Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52013PC0535

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με τον οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη συνεργασία στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης (Eurojust)

/* COM/2013/0535 final - 2013/0256 (COD) */

52013PC0535

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με τον οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη συνεργασία στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης (Eurojust) /* COM/2013/0535 final - 2013/0256 (COD) */


ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1.           ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Η Eurojust συστάθηκε με την απόφαση 2002/187/ΔΕΥ[1] του Συμβουλίου προκειμένου να ενισχυθεί η καταπολέμηση των σοβαρών μορφών οργανωμένου εγκλήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Έκτοτε, η Eurojust έχει διευκολύνει τον συντονισμό και τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών έρευνας και δίωξης στην αντιμετώπιση υποθέσεων που αφορούν διάφορα κράτη μέλη. Έχει συμβάλει στην ανάπτυξη αμοιβαίας εμπιστοσύνης και στη γεφύρωση των διαφορών μεταξύ των πολλών νομικών συστημάτων και παραδόσεων ανά την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μέσω της ταχείας επίλυσης νομικών προβλημάτων και του εντοπισμού των αρμοδίων αρχών σε άλλες χώρες, η Eurojust έχει διευκολύνει την εκτέλεση των αιτημάτων συνεργασίας και των μέσων αμοιβαίας αναγνώρισης. Στο διάστημα που έχει μεσολαβήσει διαπιστώθηκε η συνεχής εξέλιξη του οργανισμού σε αυτό που θεωρείται πλέον μια βασική συνιστώσα της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις.

Η καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και η παρεμπόδιση της δραστηριότητας των εγκληματικών οργανώσεων εξακολουθούν να αποτελούν καθημερινή πρόκληση. Δυστυχώς, κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας παρατηρήθηκε μια έκρηξη του διασυνοριακού εγκλήματος. Το εμπόριο ναρκωτικών, η εμπορία ανθρώπων, η τρομοκρατία και το έγκλημα στον κυβερνοχώρο, συμπεριλαμβανομένης της παιδικής πορνογραφίας, αποτελούν μερικά μόνον παραδείγματα. Κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των μορφών εγκλήματος είναι ότι διαπράττονται διασυνοριακά από ιδιαίτερα ευκίνητες και ευέλικτες ομάδες, οι οποίες δραστηριοποιούνται σε πολλούς τομείς του εγκλήματος και στο πλαίσιο πολλών δικαστικών συστημάτων. Ως εκ τούτου, η αποτελεσματική καταπολέμησή τους προϋποθέτει μια συντονισμένη πανευρωπαϊκή αντιμετώπιση.

Καθώς το έγκλημα λαμβάνει ολοένα και περισσότερο διασυνοριακές διαστάσεις και αφορά πολλαπλές δραστηριότητες, καθίσταται επίσης ολοένα και πιο δύσκολο για τα κράτη μέλη το να εντοπίζουν και να αντιμετωπίζουν το διασυνοριακό έγκλημα, ιδίως το οργανωμένο, από μόνα τους. Σε αυτό το πλαίσιο, ο ρόλος της Eurojust στη βελτίωση της δικαστικής συνεργασίας και του συντονισμού μεταξύ των αρμοδίων δικαστικών αρχών των κρατών μελών και στην υποστήριξη ερευνών που αφορούν τρίτες χώρες παραμένει κρίσιμος.

Δυνάμει της Συνθήκης της Λισαβόνας έχουν θεσπιστεί νέες δυνατότητες για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της Eurojust στην αντιμετώπιση των συγκεκριμένων μορφών εγκληματικότητας. Το άρθρο 85 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) αναγνωρίζει ρητά την αποστολή της Eurojust στη στήριξη και στην ενίσχυση του συντονισμού και της συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων εθνικών αρχών για την έρευνα και τη δίωξη σοβαρών εγκλημάτων που έχουν επιπτώσεις σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη ή απαιτούν δίωξη σε κοινές βάσεις. Είναι επομένως σημαντικό να διασφαλιστεί η καλύτερη δυνατή χρήση των δυνατοτήτων της Eurojust και να αρθούν τυχόν εμπόδια ως προς την αποτελεσματική της λειτουργία[2].

Το 2008 αποφασίστηκε μια ευρεία τροποποίηση της απόφασης για τη Eurojust με σκοπό την ενίσχυση της Eurojust[3]. Η προθεσμία μεταφοράς στην εθνική νομοθεσία ήταν η 4η Ιουνίου 2011. Η ορθή εφαρμογή της τροποποιηθείσας απόφασης είναι σημαντική αλλά δεν πρέπει να εμποδίζει την πρόοδο όσον αφορά την αντιμετώπιση νέων προκλήσεων και τη βελτίωση της λειτουργίας της Eurojust με ταυτόχρονη διατήρηση όσων εκ των χαρακτηριστικών της  έχουν ενισχύσει την επιχειρησιακή αποτελεσματικότητά της.

Το άρθρο 85 της ΣΛΕΕ προβλέπει επίσης τη δομή, τη λειτουργία, το πεδίο δράσης και τα καθήκοντα της Eurojust που καθορίζονται μέσω κανονισμών οι οποίοι εκδίδονται σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία. Προβλέπει επίσης τον καθορισμό ρυθμίσεων για τη συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων στην αξιολόγηση των δραστηριοτήτων της Eurojust.

Επιπλέον, σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Ευρωπαϊκοί οργανισμοί – Πορεία προς το μέλλον»[4], το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή συμφώνησαν να ξεκινήσουν έναν διοργανικό διάλογο προκειμένου να βελτιώσουν τη συνοχή, την αποτελεσματικότητα και το έργο των αποκεντρωμένων οργανισμών, ο οποίος οδήγησε στη δημιουργία μιας διοργανικής ομάδας εργασίας (IIWG) τον Μάρτιο του 2009. Η συγκεκριμένη ομάδα εξέτασε μια σειρά βασικών ζητημάτων, όπως ο ρόλος και η θέση των αποκεντρωμένων οργανισμών στο θεσμικό τοπίο της ΕΕ, η δημιουργία, η δομή και η οργάνωσή τους, η χρηματοδότηση, η δημοσιονομική εποπτεία και λοιπά ζητήματα διαχείρισής τους.

Το εν λόγω έργο οδήγησε στη διαμόρφωση της κοινής προσέγγισης σχετικά με τους αποκεντρωμένους οργανισμούς της ΕΕ, η οποία επικυρώθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή τον Ιούλιο του 2012, πρόκειται δε να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο κάθε μελλοντικής απόφασής τους σχετικά με τους αποκεντρωμένους οργανισμούς της ΕΕ, μετά από ανάλυση κατά περίπτωση.

Η παρούσα πρόταση κανονισμού λαμβάνει υπόψη όλα αυτά τα στοιχεία και παρέχει ένα ενιαίο και ανανεωμένο νομικό πλαίσιο για έναν νέο οργανισμό για τη συνεργασία στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης (Eurojust), ο οποίος θα είναι ο νόμιμος διάδοχος της Eurojust όπως αυτή συστάθηκε με την απόφαση 2002/187/ΔΕΥ.

Ενώ διατηρεί τα στοιχεία εκείνα που αποδείχθηκαν αποτελεσματικά ως προς τη διαχείριση και τη λειτουργία της Eurojust, ο κανονισμός εκσυγχρονίζει το νομικό της πλαίσιο και εξορθολογίζει τη λειτουργία και τη δομή της σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λισαβόνας και τις απαιτήσεις της κοινής προσέγγισης, στον βαθμό που αυτό επιτρέπεται από τη φύση του οργανισμού.

Καθώς η πρόταση για τον παρόντα κανονισμό εκδίδεται ταυτόχρονα με εκείνη που αφορά κανονισμό για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, έχουν περιληφθεί διατάξεις προκειμένου να διασφαλιστεί η σύσταση της εν λόγω Υπηρεσίας εκ της Eurojust, όπως ορίζεται υπό το άρθρο 86 της ΣΛΕΕ, καθώς και η δυνατότητα στήριξής της από την Eurojust.

2.           ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΩΝ ΜΕ ΤΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ

Για την εκπόνηση του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή ζήτησε την άποψη ειδικών ενδιαφερόμενων σε διάφορες περιστάσεις. Ο ευρύτερος στόχος της πρότασης είναι να γίνει πράξη η ευκαιρία που προσφέρεται από τη Συνθήκη της Λισαβόνας για εκσυγχρονισμό της Eurojust μέσω της δημιουργίας μιας βελτιωμένης διαχειριστικής δομής η οποία θα μειώσει τον διοικητικό φόρτο που βαρύνει επί του παρόντος το συλλογικό όργανο και θα του επιτρέψει να επικεντρωθεί στη βασική αποστολή του.

Στις 18 Οκτωβρίου 2012 η Επιτροπή διοργάνωσε μια συνεδρίαση διαβούλευσης με εμπειρογνώμονες από τα κράτη μέλη, εκπροσώπους της γραμματείας του Συμβουλίου, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Eurojust, με σκοπό να συζητηθούν ζητήματα σχετικά με πιθανή μεταρρύθμιση δυνάμει του άρθρου 85 της ΣΛΕΕ. Τα ζητήματα που συζητήθηκαν περιλάμβαναν την ενισχυμένη διακυβέρνηση, την κοινοβουλευτική συμμετοχή σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο και πιθανές συμπληρωματικές αρμοδιότητες, καθώς και τους δεσμούς με την ανάπτυξη της Υπηρεσίας Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (ΥΕΕ). Η γενική ιδέα που εκφράστηκε στη συνεδρίαση ήταν ότι πρέπει να υποστηριχθεί η βελτίωση της δομής διακυβέρνησης και της αποτελεσματικότητας της Eurojust.

Η Eurojust έχει επίσης συμμετάσχει απευθείας στη διαδικασία διαβούλευσης και έχει παράσχει τη συνδρομή της μέσω εισηγήσεων και συνεδριάσεων με την Επιτροπή. Επιπλέον, συζητήσεις σχετικά με τη μεταρρύθμιση έχουν γίνει στο πλαίσιο διαφόρων σεμιναρίων, όπως το στρατηγικό σεμινάριο με τίτλο «Eurojust και Συνθήκη της Λισαβόνας. Προς μια αποτελεσματικότερη δράση» (Μπρυζ, 20-22 Σεπτεμβρίου 2010) και η διάσκεψη Eurojust-ERA με τίτλο «10 χρόνια Eurojust: Επιχειρησιακά επιτεύγματα και μελλοντικές προκλήσεις», η οποία διεξήχθη στη Χάγη στις 12 και 13 Νοεμβρίου 2012. Τέλος, το μέλλον της Eurojust συζητήθηκε επίσης σε ειδική άτυπη συνεδρίαση του Συμβουλίου επ’ ευκαιρία της δεκάτης επετείου της δημιουργίας της Eurojust, τον Φεβρουάριο του 2012.

Οι απόψεις των ενδιαφερομένων συλλέχθηκαν επίσης μέσω της «Μελέτης για την ενίσχυση της Eurojust»[5], η οποία ζητήθηκε από την Επιτροπή και αποτέλεσε μια καλή επισκόπηση των υφιστάμενων ζητημάτων και διαφόρων εναλλακτικών λύσεων πολιτικής για την αντιμετώπιση των εν λόγω ζητημάτων.

3.           ΠΡΟΤΑΣΗ

3.1.        Νομική βάση

Νομική βάση της πρότασης αποτελεί το άρθρο 85 της ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει τη χρήση κανονισμού.

3.2.        Επικουρικότητα και αναλογικότητα

Η ανάληψη δράσης από την ΕΕ θεωρείται αναγκαία διότι τα προβλεπόμενα μέτρα έχουν εγγενή ενωσιακή διάσταση, καθώς συνεπάγονται τη δημιουργία μιας οντότητας, αποστολή της οποίας είναι να στηρίζει και να ενισχύει τον συντονισμό και τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών δικαστικών αρχών για την έρευνα και τη δίωξη σοβαρών εγκλημάτων που έχουν επιπτώσεις σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη ή απαιτούν δίωξη σε κοινές βάσεις. Ο συγκεκριμένος στόχος μπορεί να επιτευχθεί μόνον σε επίπεδο Ένωσης, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας.

Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

3.3.        Περιγραφή της πρότασης ανά κεφάλαιο

Οι κύριοι στόχοι της πρότασης είναι:

· να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα της Eurojust μέσω της δημιουργίας μιας νέας δομής διακυβέρνησης·

· να βελτιωθεί η επιχειρησιακή αποδοτικότητα της Eurojust μέσω ενός ομοιογενούς καθορισμού του καθεστώτος και των αρμοδιοτήτων των εθνικών μελών·

· να προβλεφθεί ένας ρόλος για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα εθνικά κοινοβούλια στην αξιολόγηση των δραστηριοτήτων της Eurojust σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λισαβόνας·

· να ευθυγραμμιστεί το νομικό πλαίσιο της Eurojust με την κοινή προσέγγιση, με ταυτόχρονη διασφάλιση του ειδικού της ρόλου όσον αφορά τον συντονισμό των τρεχουσών ποινικών ερευνών·

· να διασφαλιστεί η δυνατότητα της Eurojust να συνεργάζεται με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, αφότου αυτή θα έχει ιδρυθεί.

3.3.1.     Κεφάλαιο I: Στόχοι και καθήκοντα

Το εν λόγω κεφάλαιο ρυθμίζει τη σύσταση του οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη συνεργασία στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης (Eurojust) ως νομίμου διαδόχου της Eurojust, όπως αυτή συστάθηκε με την απόφαση 2002/187/ΔΕΥ του Συμβουλίου. Ορίζει επίσης τα καθήκοντα και την αρμοδιότητά της. Η τελευταία ορίζεται αυτόνομα στο σχέδιο κανονισμού μέσω του σχετικού παραρτήματος.

3.3.2.     Κεφάλαιο II: Δομή και οργάνωση της Eurojust

Το εν λόγω κεφάλαιο περιέχει ορισμένα από τα κύρια στοιχεία της μεταρρύθμισης.

Το τμήμα II είναι αφιερωμένο στα εθνικά μέλη της Eurojust. Η μεταρρύθμιση διατηρεί τη σύνδεσή τους με το κράτος μέλος προέλευσης αλλά ταυτόχρονα απαριθμεί ρητά τις επιχειρησιακές αρμοδιότητες που διαθέτουν. Αυτό τους επιτρέπει να συνεργάζονται μεταξύ τους και με τις εθνικές αρχές με αποδοτικότερο τρόπο.

Τα τμήματα III, IV και V ορίζουν τη νέα δομή της Eurojust μέσω των ρυθμίσεων που αφορούν το συλλογικό όργανο, το εκτελεστικό συμβούλιο και τον διοικητικό διευθυντή. Η διακυβέρνηση της Eurojust βελτιώνεται μέσω της σαφούς διάκρισης μεταξύ των δύο συνθέσεων του συλλογικού οργάνου, αναλόγως του εάν ασκεί επιχειρησιακά ή διαχειριστικά καθήκοντα. Τα μεν αφορούν την κύρια δραστηριότητα της Eurojust για την υποστήριξη και τον συντονισμό των εθνικών ερευνών, τα δε συνδέονται με ζητήματα όπως η έγκριση του προγράμματος εργασίας του οργανισμού, ο ετήσιος προϋπολογισμός ή η ετήσια έκθεση. Ένα νέο όργανο, το εκτελεστικό συμβούλιο, συστήνεται με σκοπό να συντάσσει τις διαχειριστικές αποφάσεις του συλλογικού οργάνου και να αναλαμβάνει απευθείας ορισμένα διοικητικά καθήκοντα. Η Επιτροπή εκπροσωπείται στο συλλογικό όργανο όταν αυτό ασκεί τα διαχειριστικά του καθήκοντα, καθώς και στο εκτελεστικό συμβούλιο. Τέλος, η διαδικασία διορισμών, όπως και οι αρμοδιότητες και τα καθήκοντα του διοικητικού διευθυντή, ορίζονται επίσης με σαφήνεια.

Η εν λόγω δομή θεσπίζει έναν διπλό βαθμό διακυβέρνησης, όπως προβλέπεται στην κοινή προσέγγιση, ενώ διατηρείται ταυτόχρονα ο ειδικός χαρακτήρας της Eurojust και διασφαλίζεται η ανεξαρτησία της. Είναι επίσης οικονομικά αποδοτική και ενισχύει την αποτελεσματικότητα της Eurojust, καθώς τα εθνικά μέλη θα επικουρούνται στη διαχείριση των δημοσιονομικών και διοικητικών θεμάτων, γεγονός που θα τους επιτρέπει να επικεντρώνονται στα επιχειρησιακά τους καθήκοντα.

3.3.3.     Κεφάλαιο III: Επιχειρησιακά θέματα

Το εν λόγω κεφάλαιο διατηρεί τους υφιστάμενους μηχανισμούς για την επιχειρησιακή αποδοτικότητα της Eurojust, στους οποίους περιλαμβάνονται η επιφυλακή συντονισμού (ΕΣ), το εθνικό σύστημα συντονισμού της Eurojust (ΕΣΣΕ), η ανταλλαγή πληροφοριών και η συνέχεια που δίδεται στις αιτήσεις της Eurojust. Η αρχιτεκτονική του συστήματος διαχείρισης υποθέσεων της Eurojust παραμένει ως έχει.

3.3.4.     Κεφάλαιο IV: Επεξεργασία πληροφοριών

Το εν λόγω κεφάλαιο περιλαμβάνει παραπομπή στον κανονισμό 45/2001[6], ο οποίος ορίζει το ισχύον καθεστώς για την επεξεργασία κάθε είδους δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στη Eurojust. Επιπλέον, ο κανονισμός συγκεκριμενοποιεί και συμπληρώνει τον κανονισμό 45/2001 σε ό,τι αφορά τα επιχειρησιακά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, διασφαλίζοντας την ιδιαιτερότητα της δικαστικής συνεργασίας ενώ λαμβάνει υπόψη την ανάγκη για συνέπεια και συμμόρφωση προς τις συναφείς αρχές περί προστασίας δεδομένων. Εξακολουθούν να ισχύουν πιθανοί περιορισμοί ως προς την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Το κεφάλαιο ευθυγραμμίζει επίσης τις διατάξεις περί των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων με εκείνες του κανονισμού 45/2001 και λαμβάνει υπόψη τις προδιαγραφές προστασίας που προβλέπονται στη δέσμη μέτρων για τη μεταρρύθμιση της προστασίας δεδομένων, η οποία εκδόθηκε από την Επιτροπή τον Ιανουάριο του 2012. Επιπλέον, το κεφάλαιο προβλέπει μια σημαντική αλλαγή στον μηχανισμό εποπτείας. Επιβάλλει την αρμοδιότητα του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων (ΕΕΠΔ) όσον αφορά την παρακολούθηση της επεξεργασίας κάθε είδους δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στη Eurojust. Τα καθήκοντα του κοινού εποπτικού οργάνου που συστάθηκε δυνάμει της απόφασης του Συμβουλίου για τη Eurojust θα ασκούνται πλέον από τον ΕΕΠΔ.

3.3.5.     Κεφάλαιο V: Σχέσεις με εταίρους

Το εν λόγω κεφάλαιο αντανακλά τη σημασία της εταιρικής σχέσης και της συνεργασίας μεταξύ της Eurojust και άλλων θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της ΕΕ στην καταπολέμηση του εγκλήματος. Αυτή περιλαμβάνει καταρχάς τις σχέσεις με τις γραμματείες του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου, του δικτύου εμπειρογνώμων των κοινών ομάδων ερευνών και του δικτύου για τις γενοκτονίες, οι οποίες φιλοξενούνται από τ Eurojust. Περιλαμβάνεται επίσης μια ειδική διάταξη για τις σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.

Δεύτερον, η συνεργασία με την Ευρωπόλ θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική, ιδίως όσον αφορά τον ρόλο της στην παροχή πληροφοριών προς τη Eurojust σύμφωνα με το άρθρο 85 της ΣΛΕΕ. Μια ειδική διάταξη έχει προβλεφθεί ώστε να αποσαφηνίζεται η προνομιακή σχέση μεταξύ των δύο οργανισμών με σκοπό την ενίσχυση της αποδοτικότητάς τους στην καταπολέμηση σοβαρών μορφών του διεθνούς εγκλήματος στο πεδίο της αρμοδιότητάς τους. Προβλέπεται σχετικός μηχανισμός για τον διασταυρούμενο έλεγχο των αντίστοιχων συστημάτων πληροφοριών τους και την επακόλουθη ανταλλαγή πληροφοριών. Οι πρακτικές λεπτομέρειες θα ρυθμιστούν μέσω συμφωνίας.

Συνδέσεις με τρίτες χώρες διαπιστώνονται πολύ συχνά σε υποθέσεις που αφορούν σοβαρές μορφές οργανωμένου εγκλήματος, γεγονός που καθιστά τη στενή συνεργασία με τέτοιες χώρες κρίσιμη. Η Συνθήκη της Λισαβόνας έχει αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση διαχειρίζεται τις εξωτερικές σχέσεις της και οι αλλαγές αυτές επηρεάζουν επίσης τους αποκεντρωμένους οργανισμούς. Κατά συνέπεια, οι οργανισμοί δεν θα είναι πλέον σε θέση να διαπραγματεύονται οι ίδιοι διεθνείς συμφωνίες, οι οποίες θα πρέπει να συνάπτονται σύμφωνα με το άρθρο 218 της ΣΛΕΕ. Ωστόσο, η Eurojust θα δύναται να συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας για την ενίσχυση της συνεργασίας της με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, μεταξύ άλλων υπό μορφή ανταλλαγής πληροφοριών. Όσον αφορά τις προϋπάρχουσες διεθνείς συμφωνίες, αυτές εξακολουθούν να ισχύουν.

3.3.6.     ΚεφάλαιοVI: Οικονομικές διατάξεις

Οι συγκεκριμένες διατάξεις αποσκοπούν στον εκσυγχρονισμό του προϋπολογισμού της Eurojust, στην κατάρτιση και εκτέλεσή του, στην παρουσίαση των λογαριασμών και στις διατάξεις απαλλαγής.

3.3.7.     Κεφάλαιο VII: Διατάξεις σχετικά με το προσωπικό

Οι εν λόγω διατάξεις αντανακλούν τις αρχές της κοινής προσέγγισης με ταυτόχρονη διατήρηση των ιδιαιτεροτήτων της Eurojust. Ο υβριδικός χαρακτήρας της Eurojust και η σημασία του επιχειρησιακού δεσμού μεταξύ των εθνικών θυρίδων και των κρατών μελών προέλευσής τους εξηγούν τους λόγους για τους οποίους οι μισθοί και οι αποδοχές του εν λόγω προσωπικού βαρύνουν τα κράτη μέλη. Ο διοικητικός διευθυντής της Eurojust εξακολουθεί να διορίζεται από το συλλογικό όργανο της Eurojust αλλά βάσει ενός καταλόγου υποψηφίων που συντάσσεται από την Επιτροπή μετά από ανοιχτή και διαφανή διαδικασία επιλογής. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται η αυτονομία του οργανισμού ενώ παρέχονται και οι εγγυήσεις μιας αυστηρής αξιολόγησης των υποψηφίων. Παρόμοια διαδικασία προβλέπεται και για την απαλλαγή του διοικητικού διευθυντή από τα καθήκοντά του.

3.3.8.     Κεφάλαιο VIII: Αξιολόγηση και υποβολή εκθέσεων

Το εν λόγω κεφάλαιο ευθυγραμμίζει το νομικό πλαίσιο της Eurojust προς την υποχρέωση για ενίσχυση της δημοκρατικής νομιμότητάς της, όπως απαιτεί η Συνθήκη της Λισαβόνας. Προβλέπει ρητά τη συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων στην αξιολόγηση των δραστηριοτήτων της Eurojust. Αυτό θα γίνεται με οικονομικά αποδοτικό τρόπο, βάσει της ετήσιας έκθεσης της Eurojust, ενώ θα διατηρείται η επιχειρησιακή ανεξαρτησία του οργανισμού. Προβλέπεται επίσης μια περιοδική συνολική αξιολόγηση της Eurojust, σύμφωνα με τα όσα ορίζει η κοινή προσέγγιση.

3.3.9.     Κεφάλαιο IX: Γενικές και τελικές διατάξεις

Το εν λόγω κεφάλαιο περιέχει διατάξεις για την ευθυγράμμιση του κανονισμού για τη Eurojust προς την κοινή προσέγγιση, καθώς και διατάξεις σχετικά με την έναρξη ισχύος του κανονισμού.

4.           ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΠΤΩΣΗ

Η μεταρρύθμιση της διακυβέρνησης δεν συνεπάγεται επιπτώσεις ως προς το κόστος («διοικητικά καθήκοντα» του συλλογικού οργάνου) ούτε και θεσπίζονται νέα καθήκοντα για τη Eurojust μέσω της πρότασης, πέραν εκείνων που αφορούν τη στήριξη της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, η οποία θα παρασχεθεί με μηδενικό κόστος.

2013/0256 (COD)

Πρόταση

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με τον οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη συνεργασία στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης (Eurojust)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 85,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Κατόπιν διαβούλευσης με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:                                                                            

(1)       Η Eurojust συστάθηκε με την απόφαση 2002/187/ΔΕΥ[7] του Συμβουλίου ως οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο οποίος διαθέτει νομική προσωπικότητα προκειμένου να προωθεί και να βελτιώνει τον συντονισμό και τη συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων δικαστικών αρχών των κρατών μελών, ιδίως των σοβαρών μορφών οργανωμένου εγκλήματος. Η απόφαση 2003/659/ΔΕΥ[8] του Συμβουλίου και η απόφαση 2009/426/ΔΕΥ[9] του Συμβουλίου για την ενίσχυση της Eurojust τροποποίησαν το νομικό πλαίσιο της Eurojust.

(2)       Το άρθρο 85 της Συνθήκης προβλέπει ότι η Eurojust διέπεται από κανονισμό, ο οποίος εκδίδεται σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία. Το ίδιο άρθρο προβλέπει επίσης τον καθορισμό πρακτικών ρυθμίσεων για τη συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων στην αξιολόγηση των δραστηριοτήτων της Eurojust.

(3)       Το άρθρο 85 της Συνθήκης προβλέπει επίσης ότι αποστολή της Eurojust είναι η στήριξη και η ενίσχυση του συντονισμού και της συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων εθνικών αρχών για την έρευνα και τη δίωξη σοβαρών εγκλημάτων που έχουν επιπτώσεις σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη ή απαιτούν δίωξη σε κοινές βάσεις, βάσει επιχειρήσεων που διεξάγονται και πληροφοριών που παρέχονται από τις αρχές των κρατών μελών και την Ευρωπόλ.

(4)       Καθώς η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία πρέπει να συσταθεί εκ της Eurojust, ο παρών κανονισμός περιλαμβάνει τις διατάξεις που απαιτούνται για τη ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ της Eurojust και της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.

