Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52009DC0675

    Έκθεση της Επιτροπης - 26η ετησια εκθεση για τον ελεγχο της εφαρμογης του κοινοτικου δικαιου (2008) {SEC(2009) 1683} {SEC(2009) 1684} {SEC(2009) 1685}

    /* COM/2009/0675 τελικό */

    52009DC0675

    Έκθεση της Επιτροπης - 26η ετησια εκθεση για τον ελεγχο της εφαρμογης του κοινοτικου δικαιου (2008) {SEC(2009) 1683} {SEC(2009) 1684} {SEC(2009) 1685} /* COM/2009/0675 τελικό */


    [pic] | ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ |

    Βρυξέλλες, 15.12.2009

    COM(2009) 675 τελικό

    Εκθεση της ΕπιτροπΗς

    26η ετήσια έκθεση για τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου (2008)

    {SEC(2009) 1683}{SEC(2009) 1684}{SEC(2009) 1685}

    Εκθεση της ΕπιτροπΗς

    26η ετήσια έκθεση για τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου (2008)

    EIΣΑΓΩΓΗ

    Το 2007, στην ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Μια Ευρώπη αποτελεσμάτων – εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου»[1] τονιζόταν ότι η Επιτροπή θα φροντίσει για την επικέντρωση της ετήσιας έκθεσης που υποβάλλει, σε ζητήματα στρατηγικού χαρακτήρα, στην αξιολόγηση της ισχύουσας σήμερα νομοθεσίας και στις προτεραιότητες και τον προγραμματισμό των μελλοντικών εργασιών. Η έκθεση του προηγούμενου έτους[2] έθιγε ένα ευρύ φάσμα από τρέχοντα ζητήματα και προκλήσεις που παρουσιάστηκαν κατά τομείς και ενέργειες προτεραιότητας και αφορούσαν: τα προληπτικά μέτρα· τις ενέργειες για τη διαχείριση του κεκτημένου · την επίλυση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι πολίτες· τη διαχείριση των παραβάσεων και τη θέσπιση νέας νομοθεσίας που απορρέει από τον κανονιστικό κύκλο.

    Για την έκθεση του παρόντος έτους γίνεται πιο αυστηρή επιλογή των θεμάτων και σχολιάζονται εκτενέστερα ορισμένοι τομείς, με βάση τη λεπτομερέστερη παρουσίαση που γίνεται στο συνοδευτικό έγγραφο της παρούσας έκθεσης με τίτλο «Situation in the different sectors» (Κατάσταση στους διάφορους τομείς). Η έκθεση αναφέρεται σε μεγάλο βαθμό στις ενέργειες που έγιναν κατ’ εφαρμογή της συνθήκης ΕΚ. Οι ενέργειες βάσει της συνθήκης της Λισαβόνας θα αποτελέσουν αντικείμενο μελλοντικών εκθέσεων. Για το 2010 προγραμματίζεται η έκδοση ανακοίνωσης σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 260 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης , που αφορά την εξουσία της Επιτροπής να ζητά από το Δικαστήριο την επιβολή οικονομικών κυρώσεων σε κράτη μέλη.

    Γενικές πληροφορίες

    Εισαγωγή

    Σύμφωνα με τη συνθήκη ΕΚ, τα κράτη μέλη έχουν την πρωταρχική ευθύνη για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. Η Επιτροπή έχει την αρμοδιότητα και την ευθύνη να εξασφαλίζει την τήρηση του κοινοτικού δικαίου. Μέχρι το τέλος του 2008, στους κανόνες της Συνθήκης είχαν προστεθεί περίπου 8 200 κανονισμοί και σχεδόν 1 900 οδηγίες που ισχύουν και στα 27 κράτη μέλη.

    Καταγγελίες και διαδικασίες παράβασης

    Η διαδικασία παράβασης διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στην εξασφάλιση της ορθής εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου. Από τα τελευταία αριθμητικά στοιχεία προκύπτει ότι το 68% περίπου των καταγγελιών τέθηκαν στο αρχείο πριν από το πρώτο επίσημο στάδιο της διαδικασίας παράβασης· περίπου το 84% των διαδικασιών παράβασης βάσει καταγγελίας περατώθηκαν πριν από τη διατύπωση αιτιολογημένης γνώμης και περίπου το 94% προτού αποφανθεί το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

    Αν συγκρίνουμε τις περιόδους καταχώρισης παραβάσεων 1999-2003 και 1999-2007, διαπιστώνουμε ότι ο μέσος χρόνος που απαιτείται για τη διεκπεραίωση των παραβάσεων, από το άνοιγμα του φακέλου μέχρι τη διαβίβαση επιστολής για την παραπομπή στο Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 226 της συνθήκης ΕΚ, μειώθηκε από περίπου 27 μήνες σε 24. Ο απαιτούμενος μέσος χρόνος για τη διεκπεραίωση των διαδικασιών που κινούνται για μη κοινοποίηση των εθνικών μέτρων ενσωμάτωσης των οδηγιών παρέμεινε γύρω στους 14 μήνες. Κατά το 2008, δεν σημειώθηκε δεύτερη παραπομπή στο Δικαστήριο βάσει του άρθρου 228 της Συνθήκης, σε σύγκριση με 7 υποθέσεις το 2007.

    Στο τέλος του 2008, η Επιτροπή χειριζόταν περισσότερους από 3400 φακέλους καταγγελιών και παραβάσεων. Ο συνολικός αριθμός φακέλων αυξήθηκε κατά λίγο κάτω από 1% από το 2007, με 15% μείωση των διαδικασιών που κινήθηκαν για μη κοινοποίηση μέτρων ενσωμάτωσης οδηγιών. Οι καταγγελίες αποτέλεσαν το 54% του συνόλου, ήτοι το 64% των υποθέσεων που δεν αφορούν καθυστερημένη ενσωμάτωση οδηγιών, ποσοστό που αντιπροσωπεύει 9% αύξηση από το 2007. Ο αριθμός των υποθέσεων που εξετάσθηκαν αυτεπάγγελτα μέχρι το τέλος του 2008 μειώθηκε κατά 3% σε σύγκριση με το 2007.

