Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52004DC0297

    Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συµßούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοßούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονοµική και Κοινωνική Επιτροπή Όσον αφορά τις εργασίες του κοινού φόρουμ της ΕΕ σχετικά με τις τιμές μεταβίβασης στον τομέα της φορολογίας επιχειρήσεων από τον Οκτώβριο 2002 έως τον Δεκέμβριο 2003 και την πρόταση για Κώδικα Συμπεριφοράς για την εφαρμογή της διαιτητικής διαδικασίας 90/436/ΕΟΚ της 23ης Ιουλίου 1990

    /* COM/2004/0297 τελικό */

    52004DC0297

    Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συµßούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοßούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονοµική και Κοινωνική Επιτροπή Όσον αφορά τις εργασίες του κοινού φόρουμ της ΕΕ σχετικά με τις τιμές μεταβίβασης στον τομέα της φορολογίας επιχειρήσεων από τον Οκτώβριο 2002 έως τον Δεκέμβριο 2003 και την πρόταση για Κώδικα Συμπεριφοράς για την εφαρμογή της διαιτητικής διαδικασίας 90/436/ΕΟΚ της 23ης Ιουλίου 1990 /* COM/2004/0297 τελικό */


    ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Όσον αφορά τις εργασίες του κοινού φόρουμ της ΕΕ σχετικά με τις τιμές μεταβίβασης στον τομέα της φορολογίας επιχειρήσεων από τον Οκτώβριο 2002 έως τον Δεκέμβριο 2003 και την πρόταση για Κώδικα Συμπεριφοράς για την εφαρμογή της διαιτητικής διαδικασίας 90/436/ΕΟΚ της 23ης Ιουλίου 1990

    Εισαγωγη

    1. Ιστορικό πλαίσιο

    1. Στη μελέτη της σχετικά με τη "Φορολογία των επιχειρήσεων στην εσωτερική αγορά" [1], η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέτασε αν η τρέχουσα εφαρμογή της φορολογίας επιχειρήσεων στην εσωτερική αγορά οδηγεί σε αναποτελεσματικότητα και εμποδίζει τις επιχειρήσεις να εκμεταλλεύονται πλήρως τα οφέλη της. Η μελέτη αυτή εκπονήθηκε μετά την εντολή που έλαβε η Επιτροπή από το Συμβούλιο των Υπουργών τον Ιούλιο 1999 να διερευνήσει τις επιπτώσεις που έχουν οι διαφορές στο πραγματικό επίπεδο φορολογίας των επιχειρήσεων στα κράτη μέλη στην επιλογή του τόπου άσκησης οικονομικών δραστηριοτήτων και διεξαγωγής επενδύσεων καθώς και τις επιπτώσεις των φορολογικών διατάξεων που αποτελούν εμπόδιο στις διασυνοριακές οικονομικές δραστηριότητες στην εσωτερική αγορά, καθώς και τα διορθωτικά μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν.

    [1] «Φορολογία των επιχειρήσεων στην εσωτερική αγορά", έγγραφο εργασίας της Επιτροπής, SEC(2001) 1681 23.10.2001.

    2. Η μελέτη αυτή περιέγραφε διεξοδικά (μέρος ΙΙΙ, κεφάλαιο 5) την αυξανόμενη σημασία των φορολογικών προβλημάτων που δημιουργούν οι τιμές μεταβίβασης στην εσωτερική αγορά. Η φύση των εντοπισθέντων προβλημάτων και εμποδίων ποικίλλει, όλα όμως ανεξαιρέτως αποκτούν συνεχώς μεγαλύτερη σημασία κατά τα τελευταία έτη καθιστώντας απαραίτητη τη λήψη μέτρων. Η εδραίωση της εσωτερικής αγοράς και ο συνεχώς αυξανόμενος αριθμός νέων τεχνολογιών και επιχειρηματικών διαρθρώσεων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο είχαν ως αποτέλεσμα να επιδεινωθούν τα προβλήματα αυτά στη διάρκεια των τελευταίων ετών. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η εφαρμογή τιμών μεταβίβασης για φορολογικούς σκοπούς είναι στην πράξη πολύπλοκη και προβληματική. Κάτι που ισχύει για πολλά μεμονωμένα προβλήματα είναι ότι η στενότερη συνεργασία μεταξύ των φορολογικών διοικήσεων και των επιχειρήσεων είναι δυνατόν να οδηγήσει στην εξεύρεση λύσεων για τα προβλήματα αυτά. Σύμφωνα πάντα με τη μελέτη, ο καλύτερος συντονισμός μεταξύ των κρατών μελών, με στόχο τη μείωση του κόστους συμμόρφωσης και τον περιορισμό της αβεβαιότητας που συνδέεται με τις τιμές μεταβίβασης, θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στον τομέα αυτό.

    3. Μία από τις μεθόδους που είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν για την επίλυση των συγκεκριμένων προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση όσον αφορά τις τιμές μεταβίβασης, η οποία αναφέρεται στη μελέτη και έχει προταθεί από την Επιτροπή στην ανακοίνωσή της «Προς μία εσωτερική αγορά χωρίς φορολογικά εμπόδια - στρατηγική για τη φορολογία των επιχειρήσεων σύμφωνα με ενοποιημένη στρατηγική που να καλύπτει το σύνολο των δραστηριοτήτων τους στην εσωτερική αγορά» [2], ήταν η δημιουργία ενός «κοινού φόρουμ της ΕΕ σχετικά με τις τιμές μεταβίβασης» (στο εξής: ΚΦΤΜ).

    [2] "Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή: "Προς μία εσωτερική αγορά χωρίς φορολογικά εμπόδια: Στρατηγική για τη φορολογία των επιχειρήσεων σύμφωνα με ενοποιημένη φορολογική βάση που να καλύπτει το σύνολο των δραστηριοτήτων τους στην Ένωση" COM(2001) 582 τελικό της 23.10.2001.

    4. Μετά τα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 11 Μαρτίου 2002 τα οποία χαιρέτιζαν την πρωτοβουλία αυτή, η Επιτροπή δημιούργησε το ΚΦΤΜ. Το φόρουμ αυτό αποτελείται από έναν εμπειρογνώμονα από κάθε κράτος μέλος και δέκα εμπειρογνώμονες από τους επιχειρηματικούς κύκλους. Οι εκπρόσωποι των υποψηφίων χωρών και της γραμματείας του ΟΟΣΑ συμμετέχουν ως παρατηρητές. Περισσότερες πληροφορίες όσον αφορά τη διαδικασία που ακολουθείται για την επιλογή του προέδρου και των μελών του ΚΦΤΜ παρέχει το παράρτημα Ι της παρούσας ανακοίνωσης. Τα πρακτικά του ΚΦΤΜ δημοσιεύονται στον ιστότοπο της Επιτροπής. [3]

    [3] http://europa.eu.int/comm/ taxation_customs/taxation/company_tax/transfer_pricing.htm

    2. Δραστηριοτητεσ του Κοινου Φορουμ της ΕΕ Σχετικα με τις Τιμεσ Μεταβιβασησ κατά το Διαστημα Οκτωβριου 2002 έωσ Δεκεμβριου 2003

    5. Το ΚΦΤΜ συνήλθε για πρώτη φορά στις 3 Οκτωβρίου 2002 και κατήρτισε διετές πρόγραμμα εργασίας. Μία έκθεση δραστηριότητας του ΚΦΤΜ, η οποία εγκρίθηκε με συναίνεση και καλύπτει το πρώτο σκέλος του προγράμματος εργασίας, έχει προσαρτηθεί στην παρούσα ανακοίνωση (παράρτημα ΙΙI). Μέχρι στιγμής, το ΚΦΤΜ έχει ασχοληθεί κυρίως με τα προβλήματα που συνδέονται με την εφαρμογή της Σύμβασης Διαιτησίας [4]. Το φόρουμ εξέτασε τα προβλήματα που ανέκυψαν στη διάρκεια των τελευταίων ετών και τα οποία οφείλονται στο γεγονός ότι η σύμβαση προσχώρησης της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου του Σουηδίας (Σύμβαση Προσχώρησης) και το πρωτόκολλο που τροποποιεί την αρχική σύμβαση (Πρωτόκολλο Παράτασης) δεν έχουν ακόμη κυρωθεί από όλα τα συμβαλλόμενα κράτη. Το ΚΦΤΜ κατέβαλε επίσης προσπάθειες για τον σαφή καθορισμό της χρονικής στιγμής έναρξης της τριετούς περιόδου (κοινοποίηση) και της διετούς περιόδου (φιλικός διακανονισμός) οι οποίες προβλέπονται στην πρώτη φάση της διαιτητικής διαδικασίας στο πλαίσιο της Σύμβασης Διαιτησίας. Εξετάστηκαν επίσης δυνατοί τρόποι βελτίωσης της διαδικασίας φιλικού διακανονισμού και της διαιτητικής διαδικασίας καθώς και μία σειρά θεμάτων όπως η αλληλεπίδραση μεταξύ της διαδικασίας φιλικού διακανονισμού και της διαδικασίας διαιτησίας, αφενός και των διοικητικών και δικαστικών προσφυγών, αφετέρου, η δυνατότητα αναστολής της είσπραξης των φόρων για όσο διάστημα διαρκούν οι διαδικασίες διευθέτησης των διασυνοριακών διαφορών, η προσχώρηση των κρατών που προσχωρούν στη σύμβαση διαιτησίας και οι επιπτώσεις της καταβολής τόκων και της επιβολής κυρώσεων. Η έκθεση δραστηριοτήτων αποτελεί συνοπτική περιγραφή των εργασιών του ΚΦΤΜ. Συνιστά στην Επιτροπή να προτείνει ένα Κώδικα Συμπεριφοράς για την εφαρμογή της διαιτητικής απόφασης (90/436/ΕΟΚ της 23ης Ιουλίου 1990 για την εξάλειψη της διπλής φορολογίας σε περίπτωση διορθώσεως των κερδών συνδεδεμένων επιχειρήσεων) και για ορισμένα θέματα που συνδέονται με τις διαδικασίες φιλικού διακανονισμού που προβλέπουν οι συμβάσεις σχετικά με τη διπλή φορολογία, οι οποίες έχουν συναφθεί μεταξύ κρατών μελών. Η αναφορά προτείνει ότι αυτός ο Κώδικα θα μπορούσε να υιοθετηθεί από το Συμβούλιο με την μορφή ψηφίσματος.

    [4] Σύμβαση 90/436/EΟΚ της 23ης Ιουλίου 1990, για την εξάλειψη της διπλής φορολογίας σε περίπτωση διορθώσεως των κερδών συνδεδεμένων επιχειρήσεων ΕΕ L 225 της 20.8.1990, σ. 10-24.

    3. Συμπερασματα τησ Επιτροπησ

    6. Λαμβανομένης υπόψη της προαναφερθείσας έκθεσης δραστηριοτήτων του ΚΦΤΜ, η Επιτροπή δεν έχει παρά να εκφράσει την ικανοποίησή της όσον αφορά τις εργασίες του ΚΦΤΜ, το οποίο αποδείχθηκε ότι αποτελεί εποικοδομητικό μέσο για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που θέτουν οι πολιτικές οι οποίες εφαρμόζονται στην ΕΕ όσον αφορά τις τιμές μεταβίβασης.

    7. Οι εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και των επιχειρήσεων εξέτασαν τα διάφορα θέματα με ανοικτό πνεύμα και εποικοδομητικό τρόπο, έτσι ώστε κατέστη δυνατή η υποβολή ρεαλιστικών μη νομοθετικών προτάσεων και η διατύπωση συστάσεων για την υιοθέτηση λύσεων.

    8. Ωστόσο, η Επιτροπή εκφράζει τη λύπη της για το γεγονός ότι το ΚΦΤΜ ήταν υποχρεωμένο να αφιερώσει πολύ χρόνο σε θέματα που συνδέονται με το γεγονός ότι το Πρωτόκολλο Παράτασης της Σύμβασης Διαιτησίας, η οποία υπεγράφη το 1999 καθώς και η Σύμβαση Προσχώρησης, η οποία υπεγράφη το 1995, δεν έχουν ακόμα κυρωθεί από όλα τα κράτη μέλη. Η κατάσταση αυτή θα είχε προφανώς αποφευχθεί αν το Συμβούλιο είχε υιοθετήσει την αρχική πρόταση της Επιτροπής για την έκδοση νομοθετικής πράξης σύμφωνης με το κοινοτικό δίκαιο και όχι τη σύναψη πολυμερούς σύμβασης.

    9. Το πρόβλημα της προσχώρησης των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Σύμβαση Διαιτησίας (3.1 της έκθεσης ΚΦΤΜ) απασχολεί ιδιαίτερα την Επιτροπή. Όπως φάνηκε κατά την προηγούμενη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο χρόνος που θα χρειαστούν τα 25 μελλοντικά κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να κυρώσουν τη σύμβαση αυτή ενδέχεται να περιορίσει σοβαρά την προστιθέμενη αξία της για τα νέα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και για το σύνολο των επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες στη γεωγραφική αυτή περιοχή. Επιπλέον, το δίκτυο διμερών συμβάσεων διπλής φορολογίας μεταξύ των νέων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μεταξύ των κρατών αυτών και των σημερινών κρατών μελών δεν είναι πλήρες, παρά τις προσπάθειες που έχουν καταβληθεί προς την κατεύθυνση αυτή. Συνεπώς, είναι μερικές φορές αδύνατο για τις επιχειρήσεις να ζητήσουν να κινηθεί διαδικασία φιλικού διακανονισμού προκειμένου να αποφευχθεί η διπλή φορολογία. Η Επιτροπή εγκρίνει λοιπόν πλήρως τη σύσταση του ΚΦΤΜ σύμφωνα με την οποία τα κράτη μέλη θα πρέπει να αναλάβουν τη δέσμευση να κυρώσουν τη σύμβαση προσχώρησης για τα νέα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης πριν από το τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2006. Επιπλέον, η σύμβαση αυτή θα πρέπει να περιλαμβάνει μία ρήτρα που θα επιτρέπει την άμεση διμερή εφαρμογή μεταξύ των κρατών μελών που κυρώνουν τη σύμβαση. Η Επιτροπή αντιμετωπίζει επίσης ευνοϊκά την προσθήκη στη Σύμβαση Διαιτησίας μιας νομικής διάταξης με την οποία θα αποφεύγεται η επανάληψη της χρονοβόρου διαδικασίας κύρωσης της σύμβασης μετά από κάθε διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για παράδειγμα με την πρόβλεψη της αυτόματης προσχώρησης ή της προσχώρησης με μονομερή δήλωση.

    10. Η Επιτροπή αναμένει τις εργασίες του φόρουμ όσον αφορά το υπόλοιπο πρόγραμμα εργασίας που εγκρίθηκε το 2002. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή θα ήθελε να διαλύσει τυχόν παρεξηγήσεις όσον αφορά την εντολή που δόθηκε στο φόρουμ να εντοπίσει τις μη νομοθετικές βελτιώσεις που θα μπορούσαν να γίνουν για την αντιμετώπιση πρακτικών προβλημάτων. Στόχος αυτού του σκέλους της εντολής ήταν να αποφευχθεί να θιγούν οι αντίστοιχες αρμοδιότητες των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών και, συνεπώς, αφορά την κοινοτική νομοθεσία. Δεν θα πρέπει ωστόσο να θεωρηθεί ότι το σκέλος αυτό εμποδίζει το ΚΦΤΜ να εντοπίσει τις πρακτικές βελτιώσεις που θα μπορούσαν να επιβάλουν νομοθετικές αλλαγές σε ορισμένα κράτη μέλη. Εφόσον το ΚΦΤΜ αποτελεί μία ομάδα εμπειρογνωμόνων καθαρά συμβουλευτικού χαρακτήρα, η απόφαση για ενδεχόμενες νομοθετικές αλλαγές θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να λαμβάνεται από το οικείο κράτος μέλος.

    11. Λαμβάνοντας υπόψη τα σημαντικά θέματα του προγράμματος εργασίας του ΚΦΤΜ που εγκρίθηκε το 2002, τα οποία βρίσκονται ακόμη σε εκκρεμότητα, η Επιτροπή προτίθεται να παρατείνει από τον Ιούνιο 2004 έως τα τέλη του 2004 την αρχική περίοδο δύο ετών που προβλέπεται για τις δραστηριότητες του φόρουμ. Έχοντας υπόψη τα συνολικά αποτελέσματα και τα λοιπά θέματα συζήτησης που έχουν επισημανθεί και προταθεί από το ΚΦΤΜ, η Επιτροπή ενδέχεται να αποφασίσει να παρατείνει τη θητεία του ΚΦΤΜ για συμπληρωματική περίοδο δύο ετών.