(5)       Ενώ η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αναμένεται να έχει ως αποκλειστική αρμοδιότητα την έρευνα και δίωξη εγκλημάτων που έχουν επιπτώσεις στα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, η Eurojust πρέπει να είναι σε θέση να στηρίζει τις εθνικές αρχές κατά την έρευνα και δίωξη τέτοιων μορφών εγκλήματος σύμφωνα με τον κανονισμό για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.

(6)       Για να μπορέσει η Eurojust να ανταποκριθεί στην αποστολή της και να αναπτύξει πλήρως το δυναμικό της στην καταπολέμηση του σοβαρού διασυνοριακού εγκλήματος, πρέπει να ενισχυθούν οι επιχειρησιακές της αρμοδιότητες μέσω του περιορισμού του διοικητικού φόρτου εργασίας των εθνικών μελών και να αναδειχθεί η ευρωπαϊκή της διάσταση μέσω της συμμετοχής της Επιτροπής στη διαχείριση του οργανισμού και της ενίσχυσης της συμμετοχής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων στην αξιολόγηση των δραστηριοτήτων της.

(7)       Ως εκ τούτου, η απόφαση 2002/187/ΔΕΥ του Συμβουλίου πρέπει να καταργηθεί και να αντικατασταθεί με τον παρόντα κανονισμό ο οποίος καθορίζει τις πρακτικές ρυθμίσεις για κοινοβουλευτική συμμετοχή, εκσυγχρονίζει τη δομή και απλοποιεί το τρέχον νομικό πλαίσιο της Eurojust ενώ διατηρεί τα στοιχεία εκείνα που έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικά ως προς τη λειτουργία της.

(8)       Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(9)       Οι μορφές σοβαρού εγκλήματος που έχουν επιπτώσεις σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη και για τις οποίες είναι αρμόδια η Eurojust πρέπει να αναφέρονται ρητά. Επιπλέον, πρέπει να ορίζονται οι υποθέσεις οι οποίες δεν αφορούν δύο ή περισσότερα κράτη μέλη αλλά απαιτούν δίωξη σε κοινές βάσεις. Οι υποθέσεις αυτές πρέπει να περιλαμβάνουν έρευνες και διώξεις με επιπτώσεις για ένα μόνο κράτος μέλος και ένα τρίτο κράτος, καθώς και υποθέσεις με επιπτώσεις για ένα μόνο κράτος μέλος και την Ένωση.

(10)     Κατά την άσκηση των επιχειρησιακών αρμοδιοτήτων της επί συγκεκριμένων ποινικών υποθέσεων, κατόπιν αίτησης των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών ή αυτεπάγγελτα, η Eurojust πρέπει να ενεργεί είτε μέσω ενός ή περισσότερων εθνικών μελών είτε ως συλλογικό όργανο.

(11)     Για να διασφαλίζεται η ικανότητα της Eurojust να στηρίζει και να συντονίζει ορθά διασυνοριακές έρευνες, είναι απαραίτητο να έχουν όλα τα εθνικά μέλη τις ίδιες επιχειρησιακές αρμοδιότητες ώστε να συνεργάζονται πιο αποτελεσματικά, τόσο μεταξύ τους όσο και με τις εθνικές αρχές. Τα εθνικά μέλη πρέπει να διαθέτουν τις αρμοδιότητες εκείνες που επιτρέπουν στη Eurojust την ορθή εκπλήρωση της αποστολής της. Οι αρμοδιότητες αυτές πρέπει να περιλαμβάνουν τη δυνατότητα πρόσβασης στις συναφείς πληροφορίες των εθνικών δημόσιων μητρώων, την έκδοση και εκτέλεση αιτήσεων αμοιβαίας συνδρομής και αναγνώρισης, την απευθείας επικοινωνία και ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές, τη συμμετοχή σε κοινές ομάδες ερευνών και, σε συμφωνία με την αρμόδια εθνική αρχή ή σε επείγουσες περιπτώσεις, την παραγγελία μέτρων για τη διεξαγωγή έρευνας και την πραγματοποίηση ελεγχόμενων παραδόσεων.

(12)     Είναι αναγκαίο να αποκτήσει η Eurojust μια διοικητική και διαχειριστική δομή η οποία θα της επιτρέπει να εκτελεί τα καθήκοντά της  αποτελεσματικότερα και να είναι συνεπής προς τις αρχές που διέπουν τους οργανισμούς της Ένωσης, με ταυτόχρονη διατήρηση των ειδικών χαρακτηριστικών της και διασφάλιση της ανεξαρτησίας της κατά την άσκηση των επιχειρησιακών της αρμοδιοτήτων. Προς τούτο, πρέπει να αποσαφηνιστούν τα καθήκοντα των εθνικών μελών, του συλλογικού οργάνου και του διοικητικού διευθυντή και να συσταθεί ένα εκτελεστικό συμβούλιο.

(13)     Πρέπει να προβλεφθούν διατάξεις μέσω των οποίων θα γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ των επιχειρησιακών και διαχειριστικών αρμοδιοτήτων του συλλογικού οργάνου, με περιορισμό του διοικητικού φόρτου επί των εθνικών μελών στο ελάχιστο ώστε να μπορούν να επικεντρώνονται στο επιχειρησιακό έργο της Eurojust. Τα διαχειριστικά καθήκοντα του συλλογικού οργάνου πρέπει να περιλαμβάνουν ιδίως την έγκριση των προγραμμάτων εργασίας της Eurojust, του προϋπολογισμού, της ετήσιας έκθεσης πεπραγμένων, των κατάλληλων οικονομικών κανόνων και των συμφωνιών συνεργασίας με τους εταίρους. Το συλλογικό όργανο πρέπει επίσης να ενεργεί ως αρμόδια για τους διορισμούς αρχή σε ό,τι αφορά το προσωπικό του οργανισμού, περιλαμβανομένου του διοικητικού διευθυντή.

(14)     Για να βελτιωθεί η διακυβέρνηση της Eurojust και να εξορθολογιστούν οι διαδικασίες της, πρέπει να συσταθεί ένα εκτελεστικό συμβούλιο, η οποία θα επικουρεί το συλλογικό όργανο στις διαχειριστικές αρμοδιότητές του και θα δίνει τη δυνατότητα μιας εξορθολογισμένης διαδικασίας λήψης αποφάσεων επί μη επιχειρησιακών και στρατηγικών θεμάτων.

(15)     Η Επιτροπή πρέπει να εκπροσωπείται στο συλλογικό όργανο όταν αυτό ασκεί τις διαχειριστικές αρμοδιότητές του, καθώς και στο εκτελεστικό συμβούλιο, ώστε να διασφαλίζεται η μη επιχειρησιακή εποπτεία και η στρατηγική καθοδήγηση της Eurojust.

(16)     Για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής καθημερινής διαχείρισης της Eurojust, ο διοικητικός διευθυντής πρέπει να είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής της, υπόλογος στο συλλογικό όργανο και στο εκτελεστικό συμβούλιο. Ο διοικητικός διευθυντής πρέπει να συντάσσει και να εκτελεί τις αποφάσεις του συλλογικού οργάνου και του εκτελεστικού συμβουλίου.

(17)     Είναι απαραίτητη η σύσταση επιφυλακής συντονισμού (ΕΣ) στο πλαίσιο της Eurojust προκειμένου να ενισχυθεί η μόνιμη παρουσία της Eurojust και η ικανότητα παρέμβασής της σε επείγουσες περιπτώσεις. Κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να είναι υπεύθυνο να διασφαλίζει ότι οι αντιπρόσωποί τους στην ΕΣ είναι ικανοί να ενεργούν σε καθημερινή εικοσιτετράωρη βάση.

(18)     Θα πρέπει να θεσπισθούν εθνικά συστήματα συντονισμού της Eurojust στα κράτη μέλη για να συντονίζονται οι εργασίες που διεξάγονται από τους εθνικούς ανταποκριτές για τη Eurojust, τον εθνικό ανταποκριτή για τη Eurojust για θέματα τρομοκρατίας, τον εθνικό ανταποκριτή για το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο και μέχρι τρία άλλα σημεία επαφής, καθώς και αντιπροσώπους στο δίκτυο για τις κοινές ομάδες ερευνών και των δικτύων που έχουν θεσπιστεί με την απόφαση 2002/494/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για την ίδρυση ευρωπαϊκού δικτύου σημείων επαφής σχετικά με πρόσωπα που ευθύνονται για γενοκτονία, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου[10], της απόφασης 2007/845/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 6ης Δεκεμβρίου 2007, σχετικά με τη συνεργασία των υπηρεσιών ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων στα κράτη μέλη προς ανίχνευση και εντοπισμό προϊόντων εγκλήματος ή άλλων συναφών περιουσιακών στοιχείων[11] και της απόφασης 2008/852/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 2008, για ένα δίκτυο σημείων επαφής κατά της διαφθοράς[12].

(19)     Για να τονωθεί και να ενισχυθεί ο συντονισμός και η συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών για την έρευνα και τη δίωξη είναι σημαντικό να λαμβάνει η Eurojust από τις εθνικές αρχές τις συναφείς πληροφορίες που απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων της. Προς τούτο, οι εθνικές αρμόδιες αρχές πρέπει να ενημερώνουν τα εθνικά μέλη τους σχετικά με τη συγκρότηση και τα αποτελέσματα κοινών ομάδων ερευνών, σχετικά με υποθέσεις που υπάγονται στην αρμοδιότητα της Eurojust και αφορούν άμεσα τουλάχιστον τρία κράτη μέλη και για τις οποίες έχουν διαβιβαστεί αιτήσεις ή αποφάσεις για δικαστική συνεργασία σε τουλάχιστον δύο κράτη μέλη, καθώς και, σε ορισμένες περιστάσεις, πληροφορίες σχετικά με συγκρούσεις δικαιοδοσίας, ελεγχόμενες παραδόσεις και επανειλημμένες δυσχέρειες όσον αφορά τη δικαστική συνεργασία.

(20)     Παρότι η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην Eurojust εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2000 σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών[13], η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις αρχές των κρατών μελών και η διαβίβαση των δεδομένων αυτών στη Eurojust καλύπτεται από τη σύμβαση αριθ. 108 του Συμβουλίου της Ευρώπης [θα αντικατασταθεί από τη σχετική οδηγία που θα ισχύει κατά τη στιγμή της έκδοσης].

(21)     Οσάκις η Eurojust διαβιβάζει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε αρχή τρίτης χώρας, σε διεθνή οργανισμό ή στην Interpol δυνάμει διεθνούς συμφωνίας που έχει συναφθεί βάσει του άρθρου 218 της Συνθήκης, οι κατάλληλες εγγυήσεις που παρέχονται σε ό,τι αφορά την προστασία της ιδιωτικής ζωής και των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των ατόμων πρέπει να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση προς τις διατάξεις περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του παρόντος κανονισμού.

(22)     Η Eurojust θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί για την επεξεργασία ορισμένων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν πρόσωπα τα οποία, κατά την εθνική νομοθεσία των οικείων κρατών μελών, εικάζεται ότι έχουν διαπράξει ή έχουν συμμετάσχει σε αξιόποινη πράξη για την οποία είναι αρμόδια η Eurojust ή τα οποία έχουν καταδικασθεί για τέτοια πράξη. Δεν υπονοείται ότι η Eurojust προβαίνει σε αυτόματη σύγκριση προφίλ DNA ή δακτυλικών αποτυπωμάτων.

(23)     Θα πρέπει να δοθεί στην Eurojust η δυνατότητα να παρατείνει τις προθεσμίες για την διατήρηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, υπό την προϋπόθεση ότι τηρείται η αρχή της οριοθέτησης του σκοπού η οποία ισχύει για την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο όλων των δραστηριοτήτων της Eurojust, ούτως ώστε να επιτυγχάνει τους στόχους της. Οι σχετικές αποφάσεις θα πρέπει να λαμβάνονται ύστερα από προσεκτική εξέταση όλων των σχετικών συμφερόντων, περιλαμβανομένων εκείνων των υποκειμένων των δεδομένων. Η τυχόν παράταση των προθεσμιών για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, σε περιπτώσεις που η ποινική δίωξη έχει παραγραφεί σε όλα τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, θα πρέπει να αποφασίζεται μόνον όταν υπάρχει συγκεκριμένη ανάγκη να παρασχεθεί συνδρομή δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

(24)     Η Eurojust πρέπει να διατηρεί προνομιακές σχέσεις με το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο, βασισμένες στη διαβούλευση και τη συμπληρωματικότητα. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να συμβάλλει στη διευκρίνιση των αντίστοιχων ρόλων της Eurojust και του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου και στη, μεταξύ αυτών, σχέση, με ταυτόχρονη διαφύλαξη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου.

(25)     Η Eurojust πρέπει να διατηρεί σχέσεις συνεργασίας με τα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης, με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, καθώς και με διεθνείς οργανισμούς, στον βαθμό που απαιτείται για την άσκηση των καθηκόντων της.

(26)     Για να ενισχυθεί η επιχειρησιακή συνεργασία μεταξύ της Eurojust και της Ευρωπόλ και ιδίως για να δημιουργηθούν συνδέσεις μεταξύ των δεδομένων που ήδη βρίσκονται στην κατοχή του ενός ή του άλλου οργανισμού, η Eurojust πρέπει να δώσει στην Ευρωπόλ τη δυνατότητα πρόσβασης και αναζήτησης στα δεδομένα που βρίσκονται στην κατοχή της.

(27)     Η Eurojust πρέπει να μπορεί να ανταλλάσσει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα με άλλα όργανα της Ένωσης στον βαθμό που απαιτείται για την άσκηση των καθηκόντων της.

(28)     Θα πρέπει να προβλεφθεί για την Eurojust η δυνατότητα απόσπασης δικαστικών συνδέσμων σε τρίτες χώρες, για την επίτευξη στόχων ανάλογων με εκείνους που ανατίθενται στους δικαστικούς συνδέσμους οι οποίοι αποσπώνται από τα κράτη μέλη βάσει της κοινής δράσης 96/277/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 22ας Απριλίου 1996 σχετικά με ένα πλαίσιο ανταλλαγής δικαστικών συνδέσμων, με σκοπό τη βελτίωση της δικαστικής συνεργασίας των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης[14].

(29)     Θα πρέπει να προβλεφθεί για την Eurojust η δυνατότητα συντονισμού της εκτέλεσης αιτήσεων δικαστικής συνεργασίας που εκδίδονται από τρίτη χώρα, όταν αφορούν την ίδια έρευνα και απαιτούν εκτέλεση σε τουλάχιστον δύο κράτη μέλη.

(30)     Για να διασφαλιστεί η πλήρης αυτονομία και ανεξαρτησία της Eurojust, αυτή πρέπει να διαθέτει αυτόνομο προϋπολογισμό, τα έσοδα του οποίου θα προέρχονται κυρίως από συνεισφορά από τον προϋπολογισμό της Ένωσης, με εξαίρεση τους μισθούς και τις αποδοχές των εθνικών μελών και του βοηθητικού προσωπικού, οι οποίες βαρύνουν τα κράτη μέλη προέλευσής τους. Η δημοσιονομική διαδικασία της Ένωσης πρέπει να εφαρμόζεται όσον αφορά τη συνεισφορά της Ένωσης, καθώς και οποιεσδήποτε άλλες επιδοτήσεις  βαρύνουν τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο λογιστικός έλεγχος πρέπει να ασκείται από το Ελεγκτικό Συνέδριο.

(31)     Για να ενισχυθεί η διαφάνεια και η δημοκρατική εποπτεία της Eurojust είναι αναγκαίο να προβλεφθούν μηχανισμοί για τη συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων στην αξιολόγηση των δραστηριοτήτων της Eurojust. Αυτό δεν πρέπει να αποτελεί εμπόδιο ως προς τις αρχές της ανεξαρτησίας σε ό,τι αφορά μέτρα που λαμβάνονται σε συγκεκριμένες επιχειρησιακές υποθέσεις ή ως προς τις υποχρεώσεις εχεμύθειας και εμπιστευτικότητας.

(32)     Είναι σκόπιμο να αξιολογείται σε τακτική βάση η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

(33)     Για τη Eurojust πρέπει να ισχύει ο κανονισμός (ΕΕ, ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 966/2012 σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002[15].

(34)     Για τη Eurojust πρέπει να ισχύει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Μαΐου 1999 σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF)[16].

(35)     Οι διατάξεις που απαιτούνται όσον αφορά τη στέγαση της Eurojust στο κράτος μέλος της έδρας της, ήτοι στις Κάτω Χώρες, καθώς και οι ειδικοί κανόνες που εφαρμόζονται στο σύνολο του προσωπικού της Eurojust και στα μέλη των οικογενειών τους είναι σκόπιμο να καθορισθούν με συμφωνία περί της έδρας. Περαιτέρω, το κράτος μέλος υποδοχής οφείλει να παρέχει τις καλύτερες δυνατές συνθήκες για την εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της Eurojust, συμπεριλαμβανομένων της σχολικής φοίτησης των παιδιών και των συγκοινωνιών, ώστε ο οργανισμός να μπορεί να προσελκύει ανθρώπινους πόρους υψηλής ποιότητας από μια όσο το δυνατόν ευρύτερη γεωγραφική βάση.

(36)     Καθώς η Eurojust, όπως ιδρύεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, αντικαθιστά και διαδέχεται τη Eurojust όπως συστάθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις της απόφασης 2002/187/ΔΕΥ του Συμβουλίου, είναι σκόπιμο να υποκαταστήσει νομικώς τη Eurojust σε όλες τις συμβάσεις τις οποίες έχει συνάψει, περιλαμβανομένων των συμβάσεων εργασίας, των υποχρεώσεων που υπέχει και των περιουσιακών στοιχείων που έχει αποκτήσει. Οι διεθνείς συμφωνίες που έχουν συναφθεί από τη Eurojust δυνάμει της ανωτέρω απόφασης παραμένουν σε ισχύ.

(37)     Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η ίδρυση οντότητας αρμόδιας για τη στήριξη και την ενίσχυση του συντονισμού και της συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων εθνικών αρχών για την έρευνα και τη δίωξη σοβαρών εγκλημάτων που έχουν επιπτώσεις σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη ή απαιτούν δίωξη σε κοινές βάσεις, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορεί, κατά συνέπεια, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων της δράσης, να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να θεσπίσει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως αυτή διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο προαναφερθέν άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(38)     [Σύμφωνα με το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου (αριθ. 21) για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, που προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα συγκεκριμένα κράτη μέλη κοινοποίησαν την πρόθεσή τους να συμμετάσχουν στην έκδοση και στην εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.] Ή [Με την επιφύλαξη του άρθρου 4 του πρωτοκόλλου (αριθ. 21) για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, που προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα συγκεκριμένα κράτη μέλη δεν θα συμμετάσχουν στην έκδοση του παρόντος κανονισμού και δεν θα δεσμεύονται από αυτόν ούτε θα υπόκεινται στην εφαρμογή του.]

(39)     Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου (αριθ. 22) σχετικά με τη θέση της Δανίας που προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Δανία δεν συμμετέχει στην έκδοση του παρόντος κανονισμού και δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του.

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I ΣΤΟΧΟΣ ΚΑΙ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ

Άρθρο 1 Ο οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη συνεργασία στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης

1.           Ιδρύεται ο οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη συνεργασία στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης (Eurojust).

2.           Η Eurojust, όπως ιδρύεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, αντικαθιστά και διαδέχεται τη Eurojust όπως είχε ιδρυθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της απόφασης 2002/187/ΔΕΥ του Συμβουλίου.

3.           Σε όλα τα κράτη μέλη, η Eurojust έχει την ευρύτερη νομική ικανότητα που αναγνωρίζεται σε νομικά πρόσωπα από την εθνική νομοθεσία τους. Ειδικότερα, μπορεί να αποκτά και να διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία και να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου.

Άρθρο 2 Καθήκοντα

1.           Η Eurojust υποστηρίζει και ενισχύει τον συντονισμό και τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών για την έρευνα και τη δίωξη σοβαρών εγκλημάτων που έχουν επιπτώσεις σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη ή απαιτούν δίωξη σε κοινές βάσεις, βάσει επιχειρήσεων που διεξάγονται και πληροφοριών που παρέχονται από τις αρχές των κρατών μελών και την Ευρωπόλ.

2.           Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, η Eurojust:

α)      λαμβάνει υπόψη κάθε αίτηση προερχόμενη από αρμόδια αρχή κράτους μέλους και κάθε πληροφορία παρεχόμενη από αρμόδιο όργανο δυνάμει διατάξεων που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο των συνθηκών ή που έχει συλλεχθεί από την ίδια τη Eurojust∙

β)      διευκολύνει την εκτέλεση αιτήσεων ή αποφάσεων δικαστικής συνεργασίας, μεταξύ άλλων όσον αφορά πράξεις με τις οποίες υλοποιείται η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης.

3.           Η Eurojust ασκεί τα καθήκοντά της κατόπιν αιτήσεως των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών ή με δική της πρωτοβουλία.

Άρθρο 3 Πεδίο αρμοδιότητας της Eurojust

1.           Το πεδίο αρμοδιότητας της Eurojust καλύπτει τις μορφές αδικημάτων που παρατίθενται στο παράρτημα 1. Ωστόσο, το πεδίο αρμοδιότητάς της δεν περιλαμβάνει τα αδικήματα για τα οποία είναι αρμόδια η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.

2.           Το πεδίο αρμοδιότητας της Eurojust καλύπτει τις συναφείς αξιόποινες πράξεις. Ως συναφείς αξιόποινες πράξεις λογίζονται οι ακόλουθες:

α)      αξιόποινες πράξεις που διαπράττονται με σκοπό την απόκτηση των μέσων για την τέλεση των πράξεων που παρατίθενται στο παράρτημα 1∙

β)      αξιόποινες πράξεις που διαπράττονται με σκοπό τη διευκόλυνση ή την τέλεση των πράξεων που παρατίθενται στο παράρτημα 1∙

γ)      αξιόποινες πράξεις που διαπράττονται με σκοπό την εξασφάλιση της ατιμωρησίας για τις πράξεις που παρατίθενται στο παράρτημα 1.

3.           Κατόπιν αιτήσεως μιας αρμόδιας αρχής κράτους μέλους, η Eurojust μπορεί επίσης να παρέχει την υποστήριξή της σε έρευνες ή διώξεις που αφορούν μόνον το συγκεκριμένο κράτος μέλος και ένα τρίτο κράτος, εφόσον έχει συναφθεί με το εν λόγω κράτος συμφωνία συνεργασίας ή ρύθμιση μέσω της οποίας θεσπίζεται συνεργασία δυνάμει του άρθρου 43 ή εφόσον, σε ειδική περίπτωση, υπάρχει ουσιώδες συμφέρον που επιβάλλει την παροχή της υποστήριξης αυτής.

4.           Κατόπιν αιτήσεως είτε μιας αρμόδιας αρχής κράτους μέλους είτε της Επιτροπής, η Eurojust μπορεί επίσης να παρέχει την υποστήριξή της σε έρευνες ή διώξεις που αφορούν μόνο το συγκεκριμένο κράτος μέλος και την Ένωση.

Άρθρο 4 Επιχειρησιακές αρμοδιότητες της Eurojust

1.           Η Eurojust:

α)      ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών σχετικά με τις έρευνες και τις διώξεις των οποίων έχει γνώση και οι οποίες έχουν επιπτώσεις στο επίπεδο της Ένωσης ή θα μπορούσαν να αφορούν και άλλα κράτη μέλη πέραν των άμεσα ενεχομένων·

β)      επικουρεί τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών προκειμένου να εξασφαλίσει τον καλύτερο δυνατό συντονισμό των ερευνών και των διώξεων·

γ)      παρέχει υποστήριξη για τη βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών, ιδίως βάσει των αναλύσεων που πραγματοποιεί η Ευρωπόλ·

δ)      συνεργάζεται και διαβουλεύεται με το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο σε ποινικές υποθέσεις, μεταξύ άλλων, χρησιμοποιώντας τη βάση τεκμηρίωσης του δικτύου και συμβάλλοντας στη βελτίωσή της·

ε)      παρέχει επιχειρησιακή, τεχνική και οικονομική στήριξη στις διασυνοριακές επιχειρήσεις και έρευνες των κρατών μελών, καθώς και στις κοινές ομάδες ερευνών.

2.           Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, η Eurojust δύναται να καλεί αιτιολογημένα τις αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών:

α)      να προβαίνουν σε έρευνα ή δίωξη για συγκεκριμένες πράξεις·

β)      να δεχθούν ότι είναι ίσως προτιμότερο να προβεί ένα εξ αυτών σε έρευνα ή δίωξη για συγκεκριμένες πράξεις·

γ)      να αναλάβουν τον συντονισμό μεταξύ των αρμόδιων αρχών των οικείων κρατών μελών·

δ)      να συστήσουν κοινή ομάδα έρευνας σύμφωνα με τα σχετικά μέσα συνεργασίας·

ε)      να της παράσχουν κάθε πληροφορία απαραίτητη για την εκτέλεση των καθηκόντων της·

στ)    να λαμβάνουν ειδικά μέτρα για τη διεξαγωγή της έρευνας·

ζ)      να λαμβάνουν οποιοδήποτε άλλο μέτρο το οποίο δικαιολογεί η έρευνα ή η δίωξη.

3.           H Eurojust δύναται επίσης:

α)      να παρέχει στην Ευρωπόλ γνώμες βασιζόμενες στις αναλύσεις που αυτή έχει διενεργήσει·

β)      να παρέχει υποστήριξη διοικητικής μέριμνας, η οποία δύναται να περιλαμβάνει βοήθεια για τη μετάφραση, τη διερμηνεία και τη διοργάνωση συντονιστικών συνεδριάσεων.

4.           Όταν δύο ή περισσότερα κράτη μέλη δεν μπορούν να συμφωνήσουν ποιο από αυτά πρέπει να προβεί σε έρευνα ή δίωξη κατόπιν αίτησης που υποβάλλεται δυνάμει της παραγράφου 2 στοιχείο β), η Eurojust εκδίδει σχετική γραπτή γνώμη. Η γνώμη διαβιβάζεται αμέσως στα οικεία κράτη μέλη.

5.           Κατόπιν αίτησης αρμόδιας αρχής, η Eurojust εκδίδει γραπτή γνώμη επί επαναλαμβανόμενων αρνήσεων ή δυσκολιών σχετικά με την εκτέλεση αιτήσεων και αποφάσεων δικαστικής συνεργασίας, μεταξύ άλλων, όσον αφορά πράξεις με τις οποίες υλοποιείται η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν κατέστη δυνατό να επιλυθεί με αμοιβαία συμφωνία μεταξύ των αρμόδιων εθνικών αρχών ή χάρη στην παρέμβαση των οικείων εθνικών μελών. Η γνώμη διαβιβάζεται αμέσως στα οικεία κράτη μέλη.