    Οι καθυστερήσεις των απαιτούμενων μέτρων ενσωμάτωσης κατά το 2008 έφθασαν το 55% του συνόλου κατά μέσο όρο, σε σύγκριση με το 64% για το 2007, ενώ ο αριθμός των οδηγιών των οποίων η προθεσμία ενσωμάτωσης έληγε το 2008, ήταν σημαντικά μικρότερος.

    Αναφορές

    Ο αριθμός των αναφορών προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που θίγουν ζητήματα σχετικά με την ορθή εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου εξαρτάται από την απόφαση των πολιτών, των επιχειρήσεων και της κοινωνίας των πολιτών να εκδηλώσουν έτσι τις ανησυχίες τους. Ακόμη και αν οι περισσότερες αναφορές δεν αφορούν ή δεν καταλήγουν σε διαδικασίες παράβασης, παρέχουν στο Κοινοβούλιο και την Επιτροπή χρήσιμες πληροφορίες για τα προβλήματα που απασχολούν τους πολίτες.

    Όπως πάντα, μεγάλος αριθμός αναφορών αφορούσε τον τομέα του περιβάλλοντος, ιδίως τον τομέα των αποβλήτων. Στον τομέα των μεταφορών, πολύ μεγάλος αριθμός αναφορών είχε θέμα την οδική ασφάλεια. Στον τομέα της εσωτερικής αγοράς, σχεδόν οι μισές από τις αναφορές που κατατέθηκαν αφορούσαν την αναγνώριση διπλωμάτων. Στα πεδία της φορολογίας και των τελωνειακών θεμάτων, το ζήτημα που επανέρχεται συχνότερα στις αναφορές είναι η φορολόγηση των αυτοκινήτων.

    Ένας σημαντικός αριθμός αναφορών υποβλήθηκε στον τομέα της δικαιοσύνης, της ελευθερίας και της ασφάλειας, και αφορούσε ιδιαίτερα την εσφαλμένη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου σε θέματα διαχείρισης των συνόρων (κώδικας συνόρων του Σένγκεν), ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων και θεμελιωδών δικαιωμάτων.

    Τρέχοντα ζητήματα εφαρμογής, διαχείρισης και εκτέλεσης ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΗ τους ΣΤΟΥΣ κανονιστικούς κύκλους

    Εισαγωγή

    Το κοινοτικό δίκαιο εξελίσσεται συν τω χρόνω σε συνάρτηση με την εμπειρία από την εφαρμογή του, τις ερμηνευτικές αποφάσεις, την αναπτυσσόμενη τεχνολογία, τις αυξανόμενες προσδοκίες αποτελεσματικότητας και τους εξελισσόμενους πολιτικούς στόχους. Η διαδικασία μεταβολής της νομοθεσίας ακολουθεί διάφορα στάδια, από την επανεξέταση και τη διαβούλευση μέχρι τη διατύπωση νομοθετικής πρότασης, την έκδοση, την ενσωμάτωση, την εφαρμογή, τη διαχείριση και την εκτέλεση, και εκ νέου επανεξέταση και διαβούλευση. Κάθε τομέας χαρακτηρίζεται από διαφορετικό συνδυασμό στοιχείων, με αποτέλεσμα οι νομοθετικοί κύκλοι να διαρκούν από περίπου δύο έως είκοσι χρόνια.

    Στα τμήματα που ακολουθούν παρουσιάζονται ορισμένες βασικές πτυχές της εφαρμογής, διαχείρισης και εκτέλεσης του κοινοτικού δικαίου, αναφέροντας τη συμβολή τους στους νομοθετικούς κύκλους, καθώς και ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα από τους τομείς που περιγράφονται λεπτομερέστερα στο συνοδευτικό έγγραφο «Regulatory cycle – Example sectors" [3] .

    Καθυστερημένη ενσωμάτωση και κοινοποίηση – περισσότερος προγραμματισμός της εφαρμογής και προληπτικές ενέργειες

    Η καθυστερημένη ενσωμάτωση των οδηγιών εξακολουθεί να αποτελεί εκτεταμένο και με σοβαρές συνέπειες πρόβλημα που εμποδίζει την έγκαιρη εφαρμογή της νομοθεσίας. Το 55% από τις απαιτούμενες ενσωματώσεις έγιναν καθυστερημένα το 2008, ενώ σε πολλές περιπτώσεις οι καθυστερήσεις φτάνουν τα δύο χρόνια ή και περισσότερο. Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο περίπου τετραετής νομοθετικός κύκλος για την έκδοση και έναρξη εφαρμογής συνήθως παρατείνεται, σε πολλές περιπτώσεις για χρόνια. Η καθυστέρηση αυτή περιορίζει τη δυνατότητα της ΕΕ να αντιδρά αποτελεσματικά σύμφωνα με τα συμφέροντα των πολιτών της και των οικονομικών φορέων. Υπονομεύει τη συνοχή του νομικού συστήματος, με μειωμένη ασφάλεια δικαίου και διαφάνεια και λιγότερο υγιείς όρους ανταγωνισμού. Καθυστερούν οι εργασίες για την παρακολούθηση της ορθής εφαρμογής της νομοθεσίας. Η κατάσταση βελτιώθηκε το τελευταίο έτος, αλλά παράλληλα με την κατά 15% βελτίωση για την ΕΕ των 25, σημειώθηκε κατά 40% μείωση των απαιτούμενων ενσωματώσεων. Σύμφωνα με τον Πίνακα Αποτελεσμάτων της Εσωτερικής Αγοράς αριθ. 19, που δημοσιεύθηκε τον Μάιο του 2009, υπήρχαν 22 οδηγίες των οποίων η προθεσμία ενσωμάτωσης είχε λήξει πάνω από δύο χρόνια, και δεν είχε ολοκληρωθεί η ενσωμάτωσή τους στο εθνικό δίκαιο ενός έως πέντε κρατών μελών.

