ακόλουθα:

    α)τη χρήση ασφάλισης στο πλαίσιο του υπολογισμού των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για λειτουργικό κίνδυνο·

    β)κατά πόσον η αναγνώριση των εισπράξεων από ασφαλίσεις μπορεί να επιτρέψει την επιλογή ευνοϊκότερου εποπτικού πλαισίου μειώνοντας την ετήσια ζημία από λειτουργικό κίνδυνο χωρίς ανάλογη μείωση του πραγματικού ανοίγματος σε λειτουργικές ζημίες·

    γ)κατά πόσον η αναγνώριση των εισπράξεων από ασφαλίσεις έχει διαφορετικό αντίκτυπο στην κατάλληλη κάλυψη των επαναλαμβανόμενων ζημιών και των δυνητικών ζημιών ουράς, αντίστοιχα.

    Βάσει της εν λόγω έκθεσης, η Επιτροπή υποβάλλει, κατά περίπτωση, νομοθετική πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έως τις [Υπηρεσία Εκδόσεων: να προστεθεί η ημερομηνία = 72 μήνες μετά την ημερομηνία εφαρμογής του τρίτου μέρους τίτλος III].»·

    206)Το παράρτημα I αντικαθίσταται από το παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

    Άρθρο 2

    Έναρξη ισχύος και ημερομηνία εφαρμογής

    1.Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    2.Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2025, με τις ακόλουθες εξαιρέσεις:

    α)τις διατάξεις του σημείου 1 στοιχεία α), β) και γ), ε) έως η), ι), κα), κβ) και κδ) σχετικά με ορισμένους ορισμούς, τις διατάξεις του σημείου 6 σχετικά με το πεδίο εφαρμογής της εποπτικής ενοποίησης, καθώς και τις διατάξεις των σημείων 8, 10 έως 12 και 14 έως 23 σχετικά με τα ίδια κεφάλαια και τις επιλέξιμες υποχρεώσεις, οι οποίες εφαρμόζονται από την [Υπηρεσία Εκδόσεων: να προστεθεί η ημερομηνία = 6 μήνες μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού]·

    β)τις διατάξεις του σημείου 1 στοιχείο δ) και του σημείου 4 που αφορούν τροποποιήσεις σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033, και τις διατάξεις του σημείου 47 σχετικά με την αντιμετώπιση των ανοιγμάτων σε αθέτηση, οι οποίες εφαρμόζονται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού·

    γ)τις διατάξεις των σημείων 9, 26 στοιχείο α), 27, 28 στοιχείο α), 29, 34, 41, 42, 44, 47, 54, 59 στοιχείο γ), 60 στοιχείο γ), 61 στοιχεία ζ) και η), 64 στοιχείο γ), 66 στοιχείο δ), 69, 81, 85 στοιχείο β), 90 στοιχείο γ), 91 στοιχείο γ), 92 στοιχείο γ), 131, 132 στοιχείο β), 136 στοιχείο δ), 153, 154 στοιχείο δ), 155 στοιχείο γ), 156 στοιχείο β), 166 στοιχείο γ), 169, 178, 182, 183, 189, 192, 194, 196, 199, 201 έως 205, οι οποίες επιβάλλουν στις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές ή στο ΕΣΣΚ να υποβάλουν στην Επιτροπή σχέδια ρυθμιστικών ή εκτελεστικών τεχνικών προτύπων και εκθέσεις, τις διατάξεις που επιβάλλουν στην Επιτροπή να εκπονεί εκθέσεις, τις διατάξεις που αναθέτουν στην Επιτροπή την εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικές πράξεις, τις διατάξεις σχετικά με την επανεξέταση και τις διατάξεις που επιβάλλουν στις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές να εκδώσουν κατευθυντήριες γραμμές, οι οποίες εφαρμόζονται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.

    Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις Συνθήκες.