Άρθρο 5 Άσκηση των επιχειρησιακών καθηκόντων

1.           Η Eurojust ενεργεί μέσω ενός ή περισσοτέρων από τα οικεία εθνικά μέλη όταν προβαίνει σε οποιαδήποτε ενέργεια μεταξύ εκείνων που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 ή 2.

2.           Η Eurojust ενεργεί ως συλλογικό όργανο:

α)      όταν προβαίνει σε οποιαδήποτε ενέργεια μεταξύ εκείνων που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 ή 2:

(i)      εφόσον το ζητούν ένα ή περισσότερα εκ των οικείων εθνικών μελών, στα οποία αφορά μία υπόθεση που χειρίζεται η Eurojust∙

(ii)      εφόσον η υπόθεση συνεπάγεται τη διενέργεια ερευνών ή διώξεων που έχουν επιπτώσεις στο επίπεδο της Ένωσης ή που μπορεί να αφορούν και άλλα κράτη μέλη εκτός των άμεσα ενεχομένων·

β)      όταν προβαίνει σε οποιαδήποτε ενέργεια μεταξύ εκείνων που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3, 4 ή 5·

γ)      όταν τίθεται ένα γενικό ζήτημα που αφορά την επίτευξη των επιχειρησιακών στόχων της·

δ)      όταν προβλέπεται από άλλες διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

3.           Η Eurojust, όταν εκτελεί τα καθήκοντά της, δηλώνει εάν ενεργεί μέσω ενός ή περισσοτέρων εθνικών μελών ή ως συλλογικό όργανο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ EUROJUST

Τμήμα I Δομή

Άρθρο 6 Δομή της Eurojust

Η δομή της Eurojust περιλαμβάνει:

α)           τα εθνικά μέλη·

β)           το συλλογικό όργανο·

γ)           το εκτελεστικό συμβούλιο·

δ)           τον διοικητικό διευθυντή.

Τμήμα II Εθνικά μέλη

Άρθρο 7 Καθεστώς των εθνικών μελών

1.           Η Eurojust διαθέτει ένα εθνικό μέλος το οποίο αποσπάται από κάθε κράτος μέλος σύμφωνα με την έννομη τάξη του, το οποίο απαιτείται να έχει ως τακτικό τόπο εργασίας του την έδρα της Eurojust.

2.           Κάθε εθνικό μέλος επικουρείται από έναν αναπληρωτή και έναν βοηθό. Ο αναπληρωτής και ο βοηθός έχουν ως τακτικό τόπο εργασίας τη Eurojust. Περισσότεροι αναπληρωτές ή βοηθοί μπορούν να επικουρούν το εθνικό μέλος και να έχουν, εφόσον απαιτείται και με τη συμφωνία του συλλογικού οργάνου, ως τακτικό τόπο εργασίας την Eurojust.

3.           Τα εθνικά μέλη και οι αναπληρωτές κατέχουν αξίωμα εισαγγελέα, δικαστή ή αξιωματικού της αστυνομίας με ισοδύναμες αρμοδιότητες. Οι αρμόδιες εθνικές αρχές τούς παρέχουν τις εξουσίες που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό ώστε να μπορούν να ασκούν τα καθήκοντά τους.

4.           Ο αναπληρωτής είναι σε θέση να ενεργεί εξ ονόματος του εθνικού μέλους ή να το αντικαθιστά. Ο βοηθός μπορεί επίσης να ενεργεί εξ ονόματος του εθνικού μέλους ή να το αντικαθιστά εφόσον κατέχει αξίωμα μεταξύ εκείνων που προβλέπονται στην παράγραφο 3.

5.           Οι επιχειρησιακές πληροφορίες που ανταλλάσσονται μεταξύ της Eurojust και των κρατών μελών διακινούνται μέσω των εθνικών μελών.

6.           Τα εθνικά μέλη επικοινωνούν με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους τους απευθείας.

7.           Οι μισθοί και οι αποδοχές των εθνικών μελών, των αναπληρωτών και των βοηθών βαρύνουν τα κράτη μέλη προέλευσης.

8.           Όταν τα εθνικά μέλη, οι αναπληρωτές και οι βοηθοί ενεργούν στο πλαίσιο της εντολής της Eurojust, οι δαπάνες που συνδέονται με τις συγκεκριμένες δραστηριότητες θεωρούνται λειτουργικές δαπάνες.

Άρθρο 8 Αρμοδιότητες των εθνικών μελών

1.           Τα εθνικά μέλη δύνανται:

α)      να διευκολύνουν ή να υποστηρίζουν με άλλον τρόπο την έκδοση και εκτέλεση τυχόν αιτήσεων αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής ή αμοιβαίας αναγνώρισης ή να τις εκδίδουν και να τις εκτελούν τα ίδια·

β)      να επικοινωνούν απευθείας και να ανταλλάσσουν πληροφορίες με τυχόν εθνικές αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους·

γ)      να επικοινωνούν απευθείας και να ανταλλάσσουν πληροφορίες με τυχόν αρμόδιες διεθνείς αρχές, σύμφωνα με τις διεθνείς δεσμεύσεις του κράτους μέλους τους·

δ)      να συμμετέχουν σε κοινές ομάδες ερευνών, μεταξύ άλλων και στη συγκρότησή τους.

2.           Σε συμφωνία με την αρμόδια εθνική αρχή, τα εθνικά μέλη:

α)      διατάσσουν μέτρα για τη διεξαγωγή της έρευνας·

β)      επιτρέπουν την πραγματοποίηση ελεγχόμενων παραδόσεων και συντονίζουν τις παραδόσεις αυτές στο κράτος μέλος σύμφωνα με την εθνική του νομοθεσία.

3.           Σε επείγουσες περιπτώσεις, όταν δεν μπορεί να επέλθει έγκαιρη συμφωνία, τα εθνικά μέλη είναι αρμόδια να λαμβάνουν τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 2, ενημερώνοντας το συντομότερο δυνατό την εθνική αρμόδια αρχή.

Άρθρο 9 Πρόσβαση σε εθνικά μητρώα

Τα εθνικά μέλη έχουν πρόσβαση ή τουλάχιστον τη δυνατότητα να λαμβάνουν τις πληροφορίες που περιέχονται στους ακόλουθους τύπους μητρώων στο κράτος μέλος τους, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία:

α)           ποινικό μητρώο·

β)           αρχεία συλληφθέντων·

γ)           αρχεία ερευνών·

δ)           αρχεία DNA∙

ε)           άλλα μητρώα δημοσίων αρχών του κράτους μέλους τους, εφόσον αυτές οι πληροφορίες θεωρούνται απαραίτητες για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους.

Ενότητα III Συλλογικό όργανο

Άρθρο 10 Σύσταση του συλλογικού οργάνου

1.           Το συλλογικό όργανο απαρτίζεται από:

α)      όλα τα εθνικά μέλη, όταν ασκεί τις επιχειρησιακές του αρμοδιότητες δυνάμει του άρθρου 4∙

β)      όλα τα εθνικά μέλη και δύο εκπροσώπους της Επιτροπής, όταν το συλλογικό όργανο ασκεί τις διαχειριστικές του αρμοδιότητες δυνάμει του άρθρου 14.

2.           Η διάρκεια της θητείας των μελών και των αναπληρωτών τους είναι τουλάχιστον τετραετής με δυνατότητα μίας ανανέωσης. Κατά τη λήξη της θητείας τους ή σε περίπτωση παραίτησης, τα μέλη συνεχίζουν να ασκούν τα καθήκοντά τους μέχρις ότου ανανεωθεί η θητεία τους ή αντικατασταθούν.

3.           Ο διοικητικός διευθυντής παρίσταται στις διαχειριστικές συνεδριάσεις του συλλογικού οργάνου χωρίς δικαίωμα ψήφου.

4.           Το συλλογικό όργανο δύναται να προσκαλέσει στις συνεδριάσεις του οποιοδήποτε πρόσωπο, η γνώμη του οποίου μπορεί να παρουσιάζει ενδιαφέρον, με την ιδιότητα του παρατηρητή.

5.           Τα μέλη του συλλογικού οργάνου μπορούν, υπό τους όρους του εσωτερικού τους κανονισμού, να επικουρούνται από συμβούλους ή εμπειρογνώμονες.

Άρθρο 11 Πρόεδρος και αντιπρόεδρος της Eurojust

1.           Το συλλογικό όργανο εκλέγει έναν πρόεδρο και δύο αντιπροέδρους μεταξύ των εθνικών μελών με πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών του.

2.           Οι αντιπρόεδροι αντικαθιστούν τον πρόεδρο σε περίπτωση που αυτός κωλύεται να εκτελέσει τα καθήκοντά του.

3.           Η διάρκεια της θητείας του προέδρου και των αντιπροέδρων είναι τετραετής με δυνατότητα μίας ανανέωσης. Όταν ένα εθνικό μέλος εκλέγεται πρόεδρος ή αντιπρόεδρος της Eurojust, η θητεία του ως εθνικού μέλους παρατείνεται προκειμένου να διασφαλίζεται ότι μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντά του ως πρόεδρος ή αντιπρόεδρος.

Άρθρο 12 Συνεδριάσεις του συλλογικού οργάνου

1.           Ο πρόεδρος συγκαλεί τις συνεδριάσεις του συλλογικού οργάνου.

2.           Το συλλογικό όργανο πραγματοποιεί τουλάχιστον μία επιχειρησιακή συνεδρίαση ανά μήνα. Για την άσκηση των διαχειριστικών αρμοδιοτήτων του, το συλλογικό όργανο πραγματοποιεί τουλάχιστον δύο τακτικές συνεδριάσεις τον χρόνο. Επιπλέον, συνέρχεται με πρωτοβουλία του προέδρου του, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής ή κατόπιν αιτήματος του ενός τρίτου τουλάχιστον των μελών του.

3.           Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας λαμβάνει τις ημερήσιες διατάξεις όλων των συνεδριάσεων του συλλογικού οργάνου και δύναται να συμμετέχει σε αυτές, χωρίς δικαίωμα ψήφου, εφόσον συζητούνται ζητήματα τα οποία θεωρεί συναφή προς τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.

Άρθρο 13 Κανόνες ψηφοφορίας του συλλογικού οργάνου

1.           Εάν δεν προβλέπεται διαφορετικά, το συλλογικό όργανο λαμβάνει τις αποφάσεις του με πλειοψηφία των μελών του.

2.           Κάθε μέλος έχει δικαίωμα μίας ψήφου. Κατά την απουσία μέλους, το δικαίωμα ψήφου του δικαιούται να ασκήσει ο αναπληρωτής του.

3.           Ο πρόεδρος και οι αντιπρόεδροι έχουν δικαίωμα ψήφου.

Άρθρο 14 Διαχειριστικές αρμοδιότητες του συλλογικού οργάνου

1.           Κατά την άσκηση των διαχειριστικών αρμοδιοτήτων του, το συλλογικό όργανο:

α)      εκδίδει σε ετήσια βάση το έγγραφο προγραμματισμού της Eurojust με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών του και σύμφωνα με το άρθρο 15∙

β)      θεσπίζει, με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών του, τον ετήσιο προϋπολογισμό της Eurojust και ασκεί άλλες αρμοδιότητες σε σχέση με τον προϋπολογισμό της Eurojust δυνάμει του κεφαλαίου VI∙

γ)      εκδίδει και δημοσιοποιεί ενοποιημένη ετήσια έκθεση πεπραγμένων της Eurojust και τη διαβιβάζει, έως την [ημερομηνία που προβλέπεται στον δημοσιονομικό κανονισμό-πλαίσιο] του επόμενου έτους, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στα εθνικά κοινοβούλια, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στο Ελεγκτικό Συνέδριο·

δ)      θεσπίζει τον προγραμματισμό των πόρων του προσωπικού στο πλαίσιο του εγγράφου προγραμματισμού·

ε)      θεσπίζει τους δημοσιονομικούς κανόνες στους οποίους υπόκειται η Eurojust σύμφωνα με το άρθρο 52∙

στ)    θεσπίζει κανόνες για την πρόληψη και τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων στις οποίες εμπλέκονται τα μέλη του·

ζ)      σύμφωνα με την παράγραφο 2, ασκεί, έναντι του προσωπικού του Οργανισμού, εξουσίες αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής και αρμόδιας αρχής για τη σύναψη συμβάσεων εργασίας, οι οποίες του ανατίθενται δυνάμει του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης[17] και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού[18] αντιστοίχως («εξουσίες αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής»)·

η)      διορίζει τον διοικητικό διευθυντή και, ανάλογα με την περίπτωση, ανανεώνει τη θητεία του ή τον παύει από τα καθήκοντά του, σύμφωνα με το άρθρο 17∙

θ)      διορίζει υπόλογο και υπεύθυνο προστασίας δεδομένων, οι οποίοι λειτουργούν υπό καθεστώς ανεξαρτησίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους·

ι)       θεσπίζει ρυθμίσεις εργασίας που συμφωνούνται δυνάμει του άρθρου 43∙

ια)     εκλέγει τον πρόεδρο και τους αντιπροέδρους σύμφωνα με το άρθρο 11∙

ιβ)     θεσπίζει τον εσωτερικό του κανονισμό.

2.           Το συλλογικό όργανο εκδίδει, σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, απόφαση με βάση το άρθρο 2 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και το άρθρο 6 του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, για την ανάθεση των συναφών εξουσιών της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής στον διοικητικό διευθυντή και τον καθορισμό των όρων αναστολής της εν λόγω ανάθεσης εξουσιών. Ο διοικητικός διευθυντής έχει το δικαίωμα να μεταβιβάζει περαιτέρω τις εν λόγω εξουσίες.

3.           Το συλλογικό όργανο δύναται, όταν είναι αναγκαίο σε άκρως εξαιρετικές περιστάσεις, να αποφασίσει να αναστείλει προσωρινά την ανάθεση των εξουσιών της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής στον διοικητικό διευθυντή, καθώς και των εξουσιών τις οποίες έχει μεταβιβάσει περαιτέρω ο διοικητικός διευθυντής, και να ασκήσει το ίδιο τις εν λόγω εξουσίες ή να τις αναθέσει σε μέλος του ή σε μέλος του προσωπικού, πλην του διοικητικού διευθυντή.

4.           Το συλλογικό όργανο λαμβάνει αποφάσεις σχετικά με τον διορισμό, την παράταση της θητείας και την παύση των καθηκόντων του διοικητικού διευθυντή με πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών του.

Άρθρο 15 Ετήσιος και πολυετής προγραμματισμός

1.           Έως [τις 30 Νοεμβρίου κάθε έτους] το συλλογικό όργανο εκδίδει έγγραφο προγραμματισμού, το οποίο προβλέπει ετήσιο και πολυετή προγραμματισμό βάσει σχεδίου το οποίο υποβάλλεται από τον διοικητικό διευθυντή, λαμβάνοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής. Το συλλογικό όργανο διαβιβάζει το έγγραφο προγραμματισμού στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή. Το έγγραφο προγραμματισμού οριστικοποιείται μετά την τελική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού και, εφόσον κρίνεται απαραίτητο, προσαρμόζεται ανάλογα.

2.           Το ετήσιο πρόγραμμα εργασιών περιλαμβάνει λεπτομερείς στόχους και προσδοκώμενα αποτελέσματα, καθώς και δείκτες επιδόσεων. Περιλαμβάνει επίσης περιγραφή των δράσεων που θα χρηματοδοτηθούν, καθώς και αναφορά των χρηματοοικονομικών και των ανθρώπινων πόρων που διατίθενται για κάθε δράση, σύμφωνα με τις αρχές κατάρτισης και διαχείρισης του προϋπολογισμού βάσει δραστηριοτήτων. Το ετήσιο πρόγραμμα εργασιών πρέπει να συμβαδίζει με το πολυετές πρόγραμμα εργασιών που αναφέρεται στην παράγραφο 4. Πρέπει να υποδεικνύει με σαφήνεια τα καθήκοντα που προστίθενται, τροποποιούνται ή καταργούνται σε σχέση με το προηγούμενο οικονομικό έτος.

3.           Το συλλογικό όργανο τροποποιεί το εγκριθέν ετήσιο πρόγραμμα εργασιών σε περίπτωση ανάθεσης νέων καθηκόντων στον Οργανισμό. Οποιαδήποτε ουσιαστική τροποποίηση στο ετήσιο πρόγραμμα εργασιών εγκρίνεται σύμφωνα με την ίδια διαδικασία που εφαρμόζεται και για το αρχικό ετήσιο πρόγραμμα εργασιών. Το συλλογικό όργανο μπορεί να αναθέσει στον διοικητικό διευθυντή την εξουσία να επιφέρει μη ουσιώδεις τροποποιήσεις στο ετήσιο πρόγραμμα εργασιών.

4.           Το πολυετές πρόγραμμα εργασιών ορίζει τον συνολικό στρατηγικό προγραμματισμό, ο οποίος περιλαμβάνει στόχους, προσδοκώμενα αποτελέσματα και δείκτες επιδόσεων. Το πολυετές πρόγραμμα εργασιών προβλέπει επίσης προγραμματισμό πόρων που αφορά τον πολυετή προϋπολογισμό και το προσωπικό. Ο προγραμματισμός πόρων επικαιροποιείται σε ετήσια βάση. Ο στρατηγικός προγραμματισμός επικαιροποιείται κατά περίπτωση, ιδίως δε σύμφωνα με την έκβαση της αξιολόγησης που αναφέρεται στο άρθρο 56.

Τμήμα IV Εκτελεστική επιτροπή

Άρθρο 16 Λειτουργία του εκτελεστικού συμβουλίου

1.           Το συλλογικό όργανο επικουρείται από εκτελεστικό συμβούλιο. Το εκτελεστικό συμβούλιο δεν εμπλέκεται στις επιχειρησιακές αρμοδιότητες της Eurojust, όπως αναφέρονται στα άρθρα 4 και 5.

2.           Επίσης, το εκτελεστικό συμβούλιο:

α)      προετοιμάζει τις αποφάσεις που εκδίδονται από το συλλογικό όργανο σύμφωνα με το άρθρο 14∙

β)      θεσπίζει στρατηγική για την καταπολέμηση της απάτης, η οποία είναι ανάλογη προς τους κινδύνους απάτης, λαμβάνοντας υπόψη τη σχέση κόστους-οφέλους των εφαρμοζόμενων μέτρων·

γ)      θεσπίζει κατάλληλους κανόνες εφαρμογής του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης·

δ)      μεριμνά για τη δέουσα συνέχεια στα πορίσματα και στις συστάσεις που προκύπτουν από τις διάφορες εσωτερικές ή εξωτερικές εκθέσεις ελέγχου, αξιολογήσεις και έρευνες, μεταξύ άλλων εκ μέρους του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων (ΕΕΠΔ) και της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF)∙

ε)      λαμβάνει όλες τις αποφάσεις σχετικά με τη δημιουργία και, εφόσον χρειάζεται, την τροποποίηση των εσωτερικών διοικητικών δομών της Eurojust·

στ)    με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του διοικητικού διευθυντή, όπως ορίζονται στο άρθρο 18, συνδράμει και συμβουλεύει τον διοικητικό διευθυντή κατά την εφαρμογή των αποφάσεων του συλλογικού οργάνου με σκοπό την ενίσχυση της εποπτείας της διοικητικής και δημοσιονομικής διαχείρισης·

ζ)      λαμβάνει οποιαδήποτε άλλη απόφαση για την οποία δεν ορίζεται ρητά ως αρμόδιο το συλλογικό όργανο στα άρθρα 5 ή 14 ή ο διοικητικός διευθυντής σύμφωνα με το άρθρο 18∙

η)      θεσπίζει τον εσωτερικό του κανονισμό.

3.           Όταν είναι αναγκαίο για λόγους κατεπείγοντος, το εκτελεστικό συμβούλιο δύναται να λαμβάνει προσωρινές αποφάσεις για λογαριασμό του συλλογικού οργάνου, ιδίως σε θέματα διοικητικής και δημοσιονομικής διαχείρισης, υπό την προϋπόθεση της επιβεβαίωσης από το συλλογικό όργανο.

4.           Το εκτελεστικό συμβούλιο απαρτίζεται από τον πρόεδρο και τους αντιπροέδρους του συλλογικού οργάνου, έναν εκπρόσωπο της Επιτροπής και ένα ακόμη μέλος του συλλογικού οργάνου. Του εκτελεστικού συμβουλίου προεδρεύει ο πρόεδρος του συλλογικού οργάνου. Το εκτελεστικό συμβούλιο λαμβάνει τις αποφάσεις του με πλειοψηφία των μελών του, καθένα εκ των οποίων έχει δικαίωμα μιας ψήφου. Ο διοικητικός διευθυντής συμμετέχει στις συνεδριάσεις του εκτελεστικού συμβουλίου αλλά χωρίς δικαίωμα ψήφου.

5.           Η διάρκεια της θητείας των μελών του εκτελεστικού συμβουλίου είναι τετραετής, με εξαίρεση το μέλος του συλλογικού οργάνου που διορίζεται σύμφωνα με το διετές εκ περιτροπής σύστημα. Η διάρκεια της θητείας των μελών του εκτελεστικού συμβουλίου λήγει ταυτόχρονα με τη θητεία τους ως εθνικών μελών.

6.           Το εκτελεστικό συμβούλιο πραγματοποιεί τουλάχιστον μία τακτική συνεδρίαση ανά τρίμηνο. Επιπλέον, συνέρχεται με πρωτοβουλία του προέδρου του, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής ή κατόπιν αιτήματος δύο τουλάχιστον εκ των υπολοίπων μελών του.

7.           Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας λαμβάνει τις ημερήσιες διατάξεις όλων των συνεδριάσεων του εκτελεστικού συμβουλίου και δύναται να συμμετέχει σε αυτές, χωρίς δικαίωμα ψήφου, εφόσον συζητούνται ζητήματα τα οποία θεωρεί συναφή προς τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.

8.           Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας δύναται να απευθύνει γραπτές γνώμες στο εκτελεστικό συμβούλιο, στις οποίες το εκτελεστικό συμβούλιο απαντά γραπτώς χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

Τμήμα V Διοικητικός διευθυντής

Άρθρο 17 Καθεστώς του διοικητικού διευθυντή

1.           Ο διοικητικός διευθυντής διορίζεται ως έκτακτος υπάλληλος της Eurojust σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο α) του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.           Ο διοικητικός διευθυντής διορίζεται από το συλλογικό όργανο, από κατάλογο υποψηφίων που προτείνει η Επιτροπή, μετά από ανοικτή και διαφανή διαδικασία επιλογής. Για τους σκοπούς της σύναψης σύμβασης με τον διοικητικό διευθυντή, η Eurojust εκπροσωπείται από τον πρόεδρο του συλλογικού οργάνου.

3.           Η θητεία του διοικητικού διευθυντή είναι πενταετής. Κατά το τέλος αυτής της περιόδου, η Επιτροπή διενεργεί αξιολόγηση στην οποία λαμβάνεται υπόψη η αξιολόγηση των επιδόσεων του διοικητικού διευθυντή.

4.           Το συλλογικό όργανο, ενεργώντας κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, στην οποία λαμβάνεται υπόψη η αξιολόγηση που αναφέρεται στην παράγραφο 3, μπορεί να παρατείνει άπαξ τη θητεία του διοικητικού διευθυντή για διάστημα που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη.

5.           Ο διοικητικός διευθυντής του οποίου η θητεία έχει παραταθεί δεν μπορεί να συμμετάσχει στο τέλος της συνολικής περιόδου σε νέα διαδικασία επιλογής για την ίδια θέση.

6.           Ο διοικητικός διευθυντής λογοδοτεί στο συλλογικό όργανο και στο εκτελεστικό συμβούλιο.

7.           Ο διοικητικός διευθυντής μπορεί να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του μόνο με απόφαση του συλλογικού οργάνου βάσει πρότασης της Επιτροπής.

Άρθρο 18 Αρμοδιότητες του διοικητικού διευθυντή

1.           Για διοικητικούς σκοπούς, η Eurojust διευθύνεται από τον διοικητικό διευθυντή της.

2.           Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής, του συλλογικού οργάνου ή του εκτελεστικού συμβουλίου, ο διοικητικός διευθυντής ενεργεί υπό καθεστώς πλήρους ανεξαρτησίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και δεν ζητεί ούτε λαμβάνει οδηγίες από κυβέρνηση ή από οποιονδήποτε άλλο φορέα.

3.           Ο διοικητικός διευθυντής είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος της Eurojust.

4.           Ο διοικητικός διευθυντής είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση των διοικητικών καθηκόντων που ανατίθενται στη Eurojust. Ο διοικητικός διευθυντής είναι ιδίως υπεύθυνος για:

α)      την καθημερινή διοίκηση της Eurojust∙

β)      την εφαρμογή των αποφάσεων που εκδίδει το συλλογικό όργανο και το εκτελεστικό συμβούλιο·

γ)      την κατάρτιση του εγγράφου προγραμματισμού και την υποβολή του στο εκτελεστικό συμβούλιο και στο συλλογικό όργανο κατόπιν διαβούλευσης με την Επιτροπή·

δ)      την εφαρμογή του εγγράφου προγραμματισμού και την υποβολή συναφών εκθέσεων στο εκτελεστικό συμβούλιο και στο συλλογικό όργανο·

ε)      την κατάρτιση της ετήσιας έκθεσης πεπραγμένων της Eurojust και την υποβολή της στο εκτελεστικό συμβούλιο προς συμπλήρωσή της και στο συλλογικό όργανο προς έγκριση·

στ)    την κατάρτιση σχεδίου δράσης σε συνέχεια των πορισμάτων εσωτερικών ή εξωτερικών εκθέσεων ελέγχου, αξιολογήσεων και ερευνών, μεταξύ άλλων, εκ μέρους του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων και της OLAF, καθώς και για την υποβολή έκθεσης προόδου δύο φορές τον χρόνο στο εκτελεστικό συμβούλιο, στην Επιτροπή και στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων·

ζ)      την προάσπιση των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης μέσω της εφαρμογής προληπτικών μέτρων κατά της απάτης, της διαφθοράς και οποιωνδήποτε άλλων παράνομων δραστηριοτήτων, μέσω αποτελεσματικών ελέγχων και, εάν εντοπίζονται παρατυπίες, μέσω της ανάκτησης των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και, εάν ενδείκνυται, μέσω αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών διοικητικών και οικονομικών κυρώσεων·

η)      τη χάραξη στρατηγικής της Eurojust για την καταπολέμηση της απάτης και για την υποβολή της στο εκτελεστικό συμβούλιο προς έγκριση·

θ)      την εκπόνηση σχεδίου των δημοσιονομικών κανόνων που εφαρμόζονται στη Eurojust·

ι)       την κατάρτιση του σχεδίου κατάστασης των προβλεπόμενων εσόδων και δαπανών της Eurojust και την εκτέλεση του προϋπολογισμού της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

Άρθρο 19 Επιφυλακή συντονισμού (ΕΣ)

1.           Για την εκπλήρωση των καθηκόντων της σε επείγουσες περιπτώσεις, η Eurojust συστήνει μια επιφυλακή συντονισμού (ΕΣ), ικανή να λαμβάνει και να διεκπεραιώνει ανά πάσα στιγμή τυχόν αιτήσεις που της διαβιβάζονται. Υπάρχει δυνατότητα επικοινωνίας με την ΕΣ, μέσω ενιαίου σημείου επαφής της ΕΣ στη Eurojust, σε καθημερινή εικοσιτετράωρη βάση.