    12. Οι εργασίες του ΚΦΤΜ επισήμαναν τις δυσχέρειες που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή της Σύμβασης Διαιτησίας. Τα συμπεράσματα και οι συστάσεις του ΚΦΤΜ θα μπορούσαν να αποτελέσουν λύση για πολλές από τις ελλείψεις της σύμβασης αυτής και η Επιτροπή πιστεύει ότι η υλοποίησή τους θα οδηγούσε στην επίτευξη σημαντικής προόδου όσον αφορά την αναζήτηση κατάλληλου μέσου αποφυγής της διπλής φορολόγησης που συνδέεται με τις τιμές μεταβίβασης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Βάσει των προαναφερθέντων και ανάλογα με τη συνέχεια που θα δώσει το Συμβούλιο στις προτάσεις του ΚΦΤΜ, η Επιτροπή θα εκτιμήσει την ανάγκη υποβολής πρότασης για την έκδοση νομοθετικής πράξης σύμφωνης με το κοινοτικό δίκαιο σε μεταγενέστερο στάδιο.

    13. Σαν ενδιάμεση λύση, η Επιτροπή υποστηρίζει πλήρως τις αποφάσεις και συστάσεις που συμπεριλαμβάνονται στην πρώτη έκθεση ΚΦΤΜ, και ως εκ τούτου καλεί το Συμβούλιο να υιοθετήσει όσον το δυνατόν γρηγορότερα την πρόταση για τον Κώδικα Συμπεριφοράς σχετικά με την εφαρμογή της διαιτητικής απόφασης 90/436/ΕΟΚ της 23ης Ιουλίου 1990 για την εξάλειψη της διπλής φορολογίας σε περίπτωση διορθώσεως των κερδών συνδεδεμένων επιχειρήσεων, όπως καθορίζεται στο παράρτημα ΙΙ της ανακοίνωσης.

    Παράρτημα Ι: ΣΥΣΤΑΣΗ του ΚΦΤΜ

    Επιλογή του Προέδρου

    Σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 11ης Μαρτίου 2002, ο Πρόεδρος του ΚΦΤΜ πρέπει να είναι ανεξάρτητη προσωπικότητα με μακρόχρονη πείρα στον τομέα των τιμών μεταβίβασης και θα πρέπει να διοριστεί από την Επιτροπή κατόπιν συμφωνίας με μία επιτροπή επιλογής που θα αποτελείται από εκπροσώπους υψηλού επιπέδου της Προεδρίας του Συμβουλίου, της Επιτροπής και της ομάδας εργασίας «Φορολογικές Υποθέσεις της UNICE».

    Η εν λόγω επιτροπή επιλογής απαρτίζεται από τον κ. Josι Maria VALLEJO CHAMORRO, Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή για τις Διεθνείς Φορολογικές Υποθέσεις, ο οποίος εκπροσωπεί την Ισπανική Προεδρία, τον κ. Jan van der BIJL, Πρόεδρο της ομάδας εργασίας «Φορολογικές Υποθέσεις» της UNICE και τον κ. Michel AUJEAN, Διευθυντή της Διεύθυνσης Φορολογικής Πολιτικής της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογίας και Τελωνειακής Ένωσης της Επιτροπής. Η επιτροπή επιλογής επέλεξε ομόφωνα ως Πρόεδρο του ΚΦΤΜ τον κ. Bruno GIBERT, εταίρο του CMS Bureau Francis Lefebvre.

    Επιλογή των εμπειρογνωμόνων που εκπροσωπούν τις επιχειρήσεις

    Μετά τη δημοσίευση της πρόσκλησης για υποβολή υποψηφιότητας για τη σύσταση του ΚΦΤΜ, στην ΕΕ C 90 της 16ης Απριλίου 2002, η ανωτέρω επιτροπή επιλογής, η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 1.2.1 σημείο 6, συνήλθε στις 28 Ιουνίου 2002 προκειμένου να εξετάσει τον κατάλογο των αιτήσεων που είχαν υποβάλει υποψήφιοι για τη συμμετοχή τους ως εκπρόσωποι επιχειρήσεων. Τα μέλη αυτά θα διοριστούν σε προσωπική βάση, για ανανεώσιμη περίοδο δύο ετών.

    Η Επιτροπή δέχθηκε 60 αιτήσεις από τις οποίες έξι παρελήφθησαν μετά την εκπνοή της προθεσμίας που προέβλεπε η πρόσκληση υποβολής υποψηφιότητας.

    Λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων που είχαν καθοριστεί στην πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος (αποδεδειγμένες ικανότητες και πείρα στον τομέα των τιμών μεταβίβασης, αποδεδειγμένη γνώση και πείρα όσον αφορά την κοινοτική νομοθεσία και την εσωτερική αγορά και ιδίως τα θέματα φορολογίας) και την ανάγκη ισορροπημένης σύνθεσης από άποψη γεωγραφικής καταγωγής, μεγέθους της επιχείρησης και τύπου δραστηριότητας, η επιτροπή επιλογής αποφάσισε να επιλέξει τους ακόλουθους υποψηφίους (με αλφαβητική σειρά):

    κ. Philip GILLET

    κ.Eduardo GRACIA

    κ.Guy KERSCH

    Δρα. Klaus KROPPEN

    Καθηγητή Gugliemo MAISTO

    Δρα. Ulrich MOEBUS

    κ. Sylvie PUECH

    κ.Chris ROLFE

    κ.Theo SCHMIT

    Καθηγητή Dirk VAN STAPPEN

    Διορισμός εμπειρογνωμόνων από τις φορολογικές διοικήσεις των κρατών μελών

    Στις 10 Ιουνίου 2002 απεστάλη στα κράτη μέλη επιστολή με την οποία καλούνται να διορίσουν έναν εμπειρογνώμονα ο οποίος θα συμμετέχει στο ΚΦΤΜ. Όλα τα κράτη μέλη απάντησαν θετικά διορίζοντας έναν εμπειρογνώμονα.

    Διορισμός παρατηρητών από τις φορολογικές διοικήσεις των υποψηφίων χωρών και του ΟΟΣΑ

    Στις 10 Ιουνίου 2002 απεστάλη στις υποψήφιες χώρες και στον ΟΟΣΑ επιστολή με την οποία καλούνται να διορίσουν παρατηρητή στο ΚΦΤΜ. Εκτός από τη Ρουμανία, όλες οι χώρες απήντησαν θετικά και διόρισαν παρατηρητή.

    Παράρτημα II: σχέδιο κώδικα συμπεριφοράς

    ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΙ ΤΩΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΝ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ, ΣΥΝΕΛΘΟΝΤΕΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

    ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ τη σύμβαση 90/436/ΕΟΚ της 23ης Ιουλίου 1990, σχετικά με την εξάλειψη της διπλής φορολογίας σε περίπτωση διορθώσεως των κερδών συνδεδεμένων επιχειρήσεων,

    ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ την ανάγκη τόσο για τα κράτη μέλη όσο και για τους φορολογούμενους να διαθέτουν αναλυτικότερους κανόνες για την εφαρμογή της προαναφερθείσας σύμβασης με αποτελεσματικό τρόπο,

    ΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ την ανακοίνωση της Επιτροπής όσον αφορά την έκθεση δραστηριοτήτων του κοινού φόρουμ της ΕΕ σχετικά με την τιμολόγηση συναλλαγών στον τομέα της φορολογίας επιχειρήσεων της [...] 2004,

    ΤΟΝΙΖΟΝΤΑΣ ότι ο κώδικας συμπεριφοράς αποτελεί πολιτική δέσμευση και δεν θίγει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των κρατών μελών ή τις αντίστοιχες σφαίρες αρμοδιότητας των κρατών μελών και της Κοινότητας, οι οποίες απορρέουν από τη Συνθήκη,

    ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ότι η εφαρμογή του παρόντος κώδικα συμπεριφοράς δεν πρέπει να εμποδίζει την αναζήτηση λύσεων σε σφαιρικότερο επίπεδο,

    ΘΕΣΠΙΖΟΥΝ ΤΟΝ ΑΚΟΛΟΥΘΟ ΚΩΔΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ:

    Με την επιφύλαξη των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων των κρατών μελών και της Κοινότητας, ο παρών κώδικας συμπεριφοράς αφορά την εφαρμογή της σύμβασης 90/436/ΕΟΚ της 23ης Ιουλίου 1990 για την εξάλειψη της διπλής φορολογίας σε περίπτωση διορθώσεως των κερδών συνδεδεμένων επιχειρήσεων και ορισμένα θέματα που συνδέονται με τη διαδικασία αμοιβαίου διακανονισμού που προβλέπουν οι συμβάσεις διπλής φορολογίας μεταξύ κρατών μελών.

    1. Σημείο έναρξης της τριετούς περιόδου (προθεσμία για την υποβολής της υπόθεσης σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 της Σύμβασης Διαιτησίας)

    Η ημερομηνία του "πρώτου φύλλου ελέγχου ή ισοδύναμου μέτρου που οδηγεί ή είναι πιθανό να οδηγήσει σε διπλή φορολόγηση κατά την έννοια του άρθρου 1, π.χ. λόγω διόρθωσης της τιμολόγησης συναλλαγών" θεωρείται το σημείο έναρξης της τριετούς περιόδου.

    Όσον αφορά τις υποθέσεις που σχετίζονται με την τιμολόγηση συναλλαγών, συνιστάται στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν τους ορισμούς αυτούς και για τον προσδιορισμό της τριετούς περιόδου που προβλέπεται στο άρθρο 25 παράγραφος 1 του Υποδείγματος Σύμβασης Φορολογίας Εισοδήματος και Κεφαλαίων του ΟΟΣΑ και εφαρμόζεται στις συμβάσεις διπλής φορολογίας που έχουν συναφθεί μεταξύ κρατών μελών της ΕΕ.

    2. Σημείο έναρξης της διετούς περιόδου (άρθρο 7 παράγραφος 1 της Σύμβασης Διαιτησίας)

    (i) Για την εφαρμογή του άρθρου 7 παράγραφος 1 της σύμβασης, μία υπόθεση θεωρείται ότι έχει υποβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 όταν ο φορολογούμενος παρέχει τα ακόλουθα:

    α) στοιχεία προσδιορισμού της ταυτότητας (όπως επωνυμία, διεύθυνση, αριθμό φορολογικού μητρώου) της επιχείρησης του συμβαλλόμενου κράτους που υποβάλλει την υπόθεση και των λοιπών μερών που συμμετέχουν στις σχετικές συναλλαγές.

    β) λεπτομερή στοιχεία όσον αφορά τα γεγονότα και τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης (περιλαμβανομένων λεπτομερών στοιχείων όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ της επιχείρησης και των λοιπών μερών που συμμετέχουν στις σχετικές συναλλαγές).

    γ) προσδιορισμός των υπό εξέταση φορολογικών περιόδων.

    δ) αντίγραφα των φύλλων ελέγχου, έκθεσης φορολογικού ελέγχου ή ισοδύναμου έγγραφου που οδηγεί στην εικαζόμενη διπλή φορολόγηση.

    ε) λεπτομερή στοιχεία όσον αφορά τις διαδικασίες προσφυγής και τις διαδικασίες δικαστικής αντιδικίας που έχουν κινηθεί από την επιχείρηση ή τα λοιπά μέρη που αφορούν οι υπό εξέταση συναλλαγές και οποιεσδήποτε δικαστικές αποφάσεις σχετικά με την υπόθεση.

    στ) έκθεση της επιχείρησης στην οποία εξηγούνται οι λόγοι που την κάνουν να πιστεύει πως δεν έχουν τηρηθεί οι αρχές που εκτίθενται στο άρθρο 4 της Σύμβασης Διαιτησίας.

    ζ) δέσμευση της επιχείρησης να απαντήσει όσο το δυνατόν πληρέστερα και ταχύτερα σε όλα τα λογικά και ενδεδειγμένα αιτήματα που θα διατυπωθούν από αρμόδια αρχή και ότι θα θέσει στη διάθεση των αρμοδίων αρχών τα απαιτούμενα έγγραφα. και

    η) οποιαδήποτε συμπληρωματική πληροφορία ζητηθεί από την αρμόδια αρχή εντός δύο μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της αίτησης του φορολογούμενου.

    (ii) Η διετής περίοδος αρχίζει τη μεταγενέστερη των ακόλουθων ημερομηνιών:

    α) την ημερομηνία έκδοσης του φύλλου ελέγχου, δηλαδή της τελικής απόφασης που έχει ληφθεί από τη φορολογική διοίκηση σχετικά με το πρόσθετο εισόδημα, ή άλλου ισοδύναμου μέτρου.

    β) την ημερομηνία κατά την οποία η αρμόδια αρχή παραλαμβάνει την αίτηση και τα ελάχιστα απαιτούμενα στοιχεία όπως αναφέρεται στο σημείο 2 (i) ανωτέρω.

    3. Διαδικασίες αμοιβαίου (φιλικού) διακανονισμού στο πλαίσιο της Σύμβασης Διαιτησίας

    3.1 Γενικές διατάξεις

    α) Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ εφαρμόζεται η «αρχή των πραγματικών συνθηκών της αγοράς στις συναλλαγές μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων» (arm's length principle), ανεξάρτητα από τις άμεσες φορολογικές συνέπειες για οποιοδήποτε συμβαλλόμενο κράτος.

    β) Οι υποθέσεις επιλύονται το συντομότερο δυνατόν ανάλογα με την πολυπλοκότητα των προβλημάτων που παρουσιάζει η εκάστοτε υπόθεση.

    γ) Εξετάζεται κάθε ενδεδειγμένο μέτρο για την επίτευξη αμοιβαίου διακανονισμού το ταχύτερο δυνατόν, περιλαμβανομένων των κατ' ιδίαν συναντήσεων. Ανάλογα με την περίπτωση, η επιχείρηση καλείται να εκθέσει τις απόψεις της ενώπιον της αρμόδιας αρχής.

    δ) Λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του παρόντος κώδικα, ο αμοιβαίος διακανονισμός πρέπει να επιτευχθεί εντός δύο ετών από την ημερομηνία κατά την οποία η υπόθεση υποβλήθηκε για πρώτη φορά σε μία από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το σημείο 2 (ii) του παρόντος κώδικα.

    ε) Η διαδικασία αμοιβαίου διακανονισμού δεν πρέπει να επιφέρει αδικαιολόγητο ή υπερβολικό κόστος συμμόρφωσης γι'αυτόν που την κινεί ή για οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το οποίο εμπλέκεται στην υπόθεση.

    3.2 Πρακτική λειτουργία και διαφάνεια

    α) Για να περιοριστούν στο ελάχιστο οι καθυστερήσεις και το κόστος που συνεπάγεται η μετάφραση, η διαδικασία αμοιβαίου διακανονισμού, και ιδίως η ανταλλαγή εγγράφων διατύπωσης θέσεων, θα πρέπει να διεξάγεται σε μία κοινή γλώσσα εργασίας, ή κατά τρόπο που να οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα, αν μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των αρμοδίων αρχών σε διμερή βάση.

    β) Η επιχείρηση που ζητεί να κινηθεί η διαδικασία αμοιβαίου διακανονισμού ενημερώνεται συνεχώς από την αρμόδια αρχή στην οποία έχει υποβάλει την αίτησή της σχετικά με όλες τις σημαντικές εξελίξεις που την αφορούν καθ'όλη τη διάρκεια της διαδικασίας.

    γ) Διασφαλίζεται το απόρρητο των πληροφοριών σχετικά με οποιοδήποτε πρόσωπο προστατεύεται στο πλαίσιο διμερούς φορολογικής σύμβασης ή στο πλαίσιο της νομοθεσίας συμβαλλόμενου κράτους.

    δ) Η αρμόδια αρχή βεβαιώνει ότι έλαβε την αίτηση του φορολογούμενου για την κίνηση της διαδικασίας αμοιβαίου διακανονισμού εντός ενός μηνός από την παραλαβή της αίτησης και, ταυτόχρονα, ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές των άλλων συμβαλλόμενων κρατών που εμπλέκονται στην υπόθεση, επισυνάπτοντας αντίγραφο της αίτησης του φορολογουμένου.

    ε) Αν η αρμόδια αρχή πιστεύει ότι η επιχείρηση δεν έχει υποβάλει τις ελάχιστες απαιτούμενες πληροφορίες για την κίνηση της διαδικασίας αμοιβαίου διακανονισμού όπως αναφέρεται στο σημείο 2 (i), καλεί την επιχείρηση εντός δύο μηνών από την παραλαβή της αίτησης, να της υποβάλει τις απαιτούμενες πρόσθετες πληροφορίες.

    στ) Τα συμβαλλόμενα κράτη δεσμεύονται ότι η αρμόδια αρχή θα απαντήσει στην επιχείρηση που υποβάλλει την αίτηση με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:

    (i) αν η αρμόδια αρχή δεν είναι πεπεισμένη ότι τα κέρδη της επιχείρησης έχουν συμπεριληφθεί, ή είναι πιθανόν να συμπεριληφθούν, στα κέρδη επιχείρησης άλλου συμβαλλόμενου κράτους, ενημερώνει την επιχείρηση για τις αμφιβολίες της και την καλεί να υποβάλει τις ενδεχόμενες παρατηρήσεις της.

    (ii) αν το αίτημα της επιχείρησης κρίνεται βάσιμο από την αρμόδια αρχή και η αρμόδια αυτή αρχή είναι σε θέση να εξασφαλίσει ικανοποιητική λύση, ενημερώνει την επιχείρηση και προβαίνει το συντομότερο δυνατόν στις απαιτούμενες διορθώσεις ή εγκρίνει τις ελαφρύνσεις που κρίνει δικαιολογημένες.