    Παράλληλα με την καθυστερημένη ενσωμάτωση υπάρχει το πρόβλημα των διαφόρων κοινοποιήσεων που προβλέπουν οι οδηγίες και οι οποίες γίνονται καθυστερημένα. Για παράδειγμα, στον τομέα των «κλιματικών αλλαγών – εμπορίας εκπομπών», χρειάστηκε να κινηθούν διαδικασίες παράβασης έναντι πολλών κρατών μελών λόγω καθυστερημένης κοινοποίησης των εθνικών σχεδίων κατανομής (ΕΣΚ) για την περίοδο 2008 – 2012. Αποτέλεσμα ήταν η επιβράδυνση των εργασιών για την εφαρμογή του υφιστάμενου κεκτημένου και για την τροποποίηση των διατάξεών του. Αυτή η καθυστερημένη κοινοποίηση συνέβαλε σημαντικά στις καθυστερήσεις που σημειώθηκαν κατά τα επόμενα βήματα που απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων του 2020.

    Για να αποφευχθεί η καθυστερημένη ενσωμάτωση, αλλά και για να εξασφαλισθεί η ορθή εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, τα τελευταία χρόνια γίνεται ολοένα και περισσότερο χρήση προληπτικών μέτρων, υπό μορφή συσκέψεων εμπειρογνωμόνων και διμερούς διαλόγου μεταξύ Επιτροπής και κρατών μελών σχετικά με ζητήματα ενσωμάτωσης και εφαρμογής, ώστε να υπάρχουν περισσότερες δυνατότητες επίλυσης προβλημάτων που μπορεί να ανακύψουν, πριν από τη νομοθετική παγίωση. Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη προβαίνουν στην ενσωμάτωση και εφαρμογή της νομοθεσίας με πολύ ουσιαστικότερη προσήλωση, έχοντας ως μέλημα την καλύτερη εξασφάλιση της επίτευξης των στόχων της. Παράδειγμα προς μίμηση αποτελεί το τρέχον πρόγραμμα εργασίας σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας για τις υπηρεσίες. Ένα λεπτομερές και εκτενές σχέδιο ενσωμάτωσης αποτέλεσε τη βάση για τη διοργάνωση στη διάρκεια του 2008 πάνω από τριάντα διμερών συσκέψεων με τα κράτη μέλη και 13 συσκέψεων ομάδων εμπειρογνωμόνων, που αφορούσαν την εφαρμογή και ανάπτυξη του συστήματος πληροφόρησης εσωτερικής αγοράς (IMI), μέσω του οποίου γίνεται απ’ ευθείας ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών.

    Συχνά καταρτίζονται επίσης κατευθυντήριες γραμμές για να διευκολύνουν την ενσωμάτωση και εφαρμογή της νέας νομοθεσίας, όπως συνέβη σε πολλές περιπτώσεις στο πλαίσιο του κανονισμού REACH. Στο Διαδίκτυο αναρτώνται οι απαντήσεις σε συχνές ερωτήσεις που τίθενται, όπως σχετικά με τις οδηγίες για τα επικίνδυνα παρασκευάσματα, τα εκρηκτικά και τα γεωργικά λιπάσματα.

    Ιδιαίτερη προσοχή στα ζητήματα εφαρμογής και εκτέλεσης θα πρέπει να δίνει η Επιτροπή κατά την εκπόνηση, και το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο κατά την έκδοση, νέας νομοθεσίας, ώστε να εξασφαλίζεται η έγκαιρη και ορθή εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. Ο έλεγχος της εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και οι επαφές με τα εθνικά κοινοβούλια μπορούν επίσης να συμβάλουν στη βελτίωση των αποτελεσμάτων στον τομέα αυτό. Οι κατάλληλες μέθοδοι για την εξασφάλιση καλύτερων αποτελεσμάτων θα πρέπει να καθορίζονται με συζητήσεις μεταξύ των οργάνων.

    Το πλαίσιο, η εφαρμογή και η διαχείριση του

    Η θέσπιση νέας κοινοτικής νομοθεσίας αποτελεί συχνά την αρχή μάλλον, παρά το τέλος, της διαδικασίας. Η νομοθεσία-πλαίσιο απαιτεί τη θέσπιση μέτρων εφαρμογής. Η επιστημονική και τεχνική ανάπτυξη έχει σαν αποτέλεσμα την καθιέρωση νέων μεθόδων εργασίας. Η εκ των προτέρων ενημέρωση σχετικά με το ενδεχόμενο θέσπισης νέων κανονιστικών ρυθμίσεων σε επίπεδο κρατών μελών μπορεί να βοηθήσει την αποφυγή νέων εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία. Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη είναι καλύτερα σε θέση να εξασφαλίζουν την κατάλληλη διαχείριση της εφαρμογής της νομοθεσίας, με τακτική εξέταση των ζητημάτων ενσωμάτωσης και εφαρμογής.

    Για παράδειγμα, με τις αρχικές οδηγίες σχετικά με τα όρια φυτοφαρμάκων και τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που εκδόθηκαν τις δεκαετίες 1970, 1980 και 1990 επεκτάθηκε προοδευτικά το πεδίο εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων σχετικά με τα εν λόγω κατάλοιπα σε διάφορες καλλιέργειες. Η διαδικασία αυτή περιελάμβανε εκτενείς επιπλέον εργασίες για τη θέσπιση μέτρων εφαρμογής, με την έκδοση έξι οδηγιών εφαρμογής του Συμβουλίου από τα μέσα του 1993 μέχρι τα μέσα του 1997 και 60 επιπλέον οδηγιών της Επιτροπής κατά τα επόμενα δέκα χρόνια, προτού εκδοθεί ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 396/2005[4] που ενοποιεί και απλοποιεί το κεκτημένο .

    Παράλληλα, η προοδευτική θέση σε εφαρμογή της οδηγίας 91/414[5]/ΕΟΚ σχετικά με την αξιολόγηση, την εμπορία και τη χρήση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων οργανώθηκε μέσω προγραμμάτων που θεσπίστηκαν κατά τα έτη 1992, 2000, 2002 και 2004, και κατέληξαν το 2006 στη διατύπωση από την Επιτροπή πρότασης κανονισμού που ενοποιεί και αναπτύσσει περαιτέρω το κεκτημένο[6] .