2.           Η επιφυλακή συντονισμού βασίζεται σε έναν αντιπρόσωπο (αντιπρόσωπο ΕΣ) ανά κράτος μέλος, ο οποίος μπορεί να είναι το εθνικό μέλος, ο αναπληρωτής του ή βοηθός που δικαιούται να αντικαταστήσει το εθνικό μέλος. Ο αντιπρόσωπος ΕΣ πρέπει να μπορεί να ενεργεί σε καθημερινή εικοσιτετράωρη βάση.

3.           Οι αντιπρόσωποι ΕΣ ενεργούν αμελλητί, σε σχέση με την εκτέλεση της αίτησης στο κράτος μέλος τους.

Άρθρο 20 Εθνικό σύστημα συντονισμού της Eurojust

1.           Κάθε κράτος μέλος ορίζει έναν ή περισσότερους εθνικούς ανταποκριτές για τη Eurojust.

2.           Κάθε κράτος μέλος θεσπίζει εθνικό σύστημα συντονισμού της Eurojust για τον συντονισμό των εργασιών που διεξάγονται από:

α)      τους εθνικούς ανταποκριτές της Eurojust∙

β)      τον εθνικό ανταποκριτή της Eurojust για θέματα τρομοκρατίας·

γ)      τον εθνικό ανταποκριτή του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου για ποινικές υποθέσεις και έως τρία άλλα σημεία επαφής του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου·

δ)      τα εθνικά μέλη ή σημεία επαφής του δικτύου για τις κοινές ομάδες ερευνών και των δικτύων που δημιουργούνται με την απόφαση 2002/494/ΔΕΥ, την απόφαση 2007/845/ΔΕΥ και την απόφαση 2008/852/ΔΕΥ.

3.           Τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 διατηρούν τη θέση τους και το καθεστώς τους σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

4.           Οι εθνικοί ανταποκριτές για τη Eurojust είναι υπεύθυνοι για τη λειτουργία του εθνικού συστήματος συντονισμού της Eurojust. Όταν ορίζονται περισσότεροι του ενός ανταποκριτές για τη Eurojust, ένας από αυτούς είναι αρμόδιος για τη λειτουργία του εθνικού συστήματος συντονισμού της Eurojust.

5.           Το εθνικό σύστημα συντονισμού της Eurojust διευκολύνει εντός του κράτους μέλους την άσκηση των καθηκόντων της Eurojust, ιδίως:

α)      εξασφαλίζοντας ότι το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων που αναφέρεται στο άρθρο 24 λαμβάνει τις πληροφορίες που συνδέονται με το οικείο κράτος μέλος κατά αποτελεσματικό και αξιόπιστο τρόπο·

β)      βοηθώντας στον καθορισμό του κατά πόσον μια υπόθεση θα πρέπει να εξετασθεί με τη συνδρομή της Eurojust ή του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου·

γ)      παρέχοντας συνδρομή προς το εθνικό μέλος προκειμένου να εντοπίσει τις κατάλληλες αρχές για την εκτέλεση αιτήσεων και αποφάσεων δικαστικής συνεργασίας, μεταξύ άλλων, όσον αφορά πράξεις με τις οποίες υλοποιείται η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης·

δ)      διατηρώντας στενές σχέσεις με την Εθνική Μονάδα της Ευρωπόλ.

6.           Για την εκπλήρωση των στόχων που αναφέρονται στην παράγραφο 5, τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και στην παράγραφο 2 στοιχεία α), β) και γ) συνδέονται, και τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο δ) μπορούν να συνδεθούν, με το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων σύμφωνα με το παρόν άρθρο και τα άρθρα 24, 25, 26 και 30. Η σύνδεση με το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων επιβαρύνει τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

7.           Η συγκρότηση του εθνικού συστήματος συντονισμού της Eurojust και ο διορισμός των εθνικών ανταποκριτών δεν αποκλείουν άμεσες επαφές μεταξύ του εθνικού μέλους και των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους του.

Άρθρο 21 Ανταλλαγή πληροφοριών με τα κράτη μέλη και μεταξύ των εθνικών μελών

1.           Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ανταλλάσσουν με τη Eurojust οποιαδήποτε πληροφορία αναγκαία για την εκτέλεση των καθηκόντων της σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 4 καθώς και με τους κανόνες περί προστασίας δεδομένων που ορίζονται με τον παρόντα κανονισμό. Στις εν λόγω πληροφορίες περιλαμβάνονται τουλάχιστον οι αναφερόμενες στις παραγράφους 5, 6 και 7 πληροφορίες.

2.           Η διαβίβαση πληροφοριών στη Eurojust ερμηνεύεται ως αίτηση συνδρομής προς τη Eurojust στη συγκεκριμένη υπόθεση μόνον εφόσον αυτό προσδιορίζεται από αρμόδια αρχή.

3.           Τα εθνικά μέλη της Εurojust ανταλλάσσουν κάθε πληροφορία αναγκαία για την εκτέλεση των καθηκόντων της Εurojust, χωρίς προηγούμενη έγκριση, μεταξύ τους ή με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους τους. Ιδίως, τα εθνικά μέλη ενημερώνονται ταχέως από τις εθνικές αρμόδιες αρχές για τις υποθέσεις που τα αφορούν.

4.           Οι εθνικές αρμόδιες αρχές ενημερώνουν τα εθνικά μέλη τους για τη σύσταση κοινών ομάδων ερευνών και για τα αποτελέσματα των εργασιών των ομάδων αυτών.

5.           Οι εθνικές αρμόδιες αρχές ενημερώνουν τα εθνικά μέλη τους, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, για οποιαδήποτε υπόθεση εγκληματικής δραστηριότητας υπό την αρμοδιότητα της Eurojust που αφορά τουλάχιστον τρία κράτη μέλη και για την οποία έχουν διαβιβασθεί σε δύο τουλάχιστον κράτη μέλη αιτήσεις ή αποφάσεις δικαστικής συνεργασίας, μεταξύ άλλων, όσον αφορά πράξεις με τις οποίες υλοποιείται η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης.

6.           Οι εθνικές αρμόδιες αρχές ενημερώνουν τα εθνικά μέλη τους για:

α)      υποθέσεις στις οποίες έχει ανακύψει ή ενδέχεται να ανακύψει σύγκρουση δικαιοδοσίας·

β)      ελεγχόμενες παραδόσεις που επηρεάζουν τρία τουλάχιστον κράτη, από τα οποία δύο τουλάχιστον είναι κράτη μέλη·

γ)      επανειλημμένες δυσχέρειες ή αρνήσεις όσον αφορά την εκτέλεση αιτήσεων και αποφάσεων δικαστικής συνεργασίας, μεταξύ άλλων όσον αφορά πράξεις με τις οποίες υλοποιείται η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης.

7.           Οι εθνικές αρχές δεν υποχρεούνται να παράσχουν πληροφορίες στο πλαίσιο συγκεκριμένης υπόθεσης, εφόσον αυτό:

α)      θα έθιγε βασικά εθνικά συμφέροντα στον τομέα της ασφάλειας· ή

β)      θα διακύβευε την ασφάλεια προσώπων.

8.           Το παρόν άρθρο δεν θίγει τους όρους που τίθενται σε διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ή διακανονισμούς μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών, συμπεριλαμβανομένων ενδεχόμενων όρων που έχουν θέσει τρίτες χώρες όσον αφορά τη χρήση των παρεχόμενων πληροφοριών.

9.           Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο διαβιβάζονται κατά διαρθρωμένο τρόπο, όπως ορίζεται από τη Eurojust.

Άρθρο 22 Πληροφορίες που παρέχονται από τη Eurojust στις αρμόδιες εθνικές αρχές

1.           Η Eurojust παρέχει στις αρμόδιες εθνικές αρχές πληροφορίες για τα αποτελέσματα της επεξεργασίας των πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των διασυνδέσεων με υποθέσεις που έχουν ήδη αποθηκευθεί στο σύστημα διαχείρισης υποθέσεων. Οι πληροφορίες αυτές ενδέχεται να περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

2.           Όταν η αρμόδια εθνική αρχή καλεί τη Eurojust να της παράσχει πληροφορίες, η Eurojust τις διαβιβάζει εντός της προθεσμίας που τάσσει η εν λόγω αρχή.

Άρθρο 23 Συνέχεια που δίδεται σε αιτήσεις και γνώμες της Eurojust

Οι αρμόδιες εθνικές αρχές ανταποκρίνονται, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, σε αιτήσεις που υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 4. Αν οι αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών αποφασίσουν να μη συμμορφωθούν προς αίτηση η οποία προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 ή αποφασίσουν να μη δώσουν συνέχεια σε γραπτή γνώμη της Eurojust επί αίτησης προβλεπόμενης στο άρθρο 4 παράγραφος 4 ή 5, ενημερώνουν τη Eurojust χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση για την απόφασή τους, την οποία και αιτιολογούν. Όταν δεν είναι δυνατόν να δοθούν εξηγήσεις ως προς την άρνηση συμμόρφωσης προς αίτηση διότι η πράξη αυτή θα έβλαπτε ουσιαστικά συμφέροντα εθνικής ασφάλειας ή θα διακύβευε την ασφάλεια προσώπων, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών δύνανται να επικαλούνται επιχειρησιακούς λόγους.

Άρθρο 24 Σύστημα διαχείρισης υποθέσεων, πίνακας και προσωρινά αρχεία εργασίας

1.           Η Εurojust καταρτίζει σύστημα διαχείρισης υποθέσεων αποτελούμενο από προσωρινά αρχεία εργασίας και πίνακα που περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως αναφέρονται στο παράρτημα 2, και δεδομένα μη προσωπικού χαρακτήρα.

2.           Σκοπός του συστήματος διαχείρισης υποθέσεων είναι να:

α)      στηρίζει τη διαχείριση και τον συντονισμό των ερευνών και διώξεων στις οποίες παρέχει συνδρομή η Eurojust, ιδίως με τη διασταύρωση πληροφοριών·

β)      διευκολύνει την πρόσβαση στα στοιχεία σχετικά με διεξαγόμενες έρευνες και διώξεις·

γ)      διευκολύνει τον έλεγχο του κατά πόσον η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εκτελείται κατά τρόπο σύννομο και σύμφωνα προς τον παρόντα κανονισμό.

3.           Το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων μπορεί να συνδέεται με την ασφαλή τηλεπικοινωνιακή σύνδεση που αναφέρεται στο άρθρο 9 της απόφασης 2008/976/ΔΕΥ.

4.           Ο πίνακας περιλαμβάνει αναφορές στα προσωρινά αρχεία εργασίας που αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας στο πλαίσιο της Eurojust και δεν δύναται να περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα εκτός από εκείνα που προβλέπονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) έως θ), ια) και ιγ) και στην παράγραφο 2 του παραρτήματος 2.

5.           Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, τα εθνικά μέλη μπορούν να επεξεργάζονται σε προσωρινό αρχείο εργασίας δεδομένα σχετικά με τις επιμέρους υποθέσεις επί των οποίων εργάζονται. Παρέχουν στον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων πρόσβαση στο προσωρινό αρχείο εργασίας. Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων ενημερώνεται από το οικείο εθνικό μέλος για το άνοιγμα κάθε νέου προσωρινού αρχείου εργασίας που περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

6.           Για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν υπόθεση, η Eurojust δεν δύναται να δημιουργεί και να χρησιμοποιεί κανένα αυτοματοποιημένο αρχείο πλην αυτών του συστήματος διαχείρισης υποθέσεων ή προσωρινού αρχείου εργασίας.

7.           Τα σύστημα διαχείρισης υποθέσεων και τα προσωρινά αρχεία εργασίας του είναι διαθέσιμα προς χρήση στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.

8.           Οι διατάξεις σχετικά με την πρόσβαση στο σύστημα διαχείρισης υποθέσεων και στα προσωρινά αρχεία εργασίας ισχύουν, τηρουμένων των αναλογιών, και για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Ωστόσο, όσον αφορά τις πληροφορίες που εισάγονται στο σύστημα διαχείρισης υποθέσεων, στα προσωρινά αρχεία εργασίας και στον πίνακα από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, δεν παρέχεται πρόσβαση σε εθνικό επίπεδο.

Άρθρο 25 Λειτουργία των προσωρινών αρχείων εργασίας και του πίνακα

1.           Το οικείο εθνικό μέλος ανοίγει προσωρινό αρχείο εργασίας για κάθε περίπτωση για την οποία του διαβιβάζονται πληροφορίες, εφόσον η διαβίβαση αυτή συνάδει με τον παρόντα κανονισμό ή με άλλες ισχύουσες πράξεις Το εθνικό μέλος είναι υπεύθυνο για τη διαχείριση των προσωρινών αρχείων εργασίας που έχει ανοίξει το εν λόγω εθνικό μέλος.

2.           Το εθνικό μέλος που έχει ανοίξει προσωρινό αρχείο εργασίας αποφασίζει, κατά περίπτωση, εάν θα περιορίσει την πρόσβαση στο προσωρινό αρχείο εργασίας ή θα παράσχει πρόσβαση σε αυτό, εν όλω ή εν μέρει, εφόσον απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων της Eurojust, σε άλλα εθνικά μέλη ή σε μέλη του προσωπικού της Eurojust που εξουσιοδοτούνται από τον διοικητικό διευθυντή.

3.           Το εθνικό μέλος που έχει ανοίξει προσωρινό αρχείο εργασίας αποφασίζει επίσης ποιες πληροφορίες σχετικά με το προσωρινό αυτό αρχείο εργασίας πρέπει να περιλαμβάνονται στον πίνακα.

Άρθρο 26 Πρόσβαση στο σύστημα διαχείρισης υποθέσεων σε εθνικό επίπεδο

1.           Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 2, στον βαθμό που είναι συνδεδεμένα με το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων, μπορούν να έχουν πρόσβαση μόνο:

α)      στον πίνακα, εκτός εάν το εθνικό μέλος που αποφάσισε να εισαγάγει τα δεδομένα στον πίνακα έχει αρνηθεί ρητώς την πρόσβαση αυτή·

β)      στα προσωρινά αρχεία εργασίας τα οποία έχει ανοίξει ή διαχειρίζεται το εθνικό μέλος του κράτους μέλους τους·

γ)      στα προσωρινά αρχεία εργασίας, τα οποία ανοίγουν ή διαχειρίζονται τα εθνικά μέλη άλλων κρατών μελών και στα οποία έχει πρόσβαση το εθνικό μέλος των κρατών μελών τους, εκτός εάν το εθνικό μέλος το οποίο άνοιξε ή διαχειρίζεται το προσωρινό αρχείο εργασίας έχει αρνηθεί ρητώς την πρόσβαση αυτή.

2.           Το εθνικό μέλος, εντός των ορίων που προβλέπονται στην παράγραφο 1, αποφασίζει σχετικά με τον βαθμό πρόσβασης στους προσωρινούς φακέλους εργασίας που παρέχεται στο κράτος μέλος του στα πρόσωπα τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 2, εφόσον είναι συνδεδεμένα με το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων.

3.           Κάθε κράτος μέλος αποφασίζει, μετά από διαβούλευση με το εθνικό μέλος, ως προς τον βαθμό πρόσβασης στον πίνακα που παρέχεται στο εν λόγω κράτος μέλος  στα πρόσωπα τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 2, εφόσον είναι συνδεδεμένα με το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στη Eurojust και στην Επιτροπή την απόφασή τους όσον αφορά την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου. Η Επιτροπή ενημερώνει σχετικά τα λοιπά κράτη μέλη.

4.           Τα πρόσωπα στα οποία έχει χορηγηθεί πρόσβαση σύμφωνα με την παράγραφο 2 έχουν πρόσβαση στον πίνακα τουλάχιστον στον βαθμό που απαιτείται προκειμένου να έχουν πρόσβαση στα προσωρινά αρχεία εργασίας στα οποία τους έχει χορηγηθεί πρόσβαση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

Άρθρο 27 Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

1.           Εφόσον είναι απαραίτητο για την εκπλήρωση της ρητά διατυπωμένης αποστολής της, η Eurojust δύναται, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, και προκειμένου να φέρει εις πέρας τα επιχειρησιακά καθήκοντά της, να επεξεργάζεται με αυτοματοποιημένα μέσα ή σε διαρθρωμένα μη αυτοματοποιημένα αρχεία σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό μόνο τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που παρατίθενται στο σημείο 1 του παραρτήματος 2 και τα οποία αφορούν πρόσωπα τα οποία, κατά την εθνική νομοθεσία των οικείων κρατών μελών, εικάζεται ότι έχουν διαπράξει ή έχουν συμμετάσχει σε αξιόποινη πράξη για την οποία είναι αρμόδια η Eurojust ή τα οποία έχουν καταδικασθεί για τέτοια πράξη.

2.           Η Eurojust μπορεί να επεξεργάζεται μόνον τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που παρατίθενται στο σημείο 2 του παραρτήματος 2 και τα οποία αφορούν πρόσωπα τα οποία, κατά την εθνική νομοθεσία των οικείων κρατών μελών, θεωρούνται ως μάρτυρες ή θύματα σε έρευνα ή ποινική δίωξη που αφορά μία ή περισσότερες από τις μορφές εγκληματικότητας ή αξιόποινες πράξεις που ορίζονται στο άρθρο 3 ή πρόσωπα ηλικίας κάτω των 18 ετών. Η επεξεργασία τέτοιου είδους δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μπορεί να γίνεται μόνο εφόσον είναι απολύτως αναγκαία για την εκπλήρωση της ρητά διατυπωμένης αποστολής της Eurojust, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, και προκειμένου να φέρει εις πέρας τα επιχειρησιακά καθήκοντά της.

3.           Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η Eurojust μπορεί επίσης, για περιορισμένο χρονικό διάστημα το οποίο δεν υπερβαίνει τον χρόνο που απαιτείται για την περάτωση της υπόθεσης σε σχέση με την οποία γίνεται η επεξεργασία των δεδομένων, να επεξεργάζεται και άλλα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, πέραν εκείνων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, τα οποία αφορούν τις περιστάσεις μιας αξιόποινης πράξης, εφόσον παρουσιάζουν άμεσο ενδιαφέρον για τις διενεργούμενες έρευνες στο συντονισμό των οποίων συμβάλλει η Eurojust και υπό την προϋπόθεση ότι η επεξεργασία τους είναι απολύτως αναγκαία για τους σκοπούς που περιγράφονται στην παράγραφο 1. Ο υπεύθυνος προστασίας των δεδομένων ο οποίος αναφέρεται στο άρθρο 31 ενημερώνεται αμέσως σχετικά με την προσφυγή στην παρούσα παράγραφο καθώς και σχετικά με τις ειδικές περιστάσεις που δικαιολογούν την αναγκαιότητα της επεξεργασίας τέτοιων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Όταν τα δεδομένα αυτά αφορούν μάρτυρες ή θύματα κατά την έννοια της παραγράφου 2, η απόφαση για την επεξεργασία τους λαμβάνεται από κοινού από δύο τουλάχιστον εθνικά μέλη.

4.           Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, είτε υφίστανται επεξεργασία με αυτοματοποιημένα μέσα είτε όχι, τα οποία αποκαλύπτουν τη φυλετική ή εθνική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις ή τη συμμετοχή σε συνδικαλιστικές οργανώσεις, καθώς και τα δεδομένα σχετικά με την υγεία και τη σεξουαλική ζωή μπορούν να υποστούν επεξεργασία από τη Eurojust μόνον εφόσον είναι απολύτως αναγκαία για τις οικείες εθνικές έρευνες και για τον συντονισμό στο πλαίσιο της Eurojust και εφόσον συμπληρώνουν άλλα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο επεξεργασίας. Ο υπεύθυνος προστασίας των δεδομένων ενημερώνεται αμέσως σχετικά με την προσφυγή στην παρούσα παράγραφο. Τα δεδομένα αυτά δεν μπορούν να αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας στον πίνακα που προβλέπεται στο άρθρο 24 παράγραφος 4. Όταν τα άλλα αυτά δεδομένα αφορούν μάρτυρες ή θύματα κατά την έννοια της παραγράφου 2, η απόφαση για την επεξεργασία τους λαμβάνεται από το συλλογικό όργανο.

5.           Η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τη Eurojust στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της διέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001. Ο παρών κανονισμός συγκεκριμενοποιεί και συμπληρώνει τον κανονισμό 45/2001 σε ό,τι αφορά τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τυγχάνουν επεξεργασίας από τη Eurojust στο πλαίσιο των επιχειρησιακών καθηκόντων της.

Άρθρο 28 Προθεσμίες διατήρησης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

1.           Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας από τη Eurojust δεν μπορούν να διατηρηθούν πέραν από την πρώτη ισχύουσα ημερομηνία μεταξύ των ακολούθων:

α)      την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας παραγραφής της ποινικής δίωξης σε όλα τα οικεία κράτη μέλη, τα οποία αφορά η έρευνα και οι διώξεις·

β)      την ημερομηνία κατά την οποία το υποκείμενο των δεδομένων αθωώθηκε και η δικαστική απόφαση κατέστη αμετάκλητη·

γ)      τρία έτη μετά την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη αμετάκλητη η δικαστική απόφαση του τελευταίου των οικείων κρατών μελών στο οποίο αφορά η έρευνα ή οι διώξεις·

δ)      την ημερομηνία κατά την οποία η Eurojust και τα οικεία κράτη μέλη διαπίστωσαν ή συμφώνησαν από κοινού ότι δεν ήταν πλέον απαραίτητος ο συντονισμός της έρευνας και των διώξεων από τη Eurojust, εκτός εάν υπάρχει υποχρέωση παροχής των συγκεκριμένων πληροφοριών στη Eurojust σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 5 ή 6∙

ε)      τρία έτη μετά την ημερομηνία κατά την οποία διαβιβάστηκαν τα δεδομένα σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 6 ή 7.

2.           Η τήρηση των προθεσμιών διατήρησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σημεία α), β), γ) και δ) ελέγχεται μονίμως με κατάλληλη αυτοματοποιημένη επεξεργασία. Εν πάση περιπτώσει, διενεργείται έλεγχος της ανάγκης διατήρησης των δεδομένων ανά τριετία, μετά την εισαγωγή τους. Εάν δεδομένα τα οποία αφορούν πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 27 παράγραφος 4 διατηρούνται για διάστημα άνω των πέντε ετών, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων ενημερώνεται σχετικά.

3.           Εάν λήξει μια εκ των προθεσμιών διατήρησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σημεία α), β), γ) και δ), η Eurojust ελέγχει εάν είναι ανάγκη να διατηρηθούν τα δεδομένα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ώστε να μπορέσουν να πραγματοποιηθούν οι στόχοι της και μπορεί να αποφασίσει να διατηρήσει κατά παρέκκλιση τα δεδομένα αυτά μέχρι τον επόμενο έλεγχο. Οι λόγοι για τη συνέχιση της διατήρησης πρέπει να αιτιολογούνται και να καταγράφονται. Εάν δεν ληφθεί απόφαση για τη συνέχιση της διατήρησης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, αυτά διαγράφονται αυτομάτως μετά από τρία έτη. Ωστόσο, εφόσον έχει λήξει η προθεσμία παραγραφής της ποινικής δίωξης σε όλα τα κράτη μέλη, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 σημείο α), τα δεδομένα μπορούν να διατηρούνται μόνο εφόσον είναι αναγκαία προκειμένου η Eurojust να παράσχει τη συνδρομή της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

4.           Εάν, σύμφωνα με την παράγραφο 3, τα δεδομένα έχουν διατηρηθεί πέραν των ημερομηνιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, διενεργείται έλεγχος της ανάγκης διατήρησης των δεδομένων ανά τριετία από τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων.

5.           Εάν ένας φάκελος περιέχει μη αυτοματοποιημένα και μη διαρθρωμένα δεδομένα και εάν έχει παρέλθει η προθεσμία διατήρησης του τελευταίου αυτοματοποιημένου δεδομένου που προήλθε από αυτόν τον φάκελο, όλα τα έγγραφα του εν λόγω φακέλου επιστρέφονται στην αρχή που τα είχε ανακοινώσει και καταστρέφονται τα τυχόν αντίγραφα.

6.           Στην περίπτωση κατά την οποία η Eurojust έχει συντονίσει έρευνα ή διώξεις, τα οικεία εθνικά μέλη ενημερώνουν τη Eurojust και τα άλλα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη για όλες τις δικαστικές αποφάσεις σχετικά με την υπόθεση αυτή, οι οποίες έχουν καταστεί αμετάκλητες, προκειμένου ιδίως να εφαρμοσθεί η παράγραφος 1 στοιχείο β).

Άρθρο 29 Καταχώριση και τεκμηρίωση

1.           Για τους σκοπούς της εξακρίβωσης της νομιμότητας της επεξεργασίας δεδομένων, της αυτοπαρακολούθησης και της διασφάλισης της ακεραιότητας και ασφάλειας των δεδομένων, η Eurojust τηρεί αρχεία συλλογής, μεταβολής, πρόσβασης, γνωστοποίησης, συνδυασμού ή διαγραφής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που χρησιμοποιούνται για επιχειρησιακούς σκοπούς. Καταχωρίσεις ή τεκμηριώσεις αυτού του είδους διαγράφονται μετά από 18 μήνες, εκτός εάν τα δεδομένα εξακολουθούν να είναι αναγκαία για συνεχή έλεγχο.

2.           Καταχωρίσεις ή τεκμηριώσεις που πραγματοποιούνται σύμφωνα με την παράγραφο 1 διαβιβάζονται, κατόπιν αιτήσεως, στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων. Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων χρησιμοποιεί τις πληροφορίες αυτές μόνο για τον έλεγχο της προστασίας των δεδομένων και για τη διασφάλιση της ορθής επεξεργασίας τους καθώς και της ακεραιότητας και της ασφάλειας των δεδομένων.

Άρθρο 30 Επιτρεπόμενη πρόσβαση στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα

Πρόσβαση στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία επεξεργάζεται η Eurojust στο πλαίσιο των επιχειρησιακών αρμοδιοτήτων της έχουν μόνο τα εθνικά μέλη, οι αναπληρωτές και οι βοηθοί τους, τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 2, εφόσον συνδέονται με το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων, καθώς και εξουσιοδοτημένο προσωπικό της Eurojust, προκειμένου αυτή να εκπληρώσει τις αρμοδιότητές της και εντός των ορίων που προβλέπονται στα άρθρα 24, 25 και 26.