    (iii) αν η αρμόδια αρχή κρίνει ότι το αίτημα είναι βάσιμο αλλά δεν είναι η ίδια σε θέση να εξασφαλίσει ικανοποιητική λύση, ενημερώνει την επιχείρηση ότι θα επιδιώξει την εξεύρεση λύσης μέσω αμοιβαίου διακανονισμού με τη αρμόδια αρχή κάθε άλλου συμβαλλόμενου κράτους που μπορεί να αφορά η υπόθεση.

    ζ) Αν μία αρμόδια αρχή κρίνει ότι μία υπόθεση είναι βάσιμη, πρέπει να κινήσει διαδικασία αμοιβαίου διακανονισμού αφού ενημερώσει σχετικά την αρμόδια αρχή του άλλου συμβαλλόμενου κράτους και να επισυνάψει αντίγραφο των στοιχείων που αναφέρονται στο σημείο 2 (i) του παρόντος κώδικα. Παράλληλα, ενημερώνει το πρόσωπο που επικαλείται τη Σύμβαση Διαιτησίας για την κίνηση της διαδικασίας αμοιβαίου διακανονισμού. Η αρμόδια αρχή που κινεί τη διαδικασία αμοιβαίου διακανονισμού ενημερώνει επίσης - βάσει των στοιχείων που έχει στη διάθεσή της - την αρμόδια αρχή του άλλου συμβαλλόμενου κράτους και το πρόσωπο που έχει υποβάλει την αίτηση αν η υπόθεση έχει υποβληθεί εντός των προθεσμιών που προβλέπονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 της Σύμβασης Διαιτησίας καθώς και σχετικά με την ημερομηνία από την οποία αρχίζει να υπολογίζεται η διετής περίοδος που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 της Σύμβασης Διαιτησίας.

    3.3 Ανταλλαγή εγγράφων στα οποία εκτίθενται οι θέσεις των αρμοδίων αρχών

    α) Όταν κινηθεί διαδικασία αμοιβαίου διακανονισμού, τα συμβαλλόμενα κράτη δεσμεύονται ότι η αρμόδια αρχή της χώρας στην οποία έγινε ή πρόκειται να γίνει φορολογική εκτίμηση, ή άλλη ισοδύναμη πράξη, δηλαδή ελήφθη ή πρόκειται να ληφθεί η τελική απόφαση της φορολογικής διοίκησης σχετικά με το εισόδημα, στο πλαίσιο της οποίας προβλέπεται διόρθωση που οδηγεί ή είναι πιθανόν να οδηγήσει σε διπλή φορολόγηση κατά την έννοια του άρθρου 1 της Σύμβασης Διαιτησίας, αποστέλλει έγγραφο στο οποίο εκθέτει τις θέσεις της στις αρμόδιες αρχές των άλλων συμβαλλόμενων κρατών τα οποία αφορά η υπόθεση και εκθέτει:

    (i) την υποβληθείσα υπόθεση.

    (ii) την άποψή της όσον αφορά την υπόθεση, δηλαδή τους λόγους για τους οποίους πιστεύει ότι έχει πράγματι προκύψει ή πρόκειται να προκύψει διπλή φορολόγηση.

    (iii) τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να επιλυθεί το πρόβλημα έτσι ώστε να εξαλειφθεί η διπλή φορολογία καθώς και πλήρη παρουσίαση της πρότασής της.

    β) Το έγγραφο διατύπωσης θέσεων περιλαμβάνει πλήρη αιτιολόγηση της φορολογικής εκτίμησης ή της διόρθωσης και συνοδεύεται από τα βασικά έγγραφα που στηρίζουν την πρόταση της αρμόδιας αρχής καθώς και από κατάλογο όλων των άλλων εγγράφων που έχουν χρησιμοποιηθεί για τη διόρθωση.

    γ) Το έγγραφο διατύπωσης θέσεων αποστέλλεται στις αρμόδιες αρχές των άλλων συμβαλλόμενων κρατών τα οποία αφορά η υπόθεση το συντομότερο δυνατόν λαμβανομένης υπόψη της πολυπλοκότητας της υπό εξέταση υπόθεσης και το αργότερο εντός τεσσάρων μηνών από την μεταγενέστερη των ακολούθων ημερομηνιών:

    i) την ημερομηνία έκδοσης του φύλλου ελέγχου, δηλαδή της τελικής απόφασης της φορολογικής διοίκησης όσον αφορά το πρόσθετο εισόδημα, ή άλλης ισοδύναμης πράξης.

    ii) την ημερομηνία παραλαβής από την αρμόδια αρχή της αίτησης και των ελάχιστων απαιτούμενων στοιχείων όπως αναφέρεται στο σημείο 2 (i).

    δ) Τα συμβαλλόμενα κράτη αναλαμβάνουν τη δέσμευση ότι, όταν μία αρμόδια αρχή χώρας η οποία δεν έχει προβεί ή δεν προτίθεται να προβεί στην έκδοση φύλλου ελέγχου ή άλλης ισοδύναμης πράξης, η οποία οδηγεί ή είναι πιθανό να οδηγήσει σε διπλή φορολογία κατά την έννοια του άρθρου 1 της Σύμβασης Διαιτησίας, για παράδειγμα λόγω διόρθωσης της τιμολόγησης συναλλαγών, λαμβάνει έγγραφο στο οποίο διατυπώνονται οι θέσεις της άλλης αρμόδιας αρχής, θα απαντά το συντομότερο δυνατό λαμβανομένης υπόψη της πολυπλοκότητας της υπό εξέταση υπόθεσης και το αργότερο εντός έξι μηνών από την παραλαβή του εν λόγω εγγράφου.

    ε) Η απάντηση θα δίνεται με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:

    (i) αν η αρμόδια αρχή πιστεύει ότι υπήρξε όντως διπλή φορολόγηση ή ότι είναι πιθανόν να προκύψει διπλή φορολόγηση και συμφωνεί με τη λύση που προτείνεται στο έγγραφο διατύπωσης θέσεων, ενημερώνει σχετικά την άλλη αρμόδια αρχή και προβαίνει στις διορθώσεις αυτές το ταχύτερο δυνατό.

    (ii) αν η αρμόδια αρχή δεν πιστεύει ότι υπήρξε διπλή φορολόγηση, ή ότι είναι πιθανόν να προκύψει διπλή φορολόγηση, ή δεν συμφωνεί με τη λύση που προτείνεται στο έγγραφο διατύπωσης θέσεων, αποστέλλει στην άλλη αρμόδια αρχή έγγραφο στο οποίο εκθέτει τους λόγους για τους οποίους δεν συμφωνεί και προτείνει ενδεικτικό χρονοδιάγραμμα για την εξέταση της υπόθεσης, λαμβάνοντας υπόψη την πολυπλοκότητά της. Η πρόταση περιλαμβάνει, εφόσον απαιτείται, ημερομηνία για μια κατ' ιδίαν συνάντηση, η οποία πρέπει να πραγματοποιηθεί το αργότερο εντός 18 μηνών από την μεταγενέστερη των ακολούθων ημερομηνιών:

    α) έκδοσης του φύλλου ελέγχου, δηλαδή της οριστικής απόφασης της φορολογικής διοίκησης όσον αφορά το πρόσθετο εισόδημα, ή άλλη ισοδύναμη πράξη.

    β) κατά την οποία η αρμόδια αρχή λαμβάνει την αίτηση και τις ελάχιστες απαιτούμενες πληροφορίες όπως αναφέρεται στο σημείο 2 (i).

    στ) Τα συμβαλλόμενα κράτη προβαίνουν στη συνέχεια στη λήψη όλων των κατάλληλων μέτρων για την επίσπευση, στο μέτρο του δυνατού όλων των διαδικασιών. Σχετικά με το θέμα αυτό, τα συμβαλλόμενα κράτη πρέπει να προβλέψουν τη διοργάνωση, σε τακτική βάση και τουλάχιστον μία φορά ετησίως, κατ' ιδίαν συναντήσεων μεταξύ των αρμοδίων αρχών για τη συζήτηση διαδικασιών αμοιβαίου διακανονισμού σε εκκρεμότητα (με την προϋπόθεση ότι ο αριθμός των υποθέσεων δικαιολογεί τη διεξαγωγή τακτικών συναντήσεων του είδους αυτού).

    3.4 Συμβάσεις διπλής φορολογίας μεταξύ των κρατών μελών

    Όσον αφορά τις υποθέσεις που αφορούν την τιμολόγηση συναλλαγών, συνιστάται στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν τις διατάξεις των σημείων 1 έως 3 και στις διαδικασίες αμοιβαίου διακανονισμού που κινούνται σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 1 του Υποδείγματος Σύμβασης Φορολογίας Εισοδήματος και Κεφαλαίων του ΟΟΣΑ, στο πλαίσιο των συμβάσεων διπλής φορολογίας μεταξύ κρατών μελών.

    4. Διαδικασίες κατά τη δεύτερη φάση της Σύμβασης Διαιτησίας

    4.1 Κατάλογος ανεξάρτητων προσωπικοτήτων

    α) Τα συμβαλλόμενα κράτη αναλαμβάνουν τη δέσμευση να γνωστοποιούν χωρίς καθυστέρηση στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα ονόματα των πέντε ανεξάρτητων προσωπικοτήτων που μπορούν να συμμετάσχουν στη συμβουλευτική επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 της Σύμβασης Διαιτησίας και επίσης να τον ενημερώνουν, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, για οποιαδήποτε τροποποίηση του καταλόγου αυτού.

    β) Όταν διαβιβάζουν τα ονόματα των ανεξάρτητων προσωπικοτήτων στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα συμβαλλόμενα κράτη επισυνάπτουν και βιογραφικό σημείωμα στο οποίο πρέπει να αναφέρεται, μεταξύ άλλων, η πείρα τους στον νομικό και φορολογικό τομέα καθώς και στον τομέα της τιμολόγησης συναλλαγών.

    γ) Τα συμβαλλόμενα κράτη μπορούν επίσης να επισημαίνουν στον κατάλογο αυτό τις προσωπικότητες που πληρούν τις προϋποθέσεις για την εκλογή τους στη θέση του Προέδρου.

    δ) Ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου ζητεί κάθε χρόνο από τα συμβαλλόμενα κράτη να επιβεβαιώσουν τα ονόματα των ανεξάρτητων προσωπικοτήτων και/ή να δώσουν τα ονόματα των αντικαταστατών τους.

    ε) Ο γενικός κατάλογος με τα ονόματα όλων των προσωπικοτήτων δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο του Συμβουλίου.

    4.2 Σύσταση της συμβουλευτικής επιτροπής

    α) Εκτός αν έχει άλλως συμφωνηθεί μεταξύ των ενδιαφερόμενων συμβαλλόμενων κρατών, το συμβαλλόμενο κράτος που εξέδωσε το πρώτο φύλλο ελέγχου, δηλαδή την οριστική απόφαση της φορολογικής διοίκησης σχετικά με το πρόσθετο εισόδημα, ή ισοδύναμη πράξη η οποία οδηγεί ή είναι πιθανόν να οδηγήσει σε διπλή φορολόγηση κατά την έννοια του άρθρου 1 της Σύμβασης Διαιτησίας, λαμβάνει την πρωτοβουλία για τη σύσταση της συμβουλευτικής επιτροπής και ρυθμίζει το θέμα των συνεδριάσεών της, κατόπιν συμφωνίας με το άλλο συμβαλλόμενο κράτος.

    β) Τη συμβουλευτική επιτροπή απαρτίζουν συνήθως δύο ανεξάρτητες προσωπικότητες, ο Πρόεδρος και οι εκπρόσωποι των αρμοδίων αρχών.

    γ) Η συμβουλευτική επιτροπή επικουρείται από μία Γραμματεία τις εγκαταστάσεις της οποίας παρέχει το συμβαλλόμενο κράτος που ανέλαβε την πρωτοβουλία για τη συγκρότηση της συμβουλευτικής επιτροπής, εκτός αν έχει συμφωνηθεί άλλως μεταξύ των ενδιαφερόμενων συμβαλλόμενων κρατών. Για λόγους ανεξαρτησίας, η Γραμματεία αυτή θα λειτουργεί υπό την εποπτεία του Προέδρου της συμβουλευτικής επιτροπής. Τα μέλη της Γραμματείας δεσμεύονται από τις διατάξεις περί απορρήτου όπως αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 6 της Σύμβασης Διαιτησίας.

    δ) Ο τόπος στον οποίο συνεδριάζει η συμβουλευτική επιτροπή και ο τόπος από τον οποίο πρέπει να γνωμοδοτήσει μπορούν να καθορίζονται εκ των προτέρων από τις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων συμβαλλόμενων κρατών.

    ε) Τα συμβαλλόμενα κράτη παρέχουν στη συμβουλευτική επιτροπή, πριν από την πρώτη συνεδρίασή της, όλα τα σχετικά έγγραφα και πληροφορίες και ιδίως όλα τα έγγραφα, εκθέσεις, αλληλογραφία και πορίσματα που έχουν χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας αμοιβαίου διακανονισμού.

    4.3 Λειτουργία της συμβουλευτικής επιτροπής

    α) Μία υπόθεση θεωρείται ότι έχει παραπεμφθεί στη συμβουλευτική επιτροπή την ημερομηνία κατά την οποία ο πρόεδρός της επιβεβαιώνει ότι τα μέλη της έχουν λάβει όλα τα σχετικά έγγραφα και πληροφορίες που αναφέρονται στο σημείο 4.2 ε).

    β) Οι εργασίες της συμβουλευτικής επιτροπής διεξάγονται στην επίσημη γλώσσα ή στις επίσημες γλώσσες των ενδιαφερόμενων συμβαλλόμενων κρατών, εκτός εάν οι αρμόδιες αρχές αποφασίσουν άλλως στο πλαίσιο αμοιβαίας συμφωνίας, λαμβάνοντας υπόψη τις επιθυμίες της συμβουλευτικής επιτροπής.

    γ) Η συμβουλευτική επιτροπή μπορεί να ζητήσει από το μέρος από το οποίο προέρχεται μία δήλωση ή έγγραφο να φροντίσει για τη μετάφρασή του στη γλώσσα ή τις γλώσσες στις οποίες διεξάγονται οι εργασίες.

    δ) Χωρίς να θίγονται οι διατάξεις του άρθρου 10 της Σύμβασης Διαιτησίας, η συμβουλευτική επιτροπή μπορεί να ζητήσει από τα συμβαλλόμενα κράτη και κυρίως από το συμβαλλόμενο κράτος που εξέδωσε το πρώτο φύλλο ελέγχου, δηλαδή την οριστική απόφαση της φορολογικής διοίκησης σχετικά με το πρόσθετο εισόδημα, ή ισοδύναμη πράξη που οδήγησε ή είναι πιθανόν να οδηγήσει σε διπλή φορολόγηση κατά την έννοια του άρθρου 1 να εμφανιστούν ενώπιον της συμβουλευτικής επιτροπής.

    ε) Τα έξοδα της διαδικασίας ενώπιον της συμβουλευτικής επιτροπής, τα οποία επιμερίζονται στα ενδιαφερόμενα συμβαλλόμενα κράτη, συνίστανται στα διοικητικά έξοδα της συμβουλευτικής επιτροπής και στις αμοιβές και τα έξοδα των ανεξάρτητων προσωπικοτήτων.

    στ) Αν οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων συμβαλλόμενων κρατών δεν έχουν συμφωνήσει διαφορετικά:

    i) η απόδοση των εξόδων των ανεξάρτητων προσωπικοτήτων περιορίζεται στη συνήθη αποζημίωση για τους υψηλόβαθμους δημοσίους υπαλλήλους του συμβαλλόμενου κράτους το οποίο έχει αναλάβει την πρωτοβουλία για τη συγκρότηση της συμβουλευτικής επιτροπής.

    ii) οι αμοιβές των ανεξάρτητων προσωπικοτήτων καθορίζονται σε 1000 ευρώ κατ' άτομο και ανά ημέρα συνεδρίασης της συμβουλευτικής επιτροπής και ο πρόεδρος λαμβάνει αμοιβή κατά 10% υψηλότερη από την αμοιβή των υπόλοιπων ανεξάρτητων προσωπικοτήτων.

    ζ) Η πραγματική καταβολή των εξόδων της διαδικασίας ενώπιον της συμβουλευτικής επιτροπής γίνεται από το συμβαλλόμενο κράτος που ανέλαβε την πρωτοβουλία για τη σύστασή της, εκτός εάν οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων συμβαλλόμενων κρατών αποφασίσουν διαφορετικά.

    4.4 Γνωμοδότηση της συμβουλευτικής επιτροπής

    Τα συμβαλλόμενα κράτη αναμένουν ότι η γνωμοδότηση θα περιλαμβάνει:

    α) τα ονόματα των μελών της συμβουλευτικής επιτροπής.

    β) το αίτημα, το οποίο περιλαμβάνει:

    - τις επωνυμίες και τις διευθύνσεις των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων.

    - τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές.

    - περιγραφή των γεγονότων και περιστάσεων της αντιδικίας.

    - σαφή περιγραφή της απαίτησης.