    Βρυξέλλες,

    Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο    Για το Συμβούλιο

    Ο Πρόεδρος    Ο Πρόεδρος

    (1)    COM(2021) 663.
    (2)    Μέλη της BCBS είναι κεντρικές τράπεζες και εποπτικές αρχές τραπεζών από 28 δικαιοδοσίες διεθνώς. Από τα κράτη μέλη της ΕΕ, μέλη της BCBS είναι το Βέλγιο, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ισπανία, η Ιταλία, οι Κάτω Χώρες και το Λουξεμβούργο, καθώς και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η ΕΑΤ συμμετέχουν στις συνεδριάσεις της BCBS ως παρατηρητές.
    (3)    Το ενοποιημένο πλαίσιο Βασιλείας III διατίθεται στη διεύθυνση https://www.bis.org/bcbs/publ/d462.htm .
    (4)    Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 321 της 26.6.2013, σ. 6).
    (5)    Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).
    (6)    Κανονισμός (ΕΕ) 2019/876 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά τον δείκτη μόχλευσης, τον δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης, τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, τον κίνδυνο αγοράς, τα ανοίγματα έναντι κεντρικών αντισυμβαλλομένων, τα ανοίγματα έναντι οργανισμών συλλογικών επενδύσεων (ΟΣΕ), τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα και τις υποχρεώσεις υποβολής αναφορών και δημοσιοποίησης, καθώς και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.
    (7)    Οδηγία (ΕΕ) 2019/878 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, για την τροποποίηση της οδηγίας 2013/36/ΕΕ όσον αφορά τις εξαιρούμενες οντότητες, τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, τις μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, τις αποδοχές, τα μέτρα και τις εξουσίες εποπτείας και τα μέτρα διατήρησης κεφαλαίου.
    (8)    Αρχικά ο ΚΚΑ εφαρμοζόταν τόσο στα πιστωτικά ιδρύματα (δηλ. στις τράπεζες) όσο και στις επιχειρήσεις επενδύσεων, που αναφέρονταν από κοινού ως «ιδρύματα». Με την έναρξη εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, το πεδίο εφαρμογής του ΚΚΑ —και μαζί ο ορισμός του «ιδρύματος»— περιορίστηκε στα πιστωτικά ιδρύματα και στις επιχειρήσεις επενδύσεων που ασκούν ορισμένα είδη δραστηριοτήτων και πρέπει να διαθέτουν άδεια άσκησης τραπεζικής δραστηριότητας.
    (9)    Βλ. https://www.bis.org/publ/bcbs189.htm .
    (10)    Η CVA είναι μια λογιστική προσαρμογή στην τιμή ενός παραγώγου που αντιστοιχεί στον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου.
    (11)    Αυτές ήταν οι μόνες σημαντικές αλλαγές στο σκέλος των προτύπων που αφορούν τις βασισμένες στον κίνδυνο κεφαλαιακές απαιτήσεις οι οποίες είχαν θεσπιστεί στο πλαίσιο του πρώτου σταδίου της μεταρρύθμισης Βασιλείας III.
    (12)    Η ελάχιστη απαίτηση σχετικά με τα όρια για μεγάλα ανοίγματα προβλεπόταν ήδη στην ευρωπαϊκή νομοθεσία, αλλά αποτελούσε νέο στοιχείο για τα πρότυπα της Βασιλείας.
    (13)    Πιο συγκεκριμένα, το απόθεμα ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου (CCB), το αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας (CCyB), το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου (SRB), και τα κεφαλαιακά αποθέματα για τα παγκόσμια συστημικώς σημαντικά ιδρύματα και τα άλλα συστημικώς σημαντικά ιδρύματα (G-SII και O-SII αντίστοιχα).
    (14)    Η πρώτη αυτή δέσμη μεταρρυθμίσεων εφαρμόστηκε επίσης στις περισσότερες δικαιοδοσίες παγκοσμίως όπως διαπιστώνεται στη δέκατη όγδοη έκθεση προόδου σχετικά με την υιοθέτηση του κανονιστικού πλαισίου της Βασιλείας που δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο 2020 (βλ. https://www.bis.org/bcbs/publ/d506.htm ).