Άρθρο 31 Διορισμός του υπευθύνου προστασίας δεδομένων

1.           Το εκτελεστικό συμβούλιο διορίζει υπεύθυνο προστασίας δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 24 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

2.           Σε συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 24 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων:

α)      διασφαλίζει ότι τηρούνται γραπτά αρχεία διαβίβασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα·

β)      συνεργάζεται με το προσωπικό της Eurojust που είναι υπεύθυνο για τις διαδικασίες, την εκπαίδευση και την παροχή συμβουλών σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων·

γ)      καταρτίζει ετήσια έκθεση και την κοινοποιεί στο συλλογικό όργανο και στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων.

3.           Στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων του, ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων διαθέτει πρόσβαση στο σύνολο των δεδομένων που επεξεργάζεται η Eurojust και σε όλους τους χώρους της Eurojust.

4.           Οι υπάλληλοι της Eurojust που συνδράμουν τον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων στην εκτέλεση των καθηκόντων του έχουν πρόσβαση στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία από την Eurojust και στους χώρους της Eurojust μόνο στον βαθμό που είναι αναγκαίος για την άσκηση των καθηκόντων τους.

5.           Σε περίπτωση που ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων θεωρεί ότι έχουν παραβιασθεί οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 ή του παρόντος κανονισμού σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ενημερώνει σχετικά τον διοικητικό διευθυντή ζητώντας την επίλυση του ζητήματος της παραβίασης εντός συγκεκριμένης προθεσμίας. Αν ο διοικητικός διευθυντής δεν δώσει λύση στο ζήτημα της παραβίασης των διατάξεων περί επεξεργασίας εντός της συγκεκριμένης προθεσμίας, ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων ενημερώνει σχετικά το συλλογικό όργανο και καθορίζουν από κοινού προθεσμία για τη διευθέτηση του ζητήματος. Αν το συλλογικό όργανο δεν δώσει λύση στο ζήτημα της παραβίασης των διατάξεων περί επεξεργασίας εντός της προθεσμίας, ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων παραπέμπει το ζήτημα στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων.

6.           Το εκτελεστικό συμβούλιο θεσπίζει τους κανόνες εφαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 24 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

Άρθρο 32 Όροι άσκησης του δικαιώματος πρόσβασης

1.           Εάν τα υποκείμενα των δεδομένων επιθυμούν να ασκήσουν το δικαίωμα πρόσβασης σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μπορούν να υποβάλλουν σχετική αίτηση προς την αρχή που έχει ορισθεί για τον σκοπό αυτό στο κράτος μέλος της επιλογής τους. Η εν λόγω αρχή διαβιβάζει την αίτηση στη Eurojust πάραυτα και σε κάθε περίπτωση εντός μηνός από την παραλαβή της.

2.           Η Eurojust απαντά χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην αίτηση και, σε κάθε περίπτωση, εντός τριών μηνών από την παραλαβή της.

3.           Η Eurojust ζητά τη γνώμη των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών σχετικά με την απόφαση που καλείται να λάβει. Η απόφαση για τη χορήγηση πρόσβασης σε δεδομένα τελεί υπό την αίρεση της στενής συνεργασίας μεταξύ της Eurojust και των κρατών μελών που επηρεάζονται άμεσα από την κοινοποίηση των δεδομένων. Σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος έχει αντίρρηση για την απάντηση που προτίθεται να δώσει η Eurojust, γνωστοποιεί τους λόγους της διαφωνίας του στη Eurojust.

4.           Σε περίπτωση περιορισμού του δικαιώματος πρόσβασης σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, η Eurojust ενημερώνει γραπτώς το υποκείμενο των δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού. Οι πληροφορίες σχετικά με τους κύριους λόγους στους οποίους βασίζεται μια τέτοια απόφαση ενδέχεται να παραλείπονται, εάν η παροχή τους εικάζεται ότι στερεί τον περιορισμό που επιβάλλεται από την ισχύ του. Το υποκείμενο των δεδομένων ενημερώνεται τουλάχιστον ότι ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων έχει προβεί σε όλες τις απαραίτητες επαληθεύσεις.

5.           Η Eurojust τεκμηριώνει τους λόγους για τους οποίους παραλείπεται η κοινοποίηση των κύριων λόγων στους οποίους βασίζεται ο περιορισμός που αναφέρεται στην παράγραφο 4.

6.           Τα εθνικά μέλη, στα οποία αφορά η αίτηση, την εξετάζουν και αποφασίζουν εξ ονόματος της Eurojust. Η αίτηση υποβάλλεται σε πλήρη εξέταση εντός τριών μηνών από την παραλαβή της. Σε περίπτωση διαφωνίας, φέρουν το θέμα στο συλλογικό όργανο το οποίο αποφασίζει επί της αιτήσεως με πλειοψηφία δύο τρίτων.

7.           Όταν, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 46 και 47 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων ελέγχει τη νομιμότητα της επεξεργασίας που διενεργείται από τη Eurojust, ενημερώνει το υποκείμενο των δεδομένων τουλάχιστον ότι έχει προβεί σε όλες τις απαραίτητες επαληθεύσεις.

Άρθρο 33 Δικαίωμα διόρθωσης, διαγραφής και περιορισμών ως προς την επεξεργασία

1.           Εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που πρέπει να διορθωθούν, να διαγραφούν ή των οποίων η επεξεργασία πρέπει να περιοριστεί σύμφωνα με τα άρθρα 14, 15 ή 16 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 έχουν παρασχεθεί στη Eurojust από τρίτες χώρες, διεθνείς οργανισμούς, ιδιωτικούς φορείς ή ιδιώτες ή προέρχονται από αναλύσεις της ίδιας της Eurojust, η διόρθωση, η διαγραφή ή ο περιορισμός της επεξεργασίας τους γίνεται από τη Eurojust.

2.           Εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που πρέπει να διορθωθούν, να διαγραφούν ή των οποίων η επεξεργασία πρέπει να περιοριστεί σύμφωνα με τα άρθρα 14, 15 ή 16 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 έχουν παρασχεθεί στη Eurojust απευθείας από τα κράτη μέλη, η διόρθωση, η διαγραφή ή ο περιορισμός της επεξεργασίας των δεδομένων αυτών γίνεται από τη Eurojust σε συνεργασία με τα κράτη μέλη.

3.           Σε περίπτωση που ανακριβή δεδομένα έχουν διαβιβασθεί με άλλον κατάλληλο τρόπο ή σε περίπτωση που τα λάθη σε δεδομένα τα οποία έχουν παρασχεθεί από κράτη μέλη οφείλονται σε εσφαλμένη διαβίβαση ή έχουν διαβιβασθεί κατά παράβαση του παρόντος κανονισμού ή εάν τα λάθη είναι αποτέλεσμα της καταχώρισης, της απόκτησης ή της διατήρησης των δεδομένων με εσφαλμένο τρόπο ή κατά παράβαση του παρόντος κανονισμού από τη Eurojust, η Eurojust διορθώνει ή διαγράφει τα δεδομένα σε συνεργασία με τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.

4.           Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα άρθρα 14, 15 και 16 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, όλοι οι αποδέκτες των δεδομένων αυτών ενημερώνονται πάραυτα σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001. Σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες, οι αποδέκτες στη συνέχεια διορθώνουν, διαγράφουν ή περιορίζουν την επεξεργασία των δεδομένων αυτών στα συστήματά τους.

5.           Η Eurojust ενημερώνει γραπτώς τα υποκείμενα των δεδομένων χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, και σε κάθε περίπτωση εντός τριών μηνών, ότι δεδομένα που τα αφορούν έχουν διορθωθεί, διαγραφεί ή η επεξεργασία τους τελεί υπό περιορισμούς.

6.           Η Eurojust ενημερώνει γραπτώς τα υποκείμενα των δεδομένων για τυχόν απόρριψη διόρθωσης, διαγραφής ή περιορισμού της επεξεργασίας, καθώς και για τη δυνατότητα υποβολής καταγγελίας στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων και άσκησης δικαστικής προσφυγής.

Άρθρο 34 Ευθύνη για θέματα προστασίας των δεδομένων

1.           Η Eurojust επεξεργάζεται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα κατά τρόπον ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί η αρχή από την οποία έχουν παρασχεθεί ή ανακτηθεί τα δεδομένα.

2.           Η ευθύνη για την ποιότητα των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα βαρύνει το κράτος μέλος το οποίο παρέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στη Eurojust, η δε ευθύνη για δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που παρέχονται από οργανισμούς της ΕΕ, τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς, καθώς και για δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που ανακτώνται από τη Eurojust από πηγές διαθέσιμες στο κοινό βαρύνει τη Eurojust.

3.           Υπεύθυνη για τη συμμόρφωση προς τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και προς τον παρόντα κανονισμό είναι η Eurojust. Η ευθύνη για τη νομιμότητα της διαβίβασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που παρέχονται από τα κράτη μέλη στη Eurojust βαρύνει το κράτος μέλος που παρέχει τα δεδομένα, ενώ η ευθύνη για τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που παρέχονται από τη Eurojust σε κράτη μέλη, φορείς της ΕΕ και τρίτες χώρες ή οργανισμούς βαρύνει τη Eurojust.

4.           Με την επιφύλαξη άλλων διατάξεων του παρόντος κανονισμού, η Eurojust είναι υπεύθυνη για όλες τις πράξεις επεξεργασίας δεδομένων που εκτελεί η ίδια.

Άρθρο 35 Συνεργασία μεταξύ του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων και των εθνικών αρχών προστασίας των δεδομένων

1.           Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων ενεργεί σε στενή συνεργασία με τις εθνικές αρχές που είναι αρμόδιες για την εποπτεία της προστασίας των δεδομένων σε συγκεκριμένα ζητήματα που απαιτούν ανάμειξη των κρατών μελών, ιδίως σε περίπτωση που ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων ή μια εθνική αρχή αρμόδια για την εποπτεία της προστασίας των δεδομένων διαπιστώσει σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ των πρακτικών των κρατών μελών ή δυνητικά παράνομη διαβίβαση κατά τη χρήση των διαύλων επικοινωνίας της Eurojust, ή στο πλαίσιο ζητημάτων που εγείρονται από μία ή περισσότερες εθνικές εποπτικές αρχές σχετικά με την εφαρμογή και ερμηνεία του παρόντος κανονισμού.

2.           Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων και οι εθνικές αρχές που είναι αρμόδιες για την εποπτεία της προστασίας των δεδομένων δύνανται, εντός του πεδίου των αντιστοίχων αρμοδιοτήτων τους, να ανταλλάσσουν τις σχετικές πληροφορίες, να παρέχουν αμοιβαία συνδρομή για τη διενέργεια ελέγχων και επιθεωρήσεων, να εξετάζουν δυσκολίες στην ερμηνεία ή εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, να διερευνούν προβλήματα που αφορούν την άσκηση ανεξάρτητης εποπτείας ή την άσκηση των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων, να καταρτίζουν εναρμονισμένες προτάσεις για κοινές λύσεις σε προβλήματα και να προάγουν την ευαισθητοποίηση του κοινού όσον αφορά τα δικαιώματα προστασίας των δεδομένων, ανάλογα με τις ανάγκες.

3.           Οι εθνικές εποπτικές αρχές και ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων συνεδριάζουν για τους σκοπούς που περιγράφονται στο παρόν άρθρο, εφόσον απαιτείται. Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων αναλαμβάνει τη διοργάνωση και τα έξοδα των συνεδριάσεων αυτών. Κατά την πρώτη συνεδρίαση εγκρίνεται ο εσωτερικός κανονισμός. Ανάλογα με τις ανάγκες, πραγματοποιείται από κοινού η επεξεργασία περαιτέρω μεθόδων εργασίας.

Άρθρο 36 Δικαίωμα υποβολής καταγγελίας στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων

1.           Όταν η καταγγελία που υποβάλλεται από υποκείμενο δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 αφορά απόφαση σύμφωνα με τα άρθρα 32 ή 33, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων ζητά τη γνώμη των εθνικών εποπτικών αρχών ή της αρμόδιας δικαστικής αρχής του κράτους μέλους από το οποίο προέρχονται τα δεδομένα ή του άμεσα ενδιαφερομένου κράτους μέλους. Η απόφαση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, η οποία μπορεί να συνίσταται και σε άρνηση κοινοποίησης οποιασδήποτε πληροφορίας, λαμβάνεται σε στενή συνεργασία με την εθνική εποπτική αρχή ή την αρμόδια δικαστική αρχή.

2.           Όταν η καταγγελία αφορά την επεξεργασία δεδομένων που έχουν διαβιβασθεί στη Eurojust από κράτος μέλος, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων διασφαλίζει, σε στενή συνεργασία με την εθνική εποπτική αρχή του κράτους μέλους το οποίο έχει διαβιβάσει τα δεδομένα, ότι έχουν διεξαχθεί ορθά οι απαραίτητοι έλεγχοι.

3.           Όταν η καταγγελία αφορά την επεξεργασία δεδομένων που έχουν διαβιβασθεί στη Eurojust από οργανισμούς της Ένωσης, τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων διασφαλίζει ότι έχουν διεξαχθεί οι απαραίτητοι έλεγχοι από τη Eurojust.

Άρθρο 37 Ευθύνη λόγω μη επιτρεπόμενης ή λανθασμένης επεξεργασίας δεδομένων

1            Η Eurojust ευθύνεται, σύμφωνα με το άρθρο 340 της Συνθήκης, για κάθε ζημία που υπέστη πρόσωπο λόγω μη επιτρεπόμενης ή λανθασμένης επεξεργασίας δεδομένων που προέρχονται από αυτήν.

2.           Οι καταγγελίες κατά της Εurojust στο πλαίσιο της ευθύνης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 εγείρονται ενώπιον του Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 268 της Συνθήκης.

3.           Κάθε κράτος μέλος είναι υπεύθυνο, σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο, για κάθε ζημία που υπέστη πρόσωπο λόγω μη επιτρεπομένης ή λανθασμένης επεξεργασίας δεδομένων που προέρχονται από αυτό και διαβιβάσθηκαν στη Eurojust.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΕΤΑΙΡΟΥΣ

ΤΜΗΜΑ I ΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 38 Κοινές διατάξεις

1.           Στον βαθμό που είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση των καθηκόντων της, η Eurojust δύναται να συνάπτει και να διατηρεί σχέσεις συνεργασίας με οργανισμούς της Ένωσης στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, καθώς και με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, διεθνείς οργανισμούς και τον Διεθνή Οργανισμό Εγκληματολογικής Αστυνομίας (Interpol).

2.           Στον βαθμό που είναι σκόπιμο για την εκπλήρωση των καθηκόντων της και με την επιφύλαξη τυχόν περιορισμών σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 8, η Eurojust δύναται να ανταλλάσσει απευθείας κάθε πληροφορία με τους φορείς που αναφέρονται στην παράγραφο 1, με εξαίρεση δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

3.           Η Eurojust δύναται, σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, να παραλαμβάνει και να επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα από τις οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στον βαθμό που είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση της αποστολής της και σύμφωνα με τις διατάξεις του τμήματος IV.

4.           Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διαβιβάζονται από τη Eurojust σε τρίτες χώρες, σε διεθνείς οργανισμούς και στην Interpol μόνον εφόσον αυτό είναι αναγκαίο για την πρόληψη και την καταπολέμηση αξιόποινων πράξεων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Eurojust και σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Εφόσον τα δεδομένα που πρόκειται να διαβιβασθούν έχουν παρασχεθεί από κράτος μέλος, η Eurojust οφείλει να λάβει τη συγκατάθεσή του, εκτός εάν:

α)      η μη επιβολή από το κράτος μέλος ρητού περιορισμού στην περαιτέρω διαβίβαση μπορεί να εκληφθεί ως έγκριση∙ ή

β)      το κράτος μέλος έχει χορηγήσει εκ των προτέρων τη συγκατάθεσή του στην περαιτέρω διαβίβαση, υπό γενικούς ή ειδικούς όρους. Η συγκατάθεση αυτή μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή.

5.           Η περαιτέρω διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα κράτη μέλη, οργανισμούς της Ένωσης, τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς απαγορεύεται, εκτός εάν η Eurojust έχει δώσει ρητά τη συγκατάθεσή της μετά από εξέταση των περιστάσεων της υπόθεσης, για ειδικό σκοπό ο οποίος είναι ασύμβατος με τον σκοπό για τον οποίο διαβιβάστηκαν τα δεδομένα.

ΤΜΗΜΑ II ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΕΤΑΙΡΟΥΣ

Άρθρο 39 Συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο και άλλα δίκτυα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που συμμετέχουν στη συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις

1.           Η Eurojust διατηρεί προνομιακές σχέσεις με το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο οι οποίες βασίζονται στη διαβούλευση και τη συμπληρωματικότητα, ειδικότερα μεταξύ του εθνικού μέλους, των σημείων επαφής του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου του ιδίου κράτους μέλους και των εθνικών ανταποκριτών της Eurojust και του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου. Προκειμένου να εξασφαλίζεται αποτελεσματική συνεργασία, λαμβάνονται τα ακόλουθα μέτρα:

α)      τα εθνικά μέλη ενημερώνουν, κατά περίπτωση, τους συνδέσμους του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου για όλες τις υποθέσεις που εκτιμούν ότι το δίκτυο μπορεί να αντιμετωπίσει καλύτερα·

β)      η γραμματεία του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου αποτελεί τμήμα του προσωπικού της Eurojust. Λειτουργεί ως χωριστή μονάδα. Μπορεί να χρησιμοποιεί τους διοικητικούς πόρους της Eurojust που είναι απαραίτητοι για την εκπλήρωση του έργου του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου, μεταξύ άλλων, για την κάλυψη των εξόδων των συνεδριάσεων της ολομέλειας του δικτύου·

γ)      οι σύνδεσμοι του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου μπορούν να καλούνται, κατά περίπτωση, στις συνεδριάσεις της Eurojust.

2.           H γραμματεία του δικτύου για τις κοινές ομάδες ερευνών και των δικτύων που δημιουργούνται με την απόφαση 2002/494/ΔΕΥ αποτελεί μέρος του προσωπικού της Eurojust. Οι γραμματείες αυτές λειτουργούν ως χωριστές μονάδες. Έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν τους διοικητικούς πόρους της Eurojust που είναι απαραίτητοι για την εκπλήρωση του έργου τους. Η Eurojust διασφαλίζει τον συντονισμό μεταξύ των γραμματειών. Η παρούσα παράγραφος ισχύει για τη γραμματεία κάθε νέου δικτύου που συστήνεται με απόφαση του Συμβουλίου εφόσον η εν λόγω απόφαση ορίζει ότι η γραμματεία εξασφαλίζεται από τη Eurojust.

3.           Το δίκτυο που δημιουργείται με την απόφαση 2008/852/ΔΕΥ μπορεί να ζητήσει από τη Eurojust να εξασφαλίσει γραμματεία για το δίκτυο. Σε περίπτωση υποβολής τέτοιου αιτήματος, εφαρμόζεται η παράγραφος 2.

Άρθρο 40 Σχέσεις με την Ευρωπόλ

1.           Η Eurojust λαμβάνει κάθε κατάλληλο μέτρο ώστε να μπορεί η Ευρωπόλ, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, να έχει έμμεση πρόσβαση βάσει συστήματος σύμπτωσης/απουσίας σύμπτωσης (hit/no hit) σε πληροφορίες που παρέχονται στην Eurojust, με την επιφύλαξη τυχόν περιορισμών που υποδεικνύονται από τα κράτη μέλη, τους φορείς της Ένωσης, τις τρίτες χώρες, τους διεθνείς οργανισμούς ή την Interpol, που παρέχουν τις πληροφορίες. Σε περίπτωση σύμπτωσης (hit), η Eurojust κινεί διαδικασία ώστε να επιτραπεί η διάδοση των πληροφοριών που κατέληξαν σε σύμπτωση, ανάλογα με την απόφαση του κράτους μέλους, του φορέα της Ένωσης, της τρίτης χώρας, του διεθνούς οργανισμού ή της Interpol, που παρέσχε τις πληροφορίες στη Eurojust.

2.           Οι αναζητήσεις πληροφοριών σύμφωνα με την παράγραφο 1 πραγματοποιούνται αποκλειστικά και μόνο με σκοπό να καθορίζεται το κατά πόσον οι πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της η Eurojust συμπίπτουν με πληροφορίες τις οποίες επεξεργάζεται η Ευρωπόλ.

3.           Η Eurojust επιτρέπει την πραγματοποίηση αναζήτησης σύμφωνα με την παράγραφο 1 μόνο αφού λάβει πληροφορίες από την Ευρωπόλ σχετικά με το ποιοι υπάλληλοι έχουν εξουσιοδοτηθεί να πραγματοποιούν τέτοιου είδους αναζήτηση.

4.           Εάν κατά τη διάρκεια των δραστηριοτήτων επεξεργασίας της Eurojust στο πλαίσιο κάποιας μεμονωμένης έρευνας, η Eurojust ή κάποιο κράτος μέλος διαπιστώσουν την ανάγκη συντονισμού, συνεργασίας ή συνδρομής, εντός του πεδίου αρμοδιοτήτων της Ευρωπόλ, η Eurojust ενημερώνει σχετικά τους εν λόγω οργανισμούς και κινεί διαδικασία για τη διάδοση των πληροφοριών, ανάλογα με την απόφαση του κράτους μέλους που παρέσχε τις πληροφορίες. Σε αυτήν την περίπτωση, η Eurojust συμμετέχει σε διαβουλεύσεις με την Ευρωπόλ.

5.           Η Ευρωπόλ τηρεί κάθε περιορισμό στην πρόσβαση ή στη χρήση, υπό γενικούς ή ειδικούς όρους, που υποδεικνύεται από κράτη μέλη, φορείς της Ένωσης, τρίτες χώρες, διεθνείς οργανισμούς ή την Interpol.

Άρθρο 41 Σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία

1.           Η Eurojust συνάπτει και διατηρεί ειδική σχέση με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, η οποία βασίζεται στη στενή συνεργασία και στην ανάπτυξη των μεταξύ τους επιχειρησιακών, διοικητικών και διαχειριστικών δεσμών, όπως ορίζονται κατωτέρω. Προς τούτο, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και ο πρόεδρος της Eurojust συνεδριάζουν σε τακτική βάση ώστε να συζητούν ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος.

2.           Η Eurojust χειρίζεται τυχόν αιτήσεις προερχόμενες από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και τις διεκπεραιώνει, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, ως εάν είχαν προέλθει από εθνική αρχή αρμόδια για τη δικαστική συνεργασία.

3.           Στον βαθμό που είναι αναγκαίο, η Eurojust χρησιμοποιεί τα εθνικά συστήματα συντονισμού της Eurojust, τα οποία θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 20, καθώς και τις σχέσεις που έχει συνάψει με τρίτες χώρες, περιλαμβανομένων των δικαστικών συνδέσμων της, προκειμένου να υποστηρίζει τη συνεργασία που συνάπτεται σύμφωνα με την παράγραφο 1.

4.           Η συνεργασία που συνάπτεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 συνεπάγεται την ανταλλαγή πληροφοριών, περιλαμβανομένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Τυχόν δεδομένα τα οποία ανταλλάσσονται με τον τρόπο αυτό χρησιμοποιούνται μόνο για τον σκοπό για τον οποίο έχουν διαβιβαστεί. Οποιαδήποτε άλλη χρήση των εν λόγω δεδομένων επιτρέπεται μόνο στο μέτρο που αυτή εμπίπτει στο πεδίο αρμοδιοτήτων του οργανισμού που λαμβάνει τα δεδομένα και με την προηγούμενη συγκατάθεση του οργανισμού που τα παρέχει.

5.           Για να διαπιστώνεται εάν οι πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της η Eurojust συμπίπτουν με πληροφορίες τις οποίες επεξεργάζεται η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, η Eurojust θεσπίζει μηχανισμό για την αυτόματη διασταύρωση των δεδομένων που εισάγονται στο σύστημα διαχείρισης υποθέσεών της. Κάθε φορά που εντοπίζεται σύμπτωση πληροφοριών μεταξύ των δεδομένων που εισάγονται στο σύστημα διαχείρισης υποθέσεων από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και των δεδομένων που εισάγονται από τη Eurojust, η σύμπτωση αυτή γνωστοποιείται τόσο στη Eurojust όσο και στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, όπως και στο κράτος μέλος που έχει παράσχει τα δεδομένα στη Eurojust. Σε περιπτώσεις όπου τα δεδομένα έχουν παρασχεθεί από τρίτο μέρος, η Eurojust ενημερώνει απλώς το συγκεκριμένο τρίτο μέρος σχετικά με τη σύμπτωση που έχει εντοπιστεί, με τη συγκατάθεση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.

6.           Η Eurojust αποφασίζει και ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία σχετικά με το ποια μέλη του προσωπικού της εξουσιοδοτούνται να έχουν πρόσβαση στα αποτελέσματα του μηχανισμού διασταύρωσης πληροφοριών.

7.           Η Eurojust υποστηρίζει τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας μέσω υπηρεσιών που παρέχονται από το προσωπικό της. Η υποστήριξη αυτή περιλαμβάνει οπωσδήποτε:

α)      τεχνική υποστήριξη για την κατάρτιση του ετήσιου προϋπολογισμού, του εγγράφου προγραμματισμού που περιλαμβάνει τον ετήσιο και πολυετή προγραμματισμό και του σχεδίου διαχείρισης·

β)      τεχνική υποστήριξη σε ζητήματα πρόσληψης προσωπικού και διαχείρισης σταδιοδρομίας·

γ)      υπηρεσίες ασφάλειας·

δ)      υπηρεσίες τεχνολογίας πληροφοριών·

ε)      υπηρεσίες οικονομικής διαχείρισης, λογιστικής και ελέγχων·

στ)    τυχόν άλλες υπηρεσίες κοινού ενδιαφέροντος.

Οι λεπτομέρειες των παρεχόμενων υπηρεσιών ορίζονται μέσω συμφωνίας μεταξύ της Eurojust και της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.

8.           Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας δύναται να απευθύνει γραπτές γνώμες στο συλλογικό όργανο, στις οποίες το συλλογικό όργανο απαντά γραπτώς χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Τέτοιες γραπτές γνώμες υποβάλλονται οπωσδήποτε κάθε φορά που το συλλογικό όργανο θεσπίζει τον ετήσιο προϋπολογισμό και πρόγραμμα εργασίας.

Άρθρο 42 Σχέσεις με άλλους οργανισμούς της Ένωσης

1.           Η Eurojust συνάπτει και διατηρεί σχέσεις συνεργασίας με το ευρωπαϊκό δίκτυο κατάρτισης δικαστικών.

2.           Η OLAF δύναται να συμβάλλει στο έργο συντονισμού της Eurojust όσον αφορά την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου αριθ. .../2013 σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου.