    γ) συνοπτική παρουσίαση της διαδικασίας.

    δ) τα επιχειρήματα και τις μεθόδους στις οποίες στηρίζεται η απόφαση στη γνωμάτευση της συμβουλευτικής επιτροπής.

    ε) τη γνωμάτευση.

    στ) τον τόπο στον οποίο γνωμοδότησε η Επιτροπή.

    ζ) την ημερομηνία γνωμοδότησης.

    η) τις υπογραφές των μελών της συμβουλευτικής επιτροπής.

    Η απόφαση των αρμοδίων αρχών και η γνωμάτευση της συμβουλευτικής επιτροπής γνωστοποιούνται ως εξής:

    i) Μετά τη λήψη απόφασης, η αρμόδια αρχή στην οποία είχε υποβληθεί η υπόθεση αποστέλλει αντίγραφο της απόφασης των αρμοδίων αρχών και της γνωμάτευσης της συμβουλευτικής επιτροπής σε κάθε μία από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις.

    ii) Αν οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων συμβαλλόμενων κρατών συμφωνούν ότι η απόφαση και η γνωμάτευση μπορούν να δημοσιευθούν, προβαίνουν στη δημοσίευσή της μόνο εφόσον οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις γνωστοποιήσουν γραπτώς στην αρμόδια αρχή στην οποία υποβλήθηκε η υπόθεση ότι δεν έχουν αντίρρηση για τη δημοσίευση της απόφασης και της γνωμάτευσης. Με τη συγκατάθεση των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων συμβαλλόμενων κρατών μπορούν επίσης να συμφωνήσουν να δημοσιευθεί η απόφαση και η γνωμάτευση χωρίς να αναφέρονται οι επωνυμίες των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων και αφού διαγραφούν όλα τα στοιχεία που ενδέχεται να αποκαλύπτουν την ταυτότητα των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων.

    iii) Η γνωμάτευση της συμβουλευτικής επιτροπής συντάσσεται σε τρία πρωτότυπα, εκ των οποίων δύο διαβιβάζονται στις αρμόδιες αρχές των συμβαλλόμενων κρατών και ένα διαβιβάζεται στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου για αρχειοθέτηση. Αν επιτευχθεί συμφωνία όσον αφορά τη δημοσίευσή της γνωμάτευσης, η Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου ζητεί τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    5. Αναστολή της είσπραξης των φόρων για όσο διάστημα διαρκούν οι διασυνοριακές διαδικασίες επίλυσης των διαφορών

    Συνιστάται στα κράτη μέλη να λάβουν όλα τα απαιτούμενα μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι η αναστολή της είσπραξης των φορολογικών οφειλών για όσο διάστημα διαρκούν οι διασυνοριακές διαδικασίες επίλυσης των διαφορών που έχουν κινηθεί στο πλαίσιο της Σύμβασης Διαιτησίας είναι εφικτή για τις επιχειρήσεις που κινούν τις διαδικασίες του είδους αυτού, με τους ίδιους όρους που ισχύουν για εκείνες που κινούν διαδικασία προσφυγής/δικαστικής αντιδικίας παρόλο που τα μέτρα αυτά ενδέχεται να προϋποθέτουν νομοθετικές αλλαγές σε ορισμένα κράτη μέλη. Κρίνεται επίσης σκόπιμο να επεκτείνουν τα κράτη μέλη τα μέτρα αυτά στις διασυνοριακές διαδικασίες επίλυσης των διαφορών οι οποίες κινούνται στο πλαίσιο των συμβάσεων διπλής φορολογίας που έχουν συναφθεί μεταξύ κρατών μελών.

    6. Προσχώρηση των νέων κρατών μελών της ΕΕ στη Σύμβαση Διαιτησίας

    Τα κράτη μέλη καταβάλλουν τις απαιτούμενες προσπάθειες για την υπογραφή και κύρωση της σύμβασης προσχώρησης των νέων κρατών μελών της ΕΕ στη Σύμβαση Διαιτησίας, το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο εντός δύο ετών από την ημερομηνία προσχώρησής τους στην ΕΕ.

    7. Τελικές διατάξεις

    Για να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη και αποτελεσματική εφαρμογή του Κώδικα Συμπεριφοράς, τα κράτη μέλη καλούνται να υποβάλλουν στην Επιτροπή, ανά διετία, έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του στην πράξη. Βάσει των εκθέσεων αυτών, η Επιτροπή έχει σκοπό να υποβάλει έκθεση στο Συμβούλιο και ενδεχομένως πρόταση επανεξέτασης των διατάξεων του Κώδικα.

    Παράρτημα III: εκθεση επί των δραστηριοτητων του κοινού φόρουμ της ΕΕ σχετικά με την τιμολογηση συναλλαγων στον τομέα της φορολογίας επιχειρήσεων Οκτώβριος 2002 - Δεκέμβριος 2003

    1. Συνοπτική παρουσίαση των εργασιων στο πλαισιο των συνεδριάσεων του κοινού φόρουμ της ΕΕ σχετικά με την τιμολογηση συναλλαγων

    1.1. Εναρκτήρια συνεδρίαση

    Η εναρκτήρια συνεδρίαση του κοινού φόρουμ της ΕΕ σχετικά με την τιμολόγηση συναλλαγών (στο εξής: ΚΦΤΣ) διεξήχθη στις 3 Οκτωβρίου 2002 υπό την προεδρία του κ. Bruno Gibert και αφορούσε κυρίως τη συζήτηση και την έγκριση του κανονισμού εσωτερικής λειτουργίας, την εκλογή αντιπροέδρων για τους εκπροσώπους των κρατών μελών και των επιχειρήσεων και τη συζήτηση ενός εγγράφου εργασίας για την κατάρτιση διετούς προγράμματος εργασίας, σύμφωνα με την πρόταση που είχε διατυπωθεί στα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 11ης Μαρτίου 2002.

    Ο εσωτερικός κανονισμός εγκρίθηκε ομόφωνα. Οι εμπειρογνώμονες των επιχειρήσεων εξέλεξαν τον κ. Guy Kersch, Διευθυντή για θέματα ευρωπαϊκής φορολογίας της Pharmacia S.A., Λουξεμβούργο, και οι εμπειρογνώμονες των φορολογικών διοικήσεων εξέλεξαν την κα. Montserrat Trape Viladomat, Αναπληρώτρια Προϊσταμένη στη διοικητική μονάδα Διεθνούς Φορολογίας, της Ισπανίας, ως αντιπροέδρους.

    Το σχέδιο διετούς προγράμματος εργασίας συζητήθηκε και στη συνέχεια εγκρίθηκε, με ορισμένες ήσσονος σημασίας τροποποιήσεις, κατά τη δεύτερη συνεδρίαση. Από τη συζήτηση προέκυψε ότι τα περισσότερα κράτη μέλη ήταν της γνώμης ότι, σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 11ης Μαρτίου 2001, έπρεπε να δοθεί άμεση προτεραιότητα στην αναζήτηση πρακτικών λύσεων για μια περισσότερο ομοιόμορφη εφαρμογή της Σύμβασης Διαιτησίας προκειμένου να επιτευχθεί μεγαλύτερη ασφάλεια όσον αφορά τα διαδικαστικά θέματα της Σύμβασης Διαιτησίας [5]. Αυτό αφορά τόσο την πρώτη φάση της Σύμβασης Διαιτησίας, δηλαδή τη διαδικασία αμοιβαίου (φιλικού) διακανονισμού, όσο και τη δεύτερη φάση, δηλαδή τη διαδικασία διαιτησίας.

    [5] Σύμβαση 90/436/ΕΟΚ της 23ης Ιουλίου 1990 για την εξάλειψη της διπλής φορολογίας σε περίπτωση διορθώσεως των κερδών συνδεδεμένων επιχειρήσεων, ΕΕ L 225, 20.8.1990, σ. 10-24.

    Τα μέλη του ΚΦΤΣ κρίνουν στην πλειοψηφία τους ότι το θέμα των απαιτήσεων όσον αφορά την τεκμηρίωση για την τιμολόγηση συναλλαγών πρέπει επίσης να εξεταστεί από το ΚΦΤΣ.

    Τα μέλη του ΚΦΤΣ συνήγαγαν επίσης το συμπέρασμα ότι οι προκαταρκτικές συμφωνίες όσον αφορά τις τιμές μεταβίβασης, τις οποίες ζητούν οι επιχειρήσεις, απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή δεδομένου ότι παρουσιάζουν πολλά προβλήματα. Το φόρουμ θα πρέπει λοιπόν να εξετάσει κατ'αρχάς άλλα διαδικαστικά μέσα τα οποία θα επιτρέψουν στους φορολογούμενους να αποκτήσουν μεγαλύτερη βεβαιότητα και κυρίως τη διεξαγωγή διαβουλεύσεων μεταξύ των φορολογικών διοικήσεων πριν προβούν σε διορθώσεις. Τα δύο αυτά θέματα πρέπει να εξεταστούν από κοινού, δεν θεωρούνται όμως άμεσης προτεραιότητας.

    1.2. Επόμενες συνεδριάσεις

    Στο πλαίσιο του διετούς προγράμματος εργασίας που κατήρτισε, το ΚΦΤΣ εξέτασε, κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεών του στις 4 Δεκεμβρίου 2002, 2 Απριλίου 2003, 19 Ιουνίου 2003, 11 Σεπτεμβρίου 2003 και 11 Δεκεμβρίου 2003, διαδικαστικά θέματα που συνδέονται με τη βελτίωση της πρακτικής λειτουργίας της Σύμβασης Διαιτησίας και ορισμένα συναφή θέματα των διαδικασιών αμοιβαίου διακανονισμού στο πλαίσιο συμβάσεων διπλής φορολογίας μεταξύ κρατών μελών. Οι συζητήσεις αφορούσαν κυρίως τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται κατά τη μεταβατική περίοδο, μέχρις ότου επικυρωθεί το πρωτόκολλο του 1999 για την παράταση της σύμβασης (η οποία έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 1999), την ημερομηνία έναρξης της τριετούς περιόδου, η οποία αποτελεί την προθεσμία που έχει καθοριστεί για την υποβολή μιας υπόθεσης στην αρμόδια αρχή (άρθρο 6.1), την ημερομηνία έναρξης της διετούς περιόδου που προβλέπεται για τη διαδικασία αμοιβαίου διακανονισμού, δηλ. την πρώτη φάση της Σύμβασης Διαιτησίας (άρθρο 7.1), τις ενέργειες στο πλαίσιο της διαδικασίας αμοιβαίου διακανονισμού (επιτάχυνση της διαδικασίας, αναστολή της είσπραξης των φορολογικών οφειλών, καταβολή και επιστροφή τόκων, διαφάνεια και συμμετοχή του φορολογούμενου), τις ενέργειες στο πλαίσιο της διαδικασίας διαιτησίας δηλαδή της δεύτερης φάσης της Σύμβασης Διαιτησίας μετά τη διαδικασία αμοιβαίου διακανονισμού (άρθρα 7 έως 11) και την αλληλεπίδραση μεταξύ της διαδικασίας αμοιβαίου διακανονισμού και της διαδικασίας διαιτησίας, αφενός, και των διοικητικών και δικαστικών προσφυγών (άρθρο 7.3), αφετέρου.

    Σύμφωνα με το διετές πρόγραμμα εργασίας του, άρχισαν τον Δεκέμβριο 2003 οι συζητήσεις σχετικά με τις απαιτήσεις τεκμηρίωσης στον τομέα της τιμολόγησης συναλλαγών.

    1.3. Συμπεράσματα

    Αισθητή πρόοδος σημειώθηκε όσον αφορά τα διαδικαστικά θέματα που σχετίζονται με τη βελτίωση της πρακτικής λειτουργίας της Σύμβασης Διαιτησίας και τα συναφή θέματα των διαδικασιών αμοιβαίου διακανονισμού στο πλαίσιο των συμβάσεων διπλής φορολογίας που έχουν συναφθεί μεταξύ κρατών μελών. Λαμβάνοντας υπόψη τα πλεονεκτήματα που παρουσιάζει, τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τις εθνικές φορολογικές διοικήσεις, η ταχεία υλοποίηση των συμπερασμάτων και συστάσεών του, το ΚΦΤΣ αποφάσισε να υποβάλει στην Επιτροπή ενδιάμεση έκθεση για τις δραστηριότητές του.

    Λαμβάνοντας υπόψη όσα εκτίθενται κατωτέρω, το ΚΦΤΣ έκρινε ότι ο καλύτερος τρόπος αξιοποίησης των συμπερασμάτων και συστάσεών του ήταν η υποβολή πρότασης για την έκδοση ψηφίσματος σχετικά με τη θέσπιση ενός κώδικα συμπεριφοράς για την εφαρμογή της σύμβασης 90/436/ΕΟΚ της 23ης Ιουλίου 1990 για την εξάλειψη της διπλής φορολογίας σε περίπτωση διορθώσεως των κερδών συνδεδεμένων επιχειρήσεων και για ορισμένα σημεία των διαδικασιών αμοιβαίου διακανονισμού στο πλαίσιο των συμβάσεων διπλής φορολογίας που έχουν συναφθεί μεταξύ κρατών μελών, όπως εκτίθεται στο παράρτημα II της παρούσας έκθεσης. Η Επιτροπή μπορεί να προτείνει στο Συμβούλιο την υιοθέτηση αυτού του Κώδικα Συμπεριφοράς.

    2. Συμπεράσματα και συστάσεις για θέματα που συνδέονται με τη Σύμβαση Διαιτησίας καθωσ και για ορισμένα συναφή θέματα που συνδέονται με τις διαδικασίες αμοιβαίου διακανονισμού στο πλαίσιο συμβάσεων διπλής φορολογιασ μεταξύ κρατών μελών

    2.1. Διαδικασίες που ακολουθούνται κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου μέχρις ότου επικυρωθούν από το σύνολο των συμβαλλόμενων κρατών η σύμβαση προσχώρησης της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας (σύμβαση προσχώρησης) καθώς και το πρωτόκολλο που τροποποιεί την αρχική σύμβαση (πρωτόκολλο παράτασης)

    Παρά την υπογραφή των σχετικών πράξεων στις 25 Μαΐου 1999 και 21 Δεκεμβρίου 1995 αντιστοίχως, μέχρι στιγμής η Ιταλία, η και η Πορτογαλία δεν έχουν επικυρώσει το πρωτόκολλο παράτασης και η Ελλάδα δεν έχει επικυρώσει τη σύμβαση προσχώρησης.

    Ως εκ τούτου, η Σύμβαση Διαιτησίας δεν είχε ακόμη τεθεί σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2000. Οι συνδεδεμένες επιχειρήσεις είναι συνεπώς αδύνατο να στηριχθούν στο μέσο αυτό για την αποφυγή ή την αντιμετώπιση του προβλήματος της διπλής φορολόγησης.

    Tο ΚΦΤΣ εξέτασε διάφορες καταστάσεις και προβλήματα που είναι δυνατόν να ανακύψουν στην πράξη κατά τη διάρκεια της μεταβατικής αυτής περιόδου καθώς και τις ενδεχόμενες συνέπειες για την εφαρμογή της Σύμβασης Διαιτησίας όταν θα τεθεί εκ νέου σε ισχύ.ι

    2.1.1. Διαδικασίες στις περιπτώσεις στις οποίες έχει υποβληθεί αίτηση από φορολογούμενο πριν από την 1η Ιανουαρίου 2000

    Όλα τα κράτη μέλη εκτός από τη Δανία θα συνεχίσουν να εξετάζουν τις υποθέσεις για τις οποίες έχει κατατεθεί αίτηση στο πλαίσιο της Σύμβασης Διαιτησίας πριν από την 1η Ιανουαρίου 2000, σύμφωνα με τους κανόνες της Σύμβασης Διαιτησίας. Η Δανία θα συνεχίσει τις διαδικασίες αμοιβαίου διακανονισμού στο πλαίσιο της σχετικής σύμβασης διπλής φορολογίας. Δύο ακόμη κράτη μέλη κρίνουν επίσης ότι οι διαδικασίες στο πλαίσιο της Σύμβασης Διαιτησίας αναστέλλονται μέχρις ότου τεθεί εκ νέου σε ισχύ η Σύμβαση, αλλά δεν τους είχε υποβληθεί καμία υπόθεση πριν από την 1η Ιανουαρίου 2000.

    2.1.2. Διαδικασία στις περιπτώσεις στις οποίες έχει υποβληθεί αίτηση από φορολογούμενο μετά την 1η Ιανουαρίου 2000

    Κανείς δεν αμφισβητεί ότι η αίτηση φορολογούμενου ο οποίος επικαλείται τη Σύμβαση Διαιτησίας είναι έγκυρη στο πλαίσιο του πρωτοκόλλου παράτασης. Αυτό σημαίνει ότι μία επιχείρηση μπορεί να υποβάλει μία υπόθεση σε μία αρμόδια αρχή αλλά ότι στην πράξη δεν υπάρχει συγκεκριμένο χρονικό όριο για την ολοκλήρωση της διαδικασίας αμοιβαίου διακανονισμού (ΔΑΔ) ή για την κίνηση της διαδικασίας διαιτησίας.