    (15)    Βλ. https://ec.europa.eu/info/publications/200428-banking-package-communication_el .
    (16)    Βλ. https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:32020R0873&from=EL .
    (17)    Το ESRB συνέταξε πλήρη κατάλογο των εν λόγω μέτρων, βλ. « Policy measures in response to the COVID-19 pandemic».  
    (18)    Στην ανάλυση τρωτότητας σχετικά με την πανδημία της COVID-19 που δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο 2020, η ΕΚΤ κατέδειξε ότι οι μεγαλύτερες τράπεζες της ζώνης του ευρώ διαθέτουν επαρκή κεφαλαιοποίηση για να επιβιώσουν μιας βραχυχρόνιας βαθιάς ύφεσης και ότι ο αριθμός των τραπεζών της ίδιας κατηγορίας με ανεπαρκή κεφάλαια σε περίπτωση σοβαρότερης οικονομικής ύφεσης αναμένεται να είναι μικρός (βλ. https://www.bankingsupervision.europa.eu/press/pr/date/2020/html/ssm.pr200728_annex~d36d893ca2.en.pdf ).
    (19)    Παρεμφερείς μελέτες, οι οποίες κατέληξαν στο ίδιο συμπέρασμα για τις τράπεζες παγκοσμίως, διενεργήθηκαν σε διεθνές επίπεδο από την BCBS. Για λεπτομέρειες, βλ. https://www.bis.org/bcbs/implementation/rcap_thematic.htm .
    (20)    Βλ. https://www.bis.org/bcbs/publ/d424.htm.
    (21)    Βλ. https://ec.europa.eu/commission/presscorner/detail/en/SPEECH_19_6269 .
    (22)    Συγκεκριμένα, την 1η Ιανουαρίου 2023 για την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής και την 1η Ιανουαρίου 2028 για την πλήρη εφαρμογή των τελικών στοιχείων της μεταρρύθμισης.
    (23)    Βλ. https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?uri=CELEX:52019DC0640&from=EN
    (24)    Βλ. https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?uri=CELEX:52021DC0550&from=ES .
    (25)    Βλ. COM(2021) 390 final.
    (26)    Βλ. https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=CELEX:52018DC0097 .
    (27)    Βλ. https://ec.europa.eu/info/publications/sustainable-finance-high-level-expert-group_en .
    (28)    Βλέπε EBA/REP/2021/20 (διατίθεται εδώ ). Η ΟΚΑ ορίζει ότι η ΕΑΤ υποχρεούται να υποβάλλει εκθέσεις σχετικά με τα φαινόμενα ρυθμιστικού αρμπιτράζ που οφείλονται στα διαφορετικά ισχύοντα καθεστώτα αντιμετώπισης των ΥΤΧ. Η εν λόγω έκθεση καταγράφει τα εθνικά καθεστώτα για τα ΥΤΧ και επιβεβαιώνει ότι παραμένουν σημαντικές διαφορές στη αντιμετώπιση των εν λόγω υποκαταστημάτων σε εθνικό επίπεδο και στον βαθμό παρέμβασης της χώρας υποδοχής που είναι αρμόδια και για την εποπτεία.
    (29)    COM(2021)750, βλ. στρατηγικό τομέα δράσης 6 («Οικοδόμηση ανθεκτικών οικονομικών και χρηματοπιστωτικών συστημάτων, ικανών να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις του μέλλοντος»).
    (30)    Τα σχετικά άρθρα της Συνθήκης που εξουσιοδοτούν την Ένωση να εφαρμόζει μέτρα είναι τα άρθρα που αφορούν την ελεύθερη εγκατάσταση (ιδίως το άρθρο 53 της ΣΛΕΕ), την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (άρθρο 59 της ΣΛΕΕ) και την προσέγγιση των κανόνων που έχουν ως αντικείμενο την εγκαθίδρυση και λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (άρθρο 114 της ΣΛΕΕ).
    (31)    Βλ. https://ec.europa.eu/info/law/better-regulation/have-your-say/initiatives/12015-Alignment-EU-rules-on-capital-requirements-to-international-standards-prudential-requirements-and-market-discipline-/public-consultation_el .