3.           Για τις ανάγκες της παραλαβής και της διαβίβασης των πληροφοριών μεταξύ της Eurojust και της OLAF και με την επιφύλαξη του άρθρου 8, τα κράτη μέλη μεριμνούν προκειμένου τα εθνικά μέλη της Eurojust να θεωρούνται ως αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μόνον για τις ανάγκες του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999[19] του Συμβουλίου. Η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της OLAF και των εθνικών μελών δεν θίγει τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται σε άλλες αρμόδιες αρχές δυνάμει των κανονισμών αυτών.

ΤΜΗΜΑ III ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ

Άρθρο 43 Σχέσεις με τις αρχές τρίτων χωρών και διεθνείς οργανισμούς

1.           Η Eurojust δύναται να συνάπτει ρυθμίσεις εργασίας με τους οργανισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 38 παράγραφος 1.

2.           Η Eurojust δύναται, με τη σύμφωνη γνώμη των αρμόδιων αρχών, να ορίζει σημεία επαφής σε τρίτες χώρες με σκοπό τη διευκόλυνση της συνεργασίας.

ΤΜΗΜΑ IV ΔΙΑΒΙΒΑΣΕΙΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Άρθρο 44 Διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε φορείς της Ένωσης

Με την επιφύλαξη πιθανών περιορισμών δυνάμει του άρθρου 21 παράγραφος 8, η Eurojust δύναται να διαβιβάζει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα απευθείας στους φορείς της Ένωσης, στον βαθμό που είναι αναγκαίο για την εκτέλεση των καθηκόντων της ή των καθηκόντων του φορέα της Ένωσης που είναι αποδέκτης των δεδομένων.

Άρθρο 45 Διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς

1.           Στον βαθμό που είναι αναγκαίο για την εκτέλεση των καθηκόντων της, η Eurojust δύναται να διαβιβάζει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε αρχή τρίτης χώρας, σε διεθνή οργανισμό ή στην Interpol, με βάση:

α)      απόφαση της Επιτροπής, εκδοθείσα δυνάμει των άρθρων 25 και 31 της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[20], σύμφωνα με την οποία η εν λόγω χώρα ή ο εν λόγω διεθνής οργανισμός, ή κάποιος τομέας επεξεργασίας στο έδαφος της τρίτης χώρας ή στους κόλπους του διεθνούς οργανισμού διασφαλίζει επαρκές επίπεδο προστασίας (απόφαση περί επάρκειας), ή

β)      διεθνή συμφωνία συναφθείσα μεταξύ της Ένωσης και της εν λόγω τρίτης χώρας ή του εν λόγω διεθνούς οργανισμού δυνάμει του άρθρου 218 της Συνθήκης, η οποία παρέχει επαρκείς εγγυήσεις όσον αφορά την προστασία της ιδιωτικής ζωής, των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των ελευθεριών των προσώπων, ή

γ)      συμφωνία συνεργασίας που έχει συναφθεί μεταξύ της Eurojust και της εν λόγω τρίτης χώρας ή του εν λόγω διεθνούς οργανισμού, σύμφωνα με το άρθρο 27 της απόφασης 2002/187/ΔΕΥ.

Για τις διαβιβάσεις αυτές δεν απαιτείται περαιτέρω έγκριση. Η Eurojust δύναται να συνάψει συμφωνίες συνεργασίας για την εφαρμογή των εν λόγω συμφωνιών ή αποφάσεων περί επάρκειας.

2.           Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, η Eurojust δύναται να επιτρέπει τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς κατά περίπτωση, εάν:

α)      η διαβίβαση των δεδομένων είναι απολύτως αναγκαία για τη διασφάλιση των ουσιωδών συμφερόντων ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών στο πλαίσιο των στόχων της Eurojust∙

β)      η διαβίβαση των δεδομένων είναι απολύτως αναγκαία για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου σε σχέση με τη διάπραξη αξιόποινων πράξεων ή πράξεων τρομοκρατίας·

γ)      η διαβίβαση είναι αναγκαία ή απαιτείται εκ του νόμου για σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος της Ένωσης ή των κρατών μελών της, όπως αυτό ορίζεται από το δίκαιο της Ένωσης ή το εθνικό δίκαιο, ή για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση ενός δικαιώματος ενώπιον του δικαστηρίου· ή

δ)      η διαβίβαση είναι αναγκαία για την προάσπιση ζωτικών συμφερόντων του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα ή άλλου προσώπου.

3.           Επιπλέον, το συλλογικό όργανο μπορεί, σε συνεννόηση με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, να επιτρέψει την πραγματοποίηση διαβιβάσεων σύμφωνα με τα ανωτέρω στοιχεία α) έως δ), εφόσον υπάρχουν εγγυήσεις για την προστασία της ιδιωτικής ζωής, των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των ελευθεριών των προσώπων, για ανανεώσιμο χρονικό διάστημα διάρκειας το πολύ ενός έτους.

4.           Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων ενημερώνεται σχετικά με περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζεται η παράγραφος 3.

5.           Η Eurojust δύναται να διαβιβάζει διοικητικά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

Άρθρο 46 Δικαστικοί σύνδεσμοι τοποθετημένοι σε τρίτα κράτη

1.           Με σκοπό τη διευκόλυνση της δικαστικής συνεργασίας με τρίτα κράτη σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η Eurojust παρέχει συνδρομή σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, το συλλογικό όργανο μπορεί να τοποθετεί δικαστικούς συνδέσμους σε τρίτη χώρα, με την επιφύλαξη ρύθμισης εργασίας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 43, με την εν λόγω τρίτη χώρα.

2.           Ο δικαστικός σύνδεσμος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πρέπει να διαθέτει εμπειρία εργασίας με τη Eurojust και επαρκή γνώση της δικαστικής συνδρομής και του τρόπου λειτουργίας της Eurojust. Για την τοποθέτηση προσώπου ως δικαστικού συνδέσμου εξ ονόματος της Eurojust, απαιτείται η προηγούμενη συγκατάθεση του δικαστή και του κράτους μέλους του.

3.           Εάν ο δικαστικός σύνδεσμος που έχει τοποθετηθεί από τη Eurojust επιλέγεται μεταξύ εθνικών μελών, αναπληρωτών ή βοηθών:

α)      αντικαθίσταται από το κράτος μέλος στα καθήκοντά του/της ως εθνικού μέλους,  αναπληρωτή ή  βοηθού·

β)      εκπίπτει του δικαιώματος άσκησης των εξουσιών που του/της παρέχονται δυνάμει του άρθρου 8.

4.           Με την επιφύλαξη του άρθρου 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, το συλλογικό όργανο θεσπίζει κανόνες για την τοποθέτηση δικαστικών συνδέσμων και υιοθετεί τις αναγκαίες σχετικές λεπτομέρειες εφαρμογής σε συνεννόηση με την Επιτροπή.

5.           Οι δραστηριότητες των δικαστικών συνδέσμων που τοποθετούνται από τη Eurojust υπόκεινται στην εποπτεία του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων. Οι δικαστικοί σύνδεσμοι υποβάλλουν έκθεση στο συλλογικό όργανο, το οποίο ενημερώνει δεόντως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για τις δραστηριότητές τους στο πλαίσιο της ετήσιας έκθεσης. Οι δικαστικοί σύνδεσμοι ενημερώνουν τα εθνικά μέλη και τις εθνικές αρμόδιες αρχές για όλες τις υποθέσεις που αφορούν το κράτος μέλος τους.

6.           Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και οι δικαστικοί σύνδεσμοι που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μπορούν να έρχονται σε άμεση επαφή. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο δικαστικός σύνδεσμος ενημερώνει το οικείο εθνικό μέλος για τις επαφές αυτές.

7.           Οι δικαστικοί σύνδεσμοι που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι συνδεδεμένοι με το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων.

Άρθρο 47 Αιτήσεις δικαστικής συνεργασίας από και προς τρίτες χώρες

1.           Η Eurojust συντονίζει την εκτέλεση αιτήσεων δικαστικής συνεργασίας που εκδίδονται από τρίτη χώρα όταν οι αιτήσεις αυτές αποτελούν μέρος της αυτής έρευνας και απαιτούν την εκτέλεση τους σε δύο τουλάχιστον κράτη μέλη. Οι εν λόγω αιτήσεις μπορούν επίσης να διαβιβάζονται στη Eurojust από αρμόδια εθνική αρχή.

2.           Σε περίπτωση επείγοντος και σύμφωνα με το άρθρο 19, η επιφυλακή συντονισμού μπορεί να παραλαμβάνει και να διεκπεραιώνει αιτήσεις αναφερόμενες στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, οι οποίες έχουν εκδοθεί από τρίτη χώρα η οποία έχει συνάψει συμφωνία συνεργασίας με τη Eurojust.

3.           Με την επιφύλαξη του άρθρου 3 παράγραφος 3, όταν υποβάλλονται αιτήσεις δικαστικής συνεργασίας οι οποίες αφορούν την αυτή έρευνα και απαιτούν εκτέλεση σε τρίτη χώρα, η Eurojust διευκολύνει τη δικαστική συνεργασία με την εν λόγω τρίτη χώρα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 48 Προϋπολογισμός

1.           Για κάθε οικονομικό έτος, το οποίο συμπίπτει με το ημερολογιακό έτος, καταρτίζονται προβλέψεις όλων των εσόδων και των δαπανών της Eurojust οι οποίες εγγράφονται στον προϋπολογισμό της.

2.           Ο προϋπολογισμός της Eurojust πρέπει να είναι ισοσκελισμένος ως προς τα έξοδα και τις δαπάνες.

3.           Με την επιφύλαξη άλλων πόρων, τα έσοδα της Eurojust προέρχονται από:

α)      συνεισφορά της Ένωσης, η οποία εγγράφεται στον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

β)      τυχόν οικειοθελή οικονομική συνεισφορά από τα κράτη μέλη·

γ)      χρεώσεις για δημοσιεύσεις και τυχόν άλλες υπηρεσίες που παρέχονται από τη Eurojust∙

δ)      ad-hoc επιχορηγήσεις.

4.           Οι δαπάνες της Eurojust περιλαμβάνουν τις αμοιβές του προσωπικού, διοικητικές δαπάνες και δαπάνες υποδομής, καθώς και τα έξοδα λειτουργίας.

Άρθρο 49 Κατάρτιση του προϋπολογισμού

1.           Κάθε έτος, ο διοικητικός διευθυντής καταρτίζει σχέδιο κατάστασης προβλέψεων των εσόδων και δαπανών της Eurojust για το επόμενο οικονομικό έτος, το οποίο περιλαμβάνει και τον πίνακα προσωπικού, και το διαβιβάζει στο συλλογικό όργανο.

2.           Βάσει του σχεδίου αυτού, το συλλογικό όργανο καταρτίζει προσωρινό σχέδιο προβλέψεων των εσόδων και των δαπανών της Eurojust για το επόμενο οικονομικό έτος.

3.           Το προσωρινό σχέδιο προβλέψεων των εσόδων και των δαπανών της Eurojust διαβιβάζεται στην Επιτροπή μέχρι τις 31 Ιανουαρίου κάθε έτους. Το συλλογικό όργανο διαβιβάζει το τελικό σχέδιο προβλέψεων, το οποίο περιλαμβάνει σχέδιο του πίνακα προσωπικού, στην Επιτροπή μέχρι τις 31 Μαρτίου.

4.           Η Επιτροπή διαβιβάζει την κατάσταση προβλέψεων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο (αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή) μαζί με το σχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

5.           Βάσει της κατάστασης προβλέψεων, η Επιτροπή εγγράφει στο σχέδιο γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις προβλέψεις που κρίνει αναγκαίες για τον πίνακα προσωπικού και το ποσό της συνεισφοράς από τον γενικό προϋπολογισμό, και καταθέτει το σχέδιο αυτό στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή σύμφωνα με τα άρθρα 313 και 314 της Συνθήκης.

6.           Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει τις πιστώσεις για τη συνεισφορά προς τη Eurojust.

7.           Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει τον πίνακα προσωπικού της Eurojust.

8.           Ο προϋπολογισμός της Eurojust εγκρίνεται από το συλλογικό όργανο. Καθίσταται οριστικός μετά την οριστική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφόσον κριθεί αναγκαίο, αναπροσαρμόζεται δεόντως.

9.           Για κάθε σχέδιο περί ακινήτων που είναι πιθανό να έχει σημαντικές επιπτώσεις στον προϋπολογισμό η Eurojust ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο το συντομότερο δυνατό, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 203 του κανονισμού (ΕΕ, ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 966/2012.

10.         Εκτός των περιπτώσεων ανωτέρας βίας που αναφέρονται στο άρθρο 203 του κανονισμού (ΕΕ, ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 966/2012, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αποφασίζουν για το σχέδιο περί ακινήτων εντός τεσσάρων εβδομάδων από την ημερομηνία της παραλαβής του και από τα δύο θεσμικά όργανα.

Το σχέδιο περί ακινήτων θεωρείται ότι έχει εγκριθεί όταν λήξει αυτή η προθεσμία των τεσσάρων εβδομάδων, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο λάβουν απόφαση αντίθετη προς την πρόταση εντός της εν λόγω προθεσμίας.

Εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο διατυπώσουν δεόντως τεκμηριωμένες αμφιβολίες εντός της προθεσμίας των τεσσάρων εβδομάδων, η προθεσμία αυτή παρατείνεται μία φορά κατά δύο εβδομάδες.

Εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο λάβουν απόφαση αντίθετη προς το σχέδιο περί ακινήτων, η Eurojust αποσύρει την πρότασή της και μπορεί να υποβάλει νέα πρόταση.

11.         Η Eurojust δύναται να χρηματοδοτήσει με δάνειο σχέδιο απόκτησης κτηρίου υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης έγκρισης της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής σύμφωνα με το άρθρο 203 του κανονισμού (ΕΕ, ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 966/2012.

Άρθρο 50 Εκτέλεση του προϋπολογισμού

Ο διοικητικός διευθυντής ενεργεί ως διατάκτης της Eurojust και εκτελεί τον προϋπολογισμό της Eurojust που εμπίπτει στην αρμοδιότητά του και εντός των ορίων που προβλέπονται στον προϋπολογισμό.

Άρθρο 51 Απόδοση λογαριασμών και απαλλαγή

1.           Μέχρι την 1η Μαρτίου εκάστου οικονομικού έτους, ο υπόλογος της Eurojust κοινοποιεί τους προσωρινούς λογαριασμούς στον υπόλογο της Επιτροπής και στο Ελεγκτικό Συνέδριο.

2.           Η Eurojust διαβιβάζει την έκθεση σχετικά με τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο μέχρι τις 31 Μαρτίου του επόμενου οικονομικού έτους.

3.           Μέχρι τις 31 Μαρτίου έκαστου οικονομικού έτους, ο υπόλογος της Επιτροπής διαβιβάζει τους προσωρινούς λογαριασμούς της Eurojust, αφού τους έχει ενοποιήσει με τους λογαριασμούς της Επιτροπής, στο Ελεγκτικό Συνέδριο.

4.           Σύμφωνα με το άρθρο 148 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ, ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 966/2012, το Ελεγκτικό Συνέδριο διατυπώνει τις παρατηρήσεις του επί των προσωρινών λογαριασμών της Eurojust το αργότερο την 1η Ιουνίου του επόμενου οικονομικού έτους.

5.           Μετά την παραλαβή των παρατηρήσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τους προσωρινούς λογαριασμούς της Eurojust, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 148 του κανονισμού (ΕΕ, ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 966/2012, ο διοικητικός διευθυντής καταρτίζει τους οριστικούς λογαριασμούς της Eurojust που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του και τους διαβιβάζει προς γνωμοδότηση στο συλλογικό όργανο.

6.           Το συλλογικό όργανο γνωμοδοτεί επί των οριστικών λογαριασμών της Eurojust.

7.           Μέχρι την 1η Ιουλίου εκάστου οικονομικού έτους, ο διοικητικός διευθυντής αποστέλλει τους οριστικούς λογαριασμούς, μαζί με τη γνωμοδότηση του συλλογικού οργάνου, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στο Ελεγκτικό Συνέδριο.

8.           Οι οριστικοί λογαριασμοί δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέχρι τις 15 Νοεμβρίου του επόμενου έτους.

9.           Ο διοικητικός διευθυντής αποστέλλει στο Ελεγκτικό Συνέδριο απάντηση στις παρατηρήσεις του το αργότερο στις 30 Σεπτεμβρίου του επόμενου έτους. Ο διοικητικός διευθυντής αποστέλλει επίσης την ίδια απάντηση στο συλλογικό όργανο και στην Επιτροπή.

10.         Ο διοικητικός διευθυντής λογοδοτεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με την εκτέλεση των καθηκόντων του κατόπιν πρόσκλησης από αυτό. Το Συμβούλιο δύναται να καλεί επίσης τον διοικητικό διευθυντή να λογοδοτήσει σχετικά με την εκτέλεση των καθηκόντων του.

11.         Ο διοικητικός διευθυντής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατόπιν αιτήσεώς του, κάθε πληροφορία που είναι αναγκαία για την ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας απαλλαγής για το συγκεκριμένο οικονομικό έτος, όπως προβλέπεται στο άρθρο 165 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ, ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 966/2012.

12.         Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη σύσταση του Συμβουλίου που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, απαλλάσσει τον διοικητικό διευθυντή, πριν από τις 15 Μαΐου του έτους Ν + 2, από την ευθύνη εκτέλεσης του προϋπολογισμού για το έτος Ν.

Άρθρο 52 Δημοσιονομικοί κανόνες

Το συλλογικό όργανο θεσπίζει τους δημοσιονομικούς κανόνες στους οποίους υπόκειται η Eurojust, σύμφωνα με [τον κανονισμό 2343/2002, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση δημοσιονομικού κανονισμού πλαισίου για τους οργανισμούς του άρθρου 185 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, ο οποίος θεσπίζει τον δημοσιονομικό κανονισμό που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων] και αφού ζητήσει τη γνώμη της Επιτροπής. Αυτοί δεν παρεκκλίνουν από [τον κανονισμό 2343/2002] παρά μόνον εάν η παρέκκλιση αυτή επιβάλλεται λόγω των ειδικών αναγκών λειτουργίας της Eurojust και έχει προηγουμένως συμφωνήσει η Επιτροπή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

Άρθρο 53 Γενικές διατάξεις

Στο προσωπικό της Eurojust εφαρμόζονται ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης και το καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και οι κανόνες που εκδίδονται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των οργάνων της Ένωσης για την εφαρμογή του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού.

Άρθρο 54 Αποσπασμένοι εθνικοί εμπειρογνώμονες και λοιπό προσωπικό

1.           Η Eurojust δύναται να προσφεύγει στις υπηρεσίες αποσπασμένων εθνικών εμπειρογνωμόνων ή λοιπού προσωπικού του οποίου η Eurojust δεν είναι εργοδότης.

2.           Το συλλογικό όργανο εκδίδει απόφαση για τη θέσπιση κανόνων σχετικά με την απόσπαση εθνικών εμπειρογνωμόνων στη Eurojust.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΥΠΟΒΟΛΗ ΕΚΘΕΣΕΩΝ

Άρθρο 55 Συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων

1.           Η Eurojust διαβιβάζει την ετήσια έκθεσή της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο μπορεί να διατυπώνει παρατηρήσεις και συμπεράσματα.

2.           Ο πρόεδρος του συλλογικού οργάνου προσέρχεται ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κατόπιν αίτησής του, για να συζητήσει ζητήματα που αφορούν τη Eurojust, ιδίως δε για να παρουσιάσει τις ετήσιες εκθέσεις της, λαμβανομένων υπόψη των υποχρεώσεων εχεμύθειας και εμπιστευτικότητας. Στις εν λόγω συζητήσεις δεν γίνονται άμεσες ή έμμεσες αναφορές σε συγκεκριμένες δράσεις που αφορούν ειδικές επιχειρησιακές υποθέσεις.

3.           Πέραν των λοιπών υποχρεώσεων ενημέρωσης και διαβούλευσης που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, η Eurojust γνωστοποιεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο:

α)      τα αποτελέσματα των μελετών και των στρατηγικών έργων που έχουν εκπονηθεί και παραγγελθεί από τη Eurojust∙

β)      τις συμφωνίες συνεργασίας που έχουν συναφθεί με τρίτα μέρη·

γ)      την ετήσια έκθεση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων.

4.           Η Eurojust διαβιβάζει την ετήσια έκθεσή της στα εθνικά κοινοβούλια. Η Eurojust διαβιβάζει επίσης στα εθνικά κοινοβούλια τα έγγραφα που αναφέρονται στην παράγραφο 3.

Άρθρο 56 Αξιολόγηση και επανεξέταση

1.           Το αργότερο [πέντε έτη από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού], και ανά πενταετία εφεξής, η Επιτροπή αναθέτει αξιολόγηση της εφαρμογής και των επιπτώσεων του παρόντος κανονισμού, καθώς και της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας της Eurojust και των εργασιακών πρακτικών της. Ειδικότερα, η αξιολόγηση,  εξετάζει την ενδεχόμενη ανάγκη τροποποίησης των στόχων της Eurojust και τις δημοσιονομικές επιπτώσεις μιας τέτοιας τροποποίησης.

2.           Η Επιτροπή διαβιβάζει την έκθεση αξιολόγησης μαζί με τα συμπεράσματά της επί της έκθεσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στα εθνικά κοινοβούλια, στο Συμβούλιο και στο συλλογικό όργανο. Τα πορίσματα της αξιολόγησης δημοσιοποιούνται.

3.           Σε κάθε δεύτερη αξιολόγηση, η Επιτροπή αξιολογεί επίσης τα αποτελέσματα που πέτυχε η Eurojust σε σχέση με τους στόχους, την εντολή και τα καθήκοντά της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 57 Προνόμια και ασυλίες

Το Πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφαρμόζεται στη Eurojust και στο προσωπικό της.

Άρθρο 58

Γλωσσικό καθεστώς

1.           Η Eurojust υπόκειται στις διατάξεις του κανονισμού αριθ. 1[21].

2.           Οι μεταφραστικές υπηρεσίες που απαιτούνται για τη λειτουργία της Eurojust παρέχονται από το Μεταφραστικό Κέντρο των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 59 Εμπιστευτικότητα

1.           Τα εθνικά μέλη, οι αναπληρωτές και οι βοηθοί τους που αναφέρονται στο άρθρο 7, το προσωπικό της Eurojust, οι εθνικοί ανταποκριτές, καθώς και ο υπεύθυνος προστασίας των δεδομένων, έχουν υποχρέωση εμπιστευτικότητας όσον αφορά τυχόν πληροφορίες που έχουν περιέλθει σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

2.           Η υποχρέωση εμπιστευτικότητας ισχύει για όλα τα πρόσωπα και τους οργανισμούς που καλούνται να συνεργασθούν με τη Eurojust.

3.           Η υποχρέωση εμπιστευτικότητας παραμένει και μετά τη λήξη των καθηκόντων τους, της σύμβασης εργασίας ή της δραστηριότητας των προσώπων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.

4.           Η υποχρέωση εμπιστευτικότητας ισχύει για όλες τις πληροφορίες που λαμβάνονται από τη Eurojust, εκτός εάν αυτές έχουν ήδη δημοσιοποιηθεί ή είναι διαθέσιμες στο κοινό.

5.           Τα μέλη και το προσωπικό του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων έχουν υποχρέωση εμπιστευτικότητας όσον αφορά τυχόν πληροφορίες που έχουν περιέλθει σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

Άρθρο 60 Διαφάνεια

1.           Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 εφαρμόζεται στα έγγραφα που αφορούν τα διοικητικά καθήκοντα της Eurojust.

2.           Το συλλογικό όργανο θεσπίζει, το αργότερο εντός έξι μηνών από την ημερομηνία της πρώτης συνεδρίασής του, τους λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.

3.           Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τη Eurojust δυνάμει του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο καταγγελίας στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή ή προσφυγής στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό τους όρους που προβλέπονται στα άρθρα 228 και 263 της Συνθήκης, αντίστοιχα.

Άρθρο 61 OLAF και Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο

1.           Για τη διευκόλυνση της καταπολέμησης της απάτης, της διαφθοράς και άλλων παράνομων πράξεων δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999, η Eurojust, εντός έξι μηνών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού, προσχωρεί στη διοργανική συμφωνία της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και θεσπίζει τις ενδεδειγμένες διατάξεις που εφαρμόζονται σε όλους τους υπαλλήλους της Eurojust, χρησιμοποιώντας το υπόδειγμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της εν λόγω συμφωνίας.

2.           Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο έχει αρμοδιότητα ελέγχου βάσει παραστατικών και επιτόπιου ελέγχου, η οποία ασκείται σε όλους τους δικαιούχους, αντισυμβαλλόμενους και υπεργολάβους που έλαβαν κονδύλια της Ένωσης από τη Eurojust.

3.           Η OLAF μπορεί να διενεργεί έρευνες, μεταξύ των οποίων επιτόπιους ελέγχους και επιθεωρήσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις και τις διαδικασίες που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 και τον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96[22] του Συμβουλίου, προκειμένου να διαπιστώσει εάν έχουν διαπραχθεί παρατυπίες που επηρεάζουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης όσον αφορά δαπάνες που χρηματοδοτούνται από τη Eurojust.

4.           Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1, 2 και 3, οι συμφωνίες συνεργασίας με τρίτες χώρες, με διεθνείς οργανισμούς και με την Interpol, οι συμβάσεις, οι συμφωνίες επιχορήγησης και οι αποφάσεις επιχορήγησης της Eurojust περιέχουν διατάξεις οι οποίες εξουσιοδοτούν ρητά το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο και την OLAF να διεξάγει λογιστικούς ελέγχους και έρευνες, σύμφωνα με τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους.

Άρθρο 62 Κανόνες ασφάλειας για την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών

Η Eurojust εφαρμόζει τις αρχές ασφαλείας που περιλαμβάνονται στους κανόνες ασφάλειας της Επιτροπής σχετικά με την προστασία των Διαβαθμισμένων Πληροφοριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΠΕΕ) και των ευαίσθητων μη διαβαθμισμένων πληροφοριών που καθορίζονται στο παράρτημα της απόφασης 2001/844/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ[23]. Τούτο καλύπτει, μεταξύ άλλων, τις διατάξεις που έχουν σχέση με την ανταλλαγή, την επεξεργασία και τη διατήρηση τέτοιων πληροφοριών.

Άρθρο 63 Διοικητικές έρευνες

Οι διοικητικές δραστηριότητες της Eurojust υπόκεινται στον έλεγχο του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή σύμφωνα με το άρθρο 228 της Συνθήκης.

Άρθρο 64 Ευθύνη εκτός της ευθύνης για μη επιτρεπόμενη ή εσφαλμένη επεξεργασία δεδομένων

1.           Η συμβατική ευθύνη της Eurojust διέπεται από το δίκαιο το οποίο εφαρμόζεται στην εκάστοτε σύμβαση.