    Η πληθώρα θέσεων που είναι δυνατόν να υιοθετηθούν όσον αφορά την εφαρμογή της Σύμβασης Διαιτησίας κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, τόσο όσον αφορά τη ΔΑΔ όσο και τη διαδικασία διαιτησίας, όπως φαίνεται στο παράρτημα I της παρούσας έκθεσης, καθιστά εμφανή την έλλειψη ασφάλειας δικαίου για τις εταιρείες που επιθυμούν να κάνουν χρήση της Σύμβασης Διαιτησίας και, πιο συγκεκριμένα, να εφαρμοστεί η διαδικασία διαιτησίας.

    Όλα τα κράτη μέλη ωστόσο κινούν ΔΑΔ, είτε βάσει των κανόνων της Σύμβασης Διαιτησίας (αν το άλλο κράτος μέλος το δέχεται, βλ. παράρτημα I) είτε βάσει της σύμβασης διπλής φορολογίας που έχει συναφθεί με το άλλο κράτος μέλος.

    Η πλειοψηφία των μελών είναι σύμφωνη με την αρχή ότι ο χρόνος που αφιερώνεται σε μία διαδικασία αμοιβαίου διακανονισμού στο πλαίσιο μιας σύμβασης διπλής φορολογίας θα πρέπει να αφαιρείται από τη διετή περίοδο που προβλέπει το άρθρο 7 παράγραφος 1 της Σύμβασης Διαιτησίας όταν οι αρμόδιες αρχές κινούν ή συνεχίζουν τη διαδικασία αμοιβαίου διακανονισμού στο πλαίσιο της Σύμβασης Διαιτησίας.

    Αναλυτική επισκόπηση των θέσεων των κρατών μελών παρατίθεται στο παράρτημα I της παρούσας έκθεσης.

    2.1.3. Συμπεράσματα

    Παρόλο που το ΚΦΤΣ έκρινε χρήσιμο να αποσαφηνιστούν οι προσεγγίσεις των διαφόρων εθνικών φορολογικών αρχών κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, τα μέλη συμφώνησαν, λαμβανομένου υπόψη του μεταβατικού χαρακτήρα και του περιορισμένου αντίκτυπου της μεταβατικής περιόδου, να μην διατυπωθούν προτάσεις ή συστάσεις όσον αφορά την περίοδο αυτή.

    2.2. Σημείο έναρξης της τριετούς και της διετούς περιόδου που προβλέπονται κατά την πρώτη φάση της Σύμβασης Διαιτησίας

    2.2.1. Σημείο έναρξης της τριετούς περιόδου (προθεσμία υποβολής της υπόθεσης σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 της Σύμβασης Διαιτησίας και με το άρθρο 25 παράγραφος 1 του υποδείγματος φορολογικής σύμβασης του ΟΟΣΑ)

    Το άρθρο 6 παράγραφος 1 της Σύμβασης Διαιτησίας προβλέπει ότι "... η υπόθεση πρέπει να υποβληθεί μέσα σε τρία χρόνια από την πρώτη κοινοποίηση του μέτρου το οποίο συνεπάγεται ή ενδέχεται να συνεπάγεται διπλή φορολογία κατά την έννοια του άρθρου 1."

    Όσον αφορά τον καθορισμό της ενέργειας που αποτελεί την αφετηρία για τον υπολογισμό της τριετούς περιόδου, το σύνολο των κρατών μελών πιστεύει ότι πρόκειται για: "την ημερομηνία έκδοσης του πρώτου φύλλου ελέγχου ή ισοδύναμου μέτρου το οποίο οδηγεί ή είναι πιθανόν να οδηγήσει σε διπλή φορολόγηση κατά την έννοια του άρθρου 1, ιδίως λόγω διόρθωσης της τιμολόγησης συναλλαγών" [6].

    [6] Το μέλος που εκπροσωπεί την ιταλική φορολογική αρχή πιστεύει ότι η ημερομηνία έκδοσης του πρώτου φύλλου ελέγχου ή άλλου ισοδύναμου μέτρου κατόπιν διόρθωσης της τιμολόγησης συναλλαγών, το οποίο οδηγεί ή είναι πιθανόν να οδηγήσει σε διπλή φορολόγηση κατά την έννοια του άρθρου 1 αποτελεί το σημείο έναρξης της τριετούς περιόδου, δεδομένου ότι η υφιστάμενη Σύμβαση Διαιτησίας πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες έχει γίνει διόρθωση της τιμολόγησης συναλλαγών.

    Στο παράρτημα του σχεδίου κώδικα συμπεριφοράς (Παράρτημα II της παρούσας έκθεσης) παρατίθενται οι ορισμοί των κρατών μελών για το σημαντικό από την άποψη του υπολογισμού αυτού γεγονός στην εθνική γλώσσα και στα Αγγλικά.

    Το υπόδειγμα σύμβασης του ΟΟΣΑ για τη φορολογία εισοδήματος και κεφαλαίων, το οποίο αποτελεί τη βάση όλων των συμβάσεων διπλής φορολογίας που έχουν συναφθεί μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, περιλαμβάνει στο άρθρο 25 παράγραφος 1 ανάλογη διατύπωση με αυτή του άρθρου 6 παράγραφος 1 της Σύμβασης Διαιτησίας όσον αφορά τις προθεσμίες για την υποβολή μιας υπόθεσης διπλής φορολόγησης στις αρμόδιες αρχές.

    Για λόγους συνέπειας και στο βαθμό που πρόκειται για υποθέσεις που σχετίζονται με την τιμολόγηση συναλλαγών, το ΚΦΤΣ συνιστά στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν επίσης τον ορισμό του σημείου έναρξης της τριετούς περιόδου, όπως εκτίθεται στο παράρτημα του σχεδίου κώδικα συμπεριφοράς και στις συμβάσεις διπλής φορολογίας που έχουν συναφθεί μεταξύ κρατών μελών.

    2.2.2. Σημείο έναρξης της διετούς περιόδου (άρθρο 7 παράγραφος 1 της Σύμβασης Διαιτησίας)

    Η Σύμβαση Διαιτησίας στο άρθρο 6 παράγραφος 1 και στο άρθρο 7 παράγραφος 1 δεν προβλέπει καμία απαραίτητη προϋπόθεση, εκτός από την υποβολή της υπόθεσης, για την έναρξη της διετούς περιόδου που προβλέπεται για τις διαδικασίες αμοιβαίου διακανονισμού. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει, στο πλαίσιο μιας διαδικασίας αμοιβαίου διακανονισμού, να επιδιώκουν την επίτευξη συμφωνίας για την εξάλειψη της διπλής φορολογίας χωρίς να χρειαστεί να κινηθεί η διαδικασία διαιτησίας που προβλέπει η Σύμβαση Διαιτησίας.

    Το ΚΦΤΣ αναγνώρισε πως για να θεωρηθεί ότι μία υπόθεση έχει υποβληθεί και προκειμένου να έχει η αρμόδια αρχή στη διάθεσή της επαρκή στοιχεία για να μπορέσει να εκτιμήσει κατά πόσο μία ένσταση είναι "βάσιμη" (απαραίτητη προϋπόθεση για την κίνηση διαδικασίας αμοιβαίου διακανονισμού, όπως προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 της Σύμβασης Διαιτησίας,), ο φορολογούμενος οφείλει να παράσχει έναν ελάχιστο αριθμό στοιχείων, όπως προβλέπεται στο κεφάλαιο 2 του κώδικα συμπεριφοράς. Εκτός από τα εν λόγω ελάχιστα αυτά απαιτούμενα στοιχεία, η αρμόδια αρχή πρέπει να έχει το δικαίωμα να ζητήσει, εντός του διμήνου που έπεται της παραλαβής της αίτησης του φορολογουμένου, την παροχή πρόσθετων στοιχείων προκειμένου να αρχίσει ο υπολογισμός της διετούς περιόδου. Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή δεν ζητήσει αυτά τα στοιχεία, η περίοδος των δύο ετών αρχίζει να υπολογίζεται από την ημερομηνία που προβλέπεται στον κώδικα συμπεριφοράς.

    Χωρίς να τίθεται υπό αμφισβήτηση η αξιοπιστία των στοιχείων που παρέχει η μεγάλη πλειοψηφία των επιχειρήσεων, το ΚΦΤΣ θα ήθελε επίσης να τονίσει την ανάγκη πλήρους συνεργασίας των φορολογουμένων προκειμένου να μεγιστοποιηθούν οι δυνατότητες επίτευξης αμοιβαίου διακανονισμού το συντομότερο δυνατόν. Η συνεργασία αυτή δεν θα πρέπει να περιορίζεται μόνο στην κίνηση της διαδικασίας αλλά να διασφαλίζεται καθ'όλη τη διάρκεια της διαδικασίας αμοιβαίου διακανονισμού. Το ΚΦΤΣ είναι επίσης της γνώμης ότι η συνεργασία αυτή δεν πρέπει να διασφαλίζεται μόνο από την επιχείρηση που υποβάλλει την υπόθεση αλλά και από τα άλλα μέρη που εμπλέκονται στις υπό εξέταση συναλλαγές, και ότι η έλλειψη συνεργασίας του είδους αυτού ενδέχεται να οδηγήσει σε επιβράδυνση της διαδικασίας.

    2.3. Διαδικασίες κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης της Σύμβασης Διαιτησίας

    Μόλις διαβιβαστούν στις αρμόδιες αρχές όλα τα απαιτούμενα στοιχεία που θα τους επιτρέψουν να αποφασίσουν κατά πόσον η υπόθεση είναι, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, βάσιμη (βλ. 2.2.2), αρχίζει ο υπολογισμός της διετούς περιόδου κατά την οποία πρέπει να επιτευχθεί φιλικός διακανονισμός μεταξύ των αρμοδίων αρχών για την εξάλειψη της διπλής φορολόγησης.

    Το ΚΦΤΣ είναι της γνώμης ότι η πρόταση για την κατάρτιση ενός δοκιμαστικού χρονοδιαγράμματος για τις ΔΑΔ, και ιδίως για την ανταλλαγή εγγράφων στα οποία οι αρμόδιες αρχές εκθέτουν τις θέσεις τους, θα είναι χρήσιμη για τον καλύτερο προγραμματισμό των διαφόρων ενεργειών, τον συντονισμό και την επιτάχυνση των διαδικασιών.

    Επιπλέον, συμφωνήθηκε ως γενική αρχή ότι θα πρέπει να εξετάζονται το συντομότερο δυνατό όλα τα ενδεδειγμένα μέσα για την επίτευξη αμοιβαίου διακανονισμού και ότι θα πρέπει να καθοριστούν πρότυπα ορθής πρακτικής όσον αφορά τη γλώσσα που θα χρησιμοποιείται και τα στοιχεία του φορολογούμενου.

    Όλα τα μέλη συμφωνούν ότι οι φορολογούμενοι δεν πρέπει να έχουν το δικαίωμα να παρευρίσκονται στις συζητήσεις των αρμοδίων αρχών. Τα περισσότερα μέλη συμφωνούν ότι πρέπει να παρέχεται στους φορολογούμενους, κατόπιν αιτήματός τους, το δικαίωμα να εκθέτουν τις απόψεις τους στην αρμόδια αρχή.

    Στο βαθμό που πρόκειται για υποθέσεις που σχετίζονται με τις τιμές μεταβίβασης και χωρίς να θίγονται οι γενικότερες ρυθμίσεις, το ΚΦΤΣ συνιστά στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν τις διατάξεις του κώδικα συμπεριφοράς σχετικά με τις ΔΑΔ στο πλαίσιο της Σύμβασης Διαιτησίας και στις συμβάσεις διπλής φορολογίας μεταξύ των κρατών μελών.

    2.4. Διαδικασίες κατά τη διάρκεια της δεύτερης φάσης της Σύμβασης Διαιτησίας: σύσταση και λειτουργία της συμβουλευτικής επιτροπής

    Το ΚΦΤΣ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα άρθρα 7, 9, 10, 11 και 12 της Σύμβασης Διαιτησίας, τα οποία αφορούν τη λειτουργία της διαδικασίας διαιτησίας (τη δεύτερη φάση της σύμβασης), δεν είναι λεπτομερή στο βαθμό που θα έπρεπε προκειμένου να διασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία της διαδικασίας αυτής.

    Σύμφωνα με πληροφορίες που παρέσχε η Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου, το ΚΦΤΣ διαπίστωσε ότι τον Σεπτέμβριο 2003, πέντε συμβαλλόμενα κράτη (Ελλάδα, Φινλανδία, Ιρλανδία, Πορτογαλία και Σουηδία) δεν είχαν ακόμη επιλέξει τις ανεξάρτητες προσωπικότητες για τη συμβουλευτική επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 της Σύμβασης. Σε άλλα συμβαλλόμενα κράτη, οι κατάλογοι διορισμού έχουν καταρτιστεί λίγο χρόνο μετά την υπογραφή της σύμβασης το 1990, γεγονός που δημιουργεί ορισμένα ερωτηματικά όσον αφορά τη σημερινή τους αξία.

    Δεν υπάρχουν λεπτομερείς κανόνες όσον αφορά την πρακτική οργάνωση της φάσης διαιτησίας, δηλαδή ποια είναι η αρμόδια αρχή που λαμβάνει την πρωτοβουλία για τη συγκρότηση της συμβουλευτικής επιτροπής, πού συνεδριάζει η συμβουλευτική επιτροπή, ποιος παρέχει τις απαιτούμενες εγκαταστάσεις, πότε μία υπόθεση θεωρείται ότι υποβάλλεται στη συμβουλευτική επιτροπή, ποιο είναι το επίπεδο αμοιβής των μελών και του προέδρου, ποιο θα είναι το περιεχόμενο της γνωμοδότησης και ποιες είναι οι προϋποθέσεις για τη δημοσίευσή της, κλπ.

    Βάσει των εργασιών που έχουν ήδη διεξαχθεί από την ομάδα εργασίας του Συμβουλίου για τα χρηματοοικονομικά θέματα το 1996/1997 και της πρόσφατης εμπειρίας ορισμένων συμβαλλόμενων κρατών, το ΚΦΤΣ υιοθέτησε ομόφωνα μια μέθοδο εργασίας για τη φάση της διαιτησίας, όπως περιγράφεται στο κεφάλαιο 4 του σχεδίου κώδικα συμπεριφοράς του παραρτήματος II της παρούσας έκθεσης.

    2.5. Αλληλεπίδραση μεταξύ της διαδικασίας αμοιβαίου διακανονισμού και της διαδικασίας διαιτησίας, αφενός, και των διοικητικών και δικαστικών προσφυγών, αφετέρου

    Το ΚΦΤΣ εξέτασε επίσης τους υφιστάμενους δεσμούς μεταξύ των δύο τύπων διαδικασιών όπως περιγράφονται στο άρθρο 7 της Σύμβασης Διαιτησίας.

    Ένα πρώτο σημείο που εξετάστηκε ήταν η διάταξη του άρθρου 7 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, σύμφωνα με την οποία "οι επιχειρήσεις μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα μέσα θεραπείας που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο των ενδιαφερόμενων συμβαλλόμενων κρατών. Όμως, όταν ένα δικαστήριο έχει επιληφθεί της υπόθεσης, η διετής προθεσμία του πρώτου εδαφίου αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη οριστική η απόφαση που ελήφθη κατά τον τελευταίο βαθμό δικαιοδοσίας, στα πλαίσια αυτών των εθνικών μέσων θεραπείας".

    Οι εμπειρογνώμονες που εκπροσωπούν τις επιχειρήσεις ήταν της άποψης ότι η ανεξαρτησία των δύο τύπων προσφυγής είναι πολύ περιορισμένη εφόσον - στην περίπτωση που κινηθεί η διαδικασία προσφυγής στα εθνικά δικαστήρια - η σημαντικότερη φάση της Σύμβασης Διαιτησίας (η σύσταση της συμβουλευτικής επιτροπής) μπορεί να συνεχιστεί μόνο αφού εξαντληθούν όλα τα ένδικα μέσα που προβλέπει η εθνική νομοθεσία και έχει παρέλθει η διετής περίοδος του αμοιβαίου διακανονισμού. Επιπλέον, ορισμένες εθνικές φορολογικές αρχές δεν φαίνεται να κάνουν διάκριση μεταξύ διοικητικής και δικαστικής προσφυγής, δεδομένου ότι μόνο η τελευταία αναφέρεται στο εν λόγο άρθρο 7 παράγραφος 1 ως λόγος αναβολής της έναρξης της διετούς περιόδου. Αυτό μπορεί να αποτελέσει σοβαρό μειονέκτημα για τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα της Σύμβασης Διαιτησίας εφόσον η συνολική διάρκεια των διαδικασιών της Σύμβασης Διαιτησίας μπορεί να γίνει ίση με: (i) τη διάρκεια των εσωτερικών διοικητικών/δικαστικών διαδικασιών οι οποίες λήγουν με την οριστική δικαστική απόφαση που εκδίδεται στον τελευταίο βαθμό δικαιοδοσίας, (ii) συν δύο έτη, (iii) συν τους έξι μήνες που έχει στη διάθεσή της η συμβουλευτική επιτροπή για να γνωμοδοτήσει.