    Εκτός από τις εργασίες των επιτροπών, υπάρχουν και άλλοι τρόποι συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών για τη διαχείριση της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου. Σ' αυτούς περιλαμβάνονται οι διατάξεις για την εκ των προτέρων κοινοποίηση των σχεδίων κανονιστικών ρυθμίσεων, καθώς και οι διαδικασίες επίλυσης των προβλημάτων που εντοπίζονται. Μόνο στον τομέα των τεχνικών προτύπων για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας[7], στη διάρκεια του 2008 πραγματοποιήθηκαν πάνω από 630 κοινοποιήσεις, καθώς και σχεδόν 200 παρεμβάσεις της Επιτροπής και λίγο περισσότερες από 180 παρεμβάσεις των κρατών μελών.

    Επιθεωρήσεις και έλεγχοι – ενέργειες της Επιτροπής και των κρατών μελών

    Οι επιθεωρήσεις και οι εκθέσεις εκ μέρους των κρατών μελών και της Επιτροπής μπορεί επίσης να διαδραματίσουν αποφασιστικό ρόλο στην αξιολόγηση της έκτασης στην οποία επιτεύχθηκαν επιτόπου οι συγκεκριμένοι στόχοι, διαπιστώνοντας τα διάφορα είδη προβλημάτων που πρέπει να αντιμετωπισθούν είτε με μεθόδους διαχείρισης είτε με κίνηση διαδικασιών παράβασης είτε με νομοθετικές τροποποιήσεις.

    Για παράδειγμα, στον τομέα της αεροπορικής ασφάλειας, η κοινοτική νομοθεσία στις αρχές της δεκαετίας του 2000 προέβλεπε την εκπόνηση εθνικών προγραμμάτων ασφάλειας της πολιτικής αεροπορίας με βάση ορισμένους κοινούς βασικούς κανόνες, καθώς και εθνικούς ελέγχους από τα κράτη μέλη και επιθεωρήσεις από την Επιτροπή. Το εκτεταμένο πρόγραμμα επιθεωρήσεων που εφαρμόστηκε συνέβαλε στη βελτίωση της συμμόρφωσης, που εκτιμάται ότι φτάνει το 16%, ενώ παράλληλα διαπιστώθηκε η ανάγκη για επιπλέον εναρμόνιση, διασαφήνιση και απλούστευση. Ως εκ τούτου, το 2008 το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο προέβησαν σε τροποποίηση της σχετικής νομοθεσίας, με την οποία βελτιώθηκε περαιτέρω η θέσπιση κανόνων και τέθηκαν ορισμένες βασικές αρχές για ευρύτερου φάσματος προγράμματα ασφαλείας και εσωτερικό ποιοτικό έλεγχο που πρέπει να εφαρμόζουν οι υπεύθυνοι διαχείρισης των αερολιμένων, οι αερομεταφορείς και άλλοι φορείς που εφαρμόζουν μέτρα ασφαλείας. Παράλληλα, η Επιτροπή έχει επεκτείνει την αξιολόγηση από ομότιμος ειδικούς στο πρόγραμμα επιθεωρήσεων, στο πλαίσιο μιας αναβάθμισης των μεθόδων επιθεωρήσεών της.

    Ένα ακόμη παράδειγμα, στον τομέα της ασφάλειας τροφίμων, αποτελούν οι εργασίες του Γραφείου Τροφίμων και Κτηνιατρικών Θεμάτων (ΓΤΚΘ - FVO), το οποίο προγραμμάτισε 256 ελέγχους και επιθεωρήσεις κατά το 2008 για να ελέγξει την αποτελεσματικότητα των συστημάτων ελέγχου και να αξιολογήσει την συμμόρφωση με τα κοινοτικά πρότυπα εντός της ΕΕ, καθώς και σε τρίτες χώρες σχετικά με τις εξαγωγές τους προς την ΕΕ.

    Διαβούλευση με τους ενδιαφερόμενους, συγκέντρωση πληροφοριών και υποβολή εκθέσεων σχετικά με την εξέλιξη της νομοθεσίας

    Για τη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με τις επιτόπου επιπτώσεις της νομοθεσίας και για να διαπιστωθεί αν επιτυγχάνονται οι στόχοι εφαρμόζονται διάφορες τεχνικές .

    Για παράδειγμα, όσον αφορά την κλιματική αλλαγή, τον Ιανουάριο του 2008, η Επιτροπή πρότεινε ένα βελτιωμένο και εκτεταμένο κοινοτικό σύστημα εμπορίας των δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου. Η πρόταση ήταν αποτέλεσμα εκτενών διαβουλεύσεων με τους ενδιαφερόμενους φορείς στη διάρκεια της πρώτης περιόδου εμπορίας 2005 – 2007, οι οποίες επιβεβαίωσαν ότι δεν υπάρχουν επαρκή επαληθευμένα στοιχεία για τις εκπομπές, στα οποία θα στηρίζονται τα πρώτα εθνικά σχέδια κατανομής των δικαιωμάτων (NAP), με αποτέλεσμα: καθ’ υπερβολή χορήγηση δικαιωμάτων και σε ορισμένες περιπτώσεις απροσδόκητα κέρδη για βιομηχανίες που χρεώνουν στους καταναλωτές δικαιώματα εκπομπών τα οποία είχαν λάβει δωρεάν· μεγάλες διαφορές στις μεθόδους και τα επίπεδα κατανομής των δικαιωμάτων· και πολύ μακροχρόνια και περίπλοκη μέθοδο έγκρισης των NAP από την Επιτροπή. Ως εκ τούτου, η πρόταση του 2008 για την τροποποίηση της νομοθεσίας ακολούθησε μια πλήρως εναρμονισμένη προσέγγιση για όλη την ΕΕ, επιβάλλοντας ανώτατο όριο στη χορήγηση δικαιωμάτων που μειώνεται κάθε χρόνο, με στόχο τη μείωση των εκπομπών το διάστημα 2005 – 2020 κατά 21%, ενώ παράλληλα καθιερώνεται προοδευτικά το σύστημα των πλειστηριασμών ως βασική μέθοδος για την κατανομή των δικαιωμάτων.