2.           Αρμόδιο για τη λήψη αποφάσεων δυνάμει οποιασδήποτε ρήτρας διαιτησίας που περιλαμβάνεται σε σύμβαση που συνάπτει η Eurojust είναι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3.           Σε περίπτωση εξωσυμβατικής ευθύνης, η Eurojust υποχρεούται να αποκαθιστά, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στις νομοθεσίες των κρατών μελών και ασχέτως τυχόν ευθύνης δυνάμει του άρθρου 37, τις ζημίες που προξενούν το συλλογικό όργανο ή το προσωπικό του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

4.           Η παράγραφος 3 ισχύει επίσης για ζημία προκληθείσα λόγω υπαιτιότητας εθνικού μέλους, αναπληρωτή ή βοηθού κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Ωστόσο, εάν ενεργεί βάσει των εξουσιών που του έχουν χορηγηθεί σύμφωνα με το άρθρο 8, το κράτος μέλος καταγωγής του επιστρέφει στη Eurojust τα ποσά που η τελευταία έχει καταβάλει για την επανόρθωση της ζημίας.

5.           Αρμόδιο για την εκδίκαση των διαφορών αποζημίωσης που αναφέρονται στην παράγραφο 3 είναι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

6.           Τα εθνικά δικαστήρια των κρατών μελών που είναι αρμόδια επί διαφορών οι οποίες αφορούν την ευθύνη της Eurojust, όπως αναφέρεται στο παρόν άρθρο, καθορίζονται με βάση τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 44/2001[24] του Συμβουλίου.

7.           Η προσωπική ευθύνη του προσωπικού της έναντι της Eurojust διέπεται από τις ισχύουσες για το προσωπικό αυτό διατάξεις του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ή του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού.

Άρθρο 65 Συμφωνία σχετικά με την έδρα και όροι λειτουργίας

Η έδρα της Eurojust είναι η Χάγη στις Κάτω Χώρες.

Οι απαραίτητες ρυθμίσεις σχετικά με τη στέγαση της Eurojust στις Κάτω Χώρες και τις εγκαταστάσεις που πρέπει να θέσουν στη διάθεσή της οι Κάτω Χώρες, καθώς και οι ειδικοί κανόνες που ισχύουν στις Κάτω Χώρες για τον διοικητικό διευθυντή, τα μέλη του συλλογικού οργάνου, το προσωπικό της Eurojust και τα μέλη των οικογενειών τους, ορίζονται στο πλαίσιο συμφωνίας σχετικά με την έδρα η οποία συνάπτεται μεταξύ της Eurojust και των Κάτω Χωρών, μόλις ληφθεί η έγκριση του συλλογικού οργάνου.

Οι Κάτω Χώρες διασφαλίζουν τις βέλτιστες δυνατές συνθήκες για την εύρυθμη λειτουργία της Eurojust, συμπεριλαμβανομένων της πολύγλωσσης και με ευρωπαϊκό προσανατολισμό σχολικής εκπαίδευσης και των κατάλληλων δρομολογίων των μέσων μεταφοράς.

Άρθρο 66 Μεταβατικές ρυθμίσεις

1.           Η Eurojust είναι ο γενικός νόμιμος διάδοχος όλων των συμβάσεων, υποχρεώσεων και περιουσιακών στοιχείων της Eurojust, όπως αυτή συστάθηκε με την απόφαση 2002/187/ΔΕΥ του Συμβουλίου.

2.           Τα εθνικά μέλη της Eurojust που τοποθετήθηκαν από κάθε κράτος μέλος δυνάμει της απόφασης 2002/187/ΔΕΥ αναλαμβάνουν τον ρόλο των εθνικών μελών της Eurojust δυνάμει του κεφαλαίου II του παρόντος κανονισμού. Η θητεία τους μπορεί να παραταθεί μία φορά δυνάμει του άρθρου 10 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού και ανεξάρτητα από προηγούμενη παράταση.

3.           Ο πρόεδρος και οι αντιπρόεδροι της Eurojust κατά τη στιγμή της έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού αναλαμβάνουν τον ρόλο του προέδρου και των αντιπροέδρων της Eurojust δυνάμει του άρθρου 11, μέχρι τη λήξη της θητείας τους σύμφωνα με την απόφαση 2002/187/ΔΕΥ. Μπορούν να επανεκλεγούν για μία φορά μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού και ανεξάρτητα από προηγούμενη επανεκλογή τους.

4.           Ο διοικητικός διευθυντής που διορίστηκε τελευταίος δυνάμει του άρθρου 29 της απόφασης 2002/187/ΔΕΥ αναλαμβάνει τον ρόλο του διοικητικού διευθυντή δυνάμει του άρθρου 17 μέχρι τη λήξη της θητείας του όπως έχει καθοριστεί δυνάμει της απόφασης 2002/187/ΔΕΥ. Η θητεία του διοικητικού διευθυντή μπορεί να παραταθεί μία φορά μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

5.           Ο παρών κανονισμός δεν επηρεάζει τη νομική ισχύ συμφωνιών που έχουν συναφθεί από την Eurojust, όπως αυτή συστάθηκε με την απόφαση 2002/187/ΔΕΥ. Ειδικότερα, εξακολουθούν να ισχύουν όλες οι διεθνείς συμφωνίες που έχουν συναφθεί από τη Eurojust και έχουν τεθεί σε ισχύ πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 67 Κατάργηση

1.           Ο παρών κανονισμός αντικαθιστά και καταργεί τις αποφάσεις 2002/187/ΔΕΥ, 2003/659/ΔΕΥ και 2009/426/ΔΕΥ.

2.           Οι παραπομπές στις αντικατασταθείσες αποφάσεις του Συμβουλίου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 εκλαμβάνονται ως παραπομπές στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 68 Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός τίθεται σε ισχύ την 20ή ημέρα μετά τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος σύμφωνα με τις Συνθήκες.

Βρυξέλλες,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο                     Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος                                                   Ο Πρόεδρος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1

Κατάλογος σοβαρών αξιόποινων πράξεων των οποίων είναι αρμόδια να επιλαμβάνεται η Eurojust σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1:

– οργανωμένο έγκλημα·

– τρομοκρατία·

– εμπόριο ναρκωτικών·

– νομιμοποίηση  εσόδων από παράνομες δραστηριότητες·

– διαφθορά·

– αδικήματα εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης·

– ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, βαριά σωματική βλάβη·

– απαγωγή, παράνομη κατακράτηση και περιαγωγή σε ομηρία·

– σεξουαλική κακοποίηση και σεξουαλική εκμετάλλευση γυναικών και παιδιών, παιδική πορνογραφία και άγρα παιδιών για σεξουαλικούς σκοπούς·

– ρατσισμός και ξενοφοβία·

– οργανωμένη ληστεία·

– εγκλήματα σχετικά με μηχανοκίνητα οχήματα·

– υπεξαίρεση και απάτη·

– «προστασία» έναντι χρημάτων και εκβίαση·

– παραποίηση/απομίμηση και πειρατεία προϊόντων·

– πλαστογραφία και διακίνηση διοικητικών εγγράφων·

– πλαστογραφία χρημάτων και μέσων πληρωμής·

– εγκλήματα στον τομέα της πληροφορικής·

– κατάχρηση εμπιστευτικών πληροφοριών και χειραγώγηση της αγοράς·

– παράνομη διακίνηση μεταναστών·

– εμπορία ανθρώπων·

– παράνομο εμπόριο ανθρωπίνων οργάνων και ιστών·

– παράνομη διακίνηση ορμονικών ουσιών και άλλων αυξητικών παραγόντων·

– παράνομη διακίνηση πολιτιστικών αγαθών, συμπεριλαμβανομένων των αρχαιοτήτων και των έργων τέχνης·

– παράνομη διακίνηση όπλων, πυρομαχικών και εκρηκτικών·

– παράνομο εμπόριο απειλούμενων ζωικών ειδών·

– παράνομο εμπόριο απειλούμενων φυτικών ειδών και φυτικών ποικιλιών·

– περιβαλλοντικά αδικήματα·

– ρύπανση από τα πλοία·

– εγκληματικές πράξεις συνδεόμενες με πυρηνικές και ραδιενεργές ουσίες·

– γενοκτονίες, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2

Κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αναφέρονται στο άρθρο 27

1.           α)       επώνυμο, γένος, ονόματα και, ενδεχομένως, ψευδώνυμα ή υποκοριστικά·

β)      ημερομηνία και τόπος γέννησης·

γ)      ιθαγένεια·

δ)      φύλο·

ε)      τόπος διαμονής, επάγγελμα και τόπος όπου ενδέχεται να βρίσκεται ο ενδιαφερόμενος·

στ)    αριθμοί κοινωνικής ασφάλισης, άδειες οδήγησης, έγγραφα ταυτότητας και στοιχεία διαβατηρίου, αριθμοί τελωνειακής και φορολογικής ταυτοποίησης·

ζ)      πληροφορίες σχετικά με νομικά πρόσωπα, εφόσον περιλαμβάνουν πληροφορίες για άτομα των οποίων η ταυτότητα είναι ή μπορεί να γίνει γνωστή, για τα οποία διεξάγεται έρευνα ή κατά των οποίων έχει κινηθεί δικαστική δίωξη·

η)      τραπεζικοί λογαριασμοί και λογαριασμοί σε άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα·

θ)      περιγραφή και φύση των πράξεων που τους καταλογίζονται, ημερομηνία τέλεσης αυτών, ποινικός χαρακτηρισμός τους και πορεία των ερευνών·

ι)       γεγονότα που υποδηλώνουν τις διεθνείς επεκτάσεις της υπόθεσης·

ια)     πληροφορίες που σχετίζονται με εικαζόμενη συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση·

ιβ)     αριθμοί τηλεφώνου, διευθύνσεις ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, δεδομένα κίνησης και δεδομένα θέσης, καθώς και τα συναφή δεδομένα που χρειάζονται για την αναγνώριση του συνδρομητή ή χρήστη·

ιγ)     δεδομένα σχετικά με τις άδειες κυκλοφορίας οχημάτων·

ιδ)     προφίλ DNA που έχουν καταρτισθεί από το μη κωδικοποιητικό τμήμα του DNA, φωτογραφίες και δακτυλικά αποτυπώματα.

2.           α)       επώνυμο, γένος, ονόματα και, ενδεχομένως, ψευδώνυμα ή υποκοριστικά·

β)      ημερομηνία και τόπος γέννησης·

γ)      ιθαγένεια·

δ)      φύλο·

ε)      τόπος διαμονής, επάγγελμα και τόπος όπου ενδέχεται να βρίσκεται ο ενδιαφερόμενος·

στ)    περιγραφή και φύση των πράξεων που τους καταλογίζονται, ημερομηνία τέλεσης αυτών, ποινικός χαρακτηρισμός τους και πορεία των ερευνών.

ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ

1.           ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ/ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ

              1.1.    Τίτλος της πρότασης/πρωτοβουλίας

              1.2.    Σχετικοί τομείς πολιτικής στη δομή ΔΒΔ/ΠΒΔ

              1.3.    Χαρακτήρας της πρότασης/πρωτοβουλίας

              1.4.    Στόχοι

              1.5.    Αιτιολόγηση της πρότασης/πρωτοβουλίας

              1.6.    Διάρκεια και δημοσιονομικές επιπτώσεις

              1.7.    Προβλεπόμενος(-οι) τρόπος(-οι) διαχείρισης

2.           ΜΕΤΡΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

              2.1.    Διατάξεις στον τομέα της παρακολούθησης και της υποβολής εκθέσεων

              2.2.    Σύστημα διαχείρισης και ελέγχου

              2.3.    Μέτρα για την πρόληψη περιπτώσεων απάτης και παρατυπίας

3.           ΕΚΤΙΜΩΜΕΝΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ/ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ

              3.1.    Τομέας(-είς) του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου και γραμμή(-ές) δαπανών του προϋπολογισμού που επηρεάζονται

              3.2.    Εκτιμώμενες επιπτώσεις στις δαπάνες

              3.2.1. Συνοπτική παρουσίαση των εκτιμώμενων επιπτώσεων στις δαπάνες

              3.2.2. Εκτιμώμενες επιπτώσεις στις πιστώσεις [του οργανισμού]

              3.2.3. Εκτιμώμενες επιπτώσεις στους ανθρώπινους πόρους [του οργανισμού]

              3.2.4. Συμβατότητα με το ισχύον πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο

              3.2.5. Συμμετοχή τρίτων στη χρηματοδότηση

              3.3.    Εκτιμώμενες επιπτώσεις στα έσοδα

ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ

1.           ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ/ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ

1.1.        Τίτλος της πρότασης/πρωτοβουλίας

Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τον οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη συνεργασία στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης (EUROJUST)

1.2.        Σχετικοί τομείς πολιτικής στη δομή ΔΒΔ/ΠΒΔ[25]

Τομέας πολιτικής: 33 - Δικαιοσύνη

Δραστηριότητα: 33.03 – Δικαιοσύνη σε ποινικές και αστικές υποθέσεις (από το 2014 και εξής: 33.03 – Δικαιοσύνη)

1.3.        Χαρακτήρας της πρότασης/πρωτοβουλίας

¨ Η πρόταση/πρωτοβουλία αφορά νέα δράση

¨ Η πρόταση/πρωτοβουλία αφορά νέα δράση μετά από πιλοτικό έργο/προπαρασκευαστική δράση[26]

þ Η πρόταση/πρωτοβουλία αφορά την παράταση υφιστάμενης δράσης

¨ Η πρόταση/πρωτοβουλία αφορά τη μετατροπή δράσης σε νέα δράση

1.4.        Στόχος(-οι)

1.4.1.     Ο(Οι) πολυετής(-είς) στρατηγικός(-οί) στόχος(-οι) της Επιτροπής τον(τους) οποίο(-ους) αφορά η πρόταση/πρωτοβουλία

Η Eurojust συστάθηκε κατόπιν πρωτοβουλίας των κρατών μελών με την απόφαση 2002/187/ΔΕΥ ως όργανο της Ένωσης με νομική προσωπικότητα, το οποίο αποσκοπεί στην ενίσχυση της καταπολέμησης των σοβαρών μορφών εγκλήματος. Το άρθρο 85 της ΣΛΕΕ προβλέπει ότι η Eurojust διέπεται από κανονισμό, ο οποίος εκδίδεται σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία. Αποστολή της είναι η στήριξη και η ενίσχυση του συντονισμού και της συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων εθνικών αρχών για την έρευνα και τη δίωξη σοβαρών εγκλημάτων που έχουν επιπτώσεις σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη της Ένωσης. Η παρούσα πρόταση κανονισμού παρέχει ένα ανανεωμένο νομικό πλαίσιο για έναν νέο οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη συνεργασία στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης, ο οποίος θα αποτελέσει τον νόμιμο διάδοχο της Eurojust.

1.4.2.     Ειδικός στόχος(-οι) και δραστηριότητα(-ες) ΔΒΔ/ΠΒΔ

Ειδικός στόχος αριθ. 2: Ενίσχυση της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και επακόλουθη συμβολή στη δημιουργία ενός πραγματικού ευρωπαϊκού χώρου δικαιοσύνης

Δραστηριότητα(-ες) ΔΒΔ/ΠΒΔ

33.03 – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές και αστικές υποθέσεις

1.4.3.     Αναμενόμενο(α) αποτέλεσμα(-τα) και επιπτώσεις

Να προσδιοριστούν τα αποτελέσματα που θα πρέπει να έχει η πρόταση/πρωτοβουλία όσον αφορά τους(τις) στοχοθετημένους(-ες) δικαιούχους/ομάδες.

Επιδιώκοντας την προσέγγιση μεταξύ υψηλόβαθμων εισαγγελέων και δικαστών από όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, η Eurojust διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην ανάπτυξη ενός ευρωπαϊκού χώρου δικαιοσύνης. Εξίσου σημαντικός είναι ο ρόλος της στην καταπολέμηση του διασυνοριακού εγκλήματος στην ΕΕ, όπου λειτουργεί ως αποτελεσματικός διαμεσολαβητής της δικαστικής συνεργασίας, παρέχοντας συνδρομή την οποία επιζητούν ολοένα και περισσότερο οι νομικοί που δραστηριοποιούνται σε εθνικό επίπεδο. Τα αναμενόμενα αποτελέσματα περιλαμβάνουν:

1. Επιχειρησιακό έργο της Eurojust

Η Eurojust υποστηρίζει και ενισχύει τη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις. Τα εθνικά μέλη, τα οποία ενεργούν είτε μεμονωμένα είτε ως συλλογικό όργανο, παρεμβαίνουν σε συγκεκριμένες ποινικές υποθέσεις όπου οι εθνικές αρχές χρειάζονται ενισχυμένη συνεργασία ή πρέπει να υπερβούν δυσκολίες που ανακύπτουν κατά την πρακτική εφαρμογή της δικαστικής συνεργασίας και των μέσων αμοιβαίας αναγνώρισης. Η Eurojust έχει συμβάλει στη γεφύρωση των διαφορών μεταξύ των πολλών νομικών συστημάτων και παραδόσεων ανά την Ευρωπαϊκή Ένωση και στην καλλιέργεια αμοιβαίας εμπιστοσύνης, η οποία αποτελεί καθοριστικό στοιχείο σε ό,τι αφορά τα μέσα αμοιβαίας αναγνώρισης, μέσω της ταχείας αντιμετώπισης γλωσσικών ή νομικών προβλημάτων ή του εντοπισμού των αρμόδιων αρχών σε άλλες χώρες.

2. Η Eurojust ως κέντρο δικαστικής εμπειρογνωμοσύνης για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του σοβαρού διασυνοριακού εγκλήματος

Η Eurojust διαδραματίζει βασικό ρόλο στην καταπολέμηση του διασυνοριακού εγκλήματος. Η Eurojust διοργανώνει συνεδριάσεις συντονισμού, όπου προσέρχονται οι εθνικές αρχές προκειμένου να συμφωνήσουν κοινές προσεγγίσεις σε έρευνες, να καταρτίσουν αιτήσεις συνδρομής, να επιλύσουν ή να προβλέψουν απαντήσεις σε νομικά ζητήματα ή να αποφασίσουν τη διενέργεια ταυτόχρονων επιχειρήσεων. Η Eurojust εμπλέκεται στην ίδρυση και συμμετοχή σε κοινές ομάδες ερευνών, παρέχοντας στήριξη στα κράτη μέλη.

3. Συνεργασία της Eurojust με εταίρους

Η Eurojust συνεργάζεται με άλλους οργανισμούς, ιδίως δε με την Ευρωπόλ και την OLAF, καθώς και με τρίτα κράτη, και φιλοξενεί τις γραμματείες του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου, του δικτύου εμπειρογνώμων των κοινών ομάδων ερευνών και του δικτύου για τις γενοκτονίες, σύμφωνα με την απόφαση του Συμβουλίου.

4. Οι σχέσεις της Eurojust με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία

Σύμφωνα με το άρθρο 86 της ΣΛΕΕ, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία πρέπει να συσταθεί «εκ της Eurojust». Ως εκ τούτου, η παρούσα πρόταση αποσκοπεί επίσης στο να ρυθμίσει τις σχέσεις μεταξύ της Eurojust και της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Η διοικητική υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας θα παρασχεθεί με μηδενικό κόστος.

1.4.4.     Δείκτες αποτελεσμάτων και επιπτώσεων

Να προσδιοριστούν οι δείκτες για την παρακολούθηση της υλοποίησης της πρότασης/πρωτοβουλίας.

Σύμφωνα με τον οδικό χάρτη για την εφαρμογή της κοινής προσέγγισης σχετικά με τους αποκεντρωμένους οργανισμούς, η Επιτροπή αναπτύσσει κατευθυντήριες γραμμές για τον ορισμό των βασικών δεικτών επιδόσεων για τους οργανισμούς. Η διαδικασία αυτή αναμένεται να ολοκληρωθεί εντός του 2013.

1.5.        Αιτιολόγηση της πρότασης/πρωτοβουλίας

1.5.1.     Βραχυπρόθεσμη ή μακροπρόθεσμη κάλυψη αναγκών

Βραχυπρόθεσμα η Eurojust αναμένεται να συνεχίσει τις βασικές δραστηριότητές της, κυρίως εκείνες που συνδέονται άμεσα με την υποστήριξη και την ενίσχυση του συντονισμού και της συνεργασίας μεταξύ των εθνικών αρχών για την έρευνα και τη δίωξη σε περιπτώσεις σοβαρών διασυνοριακών εγκλημάτων. Η ροή των πληροφοριών και οι δεσμοί μεταξύ των εθνικών αρχών και της Eurojust αναμένεται επίσης να ενισχυθούν.

Μεσοπρόθεσμα, η δομή, η λειτουργία, τα καθήκοντα και ο κοινοβουλευτικός έλεγχος της Eurojust θα ενισχυθούν μέσω της παρούσας πρότασης σύμφωνα με το άρθρο 85 της ΣΛΕΕ. Υπάρχουν επίσης απαιτήσεις που συνδέονται με το άρθρο 86 της ΣΛΕΕ και με την σύσταση Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας εκ της Eurojust: η Eurojust θα πρέπει να παρέχει υπηρεσίες διοικητικής υποστήριξης στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.

1.5.2.     Προστιθέμενη αξία της παρέμβασης της ΕΕ

Η προστιθέμενη αξία της δράσης που αναπτύσσεται από τη Eurojust: η διευκόλυνση της δικαστικής συνεργασίας μεταξύ των εθνικών αρχών των κρατών μελών και η ενίσχυση του συντονισμού για την αποτελεσματικότερη καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος χαρακτηρίζονται από μια εγγενώς ενωσιακή διάσταση και μπορούν να επιτευχθούν μόνο σε επίπεδο ΕΕ.

1.5.3.     Διδάγματα από ανάλογες εμπειρίες του παρελθόντος

Οι ετήσιες εκθέσεις της Eurojust επιβεβαιώνουν την ύπαρξη μιας συνεχούς ανάγκης για συντονισμό και υποστήριξη στον τομέα του σοβαρού διασυνοριακού εγκλήματος, τόσο σε επίπεδο ΕΕ όσο και σε διεθνές επίπεδο. Κατά την τελευταία δεκαετία έχει καταγραφεί μια έκρηξη του οργανωμένου εγκλήματος, όπως το εμπόριο ναρκωτικών, η εμπορία ανθρώπων, η τρομοκρατία και το έγκλημα στον κυβερνοχώρο, περιλαμβανομένης της παιδικής πορνογραφίας. Αναδύεται επομένως ένα νέο τοπίο εγκληματικότητας, το οποίο χαρακτηρίζεται όλο και πιο συχνά από ιδιαίτερα ευκίνητες και ευέλικτες ομάδες, οι οποίες δραστηριοποιούνται σε πολλές χώρες και τομείς του εγκλήματος και υποβοηθούνται ιδίως από την εκτεταμένη και παράνομη χρήση του Διαδικτύου. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να τις αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά σε εθνικό επίπεδο, με αποτέλεσμα ο συντονισμός και η συνδρομή να αποκτούν εξαιρετικά μεγάλη σημασία. Η Eurojust είναι ο μοναδικός οργανισμός της ΕΕ ο οποίος στηρίζει τις εθνικές δικαστικές αρχές στην αποτελεσματική έρευνα και δίωξη τέτοιων δικτύων.

1.5.4.     Συμβατότητα και ενδεχόμενη συνέργεια με άλλες κατάλληλες νομικές πράξεις

Η ενίσχυση της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις αποτελεί βασική συνιστώσα για τη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Η αποστολή της Eurojust όσον αφορά τη διευκόλυνση του συντονισμού και της συνεργασίας αναπτύσσεται στο πλαίσιο άλλων νομικών πράξεων στον συγκεκριμένο τομέα, όπως η Σύμβαση του 2000 για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή, η απόφαση πλαίσιο του Συμβουλίου για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης ή η απόφαση πλαίσιο του Συμβουλίου για τις συγκρούσεις δικαιοδοσίας. Πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη τυχόν συνέργειες με τους υπόλοιπους οργανισμούς ΔΕΥ, ιδίως με την Ευρωπόλ, καθώς και η ανάγκη να αποφεύγεται η αλληλεπικάλυψη εργασιών και να ενισχυθεί η συνεργασία. Σαφείς συνέργειες προβλέπονται επίσης στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ της Eurojust και της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.

1.6.        Διάρκεια και δημοσιονομικός αντίκτυπος

¨ Πρόταση/πρωτοβουλία περιορισμένης διάρκειας

– ¨  Πρόταση/πρωτοβουλία σε ισχύ από [ΗΗ/MM]ΕΕΕΕ έως [ΗΗ/MM]ΕΕΕΕ

– ¨  Δημοσιονομικός αντίκτυπος από το ΕΕΕΕ έως το ΕΕΕΕ

x Πρόταση/πρωτοβουλία απεριόριστης διάρκειας

– Περίοδος σταδιακής εφαρμογής από το ΕΕΕΕ έως το ΕΕΕΕ,

– και, στη συνέχεια, λειτουργία με κανονικό ρυθμό.

1.7.        Προβλεπόμενος τρόπος(-οι) διαχείρισης[27]

Απευθείας διαχείριση από την Επιτροπή

– από τα τμήματά της, περιλαμβανομένου του προσωπικού της στις αντιπροσωπείες της ΕΕ∙

– ¨  από τους εκτελεστικούς οργανισμούς∙

¨ Από κοινού διαχείριση με τα κράτη μέλη

X Έμμεση διαχείριση με ανάθεση καθηκόντων εκτέλεσης σε:

– ¨ τρίτες χώρες ή τους φορείς που αυτές έχουν ορίσει∙

– ¨ με διεθνείς οργανισμούς και τις υπηρεσίες τους (να προσδιοριστούν)∙

– ¨ την ΕΤΕ και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων∙

– X οργανισμοί που αναφέρονται στα άρθρα 208 και 209 του δημοσιονομικού κανονισμού∙

– ¨ οργανισμοί δημοσίου δικαίου∙

– ¨ οργανισμοί ιδιωτικού δικαίου με αποστολή δημόσιας υπηρεσίας στον βαθμό που παρέχουν επαρκείς οικονομικές εγγυήσεις∙

– ¨ οργανισμοί ιδιωτικού δικαίου ενός κράτους μέλους που επιφορτίζονται με την εκτέλεση σύμπραξης δημόσιου-ιδιωτικού τομέα και παρέχουν επαρκείς οικονομικές εγγυήσεις∙

– ¨ πρόσωπα επιφορτισμένα με την εκτέλεση συγκεκριμένων δράσεων στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ δυνάμει του τίτλου V της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως προσδιορίζονται στην αντίστοιχη βασική πράξη.

– Αν αναφέρονται περισσότεροι από ένας τρόποι διαχείρισης, παρακαλείστε να τους διευκρινίσετε στο τμήμα «Παρατηρήσεις».

Παρατηρήσεις

Η παρούσα νομοθετική πρόταση αποσκοπεί στον εκσυγχρονισμό του νομικού πλαισίου της Eurojust και στον εξορθολογισμό της λειτουργίας της.