    Ανάλογες ανησυχίες εξέφρασαν οι επιχειρήσεις όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 7 παράγραφος 3 της Σύμβασης Διαιτησίας το οποίο ορίζει ότι "Στην περίπτωση που η εθνική νομοθεσία ενός συμβαλλόμενου κράτους δεν επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να παρεκκλίνουν από τις αποφάσεις των δικαστικών τους αρχών, η παράγραφος 1 εφαρμόζεται μόνον εάν η συνδεδεμένη επιχείρηση του κράτους αυτού άφησε να παρέλθει η προθεσμία άσκησης της προσφυγής ή παραιτήθηκε αυτής της προσφυγής πριν από την έκδοση της απόφασης". Παρόλο που η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο είναι τα μόνα συμβαλλόμενα κράτη που προέβησαν σε επίσημη δήλωση σύμφωνα με την οποία η διάταξη αυτή εφαρμόζεται στις χώρες τους, σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας, η μεγάλη πλειοψηφία των συμβαλλόμενων κρατών (και των υπό ένταξη χωρών) εφαρμόζουν/θα εφαρμόζουν τους ίδιους κανόνες στην πράξη. Σχετικά με το σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι το άρθρο 7 παράγραφος 3 της Σύμβασης Διαιτησίας είναι αυτοδικαίως εκτελεστό και δεν απαιτείται επίσημη δήλωση για να τεθεί σε εφαρμογή.

    Τα μέλη που εκπροσωπούν τις επιχειρήσεις ισχυρίστηκαν ότι η ανωτέρω διάταξη αναγκάζει πολλές φορές τους φορολογούμενους να παραιτηθούν από τα ένδικα μέσα που τους παρέχει το εσωτερικό δίκαιο. Λαμβάνοντας υπόψη τις δυνατότητες που προσφέρει η Σύμβαση Διαιτησίας για την εξάλειψη της διπλής φορολογίας, αυτό δεν αποτελεί απαραίτητα μειονέκτημα για τον φορολογούμενο. Ωστόσο, η προτίμηση των επιχειρήσεων να επιλέγουν τις διασυνοριακές διαδικασίες επίλυσης των διαφορών αντί για τα ένδικα μέσα που τους παρέχει το εθνικό δίκαιο μπορεί να έχει σοβαρό χρηματοοικονομικό αντίκτυπο, όπως εκτίθεται στο σημείο 2.6 κατωτέρω.

    Λαμβανομένης υπόψη της πολυπλοκότητας του θέματος, το ΚΦΤΣ αποφάσισε να περιορίσει τις συστάσεις του στην αναστολή της είσπραξης των φορολογικών οφειλών για όσο διάστημα διαρκούν οι κατωτέρω διασυνοριακές διαδικασίες επίλυσης των διαφορών.

    2.6. Αναστολή της είσπραξης φορολογικών οφειλών κατά τη διάρκεια των διασυνοριακών διαδικασιών επίλυσης διαφορών

    Το ΚΦΤΣ εξέτασε τους ισχύοντες κανόνες στα κράτη μέλη και τις υπό ένταξη χώρες όσον αφορά την αναστολή της είσπραξης φορολογικών οφειλών κατά τη διάρκεια των διοικητικών και δικαστικών προσφυγών/διαφορών. Σε όλες σχεδόν τις χώρες, η αναστολή της είσπραξης φορολογικών οφειλών ρυθμίζεται από το νόμο όσον αφορά τις εσωτερικές διαδικασίες. Οι κανόνες αυτοί παρουσιάζουν ωστόσο μεγάλες διαφορές όσον αφορά τις προϋποθέσεις, την εφαρμογή, τη διάρκεια, το ποσό της αναστολής, κλπ.

    Όσον αφορά τους κανόνες για τις διασυνοριακές διαδικασίες επίλυσης διαφορών, μόνο σε λίγες χώρες υπάρχουν ειδικές νομικές ή διοικητικές διατάξεις. Ωστόσο, σημαντικός αριθμός φορολογικών διοικήσεων έχουν τη διακριτική ευχέρεια να αναστείλουν την είσπραξη φορολογικών οφειλών προκειμένου να αποφευχθεί διπλή φορολόγηση ακόμη και αν δεν υπάρχουν συγκεκριμένες διατάξεις για την αναστολή της είσπραξης για όσο διάστημα διαρκούν οι διαδικασίες αμοιβαίου διακανονισμού ή διαιτησίας.

    Η απουσία ειδικών ή γενικών κανόνων που να καθιστούν δυνατή την αναστολή της είσπραξης φόρων κατά τη διάρκεια της διασυνοριακής επίλυσης διαφορών, τουλάχιστον με τους ίδιους όρους με αυτούς που ισχύουν για τις εσωτερικές προσφυγές/δικαστικές αντιδικίες, δημιουργεί μία επιπλέον χρηματοοικονομική επιβάρυνση για τις εταιρίες που αντιμετωπίζουν πρόβλημα διπλής φορολόγησης σε κοινοτικό επίπεδο. Η απουσία αυτή κανόνων, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 7 της Σύμβασης Διαιτησίας όσον αφορά την αλληλεπίδραση μεταξύ των διαδικασιών διοικητικής/δικαστικής προσφυγής και διασυνοριακής επίλυσης των διαφορών όπως αναπτύχθηκε στο σημείο 2.5, θεωρείται από τα μέλη του ΚΦΤΣ που εκπροσωπούν τις επιχειρήσεις καθώς και από την πλειοψηφία των μελών που εκπροσωπούν τις φορολογικές αρχές ότι εμποδίζει τους φορολογούμενους να ζητούν την εφαρμογή της Σύμβασης Διαιτησίας ή τις διαδικασίες αμοιβαίου διακανονισμού στο πλαίσιο των συμβάσεων διπλής φορολογίας μεταξύ κρατών μελών.

    2.7. Προσχώρηση στη Σύμβαση Διαιτησίας των υπό ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση κρατών

    Με την προσχώρηση της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας στην ΕΕ, υπεγράφη στις 21 Δεκεμβρίου 1995 μία νέα σύμβαση που επιτρέπει στα νέα αυτά κράτη μέλη να προσχωρήσουν στη Σύμβαση Διαιτησίας. Ωστόσο, δεδομένου ότι ένα κράτος μέλος δεν έχει ακόμη επικυρώσει τη εν λόγω σύμβαση προσχώρησης (βλ. 2.1), η Σύμβαση Διαιτησίας δεν έχει τεθεί πλήρως σε ισχύ στα κράτη μέλη που προσχώρησαν στην ΕΕ το 1995.

    Προκειμένου να αποφευχθεί μία ακόμη χρονοβόρα διαδικασία κατά τη διάρκεια της οποίας η Σύμβαση Διαιτησίας δεν θα μπορούσε να τεθεί σε εφαρμογή στο σύνολο της (διευρυμένης) EΕ, το ΚΦΤΣ εξέτασε τα μέτρα που θα μπορούσαν να ληφθούν προκειμένου να επισπευσθεί η θέση σε ισχύ της Σύμβασης Διαιτησίας στα νέα κράτη μέλη της ΕΕ μετά την επικείμενη διεύρυνση της ΕΕ τον Μάιο 2004. Σχετικά με το θέμα αυτό, εξετάστηκαν οι δυνατότητες "προσωρινής εφαρμογής" (εφαρμογή του άρθρου 25 της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών) ή "θέσης σε ισχύ κατά την υπογραφή" (άρθρο 24 παράγραφος 1 της προαναφερθείσας σύμβασης της Βιέννης). Ωστόσο, εφόσον και οι δύο δυνατές λύσεις προϋποθέτουν, στην πλειοψηφία των σημερινών και των μελλοντικών κρατών μελών, την επικύρωση από το εθνικό κοινοβούλιο, δεν θα επιταχύνουν πραγματικά τη διαδικασία.

    Δυστυχώς δεν φαίνεται να υπάρχουν νομικά μέσα για την επίσπευση της θέσης σε ισχύ της Σύμβασης Διαιτησίας στα υπό ένταξη κράτη. Tο ΚΦΤΣ αποφάσισε λοιπόν ομόφωνα να συστήσει στα κράτη μέλη να δεσμευθούν να επικυρώσουν τις συνθήκες προσχώρησης στη Σύμβαση Διαιτησίας το αργότερο εντός δύο ετών [7] μετά την προσχώρηση των νέων κρατών μελών στην ΕΕ. Η σύσταση αυτή διατυπώνεται επίσης στο πλαίσιο του προτεινόμενου κώδικα συμπεριφοράς.

    [7] Το μέλος που εκπροσωπεί την φορολογική αρχή του Ηνωμένου Βασιλείου προτιμά να διαγραφεί η αναφορά στη διετή περίοδο δεδομένου ότι οι υπουργοί που συμμετέχουν στο Συμβούλιο ενδέχεται να μην είναι σε θέση να αναλάβουν δέσμευση του είδους αυτού αν το θέμα εξαρτάται από ενέργειες του νομοθετικού τους σώματος και οι διαδικασίες είναι δυνατόν να ολοκληρωθούν σε σημαντικά μικρότερο χρονικό διάστημα από τα δύο έτη και επομένως δεν ωφελεί να προταθεί η διετής περίοδος ως αποδεκτό πρότυπο.

    2.8. Συμπεράσματα

    Λαμβανομένων υπόψη των παραγράφων 2.1 έως 2.7 του παρόντος κεφαλαίου, το ΚΦΤΣ αποφάσισε ομόφωνα να συστήσει στην Επιτροπή να προτείνει στο Συμβούλιο την υιοθέτηση ενός κώδικα συμπεριφοράς σχετικά με την εφαρμογή της σύμβασης 90/436/ΕΟΚ της 23ης Ιουλίου 1990, για την εξάλειψη της διπλής φορολογίας σε περίπτωση διορθώσεως των κερδών συνδεδεμένων επιχειρήσεων και για ορισμένα συναφή θέματα που συνδέονται με τις διαδικασίες αμοιβαίου διακανονισμού στο πλαίσιο των συμβάσεων διπλής φορολογίας μεταξύ κρατών μελών, όπως εκτίθεται στο Παράρτημα II της παρούσας έκθεσης.

    3. Άλλα θέματα που εξετάστηκαν από το ΚΦΤΣ σε σχέση με τη διπλή φορολόγηση που προκύπτει από διορθώσεις στην τιμολογηση συναλλαγων

    3.1. Τόκοι για καθυστερημένους φόρους και τόκοι για επιστροφές φόρων

    Στα περισσότερα κράτη μέλη και υπό ένταξη κράτη υπάρχουν ειδικές διατάξεις σχετικά με τους τόκους για πρόσθετους καθυστερημένες φόρους παρελθόντων ετών και τους τόκους για επιστροφές φόρων. Τα επιτόκια καθορίζονται από το αστικό/εμπορικό δίκαιο ή από ειδικές φορολογικές διατάξεις και, με ορισμένες εξαιρέσεις, αναθεωρούνται τακτικά βάσει διαφόρων κριτηρίων. Στις περισσότερες χώρες εφαρμόζονται ενιαία επιτόκια.

    Τα σημεία αναφοράς για τον υπολογισμό του τόκου (τόσο στην περίπτωση των πρόσθετων καθυστερημένων φόρων όσο και στην περίπτωση των επιστροφών φόρων) ποικίλλουν αισθητά μεταξύ των χωρών αλλά σε εθνικό επίπεδο παρουσιάζουν κάποια συνεκτικότητα. Οι φορολογικές αρχές που επιτρέπουν την έκπτωση των τόκων για καθυστερημένες φορολογικές οφειλές αντιμετωπίζοντάς τους ως έξοδα της επιχείρησης εξομοιώνουν επίσης με φορολογητέο εισόδημα τους τόκους που έχουν εισπραχθεί στο πλαίσιο επιστροφής φόρων. Ωστόσο, για τις περισσότερες εθνικές φορολογικές διοικήσεις, οι τόκοι θεωρούνται ουδέτεροι από φορολογική άποψη (καμία έκπτωση αλλά ούτε και φορολόγηση).

    Μια ακόμη σημαντικότερη διαπίστωση στο πλαίσιο της ΕΕ αφορά τις αντίστοιχες διορθώσεις που απορρέουν από διασυνοριακές διαδικασίες επίλυσης διαφορών (ΔΑΔ ή διαιτησία). Σε καμία χώρα, με εξαίρεση τις Κάτω Χώρες, δεν προβλέπεται η δυνατότητα συμφωνίας, στο πλαίσιο ΔΑΔ, όσον αφορά τους αντίστοιχους τόκους που θα πρέπει να καταβληθούν στην επιχείρηση για τους αχρεωστήτως καταβληθέντες απ' αυτήν φόρους, λαμβάνοντας υπόψη τους τόκους που επιβάλλονται για πρόσθετους καθυστερημένους φόρους στο άλλο συμβαλλόμενο κράτος (και αντιστρόφως), σε μία προσπάθεια εξισορρόπησης των τόκων που έχουν καταβληθεί και εισπραχθεί από την υπό εξέταση επιχείρηση.

    Παρ' όλο που η Σύμβαση Διαιτησίας και οι συμβάσεις διπλής φορολογίας μεταξύ κρατών μελών έχουν ως στόχο την εξάλειψη της διπλής φορολογίας, δεν προβλέπουν μηχανισμούς αντιστάθμισης των τόκων που καταβάλλονται για καθυστερημένες φορολογικές οφειλές και των φόρων που εισπράττονται στο πλαίσιο επιστροφής φόρων.

    Τα μέλη του ΚΦΤΣ που εκπροσωπούν τις επιχειρήσεις εισηγήθηκαν την αναστολή της σώρευσης των τόκων για καθυστερημένες οφειλές κατά τις διαδικασίες αμοιβαίου διακανονισμού και διαιτησίας στο πλαίσιο της Σύμβασης Διαιτησίας.

    Λαμβανομένης ωστόσο υπόψη της πολυπλοκότητας του θέματος, το ΚΦΤΣ αποφάσισε να αναβάλει γι' αργότερα τις διεξοδικές συζητήσεις σχετικά με το θέμα αυτό.

    3.2. Κυρώσεις

    Ειδικό καθεστώς κυρώσεων όσον αφορά τις διορθώσεις της τιμολόγησης συναλλαγών υπάρχει μόνο σε λίγες χώρες. Σε όλες τις υπόλοιπες χώρες, εφαρμόζεται το γενικό καθεστώς κυρώσεων. Ο ποινικός χαρακτήρας των κυρώσεων αυτών εξαρτάται στις περισσότερες περιπτώσεις από τις περιστάσεις, με εξαίρεση μία χώρα, όπου οι κυρώσεις όσον αφορά τις τιμές μεταβίβασης έχουν πάντα ποινικό χαρακτήρα. Η επιβολή προστίμων ανεξάρτητα από την ευθύνη που φέρει ο φορολογούμενος δεν φαίνεται να αποτελεί κοινή πρακτική στα κράτη μέλη ούτε στα υπό ένταξη κράτη. Οι κανόνες για την ερμηνεία και τον προσδιορισμό του ύψους των προστίμων δεν είναι ομοιόμορφοι. Σε ορισμένες χώρες υπάρχουν λεπτομερείς διατάξεις για τα θέματα αυτά ενώ άλλες χώρες αφήνουν την εφαρμογή των γενικών αρχών που διέπουν την επιβολή κυρώσεων στη ευχέρεια των φορολογικών αρχών. Ωστόσο, οι περισσότερες χώρες προβλέπουν διαδικασίες προσφυγής. Καμία από τις φορολογικές αρχές δεν επιτρέπει την έκπτωση των προστίμων ως έξοδα της επιχείρησης.

    Και στην περίπτωση αυτή, λαμβανομένης υπόψη της πολυπλοκότητας του θέματος και του αντίκτυπου που ενδέχεται να έχει στην εθνική νομοθεσία, το ΚΦΤΣ αποφάσισε να αναβάλει γι' αργότερα τη διεξοδική συζήτησή του.

    4. Συμπεράσματα

    Οι δραστηριότητες του ΚΦΤΣ θα συνεχιστούν κατά το 2004 βάσει του διετούς προγράμματος εργασίας του.

    Σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 11ης Μαρτίου 2002, το ΚΦΤΣ καλεί την Επιτροπή να διαβιβάσει την έκθεση δραστηριοτήτων του στο Συμβούλιο με στόχο τη λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων.