    (32)    Βλ. https://ec.europa.eu/info/consultations/finance-2018-basel-3-finalisation_en
    (33)    Μια πρώτη ανάλυση επιπτώσεων διατέθηκε σε δύο μέρη το 2019 (βλ. εδώ και εδώ ). Μια δεύτερη ανάλυση επιπτώσεων, η οποία επικαιροποιεί τα αποτελέσματα της αρχικής ανάλυσης υπό το φως των επιπτώσεων της πανδημίας της νόσου COVID-19, δημοσιοποιήθηκε τον Δεκέμβριο 2020 (βλ. εδώ ). Η επικαιροποιημένη ανάλυση κατέδειξε ότι μεταξύ 2ου τριμήνου 2018 και 4ου τριμήνου 2019, η συνολική αύξηση στις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις ως αποτέλεσμα της πλήρους εφαρμογής της μεταρρύθμισης Βασιλείας III μειώθηκε κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες (από +24,1 % σε +18,5 %), ενώ το κεφαλαιακό έλλειμμα στα ιδρύματα του δείγματος μειώθηκε κατά το ήμισυ και πλέον (από 109,5 δισ. EUR σε 52,2 δισ. EUR).
    (34)    Η πρώτη μακροπροληπτική ανάλυση εκπονήθηκε σε συνδυασμό με την ανάλυση επιπτώσεων του 2019 που συνέταξε η ΕΑΤ. Ακολούθησε επικαιροποιημένη έκδοση το 2021 προκειμένου να ληφθεί υπόψη η επικαιροποιημένη ανάλυση επιπτώσεων της ΕΑΤ. Τα αποτελέσματα της επικαιροποιημένης ανάλυσης της ΕΚΤ παρουσιάζονται στην εκτίμηση επιπτώσεων. Για λεπτομέρειες σχετικά με την ανάλυση της ΕΚΤ, βλ. https://www.ecb.europa.eu/pub/financial-stability/macroprudential-bulletin/html/ecb.mpbu202107_1~3292170452.en.html .
    (35)    SWD(2021) 320.
    (36)    Κανονισμός (ΕΕ) 2019/630 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 2019, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά την ελάχιστη κάλυψη ζημιών για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (ΕΕ L 111 της 25.4.2019, σ. 4).
    (37)    Κανονισμός (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 575/2013, (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και (ΕΕ) αριθ. 806/2014 (ΕΕ L 314 της 5.12.2019, σ. 1).
    (38)    Η αναλογία υπολογίζεται με βάση τα RWA του ενοποιημένου ομίλου.
    (39)    FSB: Strengthening Oversight and Regulation of Shadow Banking [Ενίσχυση της εποπτείας και της ρύθμισης του σκιώδους τραπεζικού συστήματος], 29 Αυγούστου 2013, στη διεύθυνση: https://www.fsb.org/wp-content/uploads/r_130829b.pdf .
    (40)    Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών: Policy Advice on the Basel III Reforms: Operational Risk [Συμβουλές πολιτικής σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις Βασιλείας ΙΙΙ: Λειτουργικός κίνδυνος], EBA-OP-2019-09b, 2 Αυγούστου 2019.
    (41)    Ευρωπαϊκή Αρχή Kινητών Aξιών και Αγορών: Report on securities financing transactions and leverage in the EU [Έκθεση σχετικά με τις συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων και τη μόχλευση στην ΕΕ], Οκτώβριος 2016.
    (42)    ΕΑΤ, Policy advice on the Basel reforms: Operational Risk [Συμβουλές πολιτικής σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις Βασιλείας ΙΙΙ: Λειτουργικός κίνδυνος], EBA-OP2019-09b, 2 Αυγούστου 2019, στη διεύθυνση: https://www.eba.europa.eu/sites/default/documents/files/documents/10180/2886865/5db69327-7d3f-4e6c-9ac9-fc54430781eb/Policy%20Advice%20on%20Basel%20III%20reforms%20-%20Operational%20Risk.pdf?retry=1
    (43)    Επιτροπή της Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία (2019): Leverage ratio treatment of client cleared derivatives (Αντιμετώπιση του δείκτη μόχλευσης παραγώγων που εκκαθαρίζονται για πελάτη), Ιούνιος 2019, στη διεύθυνση: https://www.bis.org/bcbs/publ/d467.pdf  