Έχει εκπονηθεί στο πνεύμα της δημοσιονομικής ουδετερότητας. Ως εκ τούτου, ο οικονομικός προγραμματισμός της Eurojust που έχει καταρτιστεί για την περίοδο 2014-2020 και εγκρίθηκε από την Επιτροπή τον Ιούλιο του 2013 εξακολουθεί να ισχύει για την παρούσα νομοθετική πρόταση.

Ωστόσο, υπάρχει ένα νέο στοιχείο το οποίο εισάγει ο παρών κανονισμός και αφορά τις σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία: όπως ορίζεται στον παρόντα κανονισμό, η Eurojust προβλέπεται να παρέχει δομές διοικητικής υποστήριξης στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, περιλαμβανομένων των οικονομικών και ανθρωπίνων πόρων, της ασφάλειας και της πληροφορικής.

Παράλληλα, η Eurojust δεν θα επιλαμβάνεται πλέον των αδικημάτων εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ, τα οποία αντιπροσωπεύουν ποσοστό μεταξύ του 5 και του 10% του τρέχοντος φόρτου υποθέσεων. Κατά συνέπεια, μπορεί να μετακινηθεί προσωπικό εντός του οργανισμού ώστε να καλυφθεί η ανάγκη στήριξης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.

Ως εκ τούτου, ο δημοσιονομικός αντίκτυπος της πρότασης είναι ουδέτερος και δεν συνεπάγεται μεταβολή του συνολικού αριθμού θέσεων που προβλέπεται από τον δημοσιονομικό προγραμματισμό για την περίοδο 2014-2020.

2.           ΜΕΤΡΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

2.1.        Διατάξεις στον τομέα της παρακολούθησης και της υποβολής εκθέσεων

Να προσδιοριστούν η συχνότητα και οι όροι.

Κάθε έτος ο πρόεδρος της Eurojust διαβιβάζει, εκ μέρους του συλλογικού οργάνου, την ετήσια έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η οποία περιέχει στοιχεία σχετικά με το έργο της Eurojust και πληροφορίες για τυχόν συμφωνίες συνεργασίας με τρίτα μέρη, καθώς και την ετήσια έκθεση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων.

Εντός πέντε ετών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του κανονισμού και ανά πενταετία εφεξής, η Επιτροπή αναθέτει την εκπόνηση εξωτερικής ανεξάρτητης αξιολόγησης της εφαρμογής του κανονισμού και των δραστηριοτήτων της Eurojust.

2.2.        Σύστημα διαχείρισης και ελέγχου

2.2.1.     Κίνδυνος(-οι) που έχει(-ουν) εντοπιστεί

Κανένας συγκεκριμένος κίνδυνος στα συστήματα διαχείρισης και ελέγχου δεν έχει εντοπιστεί στην παρούσα χρονική στιγμή.

2.2.2.     Προβλεπόμενη μέθοδος(-οι) ελέγχου

Η Eurojust υπόκειται σε διοικητικούς ελέγχους, μεταξύ των οποίων ο έλεγχος του προϋπολογισμού, οι εσωτερικοί λογιστικοί έλεγχοι και οι ετήσιες εκθέσεις του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και στην ετήσια απαλλαγή για την εκτέλεση του προϋπολογισμού της ΕΕ.

2.3.        Μέτρα για την πρόληψη περιπτώσεων απάτης και παρατυπίας

Να προσδιοριστούν τα ισχύοντα ή τα προβλεπόμενα μέτρα πρόληψης και προστασίας.

Για την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και άλλων παράνομων δραστηριοτήτων, οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 εφαρμόζονται χωρίς περιορισμούς στον οργανισμό.

3.           ΕΚΤΙΜΩΜΕΝΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ/ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ

3.1.        Τομέας(-είς) του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου και γραμμή(-ές) δαπανών του προϋπολογισμού που επηρεάζονται

· Υφιστάμενες γραμμές του προϋπολογισμού

Σύμφωνα με τη σειρά των τομέων του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου και των γραμμών του προϋπολογισμού.

Τομέας του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου || Γραμμή του προϋπολογισμού || Είδος δαπάνης || Συνεισφορά

Αριθμός [Τομέας………………………...……….] || ΔΠ./Μ ΔΠ ([28]) || από χώρες ΕΖΕΣ[29] || από υποψήφιες χώρες[30] || από τρίτες χώρες || κατά την έννοια του άρθρου 18 παράγραφος 1 στοιχείο αα) του δημοσιονομικού κανονισμού

3 || 33.0304 Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη συνεργασία στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης (EUROJUST) || ΔΠ || ΟΧΙ || ΝΑΙ κατόπιν συμφωνίας || ΟΧΙ || ΟΧΙ

· Νέες γραμμές του προϋπολογισμού, των οποίων έχει ζητηθεί η δημιουργία

Σύμφωνα με τη σειρά των τομέων του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου και των γραμμών του προϋπολογισμού.

Τομέας του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου || Γραμμή του προϋπολογισμού || Είδος δαπάνης || Συνεισφορά

Αριθμός [Τομέας……………………………………..] || ΔΠ./ΜΔΠ || από χώρες ΕΖΕΣ || από υποψήφιες χώρες || από τρίτες χώρες || κατά την έννοια του άρθρου 18 παράγραφος 1 στοιχείο αα) του δημοσιονομικού κανονισμού

|| || ΔΠ || ΟΧΙ || ΟΧΙ || ΟΧΙ || ΟΧΙ

3.2.        Εκτιμώμενες επιπτώσεις στις δαπάνες

3.2.1.     Συνοπτική παρουσίαση των εκτιμώμενων επιπτώσεων στις δαπάνες

σε εκατ. ΕΥΡΩ (με τρία δεκαδικά ψηφία)

Τομέας του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου: || Αριθμός 3 || Ασφάλεια και ιθαγένεια

EUROJUST || || || Έτος 2014 || Έτος 2015 || Έτος 2016 || Έτος 2017 || Έτος 2018 || Έτος 2019 || Έτος 2020 || ΣΥΝΟΛΟ

Τίτλος 1 || Αναλήψεις υποχρεώσεων || (1) || || || || || || || ||

Πληρωμές || (2) || || || || || || || ||

Τίτλος 2 || Αναλήψεις υποχρεώσεων || (1α) || 0 || 0 || 0 || 0 || 0 || 0 || 0 || 0

Πληρωμές || (2α) || 0 || 0 || 0 || 0 || 0 || 0 || 0 || 0

Τίτλος 3 || Αναλήψεις υποχρεώσεων || (3α) || 0 || 0 || 0 || 0 || 0 || 0 || 0 || 0

|| Πληρωμές || (3β) || 0 || 0 || 0 || 0 || 0 || 0 || 0 || 0

ΣΥΝΟΛΟ πιστώσεων για την EUROJUST || Αναλήψεις υποχρεώσεων || =1+1α +3α || || || || || || || ||

Πληρωμές || =2+2α +3β || || || || || || || ||

Πρόγραμμα «Δικαιοσύνη» || || || Έτος 2014 || Έτος 2015 || Έτος 2016 || Έτος 2017 || Έτος 2018 || Έτος 2019 || Έτος 2020 || ΣΥΝΟΛΟ

33 03 02 – Βελτίωση της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές και ποινικές υποθέσεις || Αναλήψεις υποχρεώσεων || (1) || || || || || || 0.400 || || 0.400

Πληρωμές || (2) || || || || || || 0.400 || || 0.400

ΣΥΝΟΛΟ για το πρόγραμμα «Δικαιοσύνη»[31] || Αναλήψεις υποχρεώσεων || (1) || || || || || || 0.400 || || 0.400

Πληρωμές || (2) || || || || || || 0.400 || || 0.400

Ο τρέχων υπολογισμός βασίζεται στην παραδοχή της δημοσιονομικής ουδετερότητας των δομών διοικητικής υποστήριξης που παρέχονται από τη Eurojust στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, περιλαμβανομένων των οικονομικών και ανθρωπίνων πόρων, της ασφάλειας και της πληροφορικής, και στο ότι δεν απαιτείται επιπλέον προσωπικό από τον πίνακα προσωπικού της Eurojust, καθώς προβλέπεται εσωτερική ανακατανομή του προσωπικού της Eurojust ως αποτέλεσμα της διακοπής ορισμένων δραστηριοτήτων μετά την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.

Στην πράξη, η διοικητική δομή της Eurojust αναμένεται να καλύπτει τις ανάγκες τόσο της Eurojust όσο και της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Η εν λόγω διοικητική δομή αναμένεται να διασφαλίζει τον συντονισμό του σχεδιασμού και της εκτέλεσης του προϋπολογισμού, διάφορες πτυχές της διαχείρισης του προσωπικού και την παροχή όλων των υπολοίπων υποστηρικτικών υπηρεσιών.

Ο υπόλογος της Eurojust αναμένεται να είναι και υπόλογος της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.

Οι δαπάνες για την αξιολόγηση ιδίως της εφαρμογής και των επιπτώσεων του παρόντος κανονισμού, καθώς και της αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας της Eurojust, πρέπει να καλυφθούν από το νέο πρόγραμμα «Δικαιοσύνη».

Τομέας του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου: || 5 || «Διοικητικές δαπάνες»

σε εκατ. ΕΥΡΩ (με τρία δεκαδικά ψηφία)

|| || || Έτος 2014 || Έτος 2015 || Έτος 2016 || Έτος 2017 || Έτος 2018 || Έτος 2019 || Έτος 2020 || ΣΥΝΟΛΟ

ΓΔ: ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ||

Ÿ Ανθρώπινοι πόροι || 0 || 0 || 0 || 0 || 0 || 0 || 0 || 0

Ÿ Άλλες διοικητικές δαπάνες || 0 || 0 || 0 || 0 || 0 || 0 || 0 || 0

ΣΥΝΟΛΟ ΓΔ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ || Πιστώσεις || 0 || 0 || 0 || 0 || 0 || 0 || 0 || 0

ΣΥΝΟΛΟ πιστώσεων για τον ΤΟΜΕΑ 5 του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου || (Συνολικές αναλήψεις υποχρεώσεων = Συνολικές πληρωμές) || 0 || 0 || 0 || 0 || 0 || 0 || 0 || 0

σε εκατ. ΕΥΡΩ (τρία δεκαδικά ψηφία)

|| || || Έτος 2014 || Έτος 2015 || Έτος 2016 || Έτος 2017 || Έτος 2018 || Έτος 2019 || Έτος 2020 || ΣΥΝΟΛΟ

ΣΥΝΟΛΟ πιστώσεων των ΤΟΜΕΩΝ 1 έως 5 του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου || Αναλήψεις υποχρεώσεων || || || || || || 0,400 || || 0.400

Πληρωμές || || || || || || 0,400 || || 0.400

3.2.2.     Εκτιμώμενες επιπτώσεις στις πιστώσεις [του οργανισμού]

– þ  Η πρόταση/πρωτοβουλία δεν συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση επιχειρησιακών πιστώσεων

– o  Η πρόταση/πρωτοβουλία συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση επιχειρησιακών πιστώσεων, όπως εξηγείται κατωτέρω:

Πιστώσεις αναλήψεως υποχρεώσεων σε εκατ. ΕΥΡΩ (με 3 δεκαδικά ψηφία)

Να προσδιοριστούν οι στόχοι και τα αποτελέσματα ò || || || Έτος 2014 || Έτος 2015 || Έτος 2016 || Έτος 2017 || Έτος 2018 || Έτος 2019 || Έτος 2020 || ΣΥΝΟΛΟ

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

Είδος[32] || Μέσο κόστος || Αριθμός || Κόστος || Αριθμός || Κόστος || Αριθμός || Κόστος || Αριθμός || Κόστος || Αριθμός || Κόστος || Αριθμός || Κόστος || Αριθμός || Κόστος || Συνολικός αριθμός || Συνολικό κόστος

ΕΙΔΙΚΟΣ ΣΤΟΧΟΣ ΑΡΙΘ. 1[33] || || || || || || || || || || || || || || || ||

- Αποτέλεσμα || || || || || || || || || || || || || || || || || ||

ΕΙΔΙΚΟΣ ΣΤΟΧΟΣ ΑΡΙΘ. 2 || || || || || || || || || || || || || || || ||

- Αποτέλεσμα || || || || || || || || || || || || || || || || || ||

ΕΙΔΙΚΟΣ ΣΤΟΧΟΣ ΑΡΙΘ. 3 || || || || || || || || || || || || || || || ||

Αποτέλεσμα || || || || || || || || || || || || || || || ||

ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΚΟΣΤΟΣ || || || || || || || || || || . || || || || || ||

3.2.3.     Εκτιμώμενες επιπτώσεις σε ανθρώπινους πόρους [του οργανισμού]

3.2.3.1.  Συνοπτική παρουσίαση

– þ  Η πρόταση/πρωτοβουλία δεν συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση πιστώσεων διοικητικού χαρακτήρα

– o  Η πρόταση/πρωτοβουλία συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση πιστώσεων διοικητικού χαρακτήρα, όπως περιγράφεται κατωτέρω:

Σε Ισοδύναμα Πλήρους Απασχόλησης: ΙΠΑ

Ανθρώπινοι πόροι || Έτος 2014 || Έτος 2015 || Έτος 2016 || Έτος 2017 || Έτος 2018 || Έτος 2019 || Έτος 2020 || Σύνολο

Θέσεις εργασίας στον πίνακα προσωπικού (αριθμός απασχολούμενων) || || || || || || || ||

- Εκ των οποίων υπάλληλοι διοίκησης (AD) || || || || || || || ||

- Εκ των οποίων βοηθοί (AST) || || || || || || || ||

Εξωτερικό προσωπικό (ΙΠΑ) || || || || || || || ||

- Εκ των οποίων συμβασιούχοι υπάλληλοι (CA) || || || || || || || ||

- Εκ των οποίων αποσπασμένοι εθνικοί εμπειρογνώμονες (SNE) || || || || || || || ||

Σύνολο προσωπικού || || || || || || || ||

σε εκατ. ΕΥΡΩ (με 3 δεκαδικά ψηφία)

Δαπάνες προσωπικού || Έτος 2014 || Έτος 2015 || Έτος 2016 || Έτος 2017 || Έτος 2018 || Έτος 2019 || Έτος 2020 || Σύνολο

Θέσεις εργασίας στον πίνακα προσωπικού || || || || || || || ||

- Εκ των οποίων υπάλληλοι διοίκησης (AD) || || || || || || || ||

- Εκ των οποίων βοηθοί (AST) || || || || || || || ||

Εξωτερικό προσωπικό || || || || || || || ||

- Εκ των οποίων συμβασιούχοι υπάλληλοι (CA) || || || || || || || ||

- Εκ των οποίων αποσπασμένοι εθνικοί εμπειρογνώμονες (SNE) || || || || || || || ||

Σύνολο δαπανών προσωπικού || || || || || || || ||

3.2.3.2.  Εκτιμώμενες ανάγκες ανθρωπίνων πόρων για την αρμόδια ΓΔ

– Χ  Η πρόταση/πρωτοβουλία δεν συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση συμπληρωματικών ανθρώπινων πόρων.

– Η πρόταση/πρωτοβουλία συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση συμπληρωματικών ανθρώπινων πόρων, όπως περιγράφεται κατωτέρω:

Η εκτίμηση εκφράζεται σε ακέραια ποσά (ή το πολύ με ένα δεκαδικό ψηφίο)

|| || Έτος 2014 || Έτος 2015 || Έτος 2016 || Έτος 2017 || Έτος 2018 || Έτος 2019 || Έτος 2020

Ÿ Θέσεις εργασίας στον πίνακα προσωπικού (θέσεις μόνιμων και έκτακτων υπαλλήλων) ||

|| XX 01 01 01 (Έδρα και γραφεία αντιπροσωπείας της Επιτροπής) || || || || || || ||

|| XX 01 01 02 (Αντιπροσωπείες) || || || || || || ||

|| XX 01 05 01 (Έμμεση έρευνα) || || || || || || ||

|| 10 01 05 01 (Άμεση έρευνα) || || || || || || ||

|| || || || || || || ||

|| Ÿ Εξωτερικό προσωπικό (σε Ισοδύναμα Πλήρους Απασχόλησης: ΙΠΑ)[34] ||

|| XX 01 02 01 (ΣΥ, ΑΕΕ, ΠΠ από το «συνολικό κονδύλιο») || || || || || || ||

|| XX 01 02 02 (ΣΥ, ΤΥ, ΑΕΕ, ΠΠ και ΝΕΑ στις αντιπροσωπείες) || || || || || || ||

|| XX 01 04 yy[35] || - στην έδρα[36] || || || || || || ||

|| - σε αντιπροσωπείες || || || || || || ||

|| XX 01 05 02 (ΣΥ, ΑΕΕ, ΠΠ – Έμμεση έρευνα) || || || || || || ||

|| 10 01 05 02 (ΣΥ, ΑΕΕ, ΠΠ – Άμεση έρευνα) || || || || || || ||

|| Άλλες γραμμές του προϋπολογισμού (να προσδιοριστούν) || || || || || || ||

|| ΣΥΝΟΛΟ || || || || || || ||

XX είναι ο τομέας πολιτικής ή ο σχετικός τίτλος του προϋπολογισμού.

Οι ανάγκες σε ανθρώπινους πόρους θα καλυφθούν από το προσωπικό της ΓΔ που έχει ήδη διατεθεί για τη διαχείριση της δράσης ή/και που έχει ή θα ανακατανεμηθεί στο εσωτερικό της ίδιας της ΓΔ και θα συμπληρωθεί, ενδεχομένως, από πρόσθετους πόρους που μπορούν να διατεθούν στην αρμόδια για τη διαχείριση της δράσης ΓΔ στο πλαίσιο της ετήσιας διαδικασίας κατανομής και με βάση τους δημοσιονομικούς περιορισμούς.

Περιγραφή των καθηκόντων προς εκτέλεση:

Μόνιμοι και έκτακτοι υπάλληλοι || Παρακολούθηση πολιτικής και παροχή συμβουλών στον οργανισμό, ιδίως σε ζητήματα προϋπολογισμού και χρηματοοικονομικής διαχείρισης, πληρωμών, απαλλαγής και διαδικασιών σχετικά με το σχέδιο του προϋπολογισμού

Εξωτερικό προσωπικό ||

Η περιγραφή του υπολογισμού του κόστους των θέσεων που εκφράζονται σε ισοδύναμα πλήρους απασχόλησης πρέπει να περιλαμβάνεται στο τμήμα 3 του παραρτήματος.

3.2.4.     Συμβατότητα με το ισχύον πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο

– X  Η πρόταση/πρωτοβουλία είναι συμβατή με το ισχύον πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο.

– ¨  Η πρόταση/πρωτοβουλία απαιτεί αναπρογραμματισμό του σχετικού τομέα του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου.

Να εξηγηθεί ο απαιτούμενος αναπρογραμματισμός και να προσδιοριστούν οι σχετικές γραμμές του προϋπολογισμού και τα αντίστοιχα ποσά.

– ¨  Η πρόταση/πρωτοβουλία απαιτεί εφαρμογή του μέσου ευελιξίας ή αναθεώρηση του δημοσιονομικού πλαισίου[37].

Να εξηγηθούν οι απαιτούμενες ενέργειες και να προσδιοριστούν οι τομείς και οι γραμμές του προϋπολογισμού και τα αντίστοιχα ποσά.

3.2.5.     Συμμετοχή τρίτων μερών στη χρηματοδότηση

– X Η πρόταση/πρωτοβουλία δεν προβλέπει συγχρηματοδότηση από τρίτα μέρη.

– Η πρόταση/πρωτοβουλία προβλέπει συγχρηματοδότηση που εκτιμάται παρακάτω:

Πιστώσεις σε εκατομμύρια ευρώ (με 3 δεκαδικά ψηφία)

|| Έτος 2014 || Έτος 2015 || Έτος 2016 || Έτος 2017 || Να εγγραφούν όσα έτη απαιτούνται, ώστε να αντικατοπτρίζεται η διάρκεια του αντικτύπου (βλ. σημείο 1.6) || Σύνολο

Να προσδιοριστεί ο φορέας συγχρηματοδότησης || || || || || || || ||

ΣΥΝΟΛΟ συγχρηματοδοτούμενων πιστώσεων || || || || || || || ||

3.3.        Εκτιμώμενες επιπτώσεις στα έσοδα

– X  Η πρόταση/πρωτοβουλία δεν έχει κανένα δημοσιονομικό αντίκτυπο στα έσοδα.

– ¨  Η πρόταση/πρωτοβουλία έχει τον ακόλουθο δημοσιονομικό αντίκτυπο:

– ¨         στους ίδιους πόρους

– ¨         στα διάφορα έσοδα

σε εκατ. ΕΥΡΩ (με τρία δεκαδικά ψηφία)

Γραμμή εσόδων του προϋπολογισμού || Διαθέσιμες πιστώσεις για το τρέχον δημοσιονομικό έτος || Αντίκτυπος της πρότασης/πρωτοβουλίας[38]

Έτος 2014 || Έτος 2015 || Έτος 2016 || Έτος 2017 || Να εγγραφούν όσα έτη απαιτούνται, ώστε να αντικατοπτρίζεται η διάρκεια των επιπτώσεων (βλ. σημείο 1.6)

Άρθρο …………. || || || || || || || ||

Για τα διάφορα έσοδα «για ειδικό προορισμό», να προσδιοριστεί(-ούν) η(οι) γραμμή(-ές) δαπανών του προϋπολογισμού που επηρεάζονται.

Να προσδιοριστεί η μέθοδος υπολογισμού του αντικτύπου στα έσοδα.

[1]               Απόφαση του Συμβουλίου, της 28ης Φεβρουαρίου 2002, σχετικά με τη σύσταση της Eurojust προκειμένου να ενισχυθεί η καταπολέμηση των σοβαρών μορφών εγκλήματος, η οποία έχει τροποποιηθεί με την απόφαση 2003/659/ΔΕΥ του Συμβουλίου και την απόφαση 2009/426/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, για την ενίσχυση της Eurojust. ΕΕ L 063 της 6.3.2002, σ. 1.

[2]               Η ενισχυμένη αστυνομική συνεργασία και συνδρομή στην πρόληψη και καταπολέμηση των σοβαρών μορφών εγκλήματος αποτελεί αντικείμενο του σχεδίου πρότασης για έναν νέο κανονισμό για την Ευρωπόλ.

[3]               Απόφαση 2009/426/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 16.12.2008, ΕΕ L 138 της 4.6.2009, σ. 14.

[4]               Βλ. COM(2008) 135

[5]               «Μελέτη για την ενίσχυση της Eurojust», η οποία διενεργήθηκε από την GHK.

[6]               ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1.

[7]               ΕΕ L 63 της 6.3.2002, σ. 1.

[8]               ΕΕ L 245 της 29.9.2003, σ. 44.

[9]               ΕΕ L 138 της 4.6.2009, σ.14.

[10]             ΕΕ L 167 της 26.6.2002, σ.1

[11]             ΕΕ L 332 της 18.12.2007, σ.103.

[12]             ΕΕ L 301 της 12.11.2008, σ.38.

[13]             ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1

[14]             ΕΕ L 105 της 27.04.1996, σ.1.

[15]             ΕΕ L 298 της 26.10.2012, σ.1.

[16]             ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ.1.

[17]             Κανονισμός αριθ. 31 (EOK), 11 (EKAE), της 18ης Δεκεμβρίου 1961, περί καθορισμού της υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος και της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Ατομικής Ενεργείας, ΕΕ P 045 της 14.6.1962, σ. 1385, όπως τροποποιήθηκε, ιδίως με τον κανονισμό 259/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968 (ΕΕ L 56, 4.3.1968, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε και αυτός ακολούθως.

[18]             Κανονισμός αριθ. 31 (EOK), 11 (EKAE), της 18ης Δεκεμβρίου 1961, περί καθορισμού της υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος και της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Ατομικής Ενεργείας, ΕΕ P 045 της 14.6.1962, σ. 1385, όπως τροποποιήθηκε, ιδίως με τον κανονισμό 259/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968 (ΕΕ L 56, 4.3.1968, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε και αυτός ακολούθως.

[19]             ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 8.

[20]             ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.

[21]             ΕΕ L 17 της 6.10.1958, σ.385.

[22]             ΕΕ L 292 της 15.11.1996, σ. 2.

[23]             ΕΕ L 317 της 3.12.2001, σ. 1.

[24]             ΕΕ L 12 της 16.1.2001, σ. 1. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 44/2001 αντικαθίσταται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 από 10ης Ιανουαρίου 2015

[25]             ΔΒΔ: Διαχείριση βάσει δραστηριοτήτων – ΠΒΔ: Προϋπολογισμός βάσει δραστηριοτήτων.

[26]             Όπως αναφέρεται στο άρθρο 49 παράγραφος 6 στοιχείο α) ή β) του δημοσιονομικού κανονισμού.

[27]             Αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με τους τρόπους διαχείρισης και παραπομπές στον δημοσιονομικό κανονισμό περιλαμβάνονται στον δικτυακό τόπο: http://www.cc.cec/budg/man/budgmanag/budgmanag_en.html

[28]             ΔΠ = Διαχωριζόμενες Πιστώσεις / ΜΔΠ = Μη Διαχωριζόμενες Πιστώσεις.

[29]             ΕΖΕΣ: Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελευθέρων Συναλλαγών.

[30]             Υποψήφιες για ένταξη χώρες και, εφόσον ισχύει, δυνάμει υποψήφιες για ένταξη χώρες των Δυτικών Βαλκανίων.

[31]             Το άρθρο 56 του σχεδίου κανονισμού προβλέπει υποχρέωση της Επιτροπής να υποβάλλει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού. Η εν λόγω έκθεση βασίζεται σε εξωτερική μελέτη.

[32]             Τα αποτελέσματα αφορούν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που θα παρασχεθούν (π.χ.: αριθμός ανταλλαγών σπουδαστών που χρηματοδοτήθηκαν, αριθμός χλμ οδών που θα κατασκευαστούν, κ.λπ.).

[33]             Όπως περιγράφεται στο σημείο 1.4.2. «Ειδικός στόχος(-οι)…»

[34]             CA= Συμβασιούχος υπάλληλος, LA = Τοπικός υπάλληλος, SNE= Αποσπασμένος εθνικός Εμπειρογνώμονας, INT = Προσωρινό προσωπικό οργανισμού, JED = Νέος εμπειρογνώμονας σε αντιπροσωπεία.

[35]             Επιμέρους ανώτατο όριο εξωτερικού προσωπικού βάσει επιχειρησιακών πιστώσεων (πρώην γραμμές «BA».

[36]             Κυρίως για τα Διαρθρωτικά Ταμεία, το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Αλιείας (ΕΤΑ).

[37]             Βλ. σημεία 19 και 24 της διοργανικής συμφωνίας.

[38]             Όσον αφορά τους παραδοσιακούς ιδίους πόρους (δασμούς, εισφορές ζάχαρης) τα αναγραφόμενα ποσά πρέπει να είναι καθαρά ποσά, δηλ. τα ακαθάριστα ποσά μετά την αφαίρεση του 25% για έξοδα είσπραξης.

Top