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι: Θέση των κρατών μελών κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    Παράρτημα II: σχέδιο κώδικα συμπεριφοράς

    ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΙ ΤΩΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΝ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ, ΣΥΝΕΛΘΟΝΤΕΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

    ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ τη σύμβαση 90/436/ΕΟΚ της 23ης Ιουλίου 1990, σχετικά με την εξάλειψη της διπλής φορολογίας σε περίπτωση διορθώσεως των κερδών συνδεδεμένων επιχειρήσεων,

    ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ την ανάγκη τόσο για τα κράτη μέλη όσο και για τους φορολογούμενους να διαθέτουν αναλυτικότερους κανόνες για την εφαρμογή της προαναφερθείσας σύμβασης με αποτελεσματικό τρόπο,

    ΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ την ανακοίνωση της Επιτροπής όσον αφορά την έκθεση δραστηριοτήτων του κοινού φόρουμ της ΕΕ σχετικά με την τιμολόγηση συναλλαγών στον τομέα της φορολογίας επιχειρήσεων της [...] 2004,

    ΤΟΝΙΖΟΝΤΑΣ ότι ο κώδικας συμπεριφοράς αποτελεί πολιτική δέσμευση και δεν θίγει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των κρατών μελών ή τις αντίστοιχες σφαίρες αρμοδιότητας των κρατών μελών και της Κοινότητας, οι οποίες απορρέουν από τη Συνθήκη,

    ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ότι η εφαρμογή του παρόντος κώδικα συμπεριφοράς δεν πρέπει να εμποδίζει την αναζήτηση λύσεων σε σφαιρικότερο επίπεδο,

    ΘΕΣΠΙΖΟΥΝ ΤΟΝ ΑΚΟΛΟΥΘΟ ΚΩΔΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ:

    Με την επιφύλαξη των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων των κρατών μελών και της Κοινότητας, ο παρών κώδικας συμπεριφοράς αφορά την εφαρμογή της σύμβασης 90/436/ΕΟΚ της 23ης Ιουλίου 1990 για την εξάλειψη της διπλής φορολογίας σε περίπτωση διορθώσεως των κερδών συνδεδεμένων επιχειρήσεων και ορισμένα θέματα που συνδέονται με τη διαδικασία αμοιβαίου διακανονισμού που προβλέπουν οι συμβάσεις διπλής φορολογίας μεταξύ κρατών μελών.

    1. Σημείο έναρξης της τριετούς περιόδου (προθεσμία για την υποβολής της υπόθεσης σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 της Σύμβασης Διαιτησίας)

    Η ημερομηνία του "πρώτου φύλλου ελέγχου ή ισοδύναμου μέτρου που οδηγεί ή είναι πιθανό να οδηγήσει σε διπλή φορολόγηση κατά την έννοια του άρθρου 1, π.χ. λόγω διόρθωσης της τιμολόγησης συναλλαγών" [8] θεωρείται το σημείο έναρξης της τριετούς περιόδου.

    [8] Το μέλος που εκπροσωπεί την ιταλική φορολογική αρχή πιστεύει ότι η ημερομηνία έκδοσης του πρώτου φύλλου ελέγχου ή άλλου ισοδύναμου μέτρου κατόπιν διόρθωσης της τιμολόγησης συναλλαγών, το οποίο οδηγεί ή είναι πιθανόν να οδηγήσει σε διπλή φορολόγηση κατά την έννοια του άρθρου 1 αποτελεί το σημείο έναρξης της τριετούς περιόδου, δεδομένου ότι η υφιστάμενη Σύμβαση Διαιτησίας πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες έχει γίνει διόρθωση της τιμολόγησης συναλλαγών.

    Οι ορισμοί που δίνουν τα κράτη μέλη στο γεγονός που έχει σημασία για τον υπολογισμό της περιόδου (στην εθνική γλώσσα και στα Αγγλικά) εκτίθενται στο παράρτημα του παρόντος κώδικα.

    Όσον αφορά τις υποθέσεις που σχετίζονται με την τιμολόγηση συναλλαγών, συνιστάται στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν τους ορισμούς αυτούς και για τον προσδιορισμό της τριετούς περιόδου που προβλέπεται στο άρθρο 25 παράγραφος 1 του Υποδείγματος Σύμβασης Φορολογίας Εισοδήματος και Κεφαλαίων του ΟΟΣΑ και εφαρμόζεται στις συμβάσεις διπλής φορολογίας που έχουν συναφθεί μεταξύ κρατών μελών της ΕΕ.

    2. Σημείο έναρξης της διετούς περιόδου (άρθρο 7 παράγραφος 1 της Σύμβασης Διαιτησίας)

    (i) Για την εφαρμογή του άρθρου 7 παράγραφος 1 της σύμβασης, μία υπόθεση θεωρείται ότι έχει υποβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 όταν ο φορολογούμενος παρέχει τα ακόλουθα:

    α) στοιχεία προσδιορισμού της ταυτότητας (όπως επωνυμία, διεύθυνση, αριθμό φορολογικού μητρώου) της επιχείρησης του συμβαλλόμενου κράτους που υποβάλλει την υπόθεση και των λοιπών μερών που συμμετέχουν στις σχετικές συναλλαγές.

    β) λεπτομερή στοιχεία όσον αφορά τα γεγονότα και τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης (περιλαμβανομένων λεπτομερών στοιχείων όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ της επιχείρησης και των λοιπών μερών που συμμετέχουν στις σχετικές συναλλαγές).

    γ) προσδιορισμός των υπό εξέταση φορολογικών περιόδων.

    δ) αντίγραφα των φύλλων ελέγχου, έκθεσης φορολογικού ελέγχου ή ισοδύναμου έγγραφου που οδηγεί στην εικαζόμενη διπλή φορολόγηση.

    ε) λεπτομερή στοιχεία όσον αφορά τις διαδικασίες προσφυγής και τις διαδικασίες δικαστικής αντιδικίας που έχουν κινηθεί από την επιχείρηση ή τα λοιπά μέρη που αφορούν οι υπό εξέταση συναλλαγές και οποιεσδήποτε δικαστικές αποφάσεις σχετικά με την υπόθεση.

    στ) έκθεση της επιχείρησης στην οποία εξηγούνται οι λόγοι που την κάνουν να πιστεύει πως δεν έχουν τηρηθεί οι αρχές που εκτίθενται στο άρθρο 4 της Σύμβασης Διαιτησίας.

    ζ) δέσμευση της επιχείρησης να απαντήσει όσο το δυνατόν πληρέστερα και ταχύτερα σε όλα τα λογικά και ενδεδειγμένα αιτήματα που θα διατυπωθούν από αρμόδια αρχή και ότι θα θέσει στη διάθεση των αρμοδίων αρχών τα απαιτούμενα έγγραφα. και

    η) οποιαδήποτε συμπληρωματική πληροφορία ζητηθεί από την αρμόδια αρχή εντός δύο μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της αίτησης του φορολογούμενου.

    (ii) Η διετής περίοδος αρχίζει τη μεταγενέστερη των ακόλουθων ημερομηνιών:

    α) την ημερομηνία έκδοσης του φύλλου ελέγχου, δηλαδή της τελικής απόφασης που έχει ληφθεί από τη φορολογική διοίκηση σχετικά με το πρόσθετο εισόδημα, ή άλλου ισοδύναμου μέτρου.

    β) την ημερομηνία κατά την οποία η αρμόδια αρχή παραλαμβάνει την αίτηση και τα ελάχιστα απαιτούμενα στοιχεία όπως αναφέρεται στο σημείο 2 (i) ανωτέρω.

    3. Διαδικασίες αμοιβαίου (φιλικού) διακανονισμού στο πλαίσιο της Σύμβασης Διαιτησίας

    3.1 Γενικές διατάξεις

    α) Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ εφαρμόζεται η «αρχή των πραγματικών συνθηκών της αγοράς στις συναλλαγές μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων» (arm's length principle), ανεξάρτητα από τις άμεσες φορολογικές συνέπειες για οποιοδήποτε συμβαλλόμενο κράτος.

    β) Οι υποθέσεις επιλύονται το συντομότερο δυνατόν ανάλογα με την πολυπλοκότητα των προβλημάτων που παρουσιάζει η εκάστοτε υπόθεση.

    γ) Εξετάζεται κάθε ενδεδειγμένο μέτρο για την επίτευξη αμοιβαίου διακανονισμού το ταχύτερο δυνατόν, περιλαμβανομένων των κατ' ιδίαν συναντήσεων. Ανάλογα με την περίπτωση, η επιχείρηση καλείται να εκθέσει τις απόψεις της ενώπιον της αρμόδιας αρχής.

    δ) Λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του παρόντος κώδικα, ο αμοιβαίος διακανονισμός πρέπει να επιτευχθεί εντός δύο ετών από την ημερομηνία κατά την οποία η υπόθεση υποβλήθηκε για πρώτη φορά σε μία από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το σημείο 2 (ii) του παρόντος κώδικα.

    ε) Η διαδικασία αμοιβαίου διακανονισμού δεν πρέπει να επιφέρει αδικαιολόγητο ή υπερβολικό κόστος συμμόρφωσης γι'αυτόν που την κινεί ή για οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το οποίο εμπλέκεται στην υπόθεση.

    3.2 Πρακτική λειτουργία και διαφάνεια

    α) Για να περιοριστούν στο ελάχιστο οι καθυστερήσεις και το κόστος που συνεπάγεται η μετάφραση, η διαδικασία αμοιβαίου διακανονισμού, και ιδίως η ανταλλαγή εγγράφων διατύπωσης θέσεων, θα πρέπει να διεξάγεται σε μία κοινή γλώσσα εργασίας, ή κατά τρόπο που να οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα, αν μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των αρμοδίων αρχών σε διμερή βάση.

    β) Η επιχείρηση που ζητεί να κινηθεί η διαδικασία αμοιβαίου διακανονισμού ενημερώνεται συνεχώς από την αρμόδια αρχή στην οποία έχει υποβάλει την αίτησή της σχετικά με όλες τις σημαντικές εξελίξεις που την αφορούν καθ'όλη τη διάρκεια της διαδικασίας.

    γ) Διασφαλίζεται το απόρρητο των πληροφοριών σχετικά με οποιοδήποτε πρόσωπο προστατεύεται στο πλαίσιο διμερούς φορολογικής σύμβασης ή στο πλαίσιο της νομοθεσίας συμβαλλόμενου κράτους.

    δ) Η αρμόδια αρχή βεβαιώνει ότι έλαβε την αίτηση του φορολογούμενου για την κίνηση της διαδικασίας αμοιβαίου διακανονισμού εντός ενός μηνός από την παραλαβή της αίτησης και, ταυτόχρονα, ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές των άλλων συμβαλλόμενων κρατών που εμπλέκονται στην υπόθεση, επισυνάπτοντας αντίγραφο της αίτησης του φορολογουμένου.

    ε) Αν η αρμόδια αρχή πιστεύει ότι η επιχείρηση δεν έχει υποβάλει τις ελάχιστες απαιτούμενες πληροφορίες για την κίνηση της διαδικασίας αμοιβαίου διακανονισμού όπως αναφέρεται στο σημείο 2 (i), καλεί την επιχείρηση εντός δύο μηνών από την παραλαβή της αίτησης, να της υποβάλει τις απαιτούμενες πρόσθετες πληροφορίες.

    στ) Τα συμβαλλόμενα κράτη δεσμεύονται ότι η αρμόδια αρχή θα απαντήσει στην επιχείρηση που υποβάλλει την αίτηση με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:

    (i) αν η αρμόδια αρχή δεν είναι πεπεισμένη ότι τα κέρδη της επιχείρησης έχουν συμπεριληφθεί, ή είναι πιθανόν να συμπεριληφθούν, στα κέρδη επιχείρησης άλλου συμβαλλόμενου κράτους, ενημερώνει την επιχείρηση για τις αμφιβολίες της και την καλεί να υποβάλει τις ενδεχόμενες παρατηρήσεις της.

    (ii) αν το αίτημα της επιχείρησης κρίνεται βάσιμο από την αρμόδια αρχή και η αρμόδια αυτή αρχή είναι σε θέση να εξασφαλίσει ικανοποιητική λύση, ενημερώνει την επιχείρηση και προβαίνει το συντομότερο δυνατόν στις απαιτούμενες διορθώσεις ή εγκρίνει τις ελαφρύνσεις που κρίνει δικαιολογημένες.

    (iii) αν η αρμόδια αρχή κρίνει ότι το αίτημα είναι βάσιμο αλλά δεν είναι η ίδια σε θέση να εξασφαλίσει ικανοποιητική λύση, ενημερώνει την επιχείρηση ότι θα επιδιώξει την εξεύρεση λύσης μέσω αμοιβαίου διακανονισμού με τη αρμόδια αρχή κάθε άλλου συμβαλλόμενου κράτους που μπορεί να αφορά η υπόθεση.

    ζ) Αν μία αρμόδια αρχή κρίνει ότι μία υπόθεση είναι βάσιμη, πρέπει να κινήσει διαδικασία αμοιβαίου διακανονισμού αφού ενημερώσει σχετικά την αρμόδια αρχή του άλλου συμβαλλόμενου κράτους και να επισυνάψει αντίγραφο των στοιχείων που αναφέρονται στο σημείο 2 (i) του παρόντος κώδικα. Παράλληλα, ενημερώνει το πρόσωπο που επικαλείται τη Σύμβαση Διαιτησίας για την κίνηση της διαδικασίας αμοιβαίου διακανονισμού. Η αρμόδια αρχή που κινεί τη διαδικασία αμοιβαίου διακανονισμού ενημερώνει επίσης - βάσει των στοιχείων που έχει στη διάθεσή της - την αρμόδια αρχή του άλλου συμβαλλόμενου κράτους και το πρόσωπο που έχει υποβάλει την αίτηση αν η υπόθεση έχει υποβληθεί εντός των προθεσμιών που προβλέπονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 της Σύμβασης Διαιτησίας καθώς και σχετικά με την ημερομηνία από την οποία αρχίζει να υπολογίζεται η διετής περίοδος που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 της Σύμβασης Διαιτησίας.

    3.3 Ανταλλαγή εγγράφων στα οποία εκτίθενται οι θέσεις των αρμοδίων αρχών

    α) Όταν κινηθεί διαδικασία αμοιβαίου διακανονισμού, τα συμβαλλόμενα κράτη δεσμεύονται ότι η αρμόδια αρχή της χώρας στην οποία έγινε ή πρόκειται να γίνει φορολογική εκτίμηση, ή άλλη ισοδύναμη πράξη, δηλαδή ελήφθη ή πρόκειται να ληφθεί η τελική απόφαση της φορολογικής διοίκησης σχετικά με το εισόδημα, στο πλαίσιο της οποίας προβλέπεται διόρθωση που οδηγεί ή είναι πιθανόν να οδηγήσει σε διπλή φορολόγηση κατά την έννοια του άρθρου 1 της Σύμβασης Διαιτησίας, αποστέλλει έγγραφο στο οποίο εκθέτει τις θέσεις της στις αρμόδιες αρχές των άλλων συμβαλλόμενων κρατών τα οποία αφορά η υπόθεση και εκθέτει:

    (i) την υποβληθείσα υπόθεση.

    (ii) την άποψή της όσον αφορά την υπόθεση, δηλαδή τους λόγους για τους οποίους πιστεύει ότι έχει πράγματι προκύψει ή πρόκειται να προκύψει διπλή φορολόγηση.

    (iii) τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να επιλυθεί το πρόβλημα έτσι ώστε να εξαλειφθεί η διπλή φορολογία καθώς και πλήρη παρουσίαση της πρότασής της.

    β) Το έγγραφο διατύπωσης θέσεων περιλαμβάνει πλήρη αιτιολόγηση της φορολογικής εκτίμησης ή της διόρθωσης και συνοδεύεται από τα βασικά έγγραφα που στηρίζουν την πρόταση της αρμόδιας αρχής καθώς και από κατάλογο όλων των άλλων εγγράφων που έχουν χρησιμοποιηθεί για τη διόρθωση.

    γ) Το έγγραφο διατύπωσης θέσεων αποστέλλεται στις αρμόδιες αρχές των άλλων συμβαλλόμενων κρατών τα οποία αφορά η υπόθεση το συντομότερο δυνατόν λαμβανομένης υπόψη της πολυπλοκότητας της υπό εξέταση υπόθεσης και το αργότερο εντός τεσσάρων μηνών από την μεταγενέστερη των ακολούθων ημερομηνιών:

    i) την ημερομηνία έκδοσης του φύλλου ελέγχου, δηλαδή της τελικής απόφασης της φορολογικής διοίκησης όσον αφορά το πρόσθετο εισόδημα, ή άλλης ισοδύναμης πράξης.

    ii) την ημερομηνία παραλαβής από την αρμόδια αρχή της αίτησης και των ελάχιστων απαιτούμενων στοιχείων όπως αναφέρεται στο σημείο 2 (i).

    δ) Τα συμβαλλόμενα κράτη αναλαμβάνουν τη δέσμευση ότι, όταν μία αρμόδια αρχή χώρας η οποία δεν έχει προβεί ή δεν προτίθεται να προβεί στην έκδοση φύλλου ελέγχου ή άλλης ισοδύναμης πράξης, η οποία οδηγεί ή είναι πιθανό να οδηγήσει σε διπλή φορολογία κατά την έννοια του άρθρου 1 της Σύμβασης Διαιτησίας, για παράδειγμα λόγω διόρθωσης της τιμολόγησης συναλλαγών, λαμβάνει έγγραφο στο οποίο διατυπώνονται οι θέσεις της άλλης αρμόδιας αρχής, θα απαντά το συντομότερο δυνατό λαμβανομένης υπόψη της πολυπλοκότητας της υπό εξέταση υπόθεσης και το αργότερο εντός έξι μηνών από την παραλαβή του εν λόγω εγγράφου.