    Ένα άλλο παράδειγμα αποτελεί η καθυστέρηση πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές, για τις οποίες πρώτο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είχε εκφράσει την ανησυχία του το 1994, με αποτέλεσμα η Επιτροπή να διατυπώσει σύσταση το 1995, χρησιμοποιώντας έτσι ένα από τα μη νομοθετικά μέσα που διαθέτει για τη βελτίωση της κατάστασης. Κατόπιν περαιτέρω διαβουλεύσεων, οι οποίες επιβεβαίωσαν την έλλειψη σημαντικής προόδου, η Επιτροπή πρότεινε οδηγία, η οποία εκδόθηκε το 2000. Κατόπιν έκθεσης το 2006 πραγματοποιήθηκε σχετική μελέτη, διαβούλευση της δοκιμαστικής ομάδας ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και δημόσια διαβούλευση μέσω του δικτυακού τόπου “ Η Φωνή σας στην Ευρώπη ” το 2008. Τα αποτελέσματα, μαζί με τις έρευνες που διοργανώθηκαν παράλληλα από τους ενδιαφερόμενους στα κράτη μέλη, επιβεβαίωσαν την ανάγκη για περαιτέρω ενίσχυση των κανόνων, την οποία πρότεινε η Επιτροπή το 2009.

    Σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και τον έλεγχο της ρύπανσης (ΟΠΕΡ), η αρχική οδηγία του 1996 θέσπισε ένα δεκαετές πρόγραμμα εφαρμογής για τη χορήγηση αδειών σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις με βάση τη δέσμευσή τους να εφαρμόζουν τις καλύτερες διαθέσιμες τεχνικές για τον έλεγχο των εκπομπών ρύπων. Το 1999, η Επιτροπή έστειλε ερωτηματολόγιο στα κράτη μέλη προκειμένου να υποβάλουν έκθεση το 2003 σχετικά με την περίοδο εφαρμογής 2000-2002. Τα αποτελέσματα οδήγησαν σε σύνταξη έκθεσης από την Επιτροπή το 2005. Στην έκθεση αυτή διαπιστώθηκαν σημαντικές καθυστερήσεις κατά την ενσωμάτωση, έλλειψη σαφήνειας στη νομοθεσία και ανάγκη για αύξηση του συντονισμού όσο και για επιτάχυνση της εφαρμογής και ενοποίηση των διατάξεων. Κατόπιν αυτών καταρτίστηκε σχέδιο δράσης για την εφαρμογή της νομοθεσίας.

    Στη διάρκεια των ετών 2006 και 2007, η Επιτροπή προέβη σε περαιτέρω επανεξέταση της εφαρμογής μαζί με όλους τους ενδιαφερόμενους, με βάση τις εκθέσεις που υπέβαλαν τα κράτη μέλη για την περίοδο 2003-2005, καθώς και διάφορες πρόσθετες εξωτερικές αναλύσεις. Από τα αποτελέσματα προέκυψε σαφώς η ανάγκη για νομοθετική αναθεώρηση. Η Επιτροπή, ως εκ τούτου, υπέβαλε τον Δεκέμβριο του 2007 πρόταση για αναδιατύπωση της οδηγίας σχετικά με τις βιομηχανικές εκπομπές ώστε να ενοποιηθούν, να επεκταθούν και να διευκρινισθούν οι ισχύουσες διατάξεις, να μειωθούν τα όρια των εκπομπών και να αυξηθεί η παρακολούθηση και ο έλεγχος της εφαρμογής. Το σχέδιο δράσης για την εφαρμογή προσαρμόσθηκε επίσης ώστε να προβλέπει μεγαλύτερη εναρμόνιση της συγκέντρωσης δεδομένων, αξιολόγηση και απλούστερες διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Το σχέδιο δράσης αποτελεί πλέον ένα πλαίσιο για την εξασφάλιση της πλήρους εφαρμογής των ισχυουσών διατάξεων μέχρι το 2012, οπότε αναμένεται να συγκεντρωθεί η προσοχή στην εφαρμογή της νέας νομοθεσίας που θα προταθεί.

    Διαχείριση της νομοθεσίας από ομάδες εμπειρογνωμόνων

    Για την εξασφάλιση της έγκαιρης και ορθής εφαρμογής της νομοθεσίας λαμβάνονται προληπτικά μέτρα, αποφεύγοντας έτσι την ανάγκη να κινηθούν διαδικασίες παράβασης. Η καθημερινή διαχείριση του κεκτημένου μέσω 250 περίπου επιτροπών και 1000 ομάδων εμπειρογνωμόνων, σε συνδυασμό με τη θέση σε εφαρμογή και τις εργασίες τεχνικής προσαρμογής, βοηθά τη διατήρηση της ισχύος και της πρακτικής λειτουργικότητας του νομοθετικού κεκτημένου , διευκολύνοντας την αντιμετώπιση προβλημάτων που διαφορετικά θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο διαδικασιών παράβασης, και την εξεύρεση λύσεων στις εν λόγω κινηθείσες διαδικασίες.

    Επίλυση των προβλημάτων προς όφελος των πολιτών, των επιχειρήσεων και της κοινωνίας των πολιτών

    Πολλά ζητήματα ερμηνείας και πρακτικής εφαρμογής της νομοθεσίας μπορούν να επιλυθούν γρήγορα και αποτελεσματικά, παράγοντας αποτελέσματα σε όλη την Ένωση, χάρη στις εργασίες των εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής και των κρατών μελών στις επιτροπές και τις ομάδες εμπειρογνωμόνων. Ορισμένα "ελαφρά" οριζόντια μέσα, όπως το SOLVIT και το EU Pilot, είναι επίσης κατάλληλα για την εξεύρεση ταχείας και άμεσης λύσης στα περισσότερα συγκεκριμένα προβλήματα, που αντιμετωπίζουν οι πολίτες, οι επιχειρήσεις και η κοινωνία των πολιτών με το κοινοτικό δίκαιο, όπως εφαρμόζεται έναντι αυτών.