    (44)    Έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με το ενδεχόμενο επέκτασης του πλαισίου του αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης σε O-SII και σχετικά με τον καθορισμό και τον υπολογισμό του μέτρου συνολικού ανοίγματος, περιλαμβανομένης της αντιμετώπισης των αποθεματικών στις κεντρικές τράπεζες, Φεβρουάριος 2021, στη διεύθυνση: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?uri=CELEX:52021DC0062&from=EN
    (45)    Συμβούλιο ECOFIN «Σχέδιο δράσης για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ευρώπη», Ιούλιος 2017. Συμπεράσματα του Συμβουλίου για το σχέδιο δράσης για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ευρώπη - Συμβούλιο (europa.eu)
    (46)    Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα - «Αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων μετά την πανδημία COVID-19», COM/2020/822 final.
    (47)    Κατευθυντήριες γραμμές EBA/GL/2018/10 της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, της 17ης Δεκεμβρίου 2018, σχετικά με τη δημοσιοποίηση μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και ανοιγμάτων με ανοχή.
    (48)    Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2021/637 της Επιτροπής, της 15ης Μαρτίου 2021, για τον καθορισμό εκτελεστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά τη δημοσιοποίηση από τα ιδρύματα των πληροφοριών που αναφέρονται στο όγδοο μέρος τίτλοι II και III του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1423/2013 της Επιτροπής, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/1555 της Επιτροπής, του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2016/200 της Επιτροπής και του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/2295 της Επιτροπής (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) (ΕΕ L 136 της 21.4.2021, σ. 1).
    (49)    ΕΕ C της , σ. .
    (50)    Κανονισμός (ΕΕ) 2019/876 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά τον δείκτη μόχλευσης, τον δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης, τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, τον κίνδυνο αγοράς, τα ανοίγματα έναντι κεντρικών αντισυμβαλλομένων, τα ανοίγματα έναντι οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα και τις υποχρεώσεις υποβολής αναφορών και δημοσιοποίησης, καθώς και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 150 της 7.6.2019, σ. 1).
    (51)    Συμβούλιο ECOFIN «Σχέδιο δράσης για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ευρώπη», Ιούλιος 2017. Συμπεράσματα του Συμβουλίου για το σχέδιο δράσης για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ευρώπη - Συμβούλιο (europa.eu)
    (52)    Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με την «Αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων μετά την πανδημία COVID-19» (COM/2020/822 final).
    (53)    Κανονισμός (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 575/2013, (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και (ΕΕ) αριθ. 806/2014 (ΕΕ L 314 της 5.12.2019, σ. 1).
    (54)    Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).
    (55)    Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 2002/65/ΕΚ, 2009/110/ΕΚ, 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και την κατάργηση της οδηγίας 2007/64/ΕΚ (ΕΕ L 337 της 23.12.2015, σ. 35).
    Top