    ε) Η απάντηση θα δίνεται με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:

    (i) αν η αρμόδια αρχή πιστεύει ότι υπήρξε όντως διπλή φορολόγηση ή ότι είναι πιθανόν να προκύψει διπλή φορολόγηση και συμφωνεί με τη λύση που προτείνεται στο έγγραφο διατύπωσης θέσεων, ενημερώνει σχετικά την άλλη αρμόδια αρχή και προβαίνει στις διορθώσεις αυτές το ταχύτερο δυνατό.

    (ii) αν η αρμόδια αρχή δεν πιστεύει ότι υπήρξε διπλή φορολόγηση, ή ότι είναι πιθανόν να προκύψει διπλή φορολόγηση, ή δεν συμφωνεί με τη λύση που προτείνεται στο έγγραφο διατύπωσης θέσεων, αποστέλλει στην άλλη αρμόδια αρχή έγγραφο στο οποίο εκθέτει τους λόγους για τους οποίους δεν συμφωνεί και προτείνει ενδεικτικό χρονοδιάγραμμα για την εξέταση της υπόθεσης, λαμβάνοντας υπόψη την πολυπλοκότητά της. Η πρόταση περιλαμβάνει, εφόσον απαιτείται, ημερομηνία για μια κατ' ιδίαν συνάντηση, η οποία πρέπει να πραγματοποιηθεί το αργότερο εντός 18 μηνών από την μεταγενέστερη των ακολούθων ημερομηνιών:

    α) έκδοσης του φύλλου ελέγχου, δηλαδή της οριστικής απόφασης της φορολογικής διοίκησης όσον αφορά το πρόσθετο εισόδημα, ή άλλη ισοδύναμη πράξη.

    β) κατά την οποία η αρμόδια αρχή λαμβάνει την αίτηση και τις ελάχιστες απαιτούμενες πληροφορίες όπως αναφέρεται στο σημείο 2 (i).

    στ) Τα συμβαλλόμενα κράτη προβαίνουν στη συνέχεια στη λήψη όλων των κατάλληλων μέτρων για την επίσπευση, στο μέτρο του δυνατού όλων των διαδικασιών. Σχετικά με το θέμα αυτό, τα συμβαλλόμενα κράτη πρέπει να προβλέψουν τη διοργάνωση, σε τακτική βάση και τουλάχιστον μία φορά ετησίως, κατ' ιδίαν συναντήσεων μεταξύ των αρμοδίων αρχών για τη συζήτηση διαδικασιών αμοιβαίου διακανονισμού σε εκκρεμότητα (με την προϋπόθεση ότι ο αριθμός των υποθέσεων δικαιολογεί τη διεξαγωγή τακτικών συναντήσεων του είδους αυτού).

    3.4 Συμβάσεις διπλής φορολογίας μεταξύ των κρατών μελών

    Όσον αφορά τις υποθέσεις που αφορούν την τιμολόγηση συναλλαγών, συνιστάται στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν τις διατάξεις των σημείων 1 έως 3 και στις διαδικασίες αμοιβαίου διακανονισμού που κινούνται σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 1 του Υποδείγματος Σύμβασης Φορολογίας Εισοδήματος και Κεφαλαίων του ΟΟΣΑ, στο πλαίσιο των συμβάσεων διπλής φορολογίας μεταξύ κρατών μελών.

    4. Διαδικασίες κατά τη δεύτερη φάση της Σύμβασης Διαιτησίας

    4.1 Κατάλογος ανεξάρτητων προσωπικοτήτων

    α) Τα συμβαλλόμενα κράτη αναλαμβάνουν τη δέσμευση να γνωστοποιούν χωρίς καθυστέρηση στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα ονόματα των πέντε ανεξάρτητων προσωπικοτήτων που μπορούν να συμμετάσχουν στη συμβουλευτική επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 της Σύμβασης Διαιτησίας και επίσης να τον ενημερώνουν, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, για οποιαδήποτε τροποποίηση του καταλόγου αυτού.

    β) Όταν διαβιβάζουν τα ονόματα των ανεξάρτητων προσωπικοτήτων στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα συμβαλλόμενα κράτη επισυνάπτουν και βιογραφικό σημείωμα στο οποίο πρέπει να αναφέρεται, μεταξύ άλλων, η πείρα τους στον νομικό και φορολογικό τομέα καθώς και στον τομέα της τιμολόγησης συναλλαγών.

    γ) Τα συμβαλλόμενα κράτη μπορούν επίσης να επισημαίνουν στον κατάλογο αυτό τις προσωπικότητες που πληρούν τις προϋποθέσεις για την εκλογή τους στη θέση του Προέδρου.

    δ) Ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου ζητεί κάθε χρόνο από τα συμβαλλόμενα κράτη να επιβεβαιώσουν τα ονόματα των ανεξάρτητων προσωπικοτήτων και/ή να δώσουν τα ονόματα των αντικαταστατών τους.

    ε) Ο γενικός κατάλογος με τα ονόματα όλων των προσωπικοτήτων δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο του Συμβουλίου.

    4.2 Σύσταση της συμβουλευτικής επιτροπής

    α) Εκτός αν έχει άλλως συμφωνηθεί μεταξύ των ενδιαφερόμενων συμβαλλόμενων κρατών, το συμβαλλόμενο κράτος που εξέδωσε το πρώτο φύλλο ελέγχου, δηλαδή την οριστική απόφαση της φορολογικής διοίκησης σχετικά με το πρόσθετο εισόδημα, ή ισοδύναμη πράξη η οποία οδηγεί ή είναι πιθανόν να οδηγήσει σε διπλή φορολόγηση κατά την έννοια του άρθρου 1 της Σύμβασης Διαιτησίας, λαμβάνει την πρωτοβουλία για τη σύσταση της συμβουλευτικής επιτροπής και ρυθμίζει το θέμα των συνεδριάσεών της, κατόπιν συμφωνίας με το άλλο συμβαλλόμενο κράτος.

    β) Τη συμβουλευτική επιτροπή απαρτίζουν συνήθως δύο ανεξάρτητες προσωπικότητες, ο Πρόεδρος και οι εκπρόσωποι των αρμοδίων αρχών.

    γ) Η συμβουλευτική επιτροπή επικουρείται από μία Γραμματεία τις εγκαταστάσεις της οποίας παρέχει το συμβαλλόμενο κράτος που ανέλαβε την πρωτοβουλία για τη συγκρότηση της συμβουλευτικής επιτροπής, εκτός αν έχει συμφωνηθεί άλλως μεταξύ των ενδιαφερόμενων συμβαλλόμενων κρατών. Για λόγους ανεξαρτησίας, η Γραμματεία αυτή θα λειτουργεί υπό την εποπτεία του Προέδρου της συμβουλευτικής επιτροπής. Τα μέλη της Γραμματείας δεσμεύονται από τις διατάξεις περί απορρήτου όπως αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 6 της Σύμβασης Διαιτησίας.

    δ) Ο τόπος στον οποίο συνεδριάζει η συμβουλευτική επιτροπή και ο τόπος από τον οποίο πρέπει να γνωμοδοτήσει μπορούν να καθορίζονται εκ των προτέρων από τις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων συμβαλλόμενων κρατών.

    ε) Τα συμβαλλόμενα κράτη παρέχουν στη συμβουλευτική επιτροπή, πριν από την πρώτη συνεδρίασή της, όλα τα σχετικά έγγραφα και πληροφορίες και ιδίως όλα τα έγγραφα, εκθέσεις, αλληλογραφία και πορίσματα που έχουν χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας αμοιβαίου διακανονισμού.

    4.3 Λειτουργία της συμβουλευτικής επιτροπής

    α) Μία υπόθεση θεωρείται ότι έχει παραπεμφθεί στη συμβουλευτική επιτροπή την ημερομηνία κατά την οποία ο πρόεδρός της επιβεβαιώνει ότι τα μέλη της έχουν λάβει όλα τα σχετικά έγγραφα και πληροφορίες που αναφέρονται στο σημείο 4.2 ε).

    β) Οι εργασίες της συμβουλευτικής επιτροπής διεξάγονται στην επίσημη γλώσσα ή στις επίσημες γλώσσες των ενδιαφερόμενων συμβαλλόμενων κρατών, εκτός εάν οι αρμόδιες αρχές αποφασίσουν άλλως στο πλαίσιο αμοιβαίας συμφωνίας, λαμβάνοντας υπόψη τις επιθυμίες της συμβουλευτικής επιτροπής.

    γ) Η συμβουλευτική επιτροπή μπορεί να ζητήσει από το μέρος από το οποίο προέρχεται μία δήλωση ή έγγραφο να φροντίσει για τη μετάφρασή του στη γλώσσα ή τις γλώσσες στις οποίες διεξάγονται οι εργασίες.

    δ) Χωρίς να θίγονται οι διατάξεις του άρθρου 10 της Σύμβασης Διαιτησίας, η συμβουλευτική επιτροπή μπορεί να ζητήσει από τα συμβαλλόμενα κράτη και κυρίως από το συμβαλλόμενο κράτος που εξέδωσε το πρώτο φύλλο ελέγχου, δηλαδή την οριστική απόφαση της φορολογικής διοίκησης σχετικά με το πρόσθετο εισόδημα, ή ισοδύναμη πράξη που οδήγησε ή είναι πιθανόν να οδηγήσει σε διπλή φορολόγηση κατά την έννοια του άρθρου 1 να εμφανιστούν ενώπιον της συμβουλευτικής επιτροπής.

    ε) Τα έξοδα της διαδικασίας ενώπιον της συμβουλευτικής επιτροπής, τα οποία επιμερίζονται στα ενδιαφερόμενα συμβαλλόμενα κράτη, συνίστανται στα διοικητικά έξοδα της συμβουλευτικής επιτροπής και στις αμοιβές και τα έξοδα των ανεξάρτητων προσωπικοτήτων.

    στ) Αν οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων συμβαλλόμενων κρατών δεν έχουν συμφωνήσει διαφορετικά:

    i) η απόδοση των εξόδων των ανεξάρτητων προσωπικοτήτων περιορίζεται στη συνήθη αποζημίωση για τους υψηλόβαθμους δημοσίους υπαλλήλους του συμβαλλόμενου κράτους το οποίο έχει αναλάβει την πρωτοβουλία για τη συγκρότηση της συμβουλευτικής επιτροπής.

    ii) οι αμοιβές των ανεξάρτητων προσωπικοτήτων καθορίζονται σε 1000 ευρώ κατ' άτομο και ανά ημέρα συνεδρίασης της συμβουλευτικής επιτροπής και ο πρόεδρος λαμβάνει αμοιβή κατά 10% υψηλότερη από την αμοιβή των υπόλοιπων ανεξάρτητων προσωπικοτήτων.

    ζ) Η πραγματική καταβολή των εξόδων της διαδικασίας ενώπιον της συμβουλευτικής επιτροπής γίνεται από το συμβαλλόμενο κράτος που ανέλαβε την πρωτοβουλία για τη σύστασή της, εκτός εάν οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων συμβαλλόμενων κρατών αποφασίσουν διαφορετικά.

    4.4 Γνωμοδότηση της συμβουλευτικής επιτροπής

    Τα συμβαλλόμενα κράτη αναμένουν ότι η γνωμοδότηση θα περιλαμβάνει:

    α) τα ονόματα των μελών της συμβουλευτικής επιτροπής.

    β) το αίτημα, το οποίο περιλαμβάνει:

    - τις επωνυμίες και τις διευθύνσεις των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων.

    - τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές.

    - περιγραφή των γεγονότων και περιστάσεων της αντιδικίας.

    - σαφή περιγραφή της απαίτησης.

    γ) συνοπτική παρουσίαση της διαδικασίας.

    δ) τα επιχειρήματα και τις μεθόδους στις οποίες στηρίζεται η απόφαση στη γνωμάτευση της συμβουλευτικής επιτροπής.

    ε) τη γνωμάτευση.

    στ) τον τόπο στον οποίο γνωμοδότησε η Επιτροπή.

    ζ) την ημερομηνία γνωμοδότησης.

    η) τις υπογραφές των μελών της συμβουλευτικής επιτροπής.

    Η απόφαση των αρμοδίων αρχών και η γνωμάτευση της συμβουλευτικής επιτροπής γνωστοποιούνται ως εξής:

    i) Μετά τη λήψη απόφασης, η αρμόδια αρχή στην οποία είχε υποβληθεί η υπόθεση αποστέλλει αντίγραφο της απόφασης των αρμοδίων αρχών και της γνωμάτευσης της συμβουλευτικής επιτροπής σε κάθε μία από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις.

    ii) Αν οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων συμβαλλόμενων κρατών συμφωνούν ότι η απόφαση και η γνωμάτευση μπορούν να δημοσιευθούν, προβαίνουν στη δημοσίευσή της μόνο εφόσον οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις γνωστοποιήσουν γραπτώς στην αρμόδια αρχή στην οποία υποβλήθηκε η υπόθεση ότι δεν έχουν αντίρρηση για τη δημοσίευση της απόφασης και της γνωμάτευσης. Με τη συγκατάθεση των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων συμβαλλόμενων κρατών μπορούν επίσης να συμφωνήσουν να δημοσιευθεί η απόφαση και η γνωμάτευση χωρίς να αναφέρονται οι επωνυμίες των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων και αφού διαγραφούν όλα τα στοιχεία που ενδέχεται να αποκαλύπτουν την ταυτότητα των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων.

    iii) Η γνωμάτευση της συμβουλευτικής επιτροπής συντάσσεται σε τρία πρωτότυπα, εκ των οποίων δύο διαβιβάζονται στις αρμόδιες αρχές των συμβαλλόμενων κρατών και ένα διαβιβάζεται στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου για αρχειοθέτηση. Αν επιτευχθεί συμφωνία όσον αφορά τη δημοσίευσή της γνωμάτευσης, η Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου ζητεί τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    5. Αναστολή της είσπραξης των φόρων για όσο διάστημα διαρκούν οι διασυνοριακές διαδικασίες επίλυσης των διαφορών

    Συνιστάται στα κράτη μέλη να λάβουν όλα τα απαιτούμενα μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι η αναστολή της είσπραξης των φορολογικών οφειλών για όσο διάστημα διαρκούν οι διασυνοριακές διαδικασίες επίλυσης των διαφορών που έχουν κινηθεί στο πλαίσιο της Σύμβασης Διαιτησίας είναι εφικτή για τις επιχειρήσεις που κινούν τις διαδικασίες του είδους αυτού, με τους ίδιους όρους που ισχύουν για εκείνες που κινούν διαδικασία προσφυγής/δικαστικής αντιδικίας παρόλο που τα μέτρα αυτά ενδέχεται να προϋποθέτουν νομοθετικές αλλαγές σε ορισμένα κράτη μέλη. Κρίνεται επίσης σκόπιμο να επεκτείνουν τα κράτη μέλη τα μέτρα αυτά στις διασυνοριακές διαδικασίες επίλυσης των διαφορών οι οποίες κινούνται στο πλαίσιο των συμβάσεων διπλής φορολογίας που έχουν συναφθεί μεταξύ κρατών μελών.

    6. Προσχώρηση των νέων κρατών μελών της ΕΕ στη Σύμβαση Διαιτησίας

    Τα κράτη μέλη καταβάλλουν τις απαιτούμενες προσπάθειες για την υπογραφή και κύρωση της σύμβασης προσχώρησης των νέων κρατών μελών της ΕΕ στη Σύμβαση Διαιτησίας, το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο εντός δύο ετών από την ημερομηνία προσχώρησής τους στην ΕΕ [9].

    [9] Το μέλος που εκπροσωπεί την φορολογική αρχή του Ηνωμένου Βασιλείου προτιμά να διαγραφεί η αναφορά στη διετή περίοδο δεδομένου ότι οι υπουργοί που συμμετέχουν στο Συμβούλιο ενδέχεται να μην είναι σε θέση να αναλάβουν δέσμευση του είδους αυτού αν το θέμα εξαρτάται από ενέργειες του νομοθετικού τους σώματος και οι διαδικασίες είναι δυνατόν να ολοκληρωθούν σε σημαντικά μικρότερο χρονικό διάστημα από τα δύο έτη και επομένως δεν ωφελεί να προταθεί η διετής περίοδος ως αποδεκτό πρότυπο.

    7. Τελικές διατάξεις

    Για να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη και αποτελεσματική εφαρμογή του Κώδικα Συμπεριφοράς, τα κράτη μέλη καλούνται να υποβάλλουν στην Επιτροπή, ανά διετία, έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του στην πράξη. Βάσει των εκθέσεων αυτών, η Επιτροπή θα υποβάλει έκθεση στο Συμβούλιο και ενδεχομένως πρόταση επανεξέτασης των διατάξεων του Κώδικα.

    Παράρτημα toυ σχεδιου κωδικα συμπεριφορας

    Σημείο έναρξης της τριετούς περιόδου (προθεσμία υποβολής της υπόθεσης σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 της Σύμβασης Διαιτησίας ή το άρθρο 25 παράγραφος 1 του Υποδείγματος Σύμβασης Φορολογίας Εισοδήματος και Κεφαλαίων του ΟΟΣΑ)

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    Χώρες υπό ένταξη στην Ε.Ε

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    Top