    Αποτελεσματικά εργαλεία εφαρμογής σε ορισμένους τομείς του κεκτημένου έχουν αποδειχθεί και άλλα ειδικά μέσα που υπάρχουν, όπως η εκκαθάριση λογαριασμών στη γεωργία, χάρη στην οποία η καταβολή της οικονομικής βοήθειας γίνεται αφού επιβεβαιωθεί η τήρηση των κανόνων. Υπάρχουν επίσης μηχανισμοί που εφαρμόζονται σε επιμέρους τομείς της κοινοτικής νομοθεσίας και επιτρέπουν στους εμπορικούς φορείς να προσφεύγουν έναντι των εθνικών αρχών. Σ’ αυτούς περιλαμβάνονται οι διατάξεις για την άσκηση προσφυγής από τους τηλεπικοινωνιακούς οργανισμούς έναντι αποφάσεων των εθνικών ρυθμιστικών αρχών στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Υπάρχουν επίσης οι διατάξεις σχετικά με τα μέσα προσφυγής σε διαδικασίες ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων, των οποίων η θέσπιση δικαιολογείται εν μέρει από τον συνεχώς μεγάλο όγκο καταγγελιών που λαμβάνει η Επιτροπή και τις επακόλουθες διαδικασίες παράβασης για μη τήρηση των κοινοτικών κανόνων σε συγκεκριμένες διαδικασίες διαγωνισμών. Τα εν λόγω μέσα εξασφαλίζουν στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις πιο άμεση και έγκαιρη προστασία από τις διαδικασίες παράβασης που κινεί η Επιτροπή και οι οποίες από την ίδια τη φύση τους δεν εστιάζουν σ’ αυτά καθαυτά τα συμφέροντα των μερών της διαγωνιστικής διαδικασίας.

    Ορισμένες πράξεις της κοινοτικής νομοθεσίας περιλαμβάνουν επίσης εγγυήσεις για διαδικαστικές προσφυγές μεταξύ πολιτών και εμπορικών φορέων. Για παράδειγμα, λόγω της ανάπτυξης και της διαφοροποίησης των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και του αυξανόμενου αριθμού των παρεχόντων τις υπηρεσίες αυτές, καθιερώθηκε βάσει της οδηγίας για την καθολική υπηρεσία ένας μηχανισμός για τη διευθέτηση των διαφορών μεταξύ καταναλωτών και παρεχόντων υπηρεσίες που αποτελεί πιο ευέλικτη, λιγότερο δαπανηρή και λιγότερο επαχθή λύση από την προσφυγή στη δικαιοσύνη. Ένα ακόμη παράδειγμα αποτελεί η ενίσχυση των διαδικασιών άσκησης αξιώσεων σε περίπτωση καθυστέρησης αναχώρησης ή ακύρωσης πτήσεων στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών. Η κοινοτική νομοθεσία για το περιβάλλον επίσης προβλέπει μηχανισμούς ελέγχου σε περίπτωση άρνησης παροχής των ζητούμενων πληροφοριών σχετικά με το περιβάλλον ή δημόσια διαβούλευση σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και τις αποφάσεις χορήγησης αδειών για την ολοκληρωμένη πρόληψη και τον έλεγχο της ρύπανσης.

    Η αποτελεσματικότητα αυτών των συστημάτων παρακολουθείται και υποβάλλονται τακτικές εκθέσεις, ενώ τώρα εκπονείται η πρώτη έκθεση αξιολόγησης σχετικά με η πρωτοβουλία EU Pilot.

    Ο ρόλος της διαδικασίας παράβασης

    Η Επιτροπή μπορεί να κινήσει διαδικασία παράβασης με βάση διαφόρων ειδών αξιώσεις. Μεγάλο μέρος των διαδικασιών αυτών αφορά καθυστερήσεις στην κοινοποίηση των εθνικών μέτρων ενσωμάτωσης των οδηγιών. Οι διαδικασίες γενικά δεν διαρκούν περισσότερο από λίγους μήνες, αλλά μπορεί να οδηγήσουν σε δεσμευτική δικαστική απόφαση και εφαρμογή οικονομικών κυρώσεων, εφόσον εξακολουθεί να καθυστερεί η ενσωμάτωση. Μέχρι στιγμής ο μεγαλύτερος αριθμός υποθέσεων περατώνεται προτού εκδοθεί απόφαση του Δικαστηρίου. Η διαχείριση αυτών των διαδικασιών συνεπάγεται μεγάλο όγκο εργασίας.

    Η διαδικασία παράβασης χρησιμοποιείται επίσης σε περιπτώσεις που η νομοθεσία ή οι κανονιστικές ρυθμίσεις του κράτους μέλους δεν είναι σύμφωνες με το κοινοτικό δίκαιο, καθώς και για κακές διοικητικές πρακτικές. Η ανίχνευση εκ μέρους της Επιτροπής ενδεχόμενων παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου γίνεται με πολλούς και διάφορους τρόπους ανάλογα με τις διαφορετικές λειτουργίες που ασκεί η Επιτροπή. Σ’ αυτές περιλαμβάνονται οι εργασίες της ίδιας της Επιτροπής για την εξέταση της καταλληλότητας των εθνικών μέτρων ενσωμάτωσης των οδηγιών, οι εργασίες επιτροπών και ομάδων εμπειρογνωμόνων για την ενσωμάτωση και εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, οι επιστολές και οι καταγγελίες εκ μέρους των πολιτών, των επιχειρήσεων και της κοινωνίας των πολιτών, καθώς οι εργασίες που διεξάγονται από κοινού με τα κράτη μέλη για τη σύνταξη εκθέσεων σχετικά με την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου.