    Βρυξέλλες, 27.10.2021

    COM(2021) 664 final

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

    της

    Πρότασης ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

    για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά τις απαιτήσεις για τον πιστωτικό κίνδυνο, τον κίνδυνο προσαρμογής πιστωτικής αποτίμησης, τον λειτουργικό κίνδυνο, τον κίνδυνο αγοράς και το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων






    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

    Κατάταξη των εκτός ισολογισμού στοιχείων

    Κλιμάκιο

    Στοιχεία

    1

    ·Γενικές εγγυήσεις χρέους, συμπεριλαμβανομένων ενέγγυων πιστώσεων που χρησιμεύουν ως χρηματοοικονομικές εγγυήσεις για δάνεια και χρεόγραφα, και τίτλοι αποδοχής, συμπεριλαμβανομένων οπισθογραφήσεων που έχουν χαρακτήρα τίτλων αποδοχής, καθώς και [οποιαδήποτε] άλλα άμεσα υποκατάστατα πιστώσεων.

    ·Συμφωνίες πώλησης και επαναγοράς και πωλήσεις στοιχείων ενεργητικού με δικαίωμα αναγωγής όπου ο πιστωτικός κίνδυνος παραμένει στο ίδρυμα.

    ·Τίτλοι που παρέχονται από το ίδρυμα ως δάνειο ή τίτλοι που παρέχονται από το ίδρυμα ως εξασφάλιση, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων όπου οι τίτλοι αυτοί προκύπτουν από συναλλαγές παρόμοιες με συμφωνία επαναγοράς.

    ·Προθεσμιακές αγορές περιουσιακών στοιχείων, προθεσμιακές καταθέσεις και μερικώς καταβληθέντα ποσά μετοχών και χρεογράφων, που αντιπροσωπεύουν δεσμεύσεις με ορισμένη ανάληψη.

    ·Στοιχεία εκτός ισολογισμού που αποτελούν υποκατάστατο πίστωσης, όταν δεν περιλαμβάνονται ρητά σε καμία άλλη κατηγορία.

    ·Άλλα στοιχεία εκτός ισολογισμού που ενέχουν παρόμοιο κίνδυνο και όπως κοινοποιούνται στην ΕΑΤ.

    2

    ·Διευκολύνσεις έκδοσης βραχυπρόθεσμων γραμματίων (NIF) και ανανεούμενες διευκολύνσεις αναδοχής (RUF) ανεξάρτητα από τη ληκτότητα της υποκείμενης διευκόλυνσης.

    ·Εγγυήσεις καλής εκτέλεσης, εγγυήσεις συμμετοχής, εγγυητικές επιστολές και ενέγγυες πιστώσεις που σχετίζονται με συγκεκριμένες συναλλαγές και παρόμοια ενδεχόμενα στοιχεία που σχετίζονται με συναλλαγές.

    ·Εκτός ισολογισμού στοιχεία που δεν αποτελούν υποκατάστατο πίστωσης, όταν δεν περιλαμβάνονται ρητά σε οποιαδήποτε άλλη κατηγορία.

    ·Άλλα στοιχεία εκτός ισολογισμού που ενέχουν παρόμοιο κίνδυνο, όπως κοινοποιούνται στην ΕΑΤ.

    3

    ·Δεσμεύσεις, ανεξάρτητα από τη ληκτότητα της υποκείμενης διευκόλυνσης, εκτός εάν εμπίπτουν σε άλλη κατηγορία.

    ·Άλλα στοιχεία εκτός ισολογισμού που ενέχουν παρόμοιο κίνδυνο, όπως κοινοποιούνται στην ΕΑΤ.

    4

    ·Βραχυπρόθεσμες, αυτοεξοφλούμενες εμπορικές ενέγγυες πιστώσεις που συνδέονται με κινήσεις αγαθών, ιδίως πιστώσεις έναντι φορτωτικών εγγράφων που εξασφαλίζονται με την υποκείμενη αποστολή, σε περίπτωση ιδρύματος που εκδίδει ή επιβεβαιώνει την ενέγγυα πίστωση.

    ·Άλλα στοιχεία εκτός ισολογισμού που ενέχουν παρόμοιο κίνδυνο, όπως κοινοποιούνται στην ΕΑΤ.

    5

    ·Άνευ όρων ακυρώσιμες δεσμεύσεις·

    ·Το μη αναληφθέν ποσό των πιστωτικών ορίων λιανικής τραπεζικής για τα οποία οι ρήτρες επιτρέπουν στο ίδρυμα να τα ακυρώσει έως το ανώτατο επιτρεπόμενο ποσό βάσει της νομοθεσίας για την προστασία του καταναλωτή και της συναφούς νομοθεσίας.

    ·Μη αναληφθείσες πιστωτικές διευκολύνσεις για εγγυήσεις συμμετοχής σε διαγωνισμό και καλής εκτέλεσης που μπορούν να ακυρωθούν άνευ όρων ανά πάσα στιγμή και χωρίς προειδοποίηση ή προβλέπουν αυτόματη ακύρωση εξαιτίας της επιδείνωσης της φερεγγυότητας του δανειολήπτη.

    ·Άλλα στοιχεία εκτός ισολογισμού που ενέχουν παρόμοιο κίνδυνο, όπως κοινοποιούνται στην ΕΑΤ.

    Top