    Κατά την εξέταση των δυνητικών παραβάσεων που περιέρχονται σε γνώση της, η Επιτροπή οφείλει να ενεργεί με συνεκτικότητα και αποτελεσματικότητα και να εξασφαλίζει τη δίκαιη μεταχείριση των κρατών μελών. Πρέπει να εκτιμά κατά πόσον είναι περισσότερο σκόπιμο να λάβει ειδικά μέτρα για τις συγκεκριμένες περιπτώσεις των παραβάσεων αυτών ή να κινήσει παράλληλες ή ομαδικές διαδικασίες που καλύπτουν ταυτόχρονα διάφορες πραγματικές και νομικές βάσεις, πράγμα που μπορεί να ενισχύσει τη θέση της. Πρέπει να εκτιμά ποια είναι η καταλληλότερη μορφή ενεργειών στις οποίες πρέπει να προβεί κάθε φορά, λαμβάνοντας υπόψη τον όγκο και την ποικιλία των προβλημάτων που ανακύπτουν, πράγμα που επηρεάζει την επιλογή του χρόνου κατά τον οποίο κινείται η διαδικασία παράβασης.

    Από την πείρα που υπάρχει προκύπτει ότι σε πολλές περιπτώσεις είναι πιο σκόπιμο και δίκαιο να αναζητείται λύση σε προβλήματα που ανακύπτουν επανειλημμένα ή σε μεγάλη έκταση, ακολουθώντας μια πιο συστηματική προσέγγιση. Στην ανακοίνωση της Επιτροπής του 2008 για την εφαρμογή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Κοινότητας[8] παρουσιάζονται παραδείγματα συστηματικών παραβάσεων με τις οποίες έχει ασχοληθεί ή ασχολείται η Επιτροπή στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος. Σ’ αυτές περιλαμβάνονται παραβάσεις των προτύπων που διέπουν τα ύδατα κολύμβησης και το πόσιμο νερό και η μη συλλογή και επεξεργασία των αστικών λυμάτων, η ανοχή παράνομων δραστηριοτήτων σε ό,τι αφορά τα απόβλητα και, σε ό,τι αφορά την προστασία της φύσης, η μη τήρηση των σχετικών με τη θήρα κανόνων ή των όρων παρέκκλισης.

    Προβλήματα που ανακύπτουν επανειλημμένα ή σε μεγάλη έκταση μπορεί επίσης να αποτελούν ένδειξη έλλειψης σαφήνειας της νομοθεσίας, οπότε μπορεί επίσης να είναι σκοπιμότερη η νομοθετική τροποποίηση μάλλον παρά η λήψη μέτρων καταστολής. Η νομοθετική τροποποίηση μπορεί να έχει επιπλέον το πλεονέκτημα ότι επιτυγχάνει νομοθετική εξέλιξη. Ακόμη και όταν η ερμηνεία της νομοθεσίας από το Δικαστήριο σε μια συγκεκριμένη υπόθεση μπορεί να έχει ευρύτερες συνέπειες και για άλλα κράτη μέλη, η επακόλουθη κίνηση διαδικασιών παράβασης εκ μέρους της Επιτροπής σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη μπορεί να αποτελέσει μια πιο παρατεταμένη και περίπλοκη νομική διαδικασία, που καταλήγει σε πιο ανομοιογενή και λιγότερο διαφανή αποτελέσματα από την έκδοση τροποποιητικής νομοθεσίας, η οποία μπορεί να ενέχει κάποιες πρόσθετες εγγυήσεις όσον αφορά τη σαφήνεια και την ευχέρεια πρόσβασης.

    Επίσης, ενώ μέσω των διαδικασιών παράβασης συνήθως επιτυγχάνεται άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση των διατάξεων της συνθήκης, η συντονισμένη δράση της Επιτροπής και των κρατών μελών μπορεί επίσης να αποτελέσει έναν αποτελεσματικό, συνεκτικό και βασιζόμενο στη συνεργασία τρόπο για την αντιμετώπιση των πολλαπλών προβλημάτων που ανακύπτουν. Για παράδειγμα, λόγω της ανομοιογένειας που χαρακτηρίζει την οικονομία των υπηρεσιών και της ποικιλίας των ζητημάτων που ανακύπτουν σε συχνά πολύ διαφορετικά πλαίσια μπορεί είναι ακατάλληλη μια εναρμονισμένη προσέγγιση, ενώ η άμεση εκτέλεση των κανόνων της συνθήκης απαιτεί προσέγγιση κατά περίπτωση. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο κοινοτικός νομοθέτης εξέδωσε το 2006 την οδηγία για τις υπηρεσίες, ώστε να κωδικοποιήσει και να εξειδικεύσει τα κριτήρια που διατυπώνονται στη συνθήκη ΕΚ όσον αφορά το δικαίωμα εγκατάστασης και παροχής διασυνοριακών υπηρεσιών καθώς και για την καθιέρωση μιας εκτεταμένης επανεξέτασης των συστημάτων που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη για την αδειοδότηση και των νομικών προϋποθέσεων πρόσβασης στις υπηρεσίες και άσκησης των δραστηριοτήτων αυτών. Ανάλογες ήταν οι εκτιμήσεις στις οποίες βασίστηκε η έκδοση το 2008 μιας δέσμης νομοθετικών μέτρων που αφορούν τα προϊόντα, και ιδίως του κανονισμού σχετικά με τις διαδικαστικές πτυχές της εφαρμογής της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης για την ελεύθερη κυκλοφορία των προϊόντων. Παράλληλα με τα μέτρα αυτά, οπωσδήποτε, δεν αποκλείεται να συνεχίζεται η άμεση εκτέλεση των διατάξεων της συνθήκης μέσω διαδικασιών παράβασης.

    Οι διαδικασίες παράβασης δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να κινούνται αυτόματα, δεδομένου ότι δεν μπορούν πάντοτε να διεκπεραιώνονται μέσα σε αυστηρό χρονοδιάγραμμα που εξαρτάται αποκλειστικά από το πλαίσιο κάθε συγκεκριμένου φακέλου. Θα πρέπει μάλλον να κινούνται συνεκτιμώντας γενικότερα ζητήματα, όπως: δυνατότητα προσφυγής σε ταχύτερους και αποτελεσματικότερους τρόπους επίλυσης των προβλημάτων· συνολική ασφάλεια δικαίου στον συγκεκριμένο τομέα· παράλληλα προβλήματα που ανακύπτουν σε άλλα κράτη μέλη και θέτουν ζήτημα διαδικαστικών εγγυήσεων και δίκαιης δίκης· και ανάγκη αποτελεσματικότερων μέσων για την επίτευξη των συνολικών στόχων του κοινοτικού δικαίου.

    Απλούστευση της νομοθεσίας με στόχο τη βελτίωσή της

    Το πρόγραμμα της Επιτροπής για "βελτίωση – απλούστευση της νομοθεσίας" έχει επίσης οδηγήσει σε νομοθετικές τροποποιήσεις με στόχο τον περιορισμό του κόστους για τους παραγωγούς, τη βελτίωση της διαφάνειας και της πρόσβασης στην αγορά και τη διασαφήνιση της νομοθεσίας. Για παράδειγμα, στον τομέα των δομικών κατασκευών, ο στόχος για βελτίωση της νομοθεσίας οδήγησε στην έναρξη εκτεταμένης διαβούλευσης για την εφαρμογή της οδηγίας που εκδόθηκε στα τέλη του 1980. Αυτό με τη σειρά του οδήγησε σε εκτεταμένη μεταρρύθμιση με σκοπό την καλύτερη κατανόηση των διατάξεων και την ευκολότερη πρόσβαση σ’ αυτές, τον περιορισμό του κόστους συμμόρφωσης και τη βελτίωση της σαφήνειας και αποτελεσματικότητας, ιδίως για τους μικρούς κατασκευαστές. Η μεταρρύθμιση εστιάσθηκε στην ανάγκη παροχής πληροφοριών για την απόδοση των προϊόντων, στη διευκρίνιση των εγγυήσεων που απορρέουν από τη σήμανση CE, στην ανάπτυξη αυστηρότερων κριτηρίων για τους ανεξάρτητους φορείς που ελέγχουν την απόδοση και στην καθιέρωση μεγαλύτερης ευελιξίας όσον αφορά τις απαιτήσεις για τις δοκιμές των προϊόντων.

    Παρόλο που το πρόγραμμα για βελτίωση της νομοθεσίας μπορεί να οδηγήσει σε διασαφήνιση και απλούστευση της νομοθεσίας, μπορεί επίσης να περιορίσει τη θέσπιση νομοθετικών μέτρων, λόγω της διενέργειας σημαντικών διαβουλεύσεων και ερευνών στους παράγοντες της αγοράς προτού υποστηριχθεί η ανάγκη ανάληψης νομοθετικής πρωτοβουλίας, όπως περιγράφηκε ήδη σε σχέση με τη θέσπιση κοινοτικής νομοθεσίας για την καθυστέρηση των πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές.

    Ο ρόλος της νομοθεσίας στην εξασφάλιση διαφάνειας και πρόσβασης στο δίκαιο

    Η θέσπιση ενός κοινού και συνεκτικού συνόλου νομοθετικών διατάξεων σε επίπεδο ΕΕ και κρατών μελών συμβάλλει στη διαφάνεια, την κατανόηση και την εκτελεστότητα της νομοθεσίας. Ακόμη και στις περιπτώσεις που τόσο η νομοθεσία όσο και η νομολογία είναι σαφείς, μπορεί να δικαιολογείται η προσφυγή σε νομοθετικές τροποποιήσεις για τη βελτίωση της διαφάνειας και της πρόσβασης στη νομοθεσία, όπως για παράδειγμα όταν μια σειρά διαδοχικών νομοθετικών τροποποιήσεων απαιτεί κωδικοποίηση. Αυτό εξηγεί την διαδραστική σχέση μεταξύ νομολογίας του Δικαστηρίου και εξέλιξης της κοινοτικής νομοθεσίας, των οποίων συχνά απαιτείται ο συνδυασμός για την επίτευξη του επιθυμητού αποτελέσματος.

    ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

    Με την παρούσα έκθεση η Επιτροπή προβαίνει σε επισκόπηση ορισμένων πτυχών της τρέχουσας κατάστασης στην εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου και:

    - προτείνει ένα διάλογο μεταξύ των οργάνων σχετικά με τις αιτίες και τους τρόπους περιορισμού της καθυστερημένης ενσωμάτωσης·

    - τονίζει τη σημασία που πρέπει να αποδίδεται στον σχεδιασμό της εφαρμογής και τους μηχανισμούς εκτέλεσης κατά την εκπόνηση νέας νομοθεσίας·

    - εφιστά την προσοχή στην ποικιλία των μέσων διαχείρισης και εκτέλεσης που υπάρχουν για την εξασφάλιση ορθής εφαρμογής της νομοθεσίας και δεσμεύεται να ασκεί διαφανή πολιτική στη χρήση αυτών των μέσων για να επιτύχει την καλύτερη δυνατή κατανόηση, σαφήνεια και αποτελεσματικότητα της νομοθεσίας·

    - επιβεβαιώνει τις προτεραιότητες που θα ακολουθούν οι εργασίες της Επιτροπής, όπως περιγράφονται στο συνοδευτικό έγγραφο της παρούσας έκθεσης σχετικά με την «Situation in the different sectors»[9], ιδίως όσον αφορά τη χρήση των διαδικασιών παράβασης κατά τρόπο ώστε να μεγιστοποιηθούν τα οφέλη για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις.

    [1] COM(2007)502.

    [2] COM(2008)777.

    [3] SEC(2009) 1683.

    [4] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 396/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23 Φεβρουαρίου 2005, για τα ανώτατα όρια καταλοίπων φυτοφαρμάκων μέσα ή πάνω στα τρόφιμα και τις ζωοτροφές φυτικής και ζωικής προέλευσης και για την τροποποίηση της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 70 της 16.3.2005, σ. 1)

    [5] Οδηγία 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 15ης Ιουλίου 1991 σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (ΕΕ L 230 της 19.8.1991, σ. 1)

    [6] Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (SEC(2006) 930 και SEC(2006) 931).

    [7] Οδηγία 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1998 για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και κανονισμών.

    [8] COM(2008) 773 τελικό.

    [9] SEC(2009)1684.

    Top